Μετάβαση στο περιεχόμενο

ramirez

Members
  • Περιεχόμενο

    5067
  • Εγγραφή

  • Τελευταία επίσκεψη

  • Κερδισμένες ημέρες

    14

ramirez τελευταία νίκη Οκτωβρίου 12 2023

ramirez είχε το πιο δημοφιλές περιεχόμενο!

4 Ακόλουθοι

Σχετικά με το μέλος ramirez

  • Γενέθλια Νοεμβρίου 28

Retained

  • Member Title
    WHAT ? ME WORRY ?

ΜΕΘΟΔΟΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ

  • Website URL
    http://

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΡΟΦΙΛ

  • ΓΕΝΟΣ
    Male
  • Χώρα
    Greece

Πρόσφατοι Επισκέπτες Προφίλ

10529 προβολές προφίλ

ramirez's Achievements

GC Fan

GC Fan (7/9)

34.6k

Συνολική φήμη στο GC

  1. Έκθεση στην Αθήνα αφιερωμένη στον «πατέρα» του Κόρτο Μαλτέζε. Ψηλός, με φαβορίτες και χρυσό σκουλαρίκι. Πολυταξιδεμένος, περιπετειώδης και τυχοδιώκτης, αλλά με χρυσή καρδιά. Μέχρι και στη Ρόδο των αρχών του 20ού αιώνα και στην Αλεξάνδρεια του Καβάφη έφτασε κάποτε ο Κόρτο Μαλτέζε, που πρωταγωνιστεί σε μία από τις εκθέσεις του φεστιβάλ κόμικς Comicdom Con. (Φωτ. Ακουαρέλα του Ούγκο Πρατ για την «Μπαλάντα της αλμυρής θάλασσας», την πρώτη περιπέτεια του Κόρτο Μαλτέζε). Πώς το είπε κάποτε ο Ουμπέρτο Έκο; «Όταν θέλω να χαλαρώσω, διαβάζω δοκίμια του Ένγκελς. Όταν θέλω κάτι πιο σοβαρό, διαβάζω Κόρτο Μαλτέζε». Η δήλωση είχε ειπωθεί μισοαστεία–μισοσοβαρά, είχε όμως τη σημασία της. Μεταξύ άλλων, γιατί οι περιπέτειες του λιγομίλητου ναυτικού με τις φαβορίτες, το χρυσό σκουλαρίκι και τα μάτια στο χρώμα του μελιού, ήταν ίσως από τις πρώτες στην ιστορία της ένατης τέχνης που έφεραν επάξια – πριν ακόμη καθιερωθεί – τον πολυφορεμένο πια όρο «graphic novel». Ο δημιουργός του Κόρτο Μαλτέζε, ο Ιταλός κομίστας Ούγκο Πρατ (1927-1995) θεωρείται από πολλούς ένας λογοτέχνης που εικονογραφούσε τις αφηγήσεις του με σχέδια τόσο ονειρικά και ταυτόχρονα ακριβή, ώστε έφταναν στον πυρήνα ανθρώπων, τόπων και καταστάσεων. Λόγος και εικόνα βασίζονταν στην αστείρευτη διάθεση του Πρατ για ταξίδια και εξερευνήσεις, αλλά και στις εκτεταμένες ιστορικές του έρευνες. Όπως έλεγε, «από τη στιγμή που σχεδιάζω έναν στρατιώτη των αγγλικών αποικιών, θέλω να υπάρχει πιστότητα ακόμη και στα κουμπιά της στολής του». Στο Comicdom Con Η έκθεση «Ούγκο Πρατ – Η κληρονομιά, το έργο, η βιογραφία», που το φεστιβάλ Comicdom Con παρουσιάζει σε συνεργασία με το Ιταλικό Μορφωτικό Ινστιτούτο Αθηνών (και σε επιμέλεια της διαχειρίστριας του έργου του Πρατ, Πατρίτσια Ζανότι) περιλαμβάνει 27 μεγάλα πάνελ με εικόνες και κείμενα, που τεκμηριώνουν το εύρος του σύμπαντος του Ιταλού δημιουργού και του σημαντικότερου δημιουργήματός του. Βλέπουμε τον Κόρτο Μαλτέζε, τον γιο ενός ναύτη από την Κορνουάλη και μιας τσιγγάνας από τη Σεβίλλη, που γεννήθηκε το 1887 στη Βαλέτα και μεγάλωσε στην εβραϊκή συνοικία της Κόρδοβα, να αφηγείται πως όταν μια φίλη της μητέρας του διαπίστωσε έντρομη πως το χέρι του δεν είχε γραμμή της μοίρας, εκείνος πήρε ένα μαχαίρι και χάραξε μια δική του. Τον ακολουθούμε σε κινδύνους και σε απανεμιές που εκτείνονται από τον Ειρηνικό Ωκεανό και τη Λατινική Αμερική μέχρι την Αφρική και την Ασία, μελαγχολικό και αινιγματικό, αλλά πρόθυμο να χαρίσει τη φιλία του σε όποιον την άξιζε και ικανό στο να διευθετεί εκείνες ειδικά τις υποθέσεις του, που ακόμη κι αν δεν ήταν απολύτως καθαρές, συχνά τον έφερναν ενώπιον μιας γοητευτικής γυναίκας ή στο πλευρό ενός κολασμένου της γης: ήταν «ένας τζέντλεμαν της καλοτυχίας», ένα «παλιόμουτρο με χρυσή καρδιά». Γεννημένος στο Ρίμινι, μεγαλωμένος στην κοσμοπολίτικη Βενετία, με πατέρα αξιωματικό του ιταλικού στρατού και μητέρα που διάβαζε τις κάρτες Ταρώ, αλλά και με ρίζες γαλλικές, τουρκικές και σεφαραδίτικες, ο Ούγκο Πρατ σχεδόν δεν θα μπορούσε να μην επινοήσει τον Κόρτο Μαλτέζε. Του χάρισε τη δική του αντιπάθεια για σύνορα και πολέμους, τη δική του αγάπη για τους πολιτισμούς του κόσμου, καθώς και μια ροπή στην Ιστορία και τη λογοτεχνία, που στην περίπτωση του ταξιδιάρη ναυτικού σήμαινε συναντήσεις με πρόσωπα όπως ο Τζέιμς Τζόις και ο Τζακ Λόντον, ο Στάλιν και ο Ενβέρ Πασά. Τον τελευταίο τον βρίσκει στο «Χρυσό σπίτι της Σαμαρκάνδης», σε μια ιστορία που ξεκινάει με τον Κόρτο Μαλτέζε στη Ρόδο να αναζητεί ένα χειρόγραφο του Λόρδου Βύρωνα, που ο Έντουαρντ Τζον Τρελόνι είχε κρύψει στο Καβακλί Τζαμί. Σε μια από τις πρόσφατες ιστορίες του Κόρτο Μαλτέζε, σχεδιασμένες πλέον από τους Χουάν Ντίαζ Κανάλες και Ρούμπεν Πελεχέρο, ο ήρωας συναντάει στην Αλεξάνδρεια τον Κωνσταντίνο Καβάφη. Τα έργα του Πρατ με πρωταγωνιστή τον Κόρτο Μαλτέζε (όπως το «Βενετσιάνικο παραμύθι», η «Κρυφή αυλή του μυστηρίου» και βέβαια η σπουδαία «Μπαλάντα της αλμυρής θάλασσας», όπου έκανε το ντεμπούτο του το 1967), καθώς και εκείνα των συνεχιστών του («Κάτω από τον ήλιο του μεσονυκτίου», «Εκουατόρια» κ.ά.) κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Μικρός Ήρως. Θα βρίσκονται και αυτά στο φετινό 18ο Comicdom Con που θα υποδεχθεί το κοινό του στις 17-19 Μαΐου στην Τεχνόπολη. Το πρόγραμμα του φεστιβάλ περιλαμβάνει επίσης εκθέσεις για την τέχνη των ιαπωνικών manga και για τα 40 χρόνια του Dragon Ball, αφιερώματα σε Έλληνες δημιουργούς, διεθνείς καλεσμένους, θεματικές συζητήσεις, τα ελληνικά βραβεία κόμικς κ.ά. Και το σχετικό link...
  2. Ο ταραγμένος ελληνικός μεσοπόλεμος μέχρι τη δικτατορία της 4ης Αυγούστου μέσα από τη φυλακή στο «1936 – Ετοιμόρροπη Δημοκρατία» του Θανάση Πέτρου. Μετά από τρεις σταθμούς στην ταραγμένη νεοελληνική ιστορία, ο δικός μας Θανάσης Πέτρου πιάνει ξανά το νήμα από το 1923 και μας μεταφέρει στο δραματικό 1936. Μιλάμε για την εξαιρετική σειρά που αριθμεί ήδη τον τέταρτο τόμο της από τις εκδόσεις Ίκαρος. Πρωταγωνιστής και εδώ ο Αμπατζής τον οποίο παρακολουθήσαμε ως έναν από τους 7.000 στρατιώτες του Δ’ Σώματος Στρατού που το 1916, εν μέσω Α’ Π.Π., μεταφέρθηκαν από τους Γερμανούς στο Γκέρλιτς της Σιλεσίας («Οι όμηροι του Γκαίρλιτς»). Στη συνέχεια («1922 – Το τέλος ενός ονείρου») τον είδαμε να πολεμάει στον Σαγγάριο στη Μικρά Ασία ακολουθώντας την κατάρρευση του μετώπου και παίρνοντας τον δρόμο της προσφυγιάς («1923 – Εχθρική πατρίδα»). Στο τέλος του τρίτου τόμου ο Αμπατζής διέπραξε ένα έγκλημα τιμής το οποίο θα πληρώσει ακριβά. Η ποινή του θα είναι βαριά και θα περάσει τα επόμενα χρόνια στη φυλακή. Δεκατρία ολόκληρα χρόνια τα οποία ταυτίζονται με τη διάρκεια του ελληνικού μεσοπολέμου μέχρι την κατάλυση της «ετοιμόρροπης δημοκρατίας» από το καθεστώς του Ιωάννη Μεταξά. Ο πρωταγωνιστής θα βιώσει τον άγριο κόσμο της φυλακής δίπλα σε κλέφτες, ληστές, λωποδύτες και πρεζάκια. Έναν κόσμο που αποτελεί μια μικρογραφία της κοινωνίας, μόνο που εδώ οι κανόνες είναι πιο σκληροί και η εξουσία δείχνει πιο απροκάλυπτα τα δόντια της. Η διαφορά τού «1936» με τα προηγούμενα βιβλία είναι ότι απλώνεται περισσότερο στον χρόνο ως μεταβατική γέφυρα που θα μας οδηγήσει, μέσω του αποφυλακισθέντος πλέον Αμπατζή, στα γεγονότα του Μαΐου του 1936 στη Θεσσαλονίκη. Τότε που η πόλη συγκλονίζεται από τις απεργίες των εργατών και την αιματηρή καταστολή τους από την κυβέρνηση Μεταξά. Μια κυβέρνηση διορισμένη από τον βασιλιά με τη συγκατάθεση του αστικού κόσμου, λίγους μήνες προτού ο φιλοβασιλικός στρατιωτικός και αποτυχημένος πολιτικός πραγματοποιήσει τη φασιστική του ονείρωξη να επιβάλει δικτατορία στην Ελλάδα. Ο Πέτρου, όπως και στις άλλες δουλειές του, δεν παύει να μας εκπλήσσει θετικά με την ευρυμάθειά του και το βάθος της έρευνας που διενεργεί για να τεκμηριώσει τα πάντα: από την περιγραφή του κοινωνικοπολιτικού τοπίου μέχρι την τελευταία ενδυματολογική λεπτομέρεια και την αργκό των χαρακτήρων του. Και τούτο χωρίς να χάνεται διόλου η αφηγηματική ροή, αφού ο Πέτρου αποδεικνύεται και εδώ «μάστορας» του storytelling. Το τέλος του τέταρτου τόμου όχι μόνο δεν κλείνει τον τεράστιο κύκλο που ανοίχτηκε στα χρόνια του Εθνικού Διχασμού, αλλά αντίθετα μας… ανοίγει την όρεξη για τα όσα πρόκειται να ακολουθήσουν για τον πρωταγωνιστή, αλλά και για τη χώρα στην πιο σκοτεινή περίοδο της ελληνικής και ευρωπαϊκής ιστορίας στον 20ό αιώνα. Και το σχετικό link...
  3. Μια ενότητα ιστοριών του θρυλικού Bud Sagendorf σε μια ιδιαίτερα προσεγμένη έκδοση κλασικών περιπετειών του Ποπάυ αποδεικνύει πόσο σπουδαίος αλλά και πόσο παρεξηγημένος χαρακτήρας ήταν το ναυτάκι με την άγκυρα στο μπράτσο. Μπορεί για τις νεότερες γενιές αναγνωστών να μην αποτελεί έναν από τους πιο δημοφιλείς χαρακτήρες των κόμικς, αλλά κάποτε ήταν ένας σούπερ σταρ. Ο Ποπάυ δημιουργήθηκε πρώτη φορά το 1929 από τον Elzie Crisler Segar ως κομπάρσος στη σειρά Thimble Theater, μια χιουμοριστική ηθογραφία με οικογενειακές καταστάσεις η οποία είχε ξεκινήσει ήδη από το 1919 με πρωταγωνίστρια την Όλιβ Όϊλ. Ο σχεδόν μονόφθαλμος (pop eye), συχνά αφελής και μπρουτάλ ναυτικός που μασούσε τα «ανορθόγραφα», απλοϊκά λόγια του με την πίπα στο στόμα και τα τατουάζ με τις άγκυρες στα υπερδιογκωμένα μπράτσα, σταδιακά εκτόπισε τα υπόλοιπα μέλη της ιστορίας και κατέκτησε τον κεντρικό ρόλο δίνοντας μάλιστα το όνομά του και στον τίτλο της σειράς. Ήταν άλλωστε μια σκληρή εποχή λόγω του οικονομικού κραχ, της ποτοαπαγόρευσης και της αυξανόμενης βίας στις αμερικανικές μητροπόλεις οπότε, έστω και σε χιουμοριστικό πλαίσιο, οι γροθιές του Ποπάυ ήταν πιο ελκυστικές από τις οικογενειακές σαπουνόπερες. Ο Segar όμως πέθανε το 1938 πάνω στο απόγειο της καριέρας του και οι χαρακτήρες του θα έμεναν ορφανοί αν δεν υπήρχε ο σπουδαίος Bud Sagendorf (1915-1994) για να τους αναλάβει. Ο Bud Sagendorf Ήδη από τα 17 του χρόνια ήταν βοηθός του Segar ο οποίος τον εμπιστευόταν και του ανέθετε συχνά δύσκολες και απαιτητικές δουλειές. «Μέσα από αυτήν τη διαδικασία γνώρισε εκ βαθέων τον Segar, αφού πήγαινε συνεχώς στο σπίτι του από το πρωί ως το βράδυ. Έμαθε τα μυστικά της δουλειάς από τον καλύτερο, επειδή βρισκόταν καθημερινά στο ίδιο δωμάτιο με αυτόν για ατελείωτες ώρες. Ακόμα και όταν οι προθεσμίες ήταν ζόρικες, ο Segar πάντα έβρισκε χρόνο για να εξηγήσει στον βοηθό του για ποιον λόγο ακολουθούσε κάποια συγκεκριμένη διαδικασία στο σχέδιο ή στο σενάριο. Είχε την ευκαιρία να βρίσκεται μπροστά στη γέννηση πολλών σημαντικών χαρακτήρων και να ζήσει εκ των έσω μία από τις πιο δημιουργικές περιόδους του μεγάλου δασκάλου. Ήταν μία βαθύτατα εκπαιδευτική εμπειρία που θα τον ακολουθούσε για ολόκληρη τη ζωή του» όπως επισημαίνει ο Γιώργος Ζωιτάς, υπεύθυνος έκδοσης της ιδιαίτερα προσεγμένης σειράς «Κλασικές Ιστορίες – Popeye», που αριθμεί ήδη τρεις τόμους ενώ προετοιμάζονται οι επόμενοι (εκδόσεις Μικρός Ήρως, μετάφραση: Γαβριήλ Τομπαλίδης) με ιστορίες του Sagendorf από το 1969 ώς το 1976. Μετά τον θάνατο του Segar, ο Sagendorf ανέλαβε να σχεδιάζει τα παιχνίδια και όλα τα υπόλοιπα εμπορικά προϊόντα με τους χαρακτήρες του Thimble Theater μέχρι το 1948 όταν και του ανατέθηκε καθ’ ολοκληρίαν η δημιουργία ενός νέου περιοδικού αφιερωμένου στον αγαπημένο ναυτικό με τίτλο, τι άλλο, «Popeye». Η δημιουργική απογείωση όμως ήρθε το 1959, όταν ο Sagendorf ξεκίνησε το καθημερινό στριπ με τον Ποπάυ το οποίο δημοσιευόταν σε εκατοντάδες εφημερίδες. Σε αυτή τη σειρά επανήλθαν όλα τα αρχικά πρόσωπα του Segar και αναβαθμίστηκαν οι ρόλοι τους, ενώ προστέθηκαν και νέα πρόσωπα αλλά και αρκετά μεταφυσικά στοιχεία. Η θεματολογία έγινε σταδιακά όλο και πιο ενήλικη με έντονο τον κοινωνικό σχολιασμό και με επίκεντρο τις οικογενειακές σχέσεις ανάμεσα στον Ποπάυ και την αιώνια αρραβωνιαστικιά του Όλιβ, τον εύθραυστο και επαναστάτη θετό γιο του Ρεβυθούλη, τον απότομο και κακοποιητικό πατέρα του. Οι ιστορίες του Sagendorf από το 1969 και μετά που επέλεξαν οι εκδόσεις Μικρός Ήρως αντιστοιχούν ίσως στην ωριμότερη περίοδό του, τόσο σχεδιαστικά όσο και σεναριακά και η κυκλοφορία τους στα ελληνικά γίνεται με απόλυτο σεβασμό στο έργο του. Δεν είναι όμως μόνο η ορθή χρονολογικά δημοσίευσή τους με βάση τα πρωτότυπα που καθιστά τη σειρά μια μοναδική ευκαιρία προσέγγισης του έργου του μεγάλου διαδόχου του Segar αλλά και τα πλούσια επεξηγηματικά κείμενα, ο επιτυχής μεταχρωματισμός στα πρότυπα του επίσημου χρωματισμού από την King Features Syndicate, η γνωριμία με όλα τα πρόσωπα του θιάσου με την παράθεση των απαραίτητων βιογραφικών λεπτομερειών, τα ιστορικά σημειώματα πλαισίωσης και τοποθέτησης των κόμικς στην εποχή τους καθώς και η αποκατάσταση κάποιων λαθών και απροσεξιών που χαρακτήριζαν τις πρώτες μεταφράσεις και προσαρμογές στα ελληνικά. Τα εξώφυλλα του πρώτου και του δεύτερου τόμου. Ο Sagendorf συνέχισε να φιλοτεχνεί καθημερινά τον Ποπάυ ως το 1986 – ήταν ήδη 71 ετών – όταν και παρέδωσε τη σκυτάλη στον Bobby London και περιορίστηκε στο κυριακάτικο στριπ το οποίο με συνέπεια υπηρέτησε μέχρι τον θάνατό του το 1994. Η σειρά του Μικρού Ήρωα με τη φροντίδα του Γιώργου Ζωιτά υπενθυμίζει τη σπουδαιότητα του μεγάλου ψυχαγωγικού έργου του Bud Sagendorf, και το παραδίδει πλήρες και αποκατεστημένο στο ελληνικό κοινό και στην ιστορία της ένατης τέχνης. Και το σχετικό link...
  4. Μπορεί να πέρασαν τα Χριστούγεννα αλλά κάποτε θα ξανάρθουν. Έτσι κι αλλιώς, το Χριστουγεννιάτικο Τσάι της Αλληλεγγύης της Νίκης Τρουλλινού και του Κώστα Γρηγοριάδη, ένα δίγλωσσο (ελληνικά και αραβικά), μικρό εικονογραφημένο διήγημα που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Μικρός Ήρως τα Χριστούγεννα του 2023, μπορεί να εκτυλίσσεται κάποια Χριστούγεννα αλλά είναι επίκαιρο κάθε μέρα. Γιατί σχεδόν κάθε μέρα κάποιοι πρόσφυγες ξεκινούν με μικρές βάρκες και καΐκια για να φτάσουν σε κάποιο ελληνικό νησί. Πολλοί δεν τα καταφέρνουν και μένουν για πάντα στα νερά του Αιγαίου χωρίς να τους αναζητήσει ποτέ κανείς. Για αυτούς που φτάνουν σε κάποια άγνωστή τους ακτή, ξεκινά η δεύτερη οδύσσεια της κράτησής τους χωρίς καμιά κατηγορία σε κλειστές δομές και υπό άθλιες συνθήκες. Κι έτσι πορεύεται η πολιτισμένη Ευρώπη στον 21ο αιώνα, κλείνοντας τα μάτια σε μια τεράστια ανθρωπιστική κρίση. Κάποιοι άνθρωποι προσπαθούν όμως να φερθούν ανθρώπινα, να υποδεχθούν άλλους ανθρώπους με τα στοιχειώδη αλλά δυστυχώς όχι αυτονόητα. Μια κουβέρτα, ένα χαμόγελο, μια αγκαλιά, ένα πιάτο φαγητό, ένα φλιτζάνι τσάι. Μια συγκινητική ιστορία ανθρώπων που φτάνουν κάποια Χριστούγεννα από μακρινά μέρη σε ένα φουρτουνιασμένο ελληνικό νησί για να τους υποδεχθούν άλλοι άνθρωποι, αφηγείται η Νίκη Τρουλλινού και εικονογραφεί ο Κώστας Γρηγοριάδης. Με πρωταγωνιστές έναν αγροτικό γιατρό κάπου στην άγονη γραμμή, κάποιους νησιώτες που διατηρούν ακόμα τα ανθρωπιστικά αντανακλαστικά τους και μια νέα ετοιμόγεννη γυναίκα με μαντίλα που θα φέρει στη ζωή το μωρό της στο πάτωμα ενός σχολείου, πάνω σε παλιές κουβέρτες, δίπλα σε «ένα τόπι για το ταυ, μια κοτούλα για το κάπα, μια πάπια για το πι». Κι έστω και «χωρίς μάγους και λαμπρό άστρο», το τσάι που θα μοιραστούν ευωδιάζει αλληλεγγύη και ανθρωπιά. Και το σχετικό link...
  5. «Γεννήθηκα το 1981 στην Αθήνα και, όταν έμαθα να διαβάζω, συνέχισα να διαβάζω. Και να βλέπω ταινίες, πολλές ταινίες. Και να ονειρεύομαι κόσμους μακρινούς, με δράκους, μάγους και ξωτικά, κυνηγητά με κλέφτες και αστυνόμους, μάχες ανάμεσα στο καλό και στο κακό. Κι όταν κάποια φορά μεγάλωσα, άρχισα να οργανώνω τα όνειρά μου, να τα περνάω στο χαρτί, βάζοντας τη μια λέξη μετά την άλλη […]» γράφει ο συγγραφέας Σπύρος Γιαννακόπουλος στο σύντομο βιογραφικό του σημείωμα για το υπέροχο παραμύθι «Η περιπέτεια ενός ιππότη» (εκδόσεις Πατάκη). Και η δημιουργός κόμικς και σχεδιάστρια Γεωργία Ζάχαρη στο δικό της βιογραφικό αναφέρει: «Γεννήθηκα το 1994 στην Αθήνα. Πολύ σύντομα άρχισα να απαιτώ να μου διαβάζουν, και λίγο μετά έμαθα να διαβάζω μόνη μου και να ζωγραφίζω στα περιθώρια όσων διάβαζα. Πολύ-πολύ μετά αποφάσισα αυτά που ζωγράφιζα να τα δείχνω στους άλλους, κι έτσι έκανα φίλους που κι αυτοί έγραφαν και ζωγράφιζαν[…]». Παρατηρήστε πόσες φορές αναφέρεται η λέξη «διαβάζω» στα βιογραφικά δύο καλλιτεχνών. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια πως όποιος διαβάζει πολύ θα γίνει οπωσδήποτε και καλός δημιουργός. Απαραίτητη προϋπόθεση όμως για να γίνει κάποιος καλός δημιουργός είναι να διαβάζει πολύ. Στο έργο του Σπύρου Γιαννακόπουλου (Ο Τρύφωνας από τη Δρακολανδία, Το κορίτσι με το ξύλινο σπαθί, Νάνσι, Αλλόκοσμος επισκέπτης, Κοσμοναύτης κ.ά.) και της Γεωργίας Ζάχαρη (Φεστιβάλ, Το καπλάνι της βιτρίνας, Κοντά στις ράγες κ.ά.) είναι φανερό το πόσο και οι δύο έχουν διαβάσει. Λογοτεχνία, δοκίμια, κόμικς, παραμύθια, τα πάντα. Αν σε αυτό προσθέσουμε το μεγάλο τους ταλέντο να αφηγούνται ιστορίες με κάθε μέσο και κάθε τρόπο, το αποτέλεσμα είναι εγγυημένο. Γι’ αυτό και «Η περιπέτεια ενός ιππότη» είναι ένα ανατρεπτικό και συγκινητικό παραμύθι που υπερβαίνει τα στερεότυπα, ένα μικρό και πανέμορφο «εγχειρίδιο» γεμάτο συμβολισμούς και παραλληλισμούς για τις αυταπάτες, τις εμμονές, τις διαψεύσεις, τις απογοητεύσεις και εντέλει, ένας ύμνος για τη χαρά της ζωής, για τη συμφιλίωση με τον εαυτό, για την απελευθέρωση από τους άνωθεν επιβεβλημένους ρόλους. Για το πόσο πιο σημαντικό είναι να ζεις και να απολαμβάνεις κάθε μέρα αντί να ακονίζεις το σπαθί σου. Και το σχετικό link...
  6. Η αποτύπωση της γερμανικής εισβολής του 1941 στις ελληνικές γελοιογραφίες και γιατί ο Μεταξάς είχε απαγορεύσει τη γελοιογράφηση του Χίτλερ. «Οι Δύο Σταυροί», ανώνυμη γελοιογραφία από το εξώφυλλο του «Ελληνικού Μέλλοντος», 7.4.41. Σαν σήμερα, 83 χρόνια πριν, η σβάστικα υψώνεται στην Ακρόπολη. Το σκοτεινό κεφάλαιο της Κατοχής ξεκινά. Είκοσι μέρες πριν, στις 7 Απριλίου όπου είχε μόλις ξεκινήσει η γερμανική εισβολή, το εξώφυλλο της εφημερίδας «Ελληνικό Μέλλον» κατακλύζεται από τίτλους όπως «140 ΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΑ ΒΑΡΒΑΡΩΝ ΕΠΙΔΡΟΜΕΩΝ ΕΝΑΝΤΙΟΝ 8 ΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΨΥΧΩΝ». Στο εξώφυλλο κυριαρχεί η ανωνύμου δημιουργού γελοιογραφία με τη λεζάντα «Οι Δύο Σταυροί». Στα αριστερά εικονίζεται ο Χίτλερ που κραδαίνει μια αιματοβαμμένη σβάστικα και στα δεξιά, απέναντί του, ο εύζωνας με τουφέκι και στο πλάι του την Παναγία, Υπέρμαχο Στρατηγό με τον Τίμιο Σταυρό. Άλλος τίτλος από πάνω της αναφέρει: «Σύμβολον της Νίκης μας ο Σταυρός και βοηθός μας η Θεομήτωρ!». Από τη μια ο σταυρός της μοντέρνας βαρβαρότητας, από την άλλη ο σταυρός της παράδοσης και της Ορθοδοξίας. Από τη μια ο αιμοδιψής εισβολέας, από την άλλη ο μικρός μα ελέω Θεού δίκαιος υπερασπιστής. Ή τουλάχιστον αυτό ήταν το αφήγημα εκείνης της μέρας, καθώς τις προηγούμενες ήταν διαφορετικό. Μη γελοιογραφείτε τον φίρερ! «Απαγορεύεται η καθ’ οιονδήποτε τρόπον σατιρική προσβολή αρχηγών μεγάλων δυνάμεων» ήταν μία από τις διαταγές που επέβαλε η δικτατορία της 4ης Αυγούστου στον Τύπο, μία από τις πολλές που έδεναν χειροπόδαρα την ελεύθερη έκφραση των γελοιογράφων. Η απαγόρευση αυτή άρθηκε όταν στις αρχές Νοεμβρίου του ’40 ο ελληνικός στρατός πήρε το πάνω χέρι στο αλβανικό μέτωπο, οπότε ο Τύπος διατάχθηκε να σατιρίσει δυναμικά τον εχθρό. Οι γελοιογράφοι ξέσπασαν πάνω στον ιταλικό στρατό, στους στρατηγούς του και στον υπερφίαλο ηγέτη του Μπενίτο Μουσολίνι. Κι όμως ενώ οι γελοιογράφοι των Βρετανών συμμάχων κατακεραύνωναν τον ιταλογερμανικό Άξονα, η ελληνική γελοιογραφία εστίασε μονομερώς στον Ιταλό εισβολέα. Γιατί; O Μουσολίνι και ο Τσιάνο προσεύχονται για βοήθεια στον – ανεικονικό – Κύριο των (ναζιστικών) Δυνάμεων, του Σ. Ρωνά από το περιοδικό «Θησαυρός», 23.3.41. Η απάντηση βρίσκεται στη διπλωματία και στην εκτίμηση του Μεταξά προς τον Χίτλερ. Είναι γνωστός ο θαυμασμός που έτρεφε ο αρχηγός του «Τρίτου Ελληνικού Πολιτισμού» προς τον φίρερ του Τρίτου Ράιχ. Γι’ αυτό και ο Μεταξάς ήλπιζε μέχρι το τέλος του μια γερμανική παρέμβαση για ευνοϊκή λήξη του ελληνοϊταλικού πολέμου. Όμως, ο Έλληνας δικτάτορας παρέμεινε αγγλόφιλος και έτσι προσπάθησε να κρατήσει μια ευαίσθητη ισορροπία: από τη μια την απώθηση των Ιταλών με βρετανική βοήθεια, χωρίς από την άλλη να προκαλέσει το ένοπλο ναζιστικό μένος – το οποίο γνώριζε πως ο ελληνικός στρατός δεν μπορούσε να αναχαιτίσει –, προσδοκώντας παράλληλα τέλος της ελληνοϊταλικής σύρραξης με σφραγίδα Βερολίνου. Αυτή η διπλωματική στάση αποτυπώθηκε στον κόσμο της γελοιογραφίας με την απαγόρευση απεικόνισης της ναζιστικής Γερμανίας, το λογοκριτικό κόψιμο του Χίτλερ και την, κατά τον ιστορικό Δημήτρη Σαπρανίδη, «μοναξιά της καρικατούρας του Μουσολίνι». Μόνο μετά τον θάνατο του «μπαρμπα-Γιάννη» Μεταξά στις 29 Ιανουαρίου 1941 η σατιρική έκφραση ανέπνευσε (λίγο) πιο ελεύθερα. Τότε ο Χίτλερ κάνει τη σταδιακή του εμφάνιση στις ελληνικές γελοιογραφίες μα χωρίς γελοιοποίηση του προσώπου του. Η διπλωματική στάση της Ελλάδας παρέμενε η ίδια, κι έτσι παρέμενε «butt of the joke» αποκλειστικά ο Μουσολίνι και η φασιστική Ιταλία. Αυτή η συστολή στην απεικόνιση αποτυπώνεται σε ένα προφητικό σκίτσο του Σωκράτη Ρωνά από το περιοδικό «Θησαυρός» της 23ης Μαρτίου 1941. Σε αυτό, ο Μουσολίνι και ο Τσιάνο, ντυμένοι καλογερικά, προσεύχονται για βοήθεια σε ένα εικόνισμα. Η εικόνα φέρει πάνω και κάτω τη σβάστικα μα η ίδια είναι κενή! Ένα κενό που μιλά πιο δυνατά από κάθε απεικόνιση. «Η σειρά σου τώρα, Αδόλφε!» Η «θεία βοήθεια» που προφήτεψε το σκίτσο ήρθε τελικά στις 6 Απριλίου. Τα προσχήματα είχαν πέσει, τα τεθωρακισμένα της «Επιχείρησης Μαρίτα» στα βόρεια σύνορα έφερναν τη ναζιστική πολεμική μηχανή προ των πυλών. Η σάτιρα κλήθηκε να πολεμήσει και τούτο τον εχθρό. Οι Έλληνες γελοιογράφοι πλέον βάζουν κανονικά στο μενού τους τον Χίτλερ και προβλέπουν πως ο ελληνικός στρατός θα τον περιποιηθεί όπως τον Μουσολίνι. O Ευάγγελος Τερζόπουλος (ΤΕΡΖΟ) αποτυπώνει τον εύζωνα να περιμένει τον Γερμανό δικτάτορα κραδαίνοντας κούτσουρο και τον τραυματισμένο Μουσολίνι να προειδοποιεί: «Η σειρά σου τώρα, Αδόλφε!». Μια πιο υποβλητική γελοιογραφία, με τετραχρωμία λευκού-μαύρου-κόκκινου-πορτοκαλί, παραδίδει ο «πατριάρχης» της ελληνικής γελοιογραφίας Φωκίων Δημητριάδης. Στο πρώτο της τμήμα που αναγράφει 1940 ο Μουσολίνι πλησιάζει προς τον θεατή κρατώντας μαχαίρι και ο Χίτλερ στο βάθος τού εύχεται «Καλή Επιτυχία Ντούτσε!». Στο δεύτερο καρέ με χρονολογία 1941 οι ρόλοι έχουν αντιστραφεί και ο Μουσολίνι εύχεται πια «Καλή Επιτυχία Φύρερ!» στον μαχαιροβγάλτη ομοϊδεάτη του. Βόρεια της Μάγχης, η υψηλής ποιότητας βρετανική γελοιογραφία σιγοντάριζε κι εκείνη την ελληνική άμυνα παιανίζοντας τους εύζωνες ως σύγχρονους Λεωνίδες. Δίπτυχη γελοιογραφία του Φ. Δημητριάδη από τον Απρίλιο του ’41 για την οποία κλήθηκε να απολογηθεί στις κατοχικές δυνάμεις ασφαλείας. Όμως το καλαμπούρι εις βάρος του Αδόλφου δεν κράτησε πολύ. Στις 20 Απριλίου ο Τσολάκογλου παραδίνεται και ο γερμανικός στρατός προελαύνει θριαμβευτής στο ελληνικό έδαφος. Το μέλλον ήταν αβέβαιο για όποιον είχε σατιρίσει τον Άξονα. Ο γελοιογράφος Μιχάλης Παπαγεωργίου, όπως εξομολογήθηκε στον Σαπρανίδη, είχε φιλοτεχνήσει μαζί με τον Κώστα Μπέζο μια σειρά γελοιογραφικών καρτ ποστάλ για τον εκδοτικό οίκο Δημητράκου. Σε μία από αυτές εικονιζόταν ο Χίτλερ να διαπραγματεύεται την παράδοση της Ελλάδας με… το φάντασμα του Μεταξά. Όμως με την κάθοδο των Γερμανών, ο Δημητράκος έκαψε μεγάλο μέρος των καρτ ποστάλ, ενώ όσες διεσώθησαν λεηλατήθηκαν από τους Άγγλους στον Εμφύλιο. Οι γελοιογραφίες αυτές θεωρούνται πλέον χαμένες. «Η σειρά σου τώρα, Αδόλφε!», λέει ο δαρμένος Μουσολίνι στον προελαύνοντα Χίτλερ, του Ε. Τερζόπουλου (ΤΕΡΖΟ). Ο φόβος του Δημητράκου αποδείχθηκε βάσιμος: Ο Φωκίων Δημητριάδης, σύμφωνα με τον Γ. Παναγιώτου, βρέθηκε να απολογείται στην κατοχική Ασφάλεια για την προαναφερόμενη δίπτυχη γελοιογραφία του η οποία είχε, μάλιστα, τοιχοκολληθεί στην Αθήνα σε μορφή αφίσας. Τέτοιου είδους ανακρίσεις δεν αποκλείεται να συνέβησαν και σε άλλους σκιτσογράφους της εποχής. 4 χρόνια αναμονή Στις 27 Απριλίου 1941 η πολιτική γελοιογραφία σίγησε. Οι γελοιογράφοι είχαν συνηθίσει στη σιγή από τη δικτατορία Μεταξά, όμως αυτή ήταν πιο απεχθής, μια και την επέβαλε μια τριπλή ξένη κατοχή. Ο Χίτλερ, ο Μουσολίνι και η παρέα τους αντάμωσαν ξανά με τους γελοιογράφους τον Οκτώβριο του ‘44 και δεν ξαναχωρίστηκαν ποτέ, όπου και γελοιοποιήθηκαν από γενιές και γενιές σκιτσογράφων. Γελοιογραφία ανώνυμου που δημοσιεύτηκε μέσα στην Κατοχή στην παράνομη εφημερίδα «Ελληνικός Αγών». Το ’44 κυκλοφόρησε ευρέως ως αφίσα. Έκαναν όμως μερικές εμφανίσεις στην Κατοχή, κρυφά και ανώνυμα, όπως σε ένα δωρικό σκίτσο από την παράνομη εφημερίδα «Ελληνικός Αγών». Ένα ρολόι με σπαθί για λεπτοδείκτη, το κεφάλι του Χίτλερ στην κόψη του και οι ώρες μετρούσαν αντίστροφα για τον μανιακό που αιματοκύλησε τον κόσμο… Και το σχετικό link...
  7. Τον Απρίλιο του 1964 δημοσιεύτηκε η πρώτη περιπέτεια του Daredevil των Stan Lee και Bill Everett, αυτού του τόσο διαφορετικού υπερήρωα με τις παράξενες ικανότητες. Ο Matt Murdock έχασε την όρασή του όταν ένα φορτηγό που μετέφερε ραδιενεργά υλικά έπεσε πάνω του την ώρα που προσπαθούσε να βοηθήσει έναν τυφλό ηλικιωμένο άνδρα. Ανέπτυξε όμως στο έπακρο όλες τις υπόλοιπες αισθήσεις· ίσως σε αυτό συνέβαλε και η έκθεσή του στις ραδιενεργές ουσίες. Έγινε μετρ των πολεμικών τεχνών, είχε φοβερή αίσθηση ισορροπίας, άκουγε τους χτύπους της καρδιάς όσων τον πλησίαζαν και διάβαζε με την αφή του. Σπούδασε δικηγόρος και διέθετε μια σπάνια κουλτούρα που τον καθιστούσε ξεχωριστό σε μια βίαιη, σκοτεινή και αφιλόξενη Νέα Υόρκη. Η σκέψη του και οι πολιτικές του απόψεις διέφεραν από αυτές του «μέσου υπερήρωα». Μία από τις ευκαιρίες να τις εκφράσει του «δόθηκε» από τη σεναριογράφο Ann Nocenti και τον σχεδιαστή Marκ Bagley στο τεύχος 283 τον Αύγουστο του 1990. Τότε ο Daredevil συνασπίστηκε με τον Captain America για να βοηθήσουν έναν ιδεαλιστή μετανάστη επιστήμονα να προωθήσει την εφεύρεσή του, ένα ιπτάμενο αυτοκίνητο που δεν καταναλώνει καύσιμα και δεν ρυπαίνει το περιβάλλον. Εκπρόσωποι των βιομηχανιών και του κράτους προσπάθησαν να τον σταματήσουν για να μη διαταραχτούν τα συμφέροντά τους, αλλά οι δύο φίλοι ήταν εκεί για να τον σώσουν. Συναρπαστικές είναι οι συζητήσεις και οι μονόλογοι των δύο υπερηρώων για τον ξεπεσμό της Αμερικής, καθώς δεν διστάζουν να αναφερθούν στο τείχος του Βερολίνου, στον ρατσισμό ως συστημικό συστατικό της αμερικανικής κοινωνίας, στην παντοκρατορία του βιομηχανικού και εταιρικού καπιταλισμού, στις εισβολές των ΗΠΑ σε ξένες χώρες όπως ο Παναμάς και στον ψευδεπίγραφο «πόλεμο κατά των ναρκωτικών», στις ταξικές ανισότητες κ.ά. Ο οργισμένος Captain America αμφιβάλλει ακόμα και για τα χρώματα της αστερόεσσας στη στολή του, ενώ ο Daredevil επαυξάνει, επισημαίνοντας τη δικαιολογημένη «οργή των φτωχών, τον θυμό για τον εξόφθαλμο πλούτο τριγύρω τους, για τον ρατσισμό». Η περιπέτεια φυσικά θα έχει happy end και οι δύο υπερήρωες θα ανακτήσουν την πίστη τους. Έχοντας όμως έστω και για λίγο κλονίσει τα θεμέλια του αμερικανικού οικοδομήματος. Και του αμερικανικού ονείρου, καθώς ο τίτλος της ιστορίας είναι «Ο Αμερικανικός Εφιάλτης». Και το σχετικό link...
  8. Μιλήσαμε με τον γνωστό κομίστα για το φιλόδοξο εγχείρημα που έφερε εις πέρας, τη διαχρονικότητα του μυθιστορήματος αλλά και τον πάντα αιρετικό λόγο του Νίκου Καζαντζάκη. O Ζορμπάς να κοιτά μέσα από το τζάμι του καφενείου σαν αδέσποτο σκυλί, να φτιάχνει με ξυλαράκια στην άμμο ένα προσχέδιο για ένα πρωτόγονο τελεφερίκ, να πίνει κρασί δίχως αύριο, να χορεύει για να διώξει τον χάρο, να θυμάται απίθανες περιπέτειες από τα χίλια μέρη που έζησε, να αγκαλιάζει παθιασμένα Μαντάμ Ορτάνς, να φαίνεται με τη λαϊκή του ματιά πολύ πιο σοφός από τον πολυδιαβασμένο φίλο του· οι σκηνές που έχουν χαραχτεί στο μυαλό μας διαβάζοντας το εμβληματικό μυθιστόρημα του Νίκου Καζαντζάκη είναι δεκάδες. Δεν πρόκειται απλά για έναν καλογραμμένο χαρακτήρα – είναι ένα σύμβολο, όχι απλά λογοτεχνικό αλλά πανανθρώπινο. Πώς λοιπόν μπορεί να αναμετρηθεί κανείς με ένα τέτοιο μέγεθος; Κι όμως, κάποιοι τολμούν και μάλιστα τα καταφέρνουν εξαιρετικά. Όπως δηλαδή έκανε ο Soloup για τις ανάγκες του graphic novel με τίτλο «Ζοrμπάς – Πράσινη Πέτρα Ωραιοτάτη», που κυκλοφόρησε πριν κάποιο καιρό από τις εκδόσεις Διόπτρα. Έτσι, δημοσιεύουμε μία γραπτή συζήτηση μαζί του για το δύσκολο εγχείρημα που έφερε εις πέρας, για το πώς είναι να ετοιμάζεις ένα κόμικ 500 σελίδων, για τη διαχρονικότητα του Ζορμπά, τον πάντα αιρετικό λόγο του Νίκου Καζαντζάκη αλλά και για το πόσο απλό πράγμα είναι τελικά η ευτυχία. Στις πρώτες σελίδες του graphic novel βλέπουμε θρησκευτικά σύμβολα (ο Χριστός, ο Βούδας, ένας περιστρεφόμενος Δερβίσης) να γίνονται ένα με τον Ζορμπά και αυτός με τη σειρά του να γίνεται ένα με το γυναικείο αναπαραγωγικό όργανο. Μπορεί ακόμα και σήμερα να σπάει τα ταμπού ο Καζαντζάκης; Σίγουρα μπορεί. Όταν ξαναθέτεις, όπως εκείνος, πρωτογενή ερωτήματα σε αυτά που θεωρούνται πλέον δεδομένα και θέσφατα – ας πούμε για την κοινωνία, τη θρησκεία ή τις ανθρώπινες σχέσεις – μπορείς να θεωρηθείς ακόμα και αιρετικός. Αυτό συμβαίνει με τον Καζαντζάκη: Το έργο του είναι γεμάτο από τέτοιες πρωτογενείς σκέψεις και αγωνίες. Καθώς λοιπόν προσπαθούσα να τις επαναφηγηθώ στον δικό μου Ζορμπά, συνειδητοποιούσα πόσο δύσκολο είναι κάποιες ιδέες να διατυπωθούν ή να γίνουν εικόνες, ακόμα και σήμερα. Τι είναι εκείνο που κάνει το συγκεκριμένο μυθιστόρημα τόσο διαχρονικό; Σε όλα τα έργα του ο Καζαντζάκης θέτει αυτές ακριβώς τις πρωτογενείς αγωνίες και τα ερωτήματα. Όμως εδώ στον Ζορμπά, η φιλοσοφία, η μεταφυσική, η αγωνία της ύπαρξης, παντρεύονται με έναν ξεχωριστό τρόπο. Υπάρχουν τόσες εμβόλιμες ιστορίες, αφηγήσεις, αναμνήσεις και σκέψεις, οι οποίες άλλοτε διατυπώνονται με σκληρό, τραγικό τρόπο, άλλοτε με σχετική αποστασιοποίηση, άλλοτε με χιούμορ, αυτοσαρκασμό κι ένα μοναδικό γκροτέσκο ύφος. Κι όλα ετούτα με επίκεντρο τη ζωή, τον έρωτα, τον θεό και τον θάνατο. Θέματα τα οποία, πέρα από τις προφάσεις, τις διασκεδάσεις και τις σιωπές της καθημερινής μας ζωής, απασχολούν οποιονδήποτε άνθρωπο σε κάθε εποχή όταν βρίσκεται στον πυρήνα της υπαρξιακής μοναξιάς του. Έχει τη φήμη που του αρμόζει ή με τα χρόνια έχει αποκτήσει μία καλτ υπόσταση όμοια με τις δεκάδες ταβέρνες που κουβαλούν το όνομά του; Κάθε εποχή προσλαμβάνει τα ίδια ερεθίσματα με διαφορετικό τρόπο. Είναι αυτός ο τρομερός χρονότοπος που περιγράφει ο Μιχαήλ Μπαχτίν και κάνει τα ίδια πράγματα, τα ίδια βουνά, τα ίδια συναισθήματα να φαντάζουν κάθε φορά τόσο διαφορετικά. Εμείς επιλέγουμε να ντύσουμε έναν ήρωα ή μία κοινωνική συνθήκη με τα δικά μας ρούχα. Προσαρμόζουμε τα πάντα από το παρελθόν στις δικές μας ανάγκες και διερωτήσεις. Ο Ζορμπάς είναι πάντα εκεί και μας περιμένει. Και δεν είναι μόνο ο Ζορμπάς του Καζαντζάκη με την αγωνία της ζωής αλλά και του Κακογιάννη με τα στερεότυπα που του φόρτωσε με την ταινία του, χωρίς κατ’ ανάγκη να το επιδιώκει. Ο Ζορμπάς είναι ιδεότυπος. Ένας αρχετυπικός χαρακτήρας όπως ο Δον Κιχώτης του Θερβάντες ή ο Γαργαντούας του Ραμπελέ. Δεν μπορεί να είσαι λοιπόν μια τόσο ξεχωριστή φιγούρα, τόσο ιδιαίτερος με τα καμώματα και τις ιδέες σου, και να μην υπάρχει μια ταβέρνα, κάποιο μαγαζί με τ’ όνομά σου. «Άμα πεθαίνω εγώ, όλα πεθαίνουν», λέει ο Ζορμπάς σε μία από τις πρώτες του κουβέντες με τον ήρωα-αφηγητή. Υπήρξαν στιγμές που οι απόψεις και τα λόγια του τον έκαναν αντιπαθητικό στα μάτια σας; Δεν συμφωνώ με όλα όσα γράφονται μέσα στο μυθιστόρημα. Αλλά νομίζω πως με κανένα μυθιστόρημα ή ταινία ή έντεχνη αφήγηση δεν συμφωνούμε σε όλα. Εδώ καλά-καλά δεν συμφωνούμε σε όλα ούτε με τους καλύτερους φίλους μας ή τους συντρόφους μας. Κρατάμε όμως, και μάλλον έτσι είναι το σοφό, τα καλά και ουσιαστικά. Καμιά φορά βέβαια, φωλιάζουν σε αυτά που δεν μας αρέσουν και μερικές ενοχλητικές αλήθειες, κάπως βαριές για το στομάχι μας. Είναι δύσκολο να τις καταπιείς, να τις αποδεχτείς, αλλά δεν είναι κακό να τις έχεις εκεί διατυπωμένες, στις σελίδες ενός βιβλίου, και να τις αντικρίζεις κάθε τόσο. «Κάθε χωριό έχει τον παλαβό του. Και αν δεν έχει παλαβό τον φτιάχνει για να περνά την ώρα του». Η φράση αυτή ισχύει και για τον σημερινό κόσμο των social media; Ίσχυε πάντα και ισχύει και στο σημερινό μας «χωρίο», το Facebook, το Tik Tok και το Instagram. Αυτό που γεννάει σε κάθε εποχή τους τρελούς και τους παλαβούς, είναι η ανάγκη των υπολοίπων της κοινωνικής ομάδας να αισθανθούν φυσιολογικοί βγάζοντας κάποιους λιγότερο προσαρμοσμένους στη σέντρα. Τους κουνάμε το δάχτυλο σαν εισαγγελείς ή γελάμε μαζί τους. Το χιούμορ εκτός των άλλων, όπως το διατυπώνει πολύ όμορφα και ο Μπερκσόν – ο «Μπέρξονας» του Καζαντζάκη – έχει και αυτή την τιμωρητική διάσταση. Φωτογραφίες, αποφθέγματα, ιστορίες∙ ο Καζαντζάκης «πουλάει» μέχρι σήμερα τόσο στις κατ’ ιδίαν συζητήσεις όσο και στα κοινωνικά δίκτυα. Ποιο είναι το μυστικό του; Από τη μια βρίσκουμε στο έργο του διατυπωμένες τις πρωτογενείς υπαρξιακές αγωνίες κάθε ανθρώπου. Από την άλλη ο ίδιος ο συγγραφέας κατάφερε να προσπεράσει τα διάφορα σινάφια και κουτσομπολιά, κλεισμένος πάντα σε μια κάμαρα πλάι στη θάλασσα ή σκαρφαλωμένος στις Άλπεις, παλεύοντας τις εμμονές του. Ταυτόχρονα οι σκέψεις του τσιγκλούσαν πολύ τους σύγχρονούς του. Τσιγκλούσαν πολιτικούς, ιερείς, συντηρητικούς και προοδευτικούς. Κανείς δεν μπορούσε να τον κατατάξει με σιγουριά σε μια κατηγορία, να τον ταυτίσει με μια ιδεολογία ή να του βάλει μια ξεκάθαρη ταμπέλα. Ακόμα και σήμερα ακούγονται τόσα πολλά αντικρουόμενα πράγματα γι’ αυτόν. Έχετε κάποια εξήγηση γιατί ο ήρωας-αφηγητής συγχωρεί τις συνεχείς ατασθαλίες του Ζορμπά; Ο Καζαντζάκης δεν τοποθετεί τίποτα στην τύχη. Προσπάθησα έτσι κάποια στιγμή ενώ δούλευα τον δικό μου Ζορμπά, να καταλάβω τι μπορεί να σημαίνει η αναφορά, η παρομοίωση της περιπέτειας στο κρητικό ακρογιάλι με την Τρικυμία του Σαίξπηρ. Επέστρεψα σε αυτήν κι εκεί βρήκα ένα ακόμα από τα κλειδιά του μυθιστορήματος: Την έννοια της συγχώρεσης, που λέτε. Τόσο ο Σαίξπηρ όσο και ο Καζαντζάκης, στο μυαλό και στη στάση του Πρόσπερο διατυπώνουν μια τεράστια ανθρώπινη αξία, τη συγχώρεση. Άλλωστε, καθόλου τυχαία, τη στιγμή που γράφουν οι δυο συγγραφείς βρίσκονται σε μια ηλικία που μπορούν να κατανοήσουν τη ματαιότητα ενός τιμωρητικού κύκλου που δεν οδηγεί πουθενά. Στα χνάρια των Ευμενίδων του Αισχύλου λοιπόν, σπάνε τον κύκλο και πάνε παραπέρα, για τα σημαντικά αλλά και για τα πιο ασήμαντα. Το graphic novel είναι πραγματικά τεράστιο και ιδιαίτερα πυκνό σε νοήματα. Πόσο πολύ σας δυσκόλεψε και πόσο χρόνο χρειάστηκε για να ολοκληρωθεί; Ενάμιση χρόνο. Παρά τα τρελά ξενύχτια και την εντατική δουλειά, το διάστημα αυτό για ένα κόμικς με όγκο δουλειάς 500 σελίδων είναι ελάχιστο. Σκεφτείτε μόνο τι απαιτείται για να ολοκληρωθεί ένα τόσο εκτενές έργο: την έρευνα και τα διαβάσματα, τις οκτώ διαφορετικές γραφές του σεναρίου, τα storyboards, τα μολύβια, τα μελάνια και τα χρώματα. Συνήθως τα άλλα graphic novel μου, το Αϊβαλί και Η μάχη της πλατείας, χρειάστηκαν τουλάχιστον τρία χρόνια δουλειάς, ενώ ο Συλλέκτης που είναι λίγο πιο μικρός, άλλα δυόμιση. «Ένα ποτήρι κρασί, ένα κάστανο, η βουή της θάλασσας. Βεβαιώθηκα πάλι πόσο η ευτυχία είναι πράγμα απλό και λιτοδίαιτο». Είναι άραγε απλή έννοια η ευτυχία ή τρομερά πολύπλοκη; Είναι απλή, πολύ απλή. Περίπλοκο είναι το πώς καταφέρνουμε να σπαταλάμε μια ολόκληρη ζωή για να το καταλάβουμε και για να εκτιμήσουμε στο τέλος το ελάχιστο. «Να ζεις μακριά από τους ανθρώπους». Ο Καζαντζάκης αποζητά τον μοναχικό βίο και την ίδια στιγμή οι ήρωές του στον Ζορμπά δείχνουν να κάνουν τα πάντα για λίγη συντροφιά. Τελικά, ήταν αντιφατικός ως άνθρωπος και ως συγγραφέας; Ή μήπως γνώριζε κάτι περισσότερο; Είναι αντίφαση στο ίδιο εικοσιτετράωρο να υπάρχει και μέρα και νύχτα; Άλλωστε πώς ορίζεται η μέρα αν δεν υπάρχει η νύχτα; Βρίσκω απόλυτα φυσιολογικό και υγιές ένας άνθρωπος που σκέφτεται να συνειδητοποιεί και να αναζητά τη μοναχικότητά του και ταυτόχρονα να επιδιώκει και να χαίρεται τη ζεστασιά των άλλων. Υπάρχει μια μελαγχολία αλλά και μια τεράστια ομορφιά στο να μπορείς να ζεις με αυτόν τον τρόπο. Χωρίς να θέλω να κάνω σπόιλερ, σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη του έργου παίζει μία γυναικτονία. Ήταν άραγε ο τρόπος του συγγραφέα να στηλιτεύσει τη βία της επαρχίας ενάντια στις γυναίκες; Ισχύει αυτό που λέτε. Κι έχει ενδιαφέρον να κάνουμε μια τέτοια κουβέντα σε μέρες που ακούμε καθημερινά για γυναικοκτονίες. Είναι ένα ακόμα παράδειγμα για το πόσο επίκαιρο μπορεί να είναι το έργο του Καζαντζάκη, πηγαίνοντας μάλιστα και τον γενικότερο συλλογισμό παρακάτω. Στον Ζορμπά δεν απομονώνει το έγκλημα στον θύτη, αλλά το συνδέει και με την ευρύτερη κοινωνική στάση, αποστασιοποίηση και αδιαφορία. Ξέρετε, όπως στην Τρικυμία του Σαίξπηρ που σας ανέφερα προηγουμένως, ξεκλειδώνει και αυτή ακριβώς την κοινωνική στάση, την έμμεση συμμετοχή σε τέτοια εγκλήματα, παρομοιάζοντας τους κατοίκους του κρητικού χωριού, τον «λαό», με τον Κάλιμπαν, τον άξεστο εκείνο αγροίκο κάτοικο του νησιού, παιδί μιας μάγισσας με τον διάβολο. Τι ειρωνεία λοιπόν, αργότερα στο μυθιστόρημα, τη στιγμή της δολοφονίας της Χήρας, αυτός ο άξεστος «Κάλιμπαν-λαός» γίνεται με τη στάση του συνένοχος. Υπάρχει περίπτωση να μεταφέρεις κάποιο άλλο έργο του σπουδαίου Κρητικού σε μορφή κόμικς; Από πολύ νωρίς στη νεότητά μου διάβασα τα περισσότερα έργα του Καζαντζάκη, οπότε νομίζω πως τον γνωρίζω σε αρκετό βάθος. Θα μπορούσα να ασχοληθώ και με αλλά έργα του, αλλά όπως ίσως είδατε και στον Ζορμπά, με ιντριγκάρουν τα δύσκολα στη σκέψη του συγγραφέα. Το πώς δηλαδή θα περιγράψεις μεταφέροντας ένα βιβλίο σε κόμικς, όχι τόσο τα όσα συμβαίνουν σε αυτό σε γραμμική αφήγηση, αλλά πρωτίστως τα όσα σημαίνουν. Μην εκπλαγείτε λοιπόν αν κάποια στιγμή με δείτε να προσπαθώ μεταφέρω σε εικονογραφήγημα την Ασκητική, που δεν σου δίνει ούτε μια ευκαιρία για γραμμική εξιστόρηση και αφήγηση. Εμφανίζονται στην αγορά όλο και περισσότερα νέα graphic novels τα οποία μεταφέρουν «κλασικά» μυθιστορήματα σε κόμικς. Πιστεύετε ότι συμβαίνει επειδή ο κόσμος θέλει να διαβάσει πιο «γρήγορα» κάτι κλασικό ή επειδή έχουμε ανάγκη ως αναγνώστες να επιστρέψουμε σε σταθερές αξίες; Αυτό είναι πραγματικά ένα τεράστιο ζήτημα, που θα χρειάζονταν πολλές συνεντεύξεις και συνέδρια για να το αναλύσουμε. Τι είναι και ποια θεωρούνται graphic novels; Μπορούν να θεωρηθούν λογοτεχνία; Πώς εφαρμόζονται στην εκπαίδευση; Το σίγουρο είναι πως το αυξανόμενο ενδιαφέρον για τα κόμικς κάτι σημαίνει. Δεν είναι άσχετο από τα σύγχρονα πολιτισμικά πρότυπα όπως διαμορφώνονται μέσα από τις οθόνες των κινητών και τα social media, από την απομάκρυνση των νέων από ερεθίσματα και «αξίες» παλαιότερων γενεών. Και τελικά ότι οι τελευταίοι, από τη θέση των γονιών ή των εκπαιδευτικών, αναζητούν διαύλους επικοινωνίας με τις νεότερες γενιές, επιστρατεύοντας μέχρι και τα κόμικς, που κάποτε στην εποχή τους θεωρούνταν ευτελή αναγνώσματα – πιθανότατα ακόμα και από τους ίδιους. Επόμενα σχέδια; Πολλά. Τα σενάρια και οι ιδέες όσο μεγαλώνουμε πληθαίνουν κι αυτά. Τώρα είμαι στη φάση του Σίσυφου στη βάση του βουνού, που εξετάζει ποια πέτρα θα είναι η πιο κατάλληλη για να τη σπρώξει πάλι στον ανήφορο. Υγεία και τύχη να έχουμε! Και το σχετικό link...
  9. Τι δεν πρέπει να χάσει κανείς από τη φετινή εντυπωσιακή διοργάνωση που θα διαρκέσει τρεις μέρες, από τις 17 ως τις 19 Μαΐου, και θα διεξαχθεί στην Τεχνόπολη Δήμου Αθηναίων. Junji Kanzaki, Junko. Το Comicdom Con Athens είναι το μακροβιότερο φεστιβάλ κόμικς όχι μόνο της Αθήνας αλλά και ολόκληρης της Ελλάδας. Επί 18 χρόνια μυεί το κοινό στον θαυμαστό κόσμο των κόμικς με μια μεγάλη γιορτή που διαρκεί τρεις μέρες. Φέτος, επιστρέφει με ένα μεγάλο αφιέρωμα στην Ιαπωνία, τη χώρα των manga και τον άνιμε, παρουσιάζοντας ίσως τη μεγαλύτερη διοργάνωση στην ιστορία του. Για δεύτερη φορά η Τεχνόπολη Δήμου Αθηναίων ανοίγει τις πόρτες της από τις 17 έως τις 19 Μαΐου για να υποδεχτεί τους λάτρεις των κόμικς που θα έχουν την ευκαιρία να γνωρίσουν από κοντά το έργο 170 καλλιτεχνών αλλά και να περιηγηθούν σε διεθνείς εκθέσεις, αφιερώματα, προβολές animation, ντοκιμαντέρ, φιλμ, πάνελ και ειδικά workshops πάνω στο κόμικ. Παράλληλα, σαράντα εγχώριες επιχειρήσεις και εκδοτικοί οίκοι θα παρουσιάσουν όλες τις σχετικές νέες εκδόσεις – ελληνικές και ξένες – και τα gadgets που κυριαρχούν στα trends σε όλο τον κόσμο. Τέλος, για δεύτερη χρονιά το φεστιβάλ παρουσιάζει το Agora, ίσως τον σημαντικότερο θεσμό στην ιστορία του φεστιβάλ, όπου οι Έλληνες δημιουργοί έχουν τη δυνατότητα να προωθούν τη δουλειά τους σε μεγαλύτερες διεθνείς αγορές του χώρου της ένατης τέχνης. Τι δεν πρέπει να χάσει κανείς Τρεις είναι οι μεγάλες εικαστικές εκθέσεις για τον κόσμο των manga που πρέπει οπωσδήποτε να δείτε. Αρχικά, τη «Manga Originals: A close-up on Japanese comics art», που κάνει μια εισαγωγή στην ιστορία του μέσου μέσα από 37 πρωτότυπες σελίδες με αντιπροσωπευτικά έργα mangakas όπως οι Akira Matsubara, Akiyoshi Giron Saito, Aya Kosugi, Chikae Ide, Chiyoji, Dai Yoshimura, Daisuke Ichiba, Daisuke Terasawa, Hatinoji Yasuhiko, Hideshi Hino, Hiroshi Takase, Hitoshi Tanimura, Junji Kanzaki κ.ά. Τα έργα είναι μέρος της συλλογής του εικονογράφου και συλλέκτη manga, Dan Byron, ο οποίος θα βρίσκεται στο Comicdom CON Athens 2024 για μια live ξενάγηση κατά την οποία ο επισκέπτης θα μάθει τα πάντα για τις ειδικές κατηγορίες και τα διάφορα είδη των manga, π.χ. το shonen και το shoujo. Akira Matsubara, Battle arena toshinden. Επίσης, την έκθεση «Make mine manga» που έχει δημιουργηθεί ειδικά από τον Paul Gravett, έναν από τους σημαντικότερους δημοσιογράφους στον χώρο των κόμικς και συγγραφέα του 60 years of japanese comics. Ο ίδιος θα βρίσκεται στην Αθήνα, καλεσμένος του φεστιβάλ, και θα απαντήσει σε κάθε ερώτηση των επισκεπτών. Το αφιέρωμα στα manga και στα άνιμε συνεχίζεται με το έργο του Akira Toriyama, ο οποίος έφυγε πρόσφατα από τη ζωή, και το φαινόμενο του «Dragon Ball», μία από τις πιο πετυχημένες σειρές manga και άνιμε όλων των εποχών. Είναι το δεύτερο πιο δημοφιλές manga στον κόσμο μετά το «One Piece», έχοντας πουλήσει 230 αντίτυπα παγκοσμίως. Τη δημοφιλία του εν μέρει την οφείλει στη σαρωτική επιρροή που είχε το anime «Dragon Ball Z» στη Δύση. Δεκαπέντε Έλληνες δημιουργοί (Μαγδαληνή Βεντούρη, Ευγενία Βερελή, Ντένις Γιατράς, Γιώργος Καμπάδαης, Αρινέλα Κοτσίκο, Μάνος Λαγουβάρδος, Νίκος Μπράτος, Μαρία Μπιντζιλαίου-Seeker, Σιαδώρα Παπαθεοδώρου, Γιάννης Ρουμπούλιας, Ειρήνη Σκούρα, Αδριανός Σταγγίδης, Dani, Voss K., Harry Saxon) σε επιμέλεια Αντώνη Αντωνιάδη και Θωμά Παπαδημητρόπουλου αποτίουν φόρο τιμής στην παιδική σειρά που καθήλωσε στη μικρή οθόνη όλο τον κόσμο τις δεκαετίες του ’80 και του ’90. Sintaro Kago, Family. Το Comicdom Con Athens 2024 όμως, δεν είναι μόνο manga και άνιμε φέτος. Για τους λάτρεις των δυτικών κόμικς υπάρχει μια μεγάλη αφιερωματική έκθεση στον Hugo Pratt, έναν από τους μεγαλύτερους δημιουργούς παγκοσμίως, με έμφαση στον πιο διάσημο ήρωά του, τον Corto Maltese. Ο Pratt ξεχώρισε για το πρωτοποριακό λογοτεχνικό και κινηματογραφικό στυλ του, αντιμετωπίζοντας τα κόμικς ως κάτι παραπάνω από ένα μέσο που απευθυνόταν μόνο σε παιδιά. Η έκθεση, σε επιμέλεια Patrizia Zanotti, περιλαμβάνει 27 panels μεγάλων διαστάσεων που αποτυπώνουν τη φαντασία του δημιουργού τους, ανατρέχοντας σε διάφορους σταθμούς στην πλούσια βιβλιογραφία του. Όσον αφορά την Ελλάδα, τα φώτα στρέφονται στο έργο της Κορίννας Μέι Βεροπούλου, που είναι η τιμώμενη καλλιτέχνις της φετινής διοργάνωσης και έχει φιλοτεχνήσει την αφίσα του φεστιβάλ, όπως ορίζει η παράδοση. Η Κορίννα, που ζει μεταξύ Αθήνας και Λονδίνου, άρχισε να κυκλοφορεί μόνη της τα κόμικς της το 2015, ενώ πρόσφατα συνεργάστηκε με τη 2000AD. Η Κορίννα Μέι Βεροπούλου έχει φιλοτεχνήσει την αφίσα του φεστιβάλ. Η φετινή διοργάνωση τιμά επίσης το ιδιαίτερο έργο του Γιώργου Τασιούλα που έφυγε πρόωρα από τη ζωή το 2021, πάνω στην ακμή του. Αυτοδίδακτος και αυτόνομος καλλιτέχνης, εικαστικός-σκιτσογράφος-κομικογράφος, το στίγμα του ως storyboard artist στον χώρο του σύγχρονου ελληνικού κινηματογράφου είναι ανεξίτηλο. Το «Σύμπαν του Tass» παρουσιάζει όλες τις πτυχές της εντυπωσιακής πορείας του. Την έκθεση συνοδεύει η ξεχωριστή δίγλωσση (ελληνικά/αγγλικά) έκδοση The Tass Book | The Art of Storyboard. Φυσικά, δεν λείπει ο καθιερωμένος και λατρεμένος διαγωνισμός cosplay που φέτος αναβαθμίζεται και γίνεται προκριματικός του πανευρωπαϊκού Europa Cosplay Cup, πράγμα που σημαίνει ότι το επίπεδο έχει ανέβει. Το ατομικό cosplay που θα κερδίσει, θα έχει την ευκαιρία να ταξιδέψει στη Γαλλία για να εκπροσωπήσει την ελληνική κοινότητα ανάμεσα σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες στην τρίτη διοργάνωση του διαγωνισμού. Foyer panels. Τέλος, το Agora επιστρέφει για δεύτερη χρονιά με τα Portfolio Review Sessions. Μια δράση που ενθαρρύνει την εξωστρέφεια, ανοίγοντας την ελληνική αγορά σε εκδότες από τη Νορβηγία, τη Γαλλία, τη Φινλανδία, τη Δανία, την Ισπανία, τη Μεγάλη Βρετανία, την Τσεχία και το Βέλγιο. Ταυτόχρονα, βοηθά στη διεθνή δικτύωση των Ελλήνων δημιουργών, αυξάνοντας κατακόρυφα τις πιθανότητές τους να εξασφαλίσουν την εκτός συνόρων έκδοσή τους. Φέτος, για πρώτη φορά θα συμμετέχουν και εταιρείες παραγωγής animation αλλά και κινηματογραφικών και τηλεοπτικών παραγωγών. Και το σχετικό link...
  10. Η συμβολή του διάσημου ψυχίατρου στην απότομη στροφή των κόμικς και στην οδυνηρή (αυτο-)λογοκρισία τους τη δεκαετία του 1950. «Στα κόμικς υπάρχουν εικόνες μέσα στις εικόνες για τα παιδιά που ξέρουν πού να κοιτάξουν» έγραφε o Fredric Wertham στην «Αποπλάνηση των Αθώων». «Μόνο οι χαρακτήρες των κόμικς σε αυτό το βιβλίο είναι φανταστικοί. Όλα τα υπόλοιπα είναι πραγματικά». Αυτή ήταν η προμετωπίδα του περιβόητου βιβλίου του Fredric Wertham (1895-1981) με τίτλο «Η Αποπλάνηση των Αθώων» (The Seduction of the Innocent) το 1954, μιας εκτενούς μελέτης που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην αλλαγή κατεύθυνσης πολλών κόμικς κατά την περίοδο του μακαρθισμού. Ο Γερμανοεβραίος επιστήμονας ήταν ήδη ένας επιτυχημένος επαγγελματίας στον τομέα της ψυχικής υγείας, με θητεία σε μεγάλα νοσοκομεία. Γεννημένος στη Νυρεμβέργη και με σπουδές στο Λονδίνο και το Μόναχο, μόνιμος κάτοικος των ΗΠΑ από τη δεκαετία του 1920, επηρεάστηκε βαθιά από το έργο του Σίγκμουντ Φρόιντ με τον οποίο διατηρούσε προσωπικές σχέσεις. Το 1946 ίδρυσε μια πρωτοποριακή ψυχιατρική κλινική στο Χάρλεμ της Νέας Υόρκης με ειδίκευση στη θεραπεία μαύρων εφήβων, με πολύ χαμηλές τιμές και με την οικονομική στήριξη εθελοντών και μη κερδοσκοπικών οργανισμών. Απόσπασμα από το βιβλίο του Wertham: «Εξώφυλλο ενός κόμικς για παιδιά» Η εμπειρία αυτή τον οδήγησε σε μια σειρά συμπερασμάτων για τις αιτίες της ολοένα αυξανόμενης νεανικής παραβατικότητας. Τα αποτελέσματα των ερευνών του δημοσιεύτηκαν το 1954 στην «Αποπλάνηση των Αθώων», μια μελέτη 400 σελίδων η οποία θεωρείται έκτοτε κόκκινο πανί για τον κόσμο των κόμικς, ακόμα κι αν είναι ελάχιστοι αυτοί που την έχουν διαβάσει. Το βιβλίο θορύβησε την κοινή γνώμη και αξιοποιήθηκε καταλλήλως από την επιτροπή της αμερικανικής Γερουσίας που είχε θεσπιστεί έναν χρόνο νωρίτερα για να εξετάσει το πρόβλημα της εφηβικής εγκληματικότητας. Ο Wertham κλήθηκε στην επιτροπή και ανέπτυξε τα επιχειρήματά του, καταθέτοντας ότι τα κόμικς επηρεάζουν βαθιά τον ψυχικό κόσμο των νέων και ως εκ τούτου πρέπει να ληφθούν πρωτοβουλίες σε εθνικό επίπεδο ώστε να περιοριστεί η έκθεση των παιδιών σε αυτά. Δεν πρότεινε λογοκριτικούς μηχανισμούς, ούτε αστυνομικού τύπου μέτρα, απλώς ζήτησε να καταβληθεί προσπάθεια αυτοπεριορισμού και συγκεκριμένοι κανονισμοί στην πώληση περιοδικών σε βιβλιοπωλεία και άλλα καταστήματα. Στην επιτροπή κατέθεσαν και μια σειρά εκπρόσωποι των κόμικς, μεταξύ των οποίων ο ιδιοκτήτης του εκδοτικού οίκου EC, William Gaines, εταιρείας που ειδικευόταν σε κόμικς φαντασίας και τρόμου και η οποία είχε στοχοποιηθεί από τον Wertham καθώς τα περισσότερα παραδείγματα στο βιβλίο του προέρχονταν από δικές της εκδόσεις. Το βιβλίο του Bart Beaty εξετάζει τις απόψεις του Wertham και τις επιπτώσεις τους στη μαζική κουλτούρα. Η επιτροπή δεν κατέληξε σε απόφαση, αλλά στα πορίσματά της ουσιαστικά προέτρεπε τις εταιρείες να πάρουν μέτρα για την αυτοπροστασία τους. Κάτω από τη γενική κατακραυγή και την πίεση εκκλησιαστικών φορέων, οργανώσεων γονέων και συντηρητικών κύκλων, οι οποίοι οργάνωσαν ακόμα και «εθελοντικές» συναθροίσεις με κόμικς να πέφτουν μαζικά στην πυρά, οι εκδότες προχώρησαν στη δημιουργία της Comics Code Authority, μιας άτυπης Αρχής που εμμέσως επέβαλε μια σειρά περιορισμών τόσο θεματικών όσο και σχεδιαστικών. Οι εταιρείες έπρεπε στο εξής να υποβάλλουν τα κόμικς τους προς έγκριση, να προχωρούν στις αλλαγές που επισήμαινε η Αρχή και μόνο οι υπάκουοι αποκτούσαν το δικαίωμα να φέρουν στο εξώφυλλό τους τη στάμπα «Approved by the Comics Code Authority», που έγινε το σήμα κατατεθέν των περισσότερων (αλλά όχι όλων) από τα κόμικς που θα κυκλοφορούσαν τις επόμενες δεκαετίες. Η Αρχή, «βασιλικότερη του βασιλέως», αποφάσισε ακόμη περισσότερα μέτρα από όσα μπορούσε να ονειρευτεί ο Wertham. Στους κανόνες του Κώδικα περιλαμβάνονταν περιορισμοί στο λεξιλόγιο, η αποφυγή σκηνών βίας, η προτροπή να μην απεικονίζονται κρατικοί αξιωματούχοι και εκπρόσωποι των οργάνων της τάξης σε αρνητικούς ρόλους, η απαγόρευση ερωτικών σκηνών κ.ά. Μόνο αρκετές δεκαετίες αργότερα, δειλά-δειλά, κάποιες εταιρείες άρχισαν σταδιακά να αποσύρουν τη στάμπα από τα εξώφυλλά τους και να ατονεί η ισχύς του Κώδικα. Όλα αυτά τα χρόνια ο Fredric Wertham μετατράπηκε σε αποδιοπομπαίο τράγο των κόμικς και το όνομά του έγινε συνώνυμο της λογοκρισίας στην τέχνη. Από τη μια, είναι αλήθεια ότι πολλά από τα κλινικά του ευρήματα, όπως αποδείχθηκε μεταγενέστερα, είναι εκβιασμένα και παρουσιασμένα απλοϊκά, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη άλλοι παράγοντες που επηρεάζουν πιο καθοριστικά τη ζωή και τις πράξεις των νέων, καθώς και ότι οι συνεντεύξεις που πήρε από «παραβατικούς» εφήβους είναι αρκετά κατευθυνόμενες ώστε να λειτουργούν ως αυτοεκπληρούμενες προφητείες και να οδηγούν στα επιδιωκόμενα συμπεράσματα. Από την άλλη, οι προθέσεις του δεν ήταν αυτές που του αποδίδονται. Επρόκειτο για έναν προοδευτικό, αντιρατσιστή, φιλάνθρωπο ψυχίατρο σοσιαλιστικών αντιλήψεων με έντονο κοινωνικό έργο. Αφοσιώθηκε για χρόνια στον αγώνα ενάντια στον φασισμό και τον ναζισμό, ενώ ποτέ δεν υποστήριξε την επιβολή λογοκρισίας. Υπήρξε αρθρογράφος και ένθερμος υποστηρικτής της άρσης των διαχωρισμών βάσει φυλής και χρώματος και κατέθεσε ως εμπειρογνώμων σε δίκες ενάντια σε ρατσιστικούς κανονισμούς και νόμους. Πολλές φορές επιχείρησε να αποκαταστήσει το όνομά του και να εξηγήσει ότι σκοπός του ήταν η προστασία των μικρών παιδιών, ιδιαίτερα των λαϊκών τάξεων, από την έκθεση στην υπέρμετρη βία. Δεν τον άκουγε κανείς. Κι έτσι μέχρι σήμερα, ο Fredric Wertham θεωρείται, λανθασμένα σε μεγάλο βαθμό, ένας διαβολικός και ραδιούργος διώκτης των κόμικς. Κι έτσι αποφεύγουμε να αντιμετωπίσουμε το μερίδιο ευθύνης των εταιρειών και των δημιουργών που πειθάρχησαν χωρίς αντίσταση. Είναι πολύ βολικό. Και το σχετικό link...
  11. Το νέο βιβλίο του Γιάννη Κουκουλά «Η αναπλαισίωση του έργου τέχνης» είναι μια εμπεριστατωμένη μελέτη πάνω στην επανάχρηση και επανανοηματοδότηση έργων τέχνης στα κόμικς, στη γελοιογραφία και στο animation. Από την «Κραυγή» του Έντβαρντ Μουνχ στην «Κραυγή» της Λίζα Σίμπσον, παράδειγμα από το βιβλίο του Γιάννη Κουκουλά. Πόσες φορές δεν έχουμε δει τη «Μόνα Λίζα» του Ντα Βίντσι σε κόμικς και ταινίες παραλλαγμένη ή διακωμωδημένη; Ή την «Γκουέρνικα» σε πολιτικές γελοιογραφίες επικαιροποιημένη με τον εκάστοτε φρικτό πόλεμο, από το Βιετνάμ μέχρι την Παλαιστίνη; Η αναπλαισίωση διάσημων έργων τέχνης, δηλαδή ο επανασχεδιασμός τους σε ένα νέο μέσο με τροποποιημένο νόημα για να ταιριάζει στο μήνυμα του νέου δημιουργού, ενώ είναι συνηθισμένη πρακτική στην τέχνη πάντα προκαλεί ενδιαφέρον, σκέψη, ακόμα και αποτροπιασμό ή γέλιο. Αυτό το γαϊτανάκι εικόνων που στήνουν οι καλλιτέχνες, και συγκεκριμένα στα κόμικς, είναι που ξετυλίγει και αναλύει ο ιστορικός Τέχνης Γιάννης Κουκουλάς στη μονογραφία του «Η αναπλαισίωση του έργου τέχνης – Διεικονικές μεταμυθοπλασίες στις εικονογραφημένες αφηγήσεις», που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις Ανοικτές Ακαδημαϊκές Εκδόσεις Κάλλιπος. Για τον Γιάννη Κουκουλά θα μπορούσαν να ειπωθούν πολλά: διδάκτορας Ιστορίας και Θεωρίας της Τέχνης, συντονιστής έργου στον Κόμβο «Τεχνο-Λογία, Διάχυση της Έρευνας για την Τέχνη σε μια Τεχνο-Λογική Κοινωνία», συγγραφέας, επιμελητής εκδόσεων και κειμένων αναφορικά με τα κόμικς και την τέχνη και φυσικά ιδρυτικό μέλος, αρθρογράφος και αναπόσπαστο κομμάτι της ψυχής του «Καρέ Καρέ». Το νέο του βιβλίο είναι ο καρπός όλης της αγάπης, της «εμμονής» και της πορείας του στη μελέτη της ιστορίας της τέχνης, των κόμικς και της εικόνας. Χρησιμοποιώντας εργαλεία και έννοιες της θεωρίας της τέχνης για την αναπλαισίωση, ειδικά μέσα στο πλαίσιο του μεταμοντερνισμού που κατατάσσεται η εποχή μας, το βιβλίο προχωρά στο πώς έργα τέχνης αναπλαισιώθηκαν από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι σήμερα μέσα στα κόμικς. Μέσα στις 300 σελίδες του, πλούσιες σε εικόνες-παραδείγματα, ο αναγνώστης βλέπει πώς και γιατί βρέθηκε το «Μάθημα ανατομίας» του Ρέμπραντ στον «Αστερίξ», το «Μαύρο τετράγωνο» του Μάλεβιτς στα στριπ του Krazy Kat, ο Νταλί στις γελοιογραφίες του Ιωάννου και η «Κραυγή» του Μουνχ στον «Καστράτο» του Αρκά και στο «Αϊβαλί» του Soloup. Το βιβλίο αυτό λοιπόν, γίνεται άλλη μια σημαντική ψηφίδα στην καταγραφή της επικοινωνίας μεταξύ των τεχνών, ένα εύληπτο και γεμάτο εικόνες ακαδημαϊκό βιβλίο που αποπειράται να χαρτογραφήσει το μεγάλο ταξίδι στης εικόνας… ● Το βιβλίο «Η αναπλαισίωση του έργου τέχνης» βρίσκεται αναρτημένο δωρεάν για ανάγνωση στο Αποθετήριο Ακαδημαϊκών Συγγραμμάτων Κάλλιπος (https://repository.kallipos.gr) Και το σχετικό link...
×
×
  • Δημιουργία νέου...

Σημαντικές πληροφορίες

Χρησιμοποιώντας αυτή τη σελίδα, αποδέχεστε τις Όρους χρήσης μας.