Μετάβαση στο περιεχόμενο

Αναζήτηση στην Κοινότητα

Εμφάνιση αποτελεσμάτων για ετικέτες 'θανάσης πέτρου'.

  • Αναζήτηση ανά ετικέτες

    Πληκτρολογήστε ετικέτες χωρισμένες με κόμματα.
  • Αναζήτηση ανά συγγραφέα

Τύπος περιεχομένου


Ενότητες

  • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΝΕΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΝΕΑ
  • ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ
    • ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ
    • ΤΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙ
  • ΧΑΛΑΡΩΜΑ
    • ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ
    • ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΡΙΟ
    • ΤΟ ΠΑΖΑΡΙ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Διάφορα
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Ντόναλντ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Super Μίκυ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Κόμιξ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μίκυ Μάους
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μπλα μπλα
  • VINTAGE's Συζήτηση
  • VIDEO GAMES's Γεν. Συζήτηση για Video Games

Blogs

  • Valt's blog
  • Dr Paingiver's blog
  • GCF about comics
  • Vet in madness
  • Θέμα ελεύθερο
  • Film
  • Comics, Drugs and Brocc 'n' roll
  • I don't know karate, but i know ka-razy!
  • Γερμανίκεια
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • Κομικσόκοσμος
  • The Unstable Geek
  • Σκόρπιες Σκέψεις
  • Dhampyr Diaries
  • Περί ανέμων και υδάτων

Βρείτε αποτελέσματα σε ...

Βρείτε αποτελέσματα που ...


Ημερομηνία Δημιουργίας

  • Αρχή

    Τέλος


Τελευταία ενημέρωση

  • Αρχή

    Τέλος


Φιλτράρετε με αριθμό ...

Εγγραφή

  • Αρχή

    Τέλος


Ομάδα


Member Title


MSN


Website URL


Yahoo


Skype


Πόλη


Επάγγελμα


Ενδιαφέροντα

  1. Ο Θανάσης Πέτρου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1971. Σπούδασε Γαλλική φιλολογία, Κοινωνιογλωσσολογία και Δημιουργία κόμικς. Από το 2005 έως το 2011 εργάστηκε στο «9» της Ελευθεροτυπίας. Από το 2012 διδάσκει στον ΑΚΤΟ. Έργα του: Ο τυμπανιστής και οι φίλοι του (Βιβλιοπέλαγος, 2008), Παραρλάμα και άλλες ιστορίες του Δημοσθένη Βουτυρά, σε σενάριο του Δημήτρη Βανέλλη (Τόπος, 2011), Το πτώμα, σε σενάριο των Τάσου Ζαφειριάδη και Γιάννη Παλαβού (Jemma Press – Καλύτερο εξώφυλλο 2011 στα Comicdom Awards και Έπαινος στην κατηγορία Εικονογράφηση εξωφύλλου στα βραβεία ΕΒΓΕ), Το Γιούσουρι και άλλες φανταστικές ιστορίες, σε σενάριο του Δημήτρη Βανέλλη (Καλύτερο κόμικς 2012 στα βραβεία Comicdom Awards. Actors – Έπαινος στην κατηγορία Εικονογράφηση βιβλίου και εξωφύλλου στα βραβεία ΕΒΓΕ), Η Μεγάλη Βδομάδα του Πρεζάκη, σε σενάριο του Δημήτρη Βανέλλη (Τόπος, 2015), βασισμένο στο ομότιτλο διήγημα του Μ. Καραγάτση, Στη μάχη του Μαραθώνα (Εκδόσεις Πατάκη, 2015, Κρατικό βραβείο βιβλίου γνώσεων 2016) και Στη μάχη των Θερμοπυλών (Εκδόσεις Πατάκη, 2016), κόμικς σε σενάρια της Κατερίνας Σέρβη, Αμανίτα μουσκάρια, σε σενάριο του Παύλου Μεθενίτη (Γνώση, 2016), Στη Σαλαμίνα και στις Πλαταιές, κόμικς σε σενάριο της Κατερίνας Σέρβη (Εκδόσεις Πατάκη, 2017), Γρα-Γρου, κόμικς σε σενάριο των Τάσου Ζαφειριάδη και Γιάννη Παλαβού (Ίκαρος, 2017, Βραβείο καλύτερου κόμικς και καλύτερου σεναρίου στα Ελληνικά Βραβεία Κόμικς 2018), Γιαννούλης Χαλεπάς, ο μύθος της νεοελληνικής γλυπτικής, σε σενάριο Δημήτρη Βανέλλη (Εκδόσεις Πατάκη, 2019). Το τελευταίο του βιβλίο, Οι όμηροι του Γκαίρλιτς (Ίκαρος, 2020), όπου πρώτη φορά υπογράφει ο ίδιος και τα κείμενα, μας έδωσε την αφορμή για την ακόλουθη συνέντευξη. Τι σας ώθησε να γράψετε ένα βιβλίο για τους ομήρους του Γκαίρλιτς; Κατά βάση ήταν η πολυεπίπεδη, σε ιστορικό και πολιτικό πλαίσιο, πραγματικότητα μέσα στην οποία έλαβαν χώρα τα γεγονότα, ξεκινώντας από την Ελλάδα και καταλήγοντας στη Γερμανία, που με συνάρπασε και έτσι αποφάσισα να ασχοληθώ με την ιστορία των Ελλήνων στρατιωτών στο Γκαίρλιτς. Επιπλέον, πρόκειται για μια περίπτωση «μικροϊστορίας» που έχει περάσει στα ψιλά γράμματα, γιατί για την ιστοριογραφία αποτέλεσε ένα παράδειγμα ατιμωτικής και προδοτικής συμπεριφοράς. Στο βιβλίο αυτό υπογράφετε τα σχέδια, αλλά και τα κείμενα. Πώς τα συνδυάσατε αυτά τα δυο; Αν και Οι όμηροι του Γκαίρλιτς είναι το δωδέκατο βιβλίο μου, είναι η πρώτη φορά που βρέθηκα στη θέση του σχεδιαστή αλλά και του σεναριογράφου. Μάλλον ήθελα να δοκιμάσω την ικανότητά μου και στη συγγραφή του σεναρίου, αλλά ενδόμυχα ίσως ήταν και μία επιθυμία να έχω εξ ολοκλήρου την ευθύνη της δημιουργίας. Ενώ μέχρι τώρα αφιέρωνα πολύ χρόνο στην έρευνα σε ό,τι αφορά το σχεδιαστικό κομμάτι ενός βιβλίου, στη συγκεκριμένη περίπτωση έκανα πρώτα τη συγκέντρωση του βιβλιογραφικού υλικού, ώστε να γράψω το σενάριο, και από τη στιγμή που το είχα ολοκληρώσει, ξεκίνησα τη διαδικασία της εικονογραφικής μεταφοράς του στο χαρτί. Ποιες δυσκολίες συναντήσατε τόσο στο συγγραφικό, όσο και στο σχεδιαστικό κομμάτι; Πολλές. Το να συγκεντρώσω το βιβλιογραφικό υλικό ήταν σχετικά εύκολο, ωστόσο ήθελα να διαβάσω όλα τα φύλλα των εφημερίδων που κυκλοφόρησαν στο Γκαίρλιτς, ώστε να βρω ποιες ήταν οι πληροφορίες που έφταναν στα αυτιά των πρωταγωνιστών. Για παράδειγμα, τι μάθαιναν από τις εξελίξεις στα πολεμικά μέτωπα, από την κατάσταση στην Ελλάδα, την επανάσταση στη Ρωσία; Φυσικά,ό,τι δημοσιευόταν στις δύο ελληνόφωνες εφημερίδες του Γκαίρλιτς ήταν φιλτραρισμένο μέσα από τη σχετική λογοκρισία που σίγουρα υπήρχε. Επιπλέον, επειδή έχουμε να κάνουμε με πραγματικές τοποθεσίες και ιστορικά γεγονότα, χρειαζόμουν πολύ φωτογραφικό υλικό ως υλικό αναφοράς, ώστε στο σχέδιο να υπάρχει η αίσθηση της αληθοφάνειας. Τι είναι αυτό που γοητεύει τον αναγνώστη όταν ανοίγει ένα βιβλίο με κόμικς; Όταν κάποιος ξεφυλλίζει ένα κόμικς, αυτό που αρχικά θα τον κερδίσει ή δεν θα τον κερδίσει είναι το σχέδιο. Δύσκολα θα διαβάσει ένας αναγνώστης κάτι που αισθητικά δεν του αρέσει. Τώρα βέβαια τι είναι αυτό που αρέσει στον καθένα και για ποιους λόγους είναι μια άλλη, πολύ μεγάλη, συζήτηση. Η ιστορία του κόμικς προφανώς δεν μπορεί να γίνει αντιληπτή, παρά μόνον όταν θα έχει ολοκληρώσει την ανάγνωση. Επομένως, σε μια πρώτη φάση αυτό που θα έλξει τον αναγνώστη είναι το αισθητικό-εικαστικό κομμάτι του κόμικς. Η αφήγηση της ζωής των ομήρων του Γκαίρλιτς γίνεται με μια ελεύθερη μεταφορά μιας συναρπαστικής και περίπλοκης καθημερινότητας, γεμάτης από σκοτάδια και ανασφάλεια, κι όλα αυτά με διαρκή αναφορά στην Ιστορία. Δεν είναι δύσκολο να ισορροπείς μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας; Δουλεύοντας το συγκεκριμένο κόμικς, ο φόβος μου ήταν κυρίως να μην προκύψει ένα απρόσωπο ιστορικό «ντοκιμαντέρ», αλλά να υπάρχουν πρωταγωνιστές οι οποίοι έζησαν τα συγκεκριμένα γεγονότα και αυτά είχαν συνέπειες στην προσωπικότητα και στον χαρακτήρα τους, χωρίς ωστόσο να παραμορφώσω ή να διαστρεβλώσω, τουλάχιστον εν γνώσει μου, την Ιστορία. Βέβαια, σαφώς το τι διάλεξα να δείξω ή τι πρόσθετα στοιχεία έβαλα, καθώς και ο τρόπος με τον οποίο το έκανα, έχει μια προσωπική φόρτιση μέσα από τη δική μου ιδεολογία, ηθική και αντίληψη. Από τα γραφόμενά σας καταλαβαίνει ο αναγνώστης ότι οι στρατιώτες ήταν τελείως άβουλοι και γι’ αυτούς αποφάσισε ο ανώτατος αξιωματικός. Μήπως όμως συμβαίνει κάτι ανάλογο και στην πολιτική; Οι απανταχού στρατιώτες πρέπει να υπακούουν στις διαταγές των διοικητών τους – αν δείξουν ανυπακοή, θα υποστούν τις συνέπειες. Όταν το 1916 οι Βούλγαροι εισέβαλαν στην Ανατολική Μακεδονία, το Δ’ Σώμα Στρατού επισήμως δεν μπορούσε να αντισταθεί, γιατί η Ελλάδα κρατούσε ουδέτερη στάση στον πόλεμο. Oπότε καταλήφθηκαν το οχυρό του Ρούπελ και όλη η Ανατολική Μακεδονία. Υπήρξαν, όμως, μεμονωμένες περιπτώσεις μικρών μονάδων του ελληνικού στρατού που αντιστάθηκαν στους Βούλγαρους. Αντίστοιχα υπήρξαν ομάδες βενιζελικών στρατιωτών και αξιωματικών οι οποίοι λιποτάκτησαν από το Δ’ Σώμα Στρατού, ώστε να ενωθούν με την επαναστατική κυβέρνηση του Βενιζέλου στη Θεσσαλονίκη. Οι υπόλοιποι στρατιώτες είτε θα ακολουθούσαν πειθήνια το σύνολο του Σώματος στο ταξίδι προς το άγνωστο είτε, αν έμεναν στην περιοχή της Καβάλας και της Δράμας, θα σφαγιάζονταν από τους Βούλγαρους. Οπότε προτίμησαν να ταξιδέψουν μην ξέροντας για πού, από το να χάσουν τη ζωή τους. Σε μία παρόμοια δυσχερέστατη θέση βρέθηκε και ο συνταγματάρχης Ι. Χατζόπουλος, ο εκτελών χρέη διοικητή, μια και ο στρατηγός διοικητής του Σώματος, την περίοδο που έγινε η εισβολή των Βουλγάρων, βρισκόταν με άδεια στην Αθήνα. Η απόφαση του φιλοβασιλικού συνταγματάρχη Χατζόπουλου ήταν κατά βάση μία πολιτική και όχι μια στρατιωτική απόφαση. Έπρεπε είτε να προδώσει τον βασιλιά είτε να προδώσει τα όπλα του και να παραδώσει ελληνικά εδάφη στους εισβολείς. Προτίμησε το δεύτερο. Αντίστοιχα, είναι μάλλον σίγουρο ότι πολιτικά πρόσωπα βρέθηκαν, βρίσκονται ή μπορεί να βρεθούν σε μία τόσο δεινή θέση ώστε να πρέπει να πάρουν πολύ δυσάρεστες αποφάσεις. Δύσκολα θα διαβάσει ένας αναγνώστης κάτι που αισθητικά δεν του αρέσει. Είναι πολύ ουσιαστικές και οι αναφορές που κάνετε στον Εθνικό Διχασμό. Γιατί οι συνέπειές του εξακολουθούν να μας ακολουθούν ως κατάλοιπο της ιστορικής κληρονομιάς; Γιατί πολύ απλά οι συνέπειες του Εθνικού Διχασμού ήταν καταστροφικές για την Ελλάδα και τελικά καθόρισαν καταλυτικά την Ιστορία της για πάνω από μισόν αιώνα. Πρώτα απ’ όλα έγινε η Μικρασιατική Καταστροφή του 1922, ήρθαν στην Ελλάδα κοντά στο 1,5 εκατομμύριο πρόσφυγες, ακολούθησε η Συνθήκη της Λωζάνης το 1923 και τελικά, μόλις έληξε η εμπόλεμη κατάσταση, πολλοί στρατιωτικοί έβγαλαν τη στολή και τα παράσημά τους, έβαλαν κοστούμι και γραβάτα και έγιναν πολιτικοί, πρωθυπουργοί, δικτάτορες – βλέπε Πάγκαλος, Πλαστήρας, Μεταξάς. Η τελευταία στρατιωτική δικτατορία έληξε το 1974, τότε καταργήθηκε και η μοναρχία και εξέπεσε του αξιώματός του ο Κωνσταντίνος Β’, μόλις τότε επισημοποιήθηκε το πολίτευμα της Ελλάδος, η αβασίλευτη κοινοβουλευτική δημοκρατία. Οι σημερινές διενέξεις στα ελληνοτουρκικά θέματα που αφορούν τα χωρικά ύδατα, την υφαλοκρηπίδα των ελληνικών νησιών του Αιγαίου περιστρέφονται γύρω από το τι προέβλεπε η Συνθήκη της Λωζάνης. Άρα οι συνέπειες του Εθνικού Διχασμού δεν έχουν πάψει να επηρεάζουν την Ελλάδα ακόμα και το 2020. Είναι αλήθεια ότι καταγράφηκαν τα τραγούδια και οι ελληνικοί χοροί των ομήρων του Γκαίρλιτς από τους Γερμανούς; Σώζεται σήμερα αυτό το σημαντικό υλικό; Ναι, πράγματι. Η παρουσία ενός τόσο μεγάλου αριθμού Ελλήνων στρατιωτών στο Γκαίρλιτς αποτέλεσε πόλο έλξης Γερμανών πανεπιστημιακών και ερευνητών, όπως φιλολόγων, λαογράφων, γλωσσολόγων. Αυτοί, θέλοντας κατά βάση να μελετήσουν τις ελληνικές διαλέκτους, αλλά και να συγκεντρώσουν λαογραφικά στοιχεία, ηχογράφησαν ποικίλο υλικό: αφηγήσεις παραμυθιών, τραγούδια, μουσικούς σκοπούς, ψαλμούς, αμανέδες. Το υλικό, που ξεπερνάει τους 100 δίσκους γραμμοφώνου, σώζεται μέχρι σήμερα, όπως και τα συνοδευτικά έγγραφα της κάθε ηχογράφησης. Διαβάζοντας το βιβλίο σας, σημείωσα κάποιες φράσεις και σταμάτησα να πάρω ανάσες για να το απολαύσω. Υπάρχουν τεχνικές και μυστικά στα βιβλία για να γοητεύονται οι αναγνώστες; Δεν μπορώ να μιλήσω ως συγγραφέας λογοτεχνίας, γιατί δεν είμαι. Το κόμικς είναι μια μορφή αφήγησης στην οποία συνδυάζονται εικόνες και κείμενο ακολουθώντας μία σκηνοθεσία. Αφηγηματικές και σκηνοθετικές τεχνικές φυσικά και υπάρχουν στα κόμικς, ώστε να δώσεις γρήγορο ή αργό ρυθμό ανάλογα με τον αριθμό και το μέγεθος των καρέ, διαλέγεις μεγάλα καρέ για να δώσεις μεγαλύτερη έμφαση σε κάποια συγκεκριμένα στοιχεία, επιλέγεις πλάνα, γωνίες ή αποστάσεις στο καδράρισμα που θα δημιουργούν συναισθηματική φόρτιση, σιωπηλά πλάνα, ελλειπτικά πλάνα, το χρώμα με το οποίο προσπαθείς να δημιουργήσεις μια ατμόσφαιρα. Δεν πρόκειται για κάποια επτασφράγιστα μυστικά, αλλά για στοιχεία που χρησιμοποιείς για να κάνεις, όσο μπορείς, πιο ελκυστική και αποτελεσματική την οπτική σου αφήγηση. Η οπτική αφήγηση μοιάζει με την κινηματογραφική απεικόνιση. Η ζωή όμως δεν είναι γεμάτη από άπειρες εικόνες; Ναι, μάλλον στη ζωή του ένας άνθρωπος βλέπει άπειρες εικόνες, όταν όμως δημιουργείς μια οπτική αφήγηση, ως δημιουργός πρέπει να κάνεις συνειδητές επιλογές. Για ποιους λόγους θα επιλέξεις να απεικονίσεις το τάδε ή το δείνα στοιχείο με έναν συγκεκριμένο τρόπο, γιατί θέλεις να δείξεις το συγκεκριμένο πλάνο τη συγκεκριμένη στιγμή; Όλα νομίζω πως είναι θέμα των επιλογών που κάνεις, φυσικά σε συνδυασμό με τις ικανότητες που διαθέτεις. Για να επιστρέψουμε στους Ομήρους του Γκαίρλιτς, κατά πόσο έχουν σχέση με την πραγματικότητα ή τη φαντασία οι πραγματικοί χαρακτήρες του βιβλίου; Οι χαρακτήρες που πρωταγωνιστούν εδώ είναι φανταστικοί, αλλά αντιπροσωπεύουν τρία στοιχεία του ελληνισμού ως γεωγραφική καταγωγή και συνοδεύονται από στοιχεία που συνδέονται με αυτή την καταγωγή. Ο ένας πρωταγωνιστής είναι Παλαιοελλαδίτης, από τη Μάνη, συντηρητικός και φιλοβασιλικός. Ο δεύτερος είναι Σμυρνιός και έχει έναν κοσμοπολίτικο αέρα που, άλλωστε, διέκρινε τη Σμύρνη, και ο τρίτος προέρχεται από τις Νέες Χώρες, όπως ονομάζονταν οι περιοχές που ενσωματώθηκαν στο ελληνικό κράτος μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους, και συγκεκριμένα από τη Θεσσαλονίκη. Οι δύο τελευταίοι είναι οπαδοί του Βενιζέλου. Από εκεί και πέρα στον λόγο, τη στάση και τη συμπεριφορά τους προσθέτω στοιχεία που φυσικά έχουν σχέση με τη δική μου προσωπικότητα, αντίληψη και ψυχολογία. Υπάρχει η πιθανότητα στο μέλλον να γράψετε πάλι ένα βιβλίο κόμικς εμπνευσμένο από την ελληνική Ιστορία; Είμαι στη φάση δημιουργίας μιας, κατά κάποιον τρόπο, συνέχειας. Ο Σμυρνιός πρωταγωνιστής από τους Όμηρους του Γκαίρλιτς συνεχίζει τη στρατιωτική θητεία του στο μικρασιατικό μέτωπο, οπότε μέσα από τα μάτια του θα δούμε ολόκληρη τη μικρασιατική εκστρατεία μέχρι τη Μικρασιατική Καταστροφή. Μπορεί ένα graphic novel να επηρεάσει θετικά τους εφήβους και τους ενήλικες, ώστε να γίνουν καλοί αναγνώστες; Το διάβασμα είναι μια διαδικασία που πρέπει να τη μάθεις και να την αγαπήσεις, δε θα σου συμβεί μια ωραία πρωία ουρανοκατέβατη. Αν δεν έχεις τη διάθεση να αφιερωθείς στην ανάγνωση ενός βιβλίου ή ενός κόμικς, δεν υπάρχει κάτι ή κάποιος που θα σου την επιβάλλει. Ο καθένας μόνος του θα βρει αυτό που του ταιριάζει και τον συναρπάζει. Κάποιου του αρέσει γενικά η λογοτεχνία, κάποιου άλλου του αρέσει μόνον η αστυνομική λογοτεχνία ή η επιστημονική φαντασία. Στα κόμικς υπάρχει τόσο μεγάλη θεματική και υφολογική ποικιλία, που ο καθένας μπορεί να βρει κάτι που θα τον έλξει. Εφόσον με τον όρο «καλός αναγνώστης» εννοείτε τον τακτικό αναγνώστη, τότε είναι σίγουρο πως κυκλοφορούν έργα στον χώρο των κόμικς και του graphic novel που θα τέρψουν και τον πιο απαιτητικό αναγνώστη. Τι θα προτείνατε στους αναγνώστες που θα διαβάσουν τη συνέντευξή σας; Ακούω τα δευτερόλεπτα να περνούν με τα δάχτυλά μου ακίνητα επάνω στο πληκτρολόγιο του υπολογιστή, οπότε μάλλον δεν έχω κάποια συγκεκριμένη απάντηση αυτή τη στιγμή.
  2. germanicus

    ΟΙ ΟΜΗΡΟΙ ΤΟΥ ΓΚΑΙΡΛΙΤΣ

    Αυτή τη φορά ο Θανάσης Πέτρου σχεδιάζει ένα κόμικ σε δικό του σενάριο, αφηγούμενος μια πραγματική και σχετικά άγνωστη ιστορία από την εποχή του ΑΠΠ και του Εθνικού Διχασμού. Αφορά 6500 Έλληνες, το Δ Σώμα Στρατού, την Ανατολική Μακεδονία και μια μικρή πόλη στη Γερμανία, στην πάλαι ποτέ Σιλεσία, στα σύνορα πλέον με την Πολωνία. Δεν λέω παραπάνω γιατί φρονώ πως θα είναι spoiler για όσους πρωτοακούνε αυτό το συνδυασμό λέξεων Χοντρό και χορταστικό κόμικ, το οποίο όμως κυλάει σα νεράκι. Προσόν του ότι η ιστορία που αφηγείται είναι "εξωτική"-ασυνήθιστη και άκρως ενδιαφέρουσα. Προσόντα του επίσης ότι αφηγείται έμμεσα τον Εθνικό διχασμό, είναι τρομερά πιστό στην ιστορία, τόσο στη γενική όσο και σε ειδικά σημεία και έχει γίνει καλή έρευνα στο φωτογραφικό υλικό. Μειονέκτημά του ότι μέσα σε αυτές τις 100+ σελίδες καλύπτει γεγονότα 2+ ετών. Ένα μυθιστόρημα που θα κάλυπτε τόσα γεγονότα, θα χρειαζόταν 500+ σελίδες για να σε πείσει για τους χαρακτήρες. Δεν έχει 500+ σελίδες, δεν είναι μυθιστόρημα και ίσως γι'αυτό να κυλάει σα νεράκι Η ιστορία των 3 χαρακτήρων, η οποία είναι χτισμένη πάνω στον ιστορικό καμβά των γεγονότων, βγαίνει αρκετά φωτογραφική. Περίπου στιγμιότυπο εδώ, στιγμιότυπο εκεί, στιγμιότυπο παραπέρα. Λέω περίπου διότι όταν τη διαβάζεις δεν σου αφήνει την αίσθηση των απότομων εναλλαγών. Ίσως στη πραγματικότητα να μου άρεσε τόσο πολύ το κόμικ που απλώς να ήθελα κι άλλο... Αυτή μου η επιθυμία ίσως να εκπληρωθεί. Έχει πει σε συνεντεύξεις ότι δουλεύει ήδη ένα κόμικ που λαμβάνει χώρα στην εποχή μετά από αυτή εδώ την ιστορία. Ίσως να δένει με αυτό και σε χαρακτήρες (δεν θυμάμαι και τι μου είχε πει σε κατ'ιδίαν συνομιλία... ) Θα δούμε Ο εκδότης έχει διαθέσιμες τις πρώτες σελίδες του κόμικ, οπότε τις αντιγράφω για να τις διαβάσετε, να τσιμπήσετε και να πάτε να το πάρετε διότι όπως είπα μου άρεσε πάρα πολύ και θέλω να βγούνε και τα άλλα που έχει στο νου του Άρθρα Oταν τα κόμικ γράφουν Ιστορία [Βασιλειάδου Μάρω, kathimerini.gr, 5/5/2020] «Ήρωες» ή «προδότες»; [Κουκουλάς Γιάννης, efsyn.gr, 23/05/2020] Φωτογραφίες από τα πραγματικά γεγονότα αλιευθέντες από άρθρο της Μηχανής του Χρόνου (για να κατανοήσετε μετά την ανάγνωση του κόμικ το βαθμό της έρευνας και την πιστότητα της ιστορικής αναπαραγωγής του κόμικ) Φωτογραφίες από άρθρο της Süddeutsche Zeitung όπως μεταφράστηκε από το ελληνόφωνο τμήμα της Deutsche Welle Φωτογραφίες από σχετικό άρθρο της εφημερίδας Τα Νέα Προφανώς σας προτρέπω να διαβάσετε τα παραπάνω άρθρα μετά την ανάγνωση του κόμικ. Προσωπικά πέρασα καλά, αλλά είμαι και άνθρωπος που μου αρέσει να ψάχνω για παραπάνω πράγματα όταν μου κινείται η περιέργεια Προτείνω επίσης: Άρθρο του Ινστιτούτου Γκαίτε σχετιζόμενο με μουσική (τα είδατε τα βιολιά... και φρονώ πως η συγκεκριμένη ιστορία δελέασε τον Πέτρου για να την αφηγηθεί τόσο επειδή είναι Σαλονικιός και του αρέσουν τα ιστορικά όσο και επειδή παίζει μπουζούκι και υπάρχει μια σχέση εδώθε ) Λήμμα της wiki για τη συγκεκριμένη ιστορία Ίσως η πρώτη ηχογράφηση μπουζουκιού Έλαβε χώρα στο Γκέρλιτς. Στο τραγούδι ο ανηψιός του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Να το πάρετε. Δεν ξέρω άμα το είπα και πριν Που πάτε και μου αγοράζετε τις φόλες με τα κολάν, τα μούσκουλα και τα βυζά ή τις άλλες τις φόλες με τα ανθρωπόμορφα ζώα (που έχουν άλλα ζώα για κατοικίδια) με τα κρυφά ιμπεριαλιστικά μηνύματα ή τις παραπέρα φόλες με τους βλάχους που φοράνε κουνάβια για καπέλο ή τις κουλτουρέ τις φόλες που δοξάζουν το χασίσι, το αντεργκράου και την απλυσιά. (εάν υπάρχει κάποιος που δεν θίχτηκε να μου το πει και θα του βρω κάτι κι αυτουνού ) Ελλαδάρα ολέ ο και αυτοί είναι οι δικοί μας οι προπάπποι. Όχι οι προπάπποι κάποιου βάρβαρου άντε γειά μας
  3. Οι Έλληνες στρατιώτες και αξιωματικοί που μεταφέρθηκαν στο γερμανικό Γκαίρλιτς κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, μπαίνουν στο καλλιτεχνικό μικροσκόπιο του Θανάση Πέτρου στο νέο του βιβλίο. Ξέρω τον Θανάση Πέτρου κάτι περισσότερο από 30 χρόνια και έχω παρακολουθήσει την καλλιτεχνική του διαδρομή από κοντά, οπότε είναι δύσκολο να παραμείνω αντικειμενικός και αποστασιοποιημένος. Ο Θανάσης, με την ευρυμάθειά του, την πολυσχιδή παρουσία του στα κόμικς και την εικονογράφηση, με τη μουσική και τα ρεμπέτικά του, με την πολυετή θητεία του στον χώρο της εκπαίδευσης γύρω από τα κόμικς, αποτελεί μια σπάνια περίπτωση δημιουργού. Τα μοναδικά σχέδιά του στις προσαρμογές έργων της ελληνικής λογοτεχνίας (Βουτυράς, Καρκαβίτσας, Παπαδιαμάντης, Καραγάτσης, Καβάφης, Καρυωτάκης κ.ά.) αλλά και η εμπεριστατωμένη και άψογα τεκμηριωμένη βιογραφία του «Γιαννούλη Χαλεπά», σε σενάρια του Δημήτρη Βανέλη, το «Πτώμα» που φιλοτέχνησε σε σενάριο του Γιάννη Παλαβού και του Τάσου Ζαφειριάδη, το «Αμανίτα Μουσκάρια» του συγγραφέα Παύλου Μεθενίτη και τόσες ακόμα δουλειές του, μεταξύ άλλων και η μηνιαία παρουσία του στο «Λεξικό της Κρίσης» σε αυτές εδώ τις σελίδες, είναι αποδείξεις της σπάνιας καλλιτεχνικής του συνέπειας και ακρίβειας. Με το νέο του βιβλίο, που κυκλοφόρησε πριν από λίγες ημέρες από τις εκδόσεις Ίκαρος με τίτλο «Οι όμηροι του Γκαίρλιτς», ρίχνει φως σε μια από τις λιγότερο γνωστές πτυχές της ελληνικής ιστορίας. Οι «όμηροι», φαντάροι και αξιωματικοί του ελληνικού στρατού που, λόγω μιας σειράς δυσμενών συγκυριών, ανάμεσα σε Βούλγαρους και Αγγλογάλλους και λόγω των ελληνικών παλινωδιών, αφέθηκαν στη μοίρα τους το 1916 και κατέληξαν στο Γκαίρλιτς της Γερμανίας. Ο Θανάσης Πέτρου εξηγεί στο «Καρέ Καρέ» τις λεπτομέρειες αυτού του συγκλονιστικού και τραγικού οδοιπορικού των άτυχων φαντάρων. Μετά από περίπου 30 χρόνια παρουσίας στα ελληνικά κόμικς και πολλές συνεργασίες με σεναριογράφους και συγγραφείς, αποφάσισες πρώτη φορά να αναλάβεις ο ίδιος το σενάριο του έργου σου. Τι άλλαξε; Ακούγεται σαν να είμαι ο… Μαθουσάλας των κόμικς στην Ελλάδα. Όντως το πρώτο μου κόμικς το έκανα κάπου το 1991, αλλά η πρώτη μου δημοσίευση έγινε το 2002 στο «9» της Ελευθεροτυπίας, ενώ σε άλμπουμ οι δουλειές μου άρχισαν να εκδίδονται από το 2008. Η επιλογή του θέματος ήταν αρκετά ιδιαίτερη και, πολύ απλά, ήθελα να δοκιμάσω τις δυνάμεις μου και στο κομμάτι του σεναρίου. Έχεις ασχοληθεί με πολέμους στην αρχαιότητα στη σειρά σου από τις εκδόσεις Πατάκη, με τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο στο «Αμανίτα Μουσκάρια» και τη συμμετοχή σου στο «Ένα Γλυκό Ξημέρωμα» και τώρα έρχεται ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Πώς είναι να κάνεις κόμικς για πολέμους; Ο πόλεμος είναι μια σύγκρουση σε μαζική κλίμακα και είναι κυριολεκτικά συνυφασμένος με τη ζωή και την ύπαρξη του ανθρώπου στον πλανήτη. Επομένως, το να ασχολείσαι με ένα «πολεμικό» θέμα σημαίνει ουσιαστικά ότι ψάχνεις τις προεκτάσεις μιας ιστορίας σε πολλά επίπεδα: κοινωνικό, πολιτικό, πολιτιστικό, προσωπικό. Τι ήταν αυτό που σου κέντρισε τόσο το ενδιαφέρον στην ιστορία του Γκαίρλιτς; Μια ομολογουμένως γενικά άγνωστη ιστορία… Αφενός ότι πρόκειται για μια ελάχιστα γνωστή πτυχή της ελληνικής ιστορίας, στην οποία αντικατοπτρίζονται οι πολιτικές συνθήκες της εποχής, και αφετέρου το ότι τα ίδια τα γεγονότα είχαν συναρπαστικό ενδιαφέρον. Χαρακτηρίζεις την ιστορία ως μια περίπτωση «διχασμού και πολέμου». Είναι τελικά η ελληνική ιστορία γεμάτη διχασμούς; Φταίει η μαύρη μας η μοίρα, η βαλκανική μας παράδοση, η διαρκής εξάρτησή μας; Είτε αναφερθούμε σε αυτοκρατορίες και φεουδαρχικά καθεστώτα, είτε σε εθνικά κράτη, η παγκόσμια ιστορία είναι γεμάτη από διχασμούς, εμφύλιους σπαραγμούς, ανίερες συμμαχίες, προδοσίες, δολοπλοκίες και παρόμοια μπλεξίματα, οπότε δεν νομίζω πως είμαστε σε χειρότερη μοίρα από άλλες περιοχές όπου εμφανίστηκαν παρόμοιες καταστάσεις. Τελικά η Ιστορία γράφεται από τα μεγάλα γεγονότα, από τις μάζες και τους λαούς ή από μικρές ιστορίες που πρέπει να συναρμολογήσουμε για να την κατανοήσουμε; Δεν είμαι ειδικός για να απαντήσω για την ιστοριογραφία και τις ιστορικές σχολές, πάντως οι ιστορικοί που συνδέθηκαν ή επηρεάστηκαν από το περιοδικό Annales πρότειναν μια ιστορία η οποία προκύπτει από τη σύνθεση πολλών στοιχείων από ευρύτερους χώρους και δεν περιορίζεται στην καταγραφή μεγάλων γεγονότων. Φημίζεσαι για την τεκμηρίωση στα έργα σου, για την ακρίβεια και την επιμονή στην πιστότητα. Μετά τον Χαλεπά και την εξαντλητική έρευνα που κάνατε με τον σεναριογράφο Δημήτρη Βανέλη, πώς εργάστηκες στο Γκαίρλιτς; Η βιβλιογραφία για την ιστορία του Γκαίρλιτς είναι αρκετά μικρή σε αριθμό έργων, ωστόσο άντλησα πολύ βοηθητικό υλικό από τις δύο ελληνικές εφημερίδες που κυκλοφορούσαν στο Γκαίρλιτς και γενικά στη Γερμανία, τα «Νέα του Görlitz» και τα «Ελληνικά Φύλλα» (είναι διαθέσιμες από το αρχείο της Βουλής), όπως και από τον ελλαδικό ημερήσιο Τύπο. Όσον αφορά το φωτογραφικό υλικό, βρήκα πολλές πηγές σε γερμανικές και πολωνικές ιστοσελίδες. Οι στρατιώτες και οι αξιωματικοί της ιστορίας σου ήταν προδότες ή ήρωες; Όπως λέει και ένας από τους χαρακτήρες σου ήταν «τυχεροί ή άτυχοι»; Ή η Ιστορία δεν μπορεί να γράφεται με μανιχαϊστικά δίπολα; Για μένα προσωπικά δεν ήταν ούτε ήρωες ούτε προδότες. Βρέθηκαν σε πρωτόγνωρες συνθήκες και προσπάθησαν να προσαρμοστούν σ’ αυτές και να επιβιώσουν. Υπήρχαν ανθρώπινες απώλειες, ενώ αρκετοί μάλιστα ρίζωσαν στο Γκαίρλιτς και έζησαν την υπόλοιπη ζωή τους εκεί. Βεβαίως, οι περισσότεροι επέστρεψαν στην Ελλάδα και ξαναβρέθηκαν σε συνθήκες έντονης πολιτικής πόλωσης, οπότε θεωρήθηκαν συλλήβδην προδότες και ριψάσπιδες. Ο δημοσιογράφος Στέφανος Κρατερός κυκλοφόρησε το 1918 ένα μικρό βιβλίο με τίτλο «Γκαίρλιτς», όπου χαρακτηρίζει, με λάβρο ύφος, το Γκαίρλιτς ως «εφιάλτη» και «φυτώριο προδοτών» και λέει ότι η ιστορία του θα είναι «μια μουντζούρα άσβεστη στους χρόνους τους κατοπινούς». Ωστόσο, πιο νηφάλια, το 1931, ο Γεώργιος Βεντήρης στο βιβλίο του «Η Ελλάς του 1910-1920» έγραφε: «Η ατίμωσις και η συμφορά της Καβάλας δεν έχουν ούτε θα έχουν συγχώρησιν ή δικαιολογίαν. Έχουν εξήγηση. Την τύφλωσιν εκ του εμφυλίου πολέμου». Έχεις μια πλούσια καριέρα στα κόμικς. Ταυτόχρονα είσαι καθηγητής στον ΑΚΤΟ, ενώ έχεις σπουδές στη γλωσσολογία και έχεις ασχοληθεί με τη μουσουλμανική μειονότητα της Δυτικής Θράκης. Στο βιβλίο σου αυτό αισθάνθηκα ότι συνδυάζεις όλες αυτές τις ιδιότητες. Ισχύει κάτι τέτοιο; Εφόσον ήμουν και στη θέση του σεναριογράφου, άλλοτε συνειδητά και άλλοτε ασυνείδητα, τα στοιχεία που συνθέτουν τον χαρακτήρα μου και έχουν σχέση με τις καταβολές, τις εμπειρίες και τις προτιμήσεις μου πέρασαν στο αφηγηματικό κομμάτι του κόμικς πολύ περισσότερο σε σχέση με άλλες δουλειές που είχαν γίνει συνεργατικά. Τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότεροι Έλληνες δημιουργοί στρέφονται στην ελληνική ιστορία, σύγχρονη ή παλαιότερη, για να φιλοτεχνήσουν τα έργα τους. Πού το αποδίδεις αυτό; Και πώς βλέπεις να εξελίσσεται η προσπάθεια για τον εορτασμό των 200 ετών από το 1821, σε καλλιτεχνικό επίπεδο εννοώ. Σκέφτεσαι να δημιουργήσεις κάτι για την επέτειο αυτή; Δεν μπορώ να απαντήσω με βεβαιότητα. Υποθετικά μιλώντας, ενδεχομένως να αλλάζουν τα γούστα και οι προτιμήσεις τους και αντίστοιχα τα θέματα που τους ενδιαφέρουν. Ίσως να υπάρχουν τέτοιες προτάσεις από εκδότες προς δημιουργούς. Όσο για τον εορτασμό των 200 ετών, ελπίζω να μην εξελιχθεί σε μια πατριωτική θριαμβολογία που ακολουθεί τα στεγανά των σχολικών εθνικών αφηγήσεων. Θα έχω μια μικρή συμμετοχή σε μια συλλογική έκδοση που ετοιμάζεται και νομίζω πως θα είναι λίγο πιο νηφάλια. Στον επίλογο του βιβλίου σου αναφέρεσαι στη Μικρασιατική Καταστροφή. Ήταν, μεταφορικά μιλώντας, η τραγική κατάληξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου; Πράγματι, όπως αναφέρεις, σκέφτεσαι σε μια μελλοντική σου δουλειά να ασχοληθείς με αυτή την περίοδο της Ιστορίας; Η Μικρασιατική Καταστροφή ήταν μια τραγική κατάληξη γενικά για τον ελληνισμό, αλλά ταυτόχρονα, για τον ελλαδικό χώρο σήμανε την αρχή μιας νέας εποχής. Αυτό που αναφέρω ως μελλοντική δουλειά έχει πάρει πλέον μια σαφή μορφή και είναι στο στάδιο της δημιουργίας - ελπίζω να την έχω ολοκληρώσει στον επόμενο χρόνο. Ποια είναι τα επόμενα σχέδια; Συνεργασία με κάποιον σεναριογράφο; Μια νέα προσωπική σου δουλειά; Δουλεύεις ήδη πάνω σε κάτι καινούργιο; Όπως προανέφερα ήδη δουλεύω τη «συνέχεια» του βιβλίου που μόλις κυκλοφόρησε, προσπαθώντας να παρουσιάσω τα ιστορικά γεγονότα μέχρι το 1922. Παράλληλα συζητάμε για μια μελλοντική συνεργασία με τον Τάσο Ζαφειριάδη, αλλά γι' αυτήν είναι πολύ νωρίς για να αναφέρω λεπτομέρειες. Και το σχετικό link...
  4. Ενα ρεμπέτικο τραγούδι, μία από τις πρώτες ηχογραφήσεις μπουζουκιού στην ελληνική μουσική Ιστορία, έδωσε την ώθηση για αυτό το βιβλίο. Το τραγούδι λέγεται «Χήρα ν’ αλλάξεις το όνομα», μπουζούκι παίζει ο Κώστας Καλαμάρας από τη Σύρο, και τραγουδά ο Απόστολος Παπαδιαμάντης από στη Σκιάθο. Η ηχογράφηση έγινε στην πόλη Γκαίρλιτς της Σιλεσίας, στη Γερμανία, τον Ιούλιο του 1917 από τη Βασιλική Πρωσική Φωνογραφική Επιτροπή. To πολυσέλιδο graphic novel «Οι όμηροι του Γκαίρλιτς. Μια απίστευτη, αληθινή ιστορία διχασμού και πολέμου» σε σενάριο και σχέδιο του Θανάση Πέτρου που μόλις κυκλοφόρησε, αποδεικνύει ότι τόσο ο εκδοτικός οίκος «Ικαρος» όσο και ο συγγραφέας έχουν τόλμη αλλά και άποψη στις επιλογές τους. ΄Η όπως μας λέει ο δημιουργός του κόμικ –από τους γνωστότερους Ελληνες σχεδιαστές– όταν τον ρωτάμε πώς αποφάσισε να ασχοληθεί με αυτό το θέμα: «Ευτυχώς η δική μου τρέλα βρήκε ανταπόκριση στον “Ικαρο”». Χάρη στη συνεργασία τους λοιπόν, φωτίζεται ένα πολύ ιδιαίτερο και άγνωστο κομμάτι της πρόσφατης ελληνικής Ιστορίας. Το 1916, στη διάρκεια του τρίτου χρόνου του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η Ελλάδα προσπαθούσε να διατηρήσει στάση ουδετερότητας. Οταν ο βουλγαρικός στρατός με συμμάχους τους Γερμανούς εισέβαλε στην Ανατολική Μακεδονία στις 18 Αυγούστου του 1916, το Δ΄ Σώμα Στρατού, που είχε εκεί την έδρα του, βρέθηκε μεταξύ σφύρας και άκμονος. Οι Ελληνες στρατιώτες ήταν αποκλεισμένοι, αλλά δεν είχαν δικαίωμα να αντισταθούν στους Βουλγάρους, καθώς οι Γερμανοί έδωσαν εγγυήσεις στον βασιλιά Κωνσταντίνο ότι δεν κινδύνευε από αυτούς η ακεραιότητα της χώρας. Στο μεταξύ, η διαμάχη του βασιλιά Κωνσταντίνου με τον πρωθυπουργό Βενιζέλο για τη στάση που θα κρατούσε η Ελλάδα απέναντι στα στρατόπεδα των αντιμαχόμενων δυνάμεων του Μεγάλου Πολέμου είχε κορυφωθεί, και η χώρα ζούσε χωρισμένη στα δύο, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Μία από τις πιο τραγικές συνέπειες του Εθνικού Διχασμού ήταν η παράδοση αμαχητί και με πλήρη οπλισμό του Δ΄ Σώματος στρατού στους Γερμανούς. Συνέβη στις 22 Σεπτεμβρίου 1916, όταν περίπου 6.000 στρατιώτες, περίπου 400 αξιωματικοί, δυνάμεις της ελληνικής χωροφυλακής, στρατιωτικοί υπάλληλοι και αρκετές γυναίκες και παιδιά αξιωματικών εγκατέλειψαν με τρένο τη Δράμα με κατεύθυνση το Γκαίρλιτς, όπου έζησαν για τα επόμενα δυο χρόνια σε ένα ιδιότυπο καθεστώς αιχμαλωσίας. Μπορεί ένα κόμικ να αφηγηθεί μια τέτοια σύνθετη πολιτική και στρατιωτική ιστορία; Προφανώς, αφού πλέον το είδος έχει εξελιχθεί και δεν απευθύνεται μόνον σε παιδιά, αλλά και σε απαιτητικούς ενήλικες. Ο Θανάσης Πέτρου, που με τους «Ομήρους του Γκαίρλιτς» δημιουργεί για πρώτη φορά σενάριο και σχέδια, εργάστηκε ως ερευνητής, συγκέντρωσε υλικό και πληροφορίες από αρχεία και παραθέτει στο τέλος του βιβλίου πλήρη βιβλιογραφία και έναν επίλογο για τις ιστορικές εξελίξεις μετά το τέλος της αιχμαλωσίας. «Ομως δεν υπογράφω ένα ντοκιμαντέρ», διευκρινίζει. Μολονότι μένει πιστός στα ιστορικά γεγονότα, η αφήγηση είναι δραματοποιημένη και μυθοπλαστική. «Το ζήτημα ήταν να βρω ένα αφηγηματικό όχημα για να πω την ιστορία μου. Εφτιαξα λοιπόν τρεις ήρωες που πρωταγωνιστούν –τρεις φαντάρους–, και ένας από αυτούς γίνεται αφηγητής. Ο πρώτος είναι σαν και μένα Θεσσαλονικιός. Ο δεύτερος είναι Σμυρνιός και ο τρίτος Μανιάτης. Ο Θεσσαλονικιός και ο Σμυρνιός είναι βενιζελικοί, ο Μανιάτης φανατικά βασιλικός. Ετσι συμπληρώνεται το μωσαϊκό που αντικατοπτρίζει το πολιτικό κλίμα της εποχής, ενώ μέσα από τα μάτια τους παρακολουθούμε την Ιστορία». Πηγή
  5. Ο Γιαννούλης Χαλεπάς, ο σημαντικότερος νεοέλληνας γλύπτης, ο πιο εμβληματικός νεοέλληνας εικαστικός καλλιτέχνης - Φειδίας και Θεόφιλος μαζί. «Είναι ανόητοι», έλεγε για τους αρχαίους αλλά και τους σύγχρονους Έλληνες «που παριστάνουν την Αθηνά με περικεφαλαία. Εγώ τη φαντάζομαι, θεά της σοφίας και βοσκοπούλα, με ένα αρνάκι στον ώμο της». Ο Γιαννούλης Χαλεπάς, που γεννήθηκε στα μισά του 19ου αιώνα στην Τήνο, αυτό το νησάκι-μήτρα των θεμελιωτών της νεοελληνικής ζωγραφικής και γλυπτικής. Ποιος άλλος τόπος μπορεί να καμαρώσει για έναν Λύτρα, έναν Γύζη, τον Φιλιππότη, τους Σώχους; Το γονίδιο αυτών των νησιωτών πρέπει να περιέχει δροσοσταλίδες από χρώμα και ψήγματα από μάρμαρο. Ο νεαρός Γιαννούλης, με τα σπινθηροβόλα δάχτυλα, που εκκινώντας από την Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου και το αθηναϊκό εργαστήρι του, όρμηξε να φουντάρει στο κενό από ένα παράθυρο δευτέρου ορόφου στη Σμύρνη, που έζησε δεκατέσσερα χρόνια τρόφιμος στο Φρενοκομείο Κερκύρας. Η δύσκολη ζωή πολλών ‘καταραμένων ποιητών’ αυτού του κόσμου, ωχριά μπροστά στη σιγανή του, κρυμμένη περιπέτεια. Ο μπαρμπά-Γιαννούλης Χαλεπάς, που σώρευε πηλό απ’ τα βουνά και τον εσμίλευε με τη γωνιώδη του ψυχή. Και έβοσκε τα πρόβατά του και (ίσως) ρωτούσε τους σπάνιους διαβάτες των ραχών, όταν θα έχανε κανένα κατσικάκι απ’ το πεδίο της όρασής του, «ε, εσύ, αιώρακα τας αίγας μου;». Για σαράντα χρόνια οι καλλιτέχνες ή φιλότεχνοι, μποέμ νεοέλληνες της εποχής τον είχαν χαμένο, οι περισσότεροι τον νόμιζαν νεκρό. Και όταν τον ανακάλυψαν εκ νέου, στα γεροντάματά του πια, πάμπτωχο να κάνει θελήματα στο χωριό του και να ζωγραφίζει τους τοίχους του πατρικού του σπιτιού, γιατί που να βρει ένα λευκό χαρτί... Ο μπαρμπά-Γιαννούλης δεν κράτησε κακία σε κανέναν. «Ελάτε στη Θεσσαλονίκη», τον προσκάλεσε κάποτε ο μουσικοσυνθέτης Αιμίλιος Ριάδης. «Ελάτε, να δείτε και τον Όλυμπο». «Έχω δει στη ζωή μου ψηλότερα βουνά», απάντησε ο πρωτομάστορας, «τον Γολγοθά». Πριν από λίγους μήνες η ζωή του έγινε κόμιξ-βιβλίο: «Γιαν. Χαλεπάς: Ο μύθος της νεοελληνικής γλυπτικής» τιτλοφορείται και ήδη κυκλοφορεί η δεύτερη έκδοσή του. Με σεβασμό και αγάπη στον μπaρμπά-Γιαννούλη, στο έργο και τη μνήμη του, με εμμονή στην ιστορική ακρίβεια των καρέ της ζωής του, ο Θανάσης Πέτρου σχεδίασε και ο Δημήτρης Βανέλλης έγραψε το σενάριο. Και έφτιαξαν μαζί μια ασπρόμαυρη κινηματογραφική ταινία στο χαρτί. Νομίζω πως πολύ θα το χαιρόταν αυτό το βιβλίο ο Γιαννούλης Χαλεπάς, γιατί μας μεταφέρει τον βίο του ολιγόλογα, όπως κι αυτός συνήθιζε να εκφράζεται, με σχέδια και ζωγραφιές από καρδιάς. Όμως, ακόμα και ο Θανάσης Πέτρου, που εντρύφησε στον βίο του Χαλεπά, παραδέχτηκε το προφανές για τέτοιες σκοτεινές ιδιοφυίες: «Πως να μπει κανείς στην ψυχοσύνθεση του Χαλεπά, πως να καταλάβεις τι έχει αλήθεια βιώσει; Μόνο η καρδούλα του το ήξερε». - Πριν ξεκινήσουμε να μιλάμε για τον ίδιο τον Χαλεπά, να πούμε δυο λόγια για το πως εσείς ξετυλίγετε σε αυτό το κόμιξ την ιστορία του; Ο Βανέλλης, ως συγγραφέας, έκανε ένα τέχνασμα: εφηύρε έναν αφηγητή, που είναι επισκεπτης στον Πύργο της Τήνου το 1915. Αυτός βρίσκει τον Χαλεπά, γέροντα πλέον, να κάνει θελήματα στο χωριό και να ζωγραφίζει σε ένα μαρμάρινο τραπέζι, χαράζοντάς το. Ρωτάει ποιος είναι - τον είχε ακουστά ως γλύπτη - και αναρωτιέται: «Είναι ζωντανός ο Χαλεπάς; Δεν έχει πεθάνει;». Ο αφηγητής ξεκινά να ψάχνει τη ζωή του Χαλεπά, αναζητά αρχεία, μιλάει με ανθρώπους και έτσι, σιγά σιγά, κτίζουμε μια εγκιβωτισμένη αφήγηση, όπου μέσα από τη δράση του αφηγητή, ανακαλύπτουμε γραμμικά την ιστορία του Χαλεπά. - Πάμε στην ίδια την ιστορία του μπαρμπά- Γιαννούλη; Μεταξύ των μεγάλων μαστόρων της τέχνης στη χώρα μας, αυτός περπάτησε μια από τις πιο σκοτεινές διαδρομές. Ο Χαλεπάς γεννήθηκε το 1851 στον Πύργο της Τήνου και από μικρός έδειξε ενδιαφέρον για την τέχνη. Ο πατέρας του ήθελε να τον σπουδάσει έμπορο - έφηβο ακόμα, τον έστειλε σε Εμπορική Σχολή στην Ερμούπολη της Σύρου, αλλά ο Χαλεπάς δεν ήθελε να ακολουθήσει τέτοιο μέλλον και έπεισε την οικογένειά του να σπουδάσει Καλές Τέχνες. - Η οικογένειά του είχε καλλιτεχνική φλέβα πάντως... Ναι, βέβαια. Ο πατέρας του ήταν σπουδαίος μαρμαροτεχνίτης. - Και το χωριό τους ολόκληρο είχε μεγάλη παράδοση σε αυτή την τέχνη. Όλα τα λατομεία μαρμάρου της Τήνου, γύρω από τον Πύργο βρίσκονται. Ο πατέρας του Χαλεπά μάλιστα έφτασε να έχει τρία υποκαταστήματα: στην Αθήνα, στο Βουκουρέστι και στα Αλάτσαρνα της Σμύρνης. Στο Μουσείο Μαρμαροτεχνίας (που δημιούργησε το Πολιτιστικό Ίδρυμα της Τράπεζας Πειραιώς) στον Πύργο της Τήνου εκτίθεται ένα καταπληκτικό σχέδιο με μολύβι, ενός τέμπλου που είχε φτιάξει ο πατέρας του Χαλεπά. «Το 1870 σύσσωμη η οικογένεια Χαλεπά μετακομίζει στην Αθήνα- και εγκαθίστανται στην περιοχή γύρω από τις οδούς Μαυρομιχάλη και Ασκληπιού. Δούλευαν οι Τηνιακοί μαρμαρογλύπτες στην Ακαδημία που χτιζόταν τότε και έμεναν όλοι τους εκεί κοντά. Ο Γιαννούλης Χαλεπάς εγγράφεται στο Σχολείο των Τεχνών, όπως λεγόταν τότε η ΑΣΚΤ. Τελειώνει τις σπουδές του γρηγορότερα από το κανονικό και φεύγει στο Μοναχο με υποτροφία από το Ίδρυμα Ευαγγελιστρίας της Τήνου. Η Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου ήταν τότε το πανευρωπαϊκό κέντρο των σπουδών ζωγραφικής και γλυπτικής. Ο Χαλεπάς διαπρέπει και στο Μόναχο - όντας πρωτοετής σπουδαστής - το γλυπτό του ‘Φιλοστοργία’ κερδίζει το πρώτο Βραβείο σε διαγωνισμό. Φτιάχνει τον ‘Σάτυρο’ και κερδίζει ξανά. Στην Ελλάδα, όμως, τα έργα του απορρίπτονται - δεν τα δέχονται σε εκθέσεις. Ο ίδιος απογοητεύεται και, περίπου ταυτόχρονα, για άγνωστους λόγους (ή μάλλον λόγω έλλειψης βύσματος) η υποτροφία του διακόπτεται. Όπως είπε πολλά χρόνια αργότερα ένας συμφοιτητής του στο Μόναχο, η ίδια υποτροφία δόθηκε αντί του Χαλεπά σε έναν άλλο Τήνιο φοιτητή Μηχανικής ή Θεολογίας που άφησε πρόωρα την τελευταία του πνοή, ψάχνοντας να βρει τον πάτο στο βαρέλι της μπύρας». «Χάνοντας την υποτροφία, ο Χαλεπάς δεν μπορεί πλέον να τα βγάλει πέρα στο Μόναχο, οπότε εγκαταλείπει τις σπουδές του, πηγαίνει στο Βουκουρέστι, όπου εργάζεται για λίγο στο εργαστήρι του πατέρα του, και επιστρέφοντας στην Αθήνα ανοίγει το πρώτο δικό του εργαστήρι γλυπτικής στην οδό Μητροπόλεως, πολύ κοντά στην πλατεία Συντάγματος. (Αν κατάφερα να υπολογίσω σωστά, ακριβώς δίπλα από το κτίριο που τώρα βρίσκονται τα KFC). Και όταν οι δικοί του φτιάχνουν καινούργιο σπίτι στη Μαυρομιχάλη, τους ακολουθεί και ξεκινάει νέο εργαστήριο εκεί. Στη Μαυρομιχάλη τον επισκέπτεται η μητέρα της (αποθανούσας) Σοφίας Αφεντάκη και του δίνει παραγγελία να φτιάξει την ‘Κοιμωμένη’. Εκεί συνέβη ένα περιστατικό (δεν είναι εντελώς επιβεβαιωμένο αλλά έτσι μαρτυρείται), ότι όταν ο Χαλεπάς ολοκλήρωσε το πήλινο πρόπλασμα σε φυσικό μέγεθος, η μητέρα της Αφεντάκη του έκανε κάποιες παρατηρήσεις. Αυτός τσαντίστηκε και το έσπασε. Μετά το κόλλησε ξανά, αλλά, πλέον, είχε πάρει την κατιούσα συναισθηματικά και ψυχολογικά - άρχισε να έχει κρίσεις. Νεαρός ήταν τότε, 27 χρονών, ερωτεύτηκε και μια συγχωριανή του, ανιψιά ενός βουλευτή από την Τήνο, αλλά δεν του τη δίνανε, γιατί ως καλλιτέχνη, τον θεωρούσαν παρακατιανό. Αυτή ήταν μια μεγάλη ερωτική απογοήτευση για τον Γιαννούλη - δούλευε την ίδια περίοδο ατελείωτες ώρες, 20ωρα κάθε μέρα». - Έπαθε burn out; Ναι, ήταν τελειομανής και «κάηκε». Έπαθε υπερκόπωση, άρχισαν οι κρίσεις μανιοκατάθλιψης. - Θυμάμαι κάτι που έχει γράψει ο Γ. Σκαμπαρδώνης, ότι πολλούς ανθρώπους τους τσακίζει το βάρος μιας μεγάλης ιδέας... Τέτοια περίπτωση ήταν και ο Χαλεπάς: εργασιομανής, τελειομανής, μοναχικός χαρακτήρας. Τελικά, καταλήγει από το 1880 να ζει ξανά στην Τήνο, όπου δεν κάνει απολύτως τίποτα. Υπάρχουν κάποιες μαρτυρίες του μεγαλύτερου αδερφού του, του Νικόλα που μας αναφέρει ο συγγραφέας (και βιογράφος του Χαλεπά) Στρατής Δούκας - είχε κρίσεις, μονολογούσε ή τσίριζε, φώναζε, ήταν κυκλοθυμικός έως επιθετικός καμιά φορά. «Ο Χαλεπάς ζούσε τότε στο πατρικό τους σπίτι, με τη μάνα του και τις δυο αδελφές του - και η μάνα του είχε ανέκαθεν αντιρρήσεις στην ενασχόληση του Γιαννούλη με την γλυπτική, θεωρούσε πως του έκανε κακό. Ούτε υπήρχαν τότε ψυχίατροι ή κάτι σχετικό - για τους ψυχικά ασθενείς η πιο διαδεδομένη ‘θεραπεία’ ήταν να τους πηγαίνουν σε μοναστήρια και να τους ‘διαβάζουν’ οι καλόγεροι... Τελικά του πρότειναν ψυχρολουσίες και θερμά λουτρά. Και πηγαίνει ο Χαλεπάς στα Αλάτσαρνα της Σμύρνης, όπου εκείνη την εποχή εργαζόταν ο αδελφός του, ‘κράταγε’ το εργαστήρι του πατέρα τους. Και κάνει την πρώτη απόπειρα αυτοκτονίας εκεί». - Ξέρουμε πώς; Προσπάθησε να πηδήξει από ένα παράθυρο, από τον δεύτερο όροφο - τον έπιασε και τον έσωσε ο αδερφός του. Τραυματίστηκε μόνο από τα σπασμένα γυαλιά. «Και μετά οι γιατροί του συνιστούν να ταξιδέψει. Επί ένα μήνα περιδιαβαίνει την Ιταλία: Ρώμη, Φλωρεντία, Πομπηία. Και εκεί, όπως λέει ο αδελφός του, βλέποντας τα έργα τέχνης, είχε αναλαμπές, έκανε σχόλια για τα αρχαία αγάλματα με καθαρό μυαλό. Το 1888, στα 37 του πλέον, είναι σε τραγική κατάσταση. Οι δικοί του δεν ξέρανε πως να τον βοηθήσουν - είχε δοκιμάσει όλες τις ιατρικές ‘θεραπείες’ της εποχής χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Τελικά, με βαριά καρδιά αποφάσισαν να τον στείλουνε στο Φρενοκομείο της Κέρκυρας, συνοδεία ενός ξαδέρφου του. Εδώ υπάρχει ένα ενδιαφέρον εύρημα της έρευνάς μας: η αυθεντική, μη λογοκριμένη διάγνωση με την οποία ο Χαλεπάς εισήχθη στο Φρενοκομείο. Η διάγνωση έχει γίνει από έναν γιατρό της Τήνου, είναι υπογεγραμμένη από την αστυνομία και αναφέρει ότι ο Χαλεπάς έπασχε από άνοια, νυχτερινούς αυνανισμούς και ονειρώξεις». «Μετά βρήκαμε μια στατιστική του 1877 από τον διευθυντή του Φρενοκομείου - Χριστόφορος Τσιριγώτης λεγόταν και θεωρείται ο πρώτος Έλληνας ψυχίατρος του 19ου αι. Σπουδαγμένος στην Ιταλία, αυτός έφερε στην Ελλάδα τις πιο καινοτόμες και επιστημονικές, με τα τότε δεδομένα, ιδέες και θεραπείες για τις ψυχικές νόσους. Γράφει λοιπόν ο Τσιριγώτης, διαφωνώντας προφανώς, ότι το ”Φρενοκομείο Κερκύρας” λειτουργούσε για πολλά χρόνια ως ψυχιατρείο και φυλακή μαζί. Οι ψυχικά ασθενείς συμβίωναν με βαρυποινίτες και εγκληματίες. Ανακαλύψαμε επίσης τα ΦΕΚ εκείνων των εποχών, τα οποία και όριζαν τον κανονισμό λειτουργίας του Φρενοκομείου: ποιοι γίνονταν δεκτοί, υπό ποιες προϋποθέσεις, πως διαβιούσαν εκεί. Και διαπιστώσαμε ότι το Φρενοκομείο λειτουργούσε ταξικά - όσοι τρόφιμοι συνεισέφεραν οικονομικά ανήκαν στην ”Α΄τάξη”, μπορούσαν να έχουν κάποια αντικείμενα ως προσωπικά είδη και καλύτερο σιτηρέσιο. Αυτοί που δεν μπορούσαν να πληρώσουν, ζούσαν διαφορετικά: δούλευαν περισσότερο και ξυπνούσαν νωρίτερα. Τι σημασία είχε αυτό στη δική μας αφήγηση; Ο Χαλεπάς αρχικά βρισκόταν στην ‘Α΄ τάξη’, όμως κάποια στιγμή ο πατέρας του πτώχευσε... Τότε υποβιβάστηκε, με τις ανάλογες συνέπειες στην καθημερινότητά του στο Φρενοκομείο». - Πιστεύεις ότι το εννοεί πρακτικά και όχι ψυχολογικά; Μάλλον ναι. Δεν ξέρανε τι να τους κάνουνε τους ψυχικά ασθενείς τότε. Σύμφωνα με τον Κανονισμό του Φρενοκομείου έπρεπε να εργάζονται «κατά την ειδικότητα και την ικανότητά τους». Τρέχα γύρευε... Στην πραγματικότητα τους ανέθεταν (υποτίθεται) αγροτικές εργασίες και τους έβαζαν να κουβαλάνε νερό με κόσκινα. Άντε να ποτίσεις τους μπαχτσέδες με κόσκινο... - Το γόπινγκ μου θυμίζει... Ναι, αγγαρείες για να περνάνε την ώρα τους. Ο Χαλεπάς πρέπει όμως να έφτιαχνε κάποια πράγματα ακόμα και εκείνη την περίοδο. Αυτό είναι επιβεβαιωμένο από ένα αγαλματίδιο εννιά εκατοστών που βρέθηκε πολύ αργότερα, τη δεκαετία του ’40 - το είχε κρατήσει ένας φύλακας. Ίσως του τα χαλούσαν, πιθανότατα δεν του επέτρεπαν να ασχολείται με την τέχνη του, αλλά με λάσπη, με πηλό, με ότι έβρισκε, αυτός έφτιαχνε πράγματα. Πάντως ελάχιστα στοιχεία έχουμε για εκείνα τα χρόνια. Αναφέρει ο ίδιος ο Χαλεπάς σε κατοπινή συνέντευξή του ότι η ζωή του στο Φρενοκομείο ήταν ‘έξι μέρες Μεγάλη Βδομάδα και μια μέρα Πάσχα’, ίσως εννοώντας ότι έξι μέρες μένανε σχεδόν νηστικοί και μια μόνο μέρα τρώγανε κανονικά». «Το 1902 ο Χαλεπάς βρίσκεται στο Φρενοκομείο δώδεκα χρόνια. Εκείνη τη χρονιά πεθαίνει ο πατέρας του. Περνάνε άλλα δύο χρόνια και απο-ασυλοποιείται, τον παραλαμβάνει η μητέρα του. Η γνωμάτευση από τον τότε διευθυντή του Φρενοκομείου σημειώνει ότι δεν είναι ανήσυχος πλέον, ότι εξακολουθεί να πάσχει από άνοια αλλά είναι ήρεμος πια. Ο Γιαννούλης Χαλεπάς, ο σημαντικότερος Έλληνας γλύπτης έμεινε στο ‘Φρενοκομείο Κερκύρας’ 13 χρόνια, 10 μήνες και κάποιες μέρες. Και όλα αυτά τα χρόνια δεν τον επισκέφθηκε κανείς - απαγορευόντουσαν οι επισκέψεις γιατί θεωρούνταν επιζήμιες για τους τρόφιμους, ότι τους αναστάτωναν και δεν τους έκανε καλό να βλέπουν οικεία πρόσωπα». «Ο Χαλεπάς έμεινε για λίγες μέρες στην Αθήνα, πάντα μαζί με τη μάνα του. Και γρήγορα έφυγαν για να εγκατασταθούν εκ νέου μόνιμα στην Τήνο, στο χωριό τους. Αργότερα είπε ο Χαλεπάς ότι την τελευταία νύχτα του στο Φρενοκομείο είδε ένα περίεργο όνειρο - ότι τον μετέφερε στην ράχη του ένα θαλάσσιο κήτος και τον απόθεσε στην Παναγία της Τήνου. Στην Τήνο ξεκίνησε καινούργιος Γολγοθάς για τον Χαλεπά - από το 1904 έως το 1916, οπότε πεθαίνει η μάνα του, βόσκει πρόβατα και ότι έργο τέχνης φτιάχνει, το καταστρέφει η μάνα του γιατί θεωρεί ότι η τέχνη του τον τρέλανε. Αυτός σχεδιάζει και αυτή του τα σκίζει, αυτός μαζεύει πηλό από τα βουνά, φτιάχνει προπλάσματα και αυτή τα σπάει. Ζει ο Χαλεπάς μέσα σε μια καθημερινή, συνεχή καταπίεση». - Η σχέση του Χαλεπά με τη μάνα του χρήζει ιδιαίτερης μνείας. Ήταν ένα οιδιπόδειο, καταπιεστικό σύμπλεγμα. Μια αμόρφωτη γυναίκα βλέπει το παιδί της να τρελαίνεται και επειδή αυτός ασχολείται με πάθος με την τέχνη, αυτή, απλοϊκά θεωρεί πως η τέχνη ευθύνεται για το κακό που τον βρήκε. Δεν έχει άλλο τρόπο να ερμηνεύεσει την αποκλίνουσα συμπεριφορά του και προσπαθεί να τον αποτρέπει όπως μπορεί. «Είναι πάμφτωχοι πλέον - και η μια αδερφή του, η Κατερίνα, αυτοκτονεί. Και ένας αδελφός του, ταλαντούχος κιθαρίστας, πέφτει από τη γέφυρα της Χαλκίδας, αυτόχειρας κι αυτός. Η οικογένεια είχε, μάλλον, ένα περίεργο γονίδιο, σκοτεινό. Μέχρι όμως να πεθάνει η μάνα του, κάποιοι ομότεχνοί του στην Αθήνα τον ανακαλύπτουνε - ο γλύπτης Σώχος τον επισκέπτεται. Στις αθηναϊκές εφημερίδες γράφονται άρθρα για αυτόν και γίνεται ευρέως γνωστό ότι ο Γιαννούλης Χαλεπάς είναι ζωντανός». - Η «Κοιμωμένη» του ήταν ήδη αναγνωρισμένο έργο τέχνης. Ναι, η «Κοιμωμένη» ήταν ήδη περίφημη, ο Χαλεπάς ακόμα και εν τη απουσία του ήταν ‘όνομα’ στους καλλιτεχνικούς κύκλους. Αλλά ο ίδιος είχε χαθεί, οι περισσότεροι τον θεωρούσαν απλώς νεκρό. Σήμερα γνωρίζουμε την πραγματική ιστορία, αλλά όταν οι άνθρωποι αυτοί τότε ανακάλυπταν εκ νέου τον Χαλεπά, έμοιαζε με αστυνομικό ρεπορτάζ. Σαν να έλεγαν «Ποιος στο διάολο είναι λοιπόν αυτός ο Χαλεπάς; Ναι, τον ξέραμε το 1876, αλλά τι απέγινε μετά; Σαράντα χρόνια τι έκανε, που βρισκόταν;. Όταν αντιλήφθηκαν ότι είναι ζωντανός, άρχισαν να τον επισκέπτονται στην Τήνο - ο Αλαβάνος, που ήταν Τηνιακός και αντιπρόεδρος της Βουλής, ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου, δημοσιογράφοι και φιλότεχνοι, μποέμ τύποι της εποχής, όπως ο Νίκος Βέλμος, που ανέπτυξε μια πραγματικά φιλική σχέση μαζί του. Κάποιοι του στέλνουν χρήματα, ή προσπαθούν να λάβει επιχορηγήσεις». «Και με τον θάνατο της μητέρας του, ο ίδιος ο Χαλεπάς ξεκίνησε πάλι να δουλεύει. Ζει στο πατρικό του σπίτι, μόνος πλέον, βόσκει τα πρόβατά του και μετά ζωγραφίζει - ακόμα και δίχως τα απαιτούμενα υλικά, γιατί ούτε χαρτιά δεν έχει. Και επειδή δεν έχει υλικά, όλο το σπίτι είναι ζωγραφισμένο, οι τοίχοι, τα πάντα. (Το σπίτι του ανακαινίστηκε τη δεκαετία του ’70 και καλύφθηκαν όλα αυτά τα σχέδια. Φέτος ξεκίνησε μια προσπάθεια να βγει το χρώμα και να αποκαλυφθούν τα σχέδιά του, που είναι όλα καμωμένα με κάρβουνο). Κάποια στιγμή δεν έχει άλλο χώρο να ζωγραφίσει και βρίσκει τα κιτάπια του πατέρα του, τα βιβλία της επιχείρησής του. Και αρχίζει να σχεδιάζει σ’ αυτά. Έχουν βρεθεί περισσότερα από είκοσι τέτοια εμπορικά κατάστιχα, όλα τους σχεδιασμένα από τον Γιαννούλη». - Τι σχεδιάζει εκείνη την περίοδο; Μη έχοντας καμία επαφή με τα τεκταινόμενα στον χώρο της Τέχνης για σαράντα χρόνια, σχεδιάζει με έναν απροσδόκητο, πολύ εξπρεσιονιστικό τρόπο, σα να ανακάλυψε μόνος του τη μοντέρνα τέχνη. Συνδυάζει ο Χαλεπάς τότε στοιχεία κλασικά, που τα έχει σπουδάσει, με έναν έντονα ιδιοσυγκρασιακό, σύγχρονο τρόπο. Φτιάχνει διπρόσωπα αγάλματα - στη μια τους όψη απεικονίζει τον Δία και στην άλλη τον Άγιο Γεώργιο. Αποπειράται τέτοιες, παράξενες εκ πρώτης μίξεις, μάλλον θεωρώντας την τέχνη ενιαία, από την αρχαία Ελλάδα μέχρι σήμερα. Και θέλει με το έργο του να δείξει αυτή τη συνέχεια. Στο έργο του έχει φοβερές εμμονές: φτιάχνει εννέα διαφορετικές εκδοχές του Σάτυρου, δεκατρείς εκδοχές της Μήδειας, όπου προφανώς εξωτερικεύει το ακανθώδες ζήτημα της σχέσης με τη μητέρα του. «Το 1930 τον επισκέπτεται στον Πύργο η γυναίκα του αδερφού του και τον βρίσκει σε τρισάθλια κατάσταση. Δεν έχει εισοδήματα, το σπίτι του είναι υποθηκευμένο, τη νύχτα σκεπάζεται με μια παμπάλαια χλαίνη και φοράει κουρέλια. Αποφασίζουν να τον φέρουνε στο σπίτι τους στην Αθήνα. Και τον Αύγουστο του 1930 ο Χαλεπάς έρχεται στην Αθήνα για να ζήσει μέχρι και τον θάνατό του σε ένα σπίτι που ακόμη υπάρχει, στην οδό Δαφνομήλη, στα ριζά του Λυκαβηττού. Βρίσκει εκεί ένα οικογενειακό περιβάλλον - τον αγαπάνε, τον φροντίζουν και ο ίδιος εργάζεται ακατάπαυστα στο υπόγειο του σπιτιού, σε κακές όμως συνθήκες. Το καλοκαίρι με πολλή ζέστη, αλλά και τον χειμώνα με το κρύο, τα προπλάσματά του σπάνε, καταστρέφονται. Αυτό συνέβαινε γιατί ο Χαλεπάς είχε έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο να δουλεύει - δεν έβαζε ‘αρματούρα’, δηλαδή σιδερένιο σκελετό για να σταθεροποιεί το άγαλμα. Δούλευε κατευθείαν με πηλό, γιατί είχε τόση μανία να παράγει έργο που ήθελε τον πιο γρήγορο τρόπο δουλειάς». - Και γιατί ήταν ένας εντελώς γήινος δημιουργός. Όντως. Ο Χαλεπάς δεν χρησιμοποιούσε καν εργαλεία - μόνο τα χέρια του. Όλα τα έκανε με τα δάχτυλά του, άντε και καμιά σπάτουλα. «Το 1934, στα 83α γενέθλιά του, βραβεύεται από την Ακαδημία Αθηνών. Έστω και στα γεροντάματά του, έζησε την αναγνώριση του έργου του. Διανοούμενοι της εποχής και δημοσιογράφοι τον επισκέπτονταν, ήθελαν να τον γνωρίσουν, να μιλήσουν μαζί του. Ενας από αυτούς, ο Θωμόπουλος, τον είχε χαρακτηρίσει «άξεστο, πρωτόγονο πετροκόπο» εξαιτίας του τρόπου δουλειάς και του χαρακτήρα του. Ήταν εντυπωσιακός, η μανία και η όρεξη που είχε μάγευε τους πάντες». - Ήταν αυθόρμητος, ζωώδης. Ισχύει. Όχι ότι δεν έκανε σχέδια - πρώτα σχεδίαζε τα πάντα σε χαρτί. Αλλά δούλευε πάντα από καρδιάς. «Τον Απρίλιο του 1938, 87 χρονών πλέον, παθαίνει εγκεφαλικό. Για κάποιους μήνες μένει κατάκοιτος, με το δεξί του χέρι παράλυτο. Δεν μπορεί πια να δουλέψει και τον Σεπτέμβριο του ΄38, καταλήγει. Το βιβλίο μας σταματάει εκεί, στον θάνατό του. Η ιστορία του Χαλεπά δεν τελειώνει τότε βέβαια - τα χρόνια που ακολούθησαν το έργο του ταξίδεψε σε εκθέσεις στη Νέα Υόρκη, σχέδιά του εκτέθηκαν στο Παρίσι. Ο Μαρίνος Καλλιγάς συγκέντρωσε μεγάλο μέρος του έργου του, έγιναν εκθέσεις και εκδόσεις αφιερωματικές». - Η τελευταία, σκάρτη κιόλας, δεκαετία της ζωής του Χαλεπά, ήταν μάλλον και η ευτυχέστερη, η πιο κανονική... Στη ζωή του Χαλεπά μάλλον τίποτα δεν ήταν κανονικό. Πάντως και εμείς χωρίζουμε το βιβλίο σε τρία μέρη - και το τελευταίο το ονομάσαμε «Αναγέννηση»: δεν περιέχει μόνο την τελευταία του δεκαετία, αλλά την περίοδο της ζωής του από το 1916 και μετά. Οι ιστορικοί τέχνης έχουν χαρακτηρίσει αυτή την περίοδο της τέχνης του Χαλεπά ως ‘μετά-λογική’, επειδή τότε το έργο του παίρνει μια διαφορετική τροπή. - Υπήρξε ένας «άγιος» της τέχνης; Σίγουρα - και η μορφή του, τόσο ασκητική, σε αυτό προσιδίαζε. Ένας ξερακιανός, λιγομίλητος γέρος, ανεπιτήδευτος εντελώς. Σε ένα από τα δημοσιεύματα για αυτόν, ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου, τον περιγράφει ως έναν άνθρωπο που έχει απωλέσει τις κοινωνικές του δεξιότητες και αναρωτιέται αν είχε τέτοιες δεξιότητες ποτέ... Για αυτό και στο κόμιξ μας ο Χαλεπάς, παρότι πρωταγωνιστής, ελάχιστα μιλάει. Λέει μετρημένες φράσεις, όπως διασώζονται σε δημοσιεύματα της εποχής. - Ο ίδιος ο Χαλεπάς είχε μιλήσει για τη ζωή του; Είχε δώσει κάποιες συνεντεύξεις, που τις έχουμε εντάξει στο κόμιξ ως πρωτότυπο υλικό. Και αντλήσαμε πολλά στοιχεία από τον μοναδικό επί της ουσίας βιογράφο του Χαλεπά, τον Στρατή Δούκα. Οι δυο τους είχαν συνδεθεί και με ειλικρινή φιλία. Βάσει αυτού του υλικού προσπαθήσαμε να κάνουμε μια μη μυθιστορηματική αφήγηση, να σταθούμε στα επιβεβαιωμένα γεγονότα και να μην πλάσουμε δικές μας ιστορίες μέσα στην αυθεντική ιστορία του Χαλεπά. - Νομίζω δεν είναι πολλά τα ολοκληρωμένα έργα του Χαλεπά. Καταρχήν, για πολλά χρόνια έργα του Χαλεπά όπως η «Φιλοστοργία» ή ο «Σάτυρος» θεωρούνταν χαμένα. Τα ανακάλυψε ένας δημοσιογράφος - ο πατέρας του Χαλεπά τα είχε δώσει σε έναν συγχωριανό τους, που τα φυλούσε στο σπίτι του στον Πύργο. Σήμερα ο «Σάτυρος» εκτίθεται στην Εθνική Πινακοθήκη, ενώ η «Φιλοστοργία», μαζί με άλλα πρωτότυπα έργα του Χαλεπά, βρίσκονται στο Ίδρυμα Τηνιακού Πολιτισμού στη Χώρα της Τήνου. Ο Χαλεπάς επίσης, στην πραγματικότητα δεν έκανε σχεδόν τίποτα σε μάρμαρο. - Η «Κοιμωμένη»; Η «Κοιμωμένη» είναι σε μάρμαρο αλλά δεν τη σμίλευσε ο Χαλεπάς. Δυο Τηνιακοί μαρμαρογλύπτες της εποχής αντέγραψαν σε μάρμαρο («ξεχόντρισαν» όπως είχε πει ο Χαλεπάς) το πρόπλασμα που αυτός είχε ετοιμάσει. Ο ίδιος ο Χαλεπάς έχει κάνει έναν άγγελο σε ένα ταφικό μνημείο στο Βουκουρέστι και ελάχιστες προτομές. Πηλό δούλευε κυρίως και λίγα ακόμη έργα του είναι σε γύψο. Έχει κάνει βέβαια εκατοντάδες σχέδια - κάποια ανήκουν στην Εθνική Πινακοθήκη και κάποια σε απογόνους της οικογένειας Χαλεπά. - Πως αποφάσισες να καταπιαστείς με την περίπτωση Χαλεπά; Τι σε συγκίνησε, περισσότερο, σε αυτόν; Το έργο του είναι σαφώς καταπληκτικό - είναι το έργο μιας ιδιοφυίας. Αλλά αν δεις πέρα από αυτό, αν αρχίσεις και ψάχνεις τη ζωή του, θα εκτιμήσεις νομίζω, ότι μέσα σ’ αυτόν τον κυκεώνα που έζησε, δεν έχασε ποτέ το πάθος του. - Ο πυρήνας του παρέμεινε ίδιος. Ναι, υπήρχε μια βαθιά, ιδιοσυγκρασιακή αλλά ακλόνητη δομή στο μυαλό, στην καρδιά και στην ψυχή του που διψούσε για τέχνη, για καθαρή, αγνή τέχνη. Όσα βάσανα κι αν πέρασε, όση καταπίεση κι αν υπέστη - από τη μητέρα του, τον κοινωνικό του περίγυρο, τις συμβάσεις της εποχής, τη μοναξιά του και τις υλικές στερήσεις - αυτή η δίψα συνέχισε να υπάρχει και να κυριαρχεί μέσα του, άσβεστη και ασίγαστη. - Ήταν δύσκολο να τον σκιτσάρεις; Έκανα κάποιες έγχρωμες απόπειρες. Κατέληξα σε μια διχρωμία - το σχέδιο είναι ασπρόμαυρο με γκρίζες αποχρώσεις για να μοιάζει με τα υλικά που μεταχειριζόταν ο Χαλεπάς και με το έργο του. Μου φάνηκε παράταιρο να βάλω χρώματα σε ένα άγαλμα που το πρωτότυπο είναι σε μάρμαρο ή σε πηλό. Αυτή η έλλειψη του χρώματος ταίριαζε κιόλας περισσότερο να εικονογραφήσει την ιστορία του Χαλεπά, που ήταν ένα με την τέχνη του - που τέχνη και ζωή του ήταν αδύνατο να ξεχωρίσουν. Και το σχετικό link...
  6. germanicus

    ΕΝΑ ΓΛΥΚΟ ΞΗΜΕΡΩΜΑ

    Ανθολογία με έργα 14 δημιουργών για την κατοχή. Τα ολιγοσέλιδα κόμικ είχαν δημιουργηθεί για την ομώνυμη έκθεση που έλαβε χώρα τον Οκτώβριο του 2016 στο πολιτιστικό κέντρο Μελίνα Μερκούρη. Στην ανάρτηση για την εκδήλωση μπορείτε να δείτε τις διαφορετικές τεχνοτροπίες των δημιουργών καθότι το σκανάρισμα σελίδας από το κόμικ είναι δύσκολο. Απ'ότι βλέπω ο μόνος που λείπει από την ανθολογία είναι ο Γεώργιος Τραγάκης. Περιεχόμενα: σ.5 Πρόλογος, Γιάννης Κοκουλάς σ.7 Εισαγωγή, Μενέλαος Χαραλαμπίδης σ.12 Μαύρες Ελιές, Τόμεκ Γιοβάνης σ.17 Ο Τερματοφύλακας μιλάει για τον Μεγάλο Αγώνα, Γιώργος Γούσης σ.22 Σκιές στο Μνημείο, Σπύρος Δερβενιώτης σ.27 Το Φιλί, Πέτρος Ζερβός σ.32 Το Πείραμα, Δημήτρης Καμένος σ.37 Πουθενά, Λέανδρος σ.42 Das Roastbeef, Τάσος Μαραγκός σ.47 Το Ρεβίθι, Θοδωρής Μπαργιώτας σ.52 Η Μπερέτα, Αλέξια Οθωναίου σ.57 Η Καπαρτίνα, Αλέκος Παπαδάτος σ.62 Ξεροκόμματο, Θανάσης Πέτρου σ.67 Σουλτς και Σαχτ, Soloup σ.72 Μέλπω, Γιώργος Φαραζής σ.77 Μαθημένοι, Πέτρος Χριστούλιας Πριν από κάθε ιστορία προηγείται μια σελίδα με φωτογραφία του δημιουργού και ένα σύντομο βιογραφικό σημείωμα. Το κόμικ πρωτοκυκλοφόρησε 30/8 στο 48ο φεστιβάλ βιβλίου στο Ζάππειο. Διαφορετικές τεχνοτροπίες, διαφορετικές εμπνεύσεις, διαφορετικές αφηγήσεις. Αλλού είναι καθαρή μυθοπλασία, αλλού είναι ιστορίες της προφορικής παράδοσης, αλλού μεταφορές λογοτεχνικού έργου, αλλού απόδοση ιστορικών γεγονότων. Άνισο, όπως ίσως κάθε ανθολογία, αλλά ενδιαφέρον. Κάποιες ιστορίες μου μίλησαν πολύ. Σχετικά άρθρα 14 δημιουργοί για την απελευθέρωση της Αθήνας [Ιατρού Γιάννης, efsyn.gr, 31/08/2019] Η κατοχική Αθήνα με την πένα των σκιτσογράφων [Τζουμερκιώτη Κατερίνα, Έθνος, 10/10/2016] Ένα γλυκό ξημέρωμα [Αντωνόπουλος Γιάννης, edromos.gr, 11/10/2016]
  7. Μαρμαρογλύπτης στην Τήνο κι από κει στην Αθήνα και στο Μόναχο, δίπλα σε μεγάλους καλλιτέχνες, ο Γιαννούλης Χαλεπάς οδηγήθηκε στην τρέλα, στην απομόνωση, στους εξευτελισμούς για το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του. Οι Δημήτρης Βανέλλης και Θανάσης Πέτρου φιλοτεχνούν μια συναρπαστική βιογραφία του «μύθου της νεοελληνικής γλυπτικής», την κατάδυσή του στην άβυσσο της παραφροσύνης και την αναγέννησή του λίγο πριν από το τέλος της ζωής του. Η ζωή και το έργο του Τηνιακού γλύπτη Γιαννούλη Χαλεπά (1851-1938) σκεπάζονται από ένα τεράστιο «αν». Αν είχε γεννηθεί σε μια δυτικοευρωπαϊκή χώρα αντί για την επαρχία της Ελλάδας σε μια ταραγμένη περίοδο, αν δεν βασανιζόταν στο μεγαλύτερο διάστημα της ζωής του από ψυχολογικά προβλήματα, αν δεν είχε περάσει δεκαετίες έγκλειστος σε ιδρύματα, αν η οικογένειά του μπορούσε να του προσφέρει περισσότερα, αν διέθετε τα μέσα και τα υλικά για να δημιουργήσει απρόσκοπτα όλα όσα σκαρφιζόταν η φαντασία του, όλα όσα οραματιζόταν, αν η πολιτεία και οι συνάδελφοί του είχαν ανακαλύψει νωρίτερα το ταλέντο και το μεγαλείο του; Αν σε μια εποχή που η τέχνη άλλαξε οριστικά και αμετάκλητα κατεύθυνση και οι πρωτοπορίες πειραματίζονταν αδιάκοπα προκαλώντας διαδοχικές καλλιτεχνικές επαναστάσεις στο πλαίσιο μιας τυρβώδους μετάβασης από το κλασικό στο μοντέρνο αυτός δεν ήταν σιδηροδέσμιος σε σκοτεινά, υγρά υπόγεια; Τα ατέλειωτα «αν» θα μείνουν για πάντα αναπάντητα. Αυτό που έχει μείνει είναι ένα μοναδικό αλλά μικρό σε όγκο έργο και πολλές εικασίες για τη ζωή του, τη σκέψη του, την προσωπικότητά του που τον κατέστησαν «μύθο της νεοελληνικής γλυπτικής», όπως τον χαρακτηρίζει ο υπότιτλος του νέου βιβλίου των Δημήτρη Βανέλλη και Θανάση Πέτρου (εκδόσεις Πατάκη). «Γιαν Χαλεπάς» ήταν η υπογραφή του και αυτός είναι και ο τίτλος της ελεύθερης βιογραφίας του που φωτίζει τη σκοτεινή και δύσκολη ζωή του, παρουσιάζει τα σπουδαιότερα έργα του, μα πάνω απ’ όλα αποπειράται να ερμηνεύσει τις πηγές της έμπνευσής του και τις αφορμές πίσω από τα γλυπτά του. Οι Βανέλλης και Πέτρου έχουν συνεργαστεί πολλές φορές κατά το παρελθόν, προσαρμόζοντας σε κόμικς ορισμένα από τα εμβληματικά έργα της νεοελληνικής λογοτεχνίας («Παραρλάμα και Άλλες Ιστορίες του Δημοσθένη Βουτυρά», «Το Γιούσουρι και Άλλες Φανταστικές Ιστορίες» με διηγήματα των Καβάφη, Καρκαβίτσα, Καρυωτάκη, Ροδοκανάκη, Νικολαΐδη, Παπαδιαμάντη, «Η Μεγάλη Βδομάδα του Πρεζάκη», του Καραγάτση), αλλά είναι η πρώτη φορά που φιλοτεχνούν μια βιογραφία και μάλιστα ενός εικαστικού καλλιτέχνη. Προς τούτο, εργάστηκαν επί σειρά ετών μελετώντας έργα με επιτόπια έρευνα και συλλέγοντας αντικειμενικά στοιχεία, έγγραφα, τεκμήρια και επιστολές, επιχειρώντας να είναι όσο το δυνατόν πιο ακριβείς στις περιγραφές και τις εκτιμήσεις τους. Εκεί, όμως, που τα ίχνη χάνονται, προσθέτουν τη δική τους εκδοχή και, καλλιτεχνική αδεία, ερμηνεύουν με τον δικό τους τρόπο τα γεγονότα και τα αποτελέσματά τους στο έργο του Χαλεπά. Εμπλουτίζουν την αφήγησή τους με δημοσιογραφικά άρθρα εφημερίδων, καλλιτεχνικές κριτικές και δημόσια διατυπωμένες απόψεις της εποχής και την ίδια στιγμή «αυθαιρετούν» αναπόφευκτα παρουσιάζοντας τα ξεσπάσματα του γλύπτη, τη μοναξιά του και τη βύθισή του στην παράνοια και την αποξένωση. Κι αυτό είναι που κάνει τη βιογραφία του Χαλεπά ένα νέο, αυτόνομο έργο, με τη δική του αυταξία, ικανό να συγκινήσει ακόμα και τον αναγνώστη που δεν είναι καθόλου εξοικειωμένος με τη γλυπτική των αρχών του περασμένου αιώνα αλλά επιθυμεί να γνωρίσει τις συνθήκες της καλλιτεχνικής δημιουργίας στην Ελλάδα του 1900, τις απόψεις για την ψυχική υγεία και τους πάσχοντες, τη βαναυσότητα των «θεραπειών», τη στάση του κράτους και των θεσμών του απέναντι στους καλλιτέχνες κ.λ.π. Γεννημένος στο νησί των γλυπτών, την Τήνο, ο Γιαννούλης Χαλεπάς έμαθε από μικρός να σμιλεύει την πέτρα και όταν η οικογένειά του μετακόμισε στην Αθήνα είχε την ευκαιρία να σπουδάσει στο Σχολείο των Τεχνών. Από εκεί βρέθηκε στη Βασιλική Ακαδημία του Μονάχου αλλά, όταν ο Ναός της Ευαγγελίστριας Τήνου αποφάσισε να διακόψει την υποτροφία του για να τη δώσει σε έναν φοιτητή μηχανικής, επέστρεψε στην Αθήνα και από κει στη γενέτειρά του. Εργαζόταν οργιωδώς και είχε αρχίσει να αναγνωρίζεται όταν το 1879 άρχισε η περιπέτεια της ψυχικής υγείας του. Κλείστηκε στο φρενοκομείο της Κέρκυρας όταν ήταν 37 ετών και έμεινε εκεί 14 χρόνια. Όταν επέστρεψε στην Τήνο ως «ακίνδυνος» αλλά και στιγματισμένος με τη στάμπα του «τρελού», έγινε βοσκός και έκανε θελήματα για τους συγχωριανούς του που τον κορόιδευαν και τον περιγελούσαν. Μέχρι που στα τέλη της δεκαετίας του 1910 έρχεται η «ανάσταση». Μετά τον θάνατο της καταπιεστικής μητέρας του, φαίνεται πως ο Γιαννούλης, που πλησιάζει τα εβδομήντα χρόνια του, ξεπερνάει κάποια από τα προβλήματά του και δουλεύει και πάλι συστηματικά. Τον επισκέπτονται καλλιτέχνες, δημοσιογράφοι και κριτικοί. Μετακομίζει στην Αθήνα για τα τελευταία χρόνια της ζωής του, όπου τιμάται από διάφορους φορείς, παίρνει επαίνους, βραβεία και μετάλλια για το σύνολο του έργου του, έστω κι αν είχε ζήσει περίπου πέντε δεκαετίες στην αφάνεια. Χτυπημένος από ημιπληγία, πέθανε το 1938, καθηλωμένος στο κρεβάτι του αλλά αναγνωρισμένος από όλους ως ο μεγαλύτερος Έλληνας γλύπτης μετά την αρχαιότητα. Γράφουν οι Βανέλλης και Πέτρου: «Λένε ότι μέχρι το τέλος περίμενε από το κράτος να του παραχωρήσει ένα εργαστήριο. Ήθελε να δουλέψει και πάλι μεγάλες συνθέσεις. Τον τιμούσαν όλοι, εργαστήριο όμως δεν του παραχωρήθηκε ποτέ». Τα σπουδαιότερα γλυπτά του, όπως η «Αναπαυομένη», η «Κοιμωμένη», ο «Μέγας Αλέξανδρος Ζων και Νεκρός» κ.ά., δημιουργημένα με πενιχρά μέσα και με πρωτότυπες μεθόδους, αποτελούν εμβληματικά έργα της νεότερης ελληνικής τέχνης της οποίας υπήρξε χαρακτηριστικός «εκπρόσωπος». Το μοναδικό έργο του και την ταραγμένη ζωή του μάς συστήνει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο η εξαιρετική δουλειά των Βανέλλη και Πέτρου. Ο Ένδοξος Παράφρων Τα παθήματα του Χαλεπά, του περηφανεστέρου Ελληνος καλλιτέχνου, προεκάλεσαν συγκίνησιν εις τον Καλλιτεχνικόν Κόσμον και εις τον κόσμον των Γραμμάτων. Το τραγικόν καλλιτεχνικόν του τέλος, όπερ περιέγραψα εις δύο μου χρονογραφήματα, προεκάλεσε άρθρα και χρονογραφήματα, έλαβον δε πλήθος επιστολών και ποιήματα ακόμη αφιερωμένα εις τον ταλαίπωρον Χαλεπάν. Όλα αυτά δεικνύουν ότι υπάρχει ενταύθα κάποιος κόσμος ζων και κινούμενος, είναι δε ούτος ο πνευματικός λεγόμενος κόσμος της Ελλάδος. Είνε τόσον μεγάλη η αξίωσις όπως το κράτος, ή ο ναός της Ευαγγελιστρίας, ήτις τόσους και τόσους καλοέθρεψε, να διαθέτη 300 δραχμάς ετησίως προς περίθαλψιν ενός ενδόξου παράφρονος; Διάβολε, εις αυτόν τον τόπον εχύθησαν με το σακκί τα χρήματα προς ανθρώπους οι οποίοι προσέφεραν υπηρεσίας, διά τας οποίας ως αμοιβή μόλις θα ήρκει η αγχόνη και εφειδωλεύθη ένα κομμάτι ξηρό ψωμί εις εκείνον όστις, όταν περάσουν δύο-τρεις γενεαί και θα σβύσει όλη αυτή η λάμψις του θορυβούντος σήμερον όχλου, θα αποτελή την δόξαν της γενεάς καθ’ ην εγεννήθη, η οποία όμως δεν ηδυνήθη ούτε να τον εκτιμήση δημιουργούντα, ούτε να τον περιθάλψη όταν τρελλός και πεινών διέτρεχε τα βουνά της Τήνου βόσκων τα ολίγα γίδια της αδελφής του. Άρθρο του Θεόδωρου Βελλιανίτη, δημοσιευμένο στις 4 Φεβρουαρίου 1915 όπως περιλαμβάνεται στο βιβλίο των Πέτρου και Βανέλλη (με την πρωτότυπη ορθογραφία αλλά σε μονοτονικό σύστημα για πρακτικούς λόγους). Και το σχετικό link...
  8. Θανάσης Πέτρου - Δημήτρης Βανέλλης Γιαννούλης Χαλεπάς Ο μύθος της νεοελληνικής γλυπτικής Εκδόσεις: Πατάκη Σελ.: 176 Το graphic novel που κυκλοφόρησε πρόσφατα με την υπογραφή των δύο σημαντικότερων εκπροσώπων του στη χώρα μας, του Θανάση Πέτρου στο σχέδιο και του Δημήτρη Βανέλλη στο σενάριο, αναφέρεται στη ζωή και το έργο του Γιαννούλη Χαλεπά, του κορυφαίου Έλληνα γλύπτη, μιας συναρπαστικής προσωπικότητας, του οποίου το θηριώδες ταλέντο δεν άντεξε ούτε η ιδιαίτερη πατρίδα του, αλλά φευ ούτε και η χώρα του. Έζησε μέσα στη δίνη της υπαρξιακής του αγωνίας, τραγικά μόνος και απελπιστικά αβοήθητος, μέσα σε ένα περιβάλλον εχθρικό απέναντι στη μεγαλοφυΐα του. Ο Σολωμός και ο Χαλεπάς υπήρξαν οι δύο πρώτες προσωπικότητες του Ελληνισμού που με το έργο τους έθεσαν τα θεμέλια της αδιαμόρφωτης ακόμα φυσιογνωμίας του νεοσύστατου κρατιδίου. Και οι δύο κατάφεραν να συνδέσουν αριστοτεχνικά τη χώρα με το ένδοξο παρελθόν της, πράγμα που υπήρξε πρωταρχική εθνική μέριμνα. Με την πένα του ο Σολωμός και με τη σμίλη του ο Χαλεπάς κατάφεραν να σηματοδοτήσουν μια νέα αρχή για τη συγκρότηση μιας νεοελληνικής ταυτότητας. Το μέγεθος του καλλιτέχνη Χαλεπά, τον οποίο έτσι κι αλλιώς βάραινε μια κακιά διά βίου μοίρα, δεν μπόρεσε να βολευτεί στα στενά πνευματικά πλαίσια της εποχής του. Όχι ότι δεν υπήρξαν σύγχρονοί του – ως μονάδες και με θεσμικό ρόλο – που μερίμνησαν για τον άνθρωπο και το έργο, ωστόσο οι πραγματικές δυνατότητες της χώρας μάλλον αδίκησαν αυτόν τον μοναδικό γλύπτη της νεότερης ιστορίας μας. Πριν από όλα, ο Χαλεπάς είχε να παλέψει με την προσωπική του μοίρα υπό το βάρος της ασυμμάζευτης καλλιτεχνικής του μεγαλοφυΐας, αυτός μόνος του, δίχως κανένα στήριγμα. Οι πραγματικές συνθήκες του βίου του αποδείχτηκαν ιδιαίτερα εχθρικές και ακατάλληλες προκειμένου να καταφέρει ο καλλιτέχνης να αφοσιωθεί απρόσκοπτα στο έργο του. Και αυτή η συνθήκη αποτυπώνεται εύστοχα στο graphic novel. Η μυθιστορηματική ζωή του Ο γλύπτης γεννήθηκε στον Πύργο της Τήνου, σε ένα χωριό με μεγάλη παράδοση στην τέχνη του μαρμάρου. Έτσι, η κλίση του καλλιτέχνη βρήκε την πρώτη της ύλη με έτοιμο το σφυρί και το καλέμι που υπήρχαν στο σπίτι του πάτερα του, Ιωάννη Χαλεπά, σημαντικού μαρμαροτεχνίτη, ο οποίος συντηρούσε ομόρρυθμη εταιρεία με συγγενείς γλύπτες από τη μεριά της γυναίκας του Ειρήνης, της μοιραίας για τον Χαλεπά γυναίκας, της γυναίκας που προσπάθησε να προστατεύσει το παιδί της από την ίδια του τη μεγαλοφυΐα! Από τη μία, έχουμε ένα ιδανικό περιβάλλον, μέσα στο οποίο θα άρχιζε απρόσκοπτα να ξεδιπλώνεται το αστείρευτο ταλέντο του Γιαννούλη, κι από την άλλη, ένα περιβάλλον οικογενειακό και κοινωνικό που αδυνατούσε εξ αντικειμένου να παρακολουθήσει, να κατανοήσει, να συνδράμει και πολύ περισσότερο να αναδείξει αυτή την καλλιτεχνική μεγαλοφυΐα που τον καθιστούσε ουσιαστικά απόκληρο και τραγικά μόνο! Μετά το δημοτικό, οι γονείς του τον στέλνουν στη γειτονική Σύρο, η οποία ήταν τότε το πιο σημαντικό πνευματικό κέντρο στην Ελλάδα. Εκεί, ο νεαρός Χαλεπάς ολοκληρώνει τις εγκύκλιες σπουδές του, έχοντας πάντα στο μυαλό του τη γλυπτική. Το 1869 βρίσκεται στην Αθήνα να σπουδάζει γλυπτική στη Σχολή Καλών Τεχνών του Μετσόβιου Πολυτεχνείου. Στη διάρκεια των σπουδών του αρχίζει να γίνεται φανερή η καλλιτεχνική του ιδιοφυΐα. Τα έργα του, που ξεχωρίζουν ήδη, χτίζουν την καλλιτεχνική του φήμη. Κορυφαίο έργο της εποχής εκείνης είναι ένας «Σάτυρος», τον όποιο αγόρασε η Τράπεζα της Ελλάδος αρκετά χρόνια αργότερα, το 1937. Στη συνέχεια, ο Χαλεπάς ετοιμάζει τις βαλίτσες του για το Μόναχο, με υποτροφία του Ιερού Ιδρύματος Ευαγγελίστριας Τήνου. Η φοίτησή του στην Ακαδημία του Μονάχου δίνει στον νεαρό Χαλεπά τη δυνατότητα να έρθει σε επαφή με τα σύγχρονα καλλιτεχνικά ρεύματα της Ευρώπης και να βρεθεί σε ένα απαιτητικότερο καλλιτεχνικό περιβάλλον, απόλυτα αντάξιό του. Ήδη, πρωτοετής φοιτητής παίρνει την τολμηρή απόφαση να αναμετρηθεί σε έναν διαγωνισμό με ελληνικό θέμα λαμβάνοντας το πρώτο βραβείο μαζί με τρεις χιλιάδες μάρκα. Η συνέχεια των σπουδών του είναι εντυπωσιακή και οι αλλεπάλληλες βραβεύσεις του (το 1874 παίρνει το πρώτο βραβείο της Ακαδημίας για το έργο του «Παραμύθι της Πεντάμορφης») επιβεβαιώνουν την ξεχωριστή του κλίση. Μετά την αιφνίδια διακοπή της υποτροφίας του, ο Χαλεπάς επιστρέφει στην Αθήνα, σε ηλικία μόλις 24 ετών. Εκεί, αποκτά δικό του πλέον εργαστήριο και αρχίζει να εργάζεται ως γλύπτης. Περί το 1878, εμφανίζονται τα πρώτα συμπτώματα τρέλας, τα οποία εντείνονται με την πάροδο των χρόνων, με αποτέλεσμα το 1888 να μεταφερθεί στο ψυχιατρείο της Κέρκυρας, στο οποίο μένει ως το 1902, οπότε τον παίρνει η μητέρα του στην Τήνο. Έχοντας σχηματίσει την πεποίθηση ότι η αιτία της τρέλας του ήταν το πάθος του για τη γλυπτική, η μητέρα του αποφασίζει να… του απαγορεύσει την ενασχόληση με την τέχνη του! Ως τον θάνατό της το 1916, ότι πρόπλασμα φτιάχνει ο Γιαννούλης το σπάει η μητέρα του… Μετά τον θάνατό της, ο καλλιτέχνης έμεινε μόνος, ελεύθερος να ασχοληθεί εκ νέου με τη μεγάλη του αγάπη, αυτήν τη φορά, ωστόσο, μέσα στην απόλυτη ένδεια και με το στίγμα του τρελού… Όταν το 1925 οργανώθηκε μια έκθεση με τα νέα του έργα στην Αθήνα, ο ξεχασμένος Χαλεπάς ήρθε εκ νέου στην επικαιρότητα. Το 1930, έπειτα από την ευγενική πρωτοβουλία της ανιψιάς του, μετακομίζει στην Αθήνα και ζει εκεί τα υπόλοιπα χρόνια του βίου του, εργαζόμενος αδιάκοπα – ως την τελευταία του πνοή, το 1938. Ο Θανάσης Πέτρου και ο Δημήτρης Βανέλλης καταφέρνουν να συμπυκνώσουν όλη την πολυκύμαντη ζωή του καλλιτέχνη με αξιοθαύμαστη αίσθηση του μέτρου και της οικονομίας, δίχως να αφήνουν αφηγηματικά κενά και παρά την τεράστια δυσκολία να αναδειχθεί η ταραγμένη εσωτερικότητα του καλλιτέχνη. Το έργο του Το έργο του Χαλεπά χωρίζεται σε τρεις περιόδους. Η πρώτη καλλιτεχνική περίοδος χρονολογείται από το 1870 έως το 1878 και περιλαμβάνει τα νεανικά έργα του Χαλεπά. Η εποχή αυτή ολοκληρώνεται με τον εγκλεισμό του στο ψυχιατρείο της Κέρκυρας. Στην περίοδο αυτήν περιλαμβάνεται το διασημότερο γλυπτό της ιστορίας της νεοελληνικής Τέχνης, η περίφημη «Κοιμωμένη», που βρίσκεται στο Α’ Νεκροταφείο της Αθήνας. Στα έργα αυτής της περιόδου ξεχωρίζει η άψογη τεχνική, η ακαδημαϊκή αντίληψη, όπως εκφράζεται από τη ρεαλιστική απεικόνιση των έργων μέσα από την ιδανική εκδοχή του κλασικισμού που διαπνέει τον 19ο αιώνα. Η δεύτερη και μεγαλύτερη χρονικά περίοδος του έργου του ξεκινά το 1902, μετά την έξοδό του από το ψυχιατρείο και την εγκατάστασή του στην Τήνο, όπου έζησε και εργάστηκε υπό αντίξοες συνθήκες ως το 1930. Τα υπόλοιπα οχτώ χρόνια της ζωής του, ως το 1938 που αφήνει την τελευταία του πνοή, συγκροτούν την τρίτη καλλιτεχνική περίοδο, αυτήν των Αθηνών. Κοινή συνισταμένη των δυο τελευταίων καλλιτεχνικών περιόδων του καλλιτέχνη είναι το γεγονός ότι κανένα έργο του δεν ολοκληρώνεται στο μάρμαρο. Ότι σώζεται, είναι σε προπλάσματα σε πηλό, τα οποία μεταφέρθηκαν σε γύψο. Βασική πηγή από όπου αντλεί την έμπνευσή του είναι η αρχαία μυθολογία – όπως ακριβώς και των αρχαίων ομοτέχνων του! Η περιπέτειά του με την τρέλα δεν αφήνει ανεπηρέαστο το έργο του. Στη διάρκεια της δεύτερης περιόδου, ο καλλιτέχνης απομακρύνεται από τη ρεαλιστική αποτύπωση και στρέφεται στη σκοτεινή εσωτερικότητα – η μορφή παραδίδει τη σκυτάλη στο νόημα. Βασικό του μέλημα ως το τέλος του βίου του είναι η σύνθεση των θεματικών του αναζητήσεων μέσα από την εκφραστική λιτότητα. «Το αστήρικτον άγαλμα στηρίζεται επί της γενικής ύλης του πηλού, διότι καταστρέφεται με την ανατομικήν οστεολογίαν» επισημαίνει σε ένα ιδιόχειρο σημείωμά του. Οι σχέσεις των όγκων και οι ιδανικές ισορροπίες γίνονται οι έμμονες ιδέες των αναζητήσεών του. Από αυτές τις δυο περιόδους του Χαλεπά έχει επίσης σωθεί μια σειρά σχεδίων που ιχνογραφούν ιδέες και εμπειρίες. Όσα μάλιστα ανήκουν στην τρίτη περίοδο μοιάζουν με σπαράγματα των θεμάτων εκείνων που κέντριζαν τον καλλιτέχνη να δημιουργήσει στο μάρμαρο. Στα ιχνογραφήματα αυτής της περιόδου βλέπουμε την τάση του γηραιού πλέον Χαλεπά να επιστρέφει στις θεματολογικές εμμονές των νεανικών του χρόνων. Ο μεγάλος τραγικός Ο τραγικός μυθιστορηματικός βίος του Χαλεπά επιβεβαιώνει τη μοίρα της μεγαλοφυΐας, αυτήν που θέλει τον ξεχωριστό άνθρωπο να βασανίζεται από την ίδια του την ύπαρξη. Η τέχνη του Χαλεπά από τα πρώτα της βήματα, τότε που με απαράμιλλη δεξιοτεχνική πιστότητα αναπαριστούσε τον κόσμο του ωραίου, έως τα έσχατα εκείνα όταν αναζητούσε με επιμονή την τελείωση μέσα από τις καλλιτεχνικές ανατροπές που εισήγαγαν τη νεωτερικότητα στην τέχνη του, τοποθετεί τον μεγάλο καλλιτέχνη – και την Ελλάδα μαζί – στην καλλιτεχνική πρωτοπορία της ευρωπαϊκής γλυπτικής! Πρόκειται για μια έκδοση σημαντική, που την καθιστά ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα το γεγονός ότι τα graphic novels απευθύνονται κυρίως στον νεαρόκοσμο, φέρνοντάς τον σε επαφή με μια από τις συναρπαστικότερες προσωπικότητες του νεότερου ελληνισμού. Και το σχετικό link...
  9. Με αφορμή το "2018 Έτος Χαλεπά", το δίδυμο Βανέλλη & Πέτρου μας παραδίδει τη βιογραφία ενός μοναδικού γλύπτη, που είναι ταυτόχρονα και μια καταγραφή των προκαταλήψεων περί των ψυχικών νόσων, όπως και την αδυναμία αντιμετώπισής των (όχι μεγάλη διαφορά από το σήμερα δηλαδή). Βασισμένη σε πλούσια βιβλιογραφία, η ζωή του Χαλεπά απεικονίζεται σε ασπρόμαυρο (ή μάλλον γκριζόμαυρο) φόντο με τον Πέτρου να παραδίδει την πιο λεπτομερή δουλειά του, με πιστότητα απαραίτητη ώστε να λάμψει η μαστοριά και η έμπνευση του γλύπτη. Μαστοριά και από τους δύο συντελεστές του βιβλίου, η οποία αποτυπώθηκε και στις πωλήσεις με αποτέλεσμα το κόμικ να βρίσκεται ήδη στη 2η έκδοσή του. Για όποιον θέλει να διαβάσει ένα απόσπασμα από το βιβλίο εδώ... Ευχαριστούμε για το εξώφυλλο και το οπισθόφυλλο της Ε' έκδοσης τον Mandrake.
  10. Ο γνωστός κομίστας εμπνεύστηκε από τη συναρπαστική και συγκινητική ζωή του κορυφαίου μας γλύπτη, από το ψυχιατρείο μέχρι την αποθέωση, και συνεργαζόμενος στο σενάριο με τον Δημήτρη Βανέλλη μάς προτείνει να βυθιστούμε μέσα της, καρέ καρέ. Πόσο Γιαννούλη Χαλεπά μπορεί να καταναλώσει ένας αναγνώστης; Πολύ, πάρα πολύ. Δεν πάει καιρός που η Ρέα Γαλανάκη με την έξοχη νουβέλα της «Αθηνά-βοσκοπούλα» δήλωνε ότι «ο Χαλεπάς είναι ένας άγιος και τον προσκυνώ». Και να που τώρα αποκτήσαμε κι ένα γκράφικ νόβελ που έχει τίτλο απλώς το όνομά του, «Γιαννούλης Χαλεπάς». «Είναι η πραγματική του υπογραφή», μας λέει ο γνωστός κομίστας Θανάσης Πέτρου, που έκανε τα σκίτσα, αλλά και το σενάριο, παρέα με τον μόνιμο πια συνεργάτη του Δημήτρη Βανέλλη. Και είναι αξιοθαύμαστη η καινούργια τους δουλειά. Γυρνάς με απόλαυση τις 176 σελίδες της προσεγμένης έκδοσης (Πατάκης), ξαναρουφάς όλη τη ζωή του Χαλεπά (1831-1938), σε καρέ ζωγραφισμένα με φροντίδα, ομορφιά και ιστορική πιστότητα. «Μέσα στο 2018, που ήταν Έτος Χαλεπά, ξαναδιάβασα γι' αυτόν διάφορα, κυρίως βιογραφίες, όπως του Χρήστου Σαμουηλίδη», λέει ο Θανάσης Πέτρου. «Ήξερα για τον Χαλεπά μέσες άκρες, όπως όλοι μας, ότι κάποια στιγμή είχε τρελαθεί, ότι είχε μια δύσκολη σχέση με τη μητέρα του, ότι μόνο προς το τέλος της ζωής του αναγνωρίστηκε ως μεγάλος και τρανός. Όσο πιο πολύ το έψαχνα τόσο περισσότερο με συνέπαιρνε, "θα μπορούσαμε να το κάνουμε γκράφικ νόβελ", σκέφτηκα και το πρότεινα στον Δημήτρη Βανέλλη». Το σενάριο άρχισε να γράφεται ενώ η έρευνα κρατούσε και δεν άφηνε τίποτα στην τύχη, ούτε από την εποχή ούτε από το ίδιο το πλούσιο έργο του Χαλεπά. «Σχεδίασα όλα τα έργα του», τονίζει με έμφαση, «έχω βάλει μέσα στα καρέ μου ακόμα και τα πιο άγνωστά του, για δυνατούς λύτες αυτά», λέει και γελάει. Διάλεξε να υπάρχει ένας κεντρικός αφηγητής, ένας σύγχρονος του Χαλεπά, που επισκέπτεται τον Πύργο της Τήνου το 1915 και «συναντά εκεί έναν παππού, που σχεδιάζει σε ένα τραπέζι και τον στέλνουν να φέρει νερό από τη βρύση». Μετά την κηδεία του Χαλεπά, στην οποία καταλαβαίνουμε ότι έχει παραστεί, αφηγείται στην παρέα του τη συναρπαστική ιστορία αυτού του ανθρώπου. Εφημερίδες της εποχής, φωτογραφίες, σπάνια ντοκουμέντα, τα πάντα τέθηκαν στην υπηρεσία ενός κόμικς, που, όπως λέει ο Θανάσης Πέτρου, «ήθελε να αποφύγει τους υψηλούς συναισθηματικούς τόνους, αλλά να έχει μια προσέγγιση αποστασιοποιημένη, όχι, όμως, στεγνή και να κινείται στη γραμμή ενός ντοκιμαντέρ. Να είμαστε, δηλαδή, όσο το δυνατόν πιο κοντά στις μαρτυρίες για τον Χαλεπά, ακόμα κι αν είναι λίγες, γιατί ο μοναδικός πραγματικός του βιογράφος είναι ο Στρατής Δούκας, που τον έζησε, ήταν φίλος του και έχει γράψει μόνο διασταυρωμένα πράγματα». Φρόντισε και ο ίδιος να ενσωματώσει ει δυνατόν στη διήγηση νέα, αποκαλυπτικά στοιχεία, όπως για παράδειγμα για τις συνθήκες στο Δημόσιο Ψυχιατρείο Κέρκυρας, εκεί όπου κλείστηκε ο Χαλεπάς για «άνοια» από το 1888 έως το 1901. «Με βοήθησαν πολύ στατιστικές που άφησε ο Χριστόδουλος Τσιριγώτης, από τους πρώτους Έλληνες ψυχιάτρους του 19ου αιώνα, διευθυντής του ψυχιατρείου κατά το 1887, αλλά και μετέπειτα διευθυντές του. Διαβάζοντας Εφημερίδες της Κυβερνήσεως ανακάλυψα με έκπληξη τον ταξικό χαρακτήρα του ψυχιατρείου - όποιος είχε χρήματα και πλήρωνε, όπως ο Χαλεπάς στην αρχή του εγκλεισμού του, είχε καλύτερο φαγητό και διαμονή. Όταν ο πατέρας του φαλίρισε, κατάντησε "να ζει εις βάρος του Δημοσίου", δηλαδή άθλια». Πήγε, άραγε, στην Τήνο, με μολύβι και χαρτί στο χέρι, να δει τον τόπο που έθρεψε τον μεγάλο καλλιτέχνη και να σχεδιάσει; «Και με φωτογραφική μηχανή... Δυο φορές. Ήθελα αληθοφάνεια. Δυστυχώς υπάρχει μόνο μία φωτογραφία του Χαλεπά στα νιάτα του, 20 χρονών, και πολλές, φυσικά, σε μεγάλη ηλικία. Στο πρόσωπό του δούλεψε, λοιπόν, η φαντασία μου, τον προσάρμοσα στο σχέδιό μου. Σε άλλα πράγματα, όμως, έκανα πραγματικό αγώνα για να είμαι πιστός - βρήκα ακόμα και μια φωτογραφία της εκκλησίας στα Αλάτσατα, που δούλευε στο τέμπλο της ο αδελφός του, τότε που είχαν στείλει εκεί τον Γιαννούλη για λουτρά. Όταν ήρθε στην Αθήνα, η Ακαδημία Αθηνών χτιζόταν ακόμα -Σιναία Ακαδημία την έλεγαν- ήταν γιαπί. Πάλι, λοιπόν, έπρεπε να βρω φωτογραφίες της...». Ο γνωστός κομίστας Θανάσης Πέτρου και δίπλα το εξώφυλλο Συναρπαστική η δουλειά του κομίστα. Μια τελευταία, μόνο, απορία, που με τρώει. Η ίδια η τέχνη του Χαλεπά πόσο επηρέασε το ύφος του σκίτσου του; Θέλησε μια υπόγεια, έστω, συνομιλία μαζί της; «Πριν ξεκινήσεις να κάνεις μια τέτοια δουλειά, περνάς από φάση δοκιμών, πολλών δοκιμών. Ακόμα και με χρώμα, που, όμως, τελικά καθόλου δεν με ικανοποιούσε, μου φαινόταν πολύ περίεργο και ψεύτικο να χρωματίσω γλυπτά από πηλό και γύψο. Κατέληξα στη διχρωμία, το βιβλίο δεν είναι ασπρόμαυρο». Ας ελπίσουμε, αν και δεν είναι δύσκολο, αυτό το ωραιότατο κόμικς να βρει γρήγορα το κοινό του. «Ξέρω πως για το κλασικό κοινό των κόμικς, ίσως, φανεί λίγο περίεργο, λίγο έξω από τα συνηθισμένα», παραδέχεται ο Θανάσης Πέτρου. «Θέλω, όμως, όπως άλλωστε έγινε με τις προηγούμενες δουλειές μας με τον Δημήτρη Βανέλλη, που ήταν διασκευές λογοτεχνικών έργων, να αγγίξουμε ένα πιο μεγάλο κοινό». Και το σχετικό link...
  11. μέχρι
    Το Λεξικοπωλείο και οι Εκδόσεις Πατάκη σας προσκαλούν την Τετάρτη 29 Μαΐου 2019 στις 19:30 στην παρουσίαση του graphic novel των Θανάση Πέτρου και Δημήτρη Βανέλλη «Γιαννούλης Χαλεπάς. Ο μύθος της νεοελληνικής γλυπτικής». Για το βιβλίο θα μιλήσουν οι: Λήδα Καζαντζάκη, ιστορικός τέχνης Γιώργος Μπότσος, δημιουργός κόμικς, εικαστικός και οι δημιουργοί του βιβλίου Θανάσης Πέτρου & Δημήτρης Βανέλλης «Λένε ότι η ιδιοφυΐα βρίσκεται πολύ κοντά στην παράνοια. Πράγματι, αρκετοί μεγάλοι καλλιτέχνες κατέληξαν σε ιδρύματα με αμφίβολη θεραπευτική αξία. Στη ζωή του Γιαννούλη Χαλεπά όμως, του σημαντικότερου ίσως Νεοέλληνα γλύπτη, δεν υπάρχουν μόνο μια ελπιδοφόρα άνοιξη και μια κατάβαση στην κόλαση. Υπάρχει και μια αναπάντεχη ανάσταση, μια απρόσμενη επανεμφάνιση της ιδιοφυΐας, η οποία μάλιστα μας έδωσε έργα πολύ πιο προσωπικά από τα παλιά. Η βασανισμένη του ζωή, ακόμα και μετά την αναζωπύρωση της δημιουργικότητας, είναι που μας συγκίνησε τόσο πολύ, γι’ αυτό και προσπαθήσαμε να τη μεταφέρουμε σε εικόνες. Μερικοί πιστεύουν ότι ο Χαλεπάς είναι κάτι σαν άγιος. Ποιος ξέρει; Το σίγουρο είναι ότι η ιστορία του δεν μοιάζει με καμιά άλλη».
  12. Το Λεξικοπωλείο και οι Εκδόσεις Πατάκη σας προσκαλούν την Τετάρτη 29 Μαΐου 2019 στις 19:30 στην παρουσίαση του graphic novel των Θανάση Πέτρου και Δημήτρη Βανέλλη «Γιαννούλης Χαλεπάς. Ο μύθος της νεοελληνικής γλυπτικής». Για το βιβλίο θα μιλήσουν οι: Λήδα Καζαντζάκη, ιστορικός τέχνης Γιώργος Μπότσος, δημιουργός κόμικς, εικαστικός και οι δημιουργοί του βιβλίου Θανάσης Πέτρου & Δημήτρης Βανέλλης «Λένε ότι η ιδιοφυΐα βρίσκεται πολύ κοντά στην παράνοια. Πράγματι, αρκετοί μεγάλοι καλλιτέχνες κατέληξαν σε ιδρύματα με αμφίβολη θεραπευτική αξία. Στη ζωή του Γιαννούλη Χαλεπά όμως, του σημαντικότερου ίσως Νεοέλληνα γλύπτη, δεν υπάρχουν μόνο μια ελπιδοφόρα άνοιξη και μια κατάβαση στην κόλαση. Υπάρχει και μια αναπάντεχη ανάσταση, μια απρόσμενη επανεμφάνιση της ιδιοφυΐας, η οποία μάλιστα μας έδωσε έργα πολύ πιο προσωπικά από τα παλιά. Η βασανισμένη του ζωή, ακόμα και μετά την αναζωπύρωση της δημιουργικότητας, είναι που μας συγκίνησε τόσο πολύ, γι’ αυτό και προσπαθήσαμε να τη μεταφέρουμε σε εικόνες. Μερικοί πιστεύουν ότι ο Χαλεπάς είναι κάτι σαν άγιος. Ποιος ξέρει; Το σίγουρο είναι ότι η ιστορία του δεν μοιάζει με καμιά άλλη».
  13. ΓΡΑ – ΓΡΟΥ, τα πολλαπλά περάσματα (της Κατερίνας Προκοπίου) της Κατερίνας Προκοπίου Έχω στα χέρια μου το graphic novel ΓΡΑ – ΓΡΟΥ των Τ. Ζαφειριάδη, Γ. Παλαβού και Θ. Πέτρου από τις εκδόσεις Ίκαρος. Πέρα από τη λατρεία μου για τα graphic novels με ιντρίγκαρε να το διαβάσω και το ότι έχω αναμνήσεις από το εστιατόριο ΓΡΑ – ΓΡΟΥ, έξω από το χωριό Καστανιά του Βερμίου, που ορίζει το πέρασμα από την Κεντρική στη Δυτική Μακεδονία, όταν μικρή πηγαίνοντας για τα Κοίλα ή το Καλονέρι Κοζάνης, χωριά όπου είχαν τοποθετήσει αρχικά τους Ίωνες πρόσφυγες παππούδες μου, απαραιτήτως σταματούσαμε να ξεδιψάσουμε κάτω από το εκκλησάκι του Αγίου Χριστόφορου, του σκυλομούρη, ή να φάμε σογλάκια, όπως τά ‘λεγε η Σουλτάνα του Ηράκλη, θεια του πατέρα μου, που μ’ άρεσε να κάθομαι απέναντί της και να χαρτογραφώ τις πολυάριθμες ελιές του προσώπου της. Θυμάμαι στο τελευταίο ταξίδι να περπατάμε με τον παππού – είχα πάψει από καιρό να λέω «πάω πίσω παππού μου», τώρα πια ήμουν συνοδοιπόρος και συνομιλήτρια – πίσω από το ΓΡΑ – ΓΡΟΥ σε ένα ύψωμα με έναν τεράστιο σταυρό και να μου διηγείται ιστορίες «να εδώ μόλις είχαν φύγει οι Γερμανοί, οι αντάρτες πιάσαν έναν δοσίλογο, έναν ΠΑΟτζή, τον σκοτώσαν και τον πετάξαν στον γκρεμό εκεί…» Αφού τρώγαμε τα σογλάκια, συνεχίζαμε τον φιδόδρομο και συναντούσαμε έξω από το χωρίο Καστανία στα δεξιά τα ερείπια από ένα χάνι, όπου διανυχτέρευσαν ένα βράδυ ο παππούς με τον μπαμπά μου πιτσιρικά, όταν φύγαν οι Γερμανοί και ο παππούς πήγε αμέσως με τα άλογα να τον φέρει πίσω, που είχε εγκλωβιστεί για όλη τη διάρκεια της Κατοχής στα Κοίλα. Στην επιστροφή βρήκαν τη γέφυρα του Αξιού ανατιναγμένη από τους Γερμανούς και βάλαν ξύλα να ενώσουν την όχθη με τη γκρεμισμένη γέφυρα, για να περάσουν τα άλογα. Τα περάσματα, λοιπόν! Πόσα περάσματα μέσα σε ένα graphic novel! Κατ’ αρχήν ο χώρος, το ΓΡΑ – ΓΡΟΥ ορίζει το πέρασμα από την Κεντρική στη Δυτική Μακεδονία, στη συνέχεια το δικό μου πέρασμα, αυτό του αναγνώστη τη στιγμή της ανάγνωσης, στη χώρα των αναμνήσεων, όπου εγκιβωτίζονται τα περάσματα των προσφύγων από την Ιωνία στις νέες τους πατρίδες, με το πέρασμα από την Κατοχή στην προεμφυλιοπολεμική Ελλάδα μέσα από το πέρασμα της ιωνικής προφορικής αφήγησης στις επόμενες γενιές. Στην ατμοσφαιρική ιστορία του graphic novel η ένθετη ιστορία – αναδρομή στο παρελθόν, που αποδίδεται οπτικά με διαφορετικά χρώματα από το αφηγηματικό παρόν, αποτελεί πέρασμα από το παρελθόν στο παρόν καθώς το παραδοσιακό χτίσιμο του γεφυριού και το στοίχειωμα του πρωτομάστορα συνομιλεί με το χτίσιμο της Εγνατίας, το πέρασμα από την Ευρώπη στην Ασία, που ποιος γνωρίζει πόσα στοιχειώματα απαίτησε. Η αναφορά στον αρχιτέκτονα Μιμάρ Σινάν (1489 – 1588), που βίωσε το πέρασμα από την ορθόδοξη κοινότητα στην οθωμανική, καθώς ήταν ελληνικής καταγωγής Καππαδόκας και με το παιδομάζωμα ανατράφηκε ως γενίτσαρος στην Κωνσταντινούπολη. Η γλώσσα των μαστόρων της πέτρας, τα κουδαρίτικα, γλώσσα διαβατήριο για το πέρασμα, την ένταξη στην συντεχνία. Το πέρασμα από τη ρεαλιστική αφήγηση στο φανταστικό, το πέρασμα μέσω του γεφυριού από τη μία κατάσταση στην άλλη, στην ‘απέναντι’. Ο Άγιος Χριστόφορος ο περαματάρης, περνούσε τους οδοιπόρους από έναν χείμαρρο, που δεν είχε γέφυρα, από όπου πέρασε στις πλάτες του και τον ίδιο τον Χριστό, εξ ου και το όνομα Χριστόφορος,αλλά και για έναν ανεξήγητο λόγο κυνοκέφαλος κάτι μεταξύ ανθρώπου και ζώου, ένα άλλου είδους μυστηριώδες πέρασμα αυτό. Πρωτίστως όμως το graphic novel ως είδος αποτελεί ένα πέρασμα από το κόμικς στη λογοτεχνία, ένα υβρίδιο μεταξύ μυθιστορήματος και κόμικς. Έχουμε ειδολογική διαμεσικότητα καθώς είναι ένα υβριδικό μέσο, που συνδυάζει την εικόνα με το κείμενο και εκμεταλλεύεται τα εκφραστικά μέσα άλλων τεχνών, όπως της λογοτεχνίας, του κινηματογράφου και των εικαστικών τεχνών, θέτοντας, σύμφωνα με τον Umberto Eco σε λειτουργία μια επιδέξια τεχνική δανεισμού τρόπων και αναφορών σε αξίες από την τέχνη, τροφοδοτώντας ταυτόχρονα με τις δικές του συμβάσεις και τις άλλες μορφές τέχνης. Στα graphic novels έχουμε διαμεσική αφήγηση, καθώς ως μέσον έχουν τις δικές τους συμβάσεις και ταυτόχρονα ακολουθούν και τις συμβάσεις της λογοτεχνίας. Αλλά και ως έκδοση το συγκεκριμένο graphic novel αποτελεί πέρασμα προς διαφορετικού τύπου εκδόσεις καθώς συνοδεύεται από το εικονιστικό soundtrack του Μιχάλη Σιγανίδη, ΓΡΑ – ΓΡΟΥ. (*) Η Κατερίνα Προκοπίου είναι φιλόλογος Πηγή
  14. GeoTrou

    ΠΕΤΡΟΥ ΘΑΝΑΣΗΣ [ (1971) ]

    Ο Θανάσης Πέτρου έχει ουκ ολίγες ιδιότητες. Εκτός από τα κόμικς και την εικονογράφηση, έχει επίσης ασχοληθεί με τη μετάφραση, έχει υπάρξει ερευνητής σε ακαδημαϊκό επίπεδο και είναι ερασιτέχνης (;) μουσικός. Αλλά ας τα πάρουμε από την αρχή. Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, το 1971. Αν τα σκίτσα/ζωγραφιές που έκανε από μικρός ήταν ο σπόρος, τα περιοδικά της δεκαετίας του '80 (Κολούμπρα, Σκαθάρι, Βαβέλ κ.λπ.) αποτέλεσαν το νερό που τον έκαναν να βλαστήσει. Το 1989 ξεκίνησε σπουδές στη Γαλλική Φιλολογία, τις οποίες θα συνεχίσει στη Γαλλία μεταξύ 1992 και 1993. Εκεί θα έρθει σε επαφή με την εγχώρια σκηνή και όχι μόνο, γεγονός που τον επηρέασε σε μεγάλο βαθμό. Επιστρέφοντας στην γενέτειρά του, έκανε μεταπτυχιακό στην Κοινωνιογλωσσολογία, με αποτέλεσμα να εργαστεί πάνω στην εκπαίδευση των Πομάκων (εξ ου και το nickname με το οποίο μπορείτε να τον βρείτε στο GC ). Συνεδρία στα γραφεία του 9: Τέρμα δεξιά ο περί ου ο λόγος και στο κέντρο ο μαέστρος του περιοδικού, Άγγελος Μαστοράκης Fast forward. Παρά τις σποραδικές δουλειές στο πλαίσιο εκθέσεων, η εμφάνιση του Πέτρου στα κόμικς έγινε το 2002. Τότε αποφάσισε να στείλει μια σύντομη ιστορία για τον 2ο Διαγωνισμό Νέων Ταλέντων του περιοδικού 9, «για πλάκα» όπως έχει πει. Τελικά, κέρδισε το πρώτο βραβείο και κατ' επέκταση μια τριετή υποτροφία για σχετικές σπουδές στον ΑΚΤΟ. Έτσι, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και την περίοδο αυτή δημιούργησε τις πρώτες του ιστορίες για φανζίν, για τα περιοδικά 9 και Γαλέρα, αλλά και για τα Φεστιβάλ της Βαβέλ. Κάποιες εξ αυτών θα συγκεντρωθούν αργότερα, στο άλμπουμ Ο Τυμπανιστής και οι φίλοι του (2008). Το 2015 το Πτώμα κυκλοφόρησε στα γαλλικά από την εκδοτική Steinkis Η διετία 2011-2012 ήταν ιδιαίτερα καθοριστική για τον Πέτρου. Η αρχή έγινε με το Παραρλάμα (2011), μια από τις πολλές συνεργασίες με τον Δημήτρη Βανέλλη, και το Πτώμα (2011). Το μεν αποτελεί μια συλλογή ιστοριών του διηγηματογράφου Δημοσθένη Βουτυρά, ορισμένες από τις οποίες είχαν προηγουμένως συμπεριληφθεί στο 9. Το δε, ένα κόμικ σε σενάριο των Τάσου Ζαφειριάδη και Γιάννη Παλαβού, εμπνευσμένο από μία αληθινή και μάλλον μακάβρια ιστορία. Αυτά, όπως και το Γιούσουρι (2012) που ακολούθησε λίγο μετά, τράβηξαν το ενδιαφέρον ενός ευρύτερου αναγνωστικού κοινού και συνοδεύτηκαν από σημαντικές διακρίσεις. Ακολούθησε μια περίοδος σχετικής εκδοτικής σιωπής, με εξαίρεση το artbook Actors (2013) και τη συμμετοχή στο Ας μιλήσουμε καθαρά για την ακροδεξιά (2014), και το 2015 κυκλοφόρησαν δύο νέες δουλειές του Πέτρου. Η μία ήταν Η Μεγάλη Βδομάδα του Πρεζάκη, μεταφορά του ομώνυμου διηγήματος του Μ. Καραγάτση, μαζί με τον συνήθη ύποπτο Βανέλλη. Η άλλη, ελαφρώς απρόσμενη, ήταν το άλμπουμ Στη Μάχη του Μαραθώνα, σε σενάριο της Κατερίνας Σέρβη. Η συνεργασία μαζί της συνεχίστηκε και με άλλα κόμικς όμοιας θεματολογίας (Στη Μάχη των Θερμοπυλών - 2016, Στη Σαλαμίνα και στις Πλαταιές - 2017). Το 2016 κυκλοφόρησε το μεγαλύτερο, από άποψη μεγέθους, εγχείρημα του Πέτρου, ήτοι το graphic novel Αμανίτα Μουσκάρια, μία ακόμη μεταφορά από τη λογοτεχνία. Συμμετείχε επίσης στο συλλογικό Το πιο κρύο καλοκαίρι (2016), μια έκδοση πάνω στο τραγικό ζήτημα του προσφυγικού. Η πιο πρόσφατη δουλειά του είναι το Γρα-Γρου (2017), η δεύτερη σύμπραξη με τους Ζαφειριάδη και Παλαβό, που βραβεύτηκε στα Ελληνικά Βραβεία Κόμικς και συζητήθηκε εκτενώς σε μη κομιξόφιλους κύκλους. Στις πιο «μικρές» δουλειές των τελευταίων ετών περιλαμβάνονται στριπ για την Εφημερίδα των Συντακτών. Όπως προαναφέρθηκε όμως, ο Πέτρου έχει και ένα αξιόλογο μεταφραστικό έργο. Έχει αποδώσει, από τα γαλλικά στα ελληνικά, τα Γκαρντούνο (2006) και Άλακ Σίνερ - Υπόθεση ΗΠΑ (2007), αλλά και το Ρεμπέτικο (2010, 2015). Είναι εξάλλου μύστης του μουσικού αυτού είδους και παίζει μπουζούκι, κιθάρα και μπάσο. Η δράση του στον χώρο του σχεδίου ολοκληρώνεται από τις μπόλικες εικονογραφήσεις που έχει κάνει (κυρίως εξώφυλλα βιβλίων) και τη διδασκαλία στον ΑΚΤΟ. Οι επιρροές του Πέτρου προέρχονται κατά βάση από την ευρωπαϊκή και λατινοαμερικάνικη παράδοσης. Μεταξύ των δημιουργών που επηρέασαν την τέχνη του είναι οι Alberto Breccia, Miguelanxo Prado, David Sala, Emmanuel Lepage και Domingo Mandrafina.
  15. Το 2015 κυκλοφόρησε ο πρώτος τόμος του «Athens: The Comic Book», με 16 ιστορίες ισάριθμων δημιουργών κόμικς για την Αθήνα. Στον δεύτερο τόμο, που παρουσιάστηκε πριν από λίγες ημέρες, ακόμη 13 καλλιτέχνες τοποθετούν την πόλη στο επίκεντρο και καταγράφουν εμπειρίες, φόβους, δυσάρεστες στιγμές, αλλά και ανάσες ελπίδας. Σε μια μεγάλη, σύγχρονη πόλη όπως η Αθήνα, με τις αντιφάσεις της, το βαρύ της παρελθόν και το δυσοίωνο αύριο, τις απάνθρωπες πτυχές της αλλά και τις νησίδες ελευθερίας της, η εμπειρία της καθημερινής ζωής συμβαδίζει με την αμφιθυμία. Μέσα από την απόγνωση και τη μοναξιά μπορεί να αναδυθεί η ελπίδα και την ίδια στιγμή, κάπου αλλού ή και ακριβώς δίπλα, η απόλυτη χαρά μπορεί σε μια στιγμή να μετατραπεί σε απελπισία. Αυτή την αμφιθυμία και το διαρκές ευμετάβλητο της αίσθησης καταγράφουν 13 δημιουργοί κόμικς στο «Athens: The Comic Book #2» (έκδοση της ATAthens, εξώφυλλο: Daniel Egneus), τρία χρόνια μετά την κυκλοφορία του πρώτου τόμου. Όπως επισημαίνει η καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Αιγαίου, Εύη Σαμπανίκου, στην εισαγωγή της: «Ο τρόπος που βιώνεται η πόλη πάντοτε απασχολούσε (και ακόμη απασχολεί) τους καλλιτέχνες (και πολλούς ακόμη). Όλες οι μορφές τέχνης και δημιουργικής έκφρασης, από τη λογοτεχνία, την ποίηση, τη ζωγραφική και τη φωτογραφία μέχρι το θέατρο, τον κινηματογράφο και τα κόμικς, αντλούν από την πόλη και τον τρόπο με τον οποίο η ζωή υφαίνεται στο πλέγμα του αστικού ιστού αναρίθμητες ιστορίες». Κι αυτές οι ιστορίες μπορούν να αφορούν μια αθώα εξαπάτηση των θαμώνων μιας ταβέρνας με σκοπό να μοιραστούν γεύματα σε φτωχούς και μετανάστες, όπως στη γλυκύτατη ιστορία της Τέτης Σώλου, μέχρι τον ξυλοδαρμό ενός άστεγου από χρυσαυγίτες και την ελπίδα που του προσφέρει το δώρο ενός μικρού κοριτσιού στη σκληρή ιστορία του Malk ή τη δυστοπία μιας πόλης κατεστραμμένης από έναν τεχνο-ιό που αντιστέκεται στη σκιά του τελευταίου δέντρου στην ιστορία του Νίκου Παπαμιχαήλ ή το όνειρο ενός απολυμένου εργαζόμενου που τελειώνει σε ένα εγκαταλειμμένο ξενοδοχείο με ένα ζεστό φλιτζάνι «αλληλέγγυου» καφέ στην ιστορία της Αλεξίας Λουγιάκη. Στο βάθος όλων των ιστοριών, φυσικά, βρίσκεται πάντα η πολιτική. Γιατί, όπως τονίζει η Εύη Σαμπανίκου, οι ιστορίες είναι «κάποιες φορές ρεαλιστικές, κάποτε φουτουριστικές – σουρεαλιστικές, αλλά εξ ορισμού πάντα πολιτικές, καθώς η καθεμιά αναπαριστά το ιδεολογικό στίγμα και την οπτική γωνία του δημιουργού της. Επιπλέον, υπάρχει πάντα το ιδεολογικό στίγμα της εποχής, το πολιτικό και κοινωνικό πλαίσιο εντός του οποίου υλοποιείται κάθε έργο που οδηγεί κάποιες φορές σε αφηρημένες ουτοπίες ή, πιο συχνά, σε δυστοπικές αφηγήσεις, όπως συμβαίνει συνήθως στα κόμικς και τα γκράφικ νόβελς». Μια τέτοια συγκλονιστική δυστοπική αφήγηση είναι η σπαρακτική και παράλληλα αλληγορική ιστορία του Θανάση Πέτρου για τους κατοίκους μιας πόλης (που όταν σχεδιάζεται από ψηλά, ναι, δυστυχώς, είναι η Αθήνα) που μέρα με τη μέρα συνειδητοποιούν ότι ο πόλεμος όχι απλά έφτασε στη χώρα αλλά και οι ίδιοι είναι πια αναγκασμένοι να ζουν κρυμμένοι στα άδεια σπίτια τους και να καίνε έπιπλα για να ζεσταθούν. Απόσπασμα από την ιστορία του Ν. Παπαμιχαήλ Με τον τρόπο τους, άλλοτε σε δραματικό ύφος και άλλοτε με χιουμοριστικούς τόνους, οι δημιουργοί που μιλούν για την Αθήνα και σχεδιάζουν τις λεπτομέρειές της δίνουν ο καθένας και η καθεμιά μια διαφορετική διάσταση. Η Κατερίνα Σταμάτη ασχολείται με τις μικρές αλλά όχι ασήμαντες λεπτομέρειες και πληροφορίες που κάνουν τη ζωή στην Αθήνα πιο όμορφη και ενδιαφέρουσα, οι Έφη Θεοδωροπούλου και Θεώνη Δρακοπούλου περιγράφουν μια νύχτα με σούσι «σαν να μην υπάρχει αύριο» τη στιγμή της συνειδητοποίησης μιας άνεργης κοπέλας ότι πράγματι δεν υπάρχει αύριο, η Kristel Pent παρατηρεί τη «ζωή» ενός κάδου απορριμμάτων και, μέσω αυτής, τη ζωή των περιοίκων, μια και -όπως λένε- «δείξε μου τα σκουπίδια σου να σου πω ποιος είσαι», ο Wild Drawing εικονογραφεί στιγμές εθνικής «υπερηφάνειας» στα χρόνια του τέταρτου μνημονίου, ο Ευάγγελος Ανδρουτσόπουλος περιπλανάται στους δρόμους και παρατηρεί τα άδεια κτίρια που θα μπορούσαν (και θα έπρεπε) να στεγάζουν ανθρώπους, ενώ ο Γιώργος Τσαρδανίδης παρατηρεί τους ανθρώπους που πέφτουν θύματα κακοποίησης στη δουλειά, στον δρόμο, στη διασκέδαση, αλλά επιβιώνουν και μπορούν να δημιουργούν παρέες και συλλογικότητες για να ξεπερνούν τα προβλήματα. Απόσπασμα από την ιστορία του Malk Και όλες αυτές οι ιστορίες συνδέονται με την εικαστική ματιά του Manolo, που κάνει τα περάσματα στις -κατά κάποιον τρόπο- θεματικές ενότητες του τόμου. Ενός τόμου που, απ’ ότι φαίνεται, θα έχει και συνέχεια, καθώς το θέμα είναι ανεξάντλητο και οι σύγχρονοι δημιουργοί κόμικς μπορούν και θέλουν να ασχοληθούν με την Αθήνα. Μια Αθήνα που συνήθως αποδίδεται στα κόμικς να προκαλεί αποστροφή και να απωθεί τους κατοίκους της μέχρι τη στιγμή που ένα ανθρώπινο χέρι, μια πράξη αλληλεγγύης, μια εκδήλωση αντίστασης και ανυποταξίας κάνουν τη ζωή καλύτερη προσφέροντας ελπίδα. Και το σχετικό link...
  16. «Το Γρα-Γρου ξεκίνησε ως χάνι, έγινε κουρείο και τελικά εστιατόριο. Κοιμούνταν δυο και τρεις μέρες μέσα και την έβγαζαν με φασολάδες και σούπες, τσάι και κονιάκ», λένε οι δημιουργοί του. Γρα-Γρου. Γρα-Γρου. Περίεργο όνομα – μόνο αν το επαναλάβεις μερικές φορές, ίσως με λίγο γρέζι στη φωνή σου, μπορεί και να υποψιαστείς από που προέρχεται. Ατμοσφαιρικό εξώφυλλο, ποτισμένο ένα βαθύ μπλε που το φως του λυχναριού του δίνει χροιά ηλεκτρική – δυο άνθρωποι βαδίζουνε μια ανηφόρα που το τέλος της δε φαίνεται. Θέλω να το μεγεθύνω σε διαστάσεις πόστερ. Κόμιξ είναι το Γρα-Γρου. Το καλύτερο ελληνικό κόμιξ για το 2017 σύμφωνα με το ComicDom, όπου απέσπασε και το βραβείο καλύτερου σεναρίου. Συνάντησα στο Παγκράτι τους δυο από τους τρεις συνδημιουργούς του: τον συγγραφέα Γιάννη Παλαβό (που μαζί με τον Τάσο Ζαφειριάδη υπογράφουν το σενάριο) και τον σχεδιαστή Θανάση Πέτρου που σκηνοθέτησε τις λέξεις σε εικόνες. Αντί συστάσεων να αναφέρω μόνο πως ο Γ. Παλαβός με τη συλλογή διηγημάτων του «Αστείο» τιμήθηκε το 2013 με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος, ενώ ο Θανάσης Πέτρου έχει σχεδιάσει σε κόμιξ άλλα τρία λογοτεχνικά έργα. «Ήταν ένα στοίχημα αν θα αρέσει. Γιατί είναι ένα πολύ παράξενο, ιδιαίτερο κόμιξ. Άρεσε – και το χαρήκαμε πολύ», λέει ο Γ. Παλαβός. Αν αρχίσεις και μόνο να το φυλλομετράς, θα διαπιστώσεις αμέσως πόσο ανεπιτήδευτο, λιγόλογο και «μετρημένο» είναι – «θέλαμε το κείμενο να λειτουργεί ως συμπλήρωμα στη σιωπή. Το κόμιξ έχει πολύ “άδειο”, είναι βασισμένο στην ατμόσφαιρα και το σχέδιο», μου λένε οι δημιουργοί του. Ζαφειριάδης, Παλαβός και Πέτρου έχουν συνεργαστεί ξανά στο «Πτώμα», ένα κόμιξ που κατάφερε να μεταφραστεί και στα γαλλικά. Το Γρα-Γρου είναι ένα πρότζεκτ που ξεκίνησε ως ιδέα το 2012, μέστωσε, δουλεύτηκε ξανά και ξανά, μέχρι το φθινόπωρο του 2017, οπότε κυκλοφόρησε – ως απτό έργο τέχνης. Εικόνες, λέξεις, μουσική (από το ιδιοσυγκρασιακό soundtrack του Μιχάλη Σιγανίδη) – σαν κινηματογραφική ταινία που αποδόθηκε με ειλικρίνεια και δεξιοτεχνία στο χαρτί. To Γρα-Γρου θα παρουσιαστεί το Σάββατο 5 Μαΐου στις 21:00 στο πλαίσιο της Διεθνούς Έκθεσης Βιβλίου Θεσσαλονίκης (αίθουσα «Ματαρόα», Περίπτερο 13). Θα μιλήσουν οι συγγραφείς Ηλίας Παπαμόσχος και Νώντας Τσίγκας, καθώς και οι δημιουργοί του κόμιξ. - Τι ήταν το Γρα-Γρου; (Γ. Παλαβός): Το Γρα-Γρου ήταν ένα εστιατόριο στα σύνορα των νομών Κοζάνης και Ημαθίας, σε μια άκρη της παλιάς εθνικής οδού που ένωνε τη Δυτική με την Κεντρική Μακεδονία. Ήταν ένα χαμηλό κτήριο που έχτισαν πρόσφυγες από τη Σάντα του Πόντου σ’ έναν ορεινό τόπο, στα 1000 μ. υψόμετρο, με πολύ ομίχλη, δριμύ κρύο το χειμώνα και χιόνι, δυο μέτρα συχνά. Ξεκίνησε ως χάνι, έγινε κουρείο και τελικά εστιατόριο. Ήταν ένα μέρος με ιδιαίτερη ατμόσφαιρα, περιτριγυρισμένο από δάσος με καστανιές. Καστανιά ονομάζεται και το ποντιακό χωριό πάνω από το Γρα-Γρου, και λίγο ψηλότερα στο βουνό είναι η Παναγία Σουμελά. Πολλοί ταξιδιώτες σταματούσαν στο Γρα-Γρου. Κι όταν έριχνε πολύ χιόνι, εγκλωβιζόταν κόσμος εκεί – κοιμούνταν δυο και τρεις μέρες μέσα στο εστιατόριο και την έβγαζαν με φασολάδες και σούπες, τσάι και κονιάκ. Το Γρα-Γρου ήταν σαν φάρος στην ομίχλη, ένα καταφύγιο μέσα στην αγριάδα του τοπίου. - Το ήξερες σαν μέρος; (Γ. Παλαβός): Ήταν διάσημο και πολύ αγαπητό στους Βορειοελλαδίτες. Εμείς από το χωριό μου, το Βελβεντό της Κοζάνης, σταματούσαμε εκεί όταν πηγαίναμε στη Βέροια ή στη Θεσσαλονίκη. Επίσης, ο πατέρας μου ήταν φορτηγατζής, σταματούσε πάντα στο Γρα-Γρου κι έχω ακούσει κι απ’ αυτόν πολλές ιστορίες. Αλλά και ο Τάσος Ζαφειριάδης, που γράψαμε μαζί το σενάριο, είχε περάσει πολλές φορές παλιότερα από κει στον δρόμο για Θεσσαλονίκη κατά τις οικογενειακές εξορμήσεις προς τα δυτικά. (Θ. Πέτρου): Θεσσαλονικιός όντας, έχω κάνει κι εγώ πολλές φορές αυτόν τον δρόμο, το ήξερα ως μαγαζί και ως ιδιαίτερο σημείο, αλλά δεν είχα σταματήσει ποτέ. - Το Γρα-Γρου δούλευε, λοιπόν, με τους διερχόμενους οδηγούς και τα ΚΤΕΛ; (Γ. Παλαβός): Υπήρχε κι ένα άλλο μέρος, η Ζωοδόχος Πηγή, λίγο πιο πάνω στον ίδιο δρόμο, με αρκετά σουβλατζίδικα και τουριστικά καταστήματα που πουλούσαν σουβενίρ, γκλίτσες κλπ. Τα λεωφορεία έκαναν στάση εκεί. Το Γρα-Γρου είχε λιγότερο κόσμο, τρόπον τινά «ρέκτες» – σταματούσαν εκεί όσοι ήθελαν να φάνε συγκεκριμένα και καλομαγειρεμένα φαγητά. Φημιζόταν για τη φασολάδα του, το χοιρινό με λάχανο, τα μανιτάρια από το βουνό, ενώ ξακουστό ήταν το ρυζόγαλό του. Οι διερχόμενοι αποτελούσαν τον κύριο όγκο της πελατείας του, αλλά πήγαιναν εκεί, για το ποιοτικό φαγητό του, και άνθρωποι από τη Θεσσαλονίκη ή τη Βέροια. Είχε έναν διαφορετικό χαρακτήρα το Γρα-Γρου, ήταν σύμβολο και τοπόσημο, και σίγουρα όχι τουριστικό. - Πότε άρχισε να λειτουργεί; (Γ. Παλαβός): Ως εστιατόριο τη δεκαετία του ’60, και μέχρι να κλείσει το δούλεψαν τρεις οικογένειες, όλες από το χωριό Καστανιά. Πρώτα η οικογένεια Χειμωνίδη, έπειτα γύρω στο ’70 η οικογένεια Λιανίδη και τέλος ορισμένοι συγγενείς τους. - Και πότε έκλεισε; (Γ. Παλαβός): Μόλις ξεκίνησε να λειτουργεί η Εγνατία. Την επόμενη μέρα δεν πέρασε κανένας. Γιατί να κάνεις μια ώρα δρόμο, μπορεί και τρεις αν έβρισκες μπροστά σου κάμποσα πούλμαν και φορτηγά, όταν μέσω της Εγνατίας η απόσταση Βέροιας-Κοζάνης είναι είκοσι λεπτά, μια συνεχόμενη ευθεία με σήραγγες και γέφυρες; Έκλεισε την επομένη. (Θ. Πέτρου): Ο δρόμος ήταν «Κατάρα» νούμερο δύο... Μετά την Εγνατία αχρηστεύτηκε. Και δεν μπορούσε να «ζήσει» το μαγαζί με τους δέκα θαμώνες που θα έρθουν από τη Θεσσαλονίκη το Σάββατο, ούτε με δυο παππούδες που θα κατέβουν απ’ το χωριό για να πιουν καφέ. Μετά από λίγους μήνες γκρεμίστηκε και, πλέον, δεν μπορεί να ξαναχτιστεί στο ίδιο σημείο. Ο νόμος απαγορεύει πλέον να χτίσεις οτιδήποτε σε απόσταση μικρότερη των έξι μέτρων από τον δρόμο – και δεν υπάρχουν έξι μέτρα εκεί, είναι γκρεμός. - Δεν έχουμε πει ακόμα πώς πήρε αυτό το τόσο χαρακτηριστικό όνομά του. (Γ. Παλαβός): Από τον ήχο των μηχανών καθώς ανέβαιναν τη δύσκολη ανηφόρα. Υπήρχε ένα σπίτι ακριβώς δίπλα στο Γρα-Γρου κι αυτός που έμενε εκεί δεν μπορούσε να κοιμηθεί από το «γρα-γρου» των αυτοκινήτων που άλλαζαν ταχύτητα για να βγάλουν την ανηφόρα. - Και πώς το εστιατόριο «Γρα-Γρου» έγινε κόμιξ; (Γ. Παλαβός): Η ιδέα ήταν του Τάσου Ζαφειριάδη. Ξεκίνησε με την εικόνα μιας γέφυρας που χάνεται στην ομίχλη. Φαντάσου ένα γεφύρι και να βλέπεις μόνο μέχρι τη μέση του, να μην ξέρεις τι βρίσκεται απέναντι. Στο σημείο δεν υπήρχε γεφύρι, συνδυάστηκε όμως στο μυαλό του Τάσου η εικόνα μιας τέτοιας, επινοημένης γέφυρας, με το Γρα-Γρου, κάπως σαν «φυλάκιο» δίπλα της. Ήταν, λοιπόν, μια ιδέα του Τάσου, αλλά κι εγώ, γνωρίζοντας το μέρος, μπορούσα να την καταλάβω: στο σημείο όπου ήταν χτισμένο το πραγματικό Γρα-Γρου, ένιωθες την ένταση του περάσματος. Όταν μου πρότεινε ο Τάσος να δουλέψουμε μαζί ένα σενάριο πάνω σ’ αυτή την πρώτη εικόνα και αίσθηση, δέχτηκα αμέσως. - Πώς καταλήξατε στην ιστορία και τους χαρακτήρες; Η πρώτη ιδέα είναι αρκετά αφαιρετική. (Γ. Παλαβός): Το καλοκαίρι του 2012 ήρθε ο Τάσος στο Βελβεντό και δυο μέρες συζητούσαμε – αποκρυσταλλώσαμε τον βασικό κορμό της πλοκής και τους χαρακτήρες. Υπάρχει ένα πέρασμα, μια γέφυρα που δεν ξέρουμε πού οδηγεί, υπάρχει ο ιδιοκτήτης του Γρα-Γρου, ο οποίος λειτουργεί σαν φύλακας του περάσματος, και μια κοπέλα που θέλει να περάσει απέναντι αλλά δειλιάζει. Κεντρικοί ήρωες της ιστορίας είναι αυτοί οι δυο, αλλά, όπως σ’ έναν τροχό, υπάρχουν κι άλλοι χαρακτήρες που εξακτινώνονται γύρω τους. Οι περισσότεροι είναι άνθρωποι που θέλουν να περάσουν, αλλά δειλιάζουν. Ανέλαβα να γράψω το κομμάτι της ιστορίας που εκτυλίσσεται στο σήμερα και ο Τάσος το άλλο μισό, που εκτυλίσσεται στον 16ο αιώνα. - Υπάρχει κι ένα χωροχρονικό παιχνίδι, δηλαδή; (Γ. Παλαβός): Ναι, η ιστορία διαθέτει ένα μεταφυσικό στοιχείο, καθώς δεν ξέρουμε τι συμβαίνει στην άλλη μεριά της γέφυρας. Για να χτιστεί, όμως, μια γέφυρα, ξεκινάς ταυτόχρονα από τις δύο πλευρές, ώστε να ενωθούν τα δυο κομμάτια στο μέσον της. Έπρεπε να εξηγήσουμε πώς χτίστηκε αυτή η γέφυρα, που η μια της πλευρά είναι άγνωστη. Έγραψε, λοιπόν, ο Τάσος μια ιστορία που εκτυλίσσεται στην οθωμανική περίοδο, όπου ένας αρχιτέκτονας αναλαμβάνει κατά παραγγελία του Σουλτάνου να φτιάξει μια τέτοια γέφυρα. Ο χαρακτήρας του αρχιτέκτονα βασίζεται στον περίφημο Μιμάρ Σινάν, τον αρχιτέκτονα του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς. (Θ. Πέτρου): Στη Βέροια, στην Μπαρμπούτα – όπως λέγεται η εβραϊκή συνοικία της πόλης –, υπάρχει μια γέφυρα που ο θρύλος λέει ότι την έφτιαξε ο Σινάν, για αυτό και λέγεται «Γέφυρα του Σινάν». Καμία σχέση, όμως, δεν είχε ο κατασκευαστής της με τον ξακουστό αρχιτέκτονα, απλώς ήταν αφιερωμένη σε κάποιον Σινάν, μπέη της περιοχής. Αν περάσεις τώρα απ’ τη Βέροια, υπάρχει ακόμα η γέφυρα, αλλά σχεδόν δεν φαίνεται, την έχουν τσιμεντώσει. «Η ιστορία τού σήμερα εκτυλίσσεται τρεις μήνες προτού ανοίξει η Εγνατία και τρεις μήνες μετά, οπότε το σημείο έχει πια ερημώσει. Δεν θα πω περισσότερα, γιατί θα κάνουμε spoiler», μου λέει ο Γιάννης Παλαβός όταν τον ρωτάω για το πώς συνδέονται οι δυο ιστορίες. «Η ιστορία του 16ου αιώνα δείχνει πώς δείλιασε ο αρχιτέκτονας να δώσει κάτι παραπάνω από τον εαυτό του στο εγχείρημα της κατασκευής της γέφυρας. Σύμφωνα με την παράδοση, για να φτιάξουμε ένα γεφύρι, κάποιος ή κάτι θυσιάζεται. Ο αρχιτέκτονας δεν τολμά να θυσιάσει ένα κομμάτι του εαυτού του, ενώ κάποιοι χαρακτήρες της ιστορίας τού σήμερα τολμούν – ίσως φτιάχνουν οι ίδιοι μια νοητή γέφυρα, πάντως δίνουν κάτι απ’ τον εαυτό τους και τη διασχίζουν. Κάνουν το βήμα. Αυτό είναι το θέμα των δυο ιστοριών: τι θυσιάζεις προκειμένου να κάνεις ένα τέτοιο βήμα». «Ένα βήμα που, ίσως, οδηγεί σε μια άλλη διάσταση της πραγματικότητας», λέει ο Θανάσης Πέτρου. (Γ. Παλαβός): Οι δυο ιστορίες τέμνονται και με άλλους τρόπους, όπως ο Άγιος Χριστόφορος, που είναι ο προστάτης των οδοιπόρων και των ταξιδιωτών. Το Γρα-Γρου γκρεμίστηκε, αλλά το εκκλησάκι του Αγίου Χριστοφόρου, ακριβώς απέναντί του, υπάρχει ακόμα. Στο κόμιξ, και στις δυο ιστορίες του, υπάρχει ένα σκυλί που λειτουργεί ως ψυχοπομπός, συνοδεύοντας μέχρι ένα νοητό όριο όσους θέλουν να περάσουν απέναντι. Λέγεται Φόρης και είναι ενσάρκωση του Αγίου Χριστοφόρου. (Θανάσης Πέτρου): Ο Άγιος Χριστόφορος απεικονίζεται με δύο τρόπους, ως μια τεράστια μορφή που κρατάει στα χέρια έναν μικρό Ιησού ή ως κυνόμορφος. Αυτή είναι η παραδοσιακή απεικόνιση του αγίου, με κεφάλι και όψη σκύλου. Ο σκύλος, ο Φόρης, είναι ο τρίτος πρωταγωνιστής του κόμιξ και, κατά κάποιον τρόπο, συνδέει τις δυο ιστορίες. - Θανάση, να μιλήσουμε για το πώς σχεδίασες; (Θ. Πέτρου): Όταν τα παιδιά μου έστειλαν το σενάριο, αρχίσαμε να κάνουμε μικροδιορθώσεις στους διαλόγους. Όταν καταλήξαμε, ξεκίνησα το ντεκουπάζ, να χωρίζω δηλαδή το κείμενο σε σελίδες – από 35 σελίδες κείμενο, βγήκαν 90 σελίδες κόμιξ. Το κείμενο είναι πολύ περιορισμένο, ήταν εξαρχής λακωνικό, με ελλειπτικούς διαλόγους, αλλά και όσο δουλεύαμε το κόμιξ, συνεχώς κόβαμε. Και μετά ξεκίνησα να ετοιμάζω προσχέδια για κάθε σελίδα. Έκανα διάφορες δοκιμές, χρωματικές και σχεδιαστικές, συζητούσαμε με τα παιδιά, διορθώναμε και πάλι διορθώναμε... Κάποια στιγμή κατασταλάξαμε πώς θέλουμε να είναι. - Πόσον χρόνο σου πήρε; (Θ. Πέτρου): Την τελική κόπια τη σχεδίασα και τη χρωμάτισα σε έξι μήνες, 15 σελίδες ανά μήνα. Δούλευα «πλακωμένος»... Αλλά ήταν τόσο καλή η προετοιμασία, που μετά έβγαιναν γρήγορα οι σελίδες. - Είναι αλήθεια ότι κάποιοι χαρακτήρες του κόμιξ μοιάζουν με υπαρκτά πρόσωπα; (Θ. Πέτρου): Ο Τάσος και ο Γιάννης κάνουν εμφάνιση στο κόμιξ... (γελάει). Οι χαρακτήρες σε κάθε κόμιξ θέλουν κι αυτοί ψάξιμο όσον αφορά την εμφάνισή τους. Μου αρέσει να μεταφέρω στα κόμιξ μου φάτσες που ξέρω ή που βλέπω τυχαία. Όταν ξεκίνησα να σχεδιάζω τον βασικό ήρωα, τον κυρ Κώστα, είχα σκεφτεί να μοιάζει με τον Χαρίλαο Φλωράκη. Μετά είπαμε να τον κάνω σαν τον Αργύρη Μπακιρτζή. (Γ. Παλαβός): Ο οποίος ενθουσιάστηκε, του άρεσε πολύ. Παρουσιάσαμε το Γρα-Γρου στην Κοζάνη και ο Μπακιρτζής οδήγησε 270 χιλιόμετρα από την Καβάλα για να έρθει, μίλησε κιόλας, ήταν πολύ θερμός κι ήταν μεγάλη χαρά για μας. - Το είχατε πει στον Μπακιρτζή ότι θα τον μεταφέρετε σε κόμιξ; (Θ. Πέτρου): Ναι, αν και κάποια στιγμή μπορεί και να το είχε ξεχάσει... (γελάει). Και ο Μιχάλης Σιγανίδης που έχει γράψει τη μουσική μοιάζει με τον παπά της ιστορίας, ενώ ο πρωτομάστορας της ιστορίας του 16ου αιώνα μοιάζει μ’ έναν πρωτομάστορα του 18ου αιώνα που κάπου είδα μια απεικόνισή του. - Όσον αφορά την ατμόσφαιρα στο σχέδιο και, κυρίως, στο χρώμα; (Θ. Πέτρου): Θα μπορούσα να το έχω κάνει πιο κρύο, πιο παγερό. Εκτός από τα νυχτερινά, που είναι σκοτεινά, στις υπόλοιπες σελίδες δεν είναι τόσο «βόρεια» τα χρώματα. Ειδικά το φλας μπακ είναι σε θερμά χρώματα, ώχρες, πορτοκαλί. Στις υπόλοιπες σκηνές έπρεπε να δείξω το κρύο, αλλά αν το έκανα πιο έντονο, θα έβγαινε μουντό και άτονο, «ξεπλυμένο» κάπως. Δεν είχα ξανασχεδιάσει χιόνια σε τόσο μεγάλη έκταση και ήταν πρόκληση για μένα να φτιάξω την κατάλληλη ατμόσφαιρα. Δοκίμασα, διόρθωσα, παράτησα – αλλά κάποια στιγμή καταλήγεις, δεν μπορεί να είναι αέναη αυτή η αναζήτηση. Όσον καιρό το φτιάχναμε, δεν είχαμε αναζητήσει εκδότη, οπότε ήμασταν από την αρχή ως το τέλος και οι επιμελητές της δουλειάς μας. - Χρειάστηκε έρευνα από μέρους σας; (Γ. Παλαβός): Ναι, πήγαμε στο σημείο, είδαμε τα ερείπια, βγάλαμε φωτογραφίες. Επίσης, η ποιήτρια και μεταφράστρια Μαρία Τοπάλη με φιλοξένησε στο σπίτι της στην Καστανιά τρεις μέρες, με σύστησε σε ντόπιους, μίλησα με παλιούς θαμώνες, κατέγραψα εμπειρίες. Κι ακόμα, ένα κομμάτι της ιστορίας του 16ου αιώνα είναι γραμμένο στα «κουδαρίτικα», τη συνθηματική γλώσσα των «πετράδων» που έχτιζαν τα γεφύρια. Κι εδώ χρειάστηκε έρευνα. - Είναι βλάχικα ή αρβανίτικα; (Γ. Παλαβός): Είναι μια κατασκευασμένη από τους μαστόρους γλώσσα για να μην τους καταλαβαίνουν τ’ αφεντικά και να μην αποκαλύπτονται στους ξένους τα μυστικά της τέχνης τους. (Θ. Πέτρου): «Κούδα» σε αυτή τη συνθηματική γλώσσα είναι η πέτρα, εξού και «κουδαρίτικα». (Γ. Παλαβός): Ο Τάσος έκανε έρευνα, βρήκε λεξικά. Μάλιστα, στο τέλος του βιβλίου έχουμε κι ένα γλωσσάρι, που όποιος θέλει μπορεί να το συμβουλευτεί. - Με τις οικογένειες που δούλεψαν το Γρα-Γρου μιλήσατε; (Γ. Παλαβός): Δεν τους συνάντησα στο χωριό, μένουν μόνιμα στη Βέροια. Αλλά μίλησα μαζί τους τηλεφωνικά, με τον κ. Χειμωνίδη και τον κ. Λιανίδη. Μάλιστα ο κ. Λιανίδης, με τη μητέρα του, την κυρία Κλειώ που μαγείρευε είκοσι χρόνια στο Γρα-Γρου, ήρθαν και στην παρουσίαση του βιβλίου στη Βέροια, πήραν τον λόγο και ήταν πολύ συγκινητικό. «Πάντως δεν κάναμε κόμιξ την ιστορία του μαγαζιού (Γρα-Γρου), ούτε του χωριού (Καστανιά). Το κόμιξ Γρα-Γρου είναι μια δική μας ιστορία μυθοπλασίας. Έτσι, το πραγματικό Γρα-Γρου, ένα μέρος θρυλικό, απαθανατίστηκε σ’ ένα έργο τέχνης». - Το soundtrack του Γρα-Γρου; Προσωπικά με εντυπωσίασε ως προσθήκη στη δουλειά σας. (Θ. Πέτρου): Ο Μιχάλης Σιγανίδης δεν έχει φτιάξει ένα «μουσικό χαλί», δεν είναι το κλασικό soundtrack που θα βάλεις να παίζει ενώ διαβάζεις το βιβλίο. Ο Σιγανίδης έγραψε ένα δεύτερο Γρα-Γρου, έκανε μια δική του, προσωπική ανάγνωση της ιστορίας και έδωσε μια δική του ερμηνεία, μουσική και ηχητική. Στο soundtrack παίζουν εξαιρετικοί μουσικοί και, νομίζω, πρέπει ο αναγνώστης να δώσει προσοχή στις μουσικές συνάψεις που έχει φτιάξει ο Σιγανίδης – αξίζει να διαβάσεις το βιβλίο και να ακούσεις μετά τη μουσική του, ξεχωριστά. - Όμως η μουσική ακολουθεί τη ροή της ιστορίας; (Θ. Πέτρου): Είναι χωρισμένη σε κομμάτια αντίστοιχα με τις σκηνές του βιβλίου. - Και πώς ακούς τη μουσική; Το κόμιξ δεν συνοδεύεται από CD. (Θ. Πέτρου): Αν έχεις στο τηλέφωνό σου ένα QR Reader, απλώς θα κάνεις ανάγνωση του QR code που υπάρχει στο βιβλίο. Μπορείς όμως να χρησιμοποιήσεις και το σχετικό λινκ, που επίσης υπάρχει στο βιβλίο, και να ακούσεις το soundtrack σε live streaming. Μέσα σε έξι μήνες το Γρα-Γρου έχει πουλήσει περίπου 3.000 αντίτυπα. «Μεγάλη επιτυχία σε μια εποχή που οι πωλήσεις των κόμιξ σε όλον τον κόσμο βρίσκονται σε ελεύθερη πτώση, και ειδικά για ένα κόμιξ που δεν είναι σαν αυτό που περιμένεις να διαβάσεις», μου λέει ο Θανάσης Πέτρου. «Δεν απευθυνόμαστε στον δεκαοκτάχρονο που διαβάζει Σούπερμαν και Μπάτμαν». - Χωρίς να τον αποκλείετε, φαντάζομαι. (Θ. Πέτρου): Δεν τον αποκλείουμε, καθόλου. Απλώς δεν είναι όλα για όλους. Ούτε υπάρχει ιδεατός αναγνώστης, κατ’ εμέ. Όμως αυτός που διαβάζει Σούπερμαν δεν θα διαβάσει το Γρα-Γρου ούτε τα Μυστικά του Βάλτου. Μακάρι να το κάνει, αλλά δεν θα τα ξεφυλλίσει καν. Είναι εντελώς διαφορετική η αισθητική. - Σε ποιους απευθύνεστε, λοιπόν; Αν μπορούσαμε να ορίσουμε target group σ’ ένα βιβλίο που δεν έχει γίνει μ’ αυτόν τον σκοπό. (Γ. Παλαβός): Σ’ ένα κοινό καλλιεργημένων, ανοιχτόμυαλων ανθρώπων που αγαπούν τη λογοτεχνία και δεν σνομπάρουν τα κόμιξ, αλλά αναγνωρίζουν ότι είναι μια σοβαρή, ώριμη μορφή τέχνης. Σε σοβαρούς αναγνώστες που, όπως θα διαβάσουν ένα καλό μυθιστόρημα ή θα παρακολουθήσουν μια καλή ταινία, ανάλογα θα εκτιμήσουν ένα καλό κόμιξ. - Εμπεριέχει ένα καλτ στοιχείο το Γρα-Γρου; Και δεν χρησιμοποιώ αρνητικά τον όρο «καλτ». (Γ. Παλαβός): Το καλτ έχει, ίσως, ένα στοιχείο ειρωνικό ή μπορεί να αποπνέει μια νοσταλγία για την «παλιά Ελλάδα» και όλα τα σχετικά... Εμένα δεν με αφορά αυτό. Το Γρα-Γρου ήταν για μένα κάτι ζωντανό, σύμβολο των παιδικών μου χρόνων και μέρος της προσωπικής μου ιστορίας. «Κάποτε ο Σπύρος Δερβενιώτης είχε πει “κάνω κόμιξ αυτά που θα ήθελα να διαβάσω”. Τα δικά μου κόμιξ δεν είμαι σίγουρος ότι είναι αυτά που θα ήθελα να διαβάσω, είναι πάντως αυτά που θέλω να κάνω εγώ, που “είμαι εγώ”», λέει ο Θανάσης Πέτρου. «Θα συνεργαστείτε ξανά οι τρεις σας;» τον ρωτάω. «Κάτι θα κάνουμε. Για να τριτώσει το κακό», μου απαντάει γελώντας. Και το σχετικό link...
  17. Γρα-Γρου- Ένα ταξίδι στην μυσταγωγία της ελληνικής παράδοσης Η ελληνική παράδοση, πρόσφατη και παλαιότερη, αποτέλεσε συχνά έμπνευση για τους Έλληνες συγγραφείς, ειδικά σε περιόδους κρίσης. Έχει κάτι το μαγευτικά ανανεωτικό το να γυρίζεις στον τόπο σου, ή καλύτερα, να τον (ξανά) βλέπεις μέσα από μάτια αλλαγμένα από τον καιρό, τις διαφορετικές (και όχι πάντα ευχάριστες) εμπειρίες. Όπως άλλωστε έχει ειπωθεί πολλάκις, ότι είναι βαθιά εθνικό είναι συγχρόνως και βαθιά διεθνές, και σε έναν κόσμο που αλλάζει ραγδαία, αυτή η μαγεία της γλυκόπικρης νοσταλγίας έχει κάτι το λυτρωτικό. Το Γρα-Γρου (εκδόσεις Ικαρος), το νέο κόμικ των Γιάννη Παλαβού και Τάσου Ζαφειριάδη, σε σχέδιο του πάντα εξαιρετικού Θανάση Πέτρου, ακουμπά βαθιά τόσο στην εθνική, όσο και στην προσωπική παράδοση των κατοίκων της βόρείας Ελλάδας, αφηγούμενο με έναν ιδιαίτερο τρόπο την ιστορία του ομώνυμου εστιατορίου στο χωριό Καστανιά. Το κτίσμα αυτό σημάδεψε την ευρύτερη περιοχή τόσο χωρογραφικά, αφού αποτελούσε το πέρασμα παλιά εθνική οδό Βέροιας-Κοζάνης, όσο και πολιτισμικά, αφού προσέφερε, σε δύσκολους καιρούς, ένα φιλόξενο σπίτι (ίσως το Τελευταίο Φιλόξενο σπίτι…) στους οδοιπόρους. Το άνοιγμα της Εγνατίας οδού, το 2004, έριξε το κτίριο σε αχρηστία, προσφέροντας μεν ταχύτητα, στερόντας όμως από το ταξίδι αυτή την έννοια της περιπέτειας που είχε παλαιότερα. Η ιστορία του κόμικ δεν μένει μόνο στην απλή περιγραφή του εστιατορίου Γρα-Γρου. Με αφορμή την ονομασία του, από τον ήχο των απομακρυσμένων, ταξιδιάρικων μηχανών, ξεκινά μια πορεία αφηγηματικής και οπτικοποιητικής αναπαράστασης του πικρού αισθήματος της μυσταγωγίας και της νοσταλγίας για το αναπάντεχο που συνόδευει τους οδοιπόρους στα κρύα βουνά της Κεντρικής Μακεδονίας. Πλάθοντας ουσιαστικά μια ιστορία φανταστικού μυστηρίου, το Γραγ-Γρου (ξανά)ορθώνεται μπροστά μας όπως ήταν στο μυαλό των δημιουργών: ένα πέρασμα από το άγνωστο της φαντασίας στο πραγματικό του δρόμου, ένα προσωπικό ταξίδι για το άγνωστο χ της επιθυμίας, όποια μορφή και αν παίρνει αυτό. Η ατμόσφαιρα του κόμικ είναι βαριά. Μέσα από τα ακανόνιστα καρέ, το δωρικό, με έμφαση στην σωματικότητα μοντάζ του, σε συνδυασμό με τις κοφτές, τελεσίδικες ατάκες των χαρακτήρων του καταφέρνουν και φέρνουν τον αναγνώστη αντιμέτωπο με την τραχύτητα των βουνών του Βερμίου, που κρύβει ένα κρύο βαθύτερο και πιο παγωμένο από αυτό του χειμώνα. Κύρια πηγή των φαντασιακών στοιχείων της ιστορίας είναι μια γέφυρα, η άλλη άκρη της οποίας χάνεται στην ομίχλη. Τι κρύβεται πέρα από αυτή κανείς δεν ξέρει. Με όχημα την ιστορία της γέφυρας, αλλά και τις γλωσσικές υπερβάσεις, με τα μυστικά κουραδίτικα, την γλώσσα που μιλούσαν οι τεχνίτες την περίοδο της Τουρκοκρατίας οι δημιουργοί μας μεταφέρουν στο παρελθόν του τόπου αλλά και στην βαθύτερη έννοια ίδιου του ταξιδιού, δίνοντας σε ανθρώπους που ίσως έχουν βολευτεί με αυτοκίνητα και αεροπλάνα να καταλάβουν πως το πέρασμα από τον έναν τόπο στον άλλον έχει μια ομορφιά που ξεπερνά την απλή μεταφορά. Είναι μια εμπειρία που σε σημαδεύει, που σε αφήνει να περιηγηθείς στα σύννεφα, ενώ τα πόδια σου είναι γερά ριζωμένα στην γη. Ταυτόχρονα, η έμφαση που δίνει η ιστορία στην παράδοση τόσο των εννοιών όσο και του τόπου, αποδίδεται με εξαιρετικό τρόπο και οπτικά από τον Θανάση Πέτρου. Το σχέδιο του, βαθιά επηρεασμένο από μεγάλους Έλληνες ζωγράφους , με βασικότερο ίσως ανάμεσα τους τον Τσαρούχη βασισμένο σε ευδιάκριτες, λιτές μορφές και ρεαλιστικά χρώματα που αναπλάθουν το φως, καταφέρνει και μας μεταφέρει την αίσθηση του μακρινού, χρονικά και χωρικά Γρα-Γρου, ενώ ταυτόχρονα μας μεταδίδει λίγη από την νοσταλγία των δημιουργών για το μέρος αυτό. Σε αυτή την μαγεία συμβάλει και τα μέγιστα η πρωτότυπη μουσική του Μιχάλη Σιγανίδη, η οποία συμπληρώνει τις εικόνες του κόμικ και το μεταπλάθει σε μια πλήρη οπτικοακουστική πρόταση. Εν κατακλείδι, το Γρα-Γρου αποτελεί ένα σοβαρό βήμα για την στροφή των ελληνικών κόμικ στην εγκόλπωση και θεμάτων αμιγώς ελληνικών, τόσο σε επίπεδο αφήγησης όσο και ιστορίας, χωρίς ωστόσο να χάνουν την επαφή τους με τις εξελίξεις της 9ης Τέχνης, μια ισορροπία πολύ δύσκολη. Έχουμε όμως δημιουργούς ικανούς να την επιτελέσουν και δούμε τρομερά πράγματα στο μέλλον. Μάλιστα, πολλά τα βλέπουμε ήδη! Πηγή
  18. GreekComicFan

    ΣΤΗ ΣΑΛΑΜΙΝΑ ΚΑΙ ΣΤΙΣ ΠΛΑΤΑΙΕΣ

    Τιμή καταλόγου: 9,90€ 472 π.Χ και οι Αθηναίοι παρακολουθούν μια παράσταση του Αισχύλου για τον αποκαλούμενο ως μεγάλο πόλεμο, τον πόλεμο ενάντια στους Πέρσες, την οποία χορηγεί ο Περικλής στην πρώτη του δημόσια ενέργεια. Το ανέβασμα ενός έργου βασισμένο σε πρόσφατα πραγματικά γεγονότα παραξενεύει τους πολίτες αλλά στο τέλος το επευφημούν, δίνοντας αφορμή να θυμηθούν την δική τους συμβολή στον πόλεμο, αναλύοντας γεγονότα που αναγκαστικά η παράσταση δεν μπορούσε να καλύψει, δίνοντας έτσι τα γεγονότα υπό την ματιά των απλών ανθρώπων. Συνέχεια τις σειράς που καλύπτει τα γεγονότα των Περσικών Πολέμων από την Κατερίνα Σέρβη και τον Θανάση Πέτρου. Το ίδιο αξιόλογη με το Στη μάχη του Μαραθώνα και το Στη μάχη των Θερμοπυλών. Ίδιο μεγάλο μέγεθος επίσης ενώ ακόμα για μια φορά έχει παράρτημα με επεξηγήσεις. Αυτό που δεν είχε αναφερθεί είναι πως τα συγκεκριμένα άλμπουμ εντάσσονται σε μια υπερσειρά με τίτλο Ιστορικά Εικονογραφημένα του Πατάκη. Δεν ξέρω αν υπάρχουν ήδη άλλα άλμπουμ υπό αυτή την ομπρέλα ή αν υπάρχει πλάνο και για άλλα άλμπουμ σε αυτή την σειρά. Το άλμπουμ υπάρχει και στην βιβλιοθήκη της ΛΕΦΙΚ.
  19. Γέφυρα μεταξύ παράδοσης και φαντασίας Συντάκτης: Γιάννης Κουκουλάς Ενα τοξωτό γεφύρι της Μακεδονίας και ένα εστιατόριο με το παράξενο όνομα «Γρα-Γρου» (εκδόσεις Ικαρος) γίνονται τόποι συνάντησης των ετερόκλητων περαστικών που μόνο τυχαία δεν βρίσκονται εκεί, σε μια ατμοσφαιρική ιστορία των Τάσου Ζαφειριάδη – Γιάννη Παλαβού (σενάριο) και Θανάση Πέτρου (σχέδια), που συνοδεύεται από ένα εξαιρετικό σάουντρακ του Μιχάλη Σιγανίδη Ο ηλικιωμένος εστιάτορας, ιδιοκτήτης του «Γρα-Γρου», παραμένει ένας τυπικός επαγγελματίας ακόμα και τη στιγμή που βρίσκεται μια ανάσα από την οικονομική καταστροφή. Ο νέος δρόμος που εγκαινιάζεται θα παρακάμψει το χωριό του και οι πελάτες θα μειωθούν δραματικά. Αυτός, όμως, δεν πτοείται. Γιατί βρίσκεται εκεί για άλλον λόγο. Ως φύλακας-κλειδοκράτορας ενός βυθισμένου στην ομίχλη παράξενου γεφυριού που συνδέει την Κεντρική με τη Δυτική Μακεδονία, καλωσορίζει τους επισκέπτες που έχουν φτάσει εκεί από μια ανεξήγητη παρόρμηση, ένα όνειρο που είδαν, μια σκοτεινή επιθυμία, μια τάση φυγής από κάτι που τους στοιχειώνει, ένα βαθιά κρυμμένο μυστικό. Αναχωρητές όλοι από τον κόσμο «εκεί έξω» και μετοικούντες σε ένα ατέρμονο, άχρονο και επαναλαμβανόμενο «τώρα» πασχίζουν να κρυφτούν στην ομίχλη που σκεπάζει το χιονισμένο Βέρμιο για να κρύψουν το παρελθόν τους και να ξεφύγουν από τους προσωπικούς τους δαίμονες. Το γεφύρι στέκεται δίπλα τους αγέρωχο για να χωρίζει το «εδώ» από το «εκεί», περισσότερο για να αποτρέπει τη διέλευση παρά για να γεφυρώνει το χάσμα. Χαμένο κι αυτό σε μια ομίχλη από μύθους, θρύλους και δοξασίες του παρελθόντος. Ποιος το έχτισε και πότε; Και πάνω απ’ όλα γιατί; Ποιοι θυσιάστηκαν για να στεριώσει (θαυμάσιες, τόσο σεναριακά όσο και σχεδιαστικά οι σελίδες του παρελθόντος που αναφέρονται στην Τουρκοκρατία); Ποιο ρόλο εξυπηρετεί σήμερα; Πώς αντέχει τόσα χρόνια; Γιατί το βλέπουν μόνο όσοι είναι προορισμένοι να το δουν; Είναι μονόδρομος για όσους επιχειρήσουν το απονενοημένο και τολμήσουν να το διασχίσουν ή επιτρέπει και την αντίθετη διαδρομή; Τα ερωτήματα διαδέχονται το ένα το άλλο σε μια ατμοσφαιρική αφήγηση που εξελίσσεται εσκεμμένα υποτονικά για να συμβαδίζει με τη σιωπή των χιονισμένων βουνών και τους κοφτούς, λιτούς, χαμηλόφωνους διαλόγους των θαμώνων του «Γρα-Γρου». Η ένταση και η αγωνία βρίσκονται μέσα τους και εντείνονται καρέ με το καρέ, σελίδα με τη σελίδα. Το τοπίο παραμένει ανεπηρέαστο από τα πάθη και τα λάθη των ανθρώπων και κάποιοι από αυτούς χρίζονται φύλακες και προστάτες του για να διασκεδάσουν τη μικρότητά τους μπρος στο Υψηλό που τους περικυκλώνει και την ανεξήγητη δύναμη της αυτοσυντηρούμενης φύσης. Και οι μέρες περνούν ώσπου η Σοφία, η νεαρή καθηγήτρια-πρωταγωνίστρια να πάρει μια απόφαση, συντροφιά με τον αδέσποτο σκυλάκο, τον Φόρη. Οι αποφάσεις σε τέτοια μέρη, όμως, δεν παίρνονται εύκολα. Η ιστορία του «Γρα-Γρου» μπορεί να είναι φανταστική αλλά βασίζεται σε κάποια πραγματικά στοιχεία. Το ομώνυμο εστιατόριο, παλαιότερα χάνι, λειτουργούσε έξω από την Καστανιά Ημαθίας μέχρι το 2004 όταν και άνοιξε η Εγνατία Οδός. «Σήμερα ελάχιστοι περνούν από κει, ωστόσο οι Βορειοελλαδίτες θυμούνται την ατέλειωτη διαδρομή με τις φιδωτές στροφές. Βυθισμένο στην ομίχλη επί μήνες κάθε χρόνο, το τοπίο μεταδίδει μια ασυνήθιστη ένταση, που επιτείνεται από την αίσθηση ότι το σημείο είναι ουσιαστικά μια διάβαση, ένα σύνορο, κι ότι το «Γρα-Γρου» ήταν το φυλάκιο. Δεν πρέπει να είναι τυχαίο ότι το εκκλησάκι που χτίστηκε απέναντι από το εστιατόριο αφιερώθηκε στον προστάτη των ταξιδιωτών, τον Αγιο Χριστόφορο, που ενίοτε απεικονίζεται ως κυνόμορφος», επισημαίνουν οι Τάσος Ζαφειριάδης και Γιάννης Παλαβός στο επιλογικό τους σημείωμα. Οι δυο σεναριογράφοι είχαν και κατά το παρελθόν συνεργαστεί με τον Θανάση Πέτρου στο «Πτώμα» (εκδόσεις Jemma Press, 2011), μια σαρκαστικά μακάβρια ιστορία που έχει μεταφραστεί ήδη και στα γαλλικά. Στο «Γρα-Γρου» όμως, στρέφουν το επίκεντρό τους στη σκοτεινή και αχαρτογράφητη ελληνική επαρχία, συνδυάζοντας την παράδοση, την τοπικότητα, τη γοητεία της μικροκλίμακας με τη φαντασία, το ιδιοσυγκρασιακό και το μεταφυσικό στοιχείο, παρεμβάλλοντας παράλληλα εγκιβωτισμένες αφηγήσεις για το παρελθόν που ερμηνεύουν το παρόν και μπολιάζοντάς τες με γλώσσες και ντοπιολαλιές που αντί να ξενίζουν τον αναγνώστη τον προκαλούν να τις «μεταφράσει». Αναρωτώμενοι ουσιαστικά για τη σχέση της Ιστορίας με τις μικρές ανθρώπινες, προσωπικές ιστορίες. Οπως τονίζουν και οι ίδιοι: «Αυτή η ένταση που σηματοδοτεί το πέρασμα από τον έναν τόπο στον άλλο, από τη μια κατάσταση στην άλλη, ήταν η αφετηρία για το κόμικς. Για τις ανάγκες της ιστορίας μας, επινοήσαμε ένα γεφύρι, μονίμως μισοχαμένο στην ομίχλη, όπως είναι συχνά το καθετί στην περιοχή. Εμπνευση για την ιστορία της γέφυρας ήταν η βεροιώτικη γέφυρα Καραχμέτ, που αποδίδεται λανθασμένα στον Μιμάρ Σινάν, τον σπουδαίο αρχιτέκτονα της εποχής του Σουλεϊμάν Α'. Στα παράλληλα επεισόδια που αφηγούνται την περιπλάνηση του αρχιτέκτονα και το χτίσιμο της γέφυρας, οι μάστορες μιλούν τα λεγόμενα “κουδαρίτικα”, τη συνθηματική γλώσσα των τεχνιτών της πέτρας». Το πολυεπίπεδο «Γρα-Γρου», όμως, δεν εξαντλείται στις σελίδες της έντυπης έκδοσης. Γίνεται ακόμη πιο απολαυστικό συνοδεία του «εικονικού σάουντρακ» που συνέθεσε ο Μιχάλης Σιγανίδης και μπορεί να απολαύσει ο αναγνώστης σκανάροντας το QR code του εσωφύλλου ή επισκεπτόμενος τη σελίδα των εκδόσεων Ικαρος. Αποκομίζοντας εντέλει μια μοναδικά πλούσια εμπειρία και απολαμβάνοντας μια εξαιρετική και πρωτότυπη δουλειά. Οι στίχοι Η γέφυρα του «Γρα-Γρου» παίζει τον ρόλο, μεταξύ άλλων, κι ενός διαχρονικού σημείου αποχωρισμού, φορτισμένου με μνήμες και ποτισμένου με δάκρυα. «Κλαψόδεντρε, Κλαψόδεντρε, πάνω στην κλαψοράχη, Γιατ’ είν’ στυφά τα μήλα σου, Τ’ άνθη σου μαραμένα; Στις ρίζες μου αγκαλιάζουνε τους γιους τους οι μανάδες, που παίρνουνε τη δημοσιά στα μακρινά να πάνε. Μαστόρ’ είναι οι άντρες τους κι εδώ αποχαιρετιούνται. Πέρα μακριά στην ξενιτιά Την πέτρα πελεκούνε. Στη σκιά μου αποχωρίζονται οι ξενοπαντρεμένες, στερνή φορά που βλέπουνε το πατρικό οι κόρες. Στις ρίζες πέφτουν δάκρυα, νοτίζουν τα κλαδιά μου. Γι’ αυτό είν’ στυφά τα μήλα μου τ’ άνθη μου μαραμένα». Οπως επισημαίνει ο Τάσος Ζαφειριάδης στο επίμετρο της έκδοσης, οι στίχοι του αυτοί είναι «εμπνευσμένοι από μια συνήθεια που επιβίωσε στα μαστοροχώρια της Δυτικής Μακεδονίας έως τα μέσα του εικοστού αιώνα: όταν οι χτίστες έφευγαν για να δουλέψουν σε άλλες περιοχές, οι συγγενείς και οι φίλοι τούς συνόδευαν μέχρι ένα ορισμένο σημείο στην άκρη του χωριού, όπου γινόταν ο αποχωρισμός. Το σημείο ονομαζόταν «Κλαψόδεντρος», «Κλαψογκορτσιά», «Κλαψοράχη», «Πικροκέρασος» κ.λπ. Εκεί οι οικείοι αποχαιρετούσαν και όσους επρόκειτο να ξενιτευτούν». Παρουσίαση Η πρώτη επίσημη παρουσίαση του «Γρα-Γρου» θα πραγματοποιηθεί την Τετάρτη 29 Νοεμβρίου στις 19.00, στο MatchPoint café (Αινιάνος 1, πλατεία Βικτωρίας). Για το βιβλίο θα μιλήσουν ο εικαστικός και διευθυντής του Τμήματος Kόμικς του ΑΚΤΟ Γιώργος Μπότσος, ο συγγραφέας Αβραάμ Κάουα και οι δημιουργοί του «Γρα-Γρου». Στον εκθεσιακό χώρο MatchPoint Arts N’ More θα λειτουργεί από τις 27 ώς τις 29 Νοεμβρίου έκθεση με σελίδες του κόμικς. Πηγή
  20. BladeRunner1992

    ΓΡΑ-ΓΡΟΥ

    Ονομαστική τιμή: 14,90€ Για κάποιον περίεργο λόγο, το κόμικ μου κίνησε την προσοχή από την στιγμή που έμαθα για την επερχόμενη κυκλοφορία του, χωρίς να υπάρχει περίληψη τότε και χωρίς να έχω δει το σχέδιο. Η αλήθεια είναι ότι ούτε με τον Ζαφειριάδη ούτε με τον Πέτρου είχα κάποια επαφή σαν αναγνώστης μέχρι τώρα, ενώ, αντίθετα, με τον Παλαβό ήταν αλλιώς τα πράγματα, μιας και είχα διαβάσει τόσο την ωραία συλλογή διηγημάτων "Αστείο" (εκδόσεις Νεφέλη) και το διήγημα "Σαν Άνγκρε", όσο και δυο-τρία βιβλία που έχει μεταφράσει. Όμως είχα δει δουλειές του Θανάση Πέτρου και ήμουν σίγουρος ότι θα άξιζε τον κόπο να διαβάσω τελικά το "Γρα-Γρου". Λοιπόν, ναι, τον κόπο τον άξιζε και με το παραπάνω. Νιώθω ότι διάβασα κάτι το ιδιαίτερο και το ξεχωριστό, απορροφήθηκα εντελώς από την όλη ιστορία και μεταφέρθηκα στα υπέροχα τοπία έξω από το χωριό Καστανιά του Βέρμιου. Η ιστορία συνδυάζει αρμονικά το κοινωνικό δράμα με κάποια αλληγορικά στοιχεία που μπορεί να πει κανείς ότι ανήκουν και στο είδος του Φανταστικού, και πιστεύω ότι δίνει λίγη τροφή για σκέψη. Οι διάλογοι είναι οι απολύτως απαραίτητοι, μιας και υπάρχουν πάμπολλα καρέ όπου οι εικόνες μιλάνε από μόνες τους. Το σχέδιο και ο χρωματισμός είναι, πραγματικά, σε εξαιρετικό επίπεδο ποιότητας. Ένιωσα στο πετσί μου το κρύο, την μελαγχολία, την μοναξιά, την μουντάδα, την άγρια ομορφιά των τοπίων στα οποία εξελίσσεται η ιστορία, ήταν σαν να ήμουν και εγώ ο ίδιος παρών στο εστιατόριο Γρα-Γρου και τα γύρω μέρη. Χάρηκα πολύ που διάβασα το "Γρα-Γρου". Πρόκειται για μια πολύ όμορφη δουλειά, που έχει να προσφέρει πράγματα τόσο στους έμπειρους αναγνώστες κόμικς, όσο και στους πιο άπειρους. Σίγουρα το σχέδιο και ο χρωματισμός είναι τα πιο δυνατά σημεία του κόμικ, όμως προσωπικά και η ιστορία μου άρεσε πολύ. Τώρα δεν ξέρω κατά πόσο θα συγκινήσει ή θ'αγγίξει άλλους αναγνώστες, εμένα όμως με κράτησε μέχρι το τέλος. Όσον αφορά την έκδοση του Ίκαρου, είναι πραγματικά πολύ προσεγμένη και όμορφη, από την γραμματοσειρά και την επιμέλεια, μέχρι το χαρτί, την βιβλιοδεσία και την όλη εξωτερική εμφάνιση. Προτείνεται με κλειστά μάτια! 9/10
  21. Π Α Ρ Ο Υ Σ Ι Α Σ Η Β Ι Β Λ Ι Ο Υ ΓΡΑ-ΓΡΟΥ Τετάρτη 29 Νοεμβρίου στις 19:00 MATCHPOINT CAFÉ Τ. ΖΑΦΕΙΡΙΑΔΗΣ, Γ. ΠΑΛΑΒΟΣ, Θ. ΠΕΤΡΟΥ Οι εκδόσεις Ίκαρος και το MatchPoint café σάς προσκαλούν στην παρουσίαση του graphic novel Γρα-Γρου των Τάσου Ζαφειριάδη, Γιάννη Παλαβού και Θανάση Πέτρου, σε μουσική του Μιχάλη Σιγανίδη. Θα μιλήσουν ο εικαστικός και διευθυντής του Τμήματος Kόμικς του ΑΚΤΟ Γιώργος Μπότσος, ο συγγραφέας Αβραάμ Κάουα και οι δημιουργοί του Γρα-Γρου. Στον εκθεσιακό χώρο MatchPoint Arts N’ More θα λειτουργεί από τις 27 ως τις 29 Νοεμβρίου έκθεση με σελίδες του κόμικς. MatchPoint café Αινιάνος 1, Αθήνα 104 34 - σταθμός Βικτώρια, Τ. 210 8250898
  22. GeoTrou

    Παρουσίαση του «Γρα-Γρου»

    μέχρι
    Την Τετάρτη 29 Νοεμβρίου στις 19:00, οι εκδόσεις Ίκαρος και το MatchPoint café σάς προσκαλούν στην παρουσίαση του graphic novel «Γρα-Γρου» των Τάσου Ζαφειριάδη, Γιάννη Παλαβού και Θανάση Πέτρου, σε μουσική του Μιχάλη Σιγανίδη. Θα μιλήσουν ο εικαστικός και διευθυντής του Τμήματος Kόμικς του ΑΚΤΟ Γιώργος Μπότσος, ο συγγραφέας Αβραάμ Κάουα και οι δημιουργοί του «Γρα-Γρου». Στον εκθεσιακό χώρο MatchPoint Arts N’ More θα λειτουργεί από τις 27 ως τις 29 Νοεμβρίου έκθεση με σελίδες του κόμικς. MatchPoint café (Αινιάνος 1, Αθήνα 104 34 - σταθμός Βικτώρια) Τ. 210 8250898
  23. Τα μανιτάρια των αισθήσεων και των παραισθήσεων Ο Παύλος Μεθενίτης Συντάκτης: Βασιλική Τζεβελέκου Αν ζητήσεις από παιδί ή ενήλικα να ζωγραφίσει ένα μανιτάρι, είναι βέβαιο ότι θα σχεδιάσει ένα ολοκόκκινο κεφάλι με λευκά στίγματα επάνω στο κλασικό ποδαράκι. Μια Αμανίτα Μουσκάρια δηλαδή, το αθώο και τόσο ψυχεδελικό μανιτάρι των παραμυθιών, της Αλίκης στη Χώρα των Θαυμάτων, των φωτιστικών στους κήπους των εξοχικών. Ο Αμανίτης ο Μυγοκτόνος, όπως ονομάζεται, δεν είναι άλλο από το παραισθησιογόνο ιερό φυτό, άμεσα συνδεδεμένο με το ανθρώπινο υποσυνείδητο και πασίγνωστο από τους μύστες των Ελευσίνιων Μυστηρίων και τους σαμάνους της Σιβηρίας που το έτρωγαν για να ταξιδέψει η ψυχή τους, μέχρι τους κατοίκους της Γουατεμάλας ή της Αυστραλίας που το θεωρούσαν μαγικό. Οι αντάρτες και οι αντάρτισσες διά χειρός Θανάση Πέτρου Είναι εκείνα τα μανιτάρια που ξεκλήρισαν τη διμοιρία των Ελασιτών στο Πάικο της Μακεδονίας το φθινόπωρο του ‘43, όταν οι πεινασμένοι αντάρτες και οι αντάρτισσες τα μαγείρεψαν και τα έφαγαν κι ας έλεγε ο Γιαννάκος «είναι ζουρλομάνταρα, τρελομάνταρα, ζουρλομανίταρα. Στο χωριό μου δεν τ’ αγγίζουμε». Ο Θανάσης Πέτρου με το εμπνευσμένο πενάκι του αφηγείται με εικόνες την αληθινή ιστορία των ανταρτών στο graphic novel «Αμανίτα Μουσκάρια» (εκδόσεις Γνώση) που κυκλοφόρησε τον Δεκέμβριο. Βασίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημα «Αμανίτα Μουσκάρια» (εκδόσεις Καστανιώτη, 2007) του Παύλου Μεθενίτη, που έγραψε το σενάριο του κόμικς για τα σχέδια του Θανάση Πέτρου, ο οποίος και στο παρελθόν έχει μεταφέρει λογοτεχνικά κείμενα στο χαρτί με εξαιρετική επιτυχία. «Το δουλεύαμε δύο χρόνια, παράλληλα με άλλες ασχολίες, δίναμε από το έλλειμμα του χρόνου μας. Είναι τεράστιο έργο με φοβερή δουλειά, ιδιαίτερα για τον Θανάση. Ο κομίστας είναι ο σκηνοθέτης και δημιουργεί καρέ καρέ, όπως ο σκηνοθέτης πλάνο πλάνο, την ιστορία που βλέπουμε. Ο κομίστας βγάζει την ατμόσφαιρα. »Ο Θανάσης σκηνοθέτησε λοιπόν, έκανε κανονικά ντεκουπάζ όλο το βιβλίο στο χαρτί και δημιούργησε μια έντυπη ταινία. Ηταν κοπιαστική, δημιουργική διαρκής διαδικασία. Λίγα αποσπάσματα έχουν παραλειφθεί από το βιβλίο, οι διάλογοι είναι ελάχιστα τροποποιημένοι και όλες οι πληροφορίες για τη δράση των ηρώων προκύπτουν από την εικόνα», μας λέει ο συγγραφέας και δημοσιογράφος Παύλος Μεθενίτης. Ενα road movie, λοιπόν, είναι το κόμικς, που μας ταξιδεύει από την καρδιά της Αθήνας στα βουνά της Κεντρικής Μακεδονίας και έχει στο επίκεντρο την αληθινή ιστορία των ανταρτών η οποία συνδέεται με το σήμερα. Μια ιστορία με παραισθησιογόνα και έκπτωτους αγγέλους, που μιλάει για το «χρέος και τα πάθη, για τις ουσίες και τους ανθρώπους που μαθαίνουν, πάντα σκληρά, πως λαχτάρα σημαίνει επιθυμία αλλά και τρόμος». Ο Ηλίας, δημοσιογράφος ταξιδιωτικού ρεπορτάζ, είναι ο κεντρικός ήρωας. Με οικογενειακές εκκρεμότητες, τον θάνατο του τζάνκι αδελφού του να τον βαραίνει και συναισθηματικά σκαμπανεβάσματα, δραπετεύει συχνά με τη μοτοσικλέτα του. Σ’ ένα τέτοιο ταξίδι βρίσκεται στο Πάικο. Τυχαία μένει στο πανδοχείο του Ντρούγκαρου, του τελευταίου αντάρτη από τους δύο επιζήσαντες της αλληλοσφαγής που ακολούθησε μετά την κατάποση των μανιταριών το ‘43. Ολα αυτά τα χρόνια ο Ντρούγκαρος ζει αποτραβηγμένος, με τις αναμνήσεις και τα ερωτήματα να τον βασανίζουν. Οταν ο Ηλίας ύστερα από μια βόλτα στο δάσος τού φέρνει αμανίτες και του ζητάει να φάνε, ο Ντρούγκαρος έξαλλος του απαντάει: Ζουρλομάνταρα σαν και τούτα ρίξανε κάτω άντρες δράκους, θεριά, όχι αποσπόρια σαν κι εσένα και εμένα... Αντρες με πέντε κιλά αρχίδια ο καθένας! Που κρατάγανε ντουφέκι, όχι κομπιουτεράκια! Που ανέβαιναν τρέχοντας το βουνό με είκοσι κιλά στην πλάτη, που μπαίνανε στη φωτιά τραγουδώντας ρε! Τέτοιους άντρες λέω! Που μπορεί να μην είχαν το δικό σου μπόι αλλά ήταν γίγαντες. Τ’ ακούς; Γίγαντες Ωστόσο, ο νεαρός και ο ηλικιωμένος άντρας θα έρθουν κοντά, θα ανοίξουν τις καρδιές τους, θα καπνίσουν μπάφο, θα εξομολογηθούν ο ένας στον άλλον και τελικά θα φάνε αμανίτες αλλάζοντας διάσταση και βιώνοντας ο καθένας το δικό του ταξίδι, εκείνο που επιθυμούσε για να δραπετεύσει και να λυτρωθεί. • Οταν γράψατε το μυθιστόρημα θέλατε να αναδείξετε την ιστορία των ανταρτών ή να αναφερθείτε στην επίδραση των παραισθησιογόνων στον άνθρωπο; Παρακινήθηκα από την πραγματική ιστορία των ανταρτών, που υπάρχει στην αυτοβιογραφία του Στέφανου Χουζούρη «Γιατρός σε τρεις πολέμους». Αυτός είναι ο πυρήνας στο μυθιστόρημα και στο κόμικς. Ηθελα να συνδέσω την ιστορία του ‘43 με το σήμερα, με γέφυρα τις παραισθησιογόνους ουσίες και τους ανθρώπους που κινούνται μεταξύ καθήκοντος και πάθους. Οι αντάρτες ήταν άνθρωποι που είχαν αφοσιωθεί στο καθήκον. Η χρήση των μανιταριών λειτούργησε σαν κλειδί για να ξεκλειδώσει το ασυνείδητο των ανταρτών. Αυτό που βγήκε φανερώνει τι κρύβει κάθε άνθρωπος στην ψυχή του. Πως κάποιος που είναι ταγμένος σε μια ιδέα, σ’ ένα ιδανικό, καταπιέζει κατά κάποιο τρόπο τον ψυχισμό, τις επιθυμίες, τις τάσεις, τις ορέξεις, τις κλίσεις του, ακριβώς γιατί έχει να επιτελέσει τον σκοπό του. Στην ιστορία σήμερα, έχουμε έναν δημοσιογράφο που δεν τα πάει πολύ καλά με τον εαυτό του και κάτι ψάχνει για να αυτοπραγματωθεί. Για να ανακτήσει την αξιοπρέπεια που κάπου έχει χάσει. Τα μανιτάρια και η ιστορία του Ντρούγκαρου τον κάνουν με τον πιο σκληρό τρόπο να γίνει αυτός που θέλει να είναι. Μετά από αυτό γράφει το βιβλίο του και έρχεται σε εσωτερική αρμονία. Κλείνει τα χρέη προς τον εαυτό του, προς τους γονείς του, την πρώην κοπέλα του, την κοινωνία γενικότερα. Η σχέση πάθους-καθήκοντος που έλεγα πριν, φαίνεται στην ιστορία του αδελφού του. Πρεζάκι, χάνει τη ζωή του, όταν τον σκοτώνει ένας αστυφύλακας. Ο πατέρας είναι στρατιωτικός, άνθρωπος του καθήκοντος, και η μάνα δασκάλα -άλλο ένα πρόσωπο ταγμένο σε ιδανικό σκοπό. Ωστόσο όλοι, είτε είμαστε ταγμένοι στα πάθη, είτε στο καθήκον, δεν είμαστε μονοδιάστατοι. Στο τέλος ο ήρωας καταφέρνει να ισορροπήσει και ο Ντρούγκαρος, σε μεγάλη ηλικία πια, τρώει για πρώτη φορά αμανίτες. Σαν να θέλει να συνδεθεί με το παρελθόν του με τίμημα τη ζωή του. Αφού βγάζει τη φρίκη που είχε μέσα του για μισό αιώνα, πεθαίνει ήσυχος. • Πώς έγινε η συνεργασία με τον Θανάση Πέτρου; Οταν βγήκε το βιβλίο σημειώθηκε ένα χλιαρό ενδιαφέρον να μεταφερθεί στον κινηματογράφο, τουλάχιστον η σεκάνς με τους αντάρτες, να γίνει κάτι σαν αυτόνομη ταινία μικρού μήκους. Ατόνησε το σχέδιο και δεν προχώρησε, ωστόσο υπήρχε μια μορφή σεναρίου. Αργότερα γνωριστήκαμε με τον Πέτρου μέσω της «Ελευθεροτυπίας» όπου εργαζόμασταν. Με το μαγικό χέρι του έχει μεταφέρει διηγήματα μεγάλων συγγραφέων -Καραγάτση, Δημοσθένη Βουτυρά και άλλων- με φοβερή επιτυχία, με γλυκύτητα και ευαισθησία. Μου είπε ότι ενδιαφερόταν να κάνει το «Αμανίτα Μουσκάρια» graphic novel και φυσικά χάρηκα. Ετσι άρχισε η συνεργασία μας. • Ποια η σχέση σας με τα κόμικς; Τα λατρεύω. Αρχισα όπως όλοι της γενιάς μου από «Μίκι Μάους», «Σεραφίνο», «Τιραμόλα» και μετά τα διαπλανητικά της Μarvel. Δεν παρακολουθώ πλέον όλη την παραγωγή γιατί είναι τεράστια. Εκδίδονται καταπληκτικά πράγματα, έχουν εξελιχθεί σημαντικά το σενάριο και οι εικόνες. Ωστόσο ο πρώτος που μου έρχεται πάντα στο μυαλό είναι ο Ούγκο Πρατ. Τον αγαπώ πολύ, εκείνος κι αν έχει κάνει χάρτινες ταινίες! Και δεν μιλάμε για δημιουργούς όπως ο Ρεζέ και οι άλλοι φοβεροί που κάνουν ένα στριπ σε εφημερίδα και τα λένε όλα, αλλά για σχεδιαστές, για κομίστες που εκδίδουν μεγάλα άλμπουμ. • Τα κόμικς έχουν πάντα μια διαδραστική σχέση με τις νέες γενιές. Θεωρείτε ότι έτσι η ιστορία σας θα φτάσει ευκολότερα στους νεότερους αναγνώστες; Το ελπίζω. Η εικόνα πάντα είναι πιο εύληπτη. Δεν χρειάζεται πολλές επεξηγήσεις. Την εικόνα χωρίς λέξεις μπορεί να την προσλάβει κάθε άνθρωπος στον κόσμο. Η εικόνα είναι οικουμενική και οι νέες γενιές λειτουργούν κυρίως μέσω των εικόνων, έναντι των λέξεων. Θυμάμαι τον εαυτό μου να ανοίγω «Ρόμπαξ» και «Μπλεκ» και να τρελαίνομαι ή να βλέπουμε τηλεόραση... με μόνο δύο κανάλια. Ημασταν πεινασμένοι για εικόνες. Τώρα ο γιος μου έχει το τάμπλετ με εικόνα απίστευτης ευκρίνειας και παίζει παιχνίδια που τα βλέπω και πάλι χαζεύω. Η αλήθεια είναι ότι η εικόνα γοήτευσε τον άνθρωπο από την αρχή. Από τα πρώτα κόμικς είναι εκείνα των αρχαίων Αιγυπτίων που σκαλίζουν την ιστορία και τη μορφή του βασιλιά και της βασίλισσάς τους. • Κόμικς ή βιβλία θα προτείνατε; Βυθίστηκα σε ένα βιβλίο γύρω στα 14 κι έκτοτε κολυμπάω σ’ αυτή τη θάλασσα. Θεωρώ ότι το βιβλίο είναι θέμα αποκάλυψης. Δεν είναι θέμα μαθητείας. Είτε ερωτεύεται κάποιος τη λογοτεχνία και δεν ξαναβγαίνει από εκεί, είτε έχει μια σχέση περιστασιακή, διαβάζει για τη δουλειά, τις σπουδές του ή γιατί κάποιος του πρότεινε ένα καλό βιβλίο. Δεν είναι όμως ο παθιασμένος αναγνώστης, ο βιβλιόφιλος που θα πεθάνει μ’ ένα βιβλίο στο χέρι. Ωστόσο και οι εικόνες, όπως και οι λέξεις, είναι το μέσο για να εκφράσει κανείς ιδέες και συναισθήματα. Πηγή
×
×
  • Δημιουργία νέου...

Σημαντικές πληροφορίες

Χρησιμοποιώντας αυτή τη σελίδα, αποδέχεστε τις Όρους χρήσης μας.