Search the Community
Showing results for tags 'Polaris'.
-
Το κλασικό ποίημα της κρητικής μεσαιωνικής λογοτεχνίας, του Βιτσέντζου Κορνάρου, διασκευασμένο από τους Παπαμάρκο, Ράγκο και Γούση σε σχέδιο του Γούση. Χωρισμένο σε 5 μέρη, όπως και το αυθεντικό ποίημα στο οποίο υποψιάζομαι πως μένει πιστό. Το σχέδιο δένει πάρα πολύ με το περιεχόμενο αφού βγάζει την λαϊκή ελληνική τέχνη έτσι όπως την ξέρουμε στα έργα του Θεόφιλου κτλ ενώ εκεί που πρέπει αποκτά περισσότερες διαστάσεις με σύγχρονο σχεδιασμό και σκηνοθεσία. Χρωματισμός πάρα πολύ έντονος, δεν είναι κακός σε καμία περίπτωση αλλά θα ήθελα να δω πως θα φαινόταν σε άλλο τόνο. Η έκδοση πάρα πολύ καλή, με αυτάκια, χρυσά ανάγλυφα γράμματα στο εξώφυλλο και μέσα και προσεγμένη στη λεπτομέρεια εσωτερική διακόσμηση και γραφιστική επιμέλεια. Θα έλεγα πως είναι υποδειγματικό. Κυκλοφόρησε σε 2000 αντίτυπα, ενώ είναι αφιερωμένο στη μνήμη του Δημήτρη Αρμάου. Ευχαριστούμε για τα εξώφυλλα των ανατυπώσεων τους hudson & chrisbouk.
- 48 replies
-
- 43
-
- βιτσέντζος κορνάρος
- polaris
- (and 5 more)
-
Από την Ηρωίδα της Ελληνικής Επαναστάσεως και τα μπλε εξώφυλλα που κρέμονταν στα περίπτερα της δεκαετίας του ’60, έως τη σύγχρονη απεικόνιση των ληστών στις αρχές του 20ού αιώνα και από τον Flash ως τον Black Panther. O Βέλγος δημιουργός κόμικς Ζορζ Προσπέρ Ρεμί, γνωστός με το ψευδώνυμο Ερζέ (Hergé). Δημιούργησε τη σειρά κόμικς με ήρωα τον Τεντέν, η πρώτη ιστορία του οποίου δημοσιεύτηκε τον Ιανουάριο του 1929 στο παιδικό έντυπο Le Petit Vingtième. H τέχνη των κόμικς, όπως άλλωστε και όλες οι μορφές τέχνης, έχει μια μακρά και πολύπλοκη σχέση με την ιστορία και τη μελέτη του παρελθόντος· μια σχέση η οποία εκτείνεται από την πρώτη στιγμή της εμφάνισης των κόμικς έως σήμερα. Παρόλο που η αφήγηση με τη χρήση διαδοχικών εικόνων χρονολογείται από πολύ παλαιότερα, τα κόμικς με τη σημερινή τους μορφή εμφανίστηκαν ως αναγνώσματα σε συνέχειες στις εφημερίδες του 19ου αιώνα, στο πλαίσιο του εκδημοκρατισμού και της συνακόλουθης εμπορευματοποίησης της δημόσιας σφαίρας. Αποτέλεσμα των τεράστιων αλλαγών στη μορφή και στο περιεχόμενο του Τύπου, και ιδίως της ανάδυσης της εντυπωσιοθηρικής δημοσιογραφίας και του ταμπλόιντ, αρχικά χρησίμευσαν ως άλλο ένα μέσο για τη δημιουργία μιας σταθερής σχέσης αναγνώστη και εφημερίδας, αλλά σύντομα αυτονομήθηκαν, αποτελώντας αντικείμενο αυτοτελών εκδόσεων στις αρχές του 20ού αιώνα. Όπως συμβαίνει με κάθε «αναπαράσταση» του παρελθόντος, η σχέση των κόμικς με το παρελθόν είναι πολυεπίπεδη. Από τη μία πλευρά, τα κόμικς συνομιλούν με την ιστορία, αρδεύουν περιεχόμενο και εικόνα από το παρελθόν και τις ιστοριογραφικές του επεξεργασίες, συνομιλούν με την τρέχουσα ιστορική παραγωγή, τις αντιλήψεις για το παρελθόν. Ο Αστερίξ και οι περιπέτειές του βασίστηκαν σε ένα σύνολο ιστορικών γνώσεων – προφανώς με συνεχείς αναγωγές στο σήμερα – γύρω από τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία και τους λαούς της. Από την άλλη πλευρά, τα κόμικς αποτελούν μάρτυρες της εποχής τους, αποτυπώνουν, ακόμη και αν μιλούν για το παρελθόν, το σήμερα των δημιουργών τους, τις σύγχρονές τους αντιλήψεις και πραγματικότητες. Ο Λοχαγός Μαρκ και ο αγώνας του σε συνεργασία με έναν Ινδιάνο για την ανεξαρτησία των ΗΠΑ από τους Άγγλους αποικιοκράτες, ένα κόμικ που είχε πολύ μεγάλη επιτυχία στο κοινό της δεκαετίας του ’60, είναι προϊόν των συζητήσεων και των κινημάτων που γέννησε η συγκεκριμένη εποχή. Εάν από τη μία πλευρά τα κόμικς είναι πλούσιες πηγές για την εποχή που δημιουργούνται αλλά και για την ιστορική αντίληψη των δημιουργών και των συγκαιρινών τους, παράλληλα αποτελούν ένα μοναδικό μέσο διάχυσης αντιλήψεων και εικόνων του παρελθόντος. Προσανατολισμένα παλαιότερα κυρίως σε ένα παιδικό και νεανικό κοινό, αλλά πιο πρόσφατα και σε μεγαλύτερες ηλικίες, αποτελούν ένα από τα πιο ισχυρά μέσα διάχυσης αυτού που θα ονομάζαμε ποπ ιστορική κουλτούρα. Αξίζει να δούμε αυτή την πολύπλοκη σχέση μέσα από δύο παραδείγματα, εκείνα των υπερηρωικών κόμικς και των graphic novels. Εξώφυλλο τεύχους των Κλασσικών Εικονογραφημένων. Το τεύχος έχει τίτλο Η ηρωίδα της Επαναστάσεως και αποτελεί διασκευή του ομότιτλου έργου το οποίο έγραψε ο Στέφανος Ξένος και κυκλοφόρησε το 1852. Τα κόμικς των υπερηρώων Το 1938 γεννήθηκε το πρώτο περιοδικό κόμικς με τη σύγχρονη έννοια, το θρυλικό πρώτο τεύχος του Action Comics (1938) που εισήγαγε τον Superman, έναν εξωγήινο μετανάστη που απηχούσε με τη διπλή του ταυτότητα τους προβληματισμούς των Εβραίων δημιουργών του. Σύντομα ακολούθησαν και άλλοι ανάλογοι χαρακτήρες βασισμένοι στα αρχέτυπα της ποπ κουλτούρας, με πιο γνωστό παράδειγμα τον Batman (1939), μια ενισχυμένη εκδοχή των ντετέκτιβ από την έντυπη, ραδιοφωνική και κινηματογραφική αστυνομική μυθοπλασία της δεκαετίας του 1930. Η εμφάνιση των υπερηρώων στην ποπ κουλτούρα, αν και αρχικά απηχούσε κοινωνικές ανησυχίες της περιόδου του Κραχ του 1929, σύντομα σημαδεύτηκε από τον πατριωτικό πυρετό του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, διάστημα κατά το οποίο η δημοφιλία του συγκεκριμένου είδους εκτοξεύτηκε. Μετά από μια περίοδο κάμψης, όπου τη θέση των υπερηρώων πήραν άλλα είδη ποπ αφηγήσεων (κόμικς γουέστερν, τρόμου, επιστημονικής φαντασίας, κ.ο.κ.), το είδος επανεμφανίστηκε δυναμικά στη δεκαετία του 1960, πρωτοπορώντας μορφολογικά, αφηγηματικά και ως προς το περιεχόμενο: η ανάδειξη της Marvel – μιας εκ των δύο μεγαλύτερων εταιρειών κόμικς μέχρι σήμερα, μαζί με το αντίπαλο δέος, την DC – στην κορυφή της αγοράς της εποχής εδραζόταν αφενός στις τεχνικές σύνδεσης με το αναγνωστικό κοινό και στη γέννηση νέων δημοφιλών χαρακτήρων και αφετέρου στην είσοδο των ηρώων στη σφαίρα του πραγματικού κόσμου. Τα εργασιακά και συναισθηματικά προβλήματα του νεαρού Spider-Man συνυπήρχαν με την απόπειρα των Fantastic Four να εξισορροπήσουν τη ζωή τους ανάμεσα στην οικογένεια, στην επιστήμη και στις εξωγήινες απειλές· ο αλκοολικός μεγιστάνας Iron Man αποτελούσε την αιχμή του δόρατος των ψυχροπολεμικών ΗΠΑ στη μάχη εναντίον του κομμουνισμού ή μεταφορών γι’ αυτόν, ενώ ο αναγεννημένος Captain America – που στην πρώτη του εμφάνιση το 1941 γρονθοκοπούσε τον Χίτλερ – ενσάρκωνε την αμερικανική ιδεολογία και ταυτόχρονα έψαχνε τη θέση του στον νέο μεταπολεμικό κόσμο· λίγο αργότερα ο Black Panther, ο πρώτος μαύρος υπερήρωας, έγινε ένα ισχυρό σύμβολο του κινήματος των Αφροαμερικανών. Λόγω της αξιοσημείωτης συνέχειάς τους μέσα στον χρόνο, τα υπερηρωικά κόμικς είναι ταυτόχρονα μια πολύτιμη ιστορική πηγή αλλά και ένα βαρόμετρο της ποπ κουλτούρας γενικά, και της ιστορικής κουλτούρας ειδικότερα, των δυτικών παγκοσμιοποιημένων κοινωνιών. Εδώ και 15 χρόνια, οι κινηματογραφικές μεταφορές υπερηρωικών κόμικς έχουν καταστεί ένα από τα μεγαλύτερα πολιτισμικά προϊόντα στην παγκόσμια αγορά, συνδιαμορφώνοντας τις αναπαραστάσεις του παρελθόντος για εκατομμύρια ανθρώπους. Από τη δεκαετία του 1940, οι υπερήρωες είχαν εμφανιστεί, με περισσότερη ή (συνήθως) λιγότερη επιτυχία, στην τηλεόραση και στον κινηματογράφο, ενώ στα τέλη της δεκαετίας του 1960 ένα από τα διαχρονικά ισχυρότερα στούντιο του Χόλιγουντ, η Warner Bros, εξαγόρασε την DC, ιδίως μετά την επιτυχία του τηλεοπτικού Batman. Από το 2008 μέχρι σήμερα, όμως, και έχοντας αποφύγει οριακά τη χρεοκοπία τη δεκαετία του 1990, η Marvel κατόρθωσε να δημιουργήσει κάτι πρωτόγνωρο: ένα δίκτυο δεκάδων αλληλοσυνδεόμενων ταινιών και σειρών, που η DC προσπαθεί ασθμαίνοντας, και χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία, να ακολουθήσει· ένα δίκτυο με τόσο μεγάλη δυναμική από άποψη κερδών και κυριαρχίας, ώστε το 2009 η Marvel εξαγοράστηκε από την υπερδύναμη της ποπ κουλτούρας Disney. Οι αναπαραστάσεις του ναζισμού και του Ψυχρού Πολέμου στη σειρά ταινιών Captain America, η μείξη στοιχείων της αρχαιότητας με το σκηνικό του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου στην κινηματογραφική Wonder Woman και η απεικόνιση της αποικιοκρατίας στο Black Panther δημιουργούν εικόνες, ήχους, αισθητικά πρότυπα και ερμηνευτικές προτάσεις στον ίδιο ή και σε μεγαλύτερο βαθμό από τις παγκόσμιες αναπαραστάσεις του αμερικανικού παρελθόντος στα γουέστερν και από τις τεράστιες κινηματογραφικές παραγωγές ιστορικού περιεχομένου του 20ού αιώνα. Η φύση αυτών των ιστορικών ερεθισμάτων είναι, βέβαια, ένα μεγάλο θέμα συζήτησης, όχι επειδή βασίζονται σε χάρτινους υπερήρωες, αλλά επειδή κυριαρχούν σε τόσο μεγάλο βαθμό και τείνουν να απορροφήσουν ή να εκτοπίσουν κάθε διαφορετική αφήγηση. Σελίδα από το graphic novel Ζητιάνος του Canellos Cob, που βασίζεται στην ομότιτλη νουβέλα του Ανδρέα Καρκαβίτσα (Polaris, 2019). Από τα Κλασσικά Εικονογραφημένα στα graphic novels To 1941 κυκλοφόρησαν στις ΗΠΑ τα Classics Illustrated, τα πρώτα περιοδικά κόμικς που είχαν ως σκοπό την παρουσίαση ενός μυθιστορήματος σε ένα τεύχος. Η σύμβαση που χαρακτήρισε τη δημιουργία τους ήταν ο περιορισμός του σεναρίου στην πλοκή και η απόδοση των περιγραφικών μερών μέσω της εικόνας. Στόχευαν κυρίως στο παιδικό και νεανικό κοινό, θέλοντας να του προσφέρουν ψυχαγωγία μαζί με μόρφωση. Η επιτυχία τους οδήγησε στη μεταφορά τους και σε άλλα εθνικά περιβάλλοντα. Στην Ελλάδα κυκλοφόρησαν το 1951 από τις εκδόσεις Ατλαντίς των αδελφών Πεχλιβανίδη, οι οποίες ειδικεύονταν στο παιδικό και σχολικό βιβλίο. Πέρα από τη διασκευή γνωστών ελληνικών μυθιστορημάτων, λ.χ. Η ηρωίς της Ελληνικής Επαναστάσεως του Στέφανου Ξένου, η σειρά βασίστηκε κατά κύριο λόγο σε διασκευές ιστοριών από την ελληνική εθνική ιστορία, εκκινώντας από την αρχαιότητα. Ιστορίες που αναλάμβαναν να μετατρέψουν σε σενάριο γνωστοί λογοτέχνες της εποχής όπως ο Βασίλης Ρώτας, η Σοφία Μαυροειδή-Παπαδάκη, η Γεωργία Δεληγιάννη-Αναστασιάδη. Η εκδοτική επιτυχία του εγχειρήματος ήταν τεράστια, όπως και η δημοφιλία της σειράς, μια δημοφιλία που επιβεβαιώθηκε και από την επανέκδοσή της από την Καθημερινή λίγα χρόνια πριν. Αξίζει λίγο να το σκεφτούμε αυτό· η διάχυση και η πρόσληψη μιας σειράς κειμένων και εικόνων, οι οποίες σε μια κρίσιμη περίοδο διχασμού έφτιαχναν ένα κοινό ηρωικό παρελθόν, βασισμένο σε παραδοχές όπως η πίστη στην πατρίδα, η ανδρεία, η μπέσα κ.ά. Οι στερεότυπες εικόνες του παρελθόντος, βασισμένες σε μια μακρά παράδοση αναπαραστάσεων της εθνικής ιστορίας, υπήρξαν καθοριστικές για τη διαμόρφωση της ιστορικής κουλτούρας των συγκαιρινών τους, ακόμη και αν προέρχονταν από αριστερούς κατά τεκμήριο δημιουργούς. Στη δεκαετία του 1980 εμφανίστηκε διεθνώς ένας νέος όρος, το «graphic novel», για να δώσει κύρος σε μια μορφή τέχνης που είχε χάσει σε μεγάλο βαθμό τη δύναμή της, είχε δει τα έσοδά της να μειώνονται και είχε κατηγορηθεί συστηματικά για την υποτιθέμενη «διαφθορά της νεολαίας». Αυτή η «σοβαρή» στροφή των κόμικς, αν και τους αφαίρεσε ενίοτε στοιχεία από τη διασκεδαστική τους φύση, παρήγαγε αριστουργήματα της 9ης τέχνης και τους έδωσε την ευκαιρία να μπολιαστούν με νέες προβληματικές. Στην Ελλάδα, όπου η παραγωγή κόμικς ήταν μικρή και περιορισμένη σε συγκεκριμένους κύκλους με ελάχιστες εξαιρέσεις, βλέπουμε τα τελευταία χρόνια μια επανεπεξεργασία του εθνικού (πραγματικού ή μυθολογικού) παρελθόντος μέσα από μια πληθώρα κομιξικών ειδών: από την έκδοση graphic novels με διασκευές επιφανών λογοτεχνικών κειμένων (Ερωτόκριτος, Τα μυστικά του βάλτου, Ο ζητιάνος, Παραρλάμα, κ.ά.) μέχρι την πλαισίωση της ελληνικής ιστορίας μέσα από τους κώδικες του ποπ, του νουάρ, του φανταστικού ή του υπερηρωικού (Μυθοναύτες, Ληστές – Η ζωή και ο θάνατος των Γιάννη και Θύμιου Ντόβα, Μυστήρια πράματα, πληθώρα κόμικς στο βραχύβιο, δυστυχώς, περιοδικό Μπλε Κομήτης κ.ά.). Ένα ιστορικό παρελθόν που κάποτε προσεγγίζεται από κάποιον επαγγελματία ιστορικό ή ερευνητή, ο οποίος γράφει και το σενάριο, ή πολύ συχνά από τον ίδιο τον δημιουργό των κόμικς, ο οποίος συνθέτει το σύνολο του έργου, συνομιλώντας κάποτε με εντυπωσιακό τρόπο με τη σύγχρονη ιστοριογραφία. Από το graphic novel των Παναγιώτη Πανταζή – Γιάννη Ράγκου, Στα μυστικά του βάλτου της Πηνελόπης Δέλτα (Polaris, 2018). Από το χάρτινο κόμικ στο διαδίκτυο Εάν όσο περνάει ο καιρός η ισχύς του χάρτινου κόμικ μειώνεται σε έναν ψηφιοποιημένο κόσμο, οι εικόνες που προέρχονται από αυτό γίνονται όλο και πιο ηγεμονικές μέσω της διάχυσής τους από μέσα όπως ο κινηματογράφος ή το διαδίκτυο. Λογοτεχνία, κινηματογράφος, μουσική, κόμικς συγκροτούν από κοινού στέρεες εικόνες για το ιστορικό παρελθόν. Δεν είναι πρωτόγνωρο. Η ιστορική συνείδηση της ελληνικής κοινωνίας του 19ου και του 20ού αιώνα διαμορφώθηκε μέσα από την ώσμωση διαφορετικών ειδών που άρδευαν από το παρελθόν. Λαϊκά μυθιστορήματα, αναγνώσματα στον Τύπο σε συνέχειες, τα Κλασσικά Εικονογραφημένα ή, για τους νεότερους, ο Αστερίξ ή ο Λοχαγός Μαρκ διαμόρφωσαν εικόνες, συγκρότησαν κοινότητες αναγνωστών. Στη σύγχρονή μας εκδοχή και με τη συνδρομή του ψηφιακού στοιχείου, του διαδικτύου και της ικανότητας των σόσιαλ μίντια να συγκροτούν κοινότητες, υπάρχει μια διαρκής, γόνιμη και δημιουργική αλληλόδραση, όπως αποτυπώνεται και στα σύγχρονα graphic novels, ανάμεσα σε επίπεδα κουλτούρας που παλαιότερα γίνονταν αντιληπτά ως ασύμβατα και σε φόρμες και αφηγηματικές τεχνικές με διαφορετικές προελεύσεις. Για τον ιστορικό του μέλλοντος, τα σύγχρονα graphic novels θα αποτελέσουν έναν πολύτιμο δείκτη για τον τρόπο που διαβάστηκε στη συγχρονία το ιστορικό παρελθόν, είτε με νέες αναγνώσεις είτε με την επανάγνωση κειμένων που συγκρότησαν αυτό που θα ονομάζαμε νεοελληνικό κανόνα στην τέχνη. *Aναπληρωτής καθηγητής Ιστορίας, ΕΚΠΑ **Διδάσκων Ιστορίας, Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής Το παραπάνω άρθρο δημοσιεύθηκε στην έκδοση της Καθημερινής «Σελίδες Ιστορίας», τεύχος 3 Ιούνιος-Αύγουστος 2023. Και το σχετικό link...
-
- 3
-
- κλασσικά εικονογραφημένα
- classics illustrated
- (and 5 more)
-
Μέσα στην θαλπωρή που προσφέρουν τα Χριστούγεννα είναι πολύ οδυνηρό για ένα παιδί να μαθαίνει ότι δεν υπάρχει Άγιος Βασίλης. Φανταστείτε, όμως, πόσο πιο δυσβάσταχτο θα ήταν αν μάθαινε ότι υπάρχει, αλλά είναι νεκρός! ! Κάτι τέτοιο σκαρφίστηκε το μυαλό του Τζεροκαλκάρε, γνωστού στο ελληνικό κοινό από το “Cobane Calling”, που ένα μέρος του δημοσιεύτηκε στο περιοδικό “Μπλε Κομήτης” και δημιούργησε το κόμικ “Στον μακαρίτη Αϊ-Βασίλη: Μία Χριστουγεννιάτικη ιστορία”. Ο δημιουργός παραδέχεται την ύπαρξη του εν λόγω Αγίου, ο οποίος έχει στήσει εδώ και αιώνες μία επιχείρηση στον Βόρειο Πόλο, που σκοπό έχει να επιβραβεύσει τα καλά παιδιά όλου του κόσμου, δίνοντας του τα δώρα που επιθυμεί το καθένα, την παραμονή των Χριστουγέννων. Σε αυτό του το έργο έχει αρωγούς την γυναίκα του κι έναν μεγάλο στρατό από ξωτικά. Όταν, όμως, ο Άγιος μεταφέρεται σε κωματώδη κατάσταση στο νοσοκομείο, ύστερα από πυροβολισμό και μετά από λίγες ημέρες αφήνει τον μάταιο τούτο κόσμο, τότε τα πράγματα παίρνουν μία διαφορετική τροπή από την συνηθισμένη, πολύ πιο άγρια κι ανελέητη. Η χήρα του παίρνει μερικές δύσκολες αποφάσεις, πολλά ξωτικά χάνουν την δουλειά τους, τα πνεύματα οξύνονται στον υπερθετικό βαθμό και οι συγκρούσεις στους δρόμους φέρνουν κι άλλα θύματα… Όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, ο Τζεροκαλκάρε, παίρνει μία τόσο όμορφη κι άδολη παράδοση και την αποδομεί πλήρως, φέρνοντάς την στην σύγχρονη πραγματικότητα, που κάθε άλλο παρά παραμυθένια φαντάζει. Δημιουργείται, λοιπόν, μία ιδιαίτερη Χριστουγεννιάτικη ιστορία, στην οποία η δολοφονία του κεντρικού πρωταγωνιστή φέρνει μία σειρά από αλυσιδωτές καταστάσεις, οι οποίες οξύνονται εκθετικά και ραγδαία. Με αυτόν τον τρόπο ο δημιουργός σατιρίζει εύστοχα το όλο concept του Άγιου Βασίλη, αλλά και την κοινωνία που ζούμε. Τέλος, αξίζει να αναφέρουμε ότι το σενάριο αναδίδει αρώματα κωμικού στοιχείου, χωρίς όμως να διαθέτει κάποιο (πολύ) χιουμοριστικού καρέ ή κάποιον σπαρταριστό διάλογο. Αν μη τι άλλο, μιλάμε για μία Χριστουγεννιάτικη αφήγηση που είναι ο ορισμός της πρωτοτυπίας και σπάει οποιοδήποτε στερεότυπο και στεγανό. Προσωπικά, μου άρεσε αυτή η υπόθεση, αν και υπήρχαν στιγμές που ένιωσα λίγο άβολα, μιας και δηλώνω λάτρης της συγκεκριμένης εποχής του χρόνου κι όλων των παραδόσεών της. Προτείνεται σε αυτούς που θέλουν να διαβάσουν κάτι το διαφορετικό και… διεστραμμένο για τα Χριστούγεννα και θεωρώ ότι θα αποτελούσε έναν τέλειο συνδυασμό με το βιβλίο του Ηλία Φουντούλη “Χαρτί & καλαμάρι: 12 σκοτεινές Χριστουγεννιάτικες ιστορίες”. Καλό θα ήταν, πάντως, να μην το δωρίσετε στο μικρό ανιψάκι σας…! Ο εικαστικός τομέας διαθέτει πλουραλισμό μοτίβων. Έτσι, βρίσκουμε κανονικές ασπρόμαυρες σελίδες με κλασικά καρέ (εικονογράφηση και μπαλονάκια), αλλά έχουμε και μονοσέλιδα σκίτσα. Επίσης, βρίσκουμε και σελίδες μόνο με αφήγηση. Έξυπνη τεχνοτροπία, αν θέλετε την ταπεινή μου γνώμη. Το σχέδιο έχει δόσεις γελοιογραφίας, αλλά δεν υστερεί στην απόδοση των λεπτομερειών και των σκληρών εικόνων της πλοκής. Τόσο το ασπρόμαυρο στοιχείο, όσο και το χρώμα όπου έμπαινε (το οποίο είναι περισσότερο σε ποσότητα) επιτελούν αξιόλογα το έργο τους. Η έκδοση έχει μέτριο μέγεθος και φέρει στο εσωτερικό της ματ χαρτί ενισχυμένου πάχους. Το εξώφυλλο έχει όμορφα χρώματα, καλό πάχος και διαθέτει “αυτάκια”, τα οποία όμως δεν έχουν κάτι αξιόλογο, παρά μόνο ένα ανεπαίσθητο και δυσανάλογο του μεγέθους τους, σκιτσάκι. Την κόλληση στην ράχη την βρήκα καλή. Σαν συνοδευτικό υλικό μπορούμε να εντάξουμε μία σελίδα με σημειώσεις της ελληνικής έκδοσης για την επεξήγηση μερικών Ιταλικών ονομάτων και γεγονότων που είναι άγνωστα στο ευρύ ελληνικό κοινό, καθώς επίσης και μία σελίδα που φέρει την βιογραφία του Τζεροκαλκάρε. Πολλές ευχαριστίες στον φίλο @ nikos99 για την διάθεση του κόμικ.
-
Ένα προφίλ και μια μικρή ανάγνωση της βιβλιογραφίας του 38χρονου δημιουργού, με αφορμή τη σειρά που σχεδίασε, έγραψε και σκηνοθέτησε στο Netflix. Ιταλία. Χώρα με μεγάλη παράδοση στην κουζίνα, στα τυριά, τα αλλαντικά και τα ζυμαρικά, στα αλκοολούχα ποτά, στον νεορεαλιστικό κινηματογράφο, στους διαγωνισμούς τραγουδιού και στα εντυπωσιακά σόου, στο θέατρο, τη σύγχρονη φιλοσοφία και τα κόμικς. Ενώ πολλοί πάγκοι με μεταχειρισμένα βιβλία διαθέτουν τευχίδια με κόμικς προηγούμενων δεκαετιών σε χαμηλές τιμές, αυτή τη στιγμή στα βιβλιοπωλεία της Ιταλίας, εκεί που τοποθετούνται τα graphic novels, τα ράφια καλύπτονται από τις συλλογές μικρών ιστοριών που σχεδίασε ο Τζεροκαλκάρε (Zerocalcare), ίσως ο πιο σημαντικός δημιουργός κόμικ της ιταλικής χερσονήσου τα τελευταία χρόνια. Ξεφυλλίζω μερικές από τις συλλογές του και προσπαθώ να καταλάβω τι γράφει στο οπισθόφυλλο: α) «Τίποτα νεότερο από το μέτωπο της Ρεμπίμπια (Niente di nuovo sul fronte di Rebibbia)», με μικρές ιστορίες που έγραψε από το 2019 μέχρι το 2021 που πραγματεύονται τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης των φυλακισμένων στη Ρεμπίμπια, ένα προάστιο βορειοανατολικά της Ρώμης όπου ο Τζέροκαλκάρε μεγάλωσε και ζει, το φαινόμενο της cancel culture και προσωπικές του ιστορίες μέσα στην καραντίνα. β) «Κάθε καταραμένη Δευτέρα στις δύο (Ogni maledetto Lunedi su due)», που αφηγείται το μανιφέστο των millenials που δεν θέλουν να παραδεχτούν πως είναι ενήλικες. γ) το graphic novel “Kobane Calling”, μια αυτοβιογραφία του νεαρού δημιουργού που ταξιδεύει στη Μέση Ανατολή και στην επαρχία της Ροζάβα με μια οργάνωση που υποστηρίζει την αντίσταση των Κούρδων στη Συρία. Αποσπάσματά του δημοσιεύτηκαν στο ανεξάρτητο, ιταλικό περιοδικό Internazionale και στην Ελλάδα, σε τεύχη του βραχύβιου περιοδικόυ κόμικς Μπλε Κομήτης. Δεν υπάρχει απόδοση των έργων του στα ελληνικά, αλλά η σειρά του Netflix «Κατά μήκος της διακεκομμένης γραμμής (Tear along the dotted line) την οποία σχεδίασε, έγραψε, σκηνοθέτησε και έδωσε την φωνή του στους περισσότερους χαρακτήρες των έξι επεισοδίων, είναι η πιο προσβάσιμη και συναισθηματικά ισχυρή γνωριμία με την πολιτική σάτιρα και τον κόσμο του Τζεροκαλκάρε, στον οποίο τίποτα δεν είναι αρμονικά σχεδιασμένο. Ένας 38χρονος… ασβεστόλιθος Καλκάρε στα ελληνικά σημαίνει ασβεστόλιθος. Ασυνήθιστο ψευδώνυμο επέλεξε ο 38χρονος Μικέλε Ρεκ, αλλά η επιρροή της τηλεόρασης και των διαφημίσεων που διαμόρφωσαν την ποπ κουλτούρα της δεκαετίας του ’90 ήταν καταλυτική στα βιώματά του. Γι’ αυτό και επέλεξε αυτές τις δύο λέξεις που άκουσε σε ένα διαφημιστικό σποτ για να κρύψει την πραγματική του ταυτότητα σε μια συζήτηση στο ίντερνετ. Ήταν 2001, όταν ήταν μαθητής στην τελευταία τάξη του γαλλικού λυκείου που τον έγραψε η Γαλλίδα μητέρα του. Η βία στην σύνοδο της G8 στη Γένοβα και η δολοφονια του 23χρονου Κάρλο Τζουλιάνι άφησε μια τεράστια πληγή στην συλλογική μνήμη της Ιταλίας, αλλά και στον 18χρονο Μικέλε Ρεκ, που με αφορμή τα επεισόδια σχεδίασε τα πρώτα του σκίτσα. Άλλαξε πολλές δουλειές. Από ελεγκτής εναέριας κυκλοφορίας μέχρι δάσκαλος φυσικής κατ’ οίκον. Εμπειρίες που αποτύπωσε σε πολλές ιστορίες με έναν ιδιότυπο σαρκασμό και αστείρευτη αυθεντικότητα. Για να καλύψει το ενοίκιο του σπιτιού του με έναν πιο δημιουργικό τρόπο αποφάσισε να συμμετάσχει σε φεστιβάλ κόμικς, στα οποία εμβληματικοί εκδοτικοί οίκοι της χώρας και εφημερίδες όπως η La Repubblica αρχίζουν να ανακαλύπτουν το ταλέντο του. Η πρώτη έκδοση των ιστοριών του έγινε το 2011 με τον τίτλο «Η προφητεία του Αρμαντίλο», με πρωταγωνιστή τον ίδιο και ένα πορτοκαλί αρμαντίλο που εκφράζει τις ενοχικές σκέψεις της συνείδησής του που δεν τον αφήνουν ελεύθερο να δημιουργήσει, να αγαπήσει, να σχεδιάσει, να μιλήσει. Αυτές οι ιστορίες, μαζί με μεταγενέστερες, αποτέλεσαν την βάση της σειράς του Netflix που τον περασμένο Οκτώβριο εκτόπισε σε δημοφιλία το «Παιχνίδι του Καλαμαριού». Λοιπές αυτοβιογραφικές ιστορίες δημοσιεύονται στο μπλογκ του, ενώ διακρίνεται απανωτά από λογοτεχνικούς θεσμούς της χώρας. Μια θεματολογία γεμάτη ειλικρίνεια Αν και το μετρό της Ρώμης είναι ένα από τους πιο «ατημέλητους» υπόγειους σιδηροδρόμους της Ευρώπης, έξω από τον σταθμό της Ρεμπίμπια υπάρχει μια τεράστια τοιχογραφία με ένα μαμούθ με αριθμό φυλακισμένου, του οποίου τα οστά βρέθηκαν εκεί στα 80s, να συμβολίζει την περηφάνια όσων αποτελούν μέρος της. «Καλωσορίσατε στην Ρεμπίμπια. Μια φετούλα παραδείσου ανάμεσα στην Τιμπουρτίνα και την Νομεντάνα, γη του μαμούθ, των ρεγιόν, των έρημων σωμάτων και των μεγάλων καρδιών. Εδώ μας λείπουν όλα, δεν χρειαζόμαστε τίποτα», είναι ο υπότιτλος της τοιχογραφίας, η οποία δεν έχει βανδαλιστεί και δεν έχει καταστραφεί από κανέναν κάτοικο. Στα λόγια του Τζέροκαλκάρε υπάρχει ένας έντονος σαρκασμός και μια εμφανής απογοήτευση για τις συνθήκες στις οποίες έχει μεγαλώσει η γενιά του. Η κεντρική ιδέα της σειράς του Netflix αφορά τη διαχείριση του θανάτου μιας παιδικής του φίλης, αλλά ο Ιταλός δημιουργός δεν σκοπεύει να εξιστορήσει το πώς έγινε και το πώς το διαχειρίζεται ο ίδιος, αλλά να παρουσιάσει στιγμιότυπα από τη ζωή του σαν μια ρετροσπεκτίβα, για να φτάσει στο σήμερα. Άβολες στιγμές στην ερωτική του στιγμή, παιδικές αμφιβολίες που προκύπτουν από την ανάγκη του για επιβεβαίωση, εικόνες από την εργασιακή του εμπειρία και την επαφή του με νεαρούς μαθητές, πικρές συνειδητοποιήσεις απεικονίζονται με μια καθόλου επιεική ειλικρίνεια και φανερά υπόγειες πολιτικές αναφορές που κάνουν τους Ιταλούς millenials και τη Gen Z να ταυτίζονται με την ιστορία του. Σε όλες τις δημιουργίες του, η πολιτική δεν μένει ποτέ εκτός πλάνου. Αν θέλει κανείς να κατανοήσει ένα κομμάτι της ιταλικής κοινωνίας και να βρει τα κοινά που την ενώνουν με τη δικιά μας, η φωνή του Τζέροκαλκάρε εκπέμπει δυνατά, αγγίζει πολλούς αναγνώστες και πάντοτε δημιουργεί νέα ερωτήματα για τον ίδιο, αλλά και το προς τα πού πηγαίνει ο καθένας από εμάς. Δεν ξέρω αν πρέπει να μεταφραστεί στα ελληνικά, γιατί όλο και κάποιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό θα ξεφύγει στη διαδικασία, αλλά η σειρά του Netflix είναι μια καλή ευκαιρία για να τον ανακαλύψετε. Ποτέ δεν είναι αργά για μια καλοειπωμένη ιστορία. Και το σχετικό link...
-
- 3
-
- zerocalcare
- τζεροκαλκάρε
- (and 6 more)
-
Σύνοψη από την εκδοτική Ένας πλανήτης «αμετάκλητα απολεσθείς» για την ανθρωπότητα, μια πραγματικότητα που μάχεται κάθε ιδέα αρετής, κάθε διαχωρισμό ανάμεσα στο καλό και στο κακό, στον άνθρωπο και στη μηχανή. Ένας κόσμος που το σώμα του το έχει καταφάει η σήψη, ένας κόσμος συναρμολογημένος από γυμνά οστά. Σε αυτόν τον κόσμο ένας άνθρωπος και μια μηχανή αναπτύσσουν μια απρόσμενη, συμβιωτική σχέση, για να αντιμετωπίσουν τη φρίκη της ραδιενέργειας και των άλλων ανθρωποφάγων μηχανών. Αδίστακτοι κυνηγοί οι δυο τους, απελπισμένοι νεκροφάγοι σε ένα περιβάλλον όπου η επιβίωση είναι μια διαρκής άσκηση στη βία και τη σκληρότητα. Ωστόσο, η έλευση ενός ξένου θα θέσει σε αμφισβήτηση την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων, γιατί θα τους φέρει αντιμέτωπους με κάτι που πίστευαν πως έχει οριστικά χαθεί – με την ελπίδα. Είναι, όμως, αυτός ο ξένος και όσα υπόσχεται ικανά να τους οδηγήσουν έξω από την επικράτεια του θανάτου, ή θα τους σπρώξουν βαθύτερα σε αυτήν; Το σενάριο και οι έννοιες που πραγματεύεται Μου κίνησε το ενδιαφέρον απευθείας αυτή η έκδοση, καθώς ο Kanellos Cob μου αρέσει πολύ σαν σχεδιαστής και το concept φαινόταν πολύ ενδιαφέρον. Τα Γυμνά Οστά είχαν ξεκινήσει από τον Δημοσθένη Παπαμάρκο σε μορφή επεισοδίων για τον Μπλε Κομήτη με σχεδιαστές το Μιχάλη Διαλυνά και τον Δημήτρη Κ. Πανταζή, ωστόσο μετά και το τέλος του Κομήτη, ο συγγραφέας αποφάσισε να πάρει την ιδέα, να την αναπτύξει πολύ παραπάνω, ώστε να είναι μία ενιαία ιστορία με αρχή, μέση και τέλος. Ταυτόχρονα αποφασίζει να αλλάξει τη λογική και τη σχολή του σχεδίου. Έτσι μπαίνει στο παιχνίδι ο Kanellos Cob. Από εκεί και πέρα η ιστορία διαδραματίζεται σε μία post-apocalyptic εκδοχή της Γης και σύμφωνα με τους δημιουργούς, τοποθετείται στην Πελοπόννησο σε 2000 χρόνια από τώρα. Μέσα στις 125 σελίδες του ο Παπαμάρκος καταπιάνεται με διάφορα ζητήματα και οραματίζεται μία μελλοντική κοινωνία, στην οποία δεν τηρούνται πλέον οι νόμοι της ρομποτικής, οι οποίοι μάλιστα αναφέρονται πριν την έναρξη της ιστορίας. Ένας πυρηνικός πόλεμος έχει καταστρέψει τελείως τον πλανήτη και για τη συνέχισή του οι άνθρωποι καταλήγουν στο να ενωθούν με τα ρομπότ και να δημιουργήσουν υβρίδια, τα οποία ωστόσο παίρνουν τελικά το πάνω χέρι. Τα ρομπότ πλέον καταναλώνουν ανθρώπους για να πάρουν ενέργεια, αλλά και οι ίδιοι οι άνθρωποι έχουν μετατραπεί σε κανίβαλους. Η όλη ιστορία συνεχίζεται με την απεσταλμένη της διαπλανητικής ομοσπονδίας, η οποία καταφθάνει για να δει τι γίνεται στον πλανήτη και δε λαμβάνουν σήματα για να έρθει σε επαφή με το δίδυμο των πρωταγωνιστών, ένα πολύ εξελιγμένο ρομπότ και έναν άνθρωπο, ο οποίος όμως δεν καταναλώνεται από εκείνο, αφού έχουν αναπτύξει σχέσεις αλληλεπίδρασης. Γενικότερα το σενάριο είναι πολύ καλό, στην αρχή σε αφήνει να μπεις στον κόσμο και στη συνέχεια αρχίζει να σου δίνει διάφορες σημαντικές έννοιες και να σου εξηγεί τι γίνεται ακριβώς. Πρόκειται για κόμικ που παρουσιάζει πολλές και διαφορετικές επιρροές και ο Δημοσθένης Παπαμάρκος το χειρίζεται πολύ σωστά. Η βάση βρίσκεται στην επιστημονική φαντασία, το sci-fi και γενικότερα στα ρομπότ και το artificial intelligence, αλλά ταυτόχρονα βλέπουμε πόλεμο, πυρηνική εποχή, δυστοπία και όλα αυτά συνδυάζονται για ένα όμορφο τελικό αποτέλεσμα. Όπως δηλώνουν στις συνεντεύξεις τους, έχουν κάνει αρκετή μελέτη και αυτό φαίνεται σε όλες τις εκφάνσεις του κόμικ. Σχέδιο γαλλοβελγικής σχολής Ο Kanellos Cob είναι γνωστό πως είναι πολύ επηρεασμένος από τη γαλλική σχολή, φαίνεται στο βιογραφικό του, αλλά φαίνεται και σε κάθε καρέ που σχεδιάζει. Τον είχα ξεχωρίσει από διάφορα σχέδια του στα social media και εξελίσσεται συνεχώς σε πολύ αγαπημένο μου σχεδιαστή. Έχει μελετήσει πολύ το κομμάτι της αρχιτεκτονικής και όσα πλάνα έχει με κτήρια θυμίζουν πάρα πολύ τον Moebius. Ταυτόχρονα όμως έχει μελετήσει πάρα πολύ και ανατομία του ανθρώπινου σώματος, σχεδιαστικά σου βγάζει κάτι το ανατριχιαστικό και το λεπτομερές, τα πρόσωπα είναι εκφραστικά, οι σκηνές που έχουν gore ή πτώματα είναι εξαιρετικά αληθοφανείς, μιλάμε για εξαιρετικό δείγμα γραφής και κυρίως σελίδες που μπορείς χαλαρά να τις χαζεύεις. Εκτός αυτού ο χρωματισμός είναι κι αυτός πάρα πολύ καλός, πολύ πλούσιος με χρώματα που χρησιμοποιούνται σε ανοιχτές αποχρώσεις που βοηθούν σε ανάδειξη μικρολεπτομερειών στο σχέδιο, εμπνέει ανά σημεία τον απαραίτητο σουρεαλισμό και ταυτόχρονα εξυπηρετεί 100% το είδος της επιστημονικής φαντασίας όπως θέλουν οι δημιουργοί του. Η έκδοση και τελικός απολογισμός Γενικά οι εκδόσεις της Polaris είναι εξαιρετικές. Μεγάλο μέγεθος 21 x 29 για να αναδείξει όλες τις πτυχές του Kanellos Cob, όμορφο εξώφυλλο με “αυτάκια” και ωραίο και στην αίσθηση, είναι γενικότερα μία έκδοση προσεγμένη και που φαίνεται ότι ανταποκρίνεται στο όραμα των δημιουργών της. Σίγουρα θα το ξαναδιαβάσω, καθώς θεωρώ ότι και οι δύο έχουν πολύ βαθύτερα πράγματα να πουν και να δείξουν σε σχέση με όσα πιάνει κανείς σε μια πρώτη ανάγνωση, το σίγουρο είναι ότι το αποτέλεσμα είναι όμορφο και προσωπικά μου άρεσε. Καλή ανάγνωση σε όλους
-
Μεταφορά του, κλασικού πλέον, μυθιστορήματος της Πηνελόπης Δέλτα. "Κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα (1904-1908), η βαλτώδης λίμνη των Γιαννιτσών αποτέλεσε ένα από τα κυριότερα πεδία των σφοδρών ελληνοβουλγαρικών συγκρούσεων στη Μακεδονία, η οποία ήταν τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στο κλασικό ιστορικό μυθιστόρημα Στα μυστικά του Bάλτου (1937), η εμβληματική συγγραφέας παιδικής λογοτεχνίας Πηνελόπη Δέλτα αποτυπώνει τα δραματικά γεγονότα της εποχής, συνδυάζοντας έξοχα τη δύναμη του αυθεντικού ιστορικού υλικού με την ένταση της μυθοπλασίας. Η αφήγηση εξελίσσεται γύρω από τη δράση δύο παιδιών, του Αποστόλη και του Γιωβάν, τα οποία βοηθούν τα ελληνικά αντάρτικα σώματα στις επιχειρήσεις τους κατά των βουλγαρικών σωμάτων, ενώ ταυτόχρονα παρακολουθεί τον αγώνα που δίνουν ο Τέλλος Άγρας (Σαράντος Αγαπηνός) και ο καπετάν Νικηφόρος (Ιωάννης Δεμέστιχας), εξέχουσες ιστορικές φυσιογνωμίες της περιόδου αυτής. Το αρχετυπικό τοπίο του βάλτου, οι πράξεις ηρωισμού, το αίσθημα φιλοπατρίας, οι στιγμές ανθρωπιάς, αλλά και οι προδοσίες, τα ατομικά δράματα και η αναπόφευκτη σκληρότητα του πολέμου συγκροτούν ένα συναρπαστικό ανάγνωσμα, που οκτώ δεκαετίες μετά την αρχική του κυκλοφορία –και παρά τις σημερινές ιστορικές αντιλήψεις για τα γεγονότα που περιγράφει– διατηρεί ακέραια τη μαγεία του και διαβάζεται με το ίδιο, αμείωτο ενδιαφέρον." Είχα να ασχοληθώ με τη λογοτεχνία της Π.Σ. Δέλτα, από το σχολείο και, για να είμαι απόλυτα ειλικρινής, αν δεν υπήρχε το όνομα του Παν Παν στο εξώφυλλο δεν είχα σκοπό να ασχοληθώ ξανά... (Ένα τεράστιο ευχαριστώ στους φιλολόγους μου για αυτό... ) Όπως και με κάθε δουλειά του Παναγιώτη, δεν μετάνιωσα που το έπιασα στα χέρια μου. Το σχέδιο του (σύμφωνα με το δικό μου γούστο) είναι για άλλη μία φορά πανέμορφο, φαίνεται ότι έχει κάνει μελέτη και στη συνέχεια έχει ρίξει τρελή δουλειά. Δεν έφυγε γρήγορα, δεν περίμενα όμως και να φύγει. Το βασικό του μειονέκτημα είναι η ροή του, που με ζόρισε λίγο. Στα συν η άψογη έκδοση. Στο κομμάτι αυτό, οι εκδόσεις Polaris το έχουν προχωρήσει σε άλλο επίπεδο!
-
Τζεροκαλκάρε – Μικέλε Ρεκ: Ο κορυφαίος δημιουργός κόμικς της σύγχρονης ιταλικής σκηνής μιλάει για τη ζωή του, τα βιβλία του και τη συνεργασία του με το Netflix. Όχι πολλά χρόνια πριν – το 2018 – μέσα από τις σελίδες του βραχύβιου περιοδικού κόμικς «Μπλε Κομήτης» γνωρίσαμε στην Ελλάδα τον Τζεροκαλκάρε, καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Μικέλε Ρεκ (Michele Rech), του διασημότερου αυτή τη στιγμή δημιουργού κόμικς στην Ιταλία. Οι λιγοστές σελίδες από το «Kobane Calling», το κόμικς με το οποίο μας συστήθηκε στα ελληνικά, ήταν αρκετές για να μας θαμπώσουν με τη μαεστρία με την οποία χειρίζεται το χιούμορ, την πολιτική σάτιρα και τα καρέ. Το φθινόπωρο που μας πέρασε κυκλοφόρησε στο Netflix μια μίνι σειρά κινουμένων σχεδίων δημιουργίας του ίδιου, στην οποία χαρίζει τη φωνή του σε όλους τους χαρακτήρες πλην ενός. Στα επτά επεισόδια της σειράς «Κατά μήκος της διακεκομμένης γραμμής» βλέπουμε ένα αντιπροσωπευτικό κράμα από τα πιο αγαπητά κόμικς του Τζεροκαλκάρε, όπου ο ίδιος παλεύει με το πένθος, την εργασιακή επισφάλεια, και ένα τεράστιο αρμαντίλλο «υποδύεται» τη συνείδησή του. H σειρά έκανε πάταγο στην Ιταλία, πράγμα που συμβαίνει και με τα κόμικς του. Βρέθηκε στην πρώτη θέση ξεπερνώντας ακόμα και το «Squid game». Το πρώτο του μεγάλης έκτασης κόμικς μάλιστα, «Η προφητεία του αρμαντίλο», επανεκδόθηκε στην Ιταλία 24 φορές και έχει πουλήσει μέχρι στιγμής περισσότερα από 150 χιλιάδες αντίτυπα. Λίγο πριν από το τέλος του 2021 κυκλοφόρησε στα ελληνικά από τις εκδόσεις Polaris το κόμικς του «Στον μακαρίτη Άϊ-Βασίλη», ένα σπαρταριστό αφήγημα όπου μετά τον θάνατο του Άϊ-Βασίλη, ο γιος του – ένας χαραμοφάης, άεργος, «κηφήνας» – αποδεικνύεται περίτρανα ανίκανος να αναλάβει τα ηνία της «Κλάους Α.Ε.» που παράγει τα παιχνίδια, τα ξωτικά ξεκινούν απεργία, οι τάρανδοι-διοικητικοί υπάλληλοι είναι απεργοσπάστες, και η πολιτική σάτιρα περνιέται υποδειγματικά μέσα από τα εορταστικά κλισέ. Πώς όμως επιλέγει κανείς τα κόμικς ως μέσο για να εκφραστεί και πώς γίνεται το «πέρασμα» από τα κόμικς στα κινούμενα σχέδια; «Τα απογευματινά κινούμενα σχέδια στην ιταλική τηλεόραση, τα κόμικς και τα ιαπωνικά manga ως έφηβος με έπεισαν ότι θέλω να ζωγραφίζω και να εικονογραφώ. Όταν άρχισα να τριγυρνάω και γενικά να περνάω την ώρα μου στο κοινοτικό κέντρο της Ρώμης, ένα κέντρο όπου οι διάφορες κοινότητες της πόλης μαζεύονται για ομαδικές δραστηριότητες, κοινωνική υποστήριξη, δημόσια ενημέρωση καθώς και άλλους σκοπούς, όλοι συνεισέφεραν με τα ταλέντα τους. Μπορούσα να ζωγραφίσω και αυτό ήταν η αρχή», μου λέει ο Μικέλε σε συνέντευξη που μου παραχώρησε. «Σε ότι αφορά τα κινούμενα σχέδια, πάντα ήθελα να δοκιμάσω τις δυνάμεις μου σε αυτό το μέσο, το θεωρώ συναρπαστικό. Δεν ήμουν σίγουρος ότι θα μπορούσα να το κάνω με επιδέξιο τρόπο, ενώ ταυτόχρονα συνεργάζομαι με την τεράστια ομάδα που απαιτεί μια παραγωγή κινουμένων σχεδίων. Είχα την τύχη να δουλέψω με ανθρώπους που σεβάστηκαν το προσωπικό στιλ και τον τόνο μου. Επίσης, στα κόμικς μου πάντα ανέφερα τις αγαπημένες μου μουσικές και στο πλαίσιο ενός κινουμένου σχεδίου μπόρεσα να ντύσω τις ιστορίες μου με αυτές τις μουσικές». Ο Τζεροκαλκάρε έχει δημιουργήσει ιστορίες ενηλικίωσης όπως αυτή που διηγείται στη σειρά του Netflix, πολιτικές ιστορίες όπως αυτή που κυκλοφόρησε πρόσφατα στα ελληνικά («Στον μακαρίτη Άϊ-Βασίλη», εκδόσεις Polaris, μετάφραση: Γιάννης Μιχαηλίδης), ενώ η πρώτη του ιστορία (ανέκδοτη στα ελληνικά) «La Nostra Storia alla Sbarra» (γρήγορη μετάφραση: Η ιστορία μας στο μπαρ) είναι μια ιστορία που έγραψε και κυκλοφόρησε για να στηρίξει τον δικαστικό αγώνα 25 νεαρών Ιταλών που συνελήφθησαν κατά τη διάρκεια των αιματηρών διαδηλώσεων κατά της συνάντησης των G8 στη Γένοβα το 2001. Στις διαδηλώσεις κατά τις οποίες η ιταλική αστυνομία άσκησε υπέρμετρη βία εις βάρος διαδηλωτών που εναντιώνονταν στην παγκοσμιοποίηση συμμετείχε και ο Μικέλε. Η μεγαλύτερη δυσκολία στο να διηγείται τέτοιου είδους ιστορίες είναι κατά τα λόγια του ίδιου «το να παραμένεις αξιόπιστος». «Έχω υποσχεθεί στον εαυτό μου να είμαι απόλυτα ειλικρινής, και αυτό σημαίνει να είμαι ειλικρινής συγχρόνως με το να είμαι αστείος και με το να είμαι δίκαιος λέγοντας μια ιστορία. Αυτό είναι η μεγαλύτερη πρόκληση». Το «Kobane Calling», το κόμικς μέσα από το οποίο μας συστήθηκε στα ελληνικά (παρότι δεν έχει κυκλοφορήσει ολόκληρο) είναι ένα ρεπορταζιακού τύπου κόμικ το οποίο πραγματεύεται το ταξίδι του Μικέλε στο συριακό Κουρδιστάν και στα σύνορα Τουρκίας-Συρίας. Λίγα χιλιόμετρα μακριά από την πολιορκημένη πόλη Κομπάνι, ανάμεσα στους Κούρδους αριστερούς υπερασπιστές της δημοκρατικής αυτόνομης περιοχής της Ροζάβα, όπου ο λαός πολεμούσε ενάντια στις δυνάμεις του Ισλαμικού Κράτους, ο Μικέλε έζησε, πολέμησε εθελοντικά στο πλευρό των Κούρδων αυτονομιστών και κατέγραψε σε ένα συναρπαστικό κόμικς όσα έζησε εκεί. Σχετικά με αυτή του την απόφαση μας λέει: «Όταν ήμουν έφηβος, οι ομάδες στις οποίες συνδέθηκα ήταν πολύ κοντά στην ιταλική κουρδική κοινότητα. Ήμασταν εκεί όταν η Ιταλία αρνήθηκε το πολιτικό άσυλο στον Οτσαλάν, και πάντα ένιωθα μια βαθιά συγγένεια με τα δεινά και τον σκοπό τους. Όταν κλήθηκα να δω πώς λειτουργούσαν τα τρία καντόνια της Ροζάβα, κοινωνικά και πολιτικά, δεν μπορούσα να χάσω αυτή την ευκαιρία». «Κατ' αρχάς αυτό το μέρος του κόσμου δεν είναι ποτέ στις κυρίαρχες ειδήσεις, στη χώρα μου και στο μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης. Συγχέεται με τις γενικές τρομοκρατικές δραστηριότητες στη Μέση Ανατολή. Και αυτό βοηθά στην ενίσχυση του οράματος που επιβάλλει η Τουρκία, ότι οι Κούρδοι είναι όλοι μια γιγάντια τρομοκρατική ομάδα. Τι κι αν οι Κούρδοι ήταν στρατηγικοί σύμμαχοι των ΗΠΑ στις θετικές επεμβάσεις τους στην ευρύτερη περιοχή στο παρελθόν; Αυτή τη στιγμή συμβαίνουν τόσες πολλές καταχρήσεις που δεν αναφέρονται στις ειδήσεις, που νιώθω περισσότερο από ποτέ ότι είναι απαραίτητο να ρίξουμε φως σε αυτή τη συγκεκριμένη περιοχή του κόσμου, η οποία τα τελευταία χρόνια προσπάθησε να γίνει φάρος ελπίδας για τις δημοκρατίες στην περιοχή». Ο ίδιος μου λέει ότι το να σχεδιάζει και να διηγείται ιστορίες που έχει ζήσει δεν είναι μια στιλιστική επιλογή αλλά το μοναδικό πράγμα για το οποίο είναι ικανός. «Δεν μπορώ να διηγηθώ κάτι που δεν έχω ζήσει. Αυτός είναι και ο λόγος που δεν έχω γράψει μια ιστορία με σκοπό να την εικονογραφήσει κάποιος άλλος». «Αναφορικά με την επιτυχία που έχει η σειρά στο Netflix, είμαι ευγνώμων που οι άνθρωποι της παραγωγής δεν ξόδεψαν τα χρήματά τους για να με αφήσουν να το κάνω, αλλά από την κυκλοφορία της σειράς και έπειτα η ζωή μου έχει γίνει πολύ δύσκολη. Είναι τόσα πολλά τα μηνύματα, τα αιτήματα και οι προωθητικές ανάγκες της σειράς. Απλά σκοτώστε με απαλά, που λέει και το τραγούδι». Η σειρά προκάλεσε ένα μίνι-σκάνδαλο στην Τουρκία, με την εφημερίδα «Σαμπάχ» να κατακρίνει την εμφάνιση (ως κάμεο) της σημαίας του Εργατικού Κόμματος του Κουρδιστάν, γνωστού και ως ΡΚΚ, στη σειρά. «Η σημαία που σήκωσε αντιδράσεις στην Τουρκία είναι το σύμβολο του YPG (“Μονάδες Προστασίας του Λαού”, δηλαδή μιας κουρδικής πολιτοφυλακής της Συρίας), και για μένα αντιπροσωπεύει τα διακριτικά εκείνων που υπερασπίστηκαν τα δικαιώματα του λαού τους και των γυναικών ιδιαίτερα, καθώς η Συρία δεχόταν έφοδο από το Ισλαμικό Κράτος. Εκείνων που έδωσαν τη ζωή τους πολεμώντας ενάντια στον ισλαμικό φονταμενταλισμό». Σχετικά με την απεικόνιση των προσωπικών του βιωμάτων και σκέψεων στο χαρτί και στην οθόνη και τη συνακόλουθη σύνδεση του κόσμου με αυτά, μου εξομολογείται ότι εξακολουθεί να νιώθει αμήχανα και να εντυπωσιάζεται με την ανταπόκριση που δέχεται η δουλειά του. «Αρχικά οι ιστορίες μου είναι προσωπικές, αλλά διαλέγω αυστηρά τι θα εκθέσω και τι όχι. Δεν είναι μια άσκηση πλήρους αποκάλυψης για μένα. Αυτό που δεν σταματά να με εκπλήσσει όμως είναι η ανταπόκριση του κόσμου, το πώς μια τόσο περίεργη και δυσλειτουργική ζωή σαν τη δική μου δημιουργεί τέτοια ταύτιση στον κόσμο. Νόμιζα ότι κανείς δεν θα νοιαζόταν για τα πράγματα που σκέφτομαι και με ενοχλούν. Φαίνεται τελικά πως υπάρχουν περισσότεροι "σπασμένοι" και απογοητευμένοι άνθρωποι απ’ ό,τι πίστευα». Όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως τόσο στον «Μακαρίτη Άϊ-Βασίλη», στη σειρά ή στα υπόλοιπα κόμικς του, παρά το γεγονός ότι η ιστορία και η πλοκή είναι εντελώς χιουμοριστικές, εισάγει underground ή απροκάλυπτα πολιτικές και κοινωνικές ανησυχίες ή ιδέες του. Και είναι κάτι που, όπως μου λέει, το προσπαθεί αρκετά. «Στον "Μακαρίτη Άϊ-Βασίλη" μίλησα ουσιαστικά για τους αγώνες των εργατών στην Ιταλία από τη δεκαετία του εβδομήντα, ακόμη και στα χρόνια της τρομοκρατίας, που προσφέρεται με τη μορφή της κωμωδίας και της σάτιρας για την εργασιακή εκμετάλλευση. Ήθελα να κοροϊδέψω τους φίλους μου που είναι γονείς, με ένα πιο "αληθινό" παραμύθι για τις γιορτινές τους μέρες. Αντί γι’ αυτό κατέληξα να ανοίξω ξανά παλιές πολιτικές πληγές. Αυτό που με τρέλανε όταν πρωτοκυκλοφόρησε το βιβλίο ήταν ότι πολλοί μού είπαν στα social media: "Είσαι ξεπουλημένος! Κάνεις παιδικά βιβλία για να βγάλεις περισσότερα χρήματα τώρα!" και ήταν ξεκάθαρο ότι δεν είχαν διαβάσει, ούτε καν ξεφυλλίσει το βιβλίο». Και το σχετικό link...
-
- 4
-
- τζεροκαλκάρε
- zerocalcare
- (and 7 more)
-
Το είχαμε γνωρίσει μέσα από τις σελίδες του πολυθεματικού περιοδικού “Μπλε Κομήτης”, αλλά δυστυχώς επειδή το συγκεκριμένο περιοδικό δεν μακροημέρευσε, έμεινε ημιτελές. Ήρθε, λοιπόν, ο Σεπτέμβριος του 2021, όπου βρήκε τον δρόμο του για το τυπογραφείο κι έφτασε στα χέρια μας, ολοκληρωμένο αυτή την φορά. Ο λόγος για το graphic novel “Μέρες λατρείας”, μία δημιουργία του Παναγιώτη Πανταζή (σενάριο και σχέδιο) και του Γιώργου Γούση (σενάριο), δύο καλλιτεχνών που μας είχαν απασχολήσει ευχάριστα και σε προηγούμενες δουλειές τους, όπως “Στα μυστικά του βάλτου”, “Ερωτόκριτος” και “Ληστές”. Το συγκεκριμένο πόνημα έχει στο επίκεντρο τον Τίτο, ένα παιδί που μεγάλωσε στην τσιμεντένια Αθήνα και κάθε Άνοιξη περνάει τις ημέρες της Πασχαλινής κατάνυξης στο χωριό. Αυτό είναι κάτι που του έχει γίνει συνήθεια κι όπως οι περισσότερες συνήθειες (αν δεν είναι κακές) είναι βαρετή. Την τελευταία φορά που επισκέπτεται το χωριό για το Πάσχα, λοιπόν, αυτός και οι φίλοι του θα πάρουν μία σοβαρή απόφαση. Να μην φύγουν από εκεί, αν δεν γνωρίσουν τον έρωτα. Κι ο Τίτος θα τον βρει στο πρόσωπο της Μάγδας. Πρόκειται, λοιπόν, για ένα όμορφο άλμπουμ, το οποίο δεν υπάρχει περίπτωση να μην μιλήσει στην καρδιά εκείνων που περνούσαν τις ημέρες του Πάσχα στην επαρχία και σίγουρα θα ξυπνήσει πολλές κι ευχάριστες αναμνήσεις της παιδικής και της εφηβικής τους ηλικίας. Τουλάχιστον σε εμένα το πέτυχε. Οι σεναριογράφοι έπλασαν πολλές όμορφες στιγμές, που περιγράφουν τόσο τις ημέρες της κατάνυξης στα ελληνικά χωριά, με τα ήθη και τα έθιμά τους να κρατούν τις παραδόσεις της ελληνικής κοινωνίας, αλλά αποδίδουν αριστοτεχνικά και τα πρώτα εφηβικά σκιρτήματα, την προσποίηση των αγοριών ότι είναι ανεξάρτητα και πιο μεγάλα από ότι φαίνονται και φυσικά την σχέση τους με τους γονείς τους. Κι όλα αυτά, δοσμένα με μία αξιόλογη σκηνοθεσία, η οποία εμφανίζει σε μία γραμμική σειρά (όχι όμως επίπεδη) το χρονικό πλαίσιο και τα γεγονότα που διαδραματίζονται. Προσωπική μου άποψη, λοιπόν, είναι ότι πρόκειται για ένα πολύ καλό κόμικ, σίγουρα όμως δεν ανήκει στην αφρόκρεμα των λογοτεχνημάτων, που έχουν περάσει στο φάσμα της Ένατης Τέχνης από τους ίδιους τους δημιουργούς. Είναι ένα ευχάριστο ανάγνωσμα, κατάλληλο για εκείνους που περνούσαν τις ημέρες του Πάσχα στο χωριό και τι καλύτερο από το να διαβαστεί αυτές τις ημέρες που διανύουμε! Ο εικαστικός τομέας είναι κάπως ιδιαίτερος. Δεν μπορώ να πω ότι δεν μου άρεσε, αλλά βγάζει ένα αίσθημα επιμελώς ατημέλητου, το οποίο εικάζω ότι ακολουθεί τις γραμμές του δημιουργού και δεν είναι τυχαίος. Παραδέχομαι ότι οι αναφορές στο Πάσχα είναι δοσμένες αξιοπρεπώς και με λεπτομέρεια, ενώ το χρώμα πιστεύω ότι είναι το δυνατό του σημείο, καθώς αποτελείται από μία παλέτα με γλυκά και γήινα χρώματα, που είναι ευχάριστα στο μάτι. Η έκδοση κυμαίνεται στα ίδια υψηλά επίπεδα που μας έχει συνηθίσει η POLARIS. Το χαρτί είναι αρκετά παχύ (το είδος του λέγεται Τατάμι των 115gr, όπως αποκαλύπτει η ίδια η εταιρεία), πολυτελές και η εκτύπωση άψογη. Η κόλληση είναι αρκετά ανθεκτική και είμαι σίγουρος ότι θα αντέξει πολλές αναγνώσεις και ξεφυλλίσματα. Αξίζει, επίσης, ν΄ αναφέρουμε ότι το κόμικ έχει τιράζ 1000 αντιτύπων. Έξτρα υλικό δεν υπάρχει, με μοναδική εξαίρεση τα σύντομα βιογραφικά των δύο συντελεστών. Κάποια ακόμα άτομα που αξίζει να αναφερθούν είναι οι: Δέσποινα Παπαγιαννοπούλου (που είχε την επιμέλεια κειμένου - διόρθωση), Μαρία – Χριστίνα Κατσίχτη (που έκανε την γραφιστική επιμέλεια) και Μάρκος Κουκλάκης (που επεξεργάστηκε τις εικόνες). Ευχαριστούμε τον φίλο @ nikos99 για την παραχώρηση του τεύχους. Αφιέρωμα στον Παναγιώτη Πανταζή Αφιέρωμα στον Γιώργο Γούση
-
Συμπληρωματική εικονογράφηση ελληνικής έκδοσης: Γιώργος Γούσης Τιμή: 10,50 Οι εκδόσεις Polaris έχουν αρχίσει να μας κακομαθαίνουν! Μετά το θρίαμβο του Ερωτόκριτου συνεχίζουν την εκδοτική τους παραγωγή με φρέσκα BD που τόσο μας λείπουν. Ο Παίκτης είναι μια διασκευή της κλασικής νουβέλας του Ντοστογιέφσκι σε κόμικς, με αρκετά τυπικό γαλλοβελγικό στιλ θα έλεγα. Η έκδοση είναι στα συνήθη υψηλά στάνταρ της Polaris. O Παίκτης στην Bedetheque, όπου μπορείτε να βρείτε εσωτερική σελίδα, αλλά και τα βιογραφικά των δημιουργών.
-
Τρίτη αυτοτελής εξόρμηση της Polaris στην Ελληνική λογοτεχνία. Μετά τον Ερωτόκριτο και τα Μυστικά του Βάλτου, αυτή τη φορά έχουμε διασκευή του Ζητιάνου από τον Kanellos C.O.B. (κατά κόσμο Κανέλλο Μπίτσικα). Ο Ζητιάνος πρωτοδημοσιεύτηκε σε 5 συνέχειες στο περιοδικό της Εστίας το 1896 και αυτόνομα σε νουβέλα το 1897. Βασίζεται σε ιδέες και εντυπώσεις που αποκόμισε ο Καρκαβίτσας σε επισκέψεις του στα Κράβαρα και στη Θεσσαλία το 1890-91. Για αυτές τις επισκέψεις είχε γράψει διάφορα κείμενα που δημοσιεύτηκαν στον τύπο της εποχής. Τα δε κείμενα του για τα Κράβαρα, ενόχλησαν τους ντόπιους μέχρι του σημείου να τον καλέσουν σε μονομαχία Κεντρικός ήρωας είναι ένας Κραβαρίτης επαγγελματίας ζητιάνος, ο Κώστας Τζιρίτης ή Τζιριτόκωστας. Ο χρόνος προσδιορίζεται στη δεκαετία του 1880, λίγο μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας στην Ελληνική επικράτεια, ενόσω οι Τούρκοι πουλούσαν τα τσιφλίκια τους σε πλούσιους Έλληνες. Με έναν αγράμματο ντόπιο πληθυσμό που αντάλλασε το Οθωμανικό κράτος με το Ελληνικό κράτος, τον Τούρκο αγά με τον Έλληνα τσιφλικά, τον μουσουλμάνο καδή με τα Ελληνικά δικαστήρια και τον Έλληνα χωροφύλακα. Η άφιξη του στο Νυχτερέμι της Λάρισας (νυν Παλαιόπυργος, ένα χωριό μετά τα Τέμπη όπως ανεβαίνουμε για Σαλονίκη, σχετικά κοντά στις εκβολές του Πηνειού) θα φέρει ακόμα περισσότερη αναστάτωση στο χωριό. Δεν έχω διαβάσει το βιβλίο. Η προ της γενιάς του 35 Νεοελληνική λογοτεχνία δεν με συγκίνησε ποτέ (ίσως και λόγω των γλωσσικών διενέξεων). Μπορεί να έχω διαβάσει στο Λύκειο τα Λόγια της Πλώρης, αλλά ανάθεμα κι άμα τα θυμάμαι. Ως εκ τούτου δεν μπορώ να κρίνω το επίπεδο της μεταφοράς, αλλά μόνο το κόμικ ως μια ξεχωριστή αυτόνομη οντότητα. Είναι σοβαρό και καθόλου ειρωνικό. Μολαταύτα είναι τίγκα στην ειρωνία Διαβάζεις την καταγραφή της γυφτιάς, της ηθικής αθλιότητας, της κρατικής διαφθοράς, της αναλγησίας του μακρινού κράτους, της αμάθειας και της δουλοπρέπειας του πληθυσμού, της ψευτομαγκιάς, και ενώ δεν προσπαθεί να προκαλέσει το γέλιο, νοιώθεις ξεκάθαρα στο πετσί σου την ειρωνία, τον σαρκασμό και τον κυνισμό του σεναρίου. Δετό σενάριο, με ρυθμό, που σε κρατάει. Και αν καταλαβαίνω καλά από τα όσα διαβάζω, πολύ πιστό στο πρωτότυπο υλικό Πάντως δε νομίζω να γραφόταν σήμερα τέτοιο κείμενο και να αγγαλιαζόταν από την ιντελιτζένσια με θέρμη Πολύ Μπουκόφσκι, πολύ καλός όταν τα λέει για άλλους, πονάει πολύ όμως όταν βάζει απέναντί μας τον καθρέφτη και δείχνει την όποια γελοιότητά μας χωρίς να την τυλίγει με έναν μανδύα δικαιολογιών και αιτιολογιών που να τραβάει πάνω του τις όποιες ευθύνες. Λογικό το να καλούσαν τον Καρκαβίτσα σε μονομαχίες Εικαστικά. Ωραίο στήσιμο καρέ και σελίδων. Όμορφες και γραφικές αναπαραστάσεις των χώρων με σωστή προοπτική και καμπόση λεπτομέρεια στα "κενά" σημεία. Δεν με εκστασίασαν, δεν με απογοήτευσαν. Ένα έμορφο 7/10 σε αυτό το σκέλος. Τα πρόσωπα πλήρως ευδιάκριτα, ξέρεις πάντα ποιος είναι ποιος. Δεν είναι 100% το ρεαλιστικό στυλ που αγαπάω, έχει κάποια καρτουνίστικα στοιχεία ειδικά στο σώμα. Συνολικά όμως δούλεψε μια χαρά για εμένα Συνολικά δεν τη μετάνιωσα αυτή την αγορά Παραθέτω υλικό από το κόμικ από το δειγματικό pdf που έχει η εκδοτική στο site της. Όπως βλέπουμε αυτή τη φορά λέει "Σειρά: Η Νεοελληνική Λογοτεχνία σε Γκράφικ Νόβελ, Νο3". Δεν υπήρχε τέτοια ένδειξη στα προηγούμενα 2. Μακάρι να συνεχιστεί και να βγούνε κι άλλα. Φτάνει να συνεχίσουν να γίνονται διασκευές από ανθρώπους που έχουν και τις σχετικές ικανότητες αλλά και την ίδια αγαπη για το πρωτογενές υλικό. Να μην ξεπέσει δλδ σε ένα "διασκευές βιβλίων για να βγαίνουν διασκευές βιβλίων σε κόμικ". (πολλές οι φορές που είδαμε να μεταφράζονται ξένα κόμικ που βασίζονταν σε βιβλία μόνο και μόνο επειδή τα βιβλία είχαν ενδιαφέρον και όχι επειδή τα κόμικ ήταν καλά). Monsieur Kanellos C.O.B. (coin operated boy) ενώ τζιφράρει το αντιτυπό μου στο Αθενσκον 2019 Monsieur Kanellos Cob ενώ δεν τζιφράρει το αντίτυπό μου, σε μια πιο προσωπική στιγμή, όπως είναι στη σελίδα του στο bedetheque (διότι έχει βγάλει και γαλλόφωνο υλικό )
- 6 replies
-
- 19
-
- κανέλλος μπίτσικας
- polaris
-
(and 2 more)
Tagged with:
-
Μετά από δύο διασκευές σε κόμικ της ιστορίας του μικρού πρίγκιπα που μας ήρθαν από το εξωτερικό, ήρθε η ώρα να το δούμε και από Ελληνίδα δημιουργό. Οι εκδόσεις Polaris συνεχίζουν να μας εκπλήσσουν με τις επιλογές τους, εκδίδοντας μια διασκευή του γνωστού βιβλίο του Αντουάν ντε Σεντ-Εξιπερί από την Στέλλα Στεργίου. Αφαιρετικό και παραβολικό σεναριακά, χαριτωμένα παράξενο σχεδιαστικά, το άλμπουμ είναι σαφές πως απευθύνεται κυρίως σε παιδιά και όχι σε κυνικούς ενήλικες, αν και σαφώς μπορεί και να τους κερδίσει και αυτούς και να τους κάνει και για λίγο ξανά παιδιά, μιας και το σενάριο επιφυλλάσει ένα έξτρα εύρος για τους μεγάλους υπενθυμίζοντας τους αλήθειες που είχαν ξεχάσει, αποδομώντας τις συμβάσεις που είχαν αποδεχτεί. Η έκδοση για άλλη μια φορά σε έκδοση της Polaris, αναφέρει τον Γιώργο Γούση ως Καλλιτεχνικό επιμελητή εικονογράφησης, ότι και αν σημαίνει αυτό. Δείγμα από το άλμπουμ, παρμένο από το σάιτ του εκδότη. MikrosPrigkipasPolaris.pdf Το άλμπουμ υπάρχει διαθέσιμο και στην βιβλιοθήκη της ΛΕΦΙΚ, προσφορά της δημιουργού, και με αφιέρωση. Βιογραφικά Η διασκευή σε κόμικς από τον Joann Sfar Σειρά 6 τευχών από τις εκδόσεις Γράμματα.
-
Πολυθεματικό περιοδικό των εκδόσεων Polaris σε αρχισυνταξία Γιώργου Γούση. Όπως λέει στο editorial του πρώτου τεύχους, έχει παπούδες Κλασσικά Εικονογραφημένα, Μικρό Ήρωα και Μίκυ Μάους, γονείς και θείους Κολούμπρα, Μαμούθ, Βαβέλ και Παρα Πέντε, μεγάλα ξαδέρφια 9 και mov και πλήθος άλλων μακρινών συγγενών. Πνευματικό παιδί του κομίστα Γούση και του λογοτέχνη Παπαμάρκου υπό τη στέγη των εκδόσεων Polaris. Φιλοξενεί (στο πρώτο τεύχος έστω) ιστορίες Ελλήνων δημιουργών και μερικά άρθρα. Συζήτηση για την είδηση της επικείμενης κυκλοφορίας του εδώ. Καλοτάξιδο Περιεχόμενα 1ου τεύχους Εξώφυλλο : PanPan σελίδα 2 : μονοσέλιδο κόμικ "Ο Θάνατος" του Αντώνη Βαβαγιάννη 3 : editorial 4-5 : στήλη ειδήσεων "Στη τροχιά των κόμικ" του Σπύρου Γιαννακόπουλου 5 : μονόστηλο επιλογών "Top 5 Comics" του Πέτρου Ζερβού 6-9 : κόμικ "Καρμανιόλα" σεν. Γλυκερία Πατραμάνη, σχ. Γιώργος Φαραζης 10-25 : κόμικ "Παραλογή" Πέτρος Ζερβός βασισμένη στο ομώνυμο διήγημα του Δημοσθένη Παπαμάρκου από το Γκιακ 16-29 : συνέντευξη του σκηνοθέτη Γιάννη Οικονομίδη στον Γιάννη Ράγκο με εικονογράφηση Αχιλλέα Χρηστίδη 30-34 : κόμικ "Ντετέκτιβ Φιλ Πωτ" του Γιώργου Γούση, βασισμένη στον ομώνυμο χαρακτήρα κόμικ του Μητσομπόνου 35 : μονοσέλιδο κόμικ "Diet Orchestra" του Τάσου Ζαφειριάδη 36-43 : κόμικ σε συνέχεια "Γυμνά οστά" των Μιχάλη Διαλυνά και Δημοσθένη Παπαμάρκου 44-49 : διήγημα "Το παιχνίδι των κατόπτρων" της Ιωάννας Μπουραζοπούλου σε εικονογράφηση Δημήτρη Καμμένου 50-53 : κόμικ "Ο Επιδιορθωτής" του Παναγιώτη Μητσομπόνου. 54-55 : κόμικ "Σήμερα είμαι ένα μικρό παιδί" σεν. Ειρήνη Λουτα, σχ. Aniro 56-57 : κόμικ "Ο Πολυμήχανος" του Πανάγου Γερακάκη 58-61 : κόμικ "3,04" των Στέλλα Στεργίου και Νίκου Κιχεμ 62-63 : συνέντευξη του δημιουργού graffiti WD (Wild Drawing) στον Αλέξανδρο Σιμόπουλο 64-65 : κόμικ "Στο παγκάκι στη γωνία" του Ευάγγελου Ανδρουτσόπουλου 66 : μονοσέλιδο κόμικ " Τελευταία σελίδα" του Κλήμη Κεραμιτσόπουλου Ευχαριστούμε για τα υπόλοιπα εξώφυλλα τους Indian, albertus magnus, kabuki & GeoTrou.
- 358 replies
-
- 54
-
- γιώργος γούσης
- polaris
-
(and 1 more)
Tagged with:
-
Θεσσαλικός κάμπος, 1891, δέκα χρόνια μετά την ενσωμάτωση της περιοχής στο νεοελληνικό κράτος. Σε ένα εξαθλιωμένο από τη φτώχεια καλυβοχώρι, υποστατικό ακόμα του Οθωμανού πασά, εμφανίζεται ένας επαγγελματίας ζητιάνος, πραγματικός φτωχοδιάβολος. Εκμεταλλεύεται την αγραμματοσύνη και τις δεισιδαιμονίες που «δέρνουν» τους «καραγκούνηδες» χωρικούς και διαλύει τον κοινωνικό τους ιστό – μέχρι που κάποιους τους σκοτώνει κιόλας. Στον σκοτεινό, αριστουργηματικό του «Ζητιάνο» ο Καρκαβίτσας επιτίθεται στους πάντες – η κριτική του είναι διεισδυτική μέχρι το μεδούλι, άγρια και διαταξική. Αχρείος, διεφθαρμένος ο χωροφύλακας, όμως ανήθικος επίσης, δόλιος παλιάνθρωπος και ο ζητιάνος. Μισερά ανθρωπάκια και οι καραγκούνηδες, άντρες και γυναίκες: ένα λούμπεν προλεταριάτο κολλίγων που ένεκα της επιβίωσής του δε γνωρίζει φραγμό. Η εξουσία καταγγέλεται με ειλικρίνεια και ένταση πρωτόγνωρη, ειδικά για την εποχή του συγγραφέα – και ο λαός όμως δεν εξιδανικεύεται επ’ ουδενί. Αντιθέτως, παρουσιάζεται ως ένας βρώμικος όχλος, σαν μια ασχημάτιστη λάσπη – το μαύρο ριζικό του, η έκπαγλη ένδεια μαζί με τις προκαταλήψεις και τη θρησκοληψία του ξεμπροστιάζουν σε καθένα ξέχωρο υποκείμενο τα χειρότερα ένστικτά του. O εικονογράφος και δημιουργός κόμιξ Kanellos Cob κατάφερε να «καδράρει» το έργο ενός από τους πρώτους πραγματικά σημαντικούς νεοέλληνες γραφιάδες σε ένα κόμιξ μυθιστόρημα, ένα ογκώδες graphic novel που διαβάζεται απνευστί και τραντάζει. Η διαχρονικότητα του κειμένου, σε συνδυασμό με τη ρωμαλέα, σινεματίκ εικονογράφηση σχεδόν τρομάζει – ή αφυπνίζει απότομα, αλαφιάζοντας τον σύγχρονο, μεταμοντέρνο ύπνο μας. Βρεθήκαμε με τον Kanello Cob ένα ήρεμο απόγευμα στα Εξάρχεια. Kanellos Cob Είναι πολιτικό έργο τελείως ο «Ζητιάνος», ταξικό αλλά και ψυχογραφικό γιατί σου βγάζει τον συναισθηματικό κόσμο των ανθρώπων εκείνης της εποχής. Το φοβερό όμως, είναι πόσο άμεσα συνδέεται και με το σήμερα. Στο τέταρτο κεφάλαιο οι χωρικοί θεωρούν ότι κάποιος είναι βρυκόλακας – για ασήμαντη αφορμή τον βλέπουν σαν ένα τέρας που πρέπει να σκοτώσουν. Και ενώ ο τύπος φώναζε «δεν είμαι τέρας», όλη η ορμή του όχλου ήταν «φάτε τον». Δούλευα το κόμιξ σε αυτό το κεφάλαιο τον Σεπτέμβρη του ’18, όταν ΄φάγαν τον Κωστόπουλο, μέρα μεσημέρι στο κέντρο της Αθήνας – πολύ απλά γιατί νόμιζαν ότι είναι «βρυκόλακας»... Τρελάθηκα όταν συνέβη εντός μου αυτός ο παραλληλισμός, σκέφτηκα ότι τίποτε δεν έχει αλλάξει από την εποχή που γράφτηκε το έργο, και όλη μου η οργή για την δολοφονία του Κωστόπουλου διοχετεύτηκε στον «Ζητιάνο». Αυτό θέλει να μας δείξει ο Καρκαβίτσας εντέλει – ότι δεν υπάρχει «θεία δίκη», παρά μόνο άνθρωποι που εκμεταλλεύονται άλλους ανθρώπους. Και σου εξηγεί πως το πετυχαίνουν αυτό. Ο «Ζητιάνος» είναι έργο-καθρέφτης και της σημερινής κοινωνίας και μπορεί ο καθένας μας να «προβάλλει» τους χαρακτήρες του βιβλίου σε ανθρώπους σημερινούς. Στο σχέδιο του «Ζητιάνου» προσπάθησα να μην ακολουθήσω την κόμιξ τεχνοτροπία των έντονων χρωμάτων για να κερδίσω την προσοχή του αναγνώστη, έκανα την παλέτα μου όσο πιο ρεαλιστική μπορούσα. Ήταν πρωί στην ιστορία; Έβρισκα όλα τα ψυχρά χρώματα που βγαίνουνε το ξημέρωμα. Προσπάθησα πολύ να μείνω πιστός στην περιγραφή του Καρκαβίτσα, έχει γράψει υπέροχες εικόνες. Και είδα παλιές φωτογραφίες του θεσσαλικού κάμπου, χωριών της περιοχής, του Πηνειού. Ο εκδοτικός οίκος μου έστειλε και αρκετές γκραβούρες της εποχής, ήθελα το σχέδιό μου να είναι όσο πιο ρεαλιστικό. Οι χαρακτήρες έχουν τραχύτητα. Και τις γυναίκες δεν ήθελα να τις κάνω «γλυκούλες», ξέφυγα από τα χαριτωμένα κλισέ. Οι γυναίκες του κόμιξ είναι βρώμικες, με αξύριστα πόδια, σκληρά χαρακτηριστικά προσώπου. Για τον ίδιο τον ζητιάνο, που είναι και ο πρωταγωνιστής της ιστορίας, άντλησα στοιχεία από το πορτρέτο του πατέρα μου, που έμοιαζε και με μένα. Οστεώδης, με μυτόγκα και γωνίες στο πρόσωπο. Ήθελα να τον παραστήσω σαν ένα πράγμα μεταξύ ζώου και ανθρώπου, σαν σκαθάρι, σαν παράσιτο – για αυτό του έβαλα και μια τριχωτή κάπα. Είναι μυτερή μορφή, διαβολική. Και οι χωρικοί τέτοια ζωώδη μορφή έχουν στο κόμιξ – δεν έψαξα για κανένα χαρακτήρα αυτού του βιβλίου ευγενικές φυσιογνωμίες, ήθελα να κατασκευάσω καρικατούρες. Μόνο ο μπάτσος είναι φρεσκοξυρισμένος – ξυρίζεται επιμελώς και προσέχει να είναι καθαρή η στολή του γιατί είναι «μπας κλας» εξουσία, αισθάνεται τους χωρικούς φριχτά κατώτερούς του. Πρέπει – το ζητά ο ίδιος ο χαρακτήρας – να φαίνεται καλύτερος από τους «καραγκούνηδες». Τα σπίτια δεν είναι καθαρά και περιποιημένα σαν των σημερινών χωριών – είναι αχούρια, βρισκόμαστε σε άλλη εποχή. Οι άνθρωποι είχαν διαφορετικές αντιλήψεις περί υγιεινής, τα σπίτια τους ήταν χοιροστάσια – μικρά, με γυμνούς, άδειους χώρους και μόνο τα εντελώς απαραίτητα, λίγα σκεύη κυρίως. Τα φυσικά τοπία χάρηκα να τα ζωγραφίζω – τα Κράβαρα, όπως τα περιέγραψε και ο Καρκαβίτσας ήταν πέτρα πάνω στην πέτρα, ένας στεγνός τόπος όπου τίποτα δεν φυτρώνει. Θυμόμουν τοπία του Νεπάλ και τα δούλεψα στη φαντασία μου μαζί με εικόνες από το Google Maps. Είμαι στα 34, Αθηναίος, εδώ γεννήθηκα, Γαλάτσι μεγάλωσα και Γκράβα πήγα σχολείο. Σχεδίαζα από μικρός, εκεί ήταν η κλίση μου – ζωγράφιζα τους τοίχους (γελάει). Μετά έπαιρνα κόμιξ από το ψιλικατζίδικο, 8-9 χρονών χάλαγα το χαρτζιλίκι μου σε Marvel και ξεπατίκωνα ότι έβλεπα. Και μετά το παράτησα. Δεν σταμάτησα εντελώς να ζωγραφίζω, στο σχολείο ήμουν (ας πούμε) αυτός που ζωγραφίζει καλά. Έπαιξε όμως αρκετή μικροαστίλα από την οικογένεια. «Εγώ θα γίνω ζωγράφος». – «Ναι αλλά πώς θα ζήσεις; Εμείς δε μπορούμε να σε τρέφουμε», όλος αυτός ο μικροαστικός φόβος, ότι πρέπει να βρεις κάτι πιο safe, πίσω από ένα γραφείο, να ’χεις ένα μισθό και τα συναφή... Ούτε υπήρχε τέχνη στο σπίτι μου – και όταν δεν έχεις ερεθίσματα και παίζει πάντα αυτή η «κασέτα» αποθάρρυνσης στο background, ψιλοσβήνει το μεράκι όσο περνάει ο καιρός. Έρχεται και η εφηβεία με τα δικά της ψυχολογικά, μπορεί και να πνιγεί το όποιο ταλέντο, το όνειρο. Στις Πανελλήνιες πέρασα Συντήρηση Έργων Τέχνης στο ΤΕΙ Αθήνας – φάνταζε κάπως πιο “ασφαλές”, είχε όμως και σχέση με την τέχνη. Στα είκοσί μου άρχισα να ξαναπιάνω το μολύβι και να ψάχνω νέα references, να ανακαλύπτω επιρροές αγαπημένες. Η Σχολή ήταν πολύ ενδιαφέρουσα, έμαθα ιστορία τέχνης εκεί, αλλά το επακριβές αντικείμενό της δεν το είδα ποτέ ως επαγγελματική μου ενασχόληση. Όταν εκείνη την περίοδο έκανα κάποια σεμινάρια κόμιξ, ξύπνησε μέσα μου πάλι αυτή η αγάπη. Και ήμουν τυχερός που η καθηγήτριά μου τότε μου είπε “κυνήγα το” – με ενέπνευσε και μου έμαθε κώδικες διήγησης, μου έδειξε τεχνικές που σήμερα θέλω να εξελίξω ακόμη περισσότερο, να τις πάω πιο μακριά. Κατάλαβα επίσης τότε ότι αν είναι να μπω επαγγελματικά σε αυτόν τον χώρο, καλό θα ήταν να κάνω και κάποιες ακαδημαϊκές σπουδές. Βρήκα στη Γαλλία δυο-τρεις σχολές που με ενδιέφεραν αλλά έπρεπε πρώτα να μάθω στοιχειωδώς της γλώσσα και να μαζέψω κάποια χρήματα. Δούλευα σαιζόν στη Νάξο, μέχρι και Μπουρνάζι είχα δουλέψει, έκανα και μαθήματα γαλλικών και το 2009 άρχισα να στέλνω book της δουλειάς μου σε Σχολές έξω. Δεν έγινα δεκτός στην πρώτη μου επιλογή, την “Gobelins” στο Παρίσι, αλλά μπήκα στην “Ecole Emile Cohl” στη Λυόν. Υπάρχουν και στην Ελλάδα αντίστοιχες σχολές – αλλά, τότε τουλάχιστον, το 2009, τα δίδακτρα ήταν έξι χιλιάδες και στη Γαλλία επτά. Και εκεί υπάρχουν υποτροφίες και επιδόματα που με βοήθησαν πάρα πολύ να ζω και να σπουδάζω. Έφυγα κιολας από την Ελλάδα μόλις έσκασε η κρίση, τα έντυπα είχαν αρχίσει να πέφτουν – τώρα σαν Έλληνας εικονογράφος δεν είναι δυνατό να δουλέψω για περιοδικά. Εδώ δεν «παίζει» η εικονογράφηση ενός άρθρου, παρά μόνο η πολιτική καρικατούρα, κάτι που εγώ δεν το έχω, η πολιτική μου σκέψη να με οδηγεί σε τόσο to the point σχέδια. Είναι ένα άλλο επάγγελμα. Τα δύο πρώτα χρόνια κάναμε τα πάντα – γλυπτική, ακαδημαϊκό σχέδιο φουλ, animation, κόμιξ, ψηφιακή εικονογράφηση. Και μετά επέλεγες κατεύθυνση – εγώ εντρύφησα στο κόμιξ και στην εικονογράφηση. Και μετά είχα την τύχη να μου έρθουν πρότζεκτ, αναθέσεις αμέσως μετά την Σχολή – τελείωσα πρώτος κιόλας, οπότε «σκάγανε» προτάσεις από περιοδικά που ήταν σε άμεση σύνδεση με τη Σχολή. Εκεί όταν τελειώσεις τις σπουδές σου, φτιάχνεις ένα επαγγελματικό «σαλόνι» το οποίο τσεκάρουν «μεγάλα κεφάλια» από εταιρείες video games, από animation studios, από εκδοτικούς οίκους, από περιοδικά. Και είχα έτσι την τύχη να κλείσω 2-3 καλά συμβόλαια, να κάνω μια καλή αρχή και σταδιακά να «κτίζω» τη δουλειά μου. Η Σχολή ήταν “στρατός”, πολύ απαιτητική – από το πρώτο στο δεύτερο έτος περνάνε οι μισοί. Αλλά θεωρείται η καλύτερη σχολή στη Γαλλία, ειδικά για εικονογράφηση και animation, αν θες να μάθεις να σχεδιάζεις σωστά και να βγεις επαγγελματίας. Δυσκολεύτηκα κάπως με τα γαλλικά, γιατί υπάρχει η αργκό, υπάρχει η παράμετρος της προφοράς – τελικά μου πήρε κάποιους μήνες να βρίσκομαι σε μια παρέα Γάλλων και να καταλαβαίνω άνετα έστω τη θεματική της συζήτησης (γελάει). Δεν ένιωσα πάντως ποτέ κανένα ρατσισμό ή απομόνωση, οι παρέες ήταν ανοιχτές, ειδικά στο περιβάλλον της Σχολής και της δουλειάς μετά. Μόλις είχε γίνει τότε και το «μπαμ» με την Ελλάδα και την κρίση, οι περισσότεροι έδειξαν ενδιαφέρον και συμπάθεια. Έπαιξαν και τσακωμοί, κυρίως μετά το δεύτερο έτος, οπότε μπορούσα κι εγώ να επιχειρηματολογήσω πολιτικά στα γαλλικά. Ειδικά με τους Γάλλους δε βρήκα μεγάλες διαφορές σαν νοοτροπία, μάλλον γιατί η Γαλλία έχει ένα υπέροχο χαρακτηριστικό: όσον αφορά την κουλτούρα «πιάνει» από ευρωπαϊκό βορά έως νότο. Πάντα όμως εξαρτάται από τον κύκλο που θα βρεθείς και τους ανθρώπους που θα γνωρίσεις. Το Παρίσι είναι “νεροχύτης”, έχει μαζί με τα προάστια δώδεκα εκατομμύρια κατοίκους. Ένα τεράστιο αστικό κέντρο όπου δύσκολα να μη νιώσεις αποξένωση, ακόμα και φόβο. Η Μασσαλία, νομίζω, μοιάζει πολύ με την Αθήνα – είναι μεσόγειοι κι αυτοί. Όσο κατεβαίνεις νότια, οι κουλτούρες μας συνδέονται και, τελικά, μοιάζουν. Στους τρόπους τους είναι πιο άμεσοι, μέχρι και στη γλώσσα τους καταλάβαινα καλύτερα γιατί προφέρουν πιο έντονα τα γαλλικά. Αιφνιδιάστηκα με τη Βρετάνη, νόμιζα ότι επειδή εκεί είναι βοράς, θα είναι και οι άνθρωποι πιο κρύοι, πιο σφιχτοί – κι όμως εκεί ένιωσα το πιο καλόκαρδο welcome. Είναι τρελούτσικοι αλλά καλοί άνθρωποι, ποτέ δόλιοι, για κανένα λόγο. Η Λυόν είναι πιο μπουρζουά-πλούσια πόλη, θεωρείται το διαμαντάκι της Γαλλίας. Αν ένα θέαμα (χορός, θέατρο π.χ.) έρθει στη Λυόν και πάει καλά, θεωρείται ότι θα πάει καλά σε όλη τη Γαλλία. Έχει μια έπαρση η πόλη – αλλά έχουν και φράγκα, οπότε βρίσκεις δουλειές. Έχουν μεγάλη παράδοση στα μεταξωτά υφάσματα, πολλά παλιά εργαστήρια έχουν γίνει μουσειακοί χώροι. Υπήρχε αρκετό προλεταριάτο, στους πρόποδες του λόφου βρισκόταν η ξεκάθαρα αριστερίστικη και αναρχική γειτονιά (καρτιέ/cartier) της πόλης. Σήμερα τριάντα χιλιόμετρα έξω από τη Λυόν έχουμε πυρηνικό εργοστάσιο. Αυτά τα ωραία (γελάει). Μετά τη Σχολή είχα την τύχη και βρήκα αμέσως δουλειά σε μια εταιρεία σαν εικονογράφος-γραφίστας. Η φάση όμως ήτανε “χτυπάς καρτούλα”, παίρνεις και δυο χιλιάρικα το μήνα βέβαια, αλλά ζωγραφίζεις νεράιδες για τα κοριτσάκια και αεροπλανάκια για τα αγοράκια... Πρότεινα κάποια πράγματα, ήταν εντελώς mainstream όμως, καθόλου δεκτικοί, οπότε στους έξι μήνες που τέλειωσε η πρώτη σύμβαση, δεν θέλησα καν να ανανεώσω. Από τότε δουλεύω σαν freelancer, δεν έχω ούτε παιδιά ούτε σκυλιά να εξαρτώνται από μένα, κυνηγάω τη δουλειά μου προσπαθώντας να μην τρελαίνομαι από τη δεδομένη, διαρκή της επισφάλεια και μέχρι τώρα τα πράγματα πάνε καλά, κάθε χρόνο και καλύτερα. Η δουλειά μου είναι πλέον γνωστή στο χώρο των illustrators και έρχονται προτάσεις για πρότζεκτ. Graphic novel-«τούβλο» 120 σελίδων δεν έχω κάνει στη Γαλλία. Έχω δουλέψει όμως σε κολεκτίβες με άλλους σχεδιαστές, όπου φτιάχνουμε ιστορίες πόλεων, ή την ιστορία των γραμματοσήμων. Στη Λυόν συμμετέχω σε μια κολεκτίβα (Οι δρόμοι της Λυόν – Les rues de Lyon) όπου κάθε μήνα βγάζουμε μια ιστορία για τη Λυόν. Αναλαμβάνουμε οι ίδιοι την εκτύπωση και διανομή σε βιβλιοπωλεία της Λυόν και τα κέρδη των πωλήσεων (το κάθε βιβλίο κοστίζει 3 ευρώ) διανέμονται σε τρία ίσα μέρη: ένα ευρώ μένει στην κολεκτίβα για την κάλυψη του κόστους παραγωγής, ένα ευρώ παίρνει ο δημιουργός και ένα ευρώ αντιστοιχεί στον βιβλιοπώλη. Τώρα δουλεύω το artwork του 2020 για το μεγαλύτερο trance/psychedelic φεστιβάλ της Γαλλίας. Περιμένω να υπογράψω για ένα πρότζεκτ σχετικά με τον Β΄ Π.Π. – ένα graphic novel για μια μικρή γαλλική πόλη (Le Chambon-sur-Lignon) όπου καθ’ όλη τη διάρκεια της Κατοχής προστάτευαν παιδιά Εβραίων. Στην Ελλάδα συμμετείχα με μεγάλη μου χαρά στο πρότζεκτ «Βάλτους Χ» (ValtousX.gr) – έφτιαξαν πέρυσι πρώτη φορά ένα gps με σημεία στην Αθήνα όπου είχαν σημειωθεί ρατσιστικές και ομοφοβικές επιθέσεις. Φέτος αποφάσισαν να κάνουν το ίδιο για όλη την Ελλάδα – επικοινώνησαν μαζί μου από το ίδρυμα «Ρόζα Λούξεμπουργκ», μου έδωσαν δυο κειμενάκια και μου ζήτησαν να κάνω illustrations για αυτά. Εμένα αυτό είναι η χαρά μου: δε θα σου περιγράψω με εικόνες αυτά που γράφει το κάθε κείμενο, θα προσπαθήσω να βγάλω το συναίσθημα. Γι’ αυτό μου αρέσει ο σουρεαλισμός (και η κουλτούρα του pop surealisme) όπου θα παίξεις όχι με μια ρεπορταζιακή, φωτογραφική απεικόνιση, αλλά θα κάνεις κάτι πιο συναισθηματικό, πιο συμβολικό, βάσει πάντα αυτού που διαβάζεις. Αυτή είναι και η δική μου θεωρία όσον αφορά την εικονογράφηση: το κείμενο να παντρεύεται με την εικόνα, τα δύο μέσα να ενώνονται αλλά σε καμία περίπτωση να μην περιγράφει αυστηρά το ένα το άλλο. Πάντως δε θεωρώ “καλλιτεχνικό” αυτό που κάνω: δεν είμαι ζωγράφος, δεν έχω βγει από Καλών Τεχνών για να μπλέξω σε κύκλους φιλοσοφικούς... (γελάει). Για τον «Ζητιάνο» μίλησα με τρεις εκδοτικούς οίκους στη Γαλλία με σκοπό να αγοράσουν τα δικαιώματα – τους άρεσε πολύ και η ιστορία και η δουλειά μου, έκριναν όμως ότι εμπορικά δε θα τραβούσε. Γιατί ο Γάλλος αναγνώστης έχει στο μυαλό του την Ελλάδα είτε σαν αρχαία ιστορία είτε την κατάσταση με την κρίση. Ο «Ζητιάνος» είναι κοινωνικοπολιτική ιστορία στην ουσία της, αλλά έχει ένα βουκολικό background που δεν βοηθά τον ξένο αναγνώστη να κάνει το λινκ με τον πυρήνα του θέματος. Πάντως με το που επιστρέψω Γαλλία θα παρουσιάσω τον «Ζητιάνο» και σε άλλους εκδότες. Ο «Ζητιάνος» μου προτάθηκε από τον εκδοτικό οίκο (Polaris) – ήθελαν πολύ να μεταφέρουν σε κόμιξ την ιστορία αυτή του Καρκαβίτσα, το έψαχναν δυο-τρία χρόνια. Δεν είχα συνεργαστεί ξανά με ελληνικό εκδοτικό οίκο και ενθουσιάστηκα από το ξεκίνημα της συνεργασίας μας, από τα πρώτα κιόλας emails. Διάβασα στα γρήγορα το βιβλίο, δεν το θυμόμουν ακριβώς και ήθελα επίσης να καταλάβω αν μπορώ να το μεταφέρω σε κόμιξ – αν οι εικόνες που δίνει η διήγηση με εμπνέουν, αν μπορώ να φανταστώ τα κάδρα με την πρώτη ματιά. Και ενστικτωδώς, είπα αμέσως “wow”. Αριστούργημα. Ζούσα στον Καναδά τότε και ήμουνα στις μαύρες μου – έψαχνα δουλειά εκεί και οικονομικά τα έβγαζα πέρα δύσκολα, μόνο με κάποιες συνεργασίες που κρατούσα στη Γαλλία. Με βοήθησε πολύ ψυχολογικά το πρότζεκτ του «Ζητιάνου», με ανέβασε. Άνοιξη του 2018 είχα πλέον ξεκινήσει να το δουλεύω – άρχισα τον «Ζητιάνο» στο Μόντρεαλ και τον ολοκλήρωσα στη Γαλλία. Το μεγαλύτερο μέρος του κειμένου στον «Ζητιάνο» είναι αυτούσια τα λόγια του Καρκαβίτσα – μετέφερα ο ίδιος το κείμενο και ο Γιάννης Ράγκος έκανε τις διορθώσεις. Τους πρώτους δύο μήνες είχα φτιάξει έναν πίνακα με post it – αστυνομικού τύπου «να βρούμε τον ένοχο»... – και «έσπαγα» τις σκηνές ώστε να μπει σε τάξη. Το κείμενο στην αρχή είχα προτείνει να το κάνω σε σύγχρονα, σημερινά ελληνικά – κουβέντιασα όμως με τον Γιώργο Ζαρρή (εκδότης του Polaris) και καταλήξαμε αυτό το υπέροχο και ευνόητο και στον τωρινό αναγνώστη κείμενο να το αφήσουμε ως έχει. Ο Καρκαβίτσας είναι πολύ περιγραφικός και με πολλά πισωγυρίσματα στο λόγο του, οπότε είχα κάποιες ενστάσεις καθώς διάβαζα το πρωτότυπο – φοβόμουν μήπως σαν κόμιξ κουράσει. Συνειδητοποίησα όμως, ότι αυτές οι περιγραφές θα αποδοθούν στο κόμιξ ως εικόνες. Η διήγηση της ιστορίας είναι περίτεχνη, ρέει ελεύθερα και οι διάλογοι είναι εκπληκτικοί – κρατήσαμε λοιπόν το κυρίως κείμενο του πρωτοτύπου, με κάποιες παρεμβάσεις μόνο για να διευκολύνουμε το ρυθμό της διήγησης στο κόμιξ. Οι όποιες αλλαγές δεν αλλάζουν επ’ ουδενί το νόημα, ούτε το όραμα ή την αισθητική του Καρκαβίτσα. Τελικά το 95% του κειμένου είναι δικό του. Στον «Ζητιάνο» στο τέλος νικάει το κακό – και κατανοείς (σαν αναγνώστης) τους λόγους αυτής της κατάληξης. Αυτό το χαρακτηριστικό του έργου μου κίνησε το ενδιαφέρον, δεν το βλέπεις συχνά. Απομακρυνόμαστε από τον ρομαντισμό – ο «Ζητιάνος» είναι ωμός νατουραλισμός και αυτό δεν είναι τυχαίο, αφού ο ίδιος ο Καρκαβίτσας είναι επηρεασμένος από τον Εμίλ Ζολά (J’ accuse) και το κίνημα των νατουραλιστών καλλιτεχνών. Ο Καρκαβίτσας ήταν κάπως «μισάνθρωπος», έκραζε για τους Ολυμπιακούς του 1896, έκραζε τους πάντες. Ήταν και μπουρζουάς όμως, στρατιωτικός γιατρός στο επάγγελμα. Δεισιδαιμονία, προκατάληψη, φριχτή ένδεια και φτώχεια τρομερή, αμάθεια, μισογυνισμός, συντηρητισμός. Αυτά είναι μερικά από τα κύρια χαρακτηριστικά της κοινωνίας που περιγράφει ο Καρκαβίτσας. Στον «Ζητιάνο» η θέση της γυναίκας π.χ. στην κοινωνία εκτίθεται ξεκάθαρα: τρώει ξύλο και μάλιστα περιμένει αυτήν τη βία ως κάτι φυσιολογικό. Η γυναίκα μισεί το ίδιο της το φύλο – θέλει να γεννάει αγόρια, τα κορίτσια δεν είναι επιθυμητά. Οι γυναίκες δεν ήθελαν να γεννάνε γυναίκες – γιατί θα έπρεπε να τις «προικώσουν» και στο βάθος της ψυχής τους ήξεραν ότι θα περάσει τα δικά τους βάσανα, τον δικό τους εγκλωβισμό. Υπάρχουν και σήμερα χωριά στην Ελλάδα, ή και στη Γαλλία, που αυτές οι αντιλήψεις δεν έχουν αλλάξει και πολύ. Στον «Ζητιάνο» αναδεικνύεται το «Σύνδρομο της Στοκχόλμης» – όταν έχεις μεγαλώσει σαν δούλος, δεν ξέρεις τι να κάνεις με την ελευθερία σου. Και ας ξέρεις ότι αυτός είναι ο τύραννός σου, ας τον βρίζεις, ας τον καταριέσαι – όταν θα εμφανιστεί μπροστά σου, αντανακλαστικά σκύβεις το κεφάλι. «Πασά μου» τον προσφωνείς, γιατί αυτός έχει τη δύναμη. Είναι ο τυραννός σου, αλλά θα ήθελες να είσαι σαν αυτόν. Αν σου δινόταν η εξουσία, τέτοιος θα ήσουνα. Στον αδύναμο την «πέφτεις» εύκολα – και όταν γραφόταν ο «Ζητιάνος» και σήμερα. Δε μπορείς να αγγίξεις τους δυνατούς – το ξέρει αυτό ο ανθρωπάκος κάθε εποχής. Και εκτονώνει την οργή του, το κόμπλεξ, την απογοήτευση για την κατάστασή του σε όσους είναι πιο αδύναμοι απ’ τον ίδιο. Θα πατήσεις τον ίσο ή κατώτερό σου, γιατί αυτός είναι που μισείς – γιατί ουσιαστικά μισείς τον εαυτό σου. Αυτά τα ανθρώπινα αντανακλαστικά εκμεταλλεύεται ο φασισμός - και ο Καρκαβίτσας τα διέγνωσε σαν κοινωνικές τάσεις πριν ακόμα δημιουργηθεί η έννοια του φασισμού. Για μένα ο ζητιάνος του Καρκαβίτσα, σαν χαρακτήρας λογοτεχνικός θα μπορούσε να ενσαρκώνει πολλούς ανθρώπους, ρόλους και έννοιες της πραγματικής ζωής – ακόμα και τον καπιταλισμό που για να κερδίσει είναι διατεθειμένος να πάρει οποιαδήποτε μορφή. «Ζητιάνος» του Καρκαβίτσα είναι και ο τραπεζίτης που δε θα διστάσει να σε πετάξει έξω από το σπίτι σου για να πάρει αυτά που του αναλογούν (;). Στο όλον του αυτό το έργο είναι ένας φακός που ρίχνει σκληρό φως σε ότι σκοτεινό έχουμε και εμείς οι ίδιοι μέσα μας. Ο κακός της ιστορίας, ο ίδιος ο ζητιάνος, είναι προϊόν της κοινωνίας στην οποία μεγάλωσε – όπως και οι υπόλοιποι χαρακτήρες του βιβλίου, όπως και όλοι μας. Ο Καρκαβίτσας δεν χαιδεύει κανέναν, εξηγεί όμως τις αδυναμίες μας, των ανθρώπων που μεγαλώνουμε σε μια κοινωνία όπου ισχύει ο νόμος της ζούγκλας, όπου η de facto κατάσταση «η ζωή σου ή η ζωή μου» μας γυρνάει άσχημα το μυαλό. Η ανάγκη της επιβίωσης ξεπερνάει κάθε ηθικό φραγμό. Το συναίσθημα χάνεται έναντι του καθημερινού φόβου. Ο τελωνοφύλακας, ο κρατικός υπάλληλος δηλαδή παίρνει μίζες. Βάλ’ το στη μέρα μας... δεν το βλέπεις; Από το «όλοι μαζί τα φάγαμε» μέχρι τα πιο χαμηλά κλιμάκια. Γυναίκες που είναι φυλακισμένες, δούλες ουσιαστικά, λόγω της φτώχειας και της πατριαρχίας. Θρησκοληψία. Τι είχε γίνει με τους φασίστες στο Corpus Christi; Τα ξεματιάσματα, όσοι γονυπετείς προσκυνάνε παντόφλες... Μηδενική ταξική συνείδηση επίσης: φτωχοί, αδύναμοι άνθρωποι που σιχαίνονται πρωτίστως τους εαυτούς τους, χωρίς να έχουν καταλάβει τον λόγο για τον οποίο βρίσκονται σε αυτή τη θέση. Και υποφέρουν από μικροαστική ματαιοδοξία. Το μυαλό και το όνειρό τους φτάνουν μέχρι ένα ρετιρέ στο Παγκράτι. Νομίζω στην κρίση, μαζί με την όποια ανθρωποφαγία, αναδύθηκαν και κάποια ωραία λουλούδια, όπως η αλληλεγγύη. Οι άνθρωποι στράφηκαν περισσότερο από πριν στην πολιτική, σε μια προσπάθεια να καταλάβουν καλύτερα τι συνέβη και να αντιδράσουν σε αυτό. Έφτιαξαν συνεργατικούς χώρους και δουλειές, κοπερατίβες, προσπάθησαν να αποδράσουν από τη σχέση «αφεντικό-εργαζόμενος». Για μένα αυτό είναι το διαμαντάκι που πρέπει να κρατήσεις και να το εξελίξεις όσο μπορείς. Όλο και περισσότεροι παίρνουν την κατάστασή (τους) στα χέρια τους, γιατί βλέπουν ότι δεν τους βοηθάει κανείς. Υπάρχει στην κοινωνία μας η πλευρά του «θα φάω όποιον βρω μπροστά μου για να ζήσω», υπάρχουν όμως και οι άλλοι – που σκέφτονται «είμαστε μαζί σε αυτό, ας κάνουμε ότι μπορούμε». Και το σχετικό link...
-
- 6
-
- ο ζητιάνος
- polaris
-
(and 3 more)
Tagged with:
-
Καυστικός ηθογράφος της ελληνικής επαρχίας του τέλους του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ού, ο Ανδρέας Καρκαβίτσας απέδωσε με ρεαλισμό και χωρίς ωραιοποιήσεις τη σκληρή πραγματικότητα μιας υπανάπτυκτης Ελλάδας. Η εξαιρετική μεταφορά σε κόμικς του «Ζητιάνου» από τον Kanellos Cob καθιστά το έργο και πάλι επίκαιρο και καταδεικνύει τις διαχρονικές παθογένειες της ελληνικής ιδιαιτερότητας. Η μεταφορά σε κόμικς πολλών έργων της ελληνικής λογοτεχνίας, πρόσφατης αλλά και παλαιότερης, δεν είναι κάτι νέο. Αρκετοί δημιουργοί τα τελευταία χρόνια επιλέγουν να προσαρμόσουν σε κόμικς, ιστορίες που διαβάζαμε στα σχολικά αναγνωστικά και ανθολόγια, διηγήματα και μυθιστορήματα που συγκίνησαν τους αναγνώστες προηγούμενων εποχών αλλά είχαν αρχίσει πια να ξεχνιούνται. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων, οι προσαρμογές αυτές είναι επιτυχημένες στον βαθμό που δεν επιδιώκουν να ακολουθήσουν πιστά το αρχικό κείμενο αλλά να αποδώσουν το κλίμα και την πλοκή του με πρωτότυπα εικαστικά εργαλεία. Άλλωστε, οι έννοιες της προσαρμογής, της διασκευής και της διασημειωτικής μετάφρασης, της μεταφοράς δηλαδή ενός έργου από μια τέχνη σε μια άλλη, προϋποθέτουν και εμπεριέχουν την προσωπική ματιά του νέου δημιουργού πάνω σε ένα προϋπάρχον έργο και αποκτούν ενδιαφέρον, όταν ο τρόπος που το παλαιό έργο επαναπροσεγγίζεται σε μια νέα εποχή βασίζεται στη διαφοροποίηση και δεν επιδιώκει την, αναπόφευκτα αδύνατη και εκ των πραγμάτων περιττή, ταύτιση. Από τους Δημήτρη Βανέλλη και Θανάση Πέτρου έχουν έως τώρα κυκλοφορήσει «Το Γιούσουρι και άλλες φανταστικές ιστορίες» με προσαρμογές διηγημάτων των Καβάφη, Καρκαβίτσα, Καρυωτάκη, Ροδοκανάκη, Νικολαΐδη, Παπαδιαμάντη, το «Παραρλάμα και άλλες ιστορίες του Δημοσθένη Βουτυρά» και η «Μεγάλη Βδομάδα του Πρεζάκη» ως προσαρμογή του ομότιτλου διηγήματος του Μ. Καραγάτση. Οι Δημοσθένης Παπαμάρκος, Γιάννης Ράγκος και Γιώργος Γούσης μετέφεραν σε κόμικς τον «Ερωτόκριτο» του Κορνάρου, ο Ράγκος με τον Παναγιώτη Πανταζή φιλοτέχνησαν τα «Μυστικά του Βάλτου» της Πηνελόπης Δέλτα, οι Ηλίας Κατιρτζιγιανόγλου και Γιώργος Τσιαμάντας προτίμησαν ένα λιγότερο γνωστό έργο, την «Κερένια Κούκλα» του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου, ο Δημήτρης Χαντζόπουλος απέδωσε με έναν ιδιαιτέρως πρωτότυπο τρόπο, μέσω τροποποιημένων πινάκων και εικόνων της ιστορίας της τέχνης, την «Πάπισσα Ιωάννα» του Ροΐδη, ενώ με χιούμορ και ευφυείς αναχρονισμούς προσέγγισε το ροϊδικό έργο και ο Λευτέρης Παπαθανάσης. Στο πλαίσιο αυτό της ευρείας προσαρμογής σε κόμικς έργων της ελληνικής γραμματείας, δεν ξενίζει η επιλογή του Kanellos Cob να στρέψει το βλέμμα του στο πιο γνωστό μυθιστόρημα ενός από τους πιο πολυδιαβασμένους συγγραφείς. Ο «Ζητιάνος» του Ανδρέα Καρκαβίτσα κυκλοφόρησε πρώτη φορά το 1897 και από τότε έχει γνωρίσει δεκάδες επανεκδόσεις, έχει μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες ενώ το 1983 μεταφέρθηκε σε τηλεοπτική σειρά στην αλήστου μνήμης ΥΕΝΕΔ με πρωταγωνιστή τον Ανέστη Βλάχο. Κεντρικό πρόσωπο του βιβλίου είναι ο Τζιριτόκωστας, ένας επαγγελματίας ζητιάνος από τα Κράβαρα που καταφθάνει τη δεκαετία του 1880 στο χωριό Νυχτερέμι της Θεσσαλίας για να αναστατώσει τη ζωή των κατοίκων του. Πρώτα πέφτει θύμα άγριου ξυλοδαρμού από τον τελωνοφύλακα Βαλαχά και στη συνέχεια καταφέρνει να συγκινήσει τους αμόρφωτους και δεισιδαίμονες Νυχτερεμιώτες υποδυόμενος τον ταλαίπωρο και τον κακομοίρη. Παράλληλα πουλάει υποτιθέμενα μαγικά βοτάνια για να γεννούν οι γυναίκες αρσενικά παιδιά και προετοιμάζει την εκδίκησή του βρίσκοντας πρόσφορο έδαφος στις προκαταλήψεις και τις προλήψεις, την αμάθεια, τη δουλικότητα και τη φτώχεια των αγράμματων επαρχιωτών που είναι έτοιμοι να πιστέψουν κάθε φράση του Ζητιάνου, αρκεί να τους δίνει ελπίδα και να χαϊδεύει τα αυτιά τους. Με τον «Ζητιάνο», ο Καρκαβίτσας καταφέρνει να περιγράψει μέσα από σκληρά περιστατικά και άγριες καταστάσεις την εύθραυστη ειρήνη στην ελληνική επικράτεια λίγα χρόνια μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας στο ελληνικό κράτος, σε μια περιοχή που λυμαίνονται οι τσιφλικάδες και το ιδιοκτησιακό καθεστώς δεν έχει ακόμη ξεκαθαρίσει ανάμεσα σε πρώην Τούρκους μπέηδες και νέους Έλληνες φιλόδοξους ιδιοκτήτες. Σε μια τέτοια συνθήκη που όλα είναι ρευστά, ευνοείται η δράση κομπογιαννιτών και απατεώνων, όπως ο Τζιριτόκωστας, που με έξυπνες κινήσεις και χωρίς κανέναν ηθικό φραγμό, επιδιώκει να εκμεταλλευτεί την άγνοια και να χειραγωγήσει τα αισθήματα και τις πράξεις για να αποκομίσει οικονομικά οφέλη. Στην προσαρμογή του Kanellos Cob (εκδόσεις Polaris, επιμέλεια σεναρίου: Γιάννης Ράγκος, επιμέλεια εικονογράφησης: Γιώργος Γούσης), ενός νέου δημιουργού κόμικς που μέχρι τώρα έχει υπογράψει το βραβευμένο «Αντίο Μπάτμαν» σε σενάριο του Τάσου Θεοφίλου, το «Όχι σημαίνει όχι» για τις γυναίκες-θύματα βιασμού και την κουλτούρα του σεβασμού της άρνησης οποιασδήποτε σεξουαλικής κίνησης χωρίς την απόλυτη συναίνεση των προσώπων που εμπλέκονται σε αυτήν, αλλά και πολλά έργα στη Γαλλία, τον Καναδά και αλλού, όλη αυτή η χαοτική κατάσταση της ελληνικής επαρχίας αποδίδεται με έναν ιδιαίτερα επιτυχή τρόπο. Τα μικρά κείμενά του που εισάγουν τον αναγνώστη στη «δράση» ή συνδέουν τις σκηνές μεταξύ τους είναι ευσύνοπτα και πολύ ορθά επιλεγμένα, σε γλώσσα ταιριαστή με την υπόθεση και με ελαφρές παραλλαγές σε σχέση με το πρωτότυπο, τέτοια που να υπηρετούν και να εκφράζουν την αποστροφή του Καρκαβίτσα για τους οπισθοδρομικούς χωρικούς: «Δεκαετία 1880, Νυχτερέμι Θεσσαλίας. Ριγμένο κατά τις εκβολές του Πηνειού, στο γούπατο του πολύκαρπου κάμπου, έχει την φτωχικήν και φοβισμένην έκφραση που έχουν όλα του κάμπου τα χωριά, τα δουλωμένα και τ’ ανάξια υπάρξεως. Στα χαμόσπιτά του συζούν αρμονικά ζώα και άνθρωποι. Το κονάκι του μπέη, ψηλό κι αγέρωχο, βρίσκεται στη μέση. Άλλοτε οι Νυχτερεμιώτες είχαν υπογράψει να παραχωρήσουν το χωριό στον Πασά, αλλά με όρους: τα σπίτια, τ’ αμπέλια και τα ζωντανά δικά τους, κι από ό,τι σπέρνουν να δίνουν το τρίτο στον αφέντη». Και λίγο παρακάτω: «Αλλά μόλις ο Ντεμίς Αγάς επρόβαλλε από το κονάκι, πάλιν η κρυμμένη μέσα τους από αιώνας δουλοσύνη έκανε να λησμονούν τους όρκους και την ανεξαρτησία τους». Ακόμα πιο επιτυχημένος, ωστόσο, είναι ο τρόπος που ο Kanellos Cob εικονογραφεί τον Καρκαβίτσα και αποδίδει την ελληνική επαρχία, τους φοβισμένους ανθρώπους, τον Ζητιάνο, τον τελωνοφύλακα, τη μιζέρια και την απομόνωση των ανθρώπων σε ένα αφιλόξενο περιβάλλον χωρίς καμιά πιθανότητα –και χωρίς, το χειρότερο, καμιά πρόθεση– διαφυγής. Τα κτίρια, οι ενδυμασίες, τα τοπία, οι στολές, η ελληνική φύση αποδίδονται με ακρίβεια και βασίζονται σε πραγματικά στοιχεία. Οι εκφράσεις των προσώπων, όμως, είναι μια καλλιτεχνική επιλογή του δημιουργού που απογειώνει το έργο του: η οργή και η αυθαιρεσία του συμφεροντολόγου εκπροσώπου της εξουσίας ενός πρωτόγονου αλλά πάντα πελατειακού κράτους, η δουλικότητα των βρόμικων και ξεδοντιασμένων, κακοζωισμένων κατοίκων, η περιφρόνηση του επιστάτη του μπέη, η κουτοπονηριά των γυναικών που πιστεύουν πως αγοράζουν το σερνικοβότανο, το μίσος και η εκδικητικότητα στο πρόσωπο του παπά και, πάνω απ’ όλα, η μοχθηρία του αδίστακτου Τζιριτόκωστα. Έτσι, η νατουραλιστική γραφή του Καρκαβίτσα που συνοδεύει το ηθογραφικό περιεχόμενο βρίσκει στον Kanellos Cob έναν ιδανικό εικονογράφο. Όπως τονίζει και το επιλογικό σημείωμα της έκδοσης: «Εν τέλει, ο συγγραφέας συνθέτει τη σκοτεινή τοιχογραφία μιας κοινωνίας που βρίσκεται στα σύνορα του “παλιού” και του “νέου”, ενώ με τον τελικό θρίαμβο του Κακού υπενθυμίζει ενοχλητικά τη διαρκή οδύνη της ανθρώπινης φύσης». Την οδύνη αυτή για τη διαχρονική επικράτηση του Κακού σε μια Ελλάδα χρονικά μακρινή αλλά όχι και τόσο διαφορετική από τη σύγχρονη μεταφέρει αριστοτεχνικά ο δημιουργός του κόμικς σε ένα έργο που αξίζει να διαβαστεί είτε σε συνδυασμό με το πρωτότυπο είτε και εντελώς ανεξάρτητα από αυτό, ακριβώς λόγω της διαχρονικότητας των θεμάτων του και όσων έχει να μας πει τόσο ο Καρκαβίτσας όσο και ο Cob γύρω από την Ελλάδα του τότε και, ακόμη περισσότερο, του τώρα. Και το σχετικό link...
-
- 5
-
- kanellos cob
- ανδρέας καρκαβίτσας
-
(and 3 more)
Tagged with:
-
"Βλέπω τον ‘Ζητιάνο’ σαν έναν καθρέπτη που αντικατοπτρίζει τους φόβους μας και οτιδήποτε μας αποξενώνει από τον διπλανό μας" λέει. Παρότι 34 χρόνων έσκυψε στο εμβληματικό κείμενο του 19ου αιώνα και το μεταφέρει στην εποχή μας μέσα από την τέχνη του. Ο δημιουργός κόμικ Kannelos Cob, κατά κόσμον Καννέλος Μπίτσικας, στο πρώτο του graphic novel εικονογραφεί τη νουβέλα του Ανδρέα Καρκαβίτσα "Ο Ζητιάνος" (εκδ. Polaris) και μέσα από την αντιπαθή δράση του ήρωα Τζιριτόκωστα αναζητεί τα νήματα που συνδέουν το έργο με την εποχή μας. Ζώντας και σκιτσάροντας εδώ και εννέα χρόνια στη Λυών, μιλάει για το βιβλίο και την τέχνη του, διατρέχει την επικαιρότητα των ημερών κάνοντας στάση στην εξέγερση του Πολυτεχνείου, μας μεταφέρει τα νέα για τη σκηνή των κόμικ αλλά και την πολιτική πραγματικότητα στη Γαλλία, μιλάει για των κόμικ ως πολιτική πράξη χωρίς να προσπερνάει το προσφυγικό ζήτημα. "Με ενδιαφέρει περισσότερο να κάνω ένα κόμικ ντοκιμαντέρ επικεντρωμένο στην αντιμετώπιση του προσφυγικού στην Ελλάδα" λέει και αναφέρεται σε όλη τη διακεκαυμένη ζώνη των θεμάτων που απασχολούν την εποχή μας. * Γιατί επιλέγεις τον “Ζητιάνο” σήμερα; Το κείμενο του Καρκαβίτσα είναι κλασικό και τα θέματα που θίγει είναι διαχρονικά. Μέσα από την ιστορία φαίνεται η ανάγκη του συγγραφέα να μιλήσει, με καυστικότητα για την κοινωνική κατάσταση της εποχής του. Στο κείμενο βλέπουμε το κράτος που καταπιέζει και εκμεταλλεύεται τις κατώτερες τάξεις με όπλο τη βία και τον φόβο, κρατικούς υπαλλήλους που χρηματίζονται, γυναίκες που υποφέρουν από την πατριαρχία, ένα ολόκληρο χωριό, θρησκόληπτο, που πιστεύει σε δεισιδαιμονίες και ξόρκια. Δεν νομίζω πως αυτά τα στοιχεία δεν συναντώνται στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα. * Ποιο από όλα τα στοιχεία του ήρωα και του κόσμου που αναπαριστά ο Καρκαβίτσας σε παρακίνησε; Με τράβηξε η πολυπλοκότητα των χαρακτήρων. Σε καμία περίπτωση δεν μπορείς να χαρακτηρίσεις τους ανθρώπους καλούς ή κακούς. Το διήγημα είναι αρκετά ψυχογραφικό. Στις περισσότερες περιπτώσεις ότι κάνουν οι ήρωες γίνεται για λόγους επιβίωσης. "Ο Ζητιάνος" είναι από τα πρώτα νατουραλιστικά ελληνικά κείμενα και επιλέγει να αποδώσει τη φύση και τους ανθρώπους όσο το δυνατόν πιο ρεαλιστικά. Ο Καρκαβίτσας σκιαγραφεί την ανατομία μιας μικρής κοινωνίας προβάλλοντας το ταξικό μίσος, τη φτώχεια, την αμάθεια, τη δεισιδαιμονία και τον μισογυνισμό. Επίσης οι απίστευτες περιγραφές της ελληνικής φύσης αποτέλεσαν αστείρευτη πηγή έμπνευσης για το εικονογραφικό κομμάτι. * Η πλοκή του διηγήματος του Καρκαβίτσα σου έδωσε εναύσματα να συνδέσεις το έργο με τη σημερινή περίοδο; Αναπόφευκτα γίνονται συνδέσεις με τις καταστάσεις που πραγματεύεται το βιβλίο. Στο τέταρτο κεφάλαιο οι χωρικοί προσπαθούν να κάψουν τον τελωνοφύλακα γιατί νομίζουν πως είναι βρυκόλακας. Η προκατάληψη και ο φόβος δεν τους επιτρέπουν να σκεφτούν λογικά. Τον Σεπτέμβριο του 2018 δολοφονήθηκε ο Ζακ Κωστόπουλος στο κέντρο της Αθήνας ακριβώς για τους ίδιους λόγους. Είναι σοκαριστικό να υπάρχουν τέτοιες αντιδράσεις σε μία, υποτιθέμενη, σύγχρονη κοινωνία, η οποία τελικά δεν έχει τόση διαφορά με εκείνη του Καρκαβίτσα. Αυτό είναι που κάνει το κείμενό του τόσο σύγχρονο. * Αν σου ζητούσαν να χαρακτηρίσεις τον “Ζητιάνο” τι θα έλεγες; Καθ' όλη τη διαδικασία της δημιουργίας του κόμικ έβλεπα τον “Ζητιάνο” σαν ένα φακό που, σε κάθε σκηνή, ρίχνει φως στα πιο σκοτεινά μέρη του εαυτού μας. Σε όλη την ιστορία μεταμορφώνεται συνεχώς - είναι κακομοίρης, παντοδύναμος μάγος, ισχυρός ηγέτης, μέχρι και ναυτικός - και χρησιμοποιεί τις αδυναμίες των χαρακτήρων με σκοπό το κέρδος και την εξουσία. Βλέπω τον “Ζητιάνο” σαν έναν καθρέπτη που αντικατοπτρίζει τους φόβους μας και οτιδήποτε μας αποξενώνει από τον διπλανό μας. * Το προσφυγικό είναι μείζον θέμα της εποχής μας. Στην Ευρώπη βλέπουμε κλειστά σύνορα, ξενοφοβία, διχαστική ρητορική, φόβο απέναντι στον "άλλο". Θα έκανες ένα κόμικ για τους πρόσφυγες; Το προσφυγικό είναι μία μαύρη κηλίδα στην ιστορία του δυτικού κόσμου. Ο τρόπος που αντιμετωπίζονται οι άνθρωποι είναι άρρωστος. Ακροδεξιά μπάρμπεκιου, άνθρωποι που καίγονται ζωντανοί στα “κέντρα φιλοξενίας”, επίδοξοι Λεωνίδες να τραμπουκίζουν τους αβοήθητους, ένα Αιγαίο και μία Μεσόγειος νεκροταφεία, κόψιμο κολώνων παροχής ηλεκτρισμού και πάει λέγοντας. Γεγονότα που δεν θα γραφτούν ποτέ σε βιβλία Ιστορίας. Υπάρχουν ήδη εκδόσεις στη Γαλλία που διηγούνται μεμονωμένες ιστορίες προσφύγων και την οδύσσειά τους. Με ενδιαφέρει περισσότερο να κάνω ένα κόμικ ντοκιμαντέρ επικεντρωμένο στην αντιμετώπιση του προσφυγικού στην Ελλάδα. Να μιλήσουμε όχι μόνο για τη φρίκη που αντιμετωπίζουν και τις άρρωστες επιθέσεις που δέχονται, αλλά και για την αλληλεγγύη ανθρώπων που από μόνοι τους αποφασίζουν να αφιερώσουν τον προσωπικό τους χρόνο ώστε να βοηθήσουν, γιατί συνειδητοποιούν πως ξεκάθαρα από τύχη δεν βρίσκονται και αυτοί μέσα σε μία βάρκα. * Πώς είναι τα πράγματα στη Γαλλία του Μακρόν; Είναι ξεκάθαρο πως υπάρχει κοινωνική κρίση. Το κίνημα “Κίτρινα Γιλέκα” υπάρχει εδώ και έναν χρόνο και μετρούν 4.000 τραυματίες λόγω της ακραίας αστυνομικής καταστολής. Πάνε 9 χρόνια που μένω στη Γαλλία και παρακολουθώ ένα κρεσέντο βίας και ανασφάλειας που δεν ξέρω πού θα οδηγήσει. Ο φόβος που δημιουργούν για τις τρομοκρατικές επιθέσεις δίνουν χώρο σε ρατσιστικές και ισλαμοφοβικές πολιτικές που στοχεύουν, μεταξύ άλλων, στο προσφυγικό. Ο στρατός κυκλοφορεί στους δρόμους με όπλα στα χέρια για να δημιουργήσει ένα αίσθημα “ασφάλειας” που μόνο φόβο προκαλεί. Απροκάλυπτα πλέον δίνουν προνόμια και φορολογικές απαλλαγές στις ανώτερες οικονομικές τάξεις ενώ αυξάνουν τους φόρους και κόβουν τα επιδόματα στις κατώτερες. Πολιτικές που δίνουν πάτημα στην Ακροδεξιά ώστε να παρεισφρήσει στις εργατικές τάξεις. Παρουσιάζουν τη φτώχεια σαν επιλογή δηλώνοντας πως ο καθένας θα μπορούσε να είναι πλούσιος, αρκεί να δουλεύει σκληρά. Επικίνδυνη έλλειψη ταξικής συνείδησης, με αποτέλεσμα την αποδυνάμωση των μη προνομιούχων τάξεων. Τα γαλλικά mainstream media θα δώσουν μεγάλο τηλεοπτικό χρόνο σε δημοσιογράφους ανοιχτά ισλαμοφοβικούς. Μία αρθρογράφος η οποία κάλεσε την αστυνομία να πυροβολήσει τους διαδηλωτές με πραγματικές σφαίρες έλαβε, μια εβδομάδα μετά, το βραβείο τιμής Simone Veil για τη μάχη της κατά του σκοταδισμού (!!!) και για τα δικαιώματα των γυναικών. Πριν από μία εβδομάδα κατηγόρησαν μία γυναίκα που μεγαλώνει μόνη της δύο παιδιά και πληρώνεται τον βασικό μισθό πως δεν δούλεψε αρκετά στο σχολείο και πως ίσως δεν έπρεπε να πάρει διαζύγιο. Παρ’ όλο που αυτά φαίνονται ακραία και δεν είναι απαραιτήτως αποδεκτά από την πλειονότητα, συμβάλλουν στην αποδοχή παλαιότερων απαράδεκτων ιδεών. * Η εξάπλωση του ακροδεξιού αφηγήματος σε όλη την Ευρώπη σε ανησυχεί; Ιστορικά ο φασισμός εμφανίζεται σε περιόδους κρίσης και ανασφάλειας. Όπως έγινε και στην Ελλάδα την τελευταία δεκαετία, αυτό γίνεται και στην Ευρώπη. Επωφελούνται από τη δυστυχία των ανθρώπων για να περιορίσουν τις εντάσεις και να χωρίσουν τα αδύναμα στρώματα. Έτσι οι πρώτοι στοχευόμενοι πληθυσμοί είναι οι πιο επισφαλείς: ναρκομανείς, queer, trans, ιερόδουλες, μετανάστες. Το πάτημα που βρίσκουν σήμερα είναι η οικονομική και η κοινωνική κρίση, καθώς και το προσφυγικό, εξυπηρετώντας συγκεκριμένα πολιτικά συμφέροντα, από τα οποία παίρνουν δύναμη - οικονομική και κοινωνική. Με ανησυχεί. Οι φασίστες είναι θρασύδειλοι και υπάρχουν διότι υπάρχουν ο φόβος, η ανασφάλεια και η προκατάληψη για τον συνάνθρωπο. Είναι τρομακτικό να βλέπουμε στο εσωτερικό της Πολιτείας οι αστυνομικές δυνάμεις να αποτελούν σημείο αναπαραγωγής φασιστικών ιδεολογιών εκμεταλλευόμενες τη νόμιμη βία για να περιθωριοποιήσουν περαιτέρω τους μη προνομιούχους. Αλλά το πιο σοβαρό είναι ότι αυτές οι φασιστικές ιδεολογίες βρίσκουν ηχώ στα παραδοσιακά συντηρητικά δεξιά κόμματα, οι οποίες μεταδίδονται με χαρά από τα mainstream media. * Το κόμικ είναι και πολιτική έκφραση; Σαφώς. Όπως πολιτική έκφραση είναι ο κινηματογράφος ή το θέατρο. Το κόμικ είναι ένα μέσο το οποίο μας επιτρέπει να διηγηθούμε ιστορίες. Υπάρχουν αριστουργήματα της ένατης τέχνης με ξεκάθαρο πολιτικό και κοινωνικό χαρακτήρα. Το “Maus” του Art Spiegelman, το “Persepolis” της Marjane Satrapi, το “Palestine” του Joe Sacco ή το “Le printemps des Arabes” του Jean-Pierre Filiu είναι κάποια από τα εξαιρετικά πολιτικά αφηγήματα που έχουν εκδοθεί. Στις μέρες μας το κόμικ κερδίζει όλο και περισσότερους αναγνώστες διότι είναι μία ανεξάρτητη μορφή τέχνης και έκφρασης, σε μια πραγματικότητα που φαίνεται να διαστρεβλώνεται ολοένα και περισσότερο. * Πώς είναι η κατάσταση στο κόμικ στη Γαλλία; Την ελληνική δημιουργία την παρακολουθείς; Το κόμικ παραμένει ένα επισφαλές επάγγελμα παγκοσμίως. Η Γαλλία έχει παράδοση στην κουλτούρα του κόμικ, αυτό όμως δεν σημαίνει πως ο κόσμος αγοράζει με τον ίδιο ρυθμό όπως δέκα χρόνια πριν. Αυτό δεν συμβαίνει από έλλειψη ενδιαφέροντος αλλά λόγω μιας αγοράς η οποία παράγει ανεξέλεγκτα χωρίς αυτή η παραγωγή να μπορεί να απορροφηθεί. Παρακολουθώ την ελληνική σκηνή κόμικ και έχοντας συνεργαστεί με τον Μπλε Κομήτη μου δόθηκε η ευκαιρία να διαβάσω ιστορίες αξιοθαύμαστων Ελλήνων καλλιτεχνών. Καλλιτέχνες όπως ο Γιώργος Γούσης, ο Παναγιώτης Πανταζής ή ο Σπύρος Δερβενιώτης έχουν δημιουργήσει εξαιρετικές εκδόσεις που, κατά τη γνώμη μου, πρέπει να βρίσκονται σε κάθε βιβλιοθήκη. * Παρακολουθείς την πολιτική επικαιρότητα στην Ελλάδα; Συνεχώς, και κάθε φορά σοκάρομαι περισσότερο. Τις τελευταίες μέρες η αστυνομική καταστολή θυμίζει αυταρχικό κράτος. Βασανισμός και σεξιστική βία από την αστυνομία, κατάργηση στοιχειωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, άνοδος του σκοταδισμού και της θρησκοληψίας και ακραίες δηλώσεις υπουργών και δημοσιογράφων πως κάποιοι θέλουμε νέους Γρηγορόπουλους. Αυτές οι πρακτικές δείχνουν πόσο εύκολα μπορούμε να περάσουμε τη λεπτή γραμμή που χωρίζει την ελευθερία της έκφρασης από τον αυταρχισμό. * Τι σε φοβίζει περισσότερο στις μέρες μας; Όπως είπα και πριν, η άνοδος της Ακροδεξιάς και ο εκφασισμός της κοινωνίας. Βλέπω τον νεοφιλελευθερισμό να κερδίζει έδαφος ενάντια στα κοινωνικά κινήματα και να καταστέλλει την κοινωνική έκφραση. Δεν μας επιτρέπουν να ονειρευτούμε μία νέα κοινωνία, αφού έχουν αποικίσει τη φαντασία μας με τον φόβο. Παλεύουμε να διατηρήσουμε τα δικαιώματα που κερδίσαμε πριν από πενήντα χρόνια και καταφέρνουμε να σώσουμε ψίχουλα. Σε πιο προσωπικό επίπεδο, διερωτώμαι για την επιβίωση του επαγγέλματός μου και κάθε καλλιτεχνικού επαγγέλματος. Όταν ένα κράτος κλίνει προς τα δεξιά, οι πρώτες περικοπές αφορούν την εκπαίδευση και τον πολιτισμό. Έχουν ήδη ακυρωθεί δουλειές μου λόγω των εκλογών που κέρδισε η Δεξιά στη Γαλλία και τη Βραζιλία επειδή αποφάσισαν να σταματήσουν τις χρηματοδοτήσεις για την κουλτούρα και τον πολιτισμό. * Σήμερα είναι η επέτειος του Πολυτεχνείου. Ποιες σκέψεις σου δημιουργεί αυτή η ιστορική στιγμή. Η επέτειος του Πολυτεχνείου υπάρχει για να μας θυμίσει ακόμα μία σκοτεινή περίοδο της Ελλάδας. Αυτά που συμβαίνουν τους τελευταίους μήνες όσον αφορά την κρατική καταστολή θυμίζουν ξεκάθαρα χουντικές πολιτικές που καταπατούν τα ανθρώπινα δικαιώματα. Με ότι συμβαίνει στην Ελλάδα και στην Ευρώπη, το Πολυτεχνείο είναι πιο επίκαιρο από ποτέ. Για να μας θυμίσει πως ο κίνδυνος των σύγχρονων ακροδεξιών πολιτικών ρευμάτων πλησιάζει όσο ποτέ. Δεν χρειαζόμαστε νέους Γρηγορόπουλους για να μας το θυμίζουν αυτό... Και το σχετικό link...
-
- 5
-
- ο ζητιάνος
- polaris
-
(and 2 more)
Tagged with:
-
Αδελφοί Ρετζαίοι: Η ζωή και ο θάνατος των τελευταίων λήσταρχων των ελληνικών βουνών Ένα κόμιξ σαν βαλκανικό γουέστερν- και η πραγματική ιστορία πίσω από αυτό. Ήπειρος, 1909, λίγα χρόνια πριν την απελευθέρωση και την ενσωμάτωση στο ελληνικό κράτος- στο Ανώγι, ένα απομονωμένο, ορεινό χωριό, ζωοκλέφτες δολοφονούν έναν κτηνοτρόφο συντοπίτη τους όταν αυτός τους κατήγγειλε στις οθωμανικές αρχές. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1916 οι δύο γιοι του, ο Γιάννης και ο Θύμιος Ρέντζος σκοτώνουν τους φονιάδες του πατέρα τους και περνάνε στην παρανομία. Το κίνητρο της εκδίκησης λειτούργησε σαν θρυαλλίδα μιας καταιγιστικής ιστορίας: για την επόμενη 20ετία τα δύο αδέρφια, οι λήσταρχοι Ρεντζαίοι, οι «βασιλείς της Ηπείρου» όπως πολλοί τους αποκαλούσαν, αιματοκύλισαν την ευρύτερη περιοχή. Φόνοι, ληστείες, απαγωγές: 80 νεκροί και εκατομμύρια δραχμές η λεία των δύο αδερφών και της συμμορίας τους. Οι ληστές είναι αδίστακτοι- το 1925 ο δικτάτορας Θεόδωρος Πάγκαλος δελεάζει με αμνηστία όποιον παράνομο παραδοθεί, ‘προσκομίζοντας’ στις Αρχές ως ‘πεσκέσι’ της μεταμέλειάς του το κεφάλι ενός άλλου ληστή: οι Ρεντζαίοι εκτελούν εν ψυχρώ δύο συντρόφους τους και τους αποκεφαλίζουν. Το επίσημο κράτος όχι μόνο τους συγχωρεί αλλά και τους εγκολπώνει και αποπειράται να τους χρησιμοποιήσει- οι πρώην ληστές καθοδηγούν αποσπάσματα της χωροφυλακής στην καταδίωξη άλλων παρανόμων που δρουν στα ηπειρώτικα βουνά. Οι Ρεντζαίοι, επιχειρηματίες και στον κατασκευαστικό τομέα πλέον, ζούνε σε αρχοντικό μέσα στα Γιάννενα και συναναστρέφονται την ‘καλή κοινωνία’ της πόλης. Το 1926 όμως πραγματοποιούν τη ληστεία της Πέτρας, την πιο πολύνεκρη ληστεία στα ελληνικά χρονικά: στη διαδρομή από Πρέβεζα προς Γιάννενα ‘χτυπάνε’ μια χρηματαποστολή της Εθνικής Τράπεζας. Φράζουν το δρόμο με κορμούς δέντρων και έφιπποι γαζώνουν το αυτοκίνητο. Ο απολογισμός της γκαγκστερικής ενέδρας: 8 νεκροί και 15 εκατομμύρια δραχμές... Οι Ρεντζαίοι διαφεύγουν στα Βαλκάνια και λίγα χρόνια αργότερα συλλαμβάνονται στη Βουλγαρία- εκτελούνται το πρωί της 5ης Μαρτίου του 1930 στην τάφρο του φρουρίου της Κέρκυρας. Η ζωή και η δράση τους, σχετικά άγνωστη στο ευρύ κοινό, συναρμολογεί ένα ελληνικό γουέστερν που κάνει τον διάσημο Νταβέλη να φαντάζει ‘σχολιαρόπαιδο’: ο δημιουργός κόμιξ Γιώργος Γούσης και ο δημοσιογράφος και συγγραφέας (true crime stories) Γιάννης Ράγκος, μετά τον ‘Ερωτόκριτο’ συνεργάζονται ξανά και ορμώμενοι από την πραγματική ιστορία των Ρεντζαίων, κατασκευάζουν ένα φιλμ νουάρ με μολύβι σε χαρτί. Τα δυο πρώτα επεισόδια αυτής της hard copy κινηματογραφικής ταινίας έχουν κυκλοφορήσει στα τεύχη 6 και 7 του περιοδικού «Μπλε Κομήτης» (εκδόσεις Polaris). Και όταν η σειρά τελειώσει, θα ‘δεθεί’ και θα κυκλοφορήσει σε ένα συναρπαστικό, ογκώδες graphic novel των 200 σελίδων. «Δεν μεταφέρουμε στο κόμιξ επακριβώς την ιστορία των Ρεντζαίων», λέει ο Γιάννης Ράγκος. «Για αυτό και ονομάζουμε τους κεντρικούς μας χαρακτήρες Γιάννη και Θύμιο Ντόβα. Κρατάμε τον καμβά των βασικών γεγονότων, αλλά υπάρχει και η μυθοπλασία. Πολλά κομμάτια της ζωής των Ρεντζαίων δεν τα ξέρουμε καν- κι επίσης, το πρωτογενές υλικό δεν είναι πάντα αξιοποιήσιμο ή ενδιαφέρον». -Μια εμμονή με την ιστορική ακρίβεια μπορεί να λειτουργήσει σε βάρος του έργου; (Γούσης) Πολλές φορές ο δημιουργός μένει τόσο πιστός στα πραγματικά γεγονότα που τελικά η ιστορία καταντάει βαρετή. Εμείς εμπνεόμαστε από την πραγματική ιστορία των Ρεντζαίων, δεν πειθαναγκαζόμαστε να την αναπαράγουμε εντελώς πιστά. (Ράγκος) Είναι διαφορετικό το εμπνευσμένο (inspired by) από το βασισμένο (based on)- το δεύτερο είναι πιο κοντά στο πραγματικό γεγονός. -Να μιλήσουμε για τον πυρήνα της ιστορίας; (Γούσης) Είναι η ζωή και ο θάνατος δύο ληστών, που είναι και αδέρφια. Ουσιαστικά είναι μια σάγκα που εξιστορεί όλη τους τη ζωή, από παιδιά, το 1909, όταν συμβαίνει το περιστατικό της ζωοκλοπής και του θανάτου του πατέρα, και τελειώνει με το θάνατό τους. Το τέλος τους γίνεται σαφές από την πρώτη σκηνή- έτσι ξεκινάει το βιβλίο, με τις τελευταίες ώρες πριν την εκτέλεσή τους. «Θα έχει 4 κεφάλαια το βιβλίο, των 50 περίπου σελίδων το καθένα», λέει ο Γ. Γούσης. «Στο πρώτο κεφάλαιο βλέπουμε πως έγιναν ληστές, το δεύτερο είναι η δράση τους στο βουνό, έως και τη νομιμοποίησή τους (παίρνουν αμνηστία κάποια στιγμή), το τρίτο είναι η δράση τους ως νόμιμοι, αμνηστευμένοι, επιχειρηματίες αλλά και διώκτες ληστών...» Λειτούργησαν δηλαδή όχι μόνο σαν «κλέφτες» αλλά και σαν «αρματολοί» (με την οθωμανική χρήση του όρου) οι Ρετζαίοι... (Ράγκος) Ναι, μπήκαν στην υπηρεσία του κράτους και κυνηγούσαν τους μέχρι πρότινος συντρόφους τους. -Ως παρακρατικοί; (Ράγκος) Όχι, επισήμως. Ως χωροφύλακες. Πως σήμερα το FBI χρησιμοποιεί έναν χάκερ; Ήταν άνθρωποι που είχαν το know how και οδηγούσαν τα αποσπάσματα της χωροφύλακης στην καταδίωξη άλλων ληστών. (Γούσης) Είχαν μισθό και όπλα από τη χωροφυλακή. Μόνο στολή δε γνωρίζω αν φορούσαν. «Το τρίτο μέρος τελειώνει με το αν θα γίνει ή όχι η μεγάλη ληστεία που διοργανώνουνε (Ληστεία της Πέτρας). Το τέταρτο κεφάλαιο ξεκινάει με τη ληστεία και αναπτύσσει όλη τους τη δράση μέχρι τη σύλληψή τους. Η φυγή στα Βαλκάνια, στην Αλβανία, τη Ρουμανία και τη Βουλγαρία μετά». (Ράγκος) Εκεί συλλαμβάνονται, εκδίδονται στην Ελλάδα, δικάζονται, καταδικάζονται και εκτελούνται. Το φαινόμενο της ληστοκρατίας ξεκίνησε αμέσως μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους- οι Ρεντζαίοι ήταν οι τελευταίοι «ληστές των ορέων». -Ο Παλαιοκώστας σήμερα; Μερικοί τον θεωρούν «ληστή του βουνού». (Γούσης) Οι Ρεντζαίοι ενσάρκωναν τον νόμο στο βουνό- ο Παλαιοκώστας δεν ασκεί νόμο, κρύβεται στο βουνό. «Οι πρώτοι ληστές τις δεκαετίες του 1830, 1840 είναι πρώην κλεφταρματολοί που δεν ενσωματώνονται, ούτε ως στρατιωτικοί ή αστυνομικοί, στους θεσμούς του νεοσύστατου κράτους», λέει ο Γιάννης Ράγκος. «Αισθάνονται προδομένοι, ανεβαίνουν πάλι στα βουνά και γίνονται παράνομοι. Αυτό το φαινόμενο κράτησε περίπου 100 χρόνια. Οι Ρεντζαίοι είναι οι τελευταίοι και με την εκτέλεσή τους ουσιαστικά τελειώνει και όλη αυτή η περίοδος. Είναι ένα φαινόμενο γενικευμένο που δεν αφορά μονο την Ελλάδα- υπάρχει μια καταπληκτική μελέτη του Χοπςμπάουμ (Οι Ληστές), που την χρησιμοποιήσαμε ως μελέτη τεκμηρίωσης και αναφέρεται σε όλα τα παρόμοια φαινόμενα και παραδείγματα, από τον Ρομπέν των Δασών έως τη Νότια Αμερική και τα Βαλκάνια, ενώ αναφέρεται και στην Ελλάδα». «Η ληστεία είναι το αποτέλεσμα της σύγκρουσης του προ- νεωτερικού και του νεωτερικού κράτους», συνεχίζει ο Γ. Ράγκος. «Αναπτύσσεται κυρίως στα βουνά, σε απομονωμένες περιοχές και προ- νεωτερικές κοινωνίες. Η νεωτερική μορφή της εξουσίας, θεσμοί όπως το κράτος, η αστυνομία, η δικαιοσύνη, συγκρούονται μαζί της. Σταδιακά οι περιοχές αυτές ξεφεύγουν από την απομόνωση, με την τεχνολογική πρόοδο, τα έργα υποδομής- τότε η ληστεία ξεκινά να φθίνει και σιγά σιγά χάνεται. Γιατί χάνεται και το πεδίο επί του οποίου δημιουργήθηκε». -Είχε και κοινωνική αποδοχή η ληστεία συχνά. (Ράγκος) Ο Πάντσο Βίλα, ο ηγέτης της επανάστασης στο Μεξικό το 1910, ληστής ήταν. Οι Ρεντζαίοι δεν ήταν κοινωνικοί ληστές όμως, δεν έγιναν ληστές εξαιτίας κάποιου κοινωνικού οράματος, τύπου Salvatore Giuliano (1922- 1950), ούτε Ρομπέν των Δασών- δεν έκλεβαν από τους πλούσιους για να τα δώσουν στους φτωχούς. Η δράση που ανέπτυξαν ήταν καθαρά ποινική- δεν είχε καμία κοινωνική προέκταση. Εκτελούσαν συμβόλαια ως πληρωμένοι δολοφόνοι, έκαναν ληστείες και απαγωγές εκβιάζοντας για λύτρα. (Γούσης) Οι Ρεντζαίοι ήταν ληστές- εκδικητές. Πήραν εκδίκηση για τη δολοφονία του πατέρα τους και επειδή το αίμα φέρνει κι άλλο αίμα, για να γλιτώσουν το κυνήγι της αστυνομίας και του αντίπαλου σογιού, έγιναν παράνομοι. Χωρικοί τους μίσθωναν για να τους κάνουν τις βρώμικες δουλειές, κυρίως πράξεις εκδίκησης. «Πάρε δυο λίρες και σκότωσε αυτόν». Και σε εκλογές είχαν κάνει τραμπουκισμούς, ακόμα και δολοφονίες υπέρ υποψηφίων. -Στη ληστεία της Πέτρας η λεία ήταν πολύ μεγαλύτερη από δύο λίρες... Και σαν γεγονός η βιαιότητά του μου φέρνει στο νου την παλιά ατάκα «Σικάγο γίναμε».. (Γούσης): Δεκαπέντε εκατομμύρια δραχμές ήταν η λεία, αστρονομικό ποσό τότε. Οι Ρεντζαίοι την ίδια εποχή, ως νόμιμοι επιχειρηματίες, προσπαθούσαν να κλείσουν μια συμφωνία και να αναλάβουν την εργολαβία για τις προσφυγικές κατοικίες των Ιωαννίνων. Είμαστε στο 1926, τέσσερα μόλις χρόνια μετά την Μικρασιατική Καταστροφή. Και θέλανε να πάρουν την εργολαβία με λάδωμα, όπως γίνεται και σήμερα. Τα κέρδη τους, αν έκτιζαν ένα ολόκληρο χωριό, θα ήταν δύο εκατομμύρια δραχμές στους επόμενους έξι μήνες. Με την ληστεία της Πέτρας έβγαλαν δεκαπέντε σε μία μέρα... Ήταν ένα ποσό τεράστιο και σε όγκο- μετά τη ληστεία το έθαψαν και όταν πήγαν να πάρουν τα χρήματά τους βρήκαν μόνο τα μισά. (Ράγκος) Οι Ρεντζαίοι εισάγουν έναν καινούργιο τότε τρόπο δράσης, εφαρμόζωντας πρακτικές του οργανωμένου εγκλήματος. Παραδείγματος χάριν, το 1925 γίνεται η δικτατορία του Πάγκαλου- αυτός για να αντιμετωπίσει το φαινόμενο της ληστείας βγάζει ένα διάταγμα με το οποίο αμνηστεύονται οι ληστές που θα φέρουν στις Αρχές το κεφάλι ενός άλλου ληστή. Οι Ρεντζαίοι εκμεταλλεύονται αυτό το διάταγμα και σκοτώνουν συντρόφους τους, μέλη της συμμορίας τους. (Γούσης) Έχει ενδιαφέρον ότι τους Ρεντζαίους συμβουλεύει να προβούν σε αυτή την πράξη ένας τρίτος χαρακτήρας, οικονομικός παράγοντας στα Γιάννενα και άνθρωπος που κινεί τα νήματα στην τοπική κοινωνία. Αυτός λειτουργεί ως εγκέφαλος της συμμορίας, ως νόμιμη «προέκταση» της δράσης των Ρεντζαίων. Και ενώ τα δυο αδέλφια αρχίζουν να καταστρώνουν σχέδια για το πως θα κυνηγήσουν ληστές αντίπαλων συμμοριών, αυτός τους προτείνει να σκοτώσουν δικούς τους συντρόφους, μέλη της συμμορίας τους. Γιατί να ψάξουν άλλους; Κι αυτοί ληστές είναι και μάλιστα πολύ πιο εύκολοι στόχοι. Σε αυτό το σημείο αναδεικνύεται το στυγνά καπιταλιστικό, ωφελιμιστικό κίνητρο της δράσης. (Ράγκος) Κολοβός ήταν το όνομα του επιχειρηματία, υπαρκτό πρόσωπο. Παντρεύει την κόρη του με τον Γιάννη και πλέον οι ληστές ζούνε σε κεντρικό μέγαρο των Ιωαννίνων. Στο γάμο του Γιάννη και της Χαρίκλειας παραβρέθηκε όλη η αφρόκρεμα της γιαννιώτικης κοινωνίας, ο νομάρχης, ο αρχηγός της αστυνομίας. Όπως στο «Νονό», που στο γάμο της κόρης του- η σκηνή που ξεκινά η ταινία- γερουσιαστές είναι προσκεκλημένοι... «Πρόβαλέ το όλο αυτό στο σήμερα: ο πρώην μαφιόζος που ξαφνικά είναι μέλος της κοσμικής κοινωνίας. Ξεπλένει χρήμα- και ξεπλένεται και ο ίδιος». -Υπάρχουν λοιπόν εμφανείς αναλογίες με την εποχή μας; (Ράγκος) Εντελώς. Η ιστορία μπορεί να ειδωθεί και ως ένα κοινωνικοπολιτικό σχόλιο για την Ελλάδα της εποχής, που μοιάζει με την Ελλάδα που διαμορφώνεται και σήμερα. Απεικονίζει και την σύγχρονη μορφή του οργανωμένου εγκλήματος- ο πρώην μαφιόζος που νομιμοποιεί έσοδα από παράνομες δραστηριότητες αγοράζοντας ΜΜΕ για παράδειγμα. Με έναν επιχειρηματία, συνήθως στα όρια της νομιμότητας, όπως οι Ρεντζαίοι είχαν τον Κολοβό, ως σύμβουλο αλλά και βιτρίνα. Επίσης με ένα πολυεπίπεδο δίκτυο συνεργατών που εξαπλώνεται μέχρι την αστυνομία. «Οι Ρεντζαίοι από τη στιγμή που αμνηστεύθηκαν, έγιναν διώκτες των ληστών και ευυπόληπτοι επιχειρηματίες. Κάνουν δουλειές με τα υπουργεία αφού χώνουν χρήμα στα κατάλληλα πρόσωπα. Ξεπλύθηκαν πλήρως μέσα από επιχειρήσεις βιτρίνα- και θα είχαν παραμείνει ξεπλυμένοι, αν έναν χρόνο μετά, το 1926, δεν αποφάσιζαν να κάνουν τη ληστεία της Πέτρας. Αυτή η ενέργεια τους ξαναπερνάει στην παρανομία». -Δεν προξενεί έκπληξη η αποδοχή που είχαν οι Ρεντζαίοι από τις τοπικές κοινότητες; (Γούσης): Καμία έκπληξη. (Ράγκος) Οι μισοί τους αποδέχτηκαν από φόβο και οι μισοί γιατί είχαν να ωφεληθούν. Θα εργάζονταν σε δουλειές τους, θα τα είχαν καλά με την εξουσία- με την όποια εξουσία, ακόμα και με αυτή των Ρεντζαίων. -Και όταν μετά την αμνήστευσή τους μπήκαν στα Γιάννενα τους υποδέχτηκε πλήθος κόσμου... (Ράγκος) Ναι. Υπήρξαν βέβαια δημοσιογράφοι του τοπικού Τύπου που τους κοντράριζαν και είχαν δεχτεί απειλές. Γιατί είχαν αποκαλύψει ότι οι Ρεντζαίοι ήταν πίσω από τη ληστεία της Πέτρας. (Γούσης) Οι άνθρωποι αντιμετώπιζαν τους Ρεντζαίους και σαν θέαμα, σαν άγρια λιοντάρια που έρχονταν στην πόλη τους. Κάποιοι μπορεί και να τους συμπαθούσαν ή να προσδοκούσαν κάποιο όφελος- πολλοί όμως είχαν απλώς τη λογική του «ζωολογικού κήπου». Μετά τη σύλληψή τους, όταν τους μετέφεραν με το τρένο από τη Βουλγαρία, σε κάθε σταθμό σε κάθε σταθμό υπήρχε κόσμος που προσπαθούσε να τους δει από τα παράθυρα. Ως θέαμα. -Νομίζω δεν είναι σύνηθες στη ληστρική αφηγηματική παράδοση να είναι δύο οι κεντρικοί χαρακτήρες, πόσω μάλλον αδέρφια μεταξύ τους. (Γούσης) Ναι, συνήθως είναι ένας, ο αρχηγός και η συμμορία του. Εδώ είναι δύο και αυτό είναι ταυτόχρονα η δυναμή τους αλλά και η αχίλλειος πτέρνα τους. Αν χτυπούσες τον ένα, αμέσως και ο άλλος βρισκόταν σε δυσχερή, ευάλωτη θέση. Γιατί είχε πάντα στον νου του τον αδερφό του. Υπάρχει μια σκηνή- δεν θυμάμαι αν είναι πραγματική ή την επινοήσαμε- όπου χρησιμοποιούν τον Γιάννη ως συλληφθέντα για να παγιδεύσουν και τον Θύμιο. Γίνεται μια συμπλοκή, ο Θύμιος μπορεί να ξεφύγει αλλά παραδίνεται κι αυτός γιατί ο αδερφός του δεν μπορεί να τον ακολουθήσει. Ή και οι δύο ελεύθεροι, ή κανένας. (Ράγκος) Μεταξύ τους υπάρχει μια σχέση συνεχών συγκλίσεων και αποκλίσεων. Ενώ ξεκινάνε απόλυτα ενωμένοι- άλλωστε τους καθαγιάζει και το αίμα του πατέρα τους που μαζί εκδικήθηκαν- όταν βρίσκονται στην πόλη συντελείται η πρώτη μεγάλη μεταξύ τους ρωγμή. Γιατί ο μεγάλος αδερφός ενσωματώνεται πλήρως, θέλγεται από τον αστικό, νεωτερικό τρόπο ζωής και τα πλούτη, ενώ ο μικρός είναι ‘κολλημένος’ στο βουνό. Όχι από κάποια παραδοσιοπληξία- η φύση του είναι έτσι, ιδιοσυγκρασιακά είναι εκεί. Η ψυχή του έχει μείνει στο βουνό. -Ήταν καθάρματα οι Ρεντζαίοι; Ή οι ήρωες της δικής σας ιστορίας. (Γούσης) Υπάρχει μια αντίφαση που μας ενδιέφερε πολύ να διερευνήσουμε. Τα δύο αδέλφια είχαν μεταξύ τους μια σχέση απόλυτα ηθική, σχεδόν χριστιανική, τη σχέση που μακάρι να είχαμε όλοι οι άνθρωποι μεταξύ μας- αλλά ήταν οι δυο τους ενάντια σε όλη την κοινωνία. Το έγκλημα έγινε η δουλειά τους και από ένα σημείο και μετά ενσωματώθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν ως ‘muscle’ από την αστική, καπιταλιστική τάξη- που δεν υπολόγισε όμως ότι αυτοί οι δύο τύποι μπορούσαν να είναι κάτι πολύ παραπάνω από απλοί εκτελεστές. Ξέφυγαν από τον έλεγχό της- και για αυτό τελικά καρατομήθηκαν. (Ράγκος) Πώς να εξετάσεις ηθικολογικά τη στάση ενός επαγγελματία δολοφόνου; Επειδή προέρχομαι και από τον χώρο της αστυνομικής λογοτεχνίας, αυτό που εμένα ενδιαφέρει δεν είναι να δικαιολογήσω ή να καταδικάσω τις πράξεις των ανθρώπων, αλλά να τις ερμηνεύσω- με τα εργαλεία βέβαια της τέχνης, δεν είμαι ψυχαναλυτής. -Εντρυφώντας στην ιστορία τους, εντοπίσατε ανθρώπινα χαρακτηριστικά που μπορεί να είναι και γοητευτικά ή κατά κάποιον τρόπο εκτιμητέα; (Γούσης) Είναι οι ήρωες μας στο βιβλίο- προσπαθούμε να ταυτιστούμε μαζί τους, όχι για να πάρουμε θέση ή να τους κρίνουμε αλλά για να καταλάβουμε πως μπορεί να ήταν πραγματικά το κάθε γεγονός, η κάθε σκηνή - και να την αποδώσουμε ανάλογα. Δε γίνεται να μην προσπαθήσεις να μπεις στο μυαλό τους. (Ράγκος) Κατά τη γνώμη μου αυτοί οι άνθρωποι δεν ήταν natural born killers- αν δεν είχε δολοφονηθεί ο πατέρας τους, αν δεν ζούσαν εκείνη την εποχή, πιθανόν να μην είχαν γίνει ποτέ εγκληματίες. Οι Ρεντζαίοι (και οι Ντοβαίοι στο κόμιξ) είναι δημιουργήματα του ιστορικού χρόνου και του κοινωνικού σημείου, του χώρου όπου λειτουργούν. Άνθρωποι του ίδιου ‘πυρήνα’ σε άλλο χρόνο και χώρο μπορεί να ακολουθούσαν διαφορετική πορεία. -Δεν ήταν οι καλοκάγαθοι χωρικοί πάντως... (Ράγκος) Όχι, δεν ήταν. Τα εγκλήματά τους είχαν και ένταση και ψυχρότητα και κυνισμό. Ούτε σκοτώναν εξ’ ανάγκης. Ψυχαναλυτικά μπορούμε μάλλον να ανιχνεύσουμε μια ατελή συγκρότηση προσωπικότητας- και σίγουρα μια ‘ευκολία’ προς τη βία. Βέβαια η σχέση του ανθρώπου τότε με την έννοια του θανάτου, ειδικά σε απομονωμένες περιοχές, δεν ήταν η σχέση δέους που καταλαμβάνει τον σύγχρονο αστό... Η αφαίρεση λοιπόν μιας ζωής, για τον ηθικό κώδικα αυτών των περιοχών δεν ήταν τόσο αποκρουστική, αν στο μυαλό των ανθρώπων νομιμοποιείτο έναντι μιας ηθικής επιταγής, όπως η εκδίκηση. -Ποια στοιχεία της ιστορίας και των χαρακτήρων σας ιντρίγκαραν περισσότερο; (Ράγκος) Η ιστορία των Ρεντζαίων έχει στοιχεία νουάρ και βαλκανικού, ελληνικού γουέστερν- και διαρθρώνεται σε τρία επίπεδα: το action, αλλά και το κοινωνικοπολιτικό και το ψυχαναλυτικό. Είναι μια huge ιστορία με χαρακτήρες larger than life- και αναφέρεται σε μια εποχή που στην Ελλάδα ελάχιστα την έχουμε οπτικοποιήσει. Ο Αγγελόπουλος και ο Παπαστάθης είναι από τους ελάχιστους που έχουν αναφερθεί στην ληστοκρατία- δεν αναφέρομαι σε χαζοταινίες με φουστανέλες. Επομένως είναι και ένα πεδίο που δεν έχει ερευνηθεί- θέλουμε να το προσπαθήσουμε, να δούμε τι είναι αυτό που πυροδοτεί τις τόσο αιματηρές, τόσο ακραίες πράξεις αυτών των ανθρώπων. «Κυρίως οι άνθρωποι με τραγικό σου δίνουν τροφή μυθοπλαστική και υλικό προς διερεύνηση. Όπως έλεγε και ο Τολστόι (αν θυμάμαι καλά τη φράση του) : ‘Οι ευτυχισμένοι άνθρωποι δεν έχουν ιστορία- κι αν έχουν, είναι μια ιστορία που δεν ενδιαφέρει κανέναν’. Την καταβύθιση στον ανθρώπινο ψυχισμό σου επιτρέπουν να την κάνεις άνθρωποι που ζούνε οριακά. Πότε μας ενδιαφέρει η Κλυταιμνήστρα; Σίγουρα όχι όσο είναι μια ευτυχισμένη βασίλισσα. Πότε μας ενδιαφέρει ο Οιδίποδας; Όταν μαθαίνουμε ότι έχει σκοτώσει τον πατέρα του και έχει παντρευτεί τη μάνα του. Τότε τον διερευνούμε. -Κορυφώνεται λοιπόν και η ιστορία του κόμικ με κάποια ‘κάθαρση’, όπως της αρχαίας τραγωδίας; (Γούσης) Αν υπάρχει μια κάθαρση είναι η σκηνή (fiction) όπου οι Αρχές υπόσχονται στους συλληφθέντες ληστές πως μπορούν να γλιτώσουν τη θανατική ποινή αν «καρφώσουν»- αν μιλήσουν για όλη τους τη δράση με πρόσωπα και γεγονότα, αν αποκαλύψουν ποιοι τους υποστήριξαν και με ποιους συνεργάζονταν. Ο εισαγγελέας περιμένει από την απολογία τους να αντλήσει στοιχεία για άλλους ληστές- αυτοί όμως γράφουν τον επικήδειό τους κάπως... «Δε θα σας αποκαλύψουμε τίποτα, γιατί ήδη ξέρετε ποιοι είναι συνεργάτες μας- είστε σχεδόν όλοι σας. Πρέπει να μιλήσουμε για όλους, άρα δεν υπάρχει απάντηση. Και σαν άνθρωποι του βουνού θεωρούμε ότι είμαστε πιο κοντά σαν ψυχοσύνθεση με τα άγρια όρνια και τα τσακάλια, παρά με τους ανθρώπους. Και ζητάμε τα πτώματά μας να μην τα θάψετε, πάρα μόνο να τα αφήσετε να γίνουνε τροφή για αυτά τα ζώα». -Θέλω να πούμε δυο κουβέντες και για το σχέδιο του κόμιξ- προσωπικά τα μισά καρέ θα ήθελα να τα έχω σε πόστερ... (Γούσης) Η βασική επιλογή είναι το ασπρόμαυρο- ήθελα να αποδώσω την ατμόσφαιρα της εποχής και το γκρι τοπίο της Ηπείρου. Και τα πρόσωπα των ανθρώπων είναι τραχιά, σαν πέτρινα. Το κόμιξ έχει δράση αλλά δεν είναι εστιασμένο στο action κομμάτι της ιστορίας- είναι πιο ανθρωποκεντρικό, πιο ντοκιμαντερίστικο. Η αφήγηση είναι οριακά ακαδημαϊκή- δεν έχει σουρεαλισμό, ούτε υπερβολές. Προσπαθώ να βάλω σασπένς, αναπάντεχες γωνίες θέασης της ιστορίας αλλά δεν ήθελα να φαίνεται ο σχεδιαστής πάνω απ’ το έργο. -Το κείμενο είναι κι αυτό βαρύ- ‘λιγομίλητο’, ανεπιτήδευτο. (Ράγκος) Δε βάλαμε έντονη τη ντοπιολαλιά, όπως συχνά συμβαίνει, υποτίθεται για λόγους αυθεντικότητας- χρησιμοποιούμε στρωτά ελληνικά με λίγες ιδιαίτερες εκφράσεις. «Στρίψτο κακό θεέ μου» λέει η μάνα των ληστών κάποια στιγμή- μου άρεσε πολύ αυτή η φράση. Μια άλλη κεντρική επιλογή είναι να μην έχουμε λεζάντες, να μην υπάρχει αφηγητής δηλαδή. Και το κόμιξ έχει αρκετές σιωπηλές σκηνές, χωρίς ομιλίες και ανθρώπινους ήχους. Υπάρχουν σκηνές όπου υπονοείται ο ήχος ενός ποταμού, ή του ανέμου- σε άλλες η ένταση είναι άρρητη: μια έντρομη σιωπή και ο άνθρωπος που του έχει κοπεί η ανάσα, -Κεντρικό, διαχρονικό ίσως, απόσταγμα της ιστορίας; (Ράγκος) Το αρχικό κίνητρο της δράσης των ηρώων είναι η εκδίκηση για τον θάνατο του πατέρα τους- αυτό υπάρχει και σήμερα, ξέχωρα της βεντέτας στην Μάνη ή τα Ζωνιανά. Η ανθρώπινη ύπαρξη στον πυρήνα της παραμένει ίδια, χιλιετίες τώρα. Τα τεχνικά μέσα και οι συνθήκες, τα ρούχα ή τα όπλα αλλάζουν, αλλά ο άνθρωπος πάντα θέλει εξουσία, χρήμα, έρωτα. Οι επιθυμίες είναι ίδιες. Ο εξωτερικός φλοιός μπορεί να αλλάζει- η ουσία παραμένει η ίδια. Στη δική μας ιστορία η φουστανέλα, το μουστάκι και η ντοπιολαλιά είναι μόνο ο εξωτερικός φλοιός λοιπόν- με τον Γιώργο προσπαθούμε να βυθιστούμε κάτω από αυτό το ‘περιτύλιγμα’ για να αποδώσουμε την ιστορία αυτών των ανθρώπων όσο πιο διαχρονικά μπορούμε. (Γούσης) Οι Ρεντζαίοι έκαναν μια τεράστια προσπάθεια αναρρίχησης, αφήνοντας μάλιστα πίσω τους μια παχιά κόκκινη γραμμή από αίμα- όταν φτάσανε στην δική τους κορυφή, πλούσιοι και ‘νομοταγείς’ πολίτες πλέον, αντί να απολαύσουν τη θέα από ψηλά, θυμήθηκαν το εθιστικό συναίσθημα της ανάβασης και βούτηξαν στο κενό. -|.~.|- Πηγή Ευχαριστούμε τον @albertus magnus που το ανακάλυψε και μας το σφύριξε
-
- 7
-
- γιώργος γούσης
- γιάννης ράγκος
-
(and 3 more)
Tagged with:
-
Τα Μυστικά του Βάλτου- «Αυτό δεν είναι πόλεμος! Είναι δολοφονίες» Τα Μυστικά του Βάλτου, το «παιδικό¨μυθιστόρημα της Πηνελόπης Δέλτα που γράφτηκε το 1937, αποτέλεσε ένα σημαντικό κομμάτι της ελληνικής (και εθνικής, με την πολιτική έννοια) λογοτεχνίας. Γραμμένο μετά από μεγάλη έρευνα για τον Μακεδονικό αγώνα, τις ένοπλες συγκρούσεις Ελλήνων και Βουλγάρων ανταρτών για τον μελλοντικό έλεγχο της τουρκοκρατούμενης ακόμα Μακεδονίας (βόρειας και νότιας), το αρχικό κείμενο αποπνέει έναν έντονο αλυτρωτισμό. Η παρουσίαση λεπτομεριών για την διαμάχη στην περιοχή της Μακεδονίας ανάμεσα στους αλλοεθνείς πληθυσμούς που την κατοικούσαν μπορεί να έχει ένα πραγματικό θεμέλιο, όμως επηρεασμένη ξεκάθαρα από το πολιτικό κλίμα της δεκαετίας του 1930, είναι καθαρόαιμα εθνικιστική. Ο αγώνας των ευγενικών, όπως παρουσιάζονται, Ελλήνων απένταντι στους άγριους Βούλγαρους αποτέλεσε την κύρια θεματική. Στο βιβλίο ωστόσο δεν λείπουν και κομμάτια που δεν εντάσσονται στην εθνική ρητορική, όπως η σκληρότητα του πολέμου, οι αγριότητες (και από τις δύο πλευρές), η απογοήτευση και η παραίτηση, χαρακτηριστικά δηλαδή που έχουμε συνηθίσει στις πιο υπαρξιακές πολεμικές αφηγήσεις Πως λοιπόν σήμερα (ή, πιο συγκεκριμένα, 3 χρόνια πριν όταν ξεκίνησαν οι δημιουργοί του κόμικ την διαδικασία δημιουργίας του) μπορείς να ένα κόμικ μιλήσει για (και με) ένα τέτοιο βιβλίο, μια τέτοια ιστορία, όταν ο εθνικισμός έχει λάβει τέτοιες διαστάσεις και δείχνει (ξανά) το άσχημο πρόσωπο του; Το graphic novel Τα Μυστικά του Βάλτου (Εκδόσεις Polaris) , σε σενάριο του Γιάννη Ράγκου και σκίτσο του Παναγιώτη Πανταζή έρχεται να αναμετρηθεί με αυτό το ερώτημα. Σαν κόμικ, βασισμένο στον αφηγηματικό κορμό της ιστορίας του μικρού Αποστόλη, η οποία δίνεται ως flash back από τον 40αρη πια ηρωα στην ίδια την Πηνελόπη Δέλτα, συνδιαλέγεται άμεσα με το αρχικό κείμενο. Οι περιγραφές, οι χαρακτήρες αλλά και τα γεγονότα παραμένουν, ωστόσο ο Ράγκος προσπαθεί να δίνει πέρα από το εθνικιστικό περίβλημα της ιστορίας. Και πράγματι, μέσα στο κόμικ έχουν στιγμές, όπου η ίδια η Δέλτα φαίνεται να αφήνει την εθνική αφήγηση για τον ηρωισμό πίσω και να αναφέρεται σε δολοφόνιες. αγριότητες και εγκλήματα και από τις δυο μεριές («τα ίδια θα λένε και οι Βούλγαροι για μας, ότι κι εμείς τα ίδια κάνουμε»). Όσο σύντομες και αν είναι αυτές οι στιγμές, δίνουν την δυνατότητα μιας άλλης ανάγνωσης. Επιπλέον, το κόμικ έχει καταφέρει να πάρει μια από τις μεγάλες συγγραφικές προσθήκες της Δέλτα, την ανύψωση του τοπίου στον ρόλο του πρωταγωνιστή. Η περιοχή Βάλτου είναι κάτι παραπάνω από ένα απλό local. Γίνεται πεδίο, συναισθηματικό, πολιτικό και προσωπικό, στο οποίο ούσιαστικά οι ήρωες συγκρούονται, όχι μόνο με τους αντιπάλους τους αλλά και με τον εαυτό και το παρελθόν τους, τις ελπίδες και τις απογοητεύσεις τους, το φαντασιακό έθνος τους και την πραγματική φρίκη που περνούν για αυτό. Είναι το καύσιμο στην μηχανή της ιστορίας. Ταυτόχρονα, ο βάλτος είναι και ένα σημείο εκπληκτικής (σχεδιαστικής) ομορφιάς. Το σκίτσο του Παναγιώτη Πανταζή, έντονα επηρεασμένο από την ηθογραφική και λαική ζωγραφική της δεκαετίας του 1930, με ενδεικτικότερο παράδειγμα της τον Θεόφιλο, στο κομμάτι του βάλτου έχει ξεπεράσει πραγματικά τον εαυτό του. Έχοντας έναν φυσικό καμβά, τον οποίο μελέτησε μέσα από φωτογραφίες και έρευνα, αποδίδει όλες τις στιγμές του βάλτου με εκρήξεις έντονα συναισθηματικά φορτισμένου χρώματος, αδρές σκιές και μικρές γραμμές . Από την άλλη τα πρόσωπα των (πολλών και ετερόκλητων) χαρακτήρων (και όχι ηρώων) δίνονται με στόχο όχι τον ρεαλισμό αλλά την σκιαγράφηση του ψυχισμού τους. Πιστός στην τάση ηθογραφίας που υπάρχει τα τελευταία χρόνια στον χώρο των κόμικ, τα Μυστικά του Βάλτου έχουν ως σκοπό να φέρουν στο προσκήνιο όχι μια εθνικιστική αφήγηση, αλλά μια ανθρώπινη ιστορία. Όχι μια κατήχηση, αλλά ένα μυθιστόρημα. Παρ’ όλες τις καλές προθέσεις που μπορεί να έχει όμως μια τέτοια απόπειρα, αναμετράται όχι μόνο με ένα ογκώδες βιβλίο αλλά και μια γραμματεία 80 ετών που πάνω του έχτισε μια ολόκληρη σχολή εθνικής προπαγάνδας. Όσο και αν είναι διαφορετικός ο σκοπός και η μέθοδος ανάγνωσης, είναι αναπόφευκτο να δίνεται πάτημα σε έναν λόγο διαφορετικό από ότι σκοπευόταν. Επιπρόσθετα, σε πιο πρακτικό επίπεδο τα δεκάδες πρόσωπα των χαρακτήρων και οι πολύπλοκες μεταξύ τους σχέσεις κάποιες φορές, όπως είναι λογικό, μπλέκονται τόσο που η προσοχή του αναγνώστη χάνετα μέσα σε αυτόν τον κυκεώνα. Ακόμα και στην συντομευμένη μορφή του κόμικ των 110 σελίδων, είναι δύσκολο να συγκρατήσεις ποιος έκανε τι ή γιατί… Σε τελική ανάλυση, τα Μυστικά του Βάλτου ως κόμικ μπορεί να μην αφήσει την εντύπωση που άφησε το βιβλίο. Ωστόσο είναι πολύ θετικό που βγήκε, καθως όχι μόνο αποτελεί μια πολύ καλοδουλεμένη έκδοση, αλλά και δείχνει πως ίσως η ευρύτερη σκηνή να είναι έτοιμοι να αναμετρηθεί πραγματικά με τα σκοτεινά, δύσωσμα μυστικά που κρύβει ο βάλτος του Έθνους… Πηγή
-
- 10
-
- γιάννης ράγκος
- παναγιώτης πανταζής
-
(and 3 more)
Tagged with:
-
Ένα σκληρό παραμύθι για τον Μακεδονικό Αγώνα Συντάκτης: Γιάννης Κουκουλάς «Τα Μυστικά του Βάλτου» της Πηνελόπης Δέλτα συνέβαλαν καθοριστικά στη διαμόρφωση των εθνικών μας μύθων γύρω από τον Μακεδονικό Αγώνα. Το βιβλίο σημείωσε τεράστια επιτυχία και εξακολουθεί να διαβάζεται ακόμα. Η πρόσφατη προσαρμογή του σε κόμικς είναι εικαστικά μαγευτική. Η επιλογή, ωστόσο, του συγκεκριμένου βιβλίου για να μεταφερθεί σε κόμικς δημιουργεί ερωτήματα Στο πλαίσιο της εθνικά εγκεκριμένης ιστοριογραφίας, τα «Μυστικά του Βάλτου» (1937) της Πηνελόπης Δέλτα, βιβλίο βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα και αποδοσμένο ως μυθοπλασία, απέκτησαν μια μυθική διάσταση, τονώνοντας κατά καιρούς το πατριωτικό αίσθημα και διαμορφώνοντας τις εθνικές συνειδήσεις των Ελληνοπαίδων. Πάνω, ωστόσο, σε σαθρά θεμέλια, στα βαλτώδη και θολά νερά της κατασκευής ηρωικών εθνικών αφηγήσεων, στον εθνικιστικό βούρκο της δαιμονοποίησης των «αντιπάλων» και της διαστρέβλωσης της πραγματικότητας για κάποιον «ιερό σκοπό» μια και ο σκοπός «αγιάζει τα μέσα». Τα «Μυστικά» κυκλοφόρησαν το 1937, τρεις δεκαετίες μετά τα γεγονότα στα οποία αναφέρονται, σε ό,τι δηλαδή έμεινε γνωστό στην Ιστορία ως «Μακεδονικός Αγώνας» (1904-1908). Με κεντρικά πρόσωπα δυο ανήλικα αγόρια, τον Αποστόλη και τον Γιωβάν και θέατρο του δράματος τη Λίμνη των Γιαννιτσών και τις γύρω από αυτήν ελώδεις περιοχές, στο βιβλίο περιγράφεται η δράση των ελληνικών αντάρτικων σωμάτων στις επιχειρήσεις τους κατά των Βούλγαρων Κομιτατζήδων σε μια εποχή που ολόκληρη η Μακεδονία βρισκόταν σε αναβρασμό, με την Οθωμανική Αυτοκρατορία να βρίσκεται στα τελευταία της και τον χάρτη των Βαλκανίων να ανασχεδιάζεται στα γραφεία των μεγάλων ευρωπαϊκών χωρών. Τα όσα αναφέρονται στο βιβλίο αξιοποιήθηκαν καταλλήλως από την πολιτική ηγεσία και την εθνικόφρονα τάση της ιστορικής μελέτης για να εξυμνηθούν τα ανδραγαθήματα των Ελλήνων και να «αποδειχθεί» με έναν ακόμη τρόπο η ελληνικότητα της Μακεδονίας. Αυτό απαιτούσε την επιλεκτική χρήση αποσπασμάτων του, την αποσιώπηση μέρους της πραγματικότητας, την υποβάθμιση κάποιων γεγονότων και την ανάδειξη κάποιων άλλων. Ενδελεχείς, τεκμηριωμένες και εμπεριστατωμένες μελέτες όπως αυτές του Τάσου Κωστόπουλου («Το Μυστικό του Βάλτου», «Εφ.Συν.», 14 Μαΐου 2017) έχουν θέσει τα ιστορικά γεγονότα σε μια πραγματική διάσταση που διαφέρει σημαντικά από την «εθνική υπερηφάνεια» και τις -καταγεγραμμένες στην επίσημη Ιστορία- περιφανείς νίκες εναντίον των «κακών» Βούλγαρων. «Από την άποψη της εθνικής κατήχησης, θα ήταν, γαρ, μάλλον αντιπαραγωγικό να εξηγήσεις στα ελληνόπουλα (αλλά και στους ενήλικους συμπατριώτες μας) πως ο αγώνας στον Βάλτο έληξε νικηφόρα όταν (και επειδή) οι ημέτεροι "ιππότες του σταυρού" έδρασαν ως άτακτη επικουρία των στρατευμάτων του σουλτάνου, ξεκαθαρίζοντας την περιοχή από τους επαναστατημένους ντόπιους χριστιανούς. Γιατί αυτό ακριβώς συνέβη τον Μάιο του 1907: μια κοινή ελληνοτουρκική στρατιωτική επιχείρηση, με την οποία οι φιλοβούλγαροι αντάρτες (κομιτατζήδες) της περιοχής εκτοπίστηκαν από τα κρησφύγετά τους, απαλλάσσοντας προσωρινά τους μπέηδες του κάμπου από τον βραχνά της επαναστατικής τρομοκρατίας. Ως λογοτέχνης, η Δέλτα δεν δεσμευόταν φυσικά από την υποχρέωση ειλικρίνειας του ιστορικού. Την ίδια όμως πολιτική αυτολογοκρισίας και αποσιώπησης έχει ακολουθήσει στο συγκεκριμένο ζήτημα και το μεγαλύτερο μέρος της καθ’ ύλην αρμόδιας, εθνικά ορθής επιστημονικής κοινότητας. Ο χαρακτήρας του Μακεδονικού Αγώνα ως πολύμορφης σύμπραξης οθωμανικού κράτους, μουσουλμάνων μπέηδων και Ελλήνων παραστρατιωτικών για την καταστολή του επαναστατικού κινήματος των σλαβόφωνων αγροτών της Μακεδονίας αποτελεί μέχρι τις μέρες μας ένα από τα μεγαλύτερα ταμπού της εγχώριας ιστοριογραφίας» αναφέρει ο Κωστόπουλος. Φυσικά, όπως η Δέλτα ως λογοτέχνης δεν δεσμευόταν από την υποχρέωση της αντικειμενικότητας και της επιστημονικότητας, έτσι και ακόμη περισσότερο, οι Γιάννης Ράγκος και Παναγιώτης Πανταζής που μετέφεραν «Τα Μυστικά του Βάλτου» σε κόμικς (εκδόσεις Polaris) δεν υπόκεινται σε ανάλογες δεσμεύσεις. Η προσαρμογή ενός σχεδόν κλασικού έργου της ελληνικής λογοτεχνίας σε κόμικς προϋποθέτει και απαιτεί μεγάλους βαθμούς ελευθερίας. Με δεδομένη και αναπόφευκτη τη «συμπίεση» των περισσοτέρων από 600 σελίδων του βιβλίου της Δέλτα σε 110 σελίδες κόμικς, η προσαρμογή πρέπει να γίνει με ιδιαίτερη μαεστρία. Και ο Ράγκος τα καταφέρνει περίφημα. Εχει επιλέξει από το ογκώδες λογοτεχνικό έργο τα κατάλληλα αποσπάσματα που συνθέτουν μια ολοκληρωμένη αφήγηση που έχει την αυταξία της και λειτουργεί ανεξάρτητα από τη γνώση του πρωτοτύπου. Ο Ράγκος, άλλωστε, δημοσιογράφος και συγγραφέας αστυνομικής λογοτεχνίας («Η Στάση του Εμβρύου», «Μυρίζει Αίμα» κ.ά.) γνωρίζει καλά να περιγράφει γεγονότα με ευσύνοπτο τρόπο και να αποδίδει νοήματα αποτελεσματικά και με λίγα λόγια. Το είχε πράξει πρόσφατα και με τον βραβευμένο «Ερωτόκριτο» σε κόμικς με τη συνεργασία του Δημοσθένη Παπαμάρκου στο σενάριο, σε σχέδια του Γιώργου Γούση. Επικεντρώνεται στα δυο παιδιά – πρωταγωνιστές και τα παρακολουθεί σε αρκετές συγκινησιακά φορτισμένες στιγμές από τη ζωή τους στον βάλτο ενώ σε κατάλληλες δόσεις παρεμβάλλει τους πραγματικούς πρωταγωνιστές των γεγονότων: τον Τέλλο Αγρα (Σαράντος Αγαπηνός) και τον καπετάν Νικηφόρο (Ιωάννης Δεμέστιχας), εξέχουσες φυσιογνωμίες της περιόδου. Αποφεύγοντας, ευτυχώς, να μιμηθεί το εθνικό πάθος της Δέλτα και να εξιδανικεύσει τους χαρακτήρες. Οπως γράφει ο Αθανάσιος Τζ. Φερμίν στο επίμετρο της έκδοσης: «Το μυθιστόρημα της Δέλτα περιγράφει μ’ ενθουσιασμό, επικό ύφος και εθνικό πάθος αυτό τον αγώνα […] Πρόκειται για ένα πολεμικό μυθιστόρημα με συναρπαστική πλοκή, μυστήριο και περιπέτεια αλλά και αναπόφευκτη βία και σκληρότητα όπου οι κεντρικοί ήρωες είναι παιδιά, τα οποία δεν παρακολουθούν απλώς θαυμάζοντας τα κατορθώματα των πολεμιστών αλλά παίρνουν και τα ίδια μέρος στον πόλεμο, αναλαμβάνουν αποστολές, κινδυνεύουν, τραυματίζονται, θυσιάζονται». Ο πατριωτισμός της Πηνελόπης Δέλτα και τα εθνικά κίνητρά της, την οδήγησαν στα «Μυστικά του Βάλτου» με προφανή τον διαπαιδαγωγητικό και διδακτικό στόχο. Τα κίνητρα του Ράγκου δεν είναι τέτοια και αυτό αποδεικνύεται από την επιλογή των σκηνών και των στιγμιοτύπων που μάλλον δεν διαφημίζουν τον πόλεμο ούτε είναι προορισμένα για να νουθετήσουν τα παιδιά και να χαλυβδώσουν το πατριωτικό τους αίσθημα. Από την άλλη, ωστόσο, παραμένει ανεξερεύνητο και το πραγματικό κίνητρο. Γιατί, να επιλέξει, ας πούμε, κάποιος εν έτει 2018 και με ένα θησαυρό ελληνικής και παγκόσμιας λογοτεχνίας διαθέσιμο, να προσαρμόσει σε κόμικς ένα μυθιστόρημα του 1937 που αναφέρεται στον Μακεδονικό Αγώνα; Σίγουρα οι δημιουργοί του δεν είχαν καμιά πρόθεση να εκμεταλλευτούν τη συγκυρία που έχει φέρει στην επικαιρότητα το θέμα του ονόματος της ΠΓΔΜ, καθώς το βιβλίο τους ετοιμαζόταν επί τρία ολόκληρα χρόνια και μάλλον εναντίον τους λειτουργεί η χρονική σύμπτωση της κυκλοφορίας του με τον διπλωματικό πυρετό των τελευταίων μηνών, με γνώμονα και το κοινό στο οποίο απευθύνονται κατά πλειονότητα τα ελληνικά κόμικς. Η επιλογή, όμως, του συγκεκριμένου βιβλίου της ελληνικής λογοτεχνικής παραγωγής του εικοστού αιώνα δεν παύει να προκαλεί ερωτήματα που τις απαντήσεις τους διαθέτουν μόνο οι δημιουργοί και οι εκδότες, σε μια περίοδο που τα ελληνικά κόμικς κατακλύζονται από μια διαρκή «επιστροφή» στην ελληνική λογοτεχνία και στην ελληνοκεντρική θεματολογία. Παρά τα ερωτήματα αυτά όμως, τα «Μυστικά» των Ράγκου - Πανταζή είναι εικαστικά υπέροχα. Ο Πανταζής («Common Comics», «Μαρμελάδα Κεράσι» κ.ά.) είναι ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της γενιάς των «τριάντα-και-κάτι» Ελλήνων δημιουργών κόμικς που εδώ και περισσότερο από μια δεκαετία φιλοτεχνεί με συνέπεια, έργα ευαίσθητα, φορτισμένα με συναισθήματα και μουσικές, έργα γλυκά και μελαγχολικά, που εξελίσσονται σε αφιλόξενα αστικά περιβάλλοντα. Στα «Μυστικά», αν και βρέθηκε πολύ μακριά από τις θεματικές συνήθειές του, το αποτέλεσμα είναι εντυπωσιακό. Μελέτησε επί χρόνια το θέμα του, ταξίδεψε στις περιοχές που αποτυπώνονται στα σχέδιά του, έψαξε σε αρχεία, φωτογραφίες, ζωγραφικούς πίνακες. Αλλά δεν αποπειράθηκε να δημιουργήσει μια πιστή αναπαράσταση· θα ήταν αδύνατο και αναίτιο κάτι τέτοιο. Αντίθετα, πειραματίστηκε επιτυχημένα με τα χρώματα, που συχνά αντανακλούν την ένταση ή τη ραθυμία της ιστορίας, ζωγράφισε τον βάλτο υπό πολλές και διαφορετικές συνθήκες, χρίζοντάς τον έναν από τους πρωταγωνιστές και απέδωσε με συμπάθεια τα κάτισχνα πρόσωπα του δράματος που θυμίζουν πορτρέτα του Μοντιλιάνι. Δημιουργώντας έτσι μια εικαστικά άρτια ιστορία που αξίζει να διαβαστεί λόγω της άγριας ομορφιάς της αλλά και λόγω των ερεθισμάτων που προσφέρει για μια πιο αναλυτική έρευνα του αναγνώστη πάνω στα πραγματικά και τεκμηριωμένα γεγονότα του Μακεδονικού Αγώνα πέρα από τα εθνικώς εγκεκριμένα των πρωτοτύπων «Μυστικών του Βάλτου». Πηγή
- 1 reply
-
- 14
-
- γιάννης ράγκος
- παναγιώτης πανταζής
-
(and 2 more)
Tagged with:
-
Τα «Μυστικά του Βάλτου» της Πηνελόπης Δέλτα μόλις έγιναν graphic novel Μετά τον «Ερωτόκριτο», ο Γιάννης Ράγκος και ο Παναγιώτης Πανταζής συνεργάζονται ξανά και μετατρέπουν σε κόμικ ένα τα πιο δημοφιλή «παιδικά» βιβλία των τελευταίων 80 ετών Η κυκλοφορία των Μυστικών του Βάλτου της Πηνελόπης Δέλτα (ένα από τα πιο δημοφιλή «παιδικά» βιβλία στην Ελλάδα τα τελευταία 80 χρόνια) σε ένα εξαιρετικό graphic novel, ήταν η αφορμή να συναντήσω τον Γιάννη Ράγκο και τον Παναγιώτη Πανταζή, τους δημιουργούς του. Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO Δεν ξέρω αν συνδέεται με την εποχή που ζούμε και αν είναι θέμα συγκυριών, αλλά το ελληνικό κόμικ διανύει μία περίοδο άνθισης, και μάλιστα, δημιουργικά, περνάει την καλύτερη φάση που μπορώ να θυμηθώ. Η τεράστια εμπορική (και καλλιτεχνική) επιτυχία του Logicomix, του Ερωτόκριτου ή το Παραρλάμα (με τις ιστορίες του Δημοσθένη Βουτυρά), Η μεγάλη βδομάδα του Πρεζάκη (από το διήγημα του Καραγάτση), το Γρα Γρου, έχουν ανεβάσει πολύ τον πήχη και δημιουργούν ολόκληρη σκηνή με αμιγώς ελληνικά θέματα, εξαιρετικά σενάρια και σκίτσο που κάθε καρέ είναι έργο τέχνης (κυριολεκτικά). Η κυκλοφορία των Μυστικών του Βάλτου της Πηνελόπης Δέλτα (ένα από τα πιο δημοφιλή «παιδικά» βιβλία στην Ελλάδα τα τελευταία 80 χρόνια) σε ένα εξαιρετικό graphic novel, ήταν η αφορμή να συναντήσω τον Γιάννη Ράγκο και τον Παναγιώτη Πανταζή, τους δημιουργούς του, για μια κουβέντα που κατέληξε σε μια εκ βαθέων ανάλυση του βιβλίου που επέλεξαν να μεταφέρουν σε σκίτσο. Όπως μου εξήγησαν ήταν πολύ δύσκολη και χρονοβόρα διαδικασία για ένα έργο 600 σελίδων που έπρεπε να στριμωχθεί στις 114 σελίδες του graphic novel. Και οι δύο έχουν συνεργαστεί και στη δημιουργία του Ερωτόκριτου, ενός κόμικ best seller, του πιο πετυχημένου των τελευταίων χρόνων –μετά την παγκόσμια επιτυχία του Logicomix. Ο Γιάννης είχε συγγράψει το σενάριο μαζί με τον Δημοσθένη Παπαμάρκο και ο Παναγιώτης είχε χρωματίσει τα σκίτσα του Γιώργου Γούση. «Τα τελευταία χρόνια, λόγω της ευρύτερης συγκυρίας, υπάρχει μια επιστροφή της ηθογραφίας, γενικά, και μάλιστα σχεδόν κατακλυσμική, σχεδόν μονοπωλιακή, το βλέπουμε και από τα λογοτεχνικά βιβλία που κάνουν επιτυχία» λέει ο Γιάννης, «ανεξαρτήτως από την αξία τους τη λογοτεχνική, έχουν μια επιστροφή σε μιας νέας μορφής ηθογραφία, μία νεοηθογραφία. Αυτό υπάρχει στην Ελλάδα και έχει να κάνει με την κρίση, έχει να κάνει με την ανάγκη να γυρίσουμε σε κάποια δεδομένα, σε κάποιους στυλοβάτες, γιατί αισθανόμαστε όλοι ότι φεύγει το χαλί κάτω απ' τα πόδια μας όλα αυτά τα χρόνια. Και ο Ερωτόκριτος, επειδή είναι ένα αρχετυπικό κείμενο για τα ελληνικά γράμματα και όλοι τον ξέρουμε, ακόμα και αν δεν τον έχουμε διαβάσει, αν είχε βγει πριν από 10 χρόνια πιθανώς να μην είχε την ανταπόκριση που είχε την συγκεκριμένη στιγμή». «Με τα Μυστικά του βάλτου πώς ασχοληθήκατε;», ρωτάω. «Για τα Μυστικά του βάλτου είχα λάθος εντύπωση, είχα στο μυαλό μου αυτό που είχαμε διαβάσει μικροί, ότι είναι ένα παιδικό βιβλίο και όταν το διάβασα επειδή θα ξεκινούσαμε το κόμικς συνειδητοποίησα ότι είναι σκοτεινό, βίαιο, ότι δεν είναι για παιδιά» λέει ο Παναγιώτης. «Έχει πόλεμο, βία, θανάτους, περιγράφει πώς είναι το τουμπανιασμένο πτώμα του Άγρα, ή ότι έχει κρεμαστή γλώσσα, αλλά και μόνο το ότι πεθαίνει ένα παιδί, ο Γιοβάν, αυτό πάει κόντρα στη σύμβαση της παιδικής λογοτεχνίας». «Και μην ξεχνάμε ότι είναι γραμμένο το '36-37, έχει σημασία αυτό» προσθέτει ο Γιάννης. «Βέβαια, τότε ήταν άγρια χρόνια και η εξοικείωση όλων των γενιών και όλων των ανθρώπων με τον θάνατο ήταν πολύ πιο άμεση. Σήμερα έχουμε αποκηρύξει τον θάνατο. Επειδή είμαι και αστυνομικός συγγραφέας και άρα στον πυρήνα της δικής μου λογικής υπάρχει η έννοια του θανάτου, αλλά και υπαρξιακά μιλώντας, πιστεύω ότι πρέπει να ζούμε με την ανάμνηση του θανάτου μας κάθε στιγμή, ότι θα πεθάνουμε, δηλαδή. Όχι με την έννοια την πεισιθανάτια, το γεγονός δηλαδή ότι θα πεθάνουμε να μας ακυρώνει και να μας ακινητοποιεί, αλλά να το έχουμε σαν μια παράμετρο στην εξίσωση της ζωής μας. Ακριβώς επειδή θα πεθάνουμε, πρέπει να ζήσουμε. Αλλά δεν μπορούμε να ζούμε σαν να μην πρόκειται να πεθάνουμε ποτέ. Πρέπει να έχουμε επίγνωση της θνητότητάς μας, κι επειδή είμαι agent provocateur με έναν τρόπο, πολλές φορές για να προβοκάρω όταν είμαι σε παρέες τους λέω "άντε παιδιά, καλό θάνατο!", γιατί όλοι αποφεύγουν να μιλάνε για αυτόν, παρόλο που είναι το μόνο βέβαιο γεγονός της ζωής μας. Δεν μπορεί να μιλάμε για όλα τα άλλα, για γκόμενες, για γκόμενους, για παρέες, για δουλειές, για ταξίδια, να ξοδεύουμε ατελείωτες ώρες για διάφορα στη ζωή μας και να μην ξοδεύουμε έναν έστω ελάχιστο χρόνο για να συζητήσουμε και για αυτό που είναι το μόνο βέβαιο ότι θα μας συμβεί, στο κάτω-κάτω. Όλα τ' άλλα μπορεί και να μην μας συμβούν. Τότε οι γενιές ήταν πολύ πιο εξοικειωμένες με τον θάνατο και για πρακτικούς λόγους, τα μισά παιδιά πέθαιναν, είχαμε διαρκείς πολέμους, στον Μεσοπόλεμο η Ελλάδα είχε βγει από μία εικοσαετία που ήταν σχεδόν μόνιμα σε πόλεμο -Μακεδονικός Αγώνας, Βαλκανικοί πόλεμοι, Μικρά Ασία-, επομένως το να πεθάνει ένα παιδί δεν ήταν κάτι ασυνήθιστο, ενώ σήμερα μας ξενίζει. Σήμερα σε ένα παιδικό βιβλίο δεν θα μπορούσες να διανοηθείς να βάλεις τον θάνατο ενός παιδιού. Ένας από τους λόγους που μου άρεσε το κείμενο, πέρα από κάποιες επιφυλάξεις που μπορεί να έχει κανείς, ήταν το ότι είναι μελαγχολικό, είναι βίαιο, είναι σκοτεινό, δεν είναι καθόλου πολιτικώς ορθό. Και είναι και αντιηρωικό, παρόλο που υπάρχει ένα πνεύμα ηρωισμού...». Αυτό που αρέσει σε μένα σε αυτό το βιβλίο, ότι δείχνει πολύ έντονα τις ματαιώσεις» λέει ο Παναγιώτης. «Δηλαδή, ακόμα και οι πιο ηρωικοί χαρακτήρες, ο Άγρας π.χ., έχει στιγμές που ζητάει να αντικατασταθεί. Διαρκώς παλεύουν κάτω από αντίξοες συνθήκες και διαρκώς υπάρχει μια ματαίωση, ότι πάλι δεν πέτυχαν αυτό που ήθελαν, πάλι είχαν πολλές απώλειες. Τελειώνει και μελαγχολικά με τη ματαίωση, ότι τελικά όλος αυτός ο αγώνας δεν βγάζει πουθενά. Έχουμε δει τόσες ηρωικές πράξεις, θανάτους, αλλά παρόλα αυτά δεν βγαίνει κάτι. Είναι ενδιαφέρον πώς η ίδια η συγγραφέας επέλεξε να το πιάσει, παρόλο που το έγραψε με απόσταση 30 χρόνων από τα γεγονότα: δηλαδή ενώ ξέρει πού έχει καταλήξει, ξέρει ότι οι Έλληνες αντάρτες πέτυχαν τον σκοπό τους, παρόλα αυτά δεν σου δείχνει την νίκη τους, επιλέγει να το κλείσει πριν τη νίκη τους, δείχνει την ταλαιπωρία, την πίεση αλλά όχι τι κέρδισαν». «Η Πηνελόπη Δέλτα για να γράψει αυτό το βιβλίο συγκέντρωνε στοιχεία επί 20 χρόνια, έκανε τρομακτική έρευνα» συνεχίζει ο Γιάννης. «Όλο αυτό το υλικό υπάρχει στο αρχείο της που βρίσκεται κατά βάση στο Μουσείο Μπενάκη. Συγκέντρωσε πολύ υλικό από το Υπουργείο Εξωτερικών και από άλλες πηγές. Επίσης, είναι καταπληκτικό το ότι δημιούργησε μία ιστορική ύλη που δεν υπήρχε καταγεγραμμένη: πήρε πάρα πολλές συνεντεύξεις-μαρτυρίες πρωταγωνιστών της περιόδου, και μάλιστα ένα μεγάλο μέρος του υλικού και της αφήγησης αυτής το πήρε από τον ίδιο τον καπετάν Νικηφόρο ή Γιάννη Δεμέστιχα -που είναι και ένας από τους συμπρωταγωνιστές του βιβλίου της, ένα πραγματικό, ιστορικό πρόσωπο. Είναι καταπληκτική η δουλειά που έκανε και δείχνει ακριβώς και πόσο κυρίαρχο ήταν το πνεύμα του αλυτρωτισμού εκείνη την εποχή στην Ελλάδα, τις αντιλήψεις της ίδιας...». «Πώς καταφέρατε να συμπυκνώσετε τις 600 σελίδες του βιβλίου της σε 120;». «Υπήρχε ένα πρόβλημα "αφηγηματικό", είναι πάρα πολλά τα επεισόδια και οι χαρακτήρες, έτσι χρησιμοποιήσαμε το μοτίβο των συνεντεύξεων και κάναμε μια παρέκβαση σε σχέση με το βιβλίο» εξηγεί ο Παναγιώτης. «Το δικό μας βιβλίο αρχίζει και τελειώνει με τον Αποστόλη, 40άρη πια -γιατί στο βιβλίο είναι 12-13 χρονών, ο οποίος είναι στο σπίτι της Δέλτα το 1936 στην Κηφισιά (αυτό δεν υπάρχει στο βιβλίο της) και ουσιαστικά της αφηγείται τη μαρτυρία του. Αυτό που βλέπουμε στο κόμικ είναι ένα γιγαντιαίο φλας μπακ, αξιοποιήσαμε αυτή τη λογική ότι συγκέντρωνε μαρτυρίες από πρωταγωνιστές των γεγονότων, άρα θα μπορούσε να έχει βρει και τον Αποστόλη. Ο Αποστόλης, βέβαια, είναι fiction πρόσωπο στο βιβλίο της, αλλά αν υπήρχε θα μπορούσε να τον είχε βρει να του πάρει μαρτυρία. Αυτό μας διευκόλυνε γιατί μέσα από την αφήγηση του Αποστόλη περιορίσαμε τα επεισόδια, μπορέσαμε να επιταχύνουμε τους χρόνους, να πάμε παρακάτω στην ιστορία με μια φράση, με μια κουβέντα. Μας βόλεψε, γιατί το βιβλίο είναι 600 σελίδες και έτσι καταφέραμε αφηγηματικά να το συμπυκνώσουμε σε 110 σελίδες. Αν γινόταν κόμικ όπως ήταν, θα έβγαιναν 2000 σελίδες!». «Το 80-85% των αφηγήσεων, οι λεζάντες, οι ατάκες, είναι αυθεντικά κομμάτια μέσα από το βιβλίο» τονίζει ο Γιάννης. «Ελάχιστα είναι τα επινοημένα. Ένα μεγάλο μέρος του κόμικ, από κειμενική άποψη, είναι το ίδιο το βιβλίο». «Πόσο καιρό το δουλεύατε; Γιατί συνέπεσε σε μια περίοδο που έχει αναβιώσει το θέμα της Μακεδονίας...». «Στην πραγματικότητα δεν συσχετίζονται» ξεκαθαρίζει ο Παναγιώτης. «Το δουλεύαμε τρία χρόνια το βιβλίο μας, 8 μήνες πριν ακόμα τυπωθεί ο Ερωτόκριτος είχαμε αρχίσει να συζητάμε για την ιδέα των Μυστικών του Βάλτου. Άρα δεν είναι κάτι που έχει να κάνει με τη συγκυρία. Το γεγονός ότι κυκλοφορεί τώρα είναι εντελώς τυχαίο. Μόνο το σενάριο χρειάστηκε ένα χρόνο για να ολοκληρωθεί, και ένας χρόνος χρειάστηκε για να σχεδιαστεί, δεν μπορεί να γίνει όλη αυτή η δουλειά μέσα σε δυο μήνες, είναι αστείο να το συζητάμε. Ξεκίνησα να σχεδιάζω το βιβλίο ψάχνοντας εικόνες, να σχεδιάζω βάλτους, δοκίμαζα για καιρό σχέδια και τεχνικές και πριν από δύο χρόνια πήγα ένα πολύ ωραίο road trip στη Μακεδονία, στα μέρη που περιπλανιόνταν οι χαρακτήρες του βιβλίου γατί ήθελα να νιώσω βιωματικά τον τόπο. Βεβαίως, ο βάλτος δεν υπάρχει πια, έχει αποξηρανθεί, αλλά έφερα πίσω 2000 φωτογραφίες. Από αυτές, εν τέλει, χρησιμοποίησα ελάχιστες, αλλά ήταν σημαντικό το ότι πήγα εκεί και έζησα την ατμόσφαιρα». «Επίσης σημαντικό, όπως και στον Ερωτόκριτο, ήταν ότι δεν διαβάσαμε μόνο το κείμενο, διαβάσαμε και για το κείμενο» λέει ο Γιάννης. Φιλολογικές πηγές, αναλύσεις για το βιβλίο, για τα μοτίβα κλπ., και για την ιστορική περίοδο. Ήταν μια δουλειά τεκμηρίωσης, πολύ σημαντική». Να μιλήσουμε λίγο για το ιδεολογικό περιεχόμενο του βιβλίου;». «Όταν διάβασα το βιβλίο ένιωσα ότι η Δέλτα επιμένει στην ευγένεια των Ελλήνων, είναι αρκετά εθνικιστικό, αλλά πρέπει να το τοποθετήσουμε στην εποχή του, γιατί άλλος ο εθνικισμός τότε, άλλος σήμερα» επισημαίνει ο Παναγιώτης. «Δεν είναι ίδια η έννοια. Το 1935 που το έγραψε και υπήρχε η φασιστική απειλή πάνω απ' την Ευρώπη, το να είσαι εθνικιστής στην Ελλάδα σήμαινε ότι είσαι διατεθειμένος να υπερασπιστείς τη χώρα σου για να μην μπει ο Χίτλερ σε αυτή, να μην μπουν οι φασίστες. Το 1905 σήμαινε μια άλλου είδους συνείδηση, δεν ήταν ούτε καν εθνική τότε, ήταν άλλος ο διαχωρισμός. Εν πάση περιπτώσει, είχε να κάνει με κάποιον κατακτητή, τώρα εθνικιστής μπορεί και να σημαίνει ότι μισείς να βλέπεις ανθρώπους στο δρόμο που έχουν διαφορετικό χρώμα από σένα, έχει τεράστια διαφορά. Πρέπει να σκέφτεσαι το context και να μην το κρίνεις με τα σημερινά κριτήρια. Αυτό που εγώ ξεχώρισα και μου άρεσε πριν ακόμα ξεκινήσω να δουλεύω, από τη δουλειά που έκανε ο Γιάννης, ήταν ότι κράτησε τα στοιχεία του βιβλίου που μέχρι σήμερα το κάνουν να είναι σπουδαίο: τις ματαιώσεις, τους προσωπικούς αγώνες, τα ψυχογραφήματα, τα φανταστικά επεισόδια -που περιγράφονται πολύ πλούσια και με χορταστικό τρόπο, και κατάφερε να θέσει τον εθνικισμό που έχει το βιβλίο στη σωστή του βάση. Στη χρονική του περίοδο. Δηλαδή, δεν πρόκειται για κάποια αγιογραφία αυτού του πράγματος σήμερα αλλά το τοποθετεί στο τότε, με τον ίδιο τρόπο που βλέπεις μια ταινία εποχής για τον ρατσισμό στην Αμερική και χρησιμοποιούν τη λέξη νέγρος, ενώ προφανώς είναι απαράδεκτο σήμερα να χρησιμοποιήσεις στα αγγλικά αυτή τη λέξη, ειδικά αν είσαι λευκός. Από την πρώτη στιγμή που το αποφασίσαμε, είπαμε ότι από τη στιγμή που επιλέξαμε το συγκεκριμένο έργο, πρέπει να σεβαστούμε τις ιδεολογικές και πολιτικές του τοποθετήσεις και να τις παρουσιάσουμε, όχι να τις αποκρύψουμε. Αλλιώς φτιάχναμε μια δικιά μιας εκδοχή, μια δικιά μας ιστορία που διαδραματίζεται στον Μακεδονικό Αγώνα και την κάναμε όπως θέλαμε. Το σεβαστήκαμε ως έργο. Σαφώς το βιβλίο της Δέλτα έχει έναν συγκεκριμένο προσανατολισμό και ιδεολογικό, αλλά δεν ταυτιζόμαστε εμείς ως δημιουργοί με αυτό. Έχουν περάσει και 80 χρόνια και ξέρουμε τι σήμαιναν αυτά τα πράγματα και τι σημαίνουν τώρα, είμαστε άνθρωποι του 21ου αιώνα». «Βέβαια, έχει στιγμές που εκπλήσσει η Δέλτα» λέει ο Γιάννης, «γίνεται ένας θάνατος βίαιος και λέει ένας Έλληνας "πω πω, αυτός δεν είναι πόλεμος, είναι αγριότητες, είναι φρίκη" και απαντάει κάποιος άλλος Έλληνας "τα ίδια θα λένε και οι Βούλγαροι για μας, ότι κι εμείς τα ίδια κάνουμε". Ενώ τους έχει περιλούσει τους Βούλγαρους με κοσμητικά, "απολίτιστους, γουρουνομύτες, άξεστους", ξαφνικά λέει αυτό. Και πράγματι, οι αγριότητες σε έναν πόλεμο γίνονται και από τις δύο πλευρές, δεν γίνεται ποτέ απ' τη μία. Έχει τέτοια "φωτεινά" διαλείμματα η Δέλτα, σε σχέση με το κυρίαρχο ιδεολογικό της μοτίβο, το οποίο, βεβαίως, παραμένει εθνικιστικό, παραμένει πατριωτικό, και παραμένει και ελληνοκεντρικό. «Το βιβλίο έχει χαρακτήρες που είναι συγκλονιστικοί» συνεχίζει ο Παναγιώτης, «ο Άγρας και ο Νικηφόρος μιλάνε για τα εθνικά ιδεώδη, ο Βασίλης και ο Γρέγος δεν μιλάνε για τίποτα τέτοιο, κινητοποιούνται από ανάγκη για προσωπική εκδίκηση. Μου σκότωσες την οικογένειά μου; Θα γυρίσω πίσω και θα σας καθαρίσω όλους. Είναι και οι πιο ενδιαφέροντες χαρακτήρες του βιβλίου ο Βασίλης και ο Γρέγος, και μάλιστα είναι χαρακτήρες που έρχονται από τον Μάγκα, το προηγούμενο βιβλίο της Δέλτα. Στο τέλος του Μάγκα λένε ότι "φεύγουμε για τη Μακεδονία για να πολεμήσουμε" και τους συναντάμε ξανά στα Μυστικά του βάλτου. Έχει καταπληκτικές σκηνές περιγραφών του βάλτου, γιατί ο βάλτος στην πραγματικότητα είναι ο πρωταγωνιστής, ο τίτλος δεν είναι τυχαίος». «Οι σκηνές του βάλτου όπως τις σχεδίασε ο Παναγιώτης είναι εξαιρετικές» λέει ο Γιάννης. «Παρουσιάζεται σε όλες τις εποχές του χρόνου, από το ένα φθινόπωρο μέχρι το επόμενο καλοκαίρι, και το βιβλίο μυρίζει την υγρασία του βάλτου. Το μειονέκτημα του βιβλίου είναι ότι είναι σαν δύο βιβλία σε ένα, τα 4/10 είναι ο Άγρας και ο Νικηφόρος και το κομμάτι το εθνικό, ένα είδος ιστορικού χρονικού, και ξαφνικά, με την εμφάνιση του Βασίλη του Ανδρεάδη, του Γρέγου, όλων αυτών των Αιγυπτιωτών που έρχονται από την Αλεξάνδρεια, μετατοπίζεται το κέντρο βάρους περισσότερο στη μυθοπλασία, στους φανταστικούς χαρακτήρες και μπαίνει πια όχι το στοιχείο του εθνικού ιδεώδους, αλλά της προσωπικής εκδίκησης. Η Δέλτα το αποκαλύπτει αυτό σταδιακά, με πολύ αριστοτεχνικό τρόπο, δεν το γνωρίζεις από πριν». Και οι δύο έχουν αρχίσει να δουλεύουν σε νέα project και καινούριες δουλειές τους αναμένονται σύντομα. Θα μπορέσεις να τους συναντήσεις από κοντά στο Comicdom Con Athens 2018 που θα γίνει από 20-22 Απριλίου. === Πηγή
- 2 replies
-
- 15
-
- polaris
- παναγιώτης πανταζής
- (and 4 more)
-
Ο Ερωτόκριτος Σε Κόμικ! «Ήταν ρίσκο. Aκουμπούσαμε ένα έργο αγαπητό και ριζωμένο στη μνήμη του Έλληνα» Η HuffPost μιλάει με τον δημιουργό κόμικ Γιώργο Γούση και τον συγγραφέα Δημοσθένη Παπαμάρκο για το πρώτο μεσογειακό fantasy comic. Να διασκευάσεις ένα αναγεννησιακό, επικό ποίημα, όπως ο χιλιοτραγουδισμένος ανά τις γενιές «Ερωτόκριτος» του Βιτσέντζου Κορναρου, σε κόμικ (Εκδόσεις Polaris, 2016)... Θαρραλέο εγχείρημα- και με εντυπωσιακό αποτέλεσμα. Ο δημιουργός κόμικ Γιώργος Γούσης, ο συγγραφέας Δημοσθένης Παπαμάρκος και ο δημοσιογράφος Γιάννης Ράγκος δούλεψαν επί ένα χρόνο με μεράκι και καρπός της προσπάθειάς τους είναι ένα ελληνικό graphic novel που στην ιστορία του έχει πουλήσει δέκα χιλιάδες αντίτυπα και διδάσκεται στα σχολεία από τους φιλολόγους - δε μπορώ να φανταστώ πιο πρόσφορο και γοητευτικό τρόπο για να εισάγεις έναν μαθητή του 2018 στο νεοελληνικό λογοτεχνικό και ιστορικό σύμπαν. Οι περισσότεροι έλκουμε την όποια εξοικείωση έχουμε με τον «Ερωτόκριτο» από τα τραγούδια που έχει εμπνεύσει, όπως του Χριστόδουλου Χάλαρη με την λεβέντικη φωνή - κλαγγή του Νίκου Ξυλούρη. Δεν είναι όμως ο «Ερωτόκριτος» ένα μονοδιάστατο ερωτικό ποίημα, σαν «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» στα ελληνικά. Μίλησα με τους δύο εκ των τριών συνδημιουργών- με τον Γιώργο Γούση επικεντρωθήκαμε στην εικόνα και με τον Δημοσθένη Παπαμάρκο στο λόγο. Σημειώνω πολύ σύντομα και πριν τις συνεντεύξεις τους πέντε πυρηνικά χαρακτηριστικά του έργου, όπως τα τόνισαν και οι δυο τους. Ο «Ερωτόκριτος» έχει ωμή βία με επική μάλιστα περιγραφή, αλλά η προσέγγιση του Κορνάρου δεν είναι πολεμοχαρής, εξισώνει νικητή και ηττημένο, ενώ εστιάζει περισσότερο στις απώλειες και των δύο πλευρών, παρά στο κέρδος του νικητή. Έχει μια δυαδική, σχεδόν ομηρική προσέγγιση - μετά τις επικές περιγραφές των μαχών και των ηρώων αναδεικνύεται το ανθρώπινο δράμα και η φαυλότητα του κύκλου της βίας. Στον «Ερωτόκριτο» γυναίκα και άντρας εξισώνονται - η Αρετούσα δεν είναι η γυναίκα/τρόπαιο των κλασικών ιπποτικών μυθιστορημάτων, απεναντίας η ίδια κινεί τα νήματα της ιστορίας. Είναι ένα «ταξικό» έργο ο Ερωτόκριτος - η Αρετούσα δεν μπορεί να παντρευτεί τον Ερωτόκριτο γιατί δεν κρατάει κι αυτός από βασιλική γενιά. Όμως, τελικά η παραδοσιοκρατική ταξικότητα υπερβαίνεται. Γιατί ο έρωτας των δύο παιδιών, της 16χρονης Αρετούσας και του 19χρονου Ερωτόκριτου, δεν είναι «μελό», αλλά σταθερός, επίμονος μέχρι τέλους. Και είναι αυτό το ποίημα μια ανοιχτή πόρτα στον κοσμοπολιτισμό της Ανατολής, κεντρικός χαρακτήρας του από ένα σημείο κι έπειτα είναι ένας Σαρακηνός. Ήταν άραγε αυτές κοινές αντιλήψεις του μέσου όρου εκείνης της εποχής ή ο Κορνάρος, ως φωτισμένος λόγιος, γράφει υπερβατικά, απηχώντας απόψεις μιας μικρής ιντελιγκέντσιας; Άλλωστε, η λογοτεχνική «εταιρεία» όπου ανήκε ο ίδιος, λεγόταν «Ακαδημία των Παράξενων»... «κ’ εγώ δε θε να κουρφευτώ κι αγνώριστο να μ’ έχου μα θέλω να φανερωθώ , κι όλοι να με κατέχου. Βιτσέντζος είναι ο ποιητής και στη γενιά Κορνάρος που να βρεθή ακριμάτιστος, σα θα τον πάρη ο Χάρος. Στη Στείαν εγεννήθηκε, στη Στείαν ενεθράφη, εκεί ’καμε κι εκοπιασεν ετούτα που σας γράφει. Στο Κάστρον επαντρεύτηκε σαν αρμηνεύγει η φύση, το τέλος του έχει να γενή όπου ο θεός ορίσει». Έτσι συστήνεται ο ίδιος ο Κορνάρος στο ποίημά του. Και όταν απολαμβάνουμε τον «Ερωτόκριτο», σε κάθε του εκδοχή, κείμενο, εικόνα, μουσική, ας τον θυμόμαστε. Άλλο σκοπό, ή όφελος, δεν είχε. Συναντιόμαστε πρώτα με τον δημιουργό (του) κόμικ Γιώργο Γούση- λόγοι αρχής το επιβάλλουν αυτό, καθώς είναι κοινά παραδεκτό πως το δυνατότερο κουπί στην παραγωγή κάθε κόμικ το τραβάει ο σχεδιαστής. Καθ’ όλη τη διάρκεια της κουβέντας λίγες φορές τον διέκοψα για τυπικές ερωτήσεις- φυλλομετρούσα τις σελίδες του κόμικ, καθεμιά από τις οποίες αξίζει να μετατραπεί σε πόστερ και χαιρόμουν την αίσθηση αυτού του hard copy αριστουργήματος στα χέρια μου, στην κοντινή όρασή μου τις εικόνες του Γούση και τους στίχους του ποιήματος να συμπλέκονται δυναμικά. «Έχετε φτιάξει ένα έργο τέχνης οι τρεις σας», του λέω. - Να πάρουμε την ιστορία αυτού του πρότζεκτ απ’ την αρχή; Η αρχική ιδέα προήλθε από τους εκδότες. Και δεν ήταν συγκεκριμένα ο «Ερωτόκριτος» αλλά η αναγέννηση των Κλασικών Εικονογραφημένων - μας πρότειναν να διασκευάσουμε ένα έργο της νεοελληνικής λογοτεχνίας, με γνώμονα όμως ότι αυτό θα αποτελέσει, πιθανότατα, την αρχή μιας σειράς. Σκεφτήκαμε το «Αμάρτημα της μητρός μου» του Βιζυηνού, όπως και έργα του Παπαδιαμάντη, αλλά τα απορρίψαμε λόγω της καθαρεύουσάς τους, που είναι σχεδόν απαγορευτική για κόμικ. Όταν ο Δημοσθένης (Παπαμάρκος) έριξε την ιδέα του Ερωτόκριτου, αρχικά ήμουν αρνητικός, το θεωρούσα «μπανάλ». Ο Δημοσθένης με προέτρεψε να διαβάσω το ποίημα- το έκανα και αμέσως πείστηκα. Γιατί εντόπισα πολλά στοιχεία που συνηγορούσαν ότι μπορεί να γίνει ένα καλό κόμικ. «Ο Ερωτόκριτος είναι fantasy, όχι ιστορικό έργο- δεν τοποθετείται σε συγκεκριμένη ιστορική περίοδο, ούτε στην Κρήτη, όπως πολλοί εσφαλμένα νομίζουν. Τόπος της δράσης είναι η Αθήνα, αλλά μια Αθήνα απροσδιόριστη, άχρονη. Ο Κορνάρος έκανε ότι και ο Τόλκιν στον «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών»- μια συρραφή στοιχείων που δημιουργεί σαν κολάζ έναν κόσμο που φαίνεται (και) ρεαλιστικός αλλά δεν υπήρξε ποτέ. Ο Τόλκιν δανείστηκε στοιχεία από τις μυθολογίες των βόρειων λαών, ο Κορνάρος στο ποίημά του δεν περιγράφει τίποτα απολύτως- τον τόπο, ή το παλάτι, το σπίτι, κάποιον πολεμιστή, ή το πρόσωπο της Αρετούσας. Βλέπεις όμως από την πλοκή και τη γλώσσα ποιες είναι οι επιρροές του και από ποιους κόσμους δανείζεται στοιχεία- είμαστε στην αναγεννησιακή Κρήτη και στον Ερωτόκριτο υπάρχει ο αχταρμάς των στοιχείων που διαμόρφωσαν την Αναγέννηση: ο ελληνορωμαϊκός κόσμος, το Βυζάντιο και οι δυτικές επιδράσεις. Όλα αυτά έπρεπε να τα κάνω κολάζ για να απεικονίσω τον κόσμο του Ερωτόκριτου σαν ένα fantasy, για πρώτη φορά όμως μεσογειακό, όχι βόρειο». - Πως απέδωσες σε εικόνες αυτές τις αναφορές του Κορνάρου; Είναι ορατές ήδη από το εξώφυλλο - η αρχαιοελληνική ένδυση της Αρετούσας, η αναγεννησιακή πανοπλία του Ερωτόκριτου, ενώ το χρυσό στο φόντο είναι βυζαντινή επιρροή. Για τους δύο πρωταγωνιστές, την Αρετούσα και τον Ερωτόκριτο, αποφάσισα ότι έπρεπε να σχεδιάσω δυο φιγούρες- πρότυπα της ομορφιάς και της απλότητας. Κατέληξα να «αντιγράψω» το προφίλ και την κατατομή των προσώπων τους από τις ανθρώπινες μορφές των αρχαιοελληνικών αγγείων. Για τις ενδυμασίες του βασιλικού ζεύγους, τον θρόνο και το σκήπτρο του βασιλιά, το διάδημα της βασίλισσας, χρησιμοποίησα μια βυζαντινή ζωγραφιά της εποχής του Βασίλειου Β΄ (Βουλγαροκτόνου). Και μετά ξεκίνησα να σχεδιάζω μια αναγεννησιακή Αθήνα, κτισμένη στα ερείπια της αρχαίας πόλης, αλλά ακμάζουσα, με κλέος. - Απ’ όσα μου λες, υποθέτω πως κάνατε και ιστορική έρευνα δυνατή... Μεγάλη έρευνα. Ο ρόλος του σκιτσογράφου είναι κρίσιμος αλλά η δουλειά είναι ομαδική. Οι συγγραφείς λοιπόν, με βοηθήσανε πολύ (και) στην ιστορική έρευνα. Ψάξαμε πίνακες, στολές και οπλισμούς, ενδυμασίες, γκραβούρες και σχέδια κτιρίων που τελικά έμειναν στα χαρτιά. Το παλάτι του βασιλιά και η αίθουσα του θρόνου βασίζονται στα σχέδια ενός Αυστριακού αρχιτέκτονα, του Σίνκελ (Karl Friedrich Schinkel), που πρότεινε στον Όθωνα να κτίσει το παλάτι του πάνω στον βράχο της Ακρόπολης, γκρεμίζοντας τον Παρθενώνα - ήταν ένα από τα σχέδια που ακυρώθηκαν, για προφανείς λόγους. Στη μάχη των Αθηναίων με το στρατό των Βλάχων αντέγραψα τις στολές των Ανατολικοευρωπαίων ιπποτών της εποχής. Θέλαμε οι μάχες (και οι μονομαχίες) να είναι όσο πιο ρεαλιστικές- βρήκε λοιπόν ο Δημοσθένης αναγεννησιακά εγχειρίδια οπλομαχητικής, «tutorials» όπως λέμε σήμερα, και αντιγράψαμε από εκεί κινήσεις και τεχνικές. Σκοπός όλης της έρευνας ήταν να βρούμε την κλωστή που θα ενώσει όμορφα και φυσικά όλα τα εκατέρωθεν στοιχεία ώστε το σύνολο να μην είναι κιτς. - Είναι πολύ δουλεμένο το σχέδιό σου αλλά και τα χρώματα είναι καταπληκτικά, γήινα και υποβλητικά ταυτόχρονα. Στο χρώμα με βοήθησε ο Παναγιώτης Πανταζής - θέλαμε να σπάσουμε τον «κανόνα» του γκρι, τη μουντίλα των ιπποτικών μυθιστορημάτων. Ο Ερωτόκριτος και εμείς δε βρισκόμαστε σε βόρειες χώρες - θέλαμε να κυριαρχεί το φως και το χρώμα να διαχέεται παντού. Οι νύχτες είναι έναστρες, το αττικό φως και οι μάχες είναι κίτρινες, σαν να λούζονται στον ήλιο. Και όταν μάχεσαι με πανοπλία κάτω από δυνατό ήλιο, όλα γίνονται πύρινα. Στο φόντο χρησιμοποιήσαμε βυζαντινά χρώματα, ώχρες όπως των αγιογραφιών. Όλο το χρωματικό αποτέλεσμα έπρεπε να είναι επικό και παραμυθένιο, αντάξιο της ατμόσφαιρας του ποιήματος. - Πόσο καιρό δούλεψες τον Ερωτόκριτο; Περίπου ένα χρόνο, κάθε μέρα για να μη χάσω το ρυθμό και βγω απ′ το κλιμα του έργου. Και με τους δύο συγγραφείς υπήρχε επικοινωνία και αλληλεπίδραση συνεχώς. - Το διασκέδασες; Στην αρχή αισθανθήκαμε και φόβο - ακουμπούσαμε ένα έργο κλασικό και στέρεα ριζωμένο στη μνήμη του Έλληνα, με μεγάλη αγάπη από τους φιλολόγους. Ήταν ένα ρίσκο για εμάς, να μας κράξουν. Γιατί σε αυτές τις προσπάθειες υπάρχει πάντα η πιθανότητα να βεβηλώσεις κάτι. Όμως και οι τρεις θεωρήσαμε ότι οτιδήποτε κλασικό είναι και σύγχρονο σε κάθε εποχή. Αντιπαρατεθήκαμε με τον «Ερωτόκριτο» στα ίσα, χωρίς υπερβολές και αλαζονεία από μέρους μας, αλλά και δίχως να αντιμετωπίζουμε αυτό το περίφημο έργο ως τοτέμ και μουσειακό είδος που δεν επιτρέπεται να αγγίζεις. Το διασκέδασα, πολύ. Και έβαλα στην άκρη άλλα πρότζεκτ για να δουλέψω τον «Ερωτόκριτο». «Προσπάθησα να εισάγω στην εικόνα κάποια στοιχεία με έμμεσες αναφορές στα βασικά χαρακτηριστικά της ιστορίας, ελπίζω ότι ο αναγνώστης θα τα διαισθανθεί, ακόμα κι αν δεν τα αναγνωρίσει ευθέως», μου λέει. Και του ζητάω να μου δώσει ένα παράδειγμα: «Στη σκηνή του γάμου Ερωτόκριτου και Αρετούσας οι δυο τους φεύγουν από την αίθουσα του γλεντιού, αφήνοντας τα σύμβολα της εξουσίας, το στέμμα και τον μανδύα, πάνω στους θρόνους. Είναι το γλέντι ενός βασιλικού γάμου - κεντρικό γεγονός είναι η μεταβίβαση της εξουσίας στον Ερωτόκριτο, που θα γίνει ο επόμενος βασιλιάς. Και οι δυο όμως επιλέγουν να αποχωρήσουν από το πανηγύρι της εξουσίας για να γιορτάσουν τον έρωτά τους». - Εγώ το «μετέφρασα», βλέποντας τις εικόνες με τα γουρουνόπουλα στις πιατέλες, ότι αποστρέφονται, και ο Ερωτόκριτος και η Αρετούσα, την αποκτήνωση, την βουλιμία... Αυτό ακριβώς δεν είναι μια «γιορτή της εξουσίας»; Μετά από λίγες μέρες βρέθηκα σε ένα καφέ στο (αγαπημένο) Παγκράτι με τον Δημοσθένη Παπαμάρκο, τον έναν εκ των δύο συγγραφέων που διασκεύασαν το ποίημα του Κορνάρου. Γιατί μπορεί στο κόμικ να κυριαρχεί η εικονογράφηση, όμως ειδικά στην περίπτωση του «Ερωτόκριτου», ο Δημοσθένης Παπαμάρκος και ο Γιάννης Ράγκος αντιπαρατέθηκαν με την προσαρμογή και συμπύκνωση ενός επικού ποιήματος δέκα χιλιάδων στίχων σε διαστάσεις και ύφος κόμικ. «Για τη γλώσσα του Κορνάρου ότι και να πω είναι κλισέ - ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος είμαι που με συναρπάζει. Η ποιητική του Κορνάρου μου δημιουργεί δέος - η γλώσσα είναι σε πολύ υψηλό επίπεδο, κυλάει αβίαστα, ρυθμικά και το ποίημα των δέκα χιλιάδων στίχων είναι σφιχτοδεμένο, υψηλής αισθητικής και νοήματος. Δεν σε κουράζει ποτέ. Εμένα με συνάρπαζε από έφηβο και όταν το πρότεινα στον Γιώργο (Γούση) και τον Γιάννη (Ράγκο) το έκανα με επιφύλαξη, μήπως είμαι υποκειμενικός. Αλλά είναι πραγματικά ένα γραπτό έργο τέχνης- τα σχήματα λόγου που χρησιμοποιεί ο Κορνάρος, ο τρόπος που φωτίζει την κάθε λεπτομέρεια είναι αριστοτεχνικός». - Ο Κορνάρος γράφει στην μεσαιωνική ελληνική, την Κοινή; Ναι, είναι η Κοινή, στην κρητική της εκδοχή και διανθισμένη με δυτικές, βενετικές επιρροές. - Πως διαχειριστήκατε αυτά τα ελληνικά του 16ου αι., την γλώσσα του Κορνάρου; Το κρίσιμο ερώτημα, η βάσανός μας ήταν αυτή - σε ποια γλώσσα θα γράψουμε; Θέλαμε το έργο να είναι προσβάσιμο και από πιτσιρικάδες, οπότε η γλώσσα θα έπρεπε να είναι πιο κατανοητή. Ο Κορνάρος δε, γράφει σε γλώσσα που δε μπορούμε να καταλάβουμε αλλά σίγουρα έχει μια ιδιαιτερότητα, ειδικά αναγνώστες μικρότερων ηλικιών μπορεί να τους αποθαρρύνει. Και θεωρήσαμε ότι στο κόμικ μια γλώσσα ποιητική δεν λειτουργεί - δε σηκώνει κι άλλο έργο τέχνης «πάνω του», καταντά πολύ βαρύ. «Οπότε, τους διαλόγους, για να έχουν τη φυσικότητα που απαιτεί το μέσο τους ”φέραμε” σε μια νέα ελληνική, στρωτή, χωρίς νεολογισμούς, που, όμως, αποδίδει το περιεχόμενο των διαλόγων του πρωτοτύπου. Συμπυκνώσαμε το νόημα έχοντας τη μεγάλη βοήθεια της εικόνας. Χρειαζόμασταν όμως και αφηγητή- δεν χρειαζόταν να τον εφεύρουμε εμείς, γιατί αφηγητή έχει και ο Κορνάρος, υπήρξε όμως εκεί προβληματισμός αν θα έπρεπε να ”φέρουμε” τον δεκαπεντασύλλαβο του Κορνάρου στη νέα ελληνική, να ”μεταφράσουμε” τους στίχους και του αφηγητή, κρατώντας όμως το μέτρο τους. Εγώ ήμουν αντίθετος». - Γιατί; Ένα μεταφρασμένο απόσπασμα σε ποιητικό λόγο δεν μπορεί να αγγίξει το ύφος του Κορνάρου. Και θα ήταν κρίμα να το χάσουμε αυτό. Για να είμαστε σίγουροι, το δοκιμάσαμε- «μετέφρασα» στίχους από την μεσαιωνική του Κορνάρου, στην νέα ελληνική. Το αποτέλεσμα δεν ήταν καλό. Τελικά αποφασίσαμε ο αφηγητής, οι λεζάντες μας δηλαδή, να κρατήσουν την γλώσσα του Κορνάρου, επιλέγοντας και ενώνοντας μεταξύ τους σε δίστιχα, σκόρπιους στίχους από όλο το ποίημα. Έχε υπόψη ότι ούτως ή άλλως είχαμε συμπυκνώσει στο σενάριο σκηνές και επεισόδια του ποιήματος, επομένως έπρεπε να γίνει ένα ανάλογο μοντάζ και στον λόγο. Μπορεί να χρειαζόταν μια προσαρμογή, να «πειράξουμε» μια λέξη που επαναλαμβανόταν αλλά τα περισσότερα σημεία (και λέξεις) έμειναν ατόφια. Έχουμε περίπου 80 στίχους και οι αλλαγές είναι τρεις ή τέσσερις. - Άρα κρατήσατε την γλώσσα του Κορνάρου όσον αφορά την αφήγηση (στις λεζάντες). Ναι. Η ιδιαίτερη γλώσσα των λεζαντών δε «χτυπάει» άσχημα, είναι η γλώσσα του αφηγητή λίγο ανοίκεια αλλά τελικά βοηθά τον αναγνώστη να μπει στο setting. - Φτιάχνει ατμόσφαιρα. Ακριβώς. Ταιριάζει με την εικόνα, που είναι μια μίξη αρχαίας Ελλάδας, Βυζαντίου, δυτικού Μεσαίωνα και Αναγέννησης, σε μεσογειακό τοπίο. Η γλώσσα του Κορνάρου λειτουργεί σαν συγκολλητική ουσία όλων αυτών των στοιχείων και «τσιμεντάρει» το τελικό αποτέλεσμα. - Να πούμε μερικά πράγματα για το έργο αλλά και τον ποιητή; Για τον «Ερωτόκριτο» και τον Βιτσέντζο Κορνάρο; Για τον Κορνάρο δεν ξέρουμε πάρα πολλά. Γεννήθηκε στη Σητεία στα μέσα του 16ου αι. και πέθανε το 1613 στον Χάνδακα (Ηράκλειο). Η οικογένειά του ήταν βενετσιάνικης, αριστοκρατικής καταγωγής αλλά εντελώς εξελληνισμένη. Ο Κορνάρος είναι ένας Κρητικός λόγιος που γράφει στην τοπική διάλεκτο της λαϊκής ελληνικής γλώσσας της εποχής. Ο «Ερωτόκριτος» δημοσιεύτηκε πρώτη φορά το 1713, τυπώθηκε στη Βενετία εκατό χρόνια μετά τον θάνατο του συγγραφέα του. Είχε διασωθεί από την προφορική παράδοση- ακόμα στην Κρήτη ξέρουν να το τραγουδούν γιαγιάδες που ’ναι αναλφάβητες. - Υπάρχει η άποψη ότι η μεσαιωνική και αναγεννησιακή ελληνική λογοτεχνία παρήγαγε σχετικά φτηνές απομιμήσεις. Ναι, γιατί τα πρότυπα ήταν δυτικά. Και ο «Ερωτόκριτος» έχει βασιστεί σε ένα γαλλικό ποίημα, το «Παρίσι και Βιέννη» (Paris et Vienne). Όμως ο Κορνάρος δεν το έχει διασκευάσει απλά, έχει φτιάξει ένα ανώτερο, αυθύπαρκτο έργο που αφορά το ελληνικό κοινό της εποχής. Το εξώφυλλο του κόμιξ «Ερωτόκριτος» από τις Εκδόσεις Polaris (2016) Πηγή
- 1 reply
-
- 4
-
- ερωτόκριτος
- γιώργος γούσης
-
(and 3 more)
Tagged with:
-
Ο Μικρός Πρίγκιπας (σε κόμικ): Το παραμύθι για όλες τις γενιές Το παραμύθι «Ο Μικρός Πρίγκιπας» του Αντουάν Ντε Σεντ-Εξιπερί είναι ίσως ένα από το πιο διάσημο παραμύθι των τελευταίων 70 χρόνων. Δημοσιευμένο στην καρδιά του πολέμου (1943) από έναν μαχόμενο πιλόγο, βρήκε γρήγορα φανατικό κοινό που υποδέχθηκε με συγκινητικά απλό μήνυμα του για τα μικρά πράγματα στην ζωή που την γεμίζουν ομορφιά και αξία. Ειδικά μέσα στην δίνη του πολέμου, αλλά των δύσκολων μεταπολεμικών χρόνων, η ζεστή παρουσία του και η αγάπη για το λουλούδι του, έδωσε σε πολλά παιδιά μια διέξοδο. Ο Μικρός Πρίγκηπας, σαν ιστορία, ποτέ δεν έφυγε από την επικαιρότητα. Τυπώθηκε πολλές φορές, έγινε θεατρικό έργο, animated ταινία και, φυσικά, κόμικ. Μια τέτοια διασκευή παρουσιάζει και η Στέλλα Στεργίου (εκδόσεις Polaris) και κατάφερε να μας κερδίσει με την πολύ ανθρώπινη προσέγγιση του σχεδίου της και την κατανόηση του κειμένου. Το ίδιο το παραμύθι, σαν συνειρμικός, αφαιρετικός λόγος με καταγωγή από λογικά συστήματα πριν τον ορθολογισμό, έχει συχνά την τάση να μεταπηδά από θέμα σε θέμα, από οπτική γωνία σε οπτική γωνία. Η Στεργίου, κατανοώντας πολύ καλά τις συγγένειες των δύο αυτών μεταμοντέρνων λόγων, του παραμυθιού και του κόμικ, καταφέρνει και κινηματογραφεί την ιστορία του Μικρού Πρίγκιπα με εξαιρετικό τρόπο. Δίνει μεγάλη προσοχή στα θέματα του ρυθμού και της προσαρμογής του λόγου-σεναρίου προκειμένου το παραμύθι να μην χάσει την ονειρική, μεταχρονική του αφήγηση, αλλά ούτε να κρέμεται έωλο στον κόσμο του συμβολισμού. Στερεωμένο στο εδώ και το τώρα, αλλά με βλέμμα που κοιτάει μπροστά (και, ενίοτε, πίσω) η σωματικοποιημένη διασκευή της καταφέρνει και παίρνει τα καλύτερα στοιχεία και των δύο. Επιπλέον, πρέπει να επισημανθεί η πολύ θετική απόδοση σε χρώμα και σχέδιο, τόσο των ηρώων όσο και της ατμόσφαιρας. Με κατα κύριο λόγω κυρτές, καμπυλόγραμμες απεικονίσεις που τονίζουν το συμβολικό τους χαρακτήρα, οι θαυμαστοί πλανήτες με τους παράξενους, ιδιόρυθμους κατοίκους του Ντε Σεντ-Εξιπερί παίρνουν ζωή μπροστά μας. Επιπρόσθετα, οι μεστοί και συγχρόνως ζωηροί χρωματικοί συνδυασμοί της Στεργίου αγκαλιάζουν το σχέδιο και του δίνουν την απαραίτητη ζεστασιά που πρέπει να έχει ένα τόσο αγαπημένο παραμύθι. Σε κάθε περίπτωση ο Μικρός Πρίγκιπας της Στεργίου είναι μια πολύ καλή επιλογή για να γνωριστείτε με το κείμενο του Εξιπερί ή, αν το έχετε διαβάσει, να δείτε πως επηρεάζει ακόμα τους νέους δημιουργούς. Η διασκευή αυτή σε κόμικ εγκολπώνει όλα τα απαραίτητα στοιχεία του μεγάλου Γάλλου συγγραφέα και τα αποδίδει στο σήμερα, χωρίς να χάνει ούτε δράμι από το μαγικό μελάνι που έκανε την ιστορία του πρίγκιπα και του τριαντάφυλλου του τόσο αγαπημένη. Πηγή
-
- 5
-
- στέλλα στεργίου
- polaris
-
(and 1 more)
Tagged with:
-
Ενας «Παίκτης» χαμένος από χέρι Συντάκτης: Γιάννης Κουκουλάς «Οσο για τον Φιόντορ, ελπίζω να μην τον αδικήσαμε πολύ». Με αυτή τη φράση κλείνει το επιλογικό του σημείωμα ο Στεφάν Μικέλ, σεναριογράφος της προσαρμογής του «Παίκτη» σε κόμικς. Πράγματι, θα ήταν βλασφημία ή αυταπάτη για έναν σύγχρονο σεναριογράφο να πιστεύει ότι θα αναμετρηθεί με τον Ντοστογιέφσκι επί ίσοις όροις. Και μάλιστα, στο «γήπεδο» του δεύτερου. Αν, όμως, αλλάξει το γήπεδο; Και αν οι δύο καλλιτέχνες δεν έχουν ανταγωνιστική διάθεση; Ο Στεφάν Μικέλ (σενάριο) και ο Λοΐκ Γκοντάρ (σχέδιο και χρώμα) μεταφέροντας σε κόμικς τον «Παίκτη» του Ντοστογιέφσκι (εκδόσεις Polaris, μετάφραση: Κωστής Σωχωρίτης) δεν έχουν καμιά αυταπάτη και καμιά ανταγωνιστική διάθεση. Ο πρώτος επιχειρεί και εκ του αποτελέσματος επιτυγχάνει να επιλέξει τα κατάλληλα μέρη του πρωτοτύπου που χρειάζονται για να θεωρηθεί η μεταφορά του «Παίκτη» σε κόμικς στοιχειωδώς επαρκής ως προς το πλήθος των σκηνών και ο δεύτερος αποπειράται να εικονοποιήσει τις περιγραφές προσώπων, τόπων, χώρων κ.λπ. του Ρώσου συγγραφέα. Αυτή η επιτυχής απόδοση των περιγραφών, που μπορεί στο πρωτότυπο να διαρκούν επί σειρά σελίδων αλλά στην κόμικς εκδοχή τους συνοψίζονται σε ένα ή δύο καρέ, είναι και το μεγάλο προτέρημα αυτού του βιβλίου. Εκ των πραγμάτων οι δημιουργοί του, γνωρίζοντας ότι με τον «Παίκτη» δεν παίζεις, δεν επιχείρησαν να αυτοσχεδιάσουν, να προσθέσουν δυνητικά αμφισβητήσιμες λεπτομέρειες, να αυθαιρετήσουν με στόχο να βάλουν το δικό τους λιθαράκι. Παρέμειναν πιστοί στην αφηγηματική δομή και συντόμευσαν ορισμένα διαλογικά μέρη, αλλά παράλληλα επινόησαν και εφάρμοσαν ορισμένα ευφυή τεχνάσματα στην απόδοση του σκοτεινού τόνου του πρωτοτύπου: εξπρεσιονιστικές και γκροτέσκες φιγούρες που συνωστίζονται γύρω από μια ρουλέτα παρακολουθώντας τη σιωπηλά, παραμορφωμένα πρόσωπα από την απελπισία της χασούρας και της απώλειας της αυτοεκτίμησης, καζίνα πλημμυρισμένα από μαύρο και ώχρα, απολύτως εναρμονισμένα με τη διάθεση των θαμώνων τους, ένα παγερό γαλάζιο στα ξενοδοχεία και στα δωμάτια που οι πρωταγωνιστικοί χαρακτήρες ανασυντάσσονται για να επιστρέψουν στην παγίδα που τους έλκει σαν μαγνήτης. Ο «Παίκτης» (1866) είναι μια μοναδική καταγραφή της κατάδυσης στον αδιέξοδο κόσμο του τζόγου και του εθισμού και μια λεπτομερής περιγραφή των συνεπειών στο πνεύμα και το σώμα των «χαμένων». Ως προς αυτά, ο Ντοστογιέφσκι βασίστηκε εν πολλοίς στις δικές του εμπειρίες από το κυνήγι της τύχης εν καιρώ πλήρους οικονομικής ένδειας. Το κλειστοφοβικό κλίμα στους ναούς του τζόγου που μεταφέρεται ακόμα και έξω από αυτούς, μια και οι πρωταγωνιστές είναι νομοτελειακά βέβαιο ότι θα επιστρέψουν για να ποντάρουν και το τελευταίο τους φιορίνι, δεν αφήνει καμιά αχτίδα φωτός να προσφέρει ελπίδα. Η ανθρώπινη φύση των παικτών του Ντοστογιέφσκι απομακρύνεται σταθερά από τη λογική, τη σύνεση, την οξυδέρκεια και βυθίζεται στον παρορμητισμό, την πλεονεξία, τον ανταγωνισμό. Πηγή «Ποντάρετε παρακαλώ!», τιτλοφορούν οι Μικέλ και Γκοντάρ το πρώτο κεφάλαιο του δικού τους «Παίκτη» όσο ακόμα υπάρχει μια πιθανότητα σωτηρίας. Οταν τα πράγματα δυσκολεύουν και το ταξίδι γίνεται αναντίστρεπτο, το δεύτερο κεφάλαιο αποκτά τον τίτλο «Τέλος τα πονταρίσματα…». Το τρίτο κεφάλαιο, αναμενόμενα, φέρει τον τίτλο «Αδιέξοδο, χάνει και χάνεται…» για να υπενθυμίσει ότι στην περίπτωση ενός εθισμού τέτοιου τύπου οι λέξεις «χάνω» και «χάνομαι» γίνονται συνώνυμα. Ο παίκτης του Ντοστογιέφσκι είναι ένας παίκτης χαμένος από χέρι, όπως συμβαίνει στη συντριπτική πλειονότητα των παικτών που ελπίζουν να γίνουν πλούσιοι από τύχη. Ο «Παίκτης» των Μικέλ και Γκοντάρ, με δεδομένη την αυταξία του ως ξεχωριστού έργου τέχνης, μη ανταγωνιστικού προς το πρωτότυπο, είναι μια σοβαρή προτροπή ανάγνωσης του «Παίκτη» του Ντοστογιέφσκι. Προσφέρει εξαιρετικά σχεδιασμένες εικόνες, εξελίσσεται σε ένα ζοφερό κλίμα χωρίς διαφυγή και, πάνω απ’ όλα, δεν αδικεί πολύ τον Φιόντορ, όπως ήλπιζε ο Μικέλ.
-
- 6
-
- Στεφάν Μικέλ
- Λοΐκ Γκοντάρ
-
(and 2 more)
Tagged with:
-
Ένα πάντα επίκαιρο παραμύθι Τι καινούργιο μπορεί να προσφέρει ακόμη μία έκδοση του «Μικρού Πρίγκιπα»; Εχουν υπάρξει μέχρι τώρα αμέτρητες μεταφράσεις, προσαρμογές, κινηματογραφικές ταινίες, θεατρικές παραστάσεις, εικονογραφημένες εκδοχές, σειρές κινουμένων σχεδίων κ.λπ. Σε ποιους απευθύνεται; Και ποιους αφορά; Μια απάντηση μπορεί να είναι: «Μα, τους νέους αναγνώστες που δεν έχουν ακόμη προλάβει να διαβάσουν το βιβλίο!» Σωστά. Για τους ήδη γνώστες του, ωστόσο, που κατά συντριπτική πλειονότητα διατηρούν το βιβλίο σε κάποιο ράφι της βιβλιοθήκης τους, το «brand name» που λέγεται Μικρός Πρίγκιπας, για να γίνει ελκυστικό, πρέπει να προσφερθεί με νέο περιτύλιγμα, με νέο τρόπο. Ο «Μικρός Πρίγκιπας» σε κόμικς (εκδόσεις Polaris) της εικοσιπεντάχρονης Στέλλας Στεργίου διαθέτει αυτό το πλεονέκτημα. Είναι βασισμένος στο αριστούργημα του Γάλλου συγγραφέα και πιλότου εμπορικών και πολεμικών αεροσκαφών Αντουάν ντε Σεντ Εξιπερί (1900-1944), αλλά μέσω των κόμικς το οπτικοποιεί προσφέροντας στους αναγνώστες του μια μοναδική εμπειρία γνωριμίας και οπτικής εξοικείωσης με λογοτεχνικά πρόσωπα και πράγματα όπως τα φαντάστηκε μια σύγχρονη δημιουργός. Επιπλέον, δεν αποτελεί ακόμα μια μετάφραση ενός γνωστού έργου. Αποτελεί τη μεταγραφή του έργου σε μια άλλη μορφή τέχνης. Κάτι που υποχρεώνει τη δημιουργό του νέου έργου να επιλέξει ποια από τα αποσπάσματα του πρωτοτύπου θα κρατήσει και ποια θα προσπεράσει. Αλλά, ακόμα πιο σημαντικό, αποτελεί μια προσωπική ματιά απέναντι σε πασίγνωστες περιγραφές και σκηνές που δημιουργούνταν μέσω του λόγου και τώρα αποκτούν το ορατό τους ανάλογο. Ο Μικρός Πρίγκιπας προσφέρεται, άλλωστε, για κάτι τέτοιο. Πρόκειται για ένα βιβλίο-ύμνο στα μικρά και απλά πράγματα που κάνουν πιο όμορφες τις ζωές των ανθρώπων και ταυτόχρονα για μια αλληλουχία πιθανών συμβολισμών, μεταφορών και αλληγοριών γύρω από την ύπαρξη. Κατά βάση είναι ένα θλιβερό βιβλίο για τη μοναξιά, τα χαμένα όνειρα, την αναζήτηση σκοπού, για την οδύνη που προκαλεί η συνειδητοποίηση της κατάστασής σου και της αδυναμίας σου να ερμηνεύσεις τον κόσμο με τη λογική όταν απουσιάζει η καρδιά. Ο Μικρός Πρίγκιπας γίνεται η φωνή της συνείδησης και της αθωότητας ενός αλλοτριωμένου ανθρώπου. Ενας πρίγκιπας που θα εξαφανιστεί τόσο απότομα όσο απρόσμενα εμφανίστηκε έχοντας προηγουμένως δώσει νόημα στη ζωή ενός αυταπατώμενου μεσήλικα. Και πώς οπτικοποιούνται όλα αυτά; Εδώ έγκειται η ιδιαιτερότητα του έργου της Στεργίου. Ακόμα κι αν ξέρεις και έχεις διαβάσει την ιστορία, οι εικόνες είναι συναρπαστικές. Ενα γκριζόμαυρο αεροπλάνο βυθισμένο στη χρυσοκόκκινη άμμο μιας ερήμου, ένας ροζ μικροσκοπικός πλανήτης, ουρανοί που αλλάζουν χρώματα, μια τρομακτική στην όψη αλεπού που όταν μιλά (; ) διαψεύδει κάθε φόβο, ένα πηγάδι στη μέση του πουθενά, τα βήματα στην άμμο ως θνησιγενή αποτυπώματα ενός σύντομου περάσματος. Και πάνω απ’ όλα οι εκφράσεις του Μικρού Πρίγκιπα: χαρά, λύπη, έκπληξη, απορία, θυμός, σε αντίστιξη με τον ανέκφραστο πιλότο που ανακαλύπτει σταδιακά το νόημα της ζωής (του; ) μέχρι να αισθανθεί και αυτός την εγκατάλειψη, έχοντας πρώτα βιώσει την εμπειρία της φιλίας. Της συμφιλίωσης με τον απωθημένο εαυτό του, τον κρυμμένο κάτω από το βάρος των συμβάσεων, των υποχωρήσεων, των απορρίψεων. Η Στεργίου επιτυγχάνει ιδιαίτερα σε αυτόν τον τομέα, στην απόδοση δηλαδή της παραισθητικής διάστασης του έργου. Κι αυτό γιατί μια από τις ερμηνείες του «Μικρού Πρίγκιπα» είναι ότι αποτελεί τη δημοσιοποίηση ενός ονείρου που εν τη εξελίξει του ακροβατεί μεταξύ ουτοπίας και εφιάλτη. Ο Εξιπερί και η Στεργίου δεν παίρνουν θέση και δεν δίνουν απαντήσεις αναφορικά με την κατάληξη αυτού του μοναχικού ταξιδιού στον ονειρικό κόσμο. Η μεγαλύτερη και σημαντικότερη ερώτηση «ποιος ήταν ο Μικρός Πρίγκιπας;» δεν θα απαντηθεί ποτέ. Ο πιλότος θα θυμάται πάντα όλα όσα σκέφτεται στον σπαρακτικό επίλογο του πρωτοτύπου, που ευφυώς η Στεργίου συμπτύσσει σε μια φράση του Μικρού Πρίγκιπα: «Τώρα άφησέ με. Θέλω να κάνω ένα βήμα μόνος μου» και σε μια εικόνα παρμένη από την «ερασιτεχνική» εικονογραφία του Εξιπερί: τον Μικρό Πρίγκιπα να κλείνει τα μάτια και να (μην) ατενίζει την αχανή έρημο που απλώνεται μπροστά του με το μοναχικό αστέρι στον ουρανό. Η επιλογή των εκδόσεων Polaris, μετά τη μεγάλη επιτυχία του «Ερωτόκριτου» από τους Παπαμάρκο, Ράγκο και Γούση, να εμπιστευτούν σε μια νέα δημιουργό την εικονοποίηση ενός εμβληματικού κλασικού έργου και τη μεταφορά του σε κόμικς ήταν ιδιαίτερα τολμηρή. Εκ του αποτελέσματος κρίνεται γενναία και απολύτως ορθή. Πηγή
- 1 reply
-
- 6
-
- Μικρός Πρίγκιπας
- Στέλλα Στεργίου
-
(and 2 more)
Tagged with:
-
Μια αξιόλογη αισθητικά έκδοση (όπως εξάλλου μας έχει συνηθίσει η Polaris), η οποία ωστόσο πέρασε απαρατήρητη από το φόρουμ. Ένα χρόνο αργότερα ίσως έφτασε το πλήρωμα του χρόνου για παρουσίαση. Πρόκειται για διασκευή της διάσημης (καταραμένη την ονομάζουν ορισμένοι) τραγωδίας του Σέξπιρ. Πρωταγωνιστές αυτή τη φορά είναι τα ζώα του ζωολογικού κήπου του Στράτφορντ, πατρίδας του Σέξπιρ, τα οποία όταν το πάρκο κλείνει ανεβάζουν παραστάσεις με έργα του Δασκάλου. Από το αρχικό έργο έχει διατηρηθεί ο βασικός άξονας της πλοκής, με τις απαραίτητες τροποποιήσεις ώστε το κόμικς να πλησιάσει και το παιδικό κοινό, ενώ δεν λείπουν και οι χιουμοριστικές πινελιές. Λίγο βαρετό και αρκετά παιδικό μου φάνηκε για να πω την αλήθεια. Αντίθετα στον Γιάννη Κουκούλα φάνηκε ενδιαφέρον όπως μπορείτε να διαβάσετε στο αντίστοιχο πλούσιο και κατατοπιστικότατο άρθρο του Καρέ-Καρέ, το οποίο αναδημοσιεύεται και εδώ, στο φόρουμ. Στην ίδια σειρά κυκλοφόρησε η επίσης διάσημη τραγωδία “Ρωμαίος και Ιουλιέτα”
-
Ο συν-δημιουργός του κόμικ της χρονιάς μας δίνει το απόλυτο commentary του έργου του. “Θέλαμε να κάνουμε κάτι που να ξεφύγει από τα στενά όρια της διασκευής,” μου λέει ο Γιώργος Γούσης καθώς ξεφυλλίζουμε τον τόμο του ‘Ερωτόκριτου’, το οποίο συνέγραψε (μαζί με το Δημοσθένη Παπαμάρκο και Γιάννη Ράγκο) και σχεδίασε για λογαριασμό των Εκδόσεων Polaris. “Όταν σκεφτόμασταν ποιο κείμενο θα κάναμε είχαμε απορρίψει διάφορα γιατί δεν είχαν κάτι να δώσουν στο μέσο. Ο ‘Ερωτόκριτος’ είχε,” εξηγεί ο Γούσης, δικαιολογώντας το γιατί ήταν ο Κορνάρος που έκανε τη διαφορά για αυτούς. “Κατάλαβα ότι αυτός ο άνθρωπος όταν το έγραφε είχε ένα όραμα πολύ πιο γενικό από το να γράψει απλά ό,τι ήταν αυτό που γραφόταν στην εποχή του.” Ίσως αυτό εξηγεί εν μέρει και το γιατί η έκδοση αυτή έχει συναντήσει τόσο μεγάλη, άμεση επιτυχία. (Είναι πολλά πράγματα φυσικά. Η άρτια επιμέλεια και η συγγραφική δουλειά από ένα έξοχο τιμ. Η προσεγμένη έκδοση σε φτηνή τιμή, μόλις 10 ευρώ. Το εξαιρετικό αισθητικό αποτέλεσμα που ξεπερνά τα στάνταρ μιας τυπικής ‘κομιξικής διασκευής’.) Η αίσθησή μου διαβάζοντας τον ‘Ερωτόκριτο’ δεν ήταν πως έχω να κάνω με μια ακόμα ‘Κλασικά Εικονογραφημένα’ περίπτωση, αλλά με ένα έργο που στο μεγαλύτερο μέρος του δεν πρόδιδε καν την εξω-κομιξική προέλευσή του. Το βιβλίο αυτό είχε το ρυθμό, την αίσθηση, το λουκ ενός κανονικού κόμικ, δε νιώθεις σα να διαβάζεις μια περίληψη πραγμάτων που βρίσκονται αλλού, με τα γνωστά τεράστια επεξηγηματικά κουτάκια και τα ατελείωτα κείμενα. Η πρώτη στιγμή εντυπωσιασμού ήρθε στην πρώτη κιόλας σελίδα, με αυτή τη φανταστική χρωματική παλέτα νύχτας που έδωσε με το καλημέρα (ή το καλησπέρα τελοσπάντων) ένα σαφή αισθητικό τόνο. Ο Γούσης μου εξήγησε αναλυτικά τη διαδικασία του πώς βρήκαν με τον Παναγιώτη Πανταζή (για χρόνια συνεργάτες) τον κατάλληλο τόνο και το πώς υπογραμμίζεται άμεσα το ύφος της ιστορίας. Κι από εκεί, ξεφυλλίζοντας το βιβλίο σελίδα-σελίδα, ο Γούσης μας ανέλυσε, σα να επρόκειτο για τον ηχητικό σχολιασμό στο DVD μιας ταινίας, πώς δημιουργήθηκε κάθε σκηνή-κλειδί του έργου, και τι κρυβόταν πίσω από πολλές αισθητικές ή σκηνοθετικές επιλογές του. “Αλλά όλα αυτά είναι μέσα στου ‘Ερωτόκριτου’ το κείμενο,” καταλήγει. “Εμείς απλά κάπως τα φωτίσαμε. Με τη ματιά του σήμερα.” Αυτός είναι ο σχολιασμός κάθε σκηνής. Όπως και με την περίπτωση του commentary σε μια ταινία, εξυπακούεται πως συζητούνται σκηνές μέχρι και το τέλος της ιστορίας, οπότε το ιδανικό θα ήταν να έχετε διαβάσει ήδη το κόμικ. Κάντε το, ο ‘Ερωτόκριτος’ είναι μια τέλεια προσθήκη για τη βιβλιοθήκη σας, όσο και ιδανικό για δώρο. Η ΝΥΧΤΑ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ “Σκέφτηκα για την Αθήνα πως, σε μια τέτοια πόλη αφού δεν υπάρχει ηλεκτρισμός, θα είχε ατμόσφαιρα βαθιά. Η αθηναϊκή νύχτα έχει ξάστερο ουρανό και κάπως ισορροπούσε. Κι ουσιαστικά απεικονίζεται η θλίψη του κανταδόρου, έτσι το φαντάστηκα. Βγαίνει τη νύχτα και κάνει καντάδα σε μια κοπέλα που ελπίζει να τον ακούσει. Είναι ρομαντισμός, αλλά στη μελαγχολική του έκφανση. Είναι μια ιστορία που δεν έχει λιβάδια όπου τρέχουν κι αγαπιούνται.” “Σκέψου, ο Κορνάρος δεν περιγράφει πουθενά σκηνογραφία. Δηλαδή αυτή τη σκηνή παρακάτω που κάνουν τα κρυφά ραντεβού, τη φανταζόμουν πάντα με τη λογική ότι αυτός είναι πιο κάτω από εκείνην και προσπαθεί με αυτό τον τρόπο σα να σκαρφαλώνει τα βράχια. Προσπαθεί να τη φτάσει από το παράθυρο, κι αυτό μοιάζει με φυλακή. Είναι σα να προσπαθεί να μπει. Σα να είναι ελεύθερος και να μην είναι. Ένα μυστήριο πράγμα. Σαν μια φυλακή του έρωτα που αυτός προτιμά να είναι εκεί μέσα, παρά να είναι έξω.” ΣΑΝ ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΕΦΗΒΟΙ “Όταν φτάνει η ιστορία στην κοπέλα ήθελα να φαίνεται σαν κάτι σύγχρονο, σαν μια έφηβη του σήμερα. Τη βλέπεις να τεντώνεται στο κρεβάτι, κάνει σα να κοιτάει το κινητό. Θα μπορούσε να έχει ένα iPad στο χέρι.” “Και στην σκηνή που είναι στο δωμάτιου εκείνου, που αράζουν κι αυτός κοιμάται στο πάτωμα, βλέπεις εκεί γύρω ένα λαούτο, βλέπεις σπαθιά. Ο τύπος είναι έφηβος μποέμ, το σπίτι του είναι εντελώς τηλεοπτικό. Σχεδόν βλέπεις κουτάκια μπύρας.” ΦΙΓΟΥΡΕΣ ΑΠΟ ΑΓΓΕΙΑ “Το πρώτο μου πρόβλημα ήταν πώς θα απεικονίσω τους δύο πρωταγωνιστές. Υπάρχει μια απεικόνιση του Θεόφιλου που έχουν μουστάκι και ξανθιά μπούκλα. Ήθελα κάτι αρχετυπικά Ελληνικό, να είναι δύο εντελώς μεσογειακές φιγούρες. Το πιο κοντινό ήταν των αγγείων οι μορφές αλλά δεν ήθελα να είναι και κλασικό. Οπότε έκανα το ανάποδο αγγείο που είναι όλο μαύρο. Υπάρχει το μελανόμορφο αγγείο που είναι άσπρο background και μαύρη φιγούρα και υπάρχει ερυθρόμορφο που είναι το αντίθετο. Εγώ το μαύρο το έβαλα μόνο στην τρίχα, είναι γυαλάδα, το πρόσωπο είναι σαν καραγκιόζης, όλο μαύρο. Το δοκίμασα να δω αν λειτουργεί και το κράτησα παντού. Και υπάρχει ελάχιστη σκιά. Αυτό θα ήταν hit ή θα ήταν miss.” Η ΜΑΓΙΣΣΑ “Η μάγισσα είναι εφεύρεση δικιά μας, δεν υπάρχει στο κείμενο. Ο Κορνάρος δεν δείχνει καν τη σκηνή. Αυτά τα τοπία, τα κτίσματα είναι στη Βόρεια Εύβοια στα βουνά πάνω, λέγονται Δρακόσπιτα, κανείς δεν ξέρει ποιος τα έφτιαξε. Στο πλαίσιο που θέλαμε όλα τα μέρη να είναι Ελληνικά, διαλέξαμε κάτι που να θυμίζει σπηλιά μάγισσας. Κι αυτή είναι μια κλασική φιγούρα μάγισσας, λίγο άφυλη.” “Θεώρησα ότι εφόσον έχει υπάρξει το φίλτρο, και υπάρχει η σκηνή που πάει ξανά στη μάγισσα, δε χρειάζονταν παραπάνω εξηγήσεις για την εμφάνιση του φίλτρου στο τέλος, θα ήταν τελείως πασιφανές. Αφού υπάρχει από την αρχή αυτό, δέχεσαι ότι υπάρχει μαγεία. Ότι αυτά γίνονται.” Ο ΛΑΟΚΟΩΝ “Είναι αναφορά στην αντίστοιχη ιστορία που είχε πάλι να κάνει με ένα γονέα κι ένα παιδί, που την έχει διώξει. Ο πατέρας εδώ είναι λίγο περίεργος χαρακτήρας, τη μία μπορεί να φανείς σοφός και την άλλη παράλογος. Η σκηνή που τρελαίνεται ο πατέρας μου αρέσει, και στο βιβλίο είναι ακόμα πιο απότομη, τρελαίνεται σε δευτερόλεπτα. Το κάνει όλο αυτό στα πλαίσία της εξουσίας της εποχής. Στο τέλος μαλακώνει πολύ.” BROMANCE “Μου αρέσει πολύ η σκηνή που είναι οι δυο φίλοι σε ένα μπαλκόνι και βλέπουν το λιμάνι. Μου αρέσει πολύ και σαν ρομαντική σκηνή, υπάρχει gay subtext. Αυτός είναι σα να έχει αισθήματα για τον Ερωτόκριτο. Είναι και η φωνή της λογικής. Είναι ο φίλος που λέει ‘έλα, ξεπέρνα το, αφού δε θα καταλήξει καλά’. Τον πιέζει να την ξεπεράσει. Γενικά όλοι οι χαρακτήρες θεωρούνται εκφάνσεις του Ερωτόκριτου. Αυτός είναι κάπως η συνείδησή του.” ΜΑΧΗ ΣΤΟΝ ΗΛΙΟ ΣΑΝ ΑΓΙΟΓΡΑΦΙΑ “Η μεγάλη μάχη είναι 7-8 σελίδες, σε δυο μέρη κιόλας. Εδώ εμφανίζεται ο Ερωτόκριτος αλλαγμένιος, και έπρεπε να είναι πειστικό ότι όντως σώζει το βασιλιά στη μάχη. Πρέπει να έχει μια πλοκή η μάχη, να φαίνεται πως όντως γίνεται πόλεμος. Η μονομαχία μετά είναι η κορύφωση του έργου, δε μπορούσαμε να δείξουμε τρεις γροθιές και μετά τέλος. Και δε μου αρέσει και καθόλου που βλέπεις μάχες και δεν ξέρεις τι γίνεται, σε σινεμά και σε κόμικς. Είχαμε δει και του Όμπεριν στο ‘Game of Thrones’ που ήταν και πωρωτικό και καταλάβαινες και μια πλοκή.” “Σκέφτηκα πώς θα είναι στον Ελληνικό ήλιο, σε αντίθεση με τα ιπποτικά της Αγγλίας που είναι βρεγμένα, μουντά. Εδώ θα ήταν πύρινη η φάση, θα έλιωναν στις πανοπλίες. Γι’αυτό το πύρινο το πράσινο του ήλιου. Είναι μια υπερβολή στα πλαίσια του να σε πείσει ένα παραμύθι. Είναι τελείως παράλογα τα χρώματα της μονομαχίας στο background. Πήγα πιο κοντά στα βυζαντινά, μια αγιογραφική απεικόνιση. Μόνο στρατιώτες οι οποίοι μάχονται μέχρι θανάτου.” “Πιο πολύ βασίστηκα στο να ακολουθώ ένα ρυθμό και τα χρώματα να δίνουν ένταση ή παύση, παρά να είναι ρεαλιστικά ή να βάζω από πίσω στρατιώτες. Ενώ μέχρι ένα σημείο βγάζει νόημα τι γίνεται, σταδιακά παύει, γιατί είναι πια σα να κάνουν έρωτα.” “Κι επίσης επίτηδες δεν έβαλα καθόλου σκηνή πανηγυρισμού για να μην περνάει ότι είναι μια νίκη. Έχουμε αλληλοσκοτωθεί, κανείς δεν κέρδισε, απλά με αυτό τον τρόπο έληξε ο πόλεμος. Δεν ήθελα να έχει κάτι το ηρωικό, ότι θριαμβεύσαμε. Και στο τέλος της ιστορίας αντίστοιχα πάλι δεν έχει πανηγύρι. Αυτό που αφορά το ζευγάρι λιγότερο είναι η εξουσία.” ΤΟ ΚΟΙΝΟ ΑΙΜΑ “Η κονταρομαχία νωρίς στην ιστορία είναι ένα πανηγυράκι που δε μας καίει και πολύ, απλά θέλουμε να κερδίσει ο Ερωτόκριτος. Ενώ εδώ ουσιαστικά παίζεται όλη η ιστορία. Το πολύ ενδιαφέρον για μένα είναι ότι δεν κερδίζει ηρωικά, δεν κερδίζει αέρα ο Ερωτόκριτος αυτή τη φορά. Ουσιαστικά αλληλοσκοτώνονται. Γι’αυτό έχω βάλει να ενώνονται τα αίματά τους.” (ΠΟΠ) ΑΝΑΦΟΡΕΣ “Υπάρχει η σκηνή που τον μεταφέρουν μετά την μονομαχία ημιθανή οι άλλοι στρατιώτες μέσα στο παλάτι βάζοντας τον σε ένα σεντόνι, και το έχω πάρει από όλες τις απεικονίσεις πιετά που μεταφέρουν το νεκρό.” “Και εδώ μοιάζουν με δονκιχωτικές φιγούρες. Σαν μια ελάχιστη ξώφαλτση αναφορά. Θεωρούνται κοινής εποχής. Και επίτηδες αυτοί είναι τρισδιάστατοι και δεν μοιάζουν με τους άλλους χαρακτήρες.” ΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ “Η αγαπημένη μου σκηνοθετικά σκηνή είναι η τελευταία, που ουσιαστικά το σενάριο ζητά μια αίθουσα γεμάτη κόσμο, και γίνεται ο γάμος. Επίτηδες έχω πλάνο που είναι δυο άδειες καρέκλες, που έχουν παρατήσει εκεί κορώνες, τα πάντα, κι ουσιαστικά τρέχουν να πάνε στο δωμάτιο να κάνουν σεξ. Κι αυτός είναι τόσο χαρούμενος που ουσιαστικά απλά ακουμπά μια κολώνα, ίσα ακουμπά το μάρμαρο, τα πόδια του δεν πατάνε στιβαρά. Φεύγουν σχεδόν στα κρυφά, είναι μια φάση μέθεξης. Και φιλιούνται έξω από το δωμάτιο, πριν προλάβουν να μπούνε μέσα. Εκείνη τον τραβάει μέσα. Δηλαδή εντάξει, ΟΚ η εξουσία, αλλά η φάση είναι να κάνουμε έρωτα. Και ουσιαστικά ένα τεράστιο έπος γεμάτο μάχες τελειώνει απλά σε μια κλειστή πόρτα.” *Ο ‘Ερωτόκριτος του Βιτσέντζου Κορνάρου’ κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Polaris. Πηγη
-
- 10
-
- ερωτόκριτος
- Γιώργος Γούσης
-
(and 3 more)
Tagged with: