Search the Community
Showing results for tags 'JEMMA PRESS'.
-
Μια εξαιρετική συλλογή τεσσάρων ιστοριών από έναν νεαρό δημιουργό για όσα νιώθουμε και αδυνατούμε να εκφράσουμε, για όσα μας πνίγουν και δεν μπορούμε να πούμε. Μόλις είκοσι τεσσάρων ετών ο Αβράμ, κατά κόσμον Δημήτρης Αβραμόπουλος, έχει προλάβει να δημιουργήσει ορισμένα ιδιαίτερα και ξεχωριστά κόμικς, όπως η σειρά Stop Making Sense και το πειραματικό Nobody Laughs Here Anymore με τη συνεργασία του Μάρκου Ευλογημένου (Blessed). Η πιο πρόσφατη δουλειά του με τίτλο «Άγνωστες Λέξεις» (εκδόσεις Jemma Press, 64 σελίδες) επιβεβαιώνει το ταλέντο του και υπενθυμίζει τις επιρροές του, τις οποίες σταδιακά προσαρμόζει όλο και περισσότερο στο δικό του στιλ. Τα βουβά πρόσωπα των εφήβων χαρακτήρων του Charles Burns που υποφέρουν αλλά δεν μπορούν (και δεν θέλουν) να το δείξουν, τα πλακάτα χρώματα και οι λιγοστοί διάλογοι του Dan Clowes, η σουρεαλιστική απελπισία των πρωταγωνιστών του Chester Brown, ακόμα και η διάχυτη θλίψη που σκεπάζει κάθε καρέ του Chris Ware γίνονται τα εργαλεία του Αβράμ που τα χειρίζεται με δεξιοτεχνία και τα προσαρμόζει ιδανικά στις δικές του σύντομες αφηγήσεις. Οι τέσσερις ιστορίες που συνθέτουν τις «Άγνωστες Λέξεις» αποτελούν ένα πανέμορφο μωσαϊκό από τα παραπάνω στοιχεία. Κοινός παρονομαστής, οι αποστασιοποιημένες όψεις και εκφράσεις των ανθρώπων που βασανίζονται αλλά δεν ξέρουν πώς να αντιδράσουν, δεν βρίσκουν τον τρόπο να μιλήσουν στους άλλους ανθρώπους και γι’ αυτό επιλέγουν να βυθίζονται στις σκέψεις τους χωρίς διέξοδο, χωρίς ελπίδα. Η νέα γυναίκα στο «Μόνο Δυο Δάκτυλα Είναι…» αποφασίζει να μείνει άπραγη όταν ξυπνά με δυο δάκτυλα λιγότερα αλλά αρχίζει να παίρνει στα σοβαρά την κατάσταση όταν βλέπει να προχωρούν οι «ακρωτηριασμοί», ο έφηβος στο «Dia Maria» πασχίζει να διατηρήσει ατόφιες τις αναμνήσεις του με τίμημα τη σιωπή, η κοπέλα του «Κασκόλ» προσπαθεί να εκλογικεύσει το ανεξήγητο αποθέτοντας την ελπίδα σε μερικές νιφάδες χιονιού και η μικρή μαθήτρια στα «Αυτοκόλλητα», την πιο δυνατή ιστορία του βιβλίου, νιώθει στο πετσί της τη διάλυση της πυρηνικής οικογένειας γράφοντας μια βιωματική έκθεση γεμάτη με «άγνωστες λέξεις». Ένα από τα πιο δυνατά σημεία στις ιστορίες του Αβράμ είναι η χρήση του πικρού, μαύρου χιούμορ το οποίο, ιδιαίτερα στα «Αυτοκόλλητα», παίρνει τη μορφή του σαρκασμού και της καταγγελίας για όλα όσα γίνονται πίσω από τις διπλοκλειδωμένες πόρτες και τις κλειστές κουρτίνες των απομονωμένων διαμερισμάτων με θύματα τα παιδιά. Σε όλες τις ιστορίες επίσης, είναι εντυπωσιακή η σχεδόν πλήρης έλλειψη διαλόγων οι οποίοι υποκαθίστανται από τη χωρίς εξάρσεις αφήγηση του πρωταγωνιστικού προσώπου προσθέτοντας έτσι ακόμα ένα επίπεδο απομάκρυνσης και αποστασιοποίησης από τα γεγονότα, λες και συμβαίνουν σε κάποιον άλλον, θυμίζοντας τις παγερές περιγραφές του Adrian Tomine που ανατέμνει στο χειρουργικό κρεβάτι τους νευρωτικούς κατοίκους των σύγχρονων μεγαλουπόλεων για να διαπιστώσει (με χαιρεκακία;) τον μεταφορικό τους θάνατο, την ψυχική τους νέκρωση, την πνευματική τους ένδεια. Γιατί αυτό που τους λείπει περισσότερο από καθετί είναι οι λέξεις. Γνωστές και άγνωστες. Ίσως αυτό να ερμηνεύει και την επιλογή του τίτλου από τον Αβράμ, ο οποίος στον πρόλογό του διευκρινίζει: «Όταν πρωτοξεκίνησα να σκέφτομαι και να γράφω ιστορίες χρειαζόμουν όπως όλοι έναν χώρο, ένα σπίτι να τις φιλοξενήσω, ένα κομμάτι χαρτί, ένα τετράδιο. Στη δική μου περίπτωση ήταν ένα παλιό μπλε τετράδιο του Δημοτικού, σχεδόν άδειο, με τον τίτλο “Άγνωστες Λέξεις”. Οι λέξεις που ήταν γραμμένες μέσα; Μελαγχολία, ενσυναίσθηση, στύση. Ίσως να είναι καλύτερα που τα βιβλία δεν μιλάνε». Και το σχετικό link...
-
- 2
-
- δημήτρης αβραμόπουλος
- jemma press
-
(and 2 more)
Tagged with:
-
Μία συζήτηση για το… ‘‘Πτώμα’’ Μάριος Ιωαννίδης ΜΕ ΤΟΥΣ Θ. ΠΕΤΡΟΥ – Γ. ΠΑΛΑΒΟΣ – Τ. ΖΑΦΕΙΡΙΑ∆ΗΣ Οι Θανάσης Πέτρου, Γιάννης Παλαβός και Τάσος Ζαφειριάδης, δηµιουργοί του κόµικ «Το Πτώµα» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Jemma Press, µιλούν στο «Μολύβι – µελάνι» για τη συνεργασία τους, µε αφορµή την επανακυκλοφορία του… «πτώµατος». Οι δηµιουργοί θα παρουσιάσουν το βιβλίο τους το Σάββατο 28 Σεπτεµβρίου, στις 17:00 στο Θέατρο Μίκης Θεοδωράκης και παράλληλα θα εισηγηθούν δύο δωρεάν εργαστήρια στο πλαίσιο του 8ου Chaniartoon International Comic & Animation Festival. Συναντηθήκατε στο κόµικ «Γρα-Γρου» και ακόµη πιο πριν στο κόµικ «Πτώµα» που επανακυκλοφόρησε φέτος. Τι κάνει αυτή τη συνεργασία δυνατή; Ποια στοιχεία του καθένα σας νιώθετε πως εµπνέουν τον άλλον; Θ.Π.: Η γνωριµία µου µε τον Τάσο προέκυψε µέσα από τον χώρο των κόµικς, όταν εγώ δούλευα στο «9» της Ελευθεροτυπίας. Γνωριστήκαµε µε τον Γιάννη όταν προέκυψε η ιδέα της συνεργασίας των τριών µας για το «Πτώµα», το οποίο να σηµειώσω ότι ήταν η πρώτη τόσο µεγάλη δουλειά µου. Το ότι ταιριάξαµε και συνεργαστήκαµε δύο φορές είναι απόρροια πολλών παραγόντων. Ταιριάζουν τα γούστα µας σε αρκετά πράγµατα, σε βιβλία, µουσικές, ταινίες, έχουµε έναν κοντινό αισθητικό κώδικα. Βέβαια, νοµίζω µετράει και το γεγονός ότι είµαστε και οι τρεις Βορειοελλαδίτες, οπότε έχουµε κοινές παραστάσεις όσον αφορά το κλίµα και την ατµόσφαιρα που επικρατεί γενικώς στα µέρη µας. Με ιντριγκάρει πάντα η λοξή, θα έλεγα, µατιά που έχουν και οι δύο στον τρόπο που αντιλαµβάνονται στοιχεία και λεπτοµέρειες γύρω µας και τους δίνουν µορφή σε ένα γραπτό κείµενο. Το να θέλεις να συνεργαστείς µε κάποιον είναι η απαρχή. Οι συνεργασίες ευδοκιµούν και τελεσφορούν εφόσον υπάρχουν κοινοί στόχοι και κοινές αντιλήψεις, διαφορετικά τζάµπα θα παιδευτείς. Τ.Ζ.: Είµαστε φίλοι, γνωριζόµασταν από πριν και νοµίζω οι κοινές αναφορές σε αναγνώσµατα, µουσικές κ.λπ. είναι σηµαντικές τελικά και για την καλλιτεχνική συνεννόηση. Υποψιάζοµαι ακόµα ότι παίζει κάποιο ρόλο και η κοινή καταγωγή από Βόρεια Ελλάδα, αν και δεν µπορώ να το εξηγήσω ακριβώς µε λόγια. Πρέπει να πω ότι τέτοια εγχειρήµατα στην Ελλάδα πολύ σπάνια χρηµατοδοτούνται, συνεπώς αν δεν νιώθεις καλά µε τους συνεργάτες σου, τότε δεν είναι ούτε η διαδικασία ούτε το αποτέλεσµα ικανοποιητικό -εφόσον δεν υπάρχει πίεση «άνωθεν», το κίνητρο είναι πρακτικά κυρίως «εσωτερικό». Γ.Π.: Η συνεργασία µας βασίζεται στη φιλία και στο κοινό µας βλέµµα. Με τον Θανάση και τον Τάσο εκπέµπουµε σε διαφορετικές συχνότητες, οι σταθµοί µας όµως παίζουν παρόµοια µουσική και οι εκποµπές µας εκφράζουν συγγενή άποψη για τα πράγµατα. Και για τα δυο κόµικς δουλέψαµε µε τον ίδιο τρόπο: σαν να είµαστε µέλη µιας µπάντας –ένας στην κιθάρα, άλλος στο µπάσο, ο τρίτος στα τύµπανα– ή, ακόµα καλύτερα, σαν µέλη ενός τζαζ τρίο – ο καθένας, ως έκφραση της δικής του προσωπικότητας, έπαιζε τη δική του παραλλαγή ενός κοινού µοτίβου, ακολουθώντας δικούς του δρόµους (ακόµα και παίζοντας σκοπίµως φάλτσα ενίοτε), όµως και οι τρεις εκδοχές συνέκλιναν τελικά στην υπηρεσία ενός κοινού µουσικού κοµµατιού, το οποίο αποτυπώνει µεν τη συµβολή του καθενός, αλλά ως σύνολο είναι κάτι υπέρτερο από το απλό άθροισµα των τριών. Πόσο µακριά βρίσκεται η συγγραφή ενός διηγήµατος από τη συγγραφή ενός σεναρίου κόµικ; Γ.Π.: Πρόκειται για δύο τελείως διαφορετικά εγχειρήµατα. Και στις δυο περιπτώσεις έχεις να αφηγηθείς µια ιστορία, και προφανώς κάποια πράγµατα είναι κοινά – έχεις χαρακτήρες, πλοκή, αιφνιδιασµούς, πρέπει να βρεις ένα ενδιαφέρον τέλος και, κυρίως, πρέπει µε κάποιον τρόπο να παράγεται και να κοινωνείται νόηµα, βλέµµα και συγκίνηση. Μόνο που στην περίπτωση ενός διηγήµατος ο τρόπος αυτός έγκειται κατά βάση στο πώς θα βάλεις στη σειρά δυο λέξεις, από τη γειτνίαση των οποίων θα παραχθεί σπινθήρας, δηλαδή τέρψη αισθητική και ένα νόηµα που απρόσµενα φωτίζει κάτι που στον νου του αναγνώστη υπήρχε µόνο σε λανθάνουσα µορφή. Με άλλα λόγια: η λογοτεχνία γίνεται µε λέξεις. Το κόµικς, όµως, είναι µια µορφή τέχνης που γίνεται µε εικόνες, και για την ακρίβεια µε την παράταξη ακίνητων εικόνων. ∆ι’ αυτής της παράταξης υπηρετούνται οι ίδιοι στόχοι –δηλαδή αισθητική τέρψη και νόηµα, συγκίνηση και κοινώνηση της ιδιοφωνίας του δηµιουργού. Ο συγγραφέας έχει διάφορα µέσα στη διάθεσή του που δεν µπορεί να τα επιστρατεύσει όταν γράφει το σενάριο ενός κόµικς: ενώ στο διήγηµα γράφει και εκτελεί µια σονάτα στο µυαλό του αναγνώστη, όταν γράφει το σενάριο ενός κόµικς γράφει απλώς την παρτιτούρα, την οποία θα εκτελέσει ο σχεδιαστής. Πώς ήρθε η έµπνευση για την ιστορία του «Πτώµατος»; Με ποιον τρόπο συνεργαστήκατε για τη συγγραφή του σεναρίου; Τ.Ζ.: Το Πτώµα ξεκίνησε από µία ιστορία που άκουσε η µητέρα µου στο φαρµακείο της στις Συκιές Θεσσαλονίκης, από έναν πελάτη της που δούλευε σε γραφείο τελετών. Όπως και στο κόµικς, είχαν αναλάβει από το νεκροτοµείο να κηδεύσουν ένα πτώµα σε προχωρηµένη σήψη και αναγκάστηκαν να περιµένουν να επιλυθούν τα διάφορα διαδικαστικά θέµατα µέχρι να γίνει η κηδεία. Ο νεκρός είχε µία κόρη στο εξωτερικό που δεν την έβρισκαν αρχικά, και ύστερα περίµεναν να έρθει. Συνεπώς από την ανυπόφορη δυσωδία αναγκάστηκαν και τον «ξενύχτησαν» τρεις µέρες στο Σέιχ Σου. ∆εν µπορέσαµε να ξαναβρούµε εκείνον τον κύριο για να ρωτήσω περισσότερες λεπτοµέρειες, αλλά η µαγιά για το κόµικς ήταν εκεί. Στη συνέχεια προστέθηκε και η ιστορία του υπερήλικα διαχειριστή της πολυκατοικίας που έµενα στην Αθήνα που µε έστελνε να του αγοράζω λαχεία. Αργότερα έµαθα ότι είχε καταχραστεί το αποθεµατικό των κοινοχρήστων και ήλπιζε έτσι να βρει τα χρήµατα. Είχα γράψει περίπου το µισό σενάριο όταν συνειδητοποίησα ότι οι ιδέες που είχα για φινάλε δεν λειτουργούσαν και είχα φτάσει σε αδιέξοδο. Το έστειλα τότε στον Γιάννη, γιατί µου φαινόταν αισθητικά κοντά σε αυτά που έγραφε τότε, και του έδωσα ελεύθερο να το ολοκληρώσει όπως θέλει. Το ολοκλήρωσε, και ύστερα από αρκετές αλλαγές και των δυο σε όλη την έκταση του σεναρίου, το ύφος τελικά οµογενοποιήθηκε. Όταν ήρθε η ώρα του ντεκουπάζ, µε τη βοήθεια ενός φίλου µε µηχανή, κάνοντας βόλτες και φωτογραφίζοντας την πόλη βρέθηκαν οι κατάλληλες τοποθεσίες στη Θεσσαλονίκη για να χρησιµοποιηθούν για σκηνικό. Ο ήρωας «στο Πτώµα» συνοµιλεί µε ένα πτώµα. Θα λέγαµε πως κινούµαστε στα χωράφια του µαγικού ρεαλισµού στη λογοτεχνία. Κατά πόσο θεωρείς πως το κόµικ ως µέσο συµβάλλει σε µια πιο διευρυµένη ανάγνωση του «µύθου»; Γ.Π.: Τα κόµικς είναι µια µορφή αφηγηµατικής τέχνης όπως και άλλες, που έχουν πίσω τους µακρά ιστορία – η λογοτεχνία, το θέατρο, ο κινηµατογράφος, η όπερα. Κάθε µορφή αφήγησης έχει στον πυρήνα της την έννοια του µύθου, δεν γίνεται αλλιώς. Και όπως και κάθε µορφή τέχνης, για την οποία ισχύει ότι η πλειονότητα των προϊόντων της είναι ανυπόφορα κι ένα µικρό µόνο ποσοστό τους είναι αξιοσηµείωτα και προχωρούν την τέχνη αυτή ένα βήµα παρακάτω, έτσι και τα κόµικς, στα έργα τους που είναι άξια του χαρακτηρισµού «τέχνη», προχωρούν τον εκάστοτε µύθο που αφηγούνται παρακάτω, εµπλουτίζοντας τον αναγνώστη µε τον ίδιο τρόπο που τους εµπλουτίζει η ανάγνωση ενός καλού µυθιστορήµατος. Στα περισσότερα κόµικ σου δίνεις έµφαση στο ιστορικό πλαίσιο στον τόπο. Το «Πτώµα» εκτυλίσσεται στη Θεσσαλονίκη. Αν διαδραµατιζόταν σε ένα άλλο σκηνικό, θα επηρέαζε την αισθητική της εικονογράφησης; Θ.Π.: Γενικώς είµαι ευπροσάρµοστος στις απαιτήσεις που έχει κάθε κόµικς. Η διαδικασία που ακολουθώ όσον αφορά την έρευνα και τη συλλογή επικουρικού υλικού για κάθε δουλειά είναι πάντως παρόµοια. Το ότι το Πτώµα διαδραµατίζεται στη Θεσσαλονίκη µού έδινε φυσικά µια µεγαλύτερη εξοικείωση. Πάντως, όποιο και να ήταν το «σκηνικό» της ιστορίας θα προσπαθούσα να γνωρίσω και να νιώσω την ατµόσφαιρα αυτού του τόπου, ώστε να την αποδώσω όσο καλύτερα µπορώ µε βάση τις ικανότητες και την αισθητική µου. Και το σχετικό link
-
- 5
-
- jemma press
- το πτώμα
- (and 5 more)
-
Από το σημείωμα των συγγραφέων: Ενδιαφέρουσα ιστορία με πολύ ωραία εικονογράφηση, με αρκετά χιουμοριστικά στοιχεία που παράλληλα όμως σου αφήνει μια μελαγχολία. Αφιέρωμα στον Τάσο Ζαφειριάδη - Αφιέρωμα στον Θανάση Πέτρου _________________________________ Στα Comicdom Awards 2012, ο Θανάσης Πέτρου κέρδισε το Βραβείο Καλύτερου Εξωφύλλου για το Πτώμα
-
«Η Πριγκίπισσα του Αέναου Κάστρου» του Σιντάρο Κάγκο είναι ένα μοναδικό μάνγκα που σχολιάζει την ιαπωνική Ιστορία, την ταξική ανισότητα και τη θεωρία του πολυσύμπαντος με πειραματισμούς πάνω στο Μέσο. Είναι γεγονός πως τα ιαπωνικά μάνγκα είναι παγκοσμίως τα πιο δημοφιλή κόμικς των τελευταίων δεκαετιών, πολυποίκιλα αναγνώσματα για κάθε ηλικία και γούστο. Μέσα από την παραγωγική βιομηχανία κόμικς της Ιαπωνίας ξεχωρίζει και ένας λιγότερο βιομηχανοποιημένος μανγκάκα: ο Σιντάρο Κάγκο, ένας από τους πλέον ιδιαίτερους δημιουργούς της 9ης Τέχνης. Τα μάνγκα του περιστρέφονται γύρω από το γκροτέσκο, το σεξ, τη βία και τη σωματική παραμόρφωση, έξυπνα πλεγμένα με σουρεαλιστικό χιούμορ και κοινωνικοπολιτική σάτιρα. Το σχέδιό του είναι εμμονικά προσεκτικό στη λεπτομέρεια και πειραματίζεται συχνά με τους κανόνες της «γραμματικής των κόμικς», κάνοντας τις ιστορίες του μοναδικά αναγνωστικά ταξίδια στο σοκ. Στην Ελλάδα τον γνωρίσαμε μέσα από τη συλλογή ιστοριών του «Το Μολυσματικό Σύνδρομο της Στοματικής Κοιλότητας και άλλες Φρικωδίες» (εκδ. Jemma Press). Φέτος, η Jemma Press φέρνει και πάλι τον νοσηρό Κάγκο στα ελληνικά ράφια σε μετάφραση της Kasumi Mori με την 200 σελίδων «Πριγκίπισσα του Αέναου Κάστρου». H Πριγκίπισσα του Σρέντιγκερ Το 1582, ο άρχοντας Όντα Νομπουνάγκα δολοφονείται από τον στρατηγό του Ακέτσι Μιτσούχιντε, με τον τελευταίο να παίρνει την εξουσία. Τι θα συνέβαινε όμως εάν ο Μιτσούχιντε αποτύγχανε και ο Νομπουνάγκα παρέμενε άρχοντας; Η βάση για την «Πριγκίπισσα» είναι το περίφημο παράδοξο της «γάτας του Σρέντιγκερ» και η ερμηνεία του στη θεωρία των παράλληλων συμπάντων. Σύμφωνα με αυτήν, στον κόσμο υπάρχουν εκατομμύρια διαφορετικά σύμπαντα ανάλογα με τις διαφορετικές πιθανότητες εξέλιξης κοινών γεγονότων (ένα σύμπαν όπου η γάτα είναι νεκρή και ένα όπου είναι ζωντανή). Στο κόμικς, το κάθε σύμπαν απεικονίζεται από ένα ιαπωνικό κάστρο το οποίο προεκτείνεται πάνω από αχανή ομίχλη προς τον ουρανό. Τα σύμπαντα-κάστρα βρίσκονται δίπλα δίπλα αλλά χωρίς να επικοινωνούν μεταξύ τους, με το καθένα να διαφοροποιείται ανάλογα με το ποιον άρχοντα έχει και ποιες πιθανότητες οδήγησαν στη δημιουργία του. Ο αναγνώστης παρακολουθεί παράλληλα τα σύμπαντα-κάστρα όπου κυριάρχησαν αντίστοιχα ο Νομπουνάγκα και ο Μιτσούχιντε εστιάζοντας στο δεύτερο, όπου η γυναίκα του Νομπουνάγκα πριγκίπισσα Νο ξεκινά εξέγερση για να εκδικηθεί τον θάνατο του συζύγου της. Εκ πρώτης όψεως, πρωταγωνίστρια του μάνγκα είναι η πριγκίπισσα Νο. Αληθινοί πρωταγωνιστές όμως αποδεικνύονται τα αέναα κάστρα και οι κάτοικοί τους: τα κάστρα-σύμπαντα απεικονίζουν την ίδια την κοινωνική διαστρωμάτωση της ιαπωνικής κοινωνίας του 16ου αιώνα, με τον άρχοντα και την Αυλή του να κατοικούν στους πάνω ορόφους και τους τεχνίτες, αγρότες, φτωχούς και περιθωριακούς στα κατώτερα πατώματα. Με έξυπνα αφηγηματικά τεχνάσματα, ο Κάγκο κάνει τους πύργους μια κυριολεκτική απεικόνιση των κάθετων δομών εξουσίας, με τους εξουσιαστές να κατοικούν πάνω από τους εξουσιαζόμενους. Από την άλλη, κάθε κάστρο ως διαφορετική πραγματικότητα παρουσιάζεται και ως διαφορετική ιστορία, σαν άλλο κόμικς με τους ίδιους ήρωες. Συνεπώς, διαβάζοντας την «Πριγκίπισσα» ο αναγνώστης διαβάζει τα κάστρα ως κόμικς εγκιβωτισμένα στο κόμικς! Με το λεπτομερές του σχέδιο που πότε θυμίζει αρχιτέκτονα και πότε χειρουργό, ο Κάγκο φτιάχνει μια νοσηρή και πολυεπίπεδη – όπως τα κάστρα του – ιστορία εκδίκησης οδηγώντας το πείραμα των παράλληλων συμπάντων στα όρια των αφηγηματικών συμβάσεων του Μέσου, μια ιστορία που μόνο ως κόμικς θα μπορούσε να ειπωθεί και που κάθε λάτρης της 9ης Τέχνης αξίζει να διαβάσει. Ο Κάγκο στα Χανιά! Με αφορμή την ελληνική έκδοση της «Πριγκίπισσας», ο Σιντάρο Κάγκο θα βρεθεί στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στα Χανιά ως επίσημος καλεσμένος του 8ου Φεστιβάλ Κόμικς και Αnimation Chaniartoon σε συνεργασία με τις εκδόσεις Jemma Press. O Ιάπωνας δημιουργός θα βρίσκεται στην κρητική πόλη από τις 27 έως τις 29 Σεπτεμβρίου, σε μια σπάνια περίπτωση όπου ένας μάνγκακα θα βρεθεί σε ελληνικό έδαφος ως καλεσμένος σε φεστιβάλ κόμικς. Και το σχετικό link...
-
- 1
-
- η πριγκίπισσα του αέναου κάστρου
- σιντάρο κάγκο
- (and 4 more)
-
Στο πλαίσιο του πλούσιου προγράμματος επετειακών εκδηλώσεων του Δήμου Αθηναίων «1974 & 1944: Η Αθήνα γιορτάζει την ελευθερία της», η Τεχνόπολη Δήμου Αθηναίων παρουσιάζει την έκθεση κόμικς «Ένα γλυκό ξημέρωμα – 14 ιστορίες για την Αθήνα της Κατοχής», από τις 5 έως τις 17 Σεπτεμβρίου με ελεύθερη είσοδο για όλους. Soloup, Σουλτς και Σαχτ Καθημερινά από τις 10:00 έως τις 16:00, στην αίθουσα Νέοι Φούρνοι οι επισκέπτες της έκθεσης ανακαλύπτουν έργα δεκατεσσάρων Ελλήνων δημιουργών κόμικς που αφηγούνται ιστορίες για την Αθήνα της Κατοχής, επικεντρωμένες στους ανθρώπους που έβλεπαν ή ονειρεύονταν «γλυκά ξημερώματα» τη στιγμή που βίωναν σκοτεινές ημέρες, ζοφερές νύχτες, εφιαλτικές εποχές. Γιώργος Γούσης, Ο Tερματοφύλακας μιλάει για τον Μεγάλο Αγώνα Τα έργα που φιλοτεχνούν οι καλλιτέχνες δεν αποτελούν ντοκουμέντα, μαρτυρίες, τεκμήρια, αποδείξεις ή ιστορικά στοιχεία. Κάποια εδράζονται σε ιστορικά δεδομένα και κάποια αποτελούν μυθοπλαστικές αφηγήσεις. Οι Soloup, Αλέκος Παπαδάτος, Αλέξια Οθωναίου, Γιώργος Γούσης, Γιώργος Φαραζής, Δημήτρης Καμένος, Θανάσης Πέτρου, Θοδωρής Μπαργιώτας, Λέανδρος, Πέτρος Ζερβός, Πέτρος Χριστούλιας, Σπύρος Δερβενιώτης, Τάσος Μαραγκός και Τόμεκ Γιοβάνης αποτυπώνουν με τον δικό τους τρόπο πτυχές των θλιβερών χρόνων της Κατοχής, σε μια απόπειρα προσέγγισης και απόδοσης της εποχής εκείνης μέσω της καλλιτεχνικής έκφρασης. Σπύρος Δερβενιώτης, Σκιές στο Μνημείο Τι συνέβαινε στην Αθήνα κατά τη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής; Πώς ήταν να ζεις κάτω από τη γερμανική μπότα, σε ένα καθεστώς απόλυτης τρομοκρατίας και φόβου όπου τίποτα δεν είναι ασφαλές; Ποιοι και πώς αντιστάθηκαν και ποιοι συνεργάστηκαν με τον κατακτητή; Μα πάνω απ’ όλα, πώς ήρθε η απελευθέρωση; Οι δημιουργοί της έκθεσης «Ένα γλυκό ξημέρωμα – 14 ιστορίες για την Αθήνα της Κατοχής», μπροστά στο δέος και τον αποτροπιασμό που γεννά η τρομακτική διάσταση του εγκλήματος, αντιτάσσουν τη μνήμη, προτάσσουν τη γνώση και παρακινούν σε εγρήγορση. Τάσος Μαραγκός, Das Roastbeef Η έκθεση θα παρουσιαστεί επίσημα στην αίθουσα Νέοι Φούρνοι την Παρασκευή 6 Σεπτεμβρίου, ώρα 19:30, με ελεύθερη είσοδο. Θα ακολουθήσει συζήτηση με τους δημιουργούς Τόμεκ Γιοβάνη, Γιώργο Γούση, Σπύρο Δερβενιώτη, Soloup, Γιώργο Φαραζή και Πέτρο Χριστούλια. Δημιουργοί έκθεσης: Soloup, Αλέκος Παπαδάτος, Αλέξια Οθωναίου, Γιώργος Γούσης, Γιώργος Φαραζής, Δημήτρης Καμένος, Θανάσης Πέτρου, Θοδωρής Μπαργιώτας, Λέανδρος, Πέτρος Ζερβός, Πέτρος Χριστούλιας, Σπύρος Δερβενιώτης, Τάσος Μαραγκός, Τόμεκ Γιοβάνης Επιμέλεια: Μενέλαος Χαραλαμπίδης, Γιάννης Κουκουλάς Διοργάνωση: Τεχνόπολη Δήμου Αθηναίων Δείτε εδώ το αναλυτικό πρόγραμμα των εκδηλώσεων του Δήμου Αθηναίων «1974 & 1944: Η Αθήνα γιορτάζει την ελευθερία της» που απλώνονται στην πόλη μέχρι και τον Νοέμβριο. Πληροφορίες «Ένα γλυκό ξημέρωμα – 14 ιστορίες για την Αθήνα της Κατοχής» 05–17 Σεπτεμβρίου 2024 Τεχνόπολη Δήμου Αθηναίων | Αίθουσα Νέοι Φούρνοι Ωράριο επίσκεψης: Δευτέρα – Κυριακή 10:00-16:00 Είσοδος ελεύθερη Περισσότερες πληροφορίες: cultureisathens.gr Και το σχετικό link...
-
- 2
-
- ένα γλυκό ξημέρωμα
- jemma press
-
(and 1 more)
Tagged with:
-
Σε συνέχεια της αναβίωσης των ερωτικών fumetti που κυκλοφορούσαν πριν μερικές δεκαετίες, ο Montagliani και η Jemma "ξαναχτυπούν" με ένα καινούριο βιβλίο, αυτή τη φορά όχι με σόλο ιστορίες της Suspiria αλλά με μια ανθολογία που επίσης συμμετέχουν η Ζάκουλα, η Λουσίφερα και η "Ξανθιά", νεότερη δημιουργία αυτή από το πενάκι του Franco Saudelli και όχι υπερφυσικός χαρακτήρας από το παρελθόν. Η πρώτη ιστορία είναι σε σκίτσο και σενάριο Montagliani και πρωταγωνιστεί η Ζάκουλα σε μια μικρή ερωτική (ή πορνογραφική αν προτιμάτε) περιπέτεια. Στη δεύτερη ιστορία σε σενάριο Fabio Celoni και σκίτσο Alex Horley πρωταγωνιστεί η Λουσίφερα με ελαφρώς εκτενέστερο (λίγο, μη φανταστείτε) σενάριο. Για όσους/ες (όπως εγώ π.χ.) δεν έχουν ξανακούσει τον Horley, είναι ψιλο-γνωστός κυρίως για τη δουλειά του στον χαρακτήρα του Lobo της DC Comics και το στυλ του θυμίζει τον Dan Brereton. Αναρωτιέμαι αν η πρωτότυπη ιστορία εκδόθηκε έγχρωμη, μια που δείχνει πως θα της πήγαινε πολύ το χρώμα. Η τρίτη ιστορία σε σενάριο Montagliani και σκίτσο Saudelli φέρνει για πρώτη φορά την Ξανθιά σε ένα υπερφυσικό περιβάλλον, όπου καταφέρνει να τη σκαπουλάρει με ένα σεξουαλικό όργιο και την παρέμβαση της Σουσπίρια. Όπως καταλαβαίνετε, πρόκειται για έκδοση που απευθύνεται αυστηρά σε ενήλικους, όπως και τα fumetti των '70s και '80s (άλλο που με κάποιον τρόπο όλο στα χέρια πιτσιρικάδων σαν και του λόγου μου κατέληγαν)...
- 1 reply
-
- 19
-
- διαβολικές αδελφές
- ζάκουλα
- (and 11 more)
-
Σε ένα ένθετο όπως το Καρέ Καρέ, αφιερωμένο σε κάθε πτυχή των κόμικς εδώ και περισσότερα από 10 χρόνια, είναι πλεονασμός πια να παραθέτουμε επιχειρήματα που αποδεικνύουν ότι η ένατη τέχνη έχει κατακτήσει το δικαίωμα να καταπιάνεται με κάθε θέμα, να αξιοποιεί κάθε σενάριο και να μετέρχεται κάθε σχεδιαστική και αφηγηματική τεχνοτροπία. Η βεντάλια των κόμικς έχει ανοίξει πάρα πολύ τις τελευταίες δεκαετίες και το diversity δεν είναι πλέον μια ευχή αλλά η πραγματικότητα, εντός της οποίας μια πλειάδα δημιουργών απολαμβάνουν την ελευθερία της φιλοτέχνησης ακόμα και των πιο «ακραίων», αλλόκοτων και παράδοξων ιστοριών. Οι δημιουργοί του αμερικανικού underground στη χρυσή του εποχή, ο Reiser, ο Vuillemin, ο Wolinski αργότερα στην Ευρώπη, ο Ivan Brunetti, ο Johnny Ryan, ο Gary Panter και τόσοι άλλοι σήμερα αποτελούν ιδανικά παραδείγματα «βίαιων, βρόμικων και κακών» καλλιτεχνών που έχουν επηρεάσει καθοριστικά τις κατευθύνσεις των σύγχρονων κόμικς. Έχοντας διδαχθεί από όλους αυτούς ο Θωμάς Βαλιανάτος υπογράφει το «Ίου Ζβίου» (εκδόσεις Jemma Press, 80 σελίδες), μια ανθολογία από μικρές ιστορίες του από το 1996 μέχρι σήμερα εκ των οποίων επτά είχαν δημοσιευτεί στη «Βαβέλ», επτά είναι αδημοσίευτες και μία είχε παρουσιαστεί στην έκθεση «Οι Ηλέκτρες του Κόσμου» στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης. Κοινός παρονομαστής σε όλες το γκροτέσκο στοιχείο, το πικρό, κυνικό χιούμορ, η μητροπολιτική βία, η αστική παραφροσύνη, οι απόκληροι, οι διαφορετικοί, οι αλλιώτικοι χαρακτήρες που χαλάνε τη «βιτρίνα». Σε κάποιες ιστορίες ο Βαλιανάτος αναδεικνύει την εικαστική του ταυτότητα – άλλωστε είναι πανεπιστημιακός και καλλιτέχνης που ασχολείται με την οπτικοακουστική επιτέλεση, τη στατική και κινούμενη συνθετική εικόνα, τις τρισδιάστατες διαδραστικές εφαρμογές, τις υπεραφηγήσεις κ.ά. – και σε άλλες επιλέγει μια επιτηδευμένη σχεδιαστική και λεκτική τραχύτητα με άμεσες αναφορές στα νεανικά του αναγνώσματα. Σε ένα ψυχεδελικό άλμπουμ-μωσαϊκό από φαινομενικά ασύνδετες ιστορίες που όταν διαβαστούν όλες μαζί αιτιολογούν τον χαιρέκακο αναχωρητισμό ενός από τους χαρακτήρες του την ώρα που εγκαταλείπει τον πλανήτη: «Την έχω φάει στη μάπα τη Γη… Είναι ήδη καμένο χαρτί!». Και το σχετικό link...
-
- 2
-
- θωμάς βαλιανάτος
- jemma press
-
(and 1 more)
Tagged with:
-
“Καλωσορίσατε στην Οδό Γάγγραινας, ένα γραφικό χαράκωμα του Δυτικού Μετώπου με μαγευτική θέα στο Ύψωμα 35, ένα τυπικό μέρος για να περάσει κανείς τον Μεγάλο Πόλεμο. Οι «κάτοικοι» της Οδού Γάγγραινας βρίσκονται συνεχώς σε αναβρασμό. Ασκήσεις, επιθέσεις, αναφορές, αγγαρείες… Σύντομα αντιλαμβάνονται ότι υπάρχουν χειρότερα πράγματα στα χαρακώματα από τους εχθρούς: η λάσπη, τα ποντίκια, οι λοχίες και η… ποίηση. Όταν έρχεται η ώρα, η επίθεση για 8η φορά στο Ύψωμα 35 είναι σχεδόν ανακουφιστική”! Μια συλλογή που έχοντας διαβάσει το μεγαλύτερο μέρος της ψηφιακά, ανυπομονούσα να δω και σε έντυπη μορφή. Σαν έκδοση είναι υπέροχη. Ενώ ψηφιακά τα Χαρακώματα δημοσιεύθηκαν ασπρόμαυρα με τόνους του γκρι, στην έντυπη έκδοση επιστρατεύτηκε η Σοφία Σπυρλιάδου (των Frogs & Dogs) και ανέλαβε να περάσει μπλε τόνους στις στολές των στρατιωτών. Εκείνο που ουσιαστικά κάνει την διαφορά είναι το ότι εκτός από τις ιστορίες των Χαρακωμάτων, περιλαμβάνονται και 22 σελίδες με σημειώσεις και σχόλια για τα γεγονότα στα οποία βασίστηκε (σχεδόν) η κάθε ιστορία. Ευχαριστούμε για τα εξώφυλλα της επανέκδοσης τον germanicus.
- 20 replies
-
- 36
-
- 2014
- jemma press
-
(and 2 more)
Tagged with:
-
Ο Θανάσης Καραμπάλιος, γνωστός από την εξαιρετική best seller σειρά του “1800”, ενώνει τις δυνάμεις του με τον Νίκο Σταυριανό, γιο του εκδότη της Jemma, με πολλά fanzines στο ενεργητικό του και μαζί επιχειρούν να μας περιγράψουν μερικές ιστορίες από τα χωριά της Ελασσόνας, όπως τις άκουσαν από τους καλύτερους story tellers του κόσμου, που δεν είναι άλλοι από τους παππούδες μας. Κι όλα αυτά… Στη σκιά του Ολύμπου. Στο άλμπουμ περιέχονται τέσσερις σύντομες, αλλά απολαυστικές ιστορίες, κάποιες αληθινές, κάποιες φανταστικές και κάποιες και τα δύο, όπως μας ενημερώνει ο Θανάσης, τις οποίες τις άκουσε κατά την παιδική του ηλικία από συγγενικά του πρόσωπα. Οι ιστορίες αυτές παίρνουν τους τίτλους τους από τα χωριά στα οποία “γεννήθηκαν” και είναι οι εξής: “Καρυά” (Ένα ζευγάρι προσπαθεί να κάνει παιδιά, αλλά δεν τα καταφέρνει. Αποφασίζει, λοιπόν, να ζητήσει την βοήθεια μίας νεράιδας που κατοικεί σε μία λίμνη. Το αντίτιμο, όμως, θα είναι πολύ βαρύ.) “Κεφαλόβρυσο” (Ένα φτωχό ορφανό κλέβει φαγητό από τον μεγαλο-κτηματία της περιοχής, ο οποίος το είχε εμπιστευτεί. Όταν αυτός το μαθαίνει, η κατάληξη θα είναι πολύ άσχημη.) “Πύθιο” (Ένας Ιερέας, βλέποντας ότι το ποίμνιό του χάνει την πίστη του στον Θεό, δεν διστάζει να αναμετρηθεί με τον κόσμο της μαγείας.) “Παλαιόκαστρο” (Ένας προδότης καταδίδει τους κλέφτες και τους αρματολούς του χωριού του στην Χωροφυλακή και η ποινή που θα του επιβληθεί από τους προδομένους επαναστάτες θα είναι τρομακτική.) Επηρεασμένος από τις ιστορίες που άκουγα κι εγώ μικρός στο χωριό μου και οι οποίες με τρόμαζαν, αλλά παράλληλα με συνάρπαζαν, βρήκα την συγκεκριμένη ανθολογία του γούστου μου. Σε όλες τις ιστορίες επικρατεί το horror στοιχείο, το οποίο στήνεται εκθετικά και δημιουργεί αγωνία για την κατάληξη, που ομολογουμένως δεν μας εκπλήσσει όταν τελικά έρχεται. Ο Καραμπάλιος βρίσκεται στο στοιχείο του κι έτσι αποδεικνύει ότι διαθέτει άνεση στην περιγραφή ιστοριών που βασίζονται σε χρονικά πλαίσια μιας άλλης εποχής, παλαιότερης. Εν κατακλείδι, όλες οι ιστορίες με ικανοποίησαν και δυσκολεύομαι να ξεχωρίσω κάποια. Αν, πάντως, θα έπρεπε να το κάνω αυτή θα ήταν η ιστορία από την “Καρυά”. Προτείνεται ανεπιφύλακτα στους λάτρεις των σεναρίων της αντίστοιχης θεματολογίας και φυσικά στους θαυμαστές του συγγραφέα. Πιστεύω ότι δεν θα απογοητευτούν. Αν θέλουμε να μιλήσουμε για τον εικαστικό τομέα, θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι ο Νίκος Σταυριανός αρχίζει κι ανδρώνεται επαγγελματικά κι οπτικοποιεί τα μακάβρια σενάρια με το κατάλληλο ύφος και με σχεδιαστικά μοτίβα που θυμίζουν πολύ το στυλ του μεγάλου Mike Mignola. Η αλήθεια είναι ότι εντοπίζουμε καρέ που θα τα χαρακτηρίζαμε αρκετά αφηρημένα, αλλά υπάρχουν κι άλλα που είναι περισσότερο εύστοχα κι αληθοφανή. Οι σκιάσεις κι ο ασπρόμαυρος χρωματισμός στέκονται ιδανικά σε μία τέτοια θεματική ιστοριών, αλλά έχω την εντύπωση ότι το παρακάνει λίγο με τους τόνους του μαύρου. Η Jemma φρόντισε να δώσει στην έκδοσή της το μέγεθος ενός τυπικού BD και η κόλληση στην ράχη απαντάει στα γνωστά επίπεδά της. Το χαρτί στο εσωτερικό είναι παχύ και ματ κι έχω την αίσθηση ότι όπου θα έπρεπε να υπάρχει ένα αμιγώς λευκό χρώμα, αυτό έχει αντικατασταθεί με μία κρεμ απόχρωση. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα η αντίθεση που υπάρχει με το μαύρο, να μην είναι τόσο κολακευτική για το σχέδιο. Αυτό, βέβαια, αποτελεί μία προσωπική μου εκτίμηση και σίγουρα δεν είναι κάτι που με απέτρεψε από το να απολαύσω το κόμικ. Όσον αφορά το εξώφυλλο, αυτό θα το ήθελα λίγο πιο παχύ για να αποφεύγονται τα τσαλακώματα και τα κατσαρώματα από την υγρασία. Να πούμε ότι οι ιστορίες χωρίζονται μεταξύ του με ένα μονοσέλιδο σκίτσο, που φέρει τον τίτλο της καταγωγής τους. Πέρα από ένα εισαγωγικό σημείωμα του συγγραφέα, που το βρίσκουμε στο εσωτερικό μέρος του εξώφυλλου, δεν θα βρούμε άλλο εξτραδάκι. Αφιέρωμα στην εκδοτική
- 9 replies
-
- 18
-
- 2023
- jemma press
-
(and 2 more)
Tagged with:
-
Τα Μυστήρια Πράματα του Θανάση Πετρόπουλου ξεκίνησαν το καλοκαίρι του 2018, στο socomic.gr, και ολοκληρώθηκε τον Απρίλη του επόμενου χρόνου. Το κόμικ ανήκει στο είδος του υπερφυσικού τρόμου. Πρωταγωνιστές είναι ο Φιλήμων Καρτέρης και ο Σερ Ζάκαρυ Νίκολσον -Έλληνας ακαδημαϊκός και Ιρλανδός περιηγητής αντίστοιχα-, οι οποίοι σαν άλλοι πράκτορες του BPRD, τα βάζουν με καταχθόνια πλάσματα στην ελληνική ύπαιθρο του 19ου αιώνα. Η φυσική μορφή του κόμικ, από τις εκδόσεις Jemma Press, περιλαμβάνει δύο ιστορίες από τις τρεις που έχουν δημοσιευτεί στην πλατφόρμα. Για εμένα προσωπικά ήταν μια πολύ ευχάριστη έκπληξη το γεγονός ότι ο Πετρόπουλος έκανε κάτι τελείως έξω από αυτά που τον έχουμε συνηθίσει. Μπορεί το σχέδιό του να μην προϊδεάζει για horror, αλλά το έχει τροποποιήσει αρκετά ώστε -τουλάχιστον για εμένα- να εξυπηρετεί το σενάριο, ακόμη και στις πιο gory στιγμές του. Το δυνατό σημείο βεβαια είναι σενάριο. Εξαιρετικά ενδιαφέρον. Το ελληνικό φολκλόρ είναι πλούσιο και ανεκμετάλλευτο και ο Πετρόπουλος το διαχειρίζεται πολύ καλά. Οι κεντρικοί χαρακτήρες είναι συμπαθέστατοι και έχουν χημεία, αν μπορεί να ειπωθεί αυτό για ένα κόμικ. Και μέσα σ' όλα δε λείπει το χιούμορ, προερχόμενο κυρίως από την φλεγματική ιδιοσυγκρασία του Νίκολσον. Η έκδοση είναι απλή αλλά καλαίσθητη και περιέχει επίσης pin-ups από τους Αγγελική Σαλαμαλίκη, Δημήτρη Καμένο, Αλέξια Οθωναίου, PanPan, Έφη Θεοδωροπούλου, Γιάννη Ρουμπούλια, Δήμητρα Αδαμοπούλου και Δημήτρη Κάσδαγλη. Συνολικά, θα έλεγα ότι είναι ένα απρόσμενα διασκεδαστικό τομάκι. Ίσως «λίγο», αλλά που αξίζει να διαβάσουν όσοι αρέσκονται σε τέτοιες θεματολογίες. +.||.+ Παρουσίαση του webcomic Ευχαριστούμε για τα υπόλοιπα εξώφυλλα τους germanicus & albertus magnus.
-
Επί 17 ολόκληρα χρόνια ο Tasmar συνεχίζει να αφηγείται και να σχεδιάζει τις απολαυστικές περιπέτειες του Μάρκου. Και όπως φαίνεται, έχει να πει και να δείξει πολλά ακόμη. Με τη συνεχή του παρουσία στην ελληνική σκηνή των κόμικς εδώ και σχεδόν 25 χρόνια, ο Tasmar (Τάσος Μαραγκός) έχει αφήσει ανεξίτηλο το στίγμα του τόσο με το ανατρεπτικό του χιούμορ όσο και με τη μάχιμη πολιτική ματιά του. Μέχρι πριν από λίγα χρόνια απολαμβάναμε από τις σελίδες του Καρέ Καρέ τα «Αδέσποτα Σκίτσα» του, ενώ οι σειρές που κατά καιρούς φιλοτεχνεί («Super Condom», «Όλα είναι Κόμικξς!», «Ποτ Πουρί» κ.ά.) βραβεύονται συχνά και σημειώνουν πάντα μεγάλη επιτυχία. Η μεγάλη αγάπη του ωστόσο παραμένει ένας νεαρός από τη Σύρο, όπως άλλωστε και ο ίδιος ο Μαραγκός, που μεγαλώνει κάπου στα τέλη των ‘90s πασχίζοντας, χωρίς μεγάλη επιτυχία είναι η αλήθεια, να χωρέσει στα καλούπια και τα στερεότυπα της ελληνικής επαρχίας. Ο Μαραγκός ξεκίνησε να μεταφέρει σε κόμικς τη ζωή του (όχι και τόσο φανταστικού) Μάρκου και των φίλων του από το 2007 στο περιοδικό KRAK των εκδόσεων Giganto και μετά το 5ο τεύχος συνέχισε από τις εκδόσεις Jemma Press. Το 2017 κυκλοφόρησε η επίτομη έκδοση «Hard Rock – School, Drugs & Rock ’n’ Roll» και η σειρά αυτονομήθηκε από το KRAK. Από τότε, υπό τον τίτλο «Hard Rock» εξακολουθεί με συνέπεια, έστω και χωρίς αυστηρή περιοδικότητα, να κυκλοφορεί μέχρι σήμερα. Σε όλα αυτά τα 17 χρόνια ο Μάρκος, που είχε κάνει την πρώτη του εμφάνιση δίπλα στην αφίσα των Motorhead στο εφηβικό του δωμάτιο, κατάφερε να τελειώσει το σχολείο, να στρίψει τσιγάρα μέσα στη χριστουγεννιάτικη φάτνη του δημαρχείου της Ερμούπολης, να ζήσει τις πρώτες kinky σεξουαλικές του εμπειρίες, να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία, να ρίξει μαύρη πέτρα πίσω του και να εγκαταλείψει το νησί για να «ενηλικιωθεί» στην Αθήνα. Αυτή τη μακρά ενηλικίωση ενός νέου στο μεταίχμιο δύο αιώνων συνεχίζει να καταγράφει ο Μαραγκός και στο 7ο τεύχος του «Hard Rock Vol. 2» που μόλις κυκλοφόρησε (εκδόσεις Jemma Press, 64 σελίδες), με τον Μάρκο να δουλεύει πια σε κατάστημα με κόμικς και να προσπαθεί να δημιουργήσει τα δικά του έργα, να ερωτεύεται και να τον ερωτεύονται, να προσπαθεί να βρει τις δικές του ισορροπίες στη σχέση με τις γάτες του και με τον Γόγο, τον διαχρονικό του αδερφικό φίλο από τα χρόνια της Σύρου με τα λουκούμια και τις χαλβαδόπιτες. Το σημαντικότερο όμως στο «Hard Rock» δεν είναι η φαινομενικά διόλου ηρωική καθημερινότητα ενός twenty-something μεγάλου παιδιού, αλλά η μοναδική ικανότητα του Μαραγκού από τη μια να αποτυπώνει το κλίμα και το πνεύμα μιας όχι και τόσο μακρινής εποχής κατά την οποία τα ελληνικά κόμικς «άλλαξαν επίπεδο» και από την άλλη να περιβάλλει με αγάπη τους χαρακτήρες του, να αφηγείται με χιούμορ τα, μικρά και επιβεβλημένα στις νεαρές ηλικίες, άλματά τους στο κενό και να «γιορτάζει» τη διαφορετικότητα, τον συναισθηματισμό και την αγνότητα των νέων σε μια εποχή κατά την οποία οι χαρές και οι λύπες άρχισαν να θεωρούνται αδυναμίες και να δίνουν τη θέση τους σε έναν απάνθρωπο και, σήμερα, θριαμβευτή κυνισμό. Και το σχετικό link...
-
Το γνήσιο, με μπόλικο σουσάμι και τραγανό κουλούρι αποτελεί διαχρονικά υπέροχο σνακ, ιδιαίτερα όταν είναι αγορασμένο από πλανόδιο κουλουρά μετά από κοπιαστική βόλτα ή πολύωρη εργασία. Κάποτε τα κουλούρια ήταν μία από τις λίγες οικονομικές διεξόδους για να ξεγελάσεις την πείνα σου. Και μετά άρχισαν να τα φτιάχνουν όλα τα bakeries, να τα πουλάνε τα σούπερ μάρκετ μετά από βαθιά κατάψυξη και να ανοίγουν αλυσίδες κουλουράδικων με ευφάνταστα ονόματα και αμέτρητες εκδοχές πολύχρωμων κουλουριών με σοκολάτα, κρέμα μπουγάτσας και γκότζι μπέρι. Νόστιμα είναι, δεν λέω. Αλλά οι παλιές αξίες μένουν αναλλοίωτες. Και μια τέτοια είναι το «Κουλούρι» του Τόμεκ με το σουρεαλιστικό του χιούμορ, τα υπέροχα σκίτσα και τις χειροποίητες γραμματοσειρές του, τις αυτοσαρκαστικές αναφορές του, την παραδοσιακή βραδύτητα στις εκδόσεις του (σε 14 χρόνια έχουν κυκλοφορήσει 8 τεύχη ενώ το πιο πρόσφατο κυκλοφόρησε 7 χρόνια μετά το προηγούμενο), η οποία σε αναγκάζει πάντα να ξεθάβεις και να ξαναδιαβάζεις ό,τι προηγήθηκε απολαμβάνοντας τη γεύση σαν να ήταν η πρώτη φορά. Ο Τόμεκ έχει μια μοναδική ικανότητα να σχεδιάζει συμπαθητικά αλλόκοτα πλάσματα και εξωφρενικές καταστάσεις δημιουργώντας μικροσύμπαντα που ακολουθούν τους δικούς τους κανόνες αλλά σε απορροφούν τόσο που ξεχνάς τον εμφανή παραλογισμό περιμένοντας με αγωνία να δεις τι θα συμβεί παρακάτω. Στις ιστορίες του εμφανίζονται ο Άλμπρεχτ Ντίρερ, ο Χάουαρντ Φίλιπς Λάβκραφτ, οι Σπιφ και Σπαφ (ως Τσαφ και Τσουφ) του Τάσου Ζαφειριάδη, χαρακτήρες και σκηνές από το «Κρακ» του Τάσου Μαραγκού και τα «Κουραφέλκυθρα» του Αντώνη Βαβαγιάννη, η Abbey Road των Beatles, το Άλιεν, ακόμα και ο εκδότης του που στο 8ο τεύχος (εκδόσεις Jemma Press, 32 σελίδες) κρατά τον ρόλο ενός παρανοϊκού σύγχρονου Δόκτορος Φρανκενστάιν που, τυφλωμένος από τη φιλοδοξία της παντοκρατορίας της Jammba Press, συναρμολογεί αταίριαστα υλικά για να δημιουργήσει εντέλει μια καφετιέρα-τέρας αντί για «το τέλειο εργαλείο παραγωγής κόμικς το οποίο είναι καταδικασμένο να σχεδιάζει τα μεγαλύτερα αριστουργήματα της 9ης τέχνης». Όλο αυτό το υπέροχο παστίς αποτελεί τη βασική συνταγή του «Κουλουριού» από την πρώτη του σελίδα το μακρινό 2011 μέχρι σήμερα και είναι βέβαιο ότι θα διατηρήσει τη γεύση του όσα χρόνια κι αν περάσουν μέχρι την επόμενη συνέχεια. Και το σχετικό link...
-
- 3
-
- τόμεκ γιοβάνης
- jemma press
-
(and 1 more)
Tagged with:
-
Από τα πιο γνωστά και παλαιά δημοτικά στην Ελλάδα και με πολλές εκδοχές στις χώρες των Βαλκανίων, το τραγούδι «Του Νεκρού Αδερφού» μεταφέρεται σε κόμικς με την πρωτότυπη εικαστική ματιά της Εύας Πουλοπούλου. Κάθε καλοκαίρι γράφονται αμέτρητες αναλύσεις για τις μεταφορές των αρχαίων τραγωδιών και κωμωδιών και τις σύγχρονες εκδοχές τους από ρηξικέλευθους σκηνοθέτες. Παρόμοιες κριτικές, σπανίως υμνητικές, πολύ συχνότερα καυστικές, διαβάζουμε για τη διασκευή λογοτεχνικών έργων που μεταφέρονται σε κόμικς, κινηματογραφικές ταινίες ή θεατρικές παραστάσεις. Πριν από λίγες ημέρες, στην τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων του Παρισιού, δόθηκε μια ακόμη αφορμή για να ξανασυζητηθεί το ζήτημα της λεπτής ισορροπίας μεταξύ σατιρικής ή χλευαστικής παρωδίας και φόρου τιμής με επίκεντρο την ιδιοποίηση, την προσαρμογή και την αναπλαισίωση γνωστών εικαστικών έργων τοποθετημένων σε νέα συμφραζόμενα. Το βέβαιο είναι πως η αποτίμηση κάθε μεταφοράς καλλιτεχνικού έργου από μια μορφή τέχνης σε μια άλλη ή ακόμα και ως διαφορετικής εκδοχής της ίδιας μορφής, απαιτεί άριστη γνώση της ιστορίας και των νοημάτων του πρωτοτύπου και νέα κριτήρια για την πρόσληψη και κατανόηση του παράγωγου έργου. Απαιτείται επιπλέον, πάντα μια τολμηρή και ριψοκίνδυνη απόφαση των σύγχρονων καλλιτεχνών και καλλιτέχνιδων να «αντιμετωπίσουν» τα πρωτότυπα έργα έχοντας σαφή στόχο ως προς τον τρόπο με τον οποίο θα τα χειριστούν. Κάτι που γίνεται ακόμα πιο δύσκολο και επικίνδυνο όταν τα πρωτότυπα έργα είναι παλαιά, ευρύτατα γνωστά και πλήρως νοηματοδοτημένα στην κοινή συνείδηση. Κι ως τέτοια μπορούν να θεωρηθούν τα δημοτικά τραγούδια, των οποίων οι διαφορετικές εκδοχές ήταν έτσι κι αλλιώς δεδομένες κατά το παρελθόν αλλά εντός ενός εντελώς διαφορετικού πλαισίου λαϊκής καλλιτεχνικής ελευθερίας. Από τα πιο γνωστά δημοτικά τραγούδια του τόπου μας είναι το τραγούδι «Του Νεκρού Αδερφού», το οποίο συναντάται σε διάφορες παραλλαγές σχεδόν σε κάθε σημείο των Βαλκανίων, ένα παραδοσιακό ποίημα που θεωρείται κλασικό στην Ελλάδα, έχει γίνει αντικείμενο ποικίλων μελετών και αποτελεί ύλη σχολικών εγχειριδίων. Τα βασικά του θέματα άλλωστε, πέρα από την αυτονόητη καλλιτεχνική αξία της έμμετρης αφήγησης, είναι διαχρονικά και κοινά, ιδιαίτερα στις λαϊκές φανταστικές ιστορίες των Βαλκανίων: η ξενιτιά, ο θρήνος για τον θάνατο των παιδιών, η ιερότητα του όρκου, η κατάρα της μάνας, η νεκρανάσταση. Από το 1886, ο Νικόλαος Πολίτης στη μελέτη του με τίτλο «Το Δημοτικόν Άσμα περί του Νεκρού Αδερφού» (εκδόσεις Αδελφών Περρή) διερευνά τις ρίζες του τραγουδιού και συγκρίνει τις παραλλαγές του, λύνοντας και ορισμένες παρεξηγήσεις που είχαν δημιουργηθεί από παλαιότερες εκδόσεις του και μεταφράσεις του κυρίως στη Γερμανία, αλλά και εντοπίζει την κοινότητα του θέματός του με αντίστοιχα τραγούδια σε διάφορα μέρη της Ευρώπης. Στην εισαγωγή του εξηγεί: «Κοινότατον ανά πάσαν την Ελλάδα και γνωστότατον είναι το δημώδες άσμα περί του νεκρού αδελφού, του προς επλήρωσιν υποσχέσεως επανάγοντος εις την μητέρα εκ της ξένης την αδελφήν. Την μεγάλην τούτου διάδοσιν μαρτυρούσιν αι μέχρι τούδε γνωσταί ημίν δεκαεπτά παραλλαγαί αυτού, αι εν τέλει δημοσιευόμεναι. Προέρχονται δ’ αι παραλλαγαί αυταί εκ διαφόρων ελληνικών χωρών, εκ της Πελοποννήσου και εκ της Στερεάς, εκ της Επτανήσου και εκ των Κυκλάδων, εκ της Θεσσαλίας και εκ της Βάρνης, εκ της Κρήτης και εκ της Τραπεζούντος· όθεν εκ τούτου κρίνων, ίσως δύναται τις ειπείν, ότι ουδαμού της ελληνικής γης είναι άγνωστον το άσμα. Περί του άσματος τούτου πολλά εγράφησαν υπό αλλοδαπών μάλιστα λογίων». Το τραγούδι έχει πιθανώς τις ρίζες του στη Μικρά Ασία του 9ου αιώνα και κατ’ επανάληψιν έχει δραματοποιηθεί από λογοτέχνες του παρελθόντος όπως ο Φώτος Πολίτης, ο Αργύρης Εφταλιώτης και ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου. Σε έκδοση του «Όρκου του Πεθαμένου» του τελευταίου μάλιστα (1932, εκδόσεις Δημητράκου), ο Νικόλαος Λάσκαρης προλογίζοντας την έκδοση επισημαίνει ότι «Όλοι σχεδόν οι βαλκανικοί λαοί έχουν το τραγούδι του νεκρού αδερφού. Σέρβοι, Βούλγαροι, Ρουμάνοι, Αλβανοί, Έλληνες. Είναι, θα ’λεγε κανείς, ένα πνευματικό αγώνισμα των λαών στον Αίμο. Όσο βέβαια κι αν αποφύγωμε τον σωβινισμό και αν απομακρύνωμε κάθε πεζή ιδέα βαλκανικής διαμάχης σε τέτοιο λεπτό ζήτημα, είναι αδύνατο να μην πούμε την αλήθεια. Η αλήθεια είναι πως το ελληνικό τραγούδι δεν συγκρίνεται με κανένα από τα άλλα». Με μια τέτοια πλούσια ιστορία, δεν είναι εύκολη η αναμέτρηση με το τραγούδι. Και όμως, η Εύα Πουλοπούλου, αρχιτεκτόνισσα και εικαστική καλλιτέχνιδα, όχι μόνο το τόλμησε αλλά και τα κατάφερε περίφημα. Η δική της εκδοχή «Του Νεκρού Αδερφού» (εκδόσεις Jemma Press, 72 σελίδες) μάλιστα, προσφέρει κάτι που απουσίαζε μέχρι σήμερα στη συνολική κατανόηση του έργου, την εικονοποίησή του μέσω στατικών εικόνων. Πώς να ήταν άραγε ο Κωσταντής και η Αρετή; Και πώς η χαροκαμένη μάνα τους; Σε ποιο σπίτι κατοικούσαν; Και πώς έμοιαζε η ξενιτιά; Η ίδια, στο εισαγωγικό της σημείωμα, εξηγεί τους λόγους που επέλεξε το συγκεκριμένο έργο: «Για πρώτη φορά το άκουσα μικρό παιδί, σαν παραμύθι. Ένα μυστηριώδες σκοτεινό παραμύθι σε οικείο έδαφος, με φόντο το διαχρονικό τοπίο της ελληνικής υπαίθρου. Όπως συχνά συμβαίνει με τα πρώιμα ακούσματα, αποθήκευσα την ιστορία στο μυαλό μου “για αργότερα”, όπου έμεινε σε κατάσταση ύπνωσης για τρεις περίπου δεκαετίες. Αφορμή για να ασχοληθώ ξανά μαζί της στάθηκε η εμπειρία της ξενιτιάς. Ύστερα από είκοσι χρόνια εκτός Ελλάδας, ζώντας συχνά από απόσταση πίκρες και χαρές κι έχοντας αποκτήσει έντονους προβληματισμούς περί ταυτότητας, ανέσυρα το ποίημα στη σφαίρα του συνειδητού. Τόσο η ζωντάνια του λόγου του δημοτικού τραγουδιού όσο κι ο πλούτος της αφήγησης σε εικόνες ενός χαμένου αλλά ωστόσο γνώριμου κόσμου, μου έδωσαν την ιδέα για τη διασκευή του σε κόμικς». Αυτή η διασκευή της Πουλοπούλου είναι ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα και μαγνητίζει τον αναγνώστη από την πρώτη σελίδα, τόσο με τα βυζαντινότροπα σχέδια αναφορικά με τις μορφές των προσώπων, όσο και με τις επιλογές των χρωμάτων που παραπέμπουν σε μελανόμορφα και ερυθρόμορφα αγγεία της αρχαιότητας. Εξαιρετικά επιτυχημένες είναι επίσης και οι αναφορές της σε πίνακες της ιστορίας της τέχνης όπως τον «Θρήνο για τον Νεκρό Χριστό» του Αντρέα Μαντένια με τις χαρακτηριστικές βραχύνσεις, τα τοπία του Πίτερ Μπρίγκελ του Πρεσβύτερου με τους αγρότες ως σκιές να θυμίζουν τις φιγούρες της «Έβδομης Σφραγίδας» του Μπέργκμαν, την «Πυραμίδα των κρανίων» του Σεζάν, τον «Ναπολέοντα διασχίζοντας τις Άλπεις» του Νταβίντ κ.ά. Τα σχέδια έχουν τέτοια δύναμη να απορροφήσουν τον θεατή τους που μετά από λίγο ξεχνά ότι διαβάζει ένα δημοτικό τραγούδι και μάλιστα στην πρωτότυπη γλώσσα, χωρίς καμιά λεκτική παρέμβαση ή τροποποίηση σε σχέση με την πιο διαδεδομένη εκδοχή του. Εξίσου σύντομα επίσης, ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται ότι πίσω από την έμμετρη αφήγηση μιας ιστορίας με μεταφυσικά στοιχεία από τις δοξασίες μιας άλλης εποχής που μοιάζει πολύ μακρινή, αναδύονται συμβολισμοί και συναισθήματα που δεν θα ξεπεραστούν ποτέ καθώς αποτελούν θεμέλια της ανθρώπινης φύσης. Όπως γράφει και η Πουλοπούλου: «[…] ελπίζω ότι οι αναγνώστες θα επιχειρήσουν να κοιτάξουν πέρα από την επιφάνεια και τα κομμάτια της ιστορίας που με τα σημερινά κριτήρια μπορεί να φαντάζουν απαρχαιωμένα, στην καρδιά της αφήγησης και της ψυχολογίας των ηρώων. Εκεί ακριβώς, μέσα στον βαθιά συμβολικό χαρακτήρα της ιστορίας μπορεί κανείς να ανακαλύψει την αξία της, τον λόγο για τον οποίο επιβίωσε ανά τους αιώνες εντός κι εκτός των ελληνικών συνόρων. Το τραγούδι “Του Νεκρού Αδερφού” είναι μια λαϊκή τραγωδία που αντλεί στοιχεία από παραδόσεις τόσο αρχαίες όσο κι ο μύθος της Δήμητρας και της Περσεφόνης. Είναι η κάθοδος της κόρης στον Άδη – ας μην ξεχνάμε ότι η ξενιτιά παλιότερα βιωνόταν σαν θάνατος –, αλλά και μια ιστορία κάρματος κι ενηλικίωσης. Ένα ταξίδι μύησης της νεαρής άμαθης ηρωίδας στον έξω κόσμο αλλά κι επιστροφής στις ρίζες μέσα από συμφορές κι απώλειες, με τελικό στόχο τη μεταμόρφωση». Μεγάλο μέρος των δημοτικών τραγουδιών άλλωστε αφορούσαν τέτοια ζητήματα περί της τραγικότητας της ανθρώπινης ύπαρξης. Τότε οι τραγικές καταστάσεις οφείλονταν σε εντελώς διαφορετικές συνθήκες. Αυτές οι συνθήκες άλλαξαν, αλλά η τραγικότητα παραμένει. Αυταπατώμεθα όταν αντιμετωπίζουμε αυτά τα έργα ως ξεπερασμένα και φολκλόρ. Αποτελούν την καλλιτεχνική λαϊκή έκφραση αιώνων και ουσιαστικά συνιστούν ένα βαθύ ιστορικό αποτύπωμα που οφείλουμε να μη θάψουμε στην άβυσσο της αυταρέσκειάς μας. Και το σχετικό link...
-
- 2
-
- του νεκρού αδερφού
- jemma press
-
(and 1 more)
Tagged with:
-
Δημιουργήθηκε πρώτη φορά το 1962 από τις Angela και Luciana Giussani και θεωρείται ο πιο δημοφιλής χαρακτήρας των ιταλικών Fumetti Neri και ένας από τους πιο γνωστούς αντιήρωες των ευρωπαϊκών κόμικς. Παρά την εγκληματική του δράση, ο Diabolik ή αλλιώς γνωστός ως ο Βασιλιάς του Τρόμου, με τις εκατοντάδες περιπέτειές του έχει γοητεύσει γενιές και γενιές αναγνωστών και αναγνωστριών. Εφευρετικός, άσος στις μεταμφιέσεις, άριστος χειριστής των όπλων και μαέστρος των πολεμικών τεχνών, ο μασκοφόρος κακοποιός κατάστρωνε πάντα μέχρι τελευταίας λεπτομέρειας παράτολμα σχέδια που πάντα ολοκληρώνονταν με επιτυχία, δίπλα στην αιώνια αγαπημένη του και συνεργάτιδά του, Eva Kant. Στην πιο πρόσφατη περιπέτειά του που κυκλοφόρησε στα ελληνικά από τις εκδόσεις Jemma Press με τίτλο «Ο θησαυρός του Ντιαμπόλικ (μετάφραση: Γαβριήλ Τομπαλίδης, 176 σελίδες) σε σενάριο του Tito Faraci και σχέδια του Emanuele Barison, έρχεται αντιμέτωπος με τέσσερα πρώην θύματά του που διψούν για εκδίκηση με επίκεντρο την μεγάλη και μυστική συλλογή έργων τέχνης που κρύβει βαθιά κάτω από τη Γη. «Το μουσείο μου… Κάθε φορά νιώθω αυτό το παράξενο συναίσθημα. Πολύ σημαντικό για μένα. Μια αίσθηση γαλήνης… Έχω κλέψει τόσα πράγματα στη ζωή μου. Κοσμήματα, διαμάντια, πακτωλούς χρημάτων. Ξεπερνώντας ολοένα και μεγαλύτερες προκλήσεις. Όσα όμως έχω συγκεντρώσει εδώ μέσα είναι τα μόνα πράγματα στα οποία δίνω αξία. Και θα μείνουν για πάντα δικά μου… Δικά μου μονάχα» σκέφτεται καθώς θαυμάζει τα αποκτήματά του. Ένας στυγνός εγκληματίας φαίνεται για πρώτη φορά να λυγίζει συναισθηματικά μπροστά στα αριστουργήματα της ιστορίας της τέχνης, σε πίνακες και γλυπτά από αρχαίους πολιτισμούς και εξωτικούς τόπους. Για να συνειδητοποιήσει γρήγορα ότι το συναίσθημα όπως και η εκδίκηση δεν είναι επιλογές. Μπορεί να οδηγήσουν στην αδυναμία και η αδυναμία να μετατραπεί σε αχίλλειο πτέρνα. Και το ερώτημα που ανακύπτει, σε μια ιστορία που μόνο φαινομενικά πρόκειται για μια αστυνομικού τύπου περιπέτεια αλλά ουσιαστικά είναι φορτωμένη από πολύ βαθύτερους στοχασμούς, είναι αν τελικά ο Diabolik θα θυσιάσει την τέχνη για να σώσει τη ζωή του και την τιμή του… Και το σχετικό link...
-
- 2
-
- diabolik
- angela giussani
- (and 7 more)
-
Και μια πρώτη ματιά στο νέο του κόμικς. Διασχίζω την πόρτα του διαμερίσματος που μένει ο κομίστας Vittorio Giardino με τη σύζυγό του Γκαμπριέλα στα προάστια της Μπολόνια. Είναι Τρίτη, τέλη Απρίλη, κάνει ασυνήθιστο κρύο για μένα, συνηθισμένο για την Μπολόνια. Γύρω στους 5 βαθμούς Κελσίου και βρέχει. Τρέμω λιγάκι, αλλά προσπαθώ να φαίνομαι κουλ. Συναντώ από κοντά ένα από τα είδωλά μου, έναν θρυλικό κομίστα, πολυβραβευμένο, πολυδημοσιευμένο, που οι αστυνομικές, κατασκοπευτικές και ερωτικές ιστορίες τις οποίες κατασκεύασε από τη δεκαετία του 1970 έως σήμερα συνεισέφεραν με τον δικό τους τρόπο σ’ αυτό που ορίζουμε ως καθαρή γραμμή (ligne claire) στα κόμικς. Υπάρχει μια κομψότητα στα κόμικς του Giardino, η οποία αντί να κάνει θόρυβο για την επιδεξιότητά της – αποτέλεσμα σκληρής εξάσκησης – βιώνεται ανεπιτήδευτα. Μια παράξενη ηρεμία, αταραξία διαπερνά τις σελίδες του. Η καθαρή γραμμή του σχεδίου παντρεύεται με την καθαρή γραμμή της αφήγησης. Οι ιστορίες είναι εντούτοις πολύπλοκες, γεμάτες δράση, οι ήρωες σχεδιασμένοι με προσοχή, οι εκφράσεις των προσώπων αδρές, η κινησιολογία των χαρακτήρων, ο περιβάλλων χώρος, τα κτίρια, οι λεπτομέρειες στα αντικείμενα: έπιπλα, ρούχα, παπούτσια, μεταφορικά μέσα, τα πάντα σχεδιασμένα ώστε να αποδίδουν μέχρι και την πιο μικρή λεπτομέρεια με ακρίβεια. Όλες, όμως, αυτές οι ποιότητες έχουν άλλη γεύση στις σελίδες του Giardino. Η καταβύθιση του αναγνώστη σε αυτές θυμίζει εκείνη τη μοναδική στιγμή της γευσιγνωσίας ενός εξαιρετικού ποτού, που πρέπει πρώτα να το μυρίσεις, να το ανακινήσεις και ύστερα να το γευτείς προσεκτικά, αφήνοντάς το να απελευθερώσει όλα τα αρώματα και τις ποιότητές του στο στόμα σου. Ο 78χρονος Vittorio Giardino μού χαμογελά και με καλωσορίζει. Αδύνατον να μην παρατηρήσω πόσο μοιάζει εξωτερικά με έναν από τους πιο αγαπητούς ήρωές του, τον γοητευτικό και εσωστρεφή κατάσκοπο Μαξ Φρίντμαν. Μόνο που τώρα το μούσι δεν είναι κόκκινο, αλλά άσπρο. Με συστήνει στη σύζυγό του Γκαμπριέλα, καθόμαστε στο καθιστικό με θέα τον βρεγμένο και καταπράσινο από τις κέλτιδες δρόμο. Φέρνει μπισκότα και χυμό. Τι γυρεύω εδώ; Τον Giardino τον μάθαμε στην Ελλάδα από το ιστορικό περιοδικό κόμικς Βαβέλ όπου δημοσιεύτηκαν αρκετές ιστορίες του, με το περιοδικό να εκδίδει το 1990 το επικό του κόμικς «Ουγγρική ραψωδία», μια περιπέτεια του κατασκόπου Μαξ Φρίντμαν, κι ένα πολύ σημαντικό άλμπουμ για την πορεία του Giardino. Το κόμικς αυτό απέσπασε πολλές διακρίσεις και αναγνωρισιμότητα, ενώ συγχρόνως σηματοδότησε και μια μεταστροφή τού δημιουργού από το αστυνομικό στο κατασκοπευτικό είδος, με εντατικές αλλαγές στη σκηνογραφία και στην ατμόσφαιρα των ιστοριών του. Το 2022 η Jemma Press ξεκίνησε να κυκλοφορεί στα ελληνικά σε έγχρωμες, πολύ όμορφα επιμελημένες εκδόσεις (σε μεταφράσεις του Γαβριήλ Τομπαλίδη και μεταφραστική επιμέλεια του Γιάννη Μιχαηλίδη) τις υπόλοιπες ιστορίες του Μαξ Φρίντμαν. Κάπου εκεί, τον Απρίλιο του 2022, του πήρα συνέντευξη και σχεδίασε και το εξώφυλλο του τεύχους 824 της ATHENS VOICE. Την ίδια χρονιά έγραψε ένα κείμενο για τις διακοπές του στη Χαλκιδική τη δεκαετία του 1970 για το καλοκαιρινό τεύχος της εφημερίδας. Διατηρήσαμε μια όμορφη επικοινωνία με ανταλλαγή καρτών και ευχών σε γιορτές, μέχρι που αποφάσισα να πάω στην Ιταλία για το Φεστιβάλ Κόμικς της Νάπολης συνδυάζοντάς το με ένα ταξίδι με τρένο στη βόρεια Ιταλία. Και να ’μαι τώρα να πίνω χυμό στο σπίτι ενός ζωντανού θρύλου των κόμικς συζητώντας μαζί του για κόμικς και ταξίδια ανακατεύοντας γαλλικά, αγγλικά και καμιά δεκαριά ιταλικές λέξεις. Μια και ο ίδιος δεν μιλά αγγλικά, η σύζυγός του αναλαμβάνει χρέη διερμηνέα. Vittorio Giardino: Εκλεπτυσμένη καθαρή γραμμή Ο Giardino, γεννημένος το 1945, μπήκε σε ώριμη ηλικία στα κόμικς εγκαταλείποντας μια σίγουρη καριέρα ως τεχνικός μηχανημάτων βιομηχανικής παραγωγής. Δεινός αφηγητής από τα πρώτα του βήματα, βρήκε το σχεδιαστικό του στιλ που τον έκανε αναγνωρίσιμο στα τέλη της δεκαετίας του 1970 με τις ιστορίες του ιδιωτικού ντετέκτιβ Σαμ Πέτζο. Η καθαρή του γραμμή απογειώνεται με την επιδέξια χρήση του μαύρου χρώματος και των σκιάσεων να μας δίνουν κάποια υπέροχα καρέ και το σενάριό του να αποπνέει επιρροή από hard-boiled αμερικανικά μυθιστορήματα, όπως αυτά του Ντάσιελ Χάμετ και του Ρέιμοντ Τσάντλερ. Ο ίδιος δεν κατονομάζει ως επιρροές του τα ιερά τοτέμ της καθαρής γραμμής, τον Ερζέ και τον Έντγκαρ Τζέικομπς, αν και δεν παραλείπει να αποτίσει τιμή σε αυτούς τους μεγάλους κομίστες όταν μπορεί (στη σελίδα 20 του «No Pasarán!», η κόρη του Φρίντμαν διαβάζει τον «Μπλε λωτό» του Τεν Τεν φερ’ ειπείν). Επιρροές του κατά τον ίδιο, οι πρώιμες ιστορίες του «Μίκυ Μάους» που έφτιαξε ο Φλόυντ Γκόντφρεντσον και τα κόμικς του Ούγκο Πρατ. Σε ότι αφορά την ατμόσφαιρα και τη μυθιστορηματική υφή ίσως και να έχει δίκιο για τον Πρατ. Όσο στιλίστας είναι στο σχέδιο, άλλο τόσο είναι και στο σενάριο αφήνοντας να παρεισφρήσουν πράγματα που αγαπά ή τον διαμόρφωσαν, υπηρετώντας πάντα τη συνέχεια της πλοκής: έναν στίχο από το ποίημα «Bohémiens en voyage» του Μπωντλαίρ στην «Ουγγρική ραψωδία», μια αναφορά σε πολεμική φωτογραφία του Ρόμπερτ Κάπα από τον Ισπανικό εμφύλιο στο «No Pasarán!» ή στον Χέμινγουεϊ. Εκτός από τον Σαμ Πέτζο και τον Μαξ Φρίντμαν, δημιούργησε επίσης μεταξύ άλλων τις σειρές με πρωταγωνιστή τον Τζόνας Φινκ και τη «Little Ego». Η μεν πρώτη, που θεωρείται και αριστούργημα, αποτελεί το απαύγασμα της ικανότητας του Ιταλού δημιουργού να πλάθει αφηγήσεις ενταγμένες σε ιστορικό πλαίσιο. Η πλοκή εκτυλίσσεται στην Πράγα του σταλινισμού με τον Εβραίο Τζόνας Φινκ και την οικογένειά του να βιώνουν διώξεις και καταπίεση από το καθεστώς με την κατηγορία της «αντεπαναστατικής» δράσης. Η σειρά βραβεύτηκε τόσο με το βραβείο Alph Art στη Angoulême (1995) όσο και με το ζηλευτό βραβείο Harvey στο San Diego Comic Con (1998). Η δε «Little Ego», μια σειρά ερωτικών φαντασιώσεων – στην ουσία μια παρωδία του «Little Nemo» του Ουΐνσορ ΜακΚέι – αποτελεί μια δοξαστική προς τον έρωτα σειρά με τις ονειρικές περιπέτειες της πρωταγωνίστριας (όλα συμβαίνουν στον ύπνο της με την ίδια να ξυπνάει στο τελευταίο καρέ) να περιλαμβάνουν εκούσιες και ακούσιες αναφορές στην ερμηνεία των ονείρων και την ψυχανάλυση. Οι περιπέτειες του Μαξ Φρίντμαν του Vittorio Giardino Τον εσωστρεφή, γοητευτικό, συχνά αντιφατικό, ταλαιπωρημένο από ένα κουραστικό παρελθόν και πλέον αποσυρμένο στη Γενεύη, Γαλλοεβραίο κατάσκοπο Μαξ Φρίντμαν τον γνωρίζουμε στην αρχή της «Ουγγρικής ραψωδίας» (Βαβέλ 1990) τον Φλεβάρη του 1938, ενώ η Ευρώπη ζει στην αγωνία ενός φρικτού επερχόμενου πολέμου. Ο ίδιος αποζητά την ηρεμία του σπιτιού του στη Γενεύη και τη συντροφιά της μικρής κόρης του, εντούτοις πάντα κάπως μπλέκει σε μια περιπέτεια. Για τις υπηρεσίες αντικατασκοπίας οι εχθροπραξίες έχουν ξεκινήσει ήδη. Θύμα τους το γαλλικό δίκτυο «Ραψωδία» στη Βουδαπέστη της Ουγγαρίας. Ποιος έχει βάλει στόχο τα μέλη του; Οι Σοβιετικοί; Οι ναζί; Μετά από πολλές πιέσεις ο Μαξ Φρίντμαν ταξιδεύει στη Βουδαπέστη για να το ανακαλύψει. Ήδη από το τρένο της άφιξης γίνεται μάρτυρας μιας δολοφονίας, για να συνειδητοποιήσει με τον πιο άμεσο τρόπο ότι η πόλη στην οποία έφτασε μόλις έχει γίνει ένα υπόγειο πεδίο μάχης μεταξύ ναζί και Γάλλων κατασκόπων. Αρχές καλοκαιριού του 1938, και με την «Πύλη της Ανατολής» (Jemma Press, 2023) τον συναντάμε μετά την περιήγησή του στο Αιγαίο, όπου βρέθηκε στο τέλος της προηγούμενης ιστορίας, να φτάνει στην Ιστανμπούλ. «Πόλη» για τους Έλληνες, «Κατώφλι» για τους Πέρσες, «Πόρτα της ευτυχίας» για τους Αρμένιους και τους Κούρδους, στην κοσμοπολίτικη Κωνσταντινούπολη έχει βρει καταφύγιο ο κυνηγημένος από τον Στάλιν και τους κατασκόπους του μηχανικός Στερν. Ο Φρίντμαν θα μπλεχτεί και σ’ αυτήν την περιπέτεια προσπαθώντας να τον σώσει με τη βοήθεια της αινιγματικής Μάγδα Βίτνιτζ. Οι περιπέτειες του Φρίντμαν συνεχίζουν με μια saga τριών άλμπουμ που εκτυλίσσεται στον Ισπανικό Εμφύλιο, το «No Pasarán!» («Δεν θα περάσουν!», Jemma Press, 2022, 2023). Αρχικά σκόπευε να το ολοκληρώσει σε δύο μέρη, αλλά όπως μου λέει και ο ίδιος, ήταν τέτοια η πολυπλοκότητα του θέματος ώστε αναγκάστηκε να το επιμηκύνει ώστε να μη θυσιάσει την επάρκεια της ιστορικής αφήγησης. Παρ’ όλα αυτά αναγκάστηκε να περικόψει και πολλά πράγματα από το αρχικό του σενάριο. Στα τέλη Οκτωβρίου του 1938, ο Μαξ Φρίντμαν ξεκινά την αναζήτηση του αγαπημένου του φίλου Γκουΐντο Τρέβες. Τα ίχνη του χάνονται στην κόλαση του Ισπανικού εμφυλίου. Ο ήρωάς μας φτάνει στη Βαρκελώνη μετά από πολλές περιπέτειες για να διαπιστώσει πως η εξαφάνιση του φίλου του μόνο συνηθισμένη δεν είναι. Η έρευνα και οι ερωτήσεις του Φρίντμαν σκοντάφτουν διαρκώς σε εμπόδια και στην καχυποψία των αρχών. Ο Vittorio Giardino απεικονίζει με μεγάλη φροντίδα τα μέρη που περιγράφει στα κόμικς του. Βουδαπέστη, Κωνσταντινούπολη, Ισπανία, Ελβετία, Ελλάδα. «Τα έχω επισκεφτεί όλα» μου λέει. «Στην Ελλάδα, που την αγαπώ πολύ, έχω πάει πολλές φορές: Ιόνιο, Κυκλάδες, Πελοπόννησο, Θράκη, Χαλκιδική, Κρήτη. Δυστυχώς έχω πολύ καιρό να την επισκεφτώ. Με είχε καλέσει και σε αρκετά φεστιβάλ τελευταία ο εκδότης μου, αλλά δεν προλάβαινα με τη δουλειά» προσθέτει. «Τι δουλεύατε;» άρπαξα την ευκαιρία να ρωτήσω. Χαμογέλασε πονηρά και είπε: «Περίμενε μια στιγμή». Πήγε στο μέσα δωμάτιο. Μια πρώτη ματιά στο νέο του κόμικς του Vittorio Giardino Ο Vittorio Giardino επιστρέφει με βήμα ζωηρό κρατώντας δύο μεγάλους, χοντρούς και δεμένους φακέλους. Τους ανοίγει και απλώνει στο τραπέζι του καθιστικού πολλές σελίδες χαρτί με χρώμα και χωρίς. «Το νέο μου κόμικς» λέει, «Μια νέα ιστορία του Φρίντμαν, 146 σελίδων». Δάκρυα στα μάτια μου. Μου επιτρέπω να πιάσω τα χαρτιά. Δεν ξέρω πώς να περιγράψω αυτό το συναίσθημα. Είναι ηδονιστικό. Και κάπως παιγνιώδες. Σαν να τρως κάποιο αγαπημένο φαγητό για πρώτη φορά. Ή καλύτερα, σαν να μυρίζεις μια ανθισμένη μάντρα την άνοιξη με αποτέλεσμα τα μηνίγγια σου να τινάζονται. Παρατηρώ τις σελίδες. Διακρίνω τα μολύβια, το μελάνωμα του σχεδίου, το μπλάνκο (όπου χρειάστηκε για να διορθώσει κάτι), το χειροποίητο λέτερινγκ, το χειροποίητο χρώμα. Πυροτεχνήματα. Θέλω να μάθω περισσότερα. Θα μάθετε κι εσείς μαζί μου. Η ιστορία λέγεται (με πρόχειρη, δική μου μετάφραση) «Τα ξαδέρφια Μέγιερ» και θα κυκλοφορήσει στην Ιταλία, εκτός απροόπτου, το 2024. Η πλοκή έχει ως εξής Το 1938, όταν η Αυστρία δέχτηκε εισβολή από Γερμανούς στρατιώτες (ή επιστράφηκε στη Μεγάλη Γερμανία, όπως ισχυρίστηκαν οι ναζί), η μοίρα του Αυστριακών Εβραίων έγινε ξαφνικά δραματική. Όπως και οι άλλες εβραϊκές οικογένειες, η οικογένεια Μέγιερ (Meyer) υπόκειτο σε περιορισμούς που επιβλήθηκαν από τους νόμους του Τρίτου Ράιχ. Οι Μέγιερ έζησε στη Βιέννη για περισσότερο από έναν αιώνα. Η ζωή τους έγινε τόσο δύσκολη που αποφάσισαν να εγκαταλείψουν τη χώρα. Αυτό αποδείχθηκε πιο δύσκολο από το αναμενόμενο, οπότε οι Μέγιερ ζήτησαν βοήθεια από έναν μακρινό Γάλλο ξάδελφό τους, τον Μαξ Φρίντμαν. Ευχαρίστως θα το απέφευγε, αλλά συνειδητοποίησε ότι ήταν ο μόνος που μπορούσε να τους βοηθήσει. Επομένως, χωρίς ενθουσιασμό, αλλά και χωρίς δισταγμό, ετοιμάστηκε να φύγει για τη Βιέννη. Δαπανούμε το υπόλοιπο απόγευμα στο σπίτι του, μιλάμε για τις ζωές μας, και κυρίως για τα κόμικς. Μιλάμε για το φεστιβάλ της Νάπολης που επρόκειτο να επισκεφτώ σε λίγες μέρες, για τους σύγχρονους αστέρες της ιταλικής σκηνής. Στα μάτια του Giardino το απόλυτο αστέρι των ιταλικών κόμικς αυτή τη στιγμή, ο Τζεροκαλκάρε, του θυμίζει τον αδικοχαμένο Αντρέα Πασιέντζα (1956-1988). «Δεν έχει υπάρξει ξανά η γραμμή του Αντρέα. Σαρωτική, ανανεωτική, πρωτοποριακή. Τα ναρκωτικά τα κατέστρεψαν όλα» (σ.σ. Ο Αντρέα Πασιέντζα πέθανε από υπερβολική δόση ηρωίνης σε ηλικία 32 ετών). «Αρκετά όμως με όλα αυτά. Δεν πεινάς; Λέω να πάμε για δείπνο σε ένα ωραίο ναπολιτάνικο εστιατόριο. Δεν είναι μακριά. Δέκα λεπτά περπάτημα από εδώ». Ο Vittorio Giardino φόρεσε την μπεζ καπαρντίνα του, κασκόλ, γάντια και το καπέλο του και βγήκε στον βρεγμένο δρόμο της Μπολόνια. Μπροστά στα μάτια μου, σαν σεκάνς από την «Ουγγρική Ραψωδία», ένας 78χρονος πια Μαξ Φρίντμαν περπατά γοργά. Τα κόμικς του Vittorio Giardino που κυκλοφορούν στα ελληνικά: ♦ Ουγγρική Ραψωδία Βαβέλ, Αθήνα 1990, μετάφραση Παυλίνα Καλλίδου. ♦ Η Πύλη της Ανατολής Jemma Press, Πειραιάς 2023, μετάφραση Γαβριήλ Τομπαλίδης. ♦ No Pasarán! Jemma Press, Πειραιάς 2022, μετάφραση Γαβριήλ Τομπαλίδης. ♦ No Pasarán! Rio de Sangre Jemma Press, Πειραιάς 2022, μετάφραση Γαβριήλ Τομπαλίδης. ♦ No Pasarán! Sin Ilusión Jemma Press, Πειραιάς, 2023, μετάφραση Γαβριήλ Τομπαλίδης. Και το σχετικό link...
-
- 9
-
- vittorio giardino
- max friedman
- (and 6 more)
-
«Είναι ευκολότερο να φανταστούμε το τέλος του κόσμου, παρά το τέλος του καπιταλισμού», σύμφωνα με τον μαρξιστή φιλόσοφο και πολιτισμικό αναλυτή Φρέντρικ Τζέιμσον. Τη ρήση αυτή επισημαίνει η Μίκα Αγραφιώτου στον εύστοχο πρόλογό της για το «Fear Future – Επιτελική Κανονικότητα» του Πάνου Ζάχαρη (εκδόσεις Jemma Press, 48 σελίδες) για να τονίσει έμμεσα την επιμονή του δημοφιλούς σκιτσογράφου, πολιτικού γελοιογράφου και δημιουργού κόμικς να αντιστρέψει τη διαπίστωση του Τζέιμσον. Και πράγματι, από τα ποικίλα τέλη του κόσμου έχουμε χορτάσει, τα έχουμε δει, διαβάσει και ακούσει ως δυστοπίες μέσω της τέχνης, πρόσφατα μάλιστα κοντέψαν να μας πείσουν ότι το τέλος του κόσμου θα έρθει αν οι πιτσιρικάδες πίνουν μπίρες στις πλατείες ή αν βγαίνεις έξω χωρίς να έχεις στείλει sms στον Χαρδαλιά και τον Τσιόδρα. Πιθανώς «το τέλος του κόσμου» να είναι και η μεγαλύτερη απειλή που κραδαίνουν οι ισχυροί ώστε να μην έρθει ποτέ το τέλος του καπιταλισμού. Γι’ αυτό και βαφτίζουν «κανονικότητα» τη διατήρηση της αθλιότητας και «επιτελική» την διά της βίας επιβολή και διαχείρισή της. Ο Πάνος Ζάχαρης, του οποίου τη σειρά «Εννέα-Πέντε» απολαμβάνουμε κάθε εβδομάδα στην πρώτη σελίδα του Καρέ Καρέ, το ξέρει καλά και επιχειρεί να γκρεμίσει κάθε αυταπάτη. Όπως σημειώνει η Αγραφιώτου: «Το τέλος του κόσμου όμως το γνωρίζουμε. Το φανταστήκαμε και ακόμα μπορούμε να το δούμε μπροστά μας να έρχεται με κατακλυσμιαίο τρόπο. Ο Πάνος Ζάχαρης έχει φανταστεί και το τέλος του καπιταλισμού, όπως και την τάξη που θα τον ρίξει με πάταγο όταν αποφασίσει να σπάσει τις αλυσίδες της». Μέλη αυτής της τάξης, της εργατικής, της λαϊκής, της διαχρονικά καταπιεσμένης είναι οι πρωταγωνιστές του Fear Future στο τρομακτικό near future του Ζάχαρη. Στον δεύτερο τόμο της σειράς δεν κινδυνεύουν πια από τα μικρόβια του πρώτου, αλλά εξακολουθούν να υφίστανται τη βία της εξουσίας, να εργάζονται σαν σκλάβοι, να ζουν στα συντρίμμια ενός πολιτισμού που καταρρέει, στα λασπόνερα μιας φύσης που πεθαίνει. Ο Ζάχαρης τους συμπονά, αλλά με το πικρό του χιούμορ δεν τους χαρίζεται. Σαρκάζει τους «νικητές», αλλά δεν αθωώνει τους «ηττημένους». Τουλάχιστον αν δεν συνεχίσουν να αγωνίζονται. Κι αυτοί πράγματι, σε μια αχτίδα αισιοδοξίας δεν το βάζουν κάτω. Αντιστέκονται. Ανεξαρτήτως αποτελέσματος. Ώστε να μην έρθει ποτέ το πιο τραγικό τέλος. Το τέλος της ιστορίας. Και το σχετικό link...
-
- 1
-
- fear future
- επιτελική κανονικότητα
-
(and 2 more)
Tagged with:
-
Η Jemma Press κάνει πάντα υπέροχες επιλογές και μας προσφέρει πάντα εξαιρετικές εκδόσεις. Φυσικά, η νέα της εκδοτική προσπάθεια δεν ξεφεύγει από αυτό τον κανόνα και ως αποτέλεσμα έχουμε στα χέρια μας ένα καλό BD, ίσως όχι το καλύτερο που θα μπορούσαμε να δούμε στα ελληνικά, αλλά σίγουρα καλό. Όπως είναι σαφές από τον τίτλο και τη σύνοψη, η ιστορία ανήκει στον κύκλο της Σκανδιναβικής Μυθολογίας, μια θεματική ενότητα στην οποία - περιέργως - οι Γάλλοι κομίστες έχουν εισχωρήσει δυνατά τα τελευταία χρόνια, και συγκεκριμένα αναφέρεται στην Οδύσσεια μιας ομάδας πολεμιστών, οι οποίοι με επικεφαλής μια Βαλκυρία επιχειρούν να φτάσουν στην Άσγκαρντ, προκειμένου να πείσουν τον Οντίν, βασιλιά των θεών του Σκανδιναβικού Πάνθεου, να σταματήσει το αφόρητο ψύχος που καταστρέφει τη Μίντγκαρντ (η Γη στη σκανδιναβική Μυθολογία) . Μην περιμένετε τίποτα εντυπωσιακό ή καινοτόμο από πλευράς σεναρίου, αρκεστείτε σε μια στρωτή αφήγηση, χωρίς ιδιαίτερες φιλοδοξίες. Αντίθετα, το σχέδιο και τα χρώματα είναι πολύ πετυχημένα και αναδεικνύουν πολύ όμορφα όλη τη μουντάδα της συγκεκριμένης ιστορίας και μας προσφέρουν και εντυπωσιακές απεικονίσεις μαχών και τεράτων. Η ιστορία διακόπτεται στη μέση, συνεπώς θα πρέπει να περιμένουμε λίγο μέχρι να διαβάσουμε και το δεύτερο τόμο, προκειμένου να σχηματίσουμε τις τελικές μας εντυπώσεις. Η έκδοση είναι πολύ καλή, παρόμοια με εκείνη του Mezolith. Προτίμησα να βάλω τον τίτλο "Βαλκυρία" στην παρουσίαση και όχι και τον υπότιτλο του πρώτου τόμου ("Νεκρικό Ψύχος"), θεωρώντας ότι πρόκειται για σειρά, η οποία θα ολοκληρωθεί σύντομα (ελπίζω). Είμαι βέβαιος ότι η Jemma Press να συνεχίσει να μας προσφέρει ποιοτικές επιλογές. Ευχαριστούμε για το εξώφυλλο του δεύτερου τεύχους τον Βασιλεύς των Κόμικς.
- 13 replies
-
- 44
-
- 2017
- jemma press
-
(and 3 more)
Tagged with:
-
Χμμμ...! Αναφορές στον χαρακτήρα από εδώ και από εκεί, αλλά καμιά παρουσίαση της Ελληνικής έκδοσης. GreekComicFan to the rescue! Στις αρχές του 2005, η Jemma Press κυκλοφορεί λοιπόν τον πρώτο τόμο (TPB) του HELLBOY, το ΣΠΟΡΟΣ ΤΗΣ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗΣ (Seed of Destruction) του MIKE MIGNOLA και σε σενάριο του γνωστού JOHN BYRNE (τα... πάντα από MARVEL & DC) σε χαρτί μεγάλης απορροφητικότητας (όπως αναφέρει και ο ίδιος ο ιδιοκτήτης της Jemma Press εδώ ) και σε γκρίζους τόνους κατ' αποκλειστικότητα για την Ελληνική έκδοση από τον δημιουργό προς 9,95 ευρώ. Πρώτη έκδοση: 2005 Σελίδες: 128 Τιμή: 9,95 ISBN: 960-87829-7-Χ Η έκδοση περιλαμβάνει πρόλογο του ROBERT BLOCH ο οποίος είναι ο συγγραφέας του ΨΥΧΩ, ενώ πολλοί από εσάς τον γνωρίζετε πιστεύω από τις ανθολογίες της ΩΡΟΡΑ... Περίπου 8 μήνες αργότερα, στις αρχές του 2006, κυκλοφορεί και το δεύτερο TPB, ΞΥΠΝΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΔΙΑΒΟΛΟ (Wake the Devil), αυτή την φορά σε ιλουστρασιόν το οποίο δίνει καλύτερα αποτελέσματα στους γκρίζους τόνους που χρησιμοποιήθηκαν ξανά. Ο MIKE MIGNOLA - που μην ξεχνάμε είναι ο δημιουργός του χαρακτήρα - εδώ αναλαμβάνει και το σενάριο με ικανοποιητικά αποτελέσματα, σε πολύ διαφορετικό ύφος βέβαια. Ο δεύτερος τόμος κόστιζε 11,95 ευρώ. Πρώτη έκδοση: 2006 Σελίδες: 143 Τιμή: 11,95 ISBN: 960-87829-6-1 Ο πρόλογος αυτή την φορά ανήκει στον ALAN MOORE, (σιγά μην εξηγήσω ποιος είναι ο εν λόγω κύριος, μην τρελαθούμε κιόλας! Υπάρχει και αφιέρωμα εξάλλου εδώ .) Τον Οκτώβριο του 2007, περιμέναμε και τον τρίτο τομο, το ΤΟ ΑΛΥΣΟΔΕΜΕΝΟ ΦΕΡΕΤΡΟ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ (The Chained Coffin and Others) , όπου 6 σχέδια οπαδών που θα επίλεγε ο MIGNOLA, θα κοσμούσαν την γκαλερί του τεύχους. Το flyer για τον σχετικο διαγωνισμο: Τελικά όμως κυκλοφόρησε τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους (στις εκπνοές), λόγω καθυστέρησης της επιλογής των νικητών. Αυτή την φορά, ο τόμος ήταν έγχρωμος και με περισσότερες σελίδες , επιφέροντας την ανάλογη αύξηση στην τιμή - πλέον στα 18,90. Πρώτη έκδοση: Δεκέμβριος 2007 Μετάφραση: ΜΠΕΛΛΑ ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΥ Σελίδες: 180 Τιμή: 18,90 ISBN: 978-960-6732-05-8 Ο πρόλογος αυτού του τόμου είναι από τον P.GRAIG RUSSELL, γνωστό πλέον και στην Ελλάδα από την έκδοση του Δαχτυλίδι του Νιμπελούνγκεν. Τον Μάιο του 2008 βγήκε και ένα μυθιστόρημα με τίτλο ΤΑ ΟΣΤΑ ΤΩΝ ΓΙΓΑΝΤΩΝ από τον Christopher Golden με εικονογράφηση από τον MIKE MIGNOLA Το scan είναι του Pavlos. Μετάφραση: Μπέλλα Σπυροπούλου Σελίδες: 272 Σελ Τιμή: 15,00 € ISBN: 978-960-6732-09-6 Παρουσίαση του θα βρείτε ΕΔΩ. Σύνδεσμος για την ιστοσελίδα του Jemma εδώ.
-
Πώς περνούν οι ώρες ενός φαροφύλακα; Πόσο ασφυκτικά είναι τα ντέντλαϊν των κόμικς που φιλοτεχνεί για να ξορκίσει τους δαίμονές του στην ατέλειωτη μοναξιά του; Τι συζητά με το πρόβατό του; Τελικά, ο μπούσουλας είναι που στρέφει ή ο φάρος; Ο Σταύρος Κιουτσιούκης αποτελεί μια ξεχωριστή περίπτωση των ελληνικών κόμικς. Εδώ και περισσότερο από δύο δεκαετίες δημιουργεί ακατάπαυστα βιβλία και σειρές με χιουμοριστικά κατά κανόνα θέματα και παρά την τεράστια παραγωγικότητά του δεν χάνει ποτέ την πνευματώδη, σκωπτική του ματιά. Από τις πιο ιδιαίτερες στιγμές τής μέχρι τώρα πορείας του ήταν η συγκινητική τετραλογία μαύρου χιούμορ του «Yellow Boy» με πρωταγωνιστή ένα ετοιμοθάνατο παιδί αντιμέτωπο με τον κυνισμό ενός εσμού περαστικών από το κρεβάτι του πόνου του, αλλά και το «Έχεις πεθάνει για μένα», μια πειραματική αφηγηματική άσκηση αυτοσχεδιασμού με πολλά ζόμπι. Δεν είναι λίγα επίσης τα κόμικς ερωτικού περιεχομένου του Κιουτσιούκη, πάντα όμως με μια γενναία δόση παρωδίας και με τα γνωστά του θεματικά και εικονογραφικά φετίχ (οι vintage βέσπες, οι πατούσες κ.ά.) να επανέρχονται και να δίνουν τον τόνο. Η πιο πρόσφατη δουλειά του ωστόσο, αποτελεί έναν πανέμορφο σταθμό της πλούσιας διαδρομής του καθώς στο κατά τα άλλα μικρό της μέγεθος συμπυκνώνει πολλές από τις αρετές του, υπερβαίνοντας κάθε προηγούμενη επιτυχημένη απόπειρα «καμένου» χιούμορ και αφαιρετικά εικονογραφημένης αφήγησης. Ο «Καπτάν Ίγγλος» (εκδόσεις Jemma Press, 32 σελίδες) με υπότιτλο «Στιγμιότυπα της ζωής ενός κομιξά φαροφύλακα» είναι μια πανέξυπνη, συγκινητική και ξεκαρδιστική μέσα στην εσκεμμένη αυτοαναφορικότητά της συλλογή από μονοσέλιδα στριπάκια. Πρωταγωνιστής είναι ένας μοναχικός φαροφύλακας που αυτοπροσδιορίζεται και ως ναυτικός καθώς (φαντάζεται ότι;) ο φάρος του ταξιδεύει σε φουρτουνιασμένες θάλασσες και άγρια πελάγη. Μόνη του συντροφιά και αποδέκτης των υπαρξιακών φιλοσοφικών μονολόγων του, φορτωμένων με όλα τα βαρύγδουπα κλισέ της ταξιδιωτικής λογοτεχνίας και των αφηγήσεων των ναυτικών, ένα στρουμπουλό πρόβατο που αποκρίνεται με βαριεστημένα «μπεε» ανάμεσα στις ατέλειωτες ώρες της κατά μόνας δημιουργίας κόμικς με αντίπαλο ένα ολόλευκο χαρτί και της προσμονής για ένα καράβι ανεφοδιασμού, για μια αχτίδα φωτός μετά την καταιγίδα, για κάτι που θα σπάσει τη ρουτίνα. Αρκεί να μην είναι ένα πλοίο που έπεσε πάνω στον φάρο επειδή ο Καπτάν Ιγγλος απορροφημένος στις σκέψεις του ξέχασε να ανάψει τη λάμπα. Μαζί με το πρόβατο ο κομιξάς φαροφύλακας απολαμβάνει ντολμαδάκια γιαλαντζί, τηγανιτά αυγά και παγωτό φιστίκι παλεύοντας να κουμαντάρει τον φάρο, να αποφύγει τα παγόβουνα και να σηκώσει την άγκυρα που έχει πιαστεί σε ένα σεντούκι θησαυρού, σε ένα ναυάγιο, σε ένα βιολοντσέλο. Όλα μπορούν να συμβούν στη ζωή και στη φαντασία ενός φαροφύλακα όταν αναπολεί «τα μαλλιά της» και χαζεύει μαγεμένος τα αποδημητικά σκυλιά να σκίζουν τους ουρανούς ταξιδεύοντας για πιο θερμά κλίματα. Φιλοτεχνώντας (ο Καπτάν Ίγγλος και ο Κιουτσιούκης) ένα υπέροχο σουρεαλιστικό ημερολόγιο για τη μοναξιά, τη δημιουργία, τη φιλία και την αχαλίνωτη φαντασία που κάποιες φορές γίνεται πραγματικότητα. Και το σχετικό link...
-
- 2
-
- καπτάν ίγγλος
- σταύρος κιουτσιούκης
-
(and 1 more)
Tagged with:
-
Πόσα και πόσα αντικείμενα δεν έχουμε στο σπίτι μας που παραμένουν σε ένα διαρκές μεταφορικό limbo, μεταξύ παραδείσου και κόλασης, ζωής και θανάτου, ύπαρξης και ανυπαρξίας; Ένας αναπτήρας που κάποτε άναβε αλλά πέρυσι σταμάτησε, έλα όμως που κάποιες φορές βγάζει μια κάποια σπίθα. Δυο λυγισμένοι και λίγο σκουριασμένοι συνδετήρες που τους κρατάς 12 χρόνια τώρα στο συρτάρι γιατί όλο ξεχνάς να πάρεις καινούργιους και, ποτέ δεν ξέρεις, ίσως κάποτε να τους χρειαστείς. Ένας παλιός φορτιστής που δεν θυμάσαι αν ήταν για το κινητό που είχες στις διακοπές του 1996 ή για την ξυριστική μηχανή από τον στρατό… Κάθε τέτοιο αντικείμενο κρύβει τη δική του ιστορία και η παραμονή του εν ακινησία υπό καθεστώς πλήρους αχρησίας και αχρηστίας γεννά νέες χιουμοριστικές ιστορίες ή αλλιώς, «Ιστορίες που κρύβονταν σε προφανή μέρη» όπως τις αφηγείται η Αλέξια Οθωναίου (εκδόσεις Jemma Press, 48 σελίδες). Πρόκειται για τον τρίτο τόμο της σειράς με υπότιτλο «Ιν Λίμπο» (ο πρώτος είχε κυκλοφορήσει το 2017 και ο δεύτερος το 2019) και δεν περιορίζεται μόνο σε περιπέτειες αντικειμένων αλλά επεκτείνεται στις αμέτρητες λεπτομέρειες της ζωής που περνούν απαρατήρητες μέχρι να αποφασίσεις να στρέψεις το βλέμμα σου προς αυτές: στα λουλούδια του μπαλκονιού σου μετά από 28 μέρες απουσίας, στις φυλές των κομμωτών που εμπιστεύεσαι το κεφάλι σου, στα χαμένα μαγιό σου, στον λογαριασμό της ΔΕΗ και στα ανεξήγητα ποσά που σου χρεώνουν, στα ακατάληπτα σύμβολα του πλυντηρίου ρούχων. Η Αλέξια Οθωναίου που κάθε εβδομάδα μάς παρουσιάζει ακόμα ένα σπαρταριστό επεισόδιο του Χ εις τον Ψ ακριβώς κάτω από αυτήν τη στήλη, έχει μια απίστευτη ικανότητα να ανακαλύπτει θησαυρούς μέσα σε σωρούς σκουπιδιών και να ξεθάβει διαμάντια από την άβυσσο των τετριμμένων και κοινότοπων καθημερινών μας στιγμών. Με τον σαρκασμό και αυτοσαρκασμό της μπορεί να μην κάνει τη ζωή μας καλύτερη, αλλά σίγουρα την κάνει πιο αστεία και γι’ αυτό πιο υποφερτή. Και το σχετικό link...
-
- 2
-
- ιστορίες που κρύβονταν σε προφανή μέρη
- αλέξια οθωναίου
- (and 2 more)
-
"Angela & Luciana Giussani "Το 1962 η Angela και η Lucianna Giussani, δυο ομορφες,καλλιεργημενες,πνευματώδεις κ ανησυχες κυριες της μιλανέζικης αστικής τάξης είχαν το θάρρος να ξεκινήσουν την εκδοτικη τους δραστηριοτητα μη δισταζοντας να βρεθουν αντιμετωπες με κατηγορίες και κρίτικες,δικαστήρια και κατασχεσεις προκειμένου να συνεχίσουν τη "μεγάλη περιπέτεια τους" τον Diabolik. Ευφυεστατες δημιουργικά δεν επινόησαν ¨απλως" εναν χαρακτηρα που πέρασε στη συλλογικη μνημη των Ιταλών,αλλα και εναν αποκλειστικά δικό τους τρόπο δημιουργίας κομικς. Το γεγονος πως ακομα και εως τις μερες μας ο Βασιλιάς του Τρόμου αποτελεί εναν μύθο τοσο για τους αναγνωστες οσο και για τους επαγγελματίες του χωρου,οφείλεται κατα ενα μεγαλο μερος στις βασεις που εκεινες έβαλαν,κατι περισσοτερο απο μισο αιωνα πριν." (Σημείωμα στον κολλοφονα της εκδοσης) Εδω επειτα απο αρκετες δεκαετιες που ειχαμε να δουμε Diavolik στα Ελληνικα (Βλεπε DIABOLIK το 1970 ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ και ΔΙΑΒΟΛΙΚ στα 1983 απο τον ΑΡΗ ΓΚΡΙΤΖΑΛΗ) https://www.greekcomics.gr/forums/index.php?/topic/6434-diabolik/ https://www.greekcomics.gr/forums/index.php?/topic/6432-διαβολικ/ επανερχονται τα Ιταλικα Fumetto (ή αλλιως "φουμέτια"οπως επικρατησαν να χαρακτηριζονται στον Ελλαδικο χωρο αυτες οι εκδοσεις.) Βλεπουμε μια ανθολογια ιστοριων απο πασιγνωστους Ιταλους δημιουργους. Ορισμενους τους ξερουμε με την ενασχοληση τους και στα Ντισνεικα κομικ (π.χ. Cavazzano, Ziche) αλλα ολοι ανεξεραιτως ειναι κορυφαιοi. H εκδοση στην Ιταλια εγινε με αφορμη τα 55 χρονια υπαρξης του Diavolik.. Η συνολικη αισθηση που αποπνεει η εκδοση ειναι στα γνωστα στανταρ που μας εχει μαθει η Jemma press. To σχεδιο παροτι ασπρομαυρο αναδυκνειται και δεν κουραζει στην αναγνωση. Η προελευση της εκδοσης ειναι απο τον κορυφαιο Ιταλικο εκδοτικο Mondatori που πρωτοκυκλοφορησε στην γειτονικη μας χωρα στις 31.10.2017 (Diabolik. Fuori dagli schemi).Βεβαια εδω κυκλοφορησε με μαλακο εξωφυλλο εν αντιθεση με το σκληροδετο Ιταλικο.. Προτεινεται για τους μυημενους-να θυμηθουν τον ηρωα της νιοτης τους-και στους νεοτερους -για να μαθουν και αυτοι.. Υ.Γ.Αφησε να ενοηθει ο υπεθυνος της εκδοτικης οτι αναλογως την αποδοχη και τις πωλησεις που θα κανει η κυκλοφορια θα εχει και συνεχεια..Οποτε σπευσατε.. Υ.Γ.2 Μαζι με το καταπληκτικο εξωφυλλο και τον προλογο του Milo Manara δινοταν και ποστερ μαζι με την αγορα του τιτλου σε περιορισμενα κομματια. (To poster δια χειρος Milo Manara)
- 2 replies
-
- 30
-
- milo manara
- zaniboni
- (and 22 more)
-
Θυμάστε τις "Ιστορίες που κρύβονταν σε προφανή μέρη"? Ε, λοιπόν η ταλαντούχα δημιουργός Αλέξια Οθωναίου επανέρχεται με ακόμα ένα, παρεμφερούς θεματολογίας, άλμπουμ, το οποίο έκανε το ντεμπούτο του στα πλαίσια του ComicDom Con Athens 2019, σε συνεργασία με την JEMMA. Το άλμπουμ περιέχει μονοσέλιδες ιστορίες που περιγράφουν μικρές στιγμές τις καθημερινότητας, που κάποιες τουλάχιστον τις έχουμε ζήσει κι εμείς. Προσωπικά, όπως και το πρώτο άλμπουμ, έτσι κι αυτό μου άρεσε. Αρκετές από τις καταστάσεις που περιγράφονται βγάζουν χιούμορ, ενώ ελάχιστες είναι εκείνες που δεν με ικανοποίησαν. Το παράπονό μου είναι ότι η δημιουργός χρησιμοποιεί πέραν του δέοντος την Αμερικάνικη αργκό και σε μερικά σημεία έχανα το νόημα. Οι συγκεκριμένες ιστορίες κυκλοφόρησαν πρώτη φορά σε ηλεκτρονική μορφή, μέσα από το γνωστό και μη εξαιρετέο socomic. Συνεπώς σε όσους άρεσε το πρώτο άλμπουμ, πιστεύω ότι θα σας αρέσει κι αυτό. Στους μη μυημένους προτείνω να δοκιμάσουν. Η έκδοση κυμαίνεται στα ίδια επίπεδα με την πρώτη. Έχει στενόμακρο φορμά και την κλασική "βρώμικη" υφή του χαρτιού. Η κόλληση στην ράχη είναι ανθεκτική και το εξώφυλλο τόσο παχύ όσο χρειάζεται για να μην τσαλακώνεται εύκολα. Στα έξτρα υπάρχει μόνο μία σελίδα, η οποία αποτελεί ένα σύντομο βιογραφικό της δημιουργού. Την σελιδοποίηση την επιμελήθηκε η Ελευθερία Σκλάβου. Και μία σελίδα από το εσωτερικό. Αφιέρωμα στην Αλέξια Οθωναίου
- 1 reply
-
- 14
-
- jemma press
- αλέξια οθωναίου
-
(and 3 more)
Tagged with:
-
Η Εύα Πουλοπούλου εξηγεί γιατί στράφηκε στο πολύ γνωστό παραμύθι της λαϊκής μας παράδοσης για το πρώτο της, εντυπωσιακό βήμα στο κόμικ. Το είδα σε περίοπτη θέση στο βιβλιοπωλείο Πλειάδες στην καθιερωμένη μου επίσκεψη για αγορές και ενημέρωση. Στο τμήμα των βιβλίων. Αυτό, ένα κόμικ. Τα ψιλοέχασα, μα πόσο χάρηκα! Είναι το εντελώς καινούργιο (κυκλοφόρησε πριν από λίγες εβδομάδες) κόμικ της Εύας Πουλοπούλου «Του Νεκρού Αδελφού». Το θυμάστε το δημοτικό τραγούδι; «Μάνα με τους εννιά σου γιους και με τη μια σου κόρη. Την κόρη την μονάκριβη, την πολυαγαπημένη. Την είχες δώδεκα χρονώ κι ήλιος δεν σου την είδε» κ.λ.π. κ.λ.π. Καθόλου αναμενόμενο υλικό για κόμικ, αν και (δεν θέλω να πολυκάνω σπόιλερ, γιατί κάτι μου λέει ότι κάποιοι, ειδικά οι πολύ νέοι, ίσως και να μην το ξέρουν) είναι εντελώς… γκόθικ η εξέλιξη του τραγουδιού. Όρκοι, θρήνοι, κατάρες, νεκραναστάσεις, πουλιά που μιλούν… Σημασία έχει ότι αυτό το τραγικό, ανατριχιαστικό «παραμύθι» για ένα κορίτσι, την Αρετή, που στέλνεται νύφη μακριά στα ξένα, ενέπνευσε και άγγιξε βαθιά μια νέα γυναίκα, που ζει κι αυτή συνολικά σχεδόν είκοσι χρόνια στο εξωτερικό, με σημαντικά θέματα νοσταλγίας. Επιτυχημένη αρχιτέκτονας τα τελευταία εννιά χρόνια στο Άμστερνταμ, σ’ αυτό το δημοτικό τραγούδι που το ήξερε από παιδί στράφηκε για το πρώτο της, εντυπωσιακό βήμα στο κόμικ. «Ως άλλη Αρετή, πολύ μακριά στα ξένα», μου λέει. Το κόμικ «Του Νεκρού Αδελφού» κυκλοφορεί από την Jemma Press. – Πώς από την αρχιτεκτονική στράφηκες στο κόμικ; Δεν είναι κάτι εντελώς καινούργιο για μένα, κι ας είναι το πρώτο μου κόμικ. Δεν έχω σπουδάσει μόνο αρχιτεκτονική αλλά και Ψηφιακές Τέχνες στην Ecole Nationale Superieure des Arts Decoratifs, στο Παρίσι. Και όποιος με ξέρει, με θυμάται πάντα να σχεδιάζω. – Πώς και δεν έδωσες στη σχολή Καλών Τεχνών; Είχα ξεκινήσει μια προετοιμασία, το σκεφτόμουν και στο τέλος, εντελώς ενστικτωδώς, έδωσα αρχιτεκτονική. Επίσης, βλέποντας αργότερα και την κατεύθυνση της ελληνικής Καλών Τεχνών, σκέφτηκα ότι τελικά ίσως και να μην μου είχε ταιριάξει 100%. Πάντως μού είχε μείνει απωθημένο. Μετά την αρχιτεκτονική στην Αθήνα και ένα μεταπτυχιακό στο Columbia, στη Νέα Υόρκη, το μεταπτυχιακό που έκανα στην Art Deco κατά βάση animation ήταν, φιλμάκια και πολλά μικρά πρότζεκτ. Στα ενδιάμεσα όμως των σπουδών που γύριζα στην Ελλάδα – γιατί είχα φοβερή νοσταλγία − ως αρχιτέκτονας δούλευα, τα προσωπικά μου πρότζεκτ έμειναν στην άκρη. Το ίδιο και τα τελευταία 9 χρόνια στο Άμστερνταμ, που είμαι free lancer αρχιτέκτονας και αποφασισμένη να μείνω μέχρι να μεγαλώσει η 10χρονη κόρη μου. Μιλάει ελληνικά τέλεια, αλλά με λίγη προφορά. Καθόμαστε και διαβάζουμε κόμικ μαζί, ένα συννεφάκι εγώ, ένα αυτή, για να εξασκείται στη γλώσσα μας. – Πότε και πώς ξεπήδησε το δημοτικό τραγούδι «Του Νεκρού Αδελφού» και σε έστρωσε στη δουλειά; Το τραγούδι το ήξερα απέξω. Μου το ‘λεγε η μάνα μου όταν ήμουνα πιτσιρίκι, το άκουγα χωρίς να κρίνω, ούτε μου άρεσε ούτε δεν μου άρεσε. Δεν το καταλάβαινα απαραίτητα, σαν παραμύθι το άκουγα. Κι ακόμα κατά κάποιον τρόπο, σαν παραμύθι το νιώθω. Κατά καιρούς όταν είχα δυσκολίες, μου ερχόταν στο μυαλό, το σκεφτόμουν και μετά το ξεχνούσα. Τον τελευταίο όμως καιρό το είχα όλη την ώρα στο μυαλό μου. Και είπα, μου ‘ρχεται που μου ‘ρχεται, δεν το κάνω κάτι, ένα κόμικ; Ήταν 2023. Ψάχνοντας όμως πρόσφατα τα σημειωματάριά μου, έπαθα σοκ γιατί βρήκα ότι και το 2008 είχα την ίδια ιδέα. Και την είχα ξεχάσει. Είναι ενδιαφέρον ότι και τις δυο φορές βρισκόμουν σε φάση μεγάλης νοσταλγίας για την Ελλάδα. Αλλά την πρώτη φορά αντιμετώπιζα το κόμικ υπό τελείως διαφορετικό πρίσμα. Το 2008 ήμουνα πιτσιρίκα, πήγα στη Γαλλία στα 22 μου, έφυγα στα 27 λόγω τεράστιας νοσταλγίας. Τότε νομίζω ότι είχα ταυτιστεί περισσότερο με την Αρετή, τη νεαρή, άμαθη ηρωίδα του τραγουδιού, που μεγάλωσε σε έναν εντελώς προστατευμένο κόσμο και ξαφνικά βρέθηκε μακριά από το σπίτι της. Στο τραγούδι, μια σειρά από συμφορές την ξαναφέρνουν πίσω και τις αντιμετωπίζει με πρωτοφανή ωριμότητα. Εξαιρετικά ψύχραιμη και στωική. Τη δεύτερη όμως, φορά, η προσέγγιση του τραγουδιού ήταν πιο πολύπλοκη. – Δηλαδή; Πρώτον, οποιαδήποτε νοσταλγία κι αν υπάρχει (που συνεχίζει να υπάρχει) είναι διαφορετικού τύπου πια. Ξέρω ότι κάποια πράγματα, όσο ζω έξω, δεν θα τα έχω. Και επίσης, ειδικά επειδή πέρασα κάποια δύσκολα χρόνια στο Άμστερνταμ νιώθοντας βαθιά μέσα μου αυτό που λέει η μάνα της Αρετής, «κι αν τύχει πίκρα γη χαρά, ποιος πάει να μου τη φέρει;», κατέληξα ότι, όσο δύσκολα κι αν περνάω, εδώ θα τα περάσω. Ότι θα τα καταφέρω παρά την απόσταση από τα πρόσωπα που μου προσφέρουν στήριξη στα δύσκολα. Τότε ήταν που άρχισα να βλέπω το τραγούδι «Του Νεκρού Αδελφού» ως εργαλείο ψυχανάλυσης. Είδα τους χαρακτήρες ως διαφορετικές εκφάνσεις της ανθρώπινης ψυχής. Τη Μάνα, που γεννά ακατάπαυστα, ως τη δημιουργική δύναμη. Τον «φρόνιμο» αδελφό Κωνσταντή ως τον φιλόδοξο και τυχοδιώκτη που, σπρώχνοντας τη Μάνα να δώσει νύφη την Αρετή στα ξένα, άθελά του βάζει σε κίνηση τους νόμους της αρχαίας τραγωδίας. Και η Αρετή είναι για μένα ο πραγματικός εαυτός, το αξιακό σύστημα. Κάτι πολύ βαθύ, που όλοι το φροντίζουν και το προσέχουν, αλλά για να αναπτυχθεί χρειάζεται και χώρο. Όταν κάποιος το υπερπεριορίζει και το υπερπροστατεύει, όπως την Αρετή η μάνα της, που την είχε «δώδεκα χρονώ κι ήλιος δε [της] την είδε», δεν βοηθάει στην ανάπτυξή του. Από την άλλη, ούτε ο τρόπος με τον οποίο η Αρετή μυείται στον έξω κόσμο, με τον αναγκαστικό γάμο, είναι ο κατάλληλος. Για μένα μύηση πραγματική είναι το ταξίδι που κάνει με τον Κωνσταντή, επιστρέφοντας σπίτι της. Όταν συνειδητοποιεί την αλήθεια και συνομιλεί με τα πουλάκια – «άκουσες Κωνσταντίνε μου, τι λένε τα πουλάκια;» − είναι η μύηση της Αρετής στην πραγματικότητα, στο να δει κομμάτια της ζωής που δεν ήξερε. Βλέπει, μαθαίνει τον κόσμο. Κι όταν φτάνει σπίτι και συναντιέται με τη μάνα της, ενώ έχει χάσει τους πάντες και τα πάντα, πεθαίνουν και οι δύο. Πολύ περίεργο τέλος. Ήταν βέβαια και μια θρησκευόμενη εποχή, πίστευαν στη μετά θάνατον ζωή. – Έχει ενδιαφέρον ότι στο κόμικ σου το τραγούδι αποκτά ένα πιο φωτεινό τέλος. Γιατί; Στο τελευταίο μαύρο καρέ, στον τελευταίο στίχο, «κι απέθαναν κι οι δυο», είχα κολλήσει για καιρό. Έπρεπε να σκεφτώ όλα τα παραπάνω για να προχωρήσω σε ένα επόμενο, πιο φωτεινό, χαρούμενο καρέ, που υπονοεί το κάτι καινούργιο που γεννιέται, τη δικιά μου ερμηνεία για το τέλος. Είδα τον θάνατο μάνας και κόρης ως μια καινούργια αρχή. Το ότι αυτές οι δυο πεθαίνουν αγκαλιά είναι κατά κάποιον τρόπο μια συγχώνευση της δημιουργικότητας με τον πραγματικό μας εαυτό, το αξιακό σύστημα, την ειλικρίνεια, αυτό που είναι ο άνθρωπος. – Ένα δημοτικό τραγούδι, όσο κι αν βλέπουμε τελευταία πολύ καλές δουλειές βασισμένες σε λογοτεχνία και λαϊκή παράδοση, δεν είναι και τόσο αναμενόμενο υλικό για κόμικς. Δεν σε τρόμαξε; Δεν το σκέφτηκες; Απλώς το έκανα. Δεν σκέφτηκα, δεν ρώτησα κανέναν. Επίσης, επειδή δεν ήμουν στην Ελλάδα, δεν ήξερα καν τον βαθμό στον οποίο υπάρχει αυτή η τάση, το ανακάλυψα αργότερα, είδα τόσο ωραία κόμικς. Η δικιά μου επιλογή έχει πάντως απόλυτη σχέση με το πώς αντιμετώπιζε τουλάχιστον η δικιά μου γενιά την παράδοση. Με ένα «εντάξει, μωρέ» και την τάση να ακούμε, να βλέπουμε, να διαβάζουμε μόνο αμερικανική και ευρωπαϊκή τέχνη. Όταν πήγα στη Γαλλία, την πρώτη φορά που έζησα έξω, με ρώταγε ο κόσμος «τι μουσική να ακούσω από την Ελλάδα;» και… δεν ήξερα. – Δεν ήξερες τα ρεμπέτικα, τον Χατζιδάκι; Τα ήξερα, αλλά δεν μου έρχονταν τόσο απλά και φυσικά. Είχα μια δυσκολία. Ή τα πρότεινα χωρίς να τα ακούω εγώ, ενώ έβλεπα τη φίλη μου από την Ανδαλουσία να ακούει όλη μέρα ανδαλουσιανική μουσική. Τότε πρωτοσκέφτηκα τη σχέση μου με την παράδοση. Τότε κατάλαβα ότι οι γονείς μου με είχαν μεγαλώσει με την αίσθηση ότι το παραδοσιακό είναι καλό, αλλά όχι και τίποτα αναγκαίο. – Στην αισθητική του κόμικ πώς κατέληξες; Είχες στο μυαλό σου έργα και σχολές που μελέτησες και πάτησες πάνω τους; Τα τελευταία χρόνια στο Άμστερνταμ, πριν καν ξεκινήσω το κόμικ, είχα αρχίσει να νοσταλγώ πολύ την τέχνη, να με στενοχωρεί που δουλεύω πολύ και δεν έχω χρόνο για τίποτα άλλο. Οπότε ξεκίνησα μόνη μου να κάνω χαρακτική, με την οποία δεν είχα ασχοληθεί ξανά. Πρώτα χαρακτική (λινόλεουμ, που είναι εύκολο), μετά λίγη λιθογραφία και διάφορα άλλα. Για παράδειγμα, είχα διάφορες ιδέες για την αρχαία αγγειογραφία, από την εποχή που ως πιτσιρίκι διάβαζα πολλή μυθολογία. Τη μελέτησα. Έκανα κάποια χαρακτικά βασισμένα στα ερυθρόμορφα και μελανόμορφα αγγεία, προσπαθώντας να δημιουργήσω βάθος με το κοντράστ που βλέπουμε στα αγγεία. Και από εκεί σιγά-σιγά προέκυψε η χρωματική παλέτα που χρησιμοποίησα στο κόμικ, αλλά και γενικά ό,τι ανακάλυψα από αυτήν τη διαδρομή βρήκε τη θέση του στη μορφή που του έδωσα. Είναι φτιαγμένο στον υπολογιστή, έτσι; Όχι στο χέρι. Αλλά με έναν τρόπο που θα ακολουθούσα αν έκανα λινόλεουμ ή ξυλογραφία. Και εντάξει, υπάρχουν πολλές άλλες επιρροές, έργα από Έλληνες χαράκτες και από τη βυζαντινή τέχνη που τη χρησιμοποίησα, αφού η ιστορία αυτού του δημοτικού τραγουδιού είναι κομμάτι της δικής της εποχής. Δεν είμαι θρήσκος άνθρωπος, το θέλει όμως η ιστορία που αφηγούμαι. – Πόσο λιτό, χωρίς περιττά πλουμίδια είναι το καρέ σου, σχεδόν γυμνό. Φαίνεται και η καταγωγή σου από την αρχιτεκτονική. Έχω αλλεργία γενικώς στα πολλά πολλά… μπλιμπλίκια. Και μάλιστα, βρίσκω ότι εδώ είμαι πιο διακοσμητική από ότι σε άλλες δουλειές μου. Και δάσος έχω και κλαδάκια έχω, αλλά προσπάθησα να μην το παρακάνω. – Τελικά, πώς εκδόθηκε η δουλειά σου; Το πρώτο draft ήταν έτοιμο τον Νοέμβριο του 2023, βγήκε πολύ γρήγορα και αυθόρμητα, ήταν πολύ καιρό μέσα μου. Ήταν πιο συμπτυγμένο και μικρό, 32 σελίδες. Είχα κρατήσει μόνο τα απολύτως απαραίτητα και βασικά επεισόδια του τραγουδιού, σε κάποια σημεία δηλαδή έτρεχα λίγο. Το έστειλα σε τέσσερα άτομα και όταν ενδιαφέρθηκε ο Λευτέρης Σταυριανός της Jemma Press, χάρηκα πολύ. Μου πρότεινε να το αναπτύξω περισσότερο, ήμουν πολύ ανοιχτή και το έκανα. Κρατήσαμε φυσικά το τραγούδι αυτούσιο σε μια από τις επικρατέστερες παραλλαγές του, χωρίς επεμβάσεις και αλλοιώσεις. Παρά τους ιδιωματισμούς της γλώσσας, νομίζω ότι μπορεί κανείς εύκολα να το διαβάσει και σήμερα, δεν το θεώρησα καθόλου ρίσκο. Άλλωστε, σκέφτομαι ότι το κόμικ, ως ένα από τα δημοφιλέστερα μέσα της ποπ κουλτούρας, μπορεί να σηκώσει το βάρος της λαϊκής ποίησης. Έχουν και τα δυο είδη αμεσότητα και ειλικρίνεια. Και το σχετικό link...
-
- 3
-
- του νεκρού αδελφού
- jemma press
-
(and 1 more)
Tagged with:
-
Τη Λιβύη της μετα-Καντάφι εποχής σκιαγραφεί το κόμικς της Francesca Mannocchi και του Gianluca Costantini, που κυκλοφόρησε πρόσφατα στα ελληνικά από την Jemma Press. Μέσα στη σωρεία των καθημερινών μας προβλημάτων, είναι καλό να θυμόμαστε τις πραγματικές τραγωδίες που βιώνουν άλλοι λαοί, τον διαρκή αγώνα τους για επιβίωση εν μέσω πολέμων και δεινών, και μάλιστα στην κοντινή μας γειτονιά: στην Ουκρανία, στη Γάζα, στην Υεμένη και αλλού. Εκεί όπου, ανεξάρτητα από το ποια προσέγγιση υιοθετούμε ως προς τα σύνθετα ιστορικοπολιτικά αίτια, δεν πρέπει να αγνοούμε ότι άμαχοι κατακρεουργούνται, άντρες βασανίζονται, γυναίκες βιάζονται, μικρά παιδιά χάνουν από νωρίς την αθωότητά τους, γνωρίζοντας την κακία και τον φανατισμό των μεγάλων, μέχρι να πεθάνουν από βόμβες ή από πείνα. Μια τέτοια περίπτωση όπου το ανθρώπινο πρόσωπο ποδοπατιέται από τα οικονομικά συμφέροντα και τις πολιτικές σκοπιμότητες είναι η Λιβύη. Μια χώρα με την οποία, ενώ διαθέτουμε κοινά θαλάσσια σύνορα, εντούτοις λίγα γνωρίζουμε γι’ αυτήν. Το κόμικς «Λιβύη» της Francesca Mannocchi, σε σχέδια Gianluca Costantini, είναι ό,τι καλύτερο υπάρχει στην ελληνόγλωσση βιβλιογραφία για μια πρώτη κατανόηση του λιβυκού ζητήματος. Πέντε χρόνια μετά την πρώτη κυκλοφορία του στην Ιταλία, μπορείτε να το βρείτε στα ελληνικά από τις εκδόσεις Jemma Press, σε μετάφραση Γιάννη Μιχαηλίδη. Στις σελίδες του βιβλίου, η Λιβύη σκιαγραφείται με τρόπο διαφορετικό από τον επιφανειακό των δελτίων ειδήσεων και των αναρτήσεων στα σόσιαλ μίντια. Μια άλλη Λιβύη ξετυλίγεται μπροστά μας, η Λιβύη των απλών ανθρώπων που μάτωσαν και ματώνουν, είτε λόγω δεκαετιών δικτατορίας, είτε λόγω του οικονομικού και κοινωνικού χάους που ακολούθησε την κατάρρευση του καθεστώτος Καντάφι. Διαβάζοντας την πρώτη ιστορία του ηλικιωμένου σήμερα Χουσεΐν, και επί χρόνια πολιτικού κρατουμένου, συγκλονιζόμαστε από την περιγραφή της σφαγής 1.270 κρατουμένων στις 29 Ιούνη του 1996 έπειτα από εξέγερση στις φυλακές Αμπού Σαλίμ. Κι όμως, το πιο θλιβερό της ιστορίας του είναι η παραδοχή του ότι η ανατροπή του 2011 καθόλου δεν δικαίωσε τους νεκρούς της Αμπού Σαλίμ, απεναντίας έφερε πρωτοφανή αναταραχή και νέους τυράννους στην εξουσία. Και ευθύς αμέσως θυμόμαστε ότι η περίπτωση της Λιβύης είναι καρμπόν όλου του μεσανατολικού προβλήματος, όπου η ανατροπή – με την υποστήριξη της Δύσης – δικτατορικών μεν, κοσμικών δε καθεστώτων, τα οποία διατηρούσαν μια κάποια ισορροπία ανάμεσα σε αντιμαχόμενες φυλές, όχι μόνο δεν άνοιξε τον δρόμο στις δημοκρατικές ελευθερίες, αλλά έφερε στην εξουσία τις πιο σκοτεινές φονταμενταλιστικές δυνάμεις. Στις επόμενες δύο ιστορίες, στο επίκεντρο βρίσκεται η τεράστια βιομηχανία εμπορίας και διακίνησης ανθρώπων, από τις ακτές της Λιβύης προς την Ιταλία, μέσω της επικίνδυνης διάσχισης της Μεσογείου σε πλωτά «καρυδότσουφλα». Η καθεμιά από τις ιστορίες προέρχεται από τη ματιά ενός παράτυπου μετανάστη, του Αμίρ, και ενός ακτοφύλακα, του Ίσαα. Οι αφηγητές περιγράφουν τις άθλιες συνθήκες των κέντρων κράτησης μεταναστών, ενώ καταρρίπτουν έναν αγαπημένο μύθο των ελληνικών μίντια περί «συλληφθέντων δουλεμπόρων», ο οποίος γνώρισε δόξες μετά το περσινό πολύνεκρο ναυάγιο ανοιχτά της Πύλου. Ειδικότερα ο Ίσαα αναφέρεται στο πολυπλόκαμο παρασκήνιο της διακίνησης ανθρώπων, μια διαδικασία με πολλούς υψηλά ιστάμενους εμπλεκόμενους (οι οποίοι φυσικά δεν επιβιβάζονται σε πλοιάρια), βασισμένη σε ένα μεγάλο ένοπλο δίκτυο με τεράστιο τζίρο. Η ιστορία της Βέρεντ εκτείνεται σε περισσότερα επίπεδα, καθώς στο πρόσωπο της δεκαεξάχρονης κοπέλας από την Ερυθραία συγκεντρώνονται τα κατεξοχήν στοιχεία της ευαλωτότητας: είναι γυναίκα, είναι μετανάστρια, είναι νεαρή, είναι απροστάτευτη και βέβαια είναι χριστιανή – σε μια εποχή όπου, σύμφωνα με τα ετήσια δεδομένα της World Watch List, οι χριστιανοί σε περίπου 50 χώρες σε Αφρική και Ασία αποτελούν την πιο καταδιωγμένη θρησκευτική ομάδα παγκοσμίως, βιώνοντας συστηματικούς διωγμούς και δολοφονίες. Η Βέρεντ άφησε την οικογένειά της για να κατευθυνθεί με άλλες γυναίκες προς τις λιβυκές ακτές, συνελήφθη από τρομοκράτες του ISIS, προσηλυτίστηκε βίαια στο Ισλάμ για να μην αποκεφαλιστεί και, τη στιγμή που αφηγούνταν την ιστορία της, εγκυμονούσε τον καρπό του ομαδικού βιασμού της. Το τι σημαίνει η καθημερινότητα στη Λιβύη της μετα-Καντάφι εποχής το αντιλαμβανόμαστε από την περιήγηση που κάνει στη συγγραφέα ο Ιμπραήμ: στις ουρές έξω από τις τράπεζες για ένα νόμισμα χωρίς αξία, στις ελλείψεις ηλεκτρικού ρεύματος ή βενζίνης (σε αυτή την τόσο πλούσια σε ενεργειακά κοιτάσματα χώρα), στον εμπεδωμένο τρόμο και πόνο των κατοίκων. «Είναι ένα ολιγοπώλιο, αγαπητή μου. Πριν υπήρχε ένας μόνο δικτάτορας, τώρα υπάρχουν πολλοί μικροί Καντάφι» της λέει, υποδεικνύοντας τις παραστρατιωτικές ομάδες των «Εθνοφυλάκων». Το κόμικς των Mannocchi και Costantini είναι γροθιά στο στομάχι, γιατί δεν δίνει καμιά λύτρωση, ενδιαφέρεται μόνο να μας δώσει ωμή την πραγματικότητα. Η τελευταία αφηγήτρια, η Τέβα, συνοψίζει το διαχρονικό δράμα της Λιβύης: «Τα πλούτη μας είναι οι αλυσίδες μας. Κι όλοι τριγύρω μας αντί να μας βοηθήσουν να ελευθερωθούμε από τις αλυσίδες, τις σφίγγουν ακόμη πιο πολύ. Και κάθε πόλεμος ακόμη περισσότερο». Και το σχετικό link...
-
- 3
-
- λιβύη
- gianluca costantini
-
(and 2 more)
Tagged with:
-
Από την εκδοτική: Δεν υπάρχει κάτι καλύτερο από έναν γλυκό ύπνο στον καναπέ, μπροστά από την τηλεόραση. Τα πράγματα αλλάζουν, αν όταν ξυπνήσεις, σου λείπουν δυο δάχτυλά απ' το δεξί σου πόδι. Είναι μια ηλικία που ακροβατείς ανάμεσα στο παιδί και τον ενήλικο, μια ηλικία που κάποια εικόνα, μυρωδιά ή ήχος μπορεί να σε στιγματίσει και να σε συνοδεύει για όλη σου τη ζωή. Ποιο παιδάκι δεν θέλει να γράφει τις καλύτερες εκθέσεις; Όχι μόνο για το άριστα αλλά κυρίως για εκείνα τα υπέροχα, μικρά, αστραφτερά, αυτοκολλητάκια που δίνει η Κυρία! Το πιο προσωπικό δώρο, εκείνο που το έχεις φτιάξει με τα ίδια σου τα χέρια, είναι το ομορφότερο. Έτσι τουλάχιστον πιστεύουν κάποιοι. 4 αλλόκοτες ιστορίες αστικής παράνοιας από το μυαλό και το χέρι του Δημήτρη Αβραμόπουλου. Η έκδοση: Η Jemma είναι από τις εκδοτικές που αγαπάει Έλληνες δημιουργούς και μέσα στα κόμικ της εγχώριας παραγωγής που κυκλοφόρησαν στο Comicdom ήταν και το Άγνωστες Λέξεις του Αβράμ, κατά κόσμον Αβράμ-Δημήτρη Αβραμόπουλου. Το άλμπουμ χωρίζεται σε τέσσερις ιστορίες περιγράφοντας μέσα από τα μάτια των πρωταγωνιστών τους την αστική παράνοια και τις πληγές που έχει ο καθένας στην ψυχή του και τις οποίες κουβαλάει δια παντός. Είναι η ιστορία μιας γυναίκας που ξυπνάει μία μέρα εντελώς ξαφνικά χωρίς δύο δάχτυλα και ψάχνει να βρει μέσα της το γιατί δημιουργήθηκε αυτό το κενό. Είναι η ιστορία ενός ενήλικα που θυμάται τη σημαντική μέρα που ένιωσε κάτι για μια γυναίκα ως έφηβος. Είναι η ιστορία ενός κοριτσιού που θέλει να γράψει μια έκθεση για την οικογένεια της ζώντας όμως σε ένα προβληματικό σπίτι. Βλέπουμε τους καυγάδες και τις βρισιές να ερμηνεύονται μέσα από τα μάτια ενός παιδιού. Και φυσικά η ιστορία μιας κοπέλας που κάνει με πολύ κόπο ένα δώρο μόνο για να συνειδητοποιήσει ότι δε θα σημαίνει τόσο πολλά για τον άνθρωπο που το έδωσε. Όλες είναι πραγματικά όμορφες, αλλά ειδικά η τρίτη ήταν από τις πιο βαθιές και ταυτόχρονα δύσκολες ιστορίες που έχω κάτσει να ερμηνεύσω τελευταία. Πραγματικά δύσκολη και σε σημεία ανατριχιαστική. Το σχέδιο απεικονίζει όμορφα το αποπνικτικό αστικό τοπίο και οι χρωματισμοί του Αβράμ είναι έντονοι, με ζωηρά χρώματα και ταιριαστοί για την κάθε ιστορία που επιλέγει να αποδώσει. Η έκδοση είναι στο κλασικό 20 x 29 της Jemma με το ανάλογο χαρτί που χρησιμοποιείται σε αυτά τα άλμπουμ και συνολικά το βρήκα μια πάρα πολύ καλή προσπάθεια. Καλό διάβασμα σε όλους
- 1 reply
-
- 9
-
- jemma press
- 2024
-
(and 2 more)
Tagged with: