Μετάβαση στο περιεχόμενο

Αναζήτηση στην Κοινότητα

Εμφάνιση αποτελεσμάτων για ετικέτες 'jemma press'.

  • Αναζήτηση ανά ετικέτες

    Πληκτρολογήστε ετικέτες χωρισμένες με κόμματα.
  • Αναζήτηση ανά συγγραφέα

Τύπος περιεχομένου


Ενότητες

  • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΝΕΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΝΕΑ
  • ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ
    • ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ
    • ΤΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙ
  • ΧΑΛΑΡΩΜΑ
    • ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ
    • ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΡΙΟ
    • ΤΟ ΠΑΖΑΡΙ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Διάφορα
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Ντόναλντ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Super Μίκυ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Κόμιξ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μίκυ Μάους
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μπλα μπλα
  • VINTAGE's Συζήτηση
  • VIDEO GAMES's Γεν. Συζήτηση για Video Games

Blogs

  • Valt's blog
  • Dr Paingiver's blog
  • GCF about comics
  • Vet in madness
  • Θέμα ελεύθερο
  • Film
  • Comics, Drugs and Brocc 'n' roll
  • I don't know karate, but i know ka-razy!
  • Γερμανίκεια
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • Κομικσόκοσμος
  • The Unstable Geek
  • Σκόρπιες Σκέψεις
  • Dhampyr Diaries
  • Περί ανέμων και υδάτων

Βρείτε αποτελέσματα σε ...

Βρείτε αποτελέσματα που ...


Ημερομηνία Δημιουργίας

  • Αρχή

    Τέλος


Τελευταία ενημέρωση

  • Αρχή

    Τέλος


Φιλτράρετε με αριθμό ...

Εγγραφή

  • Αρχή

    Τέλος


Ομάδα


Member Title


MSN


Website URL


Yahoo


Skype


Πόλη


Επάγγελμα


Ενδιαφέροντα

  1. nikolas12

    ΑΙΩΝΙΟΙ

    Σύνοψη από την εκδοτική Ποιος είναι ο Μάρκο Κράλιεβιτς; Σε όσους έχουν μια εικόνα της ιστορίας και της προφορικής λαϊκής παράδοσης των Βαλκανίων είναι πολύ πιθανό το όνομα να είναι οικείο. Ο Πρίγκιπας Μάρκο ή Μάρκος Μρνιάβτσεβιτς ή και Μάρκος Κράλης, όπως είναι γνωστότερος στην Ελλάδα, είναι μια ιστορική φιγούρα που έγινε μυθική και πέρασε από γενιά σε γενιά μέσα από τις ιστορίες και τα παραμύθια. Μια φιγούρα για τους σλαβόφωνους αντίστοιχη με τον δικό μας Διγενή Ακρίτα! Τη φιγούρα αυτή δανείζεται ο Marko Stojanovic σε αυτόν τον πρώτο τόμο της σειράς “Αιώνιοι” για να μας μεταφέρει στη Βιέννη του 1791 και να μας αφηγηθεί μια ιστορία γεμάτη με άναιμα βαμπίρ, δολοπλόκους ευγενείς, αθάνατους πολεμιστές, τον Μότσαρτ και φυσικά με τον ίδιο τον Μάρκο Κράλιεβιτς! Η ιστορία των Αιώνιων Πρόκειται για μια σειρά φτιαγμένη από Σέρβους δημιουργούς γύρω από την ιστορία Μάρκου Κράλιεβιτς. Διαδραματίζεται στη Βιέννη του 18ου αιώνα και όντως το setting σε προϊδεάζει για κάτι θετικό. Παρ' όλα αυτά και για να μη μπερδευτεί κάποιος, δεν πρόκειται για ένα ιστορικό κόμικ με τις περιπέτειες μιας ιστορικής προσωπικότητας. Αντιθέτως αφορά τον πόλεμο που έχουν οι Αιώνιοι, συνεπώς μιλάμε κυρίως για βαμπίρ και πρόσωπα που είναι επιφανή για τη ζωή της Βιέννης, τα οποία έρχονται σε κόντρα με τον Κράλιεβιτς. Η έκδοση Το κόμικ προλογίζει τόσο ο συγγραφέας του Marko Stojanovic όσο και ο Αμερικάνος D.J Kirkbride, συγγραφέας του Errand Boys που σχεδίασε ο Νίκος Κούτσης και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μικρός Ήρως. Όπως φαίνεται και από την αρίθμηση, το Ρέκβιεμ είναι το πρώτο κεφάλαιο της ιστορίας των Αιωνίων. Επίσης το κόμικ έχει κυκλοφορήσει και σε άλλες χώρες των Βαλκανίων και πρέπει να πω ότι το εξώφυλλο της ελληνικής έκδοσης είναι μακράν το ομορφότερο. Το μέγεθος είναι το κλασικό μεγάλου μεγέθους της Jemma, δηλαδή όσο είναι το 1800 και βοηθάει φυσικά το σχέδιο να αναδειχθεί. Η δική μου γνώμη Αποφεύγω συνήθως στις παρουσιάσεις να γράφω τη γνώμη μου, αλλά τώρα λέω να το κάνω. Όταν είδα τους Αιώνιους μου φάνηκε αρκετά ενδιαφέρον και δοκίμασα να το αγοράσω, δε μπορώ να πω ότι ενθουσιάστηκα με το τελικό αποτέλεσμα. Το σχέδιο είναι πολύ συμπαθητικό, κάπως άνισο, αλλά έχει και κάποια πολύ λεπτομερή καρέ και αποδίδεται άριστα η σκοτεινή ατμόσφαιρα της Βιέννης με τα βαμπίρ. Το ίδιο ισχύει και για τη χρωματική παλέτα Από την άλλη το σενάριο το βρήκα προβληματικό. Όταν θες να ξεκινήσεις μια ιστορία με ένα τέτοιο trade, καλό είναι να έχει εισαγωγικό χαρακτήρα όπως του Λανφέστ. Εδώ ένιωσα σε πολλά σημεία μπλεγμένος λες και έχουν συμβεί πράγματα που έπρεπε να τα ξέρω ή δεν έβρισκα λόγο για επιλογές και αποφάσεις. Θα το ξαναδιαβάσω σίγουρα και ίσως αλλάξω γνώμη. Από εκεί και πέρα καλή ανάγνωση σε όλους.
  2. Δεν ήταν μια συνηθισμένη, φυσιολογική χρονιά αυτή που φεύγει. Μια από τις πολλές συνέπειες της κυριαρχίας του ιού επί των ζωών μας ήταν και η ελάττωση της παραγωγής κόμικς. Λίγο πριν από το νέο έτος ξαναθυμόμαστε τα σημαντικότερα έργα του 2020 με την ευχή του χρόνου τέτοιες μέρες τα πράγματα να είναι καλύτερα. «Οι Όμηροι του Γκαίρλιτς» του Θανάση Πέτρου (εκδόσεις Ίκαρος) Ήρωες ή προδότες; Οι Όμηροι του Γκαίρλιτς στο περιθώριο (ή στην καρδιά;) του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου γίνονται οι ανώνυμοι πρωταγωνιστές σε μια ιστορία διχασμού και πολέμου. Ξεχασμένοι από όλους, έρμαια των παλινωδιών και της αναποφασιστικότητας της ελληνικής κυβέρνησης, οι Έλληνες φαντάροι ένιωσαν στο πετσί τους την έννοια της εγκατάλειψης. Ο Θανάσης Πέτρου παρουσιάζει έπειτα από εξαντλητική έρευνα και τεκμηρίωση τις ζωές αυτών των ανθρώπων σε μια από τις ελάχιστα γνωστές πτυχές της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, στην οποία αντικατοπτρίζονται μοναδικά οι πολιτικές συνθήκες της εποχής. «Ληστές» των Γιάννη Ράγκου και Γιώργου Γούση (εκδόσεις Polaris) Στην Ήπειρο των πρώτων δεκαετιών του εικοστού αιώνα, με κεντρικά πρόσωπα τους ληστές που λυμαίνονταν την ύπαιθρο αλλά και τις πόλεις, τοποθετείται η μυθοπλασία των Γιάννη Ράγκου (σενάριο) και Γιώργου Γούση (σχέδια). Μια ιστορία που μπορεί να έχει φανταστικούς πρωταγωνιστές, αλλά βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα και είναι εμπνευσμένη από τη ζωή των αδελφών Ρέντζου. Νουάρ ατμόσφαιρα, ηθογραφία, ακρίβεια σε όλα τα πραγματολογικά στοιχεία και τα ιστορικά δεδομένα χαρακτηρίζουν αυτή την ιδιότυπη βιογραφία, από την οποία αναδύονται όλες οι κλασικές παθογένειες του νεοελληνικού κράτους και η διαχρονικά αμετάβλητη διαφθορά της εξουσίας. «Berlin» των Κυριάκου Αθανασιάδη και Νικόλα Κούρτη (εκδόσεις Jemma Press) Ένας λιγόλογος και φλεγματικός ιδιωτικός ντετέκτιβ που ασχολείται με μικροϋποθέσεις δέχεται μια δελεαστική πρόταση που μπορεί να αλλάξει (ή να τερματίσει) τη ζωή του. Αναλαμβάνει τη δουλειά αδιαφορώντας για τους κινδύνους. Αλλά αυτοί θα είναι τελικά απρόβλεπτοι και πολύ περισσότεροι σε μια θηριώδη, επιβλητική και απάνθρωπη μητρόπολη που λέγεται Μπερλίν. Σε μια πνιγηρή και κλειστοφοβική ατμόσφαιρα και με πολλά στοιχεία εξπρεσιονιστικού και παραφυσικού τρόμου, η αυτοτελής νουάρ ιστορία των Αθανασιάδη και Κούρτη αποτελεί την αρχή μιας σειράς που αναμένεται να έχει πολλές ακόμη συνέχειες. «Στο δάσος» των Σπύρου Γιαννακόπουλου και Στέλλας Στεργίου (εκδόσεις Πατάκη) Ένα μοντέρνο παραμύθι που πλάθεται με σκοπό να ανατρέψει κάθε στερεότυπο και κάθε σύμβαση του είδους φιλοτεχνούν ο συγγραφέας παιδικής λογοτεχνίας Σπύρος Γιαννακόπουλος και η γνωστή από την υπέροχη εκδοχή του «Μικρού Πρίγκιπα» Στέλλα Στεργίου. Η συνταγή τα έχει όλα: μάγισσες, γίγαντες, τέρατα, νάνους, μαγεμένες βατραχίνες, πρίγκιπες και σκουπόξυλα. Αλλά τίποτα δεν πηγαίνει όπως συνηθίζεται σε παρόμοιες ιστορίες. Οι ανατροπές κρύβονται σε κάθε γωνιά αυτού του γοητευτικού δάσους που διαβάζεται εξίσου απολαυστικά από μικρούς και μεγάλους. «1800» του Θανάση Καραμπάλιου (εκδόσεις Jemma Press) Στο τέταρτο μέρος της βραβευμένης σειράς «1800», με τίτλο «Χάκι» (= εκδίκηση στα αρβανίτικα) ο Θανάσης Καραμπάλιος παρακολουθεί και καταγράφει τα επόμενα βήματα της οικογένειας των Καραμάνων λίγο πριν από την Ελληνική Επανάσταση του 1821. Κλέφτες και αρματολοί, Έλληνες και Τούρκοι, στρατιώτες και χωρικοί, πλούσιοι και φτωχοί στην ακόμα ρευστή, σαν καζάνι που κοχλάζει, ελληνική ύπαιθρο, παρουσιάζονται με τη μέγιστη δυνατή ακρίβεια σε μια μυθοπλασία που κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον μπλέκοντας πραγματικά πρόσωπα και fiction χαρακτήρες και προχωρώντας βήμα βήμα προς τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα που θα ακολουθήσουν σε λίγα χρόνια. «Η γυναίκα με τα τραπουλόχαρτα» της Αλέξιας Οθωναίου (εκδόσεις Jemma Press) Μια σειρά από εγκλήματα με θύματα επιτυχημένους άνδρες στοιχειώνουν τη σκέψη και τη ζωή ενός ντετέκτιβ που πασχίζει να λύσει το μυστήριο στη βροχερή και αφιλόξενη Αθήνα μιας νουάρ και σκοτεινής ιστορίας. Σε κάθε κατακρεουργημένο πτώμα κρύβεται και ένα διαφορετικό τραπουλόχαρτο που οδηγεί στην επόμενη κίνηση σε μια παράδοξη και εφιαλτική παρτίδα πόκερ. Κι όλα αυτά στη βαριά σκιά ενός μεγάλου και μοιραίου έρωτα που αποτελεί μέρος της ίδιας παρτίδας, από την οποία κανείς από τους παίκτες δεν μπορεί να βγει. «Ο Μεγάλος Περίπατος του Πέτρου» των Αγγελικής Δαρλάση και Δημήτρη Μαστώρου (εκδόσεις Μεταίχμιο) Ένα κλασικό βιβλίο της Άλκης Ζέη, μιας από τις σπουδαιότερες εκπροσώπους της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας, προσαρμόζουν σε κόμικς η συγγραφέας Αγγελική Δαρλάση και ο Δημήτρης Μαστώρος. Η ιστορία ξεκινά μια μέρα πριν οι Ιταλοί κηρύξουν τον πόλεμο στην Ελλάδα το 1940 και εξελίσσεται μέχρι τη λήξη του πολέμου μέσα από τα μάτια και τη ζωή του μικρού Πέτρου που βλέπει τον εαυτό του να «ενηλικιώνεται» απότομα υπό καθεστώς κατοχής. Κι ας είναι μόνο εννιά χρονών όταν ακούει τις πρώτες σειρήνες. Η πείνα, οι διωγμοί, ο φόβος, ο θάνατος αλλά και η φιλία, η Αντίσταση, η αλληλεγγύη και η ανθρωπιά εναλλάσσονται σε ένα υπέροχο βιβλίο που γεννά σπάνια συναισθήματα στον αναγνώστη. «Μετεωρίτες» των Τάκη Θεοδοσίου και John Antono (εκδόσεις Λόγος Slovo Α-Ω) Διευθυντής του Ελληνικού Μουσείου Μετεωριτών ο Τάκης Θεοδοσίου και πολιτικός γελοιογράφος και δημιουργός κόμικς με επιστημονικές ανησυχίες ο Γιάννης Αντωνόπουλος, συνεργάζονται σε ένα σπάνιο για τα ελληνικά δεδομένα βιβλίο εκλαΐκευσης της επιστημονικής γνώσης. «Ταξίδι στη Γνώση» είναι ο υπότιτλός του και πράγματι προσφέρει μια μοναδική ευκαιρία στον αναγνώστη του να μάθει τι ακριβώς είναι οι μετεωρίτες, από πού έρχονται, ποιες οι διαφορές τους, τι μας διηγούνται για την ιστορία του ηλιακού συστήματος, πόσο κινδυνεύουμε από αυτούς, πώς θα εκμεταλλευτούμε την ύπαρξή τους. «Τετράς η Ξακουστή του Πειραιώς» των Γιώργου Σκαμπαρδώνη και Δημήτρη Κερασίδη (εκδόσεις Μικρός Ήρως) Τέσσερις ρεμπέτες που μετέπειτα έγραψαν ιστορία, ο Μάρκος Βαμβακάρης, ο Γιώργος Μπάτης, ο Ανέστος Δελιάς και ο Στράτος Παγιουμτζής αποτέλεσαν την Τετράδα την Ξακουστή του Πειραιώς, μια ρεμπέτικη κομπανία που σχηματίστηκε το 1934. Η ιστορία τους βασίζεται στο βιβλίο «Όλα βαίνουν καλώς εναντίον μας» του συγγραφέα Γιώργου Σκαμπαρδώνη, ενώ τα σχέδια φιλοτεχνεί ο Δημήτρης Κερασίδης και το εξώφυλλο ο Κωνσταντίνος Σκλαβενίτης. Στο επίκεντρο βρίσκεται η ιστορία μιας παρέας που άφησε εποχή και μέσω αυτής η ιστορία του ρεμπέτικου ως κοινωνικού και καλλιτεχνικού φαινομένου αλλά και η κατάσταση της Ελλάδας την προπολεμική περίοδο. «All Hell Broke Loose» των Αντώνη Β. και Λέανδρου (εκδόσεις Skewed Press) Η Κόλαση στις εικόνες του Λέανδρου και τα κείμενα του Αντώνη Β. είναι οι σύγχρονες βρόμικες, εχθρικές και σκοτεινές μητροπόλεις και οι κολασμένοι πολίτες καίγονται στα καζάνια της. Αλλά δεν έχουν συνθηκολογήσει. Και κάποια μέρα ξεχύνονται στους δρόμους για να πάρουν εκδίκηση. Πάνω στις φωτογραφίες του Αντώνη Β. από το Όκλαντ της Νέας Ζηλανδίας, το Χονγκ Κονγκ και το Λος Αντζελες που θα μπορούσαν να έχουν ληφθεί από κάθε μεγαλούπολη της Δύσης, ο Λέανδρος στήνει τα δικά του σχέδια και παρουσιάζει ένα «πριν» απελπισίας και ένα φωτεινό «μετά» από το ξέσπασμα της βίας και της επανάκτησης της αξιοπρέπειας έστω κι αν το μέλλον θα είναι πάντα αβέβαιο και υπό διαμόρφωση. «Scary Tales» του Πάνου Ζάχαρη (εκδόσεις Jemma Press) Ο Κακός Λύκος, τα Τρία Γουρουνάκια, ο Κοντορεβιθούλης, η Κοκκινοσκουφίτσα, ο Πίτερ Παν, ο Πινόκιο, ο Λαγός κι η Χελώνα συμπρωταγωνιστούν στα «τρομακτικά παραμύθια» του Πάνου Ζάχαρη που δημοσιεύονται κάθε εβδομάδα στις σελίδες της Εφ. Συν. Ο τρόμος ωστόσο δεν προκύπτει από το περιεχόμενο των πρωτότυπων παραμυθιών αλλά από τις απολαυστικές παρωδίες του δημιουργού τους, από τους ευφυέστατους αναχρονισμούς του, από τη σύγχρονη πολιτική πραγματικότητα στην οποία παραπέμπουν. Όλα τα στριπάκια του Ζάχαρη αποτελούν μοναδικά χιουμοριστικά σχόλια πάνω στην εξοργιστική γύμνια των βασιλιάδων αλλά και την κομφορμιστική σιωπή των υπηκόων τους. «Καραντινιέροι» του Κλήμη Κεραμιτσόπουλου (αυτοέκδοση) Ως «μια αφ’ υψηλού και εκ του ασφαλούς θεώρηση καταστάσεων εγκλεισμού» χαρακτηρίζει σαρκαστικά και αυτοσαρκαστικά ο ίδιος ο δημιουργός το έργο του. Και καταγράφει τη διόλου αρμονική συμβίωση δύο συγκατοίκων στα χρόνια της καραντίνας και του κορονοϊού. «Τι μέρα είπαμε ότι είναι;» είναι η λιτή και λακωνική φράση που παίζει τον ρόλο του προλόγου για να ξεκινήσει ένα χιουμοριστικό «πιτζάμα πάρτι», με μόνους πρωταγωνιστές δύο φίλους σε κατάσταση απομόνωσης και σε διαρκή ανταγωνισμό για το ποιος θα ξεστομίσει την πιο απαισιόδοξη και φαρμακερή ατάκα. Αν όλα αυτά κάτι θυμίζουν στους περισσότερους από εμάς, δεν είναι τυχαίο. Όπως δεν είναι τυχαίο ότι τα ζούμε ακόμα και απ’ ότι φαίνεται θα συνεχίσουμε για πολύ ακόμα. Και το σχετικό link...
  3. Εκατομμύρια ψυχές συνωστίζονται στα σοκάκια μιας βροχερής, αφιλόξενης και απειλητικής μητρόπολης. Μία από αυτές πασχίζει να λύσει ένα μυστήριο κόντρα σε γκάνγκστερ, απέθαντους, μοιραίες γυναίκες και τρομακτικά τέρατα. Στην Μπερλίν που δεν ξημερώνει ποτέ. Το νουάρ αφήγημα δεν τελειώνει ποτέ. Εδώ και σχεδόν έναν αιώνα αποδεικνύεται ανθεκτικό και ευέλικτο. Προσαρμόζεται στην εποχή και ανοίγεται σε ποικιλίες που μπορούν να το καθιστούν επίκαιρο, ενδιαφέρον και σαγηνευτικό. Μια τέτοια νουάρ ιστορία φιλοτεχνούν οι Κυριάκος Αθανασιάδης στο σενάριο και Νικόλας Κούρτης στα σχέδια στο «Berlin, ο πρώτος θάνατος» (εκδόσεις Jemma Press, 112 σελίδες), το πρώτο μέρος μιας σειράς που, απ’ ότι φαίνεται και όπως δηλώνουν οι συντελεστές της, αναμένεται να έχει πολλές συνέχειες. Στις νουάρ αφηγήσεις υπάρχουν κατά κανόνα κάποια βασικά συστατικά που γύρω τους στήνεται η πλοκή. Λιγόλογοι ντετέκτιβ με αινιγματικό παρελθόν και σκοτεινό παρόν, ένα έγκλημα, ένα μυστήριο, μοχθηροί κακοποιοί, μοιραίες γυναίκες, ατυχείς έρωτες, αλκοόλ, καπνός κ.ά. Πολλά από αυτά τα συστατικά αξιοποιούν και ενσωματώνουν οι Αθανασιάδης και Κούρτης στο «Berlin». Μπολιάζοντάς τα όμως με παραφυσικά στοιχεία και συστατικά της λογοτεχνίας τρόμου με έναν εντελώς πρωτότυπο τρόπο. Και τοποθετώντας την ιστορία τους σε μια πόλη που λέγεται Βερολίνο αλλά με μια σειρά από ευφυείς αναχρονισμούς που συνδυάζουν στοιχεία του παρελθόντος (αυτοκίνητα, ενδύματα, όπλα κ.ά.) και ενός ασαφούς, δυστοπικού μέλλοντος, με τον υπερπληθυσμό να έχει ξεφύγει από κάθε όριο και τα θηριώδη αρχιτεκτονήματα να ρίχνουν παντού βαριά τη σκιά τους. «Μια πόλη όπου οι απέθαντοι συμβιώνουν με τους ζωντανούς. Μια πόλη όπου την έκταση της σήψης και της διαφθοράς της ξεπερνά μονάχα το αιώνιο σκοτάδι της. Μια πόλη που θα μπορούσε να είναι η Κόλαση, αν κάποιος είχε αντικαταστήσει τις φωτιές και τους λάκκους με το θειάφι με ατσάλινους ουρανοξύστες και επιβλητικά κτίρια που ξεφυτρώνουν μέσα από το χάος της δαιδαλώδους ρυμοτομίας της. Μια πόλη των νεκρών ονείρων και των χαμένων ψυχών» όπως περιγράφεται στο οπισθόφυλλο της έκδοσης. Η τσακισμένη «ψυχή» που έχει τον πρωταγωνιστικό ρόλο στο «Berlin» είναι ο Ράντολφ Κάρτερ, ένας μοναχικός και ξεπεσμένος ιδιωτικός ντετέκτιβ που ζει στην παρακμή, ξοδεύοντας στο ποτό τα λιγοστά χρήματα που κερδίζει από ασήμαντες υποθέσεις και μικροαπάτες. Ούτε ο ίδιος περιμένει ότι θα αναλάβει κάτι μεγάλο που θα αλλάξει τη ζωή του, τη διάθεσή του και την οικονομική του θέση. Όπως ο ίδιος συλλογίζεται: «Είναι εύκολο να πεθάνεις στην Μπερλίν. Υπάρχουν πολλοί τρόποι. Κάθε μέρα βρίσκουμε και μερικούς ακόμα. Και είναι φορές που απλώς σηκώνουμε τα χέρια ψηλά. Δεν αξίζει να παλέψεις. Απλώς δεν αξίζει». Και ξαφνικά, ανάμεσα στους καπνούς, τα ποτά και τα μπιλιάρδα του μπαρ Los Antiguos, εμφανίζεται η «λύση» στα προβλήματά του. Μια μεγάλη υπόθεση περιμένει τον Κάρτερ. Αλλά όπως πάντα συμβαίνει στα νουάρ αφηγήματα, τα πράγματα δεν θα είναι εύκολα. Γιατί παντού παραμονεύουν κίνδυνοι. Μεταλλαγμένοι ανθρωποφάγοι βάτραχοι, ένα τέρας των υπονόμων, ξάδελφος του Κθούλου, ζόμπι από τα ναρκωτικά, απέθαντοι με σουβλερά δόντια, μπράβοι με γυαλιστερά όπλα. Κι όλα αυτά σε ένα τρομακτικό περιβάλλον που αποδίδει ιδανικά με τα υπέροχα σχέδιά του ο Νικόλας Κούρτης, με μακρά εμπειρία στο φανταστικό, από τη χρυσή εποχή της «Βαβέλ» κιόλας. Κτίρια που παραπέμπουν στον γερμανικό εξπρεσιονισμό και τη «Μητρόπολη» του Φριτς Λανγκ, γοτθική αρχιτεκτονική με ρόδακες και δαιμονικές μορφές απειλητικών γκαργκόιλς, βγαλμένων από τους επιβλητικούς ναούς της βόρειας Ευρώπης, βροχερά και ανήλιαγα πολύβουα δρομάκια από το «Blade Runner», ναυτιλιακές εταιρείες με το όνομα Leviathan, ουρανοξύστες που η κορυφή τους χάνεται στον ουρανό ως ιδανικοί τόποι για μεγαλοπρεπείς πτώσεις, υγροί και βρομεροί υπόνομοι γεμάτοι κινδύνους, κατσαρίδες και αρουραίους συνθέτουν την Berlin, μια πόλη που ποτέ δεν κοιμάται γιατί πάντα από τα σπλάχνα της ακούγονται πυροβολισμοί και κραυγές. Κι όπως μονολογεί ο Ράντολφ Κάρτερ: «Ο καθένας μπορεί να χαθεί μέσα στην Μπερλίν. Ζούμε πολλοί εδώ πέρα. Όσοι ζούμε, τέλος πάντων. Γιατί πρέπει να υπολογίσεις και τους υπόλοιπους. Πόσοι να είμαστε; Δέκα; Πενήντα; Εκατό εκατομμύρια; Κανείς δεν το ξέρει. Γι’ αυτό και ο καθένας μπορεί να χαθεί εύκολα μέσα στην Μπερλίν. Είτε για καλό, είτε για κακό. Όχι σπάνια, μπορεί να χαθείς ακόμη και από τον εαυτό σου». Και το σχετικό link...
  4. Με φόντο τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου και την Αθήνα να βράζει, ένας αστυνομικός ερευνά μια σειρά από στυγερά εγκλήματα. Μια γυναίκα και μια τράπουλα κρύβουν τις απαντήσεις. Το πρώτο θύμα ήταν ένας μεγαλοδικηγόρος. Βρέθηκε νεκρός με το 10 κούπα στο στόμα του. Λίγο αργότερα δολοφονείται ένας υποψήφιος καθηγητής στην Καλών Τεχνών με έναν βαλέ σπαθί στη θέση της ξεριζωμένης καρδιάς του. Ακολουθούν κι άλλα πτώματα με την ντάμα καρό και τον ρήγα μπαστούνι να τα συνοδεύουν. Ο άσος όμως αργεί να φανεί. Και ο Χάρης, ένας εσωστρεφής και λιγομίλητος αστυνομικός που ερευνά ανθρωποκτονίες, πασχίζει να προβλέψει το επόμενο θύμα. «Η Γυναίκα με τα Τραπουλόχαρτα» (εκδόσεις Jemma Press) της Αλέξιας Οθωναίου, βασισμένη στο ομώνυμο διήγημα του Ratchet, αποτελεί μια σύντομη αλλά γεμάτη αγωνία και συναίσθημα ιστορία για έναν παθιασμένο και βουτηγμένο στα μυστικά και στο αίμα έρωτα. Οκτώ χρόνια μετά την «Τσακισμένη Αυγή», η Οθωναίου, που κάθε Σάββατο περιγράφει απολαυστικά, χιουμοριστικά και σαρκαστικά στιγμιότυπα από συνεδρίες στον καναπέ του ψυχολόγου στην τελευταία σελίδα του Καρέ Καρέ, επιστρέφει σε μια μεγάλη αφήγηση που εξελίσσεται στους αφιλόξενους δρόμους της βροχερής και σκοτεινής σύγχρονης Αθήνας. Ή μήπως η βροχή και το σκοτάδι βρίσκονται μόνο στο μυαλό του πρωταγωνιστή; Που νιώθει εγκλωβισμένος και παραδομένος στο κυνήγι ενός «φαντάσματος»; Θαρρείς μαζοχιστικά, συνεχίζει να αναζητά την αλήθεια έστω κι αν αυτή μπορεί να είναι οδυνηρή. Κοιμάται και ξυπνά σε έναν εφιάλτη απ’ τον οποίο δεν μπορεί να ξεφύγει, με έναν πονοκέφαλο «βαρύ και πορτοκαλί», σε μια πνιγηρή και υγρή ατμόσφαιρα, πάντα ένα βήμα πίσω από τις κινήσεις της αινιγματικής «Γυναίκας με τα Τραπουλόχαρτα» που πότε λέγεται Ηλέκτρα, πότε Τζούλι, πότε Κατερίνα, στον απόηχο της εξέγερσης για τον Αλέξη. Τα σχέδια της Οθωναίου συμβαδίζουν απόλυτα με το κλειστοφοβικό κλίμα προσμονής από την πρώτη μέχρι την τελευταία σελίδα. Συχνά εξπρεσιονιστικά, βουτηγμένα σε βαριές μαύρες σκιές και διάσπαρτα από χρωματικούς «λεκέδες» και φαινομενικά παράταιρες πιτσιλιές, αντανακλούν ψυχικές διαθέσεις και ασταθείς ισορροπίες. Χρησιμοποιώντας δεξιοτεχνικά τα βασικά συστατικά της συνταγής των νουάρ αφηγήσεων και τοποθετώντας τα πρόσωπά της σε μια διαρκή νύχτα που ακόμα κι όταν τελειώνει, το σκοτάδι παραμένει, η Οθωναίου παρουσιάζει τον «τέλειο» έρωτα για να τον απομυθοποιήσει. Οι υποσχέσεις, τα όνειρα, τα μεγάλα λόγια («Τίποτα δεν μπορεί να με πάρει μακριά σου. Τίποτα. Το κατάλαβες;») αποσυντίθενται και χάνουν το νόημά τους κάτω από το βάρος διαταραγμένων ψυχισμών, σε μια σχέση που και τα δύο μέλη έχουν ασυνείδητα αποδεχτεί το ατελέσφορο και το λανθασμένο επικαλούμενα ψευδώς το «όνομα του πατρός». Σ’ αυτό το ψυχολογικό αδιέξοδο, η «Γυναίκα με τα Τραπουλόχαρτα» συνεχίζει να ποντάρει μέχρι να πάρει κάποιος την απόφαση να πει «πάσο» ή να σταματήσει την παρτίδα. Και το σχετικό link...
  5. germanicus

    Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΤΡΑΠΟΥΛΟΧΑΡΤΑ

    Ένα noir κόμικ της Αλέξιας Οθωναίου, βασισμένο σε ένα διήγημα τινός ονόματι Ratchet. Το κόμικ δημοσιεύτηκε από το Νοέμβρη του 2019 σε συνέχειες στο ίντερνετ μέσω του socomic.gr. Μπορείτε λοιπόν να το διαβάσετε online για να δείτε εάν σας ενδιαφέρει από εδώ. Το σχέδιο είναι στα τυπικά πλέον χνάρια της δημιουργού. Αντιγράφω την περιγραφή του από το socomic "Ο μεγαλοδικηγόρος Μαρίνος Ταχτσίδης βρίσκεται στριμωγμένος μέσα στο ψυγείο του διαμερίσματος του νεκρός, με ένα τραπουλόχαρτο στο στόμα. 10 κούπα. Ο Σταύρος Καλιάτης, υποψήφιος καθηγητής στην Καλών Τεχνών, δολοφονείται μια βδομάδα αργότερα. Η καρδιά του λείπει. Στη θέση της, ο βαλές σπαθί. Ακολουθεί η ντάμα καρό. Ξημερώνει Δεκέμβρης του 2008. Η Αθήνα παίρνει φωτιά, και η γυναίκα με τα τραπουλόχαρτα δεν παίρνει τη δημοσιότητα που ίσως επιθυμούσε. Οι φόνοι σταματούν λες και είχε αλλάξει ξαφνικά γνώμη. Αλλά όχι. Ποτέ δεν είχε ξεστομίσει «πάσο». Απλά, εδώ και δεκαοχτώ μήνες, κοίταζε τα χαρτιά της και έπαιζε με τις μάρκες της πριν συνεχίσει να τα χώνει."
  6. germanicus

    ΝΑΙ, ΑΛΛΑ ΕΤΣΙ ΔΕΝ ΚΑΝΟΥΜΕ ΔΟΥΛΙΤΣΑ...

    Ένα κλασσικό χιουμοριστικό τσοντάκι του Κιουτσιούκη. Μια μελέτη που θέτει τον δάχτυλον επί τον τύπον των ήλων και όχι μόνο εκεί, γύρω από την ευτυχία του να έχεις τον δικό σου χώρο, γύρω από την ανεξαρτησία των 20αρηδων, τη μνήμη, τις εμπειρίες αλλά και τα στραβά του καπιταλισμού στον χώρο της σχεδόν τυποποιημένης εστίασης. Μια μελέτη επίσης που δείχνει το πόσο βλαμμένα είναι τα μικρά αδερφάκια (και ξαδερφάκια για όσους δεν είχαμε αδερφάκια, είτε διότι δεν αφήσαμε τους γονείς μας να κάνουν το λάθος, είτε διότι αυτοκτόνησαν πέφτωντας από την Ακρόπολη με το μαχαίρι μπηγμένο στην πλάτη). Με λίγα λόγια, ένα κλασσικό χιουμοριστικό τσοντάκι του Κιουτσιούκη. I did say that ως φαν πέρασα μια χαρά δεν σκανάρω σελίδες. Τυπικός Κιουτσιούκης. Όσοι δεν τον ξέρετε, να πάρετε να μάθετε. Ή να πάτε στο fb του να κάνετε χάζι
  7. germanicus

    BERLIN

    Berlin. Πρώτος θάνατος. Στη ράχη έχει τον αριθμό 1. Σημάδι ότι φιλοδοξεί να είναι σειρά. Και εγώ ρωτάω "που είναι ο δεύτερος τόμος και γιατί δεν έχει βγει ακόμα". Πέμπτη 5 Νοεμβρίου 2020 έσκασε στον Πειραιά στο κατάστημα της Jemma. Άκουσα noir, μου άρεσε το εξώφυλλο, έσκασα κι εγώ εκεί για να προλάβω το lockdown. Ο Σταυριανός μου είπε ότι εάν το πάρω ως "Jemma Store Exclusive", θα υπάρχει και μια μικρή αφισσούλα. Δεν φημίζομαι για τη φειδώ μου. Του τα έδωσα. Μου τα έδωσε. Αλισβερίσι και νταραβέρι. Παραφυσικό, urban, neo-noir λέει από πίσω. Aλήθεια. Στο σενάριο ο Κυριάκος Αθανασιάδης. Φαν του Λαβκραφτ. Προφανώς. Φαν και των νουάρ. Κάνει αυτό που λέει το οπισθόφυλλο. Περίπου. Στη πραγματικότητα απλά στήνει τον καμβά για τον 50 χρονο βετεράνο Νίκο Κούρτη. Ο οποίος κάνει πράγματα που δεν έχω ξαναδεί Έλληνα να κάνει. Σπανίως τα βλέπω και σε ξένο κόμικ. Δεν μπορώ να σπάσω το κόμικ για σκανάρισμα. Περιορίζομαι λοιπόν σε μια εικόνα που ανέβασε ο Κούρτης στο φβ του. και σε ένα promo video που έφτιαξε η Jemma. 10000000_810525212841813_5463602137512912853_n.mp4 Το σχέδιο πραγματικά με σόκαρε. Σχεδόν οι μισές σελίδες είναι επιπέδου splash page με τρελή λεπτομέρεια και συγκλονιστική ατμόσφαιρα. It has to be seen, to be believed. Και κόσμο δημιουργεί, και παπάδες κάνει, και μητροπολίτες, και πατριάρχες. Του πήρε 2-2,5 χρόνια για να το φτιάξει. Το πιστεύω. Κομιξάρα που άνετα την εκδίδει ο οιοσδήποτε στο εξωτερικό. Ο οιοσδήποτε. φβ του Κούρτη
  8. Γνήσιο τέκνο της underground σκηνής των αμερικανικών κόμικς, ο Τζεφ Σμιθ επηρέασε καθοριστικά τη σκηνή της 9ης Τέχνης στη γενέτειρά της. Λίγο πριν το αριστουργηματικό «Bone» κλείσει τα 30 χρόνια από τη δημιουργία του, αναστοχάζεται την πορεία του από την εποχή που τα κόμικς ήταν είδος πολυτελείας μέχρι τις μέρες που μεταφέρονται στο Netflix. Αν κάτι χαρακτηρίζει τα κόμικς του Τζεφ Σμιθ, αυτό είναι η πρωτότυπη μίξη ετερόκλητων στοιχείων με αριστοτεχνική αρτιότητα. Καρτουνίστικοι ήρωες μέσα σε ένα μεσαιωνικής αισθητικής περιβάλλον επικής φαντασίας – λέγε με «Bone». Επιστημονική φαντασία εμπνευσμένη από τις πιο σκοτεινές διαδρομές του Νίκολα Τέσλα σερβιρισμένη με νεονουάρ αφηγηματικό ύφος – λέγε με «Rasl». Εξέλιξη και παλαιοανθρωπολογία σε ένα αρχέγονα ρομαντικό ταξίδι αναζήτησης χαμένων κόσμων – λέγε με «Tuki». Αν απορεί κανείς πώς είναι δυνατόν τόσο διαφορετικές δουλειές να προέρχονται από τον ίδιο άνθρωπο, η απάντηση είναι σχετικά απλή: η έμφυτη περιέργεια, η διαρκής αναζήτηση νέων ερεθισμάτων και φυσικά το ταλέντο είναι μερικά μόνο από τα γνωρίσματα ενός από τους επιδραστικότερους δημιουργούς κόμικς της σύγχρονης εποχής. Η συζήτηση μαζί του δεν ήταν μόνο ενδιαφέρουσα, αλλά και ανεξάντλητη. Bone Χωρίς ίχνος πρωτοτυπίας από πλευράς μου, θα ήθελα να ξεκινήσω τη συζήτησή μας με τις επιρροές σου, σχετικές ή μη με κόμικς. Έμαθα να διαβάζω επειδή έπρεπε να ξέρω τι σκαρφιζόταν ο Τσάρλι Μπράουν και η παρέα του στα στριπ των κυριακάτικων εφημερίδων «Peanuts». Λάτρεψα το Θείο Σκρουτζ και τον Ντόναλντ Ντακ, την εποχή που ο Καρλ Μπαρκς ήταν γνωστός ως «ο καλός σχεδιαστής παπιών» – έκανε τόσο ολοκληρωμένες και περιπετειώδεις ιστορίες. Ένα κέρμα του Θείου Σκρουτζ έπεφτε στο βυθό, και για να το βρουν θα ανακάλυπταν τη Χαμένη Ατλαντίδα – κανείς άλλος δεν έγραφε τέτοιες ιστορίες! Ήξερα ότι ο Ουώλτ Ντίσνεϋ είχε δημιουργήσει το Μίκυ Μάους και τον Ντόναλντ Ντακ και ότι ο Σουλτς είχε φτιάξει το Σνούπι, έτσι ήθελα κι εγώ να έχω το δικό μου χαρακτήρα. Έφτιαξα μερικούς στο νηπιαγωγείο και κάπως έτσι μπλέχτηκα με αυτόν το μικρό τύπο που έμελλε να γίνει ο Φόουν Μπόουν. Κατά τα λοιπά έχω αμέτρητα αγαπημένα βιβλία: το «Μόμπι Ντικ» είναι ευρέως γνωστό πως αποτελεί το αγαπημένο μου βιβλίο. Μου άρεσε ο Μαρκ Τουέην («Χακλμπέρι Φιν»), η εκδοχή του Τόμας Μάλερι για το Βασιλιά Αρθούρο («Le Morte d’ Arthur»), η πρώτη μου σχεδόν ψυχεδελική εξερεύνηση της επικής φαντασίας, η μυθολογία, και πολλά ακόμη, όπως και ταινίες. Ο ρυθμός του κινηματογράφου με συνάρπαζε πάντα. Ήμουν 15 χρονών όταν πρωτοβγήκαν «Τα Σαγόνια του Καρχαρία» του Στίβεν Σπίλμπεργκ και απλά έμεινα κάγκελο με αυτό που είδα – ήταν η πρώτη φορά που ήθελα να μάθω πώς ακριβώς γυρίζεται μία ταινία, για να φτάσει σε αυτό το αποτέλεσμα. Φυσικά οι αναφορές είναι αμέτρητες. Στο δια ταύτα, θεωρούσα σημαντικό να μεταφέρω όσα μου έμαθαν όλα αυτά τα διαφορετικά μέσα στη δουλειά μου. Και αυτό ίσως ήταν κάτι πρωτόγνωρο. Όταν πρωτοξεκίνησα διαπίστωσα ότι σε μεγάλο βαθμό οι επιρροές των περισσότερων δημιουργών κόμικς και όλα όσα έμαθαν ήταν από τα κόμικς. Και νομίζω αυτός είναι ένας από τους λόγους για τον οποίο το «Bone» έκανε τη διαφορά: ο ρυθμός μου και ο τρόπος που λέω ιστορίες διέφερε από την αυστηρή λογική των κόμικς. Το «Μόμπι Ντικ» αλλά και το «Pogo» του Ουώλτ Κέλι βρίσκουν φόρο τιμής στις σελίδες του «Bone» Έχω διαβάσει συνεντεύξεις που περιγράφεις την αμερικάνικη σκηνή κόμικς στα πρώτα σου βήματα, πώς αυτή διαμορφώθηκε παράλληλα με την έκδοση του «Bone» και το ρόλο που έπαιξε το τελευταίο σ’ αυτήν την πορεία. Πώς είναι τώρα η κατάσταση και ποια η θέση του «Bone» στις σημερινές συνθήκες; Έχει αλλάξει ραγδαία. Τριάντα χρόνια πριν ήταν πολύ διαφορετικά. Είδα τη σκηνή να μεγαλώνει, να εξαϋλώνεται σαν μαύρη τρύπα, να αποτελείται σχεδόν αποκλειστικά από άντρες αναγνώστες. Σταδιακά άρχισαν να φέρνουν τις φιλενάδες του, και γυναίκες ξεκίνησαν να αγοράζουν και να δημιουργούν κόμικς – όχι ότι δεν υπήρχαν και πριν, αλλά ήταν ισχνή μειοψηφία. Σήμερα είναι πολλές. Συνεπώς το πρώτο είναι η διεύρυνση, η ποικιλομορφία αναγνωστών και δημιουργών. Η μεγαλύτερη αλλαγή αφορά κυρίως στην καθιέρωση των γκράφικ νόβελ ως της βασικής μορφής παραγωγής κόμικς. Παλιά θεωρούνταν σπάνιο είδος, και φυσικά δεν πωλούνταν εκτός των κλασικών «κομιξάδικων», μαγαζιά που βοήθησαν τον κλάδο να μην πεθάνει, κατέπνιγαν όμως τη συγκεκριμένη μορφή τέχνης. Όταν πρωτοξεκίνησε το «Bone» στα μέσα του ’90 μας απέρριπταν οι βιβλιοθήκες, η amazon, οι μεγάλοι εκδότες. Ο λόγος ήταν κατά βάση επειδή ήταν κόμικ και επειδή ήταν αυτοεκδιδόμενο, με αποτέλεσμα να χάνουμε μεγάλο μέρος του πιθανού ακροατηρίου μας επειδή δεν είχαμε πρόσβαση στο σύστημα διανομής βιβλιοθηκών και βιβλιοπωλείων. Όλα αυτά πλέον έχουν αλλάξει. Σήμερα το «Bone» συνεχίζει να πουλάει τόσο καλά που δεν μπορώ να το πιστέψω! Ακόμα και στο amazon είναι μέσα στα 10.000 best-sellers – μπορεί να μην ακούγεται τόσο εντυπωσιακό, αλλά πίστεψέ με, είναι! Bρίσκεται εκεί από το 2004, πάνω από 15 χρόνια. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι νέοι δημιουργοί μου λένε ότι μεγάλωσαν με και εμπνεύστηκαν από το «Bone». Και ο τρόπος που έγινε αυτό με εκπλήσσει! Πάντοτε περίμενα να δω κάτι παρόμοιο, αλλά δεν έγινε μέχρι σήμερα. Αλλά ξαφνικά βρέθηκαν τόσοι δημιουργοί κόμικς, τρεις γενιές μετά, να μου λένε ότι ήταν πηγή έμπνευσης για αυτούς, ενώ οι δουλειές τους δεν έχουν καμία σχέση με τη δική μου! Είμαι πολύ περήφανος και ευτυχισμένος για αυτό, δε με νοιάζει να μείνω ο «τύπος που έκανε το Bone» μέχρι να πεθάνω! Το πάντρεμα ετερόκλητων στοιχείων με την εισαγωγή καρτουνίστικων ηρώων σε ένα ρεαλιστικό περιβάλλον επικής φαντασίας είναι ένα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του «Bone» (στα ελληνικά από την Jemma Press) Δεν ξεκίνησα με σκοπό να φτιάξω κάτι κλασικό. Έφτιαξα μια ιστορία που εγώ θα ήθελα πολύ να διαβάσω πιτσιρικάς. Πάντα το είχα στο μυαλό μου σαν μια μεγάλη ιστορία με το Θείο Σκρουτζ, δομημένη με αρχή, μέση και τέλος, όπως ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών, που επιφέρει πραγματικές συνέπειες στους χαρακτήρες. Δεν ήταν κάτι που συνηθίζεται στα κόμικς. Ο Τσάρλι Μπράουν τόσα χρόνια μετά παραμένει περίπου 10 χρονών. Έφερα τις επιρροές μου από τον κινηματογράφο και τη λογοτεχνία, γι’ αυτό και προκάλεσε το ενδιαφέρον. Ήθελα λοιπόν να κάνω τη δουλειά που με συνάρπαζε πρώτιστα ως αναγνώστη. Όμως ένα κόμικ έχει πολλή δουλειά. Πρέπει να το γράψεις, να κάνεις τα σκαριφήματα, τα μολύβια, το μελάνι, περνάς από την ίδια ιστορία τόσες πολλές φορές σε διαφορετικές φάσεις, γι’ αυτό πρέπει να σου αρέσει. Ειδικά αν πρόκειται να ξοδέψεις 12 αναθεματισμένα χρόνια πάνω της. Στο «Bone» δε χρησιμοποίησα κάποια μαγική συνταγή: απλά ήμουν πολύ τυχερός που το έκανα, τη στιγμή που το έκανα. Και δούλεψε. Και όλως περιέργως, δούλεψε και στις 36 διαφορετικές γλώσσες που μεταφράστηκε. Το ξεκαρδιστικό κεφάλαιο της «Απίθανης Αγελαδοδρομίας» δεν ήταν σχεδιασμένο να ενταχθεί στην ιστορία του «Bone» – προστέθηκε κατόπιν της αλληλεπίδρασης του Τζεφ με τους αναγνώστες Πέρα από το πρωτότυπο κεντρικό «δίπολο» – το οποίο παραμένει υπαρκτό καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας – ανάμεσα στο κωμικό, καρτουνίστικο στοιχείο και το πιο σκοτεινό της επικής φαντασίας, παρατηρούμε αφηγηματικά μοτίβα να εναλλάσσονται και να αλλάζουν ένταση: Η ιστορία ξεκινάει από τους κατοίκους της Μπόουνβιλ και μπαίνοντας όλο και πιο βαθιά στο γίγνεσθαι της Κοιλάδας, η αφήγηση πυκνώνει, τα διαρκή επιδερμικά gags δίνουν τη θέση τους στο μυστήριο και τις αποκαλύψεις, τις δολοπλοκίες, τις προφητείες, τις σκληρές μάχες. Το ίδιο συμβαίνει και στο σχέδιο, το οποίο απ’ το εύπλαστο, στρόγγυλο έντονα μελανωμένο περνάει στο πιο λεπτομερειακό και λεπτοδουλεμένο. Ήταν συνειδητή επιλογή; Ή μήπως η ιστορία, από ένα σημείο και μετά, πήρε «σάρκα και... οστά», παρασύροντάς σε και καθορίζοντας τις επιλογές σου; Είναι γεγονός ότι μέχρι τότε δεν υπήρχε κάποιο ευρέως διαδεδομένο έργο που «πάντρευε» αυτά τα δύο εκ πρώτης όψεως ετερόκλητα στοιχεία. Στα δικά μου μάτια δεν ήταν κάτι περίεργο. Πάντοτε διάβαζα Καρλ Μπαρκς, μου άρεσαν τα κινούμενα σχέδια με τον Μπαγκς Μπάνι, την ίδια στιγμή που κοιτούσα πολλά βιβλία από τη Γαλλία: ο Μπιλάλ, το νουάρ του Ταρντί, η επική ή επιστημονική φαντασία για μεγάλους του Μοέμπιους... Και λέω, γιατί να μην πάρω αυτήν την φαντασία για μεγάλους και να βάλω τα κόμικς που λάτρευα μέσα σε αυτήν, όπως το «Pogo» ή το «Peanuts»; Βάλε τον Ντόναλντ και το Θείο Σκρουτζ σε μία ιστορία του Μοέμπιους, μου έβγαζε απόλυτο νόημα! Σε ποιον δε θα άρεσε; Δε μου είχε φανεί πολύ τολμηρό – χρόνια μετά μου αποκάλυψαν, μερικοί από τους καλύτερους φίλους μου στο χώρο, ότι πίσω από την πλάτη μου στοιχημάτιζαν ότι δε θα πάει καλά ένα κόμικ με καρτούν να τριγυρίζουν στον κόσμο του Άρχοντα των Δαχτυλιδιών, και φυσικά μου απολογήθηκαν για αυτό όταν τους διέψευσε η πραγματικότητα. Ήταν λοιπόν λίγο απ’ όλα. Ήταν πολύ συνειδητή απόφαση εξ αρχής να εξασφαλίσω ότι οι Μπόουν θα άλλαζαν όσο λιγότερο γινόταν, καθώς ήξερα ότι θα έπαιρνε χρόνια για να ολοκληρωθεί η ιστορία, υπολόγιζα περίπου μία δεκαετία. Και ήξερα επίσης ότι σε δέκα χρόνια το σχεδιαστικό μου στιλ θα άλλαζε – αν παίζεις κιθάρα θα είσαι πολύ καλύτερος μετά από δέκα χρόνια καθημερινής εξάσκησης. Το ίδιο προφανώς ισχύει και με το σχέδιο. Από τη στιγμή που τελείωσε όμως, κάποιος μπορεί να το διαβάσει μέσα σε ένα σαββατοκύριακο. Αν υπήρχαν ευδιάκριτες αλλαγές στους πρωταγωνιστές, θα ήταν πρόβλημα. Οι υπόλοιπες αλλαγές, κυρίως όσον αφορά την ιστορία που έγινε πιο γλαφυρή, ρεαλιστική και σκληρή όσο προχωρούσε, ήταν επειδή το επέβαλε η ιστορία, αλλά και ακριβώς επειδή γινόμουν καλύτερος καλλιτέχνης. Για παράδειγμα, η Θορν στην αρχή μοιάζει μεν πολύ ανθρώπινα ρεαλιστική συγκρινόμενη με τους Μπόουν, αλλά παρόλα αυτά έχει αυτήν την παιδικότητα που θα συναντούσες σε μία πριγκίπισσα των κινούμενων σχεδίων της Disney. Στο τέλος της ιστορίας τη σχεδίαζα πολύ περισσότερο ρεαλιστικά, τις αναλογίες της, τη μέση της, τα άκρα της, και είχα γνώση αυτού, αλλά αισθάνθηκα ότι λειτουργούσε στην ιστορία – η Θορν εξελισσόταν σαν άνθρωπος, έγινε μεγάλη κοπέλα, έγινε πραγματική γυναίκα, ενήλικας που έχει βαριές ευθύνες και τις έχει αποδεχτεί. Αυτό δε σημαίνει ότι κατέβαλλα προσπάθεια για να τη σχεδιάσω διαφορετικά ή, αν θες, καλύτερα, απλά μου έβγαινε και το υιοθέτησα, σε αντίθεση με την περίπτωση των Μπόουν όπου αυτοπεριοριζόμουν. Βάζοντας μελάνι στην τελευταία σελίδα του «Bone» Πριν αφοσιωθείς αποκλειστικά στη δημιουργία κόμικς είχες εργαστεί στον τομέα των κινουμένων σχεδίων. Αυτό είναι φανερό από το σχέδιο, το οποίο χαρακτηρίζεται από έντονη κίνηση, όσο και από το στήσιμο των καρέ και τη σκηνοθεσία με «ζωντανή», φυσική ροή. Πόσο σημαντική είναι αυτή η εμπειρία για έναν σχεδιαστή κόμικς; Είναι εμφανέστατη η επίδραση των κινουμένων σχεδίων στη δουλειά μου. Στα κινούμενα σχέδια βρέθηκα επειδή, αν και σχεδίαζα, δεν ήμουν ακόμα έτοιμος να ξεκινήσω ένα κόμικ. Είχα μερικούς φίλους στο Κολλέγιο οι οποίοι μου πρότειναν να ανοίξουμε ένα στούντιο κινουμένων σχεδίων. Ασχολήθηκα 8 χρόνια πριν παραχωρήσω το μερίδιό μου στους συνεργάτες μου. Ασχολούμασταν με κακοπληρωμένες τοπικές, ιδιωτικές και κρατικές διαφημίσεις, σταδιακά όμως γίναμε αρκετά καλοί και γνωστοί σε εθνική κλίμακα. Μετά από τις μεγάλες επιτυχίες ταινιών όπως «Η Μικρή Γοργόνα» και «Ο Βασιλιάς των Λιονταριών», πολλά στούντιο άρχισαν να φτιάχνουν κινούμενα σχέδια, όπως η Dreamworks, συχνά όμως έβγαιναν εκτός χρόνου και έψαχναν μικρά στούντιο σαν το δικό μας, ακόμα και για 5 λεπτά από μία ταινία. Είχε πλάκα, και αυτό που έμαθα ήταν ότι αν σχεδιάζεις ένα χαρακτήρα 1000 φορές μαθαίνεις πολλά πράγματα: όχι μόνο πώς να διατηρείς σταθερό το σχήμα και τη μορφή του, αλλά και πώς να τον τοποθετείς στο χώρο, και για να το κάνεις αυτό η κατασκευή του πρέπει να έχει γίνει με προνοητική σκέψη. Αποφεύγεις να το παρακάνεις με λεπτομέρειες γιατί θα σπαταλάς πολύ χρόνο να σχεδιάζεις κουμπιά και φερμουάρ – οπότε κράτα ένα κουμπί αντί για 5. Αυτό εξηγεί και τη σχεδιαστική απλότητα των Μπόουν. «Bone» Το πιο σημαντικό στοιχείο όμως που μετέφερα στα κόμικς ήταν οι βασικοί κανόνες των κινουμένων σχεδίων και του καδραρίσματος ενός συγκεκριμένου πάνελ. Αυτά συνοψίζονται στις εξής δύο αρχές: 1. Την αντίληψη του «screen right» και «screen left». Σε σκηνές με έντονη κίνηση πρέπει όλη η ροή να κατευθύνεται προς μία συγκεκριμένη κατεύθυνση, όπως συμβαίνει για παράδειγμα στην «Αγελαδοδρομία». Συνεχίζω τη λήψη από τη μεριά που διάλεξα αρχικά, δεν την αλλάζω εκτός αν υπάρχει συγκεκριμένος λόγος. Έτσι ο αναγνώστης κινείται νοητά διαρκώς προς εκείνη την κατεύθυνση, «βιώνει» την κίνηση. 2. Τον κανόνα των 180 μοιρών, που σημαίνει ότι όταν έχεις δύο χαρακτήρες να μιλάνε στις δύο άκρες του χώρου, μπορείς να γυρίσεις το πλάνο πίσω από τους ώμους του ενός, αρκεί ο άλλος να μένει στην ίδια θέση απέναντί του. Αυτοί είναι βασικοί κανόνες για τον κινηματογράφο, κατά συνέπεια και για τα κινούμενα σχέδια, και πιστεύω πως εφαρμόζονται τέλεια και στα κόμικς. Με αφορμή την 30η επέτείο του «Bone», ο Jeff Smith και το επιτελείο του ετοιμάζουν αρκετές ειδικές εκδόσεις και εκδηλώσεις Πριν ένα χρόνο ανακοινώθηκε η μεταφορά του «Bone» στο Netflix, μετά από πολλά χρόνια αναμονής για τη μεταφορά του στην οθόνη. Θα γίνει επιτέλους; Είμαι λιγότερο κυνικός απ’ ότι με παλαιότερες συνεργασίες. Η προσέγγιση του Netflix με έπεισε να ανακτήσω το ενδιαφέρον μου στη μεταφορά του «Bone» μετά από 10 χρόνια άκαρπων συζητήσεων με στούντιο του Χόλιγουντ, τα οποία επέμεναν στην παραγωγή μίας αυτοτελούς ταινίας 1.30 ώρας για ένα έργο 9 τόμων! Το Netflix κατάλαβε μακράν καλύτερα με τι έχουμε να κάνουμε και έχει τη δυνατότητα να το αναπτύξει ακριβώς όπως στο κόμικ, δηλαδή σε μορφή σειράς – για μένα αυτό είναι πολύ σημαντικό, τόσο για την ομαλή εξέλιξη της ιστορίας όσο και για τη γνωριμία με τους χαρακτήρες, την ταύτιση. Σε αντίθεση με τις επιταγές των χολιγουντιανών στούντιο στο παρελθόν για CG, συμφωνήσαμε στο 2D animation που αποτυπώνει καλύτερα το πνεύμα της σειράς. Τα κακά νέα είναι ότι λόγω της πανδημίας πήγαμε πίσω ένα χρόνο, κατά συνέπεια δε νομίζω να έχουμε κάτι πριν το 2023. Τα καλά νέα είναι ότι η καθυστέρηση μας έδωσε την ευκαιρία να δημιουργήσουμε ένα εξαιρετικό καλλιτεχνικό επιτελείο. Ο Νίκολα Τέσλα στο «Rasl» Ήταν εύκολη η μετάβαση από το «Bone» στο «Rasl», ένα κόμικ εντελώς διαφορετικό τόσο σε θεματική και ύφος όσο και σε αφηγηματικές και εικαστικές τεχνικές; Υπήρξα ανέκαθεν λάτρης της επιστημονικής φαντασίας, διαβάζοντας από μικρός έργα των Clarke, Asimov, ή τα πιο αλλόκοσμα του Burroughs. Επίσης μου άρεσε το νουάρ – όταν τελείωνα το «Bone» έβλεπα ταινίες με τον Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ, όπως «Το Γεράκι της Μάλτας». Όπως ήταν φανερό και από την πρώτη μου δουλειά, μου αρέσει να αναμιγνύω διαφορετικά είδη. Η μετάβαση όμως ήταν πολύ δύσκολη. Πρώτον, το αφηγηματικό στυλ του νουάρ επιτάσσει την πρωτοπρόσωπη αφήγηση – κατά συνέπεια, έπρεπε διαρκώς να εφευρίσκω τρόπους η εξέλιξη της πλοκής να λαμβάνει χώρα μπροστά στα μάτια του ήρωα. Δεύτερον, μου αρέσει η επιστημονική φαντασία που παίρνει στα σοβαρά τον εαυτό της. Έτσι αφιέρωσα 4 χρόνια μελετώντας τη Φυσική σχετικά με τα παράλληλα σύμπαντα και τη θεωρία των χορδών, καθώς και τις θεωρίες συνομωσίας που προκύπτουν από τη ζωή και το έργο του Νίκολα Τέσλα. Εικόνα από το «Rasl» Δηλαδή ότι διαβάζουμε στο «Rasl» είναι επιστημονικά και ιστορικά τεκμηριωμένο; Πάνω-κάτω ναι. Βλέπεις, η πρωτοπρόσωπη αφήγηση μου εξασφάλισε τη δυνατότητα να είμαι λιγότερο ακριβής, αφού δεν αναπαράγω τα γεγονότα αλλά τα διυλίζω μέσα από το φίλτρο του πρωταγωνιστή. Τα περισσότερα όμως είναι 100% αληθινά. Ήμουν αρκετά αυστηρός! Ειδικά όσον αφορά τον Τέσλα, πρόκειται για μία πολύ ιδιαίτερη προσωπικότητα που έχει δώσει τροφή στο 99,9% των θεωριών συνομωσίας: από τα UFO μέχρι την Περιοχή 51, βρίσκεται κάπου από πίσω. Οι εφευρέσεις του, με αποκορύφωμα την ακτίνα του θανάτου, αλλά και ο τρόπος που κατέληξε από λαμπρός επιστήμονας σε παρανοϊκό μπατίρη – καθώς και ο μυστηριώδης θάνατος, μία μέρα πριν συναντηθεί με εκπρόσωπους της κυβέρνησης στο Λευκό Οίκο – τον καθιστούν μία πολύ ενδιαφέρουσα προσωπικότητα με την οποία αξίζει να ασχοληθεί κανείς. Εικόνα από το «Tuki» Στην πιο πρόσφατη δουλειά σου, το «Tuki: Save the Humans», καταπιάνεσαι πάλι με κάτι εντελώς διαφορετικό και πρωτότυπο. Υπήρξε μία πραγματική στιγμή στην Ιστορία 2 εκατομμύρια χρόνια πριν, κατά την οποία περισσότερα από ένα ανθρώπινα είδη, με διαφορετικά μεγέθη και ικανότητες, συνυπήρχαν ταυτόχρονα – 11 για την ακρίβεια. Σταδιακά η εξέλιξη οδήγησε τα πιο αδύναμα σε εξαφάνιση, αλλά η συγκεκριμένη ιδέα, την οποία εμπνεύστηκα όταν επισκέφτηκα το φαράγγι Ολντουβάι στην Τανζανία, την κοιτίδα της ανθρωπότητας, με ιντρίγκαρε πολύ. Κατέληξα λοιπόν να αναμιγνύω στοιχεία παλπ μυθοπλασίας στα πρότυπα του Κόναν του Βάρβαρου και του Ταρζάν, με χαμένους κόσμους, την εξέλιξη και την παλαιοανθρωπολογία. Το ξεκίνησα ως webcomic αλλά τελικά αποφάσισα να το βγάλω σε ένα βιβλίο 200 σελίδων, το οποίο θα κυκλοφορήσει του χρόνου. Εικόνα από το «Tuki» Κλείνοντας, θα ήθελα να σε ρωτήσω αν αισθάνθηκες ποτέ δέσμιος της τεράστιας επιτυχίας της πρώτης σου δουλειάς, του «Bone», αν εκτός από μεγάλη ικανοποίηση, σου προκάλεσε αμηχανία, περιορίζοντας τον αυθορμητισμό σου όσον αφορά στις επόμενες κινήσεις σου, υπό το φόβο των συγκρίσεων. Με λίγα λόγια, αν ένα από τα δημοφιλέστερα αποφθέγματα των κόμικς έχει εφαρμογή και στην περίπτωσή σου: «Η μεγάλη δύναμη φέρνει και μεγάλη ευθύνη». Η δημιουργία του «Bone» αλλά και η υποδοχή που του επιφυλάχθηκε ήταν ένα πολύ μεγάλο κομμάτι της ζωής μου. Όταν το τελείωσα χρειάστηκα αρκετό χρόνο να συνέλθω πριν κάνω κάτι άλλο. Ήταν δύσκολο. Χρειάστηκε να αλλάξω τον τρόπο που γράφω γιατί είχαν δημιουργηθεί μηχανισμοί που ήταν δύσκολο να αποτινάξω. Το σίγουρο είναι ότι δεν είχα ποτέ την ψευδαίσθηση ότι θα καταφέρω κάτι τόσο μεγάλο – απεναντίας, προσπάθησα να εκμεταλλευτώ τη δημοφιλία του «Bone» για διαφημιστικούς λόγους. Μπορεί το «Rasl» να μην ήταν το ίδιο δημοφιλές αλλά πήγε καλά: βραβεύτηκε ως το καλύτερο γκράφικ νόβελ τη χρονιά που κυκλοφόρησε αυτοτελώς. Εκείνη ίσως ήταν η στιγμή της πλήρους απελευθέρωσης, σταμάτησε να με απασχολεί η σύγκριση. Από εδώ και πέρα με ενδιαφέρει μόνο να κάνω ό,τι με γεμίζει, όπως συμβαίνει και με το «Tuki». Θέλω να σταθώ όμως λίγο στο κομμάτι της ευθύνης. Πάντοτε αισθανόμουν ότι χρωστάω πολλά στο χώρο, σε όσους με εμπιστεύτηκαν και με βοήθησαν, ότι οφείλω να το ανταποδώσω. Φυσικά δεν υπάρχει τρόπος να το ανταποδώσω στον Νιλ Γκέιμαν ο οποίος βγήκε στην τηλεόραση εθνικής εμβέλειας και είπε στον κόσμο να ψάξει το «Bone», μπορώ όμως να το ανταποδώσω στη νέα γενιά. Και το κάνω. Ασχολήθηκα ενεργά με το Small Press Expo, γυρνούσα σε όλους τους πάγκους και αγόραζα κάτι απ’ τον καθένα – όταν μου τα έδιναν δωρεάν έλεγα «όχι, θα το αγοράσω και θα το υπογράψεις». Σε αυτό το πλαίσιο ξεκίνησα μία αντίστοιχη εκδήλωση στην περιοχή μου, στο Κολόμπους του Οχάιο. Ένας από τους στόχους που έχω θέσει με τους συνεργάτες μου στο Cartoon Crossroads Columbus είναι η σύνθεση νέων φερέλπιδων δημιουργών κόμικς με τους καταξιωμένους του είδους, γιατί θυμάμαι πόσο σημαντικό ήταν για μένα να συναντάω τον Αρτ Σπίγκελμαν και τον Φρανκ Μίλερ στα πρώτα μου βήματα, να συνειδητοποιώ ότι είναι πραγματικοί άνθρωποι και να μου δίνουν χρήσιμες συμβουλές. Στο τέλος της ημέρας όμως, είσαι εσύ και ένα κομμάτι χαρτί. Αν θέλεις να κάνεις κόμικς, τότε πρέπει απλά να το τολμήσεις. Και το σχετικό link...
  9. Καλωσορίσατε στην Μπερλίν. Ο συγγραφέας Κυριάκος Αθανασιάδης και ο σχεδιαστής κόμικς-εικονογράφος Νικόλας Κούρτης μιλάνε για το neo-noir graphic novel τους. Καλωσορίσατε στην Μπερλίν… την πόλη όπου δεν ξημερώνει ποτέ. Μια πόλη όπου οι απέθαντοι συμβιώνουν με τους ζωντανούς. Μια πόλη που την έκταση της σήψης και της διαφθοράς της ξεπερνά μονάχα το αιώνιο σκοτάδι της. Μια πόλη που θα μπορούσε να είναι η Κόλαση, αν κάποιος είχε αντικαταστήσει τις φωτιές και τους λάκκους με το θειάφι με ατσάλινους ουρανοξύστες και επιβλητικά κτίρια που ξεφυτρώνουν μέσα από το χάος της δαιδαλώδους ρυμοτομίας της. Μια πόλη των νεκρών ονείρων και των χαμένων ψυχών. Μια τέτοια ψυχή είναι και ο Ράντολφ Κάρτερ, ιδιωτικός ντετέκτιβ για μικροϋποθέσεις που μετά βίας τού εξασφαλίζουν τα απαραίτητα χρήματα για τα ποτά του στο Los Antiguos, το μπαρ όπου περνά τον περισσότερο καιρό του. Όταν όμως ένας μυστηριώδης πελάτης θα τον προσλάβει για μια υπόθεση που αρχικά μοιάζει να είναι μια απλή περίπτωση κλοπής και εξαφάνισης, ο Κάρτερ θα μπλεχτεί σε έναν ατέρμονο λαβύρινθο τρόμου και αίματος που οδηγεί μέσα από τα στενά δρομάκια και τις αγορές της Μπερλίν στο κατώφλι του άλλου κόσμου. Το neo-noir graphic novel «Berlin: Πρώτος θάνατος» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Jemma Press, μία «σκοτεινή κατάδυση» στον κόσμο, στους χαρακτήρες, ήρωες και αντιήρωες της φανταστικής πόλης Μπερλίν. Πάνω από όλα όμως, είναι ένα graphic novel-έκπληξη που «παντρεύει» το παραφυσικό με το neo-noir είδος και μπορεί άνετα να σταθεί και στη διεθνή αγορά. Πώς συναντήθηκαν οι δρόμοι σας για το graphic novel «Berlin»; Νικόλας Κούρτης: Η γνωριμία μας μετράει δεκαετίες. Μοιραζόμαστε την ίδια αγάπη για τη λογοτεχνία, τα κόμικς, τον κινηματογράφο. Κάποιες μικρές ιστορίες μας είχαν εκδοθεί παλιά στη Βαβέλ. Πρόσφατα δημιουργήσαμε τη σειρά «Urban Stories», 11 δισέλιδα αυτοτελή κόμικς, που εκδόθηκαν στο περιοδικό The Book 's Journal. Ήταν φυσική συνέχεια να εκφραστούμε σε μεγαλύτερο φορμά. Και μεγάλη τύχη που ενώθηκαν οι δρόμοι μας και με τον Λευτέρη Σταυριανό και την Jemma Press. Δεν θα μπορούσαμε να σκεφτούμε κάτι καλύτερο από αυτό. Κυριάκος Αθανασιάδης: Πριν ακόμα από τα κόμικς στη Βαβέλ, ο Νικόλας είχε σχεδιάσει τα εξώφυλλα κάποιων βιβλίων μου, ενώ εικονογράφησε και μία νουβέλα που είχα εκδώσει το 2002. Ένα από εκείνα τα ασπρόμαυρα σχέδιά του το χτύπησα τατουάζ την ίδια χρονιά, ψηλά στο μπράτσο. Οπότε ναι, έτσι πάει: μετά τα δισέλιδα στο TBJ και κάποιες άλλες δουλειές σε μικρή φόρμα που κάναμε μαζί, η «Berlin» ήταν απλώς κάτι που έπρεπε να γίνει. Και βρήκε το καλύτερο σπίτι για να γεννηθεί. Πήρε αρκετό καιρό η όλη διαδικασία, από την αρχική ιδέα μέχρι να το λάβετε στα χέρια σας; Δουλέψατε εξ αποστάσεως; Πώς ήταν η συνεργασία σας; Νικόλας Κούρτης: Είναι χαρακτηριστικό πως σε κάθε πρότζεκτ δουλεύουμε με διαφορετικό τρόπο. Συνεννοούμαστε δηλαδή εύκολα, υπάρχει ροή. Η αρχή γίνεται πάντα από τον Κυριάκο. Η βασική ιδέα, οι περιγραφές, το σενάριο, όλα από εκείνον. Μετά εγώ έχω πλήρη ελευθερία. Συζητάμε βέβαια συχνά, αλλά είμαι ευγνώμων για την ελευθερία που μου δίνει. Μα κι εγώ σπάνια θα επέμβω στο σενάριο καθαυτό. Οι αλλαγές που θα κάνω είναι συνήθως αφηγηματικές. Πώς να υπηρετήσω καλύτερα την ιστορία με τρόπους που ο Κυριάκος δεν έχει ίσως φανταστεί. Κι εκεί εισέρχεται το προσωπικό μου φίλτρο. Έτσι το αποτέλεσμα είναι «δικό μας». Κυριάκος Αθανασιάδης: Όπως ακριβώς και ένα βιβλίο, το σενάριο περνά από διάφορα στάδια: έρχεται η ιδέα, η ιδέα γίνεται προσχέδιο, το προσχέδιο σκελετός, και ο σκελετός το τελικό σενάριο. Που και πάλι θα υποστεί αλλαγές σε όλα τα στάδια του σχεδίου, μικρότερες ή μεγαλύτερες, για να βρεθούν καλύτερες δραματουργικές (ή «απλώς» αισθητικές) λύσεις ανάλογα με αυτά που σκέφτεται και προτείνει ο Νικόλας: μπορεί να είναι η προσθήκη ενός «ήχου», ή η αφαίρεση μίας σκηνής, ή η σύμπτυξη δύο άλλων. Οπότε ναι, εγώ εξ ορισμού περιμένω πολύ περισσότερο χρόνο μέχρι να πιάσω το βιβλίο στα χέρια μου. Όμως εδώ φαίνεται και η πελώρια διαφορά που έχουμε στα κόμικς ανάμεσα στο σενάριο και στο σχέδιο: το δεύτερο απαιτεί ίσως και δεκαπλάσιο χρόνο από το πρώτο. Γενικά μιλώντας, είναι άδικο που τα ονόματα των συντελεστών μπαίνουν με το ίδιο size… Τώρα, ναι, δουλεύουμε πάντα από μακριά, και επικοινωνούμε όποτε πρέπει και όσο πρέπει με μηνύματα και μέιλ. Γιατί σε μορφή κόμικς και όχι ένα μυθιστόρημα; Νικόλας Κούρτης: Εδώ και δεκαετίες το κόμικ είναι αναγνωρισμένο ως η ένατη τέχνη. Ένα δυνατό εκφραστικό μέσο με πολλές δυνατότητες, που φλερτάρει με πολλές τέχνες. Οπότε γιατί όχι; Κυριάκος Αθανασιάδης: Τα κόμικς είναι πολύ παλιά υπόθεση, ενός ή και δύο αιώνων – ανάλογα με το από πότε αρχίζει να μετράει κανείς –, αλλά έτσι κι αλλιώς ο Νικόλας είναι σχεδιαστής, εγώ συγγραφέας και κάνουμε κόμικς μαζί, οπότε όλο αυτό είναι πολύ φυσιολογικό. Η δε δυνατότητα χρήσης της μεγάλης αφηγηματικής φόρμας, που έχει ιστορία άνω των πέντε δεκαετιών, είναι ότι πιο δελεαστικό μπορώ να φανταστώ. Η προφανής καταγωγή από τον κινηματογράφο, με προσαρμοσμένες σε μία καθαρά εικαστική γλώσσα των δικών του τεχνικών στη δομή, στο μοντάζ και στους φωτισμούς, ακόμη και στον ήχο, είναι κάτι μαγικό που δεν υπάρχει αλλού. Είναι ζωγραφική, σινεμά και μυθιστόρημα μαζί – μεγάλη υπόθεση. Θα μπορούσε η πλοκή να εξελίσσεται στη Θεσσαλονίκη ή Αθήνα και όχι στο Βερολίνο; Νικόλας Κούρτης: Καταρχάς η Berlin δεν είναι το Βερολίνο. Είναι μια πόλη φανταστική, μια δυστοπική φουτουριστική «μεγάπολη» για την οποία, ο αναγνώστης τουλάχιστον, δεν γνωρίζει πολλά. Όχι, δεν θα μπορούσε να εξελίσσεται στη Θεσσαλονίκη ή στην Αθήνα γιατί θέλαμε να δημιουργήσουμε έναν νέο κόσμο εξαρχής. Μια tabula rasa πάνω στην οποία θα μπορούσαμε να γράψουμε ελεύθερα και χωρίς περιορισμούς. Κυριάκος Αθανασιάδης: Έτσι είναι. Μιλάμε για το μέλλον εδώ – για «κάποιο» μέλλον, κάποια fantasy εκδοχή του μέλλοντος, όμως με πολλά στοιχεία (το ντύσιμο, τα χτενίσματα, κάποια όπλα) δανεισμένα κυρίως από τον Μεσοπόλεμο, αλλά και από αλλού. Η Berlin είναι η Μητρόπολη των Τέα φον Χάρμπου και Φριτς Λανγκ, όπως έχει εξελιχθεί μέσα στον χρόνο και μέσα στις σελίδες όπου πρωταγωνιστούν παρόμοιες μητροπόλεις: η Gotham City, η Mega-City One, η Sin City. Αλλά και πάλι: δεν είναι αυτές – είναι εντελώς διακριτή. Όπως άλλωστε φαίνεται και στον «Πρώτο θάνατο». Και όπως θα φανεί και στη συνέχεια που φτιάχνουμε τώρα. Ποιος είναι ο ντετέκτιβ Ράντολφ Κάρτερ και τι συμβολίζει ο χαρακτήρας του; Νικόλας Κούρτης: Κυριάκο, πες εσύ. Κυριάκος Αθανασιάδης: Ναι, οκέι. Λοιπόν, ο Κάρτερ είμαστε ο Νικόλας κι εγώ. Στην Berlin πιθανότατα δεν εκδίδονται κόμικς – αλλά αν εκδίδονταν θα ήθελα πολύ να τα διαβάσω –, οπότε αν ζούσαμε εκεί θα ήμασταν ντετέκτιβ. Το ελπίζω δηλαδή. Όχι ότι είναι ότι πιο εύκολο να κάνει κανείς, αλλά και ποιος δεν θέλει να παίξει τον ντετέκτιβ, και ειδικά έναν ντετέκτιβ που αναλαμβάνει υποθέσεις όπου υπερισχύει το υπερφυσικό, το μαγικό στοιχείο, και όταν η κεντρική του ηρωίδα, η femme fatale της Berlin, είναι μία υπερσέξι βρικόλακας; Η «Berlin» είναι noir, ή μάλλον neo-noir. Ποια είναι τα χαρακτηριστικά στοιχεία ενός noir έργου; Και ποια είναι τα αγαπημένα σας noir έργα μέσα από τη λογοτεχνία, τον κινηματογράφο, την τηλεόραση ή και τα κόμικς ακόμα; Νικόλας Κούρτης: Είναι κινηματογραφικός όρος. Αναφέρεται σε ιστορίες που γενικά ονομάζουμε «αστυνομικές», αν και η αστυνομία συνήθως απουσιάζει. Δίνει συνήθως έμφαση στον κυνισμό των χαρακτήρων και στα συναισθηματικά τους κίνητρα. Χαρακτηρίζεται επίσης από το μαυρόασπρο. Μία από τις πρώτες μας αποφάσεις για την «Berlin» ήταν η χρήση μαυρόασπρου, κόντρα ίσως στο ρεύμα της εποχής. Προσπάθησα πολύ να μεταφέρω αυτή την κινηματογραφική ατμόσφαιρα στο κόμικ. Κυριάκος Αθανασιάδης: Ναι, το χρώμα θα προσέθετε πολύ στο εμπορικό κομμάτι του κόμικς, αυτό είναι το μόνο σίγουρο, αλλά θα αφαιρούσε το βασικό του χαρακτηριστικό, που είναι οι σκιές. Στην Berlin, αν μη τι άλλο, «δεν ξημερώνει ποτέ». Δεν θα δείτε μάλιστα, κανένα πλάνο ουρανού σε κανένα πάνελ – δεν υπάρχει ουρανός, υπάρχει μόνο σκοτάδι από πάνω σου… αλλά και από κάτω. Τώρα, το noir είναι μία πελώρια περιοχή, σχεδόν αχανής, και γλιστράει μέσα σε υποείδη της σύγχρονης λογοτεχνίας και του σινεμά, και προφανώς και στα κόμικς, ακόμη και ασυνείδητα, σχεδόν ερήμην του δημιουργού τους. Αυτός ο κυνισμός που λέει ο Νικόλας, η απουσία μιας ξεκάθαρης «κοινωνικής» ηθικής και η συχνή μείξη, οι αποχρώσεις, του δίπολου καλό-κακό, οι συνωμοσίες, η διαφθορά, η υποβόσκουσα διαρκής ίντριγκα, το ψέμα, η πανταχού παρούσα «τραγικότητα της ύπαρξης», αλλά και τα τσιγάρα, τα ποτά, τα πάθη, οι έρωτες που δεν βγάζουν πουθενά, η βροχή, οι ρεπούμπλικες, οι καμπαρντίνες, οι καπνοί που βγαίνουν από τις σχάρες των υπονόμων… οκέι, μιλάμε για τον ορισμό της Απόλυτης Γοητείας εδώ. Οι φαν το γνωρίζουν καλά, και όσοι τυχόν δεν το αγαπούν ή απλώς δεν το ξέρουν μπορούν να διαβάσουν και να δουν, αν μη τι άλλο, τα Top 10 των αντίστοιχων καταλόγων. Παρ’ όλα αυτά, να θυμίσουμε πως εδώ έχουμε να κάνουμε με «αστικό» νουάρ του Φανταστικού, με πολλά στοιχεία Τρόμου, όχι με τον Φίλιπ Μάρλοου. Τι να περιμένουμε από τον κάθε ένα ξεχωριστά το ερχόμενο διάστημα και τι ελπίζετε να σας φέρει το 2021; Νικόλας Κούρτης: Όσον αφορά εμένα, το επόμενο έτος θα είμαι κλεισμένος στο σπίτι μου και θα ασχοληθώ με τη συνέχεια της Berlin. Κυριάκος Αθανασιάδης: Αυτό κάνω κι εγώ – γράφω τη δεύτερη ιστορία, τον δεύτερο τόμο. Ήδη έχουμε κάνει τις πρώτες συζητήσεις, ξέρουμε πού θα πάμε και μένει μόνο να δουλέψουμε: έναν με δύο μήνες εγώ, τουλάχιστον δέκα μήνες ο Νικόλας. Αλλά αν ξέρουμε κάτι καλά, είναι ότι θα είναι ακόμη πιο «Berlin» από τον «Πρώτο θάνατο». Κι αυτό ήδη δεν είναι λίγο… Ευχαριστούμε πολύ για την κουβέντα, διαβάστε το βιβλίο, πείτε μας πώς σάς φάνηκε, και κυρίως: να προσέχετε. «Berlin: Πρώτος θάνατος», Εκδόσεις Jemma Press Σενάριο: Κυριάκος Αθανασιάδης Σχέδιο: Νικόλας Κούρτης, σελ.112, € 12,95 Και το σχετικό link...
  10. albert

    STRANNIK

    «Δίπλα στο σχολείο μας ήταν μια φυλακή και από την άλλη πλευρά ένα νεκροταφείο. Ο δάσκαλός μας συνήθιζε να λέει πως αν δεν φερόμασταν σωστά και αν δεν δουλεύαμε σκληρά θα καταλήγαμε σε ένα από αυτά τα δυο μέρη.» Στα ρωσικά, η λέξη "strannik" σημαίνει περιπλανώμενος. Αυτό το μικρό ντοκιμαντέρ-κόμικς αφηγείται την ιστορία ενός άστεγου πυγμάχου που περνάει τη ζωή του στους δρόμους της Μόσχας. Κάποτε, αγαπούσε ένα κορίτσι, κάποτε είχε όνειρα για το μέλλον. Είναι πολύ γέρος για να πυγμαχεί, είναι όμως το μόνο που η ζωή του προσφέρει. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου) Ευχαριστούμε τον @nikos99 για τη διάθεση του τεύχους
  11. albert

    SCARY TALES

    Το άλμπουμ που κρατάτε στα χεριά σας είναι μια ανθολογία της σειράς στριπ Scary Tales του Πάνου Ζάχαρη, που δημοσιεύεται στο "Καρέ-Καρέ" της Εφημερίδας των Συντακτών κάθε Σάββατο. Κάποιες από τις ιστορίες που περιλαμβάνονται σε αυτή την έκδοση μπορεί να σας κάνουν να γελάσετε, αλλά και κάποιες είναι πολύ πιθανό να φέρουν δάκρυα στα μάτια σας. Είναι ακόμα πιθανότερο δε, αυτά τα δάκρυα να μην είναι μόνο λύπης, αλλά και οργής. «Οι κόσμοι που πλάθει ο Πάνος Ζάχαρης, γειτνιάζοντες με αυτούς της άλλης περιβόητης και βραβευμένης σειράς του υπό τον τίτλο «The Working Dead», δεν αποτελούν παρωδίες του περιεχομένου των πηγών τους, αλλά των παρερμηνευμένων νοημάτων τους από όσους θεωρούν τα παραμύθια ιερά κι ανέγγιχτα κείμενα». (Γιάννης Κουκουλάς, από την εισαγωγή του) Ευχαριστούμε τον @nikos99 για τη διάθεση του τεύχους
  12. Κι ενώ η κυβέρνηση με τη Γιάννα Αγγελοπούλου στο τιμόνι οδεύει ολοταχώς προς το γνήσιο εθνικιστικό παρελθόν της ελληνικής Ακροδεξιάς, κάποιοι επιμένουν να μελετούν την Ιστορία χωρίς κραυγές και πατριωτικές κορόνες. Ο Θανάσης Καραμπάλιος με την τέταρτη συνέχεια του «1800» πλησιάζει στα χρόνια της Επανάστασης και λέει τα πράγματα λίγο διαφορετικά από το επίσημο εθνικό αφήγημα. Στο γλωσσάρι που συνοδεύει κάθε μέρος του «1800» μέχρι τώρα, ο Ελασσονίτης δημιουργός Θανάσης Καραμπάλιος, που έχει κάνει αισθητή την παρουσία του στα ελληνικά κόμικς τα τελευταία χρόνια όσο λίγοι, περιγράφει τον τίτλο του τέταρτου μέρους της σειράς του ως εξής: «Χάκι (το): η εκδίκηση, συνήθως σε κάποια ατιμωτική πράξη, αλβανική-αρβανίτικη λέξη». Ένα «χάκι» είναι το βασικό θέμα στο βιβλίο του, στην ελληνική επαρχία, λίγα χρόνια πριν από το 1821. Με πρωταγωνιστές τους κλέφτες και αρματολούς, κάποιοι πραγματικά πρόσωπα και κάποιοι προϊόν μυθοπλασίας, μακριά από τις ωραιοποιημένες και εξωραϊσμένες εκδοχές που μαθαίναμε στο σχολείο. Οι χαρακτήρες του Καραμπάλιου, με πρώτο και πιο χαρακτηριστικό (φανταστικό) πρόσωπο τον Καραμάνο με το σκοτεινό παρελθόν αλλά και όσοι αποτελούν πραγματικά πρόσωπα (Κολοκοτρώνης, Τζαβέλας κ.ά.) δεν θυμίζουν σε τίποτα τις μορφές με τις σιδερωμένες φουστανέλες, τα γυαλισμένα γιαταγάνια και τα περιποιημένα μουστάκια από τα σχολικά κάδρα ούτε από τις εθνεγερτηρίους ταινίες που προβάλλονται στις εθνικές εορτές ανελλιπώς εδώ και πάνω από μισό αιώνα. Οι πρωταγωνιστές του «1800» είναι άνθρωποι με σάρκα και οστά, με πάθη και επιθυμίες, βίαιοι στο πλαίσιο της εποχής τους αλλά και με αισθήματα. Μπορεί η Ιστορία (ποτέ ουδέτερη και ποτέ απαλλαγμένη από προθέσεις) να τους κατέγραψε με έναν συγκεκριμένο τρόπο και να εξακολουθεί να αναπαράγει τις μορφές τους και τις συμπεριφορές τους όπως βολεύει την εθνική μας ανάγκη για ηρωισμούς, ανδραγαθήματα και αυτοθυσία, αλλά ο Καραμπάλιος κοιτάζει πίσω από τη βιτρίνα. Και αντικρίζει μίση και εγωισμούς, φτώχεια και εκδίκηση, αγώνα για εξουσία και επικράτηση, αίμα και πόνο. Ούτε κρυφά σχολειά ούτε αλτρουιστές ιερωμένοι ούτε ανθρωποφάγοι Τούρκοι ούτε Έλληνες με αρχαγγέλους στο πλευρό τους. Οι άνθρωποι του «1800» ζουν ακριβώς εκεί και τότε που γράφεται η Ιστορία. Αλλά αυτοί νοιάζονται περισσότερο να μείνουν ζωντανοί και να προστατέψουν με τα όπλα την οικογένειά τους και το χωριό τους, παρά να ποζάρουν με ένα απαστράπτον καριοφίλι ή να θυσιαστούν για μια μεγάλη ιδέα. Και όσο κι αν ορισμένες πτυχές της Ιστορίας αποσιωπούνται συστηματικά από τα σχολικά βιβλία και άλλες υπερτονίζονται ή διαστρεβλώνονται, ο Καραμπάλιος τις φωτίζει όλες και τις παρουσιάζει όσο κι αν είναι πιθανό να ενοχλήσουν τους θιασώτες της ελληνικής διαχρονικής λεβεντιάς που (υποτίθεται πως) δεν έχει καμιά σκιά. Μια τέτοια πτυχή είναι η δουλεία που βρίσκεται στο επίκεντρο του τέταρτου μέρους: «Στην Τουρκοκρατία η δουλεία δεν ήταν κάτι ασυνήθιστο. Δούλος μπορεί να γινόταν κάποιος ως λάφυρο πειρατείας ή επιδρομών. Η πρόοδος στα καράβια (ιστιοπλοΐα) είχε μειώσει τη ζήτηση δούλων (τους οποίους χρησιμοποιούσαν ως κωπηλάτες στις γαλέρες). Παρ’ όλα αυτά η δουλεία συνέχιζε να υπάρχει με τη μορφή ενός είδους ομηρίας. Υπάρχουν αναφορές σε ένα είδος φόρου-εράνου που μάζευε ο τοπικός θρησκευτικός άρχοντας (δεσπότης ή καδής) για την απελευθέρωση των σκλάβων. Στα ελληνικά λεγόταν "σκλαβιάτικα", στα τουρκικά δεν κατάφερα να βρω πώς λεγόταν. Στον ελλαδικό χώρο το μεγαλύτερο σκλαβοπάζαρο βρισκόταν στα Γιάννενα», γράφει ο Θανάσης Καραμπάλιος στον επίλογο του βιβλίου. Αποδεικνύοντας για μία ακόμη φορά τον μεγάλο βαθμό τεκμηρίωσης του έργου του αλλά και την ειλικρίνειά του στην προσέγγιση της Ιστορίας. Εδώ και χρόνια ο Καραμπάλιος, χωρίς να είναι ιστορικός ή να έχει κάποια «ακαδημαϊκή» υποχρέωση πιστότητας των λόγων του σε σχέση με την πραγματικότητα, έχει χωθεί σε αμέτρητα αρχεία, σε βιβλία, σε έρευνες. Ταξιδεύει στα μέρη που περιγράφει, συλλέγει στοιχεία, εικόνες, γραπτά. Καταγράφει δεδομένα από τις επίσημες οδούς αλλά και από τις ανεπίσημες. Οι φορεσιές των πρωταγωνιστών του, τα κτίρια, τα καράβια, τα όπλα, η γεωγραφία, τα βουνά, τα δέντρα δεν προκύπτουν από μια επιδεξιότητα στο σχέδιο (που τη διαθέτει και με το παραπάνω) ή από μια καλπάζουσα φαντασία αλλά ύστερα από διεξοδική μελέτη. Τα αποτελέσματα της μελέτης είναι ορατά αλλά και όσα δεν είναι, ο Καραμπάλιος τα εξηγεί και τα μοιράζεται παραθέτοντας τις βιβλιογραφικές του πηγές και το νόημα των λέξεων και των όρων που χρησιμοποιεί. Έτσι, το σαράι, ο τζοχαντάρης, οι σκιπιτάρηδες, ο σπάχης, οι χαΐνηδες, το ασκέρι, ο νταϊφάς, ο μουρτάτης, το κοντράτο, ο μαγιόρος από λέξεις άγνωστες, εξωτικές ή δυσνόητες γίνονται οικείες και μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως οργανικά ενταγμένες στους διαλόγους και τα κείμενα, χωρίς να χρειάζεται να μεταφραστούν σε πιο οικείες της νέας ελληνικής. Κι έτσι προχωρά το αντιηρωικό έπος των αρχών του δέκατου ένατου αιώνα προς το 1821, χωρίς τυμπανοκρουσίες και φανφάρες αλλά με τη μέγιστη δυνατή ακρίβεια ως προς τα ιστορικά και πραγματολογικά δεδομένα. Μακριά από αποθεώσεις και θριαμβικές ιαχές, μακριά από θρήνους και οδυρμούς. Εν αναμονή όσων μας ετοιμάζουν για τον πανηγυρικό εορτασμό των διακοσίων ετών από το 1821, το «1800» του Θανάση Καραμπάλιου είναι μια ιδανική ιστορική απάντηση μετριοπάθειας, ακρίβειας και ειλικρίνειας. Και το σχετικό link...
  13. Η Κοκκινοσκουφίτσα, ο Κοντορεβιθούλης, τα Τρία Γουρουνάκια, ο Παπουτσωμένος Γάτος και άλλα φανταστικά πλάσματα των παραδοσιακών παραμυθιών δίνουν στον Πάνο Ζάχαρη την αφορμή για μια μοναδική παρωδιακή προσαρμογή στη σύγχρονη πολιτική πραγματικότητα που δεν μοιάζει καθόλου με παραμύθι. Τι θα γινόταν αν ο Αλαντίν από τις «Χίλιες και μία Νύχτες», έμπλεος αγαθών προθέσεων και αφέλειας, ζητούσε από το τζίνι του λυχναριού να πραγματοποιήσει μία και μοναδική ευχή: να επιστρέψει η Ευρώπη στις ιδρυτικές της αξίες; Κατά τον Πάνο Ζάχαρη, ακόμα και το παντοδύναμο τζίνι θα ένιωθε ανίκανο να πραγματοποιήσει την ευχή. Θα έβγαζε απογοητευμένο το γυαλιστερό και κοφτερό σπαθί από το θηκάρι και θα το έμπηγε με δύναμη στα σπλάχνα του, αυτοκτονώντας μπρος στο ανέφικτο της ικανοποίησης της επιθυμίας του αφέντη του. Και πώς θα υποδεχόταν σήμερα η ανθρωποφάγα κακιά μάγισσα από το «Χάνσελ και Γκρέτελ» των Αδερφών Γκριμ τα δύο αθώα και εγκαταλειμμένα παιδάκια; Θα προσπαθούσε να τα προσελκύσει με λιχουδιές και γλυκίσματα; Όχι! Θα είχε βάλει προ καιρού το σπίτι της στο AirBnb! Τα παραμύθια ανανεώνουν την αξία τους και παραμένουν επίκαιρα γιατί δεν είναι στατικές αφηγήσεις, ούτε έχουν προκαθορισμένα, παγιωμένα, σταθερά και άκαμπτα μηνύματα. Προσαρμόζονται έτσι κι αλλιώς στην εκάστοτε εποχή, στον λόγο του αφηγητή τους, στις συνθήκες και μεταδίδονται από γενιά σε γενιά εντός νέων συμφραζομένων. Δεν είναι ιερά κείμενα ούτε τοτέμ, αλλά δυνητικά ευμετάβλητες ιστορίες που διατηρούν το ενδιαφέρον των αναγνωστών και ακροατών τους από την ποικιλία του εκφερόμενου λόγου και των εύπλαστων νοημάτων. Εντάξει, ο Πάνος Ζάχαρης μπορεί λίγο να το παράκανε, αλλά οι εκδοχές των κλασικών παραμυθιών που φιλοτεχνεί εδώ και χρόνια στην πρώτη σελίδα του Καρέ Καρέ είναι απολαυστικές. Και βαθύτατα πολιτικές καθώς αυτός είναι ο πρωταρχικός στόχος του: να μιλήσει για τη σύγχρονη πολιτική πραγματικότητα με χιούμορ. Γι’ αυτό και το παράκανε. Και καλά έκανε! Η επιδίωξη του Πάνου να μιλήσει για τα τρέχοντα προβλήματα που απασχολούν τον σύγχρονο άνθρωπο, στην Ελλάδα και την Ευρώπη, εντέλει στον κόσμο όλο, επιτυγχάνεται στον υπερθετικό βαθμό με το όχημα της παρωδίας, την οποία και αξιοποιεί με δεξιοτεχνικό τρόπο χωρίς να λοιδορεί ή να χλευάζει τα πρωτότυπα κείμενα. Χλευάζοντας ωστόσο τους «κακούς» των παραμυθιών, που δεν είναι κατ’ ανάγκη οι ίδιοι με τους κακούς των πρωτοτύπων. Αλλά και οι «καλοί» δεν είναι σίγουρα τόσο καλοί όσο τα κείμενα-πηγές τούς παρουσιάζουν. Να, ο Κοντορεβιθούλης για παράδειγμα, ήταν ένας επινοητικός πιτσιρικάς που σκέφτηκε να αφήνει πίσω του ψίχουλα για να βρει μαζί με τα αδέρφια του τον δρόμο της επιστροφής όταν εγκαταλείφθηκαν όλοι μαζί στο άγριο και αφιλόξενο δάσος. Ο άλλος Κοντορεβιθούλης όμως, αυτός του Ζάχαρη, τα θαλάσσωσε. Χάθηκαν στη μέση του πουθενά. Καθώς τα ψίχουλα δεν ήταν αρκετά. Η δικαιολογία είναι αναμενόμενη: «…Τα ψίχουλα δεν ήταν το ιδανικό, αλλά ήταν προτιμότερο από το τίποτα!» τους λέει. Και ολοκληρώνει, φέρνοντας στον νου τις δικαιολογίες αυτών που θα έσκιζαν τα μνημόνια σε μια νύχτα: «Ήταν αυτό που μπόρεσα να κάνω μέσα στο υπάρχον ασφυκτικό δημοσιονομικό πλαίσιο…». Όπως ακριβώς και ο αηδιαστικός βάτραχος με το στέμμα που τον κρατά στα χέρια της η άτυχη πριγκίπισσα. Αυτή πασχίζει να πειστεί ότι πρόκειται για μαγεμένο πρίγκιπα κι αυτός εκμεταλλεύεται την αδυναμία της και τη θέλησή της να πιστέψει. Για να κάμψει τις αντιστάσεις της τής δηλώνει ότι αρκεί ένα φιλί για να μεταμορφωθεί σε πρίγκιπα «με έναν νόμο και ένα άρθρο»! Αυτού του τύπου οι παρωδίες παραμυθιών είναι που κρατούν πάντα αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη, καθώς αν και ξέρει ότι θα εκπλαγεί από τον συνδυασμό φαινομενικά αταίριαστων θεμάτων, δεν μπορεί να φανταστεί ποτέ ποιος θα είναι ο συνδυασμός. Η Κοκκινοσκουφίτσα που συναντά τον μοχθηρό Κακό Λύκο στις πετρελαιοπηγές, λίγο νωρίτερα τον είχε βρει νεκρό, καμένο στο δάσος. Ο Σκορπιός με τη σβάστικα ετοιμάζεται να τσιμπήσει τον αφελή βάτραχο. Ο Πινόκιο καίει τη μύτη του για να ζεσταθεί. Οι αδερφές της Σταχτοπούτας κατακρίνουν τον πρίγκιπα που τη διάλεξε, γιατί επιβράβευσε τη μετριότητα αντί να επιλέξει την αριστεία. Κι ο Αλή Μπαμπά με τους Σαράντα Αντικρατιστές μπροστά στη σπηλιά, αντί για «Άνοιξε Σουσάμι» φωνάζει «Άνοιξε Δημόσιο» για να αρχίσει το πλιάτσικο. Αυτήν την ανοικείωση του θεατή-αναγνώστη ως προς το ουσιαστικό θέμα κάθε μικρής ιστορίας σε σχέση με το περιτύλιγμα εντός του οποίου «σερβίρεται» ξέρει να προκαλεί πολύ καλά ο Πάνος. Κάτι παρόμοιο επιτυγχάνει και στην άλλη του σταθερή σειρά με τον τίτλο «The Working Dead» (λογοπαίγνιο με βάση τη σειρά τρόμου με ζόμπι «The Walking Dead», δημοσιεύεται στην ηλεκτρονική πλατφόρμα socomic.gr και έχουν κυκλοφορήσει δύο τόμοι από τις εκδόσεις Τόπος). Εκεί παρακολουθεί την ταξική ανισότητα στα βάθη της ιστορίας και στα πέρατα της Γης, καταγράφοντας τους εργατικούς αγώνες από τη μια και τη σθεναρή αντίσταση των αφεντικών από την άλλη. Όμως, είτε τοποθετεί την ιστορία του στην αρχαία Αίγυπτο είτε στις βαμβακοφυτείες του ρατσιστικού αμερικανικού Νότου είτε στα χρόνια του Κολόμβου είτε στην εποχή των μνημονίων, θέλει να μιλήσει για το σήμερα και να παρακινήσει τους αναγνώστες να ξεσηκωθούν ώστε να πάψουν να αποτελούν υποψήφιους «working dead». Το ίδιο «σήμερα» τον απασχολεί και στο «Scary Tales» από την πρώτη ιστορία του εδώ, στο Καρέ Καρέ, μέχρι τώρα και πιστεύω για πολλά χρόνια ακόμα, καθώς η διαχρονική βαρβαρότητα (και γελοιότητα) της εξουσίας δεν φαίνεται να αλλάζει εύκολα. Τα παραμύθια μπορεί να μην τα αφηγούνται πια οι γιαγιάδες δίπλα στο τζάκι στα τρομαγμένα εγγονάκια τους και οι δράκοι δεν αποτελούν φόβητρο για φτωχούς χωρικούς, ούτε εξολοθρεύονται από αλτρουιστές ιππότες. Οι κακοί των παραμυθιών δεν παραμονεύουν στις σκιές, ούτε μεταμφιέζονται για να κατασπαράξουν τα θύματά τους. Φορούν ακριβά κοστούμια και στήνουν οικονομικές συμφωνίες σε ολόφωτα κτίρια, ερήμην των θυμάτων τους. Αυτό δεν απαλλάσσει, αλίμονο, τα «θύματα» από τις ευθύνες τους. Ο Πάνος έχει έναν λόγο και για αυτά τα θύματα. Και όπως ξεκίνησε αυτή η παρουσίαση με τον Αλαντίν ας κλείσει κιόλας, καθώς τα λόγια που του λέει το τζίνι ακούγονται σαν μια υπόμνηση του Ζάχαρη προς όλους μας. «Θέλω ψωμί, παιδεία και ελευθερία» είναι η καλών προθέσεων και εκ του ασφαλούς ευχή του Αλαντίν. Κι η αυστηρή απάντηση που του δίνει το τζίνι: «Τράβα να αγωνιστείς ρε μαλάκα, γαμώ την ανάθεσή μου μέσα»! Και το σχετικό link...
  14. Πώς είναι η ζωή ενός μεσήλικα πυγμάχου στη σύγχρονη Ρωσία με μόνα του υπάρχοντα μια βαλίτσα ρούχα; Οι Anna Rakhmanko και Mikkel Sommer παρακολουθούν τον περιπλανώμενο και άστεγο Βιατσεσλάβ, τον συστήνουν στους αναγνώστες και του δίνουν τον λόγο για να ακουστεί ηχηρά η εκκωφαντικά ήρεμη και συχνά σιωπηλή κραυγή του. Τι επικό μπορεί να υπάρχει στην καταγραφή λίγων ημερών από τη ζωή ενός μεσήλικα άστεγου και περιπλανώμενου πυγμάχου; Τι άξιο λόγου και ενδιαφέροντος; Τι, έστω και ελάχιστα σημαντικό, που να δικαιολογεί τη μεταφορά αυτής της θραυσματικής ζωής και των αποκομμένων αποσπασμάτων της σε κόμικς; Μα ακριβώς αυτό είναι το επικό στοιχείο της υπόθεσης: η παραδοχή ότι φτάσαμε να θεωρούμε κοινότοπη μια τέτοια καταγραφή. Η ομολογία ότι συμβιβαστήκαμε τόσο πολύ με την ιδέα πως κάτι τέτοιο δεν είναι παράξενο και άξιο λόγου που μας φαίνεται περιττό να το κοιτάμε. Η ήττα των σύγχρονων κοινωνιών που αντί να απαιτήσουν με συλλογικό τρόπο και μαζικές αγωνιστικές διεκδικήσεις, αν όχι για ανθρωπιστικούς λόγους, έστω για ωφελιμιστικούς – για να μην είμαστε εμείς οι επόμενοι που θα βρεθούν σε αυτή τη θέση –, επιλέγουν να αποστρέψουν το βλέμμα θεωρώντας δεδομένη και αναπόφευκτη την ύπαρξη μιας μερίδας ανθρώπων που αποκλείονται από τα στοιχειώδη δικαιώματα της στέγης, της περίθαλψης, της τροφής, της αξιοπρεπούς διαβίωσης. Συχνά-πυκνά, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης με υπόκρουση θλιβερής μουσικής ζουμάρουν στα κλαμένα μάτια ανθρώπων του περιθωρίου και περιγράφουν με δραματικούς τόνους τις περιπέτειες κοινωνικά αποκλεισμένων που εμπλέκονται σε τραγικά γεγονότα, σε εγκλήματα, σε μακάβριους θανάτους ή στους ελάχιστους που καταφέρνουν να αλλάξουν ζωή και να ενταχθούν στην κανονικότητα κ.λ.π. Κι από πίσω περνάνε απαρατήρητοι χιλιάδες, εκατομμύρια άλλοι που δεν προσελκύουν το ενδιαφέρον, δεν κερδίζουν ούτε το δεκαπεντάλεπτο της δημοσιότητας που αναλογεί στον καθένα μας, δεν γίνονται γνωστοί για κάτι που θα μετέτρεπε το ιδιωτικό τους σε δημόσιο. Μια τέτοια περίπτωση είναι ο πρωταγωνιστής στο «Strannik» της Ρωσίδας σεναριογράφου Anna Rakhmanko και του Δανού σχεδιαστή Mikkel Sommer. «Η πρώτη φορά που ακούσαμε για τον Βιατσεσλάβ, περισσότερο γνωστό στα ρινγκ ως Αλή Μπαμπά, ήταν τον χειμώνα του 2014. Μερικές βδομάδες αργότερα, καθόμασταν σε ένα καφέ στη Μόσχα και ακούγαμε όλες τις ιστορίες του σχετικά με το πώς είναι η ζωή όταν όλα σου τα υπάρχοντα χωράνε μέσα σε μια πλαστική τσάντα. Τα κλιμακοστάσια στις πολυκατοικίες των προαστίων, τα θορυβώδη φαστφουντάδικα, οι φθηνοί κινηματογράφοι, το ζεστό μετρό και οι ατέλειωτοι αγώνες είναι το πλαίσιο γύρω από τη ζωή του Βιατσεσλάβ. Περάσαμε μερικές έντονες μέρες μαζί του στη Μόσχα και μετά τον συνοδεύσαμε μέχρι μια στρατιωτική πόλη κλειστού τύπου στη Νότια Ρωσία, όπου ο Αλή Μπαμπά είχε τον επόμενο αγώνα του», περιγράφουν οι δημιουργοί του «Strannik» στον επίλογό τους. Αυτό που σκόπευαν και οι ίδιοι δεν ήταν να δημιουργήσουν κάτι εντυπωσιακό, κάτι κραυγαλέο, κάτι ηχηρό. Περισσότερο, απ’ ότι φαίνεται, ενδιαφέρονταν να καταγράψουν την «κοινοτοπία» της θλίψης και της απελπισίας, τα αδιέξοδα της μοναξιάς χωρίς εφέ, τον εφιάλτη που γίνεται συνήθεια και σταδιακά κανονικοποιείται στα μάτια και στις συνειδήσεις των άλλων. «Τέσσερις μέρες συζητήσεων για τα όνειρά του, τις ιδέες και τις μνήμες του μεταμορφώθηκαν σε αυτό το μικρό ντοκιμαντέρ-κόμικς. Το “Strannik” είναι μια εσωτερική ματιά στην καθημερινότητα ενός σαρανταεξάχρονου, άστεγου πυγμάχου στη Ρωσία – μια χώρα όπου εκατομμύρια άνθρωποι ζουν στους δρόμους», καταλήγουν οι Rakhmanko και Sommer. Αν και δίνουν τον ρόλο του αφηγητή στον ίδιο τον Strannik, όμως παραμένουν δίπλα του. Δεν απομακρύνονται ούτε παρατηρούν αφ’ υψηλού και αποστασιοποιημένα το «αντικείμενο» της μελέτης τους. Και, πιθανώς, επιλέγουν να διατηρήσουν ατόφιες και ακέραιες τις αφηγήσεις του, με λόγια κοφτά και ξεκάθαρα, ελάχιστα χρωματισμένα με συναίσθημα. Απογοήτευση ναι, οργή όχι. «Πριν από λίγο καιρό, κάποιος επικοινώνησε για να κάνουμε μια βίντεο-συνέντευξη. Ανησύχησα λιγάκι, αλλά δέχτηκα. Ήλπιζα πως θα έκαναν ένα ωραίο φιλμ για έναν σαραντατριάχρονο γερο-πυγμάχο που ταξιδεύει τη χώρα απ’ άκρη σ’ άκρη αναζητώντας περιπέτειες. Προς μεγάλη μου απογοήτευση, κατέληξε να γίνει ένα φιλμάκι για έναν άστεγο που αγωνίζεται για ένα κομμάτι ψωμί στους δρόμους της Μόσχας. Το πρόβλημα ήταν πως δεν μπορούσαν να γράψουν πολλά από τα πράγματα που έκανα. Ας πούμε έναν αγώνα που είχε οργανωθεί σε μια φυλακή, με όλους τους κρατούμενους να παρακολουθούν. Δεν ήταν κάτι που μπορούσαν να μαγνητοσκοπήσουν και ούτε να το προβάλουν. Όταν έμαθα πως θα έκαναν κόμικς για εμένα, φαντάστηκα κάτι διαφορετικό. Φαντάστηκα πως θα ήταν ένα υπερηρωικό κόμικς, σαν κι αυτά που μάζευα όταν ήμουν μικρός. Σε κάθε μια από τις μικρές ιστορίες θα πολεμούσα το έγκλημα και θα έσωζα τον κόσμο. Αυτή όμως είναι ιστορία άλλου είδους», λέει ο Βιατσεσλάβ στους αναγνώστες συστήνοντας τον εαυτό του. Η ιστορία του, όμως, δεν έχει τίποτα το υπερηρωικό, δεν έχει δράση και καταδιώξεις, δεν έχει συναισθηματικές εξάρσεις και εκπλήξεις, δεν έχει ανατροπές και περιπέτειες. Κι αυτός απλώς την αφηγείται, αφήνοντας τον αναγνώστη να την κρίνει. Λακωνικός και λιτός, μιλά για τα παιδικά του χρόνια στη Σοβιετική Ένωση, για την οικογένειά του, για την παραμόρφωση στα χείλη του και το πρόβλημα ομιλίας του, πιθανώς ως αποτέλεσμα έκθεσης σε ραδιενέργεια, για τα βιβλία που του άρεσε να διαβάζει, για τις χειρουργικές επεμβάσεις στις οποίες υποβλήθηκε, για τις δουλειές που έκανε για να ζήσει, για την πυγμαχία, για τη ζωή στον δρόμο. «Δίπλα στο σχολείο μας ήταν μια φυλακή και από την άλλη πλευρά ένα νεκροταφείο. Ο δάσκαλός μας συνήθιζε να λέει πως αν δεν φερόμασταν σωστά και αν δεν δουλεύαμε σκληρά θα καταλήγαμε σε ένα από αυτά τα δύο μέρη», αφηγείται ο Βιατσεσλάβ. Και διαψεύδει τον δάσκαλό του καθώς αν και ο ίδιος έκανε ή τουλάχιστον προσπάθησε να κάνει ότι ακριβώς του είπαν και γλίτωσε από τη φυλακή και το νεκροταφείο, εν τέλει βρέθηκε αναγκασμένος να ζει σε κάτι που ίσως είναι ακόμα χειρότερο. Στη σκοτεινή πλευρά της ανυπαρξίας και της ανωνυμίας για τα μάτια των άλλων. Στη διαρκή περιπλάνηση χωρίς στέγη, χωρίς καμιά πιθανότητα και δυνατότητα διαφυγής. Κάτι τόσο συνηθισμένο σήμερα για τεράστιο αριθμό ανθρώπων που, δυστυχώς, χάνεται κάθε επική διάσταση και κάθε πρωτοτυπία αναφοράς. Η βολική απάθεια και η διαρκής ναρκισσιστική αδιαφορία απέναντι σ’ αυτούς τους ανθρώπους αποτελούν επικών διαστάσεων ντροπιαστικά εγκλήματα. * Τα έσοδα των δημιουργών του «Strannik» από τις πωλήσεις του βιβλίου θα προσφερθούν στο περιοδικό δρόμου «Σχεδία». Και το σχετικό link...
  15. Στην εποχή τής «κανονικότητας», τα webcomics ήταν για την Αλέξια Οθωναίου μέρος της δουλειάς της. Το Διαδίκτυο εξαπλωνόταν κάνοντας τις εκδόσεις να φαίνονται ακριβότερες και εκείνη, υπεύθυνη για «χάρτινα» άλμπουμ όπως «Τσακισμένη Αυγή» (εκδ. Jemma Press), έβλεπε τα online στριπάκια της ως συμπλήρωμα της δημιουργικότητας και του εισοδήματός της. Κάποια από αυτά, όπως οι «Ιστορίες που κρύβονταν σε προφανή μέρη» ξεκίνησαν να αναρτώνται στην πλατφόρμα socomic.gr με τόση επιτυχία, που έφτασαν και στο τυπογραφείο. Σήμερα, οι συνεργασίες της δεν έχουν μειωθεί. Ειδικά οι ψηφιακές όμως, έχουν αποκτήσει μία ακόμα διάσταση: «Ο κόσμος μένει στο σπίτι, έχοντας ανάγκη και για επικοινωνία, για τέχνη», λέει. «Τα διαδικτυακά κόμικς, με τον αφηγηματικό τους χαρακτήρα, λειτουργούν και ως μια παρηγοριά». Ένα σχέδιο της Αλέξιας Οθωναίου για τον κορωνοϊό, όπως αναρτήθηκε στο socomic.gr Η ιστορία τους ξεκινά από τα μέσα της δεκαετίας του ’80. Η σειρά «Witches and Stiches» του Αμερικανού Ερικ Μιλίκιν ήταν ίσως η πρώτη που δημοσιεύθηκε ψηφιακά. Με την έλευση του world wide web αρκετοί άρχισαν να σχεδιάζουν κόμικς αποκλειστικά για τις οθόνες των υπολογιστών, ενώ οι μεγάλοι παίκτες, όπως η Marvel και η DC ενίσχυσαν το ψηφιακό κομμάτι τους από τα μέσα της δεκαετίας του 2000. Στην Ελλάδα η πλατφόρμα socomic.gr διαθέτει ένα αρχείο με στριπάκια που φτάνει ως τον Σεπτέμβριο του 2011. Εδώ μπορεί κανείς να βρει την αφρόκρεμα της ελληνικής σκηνής: ο Μιχάλης Διαλυνάς, ο Ηλίας Κυριαζής, ο Pan Pan, ο Tas Mar, η Δήμητρα Αδαμοπούλου και άλλοι που αδικούμε, έχουν ανεβασμένα αρκετά έργα τους – αρκετά για να διαβαστούν σε δύο πανδημίες. Ένας από αυτούς είναι και ο Αντώνης Βαβαγιάννης, υπεύθυνος για τα περίφημα «Κουραφέλκυθρα»: είναι η δική του σειρά που ξεκίνησε από το socomic.gr, εκδόθηκε σε χαρτί από την Jemma και πλέον δημοσιεύεται από το luben.tv. «Ένας κομίστας είναι συνηθισμένος να δουλεύει από το σπίτι», λέει ο Αντώνης Βαβαγιάννης. «Ίσως τώρα είναι ευκαιρία να σχεδιάσεις περισσότερο, ενώ την ίδια στιγμή δεν μπορείς, σαν δημιουργός, να ζεις σε ένα συννεφάκι. Υπάρχει λοιπόν μια μικρή αλλαγή στη θεματολογία. Ανέβασα ένα στριπάκι που δεν εντάσσεται στα “Κουραφέλκυθρα”, αλλά δεν μπορούσα να μη σχολιάσω όσα συμβαίνουν. Όσοι έχουμε ως μέρος της δουλειάς μας το χιούμορ, το χρησιμοποιούμε για να αντιμετωπίσουμε την πραγματικότητα και τα σχόλια του κόσμου που σε ευχαριστεί γιατί του φτιάχνεις τη διάθεση». Έκτακτο επεισόδιο από τα «Κουραφέλκυθρα» του Αντώνη Βαβαγιάννη, που δημοσιεύθηκε στο luben.tv Ο Σταύρος Κιουτσούκης, γνωστός για τα «Yellow Boy» και «Ο δεξιοτέχνης» (Ένατη Διάσταση), προτιμάει να αναρτά τα «ορφανά» σκίτσα του στα προσωπικά του κοινωνικά δίκτυα. Η θεματολογία του δεν έχει αλλάξει τόσο, όσο έχει βρει ένα «όχημα» στη συνθήκη της απομόνωσης, την οποία προσπαθεί να αντιμετωπίζει με αισιοδοξία. «Ναι, έχω παρατηρήσει μια μικρή αύξηση της επισκεψιμότητας», λέει, «ενώ αρκετοί αναγνώστες σε απομόνωση εκφράζουν την ευγνωμοσύνη τους. Οι δημιουργοί βέβαια περιμέναμε την άνοιξη και τα δύο μεγάλα φεστιβάλ του χώρου που αναβλήθηκαν». Το ένα ήταν το Comic Con της Θεσσαλονίκης και το άλλο το Comicdom της Αθήνας. Το δεύτερο ανακοίνωσε ότι θα πραγματοποιηθεί μεταξύ 4-6 Σεπτεμβρίου. Η ομάδα του, σύμφωνα με τη Λήδα Τσενέ, προσπαθεί να διατηρήσει ενεργό το ενδιαφέρον του κοινού, με πρωτοβουλίες όπως το Digital Artists Alley που καλεί τους δημιουργούς να προβάλουν ηλεκτρονικά τη δουλειά τους, την ενημέρωση για τη δυνατότητα ηλεκτρονικών παραγγελιών που προσφέρουν τα καταστήματα κόμικς ή τις δραστηριότητες για παιδιά μέσω της Athens Comics Library. Ένα καρέ για την ανάγνωση κόμικς σε περίοδο απομόνωσης, από τα social media του Σταύρου Κιουτσούκη «Η ανθρωπογεωγραφία του κοινού των κόμικς αλλάζει», παρατηρεί η Λήδα Τσενέ, «με τον κόσμο που είναι εξοικειωμένος με την ψηφιακή ανάγνωση να αυξάνεται». Η Αλέξια Οθωναίου προσθέτει μια άλλη πτυχή: «Είναι όπως και με την τηλεργασία», λέει. «Σημασία έχει και η κοινότητα, το δίκτυο των ανθρώπων. Όταν ο κόσμος μένει σπίτι μόνος παρακολουθώντας τέχνη, εντείνεται και μια εξατομίκευση που δεν είναι ωφέλιμη. Αγαπώ τα webcomics, αλλά ας μη μείνουμε μόνο σε αυτό». Και το σχετικό link...
  16. Ο Θανάσης Καραμπάλιος εμφανίστηκε στα κόμικς στα 35 του. Και με την πρώτη του δουλειά, το «1800», μια φιλόδοξη σειρά που διαδραματίζεται στην ελληνική επαρχία λίγο πριν από την Επανάσταση του 1821, κατάφερε να εντυπωσιάσει τόσο για τη μυθοπλαστική ικανότητά του όσο και για την τεκμηρίωση της ιστορίας του. Με αφορμή τη διπλή παρουσίαση της δουλειάς του σε Λάρισα και Ελασσόνα, μιλά στο Καρέ Καρέ για τα κόμικς, την ελληνική Ιστορία και, αναπόφευκτα, για τις πολιτικές του απόψεις. Φαντάζομαι πως συμφωνείτε ότι δεν είναι και τόσο συνηθισμένο ένας δημιουργός στα 35 του να συστήνεται πρώτη φορά στο κοινό με ένα πολύτομο έργο γύρω από την Ελλάδα του 1800. Πώς πήρατε την απόφαση; Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου διάβαζα κόμικς. Παράλληλα σκιτσάριζα αυτό που έβλεπα και προσπαθούσα να φτιάξω ιστορίες. Όσον αφορά το πολύτομο έργο, έχει να κάνει με το ότι δεν μπορώ να κάνω μικρές ιστορίες. Πάντοτε, σαν να αποκτούσε δική της ζωή η ιστορία που ήθελα να πω, με οδηγούσε όλο και πιο μακριά. Τις ελλείψεις μου σαν συγγραφέας προσπαθώ να τις καλύψω με το σκίτσο. Το να ασχοληθώ με τα κόμικς ήταν όνειρο ζωής που έγινε πραγματικότητα. Ευχαριστώ όσους πίστεψαν σε μένα και τους αναγνώστες μου. Τι ενδιαφέρον έχει για έναν δημιουργό η ελληνική επαρχία του προπερασμένου αιώνα και πόσο πιστεύετε ότι ενδιαφέρει τους δυνητικούς αναγνώστες σας; Η συγκεκριμένη ιστορική περίοδος είναι μια πολύ γοητευτική και εξαιρετικά πολύπλοκη και βίαιη εποχή. Σκεφτείτε την επιτυχία που σημείωσε το Game of Τhrones. Ισχυρίζομαι με βεβαιότητα, λοιπόν, ότι η ελληνική ιστορία, προεπαναστατικά και γενικά όλη η περίοδος του 19ου αιώνα, κάνει το Game of Τhrones ιστορία για παιδάκια του νηπιαγωγείου. Το αν θα ενδιέφερε τον κόσμο ήταν ένα στοίχημα που έπαιξα και ποντάρισε πάνω μου ο Λευτέρης Σταυριανός, ο εκδότης της Jemma Press. Φαίνεται προς το παρόν ότι το κερδίζουμε· ο χρόνος θα δείξει. Οι περισσότερες εικόνες που έχουμε από την εποχή αυτή, προέρχονται από τις σχολικές γιορτές με τους δαφνοστεφανωμένους ήρωες και από τα Κλασικά Εικονογραφημένα που ήταν στρατευμένα στην οικοδόμηση του εθνικού μας μύθου. Τι διαφορετικό κομίζει το «1800»; Οι περισσότερες εικόνες που έχουμε είναι οι συγκεκριμένες που θέλησε να μας δείξει το εκπαιδευτικό σύστημα τη συγκεκριμένη στιγμή. Τα Κλασικά Εικονογραφημένα από την άλλη ήταν γέννημα της εποχής τους. Εξυπηρετούσαν έναν εθνικό μύθο που μπορεί να είχε ανάγκη ο λαός, μπορεί και όχι, πάντως η κυρίαρχη τάξη, άρα και ιδεολογία, αυτό θεωρούσε ότι έπρεπε να προβάλει. Εγώ προσπαθώ να δείξω, όσο είναι δυνατό, όλη την εικόνα, όχι μέρος της. Δεν προσπαθώ να δείξω ένα ηρωικό ή εξιδανικευμένο παρελθόν, αλλά να κάνω τον αναγνώστη να πιάσει το πνεύμα της εποχής. Γιατί επικεντρωθήκατε στην εποχή λίγο πριν από το 1821 και όχι ακριβώς σε αυτό ώστε να ανοίξουν και άλλοι δρόμοι στη δημοσιότητα του έργου σας; Όταν ήμουν στο λύκειο, κάθε μέρα περνούσα από την πλατεία της Ελασσόνας και έβλεπα το άγαλμα του Νικοτσάρα. Δεν είχα δώσει σημασία ποτέ· μόνο αργότερα, κοντά στα 30 μου, έμαθα ποιος ήταν και τι ρόλο έπαιξε στην εποχή. Μελετώντας τη ζωή του έπεσα πάνω στον Αλή πασά, μετά στον Κολοκοτρώνη και τον Καποδίστρια. Γενικά, αυτό που είδα ήταν ότι η ελληνική Eπανάσταση δεν ξέσπασε τυχαία, ούτε οι παλινωδίες της – είχαμε δύο εμφυλίους – ήταν ατυχή γεγονότα. Φανταστείτε το σαν ένα ψηφιδωτό που σχηματίζει μια τεράστια και πολύπλοκη εικόνα. Γι’ αυτό ξεκίνησα την ιστορία πριν από το ’21. Αν δεν μιλήσεις για τον Αλή πασά, τις αποτυχημένες επαναστάσεις στη Θεσσαλία, τα μαύρα καράβια, την Εφτάνησο Πολιτεία και ένα σωρό άλλα γεγονότα που συνέβησαν τότε, δεν μπορείς να εξηγήσεις το ’21. Το να ξεκινούσα την ιστορία μέσα στην επανάσταση, θα ήταν εύκολο και «πιασάρικο», αλλά δεν ξέρω κατά πόσο θα μπορούσε να πει τα πράγματα διαφορετικά. Η εποχή που περιγράφετε δεν φαίνεται τόσο ηρωική και ένδοξη όσο μας μάθαιναν στο σχολείο. Πώς ακριβώς την προσεγγίσατε; Την εποχή τη φτιάχνουν οι άνθρωποι και οι πράξεις τους. Και οι άνθρωποι δεν είναι μόνο ηρωικοί, καλοί ή κακοί. Αυτό το μανιχαϊστικό μοντέλο δεν μπορεί να σταθεί στην πραγματικότητα, όχι μόνο στον 19ο αιώνα αλλά και στον 21ο. Οι άνθρωποι είναι ικανοί για το καλύτερο αλλά και για το χειρότερο. Αυτό είναι το λάθος που γίνεται στα σχολεία, εσκεμμένα ή όχι. Δεν γίνεται να μιλήσεις για την Ιστορία ηθικολογώντας. Η Ιστορία δεν έχει ηθική, απλά συμβαίνει. Οι σχέσεις των ανθρώπων μεταξύ τους αλλά και με το περιβάλλον στο οποίο μεγαλώνουν επιδρά και στον τρόπο που σκέφτονται αλλά και που δρουν. Θα χαρακτηρίζατε την οπτική σας απέναντι στην Ιστορία ως μια αριστερή ματιά στα πράγματα ή μια ματιά βασισμένη στις καθιερωμένες αφηγήσεις; Δεν ξέρω αν θα την χαρακτήριζα αριστερή, πάντως σίγουρα όχι εθνοκεντρική. Το αστείο είναι ότι δεν έχω διαβάσει κάτι διαφορετικό πέρα από την επίσημη Ιστορία, απομνημονεύματα αγωνιστών του ’21 και φιλελλήνων, όπου έχει πρόσβαση οποιοσδήποτε. Το πρόβλημα δεν έγκειται στην αριστερή και δεξιά ματιά. Στην ιστορία του ο Κορδάτος, για παράδειγμα, πέφτει σε μεγάλα σφάλματα γιατί προσπαθεί να αναλύσει τα πράγματα μέσα από την ιδεολογία του. Επίσης, δεν είχε όσα στοιχεία έχουμε εμείς τώρα, ούτε την ίδια προσβασιμότητα. Τι θα πούμε δηλαδή, ότι επειδή ο Κορδάτος είναι δικός μας είναι σωστή η οπτική του; Όχι, διαφωνώ σε αυτό κάθετα. Το θέμα είναι να ψάξεις εξαντλητικά όσο περισσότερες πηγές μπορείς και να μην αποκρύψεις τίποτα. Το πώς θα τις ερμηνεύσεις έχει να κάνει με την ιδεολογία σου και την πολιτική σου τοποθέτηση. Δεν υπάρχει αντικειμενικότητα στην καταγραφή της Ιστορίας. Εγώ προσωπικά παίρνω το μέρος του λαού, του απλού ανθρώπου που δεν άντεχε την καταπίεση, είτε από Τούρκους είτε από κοτσαμπάσηδες ή δεσποτάδες· του ανθρώπου που άρπαζε το γιαταγάνι και έλεγε θα ζήσω όπως θέλω. Στις μέρες μας οι περισσότεροι, αν όχι όλοι, οι αγωνιστές του ’21 θα θεωρούνταν εγκληματίες του κοινού ποινικού δικαίου. Τελικά, η ελληνική Ιστορία γενικά και της προεπαναστατικής περιόδου ειδικά μπορούν να είναι κτήμα μόνο της Δεξιάς και των συντηρητικών κύκλων με στόχο την εξιδανίκευση του παρελθόντος ή μπορεί να έχει λόγο και η Αριστερά; Η Ιστορία έχει υποφέρει από τη Δεξιά και τους συντηρητικούς. Και το κακό είναι ότι στο πλαίσιο ενός κακώς εννοούμενου διεθνισμού αφήσαμε έννοιες, όπως πατρίδα, λαϊκή κυριαρχία, σημαίες και σύμβολα, στη Δεξιά και κατέληξαν στους φασίστες και τους χρυσαυγίτες. Ξεχνάμε πόσο μεγάλο κατόρθωμα της Αριστεράς (κομμουνιστών και δημοκρατών) ήταν η Εθνική Αντίσταση και το ΕΑΜ με τον ΕΛΑΣ. Ο αρχικαπετάνιος του ΕΛΑΣ, ο Άρης, θεωρούσε ότι η Επανάσταση του ’21 είχε μείνει στη μέση και εν μέρει είχε κάποιο δίκιο, άρα το ΕΑΜ και ο ΕΛΑΣ έπιαναν το νήμα του ανεκπλήρωτου της επανάστασης και συνέχιζαν παραπέρα. Πώς καταφέραμε αυτές τις παραδόσεις και τα σύμβολα να τα χαρίσουμε στη Δεξιά, είναι μια άλλη συζήτηση. Η Αριστερά δεν μπορεί να έχει απλώς λόγο, επιβάλλεται να έχει. Αν σας καλούσε η επιτροπή της Γιάννας να λάβετε μέρος με έργα σας ή με το «1800» στους εορτασμούς για τα διακόσια χρόνια από το 1821 θα δεχόσασταν; Ή με έργα όπως το «1800» χαλάει η εθνική σούπα; Ας πάρουμε το υποθετικό σενάριο ότι με καλούσε, θα έπαιρνα μέρος μόνο αν είχα πλήρη ελευθερία στην άποψη και την οπτική μου, χωρίς εκπτώσεις. Και γνωρίζω ότι μπορεί η δουλειά μου να αποτελούσε το «αριστερό» άλλοθι της επιτροπής Αγγελοπούλου-Δασκαλάκη. Το θέμα για μένα είναι να φτάσει η δουλειά μου σε όσο περισσότερο κόσμο, ώστε να υπάρξει και μια απάντηση στην καθιερωμένη άποψη της συστημικής ιστοριογραφίας. Τα διακόσια χρόνια από την επέτειο της ελληνικής επανάστασης αποτελούν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να επανακτήσουμε την ιστορική αλήθεια, με τη λέξη «αλήθεια» στην κυριολεκτική της σημασία: α-λήθη – με λίγα λόγια, να πάρουμε πίσω την ιστορική μνήμη και τους αγώνες του λαού μας από αυτούς που τους καπηλεύονται. Πόσες συνέχειες να περιμένουμε; Και ποια είναι τα μελλοντικά σχέδιά σας; Θα βγουν άλλα τρία βιβλία μέσα στο 2020 και εκεί θα κλείσει ο πρώτος κύκλος του «1800». Το 2021 η οικογένεια του Καραμάνου θα μπει στην επανάσταση. Μελλοντικά υπάρχουν κάποιες δουλειές που τρέχουν. Μια ιστορία σε σενάριο του Λεωνίδα Γουργουρίνη που αφορά τη ζωή ενός πειρατή, του Πέτρου Λάντζα, που έζησε τον 16ο αιώνα, όπου θα κάνω μόνο το σχέδιο. Επίσης, μια συνεργασία με τον No Budget Epics, Κώστα Μπεκιάρη. Ελπίζω να τα προλάβω μέσα στο 2020. Παρουσιάσεις του «1800» Λάρισα Πότε; Σάββατο 1 Φεβρουαρίου στις 19.00 Πού; Χατζηγιάννειο Δημοτικό Πνευματικό Κέντρο Λάρισας (Ρούσβελτ 59). Ομιλητές: Ευτυχία Θάνου, εικαστικός, Γιάννης Κουκουλάς, ιστορικός τέχνης, Θανάσης Πετρόπουλος, ηθοποιός και δημιουργός κόμικς, Λευτέρης Σταυριανός, εκδότης Jemma Press, και ο δημιουργός του έργου. Ελασσόνα Πότε; Κυριακή 2 Φεβρουαρίου στις 19.00 Πού; Πολιτιστικό Κέντρο Ελασσόνας. Ομιλητές: Πέννυ Αγοράστη Χέβα, φιλόλογος και ιστορικός τέχνης, Γιάννης Κουκουλάς, ιστορικός τέχνης, Θανάσης Πετρόπουλος, ηθοποιός και δημιουργός κόμικς, Λευτέρης Σταυριανός, εκδότης Jemma Press, και ο δημιουργός του έργου. Είσοδος ελεύθερη O Θανάσης Καραμπάλιος γεννήθηκε το 1983 στο Παλαιόκαστρο Ελασσόνας. Σπούδασε κόμικς στη σχολή Comink στη Θεσσαλονίκη και παρουσίασε τα πρώτα έργα του το 2018 στο φεστιβάλ Comic ’N’ Play. Οι τόμοι «Πατέρας» (σε πρόλογο του Πάνου Ζάχαρη), «Ελένη» και «Αγία Μαύρα» (σε πρόλογο του Γιάννη Αντωνόπουλου) της σειράς 1800 κυκλοφορούν από την Jemma Press. Έχει συμμετάσχει σε εκθέσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, ενώ το 2019 συμμετείχε στην καμπάνια του Ιδρύματος Ρόζα Λούξεμπουργκ και του Human Rights 360, «Βάλ’ τους Χ – Ο Μαύρος Χάρτης της Αθήνας». Το 2019 απέσπασε το βραβείο Καλύτερου Πρωτοεμφανιζόμενου Καλλιτέχνη στα Ελληνικά Βραβεία Κόμικς. Και το σχετικό link...
  17. Το πρώτο πράγμα που έρχεται στον νου όταν μιλάς για την αρχαία Σπάρτη είναι οι 300 του Λεωνίδα, το θάρρος των Σπαρτιατών, η σκληρή ζωή τους. Στο «Τρεις», οι Kieron Gillen και Ryan Kelly, χωρίς ωραιοποιήσεις, δίνουν τους πρωταγωνιστικούς ρόλους σε τρεις είλωτες και αποκαλύπτουν πολλά εντέχνως αποσιωπημένα «μυστικά» για τη λακωνική κοινωνία της αρχαιότητας. Ο τρόπος που συνήθως παρουσιάζεται η αρχαία Σπάρτη σε ιστορικά μυθιστορήματα, στον κινηματογράφο, στα κόμικς, χαρακτηρίζεται από μια υπεραπλούστευση ως προς την κοινωνική δομή, τις τάξεις, την ιεραρχία. Από τα σχολικά βιβλία μέχρι τις ανιστόρητες περιγραφές τηλεβιβλιοπωλών, που ενίοτε γίνονται υπουργοί, οι περιγραφές επικεντρώνονται στην ανδρεία, στη ρώμη, στους αυστηρούς αλλά δίκαιους νόμους, στην πολεμική κουλτούρα, στη λιτή ζωή. Λίγα λέγονται και γράφονται για τον αυταρχισμό, το αντιδημοκρατικό καθεστώς, τις κοινωνικές ανισότητες, τη θεσμοθετημένη δουλεία. Ευτυχώς, η ακαδημαϊκή έρευνα τις τελευταίες δεκαετίες έχει απομακρυνθεί από τον εξωραϊσμό της ελληνικής αρχαιότητας και έχουν υπάρξει πολλές μελέτες που ρίχνουν φως στην αρχαία Σπάρτη, την ακμή της αλλά και την παρακμή της. Το «Τρεις» των Kieron Gillen και Ryan Kelly (εκδόσεις Jemma Press, μετάφραση: Μπέλλα Σπυροπούλου) – αν και δεν πρόκειται για μια ακαδημαϊκή έρευνα αλλά για μια συναρπαστική ιστορία κόμικς – εντάσσεται ακριβώς σε αυτήν την προσπάθεια αναψηλάφησης του ιστορικού παρελθόντος και αναστοχασμού πάνω στις βολικές εθνικές και ιστορικές αφηγήσεις. Και επιπλέον, βασίζεται σε πολυετή και διεξοδική έρευνα των δημιουργών του που σε συνεργασία με πανεπιστημιακούς συνέλεξαν στοιχεία, απόψεις και τεκμήρια και συνέθεσαν μια ενδιαφέρουσα αν και τραγική ιστορία. Και δεν θα μπορούσε να μην είναι τραγική, καθώς στο επίκεντρό της βρίσκεται η ζωή των ειλώτων, των πολιτών δεύτερης κατηγορίας στους οποίους στηρίχτηκε μεγάλο μέρος της ιστορίας της Σπάρτης χωρίς όμως να τους καταγράψει η Ιστορία, χωρίς να έχουν γίνει γνωστά τα ονόματά τους, χωρίς να μνημονεύεται η ζωή τους και το έργο τους. Η πιο δημοφιλής και πολυδιαφημισμένη μέχρι σήμερα απόπειρα μεταφοράς του κόσμου της αρχαίας Σπάρτης σε κόμικς ανήκει στον σούπερ σταρ Frank Miller και τη Lynn Varley από το 1998 (κυκλοφορεί στα ελληνικά από τη Μαμούθ Κόμιξ). Το «300» των Miller και Varley, ωστόσο, όσο και η κινηματογραφική προσαρμογή του από τον Ζακ Σνάιντερ που σημείωσε τεράστια εισπρακτική επιτυχία είχαν τόση σχέση με την ιστορική ακρίβεια όση και οι τηλεβιβλιοπώλες υπουργοί με την αλήθεια και την τεκμηρίωση. Στους «300» το βάρος δίνεται στις εντυπωσιακές σκηνές μάχης, σε ακόντια, δόρατα, περικεφαλαίες και αίμα, στην εξύμνηση της απαράμιλλης γενναιότητας των Σπαρτιατών ενάντια στους Πέρσες. Σε δεύτερη ανάγνωση, με τους αδίστακτους εισβολείς Πέρσες ως καρικατούρες που διαθέτουν όμως υπεροπλία, ο Miller (λαμβάνοντας υπόψη και τις μεταγενέστερες αντιισλαμικές δηλώσεις του) δημιουργεί μια ιστορία για την (κατά τα πιστεύω του) ανάγκη της Δύσης να υπερασπιστεί την κουλτούρα της απέναντι στους διαφορετικούς «ξένους». Φυσικά, σε ένα τέτοιο θεματικό και σεναριακό περιβάλλον, οι είλωτες δεν έχουν καμιά θέση. Έχουν όμως θέση και μάλιστα πρωταγωνιστική στο «Τρεις». Η ιστορία των Gillen και Kelly διαδραματίζεται το 364 π.Χ. και ξεκινά από την ύπαιθρο της Λακωνίας, κατά τη διάρκεια μιας, πιθανότατα, γιορτής ενηλικίωσης των νέων Σπαρτιατών. Κατά τη γιορτή αυτή, οι νεαροί Σπαρτιάτες είχαν το δικαίωμα να σκοτώσουν με βιαιότητα όποιον είλωτα επιθυμούσαν χωρίς καμιά συνέπεια. Έτσι έμπαιναν στον κόσμο των μεγάλων και από τότε, κατά μια άποψη, μπορούσαν να γίνουν στρατιώτες. Η βάρβαρη αυτή επίθεση με θύματα τυχαίως επιλεγμένα, μόνο και μόνο για να τηρηθεί το απάνθρωπο έθιμο, εισάγει τον αναγνώστη στα ήθη της Σπάρτης. Και η ιστορία συνεχίζεται με την αναίτια επίθεση μιας ομάδας Σπαρτιατών σε μια καλύβα ειλώτων, έτσι για διασκέδαση και ψυχαγωγία. Οι είλωτες, όμως, θα αμυνθούν και θα κατατροπώσουν τα «αφεντικά» τους. Η εκδίκηση των Σπαρτιατών θα είναι αμείλικτη. Πρώτα όμως θα πρέπει να καταδιώξουν και να συλλάβουν τον Κλάρο, τον Τέρπανδρο και τη Δαμάρτα που προσπαθούν να διαφύγουν για να σώσουν τη ζωή τους και την αξιοπρέπειά τους. Αυτό είναι λίγο-πολύ το βασικό σενάριο που γύρω του, όμως, χτίζεται μεθοδικά και πολύ προσεκτικά ολόκληρη η πολιτική, οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα της αρχαίας Σπάρτης έναν σχεδόν αιώνα μετά τη Μάχη των Θερμοπυλών. Αυτό που ενδιαφέρει κυρίως τους Gillen και Kelly δεν είναι να γεμίσουν τις σελίδες με μάχες σώμα με σώμα, με κοφτερά μαχαίρια, απαστράπτουσες ασπίδες, εντυπωσιακές χλαμύδες, λαδωμένα κορμιά και λακωνικές ατάκες, αλλά να παρουσιάσουν την πραγματικότητα από την πλευρά των θυμάτων, των κυνηγημένων. Όχι από την πλευρά που εξύμνησε η Ιστορία, παίζοντας συγκεκριμένο ιδεολογικό και πολιτικό ρόλο, αλλά από την πλευρά που αγνοήθηκε γιατί δεν είχε να παρουσιάσει συμμετοχή σε πολέμους, αιματηρές μάχες, ένδοξες ναυμαχίες, πομπώδεις εκστρατείες. Πόσα όμως είναι γνωστά σήμερα για τους είλωτες; Λίγα στους πολλούς αλλά πολλά στους ιστορικούς και τους επιστήμονες που ασχολούνται διεθνώς με την αρχαία ελληνική ιστορία. Ένας από αυτούς είναι ο Stephen Hodkinson, καθηγητής αρχαίας Ιστορίας στο πανεπιστήμιο του Νότινχαμ που υπήρξε επιστημονικός σύμβουλος στο «Τρεις». Στο τελευταίο μέρος του βιβλίου φιλοξενείται, μάλιστα, μια πολυσέλιδη συζήτηση ανάμεσα στον σεναριογράφο Kieron Gillen και τον Hodkinson που βοηθά τον αναγνώστη να γνωρίσει περισσότερο τη συγκεκριμένη περίοδο της ελληνικής Ιστορίας, να κατανοήσει τις σεναριακές και σχεδιαστικές επιλογές των δημιουργών του και, επιπλέον, να αντιληφθεί τις αιτίες για τις οποίες η Σπάρτη χρησιμοποιήθηκε ως πρότυπο σε ρατσιστικές ιδεολογίες και ολοκληρωτικά καθεστώτα. Πολλοί πολιτικοί αλλά και φιλόσοφοι και επιστήμονες, ιδιαίτερα του εικοστού αιώνα, γοητεύτηκαν από το στρατοκρατικό καθεστώς της Σπάρτης, «...όχι μόνο ο Χίτλερ, αλλά και άλλοι ναζί πολιτικοί και ιδεολόγοι, και δυστυχώς επίσης, επιφανείς Γερμανοί ακαδημαϊκοί» σύμφωνα με τον Stephen Hodkinson. Που συνεχίζει γράφοντας: «Κυκλοφορεί ένα θαυμάσιο βιβλίο της Helen Roche, το Sparta ’s German Children, τα τελευταία δύο κεφάλαια του οποίου αναλύουν πώς τα ελίτ ναζιστικά σχολεία κατηχούσαν τους μαθητές με τα υποτιθέμενα ιδανικά της αρχαίας Σπάρτης. Η Roche έκανε ένα καταπληκτικό πράγμα: ήρθε σ’ επαφή με πολλούς από τους πρώην μαθητές που σήμερα είναι ηλικιωμένοι άνθρωποι, και έμαθε από πρώτο χέρι πώς διδάχθηκαν την αρχαία Σπάρτη. Αν η Γερμανία είχε νικήσει στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η μεταπολεμική Ευρώπη θα διοικούνταν από ανθρώπους που είχαν εμποτιστεί με τα “ιδανικά της αρχαίας Σπάρτης” [...] Η ναζιστική προπαγάνδα ισχυριζόταν ότι οι αρχαίοι Σπαρτιάτες ήταν βιολογικοί πρόγονοι της σύγχρονης γερμανικής νορδικής φυλής, της άριας φυλής. Και οι Ναζί χρησιμοποιούσαν τον κτηνώδη τρόπο που φέρονταν οι Σπαρτιάτες στους είλωτες ως παράδειγμα για το πώς έπρεπε να φέρονται σε μη άριες φυλές. Έχει βρεθεί ένα ανατριχιαστικό ναζιστικό έγγραφο, το “Generalplan Ost”, στο οποίο αναφέρεται ότι η ΕΣΣΔ, μετά την κατάκτηση της, έπρεπε να μετατραπεί σε μια γερμανική ρατσιστική ουτοπία όπου οι Ρώσοι θα ήταν πολίτες δεύτερης κατηγορίας όπως οι είλωτες». Μια διαφορετική, πιο ηρωική και λιγότερο ρεαλιστική εκδοχή της αρχαίας Σπάρτης έδωσαν οι Frank Miller και Lynn Varley στο «300». Οι Gillen και Kelly επέλεξαν την τεκμηρίωση και την ακρίβεια. Με ένα τέτοιο σκεπτικό κατάδειξης πολλών κρυμμένων αληθειών για τη Σπάρτη, που θα ήταν χρήσιμο να γνωρίζουν όσοι ενδιαφέρονται για την Ιστορία, φαίνεται ότι πορεύτηκαν οι Kieron Gillen και Ryan Kelly που φιλοτέχνησαν μια ενδιαφέρουσα από πλευράς πλοκής αφήγηση. Ακόμα περισσότερο, με την ενδελεχή τους έρευνα όχι μόνο ως προς τις κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές συνθήκες αλλά και ως προς τα πραγματολογικά στοιχεία, την αρχιτεκτονική, τις ενδυμασίες, τον οπλισμό, τα τρόφιμα κ.λ.π. και την τεκμηρίωση κάθε λεπτομέρειας, συνθέτουν μια σπουδαία μυθοπλασία με ιστορική ακρίβεια. Οι, επίσης πολυσέλιδες, «Σημειώσεις» του ίδιου του Gillen στο τέλος του βιβλίου επεξηγούν λεπτομερώς την προσέγγισή του απέναντι στη Σπάρτη και, κυρίως, τη μεθοδολογία εργασίας του σε ένα βιβλίο που καταπιάνεται με ιστορικά θέματα με επιστημονικό τρόπο. Η περίπτωση του «Τρεις» είναι ένα ιδανικό παράδειγμα μιας απόλυτα επαγγελματικής δουλειάς που ισορροπεί αρμονικά ανάμεσα στη φαντασία και τη μυθοπλασία από τη μια και στην ακρίβεια από την άλλη. Γι’ αυτό και το «Τρεις» μπορεί να είναι ελκυστικό σε διαφορετικές αναγνωστικές κοινότητες, τόσο σε αναγνώστες που ενδιαφέρονται για ιστορικά θέματα όσο και σε αυτούς που αναζητούν μια στιβαρή πλοκή, μια καθηλωτική ιστορία. Αλλά και γενικότερα σε όσους επιθυμούν να διαβάσουν και να δουν κάτι όμορφα φτιαγμένο, τεκμηριωμένο και ακριβές. Και το σχετικό link...
  18. Indian

    ΜΕΤΑΛΛΑΔΕΣ: ENCORE

    Πρόκειται για την συνέχεια σε έντυπη μορφή του πονήματος του Άρη Λάμπου με στριπάκια, που αντλούν την θεματολογία τους από τον χώρο της μουσικής και πιο συγκεκριμένα από την μέταλ σκηνή. Να θυμίσουμε ότι η σειρά αυτή ξεκίνησε και συνεχίζεται ακόμα και στις ημέρες μας στην διαδικτυακή πλατφόρμα Socomic, ενώ έχει κυκλοφορήσει και σε άλμπουμ το 2017. Προσωπικά διακρίνω μία βελτίωση στην ποιότητα των στριπ σε σχέση με τα πρώτα, γεγονός που αποδεικνύει ότι ο δημιουργός έχει ωριμάσει στον τομέα της γελοιογραφίας. Αυτό που συνεχίζει να με εντυπωσιάζει είναι οι άριστες γνώσεις του στον τομέα της μέταλ μουσικής. Μέσα από τα στριπάκια ακούγονται πολλές άγνωστες λέξεις, που ακόμα και οι απλοί γνώστες ίσως να μην τις ξέρουν 100%. Μία παράξενη ορολογία. Γίνονται, όμως, και πολλές αναφορές σε μέταλ συγκροτήματα και τραγούδια που άφησαν εποχή. Αν όχι όλα, τουλάχιστον αρκετά από αυτά θα σας ξυπνήσουν αναμνήσεις. Το σχέδιο έχει ιδιαιτερότητες και πρωτοτυπία. Δεν προσπαθεί να αντιγράψει κανένα στυλ και περιγράφει αξιόλογα την κουλτούρα αυτής της μουσικής. Προσωπικά μού αρέσει, αλλά νομίζω ότι το κόμικ θα γίνει περισσότερο γνωστό από το κείμενο. Ο χρωματισμός είναι σκούρος, όποτε χρειάζεται, αλλά είναι ευχάριστος στο μάτι. Η έκδοση της JEMMA δεν έχει κάτι διαφορετικό από την προηγούμενη κυκλοφορία. Η ποιότητα των υλικών είναι καλή και προσεγμένη, δίνοντας έτσι ένα έντυπο ανθεκτικό στις πολλές αναγνώσεις. Την σελιδοποίηση την έχει επιμεληθεί η Ελευθερία Σκλάβου, ενώ το λογότυπο των “Μεταλλάδων” είναι δημιούργημα του Φραγκίσκου Ζουταλούρη. Στο τέλος του άλμπουμ, ο αναγνώστης θα βρει μερικά μονοσέλιδα στριπάκια που έχουν δημιουργήσει οι: Blacksmith, Τάσος Μαραγκός, Νικόλας Στεφαδούρος, Γιώργος Παπαδάκης, JP Ahonen, ενώ το τεύχος θα κλείσει με έναν φόρο τιμής του Άρη Λάμπου, στους Judas Priest και το κομμάτι: The Sentinel, καθώς και με μία σελίδα με ευχαριστίες. Εν κατακλείδι, σίγουρα μιλάμε για μία δουλειά που απευθύνεται πρωτίστως στους μυημένους του χώρου του Μέταλ, χωρίς αυτό να συνεπάγεται ότι δεν θα διασκεδάσει και τους υπόλοιπους. Θα πρότεινα, αν το δείτε πουθενά, να μην το προσπεράσετε. Ας παραθέσουμε και μερικές σελίδες από το εσωτερικό, αλιευμένες από το διαδικτυακό σπίτι των Μεταλλάδων.
  19. Indian

    ΚΟΥΡΑΦΕΛΚΥΘΡΑ: ΚΑΛΗ ΙΔΕΑ ΑΦΕΝΤΙΚΟ!

    ComicDom και AthensCon χωρίς νέο τεύχος Κουραφέλκυθρων γίνεται? Φυσικά και δεν γίνεται. Έτσι, λοιπόν, στο 5ο AthensCon, ο ταλαντούχος δημιουργός Αντώνης Βαβαγιάννης (που πρόσφατα έγινε ο πρώτος καλλιτέχνης που τιμήθηκε από την ΛΕΦΙΚ, στα πλαίσια των μηνιαίων αφιερωμάτων της) παρουσίασε στο κοινό του (το οποίο φαίνεται ότι αυξάνεται εκθετικά ) την νέα έντυπη μορφή των Κουραφέλκυθρων, με τίτλο “Κουραφέλκυθρα - Καλή ιδέα αφεντικό!”. Όσοι έχουμε διαβάσει παλιότερα Κουραφέλκυθρα θα μπούμε αμέσως στο νόημα και την χιουμοριστική φιλοσοφία που επιχειρεί να περάσει ο καλλιτέχνης. Όσοι δεν τα έχετε ακόμα διαβάσει, ντροπή σας. Να πάτε αμέσως να το κάνετε!!! Τα ολοσέλιδα στριπάκια που υπάρχουν και στο παρόν τεύχος είναι παρμένα (εκτός από εκείνο της σελίδας 64) από την διαδικτυακή πλατφόρμα socomic.gr. Πολύ λίγα ήταν εκείνα που προσπέρασα. Τα περισσότερα ήταν άκρως κωμικά, ενώ υπήρχαν και μερικά με τα οποία δεν σταμάτησα να γελάω. Αυτό που με στενοχώρησε είναι ο παραγκωνισμός τους θείου Αιμίλιου, τον οποίο τον βλέπουμε μόνο σε ένα στριπάκι. Νομίζω ότι είναι πολύ νέος ακόμα για να βγει στην σύνταξη. Τι θα πει και το Μαριώ! Ο εικαστικός τομέας δεν έκρυβε εκπλήξεις. Ο αναγνώστης θα βρει ένα επιμελώς ατημέλητο σχέδιο, που παράγει μεν χιούμορ, αλλά σίγουρα όχι όσο το σενάριο. Γι’ακόμα μία φορά ο καλλιτέχνης θα δώσει περισσότερη βάση στα λόγια, παρά στις εικόνες. Ο χρωματισμός, όμως, σχεδόν σε όλα τα καρέ ήταν ταιριαστός κι ευχάριστος στο μάτι. Η έκδοση κυμαίνεται στα πλαίσια των επιπέδων της Jemma. Υπάρχει γερή κόλληση στην ράχη, γεγονός που, σε συνδυασμό με το παχύ ματ χαρτί του εσωτερικού, κάνει το κόμικ ανθεκτικό στις συχνές αναγνώσεις. Το έξτρα υλικό απουσιάζει. Το μόνο που υπάρχει είναι μία χιουμοριστική εισαγωγή στο οπισθόφυλλο. Ας παραθέσουμε και μερικές σελίδες από το εσωτερικό, αλιευμένες από το socomic.gr. Παρουσίαση Αντώνη Βαβαγιάννη στο GC Κατάλογος προηγούμενων Κουραφέλκυθρων ΚΟΥΡΑΦΕΛΚΥΘΡΑ (2008) ΚΟΥΡΑΦΕΛΚΥΘΡΑ OMNIBUS (2014) ΚΟΥΡΑΦΕΛΚΥΘΡΑ LIGHT (2015) ΚΟΥΡΑΦΕΛΚΥΘΡΑ ΔΙΠΛΗΣ ΟΨΗΣ (2016) ΚΟΥΡΑΦΕΛΚΥΘΡΑ - ΕΜΕΝΑ ΜΟΥ ΦΑΙΝΟΝΤΑΙ ΣΥΜΠΑΘΕΣΤΑΤΑ! (2017) ΚΟΥΡΑΦΕΛΚΥΘΡΑ - ΠΑΙΧΤΕ ΠΑΝΚ (2018)
  20. germanicus

    ΤΡΕΙΣ

    Περιπέτεια που διαδραματίζεται στην Αρχαία Σπάρτη το 364πΧ. Σενάριο Kieron Gillen, σχέδιο Ryan Kelly, χρώματα Jordie Bellaire. Πρώτη έκδοση 2013-2014 σε 5 τευχάκια για την Image ως Three. Αντιγράφω από το οπισθόφυλλο την περίληψη της υπόθεσης: "364 πΧ. Μετά από έναν αιώνα ηγεμονίας, η Σπάρτη καταρρέει. Μια σφαγή αθώων ειλώτων εξελίσσεται σε ένα κυνήγι που θα μπορούσε να σημάνει το τέλος αυτής της στρατιωτικής κοινωνίας. Τρεις δούλοι τρέχουν για να σωθούν. Στα χνάρια τους τριακόσιοι από τους Σπαρτιάτες αφέντες τους. Έχουν άραγε ελπίδα να επιβιώσουν απέναντι στους σπουδαιότερους πολεμιστές που γνώρισε ποτέ ο κόσμος;" οκ Υπερβάλλει Έχω τις ενστάσεις μου στην περιγραφή, αλλά νταξ. Όντως μια Σπάρτη κυνηγάει 3 είλωτες. Σχεδόν μια Σπάρτη. Διότι έχει απ'όλα μέσα Κάποιοι λχ δε νοιάζονται Εν πάση περιπτώσει, θα το πάρετε, θα το διαβάσετε, θα δείτε Και στο τέλος θα μάθετε ότι τον φόνο τον έκανε ο μπάτλερ, αλλά αυτό το ξέρατε προτού πιάσετε το κόμικ. Τι δεν ξέρατε? Ότι είναι ένα από τα καλύτερα ιστορικά κόμικ που έχω διαβάσει ποτέ μου. Το είχα διαβάσει στα Αγγλικά όταν βγήκε, το τσίμπησα (πρωτοφανώς) και στην Ελληνική του έκδοση. Ένα βραδάκι, μετά από καμπόσο αλκοόλ, γυρνώντας ψιλοκομμάτια ο Gillen σπίτι, σωριάστηκε στον καναπέ και κάνοντας μια από πίσω, τσίμπησε στην τύχη ένα κόμικ για να περάσει την ώρα του. Στα χεράκια του έπιασε τους 300 του Miller. Προφανώς το είχε ξαναδιαβάσει. Και του άρεσε. Αυτή τη φορά όμως του καρφώθηκε μια έντονη ιδέα ότι δεν ήταν έτσι ακριβώς τα πράγματα στην αρχαία Σπάρτη, ότι το συγκεκριμένο κόμικ ήταν "κάπως" και του καρφώθηκε στο μυαλό το να γράψει μια άλλου είδους ιστορία για τους Σπαρτιάτες. Στη συγγραφή του κόμικ ο Gillen συνεργάστηκε με τον καθηγητή Stephen Hodkinson του University of Nottingham. O Stephen Hodkinson, επίτιμος δημότης της Σπάρτης από το 2010, έφτιαξε με άλλους το Κέντρο Σπαρτιατικών και Πελοποννησιακών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Νότιγχαμ το 2005 και ήταν διευθυντής του έκτοτε μέχρι το 2018. Εξ'όσων γνωρίζω είναι το μοναδικό ινστιτούτο που έχει μια τέτοια θεματολογία, έχει ενεργή παρουσία στη Λακωνία και θα συμμετάσχει του χρόνου στις διάφορες εκδηλώσεις του Δήμου Σπάρτης για τα 2500 χρόνια από τη Μάχη των Θερμοπυλών. Διευθύντρια του Κέντρου αυτή τη στιγμή είναι η καθηγήτρια Χρυσάνθη Γάλλου. Το Κέντρο συνέβαλλε και στη μετάφραση του κόμικ στα Ελληνικά σύμφωνα με τις σημειώσεις. Φαντάζομαι στο σκέλος της ορθής απόδοσης διαφόρων όρων και εννοιών. Σενάριο, απεικονίσεις, μετάφραση λοιπόν είναι "ψαγμένα". Χωρίς όμως να βαραίνουν το κόμικ και τη ροή του. Είναι διάσπαρτες πινελιές. Είναι οι ιστορίες που αφηγούνται οι χαρακτήρες. Είναι τα ρούχα που φοράνε. Είναι η συμπεριφορά και τα θέλω τους. Είναι οι αξίες που έχουν. Ζωντανεύει μια κοινωνία και ένας κόσμος μέσα σε αυτές τις σελίδες με όχημα μια δετή περιπέτεια που έχει ρυθμό, ανατροπές, αρχή, μέση και τέλος. Τεράστιο ατού του είναι οι σημειώσεις 130 περίπου σελίδες κόμικ, 7 σελίδες με τα εξώφυλλα των τευχών (κανονικά και κάποια εναλλακτικά), 4 σελίδες έξτρα σχέδια και 10 σελίδες σημειώσεις γύρω από στιγμές του κόμικ με 12 σελίδες συζήτηση μεταξύ του σεναριογράφου και του καθηγητή. Όλα αυτά τα έξτρα, δεν χρειάζονται για να απολαύσει κανείς το κόμικ. Άνετα θα μπορούσαν να λείπουν Η ύπαρξή τους όμως απογειώνει την εμπειρία της ανάγνωσης. Όταν ξεκίνησα να το διαβάζω στα αγγλικά, αμέσως ξύπνησε η υπεροψία μέσα μου. Έχουμε μεγάλες αμφιβολίες για το πως ακριβώς ήταν η αρχαία Σπάρτη. Οι ίδιοι οι Σπαρτιάτες δεν έχουν αφήσει κείμενα. Οι σημαντικότερες πηγές μας είναι πράγματα όπως ο σύγχρονός τους Αθηναίος Ξενοφώντας που τους εκθείαζε ή ο Πλούταρχος που έγραψε για αυτούς 300-700 χρόνια αργότερα Οι σύγχρονοι ακαδημαϊκοί αναρωτιούνται για το άμα όντως οι είλωτες ήταν "είλωτες", άμα όντως υπήρχε η Κρυπτεία (μια φορά το χρόνο να κυνηγάνε οι Σπαρτιάτες και να σκοτώνουν είλωτες), άμα όντως πέταγαν τα παιδιά τους στον Καιάδα. Οι σημειώσεις λοιπόν τα αποσαφηνίζουν όλα αυτά και εξηγούν το πως οι δημιουργοί γνωρίζουν αυτές τις κουβέντες, έκαναν όμως επιλογές για το τι θα δείξουν, δεν ήθελαν να ξενίσουν τελείως τον αναγνώστη και άφησαν μικρές πινελιές μέσα στο κόμικ που αφήνουν υπαινιγμούς για κάποια θέματα Ένα χαρακτηριστικό σημείο επιλογής αναφέρθηκε στο panel που έγινε για το κόμικ στο Αθενσκον. Ξέρουμε ότι τα αρχαία αγάλματα είχαν χρώματα και δεν ήταν κατάλευκα Δείτε λχ αυτή εδώ την διάλεξη, αν και άνετα θα βρείτε διάφορα άρθρα με ένα απλό γκουγκλάρισμα Οι δημιουργοί όμως επέλεξαν να τα δείξουν άσπρα. Είναι αυτό μια συγκλονιστική λεπτομέρεια? Όπως είπα, όχι Δεν χρειάζεται να το ξέρεις για να απολαύσεις το κόμικ. Υπάρχουν όμως άλλες πινελιές, όπως λχ το να έχει μια γυναίκα περιουσία και να την μεταφράζει σε άλογα που θα λάβουν μέρος στους Ολυμπιακούς Αγώνες, που είναι ωραίο το να διαβάσεις σχόλια για αυτό στις σημειώσεις. Δεν είναι το πλέον κοινό μοτίφ όταν σκεφτόμαστε τους αρχαίους Σπαρτιάτες Η έκδοση είναι στα γνωστά στάνταρ της Jemma Προτείνεται! 4/5 από εμένα. Link στο goodreads για το αγγλικό TPB To κόμικ είχε παρουσιαστεί και στις Ξένες Εκδόσεις το 2014. Μπορείτε να διαβάσετε σχόλια και εκεί. Οι πρώτες σελίδες μέσα από το Αγγλόφωνο νομίζω πως ήμουν Λακωνικός
  21. Λογοπαίγνια, λακωνικές ατάκες, ανατροπές στο τελευταίο καρέ, σουρεαλισμός και έξυπνα σκίτσα που συνοδεύουν τις λιτές αφηγήσεις. Η συνταγή του τρίτου μέρους των «Comedics» παραμένει αναλλοίωτη και το χιούμορ προκύπτει, όπως πάντα, αβίαστα. Μια μεγάλη κατηγορία των σύγχρονων εναλλακτικών κόμικς, ιδιαίτερα πολλών διαδικτυακών, βασίζονται στο ανατρεπτικό χιούμορ, στο punch line του τελευταίου καρέ που «γκρεμίζει» όλη την προηγούμενη αφήγηση και κάνει τον αναγνώστη-θεατή να την «ξαναδιαβάζει» υπό νέα οπτική και να αναρωτιέται: «Μα καλά, γιατί δεν μπορούσα να το προβλέψω;». Αυτή η εσκεμμένη πρόκληση αμηχανίας και ανοικείωσης στον δέκτη του χιούμορ είναι ένα από τα βασικά συστατικά της σειράς Comedics (εκδόσεις Jemma Press, πρώτη δημοσίευση στην ηλεκτρονική πλατφόρμα socomic.gr) που γράφει ο stand-up κωμικός Διονύσης Ατζαράκης και σχεδιάζει ο Νικόλας Στεφαδούρος (τα σχέδια του πρώτου τόμου υπέγραφε ο Δημήτρης Καμένος και του δεύτερου τόμου οι Γιάννης Γιαγιάς, Δημήτρης Καμένος και Κατερίνα Παππού). Και στον τρίτο τόμο («Comedics Reloaded») οι ιστορίες είναι μονοσέλιδες και φαινομενικά ανεξάρτητες η μια από την άλλη, με διαφορετικούς χαρακτήρες και σε εντελώς διαφορετικά χωροχρονικά περιβάλλοντα που λειτουργούν σαν μια αλυσίδα καταιγιστικά εκφερόμενων μεταμοντέρνων ανέκδοτων, όπως ακριβώς πράττει η πλειονότητα των stand-up κωμικών, αλλά με συνδετικό κρίκο το σουρεαλιστικό χιούμορ και την κατάργηση των νοηματικών συμβάσεων και των αναμενόμενων εξελίξεων. Στο πλαίσιο αυτό μια αθυρόστομη και πολιτικοποιημένη ομιλούσα ζυγαριά δεν ζυγίζει τα λόγια της, η καλτ Κατερίνα Γιουλάκη από το «Ρετιρέ» επαναλαμβάνει την αφόρητα εκνευριστική μανιέρα της, ο Σνομπ Σφουγγαράκης αποπαίρνει και σνομπάρει τον φίλο του, Πάτρικ, και μια ηλεκτρική κουζίνα δέχεται την ευχή να είναι «πολύχρωμη και εντοιχισμένη» χωρίς να αντιλαμβάνεται το χιούμορ. Τα πολλά παραμύθια όπως η Κοκκινοσκουφίτσα και η Σταχτοπούτα που ανατρέπονται και αλλάζουν πλήρως νόημα (οι μπάτσοι όμως που συλλαμβάνουν τον Κακό Λύκο δεν μπορεί παρά να είναι γουρούνια), οι διακειμενικές και διαεικονικές παρωδιακές αναφορές σε κινηματογραφικές ταινίες, σε λογοτεχνικά έργα, σε υπερήρωες των κόμικς, τα λογοπαίγνια ως λεκτικοί πειραματισμοί που αποδεικνύουν ότι μικρές αλλαγές στη γλώσσα προκαλούν ανυπολόγιστες συνέπειες στο νόημα, όλα αυτά μαζί συνθέτουν ένα μωσαϊκό αντισυμβατικών πρακτικών και τεχνικών που αντιστέκεται στην παγίωση και την αποδοχή των καθιερωμένων. Με τον συνήθη και ευφυή τρόπο που μετέρχονται η μεταμοντέρνα παρωδία και πολύ συχνά τα σύγχρονα κόμικς, οι Ατζαράκης και Στεφαδούρος ανασημασιοδοτούν γνωστές αφηγήσεις με στόχο το χιούμορ που προκαλείται από την άρνηση, τη διαστρέβλωση, την τροποποίηση, την ειρωνεία. Ακόμα και τον αναστοχασμό γύρω από τα εργαλεία και τις συμβάσεις του ίδιου του μέσου με παράδειγμα το «γκρέμισμα» του «τέταρτου τοίχου» των καρέ των κόμικς ή τη χρήση των κεφαλαίων γραμμάτων και τις «παρεξηγήσεις» που μπορεί να προκληθούν από την έλλειψη τόνων και την αντικατάστασή τους από ευμεγέθη ψάρια. Όλα αυτά κάνουν ενδιαφέρον το Comedics και οδηγούν σε δεύτερες και τρίτες αναγνώσεις που μετά το σάστισμα της πρώτης έχουν να πουν ακόμη περισσότερα. Και το σχετικό link...
  22. Καταξιωμένοι σκιτσογράφοι, 14 στον αριθμό, με... όπλο το πενάκι τους, τεκμήρια και ιστορικά δεδομένα, έγραψαν τις δικές τους, σκληρές ιστορίες για την Αθήνα της περιόδου 1941-1944. Πείνα, κακουχίες, δολοφονίες, τρομοκρατία και μια απίστευτη σκληρότητα. Έτσι έζησε τη γερμανική κατοχή η Αθήνα (1941-1944), ενώ είναι ενδεικτικό πως στον λιμό του χειμώνα 1941-1942 πέθαιναν καθημερινά περίπου 700 άτομα. Εικόνες της πρωτοφανούς αγριότητας που στοίχειωσαν την συλλογή μνήμη, αλλά και καθημερινές στιγμές, με τη ζωή να συνεχίζεται σε πολλά σπίτια, καταγράφει μια ειδική έκδοση, που αποτελεί την πρώτη με ιστορίες της Κατοχής σε κόμικ. Δεκατέσσερις καταξιωμένοι comic artists, χρησιμοποιώντας τεκμήρια και ιστορικά δεδομένα, δημιούργησαν τις δικές τους σκληρές ιστορίες, κάποιες από τις οποίες είναι βασισμένες σε ντοκουμέντα, κάποιες άλλες σε προσωπικές μαρτυρίες και κάποιες μυθοπλαστικές, όλες όμως αφορούν την Αθήνα κατά την ταραγμένη περίοδο της ναζιστικής Κατοχής. "Πουθενά", Λέανδρος «Στόχος μας δεν ήταν να παρουσιάσουμε ένα ηρωικό πρότυπο. Η Αθήνα την περίοδο εκείνη δεν ήταν μόνο αντάρτες και δοσίλογοι, αντιστασιακοί και μαυραγορίτες, η ζωή δεν ήταν άσπρο-μαύρο. Η κοινωνία έχασε ένα μεγάλο μέρος από τον συνεκτικό της ιστό, αλλά η καθημερινότητα συνεχιζόταν στις γειτονιές και μέσα στα σπίτια. Θέλαμε να κάνουμε ένα πάντρεμα της ιστορίας και της δημόσιας ιστορίας, με εικόνες και λόγια που συγκινούν μέχρι σήμερα», λέει στο «Έθνος της Κυριακής», ο ιστορικός τέχνης και διδάσκων το μάθημα Ιστορία των Κόμικ στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών, Γιάννης Κουκουλάς, ο οποίος επιμελήθηκε την έκδοση μαζί με τον ιστορικό, Μενέλαο Χαραλαμπίδη. Το βιβλίο έχει τίτλο «Ένα γλυκό ξημέρωμα», δανειζόμενο το αγραμμοφώνητο ρεμπέτικο τραγούδι του ΕΛΑΣίτη λοχαγού, Νίκου Δημόπουλου ή Τούντα, που αφορά το μπλόκο της Κοκκινιάς. Ο Τούντας δολοφονήθηκε λίγες μέρες μετά την τραγωδία της Νίκαιας και κανείς δεν γνωρίζει την μουσική που «έντυνε» τους στίχους του. «Ένα πρωί ξημέρωμα, δεκαεφτά Αυγούστου, οι Γερμανοί μας σκότωσαν, έτσι για χάρη γούστου», ειρωνεύονταν στο «Ένα γλυκό ξημέρωμα». "Σκιές στο μνημείο", Σπύρος Δερβενιώτης Με τον ίδιο τίτλο παρουσιάστηκε και η έκθεση με τις ιστορίες της κατοχικής Αθήνας, οι οποίες εδώ και έναν μήνα κυκλοφορούν σε έντυπη έκδοση από την Jemma Press και θα παρουσιαστούν σε περίπου έναν μήνα στη Θεσσαλονίκη, στο πλαίσιο της 18ης Έκθεσης Κόμικς και Επιτραπέζιων Παιχνιδιών, που θα γίνει στην Αποθήκη Γ΄ στο λιμάνι. Η έκδοση αυτή διατηρεί την μνήμη μέσω της τέχνης των κόμικς απέναντι στο διαχρονικά απάνθρωπο πρόσωπο του ναζισμού. Η αποτροπή παρόμοιων εγκλημάτων στο μέλλον στηρίζεται στη γνώση της ιστορίας και των γεγονότων. «Όλοι οι comic artists έχουν ως σημείο αναφοράς την ίδια χρονική περίοδο, την ίδια πόλη, την ίδια συνθήκη. Αλλά καθένας τους δημιουργεί μια διαφορετική ιστορία, εξίσου συναρπαστική», δηλώνει ο κ. Κουκουλάς, προσθέτοντας ότι οι σκοτσογράφοι παρακολούθησαν σεμινάρια, workshops και είδαν πλούσιο αρχειακό υλικό πριν σχεδιάσουν το κείμενό τους. "Ο τερματοφύλακας", Γιώργος Γούσης Μια από τις πιο χαρακτηριστικές ιστορίες είναι αυτή του Σπύρου Δερβενιώτη, που έχει τίτλο «Σκιές στο Μνημείο» και αφορά στην ηρωική πράξη δύο νέων φοιτητών, του Μανόλη Γλέζου και του Απόστολου (Λάκη) Σάντα, που ανέβηκαν στον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης και κατέβασαν την σβάστικα από τον Παρθενώνα, την νύχτα της 30ης προς 31η Μαΐου 1941, χωρίς να λείπει η αντιπαραβολή με τους σύγχρονους εκφραστές της φασιστικής ιδεολογίας στην Ελλάδα και το ναζιστικό μόρφωμα της Χρυσής Αυγής. Ο Πέτρος Ζερβός, ένας από τους πολύ γνωστούς σκιτσογράφους της χώρας, γράφει την ιστορία της ανατίναξης των γραφείων της ελληνικής ναζιστικής οργάνωσης ΕΣΠΟ, τον Σεπτέμβριο του 1942, στην πλατεία Κάνιγγος. Την ανατίναξη οργάνωσαν και εκτέλεσαν στελέχη της αντιστασιακής οργάνωσης ΠΕΑΝ και το εγχείρημά τους είχε ως αποτέλεσμα να σκοτωθούν περίπου 30 μέλη της ΕΣΠΟ, ανάμεσά τους και ο αρχηγός της, φιλοναζιστής γιατρός, Σπύρος Στεροδήμος. Οι Γερμανοί κατάφεραν να συλλάβουν τα τέσσερα μέλη της οργάνωσης ΠΕΑΝ που ήταν παρόντα, και ο επικεφαλής τους, αξιωματικός της πολεμικής αεροπορίας, Κωνσταντίνος Περρίκος εκτελέστηκε στο σκοπευτήριο της Καισαριανής, ενώ η νεαρή δασκάλα Ιουλία Μπίμπα μεταφέρθηκε, μετά από φρικτά βασανιστήρια που υπέστη, σε στρατόπεδο της Γερμανίας, όπου αποκεφαλίστηκε. Ο Ζερβός σκιτσάρει όλη την ιστορία έγχρωμη και αφήνει ασπρόμαυρη την τελευταία σκηνή, αυτή του αποκεφαλισμού της Μπίμπα. "Φιλί", Πέτρος Ζερβός Ο πολυβραβευμένος, Τάσος Μαραγκός, μελέτησε μια φωτογραφία εποχής από την οδό Σταδίου, που δείχνει ένα μικρό κορίτσι νεκρό με κομμένο το ένα του πόδι. Υπάρχει ένα προηγούμενο στιγμιότυπο από το σημείο που δείχνει το ίδιο κορίτσι αρτιμελές και ένα τραβηγμένο σενάριο -παρότι δεν υπάρχουν στοιχεία που να το επιβεβαιώνουν- θέλει κάποιους να έκοψαν το πόδι του παιδιού για να το… καταναλώσουν. Αυτή η εκδοχή, που ωστόσο είναι ακραία, περνά μέσα από την ιστορία του Τάσου Μαραγκού, στην οποία μια ομάδα αντιστασιακών εισβάλλουν στην κατοικία ενός Έλληνα δοσίλογου που γευματίζει με τον Γερμανό συνεργάτη του και τους δολοφονούν, ενώ διαπιστώνουν ότι το γεύμα τους αποτελείται από… ανθρώπινα μέλη. "Σουλτς και Σαχτ", Soloup Εξίσου ενδιαφέρουσες είναι και οι άλλες ιστορίες που τις γράφουν οι: Τόμεκ Γιοβάνης, Γιώργος Γούσης, Δημήτρης Καμένος, Λέανδρος, Θόδωρος Μπαργιώτας, Soloup, Αλέξια Οθωναίου, Αλέκος Παπαδάτος, Θανάσης Πέτρου, Γιώργος Φαραζής, Πέτρος Χριστούλιας. «Πρόκειται για ένα σπουδαίο υλικό, μια ανθολογία ιστοριών κόμικ υψηλής ποιότητας και μοναδική περίπτωση τέτοιας θεματικής σε όλο τον κόσμο», σημειώνει ο κ. Κουκουλάς, προσθέτοντας πως ήδη συζητιέται η μετάφραση του βιβλίου και η κυκλοφορία του σε ευρωπαϊκές χώρες - αργότερα και στην Γερμανία. Και το σχετικό link...
  23. Με αφορμή την ανακοίνωση του Netflix για τη μεταφορά του «Bone» ως σειράς κινουμένων σχεδίων, ανατρέχουμε στην καλλιτεχνική και εκδοτική πορεία ενός εκ των πιο ξεχωριστών έργων στην ιστορία της 9ης Τέχνης. Πριν από 15 χρόνια, τον Ιούνιο του 2004, ολοκληρώθηκε μία από τις πιο εμβληματικές σειρές κόμικς της σύγχρονης εποχής, η οποία προκάλεσε μια μικρή επανάσταση τόσο με το ιδιαίτερο ύφος της και τον συγκερασμό «ετερόκλητων» αφηγηματικών -αλλά κυρίως σχεδιαστικών- μοτίβων, όσο και με την τόλμη του εκδοτικού εγχειρήματος, το οποίο καβάλησε το ρεύμα των αυτοεκδόσεων που άκμαζε στις ΗΠΑ στα τέλη του 20ού αιώνα, οπότε και ξεκίνησε να δημοσιεύεται. Ο λόγος για το «Bone» του Τζεφ Σμιθ, μια ιστορία κόμικς η οποία ξεκίνησε να κυκλοφορεί σε συνέχειες το 1991, για να ολοκληρωθεί 13 χρόνια αργότερα, καθιστάμενη ένα πρωτοφανές καλλιτεχνικό και εκδοτικό φαινόμενο. Σήμερα το Netflix ανακοινώνει πως ο ευσεβής πόθος πολλών για μια σειρά κινουμένων σχεδίων βασισμένη στο βραβευμένο δεκάκις με Eisner κόμικς σύντομα θα γίνει πραγματικότητα! Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Το πρώτο τεύχος του Bone. Όλη η σειρά κυκλοφορεί στα ελληνικά από την Jemma Press. Η ιστορία Οι πρωταγωνιστές της ιστορίας είναι τα τρία ξαδέρφια Μπόουν, τρεις χαρακτήρες με πολύ διαφορετικά χαρακτηριστικά. Ο Φόουν Μπόουν είναι πράος, έξυπνος και μετρημένος, ευγενής και γενναίος – κλασικός πρωταγωνιστής. Η μοναδική του ιδιαιτερότητα είναι η μεγάλη λατρεία για το «Μόμπι Ντικ» του Χέρμαν Μέλβιλ. Ο Φόουνι, από την άλλη, είναι ένας πονηρός, άπληστος και φιλάργυρος χαρακτήρας, ο οποίος αντιμετωπίζει κυνικά τη ζωή και τις ανθρώπινες σχέσεις, καταστρώνοντας διαρκώς μηχανορραφίες που συνήθως καταλήγουν σε φιάσκο. Τέλος, ο Σμάιλι είναι ο τρελάρας της παρέας, καλόκαρδος και αφελής, έμπιστος και εύπιστος, που διασκεδάζει να βοηθά τον Φόουνι στις βρομοδουλειές του. Εκδιωγμένοι από τον τόπο τους, την Μπόουνβιλ, μετά από ακόμα ένα φιάσκο των δολοπλοκιών του Φόουνι για περαιτέρω κέρδος και εξουσία, τα τρία ξαδέρφια βρίσκονται στην αρχή της ιστορίας να πλανιούνται άσκοπα σε μια αχαρτογράφητη έρημο. Μια ξαφνική και απρόσμενη επίθεση από... ακρίδες χωρίζει τα τρία ξαδέρφια, τα οποία προσπαθούν εναγωνίως να ξανασμίξουν. Στη διάρκεια της αναζήτησης καταλήγουν σε μια άγνωστη περιοχή που δεν έχουν ξαναντικρίσει, την Κοιλάδα. Εκεί θα συναντήσουν νέους φίλους, που δεν θυμίζουν σε τίποτα τους κατοίκους της Μπόουνβιλ, αλλά και εχθρούς. Ο κοριός Τεντ και ο μεγάλος αδελφός του, η κυρία Πόσουμ και τα μικρά της, ο μεγάλος Κόκκινος Δράκος, είναι μερικές «ζωόμορφες» φιγούρες του νέου κόσμου, στον οποίο όμως υπάρχουν και... άνθρωποι! Η νεαρή Θορν, η Γιαγιά Μπεν και ο ιδιοκτήτης του μπαρ Μπάρελ Χέιβεν, Λούσιους, θα συνοδεύουν για το υπόλοιπο της ιστορίας τους ήρωές μας στις περιπέτειές τους ενάντια στους αιμοβόρους Αγριοπόντικες, τον διοικητή τους Κίνγκντοκ και τη μυστήρια μορφή «Αυτού με την Κουκούλα». Τα προβλήματα αυτού του νέου τόπου νομοτελειακά γίνονται και δικά τους. Ο μαγικός κόσμος του Τζεφ Σμιθ Ο δημιουργός τού «Bone» ανακάλυψε από πολύ νωρίς την αγάπη του για τον μαγικό κόσμο της 9ης Τέχνης. Ως παιδί «καταβρόχθιζε» πολλά από τα κόμικς της εποχής του, με ιδιαίτερη συμπάθεια στον θείο Σκρουτζ του Καρλ Μπαρκς και το Pogo του Ουόλτ Κέλι, αλλά και τους ήρωες των Looney Tunes, το κόμικς στριπ «Peanuts» και το ιστορικό MAD Magazine που από μικρός έβλεπε τον πατέρα του να διαβάζει. Μεγαλώνοντας, το ενδιαφέρον του στράφηκε στο υπερηρωικό κόμικς, όπου ξεχώρισε τον Neal Adams («Batman», «Green Lantern»), αλλά και στην επική φαντασία της «Νάρνια» και του «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών», στην επιστημονική φαντασία του «Πόλεμου των Άστρων», φτάνοντας μέχρι και στη σύνθετη γραφή των ομηρικών επών. Τα ετερόκλητα αυτά στοιχεία εντοπίζει κανείς να συνυπάρχουν σε πλήρη αρμονία στις περισσότερες από τις 1.300 σελίδες τού «Bone», μιας ιστορίας που, παρά την έκτασή της και την κυκλοφορία της σε συνέχειες, αποτελεί μια ενιαία καλοσχεδιασμένη περιπέτεια, δομημένη με αρχή, μέση και τέλος. Ο Τζεφ Σμιθ από πολύ μικρή ηλικία πειραματιζόταν στη συγγραφή κόμικς, πλάθοντας ιστοριούλες με τους ίδιους ήρωες των οποίων η ονοματοδοσία επηρεάστηκε από το έργο τού Don Martin για το MAD Magazine, που συνήθιζε να ονομάζει τους χαρακτήρες του «Fonebone». Τα μικρά πόσουμ αποτελούν έναν χαριτωμένο φόρο τιμής στο Pogo, ενώ ο φιλάργυρος Φόουνι Μπόουν έχει σαφείς επιρροές από τον σημαντικότερο χαρακτήρα που εμπνεύστηκε ο Καρλ Μπαρκς, τον τσιγκούνη Σκρουτζ Μακ Ντακ. Η Γιαγιά Μπεν σχεδιαστικά θυμίζει σκόπιμα τον Ποπάι του Σιγκάρ, όντας μάλιστα εξίσου... σκληρό καρύδι. Ακόμα ο Δράκος λειτουργεί διαρκώς στην ιστορία ως «από μηχανής θεός», εντάσσοντας στο παραμύθι του σχήματα εμπνευσμένα από την αρχαία τραγωδία και τα αγαπημένα του ομηρικά έπη, την «Ιλιάδα» και την «Οδύσσεια» – το Bone είναι μια ιστορία «νόστου», αφού από την αρχή μέχρι το τέλος τα τρία ξαδέρφια αγωνίζονται για να επιστρέψουν πίσω στο σπίτι τους. Τα σκαριφήματα του 10χρονου Σμιθ με τα ξαδέρφια Μπόουν σε πρωταγωνιστικό ρόλο Η ευκολία με την οποία ο Σμιθ συνθέτει όλα αυτά τα συστατικά αναδεικνύει το μέγεθος της συγγραφικής του δεινότητας, αφού όλα δένουν αβίαστα μεταξύ τους, λες και ήταν φτιαγμένα για να συνυπάρχουν αρμονικά. Με το έργο του ανασύστησε στο κοινό το ποτισμένο νοσταλγία κόμικς με ζωόμορφους χαρακτήρες με έναν πρωτόγνωρο ώς τότε τρόπο. Από τη μία έχεις το απλό, καρτουνίστικο σχέδιο και ένα αφηγηματικό μοτίβο το οποίο βασίζεται εν πολλοίς σε ταχύρυθμα gags και αθώο χιούμορ που αποπνέει παιδική αφέλεια, εμποτισμένο, από την άλλη, με την πολυπλοκότητα ενός ρεαλιστικού σχεδίου, σε ένα περιβάλλον γεμάτο μεσαιωνικά στοιχεία βγαλμένα από τις σελίδες βιβλίων επικής φαντασίας, όπως δράκους, ιππότες, σκοτεινούς μάγους. Σε αυτό το περιβάλλον και ανάμεσα στους ενοίκους του, η οικογένεια Μπόουν φαντάζει αρχικά παράταιρη – αυτό όμως που στην αρχή εντοπίζεται ως παραφωνία, σύντομα γίνεται οργανικό και απαραίτητο κομμάτι της ιστορίας. Η ιστορία εξελίσσεται και σταδιακά ωριμάζει κεφάλαιο κεφάλαιο και βιβλίο βιβλίο. Κατά μία ενδιαφέρουσα αλληγορία, όπως στο σύμπαν του Τόλκιν που το Χόμπιτ έχει πολύ πιο έντονο το κωμικό στοιχείο, ενώ στη συνέχεια του «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών» παρατηρείται μια ξαφνική ωρίμανση, έτσι και στο «Bone» τα πρώτα τεύχη διαπνέονται από αρκετά χαρωπό κλίμα, το οποίο προς το τέλος δίνει τη θέση του σε έντονο δράμα, σκοτεινά μυστήρια και επικές μάχες. Από το 1991 στο 2019 Η βιομηχανία των κόμικς την εποχή που ο Τζεφ Σμιθ έκανε δειλά δειλά τα πρώτα του βήματα σε αυτή χαρακτηριζόταν από μια νέα τάση, η οποία δημιουργήθηκε προς απάντηση στο καθεστώς πνευματικής ιδιοκτησίας που είχαν καθιερώσει οι μεγάλες εταιρείες του χώρου, όπως η Marvel και η DC, όπου οι δημιουργοί έχαναν κάθε δικαίωμα στο έργο τους άπαξ και το παρέδιδαν. Το εκδοτικό τοπίο άρχισε να αλλάζει, με όλο και περισσότερους δημιουργούς να στρέφονται στις αυτοεκδόσεις – κάπου εκεί δημιουργείται και η Image. Έτσι λοιπόν ο Σμιθ αποφασίζει να δημιουργήσει τη δική του μικρή εκδοτική, την Cartoon Books, με σκοπό να δημοσιεύσει το «Bone». Αν δεν πήγαινε καλά, σε έξι μήνες θα το σταματούσε. Χάρη στην ποιότητα του έργου και τη στήριξη που του επιφύλασσαν οι αναγνώστες, οι ιδιοκτήτες κομιξάδικων, περιοδικά που εξειδικεύονταν στο αντικείμενο, όπως το Wizard, αλλά και συνάδελφοι, όπως ο Neil Gaiman και ο Frank Miller, το «Bone» όχι απλώς δεν σταμάτησε, αλλά βρισκόταν στα ράφια για 55 τεύχη και 13 ολόκληρα χρόνια! Η ιστορία τού «Bone», εκτός από τεύχη, έχει κυκλοφορήσει σε πολλά διαφορετικά φορμά. Η αρχικά ασπρόμαυρη ιστορία συλλέχθηκε σε τόμους, στους οποίους προστέθηκε χρώμα από τον Steve Hamaker όταν την έκδοση ανέλαβε η Scholastic Inc., ενώ το έργο συλλέγεται και ολόκληρο σε δύο περιποιημένους one-shot τόμους: έναν ασπρόμαυρο και έναν έγχρωμο. Σύντομες ιστορίες στο σύμπαν τού «Bone» δημοσιεύτηκαν σε ορισμένες επετειακές εκδόσεις, όπως το «Bone: Coda» με αφορμή τα 25α γενέθλιά του, ενώ κατά καιρούς κυκλοφορούν διάφορα spin-offs, τόσο σε μορφή κόμικς όσο και στη μορφή μυθιστορημάτων, που έχουν κάποια σχέση με τη σειρά όπως το prequel «Rose». Σήμερα το «Bone» παραμένει ένα από τα πιο σημαντικά κόμικς στην ιστορία της 9ης Τέχνης, ένα πετυχημένο καλλιτεχνικό και εκδοτικό πείραμα, αφού κατάφερε να ανελιχθεί αβίαστα από την «underground» σκηνή καθιστάμενο... «mainstream». Τόσο mainstream που, αν όλα πάνε καλά, σύντομα θα παρακολουθούμε την τηλεοπτική εκδοχή του στο Netflix ως σειρά κινουμένων σχεδίων, όπως ανακοινώθηκε την προηγούμενη εβδομάδα. Μετά τις αποτυχημένες συζητήσεις με τη Nickelodeon και τη Warner Bros., ας ελπίσουμε αυτή τη φορά να δούμε πράγματι άλλη μια εμβληματική σειρά κόμικς να περνάει στη μικρή οθόνη. Και το σχετικό link...
  24. Η σειρά Phat Comicz με το αστείρευτο χιούμορ της τον έκανε γνωστό στον κόσμο των κόμικς. Τα τελευταία χρόνια κάνει πολύ επιτυχημένες παραστάσεις ως stand up κωμικός. Και τώρα διοργανώνει το πρώτο μεγάλο Con των κόμικς στο Ηράκλειο της Κρήτης. Πώς τα καταφέρνει όλα αυτά ταυτόχρονα ο Βαγγέλης Χατζηδάκης; Ας ξεκινήσουμε από το πιο άμεσο. Σήμερα και αύριο θα πραγματοποιηθεί το πρώτο Con στο Ηράκλειο. Τι αναμένεται να παρουσιαστεί; Θα διαφοροποιείται σε κάτι από τα μεγάλα Con της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης; Το κύριο μέλημά μου γι' αυτή τη διοργάνωση είναι όσοι μας τιμήσουν με την παρουσία τους να φύγουν ευχαριστημένοι. Και δεν αναφέρομαι μόνο στους επισκέπτες, αλλά και στους εκθέτες και καλλιτέχνες που θα συμμετάσχουν. Αυτή η φετινή πρώτη διοργάνωση θα είναι στην ουσία μια γνωριμία του κοινού του Ηρακλείου με μια τέχνη και μια κουλτούρα που ναι μεν όλοι λίγο-πολύ γνωρίζουν, αλλά κατά πάσα πιθανότητα δεν ξέρουν πόσο αναπτυγμένη είναι πλέον στον ελλαδικό χώρο. Πιστεύω πως η μεγάλη διαφορά του δικού μας Con σε σχέση με τα μεγάλα Αθήνας και Θεσσαλονίκης θα είναι ο χαρακτήρας του, καθώς θα είναι πιο «οικογενειακό» το κλίμα. Η σειρά Phat Comicz ξεκίνησε να δημοσιεύεται το 2016 στην ηλεκτρονική πλατφόρμα socomic.gr και έχει συγκεντρωθεί ως τώρα σε δύο τόμους από την Jemma Press και έναν από την Phat Entertainment Όσοι γνωρίζουν πρόσωπα και πράγματα της ελληνικής σκηνής των κόμικς, ξέρουν πως αυτό το Con ήταν μια παλιά, μεγάλη σου φιλοδοξία. Τώρα το υλοποίησες. Πώς αποφάσισες να εμπλακείς ως οργανωτής σε μια τέτοια διαδικασία; Τα άτομα της γενιάς μου εδώ στο Ηράκλειο μεγαλώσαμε βλέποντας τα διάφορα φεστιβάλ και διοργανώσεις στην υπόλοιπη Ελλάδα και πάντα παραπονιόμασταν ότι «δεν γίνονται τέτοια πράγματα εδώ». Τώρα πλέον είμαστε στην ηλικία που, αφού δεν γίνονται, θα τα κάνουμε εμείς! Για να είμαι ειλικρινής, ποτέ δεν είχα στο μυαλό μου πως θα έκανα κάτι τέτοιο, τουλάχιστον όχι τόσο άμεσα. Αλλά από το 2016 που συμμετείχα στο πρώτο Con ως καλλιτέχνης, ήταν πάρα πολλοί αυτοί που με ρωτούσαν πότε θα αναλάβω να κάνω κάτι τέτοιο στην Κρήτη. Και το εντυπωσιακό ήταν πως αντί να με ρωτήσουν μια φορά και να ξεχαστεί, κάθε φορά με ρωτούσαν όλο και περισσότεροι. Έχοντας πλέον πάει σε 10 Con, πιστεύω πως έχω μια εικόνα του τι χρειάζεται για να υλοποιηθεί ένα τέτοιο πρότζεκτ. Επίσης, πολύ σημαντικό ρόλο έπαιξε και η παρουσία της Διονυσίας Δεδούση στο Ηράκλειο, η οποία συμμετέχει σε πάρα πολλά φεστιβάλ εδώ και 10 χρόνια - η βοήθεια και οι γνώσεις της για μια τέτοια οργάνωση είναι υπερπολύτιμες. Πιστεύεις πως η Κρήτη μπορεί να «σηκώσει» ένα τέτοιο γεγονός; Θα ανταποκριθεί το κοινό; Και πόσο πιθανό είναι το παράδειγμα του Ηρακλείου να μιμηθούν και άλλες πόλεις; Η ελληνική πραγματικότητα επιτρέπει να διοργανώνονται μεγάλα φεστιβάλ σε πόλεις μακριά από το κέντρο; Η Κρήτη συγκεκριμένα μπορεί να σηκώσει οποιοδήποτε γεγονός και το λέω έχοντας πλήρη επίγνωση. Έχει αποδειχθεί πολλές φορές άλλωστε πως αν συστήσεις με σωστό τρόπο κάτι νέο, είμαστε πολύ δεκτικοί άνθρωποι. Δυστυχώς, και το λέω με μεγάλη μου λύπη, πολλοί Ελλαδίτες -και δικαιολογημένα ως έναν βαθμό- έχουν μια εσφαλμένη εικόνα για τους Κρητικούς. Και γι' αυτό φταίνε οι πολλές αρνητικές ειδήσεις που βγαίνουν από το νησί. Αλλά δεν είμαστε όλοι εδώ αγράμματοι με μαύρα πουκάμισα και διπλοκάμπινα αγροτικά που κουβαλάμε όπλα και σκοτώνουμε ζώα. Αυτές είναι οι εξαιρέσεις. Είμαι σίγουρος πως το κοινό θα ανταποκριθεί. Ευτυχώς είμαστε πλέον σε μια εποχή που η κουλτούρα των κόμικς έχει «απενοχοποιηθεί» σε βαθμό που είναι πλέον οριακά mainstream, θα έλεγε κανείς, ενώ πριν από λίγα χρόνια, ήταν μάλλον κοινή πεποίθηση ότι τα κόμικς απευθύνονταν σε ελάχιστους, όχι και τόσο νορμάλ τύπους. Έχουν, άλλωστε, ήδη γίνει παρεμφερή φεστιβάλ στη Δράμα και στη Λάρισα, ενώ μόλις τέλειωσε και το Chaniartoon Festival, που έγινε για τρίτη χρονιά εδώ δίπλα, στα Χανιά. Ελπίζω να έχουμε μεγάλη επιτυχία και να γίνουμε οδηγός και για άλλους να πάρουν το ρίσκο και να το επιχειρήσουν και σε άλλα μέρη. Από τις άλλες δύο βασικές σου ιδιότητες ποια προτιμάς; Να το θέσω αλλιώς: πώς συστήνεσαι, ως δημιουργός κόμικς ή ως stand up κωμικός; Εξαρτάται σε ποιον συστήνομαι! Σε κάθε περίπτωση, είμαι απλά ο Βαγγέλης. Αν και για να είμαι απόλυτα ειλικρινής, λόγω και της πολύ ανοδικής τάσης του stand up comedy στην Ελλάδα αυτή την εποχή, προτιμώ να συστήνομαι ως κωμικός. Είναι πολύ πιο εύκολο, γιατί ο συνομιλητής καταλαβαίνει άμεσα τι εννοώ. Αν πω «δημιουργός κόμικς», θα πρέπει για τα επόμενα πέντε λεπτά να εξηγήσω ότι δεν ξέρω τον Σταν Λι προσωπικά, να ακούσω μια ιστορία του συνομιλητή μου ότι παλιά διάβαζε Ποπάυ και, τέλος, να του πω πως όχι, δεν μπορώ να τον ζωγραφίσω. Τι ξεκίνησε πρώτο, τα κόμικς ή οι παραστάσεις; Τα κόμικς, ξεκάθαρα. Απλά αυτά μου έδειξαν πως το χιούμορ μου ίσως να είναι πιο αποδεκτό από το κοινό και δεν απευθύνεται απλά σε δέκα φίλους όπως αρχικά νόμιζα. Συνέπεσε χρονικά και η άνοδος του stand up στην Ελλάδα και αποφάσισα πως οι συγκυρίες ήταν ιδανικές για να δοκιμάσω να εκτεθώ και ως άτομο πάνω στη σκηνή. Τα κόμικς σου είναι κατ’ αποκλειστικότητα χιουμοριστικά και σουρεαλιστικά. Γιατί επιμένεις σε αυτό το είδος; Έχεις ποτέ δοκιμάσει κάτι διαφορετικό ή θα ήθελες στο μέλλον να το δοκιμάσεις; Γι' αυτό λατρεύω τα κόμικς, γιατί μπορείς να δημιουργήσεις κόσμους και καταστάσεις που ποτέ δεν θα υπήρχαν υπό κανονικές συνθήκες. Αν ήθελα να παρουσιάσω κάτι πιο απλό και καθημερινό, κατά πάσα πιθανότητα θα είχα ασχοληθεί με τη σκηνοθεσία. Επίσης, πιστεύω πως ξέρω τις δυνατότητές μου και τα όριά μου. Αυτό ξέρω να κάνω, εκεί θα εστιάσω. Τα πιο προσγειωμένα και ρεαλιστικά τα αφήνω στους αντίστοιχους συναδέλφους, που είναι εξαιρετικοί στη δουλειά τους. Κατά καιρούς έχω κάνει κάποιες συνεργασίες με τη Διονυσία Δεδούση, αλλά όσο και αν προσπάθησα, τον σουρεαλισμό δεν τον απέφυγα. Πρώτα φεύγει η ψυχή και μετά το χούι. Βασίζεσαι κυρίως σε λογοπαίγνια, παραλλαγμένες φράσεις και παροιμίες, λεκτικές ακροβασίες κ.λ.π. Πιστεύεις πως ο λόγος είναι το βασικό συστατικό των κόμικς; Ξεκάθαρα ναι. Με κάθε σεβασμό σε συναδέλφους, όσο υπέροχα κι αν είναι τα σκίτσα, αν το σενάριο δεν έχει ενδιαφέρον και δεν κερδίσει τον αναγνώστη, είναι απλά ένα μάτσο όμορφες εικόνες χωρίς ουσιαστικό λόγο ύπαρξης. Τα κόμικς άλλωστε είναι εξιστόρηση, αυτό είναι όλο το νόημα. Ωραίες εικόνες βρίσκει κανείς και σε γκαλερί και μουσεία. Εσύ όπως και άλλοι επιτυχημένοι σύγχρονοι δημιουργοί δέχεστε συχνά την κριτική ότι βάζετε σε δεύτερη μοίρα τη σχεδιαστική διάσταση των ιστοριών σας. Είναι τόσο δυνατό το κείμενο που να αντισταθμίζει αυτή τη φαινομενική «αδυναμία» ή το σχέδιο που συνοδεύει τα κείμενά σας αρκεί για να υπηρετεί τα σενάρια; Ψέματα δεν θα πω, αυτό μπορώ, αυτό κάνω! Άλλωστε, ποτέ δεν θα πω σε κάποιον ότι είμαι «σκιτσογράφος». Αρχικά, εγώ απλά ήθελα να πω κάποια αστεία, να κάνω τον κόσμο να γελάσει. Απλά, αντί να γράψω «κάθονται δυο φίλοι και λέει ο ένας στον άλλον καλημέρα» προτίμησα να ζωγραφίσω δύο κύκλους και να λέει ο ένας «καλημέρα». Τόσο απλά. Είχα βέβαια και τη σιγουριά του «Cyanide and Happiness», από το οποίο εμπνεύστηκα για τα «Phat Comicz». Μια σειρά με οριακά υποφερτό σχέδιο, αλλά με τρομερούς διαλόγους και καταστάσεις που εδώ και περισσότερα από 10 χρόνια είναι τεράστια επιτυχία παγκοσμίως. Και δεν δέχομαι τον όρο «αδυναμία». Αν ο αναγνώστης διαβάσει το κόμικς σου και δεν έχει καμία ερώτηση, τότε η δουλειά έχει γίνει ακριβώς όπως έπρεπε. Πώς αποφάσισες να ασχοληθείς με την κωμωδία και να εκθέσεις έτσι τον εαυτό σου στο κοινό; Υπάρχει μια φήμη ότι οι δημιουργοί κόμικς είστε σχετικώς κλειστοί και εσωστρεφείς τύποι… Ακριβώς όπως το είπες, φήμη. Δεν ξέρω από πού πηγάζει αυτό, αλλά τα παραδείγματα που το αναιρούν είναι πολλά. Το «Comedics» και το «Πρωινό Εσπρεζάκι» τα γράφουν ο Διονύσης Ατζαράκης και ο Αριστοτέλης Ρήγας αντίστοιχα, δύο από τους πιο επιτυχημένους κωμικούς της Ελλάδας. Ο Αντώνης Βαβαγιάννης παίζει μουσική με τους Empty Frame. Ο Θανάσης Πετρόπουλος είναι ηθοποιός. Ο Γιάννης Ρουμπούλιας έκανε παραγωγή και πρωταγωνίστησε σε μια ταινία πολύ μεγάλη για τα ελληνικά δεδομένα. Και αυτά είναι μόνο μερικά παραδείγματα που μου ήρθαν τώρα. Το στερεότυπο του μοναχικού, παράξενου τύπου που σχεδιάζει σε ένα υπόγειο υπό το φως μια λάμπας που τρεμοπαίζει δεν ισχύει πλέον, αν όντως ίσχυε ποτέ. Πώς συνδυάζεις τις δύο αυτές ιδιότητες; Τι κοινά σημεία παρατηρείς μεταξύ τους; Το μόνο που με νοιάζει είναι να κάνω τον κόσμο να γελάει και δεν με νοιάζει αν αυτό θα γίνει επειδή διάβασε ένα κόμικς μου, είδε μια παράσταση ή απλά κάτσαμε μαζί σε μια παρέα και είπα δυο αστεία. Το παράδοξο είναι ότι τα κόμικς μου με τα κείμενα που παίζω δεν έχουν καμία σχέση μεταξύ τους. Άλλου είδους χιούμορ είναι το καθένα. Δεν μπορείς να «απαγγείλεις» κόμικς, δεν μπορείς να σκιτσάρεις stand up comedy, τουλάχιστον όχι χωρίς τις απαραίτητες αλλαγές. Επίσης, μου αρέσει αυτή η διαφορετικότητα των δύο ιδιοτήτων. Αφ' ενός δουλεύω το καθένα ξεχωριστά και με άλλη όρεξη, αφ' ετέρου το κοινό δεν ξέρει τι να περιμένει σε κάθε περίπτωση. Και η έκπληξη είναι η πεμπτουσία του γέλιου. Και το σχετικό link...
  25. Το πάνω μέρος της τέταρτης σελίδας τού Καρέ Καρέ τού ανήκε από το πρώτο φύλλο μας και για περισσότερα από δύο χρόνια. Εδώ δημοσιεύονταν τα Αδέσποτα Σκίτσα του με τη σκληρή σάτιρα ενάντια στους παπάδες και τα πρόβατα- ακολούθους τους, στους ρατσιστές γείτονες και «καθωσπρέπει» οικογενειάρχες, στις δεξιές πολιτικές απ’ όπου κι αν προέρχονται, στη νεοναζιστική εταιρεία δολοφόνων κ.λ.π. Ο Τάσος Μαραγκός έχει μια θαυμαστή συνέπεια ως προς την πολιτική θεματολογία των κόμικς του εδώ και περίπου δύο δεκαετίες και όσο περνά ο καιρός γίνεται όλο και πιο αιχμηρός, πιο σκληρός απέναντι στη διαχρονική βλακεία της ακροδεξιάς ρητορικής και, δυστυχώς, πρακτικής, λιγότερο ανεκτικός στον φασισμό της διπλανής πόρτας που απειλεί να παραβιάσει και τη δική μας. Όμως τρέφει και μια μεγάλη αγάπη σε μια σειρά κόμικς στην οποία επιστρέφει συνεχώς με διάφορους τρόπους, μη μπορώντας και μη θέλοντας προφανώς να την εγκαταλείψει, καθώς έχει πολλά ακόμα να πει και να ζωγραφίσει για τον βασικό χαρακτήρα της. Αναφέρομαι στη σειρά «Hard Rock», που δημοσιευόταν παλαιότερα σε συνέχειες στο «Krak Komiks» και όλο το υλικό της συλλέχθηκε πρόσφατα σε έναν ογκώδη τόμο 288 σελίδων (εκδόσεις Jemma Press), με τις εφηβικές και μετεφηβικές περιπέτειες του Μάρκου από τη Σύρο, ενός πρωταγωνιστή εγκλωβισμένου στη μοναξιά της ελληνικής επαρχίας που πασχίζει να αποδράσει, να χειραφετηθεί, να ενηλικιωθεί. Οι περιπέτειες του Μάρκου όμως δεν τελειώνουν με την ολοκλήρωση του τόμου αυτού. Στο «Hard Rock Vol. 2», που κυκλοφόρησε πριν από λίγους μήνες, ο Μαραγκός συνεχίζει να αφηγείται τη ζωή του Μάρκου, όχι όμως πια ως απαισιόδοξου εφήβου στη Σύρο, αλλά ως εξερευνητή και άγουρου συλλέκτη εμπειριών στην «εξωτική» Αθήνα τού millennium. Ο μικρόκοσμος των ελληνικών κόμικς, η ροκ σκηνή της Αθήνας, τα πρώτα φεστιβάλ της Βαβέλ στο Γκάζι, τα κομιξομάγαζα της πόλης γίνονται το φόντο των ιστοριών ενός πολυδιάστατου χαρακτήρα, που όσο περνά ο καιρός τόσο πιο οικείος γίνεται προς τον αναγνώστη. Ίσως σ’ αυτό να βοηθούν και τα έντονα αυτοβιογραφικά στοιχεία που ο Μαραγκός ενσωματώνει στον λατρεμένο Μάρκο. Και ίσως έτσι να συνεχίζεται ένα «έπος» που φέρνει στον νου, όπως θυμίζει και το εξώφυλλό του, το εμβληματικό «Love and Rockets» των αδερφών Hernandez. Όπως φαίνεται, οι συνέχειες θα είναι ακόμα πολλές. Για να γνωρίσουν όλοι ακόμη καλύτερα τον Μάρκο και να θυμηθούν-κατανοήσουν, ιδιαίτερα οι σαράντα και κάτι αναγνώστες, ακόμα περισσότερο τους εαυτούς τους. Και το σχετικό link...
×
×
  • Δημιουργία νέου...

Σημαντικές πληροφορίες

Χρησιμοποιώντας αυτή τη σελίδα, αποδέχεστε τις Όρους χρήσης μας.