Jump to content

Search the Community

Showing results for tags 'έφη θεοδωροπούλου'.

  • Search By Tags

    Type tags separated by commas.
  • Search By Author

Content Type


Forums

  • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΝΕΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΝΕΑ
  • ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ
    • ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ
    • ΤΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙ
  • ΧΑΛΑΡΩΜΑ
    • ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ
    • ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΡΙΟ
    • ΤΟ ΠΑΖΑΡΙ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Διάφορα
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Ντόναλντ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Super Μίκυ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Κόμιξ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μίκυ Μάους
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μπλα μπλα
  • VINTAGE's Συζήτηση
  • VIDEO GAMES's Γεν. Συζήτηση για Video Games

Blogs

  • Valt's blog
  • Dr Paingiver's blog
  • GCF about comics
  • Vet in madness
  • Θέμα ελεύθερο
  • Film
  • Comics, Drugs and Brocc 'n' roll
  • I don't know karate, but i know ka-razy!
  • Γερμανίκεια
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • Κομικσόκοσμος
  • The Unstable Geek
  • Σκόρπιες Σκέψεις
  • Dhampyr Diaries
  • Περί ανέμων και υδάτων

Find results in...

Find results that contain...


Date Created

  • Start

    End


Last Updated

  • Start

    End


Filter by number of...

Joined

  • Start

    End


Group


Member Title


MSN


Website URL


Yahoo


Skype


City


Profession


Interests

Found 13 results

  1. “Για την πριγκίπισσα θα πω από την Ολαρτάνη, Που ο νους σου δεν τα βάνει, Τα βάσανα που πέρασε Σε τόπους και ταξίδια Και όσους άντρες γνώρισε, Ήτανε όλοι γίδια...” Ο Σταύρος Κιουτσιούκης (“Yellow Boy”, “Έγκλημα στο πάρτι ανταλλαγής ερωτικών συντρόφων”, “Χυλόπιτα”) αφήνει για λίγο το αγαπημένο του φετίχ (τα… “Πατουσάκια”) και σε συνεργασία με την Έφη Θεοδωροπούλου (“Η τσαλακωμένη ουρά”, “The 3isters”, “The very closed circle”), που έχει επιμεληθεί τον εικαστικό τομέα, δημιουργεί “Το έπος της Δόνας Κικατριδίνης της Ολαρτάνης”. Πρωταγωνίστρια του έργου είναι μία πριγκίπισσα από την μακρινή Ολαρτάνη, η οποία από τις πρώτες κιόλας στιγμές της νιότης της φαινόταν ότι είναι ασυμβίβαστη κι ελεύθερο πνεύμα. Μάταια οι γονείς της προσπαθούσαν να την συνετίσουν να αποδεχτεί την θέση της τόσο ως γυναίκα (εκείνη την εποχή), όσο κι ως μέλος της βασιλικής οικογένειας. Τα χρόνια πέρασαν, οι γονείς της γέρασαν κι όλα τα αδέλφια της, εκτός από τον Ροσιμπάλδο (ο οποίος υπολειπόταν πνευματικά), έφυγαν για έναν πόλεμο, με σκοπό να υπερασπιστούν τα πάτρια εδάφη, αλλά τελικά δεν τα κατάφεραν να επιστρέψουν… Έτσι, από την στιγμή που η μοίρα έπαιξε αυτό το φοβερό παιχνίδι και την έχρισε μελλοντική βασίλισσα, το πρωτόκολλο πρόσταζε να παντρευτεί. Η γλυκύτατη Δόνα, λοιπόν, ξεκινάει ένα ταξίδι, παρέα με το άλογό της και τον πιστό της γάτο σε όλα τα μέρη που είναι κοντά στην Ολαρτάνη, προς αναζήτηση του ιδανικότερου άνδρα που θα την αγαπήσει και θα δεχτεί να σταθεί στο πλάι της ως άνακτας. Κάτι τέτοιο, όμως, αποδείχθηκε τρομερά δύσκολο. Εκτός από την ιστορία, η οποία είναι γλυκιά κι εύπεπτη, το πρώτο πράγμα που εντοπίζει ο αναγνώστης είναι ο έμμετρος στίχος, επάνω στον οποίο είναι γραμμένο ολόκληρο το σενάριο. Ένας στίχος χωρίς υπερβολές, με όμορφη ομοιοκαταληξία, με αρκετό χιούμορ, ο οποίος παραθέτει μία εύστοχη αφήγηση και δεν μας κάνει να βαρεθούμε σε κανένα σημείο του. Αυτό και μόνο δίνει έξτρα πόντους στην πλοκή (η οποία δανείζεται, τουλάχιστον προς το τέλος, κάτι από την “Οδύσσεια” του Ομήρου) και μας κάνει να υποκλιθούμε στο ταλέντο του Σταύρου, ο οποίος αποδεικνύει περίτρανα ότι το έχει με όλα τα σεναριακά (τουλάχιστον) μοτίβα. Πάντα τον εκτιμούσα τόσο σαν καλλιτέχνη, όσο και σαν άνθρωπο, αλλά με αυτή του την δουλειά με εξέπληξε στον υπερθετικό βαθμό, εννοείται ευχάριστα. Επίσης, το έργο είναι χωρισμένο σε ενότητες, οι οποίες αποκαλούνται πράξεις, σαν αυτές που βρίσκουμε στις θεατρικές παραστάσεις. Ακόμα μία έξυπνη πρωτοτυπία της αφήγησης. Όσον αφορά την υπόθεση, βγάζει μία όμορφη παιδικότητα κι αθωότητα και το χρονικό πλαίσιο, επάνω στο οποίο βασίζεται, βοηθάει στο να καλπάσει η φαντασία του αναγνώστη. Ίσως αν δεν υπήρχε αυτή η συγγραφική ιδιαιτερότητα που περιέγραψα πιο πάνω, να έχανε κάπως, μιας και δεν περιγράφει κάτι που δεν έχει γραφτεί ξανά σε βιβλία, περιοδικά και λαϊκά αναγνώσματα. Εν κατακλείδι, προτείνεται πρωτίστως σε εκείνους που έχουν περιέργεια να δουν μία άλλη πλευρά του Θεσσαλονικιού Φαρμακοποιού δημιουργού, αλλά και στους λάτρεις τον ρομαντικών (με αρκετές δόσεις ποιοτικού χιούμορ) ιστοριών της Μεσαιωνικής και της Ιπποτικής εποχής. Ο εικαστικός τομέας θεωρώ ότι έρχεται δεύτερος σε σχέση με το σενάριο. Το σχέδιο λειτουργεί υποστηρικτικά κι απλά κάνει σε κάθε σελίδα (συνήθως στις δεξιές) μία περίληψη του κειμένου (που το συναντούμε στις αριστερές). Ουσιαστικά δεν έχουμε μία ενιαία δουλειά που θα μπορούσε να διαβαστεί και μόνη της, σε αντίθεση με το κείμενο, το οποίο άνετα θα μπορούσε να λειτουργήσει αυτόνομα. Όσον αφορά την ποιότητά του, μπορώ να πω ότι με ικανοποίησε χωρίς όμως να με ενθουσιάσει. Το βασικό του “ελάττωμα” έγκειται στην έλλειψη ρεαλισμού και στις πολλές γωνίες που είχε. Ο χρωματισμός είχε κι εκείνος την μονοτονία του, καθώς αποτελούνταν αποκλειστικά από τόνους του γκρι και του κόκκινου. Κι εδώ δεν μπορώ να πω ότι δεν ικανοποιήθηκα, αλλά και πάλι δεν θα τον χαρακτήριζα αριστουργηματικό. Η έκδοση της JEMMA είναι μετρίου μεγέθους και με γερή κόλληση στην ράχη. Το χαρτί από το οποίο αποτελείται το εσωτερικό είναι ματ, αλλά με καλή απόδοση των χρωμάτων, ενώ το εξώφυλλο έχει χαρτονένια υφή και πάχος ικανό να αποτρέψει οποιαδήποτε ήπια κακομεταχείριση. Το έντυπο περιέχει “αυτάκια” τα οποία φέρουν τις βιογραφίες των δημιουργών στο εξώφυλλο (του Κιουτσιούκη) και στο οπισθόφυλλο (της Θεοδωροπούλου). Αυτό που με παραξένεψε είναι ότι στην βιογραφία του Κιουτσιούκη έχουν γραφτεί δύο αράδες όλες κι όλες, σε αντίθεση με την Θεοδωροπούλου, που οριακά έφτασε ο χώρος! Μην περιμένετε κανένα άλλο εξτραδάκι. Αφιέρωμα στην εκδοτική Αφιέρωμα στον Σταύρο Κιουτσιούκη Αφιέρωμα στην Έφη Θεοδωροπούλου
  2. Η Θεσσαλονίκη μέσα από τα μάτια 22 Ελλήνων σχεδιαστών κόμικς που συμμετέχουν στην 7η διοργάνωση «The Comic Con». Το έργο της σκιτσογράφου Βαρβάρας Μουρατίδου για την Ανω Πόλη. Τι ευτυχής συγκυρία! Δύο από τις μεγαλύτερες φεστιβαλικές διοργανώσεις της Θεσσαλονίκης συμπίπτουν τόσο σε ημερομηνίες όσο και στον ίδιο χώρο. Η γιορτή του βιβλίου και η κουλτούρα των κόμικς στην πιο «υπερ-ηρωική» διοργάνωση της ένατης τέχνης, επιστρέφουν ταυτόχρονα και δυναμικά στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης. Σχεδιασμένο πάνω στα αμερικανικά πρότυπα αλλά προσαρμοσμένο στα ελληνικά δεδομένα το «Thessaloniki Comic Con» είναι ένα από τα πιο δημοφιλή φεστιβάλ. Από την πρώτη διοργάνωση του 2015 στις αποθήκες του Λιμανιού κέρδισε την εμπιστοσύνη σχεδιαστών και κοινού και έγινε θεσμός, όπως αναφέρει στην «Κ» ο Λεόντιος Παπαδόπουλος, ένας εκ των συνδιοργανωτών του φεστιβάλ. Ακόμη και το Βελλίδειο Συνεδριακό Κέντρο της ΔΕΘ όπου διοργανώνεται τα τελευταία χρόνια, αποδεικνύεται μικρό για να καλύψει τον συναρπαστικό δημιουργικό κόσμο των κόμικς. Εκεί πάντως θα συναντηθούν και φέτος 200 επιδραστικοί καλλιτέχνες και σεναριογράφοι, Έλληνες και ξένοι, για να ξετυλίξουν το πλούσιο πρόγραμμα με αφιερώματα, εκθέσεις, εργαστήρια, καλλιτεχνικές δράσεις και τις νέες τάσεις στον χώρο. Ειδική εκδήλωση και έκθεση για τον Λούκυ Λουκ θα πραγματοποιηθεί στο πλαίσιο του φεστιβάλ κόμικς. Από τη γιορτή δεν θα μπορούσε να απουσιάζει το δημιουργικό δυναμικό της ελληνικής σκηνής κόμικς με σχεδιαστές που δραστηριοποιούνται εκτός συνόρων και νεότερα ταλέντα δίπλα στους γνώριμους Αργύρη Παυλίδη, που έχει δανείσει τη φωνή του σε μερικούς από τους πιο γνωστούς ήρωες κινουμένων σχεδίων, και Τάσο Αποστολίδη με τις γνωστές «Κωμωδίες του Αριστοφάνη» που συμπληρώνουν φέτος σαράντα χρόνια συνεχούς κυκλοφορίας. Την παράσταση ωστόσο κλέβει η φρέσκια πινελιά Ελλήνων καλλιτεχνών που εμπνεύστηκαν από τη Θεσσαλονίκη για να μας την προσφέρουν εικονογραφημένη με διαφορετική οπτική σε μια πρωτότυπη ομαδική έκθεση. «Η ιδέα ξεκίνησε από τις προηγούμενες διοργανώσεις όταν ζητούσαμε από τους ξένους σχεδιαστές κόμικς να σχεδιάσουν με το δικό τους πενάκι τη Θεσσαλονίκη», εξηγεί ο κ. Παπαδόπουλος. «Περισσότερα από 50 σχέδιά τους με τους φανταστικούς γνώριμους ήρωες έχουν δημοσιευθεί έως σήμερα στο συλλεκτικό περιοδικό μας, το έντυπο κάθε διοργάνωσης. Είναι η προίκα του Thessaloniki Comic Con», σημειώνει. Φέτος αποφάσισαν να στραφούν σε καταξιωμένους Έλληνες κομίστες για να αποτυπώσουν τη Θεσσαλονίκη είτε ως κάτοικοι είτε ως επισκέπτες. Η ανταπόκριση ήταν εντυπωσιακή. Είκοσι δύο σχεδιαστές κόμικς και illustrators μας «ξεναγούν» σε γνωστές και άγνωστες γωνιές της Θεσσαλονίκης και μας συστήνουν μνημεία και αξιοθέατα με την προσωπική πινελιά του καθενός. O σχεδιαστής Γιώργος Καλτσούδας και τα «πλάσματα» της Θεσσαλονίκης καταλαμβάνουν το Σιντριβάνι. Ορισμένοι εικονογράφοι, αντλώντας στοιχεία από την ιστορία της πόλης, παντρεύουν το παρελθόν με το παρόν αναδεικνύοντας το αρχιτεκτονικό της παλίμψηστο. Ανάμεσα στους καλλιτέχνες που υπογράφουν σχέδια μεγάλων διαστάσεων είναι οι Γιώργος Δεστέφανος, Έφη Θεοδωροπούλου, Γιώργος Καλτσούδας, Βάλια Καπάδαη, Θανάσης Καραμπάλιος, Κωνσταντίνος Σκλαβενίτης, Ειρήνη Σκούρα, Βούλα Χατζοπούλου κ.ά. Αποτελεί το επίκεντρο της φετινής εικονογραφικής γιορτής με συνδιοργανωτή τον Δήμο Θεσσαλονίκης. Οι λάτρεις των κόμικς, μικροί και μεγάλοι, από σήμερα Παρασκευή έως και την Κυριακή θα έχουν την ευκαιρία να συναντήσουν κάποιον από τους αγαπημένους τους ήρωες μέσα από τους cosplayers αλλά και τους δημιουργούς των Λούκυ Λουκ, του Μίκυ Μάους, του Μικρού Ήρωα, του κόσμου του Αστερίξ κ.ά. Μεταξύ άλλων θα βρεθούν στη Θεσσαλονίκη ο Casty (κατά κόσμον Andrea Castellan), ο Ιταλός σεναριογράφος ιστοριών της Disney, ο Γάλλος σκιτσογράφος και σεναριογράφος Hervé Darmenton που υπογράφει τις νέες ιστορίες του μοναχικού καουμπόι Λούκυ Λουκ μετά τον θάνατο του θρυλικού Morris, ο Brian Azzarello που έχει γράψει ιστορίες των Μπάτμαν και Σούπερμαν, η Michela Frare, εικονογράφος της Disney Pixar και σχεδιάστρια του νέου κόμικ του Ντόναλντ Ντακ, ο Βρετανός συγγραφέας ιστοριών κόμικς παιχνιδιών και κινουμένων σχεδίων Simon Furman που έχει συνδέσει το όνομά του με την ιστορία των Transformers και πολλοί άλλοι. «H Θεσσαλονίκη μέσα από τα μάτια τους», Συνεδριακό Κέντρο «Ιωάννης Βελλίδης», 5-7 Μαΐου. Και το σχετικό link...
  3. Το κόμικ πρέπει να το παίρνεις σπίτι σου, δεν είναι για τον τοίχο Τέσσερις δημιουργοί συζητούν για το αντικείμενο τους, τα φεστιβάλ και την ανταπόκριση του κόσμου. Τελικά, το ελληνικό κοινό έχει «κομιξοπαιδεία»; Λέξεις: Χρυσούλα Κονταράκη Η ένατη τέχνη, ή αλλιώς κόμικ, είναι από πολλούς παρεξηγημένη. Κυρίως, γιατί θεωρείται παιδική. Για κάποιους όλα είναι «μικυμάου». Κι όμως η αντίληψη αυτή φαίνεται ν’ ανατρέπεται. Φεστιβάλ, εκθέσεις, περιοδικά, μουσεία, βιβλιοπωλεία, όλα ειδικά αφιερωμένα στον κόσμο των κόμικ, δείχνουν πως η δημοφιλία τους όλο και αυξάνεται. Ποιος καταλληλότερος, όμως, να μιλήσει γι’ αυτά, από τους ίδιους τους καλλιτέχνες; Tέσσερις Έλληνες δημιουργοί, που θα βρίσκονται στο Artists’ Alley του φετινού φεστιβάλ, κάποιοι με παρουσία στον χώρο τόσο ως καλλιτέχνες, όσο και ως διοργανωτές και όλοι με τον ίδιο ενθουσιασμό και αγάπη για την τέχνη τους, συζητούν μέσα από σε τέσσερις διαφορετικές συνεντεύξεις τα κόμικ τους και την αγαπημένη τους θεματολογία, τα φεστιβάλ, που κάποιοι θα έλεγαν πως έχουν κάνει «μπαμ» τα τελευταία πέντε χρόνια, το φαινόμενο που λέγεται «λογοκρισία των social», τα δυνατά και τα αδύνατα σημεία της ελληνικής σκηνής (και όχι μόνο). Νίκος Καμπασελέ Το πρώτο μεγάλο κόμικ του Νίκου Καμπασελέ κυκλοφόρησε στο Comic n’Play του 2019 από τις εκδόσεις της Ένατης Διάστασης. Στην ερώτηση αν θα ακολουθήσει κι άλλο τεύχος της «Θύελλας» η απάντηση ήταν θετική. Ο Αλεξανδρουπολίτης δημιουργός δεν φοβάται να αντλήσει από το βυζαντινό παρελθόν στοιχεία που θα αναμίξει με βαμπίρ και επιστημονική φαντασία, για να εξερευνήσει το πόσο η θρησκεία μας επηρεάζει, συνειδητά ή ασυνείδητα, στις επιλογές που κάνουμε ή στον τρόπο που επιδρά γενικά ή στην ίδια μας την ταυτότητα. Η πρώτη μου απορία ήταν αν φοβήθηκε, μήπως λογοκριθεί. «Γι’ αυτό δεν βάλαμε τον σταυρό στο εξώφυλλο. Το original εξώφυλλο ήταν με έναν σταυρό μπροστά, κανονικά. Αυτή ήταν η μόνη παρέμβαση. Το είχα σκεφτεί και μόνος, αλλά ήθελα λίγο να δοκιμάσω τα νερά». Είναι η πλευρά που λέει ότι δεν υπάρχει η θρησκεία, είναι απλά ένα όργανο ελέγχου και επιβολής εξουσίας και είναι και η πλευρά που λέει ότι η θρησκεία είναι κάτι βαθύτερο και μυστικιστικό και σου δίνει μία ενέργεια για να αντέχεις τις δυσκολίες της ζωής. Η Θύελλα σαν ηρωίδα βρίσκεται στην μέση αυτών των δύο και είναι σαν να τα παρατηρεί εξίσου, χωρίς, όμως, να παίρνει ανοιχτά το μέρος είτε της μίας πλευράς είτε της άλλης, γιατί έχει τον δικό της σκοπό και πορεύεται με βάση αυτό. Αυτοπροσωπογραφία του Νίκου Καμπασελέ Moebius και Miyazaki ήταν οι δύο επιρροές του Νίκου στο σχέδιο. Ο Moebius πρώτη φορά ήρθε στην Ελλάδα μέσω της Βαβέλ. Στην ερώτηση, αν διάβαζε Βαβέλ, μου απάντησε: «Μα, φυσικά!». Η δημιουργική διαδικασία ενός κόμικ για τον Νίκο έχει «αυστηρά ωράρια, μεγάλα τραπέζια με πολλά μηχανήματα, πολλές αφίσες στους τοίχους και τέχνη, βασικά, για να έχεις έμπνευση και πολλή πολλή μουσική.» Η Θύελλα συγκεκριμένα σχεδιάστηκε υπό τον ήχο της death metal και ειδικά των Bolt Thrower. Για τις σχεδιαστικές του επιρροές ο Νίκος συμπληρώνει: «Ο ρεαλισμός μ’ ενδιαφέρει μέχρι εκεί που εξυπηρετεί την ιστορία. Δηλαδή δεν καίγομαι να κάνω κάτι που μοιάζει απόλυτα ρεαλιστικό, γιατί βρίσκω ότι χάνει και την γοητεία του έτσι. Μ’ αρέσει κυρίως να φαίνεται ελκυστικό και να σου προκαλεί κάτι στο μάτι, να θέλεις να εξερευνήσεις παρακάτω». Η αλήθεια είναι πως το οπτικό ερέθισμα ήταν κάτι που μου ανέφεραν και οι τέσσερις καλλιτέχνες. Η εικόνα. Παρατηρείς και οικειοποιείσαι στοιχεία που σου αρέσουν, μέχρι να φτάσεις συνθέσεις το δικό σου προσωπικό στυλ. Τα κόμικ δεν είναι αμιγώς παιδικά. Πριν ολοκληρώσω την ερώτηση μου, ο Νίκος βιάστηκε να συναινέσει. Μάλιστα, συμπλήρωσε πως τα κόμικς δεν ήταν καν παιδικά στην αρχή και έγινε ένα ολόκληρο κίνημα για να μην φτιάχνονται παιδικά κόμικς, γιατί θεωρούνταν ότι η παιδική ψυχή ήταν πολύ ευαίσθητη γι’ αυτά. Γι’ αυτό και έγινε το Comics Code Authority, για να λογοκρίνει τα κόμικς που έβγαιναν για παιδιά και να τα κάνει να είναι εντελώς αδιάφορα, στην ουσία: «οπότε το ότι τα κόμικς είναι παιδικά είναι σχεδόν πρόσφατη ιστορία, σχετικά πρόσφατη λογική». Στην Ελλάδα, τα πρώτα τεύχη από τα κλασικά εικονογραφημένα είχαν και οδηγίες που σου εξηγούσαν τι είναι το κόμικ και πώς να το διαβάζεις. Αριστερά το πρώτο μεταφρασμένο τεύχος των «Κλασικών Εικονογραφημένων». Δεξιά το πρώτο τεύχος των «Κλασικών Εικονογραφημένων» με θέμα από την ελληνική μυθολογία. Το εξώφυλλο της «Θύελλας», το δεύτερο τεύχος της οποίας θα κυκλοφορήσει στο 20ο Comic N’ Play. Ανέστης Μαυρομμάτης- Παρασίδης Ο Ανέστης Μαυρομμάτης Παρασίδης θεωρεί ότι ήταν όλα «μπαμ» για τα φεστιβάλ των κόμικ από το ’16. Η σχέση του ίδιου με τα κόμικ έχει βαθιές ρίζες. Έχοντας μία αγάπη από πολύ μικρή ηλικία για ό,τι έχει να κάνει με την εικόνα και «τα εικαστικά και οπτικά ερεθίσματα. Θυμάμαι ότι ο πατέρας μου, συλλέκτης και ο ίδιος, μού πήρε ένα «Μίκυ Μάους» σε κάτι διακοπές και είπα ότι εγώ θα κάνω συλλογή κόμικ και κάπως έτσι χτίστηκε αυτό». To 2020 ξαναέγινε το Comic dom στην Αθήνα, μετά από έναν χρόνο απουσίας, εξαιτίας της πανδημίας. «Λόγω και της απουσίας των υπόλοιπων φεστιβάλ, ήταν απίθανα πάρα πολύς ο κόσμος. Δεν μπορώ να το υπολογίσω αριθμητικά πώς ήταν, αλλά έβλεπα ότι δεν μπορούσαμε να πάρουμε ανάσα. Φεύγαμε το βράδυ και ήμασταν με κομμένα τα πόδια από την κούραση. Το πόσο είχαμε μιλήσει! Είχαμε όλοι κάτι σέξι φωνούλες μετά, βραχνιάζαμε, κάναμε, ράναμε… Υπάρχει μία τάση στήριξης. Είναι λίγο σαν το ετήσιο προσκύνημα μας. Ήταν, ας πούμε, μία τριήμερη γιορτή, γι’ αυτό και μετά είχαμε μία μίνι καταθλιψούλα τις επόμενες μέρες κι όχι μόνο για τους άλλους δημιουργούς, αλλά για τον κόσμο που σε ακολουθεί, γιατί μοιράζεσαι το ό,τι έχεις παράξει μέσα σ’ αυτό το διάστημα. Δηλαδή έχει πάντα όμορφα συναισθήματα». Φωτογραφία του Ανέστη Μαυρομμάτη- Παρασίδη από το Comic dom 2021, τραβηγμένη από τον φακό του Ορέστη Βλάχου. Πράγματι, πέρασε πολύς κόσμος τυχαία από την συγκεκριμένη πλατεία και το φεστιβάλ. Είχε πολλούς επισκέπτες και περαστικούς από το κέντρο της Αθήνας. Το «Inner Forest» του Ανέστη το πήραν και πολλοί τουρίστες, γιατί είναι χωρίς λόγια. Το έπαιρνε και κόσμος που «απλά περνούσε από εκεί. Δεν πιστεύω ότι ο κόσμος έρχεται σ’ αυτά τα φεστιβάλ, επειδή είναι αναγνώστης κόμικς. Νομίζω ότι απλά υπηρετεί μία τάση κι αυτή έχει να κάνει με την στήριξη αυτών των event και με την στήριξη των καλλιτεχνών. Μπορεί ακόμα και με το ότι είναι κουλ να πηγαίνεις σε τέτοια φεστιβάλ». Ο Ανέστης έχει συμμετάσχει και σε φεστιβάλ του εξωτερικού. Δεν πρόλαβε να πάει σε πολλά, βέβαια, λόγω κορωνοϊού, αλλά έχει πλέον και μία εικόνα της κατάστασης και εκτός Ελλάδος. Υπάρχει, απ’ ότι μου είπε, μία ιδιαιτερότητα στην Ελλάδα, που δεν υπάρχει αλλού: «ο κόσμος μάς στηρίζει και είναι πολύ όμορφο αυτό. Είναι λίγο αμφίδρομο, δηλαδή από τη μία είσαι στην Ελλάδα που δεν την παλεύεις, έτσι κι αλλιώς, αλλά από την άλλη, όλος ο κόσμος δεν την παλεύει, οπότε έρχεται και τα στηρίζει αυτά». Αντίστοιχο φεστιβάλ στο Βερολίνο δεν έχει καν κόσμο ή ακόμη και της Ανγκουλέμ, που είναι τεράστιο, «γιατί εκεί δεν έχεις αυτό με τον καλλιτέχνη, που θα πας να τον συναντήσεις στο τραπεζάκι του και να του πεις «Δεν μου αρέσει αυτό! Τι υλικά χρησιμοποιείς; Τρέχουνε οι μύξες σου πάνω στα prints σου». Είναι πιο απρόσωπα. Είναι λίγο για stars, κάπως έτσι». Και πάλι το οπτικό κομμάτι φαίνεται να παίζει ρόλο την απόφαση του Ανέστη να ασχοληθεί με τα κόμικ. Στην αρχή, διάβαζε Αστερίξ και δεν μπορούσε να ξεκολλήσει από τα δέντρα. Όταν πλέον ανακάλυψε και τους ευρωπαϊκούς καλλιτέχνες, όπως τον Moebius, τον Manara κ.α. (και πάλι μέσω της Βαβέλ), άρχισε να αντλεί στοιχεία που άμεσα ή έμμεσα τον βοήθησαν να δημιουργήσει το δικό του στυλ. «Δηλαδή μπορεί να έβρισκα κάτι που με έλκυε για κάποιο λόγο και το παρατήρησα τόσο πολύ, ώστε μετά, επίσης με κάποιο τρόπο, με διάφορες διαδικασίες, να μπήκε και στην δουλειά μου» και, κάπως έτσι, έφτασε να δημιουργήσει το «Inner Forrest», κάτι πολύ διαφορετικό σχεδιαστικά από τα «Μίκυ Μάους» που αποτέλεσαν την πρώτη του επαφή με το κόμικ. Ο Ανέστης ξεκίνησε να βλέπει πιο επαγγελματικά τα κόμικς, όταν εντάχθηκε στην ανεξάρτητη ομάδα δημιουργών κόμικ «Inkkorekt»(inkorrekt: 2006 (inkorrekt-comics.blogspot.com) στα δεκαεφτά του. Σήμερα «Inkorrekt» δεν υπάρχει. Στην θέση της δημιουργήθηκε, όμως, το Comic N’ Play από άτομα που συμμετείχαν πριν στην ομάδα αυτή των φίλων των κόμικς, από κοινού με τον σύλλογο «Ελληνικού Συλλόγου Φίλων Ιστορίας και Παιχνιδιών Στρατηγικής» και την εκδοτική Ένατη Διάσταση. Το κόμικ του Ανέστη «Inner Forest» Η γελοιογραφία δεν είναι κόμικ. Είναι συχνή παρανόηση. Ούτε τα κόμικς είναι απαραίτητα κωμικά. Εκείνο που διακρίνει τα κόμικς είναι η χρονικότητα τους, η δράση, δηλαδή κάτι γίνεται, «από εδώ- εδώ κάτι έχει συμβεί». Το κόμικ προϋποθέτει σκηνοθεσία, πλοκή, ουσιαστικά μία διαδοχή καρέ, μία αφήγηση μέσα από εικόνες. «Μια σελίδα μόνη, ακόμη κι αν έχει κείμενο και λέει: «Γεια σου Γκάρφιλντ!», δεν είναι κόμικ!» Έφη Θεοδωροπούλου Η Έφη Θεοδωροπούλου πιστεύει ότι πάντα θα υπάρχει κόσμος στα φεστιβάλ, δημιουργοί και επισκέπτες, οι οποίοι θα επιλέγουνε τα πιο mainstream. Αυτό δεν σημαίνει ότι τα κόμικ μαζοποιούνται. «Υπάρχει το αντίστοιχο κοινό και είναι αρκετά μεγάλο, αλλά παρόλα αυτά υπάρχει και το άλλο κοινό που δεν θέλει το mainstream, θέλει το πιο εναλλακτικό, το πιο εικαστικό και θα ταυτιστεί μ’ αυτό. Οπότε νομίζω ότι πάντα θα υπάρχει κοινό που θα στηρίζει την οποιαδήποτε πλευρά». Πριν αγοράσω ένα κόμικ, μ’ αρέσει να διαβάζω τις πρώτες σελίδες. Η προσέγγιση της Έφης είναι κάπως διαφορετική: «στην αρχή, θα επιλέξω κάτι, γιατί θα μου κεντρίσει το ενδιαφέρον καλλιτεχνικά. Ή ακόμη και για να μάθω κι εγώ κάποια πράγματα παραπάνω που θα μπορέσω να τα βάλω και στα δικά μου σχέδια. Προσωπικά πιστεύω πιο πολύ μου κεντρίζει το ενδιαφέρον το σχέδιο και μετά το concept του βιβλίου. Παρόλ’ αυτά, την έχω πατήσει πολλές φορές, γιατί έχω δει κάποιες δουλειές οι οποίες δεν με είχανε κερδίσει εξ αρχής σχεδιαστικά, αλλά όταν τις διάβασα, ενθουσιάστηκα, όπως επίσης έχω δει πολλές δουλειές που σχεδιαστικά ήταν πολύ όμορφες, πολύ καλοδουλεμένες, αλλά σεναριακά, δεν είχανε κάτι σπουδαίο να δώσουνε». Σκίτσο της Έφης Θεοδωροπούλου που απεικονίζεται η ίδια κατά την καλύτερη μέρα της ζωής της. Αναρωτιέμαι πως είναι να ξεκινάει κανείς στον χώρο το κόμικ, ποια είναι τα πρώτα του βήματα. Άραγε, φαντάστηκες ποτέ ότι θα μπορέσεις ν’ ασχοληθείς επαγγελματικά; Είναι και μία χώρα η Ελλάδα, που δεν εύκολο να επιλέξει κανείς να γίνει καλλιτέχνης, ούτε βιοποριστικά, ούτε κοινωνικά. Η Έφη απαντάει πως πάντα ήθελε ν’ ασχοληθεί μ’ αυτό, όμως την πήγαινε λίγο πίσω αυτός ο φόβος ότι είναι δύσκολο και ότι ίσως να μην υπάρχει η εκτίμηση που θα ‘πρεπε να υπάρχει για την τέχνη, ειδικά αυτή των κόμικ: «Για πολλούς είναι αυτό το «Έλα μωρέ τι κάνεις; Ζωγραφίζεις. Σιγά!». Οπότε όταν υπάρχει αυτή η αντιμετώπιση, κομπλάρεις και λες: «τώρα που πάω εγώ;». Σιγά- σιγά, όμως, όταν άρχισε να βλέπει την πρόοδο και την ανταπόκριση του κόσμου, αποφάσισε ότι θέλει να συνεχίσει να το κάνει όλο αυτό. Η δημιουργία κόμικ είναι μία εργασία που απαιτεί κλείσιμο στο σπίτι, αρκετές ώρες στο γραφείο σου, απομόνωση. Ωστόσο, «το να δουλεύεις από το σπίτι είναι μία άνεση, αλλά είναι και μεγάλη παγίδα, γιατί, εάν δεν είσαι πολύ πειθαρχημένος, μπορεί να ξεφύγεις πολύ από τους χρόνους». Το 2020 έγιναν προσπάθειες να μην ακυρωθούν τα φεστιβάλ, αλλά να πραγματοποιηθούν online. Δεν είναι, ωστόσο, τα ίδιο. «Για την ακρίβεια, δεν έχει καμία σχέση». Είναι ένα παυσίπονο, σύμφωνα με την Έφη, αλλά δεν έχει καμία σχέση με το να παίρνεις μέρος σε φεστιβάλ. «Είναι πολύ σημαντικό να έρχεσαι σ’ επαφή με τον κόσμο που εκτιμάει την δουλειά σου, να γνωρίζεις και να σε γνωρίζει νέος κόσμος. Νομίζω τα online δίνουν μια δυνατότητα στον κόσμο να δει κάποια πράγματα, αλλά δεν είναι το ίδιο πράγμα». Τα πρώτα επεισόδια του «3isters» κυκλοφόρησαν αρχικά μέσω της πλατφόρμας socomic.gr, πριν προστεθούν κι άλλα και γίνει βιβλίο. Ήταν και υποψήφιο για τα βραβεία της κατηγορίας «Καλύτερα Ελληνικά Κόμικς του 2019» από την Ακαδημία Βραβείων των Ελληνικών Κόμικ. Στην εικόνα, το εξώφυλλο του κόμικ και μία από τις σελίδες του που δημοσιεύτηκε στο socomic.gr Σταύρος Κιουτσιούκης «Στην πορεία, γενικά, ό, τι συναντούσα από κόμικ μού τραβούσε την προσοχή και αυτό που κατανοώ τώρα, όντας, ας πούμε, μεγάλος, είναι ότι μου έπαιρνε περισσότερο χρόνο απ’ ότι στους φίλους μου να διαβάσω ένα κόμικ. Δηλαδή στεκόμουν πάρα πολύ στην εικόνα, την μελετούσα». Ο Σταύρος Κιουτσιούκης τύπωνε μέχρι και πρόπερσι περίπου τουλάχιστον μία αυτοέκδοση τον χρόνο, μέσω της imprint εκδοτικής zart_corps –ναι! zart, όπως «ο ήχος της πορδούλας». Το πήρε πιο ζεστά, όμως, όταν γνώρισε σαν φοιτητής μία παρέα που δημιουργήθηκε με πρόθεση να κάνει μία έκθεση κόμικ. Από την Φιλοσοφική σχολή του ΑΠΘ, στην Αρχιτεκτονική, για μια χρονιά στο Βασιλικό Θέατρο, στο Γαλλικό Ινστιτούτο, και έκτοτε στην Αποθήκη Γ’ του Λιμανιού Θεσσαλονίκης. Εκτός από τους χώρους που φιλοξενήθηκε η έκθεση του Comic N’ Play, κι άλλα πράγματα έχουν αλλάξει από τότε που πραγματοποιήθηκε για πρώτη φορά, μα κυρίως, ο κόσμος. Σκίτσο του Σταύρου Κιουτσιούκη, που απεικονίζει τον ίδιο ν’ αντιμετωπίζει ένα δίλλημα. «Τα πρώτα χρόνια ήταν πολύ «geeky» το κοινό και το υλικό μας, οπότε είχαμε ένα κοινό που έμοιαζε λίγο, σε εισαγωγικά -χαριτωμένα- περιθωριακό». Τώρα είναι πιο ευρύ το φάσμα. Βέβαια, έχει χαθεί κι ένα ποιοτικό ζήτημα, ότι εκείνο το κοινό ήξερε, για τι ερχότανε. Το κοινό που έρχεται τώρα πολλές φορές δεν γνωρίζει καν τι διαφοροποιεί το σκίτσο από τα κόμικ, «παρόλ’ αυτά, εμείς το θέλουμε, γιατί πρέπει να μάθει και να κερδίσει και να κερδίσουμε κι εμείς. Κι όχι χρήματα, να κερδίσουμε ανταλλαγή τέχνης». Το comic n play είναι η μόνη έκθεση κόμικ στην Ελλάδα που πρώτον είναι αμιγώς έκθεση με ιστορίες κόμικ. Δεν εκθέτει ένα σκίτσο ή μία σελίδα, αλλά ολόκληρη την δισέλιδη/ τετρασέλιδη ιστορία και δεύτερον στηρίζει αμιγώς του ερασιτέχνες. Γνωρίζω ήδη πως εκτός από δημιουργός, ο Σταύρος είναι και διοργανωτής του Comic N’ Play, μαζί με τους Νίκο Δαλαμπύρα και Πάνο Κρητικό, εκδότες τις Ένατης Διάστασης και φυσικά, πρώην μέλη της «Inkorrekt». Ένα ακόμη κομμάτι της σχέσης με το κόμικ, λοιπόν, μαθαίνω πως είναι η διάδοση του. «Είναι προσωπική αγωνία. Επειδή ακριβώς ξεκίνησε από τα φοιτητικά χρόνια να θέλω να ζήσω μέσα από τα κόμικ και διαπίστωνα ότι δεν υπήρχε αυτή η δυνατότητα λόγω μικρού κοινού, αποφάσισα ότι θέλω να το διαδώσω. Όταν έγινε και καθαρά επαγγελματικό, επέμεινα περισσότερο και μ’ ενδιέφερε και γιατί έχει βιοποριστικό νόημα για μένα, αλλά και επειδή έχει αξία να γνωρίσει ο Έλληνας την τέχνη. Δυστυχώς, το πρόβλημα στην Ελλάδα, το χοντρό πρόβλημα στην Ελλάδα, με το κόμικ είναι ότι ακόμα έχουν την ρετσινιά του παιδικού, τα θεωρεί ο κόσμος παιδικά. Άρα το ζητούμενο είναι να το κάνουμε γνωστό ως ενήλικο υλικό, ως κάτι που αφορά μεγάλους, ως κάτι που μπορεί να θεωρηθεί μία υψηλή τέχνη». Το ελληνικό κοινό δηλαδή δεν έχει «κομιξοπαιδεία», όπως παίρνω το θάρρος να την ονομάσω. Δεν πειράζει. Την αποκτά τώρα. Από το κοινό, περνάμε στους καλλιτέχνες. Απ’ ότι φαίνεται, στην Ελλάδα, τα τελευταία χρόνια, δημιουργείται μία σχολή κόμικς. Έχει πολλά στοιχεία μιμητισμού των ευρωπαϊκών, των αμερικανικών και άλλων προτύπων: «δεν μπορώ να πω ακόμα ότι έχουμε αμιγώς μία σχολή, αλλά σίγουρα έχουμε κάποιους καλλιτέχνες, οι οποίοι φτιάχνουν κάτι δικό τους, που ίσως όλοι αυτοί μαζί δημιουργήσουν έναν χαρακτήρα». Θίγω το ζήτημα της λογοκρισίας. Η απάντηση στην αρχή φάνηκε αρνητική, αλλά δεν είχε μπει ακόμη τελεία. Μπορεί να μην υπάρχει η παραδοσιακή λογοκρισία, υπάρχει, όμως, «η λογοκρισία των social» και αφορά σε δύο επίπεδα. Το πρώτο δεν είναι άλλο από το πολιτικό σκίτσο και την γελοιογραφία. Το δεύτερο είναι, γενικότερα, το κομμάτι με τον ερωτισμό, ένα κομμάτι που απασχολεί και τον Σταύρο περισσότερο και το οποίο βρίσκει και λίγο ασαφές. «Κατά καιρούς εκτίω ποινές των social και ταυτόχρονα σκρολάρω και βλέπω έναν σκιτσογράφο ξένο, ας πούμε, που φόρα- παρτίδα όλα και λέω τι γίνεται. Δεν νομίζω ότι όλες τις θηλές τις πιάνει ένας αλγόριθμος. Τις πιάνουν άνθρωποι που δεν γουστάρουνε να βλέπουνε, κι αυτό έχει να κάνει με τον πουριτανισμό που υπάρχει στην Ελλάδα». Και τότε, γιατί να επιλέξει το ερωτικό σχέδιο; «Γιατί μ’ αρέσει πάρα πολύ να νιώθω ότι κάνω μία μικρή επανάσταση μέσα από αυτό!». Συνήθως έχουμε τον έρωτα στο μυαλό μας μ’ έναν χυδαίο τρόπο. Ο Σταύρος τον ονομάζει «ερωτισμό του στριπτιτζάδικου». «Σκέφτομαι πολύ συχνά ότι δεν μπορεί ο ηδονισμός να προκύπτει μόνο από τέλεια σώματα. Ο ερωτισμός και ο ηδονισμός ανήκουν σε όλους και όλα! Κι επειδή οι χαρακτήρες μου είναι άνθρωποι της καθημερινότητας δικαιούνται να’ χουν και πλάκα, δικαιούνται να έχουν τα νεύρα τους, δικαιούνται να πουν μια κουβέντα παραπάνω, οπότε όλο αυτό μπαίνει στο πακέτο του χιούμορ κι έτσι γίνεται το αποτέλεσμα». Λίγα από τα κόμικ του Σταύρου Κιουτσιούκη. Το «Πώς να το κάνετε σ’ ένα φιατάκι» έχει εκδοθεί από την imprint εκδοτική της 9ης Διάστασης, την Zart_Corps -ναι, zart όπως κάνει η πορδούλα! Στο πρώτο Comic n Play δεν είχε καν πάγκους, είχε μόνο το θέμα της έκθεσης στους τοίχους. «Εγώ ήμουν από αυτούς που ζητούσα να υπάρχει και bazaar, διότι θεωρώ ότι το κόμικ, καλό να εκτίθεται, απλά το κόμικ είναι κάτι που πρέπει να πάρεις σπίτι σου». Με τα χρόνια, εμφανίστηκε ένας μεγάλο πάγκος με fanzines – που δεν ήταν και πολλά στην αρχή. Κάποια ήταν δωρεάν, κάποια σε συμβολικές τιμές και «δεν κέρδιζε κανείς επί της ουσίας, κέρδιζε μόνο η τέχνη. Όμως, στην πορεία υπήρχε αυτή η ανάγκη, γιατί το κόμικ πρέπει να το παίρνεις σπίτι σου. Το κόμικ δεν είναι για τον τοίχο». *Η Χρυσούλα Κονταράκη είναι φοιτήτρια Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ στο ΑΠΘ **Οι συνεντεύξεις εκπονήθηκαν στο πλαίσιο εργασίας για το μάθημα αφηγηματικής δημοσιογραφίας της κυρίας Νικολαϊδου, για το τμήμα Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ,ΑΠΘ. Πηγή
  4. Η Έφη Θεοδωροπούλου γεννήθηκε το 1992 στη Νάουσα Ημαθίας και μεγάλωσε σε ένα σπίτι με οκτώ γάτες. Σπούδασε στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, απ’ όπου αποφοίτησε το 2014 (ή το 2015, δεν παίρνω όρκο ). Άρχισε να σκιτσάρει από μικρή ηλικία, εμπνεόμενη από κόμικς, από ταινίες κινουμένων σχεδίων, από εικονογραφημένα παραμύθια. Έχει παρακολουθήσει κάποια μαθήματα σχεδίου όσο πήγαινε σχολείο, αλλά κατά βάση είναι αυτοδίδακτη. Η είσοδός της στον χώρο των ελληνικών κόμικς, μόνο απαρατήρητη δεν πέρασε. Η πρώτη της δουλειά, το φανζίν I Want to be a Comicbook, που περισσότερο με artbook μοιάζει, προτάθηκε για καλύτερη αυτοέκδοση στα Ελληνικά Βραβεία Κόμικς. Το 2016 ήταν γεμάτη χρονιά. Σχεδίασε το άλμπουμ Η Τσαλακωμένη Ουρά, σε σενάριο του Σταύρου Κιουτσιούκη και η δουλειά της προτάθηκε για καλύτερο σχέδιο στα βραβεία του επόμενου έτους. Επίσης, συμμετείχε στο συλλογικό The Very Closed Circle και ξεκίνησε για λογαριασμό του SoComic το webcomic The 3isters, που πηγάζει από τη συμβίωσή της με τις δύο μικρότερες αδελφές της. Το 2017, ξανασυνεργάστηκε με τον Κιουτσιούκη για την ανθολογία Pizza Peperoni. Η Έφη έχει συμμετάσχει και σε πολλές εκθέσεις. Μεταξύ αυτών είναι η Παράξενες Μέρες το 2015 και η Εν Αιθρία 7 το 2016. Βέβαια, η δράση της δε σταματάει εδώ. Το 2016 (ναι ναι, πάλι μαζί με τον Κιουτσιούκη) ανέλαβε την εικονογράφηση μιας έκδοσης του κλασικού παραμυθιού του Πήτερ Παν, συνοδευόμενη από CD με τραγούδια. Εκτός αυτού, παραδίδει μαθήματα κόμικς και ζωγραφικής σε παιδιά και κάνει ολίγον τι street art. Τοιχογραφία της Έφης (το αριστερό μέρος) στην ιδιαίτερη πατρίδα της, στο πλαίσιο του LOBArt festival Προσωπικά τη θεωρώ μια από τις πλέον ενδιαφέρουσες περιπτώσεις των νέων Ελλήνων δημιουργών. Ίσως λόγω του σχεδίου της, με αυτό το ιδιότυπο, «εύθραυστο» στυλ. Ελπίζω να έρχομαι συχνά και να συμπληρώνω πραγματάκια στην παρουσίασή της.
  5. «Μα πού βρίσκετε όλες αυτές τις ιδέες;» «Από πού αντλείτε την έμπνευσή σας;» «Ποιοι είναι οι καλλιτέχνες που σας έχουν επηρεάσει;» Στο «Song Stories», έξι συν ένας Έλληνες δημιουργοί κόμικς αφηγούνται την ιστορία που κρύβεται πίσω από ισάριθμα γνωστά τραγούδια της σύγχρονης ελληνικής μουσικής. «Η ιστορία της μουσικής είναι ένας ωκεανός ο οποίος εμπεριέχει μικρότερες θάλασσες, πελάγη και νησιά. Η πλήρης εξερεύνησή της είναι κάτι το σχεδόν αδύνατο, αλλά το ενδιαφέρον είναι πάντα το ταξίδι (από το “Τα άξια είδα”). Ένα τέτοιο ταξίδι λοιπόν είναι και τα “Song Stories”. Είναι μικρά μουσικά νησάκια, κάποια πιο δημοφιλή και άλλα λιγότερο, που κρύβουν μικρές ιστορίες. Ιστορίες με τη λυρική ματιά του δημιουργού τους. Ιστορίες για την ίδια την Ιστορία, για μικρά προσωπικά βιώματα και για ανθρώπους που μόνο λιγοστοί στίχοι και μερικές νότες νοιάστηκαν. Είναι σαν μουσική εξόρυξη στις ψυχές των ίδιων των μουσικών αλλά και για τους ανθρώπους για τους οποίους μιλούν αυτά τα τραγούδια». Με αυτά τα λόγια προλογίζει ο Jacek H. Maniakowski το «Song Stories» (εκδόσεις: Ένατη Διάσταση σε συνεργασία με το Street Mode Festival της Θεσσαλονίκης), ένα βιβλίο που μεταφέρει σε κόμικς την ιστορία που κρύβεται πίσω από έξι γνωστά τραγούδια επιτυχημένων καλλιτεχνών και σπουδαίων συγκροτημάτων της σύγχρονης ροκ, μέταλ, χιπ χοπ και ραπ ελληνικής σκηνής. Έφη Θεοδωροπούλου, «Το Νερό που Κυλάει» (Παύλος Παυλίδης) Τις συνεντεύξεις των μουσικών και τη σεναριακή διασκευή υπογράφει ο αρθρογράφος και μουσικός παραγωγός Jacek Maniakowski, ενώ την έκδοση προλογίζει ο Σταύρος Κιουτσιούκης με ένα εγκιβωτισμένο στην αφήγηση κόμικς που περιγράφει τη γέννηση της ιδέας πίσω από το βιβλίο, που με τη σειρά του περιγράφει τη γέννηση των ιδεών που κρύβονται πίσω από τα τραγούδια. Η Έφη Θεοδωροπούλου αναλαμβάνει «Το Νερό που Κυλάει» του Παύλου Παυλίδη, ο Άρης Λάμπος το «Non Serviam» των Rotting Christ, ο Κλήμης Κεραμιτσόπουλος το «Just a Burn» των Nightstalker, ο Γιώργος Καμπάδαης το «Σουρεάλ» του 12ου Πίθηκου, η Σοφία Σπυρλιάδου το «Δίπλα Μαξιλάρι» των Στίχοιμα και ο Νικόλας Στεφαδούρος τα «Μέγαρα» των Social Waste, όλα τους τραγούδια δημοφιλή και γνωστά. Νικόλας Στεφαδούρος, «Τα Μέγαρα» (Social Waste) Είναι αυτονόητο ότι η ανάγνωση όλων των κόμικς του «Song Stories» γίνεται διπλά απολαυστική αν συνοδεύεται από την ταυτόχρονη ακρόαση των τραγουδιών. Στο ίδιο το βιβλίο, έτσι κι αλλιώς, δημοσιεύονται οι στίχοι και θα ήταν πλεονασμός να μεταφέρεται δραματοποιημένο και αποδοσμένο σε κόμικς το τραγούδι. Η δευτερογενής ιδέα να μεταφερθεί σε κόμικς η σύλληψη της πρωτογενούς ιδέας που οδήγησε στη γέννηση του τραγουδιού αποτελεί όμως μια πραγματικά πρωτότυπη και ενδιαφέρουσα πρόταση, που υλοποιείται ιδανικά από το σύνολο των δημιουργών κόμικς. Γιατί η έμπνευση και η πορεία προς την τελική μορφή που έχει ένα τραγούδι είναι μια συναρπαστική προσωπική διαδρομή που δύσκολα μοιράζεται όποιος την κάνει. Συνήθως μένει άγνωστη, ερμητικά κλεισμένη στον κόσμο του και τις αναμνήσεις του. Όταν όμως γίνεται κτήμα των μουσικών του φίλων και μάλιστα με τη διαμεσολάβηση της τέχνης των κόμικς, η σχέση που εγκαθιδρύεται μεταξύ καλλιτέχνη και αποδέκτη γίνεται ακόμα πιο βαθιά, πιο ουσιαστική, πιο ειλικρινής. Και το σχετικό link...
  6. Το 2015 κυκλοφόρησε ο πρώτος τόμος του «Athens: The Comic Book», με 16 ιστορίες ισάριθμων δημιουργών κόμικς για την Αθήνα. Στον δεύτερο τόμο, που παρουσιάστηκε πριν από λίγες ημέρες, ακόμη 13 καλλιτέχνες τοποθετούν την πόλη στο επίκεντρο και καταγράφουν εμπειρίες, φόβους, δυσάρεστες στιγμές, αλλά και ανάσες ελπίδας. Σε μια μεγάλη, σύγχρονη πόλη όπως η Αθήνα, με τις αντιφάσεις της, το βαρύ της παρελθόν και το δυσοίωνο αύριο, τις απάνθρωπες πτυχές της αλλά και τις νησίδες ελευθερίας της, η εμπειρία της καθημερινής ζωής συμβαδίζει με την αμφιθυμία. Μέσα από την απόγνωση και τη μοναξιά μπορεί να αναδυθεί η ελπίδα και την ίδια στιγμή, κάπου αλλού ή και ακριβώς δίπλα, η απόλυτη χαρά μπορεί σε μια στιγμή να μετατραπεί σε απελπισία. Αυτή την αμφιθυμία και το διαρκές ευμετάβλητο της αίσθησης καταγράφουν 13 δημιουργοί κόμικς στο «Athens: The Comic Book #2» (έκδοση της ATAthens, εξώφυλλο: Daniel Egneus), τρία χρόνια μετά την κυκλοφορία του πρώτου τόμου. Όπως επισημαίνει η καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Αιγαίου, Εύη Σαμπανίκου, στην εισαγωγή της: «Ο τρόπος που βιώνεται η πόλη πάντοτε απασχολούσε (και ακόμη απασχολεί) τους καλλιτέχνες (και πολλούς ακόμη). Όλες οι μορφές τέχνης και δημιουργικής έκφρασης, από τη λογοτεχνία, την ποίηση, τη ζωγραφική και τη φωτογραφία μέχρι το θέατρο, τον κινηματογράφο και τα κόμικς, αντλούν από την πόλη και τον τρόπο με τον οποίο η ζωή υφαίνεται στο πλέγμα του αστικού ιστού αναρίθμητες ιστορίες». Κι αυτές οι ιστορίες μπορούν να αφορούν μια αθώα εξαπάτηση των θαμώνων μιας ταβέρνας με σκοπό να μοιραστούν γεύματα σε φτωχούς και μετανάστες, όπως στη γλυκύτατη ιστορία της Τέτης Σώλου, μέχρι τον ξυλοδαρμό ενός άστεγου από χρυσαυγίτες και την ελπίδα που του προσφέρει το δώρο ενός μικρού κοριτσιού στη σκληρή ιστορία του Malk ή τη δυστοπία μιας πόλης κατεστραμμένης από έναν τεχνο-ιό που αντιστέκεται στη σκιά του τελευταίου δέντρου στην ιστορία του Νίκου Παπαμιχαήλ ή το όνειρο ενός απολυμένου εργαζόμενου που τελειώνει σε ένα εγκαταλειμμένο ξενοδοχείο με ένα ζεστό φλιτζάνι «αλληλέγγυου» καφέ στην ιστορία της Αλεξίας Λουγιάκη. Στο βάθος όλων των ιστοριών, φυσικά, βρίσκεται πάντα η πολιτική. Γιατί, όπως τονίζει η Εύη Σαμπανίκου, οι ιστορίες είναι «κάποιες φορές ρεαλιστικές, κάποτε φουτουριστικές – σουρεαλιστικές, αλλά εξ ορισμού πάντα πολιτικές, καθώς η καθεμιά αναπαριστά το ιδεολογικό στίγμα και την οπτική γωνία του δημιουργού της. Επιπλέον, υπάρχει πάντα το ιδεολογικό στίγμα της εποχής, το πολιτικό και κοινωνικό πλαίσιο εντός του οποίου υλοποιείται κάθε έργο που οδηγεί κάποιες φορές σε αφηρημένες ουτοπίες ή, πιο συχνά, σε δυστοπικές αφηγήσεις, όπως συμβαίνει συνήθως στα κόμικς και τα γκράφικ νόβελς». Μια τέτοια συγκλονιστική δυστοπική αφήγηση είναι η σπαρακτική και παράλληλα αλληγορική ιστορία του Θανάση Πέτρου για τους κατοίκους μιας πόλης (που όταν σχεδιάζεται από ψηλά, ναι, δυστυχώς, είναι η Αθήνα) που μέρα με τη μέρα συνειδητοποιούν ότι ο πόλεμος όχι απλά έφτασε στη χώρα αλλά και οι ίδιοι είναι πια αναγκασμένοι να ζουν κρυμμένοι στα άδεια σπίτια τους και να καίνε έπιπλα για να ζεσταθούν. Απόσπασμα από την ιστορία του Ν. Παπαμιχαήλ Με τον τρόπο τους, άλλοτε σε δραματικό ύφος και άλλοτε με χιουμοριστικούς τόνους, οι δημιουργοί που μιλούν για την Αθήνα και σχεδιάζουν τις λεπτομέρειές της δίνουν ο καθένας και η καθεμιά μια διαφορετική διάσταση. Η Κατερίνα Σταμάτη ασχολείται με τις μικρές αλλά όχι ασήμαντες λεπτομέρειες και πληροφορίες που κάνουν τη ζωή στην Αθήνα πιο όμορφη και ενδιαφέρουσα, οι Έφη Θεοδωροπούλου και Θεώνη Δρακοπούλου περιγράφουν μια νύχτα με σούσι «σαν να μην υπάρχει αύριο» τη στιγμή της συνειδητοποίησης μιας άνεργης κοπέλας ότι πράγματι δεν υπάρχει αύριο, η Kristel Pent παρατηρεί τη «ζωή» ενός κάδου απορριμμάτων και, μέσω αυτής, τη ζωή των περιοίκων, μια και -όπως λένε- «δείξε μου τα σκουπίδια σου να σου πω ποιος είσαι», ο Wild Drawing εικονογραφεί στιγμές εθνικής «υπερηφάνειας» στα χρόνια του τέταρτου μνημονίου, ο Ευάγγελος Ανδρουτσόπουλος περιπλανάται στους δρόμους και παρατηρεί τα άδεια κτίρια που θα μπορούσαν (και θα έπρεπε) να στεγάζουν ανθρώπους, ενώ ο Γιώργος Τσαρδανίδης παρατηρεί τους ανθρώπους που πέφτουν θύματα κακοποίησης στη δουλειά, στον δρόμο, στη διασκέδαση, αλλά επιβιώνουν και μπορούν να δημιουργούν παρέες και συλλογικότητες για να ξεπερνούν τα προβλήματα. Απόσπασμα από την ιστορία του Malk Και όλες αυτές οι ιστορίες συνδέονται με την εικαστική ματιά του Manolo, που κάνει τα περάσματα στις -κατά κάποιον τρόπο- θεματικές ενότητες του τόμου. Ενός τόμου που, απ’ ότι φαίνεται, θα έχει και συνέχεια, καθώς το θέμα είναι ανεξάντλητο και οι σύγχρονοι δημιουργοί κόμικς μπορούν και θέλουν να ασχοληθούν με την Αθήνα. Μια Αθήνα που συνήθως αποδίδεται στα κόμικς να προκαλεί αποστροφή και να απωθεί τους κατοίκους της μέχρι τη στιγμή που ένα ανθρώπινο χέρι, μια πράξη αλληλεγγύης, μια εκδήλωση αντίστασης και ανυποταξίας κάνουν τη ζωή καλύτερη προσφέροντας ελπίδα. Και το σχετικό link...
  7. Μια συμπαθέστατη δουλειά της Έφης Θεοδωροπούλου από την 9η Διάσταση. Δικό της και το ΤΣΑΛΑΚΩΜΕΝΗ ΟΥΡΑ, (σε σενάριο του Σταύρου Κιουτσιούκη) ένα κόμικ που άρεσε και σχολιάστηκε και αρκετά θα έλεγα. Όπως είπα αρκετά συμπαθητικό, με καθαρά μετεφηβικές και βάλε γυναικείες ανησυχίες. Η γραμματοσειρά ξεχωρίζει με το σήμα της Αφροδίτης ως Ωμέγα. Παραθέτω κάποιες σελίδες που τις βρήκα έξυπνες. Έχει και κάποιες τέτοιες: Σελίδα στο Socomic εδώ.
  8. Όπως έχω ξαναγραψει καπου μες στο τζηση, δεν έχω διαβασει κόμικ του Κιουτσιούκη που να μη μ αρεσει. Και συνεχίζει να ισχύει Πολύ διαφορετική η Τσαλακωμένη ουρά απο τα υπόλοιπα κόμικς του, αλλά εξίσου φρεσκο κι όμορφο το αποτέλεσμα, σχεδιασμένο απο την Εφη Θεοδωροπούλου 'Ενα καλοκαιρινό ελληνικό παραμύθι, με αλεπούδες, ταξίδια στο χρόνο, χιουμοριστικές νότες και σουρρεαλιστική ματιά Στην αρχή με ξένισε λίγο το σχέδιο αλλά στη συνέχεια το βρήκα πολύ ταιριαστό για τη συγκεκριμένη ιστορια Φυσικά και προτεινεται! (φωτο των δημιουργων, κρυμμενων πισω απ την τσαλακωμενη ουρα, που αλιευθηκε απ το φβ) Αφιερώματα στον Σταύρο Κιουτσιούκη και την Έφη Θεοδωροπούλου
  9. Έχουν υπάρξει αμέτρητες παρωδίες, τροποποιήσεις και προσαρμογές των κλασικών παραμυθιών σε κόμικς τα τελευταία χρόνια. Καμία όμως με επίκεντρο μια πίτσα πεπερόνι. Στη σπονδυλωτή «Πίτσα Πεπερόνι» ο Σταύρος Κιουτσιούκης και έξι δημιουργοί κόμικς αποκαθιστούν την «αδικία». Ιδιαίτερα παραγωγικός, δεξιοτέχνης χιουμορίστας και πολύ καλός σχεδιαστής, ο Σταύρος Κιουτσιούκης («Yellow Boy», «Νικολέτ», «Τα Κασκώλ στον Κινηματογράφο» κ.ά.) συνηθίζει να υπογράφει ο ίδιος τόσο τα σενάρια όσο και τα σκίτσα των κόμικς του. Πριν από λίγο καιρό ωστόσο, στη γλυκύτατη, λυρική και νοσταλγική «Τσαλακωμένη Ουρά» επέλεξε να κρατήσει μόνο τον έναν ρόλο, αυτόν του σεναριογράφου, και να συνεργαστεί με την Έφη Θεοδωροπούλου στο σχέδιο. Και τώρα επιλέγει να πράξει και πάλι το ίδιο, συμπράττοντας με έξι γυναίκες δημιουργούς που φιλοτεχνούν τη σπονδυλωτή «Pizza Peperoni» (εκδόσεις Ένατη Διάσταση). «Το καλό με τα παραμύθια είναι πως δεν τρώγονται… Γιατί τότε σίγουρα δεν θα άρεσαν σε όλους, ενώ πολύ σύντομα θα εμφανιζόταν και κάποια δυσανεξία. Έτσι θα κυκλοφορούσαν παραμύθια Prince Free και τα σούπερ μάρκετ θα τα πουλούσαν στο ράφι με τα βιολογικά. Τα παραμύθια είναι για να λέγονται! Και αυτά τα έξι κορίτσια ξέρουν να τα λένε καλύτερα από μένα, αφού τα ζήσανε από μέσα… Από τους πύργους τους ντε!» λέει ο ίδιος προλογίζοντας το βιβλίο του. Σοφία Σπυρλιάδου Και όσο κι αν ακούγεται παραπλανητικός ο τίτλος, η «Pizza Peperoni» είναι μια συλλογή έξι σύντομων κόμικς παραμυθιών. Ή μάλλον είναι συνειδητά και επιτηδευμένα παραπλανητικός ο τίτλος ώστε να υπονομεύσει αυτοσαρκαστικά το περιεχόμενο των έξι παραμυθιών. Που δεν είναι ακριβώς παραμύθια με την παραδοσιακή έννοια του όρου. Είναι, συγγραφική αδεία, παρωδιακού τύπου προσαρμογές γνωστών παραμυθιών του παρελθόντος στην αστική σύγχρονη παράνοια και στη σκληρή κι απρόβλεπτη καθημερινότητα έξι νέων γυναικών. «Το πρωινό ξύπνημα είναι μια βλακεία. Είναι το πιο μισητό πράγμα στον κόσμο μετά τα φασολάκια… Κανονικά δεν θα έπρεπε ούτε να ξυπνάμε ούτε να τρώμε φασολάκια. Ξέρω μάλιστα κι ένα κορίτσι που τα κατάφερε μια χαρά!» είναι η εισαγωγή στην Ωραία Κοιμωμένη που σχεδιάζει η Σιαδώρα Παπαθεοδώρου. Η Σοφία Σπυρλιάδου φιλοτεχνεί μια πρωτότυπη Χιονάτη που για να αλλάξει γεύση από το δηλητηριασμένο μήλο παραγγέλνει μια πίτσα πεπερόνι, ενώ η Κοκκινοσκουφίτσα της Αλεξίας Λουγιάκη παίζει καθημερινά τη ζωή της κορόνα-γράμματα δουλεύοντας ως κούριερ στη ζούγκλα της πόλης. Επικίνδυνα μέσα στο ίδιο της το σπίτι ζει και η Γουέντυ της Στέλλας Στεργίου σε αντίθεση με την Πριγκίπισσα (και το Μπιζέλι) της Χριστίνας Ανθηροπούλου που ως φοιτήτρια γραφιστικής από τα Δυτικά Προάστια το σκάει από το δικό της σπίτι, για να ανοίξει πατισερί στο Τολέδο. Πιο τραγικός χαρακτήρας όμως είναι το Κοριτσάκι με τα Σπίρτα της Έφης Θεοδωροπούλου σε αναζήτηση ATM για να πληρώσει -τι άλλο;- μια πίτσα πεπερόνι. Και το σχετικό link...
  10. GeoTrou

    PIZZA PEPERONI

    Πόσα χρόνια κοιμήθηκε η Ωραία Κοιμωμένη; Τι δηλητήριο είχε το μήλο που δάγκωσε η Χιονάτη; Χόρτασε ο Λύκος με τη γιαγιά της Κοκκινοσκουφίτσας; Πόσο ψηλά πέταξε η Γουέντυ και τα αδέλφια της; Πόσο μεγάλο ήταν το μπιζέλι στο οποίο κοιμήθηκε η πριγκιποπούλα; Τι ψιλά είχε πάνω του το κοριτσάκι με τα σπίρτα; Και κυρίως, πώς στο καλό συνδέονται όλα αυτά με ένα κομμάτι πίτσα πεπερόνι που μιλάει; Σε αυτά τα ερωτήματα απαντάει αυτή η ανθολογία που κυκλοφόρησε στο Comicdom Con του 2017 από την Ένατη Διάσταση. Η ιδέα και το σενάριο ανήκει στον Σταύρο Κιουτσιούκη και οι Σιαδώρα Παπαθεοδώρου, Σοφία Σπυρλιάδου, Αλεξία Λουγιάκη, Στέλλα Στεργίου, Χριστίνα Ανθηροπούλου και Έφη Θεοδωροπούλου αναλαμβάνουν την εικονογράφηση κάθε ιστορίας. Τα παραμύθια, όλα κλασικά και γνωστά, είναι πειραγμένα. Άλλα μένουν πιο «πιστά» στο πρωτότυπο, όπως Το Κοριτσάκι με τα Σπίρτα, ενώ άλλα, σαν την ιστορία με τον Πήτερ Παν, ξεφεύγουν παντελώς. Το αποτέλεσμα είναι ένα εξαιρετικά φρέσκο και διασκεδαστικό κόμικ. Σίγουρα κάποιες ιστορίες ξεχωρίζουν, αλλά όλες βρίσκονται σε ένα πολύ καλό επίπεδο, μάλλον λόγω του ίδιου σεναριογράφου. Βέβαια, υπάρχει και μεγάλο ενδιαφέρον από σχεδιαστικής πλευράς, καθώς βλέπουμε έξι διαφορετικά στυλ. Αν σας αρέσουν τα παραμύθια και η πίτσα, νομίζω πρέπει να το τιμήσετε. Αν όχι, νομίζω έχετε πρόβλημα.
  11. Οταν ο ήλιος προχωρούσε ανάποδα Συντάκτης: Γιάννης Κουκουλάς Ο Σταύρος Κιουτσιούκης («Yellow Boy», «Ο Δεξιοτέχνης» κ.ά.) γράφει το σενάριο και η Εφη Θεοδωροπούλου («I Want to Be a Comicbook» κ.ά.) φιλοτεχνεί τα σχέδια για την «Τσαλακωμένη Ουρά» (εκδόσεις Ενατη Διάσταση), ένα νέο άλμπουμ, γλυκό και χιουμοριστικό, για τον διαχρονικό έρωτα, τη μνήμη και τη λύτρωση της βύθισης σε ένα ουτοπικό παρελθόν. «Υπάρχουν πράγματα στη ζωή που είναι καλό να μην τα κάνεις. Δεν είναι καλό ας πούμε να πεις “κοντό μυτόγκα” έναν κοντό μυτόγκα Νίντζα. Οπως δεν είναι καθόλου καλή ιδέα να πιάσεις δουλειά ως Δοκιμαστής Βασιλικού Φαγητού στον πιο μισητό βασιλιά. Αλλά το μεγαλύτερο λάθος απ’ όλα είναι να βάλεις τα δάχτυλα του ποδιού σου στην άμμο της παραλίας…». Ετσι ξεκινάει η «Τσαλακωμένη Ουρά» στην παραθεριστική κοσμοσυρροή της Καλλικράτειας του 2015. Η νεαρή Ρω βυθίζει τα πόδια της στην άμμο και ανακαλύπτει ένα θαμμένο ημερολόγιο, μιας άλλης κοπέλας του 1934, συναρπαστικό, αλλά ημιτελές. Κόβεται απότομα στις 5 Αυγούστου. Και η μέρα που το διαβάζει η Ρω είναι, καλά το φανταστήκατε, 5 Αυγούστου. Με τον σύντροφό της αποφασίζουν να αναζητήσουν τα ίχνη της συγγραφέως του ημερολογίου και, άθελά τους στην αρχή, μανιωδώς στη συνέχεια, καταδύονται (ή αναρριχώνται) σε ένα μακρινό παρελθόν σαν παραμύθι, σε ένα παλιό αρχοντικό (ή παλιόσπιτο που αποκαλύπτει πολλά για τους τότε κατοίκους του και ακόμη περισσότερα για τους νυν επισκέπτες του οι οποίοι ζουν την πρώτη μέρα της καινούργιας ζωής τους υπό το βλέμμα εκατοντάδων χρυσοκίτρινων αλεπούδων. Σαν την Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων θα αισθανθούν τη μαγεία ενός φανταστικού κόσμου που μπορεί κάποτε να υπήρξε ή να είναι απολύτως ψεύτικος, αλλά πάνω απ’ όλα είναι άξιος εξερεύνησης γιατί θεμελιώνεται με υλικά τα δικά τους όνειρα, τις δικές τους επιθυμίες, την ανάγκη τους για απόδραση. Ενας έρωτας που μεταφέρεται σε ένα ειδυλλιακό και κατά φαντασία παρελθόν αποτελεί το επίκεντρο της «Τσαλακωμενης Ουράς» των Σταύρου Κιουτσιούκη και Εφης Θεοδωροπούλου Ο Κιουτσιούκης φαίνεται συνειδητά να περιορίζει λίγο το σύνηθες πνευματώδες χιούμορ, που άλλοτε ξεχειλίζει και άλλοτε κυλάει υποδόρια στις ιστορίες του, για να δώσει περισσότερο χώρο στο συναίσθημα και τον ψυχισμό της πρωταγωνίστριάς του στην αναζήτηση του δικού της άγιου δισκοπότηρου που δεν είναι άλλο από λίγες στιγμές παραμυθιού και έρωτα. Και η Εφη Θεοδωροπούλου με τα ασπρόμαυρα σχέδιά της συνοδεύει πολύ επιτυχημένα αυτήν την προσωπική περιπέτεια μιας νέας κοπέλας που ταξιδεύει στη χώρα των δικών της θαυμάτων, των θαυμάτων του ονείρου της. Πηγή Παρουσίαση της έκδοσης
×
×
  • Create New...

Important Information

By using this site, you agree to our Terms of Use.