Search the Community
Showing results for tags 'Θανάσης Πέτρου'.
-
Ο κομίστας Θανάσης Πέτρου μεταφέρει τους αναγνώστες της «Κ» στα Χριστούγεννα του 1922 με χιούμορ και προβληματισμό. «Πολύς κόσμος, ο συνηθισμένος κόσμος, των Χριστουγεννιάτικων ημερών κατέκλυσε χθες την αγοράν διαπραγματευόμενος και ψωνίζων τα απαραίτητα διά την Χριστουγεννιάτικην τράπεζαν. Αλλά ουδεμίαν ποτέ άλλοτε παραμονήν Χριστουγέννων η αγορά παρουσίασε τοσαύτην ανεπάρκεια τροφίμων. Τα κρέατα γενικώς ήσαν ολίγα. Οι αμνοί δε ελάχιστοι και μόνον μέχρι της μεσημβρίας. […] Αλλά και αυτά που υπήρχον εν αφθονία και περισσότερον τα ανεπαρκή εις τεραστίας τιμάς», έγραφε η στήλη για την κίνηση της αγοράς στην «Καθημερινή» ανήμερα τα Χριστούγεννα του 1922. Το κύριο άρθρο με τίτλο «Επί ποδός» υπογράμμιζε τη δεκαετία των πολέμων και του σπαραγμού και υπερθεμάτιζε τον «πόθο» της Ελλάδας και τις θυσίες της για ειρήνη. Βρισκόμαστε μόλις τρεις μήνες μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και η Διάσκεψη της Λωζάννης είναι σε πλήρη εξέλιξη. Στις πολιτικές στήλες της «Κ» ανακοινωνόταν η ίδρυση των «Συνδέσμων Εθνικής Σωτηρίας» και φιλοξενούνται δηλώσεις του Νικόλαου Πλαστήρα. Στην τελευταία σελίδα η ανταπόκριση από το Λονδίνο για τη στάση που θα κρατήσει η Βρετανία στις διαπραγματεύσεις της Λωζάννης γράφει «Προτιμωτέρα η διαφωνία από οιανδήποτε επισφαλή συμφωνία». Στο πρωτοσέλιδο, η κεντρική φωτογραφία είναι ένας πίνακας με θέμα τη Γέννηση του Χριστού. Η συμπλήρωση 100 ετών από τη Μικρασιατική Καταστροφή παρήγαγε νέες μελέτες, έρευνες, άρθρα, έναν μεγάλο όγκο πληροφοριών για την εποχή και τις συνθήκες που επικρατούσαν. Αποχαιρετώντας το επετειακό έτος επιλέξαμε, αντί ενός ακόμη κειμένου, μια εικονογραφημένη ιστορία για τα Χριστούγεννα του 1922 από το πενάκι του γνωστού κομίστα Θανάση Πέτρου. Και το σχετικό link...
-
Στο νέο του γκράφικ νόβελ, ο Θανάσης Πέτρου μας καλεί σε ένα οδοιπορικό στη Νεάπολη των παιδικών του αναμνήσεων. «Μόνη πατρίδα τα παιδικά μας χρόνια» λέει ένα χιλιογραμμένο σύνθημα. Σε αυτή την «πατρίδα» επιστρέφει ο Θανάσης Πέτρου καλώντας μας να την περιδιαβούμε μαζί του. Και η πατρίδα αυτή έχει όνομα: Νεάπολη Θεσσαλονίκης. Πάντα απολαμβάνω αφηγήσεις από την παιδική ηλικία. Όχι τόσο για τις αμήχανες πλευρές μιας ευάλωτης ανωριμότητας που όλοι/ες θα θέλαμε να ξεχάσουμε, όσο για την αναβιωτική περιγραφή ενός κόσμου που, αν και ενδεχομένως χωροχρονικά διαφορετικός, γίνεται αίφνης στα μάτια μας οικείος, μέσα από το πρίσμα του κοινού παιδικού βιώματος. Αυτό συνειδητοποιώ κάθε φορά που ξαναπιάνω στα χέρια μου κόμικς όπως το «Maus» του Αρτ Σπίγκελμαν, το «Persepolis» της Μαριάν Σατραπί, το «Blankets» του Κρεγκ Τόμπσον, αλλά και το «Χωριό» του Αποστόλη Ιωάννου. Ιστορίες από τελείως διαφορετικούς τόπους και χρόνους, αλλά με κοινή συνισταμένη το αυτοβιογραφικό στοιχείο, την προσωπική μαρτυρία, τη βιωματική ματιά της παιδικής ηλικίας. Ο Θανάσης Πέτρου (καλλιτέχνης κόμικς, διδάσκων στην ΑΚΤΟ, καθηγητής γαλλικών, μεταφραστής, μουσικός και εκλεκτός συνεργάτης μας στο Καρέ Καρέ) είναι αναμφισβήτητα από τους πιο παραγωγικούς και πολύπλευρους εγχώριους δημιουργούς. Προς τούτο συνηγορεί πρωτίστως ο όγκος των έργων του, που αριθμούν ήδη δεκαέξι τίτλους (μεταξύ των οποίων: «Το Γιούσουρι», «Γρα-Γρου», «1922»). Με τα «Νεαπολίτικα», ο Πέτρου μάς δίνει την πιο προσωπική του, μέχρι τώρα, δουλειά. Πρόκειται για ένα σκιτσογραφικό οδοιπορικό του δημιουργού στις γειτονιές της Νεάπολης και συνάμα μια a posteriori ιχνηλάτηση των αναμνήσεών του, μια περιδιάβαση στα μονοπάτια της μνήμης, ατομικής και συλλογικής. Όπως ο ίδιος γράφει: «Δεν με ενδιέφερε να κάνω έναν ιστορικό, ανθρωπολογικό, “οδικό” χάρτη της Νεάπολης. […] Ήθελα όμως να είναι κάτι πιο προσωπικό, έστω κι αν αυτό μοιάζει πιο περιορισμένης κλίμακας». Και τούτο χωρίς «καμιά διάθεση ωραιοποίησης ή αγιοποίησης του παρελθόντος». Με εμφανή, εξαρχής, την απουσία αφηγηματικού πλάνου, ο Πέτρου υιοθετεί ένα είδος αυτόματης υπερρεαλιστικής γραφής για να μας «ξεναγήσει» στην παλιά του γειτονιά, η οποία αναβιώνει εμπρός μας μέσα από την αρχιτεκτονική του τοπίου της, αλλά και από παλιές φωτογραφίες: ταπεινές μονοκατοικίες, που κάποτε στέγαζαν φίλους παιδικούς, συνυπάρχουν με πολυκατοικίες που υψώθηκαν επί χούντας και στα πρώτα χρόνια της «Αλλαγής». Ερείπια προπολεμικών σπιτιών που κατοικούνταν από Αρμένηδες και Πόντιους, ρημάζουν δίπλα σε οικήματα με τάσεις λαϊκού μοντερνισμού. Και από τον ρωμαϊκό πύργο του Κλαυδιανού, νά σου το συμμαχικό νεκροταφείο, με τα μνήματα 20.000 στρατιωτών της Αντάντ (Γάλλων και Σέρβων κυρίως) από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ενώ στο φόντο όλου αυτού του – μεταπολεμικά διαμορφωμένου – αστικού τοπίου, τα φαντάσματα δεκάδων χιλιάδων μουσουλμάνων και Εβραίων επιμένουν να στοιχειώνουν μια πόλη που έχει, σχεδόν παντελώς, εξαφανίσει την υλικότητα της μνήμης τους. Χρονικό πεδίο απ’ όπου ξεπηδούν οι παιδικές αναμνήσεις, τα τέλη των 70s και οι αρχές των 80s. Μετά τα σεργιανίσματα στα χαλάσματα και τα καλντερίμια, ο Πέτρου πιάνει το δικό του νήμα από την αρχή. Θυμάται συνειρμικά το πατρικό του και τα πρώτα σχολικά του χρόνια. Στη συνέχεια οι σκανταλιές, ένα αθώο σκίρτημα, τα πρώτα (και τελευταία) κατοικίδια. Ο καταστροφικός σεισμός του 1978. Ο Αγγελάκας και ο… Σαρτζετάκης – αμφότεροι γεννήματα-θρέμματα της Νεάπολης. Και, πού και πού, να «αναδίδονται» μυρωδιές: από την πούλπα ροδάκινου, από το αχνιστό σαλέπι, από τον φούρνο της Κασσιανής… Στα «Νεαπολίτικα» η μικροϊστορία συμπλέκεται, κυριολεκτικά, με τη μεγάλη Ιστορία. Το ασπρόμαυρο σχέδιο, η γλαφυρή απόδοση των κτιρίων, η αποτύπωση της καθημερινότητας των λαϊκών στρωμάτων, αλλά και ο αυτοβιογραφικός χαρακτήρας μάς θυμίζουν αρκετά το «Συμβόλαιο με τον Θεό» («A Contract with God»), το αυτοβιογραφικό έργο του Γουίλ Άϊσνερ που σκιαγραφεί κι εκείνος την παιδική του ηλικία στις εβραϊκές φτωχογειτονιές του Μπρούκλιν. Συμπτωματικά, ο Άϊσνερ δημιούργησε το εμβληματικό γκράφικ νόβελ του το 1978, ακριβώς τη χρονική περίοδο κατά την οποία ο Θανάσης Πέτρου βίωσε τις εμπειρίες που περιγράφει στα «Νεαπολίτικα», μία από τις οποίες ήταν η πρώτη του επαφή με τον μαγικό κόσμο των κόμικς. Και το σχετικό link...
-
- 3
-
-
- θανάσης πέτρου
- τα νεαπολίτικα
-
(and 1 more)
Tagged with:
-
Το 2019 το ταξίδι ξεκίνησε με τους “Ομήρους του Γκαίρλιτς”. Το 2020 ήταν εκεί για να μας αφηγηθεί τα καταστροφικά γεγονότα της Μικρασιατικής Καταστροφής, στο “1922: Το τέλος ενός ονείρου”. Το 2022, λοιπόν, είναι η ώρα για την συνέχεια αυτών των ιστορικών αφηγημάτων, με ένα νέο graphic novel, που φέρει τον τίτλο “1923: Εχθρική Πατρίδα”. Ο αγαπημένος κομίστας Θανάσης Πέτρου, εκπονεί ακόμα μία εξαιρετική ιστορική δουλειά, η οποία ουσιαστικά αποτελεί την συνέχεια του προηγούμενου graphic novel του. Η ιστορία αφηγείται τον ξεριζωμό των κατοίκων των παράλιων της Μικράς Ασίας, θύματα της αποτυχίας της επιχείρησης “Μεγάλη Ελλάδα” και τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν όταν πάτησαν το κουρασμένο πόδι τους στο ελλαδικό έδαφος. Άνθρωποι ρημαγμένοι, που χωρίστηκαν από τις οικογένειές τους και που για τους Τούρκους ήταν Έλληνες, ενώ για τους Έλληνες ήταν Τούρκοι. Όσον αφορά το… σενάριο του κόμικ, νομίζω ότι δεν χρειάζεται να πούμε πολλά. Τόσο ο ρεαλισμός των γεγονότων, όσο και το ταλέντο του βετεράνου κομίστα, αποτελούν τον καλύτερο συνδυασμό και δεν νομίζω να υπάρξει κάποιος αναγνώστης που θα δυσαρεστηθεί. Ο Πέτρου συνθέτει μία πλοκή με απόλυτη γραμμικότητα, πιάνοντας την άκρη του νήματος με την εισαγωγή δύο πρωταγωνιστών, του Γιώργου Αμπατζή και του Σπύρου Τζανέτου, δύο συμπολεμιστών, που πήραν τα απολυτήριά τους και βρέθηκαν στον Πειραιά. Ο μεν Γιώργος, Σμυρνιός κι αποκομμένος από τους δικούς του, που τους έχασε μέσα στον χαμό, ο δε Σπύρος, από την Ζάκυνθο, να μην έχει ούτε τα ναύλα να επιστρέψει στο νησί του. Μέσω αυτών των δύο κεντρικών χαρακτήρων θα αποκαλυφθεί η άθλια καθημερινότητα των προσφύγων, η καχύποπτη (στα όρια της εχθρικής) αντιμετώπισή τους από τους “γηγενείς” Έλληνες, καθώς και η εκμετάλλευσή τους από διάφορους επιτήδειους. Επίσης, γινόμαστε μάρτυρες μίας αξιόλογης παράθεσης της πολιτικής κατάστασης της εποχής, την ώρα που τα σύννεφα μίας εμφύλιας σύρραξης πλανώνται στον ορίζοντα και φυσικά δεν παραλείπεται η περιγραφή της μποέμικης ζωής. Όμορφες κι απρόσμενες προσθήκες μερικά από τα ιερά τέρατα του ρεμπέτικου τραγουδιού, όπως ο Μάρκος Βαμβακάρης κι ο Στελλάκης Περπινιάδης. Μεγάλο κεφάλαιο αποτελεί το φινάλε, το οποίο έχει μία απρόσμενη εξέλιξη και πλημμυρίζει από έντονα συναισθήματα. Ειδικότερα, η πλοκή έχει τον κλασικό χαρακτήρα, που συναντάμε και στο “1922”, ένα μοτίβο που φαίνεται να χαρακτηρίζει τον δημιουργό. Ομολογώ ότι η εναλλαγή των σκηνών γίνεται με μία μικρή ασυνέχεια, αλλά δεν μπορώ να πω σε καμία περίπτωση ότι με κούρασε. Όλες οι σκηνές έβγαζαν δυναμισμό και συγκινούν, ενώ υπάρχουν και μερικές που μου προκάλεσαν έκπληξη ( όπως η εν ψυχρώ δολοφονία ή οι πρόστυχες επιχειρηματικές “βλέψεις” του Μπάμπη). Βαθιά νοήματα δεν υπάρχουν, ο λόγος είναι αποτυπωμένος με την ντοπιολαλιά της εποχής και δεν γίνεται καμία προσπάθεια ωραιοποίησης ή λείανσης των γεγονότων. Ένας απίστευτος ρεαλισμός, έτσι όπως θα έπρεπε να υπάρχει. Εν κατακλείδι, εννοείται ότι προτείνεται σε αυτούς που έχουν διαβάσει το “1922”, αλλά κι αν δεν το έχουν κάνει, ας διαβάσουν και τα δύο. Δεν θα απογοητευτούν. Το κόμικ είναι εύπεπτο και προσφέρεται, επίσης, και σε εκείνους που θέλουν να μάθουν για την ταραγμένη περίοδο των αρχών του 20ου αιώνα στην χώρα μας, αλλά δεν έχουν διάθεση (ή χρόνο) να μελετήσουν βιβλία. Μην το χάσει κανείς. Όσοι γνωρίζουν το σχεδιαστικό στυλ του Πέτρου, θα βρουν μεγάλη ταύτιση με τα προηγούμενα κόμικς του. Ο εικαστικός τομέας είναι λιτός, αλλά σε καμία περίπτωση πρόχειρος. Όπου χρειάζεται βγάζει ένταση, αλλά τις περισσότερες φορές υποχωρεί για να αναδειχθεί το σενάριο. Ο χρωματισμός είναι όμορφος και ζωντανός, με μία ωραία τεχνοτροπία… νερομπογιάς, την οποία βρήκα ενδιαφέρουσα. Η ποιότητα της έκδοσης είναι στα υψηλά πρότυπα που μας έχει συνηθίσει ο εκδοτικός οίκος. Και φυσικά έτσι θα πρέπει να φιλοξενείται ένα τέτοιο δημιούργημα. Το χαρτί νομίζω ότι δεν θα μπορούσε να είναι πιο πολυτελές. Είναι παχύ, γυαλιστερό και φυσικά τα χρώματα αποτυπώνονται στην εντέλεια. Η κόλληση στην ράχη υπόσχεται ότι ο τόμος θα αντέξει σε πολλές αναγνώσεις, ενώ κανένα παράπονο δεν έχω κι από το εξώφυλλο. Βέβαια, βαθιά μέσα μου ήθελα να ήταν σκληρόδετη η έκδοση, αλλά μην τα θέλουμε κι όλα δικά μας. Στο συνοδευτικό υλικό ξεκινάμε με μερικές γραμμές για να μάθουμε ποιοι είναι οι δύο βασικοί ήρωες, οι οποίοι έχουν αναλάβει να μας ξεναγήσουν στην ιστορία, ενώ στο τέλος του τόμου υπάρχει ένας επίλογος από τον ίδιο τον δημιουργό, ακολουθεί ένα γλωσσάρι “άγνωστων” λέξεων και φράσεων, που χρησιμοποιούσαν οι Σμυρνιοί, αλλά και τα κουτσαβάκια του Πειραιά και στην συνέχεια παρατίθεται μία σημαντική κι εκτενής βιβλιογραφία, που επιβεβαιώνει την ιστορική μελέτη που έχει εκπονήσει ο Πέτρου. Ο τόμος θα κλείσει με μερικά σκίτσα από το κόμικ, καθώς και με δύο μικρές περιλήψεις των άλλων δύο κόμικς που προανέφερα στην αρχή της φλυαρίας μου. Κάπου εδώ να πούμε ότι για όποιον ενδιαφέρεται, μπορεί να προμηθευτεί το έργο κι από την Λέσχη Φίλων Κόμικς.
- 10 replies
-
- 19
-
-
-
- θανάσης πέτρου
- ίκαρος
-
(and 2 more)
Tagged with:
-
1922: Το τέλος ενός ονείρου. Το νεο graphic novel σε κείμενο και σχέδιο του Θανάση Πέτρου ακολουθεί κάποιους από τους ήρωες που γνωρίσαμε στο βιβλίο του "Όμηροι του Γκαίρλιτς", στην πορεία τους προς τη Μικρά Ασία. Μέσω της συστηματικής ιστορικής και βιβλιογραφικής έρευνας, ο Θανάσης Πέτρου ζωντανεύει με κείμενο και εικόνα τα ιστορικά γεγονότα που σημάδεψαν την τραυματική τραγωδία της Μικρασιατικής Καταστροφής και καθόρισαν την ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας. (Από το δελτίο τύπου των εκδόσεων Ίκαρος)
- 11 replies
-
- 18
-
-
-
-
Αυτή τη φορά ο Θανάσης Πέτρου σχεδιάζει ένα κόμικ σε δικό του σενάριο, αφηγούμενος μια πραγματική και σχετικά άγνωστη ιστορία από την εποχή του ΑΠΠ και του Εθνικού Διχασμού. Αφορά 6500 Έλληνες, το Δ Σώμα Στρατού, την Ανατολική Μακεδονία και μια μικρή πόλη στη Γερμανία, στην πάλαι ποτέ Σιλεσία, στα σύνορα πλέον με την Πολωνία. Δεν λέω παραπάνω γιατί φρονώ πως θα είναι spoiler για όσους πρωτοακούνε αυτό το συνδυασμό λέξεων Χοντρό και χορταστικό κόμικ, το οποίο όμως κυλάει σα νεράκι. Προσόν του ότι η ιστορία που αφηγείται είναι "εξωτική"-ασυνήθιστη και άκρως ενδιαφέρουσα. Προσόντα του επίσης ότι αφηγείται έμμεσα τον Εθνικό διχασμό, είναι τρομερά πιστό στην ιστορία, τόσο στη γενική όσο και σε ειδικά σημεία και έχει γίνει καλή έρευνα στο φωτογραφικό υλικό. Μειονέκτημά του ότι μέσα σε αυτές τις 100+ σελίδες καλύπτει γεγονότα 2+ ετών. Ένα μυθιστόρημα που θα κάλυπτε τόσα γεγονότα, θα χρειαζόταν 500+ σελίδες για να σε πείσει για τους χαρακτήρες. Δεν έχει 500+ σελίδες, δεν είναι μυθιστόρημα και ίσως γι'αυτό να κυλάει σα νεράκι Η ιστορία των 3 χαρακτήρων, η οποία είναι χτισμένη πάνω στον ιστορικό καμβά των γεγονότων, βγαίνει αρκετά φωτογραφική. Περίπου στιγμιότυπο εδώ, στιγμιότυπο εκεί, στιγμιότυπο παραπέρα. Λέω περίπου διότι όταν τη διαβάζεις δεν σου αφήνει την αίσθηση των απότομων εναλλαγών. Ίσως στη πραγματικότητα να μου άρεσε τόσο πολύ το κόμικ που απλώς να ήθελα κι άλλο... Αυτή μου η επιθυμία ίσως να εκπληρωθεί. Έχει πει σε συνεντεύξεις ότι δουλεύει ήδη ένα κόμικ που λαμβάνει χώρα στην εποχή μετά από αυτή εδώ την ιστορία. Ίσως να δένει με αυτό και σε χαρακτήρες (δεν θυμάμαι και τι μου είχε πει σε κατ'ιδίαν συνομιλία... ) Θα δούμε Ο εκδότης έχει διαθέσιμες τις πρώτες σελίδες του κόμικ, οπότε τις αντιγράφω για να τις διαβάσετε, να τσιμπήσετε και να πάτε να το πάρετε διότι όπως είπα μου άρεσε πάρα πολύ και θέλω να βγούνε και τα άλλα που έχει στο νου του Άρθρα Oταν τα κόμικ γράφουν Ιστορία [Βασιλειάδου Μάρω, kathimerini.gr, 5/5/2020] «Ήρωες» ή «προδότες»; [Κουκουλάς Γιάννης, efsyn.gr, 23/05/2020] Φωτογραφίες από τα πραγματικά γεγονότα αλιευθέντες από άρθρο της Μηχανής του Χρόνου (για να κατανοήσετε μετά την ανάγνωση του κόμικ το βαθμό της έρευνας και την πιστότητα της ιστορικής αναπαραγωγής του κόμικ) Φωτογραφίες από άρθρο της Süddeutsche Zeitung όπως μεταφράστηκε από το ελληνόφωνο τμήμα της Deutsche Welle Φωτογραφίες από σχετικό άρθρο της εφημερίδας Τα Νέα Προφανώς σας προτρέπω να διαβάσετε τα παραπάνω άρθρα μετά την ανάγνωση του κόμικ. Προσωπικά πέρασα καλά, αλλά είμαι και άνθρωπος που μου αρέσει να ψάχνω για παραπάνω πράγματα όταν μου κινείται η περιέργεια Προτείνω επίσης: Άρθρο του Ινστιτούτου Γκαίτε σχετιζόμενο με μουσική (τα είδατε τα βιολιά... και φρονώ πως η συγκεκριμένη ιστορία δελέασε τον Πέτρου για να την αφηγηθεί τόσο επειδή είναι Σαλονικιός και του αρέσουν τα ιστορικά όσο και επειδή παίζει μπουζούκι και υπάρχει μια σχέση εδώθε ) Λήμμα της wiki για τη συγκεκριμένη ιστορία Ίσως η πρώτη ηχογράφηση μπουζουκιού Έλαβε χώρα στο Γκέρλιτς. Στο τραγούδι ο ανηψιός του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Να το πάρετε. Δεν ξέρω άμα το είπα και πριν Που πάτε και μου αγοράζετε τις φόλες με τα κολάν, τα μούσκουλα και τα βυζά ή τις άλλες τις φόλες με τα ανθρωπόμορφα ζώα (που έχουν άλλα ζώα για κατοικίδια) με τα κρυφά ιμπεριαλιστικά μηνύματα ή τις παραπέρα φόλες με τους βλάχους που φοράνε κουνάβια για καπέλο ή τις κουλτουρέ τις φόλες που δοξάζουν το χασίσι, το αντεργκράου και την απλυσιά. (εάν υπάρχει κάποιος που δεν θίχτηκε να μου το πει και θα του βρω κάτι κι αυτουνού ) Ελλαδάρα ολέ ο και αυτοί είναι οι δικοί μας οι προπάπποι. Όχι οι προπάπποι κάποιου βάρβαρου άντε γειά μας
- 19 replies
-
- 31
-
-
-
-
Εκατό χρόνια μετά το τραγικό 1922, η μικρασιατική εκστρατεία, ο ξεριζωμός και ο Γολγοθάς της προσφυγιάς ξαναζωντανεύουν μέσα από πέντε αξιόλογα ιστορικά κόμικς. Απόσπασμα από το «Αϊβαλί» του Soloup Ένας αιώνας συμπληρώθηκε από τη Μικρασιατική Καταστροφή – όπως ονομάστηκε η κορύφωση των κεμαλικών διωγμών και το ξερίζωμα του χριστιανικού πληθυσμού της Μικράς Ασίας, του Πόντου και της Ανατολικής Θράκης, μετά την κατάρρευση του μικρασιατικού μετώπου. Ένα τραύμα χαραγμένο στο συλλογικό ασυνείδητο, με την εικόνα της φλεγόμενης Σμύρνης να συμβολίζει όσο καμία άλλη τον ενταφιασμό του ελληνικού μεγαλοϊδεατισμού. Μακριά από εθνικιστικές μονομέρειες, η αφορμή 100 χρόνων από την καταστροφή του μικρασιατικού ελληνισμού προσφέρεται για μελέτη και αναστοχασμό: στοιχεία απαραίτητα για την καλλιέργεια ιστορικής συνείδησης, που παραμένει το ζητούμενο σε μια εποχή όπου ο φανατισμός συνυπάρχει με (και τροφοδοτείται από) την αφασία ενός άχρωμου, λοβοτομημένου παρόντος. Ως ελάχιστη συμβολή προς αυτή την κατεύθυνση προτείνουμε πέντε αξιόλογες ελληνικές εκδόσεις οι οποίες αφηγούνται με τη γλώσσα των κόμικς τα γεγονότα της εποχής εκείνης. «Αϊβαλί» (εκδ. Κέδρος) Το «Αϊβαλί» του Soloup έχει γράψει τη δική του εκδοτική ιστορία. Πολυβραβευμένο και πολυμεταφρασμένο, το μνημειώδες γκράφικ νόβελ 440 σελίδων μάς μιλάει για το δράμα και την αξιοπρέπεια των απλών ανθρώπων στη δίνη του 1922, για την ανθρώπινη περιπέτεια στα άγρια κύματα της ιστορίας. Ο Soloup ταξιδεύει από τη Μυτιλήνη στο Αϊβαλί. Συναντάει ανθρώπους της «άλλης πλευράς». Ξεψαχνίζει ιστορικά αρχεία. Και αφήνει τέσσερις Αϊβαλιώτες, τρεις Έλληνες κι έναν Τούρκο, να αφηγηθούν την ιστορία τους: τον Φώτη Κόντογλου, τον Ηλία Βενέζη, την Αγάπη Βενέζη-Μολυβιάτη και τον Αχμέτ Γιορουλμάζ. Μέσω αυτών μας ξανασυστήνει την Ανατολή: την «καθ’ ημάς», αλλά και των «άλλων». Τη Μικρασία των αρχαίων, βυζαντινών και νεότερων λογίων Ελλήνων που περήφανα έφεραν στην κουλτούρα τους οι πρόσφυγες του ’22, αλλά και την πατρίδα των τόσο άγνωστων και τόσο οικείων μας γειτόνων, με τους οποίους τόσες οδυνηρές μνήμες μας χωρίζουν, αλλά και τόσοι αιώνες συνύπαρξης μας ενώνουν. «1922 – Το τέλος ενός ονείρου» (εκδ. Ίκαρος) Ως συνέχεια του βιβλίου «Οι όμηροι του Γκαίρλιτς», το κόμικς του Θανάση Πέτρου ακολουθεί κάποιους από τους ήρωες στην πορεία προς τη Μικρασιατική Καταστροφή. Πρόκειται για την πιο αριστοτεχνικά αποδοσμένη σύνοψη των δύο χρόνων στρατιωτικών επιχειρήσεων που προηγήθηκαν της εισόδου των κεμαλικών στρατευμάτων στη Σμύρνη. Καρέ από το «1922» του Θανάση Πέτρου Κεντρικός πρωταγωνιστής ο Σμυρνιός Γιώργης Αμπατζής που, μετά την επάνοδό του από το Γκέρλιτς της Γερμανίας, κατατάχτηκε στον ελληνικό στρατό. Τον συναντάμε τον Αύγουστο του 1920, δεύτερο χρόνο μετά την έναρξη της ελληνικής κατοχής της ζώνης της Σμύρνης, να προελαύνει προς Ανατολάς με τον λόχο του, διασχίζοντας την Αλμυρά Έρημο. Μέσα από τη βασανιστική αυτή πορεία, που ξεκίνησε για την αντιμετώπιση των ανταρτών του Κεμάλ, παρακολουθούμε την καθημερινότητα των Ελλήνων στρατιωτών. Μια καθημερινότητα γεμάτη κακουχίες, στερήσεις, αιφνιδιαστικές επιθέσεις, πολύνεκρες μάχες και ελάχιστες στιγμές ψυχαγωγίας. Ο διχασμός ανάμεσα στους στρατιώτες είναι κυρίαρχος, ενώ οι πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα (π.χ. ήττα Βενιζέλου στις εκλογές της 1ης/14ης Νοεμβρίου 1920, δημοψήφισμα για την επιστροφή του βασιλιά) εντείνουν την αποσάθρωση του στρατεύματος. Τα αλλοπρόσαλλα και χιμαιρικά σχέδια που εκπόνησε η αντιβενιζελική κυβέρνηση οδηγούν σε στασιμότητα. Ειδικά μετά την αποτυχία της εκστρατείας προς την Άγκυρα, το καλοκαίρι του 1921, το ηθικό των φαντάρων κάμπτεται. Ο Πέτρου δεν... χαρίζει κάστανα στην ελληνική πλευρά: τα έκτροπα Ελλήνων στρατιωτών σε βάρος του άμαχου τουρκικού πληθυσμού (σφαγές, τρομοκρατία, βιασμοί) είναι διάχυτα στην αφήγηση, ενώ από την άλλη δεν λείπουν στιγμές πονοψυχίας προς τον πληγωμένο αντίπαλο. Το «Τέλος ενός ονείρου» ολοκληρώνεται με τη μεγάλη τουρκική αντεπίθεση της 13ης/26ης Αυγούστου 1922, τη διάλυση του μετώπου Εσκί Σεχίρ-Αφιόν Καραχισάρ, την άτακτη υποχώρηση του ελληνικού στρατού και την πανικόβλητη μαζική φυγή των αγροτικών ελληνικών πληθυσμών από την ενδοχώρα της Μικράς Ασίας προς τη Σμύρνη. «1923 – Εχθρική πατρίδα» (εκδ. Ίκαρος) …και από τη γενική υποχώρηση πριν από την καταστροφή, μεταφερόμαστε στον Πειραιά και στα περίχωρά του τον Σεπτέμβρη του ’22, αμέσως μετά την καταστροφή. Η ίδια η καταστροφή είναι αποτυπωμένη στις συνέπειές της: στο χάος που έχει φτάσει στην Ελλάδα σαν ωστικό κύμα. Στα αντίσκηνα που έχουν καταλάβει κάθε πεζοδρόμιο, κάθε πλατεία, κάθε δημόσιο χώρο. Στα μάτια των εξαθλιωμένων προσφύγων που κατακλύζουν τη νέα, αφιλόξενη πατρίδα. Απόσπασμα από το «1923» του Θανάση Πέτρου Από τα «εξωτικά» τοπία της Ανατολίας με τα τζαμιά, τις παλαιοχριστιανικές εκκλησίες και τα σπαράγματα αρχαίων ναών, ο Θ. Πέτρου μάς πάει στα πρόχειρα παραπήγματα και τους μαχαλάδες που στήνονται όπως-όπως για να στεγάσουν χιλιάδες ανθρώπους. Η αντιμετώπιση από τους ντόπιους, τους «παλαιοελλαδίτες», είναι στις περισσότερες περιπτώσεις υποτιμητική έως εχθρική. Κάποιοι πρόσφυγες για να επιβιώσουν κάνουν μεροκάματα μεταφέροντας κάρβουνο. Μια νεαρή προσφύγισσα εξαναγκάζεται σε πορνεία. Εν τω μεταξύ ο εξανθηματικός τύφος θερίζει. Στο φόντο όλων αυτών, ο αναβρασμός της επαναστατικής κυβέρνησης Πλαστήρα, η ανακήρυξη της Αβασίλευτης, τα γεμάτα ένταση συλλαλητήρια. «Μανώλης» (εκδ. Μικρός Ήρως) Το παιδικό βίωμα του ξεριζωμού και της προσφυγιάς πραγματεύεται το γκράφικ νόβελ σε σχέδια του Antonin Dubuisson, το οποίο βασίζεται στο μυθιστόρημα του Alain Glykos με τίτλο «Ο Μανώλης απ’ τα Βουρλά». Πρόκειται για την ιστορία του μικρού Μανώλη από τα Βουρλά της Μικράς Ασίας που έχασε βίαια την παιδική του ηλικία όταν οι Τσέτες εισέβαλαν στην περιοχή. Άφησε το πολυπολιτισμικό περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσε μέσα σε συνθήκες ολέθρου και αιματοχυσίας, για να ταξιδέψει υπό δυσχερείς συνθήκες σε διάφορα μέρη της Ελλάδας με τελικό προορισμό τη Γαλλία. Ο Alain Glykos επί της ουσίας παραθέτει τις αφηγήσεις του πρόσφυγα πατέρα του, οι οποίες μοιάζουν με τις αφηγήσεις εκατομμυρίων άλλων ανθρώπων που πήραν τον δρόμο της ξενιτιάς: «Όταν μπάρκαρα με τη γιαγιά μου από τη Μικρά Ασία, ο πατέρας μου μάλλον είχε ήδη πεθάνει. Κανείς δεν ήξερε τι είχε απογίνει το πτώμα του. Η θάλασσα ήταν κόκκινη απ’ το αίμα. H μάνα και τ’ αδέρφια μου πήραν άλλο καράβι…». «1922-2022: Ανακαλύπτοντας τα ίχνη ενός ξεριζωμού» (εκδ. Σύγχρονη Εποχή) Απόσπασμα από το «1922-2022: Ανακαλύπτοντας τα ίχνη ενός ξεριζωμού» του Θανάση Καραμπάλιου Αν και δεν πρόκειται αμιγώς για κόμικς, το βιβλίο που επιμελήθηκε η «Διατμηματική Επιτροπή της Κ.Ε. του ΚΚΕ για τις μικρότερες ηλικίες της νεολαίας» χρησιμοποιεί το μέσο και την αισθητική των κόμικς, διά χειρός Θανάση Καραμπάλιου. Έχοντάς τη δομή εκπαιδευτικού εγχειριδίου (στα χνάρια της προηγούμενης έκδοσης του 2020, με τίτλο «Κι όμως, κινείται»), απευθύνεται σε παιδιά 10+, διαβάζεται όμως εξίσου ευχάριστα και από ενηλίκους που αναζητούν μια άλλη προσέγγιση της Μικρασιατικής Καταστροφής πέρα από το αμήχανο αστικό αφήγημα. Ο Καραμπάλιος, γνωστός για την προσήλωσή του στην ιστορική ακρίβεια, όπως μας έχει συνηθίσει στη βραβευμένη σειρά «1800», εικονογραφεί την τραγωδία του πολέμου και της προσφυγιάς ως κομμάτι της γενικότερης διεθνούς κατάστασης με το τότε ελληνικό κράτος ως θύτη και ως θύμα στη σκακιέρα των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών. Με λύπη πληροφορηθήκαμε την αναβολή άφιξης του José Muñoz στη Θεσσαλονίκη λόγω προβλήματος υγείας. Η ομάδα του The Comic Con εκφράζει ευχές για ταχεία ανάρρωση στον σπουδαίο Αργεντινό δημιουργό, ώστε σύντομα να επανέλθει υγιής στην καθημερινή του ζωή και μόλις οι συνθήκες το επιτρέψουν το κοινό της Θεσσαλονίκης να μπορέσει να του μεταφέρει και από κοντά την αγάπη του. Και το σχετικό link...
-
Διαβάστε τη συνέντευξη που παραχώρησε ο Θανάσης Πέτρου στον Δημήτρη Δουλγερίδη για την εφημερίδα Τα Νέα, για την ιστορική στιγμή που οι πρόσφυγες έρχονται στο λιμάνι του Πειραιά, τη «μυθολογία» του Ρεμπέτικου και τις πρώτες συγκρούσεις, με αφορμή το νέο του graphic novel του 1923: Εχθρική πατρίδα. Ποιο ήταν το ερέθισμα για το «1923» και πώς εντάσσεται πλέον στην αφήγηση των δύο προηγούμενων novels, του «Ομηροι του Γκαίρλιτς» και «1922»; Έχοντας μπει στη λογική αυτής της ιστορικής αφήγησης που ξεκίνησα το 2019 δουλεύοντας τους «Ομήρους του Γκαίρλιτς» και συνέχισα με το «1922, το τέλος ενός ονείρου», μου φαινόταν φυσικό συνεπακόλουθο να μείνω στο ίδιο πλαίσιο. Στο τρίτο βιβλίο, ήθελα να δείξω τι ακολούθησε μετά το ναυάγιο του μεγαλοϊδεατισμού, που οδήγησε στη συρρίκνωση της παρουσίας του ελληνικού στοιχείου αποκλειστικά και μόνο στον ελλαδικό χώρο, παρακολουθώντας πάντα το πώς εντάσσονται οι ήρωές μου σ’ αυτόν τον νέο ιστορικό χωροχρόνο. Για να καταλάβουμε τον τρόπο που δούλεψες...: πώς πέρασες από τη βιβλιογραφία και τον Τύπο της εποχής στο σενάριο και από εκεί στο σχέδιο; Ουσιαστικά στην πρώτη φάση της έρευνας, πριν να ξεκινήσω να γράφω το σενάριο, έκανα ένα αναλυτικό χρονολογικό σχεδιάγραμμα των ιστορικών γεγονότων που ήθελα να εντάξω στο βιβλίο, κρατώντας χειρόγραφες σημειώσεις. Πολύ σύντομα συνειδητοποίησα ότι, ενώ η αρχική μου ιδέα ήταν η αφήγησή μου να φτάσει στη δεκαετία του 1930, κάτι τέτοιο θα ήταν ανέφικτο, γιατί θα υπήρχαν πολλά κενά, η προσέγγισή μου θα ήταν πολύ αποσπασματική και επιφανειακή. Επομένως, η αφήγησή μου καλύπτει μια χρονική περίοδο μόλις ενάμιση χρόνου (Σεπτέμβριος 1922 έως Απρίλιος 1924). Το διαφορετικό στοιχείο του «1923» σε σχέση με τα δύο πρώτα βιβλία είναι ότι πλέον δεν υπάρχει ένας αφηγητής, αλλά τα πάντα γίνονται κατανοητά μόνο μέσα από τους διαλόγους και την οπτική αφήγηση. Υπάρχουν βέβαια αφηγήσεις, αλλά όλες γίνονται σε πρώτο πρόσωπο με τη μορφή μαρτυρίας. Ό,τι στοιχεία συγκέντρωσα από τον ημερήσιο Τύπο προσπάθησα να τα εντάξω δομικά μέσα στο σενάριό μου, όμως πάρα πολλά και πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία έμειναν τελικά στο αρχείο μου. Οι ιστορικές πληροφορίες είναι σίγουρα ένα βάρος, αλλά την ίδια στιγμή μπορούν να δίνουν και ελευθερίες για τον σχεδιασμό; Είναι, για παράδειγμα, αληθινά τα περιστατικά με τα κλειδιά του Αϊβαλιώτη και ο πυροβολισμός της γυναίκας από τον Πειραιώτη που του δεσμεύουν το κενό δωμάτιο; Ναι, το περιστατικό του Αϊβαλιώτη που είχε κρατήσει τα κλειδιά του σπιτιού του στο Αϊβαλί για να τα έχει εύκαιρα όταν τελικά θα επέστρεφε, όπως πίστευε, στην πατρίδα του, το βρήκα στη βιβλιογραφία, αλλά σε τελείως διαφορετικό πλαίσιο από αυτό που το παρουσιάζω εγώ, ενώ το δεύτερο περιστατικό, που είναι πολύ σκληρό και άγριο, το «τσίμπησα» από το αστυνομικό ρεπορτάζ εφημερίδας, φυσικά διαμορφώνοντάς το ώστε να λειτουργεί μέσα στο κόμικ. Ποια ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση ή δυσκολία πριν ξεκινήσεις καν να σχεδιάζεις; Το τρίτο βιβλίο δεν αφορά στρατιωτικά γεγονότα, οπότε ήταν πλέον απαραίτητο να υπάρχει η γυναικεία παρουσία και η γυναικεία οπτική, χωρίς να είναι απλώς «διακοσμητική». Ήταν σημαντικό, για μένα, όλοι οι νέοι χαρακτήρες, ακόμα και αν κάνουν ένα απλό πέρασμα, αυτά που λένε να έχουν υπόσταση και βάρος. Το γεγονός επίσης ότι, όντας Θεσσαλονικιός, δεν γνώριζα σχεδόν καθόλου την τοπογραφία του Πειραιά, αλλά παρ’ όλ’ αυτά θα έπρεπε, με βάση το φωτογραφικό υλικό της εποχής που είχα συγκεντρώσει, να διατηρήσω, όσο ήταν δυνατόν, μια συνέπεια με τους πραγματικούς χώρους και την ατμόσφαιρα της πόλης, ήταν κάτι που με ζόριζε. Οι χώροι στους οποίους κινούνται οι ήρωές μου δεν ήταν μόνο τα πολυφωτογραφισμένα τοπόσημα της εποχής, όπως το Δημαρχείο του Πειραιά με το ρολόι του, η Κρεμμυδαρού και το πορνείο των Βούρλων που δεν ήταν τουριστικά αξιοθέατα για να τα φωτογραφίζουν τη δεκαετία του 1920. Οπότε, το να δημιουργήσω την κατάλληλη ατμόσφαιρα, με βάση πάντα τη δική μου αισθητική, νομίζω ήταν κάτι που με προβλημάτιζε ιδιαιτέρως. Ποια είναι τα βασικά χαρακτηριστικά του πολιτικού κλίματος που ήθελες να περάσουν στα καρέ; Βλέπουμε στοιχεία από τον στρατιωτικό νόμο έως τα συνδικάτα, τους απεργοσπάστες και διάφορα κινήματα. Τον Σεπτέμβρη του 1922 όταν ανέλαβε τη διακυβέρνηση το κίνημα του Πλαστήρα και των υπόλοιπων στρατιωτικών υπήρχε άμεσος κίνδυνος να ξεσπάσει εμφύλιος πόλεμος και ο στρατιωτικός νόμος που επιβλήθηκε δεν εξομάλυνε ιδιαιτέρως την κατάσταση. Βεβαίως, το φλέγον ζήτημα στο εσωτερικό της χώρας ήταν η διαχείριση των εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων που είχαν συρρεύσει και για το οποίο, φυσικά, δεν υπήρχαν μαγικές λύσεις. Στην αφήγηση του βιβλίου εντάσσονται προσφυγικά συλλαλητήρια, συγκεντρώσεις, διαδηλώσεις, αντικινήματα, απεργιακές κινητοποιήσεις, ενώ στο τέλος φτάνουμε στο δημοψήφισμα για το πολιτειακό ζήτημα. Το κίνημα με επικεφαλής τον Πλαστήρα συμπεριφέρθηκε ιδιαιτέρως σκληρά στα εργατικά σωματεία της εποχής, δημεύοντας τα αποθεματικά τους κεφάλαια, φυλακίζοντας τα προεδρεία τους, ενώ δεν έλειψαν και οι βίαιες συγκρούσεις. Σημασία δίνεις και στον τρόπο με τον οποίο ο ερχομός των προσφύγων «συναντάει» τους ρεμπέτες. Μέσω αυτών άλλωστε θα περάσει στην πολιτισμική μνήμη. Ποιος είναι ο κόσμος του ρεμπέτικου, που αργότερα θα αποδοθεί πιο ρομαντικά; Ο Πειραιάς, ένα μεγάλο πολύβουο λιμάνι, ήταν ούτως ή άλλως εκείνη την εποχή ένας τόπος που συγκέντρωνε κόσμο «αλητεμένο», όπως τον χαρακτήριζε στη βιογραφία του ο Βαμβακάρης. Φασαρίες, τσακωμοί, κλοπές, ληστείες, μαχαιρώματα, δι’ ασήμαντον αφορμήν, χαμαιτυπεία, τεκέδες ήταν μάλλον μια κανονικότητα, κάτι απολύτως φυσιολογικό. Δυστυχώς ή ευτυχώς, ακούγοντας σήμερα το ρεμπέτικο τραγούδι, αυτό το καταπληκτικό νέο είδος αστικής μουσικής που γεννήθηκε στον Πειραιά και κατέκτησε τη δισκογραφία μετά τη δεκαετία του 1930, έχουμε πια δημιουργήσει μια αποστασιοποιημένη, σχεδόν ρομαντική, θα μπορούσα να πω, αντίληψη για την εποχή και τους δημιουργούς του. Στο βιβλίο μου ήθελα να δείξω μια τελείως διαφορετική εικόνα. Οι μάγκες του Πειραιά δεν ήταν παιδιά από σπίτι, ήταν τσογλαναράδες, χαρτοκλέφτες, απατεώνες, νταβατζήδες, πουλούσαν εκδούλευση, γίνονταν τραμπούκοι, μαχαίρωναν και έσφαζαν, χωρίς να το πολυσκεφτούν. Σ’ αυτόν τον κόσμο του λιμανιού, στους τεκέδες και στα καταγώγια του Πειραιά, γεννήθηκε το ρεμπέτικο, ο κόσμος της μαγκιάς ήταν η μήτρα του, άλλο που μπήκε μετά από χρόνια στα σαλόνια. Εγώ, στο «1923», προσπαθώ να δείξω μια όψη αυτού του κόσμου που δεν είναι διόλου «ρομαντική». Προβληματίστηκες για τον τίτλο «Εχθρική πατρίδα» ή αυτή ήταν εξαρχής η επιλογή; Ο τίτλος ακούγεται και είναι αρκετά επιθετικός και με προβλημάτισε μήπως θα έπρεπε να βρω κάτι λίγο πιο στρογγυλεμένο, αλλά τελικά παρέμεινα σε αυτόν. Για να δικαιολογήσω τη χρήση του επιθέτου, απλώς να σημειώσω ότι η υποδοχή των προσφύγων από τους ντόπιους Έλληνες, χωρίς να είμαι απόλυτος, δεν ήταν καθόλου θερμή. Οι ντόπιοι τους αντιμετώπισαν με επιφύλαξη και φόβο, αλλά σταδιακά ένιωσαν ότι απειλούνται από αυτούς. Ένιωσαν εχθρικά απέναντι στους πρόσφυγες, όταν αυτοί μπήκαν στην αγορά εργασίας προσφέροντας τις υπηρεσίες τους σε χειρότερες συνθήκες, με μικρότερα μεροκάματα, όταν γίνονταν απεργοσπάστες, αφού έπρεπε φυσικά να επιβιώσουν. Από την άλλη, το κράτος που κατέταξε τους πρόσφυγες φύρδην μίγδην σε αστούς και σε αγρότες χωρίς να λάβει υπόψη του κανένα κριτήριο, συμπεριφέρθηκε καλύτερα; Όταν έστελνε έναν δάσκαλο από τη Σμύρνη που δεν είχε πιάσει ποτέ τσάπα στη ζωή του να καλλιεργεί τους βάλτους στη λίμνη των Γιαννιτσών και να πεθάνει από ελονοσία, ήταν φιλικό μαζί του; ΠΗΓΗ
-
- 5
-
-
- θανάσης πέτρου
- 2022
-
(and 3 more)
Tagged with:
-
Ένα κόμικ των Τάσου Ζαφειριάδη και Θανάση Πέτρου για τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940-41. Το 1985 μια ξαδέρφη του Τάσου Ζαφειριάδη ηχογράφησε σε μια 60λεπτη κασέτα μια αφήγηση του παππού τους για τις εμπειρίες του στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο. Τα πριν, τα τότε και τα μετά. Το 2019 ο Ζαφειριάδης πήγε στις περιοχές που μνημονεύονταν, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Αλβανία. (από το φβ του Ζαφειριάδη, η περιοχή της Κλεισούρας στην Αλβανία, όπως την φωτογράφησε τον 9ο του 2019) Εν συνεχεία, μαζί με τον Πέτρου ξεκίνησαν μια έρευνα στα αρχεία του ΓΕΣ/ΔΙΣ, προφανώς για υλικό γύρω από το τάγμα στο οποίο ήταν ο παππούς Ζαφειριάδης καθώς και για άλλα στοιχεία του κόμικ. Και κάπως έτσι μετέφεραν την αφήγηση του παππού σε κόμικ. Είναι μια "ζωντανή" αφήγηση. Όπως θα αφηγούταν ένας παππούς 7 σημαδιακούς μήνες απ'τη ζωή του μέσα σε 60 λεπτά, χωρίς να τον διακόπτει κάποιος για αποσαφηνιστικές ερωτήσεις. Αλλού απλώνεται, αλλού συμπυκνώνεται. Με ένα έξτρα φιλτράρισμα από τον Ζαφειριάδη στο ποια περιστατικά θα αποτυπωθούν στο κόμικ και ένα ρετουσάρισμα σε κάποια σημεία διότι η έρευνα έδειξε ότι ο παππούς 45 χρόνια μετά έκανε κάποια μικρά, αναμενόμενα, μπερδέματα. Oral history. Χωρίς ιδιαίτερα φτιασιδώματα ή ποιητικές άδειες. 'Ετσι τα βίωσε, έτσι τα θυμόταν, έτσι τα είπε Το σχέδιο του Πέτρου με ξάφνιασε στην αρχή αφού ήταν απλές α/μ γραμμές. Δεν με έχει συνηθίσει σε τέτοια. Αυτό όμως ίσχυε όσο δεν υπήρχαν μάχες/μαυρίλα. Στις μάχες και στη μαυρίλα εμφανίστηκαν οι νερομπογιές και άλλαξε το ύφος. Αυτό ίσχυε σε όλο το κόμικ Πέραν των καρέ με την αφήγηση του παππού, έχουμε και καρέ στα οποία μιλάει ο Ζαφειριάδης και εξηγεί/αποσαφηνίζει το τι βρήκε στα αρχεία του ΓΕΣ/ΔΙΣ και ποια ήταν η γενικότερη εικόνα, το γενικότερο πλαίσιο στο οποίο δραματιζόταν η ιστορία. Στο τέλος του κόμικ έχουμε φωτογραφίες από χαρακτήρες (πολεμιστές κυρίως) που παρουσιάστηκαν στο κόμικ έστω και σε ένα καρέ, τεκμηρίωση στοιχείων από τα αρχεία του ΓΕΣ/ΔΙΣ (λχ κατάλογοι τραυματιών), 2 γεμάτες σελίδες με ευχαριστίες σε ανθρώπους που βοηθήσαν στη δημιουργία του κόμικ, χρήσιμες σημειώσεις-αποσαφηνίσεις που θα βάραιναν την ροή εάν έμπαιναν μέσα στο κόμικ και 4 σελίδες πηγές-βιβλιογραφία. Το κόμικ δεν φτιάχτηκε απλά σε μια ξεπέτα, αλλά χρειάστηκε ψάξιμο και τεκμηρίωση 3 σελίδες που δείχνουν κάποια από τα εικαστικά στοιχεία που ανέφερα. βίντεο τρέηλερ για το κόμικ Ένας χάρτης που έφτιαξα στο google maps με τα μέρη που μνημονεύει ο παππούς. Τα περισσότερα έστω. Ελπίζω να δουλεύει https://www.google.com/maps/d/edit?mid=1hUcaY5wip17xOEv35F1JBgsmfS3KyzrQ&usp=sharing Ωραίο κομιξάκι που κυλάει όμορφα και γρήγορα. Κατάλληλο για όσους ενδιαφέρονται για ιστορικά κόμικ και δεν έχουν πρόβλημα να διαβάσουν "oral history"
-
Το κόμικ «Ξημέρωσε ο Θεός τη μέρα» των Τάσου Ζαφειριάδη – Θανάση Πέτρου, με ανέκδοτο φωτογραφικό υλικό, βασίζεται στην ηχογραφημένη αφήγηση του παππού Ζαφειριάδη για τον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο, όπως καταγράφηκε σε κασέτα 60 λεπτών το 1985. «Κατεβαίνουμε κει στη Θεσσαλονίκη, δεν υπήρχαν τα μέσα ενημερώσεως ακόμη όπως σήμερα, και εκεί ακούμε «γενική επιστράτευσις», μας κήρυξαν τον πόλεμο οι Ιταλοί. Αμέσως επιστρέφουμε πίσω (σ.σ.: στον Άγιο Αθανάσιο), ερχόμαστε στο χωριό κι εκεί όλος ο κόσμος ανάστατος. Διαβάσαμε τις διαταγές, πού θα παρουσιαστεί ο καθένας, κι εγώ ήτανε να παρουσιαστώ στο Κιλκίς». Η αφήγηση του Τάσου Ζαφειριάδη στο graphic novel «Ξημέρωσε ο Θεός τη μέρα» (εκδ. Πατάκη, σε εικονογράφηση Θανάση Πέτρου) προέρχεται από έναν κόσμο λίγο-πολύ οικείο. Είναι εκεί όπου οι αφηγήσεις των ηλικιωμένων για τον πόλεμο διακόπτουν την καθημερινότητα και μεταμορφώνονται σε οικογενειακή σάγκα για τους νεότερους της οικογένειας. Εκεί όπου χρονολογίες, ημερομηνίες και τοποθεσίες χάνονται μέσα στις διαστρωματώσεις της αφήγησης, αλλάζουν ονόματα – πολλές φορές ακούγονται μόνο σε ξένη γλώσσα. Και εκεί όπου η μικροϊστορία του παππού πασχίζει να «γράψει ιστορία», έστω και με τους περιορισμούς των αναμνήσεων, έστω και με τη συνεχή επιμέλεια της μνήμης. Ο Τάσος Ζαφειριάδης, αφηγητής στο graphic novel που μόνταρε ο 40χρονος συνονόματος εγγονός του, είναι αυτός ο οικείος παππούς. Το 1985 η ξαδέρφη του συγγραφέα, Καντιφένια, ζήτησε από τον ηλικιωμένο άνδρα να ηχογραφήσουν σε μια κασέτα 60 λεπτών την αφήγησή του για τη συμμετοχή στο αλβανικό Μέτωπο. Αποτέλεσμα ήταν το κόμικ 109 σελίδων, το οποίο λειτουργεί πλέον και ως υπενθύμιση για τις δυνατότητες της σύγχρονης οπτικής γλώσσας όσον αφορά την αναπαράσταση της ιστορίας ή τις αναφορές που αυτή έχει στην εκπαιδευτική διαδικασία. Ένα επίσης πρόσφατο παράδειγμα είναι το animation βίντεο που υποδεχόταν τους επισκέπτες στην έκθεση «1821, Πριν και Μετά» του Μουσείου Μπενάκη, όπου οι πρωταγωνιστές της Ελληνικής Επανάστασης αποκτούσαν κίνηση και τα αντικείμενα επιχρωματίζονταν καταλλήλως. Οι δυνατότητες, προφανώς, ενός graphic novel θέτουν και τους περιορισμούς του. «Το θετικό είναι ότι έχουμε μία ροή αφήγησης ζωντανή και «αυτόματη», η οποία στέκεται σε αυτά που υποκειμενικά ο αφηγητής θεωρεί σημαντικότερα ή έχει πιο έντονες αναμνήσεις από αυτά» σημειώνει σήμερα ο Τ. Ζαφειριάδης. «Το αρνητικό είναι ότι για πολλά γεγονότα θα θέλαμε πιθανώς να γνωρίζουμε περισσότερες λεπτομέρειες και δεν δίνεται ίσως συνολικότερη εικόνα του μετώπου, αλλά είναι πια πολύ αργά για διευκρινίσεις». Ο Τάσος Σ. Ζαφειριάδης (1916 – 1990) γεννήθηκε στον Σκόπελο, χωριό της Ανατολικής Θράκης που σήμερα βρίσκεται στην Τουρκία. Ως παιδί προσφύγων ήρθε με την ανταλλαγή πληθυσμών στον Άγιο Αθανάσιο Θεσσαλονίκης (που τότε λεγόταν Καβακλί, ονομασία που επιβίωνε στο ιδίωμα των ντόπιων τουλάχιστον μέχρι τη δεκαετία του 2000, αν μου επιτρέπεται μια προσωπική μαρτυρία). Στην κωμόπολη εκείνη παντρεύτηκε και έζησε με την Κατηφένια Ζαφειριάδου (1922 – 1994), το γένος Καψημάνη, επίσης πρόσφυγα από τη Μεσσήνη της Ανατολικής Θράκης. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι οι δύο αυτές ψηφίδες είναι η ιστορία μιας επανεκκίνησης σε μικρογραφία: μετά το 1930 σε πολλά χωριά και κωμοπόλεις της Βόρειας Ελλάδας οι Πόντιοι, Μικρασιάτες και «Θρακιώτες» – όπως αυτοαποκαλούνταν – διεκδίκησαν μια θέση στον ήλιο. Στην αρχή σαν ξένοι στον τόπο, αργότερα συμμετέχοντας στην οικονομική ανοικοδόμηση της μεταπολεμικής Ελλάδας. Η ΠΟΡΕΙΑ Αλλά και πίσω από κάθε καρέ με την αφήγηση του παππού Ζαφειριάδη κρύβεται μια ολόκληρη ιστορία, την οποία μάλιστα έμελλε να συμπληρώσει ο εγγονός του. «Ξημερώνει ο Θεός τη μέρα, ξαναβραδιάζει πάλι, ξεκινούμε και φτάνουμε… από κει και πέρα πια άρχισα λίγο να τα ξεχνώ τα χωριά, αλλά φτάσαμε στο χωριό που καθόταν οι Προκοπαίοι. Στο Καλονέρι» διαβάζουμε στη σελίδα 25 για την αρχή της πορείας του Ι/67 Τάγματος, στο οποίο ανήκει ο αφηγητής. Ογδόντα χρόνια αργότερα ο εγγονός του αναζητά το ημερολόγιο του Τάγματος και συμπληρώνει στις σημειώσεις: «Η πορεία ξεκίνησε από το Κιλκίς στις 4 Νοεμβρίου και είχε μέχρι και το Πόγραδετς τους εξής σταθμούς: Αγιονέρι, Νέα Χαλκηδόνα, Βρυσάκι, Κάτω Τριπόταμος, Κοιλάδα (η Καστανιά δεν αναφέρεται, αλλά η οδός του Βερμίου περνούσε σίγουρα από εκεί), Ξηρολίμνη, Καλονέρι, Κρυονέρι, Σκαλοχώρι, Πετροπουλάκι, Μελάνθιο, Κρανοχώρι, Άνω Φτεριά (σήμερα Πτεριά), Πολόσκα, πέρασμα από τα ελληνοαλβανικά σύνορα: 29 Νοεμβρίου 1940, στενωπός Τσαγκόνι, Ζβέζντα, Γκολομπέρδα, Τσεράβα, Βέρντοβα και Ρεμένγι, 5 Δεκεμβρίου 1940)». Στη σελ. 46 από την άλλη, ο στρατιώτης του Μετώπου ανακαλεί στη μνήμη την εικόνα του σκοτωμένου Παναγιώτη Ρουσίδη – «του Αλέκου εδώ απέναντι από εμάς, ο μπαμπάς» –, τον οποίο βλέπει «απάνω στα σύρματα τεντωμένος με το γυλιό του, με το όπλο του». Ο γιος του Αλέξανδρος Ρουσίδης παραχωρεί επιστολικό και φωτογραφικό υλικό για τις ανάγκες της έκδοσης, όπως κάνουν δεκάδες ιδιώτες συμβάλλοντας στο τμήμα 30 σελίδων που συμπληρώνει το graphic novel. Από εκεί και το επίσημο επιστολικό δελτίο με το οποίο ενημερώθηκε η οικογένεια του Ρουσίδη για τον θάνατό του κοντά στο Πόγραδετς. Όπου «Τ.Τ» υπονοείται η Τελική Τοποθεσία, ο «ταχυδρομικός κώδικας» της συγκεκριμένης περιοχής του Μετώπου: «Εν Τ.Τ 251 τη 8-1-41 Κύριε Ρουσίδη, Να είσαι περήφανος διότι ο υιός σας εξεπλήρωσε το προς την πατρίδα καθήκον του, ηγωνίσθη ως παλληκάρι κατά του απαισίου εχθρού πεσών ηρωικώς επί του πεδίου της μάχης. Εγώ ως λοχαγός του, όστις τον παρηκολούθησα διέγνωσα τα αγνά προς την πατρίδα αισθήματά του και δι’ αυτό είμαι υπερήφανος. Σας συγχαίρω διότι είχατε τοιούτον υιόν, αναγνωρίζω ότι η λύπη σας θα είναι μεγάλη πλην όμως ο υιός σας έχει καταταχθεί μεταξύ των Αθανάτων ηρώων της πατρίδας μας. Φιλικώτατα, Ζήκος Κωνσταντίνος» Αλλού πάλι η αναζήτηση πραγματολογικών στοιχείων δεν αποδίδει. Όπως στην περίπτωση του εβραίου συλλοχίτη, τον οποίο οι στρατιώτες βρίσκουν το πρωί παγωμένο. «Και τον αφήσαμε, σαν να μην ήταν άνθρωπος πια. Αλλά ήταν η ζωή του πολέμου της Αλβανίας. Τέτοια ήτανε» ακούγεται η φωνή του παππού Ζαφειριάδη. «Δεν στάθηκε δυνατό να ταυτοποιήσω με βεβαιότητα τον νεκρό» εξηγεί ο συγγραφέας. «Το 67ο Σύνταγμα Πεζικού φαίνεται πως ήταν μαζί με το 50ό, τα λεγόμενα και «Συντάγματα Κοέν», επειδή, καθώς η επιστράτευσή τους έγινε κυρίως στην ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλονίκης, στελεχώθηκαν με μεγάλο αριθμό Ελλήνων Εβραίων… Δεν ήταν λίγοι και οι αξιωματικοί, με επιφανέστερο τον Μαρδοχαίο Φριζή…». Αγώνας για επιβίωση Η αφήγηση για το Μέτωπο είναι μια αφήγηση για τα όρια της ανθρώπινης αντοχής. Για νέους ανθρώπους που τη μία ημέρα κοιμούνται στο σπίτι του χωριού και την επομένη γίνονται πολυβολητές ή γεμιστές πολυβόλων ελέω επιστράτευσης. Που κουβαλούν μαζί τους τις μπριζόλες από το γουρούνι της οικογένειας που σφάζεται στην πρώτη άδειά τους. Που τους παίρνει ο ύπνος πάνω σε καστανόφυλλα και το πρωί ξεπαγιάζουν, καθώς δεν επιτρέπεται να ανάψουν φωτιά. Που βαδίζουν ο ένας πίσω από τον άλλο για χιλιόμετρα στο χιόνι – «νύχτα πάνω στη νύχτα, ένας πίσω απ’ τον άλλο, ίδια τυφλοί» θα γράψει ο Οδυσσέας Ελύτης στην «Πορεία προς το Μέτωπο». Στην αφήγηση αυτή ωστόσο, χωράνε και οι «άλλες» στιγμές ενός αγώνα για επιβίωση που δεν διακρίνει το δίκαιο από το άδικο. Όταν οι στρατιώτες φτάνουν στη Βόρεια Ήπειρο, ο αφηγητής περιγράφει το πλιάτσικο στα σπίτια των Ελλήνων με την αυστηρότητα ενός νοικοκυραίου. «Ορισμένοι στρατιώτες δεν έδειξαν καλήν διαγωγήν. Διότι επειδής δήθεν εμείς πήγαμε και τους ελευθερώσαμε, σαν Έλληνες που ήταν, θέλαμε να τους φάμε και την περιουσία. Και πήγαμε τους ζητούσαμε αυγά, κότες, ό,τι… Θέλαμε να φάμε. Θέλαμε να φάμε. Και αυτό δεν ήτανε σωστό». Η τελευταία πράξη στο graphic novel έχει όντως τα χαρακτηριστικά του δράματος, όπως θέλει η στερεοτυπική έκφραση, επειδή ακολουθεί τη συνθηκολόγηση της Ελλάδας με τους Γερμανούς. Το τάγμα του Τάσου Ζαφειριάδη καταθέτει τον οπλισμό στα Ιωάννινα και ο ίδιος φτάνει στην Αθήνα μέσω Αγρινίου και Μεγάρων. Ο οδηγός ταξί, που μόλις έχει πάρει δύο μπιτόνια βενζίνη από τα παρατημένα των Άγγλων στην Ελευσίνα, ζητάει από τον Ζαφειριάδη και τον συνεπιβάτη του 300 δραχμές. Και τότε ακούγεται μία φράση που θα στοιχειώνει για χρόνια τη συλλογική μνήμη – και πάλι στις αφηγήσεις από το Μέτωπο: «Εγώ βγάζω για να τον δώσω τις 300 δραχμές γιατί είχα, είχα λεφτά. Ο άλλος λέει: «Τι λες ρε, που θα σε δώσω» λέει «δραχμές; Εγώ» λέει «δεν πολέμησα για να μου πάρεις εσύ λεφτά, δεν σου δίνω τίποτες. Έκλεψες τη βενζίνα και δεν ξόδεψες τίποτες»». Για την ιστορία, ο Τάσος Ζαφειριάδης παρέμεινε στο 8ο Νοσοκομείο στην οδό Πειραιώς ως τραυματίας πολέμου, πέρασε στη Χαλκίδα και από εκεί με βαπόρι έφτασε στη Θεσσαλονίκη τον Μάιο του 1941. «Ο Ελληνικός Στρατός… αυτά που υπέφερε στην Αλβανία δε θα μπορούσε να τα αντέξει κανένας. Να πολεμούν νηστικοί. Να πολεμούν γυμνοί. Να πολεμούν χωρίς μέσα, χωρίς αυτοκίνητα, χωρίς πυροβόλα, χωρίς άρματα μάχης. Μόνο με ένα όπλο… Αλλά μην υπονοούμε όμως ότι οι Ιταλοί δεν πολέμησαν. Ότι οι Ιταλοί ήταν πεθαμένοι και πήγαν οι Έλληνες και τους έσφαξαν… Ήταν πολεμισταί πιο εκπαιδευμένοι, δεν ήταν έφεδροι σαν εμάς… Και γι’ αυτό να μη σας λεν ότι οι Ιταλοί δεν πολεμούσαν. Πολεμούσαν, αλλά και οι Έλληνες πολέμησαν πιο γενναία. Λοιπόν, αυτά, και άλλα δεν έχω να σας πω. Βέβαια δεν μπόρεσα όλα να σας τα πω, γιατί πέρασαν και χρόνια σαράντα». Η εικονογράφηση Λέξεις και συναισθήματα Η εικονογράφηση του Θανάση Πέτρου υπηρετεί τη ρεαλιστική αποτύπωση των ημερών στο Μέτωπο αφήνοντας παράλληλα στις «ρωγμές» των προσώπων να αφηγηθούν τα συναισθήματα, που βρίσκονται σε διάλογο με τις λέξεις. Οι στρατιώτες άλλοτε είναι συνοφρυωμένοι και άλλοτε επιτρέπουν ένα χαμόγελο στον συνομιλητή τους. Ο νέος λοχαγός Σακαλής πρέπει και να είναι και να φαίνεται αποφασισμένος. Στο τέλος ένα γκρο πλαν του παππού Ζαφειριάδη γίνεται η τέλεια αντίθεση με την άδεια καρέκλα στο δωμάτιο του σπιτιού. Ο Θ. Πέτρου συνεχίζει έτσι την αισθητική που έχει κατοχυρώσει με τα δικά του «Γκαίρλιτς» και το πρόσφατο «1922» (από τις εκδόσεις Ίκαρος και τα δύο), αλλά και με τον «Γιαννούλη Χαλεπά» (Πατάκης, 2019). Με τον Τάσο Ζαφειριάδη συναντιούνται εκ νέου μετά το «Πτώμα» (το σενάριο από κοινού με τον Γιάννη Παλαβό, στις εκδόσεις Jemma, 2011) και το «Γρα Γρου» (επίσης σε συνεργασία με τον Γ. Παλαβό, στις εκδόσεις Ίκαρος, 2017). Η σημασία της επεξεργασίας από την οποία πέρασε η έκδοση είναι ξεχωριστή: κόπηκαν οι περισσότερες επαναλήψεις (αναπόφευκτες στην προφορικότητα), ορισμένα τμήματα έπρεπε να μεταφερθούν χρονικά σε άλλο σημείο, ελέγχθηκαν τα τοπωνύμια, οι αριθμοί ταγμάτων, οι ημερομηνίες. Στο τελευταίο μάλιστα τμήμα του κόμικ ο αναγνώστης θα βρει τις σημειώσεις για τα πραγματολογικά στοιχεία που αντιστοιχούν στις λεπτομέρειες της εξιστόρησης. «Ξεκίνησα να δουλεύω στο κείμενο αρχές του 2019 και το ολοκλήρωσα με πολλές καθυστερήσεις τέλη του 2020, ώστε να αναλάβει τον σχεδιασμό του ο Θανάσης και να το ολοκληρώσει τέλη Μαΐου του 2021, δηλαδή 80 χρόνια μετά το τέλος του πολέμου» σημειώνει ο Τ. Ζαφειριάδης. «Σαφώς το υλικό θα μπορούσε να τροποποιηθεί σε λογοτεχνική μυθοπλασία, επέλεξα όμως την οδό του “τεκμηρίου”. Προσπάθησα, στον βαθμό που το επιτρέπει η συγγενική μου σχέση με τον αφηγητή, να προσεγγίσω το εγχείρημα ως μαρτυρία ενός άγνωστου σ’ εμένα στρατιώτη, με ορατό τον κίνδυνο το βιβλίο να θυμίζει άλμπουμ οικογενειακών φωτογραφιών». Και το σχετικό link...
-
- 4
-
-
-
- ξημέρωσε ο θεός τη μέρα
- τάσος ζαφειριάδης
-
(and 2 more)
Tagged with:
-
Ήταν ίσως επόμενο για τον Θανάση Πέτρου, μετά τα «Οι όμηροι του Γκαίρλιτς» και «1922» (και τα δύο από τις εκδόσεις Ίκαρος), που αποτύπωναν στις ιστορίες τους τον Εθνικό Διχασμό και την πορεία προς τη Μικρασιατική Καταστροφή, να ακολουθήσει ένα τρίτο γκράφικ νόβελ με βασικό θέμα την εξαθλίωση που βίωσαν οι πρόσφυγες όταν έφτασαν στον ελλαδικό χώρο. Το «1923 Εχθρική Πατρίδα» καταγράφει στις σελίδες του ακριβώς αυτό το ζήτημα, κατ’ αρχήν με ρεαλισμό και με ιστορική ενημερότητα, στοιχεία πολύτιμα όταν ασχολείται κανείς αφενός με σύνθετα κοινωνικά φαινόμενα όπως η αποκατάσταση των προσφύγων ή η συγκρότηση της πρώτης προσφυγικής παραγκούπολης στη Δραπετσώνα, και αφετέρου με κρίσιμα πολιτικά γεγονότα όπως το «επαναστατικό κίνημα» των συνταγματαρχών Πλαστήρα, Γονατά και Φωκά που εκδηλώθηκε μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, η «δίκη των έξι» και τόσα ακόμα. Έχοντας γνώση της βιβλιογραφίας, αλλά και διαθέτοντας ευαισθησία σαν αφηγητής και σαν σχεδιαστής (οι γραμμές και τα χρώματά του ταιριάζουν λες στην υφή τόσο των προσώπων όσο και των γεγονότων που τα περιβάλλουν), ο Θανάσης Πέτρου θέτει στο επίκεντρο του «1923» την ιστορία του Σμυρνιού Γιώργη Αμπατζή και του Ζακυνθινού Σπύρου Τζανέτου, δύο συμπολεμιστών στη Μικρασιατική Εκστρατεία που μόλις έχουν φτάσει στον Πειραιά τον Σεπτέμβριο του 1922. Εκεί συναντούν τα αδιέξοδα της προσφυγικής ζωής σε θέματα σίτισης, στέγασης, υγιεινής και περίθαλψης, αντιμετωπίζουν την έχθρα πολλών ντόπιων (που περιφρονούν, χλευάζουν ή εκμεταλλεύονται τους άνδρες και ιδίως τις γυναίκες πρόσφυγες, φτάνοντας ακόμα και στις εν ψυχρώ δολοφονίες), αλλά και γνωρίζουν μετέπειτα εμβληματικές μορφές της ρεμπέτικης ιστορίας, όπως τον Μάρκο Βαμβακάρη, τον Βαγγέλη Παπάζογλου ή τον Στελλάκη Περπινιάδη. Αν πάντως η πλούσια κληρονομιά του ρεμπέτικου συνέβαλε σε μια γενικότερη εξιδανίκευση της περιόδου, ο κόσμος του προσφυγικού Πειραιά κάθε άλλο παρά ιδανικούς πρωταγωνιστές είχε, και ο Θανάσης Πέτρου το γνωρίζει καλά όταν σκιαγραφεί στο «1923» τα περίφημα πορνεία των Βούρλων και κυρίως τον χαρακτήρα του Μπάμπη Καραλή, ενός ανθρώπου πρώτου σε κλεψιές, τραμπουκισμούς και εκπορνεύσεις, στα δίχτυα του οποίου πέφτει και η αδερφή του Γιώργη Αμπατζή, η Μαριγώ, ενώ εκείνος την αναζητά απεγνωσμένα. Η τελική σκηνή της συνάντησης των δύο αδερφών συνοδεύεται από μια τιμωρία του Καραλή, όμως η μεγαλύτερη δικαίωση για τον αναγνώστη είναι εκείνη που του δίνει μια ιστορία η οποία συνδυάζει την ιστορική γνώση και την κοινωνική ευαισθησία με τους αντιπροσωπευτικούς και ολοζώντανους ανθρώπινους χαρακτήρες. Και το σχετικό link...
-
- 5
-
-
-
- 1923 εχθρική πατρίδα
- εκδόσεις ίκαρος
-
(and 1 more)
Tagged with:
-
1923: Εχθρική Πατρίδα: Ο Θανάσης Πέτρου αποτυπώνει σε κόμικς τις κακουχίες που βίωσαν οι πρόσφυγες στην Ελλάδα μετά τη Μικρασιατική καταστροφή (εκδόσεις Ίκαρος). Μετά τη μεταφορά κλασικών μυθιστορημάτων σε κόμικς – τάση που έχει δει ιδιαίτερη άνθιση τα τελευταία χρόνια στα ελληνικά κόμικς – η βουτιά στην ιστορία ήταν για τους κομίστες το επόμενο επιτυχημένο πείραμα. Και στην περίπτωση των κόμικς που έφτιαξε τα τελευταία τρία χρόνια ο Θανάσης Πέτρου μόνο για επιτυχημένο πείραμα μπορούμε να μιλάμε. Ξεκίνησε το 2020 με τους «Ομήρους του Γκαίρλιτς», όπου διηγείται ένα άγνωστο περιστατικό από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο με την παράδοση αμαχητί του Δ’ Σώματος Στρατού στους Γερμανούς και την ιδιότυπη αιχμαλωσία τους στο Γκαίρλιτς της Σιλεσίας. Την επόμενη χρονιά συνέχισε με το «1922: Το τέλος ενός Ονείρου», με την αφήγηση να ακολουθεί τον Σμυρνιό Γιώργο Αμπατζή στην Μικρασιατική Εκστρατεία που οδήγησε στον ενταφιασμό της Μεγάλης Ιδέας και στην Μικρασιατική Καταστροφή. Φέτος επανέρχεται με το νέο του κόμικ με τίτλο «1923: Εχθρική Πατρίδα» (από τις εκδόσεις Ίκαρος, όπως και τα προηγούμενα) στο οποίο ακολουθεί για άλλη μια φορά τον ήρωά του, τον Γιώργο Αμπατζή, που τον συναντάμε στο λιμάνι του Πειραιά, πρόσφυγα, χωρίς υπάρχοντα και με την οικογένειά του να αγνοείται. Στο νέο αυτό κόμικ, ο Θανάσης Πέτρου καταπιάνεται με τις κακουχίες, την εχθρική διάθεση και την αφιλόξενη συμπεριφορά που βίωσαν από τους Ελλαδίτες οι πρόσφυγες που έφτασαν στην Ελλάδα μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Φτώχεια, πείνα, κοινωνικός διασυρμός, ο ανθρώπινος πόνος αποδίδονται με σεβασμό και επιτυχία σε αυτό το κόμικ. Η ευαισθησία του Πέτρου στην απεικόνιση όλων αυτών είναι ένα από τα δυνατά σημεία του εγχειρήματός του. Το άλλο είναι ότι, πέρα από τα προφανή και ίσως σχηματικά της υπόθεσης, δηλαδή την ιστορική αφήγηση, βλέπουμε να ξετυλίγεται μπροστά μας όλη η ιστορία της Ελλάδας την περίοδο που απασχολεί και τον Πέτρου στις αφηγήσεις του. Κινήματα, δικτατορίες, πολιτικός αναβρασμός των εκάστοτε περιόδων, κοινωνικές συνήθειες, ακόμα και ο πολιτισμός αποτυπώνονται με γλαφυρό τρόπο από τον Πέτρου στα κόμικς αυτά. Δεν τον απασχολεί μονάχα μια στεγνή αναδιήγηση των ιστορικών γεγονότων, αλλά η συνολική αύρα και το κοινωνιολογικό αποτύπωμα της περιόδου. Η ενσωμάτωση των προσφύγων άλλωστε είναι ένα γεγονός που με συναρπάζει προσωπικά για τις προεκτάσεις που είχε σε ένα σωρό τομείς της υπόστασης του ελληνικού κράτους και της κοινωνίας του. Πέραν από το γεγονός ότι είναι ένα από τα πρώτα success stories του σύγχρονου ελληνικού κράτους, η ενσωμάτωση των προσφύγων, παρόλο που μόνο εύκολη δεν ήταν, επέδρασε καταλυτικά τόσο δημογραφικά όσο και οικονομικά, γεωπολιτικά, κοινωνιολογικά, εθνολογικά και φυσικά πολιτισμικά. Η επίδραση των προσφύγων στον πολιτισμό και στις επικρατούσες λαϊκές κουλτούρες υπήρξε καθοριστική. Οι πρόσφυγες είχαν ζήσει άλλωστε σε τόπους με πολιτιστική παράδοση πολλών αιώνων, την οποία μετέφεραν στον τόπο που έγινε νέα τους πατρίδα. Κυριάρχησαν τα ρεμπέτικα αλλά και πολλοί λογοτέχνες όπως οι Γ. Σεφέρης, Η. Βενέζης, Κ. Πολίτης, Γ. Θεοτοκάς, Σ. Δούκας, ο ζωγράφος και συγγραφέας Φ. Κόντογλου διέπρεψαν στον τομέα και βοήθησαν σημαντικά στην εξέλιξη της ελληνικής γλώσσας. Όλα αυτά είναι υπαρκτή πραγματικότητα στα τρία αυτά κόμικς του Θανάση Πέτρου. Θανάσης Πέτρου Θα έλεγα ότι τα κόμικς αυτά ξεφεύγουν από το καθαρά ιστορικό είδος. Ο ειδολογικός χαρακτηρισμός που θα τους απέδιδα δεν είναι στενά ιστορικός αλλά και ηθογραφικός, κι αυτό γιατί αποτελούν εμπράκτως έναν μοναδικό ηθογραφικό περίπατο στην ελληνική κοινωνία των αρχών του προηγούμενου αιώνα. Ακόμα και οι ντοπιολαλιές αποδίδονται περίτεχνα στα σενάρια που δόμησε ο Θανάσης Πέτρου. Τεχνικά όμως υπάρχει, για μένα, το πιο μεγάλο ενδιαφέρον. Στους «Ομήρους» αφηγητής είναι ο Σαλονικιός Οικονόμου, στο «1922» ο Σμυρνιός Αραμπατζής, ενώ στο 1923 δεν υπάρχει αφηγητής κι επομένως όλα όσα ανέφερα, τα ιστορικά στοιχεία και γεγονότα, τα ηθογραφικά στοιχεία, είναι κεντημένα μέσα στο σενάριο. Νομίζω ότι είναι το καλύτερο δείγμα σεναρίου που έχουμε δει από τον Πέτρου. Ένα σενάριο ζωντανό, γρήγορο και γεμάτο δράση. Τα μουντά χρώματα περνούν επιδέξια το συναίσθημα στις δύο πρώτες ιστορίες ενώ στο «1923: Εχθρική Πατρίδα» η παλέτα αλλάζει και γίνεται πιο αισιόδοξη καθώς οι πρόσφυγες εγκαθίστανται στη νέα πατρίδα. Μαστορικά φτιαγμένα καρέ που υπηρετούν άριστα την πλοκή – ακόμα και όταν λείπει το σενάριο –, ενδελεχής ιστορική έρευνα, ψυχραιμία στην απεικόνιση της ιστορίας και των διαφόρων πολιτικών γεγονότων, σχέδιο προσηλωμένο στην ακρίβεια της σκηνοθεσίας, της εποχής των εκφράσεων των προσώπων. Ο Πέτρου ξέρει πολύ καλά τα κόμικς ως μέσο, χειρίζεται τις σελίδες και τα πάνελ του με αριστοτεχνικό τρόπο, σε μια αφήγηση ταυτόχρονα ακριβή και λιτή. Ξεφεύγει από τα καρέ, περνά στο περιθώριο της σελίδας επιστρέφοντας και πάλι σ’ αυτά, δείχνοντάς μας πως ξέρει να πει Ιστορία σε πολύχρωμες σελίδες με καρέ. Και το σχετικό link...
-
- 3
-
-
- 1923 εχθρική πατρίδα
- θανάσης πέτρου
-
(and 1 more)
Tagged with:
-
Η κατάσταση στο λιμάνι του Πειραιά αμέσως μετά την καταστροφή της Σμύρνης το 1923, οι συγκλονιστικές ιστορίες των προσφύγων και οι ανυπόφορες συνθήκες στις οποίες έπρεπε να ζήσουν, αντιμετωπίζοντας εχθρότητα και πολιτική αστάθεια, γίνονται για τον Θανάση Πέτρου το πλαίσιο για το νέο συγκλονιστικό graphic novel του. 1923, Πειραιάς, μετά την καταστροφή της Σμύρνης. Χιλιάδες Μικρασιάτες πρόσφυγες κατακλύζουν το λιμάνι, ενώ το στρατιωτικό κίνημα που αναλαμβάνει επίσημα την άσκηση της εξουσίας απαιτεί την απομάκρυνση του βασιλιά. Η στρατοκρατούμενη διοίκηση πρέπει να φροντίσει για τη σίτιση και τη στέγαση των χαροκαμένων προσφύγων οι οποίοι, πέρα από τις ταλαιπωρίες τους, έχουν να υπομείνουν και τη σχεδόν εχθρική σε πολλές περιπτώσεις αντιμετώπιση από τους γηγενείς Έλληνες. Ο Σμυρνιός Γιώργος Αμπατζής και ο Ζακυνθινός Σπύρος Τζανέτος, συμπολεμιστές στη Μικρασιατική Εκστρατεία που έχουν πάρει το στρατιωτικό τους απολυτήριο και φτάνουν στον Πειραιά μαζί με τις χιλιάδες προσφύγων τον Σεπτέμβριο του 1922, αγωνίζονται να επιβιώσουν στις ανυπόφορες συνθήκες και την πολιτική αστάθεια σε ένα περιβάλλον με αμέτρητες δυσκολίες. Ο Αμπατζής αναζητά τη χαμένη του οικογένεια και ο Τζανέτος παραμένει στο λιμάνι για να βοηθήσει τον φίλο του. Το νέο κόμικς του Θανάση Πέτρου «1923, Εχθρική Πατρίδα» που κυκλοφόρησε μόλις από τις εκδόσεις Ίκαρος είναι το τρίτο μέρος της συναρπαστικής ιστορίας που ξεκίνησε με τους «Ομήρους του Γκαίρλιτς, Μια απίστευτη, αληθινή ιστορία διχασμού και πολέμου» και συνεχίστηκε με το «1922, Το τέλος ενός ονείρου». Παρουσιάζει με ρεαλιστικό τρόπο τις συνθήκες στους καταυλισμούς των προσφύγων και τη δημιουργία μιας ολόκληρης περιοχής, της Κρεμμυδαρούς, μέσα από περιστατικά που είναι σκληρά και απάνθρωπα αλλά εντελώς αληθινά – με καρέ ωμής πραγματικότητας. «Αρχικά είχα ξεκινήσει να γράφω μια ιστορία που θα εστίαζε στο ρεμπέτικο, την οποία όμως εγκατέλειψα σχετικά γρήγορα, όταν συνειδητοποίησα ότι τα γεγονότα με το Δ' Σώμα Στρατού στο Γκαίρλιτς και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσονταν είχαν πολύ περισσότερο ενδιαφέρον», εξηγεί ο Θανάσης Πέτρου. «Πριν ακόμα εκδοθούν οι "Όμηροι" είχα ξεκινήσει να ετοιμάζω τη συνέχειά τους, δηλαδή το “1922, το τέλος ενός ονείρου”, στο οποίο διαπραγματεύομαι την ιστορία της Μικρασιατικής Εκστρατείας μέχρι τη Μικρασιατική Καταστροφή. Το να ασχοληθώ με τις συνέπειες της Μικρασιατικής Καταστροφής και τη μοίρα των προσφύγων που έφτασαν στην Ελλάδα μου φάνηκε ότι ήταν μονόδρομος, οπότε προέκυψε το “1923, Εχθρική πατρίδα”. Επομένως, αν και δεν ήταν ο αρχικός σκοπός μου να κάνω μια τριλογία, τελικά συνέβη. Στους "Όμηρους" τον ρόλο του αφηγητή παίζει ο Θεσσαλονικιός Οικονόμου, στο “1922” τη σκυτάλη παίρνει ο Σμυρνιός, ενώ στο “1923” ουσιαστικά δεν υπάρχει αφηγητής. Ξεκινώντας να συλλέγω υλικό και να γράφω το σενάριο για το “1923” είχα κατά νου η ιστορία μου να φτάσει μέχρι το 1936, την εποχή που επιβάλλεται η δικτατορία από τον Μεταξά. Ωστόσο, τα ιστορικά γεγονότα του ελληνικού Μεσοπολέμου είναι τόσα πολλά και τόσο σύνθετα που ήταν αδύνατο με την αφήγησή μου να καλύψω μια τόσο μεγάλη χρονική περίοδο. Επομένως θα υπάρξει και συνέχεια γιατί θέλω η ιστορία των πρωταγωνιστών μου να ολοκληρωθεί το 1936 και μάλιστα αυτό να γίνεται στη γενέθλια πόλη μου, τη Θεσσαλονίκη». — Τι έρευνα έκανες για να δημιουργήσεις το σκηνικό και τους ήρωες; Από τον τρόπο που μιλάνε μέχρι την κατάσταση στα καταλύματα στις περιοχές που τους έβαλαν να μείνουν; Προφανώς υπάρχει τεράστια βιβλιογραφία που σχετίζεται με το θέμα των προσφύγων της Μικρασιατικής Καταστροφής, της υποδοχής και της ένταξής τους στον ελλαδικό χώρο, έκανα μια επιλογή βιβλίων που αποτέλεσαν τις αρχικές πηγές μου. Πολύ βασικότερο ρόλο στην άντληση υλικού για το σενάριό μου είχε η ανάγνωση εφημερίδων της εποχής. Ουσιαστικά έκανα αποδελτίωση των καθημερινών φύλλων 4-5 εφημερίδων από τον Σεπτέμβριο του 1922 μέχρι τον Απρίλιο του 1924. Ήταν πολύ κουραστικό, αλλά «ψάρευα» φοβερά πράγματα ώστε να σχηματίσω μια πληρέστερη εικόνα για τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Βέβαια πάρα πολλά από αυτά δεν τα χρησιμοποίησα, αλλά αυτό πάντα συμβαίνει όταν κάνεις έρευνα και συλλέγεις υλικό, ένα πολύ μεγάλο μέρος του μένει στο ράφι. — Πες μου για τις αληθινές προσωπικότητες που εμφανίζονται μέσα στην ιστορία. Στη διάρκεια της αφήγησης βλέπουμε δύο φορές τον Νικόλαο Πλαστήρα, επικεφαλής του επαναστατικού κινήματος, να βγάζει λόγο στο Σύνταγμα, ενώ ένα μικρό πέρασμα κάνουν ο έφηβος Μάρκος Βαμβακάρης (17 χρονών το 1922), ο συνθέτης Βαγγέλης Παπάζογλου και ο τραγουδιστής Στελλάκης Περπινιάδης (οι δυο τους, με βάση τη βιογραφία του Περπινιάδη, όντως είχαν γνωριστεί στα Βούρλα). Κατά τα άλλα, όσοι χαρακτήρες εμφανίζονται στο βιβλίο είναι επινοημένοι. — Πόσο δύσκολο ήταν να εντάξεις όλα αυτά τα γεγονότα μέσα στο σενάριο του κόμικς και σε ελάχιστα καρέ; Δεν ήταν εύκολο, γιατί επιπλέον στο τρίτο βιβλίο δεν υπάρχει αφηγητής, επομένως τα πάντα έπρεπε να γίνονται κατανοητά από την οπτική αφήγηση και τους διαλόγους. Μόνο στην τελευταία σελίδα του βιβλίου θα διαβάσουμε τις σκέψεις του Αμπατζή. Ήταν επιλογή μου να απουσιάζει ο αφηγητής που θα μας περιγράφει κάποια γεγονότα, τις σκέψεις και τα συναισθήματά του ή θα τοποθετεί χωρικά ή χρονικά τον αναγνώστη. Επομένως, όλα τα ιστορικά γεγονότα της περιόδου στην οποία αναφέρομαι δεν περιγράφονται αυτά καθ’ εαυτά, αλλά προσπάθησα να τα εντάξω έμμεσα. — Μίλησέ μου για τους άλλους χαρακτήρες του κόμικς, τον Σπύρο Τζανέτο, τον Μπάμπη Καραλή, τη Μαριγώ… Ο Σπύρος Τζανέτος, Επτανήσιος στην καταγωγή, ήταν συμπολεμιστής του Αμπατζή στη Μικρασιατική Εκστρατεία και σ’ αυτή την πρωτόγνωρη πραγματικότητα που αντικρίζουν στον Πειραιά αποφασίζει να μείνει και να συμπαρασταθεί στον φίλο του. Στην πραγματικότητα δεν θα μπορούσε να φύγει, γιατί τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο του 1922 οι ακτοπλοϊκές γραμμές είχαν διακοπεί. Όλα τα πλοία ουσιαστικά χρησιμοποιούνταν για τη μεταφορά προσφύγων από τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου προς τα μεγάλα λιμάνια της ηπειρωτικής ή της νησιωτικής χώρας. Ο χαρακτήρας του Μπάμπη Καραλή, μαζί με την παρέα του, ουσιαστικά αντιπροσωπεύει τον ντόπιο Πειραιώτη που είναι μάγκας, πονηρός, λωποδύτης και προσπαθεί να εκμεταλλευτεί τους πρόσφυγες, ώστε να βρει έναν εύκολο τρόπο βιοπορισμού. Με δεδομένο ότι το ρεμπέτικο τραγούδι γεννήθηκε στον Πειραιά και με δεδομένο ότι σήμερα υπάρχει μια ρομαντική, σχεδόν μυθική διάσταση γύρω από αυτό και τους δημιουργούς του, θέλησα να δείξω ότι ο κόσμος της μαγκιάς του Πειραιά, στην πραγματικότητα απείχε πάρα πολύ από οποιαδήποτε ειδυλλιακή εικόνα έχουμε πλέον εμείς και η οποία βασίζεται στα ρεμπέτικα τραγούδια. Ο κόσμος της μαγκιάς είχε κλέφτες, απατεώνες, φυλακόβιους, νταβατζήδες, μαχαιροβγάλτες, τραμπούκους. Θύμα του Μπάμπη πέφτει η έφηβη Μαριγώ, η αδελφή του Αμπατζή, η οποία έχει χάσει την οικογένειά της στη Σμύρνη και φτάνει ολομόναχη στον Πειραιά. — Η κατάσταση στα προσφυγικά ήταν πολύ δύσκολη, κι ο τρόπος που παρουσιάζεται στο «1923» είναι πολύ ρεαλιστικός. Τι σε εντυπωσίασε περισσότερο από τα στοιχεία που μάζευες όσο ετοίμαζες το κόμικς; Είχες πηγές για αυτές τις αναφορές; Την πραγματική διάσταση των προβλημάτων την ξέρουν φυσικά μόνο όσοι πρόσφυγες τα βίωσαν στο πετσί τους. Από ’κει και πέρα όλοι εμείς οι υπόλοιποι, θα πρέπει αναγκαστικά να βασιστούμε στις μαρτυρίες αυτών των προσφύγων, όπως στις αφηγήσεις της Αγγέλας Παπάζογλου ή σε λογοτεχνικά έργα. Αν έχω καταφέρει στο κόμικς να περιγράψω, έστω με τον ελάχιστο ρεαλισμό, την κατάσταση και τις συνθήκες που επικρατούσαν, θα είμαι πολύ ικανοποιημένος. — Πες μου για το πολιτικό πλαίσιο της ιστορίας – που είναι στην ουσία η επιβίωση στον προσφυγικό καταυλισμό και η αναζήτηση της οικογένειας του Αμπατζή. Ουσιαστικά, αμέσως μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή θα επικρατήσει ένα κίνημα στρατιωτικών το οποίο θα αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας. Σήμερα θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε μια δικτατορία συνταγματαρχών, εκείνη την εποχή όλες αυτές οι ενέργειες των στρατιωτικών που κατέλυαν το πολιτικό σύστημα ονομάζονταν «κινήματα». Για να μη μακρηγορήσω, τα πολιτικοϊστορικά γεγονότα της συγκεκριμένης περιόδου είναι καταλυτικά: η υπογραφή συνθήκης ειρήνης με την κεμαλική Τουρκία, η τιμωρία των ενόχων για την αποτυχία της Μικρασιατικής Εκστρατείας, η έναρξη συνομιλιών Ελλάδας και Τουρκίας με ποικίλα και πολυσύνθετα προβλήματα (ανατολική Θράκη, πολεμικές αποζημιώσεις, το Πατριαρχείο, οι πρόσφυγες κ.λ.π.). Ταυτόχρονα, στο εσωτερικό της χώρας το κολοσσιαίο πρόβλημα είναι φυσικά η στέγαση, η σίτιση, η περίθαλψη και η γεωγραφική κατανομή των χιλιάδων προσφύγων που κατέφτασαν στον ελλαδικό χώρο. Από εκεί και πέρα, η καθημερινότητα των πρωταγωνιστών μου επηρεάζεται φυσικά από τα πολιτικά θέματα που προκύπτουν, αλλά το κυριότερο ζήτημα είναι κατά βάση αυτό της επιβίωσης, ή για τον Αμπατζή το να βρει αν η οικογένειά του έχει γλιτώσει από την καταστροφή, ενώ παράλληλα βλέπουμε πώς δημιουργείται η Κρεμμυδαρού, η περιοχή που θα αποτελέσει αργότερα τη Δραπετσώνα. — Ο τρόπος που υποδέχτηκαν οι ντόπιοι τους πρόσφυγες είναι σοκαριστικός, αν και είναι στο DNA μας να μη θέλουμε ξένους στο σπίτι μας, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Δεν μαθαίνει ποτέ ο Έλληνας από την ιστορία… Υπάρχουν δύο βασικές διαστάσεις σε ότι αφορά την υποδοχή των προσφύγων. Από τη μία είναι η κρατική μέριμνα που έπρεπε να λειτουργήσει άμεσα, σε μεγάλη κλίμακα και αποτελεσματικά και η οποία προφανώς δεν επαρκούσε, οπότε χρειάστηκε μεγάλη συνδρομή από το εξωτερικό. Να αναφέρω ένα ενδεικτικό παράδειγμα της κατάστασης: τις πρώτες ημέρες που άρχισαν να φτάνουν πρόσφυγες στον Πειραιά γινόταν διανομή μόνο ξηράς τροφής, γιατί δεν υπήρχαν σκεύη για να τους προσφέρουν φαγητό. Από την άλλη οι ντόπιοι Πειραιώτες, μια και το κόμικς διαδραματίζεται εξ ολοκλήρου στον Πειραιά, είδαν την πόλη τους να πλημμυρίζει από χιλιάδες εξαθλιωμένους ανθρώπους. Να έχουμε υπόψη ότι στην αρχή οι πρόσφυγες που κατέφθαναν ήταν ηλικιωμένοι και γυναικόπαιδα, μια και οι άντρες από 18 έως 45 ετών είχαν συλληφθεί από τους Τούρκους. Προφανώς πολλοί ντόπιοι προσπάθησαν να τους βοηθήσουν, αλλά πολλοί τους αντιμετώπισαν εχθρικά, ενώ κάποιοι θέλησαν να τους εκμεταλλευτούν. Πολλοί Αθηναίοι ή Πειραιώτες έτρεξαν να βρουν ανάμεσα στους πρόσφυγες οικιακές βοηθούς και παραδουλεύτρες, αλλά αρκετές γυναίκες και νέες κοπέλες έπεσαν θύματα σεξουαλικής εκμετάλλευσης και οδηγήθηκαν στην πορνεία. Πρέπει να ήταν τόσο μεγάλη η προσπάθεια εξαπάτησης του γυναικείου προσφυγικού πληθυσμού ώστε πολύ σύντομα ψηφίστηκε νόμος που απαγόρευε στους ντόπιους να έχουν επαφές με τους πρόσφυγες, αν πρώτα δεν αποδείκνυαν την οικογενειακή τους κατάσταση και ότι όντως χρειάζονταν οικιακή βοηθό. Επίσης να προσθέσω ότι μέσα από τις αναγνώσεις των εφημερίδων της εποχής, διαπίστωσα ότι ο Πειραιάς ήταν ούτως ή άλλως μια περιοχή όπου η γενική παραβατικότητα, οι τραυματισμοί, ακόμη και οι ανθρωποκτονίες για ασήμαντες αφορμές μάλλον ήταν σε καθημερινή βάση. — Πες μου και για το κρατικό πορνείο των Βούρλων. Ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα στην περιοχή του Πειραιά φαίνεται ότι υπήρχε πολύ μεγάλο πρόβλημα με τα χαμαιτυπεία που εξυπηρετούσαν ναυτικούς και εργάτες και ήταν διασκορπισμένα στην περιοχή. Οι κάτοικοι διαμαρτύρονταν για τη διασπορά των εκδιδόμενων γυναικών μέσα στην πόλη και απαιτούσαν τη μεταφορά των πορνείων εκτός των ορίων της πόλης. Έτσι το 1873 παραχωρήθηκε μία έκταση στην περιοχή Βούρλα, που ήταν κοντά στο νεκροταφείο του Αγίου Διονυσίου και θα προοριζόταν για την κατασκευή ενός κτιριακού συγκροτήματος-πορνείου. Ο δήμαρχος Πειραιά, κάτω από μυστήριες συνθήκες, ανέθεσε την εργολαβία στον Νικόλαο Μπόμπολα, ο οποίος αποπεράτωσε το κτιριακό συγκρότημα το 1875. Στην πραγματικότητα ήταν ένα περίκλειστο στρατόπεδο-φυλακή-πορνείο υπό την επίβλεψη της χωροφυλακής. Στα Βούρλα οι εργαζόμενες γυναίκες (ακόμα και ανήλικες) ήταν στην πραγματικότητα φυλακισμένες μέσα στο κτιριακό συγκρότημα, που ήταν χωρισμένο σε τρεις πτέρυγες. Τα δωμάτιά τους είχαν έναν βασικό εξοπλισμό (κρεβάτι, τραπέζι, καρέκλα και νιπτήρα τοίχου), ενώ στην κοινόχρηστη αυλή υπήρχαν αποχωρητήρια, λουτρά και καφενείο. Η κατάταξη των των γυναικών γινόταν σύμφωνα με την ηλικία τους. Στην πρώτη πτέρυγα ήταν οι μεσόκοπες 40-50 ετών, στη μεσαία οι γυναίκες 18-40 ετών και στην τρίτη πτέρυγα τα κορίτσια 14-18 ετών. Οι διευθύντριες, απόμαχες πόρνες, ήταν υπεύθυνες για την ενοικίαση των δωματίων, επέβλεπαν την προσέλευση των πελατών και την είσπραξη του αντιτίμου, φρόντιζαν για τις εβδομαδιαίες ιατρικές εξετάσεις των γυναικών στο Νοσοκομείο Συγγρού για αφροδίσια νοσήματα. Οι γυναίκες μπορούσαν να βγουν έξω από τα Βούρλα μόνο για ιατρικές εξετάσεις ή αν έπαιρναν άδεια από τις αστυνομικές αρχές, πράγμα σπάνιο. Απ’ ότι φαίνεται υπήρχαν γυναίκες που μεγάλωναν μέσα στα Βούρλα τα παιδιά τους. Πληροφορίες από πρώτο χέρι για τα Βούρλα έχουμε από τα επιτόπια ρεπορτάζ που έκαναν η συγγραφέας-δημοσιογράφος Λιλίκα Νάκου το 1936 για την εφημερίδα «Ακρόπολις», ο δημοσιογράφος Κανελλής που επισκέφθηκε τα Βούρλα το 1933 για λογαριασμό της εφημερίδας «Ανεξάρτητος» και από τις βιογραφίες του Μάρκου Βαμβακάρη και του Νίκου Μάθεση. Δεν είναι βέβαιο πότε τερματίστηκε η λειτουργία του πορνείου των Βούρλων (άλλοι υποστηρίζουν το 1934, άλλοι το 1937), πάντως στην περίοδο της Κατοχής το συγκρότημα είχε μετατραπεί σε φυλακές. Αργότερα μετονομάστηκαν σε «Δικαστικές Φυλακές Πειραιώς», οι οποίες λειτούργησαν μέχρι τα χρόνια της δικτατορίας. Είναι γνωστή η ιστορία της απόδρασης 27 φυλακισμένων κομμουνιστών το 1955, οι οποίοι σε τέσσερις μήνες έσκαψαν σήραγγα 18-19 μέτρων για να καταφέρουν να αποδράσουν. Και το σχετικό link...
-
- 6
-
-
-
- 1923 εχθρική πατρίδα
- θανάσης πέτρου
-
(and 1 more)
Tagged with:
-
Ονομαστική τιμή: 14,90€ Για κάποιον περίεργο λόγο, το κόμικ μου κίνησε την προσοχή από την στιγμή που έμαθα για την επερχόμενη κυκλοφορία του, χωρίς να υπάρχει περίληψη τότε και χωρίς να έχω δει το σχέδιο. Η αλήθεια είναι ότι ούτε με τον Ζαφειριάδη ούτε με τον Πέτρου είχα κάποια επαφή σαν αναγνώστης μέχρι τώρα, ενώ, αντίθετα, με τον Παλαβό ήταν αλλιώς τα πράγματα, μιας και είχα διαβάσει τόσο την ωραία συλλογή διηγημάτων "Αστείο" (εκδόσεις Νεφέλη) και το διήγημα "Σαν Άνγκρε", όσο και δυο-τρία βιβλία που έχει μεταφράσει. Όμως είχα δει δουλειές του Θανάση Πέτρου και ήμουν σίγουρος ότι θα άξιζε τον κόπο να διαβάσω τελικά το "Γρα-Γρου". Λοιπόν, ναι, τον κόπο τον άξιζε και με το παραπάνω. Νιώθω ότι διάβασα κάτι το ιδιαίτερο και το ξεχωριστό, απορροφήθηκα εντελώς από την όλη ιστορία και μεταφέρθηκα στα υπέροχα τοπία έξω από το χωριό Καστανιά του Βέρμιου. Η ιστορία συνδυάζει αρμονικά το κοινωνικό δράμα με κάποια αλληγορικά στοιχεία που μπορεί να πει κανείς ότι ανήκουν και στο είδος του Φανταστικού, και πιστεύω ότι δίνει λίγη τροφή για σκέψη. Οι διάλογοι είναι οι απολύτως απαραίτητοι, μιας και υπάρχουν πάμπολλα καρέ όπου οι εικόνες μιλάνε από μόνες τους. Το σχέδιο και ο χρωματισμός είναι, πραγματικά, σε εξαιρετικό επίπεδο ποιότητας. Ένιωσα στο πετσί μου το κρύο, την μελαγχολία, την μοναξιά, την μουντάδα, την άγρια ομορφιά των τοπίων στα οποία εξελίσσεται η ιστορία, ήταν σαν να ήμουν και εγώ ο ίδιος παρών στο εστιατόριο Γρα-Γρου και τα γύρω μέρη. Χάρηκα πολύ που διάβασα το "Γρα-Γρου". Πρόκειται για μια πολύ όμορφη δουλειά, που έχει να προσφέρει πράγματα τόσο στους έμπειρους αναγνώστες κόμικς, όσο και στους πιο άπειρους. Σίγουρα το σχέδιο και ο χρωματισμός είναι τα πιο δυνατά σημεία του κόμικ, όμως προσωπικά και η ιστορία μου άρεσε πολύ. Τώρα δεν ξέρω κατά πόσο θα συγκινήσει ή θ'αγγίξει άλλους αναγνώστες, εμένα όμως με κράτησε μέχρι το τέλος. Όσον αφορά την έκδοση του Ίκαρου, είναι πραγματικά πολύ προσεγμένη και όμορφη, από την γραμματοσειρά και την επιμέλεια, μέχρι το χαρτί, την βιβλιοδεσία και την όλη εξωτερική εμφάνιση. Προτείνεται με κλειστά μάτια! 9/10
- 27 replies
-
- 37
-
-
-
-
- θανασης πετρου
- ικαρος
-
(and 3 more)
Tagged with:
-
Με αφορμή το "2018 Έτος Χαλεπά", το δίδυμο Βανέλλη & Πέτρου μας παραδίδει τη βιογραφία ενός μοναδικού γλύπτη, που είναι ταυτόχρονα και μια καταγραφή των προκαταλήψεων περί των ψυχικών νόσων, όπως και την αδυναμία αντιμετώπισής των (όχι μεγάλη διαφορά από το σήμερα δηλαδή). Βασισμένη σε πλούσια βιβλιογραφία, η ζωή του Χαλεπά απεικονίζεται σε ασπρόμαυρο (ή μάλλον γκριζόμαυρο) φόντο με τον Πέτρου να παραδίδει την πιο λεπτομερή δουλειά του, με πιστότητα απαραίτητη ώστε να λάμψει η μαστοριά και η έμπνευση του γλύπτη. Μαστοριά και από τους δύο συντελεστές του βιβλίου, η οποία αποτυπώθηκε και στις πωλήσεις με αποτέλεσμα το κόμικ να βρίσκεται ήδη στη 2η έκδοσή του. Για όποιον θέλει να διαβάσει ένα απόσπασμα από το βιβλίο εδώ...
- 11 replies
-
- 24
-
-
-
Το Comicdom CON Athens 2022 επιστρέφει για 16η χρονιά και 5 Έλληνες και ξένοι δημιουργοί μάς μιλούν για το ταξίδι τους στον κόσμο των comics και για τη συμμετοχή τους στη φετινή διοργάνωση. Σήμερα ανοίγει τις πόρτες του το 16ο Comicdom CON Athens και ένα τριήμερο γεμάτο comics, events και ξεχωριστά workshops ξεκινά. Μέχρι και την Κυριακή 17 Απριλίου οι επισκέπτες του Φεστιβάλ θα έχουν την ευκαιρία να ανακαλύψουν νέα comics, να γνωρίσουν ανερχόμενους καλλιτέχνες και να κάνουν μία αναδρομή στον θρύλο και τη ζωή της φετινής τιμώμενης σουπερ-ηρωίδας του θεσμού, Wonder Woman. Οι επισκέπτες όμως θα έχουν και την ευκαιρία να παρακολουθήσουν τα workshops του Comicdom CON Athens, με τους φετινούς εισηγητές του Φεστιβάλ που κλήθηκαν να μας «μεταλαμπαδεύσουν» τις γνώσεις τους. Τα highlights του φετινού φεστιβάλ είναι πολλά! Εμείς μιλήσαμε με 5 Έλληνες και ξένους δημιουργούς για το ταξίδι τους στον κόσμο των comics και φυσικά για τη συμμετοχή τους στο φετινό Comicdom CON Athens. Δημήτρης Σακαρίδης: Τα comics είναι τρόπος ζωής Για το πώς ξεκίνησε το δικό του ταξίδι στον κόσμο των comics μας μίλησε ο Δημήτρης Σακαρίδης, συνδημιουργός του Comicdom CON Athens: «Διαβάζω comics από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου και η αγάπη μου για αυτά έγινε σύντομα λατρεία και τρόπος ζωής. Αναπόφευκτα, κάποια στιγμή αποφάσισα να εμπλακώ πιο ενεργά με τα comics ξεκινώντας το 1996 με το ενημερωτικό fanzine Comicdom το οποίο το 2004 μετακόμισε στο διαδίκτυο ως ενημερωτικό site». Η ιδέα του να δημιουργηθεί ένα μικρό Φεστιβάλ αφιερωμένο στα comics έγινε πραγματικότητα το 2006 με τη συνεργασία της Ελληνοαμερικανικής Ένωσης. Όπως αναφέρει ο ίδιος: «Τότε ξεκίνησε ένα δύσκολο, επίπονο, κουραστικό, κάποιες φορές εξαντλητικό και άκρως απογοητευτικό ταξίδι που είχε παράλληλα άπειρες ευχάριστες στιγμές, άφθονη δημιουργικότητα, ενδιαφέρουσες προκλήσεις, σημαντικές γνωριμίες και επιτυχίες και ατελείωτη ικανοποίηση! Άλλωστε η χαρά και μόνο του να δουλεύεις με ανθρώπους που εκτιμάς και έχετε τα ίδια όνειρα και τους ίδιους στόχους, πολλές φορές είναι αρκετή για να σε κάνει να αγνοήσεις την όποια δυσκολία». Φέτος δεν ξέρει τι να ξεχωρίσει από το «παιδί» του. Και η αλήθεια είναι πως δεν θέλει να ξεχωρίσει κάποιο συγκεκριμένο event, αλλά την πολυσυλλεκτικότητα της εκδήλωσης και την ποικιλία των θεματικών και προσεγγίσεων της. Έτσι, εύχεται στους επισκέπτες του Comicdom CON Athens 2022 να περάσουν κυρίως καλά και να ζήσουν μία αξέχαστη εμπειρία που θα θέλουν να επαναλαμβάνουν κάθε χρόνο. Όπως μας τονίζει «τα comics είναι, και πρέπει να είναι, για όλους και για αυτό η φετινή διοργάνωση μοιράζεται ανάμεσα στην Ελληνοαμερικανική Ένωση με τις ενδιαφέρουσες εκθέσεις, τα panels και τα workshops, και στην Πλατεία Κλαυθμώνος, που φιλοξενεί το φετινό πολύχρωμο και ελκυστικό bazaar comics». Tânia Cardoso: Τα comics μπορούν να ευαισθητοποιήσουν το κοινό Πρώτη ομιλήτρια του Comicdom CON Athens 2022 είναι η Tânia Cardoso, εικονογράφος και θεωρητικός πόλεων. Στον κόσμο των comics μπήκε το 2010 και από τότε έγινε ζωντανό κομμάτι του. Το ταξίδι της εκεί άρχισε σε ένα πρακτορείο εικονογράφησης στη Λισαβόνα, όπου έκανε comics και ταυτόχρονα μεταπτυχιακό στον Αστικό Σχεδιασμό. Εμπνέεται κυρίως από την καθημερινότητα και όσα την κάνουν ξεχωριστή. Η Tânia παρατηρεί πως τα τελευταία χρόνια υπάρχει μία στροφή στα μη φαντασιακά comics, σε αυτά που ισορροπούν σε έναν λεπτό πάγο μεταξύ της φαντασίας και της πραγματικότητας. Όμως πάνω από όλα πιστεύει πως τα comics μπορούν να ευαισθητοποιήσουν το κοινό. Τα χαρακτηρίζει, παραφράζοντας τον graphic journalist Dan Archer, «παράθυρα σε ένα συγκεκριμένο θέμα, τα οποία αποκαλύπτουν με ένα πιο ευχάριστο τρόπο την δημοσιότητα αλλά και πτυχές της που έχουν επισκιαστεί». Η πόλη ήταν πάντα ένα θέμα που την συνάρπαζε και αποφάσισε ότι τα κόμικς και η πόλη θα ήταν το κύριο θέμα της έρευνάς της. Αυτό της το πάθος θα προσπαθήσει να μας μεταλαμπαδεύσει και στο φετινό Comicdom με ένα workshop, ή μάλλον καλύτερα walkshop, στο οποίο θα μάθουμε να ανακαλύπτουμε ιστορίες στους δρόμους της Αθήνας και να τις μετατρέπουμε σε σκίτσα. Στους επίδοξους δημιουργούς comics προτείνει δύο πράγματα: «Να είναι ανοιχτοί σε νέες και διαφορετικές συνεργασίες αλλά κυρίως να πειραματίζονται, καθώς το να κάνεις συνέχεια το ίδιο πράγμα καταντάει βαρετό». * Το walkshop της Tânia Cardoso με τίτλο «Graphic Wanderings: Ανακαλύπτοντας Ιστορίες Στο Αστικό Τοπίο» θα ξεκινήσει το Σάββατο 16 Απριλίου από το Ολλανδικό Ινστιτούτο (Μακρή 11, Αθήνα) και θα διαρκέσει από τις 11:00 έως τις 13:30. Andrew Farago: Η Wonder Woman έχει σχέση με την ελληνική μυθολογία Ο Andrew Farago είναι επιμελητής του Cartoon Art Museum στο Σαν Φρανσίσκο και έχει γράψει σενάρια για την Marvel Comics, το Comics journal και το Animation World Network, ενώ είναι και συγγραφέας του βιβλίου The Looney Tunes Treasury. Τον εμπνέει όταν οι γύρω του είναι το ίδιο παθιασμένοι με τα comics και τα έργα τέχνης όσο και ο ίδιος και πιστεύει πως τα comics έχουν πλέον μεγάλη δυναμική και εύρος, που καλύπτει κάθε αναγνώστη. Η παρουσίασή του στο Comicdom 2022 είναι αφιερωμένη στην 80η επέτειο της Wonder Woman. Η πρωτότυπή έκθεση που είχε παρουσιαστεί λίγο νωρίτερα στο Cartoon Art Museum του Σαν Φρανσίσκο, ταξίδεψε μαζί του και προσγειώθηκε στο Comicdom και είναι εμπνευσμένη από την ιστορία και την καταγωγή της Wonder Woman, αλλά και τη σχέση της με την ελληνική μυθολογία, συνεπώς δεν θα μπορούσε να λείπει από τη φετινή διοργάνωση. Όσο για τη συμβουλή που θα έδινε στους επίδοξους δημιουργούς comics, μία λέξη έχει κυρίως στο μυαλό του, το διάβασμα. Όχι μόνο των comics φυσικά, κάθε λογοτεχνικού είδους. Για τους εικονογράφους έχει μία άλλη λέξη, τη ζωγραφική, ενώ μοιράζεται ένα ακόμα μυστικό με τους επίδοξους καλλιτέχνες, πως αν μία φορά κεράσουν φαγητό ή καφέ σε έναν δημιουργό comics θα έχουν κερδίσει έναν φίλο για πάντα. Στην ουσία, σύμφωνα με τον Andrew, αν θες να ασχοληθείς με κάτι πρέπει να το παλεύεις συνεχώς, να ασχολείσαι με αυτό, να αποκτήσεις όση περισσότερη εμπειρία μπορείς και να θεωρείς πάντα καλοδεχούμενες τις συμβουλές. * Το event που θα παρουσιάσει ο Andrew Farago ονομάζεται «The Legend Of Wonder Woman» και θα λάβει χώρα το Σάββατο 16 Απριλίου, 12:00 με 13:00, στη γκαλερί Χατζηκυριάκος Γκίκας της Ελληνοαμερικανικής Ένωσης. Eva Hilhorst: Η παρατήρηση είναι σημαντική για έναν καλλιτέχνη Η Eva Hilhorst είναι εικονογράφος, ιδρύτρια και αρχισυντάκτης του site Drawing the Times. Όταν το 2007 ο σύζυγός της έπιασε δουλειά ως ανταποκριτής στις Βρυξέλλες μετακόμισε μαζί του στην πρωτεύουσα των comics, όπως την ονομάζει, και έτυχε να διασταυρωθούν οι δρόμοι της με δύο καλλιτέχνες comics οι οποίοι την μύησαν στον κόσμο τους. Έτσι ειδικεύτηκε στο comics journalism και το ποικιλόμορφο αυτό μέσο την κέρδισε. Σύμφωνα με την ίδια, στα comics η γραφή του καλλιτέχνη κάνει τις ιστορίες προσωπικές και ελκυστικές και για αυτό επηρεάζουν άμεσα τον αναγνώστη. Άρα, εκτός από πληροφορίες μεταφέρουν και συναισθήματα και έτσι μπορούν να ευαισθητοποιήσουν το κοινό για σοβαρά θέματα. Με τη σειρά της λοιπόν η Eva Hilhorst στο φετινό Comicdom θα μας παρουσιάσει ένα workshop αφιερωμένο στο comics journalism, την κλιματική αλλαγή και την κλιματική μετανάστευση. Τελικά πόσοι ξέραμε πως οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής φαίνεται ότι θα οδηγήσουν περισσότερα από 143 εκατομμύρια ανθρώπους στην Αφρική, στην Ασία και τη Λατινική Αμερική να γίνουν περιβαλλοντικοί μετανάστες μέχρι το 2050 και τι μπορούμε να κάνουμε για να αποτρέψουμε αυτή την προοπτική; Στους νέους καλλιτέχνες δεν ξεχνάει να τονίζει πως η καθημερινή εξάσκηση, η παρατήρηση και η καθημερινή ανάγνωση comic είναι ζωτικής σημασίας εργαλεία της δουλειάς τους. * Η Eva Hilhorst θα παρουσιάσει το workshop «Window Comics» το Σάββατο 16 Απριλίου από τις 17:00 έως τις 18:00 στη βιβλιοθήκη της Ελληνοαμερικανικής Ένωσης και 4 δίωρα workshop με τον τίτλο «Breathe: Reconnect, Respond And Reclaim – Εργαστήριο Δημοσιογραφίας Με Comics», από την Παρασκευή μέχρι και την Κυριακή. Αναλυτικό πρόγραμμα υπάρχει αναρτημένο στο site του Comicdom. Θανάσης Πέτρου: Το storyboard είναι μία από τις πιο βασικές φάσεις της δημιουργίας ενός comic Ο Θανάσης Πέτρου είναι καταξιωμένος δημιουργός comics, ο οποίος έχει δει δημοσιευμένα 15 βιβλία με τα comics του και ξέρει σίγουρα πώς να οργανώσει την δουλειά του αλλά και πώς να δημιουργήσει ένα comic με ολοκληρωμένο σενάριο. Το ταξίδι του στον κόσμο των comics ξεκίνησε στην ηλικία των 5 ετών όταν διάβασε το πρώτο του comic. Τα πρώτα του σχέδια γεννήθηκαν λίγο αργότερα και η πρώτη του ιστορία δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «9» το 2002. Έπειτα ακολούθησαν άλμπουμ, βιβλία και πολλά comics. Η λογοτεχνία και η ιστορία τον εμπνέουν αρκετά, όμως η καθημερινότητα και η φαντασία όχι τόσο. Φέτος στο Comicdom έρχεται με σκοπό να μας εισάγει στην τέχνη του storyboard, που είναι όπως μας λέει μία από τις πιο βασικές φάσεις της δημιουργίας ενός comic, καθώς αν δεν υπάρχει προσεγμένο σενάριο και οργάνωση σε μία δημιουργία, τότε αυτή είναι ετοιμόρροπη. Από τη φετινή διοργάνωση ξεχωρίζει τις δύο εκθέσεις της («Οι Ιστορίες μας, μας έφεραν εδώ» και το “The Window Comics Project”), καθώς τον ενθουσιάζει η θεματική τους και εμείς συμφωνούμε απόλυτα. Σε κάποιον που ξεκινάει τώρα την ενασχόλησή του με τα comics θα έλεγε να οπλιστεί με πολλή υπομονή και να αρχίσει να βλέπει τα πάντα από την πλευρά του δημιουργού και όχι του αναγνώστη. Τέλος, σύμφωνα με τον Θανάση, εμείς οι ίδιοι πρέπει να είμαστε οι πιο αυστηροί κριτές του εαυτούς μας. * Το workshop του Θανάση Πέτρου με τίτλο «Τα Μυστικά Του Storyboard» θα παρουσιαστεί το Σάββατο 16 Απριλίου, από τις 16:00 έως τις 16:50 στο Seminar Room της Ελληνοαμερικανικής Ένωσης. Ιωάννης Μάνος: Οι πιο φανταστικές ιστορίες είναι εντέλει αυτές που ζούμε Ο Ιωάννης Μάνος είναι αρχιτέκτονας, όμως η γνωριμία του με τον κόσμο των comics έγινε από νωρίς διαβάζοντας τα comic strips των κυριακάτικων εφημερίδων που αγόραζαν οι γονείς του, και στη συνέχεια με τα περιοδικά comics του εκδοτικού οίκου “Δραγούνη“. Τελικά η ανακάλυψη του περιοδικού ΒΑΒΕΛ αποτέλεσε εφαλτήριο για μια πιο ουσιαστική και αισθαντική ενασχόλησή του με τα comics. Εμπνέεται από την καθημερινότητα και τον τρόπο με τον οποίο μας επηρεάζει ο χώρος, ο χρόνος και οι ανθρώπινες σχέσεις. Το workshop του αφορά στην αλληλεπίδραση ανθρώπου και πόλης. Πώς διαμορφώνουμε και πώς μας διαμορφώνουν τα δομημένα περιβάλλοντα δηλαδή, μία θεματική που θα έπρεπε να έχει μελετήσει και κατανοήσει κάθε σχεδιαστής comics για να μπορέσει να τις μεταφέρει στη δουλειά του. Φέτος από το Comicdom CON Athens ο Ιωάννης ξεχωρίζει το workshop “Graphic Wanderings” της Tânia Cardoso και το panel “War (What Is It Good For?)” – Πόλεμος και Comics”, το οποίο είναι δυστυχώς πολύ επίκαιρο. Σε όσους τώρα κάνουν τα πρώτα τους βήματα στην «βιομηχανία των comics» υπενθυμίζει να μην σταματήσουν ποτέ να δια-μορφώνονται και να εμπνέονται από τα πάντα γύρω τους, καθώς όπως λέει, οι πιο φανταστικές ιστορίες είναι εν τέλει αυτές που ζούμε. * Ο Ιωάννης Μάνος είναι ο εισηγητής του workshop «Υπάρχει Ο Batman Χωρίς Την Gotham City;», το οποίο θα πραγματοποιηθεί την Κυριακή 17 Απριλίου, από τις 16:00 έως τις 16:50, στο Seminar Room της Ελληνοαμερικανικής Ένωσης. Και το σχετικό link...
-
- 4
-
-
- comicdom con
- tania cardoso
- (and 4 more)
-
Μια περιήγηση στη δραστήρια κοινότητα των Ελλήνων κομικάδων που αλλάζει, μεγαλώνει και θέλει να μεγαλώσει ακόμα περισσότερο. Ο Θανάσης Πέτρου ανάμεσα στις δημιουργίες του. Θεωρεί ότι η κινητικότητα των τελευταίων ετών βοηθάει στην αναδιαμόρφωση του τοπίου. Χαζεύω τις εκθέσεις στο Ψηφιακό Μουσείο Comics γιατί ναι, έχουμε Ψηφιακό Μουσείο Comics, το ήξερε κανείς; Έχουμε και βιβλιοθήκη κόμικς (Athens Comics Library), βρίσκεται στου Ψυρρή, διαθέτει 2.500 τίτλους και οργανώνει ένα σωρό δράσεις. Υπάρχει και η Ακαδημία που απονέμει κάθε χρόνο τα βραβεία της. Κι ένα φόρουμ (greekcomics.gr) με σχεδόν 10.000 μέλη. Σε λίγες μέρες ξεκινά το φεστιβάλ του Comicdom CON Athens δίνοντας για τρεις μέρες χρώμα στην πόλη. Και πάνω απ’ όλα, έχω δίπλα μου μια στοίβα με ελληνικές εκδόσεις. Ξεφυλλίζω το 21: Η μάχη της πλατείας (εκδ. Ίκαρος) του Soloup, μια συγκλονιστική δουλειά που συνδέει την ιστορία μας με το σήμερα· θα μπορούσε και θα έπρεπε να βρίσκεται σε κάθε βιβλιοθήκη. Παίρνω στα χέρια μου τον sci-fi μύθο Γυμνά οστά (εκδ. Polaris) που υπογράφουν οι Δημοσθένης Παπαμάρκος και Kanellos Cob. Χάνεται το μυαλό και το μάτι. Διαβάζω το πολύ συγκινητικό Ξημέρωσε ο Θεός τη μέρα (εκδ. Πατάκη) του Τάσου Ζαφειράδη και του Θανάση Πέτρου, και το έπος των Ληστών (εκδ. Polaris) του Γιώργου Γούση και του Γιάννη Ράγκου, χαμογελάω με την ευφυΐα των φρέσκων Κουραφέλκυθρων του Αντώνη Βαβαγιάννη, με τα απίθανα σχέδια του Tomek. Η ελληνική σκηνή ανθίζει. Ανθίζει όμως ή απλώς αλλάζει; Ένα μικρό δείγμα από το Κουραφέλκυθρα – Συγγνώμη που γεννήθηκα! του Αντώνη Βαβαγιάννη, που αναμένεται προσεχώς από την Jemma Press. Σίγουρα βρίσκεται σε μια νέα φάση. Συμβαίνουν πράγματα και συμβαίνουν οργανωμένα, οι εκδόσεις είναι πολλές και καλές, υπάρχει ταλέντο, υπάρχει διάθεση. «Είναι πολύ περισσότεροι πλέον οι άνθρωποι που κάνουν κόμικ, όπως και αυτοί που τα εκδίδουν», μου λέει ο Λευτέρης Σταυριανός, εκδότης της Jemma Press. «Κάποτε υπήρχε η Βαβέλ, το Παρά Πέντε και όλα όσα έβγαιναν στο περίπτερο. Σήμερα το κόμικ είναι περισσότερο είδος βιβλιοπωλείου». Σε αυτό βεβαίως έχει παίξει ρόλο και η εμπλοκή των μεγάλων οίκων, όπως ο Ίκαρος, ο Πατάκης, το Μεταίχμιο κ.ά. που δεν εξειδικεύονταν στο κόμικ, αλλά σήμερα εκδίδουν δουλειές Ελλήνων δημιουργών. «Ένας κομίστας δεν νιώθει σήμερα στο περιθώριο, τουλάχιστον σε σχέση με παλιότερα που το κόμικ ήταν κάτι άγνωστο και παρακμιακό», μου λέει ο Γιώργος Γούσης. «Αρκετοί δημιουργοί είναι πλέον αναγνωρίσιμοι, καλλιτέχνες με προσωπική ταυτότητα. Δεδομένων των συνθηκών, η ελληνική σκηνή βρίσκεται σε καλό σημείο». Οι συνθήκες είναι οι εξής: το κοινό στην Ελλάδα είναι εκ των πραγμάτων μικρό και επίσης, όσο κι αν είναι παρωχημένο να συζητάμε ότι τα κόμικς δεν τελειώνουν στον Μίκι Μάους ή στον Σούπερμαν, στη συνείδηση μιας σημαντικής μερίδας του κοινού εξακολουθεί να είναι ένα είδος για παιδιά, εφήβους ή τέλος πάντων ανθρώπους με ένα ειδικό ενδιαφέρον. Ο Γιώργος Γούσης – στα πόδια του διακρίνεται το εξώφυλλο των Ληστών, μιας έκδοσης που ξεχώρισε τα τελευταία χρόνια. ΟΜΟΙΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΚΥΡΙΩΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ Για τι πράγμα μιλάμε όμως όταν μιλάμε για την ελληνική σκηνή; Υπάρχει κάτι που συνδέει τις νέες δουλειές εκτός από την καταγωγή και τη γλώσσα των δημιουργών τους; Φαίνεται πως όχι. Κοιτάζω τα «καλύτερα κόμικς» όπως προέκυψαν από τα ελληνικά βραβεία την τελευταία τριετία: μια βυζαντινή περιπέτεια φαντασίας (Ψηφιδωτό, εκδ. Jemma Press, Ζαφειριάδης-Χριστούλιας), ένα δυστοπικό αμερικανικό πολιτικό θρίλερ (Shark Nation, εκδ. Χαραμάδα, Δερβενιώτης), μια ατμοσφαιρική βορειοελλαδίτικη ιστορία (Γρα-Γρου, εκδ. Ίκαρος, Παλαβός-Ζαφειριάδης-Πέτρου). Περισσότερες διαφορές βρίσκει κανείς παρά ομοιότητες. «Είναι τεράστια η ποικιλία» μου λέει ο Τάσος Ζαφειριάδης, από τους παλιούς πλέον στον χώρο με μια σειρά διακρίσεων πρωτίστως για τα κείμενά του. «Υπάρχει ποικιλία σε μορφολογικό και υφολογικό επίπεδο, στο σχέδιο και στο σενάριο, δεν ξέρεις τι να περιμένεις, υπάρχουν επιρροές από παντού, βγαίνουν υπερηρωικά κόμικς, στριπ χιουμοριστικά, ιστορικά, αυτοβιογραφικά, ακόμα και μάνγκα». Μάνγκα, ε; «Αυτά διαβάζει περισσότερο η νέα γενιά», μου λέει ο Θανάσης Πέτρου, που διδάσκει κόμικς στο σχετικό τμήμα του ΑΚΤΟ και έρχεται σε επαφή με τις προτιμήσεις των νεότερων. «Διαβάζουν μάνγκα, κυρίως online, και τα μέινστριμ τα αμερικάνικα». Θεωρεί πως αυτό που συμβαίνει σήμερα είναι μια «χαρτογράφηση», ότι οι νέες εκδόσεις ξεφεύγουν από το αυστηρό κοινό των κομικάδων. «Ξεκαθαρίζει το τοπίο, ο καθένας χτίζει το κοινό του, ξεχωρίζει ποιος κάνει τι και πού απευθύνεται, εγώ για παράδειγμα δεν θα κάνω ένα κόμικ με υπερήρωες, ούτε αυτός που διαβάζει μάνγκα θα ασχοληθεί με τη δουλειά μου για τον Χαλεπά». Αναφέρεται στη βιογραφία του Γιαννούλη Χαλεπά (εκδ. Πατάκη) που κυκλοφόρησε σε συνεργασία με τον Δημήτρη Βανέλλη. Τον ρωτάω αν μια τέτοια έκδοση θα έβρισκε κοινό πριν από 10-15 χρόνια. «Όχι μόνο δεν θα έβρισκε», μου λέει, «αλλά δεν θα τυπωνόταν καν, οι εκδότες θα το απέρριπταν, όμως ούτε κι εμείς θα το κάναμε, τέτοιες εκδόσεις δεν θα υπήρχαν πριν από 10-15 χρόνια». Γρα-Γρου / Τ. Ζαφειριάδης, Γ. Παλαβός, Θ. Πέτρου. ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Μπορεί να μην υπάρχουν λοιπόν κοινά χαρακτηριστικά ή κάποιο ενιαίο ρεύμα, ωστόσο υπάρχουν τάσεις – μία από τις πιο ξεκάθαρες, σε επίπεδο θεματολογίας, είναι αυτή του ιστορικού graphic novel. Ίσως έχουν παίξει ρόλο και οι επέτειοι που εσχάτως μας έκαναν να κοιτάξουμε στο παρελθόν. «Τα ιστορικά κόμικς είναι πράγματι ένα κομμάτι που έχει εισαχθεί τελευταία, έρχονται καινούργιοι δημιουργοί που εξερευνούν το μέσο, δανείζονται στοιχεία από την ελληνική ιστορία και την παράδοση», μου λέει ο κ. Σταυριανός. Ένας από τους καινούργιους δημιουργούς είναι ο Θανάσης Καραμπάλιος που υπογράφει το 1800 (Jemma Press), ετοιμάζοντας αυτή τη στιγμή το έκτο μέρος της σειράς. Ο ίδιος αγαπάει πολύ την Ιστορία αλλά θεωρεί ότι αυτή η τάση έχει κι άλλη αφετηρία. «Έπαιξε ρόλο η οικονομική-πολιτιστική κρίση των τελευταίων ετών» μου λέει. «Σε τέτοια σταυροδρόμια, κάθε λαός νιώθει χαμένος και ο καθένας προσπαθεί να δει τι φταίει κοιτάζοντας πίσω. Είναι και ζήτημα αναζήτησης ταυτότητας, ειδικά για τη γενιά μου». Είναι 39 ετών. Εργαζόταν για χρόνια στην εστίαση αλλά η επιτυχία του 1800 του άνοιξε κάποιες πόρτες, όπως λέει, και πλέον απασχολείται στον χώρο της εικονογράφησης. Ο Θανάσης Καραμπάλιος δημιουργεί το 1800. Τι σημαίνει όμως «επιτυχία» για ένα ελληνικό κόμικ; «Αν πουλήσει πάνω από 1.000 αντίτυπα σημαίνει ότι έχει πάει καλά», μου λέει ο κ. Σταυριανός. Υπάρχουν βεβαίως και οι εξαιρέσεις. Π.χ. το Logicomix (εκδ. Ίκαρος, Δοξιάδης, Παπαδημητρίου, Παπαδάτος, Di Donna) είναι εκτός συναγωνισμού. Το ίδιο και πολλές δουλειές του Αρκά (εκδ. Πατάκη). Ένα ίσως ανέλπιστο μπεστ σέλερ ήταν ο Ερωτόκριτος (εκδ. Polaris) που έχει πουλήσει πάνω από 13.000 αντίτυπα. Ο Δημοσθένης Παπαμάρκος και ο Γιάννης Ράγκος διασκεύασαν το κλασικό κείμενο του Κορνάρου, το σχέδιο το έκανε ο Γιώργος Γούσης και όπως μου λέει ο εκδότης Γιώργος Ζαρρής, «ήταν μια τεράστια επιτυχία». Μου εξηγεί ότι η προσαρμογή λογοτεχνικών έργων σε graphic novel είναι μια ισχυρή τάση της τελευταίας δεκαετίας. Ενδεικτικά αναφέρω ότι τα προηγούμενα χρόνια μεταφέρθηκαν σε κόμικ η Κερένια κούκλα του Χρηστομάνου (εκδ. Comicdom Press), o Μεγάλος περίπατος του Πέτρου της Άλκης Ζέη (εκδ. Μεταίχμιο), τα Μυστικά του βάλτου της Πηνελόπης Δέλτα (εκδ. Polaris) κ.ά. «Όλα αυτά έχουν πάει καλά γιατί αγγίζουν το κοινό της λογοτεχνίας», λέει ο κ. Ζαρρής. «Κερδήθηκε ένα περιφερειακό κοινό που δεν είχε εξοικείωση με τα κόμικς, ούτε και διάθεση να αποκτήσει. Αλλά αυτά τα αγόρασε». Αρκετοί επίσης αναζήτησαν αυτά τα βιβλία για τα παιδιά τους, με τη λογική ότι «η νέα γενιά δεν διαβάζει», αλλά ίσως γοητευτεί από μια πιο φιλική μορφή. «Οι λογοτεχνικές διασκευές έχουν αλλάξει σιγά σιγά την αντίληψη του κόσμου για τα κόμικς» μου λέει ο Kanellos Cob, που πέρασε πάνω από έναν χρόνο δουλεύοντας με κάθε λεπτομέρεια τον Ζητιάνο (εκδ. Polaris) του Καρκαβίτσα. «Με αυτόν τον τρόπο έχει συστηθεί το μέσο σε ένα κοινό που δεν θα ενδιαφερόταν σε αντίθετη περίπτωση. Αυτό που πρέπει τώρα να κάνει ο καθένας μας είναι να σεβαστεί τη δουλειά του». Σκηνή από τη διασκευή του Ερωτόκριτου σε graphic novel από τις εκδόσεις Polaris, μια σημαντική εμπορική επιτυχία. ΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΣΤΟ ΙΝΤΕΡΝΕΤ Το φθινόπωρο του 2017 κυκλοφόρησε το πρώτο τεύχος του περιοδικού Μπλε Κομήτης. Είχε καλό χαρτί, πλούσια ύλη, μια όμορφη εικονογράφηση στο εξώφυλλο από τον Παναγιώτη Πανταζή και, όπως διαβάζω σήμερα σε εκείνο το πρώτο editorial, είχε την πρόθεση να συνεχίσει την παράδοση των περιοδικών κόμικ που διαμόρφωσαν την ελληνική σκηνή, από την εποχή του Μικρού Ήρωα μέχρι φυσικά τη Βαβέλ, το Παρά Πέντε, το 9 κ.ά. Ο Μπλε Κομήτης ολοκλήρωσε την πορεία του δύο χρόνια αργότερα. «Ήταν ένα καλό εγχείρημα», μου λέει ο Γιώργος Γούσης που είχε αναλάβει την αρχισυνταξία. «Παρουσιάσαμε τις τάσεις της στιγμής με νέους και καταξιωμένους δημιουργούς, αλλά το περιοδικό δεν είχε τον χρόνο να στιγματίσει πολύ κόσμο». Ήταν η απόδειξη ότι έχουμε περάσει πλέον σε μια άλλη εποχή; Ένας εκ των εκδοτών του, ο Γιώργος Ζαρρής, μου εξηγεί: «Όταν έβγαινε η Βαβέλ για παράδειγμα, δεν ήταν μόνο κόμικ, ήταν ένα παράθυρο σε έναν άλλο κόσμο, δεν μπορεί να παίξει τον ρόλο αυτόν ένα περιοδικό σήμερα, οι δίαυλοι πλέον υπάρχουν αλλού». Το ζήτημα όμως δεν είναι ότι χάθηκε μια κουλτούρα ή ότι μεταφέρθηκε στο ίντερνετ – το ζήτημα είναι πολύ πιο πρακτικό. Ο Τάσος Ζαφειριάδης θυμάται ότι τα χρόνια του 9 είχε ανθίσει η σκηνή για τον πολύ απλό λόγο ότι το περιοδικό πλήρωνε σταθερά τους δημιουργούς. «Ήταν πόλος έλξης και λόγος να γίνουν παραγωγές», μου λέει. Και είναι λογικό. Όταν έκλεισε το 9, αυτόν τον ρόλο ανέλαβε για πολλά χρόνια το SoComic, ένα σάιτ που λειτουργούσε με τη χορηγία της ΙΟΝ. «Ήταν βέβαια συγκεκριμένο το είδος που φιλοξενούσε, τα στριπ, όμως πολλές εκδόσεις βγήκαν μέσα από εκεί». Η Αλέξια Οθωναίου με τα χαρακτηριστικά της σχέδια. Κάποια από αυτά, μαζί με άλλα αντικείμενα, θα τα βρείτε στο Curious Attic Shop στην πλατφόρμα Etsy. Εδώ και χρόνια τα ελληνικά κόμικς περνούν μέσα από το διαδίκτυο και πολλοί δημιουργοί έχουν γίνει γνωστοί μέσα από την ιντερνετική τους παρουσία. Είναι αυτό ο σωστός δρόμος; Εξαργυρώνεται ο κόπος ενός δημιουργού με κάποια like στα κοινωνικά δίκτυα; «Δεν είναι έτσι», μου λέει η Αλέξια Οθωναίου, «τις Ιστορίες που κρύβονται σε προφανή μέρη μπορούσε ο καθένας να τις διαβάσει ολόκληρες εντελώς δωρεάν στο SoComic, παρ’ όλα αυτά και τα δύο βιβλία μου έχουν πλέον εξαντληθεί. Ο κόσμος εξοικειώνεται μέσα από το ίντερνετ και αν κάτι του αρέσει μετά θέλει να το αγοράσει». Η Αλέξια έχει ένα πολύ ιδιαίτερο σχεδιαστικό ύφος, ποικίλες επιρροές και πολλές ιδέες. Πρόσφατα εικονογράφησε τον δίσκο του Θανάση Παπακωνσταντίνου Απροστάτευτος, ένα «cd-κόμικ» όπως το χαρακτηρίζει, και ένα νουάρ-πολιτικό αθηναϊκό graphic novel με τίτλο Η γυναίκα με τα τραπουλόχαρτα (εκδ. Jemma Press). Είναι ο κόσμος των κόμικς ανδροκρατούμενος; τη ρωτάω. «Πολύ λιγότερο από παλιά», μου λέει, «έχει πλέον εξισορροπηθεί». Η πιο χαρακτηριστική περίπτωση δημιουργού που βρήκε τη θέση του στη σκηνή μέσα από το διαδίκτυο είναι αυτή του Αντώνη Βαβαγιάννη – τα Κουραφέλκυθρα είναι πιθανόν ό,τι πιο αστείο μπορεί να διαβάσει σήμερα κανείς στο ελληνικό ίντερνετ και το κοινό του είναι, δεδομένης της δυναμικής της χώρας μας, τεράστιο. «Για πολλά χρόνια, πριν από τα σόσιαλ μίντια, απευθυνόμουν σε λίγο κόσμο. Πρέπει να χτίσεις μια σχέση και αυτό θέλει πολλή δουλειά. Το ίντερνετ έχει έναν χαρακτήρα εφήμερο. Επίσης, ένα πιο μεγάλο κόμικ δεν βρίσκει χώρο στο ίντερνετ, τα δικά μου τα διαβάζεις σε μια σελίδα. Ήθελα όμως να χτίσω κάτι πιο μεγάλο, να φτιάξω χαρακτήρες που επαναλαμβάνονται, να έχω μια παρουσία που να ξεπερνάει τα πέντε δευτερόλεπτα, να μπει λίγο παραπάνω στις ζωές των ανθρώπων που εκτιμούν το χιούμορ μου». Τα Κουραφέλκυθρα κυκλοφορούν σε μια σειρά από την Jemma Press. «Το ίντερνετ φέρνει τον κόσμο, αλλά πάντα το έντυπο που είναι όλα μαζεμένα είναι πιο ωραίο». Ο Αντώνης Βαβαγιάννης στον χώρο όπου δημιουργεί. Σχολιάζει τη σημασία του ίντερνετ, αλλά και τη γοητεία του εντύπου. Η «ΤΡΕΛΑ» ΤΩΝ ΔΗΜΙΟΥΡΓΩΝ Κάθε χρόνο στην Ελλάδα κυκλοφορούν 60-70 τίτλοι, μου λέει ο Γιώργος Ζαρρής, και θεωρεί ότι υπάρχει ικανός αριθμός καλών δημιουργών. «Κάποιοι έχουν μεγάλες δυνατότητες», συνεχίζει, «αλλά τους κρατάει πίσω το περιβάλλον». Επισημαίνει ότι στις βραβεύσεις βιβλίων που γίνονται στη χώρα μας, επίσημες και ανεπίσημες, το κόμικ ως είδος αγνοείται. «Η σκηνή παραμένει απομονωμένη» καταλήγει, και μου περιγράφει την προοπτική της αναβάθμισης της υπάρχουσας Ακαδημίας σε έναν φορέα πιο δραστήριο. Υπάρχουν και αυτοί που βρήκαν διέξοδο στο εξωτερικό, μεγάλα ονόματα της ελληνικής σκηνής όπως ο Βασίλης Λώλος, ο Μιχάλης Διαλυνάς, ο Ηλίας Κυριαζής μεταξύ άλλων. Ο Kanellos Cob εργάστηκε και αυτός στο εξωτερικό μετά τις σπουδές του στη Γαλλία, μια χώρα όπου το κόμικ όπως λέει «βρίσκεται παντού». Πιστεύει ότι αυτό που χρειάζεται για να εξοικειωθούμε με αυτή την κουλτούρα στην Ελλάδα είναι να παρεισφρήσει το κόμικ σε άλλα μέσα. «Να μπει στην εκπαίδευση για παράδειγμα, να διδαχτεί η νέα γενιά ιστορία ή μαθηματικά μέσα από ένα στριπ». Ο Τάσος Ζαφειριάδης με κάποια από τα βιβλία του στο σπίτι του στη Θεσσαλονίκη. Μπορεί το κόμικ να κερδίσει περισσότερους οπαδούς; «Θεωρητικά ναι, μπορεί, αλλά δεν περιμένω καμία έκρηξη», μου λέει ο Τάσος Ζαφειριάδης. «Θα μπορούσαν απλώς να είναι λίγο πιο θαρραλέοι οι εκδότες, πάντως υπάρχουν βιβλία που άξιζαν καλύτερης τύχης και παράπεσαν επειδή δεν είχαν τη διανομή που τους αναλογούσε, ούτε την κάλυψη από τον Τύπο. Το ένα φέρνει το άλλο: αν το κόμικ αποκτήσει ως είδος μεγαλύτερη διείσδυση, τότε θα είναι πιο ασφαλές για τον δημιουργό να συνεχίσει να το κάνει, αλλά και να βρει εκδότη. Έπειτα από τόσα χρόνια στον χώρο, νιώθω ακόμη μερικές φορές ότι σε κάθε βιβλίο πρέπει να περάσω οντισιόν». Βεβαίως η Ρώμη δεν χτίστηκε σε μία μέρα. Η ελληνική σκηνή κάνει σταθερά βήματα εδώ και χρόνια αλλά έχει να κάνει μερικά ακόμα. «Επιμονή και όρεξη χρειάζεται από την πλευρά των δημιουργών και εμπιστοσύνη από τους εκδότες που πρέπει να επενδύσουν», μου λέει ο Θανάσης Πέτρου. «Ο κόπος πρέπει κάπως να αμειφθεί, δεν μπορεί να βασιστεί μια σκηνή απλώς στην τρέλα των δημιουργών». Πιθανόν πάντως καμία άλλη καλλιτεχνική κοινότητα δεν είναι τόσο παθιασμένη και τόσο ενωμένη όσο αυτή. Στις συζητήσεις από τις οποίες προέκυψαν τα παραπάνω, όλοι διαφήμισαν τις δουλειές συναδέλφων τους και τις εκδόσεις άλλων οίκων, με τη σκέψη τους να λειτουργεί κυρίως στο πρώτο πληθυντικό. «Η αγορά του κόμικ δεν είναι μεγάλη», λέει ο Kanellos Cob, «αυτό που θέλουμε όλοι είναι ο χώρος να συνεχίσει να ανεβαίνει». Και το σχετικό link...
-
- 11
-
-
-
- θανάσης πέτρου
- γιώργος γούσης
- (and 6 more)
-
Ο στρατιώτης Τάσος Ζαφειριάδης αφηγείται τη δική του ιστορία από τον ελληνοϊταλικό πόλεμο ως μέλος του 67ου Συντάγματος Πεζικού στο μέτωπο της Αλβανίας. Ο εγγονός του Τάσος Ζαφειριάδης την απομαγνητοφωνεί και, μένοντας πιστός στην αφήγηση, την κάνει σενάριο. Και ο Θανάσης Πέτρου της δίνει εικόνα συνθέτοντας μια μοναδικά και πρωτότυπα τεκμηριωμένη ανθρώπινη περιπέτεια. Χωράει μια ολόκληρη ιστορία, αυτή του ελληνοϊταλικού πολέμου στο τέλος του 1940 και τους πρώτους μήνες του 1941, σε μια κασέτα 60 λεπτών; Και μπορούν όλα όσα αφηγείται ένας στρατιώτης της εποχής 45 χρόνια μετά μπροστά σε ένα κασετοφωνάκι να μεταφερθούν σε κόμικς χωρίς να αλλοιωθεί το περιεχόμενο και το νόημα, χωρίς να υποτιμηθούν κάποια γεγονότα ή να υπερτονιστούν κάποια άλλα; Η απάντηση δεν είναι εύκολη. Αλλά το αποτέλεσμα της προσπάθειας του Τάσου Ζαφειριάδη και του Θανάση Πέτρου είναι εντυπωσιακό. Είναι μια απόδειξη του πόσο αναγκαία είναι η καταγραφή της Ιστορίας από πολλαπλές πηγές, από αυτόπτες μάρτυρες, από ανθρώπους που την έζησαν και τη μετέφεραν στις επόμενες γενιές και όχι μόνο από επαγγελματίες ιστορικούς. «Το κόμικς αυτό βασίζεται σε μια αφήγηση ηχογραφημένη σε μια κασέτα 60 λεπτών. Την ηχογράφηση έκανε το 1985 η ξαδέρφη μου Καντιφένια, έφηβη τότε, χωρίς εξειδικευμένες γνώσεις και δίχως να κατευθύνει πρακτικά την αφήγηση με προκαθορισμένες ερωτήσεις. Το θετικό είναι ότι έχουμε μια ροή αφήγησης ζωντανή και “αυτόματη”, η οποία στέκεται σε αυτά που υποκειμενικά ο αφηγητής θεωρεί σημαντικότερα ή έχει πιο έντονες αναμνήσεις απ’ αυτά. Το αρνητικό είναι ότι για πολλά γεγονότα θα θέλαμε πιθανώς να γνωρίζουμε περισσότερες λεπτομέρειες και δεν δίνεται ίσως συνολικότερη εικόνα του μετώπου, αλλά είναι πια πολύ αργά για διευκρινίσεις» εξηγεί ο Τάσος Ζαφειριάδης στο εκτενές επίμετρό του στο νέο του βιβλίο με τίτλο «Ξημέρωσε ο Θεός τη μέρα», που κυκλοφόρησε πριν από λίγες μέρες από τις εκδόσεις Πατάκη. Ο τίτλος φυσικά είναι παρμένος από τα λόγια του παππού του συγγραφέα και συνονόματού του, που αφηγείται σαν ποταμός όλα όσα θυμάται από το μέτωπο ξεκινώντας πολλές μέρες της ιστορίας του μ’ αυτές ακριβώς τις λέξεις, «ξημέρωσε ο Θεός τη μέρα». Ο «αφηγητής» Τάσος Ζαφειριάδης, πρωταγωνιστής του βιβλίου και πρωτίστως ένας από τους πρωταγωνιστές των απαρχών ενός πολέμου πέθανε πέντε χρόνια μετά την ηχογράφηση, αλλά ο συγγραφέας και δημιουργός κόμικς Τάσος Ζαφειριάδης δεν άφησε την ιστορία του να ξεχαστεί. Απομαγνητοφώνησε την κασέτα κι έπιασε δουλειά. «Βέβαια δεν μπόρεσα όλα να σας τα πω, γιατί πέρασαν και χρόνια σαράντα…» λέει με απολογητικό ύφος ο παππούς, αλλά αναλαμβάνει να συμπληρώσει τα κενά ο εγγονός: «Με στόχο το τελικό κείμενο να είναι όσο πιο ακριβές γίνεται, ελέγχθηκαν όλα τα πραγματολογικά στοιχεία όπως τα τοπωνύμια, οι ημερομηνίες, οι αριθμοί των ταγμάτων και των άλλων σχηματισμών, και έγινε σύγκριση των δράσεων με αυτές που αναφέρονται στις βιβλιογραφικές πηγές και στο αρχείο του ΓΕΣ/ΔΙΣ. […] Τα περισσότερα λάθη διορθώθηκαν σιωπηρά, ενώ για όσα στοιχεία υφίσταται αμφιβολία ή θεώρησα ότι χρειάζεται διευκρίνιση υπάρχει σχετική σημείωση. Μη δοθεί όμως η εντύπωση ότι η αφήγηση βρίθει λαθών – το αντίθετο. Επιβεβαιώθηκε πολλαπλώς από τη σχετική βιβλιογραφία και συχνά με απροσδόκητους τρόπους και σε σημεία που θα θεωρούσε κανείς αρχικά ασήμαντα. Μερικά παραδείγματα: η συνειδητοποίηση ότι οι “Ιταλικές Παράγκες” ήταν όντως τοπωνύμιο σε χρήση και όχι μόνο κυριολεκτική περιγραφή του παππού μου. Η βαθμιδωτή υφή που παρουσιάζει ακόμα σε δορυφορική άποψη λόφος βορειοδυτικά του Πόγραδετς, τον οποίο ο παππούς μου χαρακτηρίζει “αμπελοσπαρμένο” αν και σήμερα δεν καλλιεργείται, η οποία περιγράφεται επίσης και στα αρχεία του ΔΙΣ. Οι χαρακτηριστικές πλάκες των πετρωμάτων στο Ύψωμα 731 που αναφέρει ότι χρησιμοποίησαν στην κατασκευή του πολυβολείου». Η ιστορία ξεκινά λίγο έξω από τη Θεσσαλονίκη, όταν φτάνουν τα νέα της «γενικής επιστράτευσης» και της κήρυξης του πολέμου από τους Ιταλούς. Ο Τάσος Ζαφειριάδης παρουσιάζεται και με το τρένο μεταφέρεται στο Κιλκίς. Με μια υπέροχη προφορικότητα που έχει διατηρηθεί ακέραια σχεδόν στο σύνολο του βιβλίου αφηγείται: «Ξημέρωσε η μέρα, την άλλη μέρα οπ! Βρίσκω και το θείο σου τον Τάσο, του Ζαφειράκου του μπαμπά, που σήμερα δε ζει. Και οι δυο, μαζί πια και με άλλους πολλούς πατριώτες, μας βάλαν να κοιμόμαστε σε μια εκκλησιά. Ύστερα από δυο μέρες μας έδωσαν οπλισμό. Εμένα μ’ έδωσαν πολυβόλο Hotchkiss και έγινα πολυβολητής. Ο Τάσος ο ξάδερφός μου γεμιστής. Μας κάνουν μια άσκηση εκεί για να εκπαιδευτούμε λίγο στο πολυβόλο κι έτσι περιμέναμε τώρα την ημέρα και την ώρα για να ξεκινήσουμε για την Αλβανία. Για το Μέτωπο». Η συνέχεια της Ιστορίας του Β' Παγκοσμίου Πολέμου είναι λίγο-πολύ γνωστή από τα επίσημα βιβλία, από μελέτες και αρχεία, από τις ταινίες, από απομνημονεύματα και ντοκουμέντα. Η ανθρώπινη ιστορία όμως, όπως την αφηγείται ο Τάσος Ζαφειριάδης κι όπως την έζησαν οι φαντάροι στο μέτωπο, είναι μια μονάκριβη, ασύγκριτα σπουδαία μαρτυρία. Η ατέλειωτη πεζοπορία από το Κιλκίς μέχρι τα σύνορα με την Αλβανία, τα γεύματα που γίνονταν όλο και μικρότερα, οι διανυκτερεύσεις μέσα στα χιόνια, στην υγρασία, στο κρύο, η φιλοξενία αλλά και η καχυποψία στα χωριά μέχρι τον τελικό προορισμό, τα βραχώδη βουνά, η αβεβαιότητα, ο φόβος καταγράφονται σχετικά αποστασιοποιημένα λόγω του χρόνου που έχει περάσει αλλά κυρίως λόγω των όσων θα ακολουθήσουν. Γιατί τον Δεκέμβριο του 1940 οι φαντάροι αρχίζουν τις μάχες σώμα με σώμα, σφαίρες και οβίδες σφυρίζουν πάνω απ’ τα κεφάλια τους. Δεν ήταν ασκήσεις πια αλλά πόλεμος. Αντεπιθέσεις, υποχωρήσεις, έφοδοι, κακουχίες, τραυματίες, νεκροί, «η πρώτη κακιά μέρα της μάχης της 9ης Δεκεμβρίου του 1940». Για τη συνέχεια ο εγγονός Τάσος Ζαφειριάδης, μετά τα τόσα χιουμοριστικά του κόμικς («Σπιφ και Σπαφ», «Ο Κυρ Κονγκ και άλλες Ιστορίες» κ.ά.), τα μυθοπλαστικά του σενάρια με αφορμές πραγματικά γεγονότα ή την ίδια την Ιστορία («Γρα Γρου», «Ψηφιδωτό» κ.ά.), τους κατ’ ουσίαν φιλοσοφικούς πειραματισμούς του πάνω στη φύση της τέχνης των κόμικς («Σκορποχώρι»),κάνει μια σπάνια δουλειά που τη διανθίζει με χάρτες, ιστορικά στοιχεία, αποτυπώματα αρχείων και δεδομένων. Όλα μετά από ενδελεχή μελέτη, μέρος της οποίας παρουσιάζεται στο τέλος του βιβλίου όπου επεξηγούνται πολλές λεπτομέρειες και παρατίθενται φωτογραφίες, ταυτότητες, στρατιωτικοί κατάλογοι, φύλλα πορείας, έγγραφα, ακόμα και προσωπικά γράμματα και σημειώματα του παππού Ζαφειριάδη. Στο αποτέλεσμα παίζει καθοριστικό ρόλο η τεράστια συμβολή του Θανάση Πέτρου. Με την τεράστια εμπειρία του ο Πέτρου, μεταξύ άλλων και δάσκαλος των κόμικς στον ΑΚΤΟ, παραλαμβάνει ένα τεράστιο και πολυεπίπεδο υλικό και το εικονοποιεί συναρπαστικά. Έχοντας υπογράψει πρόσφατα τα σενάρια και τα σχέδια σε δύο σπουδαία βιβλία για τη νεότερη ελληνική Ιστορία («Οι όμηροι του Γκαίρλιτς» και «1922, Το τέλος ενός ονείρου»), με τις συνεργασίες του με το Δημήτρη Βανέλλη πάνω στη μεταφορά σε κόμικς πολλών λογοτεχνικών έργων («Το Παραρλάμα και άλλες Ιστορίες του Δημοσθένη Βουτυρά», «Το Γιούσουρι και άλλες Φανταστικές Ιστορίες» κ.ά.), με τη συμμετοχή του στο «Λεξικό της Κρίσης» στο Καρέ Καρέ, με τα τόσα βιβλία που έχει φιλοτεχνήσει είτε μόνος του είτε σε συνεργασία με συγγραφείς και σεναριογράφους, ο Πέτρου έχει αποδείξει ότι μπορεί να φέρει εις πέρας ακόμα και το πιο δύσκολο εγχείρημα. Στο «Ξημέρωσε ο Θεός τη μέρα» αυτό γίνεται φανερό από τις πρώτες εικόνες. Τα βροχερά τοπία στην Αλβανία, τα χιόνια και οι μαυρισμένοι ουρανοί, η παγωμένη, σιωπηλή μουντάδα της αναμονής, οι εκρήξεις που πότε είναι μακρινές ως ακίνδυνοι «λεκέδες» στο χαρτί, και πότε πλησιάζουν και νομίζεις πως τις ακούς, εικονογραφούνται υποδειγματικά. Πάνω απ’ όλα όμως αποδίδονται ιδανικά τα συναισθήματα του πρωταγωνιστή, οι εκφράσεις του, η προϊούσα απογοήτευση, η αισιοδοξία που δίνει τη θέση της στην ανασφάλεια όσο το στράτευμα και η συλλογική ψυχολογική κατάσταση βυθίζονται στην «καρδιά του σκότους». Σε τέτοιες πρωτότυπες τεκμηριωτικές πρακτικές όπως αυτή των Ζαφειριάδη και Πέτρου έχουν προβεί πολλοί δημιουργοί κόμικς τα τελευταία χρόνια. Συνήθως όμως για γεγονότα της πιο πρόσφατης Ιστορίας ή για πολέμους, κρίσεις και τραγωδίες στις οποίες οι ίδιοι οι δημιουργοί έγιναν μάρτυρες. Από τους πρωτοπόρους αυτής της μεθόδου ήταν ο Art Spiegelman με το «Maus», μια μετα-μυθοπλαστική αφήγηση πάνω στις ηχογραφημένες μαρτυρίες του επιζήσαντα από το Ολοκαύτωμα Εβραίου πατέρα του. Ο Spiegelman μάλιστα, χρόνια μετά το πολυβραβευμένο έργο του, κυκλοφόρησε το «Metamaus» επεξηγώντας τον τρόπο εργασίας του και ενθέτοντας μέρος του πλούσιου υλικού του, τμήμα του οποίου ήταν οι ίδιες οι συνομιλίες του με τον πατέρα του. Με έναν ανάλογο μηχανισμό φιλοτεχνούν οι Ζαφειριάδης και Πέτρου ένα υπέροχο βιβλίο, που είναι δύσκολο να καταταχθεί καθώς ισορροπεί ανάμεσα στην Ιστορία, το ντοκουμέντο, τα απομνημονεύματα, τη μυθοπλασία, την τεκμηρίωση. Κι όλα αυτά με τις μοναδικές δυνατότητες που προσφέρει η γλώσσα των κόμικς όταν χρησιμοποιείται με δεξιοτεχνία. Και το σχετικό link...
-
- 6
-
-
-
- τάσος ζαφειριάδης
- θανάσης πέτρου
- (and 2 more)
-
Ανθολογία με έργα 14 δημιουργών για την κατοχή. Τα ολιγοσέλιδα κόμικ είχαν δημιουργηθεί για την ομώνυμη έκθεση που έλαβε χώρα τον Οκτώβριο του 2016 στο πολιτιστικό κέντρο Μελίνα Μερκούρη. Στην ανάρτηση για την εκδήλωση μπορείτε να δείτε τις διαφορετικές τεχνοτροπίες των δημιουργών καθότι το σκανάρισμα σελίδας από το κόμικ είναι δύσκολο. Απ'ότι βλέπω ο μόνος που λείπει από την ανθολογία είναι ο Γεώργιος Τραγάκης. Περιεχόμενα: σ.5 Πρόλογος, Γιάννης Κοκουλάς σ.7 Εισαγωγή, Μενέλαος Χαραλαμπίδης σ.12 Μαύρες Ελιές, Τόμεκ Γιοβάνης σ.17 Ο Τερματοφύλακας μιλάει για τον Μεγάλο Αγώνα, Γιώργος Γούσης σ.22 Σκιές στο Μνημείο, Σπύρος Δερβενιώτης σ.27 Το Φιλί, Πέτρος Ζερβός σ.32 Το Πείραμα, Δημήτρης Καμένος σ.37 Πουθενά, Λέανδρος σ.42 Das Roastbeef, Τάσος Μαραγκός σ.47 Το Ρεβίθι, Θοδωρής Μπαργιώτας σ.52 Η Μπερέτα, Αλέξια Οθωναίου σ.57 Η Καπαρτίνα, Αλέκος Παπαδάτος σ.62 Ξεροκόμματο, Θανάσης Πέτρου σ.67 Σουλτς και Σαχτ, Soloup σ.72 Μέλπω, Γιώργος Φαραζής σ.77 Μαθημένοι, Πέτρος Χριστούλιας Πριν από κάθε ιστορία προηγείται μια σελίδα με φωτογραφία του δημιουργού και ένα σύντομο βιογραφικό σημείωμα. Το κόμικ πρωτοκυκλοφόρησε 30/8 στο 48ο φεστιβάλ βιβλίου στο Ζάππειο. Διαφορετικές τεχνοτροπίες, διαφορετικές εμπνεύσεις, διαφορετικές αφηγήσεις. Αλλού είναι καθαρή μυθοπλασία, αλλού είναι ιστορίες της προφορικής παράδοσης, αλλού μεταφορές λογοτεχνικού έργου, αλλού απόδοση ιστορικών γεγονότων. Άνισο, όπως ίσως κάθε ανθολογία, αλλά ενδιαφέρον. Κάποιες ιστορίες μου μίλησαν πολύ. Σχετικά άρθρα 14 δημιουργοί για την απελευθέρωση της Αθήνας [Ιατρού Γιάννης, efsyn.gr, 31/08/2019] Η κατοχική Αθήνα με την πένα των σκιτσογράφων [Τζουμερκιώτη Κατερίνα, Έθνος, 10/10/2016] Ένα γλυκό ξημέρωμα [Αντωνόπουλος Γιάννης, edromos.gr, 11/10/2016]
- 3 replies
-
- 17
-
-
-
- jemma press
- ένα γλυκό ξημέρωμα
- (and 9 more)
-
Με τίτλο «Υπομονή θέλει», οι Θανάσης Πέτρου και Μαρία Παναγιώτου αφηγούνται την οδυνηρή ιστορία μιας νέας γυναίκας που σταδιακά «χάνεται», βυθισμένη στις εσωτερικές της συγκρούσεις, την οικογενειακή πίεση, τις αντιφατικές κοινωνικές νόρμες. «Είναι λογικό να έχεις κατάθλιψη. Ίσως ένας ψυχολόγος να σε βοηθούσε». «Χαζομάρες! Θα πιάσω δουλειά, θα κάνω φίλους, θα μου περάσουν όλα! Υπομονή θέλει». Ο διάλογος στις πρώτες σελίδες τού «Υπομονή θέλει», σε σχέδια του Θανάση Πέτρου και σενάριο του ίδιου σε συνεργασία με τη Μαρία Παναγιώτου (εκδόσεις Μικρός Ήρως, 82 σελίδες), μεταξύ της πρωταγωνίστριας και μιας φίλης της είναι η αρχή της πορείας προς ένα αδιέξοδο. Η αυταπάτη που τροφοδοτείται από μια κοινωνικά «επιβεβλημένη» ελπίδα οδηγεί στην εναπόθεση του μέλλοντος σε εξωγενείς παράγοντες. «Δουλειά, φίλοι, λίγη τύχη και όλα θα πάνε καλά» είναι το μότο μιας κοινωνίας που μιλά και σκέφτεται με ευχές και συνθήματα. Δυστυχώς δεν θα πάνε… Και μια γυναίκα αρχίζει να βουλιάζει στον εαυτό της. Δεν ζητάει βοήθεια – θεωρείται ένδειξη αδυναμίας κάτι τέτοιο. Μάθαμε ότι πρέπει να είμαστε «δυνατοί», «σκληροί», «να αντέχουμε», «να κάνουμε υπομονή». Από την άλλη δεν υπάρχει και κανείς να τη βοηθήσει. «Έγινα 25. Και πάλι τσακώθηκα με τη μαμά… Βαρέθηκα να μου λέει ότι θα μείνω γεροντοκόρη» σκέφτεται η νεαρή γυναίκα. Και στο μυαλό της έρχεται η φωνή της μαμάς: «Αν δεν παντρευτείς και δεν κάνεις παιδιά θα είσαι ένα… τίποτα!» της λέει. Κι έτσι φουντώνουν οι φωνές που «ακούει» η νεαρή κοπέλα. Φωνές που κάτι λένε αλλά συνήθως κρύβονται κάτω από την κατακραυγή και τα φάρμακα. Στο εξαιρετικό, κατατοπιστικό προλογικό του σημείωμα ο ψυχίατρος Λυκούργος Καρατζαφέρης επισημαίνει: «Αν μείνουμε σε μία μόνο θεώρηση, θα χάσουμε πολλά από τον πλούτο που η εμπειρία κουβαλάει. Ο J. Watkins (2010) μας θυμίζει πως “αν και οι άνθρωποι που παρουσιάζουν χαρακτηριστικά ψυχωσικά συμπτώματα (παραληρητικές ιδέες, ψευδαισθήσεις, απώλεια επαφής με την πραγματικότητα) ενδέχεται να έχουν πολύ διαφορετικές εσωτερικές εμπειρίες και να παλεύουν με πολύ δύσκολες καταστάσεις, μόλις διαγνωσθούν με “ψυχωσική νόσο” τείνουν να αντιμετωπίζονται με έναν πολύ ομοιόμορφο τρόπο, με τους περισσότερους να λαμβάνουν ψυχοτρόπα φάρμακα τα οποία συστήνεται να παίρνουν για μεγάλες περιόδους, πιθανότατα εφ’ όρου ζωής. Τα φάρμακα είναι πιθανόν να αποτελούν για πολλούς το μόνο σημαντικό στοιχείο μιας συνεχιζόμενης θεραπείας”. Όμως, τόσο οι λεγόμενες παρανοϊκές σκέψεις όσο και οι φωνές που συχνά τις συνοδεύουν μπορεί να αποτελούν έκφραση μιας μεταφοράς για υποβόσκοντα μηνύματα. Ορισμένες φορές, όταν οι άνθρωποι διηγούνται τις ιστορίες τους αυτές ακούγονται παράξενες, αλλά αν μπορέσουμε να τις αποκωδικοποιήσουμε ίσως μπορέσουμε να εξακριβώσουμε τη σημασία τους και τη σύνδεση ανάμεσα στις σκέψεις και τα συναισθήματα». Κι επειδή όλοι λίγο-πολύ έχουμε βρεθεί είτε οι ίδιοι είτε κάποιο κοντινό μας πρόσωπο σε μια κατάσταση που αυτά που λέμε ή αισθανόμαστε απαιτούν αποκωδικοποίηση, ο Λυκούργος Καρατζαφέρης διευκρινίζει ότι «η ικανότητα της αποκωδικοποίησης των φωνών και των παρανοϊκών σκέψεων ως έκφρασης μιας μεταφοράς για υποβόσκουσες σημασίες είναι ένα σημαντικό βήμα προς την ανάρρωση. Αν αναγνωριστούν οι μεταφορές, τότε οι φωνές και οι παρανοϊκές σκέψεις θα αρχίσουν να βγάζουν νόημα. Η σχέση με τις φωνές θα αλλάξει με θετικό τρόπο». Στο «Υπομονή θέλει» αυτός ο θετικός τρόπος δεν έρχεται ποτέ, τουλάχιστον μέχρι τη στιγμή που οι Πέτρου και Παναγιώτου επιλέγουν να δώσουν τέλος και να αφήσουν τη συνέχεια ανοικτή σε κάθε αναγνώστη. Μικρή σημασία θα είχε άλλωστε μια «κάποια λύσις», καθώς το επίκεντρο του βιβλίου δεν είναι η «θεραπεία» αλλά η καταγραφή της πορείας προς το πρόβλημα, ο εντοπισμός των ψηφίδων που ασυνείδητα τοποθετούνται μία μία στο τεράστιο ψηφιδωτό της ψυχικής διαταραχής. Σκόρπιες εικόνες, αποσπασματικές σκηνές, μικρά πολαρόιντ καθημερινότητας μιας νέας κοπέλας προστίθενται το ένα στο άλλο και όταν η «μεγάλη εικόνα» αρχίζει να σχηματίζεται, είναι πια αργά. Με αυτόν τον φαινομενικά αποσπασματικό τρόπο, με εικόνες και σκηνές που πέφτουν η μια πάνω στην άλλη δημιούργησε και ο Θανάσης Πέτρου την ιστορία. Στον μικρό του πρόλογο περιγράφει συνοπτικά τη διαδικασία και τα συναισθήματα όταν διάβασε πρώτη φορά το σενάριο της Μαρίας Παναγιώτου: «Διαβάζοντάς το, σοκαρίστηκα! Ήταν τόσο αληθινό! Οι εμμονικές επαναλήψεις, η άμεση, κοφτή γραφή ηχούσαν στα αφτιά μου σαν ποίημα ενός ανθρώπου που βρίσκεται σε παραλήρημα […] Έτσι, με τον τρόπο που διαβάζεται το κείμενό της, σαν να βρίσκεσαι σε εμπύρετη κατάσταση, ξεκίνησα να το δουλεύω τον Ιούλιο του 2019. Προσπαθώντας να ξεφύγω από αγκυλώσεις και στεγανά που δημιουργούν σε έναν σχεδιαστή τα λεπτομερή και καλά δομημένα σενάρια, τσαλαβουτώντας σε υλικά και διαφορετικές τεχνικές, ολοκλήρωσα σε έναν μήνα το κόμικς». Οι Θανάσης Πέτρου και Μαρία Παναγιώτου δεν είναι οι πρώτοι ούτε φυσικά οι τελευταίοι δημιουργοί κόμικς που ασχολούνται με το θέμα της ψυχικής υγείας. Από τη δεκαετία του 1970 κιόλας ο Justin Green είχε φιλοτεχνήσει το εν μέρει αυτοβιογραφικό «Binky Brown meets the Holy Virgin Mary» για τα προσωπικά του προβλήματα από την παιδική του ηλικία. Αυτοβιογραφικό ήταν και το «Marbles» της Ellen Forney με υπότιτλο «Mania, Depression, Michelangelo and Me» όπως και τα «Μήπως είσαι μάνα μου;» και «Θανατάδικο» της Άλισον Μπέχτελ, ενώ πιο αυτοσαρκαστικά και χιουμοριστικά περιέγραψε τον ψυχικό του κόσμο ο Ivan Brunetti στο «Schizo». Σε αυτή την αλυσίδα έρχεται να προστεθεί το «Υπομονή θέλει», ένα βιβλίο-σοκ με τα υπέροχα – για μια ακόμη φορά – σχέδια του Θανάση Πέτρου που μπορεί να μην είναι αυτοβιογραφικό αλλά μας αφορά όλους. Ιδιαίτερα στην παρούσα συνθήκη που η ψυχική υγεία δοκιμάζεται καθημερινά. Και το σχετικό link...
-
- 3
-
-
- υπομονή θέλει
- θανάσης πέτρου
-
(and 2 more)
Tagged with:
-
Ο Θανάσης Πέτρου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1971. Σπούδασε Γαλλική φιλολογία, Κοινωνιογλωσσολογία και Δημιουργία κόμικς. Από το 2005 έως το 2011 εργάστηκε στο «9» της Ελευθεροτυπίας. Από το 2012 διδάσκει στον ΑΚΤΟ. Έργα του: Ο τυμπανιστής και οι φίλοι του (Βιβλιοπέλαγος, 2008), Παραρλάμα και άλλες ιστορίες του Δημοσθένη Βουτυρά, σε σενάριο του Δημήτρη Βανέλλη (Τόπος, 2011), Το πτώμα, σε σενάριο των Τάσου Ζαφειριάδη και Γιάννη Παλαβού (Jemma Press – Καλύτερο εξώφυλλο 2011 στα Comicdom Awards και Έπαινος στην κατηγορία Εικονογράφηση εξωφύλλου στα βραβεία ΕΒΓΕ), Το Γιούσουρι και άλλες φανταστικές ιστορίες, σε σενάριο του Δημήτρη Βανέλλη (Καλύτερο κόμικς 2012 στα βραβεία Comicdom Awards. Actors – Έπαινος στην κατηγορία Εικονογράφηση βιβλίου και εξωφύλλου στα βραβεία ΕΒΓΕ), Η Μεγάλη Βδομάδα του Πρεζάκη, σε σενάριο του Δημήτρη Βανέλλη (Τόπος, 2015), βασισμένο στο ομότιτλο διήγημα του Μ. Καραγάτση, Στη μάχη του Μαραθώνα (Εκδόσεις Πατάκη, 2015, Κρατικό βραβείο βιβλίου γνώσεων 2016) και Στη μάχη των Θερμοπυλών (Εκδόσεις Πατάκη, 2016), κόμικς σε σενάρια της Κατερίνας Σέρβη, Αμανίτα μουσκάρια, σε σενάριο του Παύλου Μεθενίτη (Γνώση, 2016), Στη Σαλαμίνα και στις Πλαταιές, κόμικς σε σενάριο της Κατερίνας Σέρβη (Εκδόσεις Πατάκη, 2017), Γρα-Γρου, κόμικς σε σενάριο των Τάσου Ζαφειριάδη και Γιάννη Παλαβού (Ίκαρος, 2017, Βραβείο καλύτερου κόμικς και καλύτερου σεναρίου στα Ελληνικά Βραβεία Κόμικς 2018), Γιαννούλης Χαλεπάς, ο μύθος της νεοελληνικής γλυπτικής, σε σενάριο Δημήτρη Βανέλλη (Εκδόσεις Πατάκη, 2019). Το τελευταίο του βιβλίο, Οι όμηροι του Γκαίρλιτς (Ίκαρος, 2020), όπου πρώτη φορά υπογράφει ο ίδιος και τα κείμενα, μας έδωσε την αφορμή για την ακόλουθη συνέντευξη. Τι σας ώθησε να γράψετε ένα βιβλίο για τους ομήρους του Γκαίρλιτς; Κατά βάση ήταν η πολυεπίπεδη, σε ιστορικό και πολιτικό πλαίσιο, πραγματικότητα μέσα στην οποία έλαβαν χώρα τα γεγονότα, ξεκινώντας από την Ελλάδα και καταλήγοντας στη Γερμανία, που με συνάρπασε και έτσι αποφάσισα να ασχοληθώ με την ιστορία των Ελλήνων στρατιωτών στο Γκαίρλιτς. Επιπλέον, πρόκειται για μια περίπτωση «μικροϊστορίας» που έχει περάσει στα ψιλά γράμματα, γιατί για την ιστοριογραφία αποτέλεσε ένα παράδειγμα ατιμωτικής και προδοτικής συμπεριφοράς. Στο βιβλίο αυτό υπογράφετε τα σχέδια, αλλά και τα κείμενα. Πώς τα συνδυάσατε αυτά τα δυο; Αν και Οι όμηροι του Γκαίρλιτς είναι το δωδέκατο βιβλίο μου, είναι η πρώτη φορά που βρέθηκα στη θέση του σχεδιαστή αλλά και του σεναριογράφου. Μάλλον ήθελα να δοκιμάσω την ικανότητά μου και στη συγγραφή του σεναρίου, αλλά ενδόμυχα ίσως ήταν και μία επιθυμία να έχω εξ ολοκλήρου την ευθύνη της δημιουργίας. Ενώ μέχρι τώρα αφιέρωνα πολύ χρόνο στην έρευνα σε ό,τι αφορά το σχεδιαστικό κομμάτι ενός βιβλίου, στη συγκεκριμένη περίπτωση έκανα πρώτα τη συγκέντρωση του βιβλιογραφικού υλικού, ώστε να γράψω το σενάριο, και από τη στιγμή που το είχα ολοκληρώσει, ξεκίνησα τη διαδικασία της εικονογραφικής μεταφοράς του στο χαρτί. Ποιες δυσκολίες συναντήσατε τόσο στο συγγραφικό, όσο και στο σχεδιαστικό κομμάτι; Πολλές. Το να συγκεντρώσω το βιβλιογραφικό υλικό ήταν σχετικά εύκολο, ωστόσο ήθελα να διαβάσω όλα τα φύλλα των εφημερίδων που κυκλοφόρησαν στο Γκαίρλιτς, ώστε να βρω ποιες ήταν οι πληροφορίες που έφταναν στα αυτιά των πρωταγωνιστών. Για παράδειγμα, τι μάθαιναν από τις εξελίξεις στα πολεμικά μέτωπα, από την κατάσταση στην Ελλάδα, την επανάσταση στη Ρωσία; Φυσικά,ό,τι δημοσιευόταν στις δύο ελληνόφωνες εφημερίδες του Γκαίρλιτς ήταν φιλτραρισμένο μέσα από τη σχετική λογοκρισία που σίγουρα υπήρχε. Επιπλέον, επειδή έχουμε να κάνουμε με πραγματικές τοποθεσίες και ιστορικά γεγονότα, χρειαζόμουν πολύ φωτογραφικό υλικό ως υλικό αναφοράς, ώστε στο σχέδιο να υπάρχει η αίσθηση της αληθοφάνειας. Τι είναι αυτό που γοητεύει τον αναγνώστη όταν ανοίγει ένα βιβλίο με κόμικς; Όταν κάποιος ξεφυλλίζει ένα κόμικς, αυτό που αρχικά θα τον κερδίσει ή δεν θα τον κερδίσει είναι το σχέδιο. Δύσκολα θα διαβάσει ένας αναγνώστης κάτι που αισθητικά δεν του αρέσει. Τώρα βέβαια τι είναι αυτό που αρέσει στον καθένα και για ποιους λόγους είναι μια άλλη, πολύ μεγάλη, συζήτηση. Η ιστορία του κόμικς προφανώς δεν μπορεί να γίνει αντιληπτή, παρά μόνον όταν θα έχει ολοκληρώσει την ανάγνωση. Επομένως, σε μια πρώτη φάση αυτό που θα έλξει τον αναγνώστη είναι το αισθητικό-εικαστικό κομμάτι του κόμικς. Η αφήγηση της ζωής των ομήρων του Γκαίρλιτς γίνεται με μια ελεύθερη μεταφορά μιας συναρπαστικής και περίπλοκης καθημερινότητας, γεμάτης από σκοτάδια και ανασφάλεια, κι όλα αυτά με διαρκή αναφορά στην Ιστορία. Δεν είναι δύσκολο να ισορροπείς μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας; Δουλεύοντας το συγκεκριμένο κόμικς, ο φόβος μου ήταν κυρίως να μην προκύψει ένα απρόσωπο ιστορικό «ντοκιμαντέρ», αλλά να υπάρχουν πρωταγωνιστές οι οποίοι έζησαν τα συγκεκριμένα γεγονότα και αυτά είχαν συνέπειες στην προσωπικότητα και στον χαρακτήρα τους, χωρίς ωστόσο να παραμορφώσω ή να διαστρεβλώσω, τουλάχιστον εν γνώσει μου, την Ιστορία. Βέβαια, σαφώς το τι διάλεξα να δείξω ή τι πρόσθετα στοιχεία έβαλα, καθώς και ο τρόπος με τον οποίο το έκανα, έχει μια προσωπική φόρτιση μέσα από τη δική μου ιδεολογία, ηθική και αντίληψη. Από τα γραφόμενά σας καταλαβαίνει ο αναγνώστης ότι οι στρατιώτες ήταν τελείως άβουλοι και γι’ αυτούς αποφάσισε ο ανώτατος αξιωματικός. Μήπως όμως συμβαίνει κάτι ανάλογο και στην πολιτική; Οι απανταχού στρατιώτες πρέπει να υπακούουν στις διαταγές των διοικητών τους – αν δείξουν ανυπακοή, θα υποστούν τις συνέπειες. Όταν το 1916 οι Βούλγαροι εισέβαλαν στην Ανατολική Μακεδονία, το Δ’ Σώμα Στρατού επισήμως δεν μπορούσε να αντισταθεί, γιατί η Ελλάδα κρατούσε ουδέτερη στάση στον πόλεμο. Oπότε καταλήφθηκαν το οχυρό του Ρούπελ και όλη η Ανατολική Μακεδονία. Υπήρξαν, όμως, μεμονωμένες περιπτώσεις μικρών μονάδων του ελληνικού στρατού που αντιστάθηκαν στους Βούλγαρους. Αντίστοιχα υπήρξαν ομάδες βενιζελικών στρατιωτών και αξιωματικών οι οποίοι λιποτάκτησαν από το Δ’ Σώμα Στρατού, ώστε να ενωθούν με την επαναστατική κυβέρνηση του Βενιζέλου στη Θεσσαλονίκη. Οι υπόλοιποι στρατιώτες είτε θα ακολουθούσαν πειθήνια το σύνολο του Σώματος στο ταξίδι προς το άγνωστο είτε, αν έμεναν στην περιοχή της Καβάλας και της Δράμας, θα σφαγιάζονταν από τους Βούλγαρους. Οπότε προτίμησαν να ταξιδέψουν μην ξέροντας για πού, από το να χάσουν τη ζωή τους. Σε μία παρόμοια δυσχερέστατη θέση βρέθηκε και ο συνταγματάρχης Ι. Χατζόπουλος, ο εκτελών χρέη διοικητή, μια και ο στρατηγός διοικητής του Σώματος, την περίοδο που έγινε η εισβολή των Βουλγάρων, βρισκόταν με άδεια στην Αθήνα. Η απόφαση του φιλοβασιλικού συνταγματάρχη Χατζόπουλου ήταν κατά βάση μία πολιτική και όχι μια στρατιωτική απόφαση. Έπρεπε είτε να προδώσει τον βασιλιά είτε να προδώσει τα όπλα του και να παραδώσει ελληνικά εδάφη στους εισβολείς. Προτίμησε το δεύτερο. Αντίστοιχα, είναι μάλλον σίγουρο ότι πολιτικά πρόσωπα βρέθηκαν, βρίσκονται ή μπορεί να βρεθούν σε μία τόσο δεινή θέση ώστε να πρέπει να πάρουν πολύ δυσάρεστες αποφάσεις. Δύσκολα θα διαβάσει ένας αναγνώστης κάτι που αισθητικά δεν του αρέσει. Είναι πολύ ουσιαστικές και οι αναφορές που κάνετε στον Εθνικό Διχασμό. Γιατί οι συνέπειές του εξακολουθούν να μας ακολουθούν ως κατάλοιπο της ιστορικής κληρονομιάς; Γιατί πολύ απλά οι συνέπειες του Εθνικού Διχασμού ήταν καταστροφικές για την Ελλάδα και τελικά καθόρισαν καταλυτικά την Ιστορία της για πάνω από μισόν αιώνα. Πρώτα απ’ όλα έγινε η Μικρασιατική Καταστροφή του 1922, ήρθαν στην Ελλάδα κοντά στο 1,5 εκατομμύριο πρόσφυγες, ακολούθησε η Συνθήκη της Λωζάνης το 1923 και τελικά, μόλις έληξε η εμπόλεμη κατάσταση, πολλοί στρατιωτικοί έβγαλαν τη στολή και τα παράσημά τους, έβαλαν κοστούμι και γραβάτα και έγιναν πολιτικοί, πρωθυπουργοί, δικτάτορες – βλέπε Πάγκαλος, Πλαστήρας, Μεταξάς. Η τελευταία στρατιωτική δικτατορία έληξε το 1974, τότε καταργήθηκε και η μοναρχία και εξέπεσε του αξιώματός του ο Κωνσταντίνος Β’, μόλις τότε επισημοποιήθηκε το πολίτευμα της Ελλάδος, η αβασίλευτη κοινοβουλευτική δημοκρατία. Οι σημερινές διενέξεις στα ελληνοτουρκικά θέματα που αφορούν τα χωρικά ύδατα, την υφαλοκρηπίδα των ελληνικών νησιών του Αιγαίου περιστρέφονται γύρω από το τι προέβλεπε η Συνθήκη της Λωζάνης. Άρα οι συνέπειες του Εθνικού Διχασμού δεν έχουν πάψει να επηρεάζουν την Ελλάδα ακόμα και το 2020. Είναι αλήθεια ότι καταγράφηκαν τα τραγούδια και οι ελληνικοί χοροί των ομήρων του Γκαίρλιτς από τους Γερμανούς; Σώζεται σήμερα αυτό το σημαντικό υλικό; Ναι, πράγματι. Η παρουσία ενός τόσο μεγάλου αριθμού Ελλήνων στρατιωτών στο Γκαίρλιτς αποτέλεσε πόλο έλξης Γερμανών πανεπιστημιακών και ερευνητών, όπως φιλολόγων, λαογράφων, γλωσσολόγων. Αυτοί, θέλοντας κατά βάση να μελετήσουν τις ελληνικές διαλέκτους, αλλά και να συγκεντρώσουν λαογραφικά στοιχεία, ηχογράφησαν ποικίλο υλικό: αφηγήσεις παραμυθιών, τραγούδια, μουσικούς σκοπούς, ψαλμούς, αμανέδες. Το υλικό, που ξεπερνάει τους 100 δίσκους γραμμοφώνου, σώζεται μέχρι σήμερα, όπως και τα συνοδευτικά έγγραφα της κάθε ηχογράφησης. Διαβάζοντας το βιβλίο σας, σημείωσα κάποιες φράσεις και σταμάτησα να πάρω ανάσες για να το απολαύσω. Υπάρχουν τεχνικές και μυστικά στα βιβλία για να γοητεύονται οι αναγνώστες; Δεν μπορώ να μιλήσω ως συγγραφέας λογοτεχνίας, γιατί δεν είμαι. Το κόμικς είναι μια μορφή αφήγησης στην οποία συνδυάζονται εικόνες και κείμενο ακολουθώντας μία σκηνοθεσία. Αφηγηματικές και σκηνοθετικές τεχνικές φυσικά και υπάρχουν στα κόμικς, ώστε να δώσεις γρήγορο ή αργό ρυθμό ανάλογα με τον αριθμό και το μέγεθος των καρέ, διαλέγεις μεγάλα καρέ για να δώσεις μεγαλύτερη έμφαση σε κάποια συγκεκριμένα στοιχεία, επιλέγεις πλάνα, γωνίες ή αποστάσεις στο καδράρισμα που θα δημιουργούν συναισθηματική φόρτιση, σιωπηλά πλάνα, ελλειπτικά πλάνα, το χρώμα με το οποίο προσπαθείς να δημιουργήσεις μια ατμόσφαιρα. Δεν πρόκειται για κάποια επτασφράγιστα μυστικά, αλλά για στοιχεία που χρησιμοποιείς για να κάνεις, όσο μπορείς, πιο ελκυστική και αποτελεσματική την οπτική σου αφήγηση. Η οπτική αφήγηση μοιάζει με την κινηματογραφική απεικόνιση. Η ζωή όμως δεν είναι γεμάτη από άπειρες εικόνες; Ναι, μάλλον στη ζωή του ένας άνθρωπος βλέπει άπειρες εικόνες, όταν όμως δημιουργείς μια οπτική αφήγηση, ως δημιουργός πρέπει να κάνεις συνειδητές επιλογές. Για ποιους λόγους θα επιλέξεις να απεικονίσεις το τάδε ή το δείνα στοιχείο με έναν συγκεκριμένο τρόπο, γιατί θέλεις να δείξεις το συγκεκριμένο πλάνο τη συγκεκριμένη στιγμή; Όλα νομίζω πως είναι θέμα των επιλογών που κάνεις, φυσικά σε συνδυασμό με τις ικανότητες που διαθέτεις. Για να επιστρέψουμε στους Ομήρους του Γκαίρλιτς, κατά πόσο έχουν σχέση με την πραγματικότητα ή τη φαντασία οι πραγματικοί χαρακτήρες του βιβλίου; Οι χαρακτήρες που πρωταγωνιστούν εδώ είναι φανταστικοί, αλλά αντιπροσωπεύουν τρία στοιχεία του ελληνισμού ως γεωγραφική καταγωγή και συνοδεύονται από στοιχεία που συνδέονται με αυτή την καταγωγή. Ο ένας πρωταγωνιστής είναι Παλαιοελλαδίτης, από τη Μάνη, συντηρητικός και φιλοβασιλικός. Ο δεύτερος είναι Σμυρνιός και έχει έναν κοσμοπολίτικο αέρα που, άλλωστε, διέκρινε τη Σμύρνη, και ο τρίτος προέρχεται από τις Νέες Χώρες, όπως ονομάζονταν οι περιοχές που ενσωματώθηκαν στο ελληνικό κράτος μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους, και συγκεκριμένα από τη Θεσσαλονίκη. Οι δύο τελευταίοι είναι οπαδοί του Βενιζέλου. Από εκεί και πέρα στον λόγο, τη στάση και τη συμπεριφορά τους προσθέτω στοιχεία που φυσικά έχουν σχέση με τη δική μου προσωπικότητα, αντίληψη και ψυχολογία. Υπάρχει η πιθανότητα στο μέλλον να γράψετε πάλι ένα βιβλίο κόμικς εμπνευσμένο από την ελληνική Ιστορία; Είμαι στη φάση δημιουργίας μιας, κατά κάποιον τρόπο, συνέχειας. Ο Σμυρνιός πρωταγωνιστής από τους Όμηρους του Γκαίρλιτς συνεχίζει τη στρατιωτική θητεία του στο μικρασιατικό μέτωπο, οπότε μέσα από τα μάτια του θα δούμε ολόκληρη τη μικρασιατική εκστρατεία μέχρι τη Μικρασιατική Καταστροφή. Μπορεί ένα graphic novel να επηρεάσει θετικά τους εφήβους και τους ενήλικες, ώστε να γίνουν καλοί αναγνώστες; Το διάβασμα είναι μια διαδικασία που πρέπει να τη μάθεις και να την αγαπήσεις, δε θα σου συμβεί μια ωραία πρωία ουρανοκατέβατη. Αν δεν έχεις τη διάθεση να αφιερωθείς στην ανάγνωση ενός βιβλίου ή ενός κόμικς, δεν υπάρχει κάτι ή κάποιος που θα σου την επιβάλλει. Ο καθένας μόνος του θα βρει αυτό που του ταιριάζει και τον συναρπάζει. Κάποιου του αρέσει γενικά η λογοτεχνία, κάποιου άλλου του αρέσει μόνον η αστυνομική λογοτεχνία ή η επιστημονική φαντασία. Στα κόμικς υπάρχει τόσο μεγάλη θεματική και υφολογική ποικιλία, που ο καθένας μπορεί να βρει κάτι που θα τον έλξει. Εφόσον με τον όρο «καλός αναγνώστης» εννοείτε τον τακτικό αναγνώστη, τότε είναι σίγουρο πως κυκλοφορούν έργα στον χώρο των κόμικς και του graphic novel που θα τέρψουν και τον πιο απαιτητικό αναγνώστη. Τι θα προτείνατε στους αναγνώστες που θα διαβάσουν τη συνέντευξή σας; Ακούω τα δευτερόλεπτα να περνούν με τα δάχτυλά μου ακίνητα επάνω στο πληκτρολόγιο του υπολογιστή, οπότε μάλλον δεν έχω κάποια συγκεκριμένη απάντηση αυτή τη στιγμή.
-
Ο Θανάσης Πέτρου έχει ουκ ολίγες ιδιότητες. Εκτός από τα κόμικς και την εικονογράφηση, έχει επίσης ασχοληθεί με τη μετάφραση, έχει υπάρξει ερευνητής σε ακαδημαϊκό επίπεδο και είναι ερασιτέχνης (;) μουσικός. Αλλά ας τα πάρουμε από την αρχή. Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, το 1971. Αν τα σκίτσα/ζωγραφιές που έκανε από μικρός ήταν ο σπόρος, τα περιοδικά της δεκαετίας του '80 (Κολούμπρα, Σκαθάρι, Βαβέλ κ.λπ.) αποτέλεσαν το νερό που τον έκαναν να βλαστήσει. Το 1989 ξεκίνησε σπουδές στη Γαλλική Φιλολογία, τις οποίες θα συνεχίσει στη Γαλλία μεταξύ 1992 και 1993. Εκεί θα έρθει σε επαφή με την εγχώρια σκηνή και όχι μόνο, γεγονός που τον επηρέασε σε μεγάλο βαθμό. Επιστρέφοντας στην γενέτειρά του, έκανε μεταπτυχιακό στην Κοινωνιογλωσσολογία, με αποτέλεσμα να εργαστεί πάνω στην εκπαίδευση των Πομάκων (εξ ου και το nickname με το οποίο μπορείτε να τον βρείτε στο GC ). Συνεδρία στα γραφεία του 9: Τέρμα δεξιά ο περί ου ο λόγος και στο κέντρο ο μαέστρος του περιοδικού, Άγγελος Μαστοράκης Fast forward. Παρά τις σποραδικές δουλειές στο πλαίσιο εκθέσεων, η εμφάνιση του Πέτρου στα κόμικς έγινε το 2002. Τότε αποφάσισε να στείλει μια σύντομη ιστορία για τον 2ο Διαγωνισμό Νέων Ταλέντων του περιοδικού 9, «για πλάκα» όπως έχει πει. Τελικά, κέρδισε το πρώτο βραβείο και κατ' επέκταση μια τριετή υποτροφία για σχετικές σπουδές στον ΑΚΤΟ. Έτσι, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και την περίοδο αυτή δημιούργησε τις πρώτες του ιστορίες για φανζίν, για τα περιοδικά 9 και Γαλέρα, αλλά και για τα Φεστιβάλ της Βαβέλ. Κάποιες εξ αυτών θα συγκεντρωθούν αργότερα, στο άλμπουμ Ο Τυμπανιστής και οι φίλοι του (2008). Το 2015 το Πτώμα κυκλοφόρησε στα γαλλικά από την εκδοτική Steinkis Η διετία 2011-2012 ήταν ιδιαίτερα καθοριστική για τον Πέτρου. Η αρχή έγινε με το Παραρλάμα (2011), μια από τις πολλές συνεργασίες με τον Δημήτρη Βανέλλη, και το Πτώμα (2011). Το μεν αποτελεί μια συλλογή ιστοριών του διηγηματογράφου Δημοσθένη Βουτυρά, ορισμένες από τις οποίες είχαν προηγουμένως συμπεριληφθεί στο 9. Το δε, ένα κόμικ σε σενάριο των Τάσου Ζαφειριάδη και Γιάννη Παλαβού, εμπνευσμένο από μία αληθινή και μάλλον μακάβρια ιστορία. Αυτά, όπως και το Γιούσουρι (2012) που ακολούθησε λίγο μετά, τράβηξαν το ενδιαφέρον ενός ευρύτερου αναγνωστικού κοινού και συνοδεύτηκαν από σημαντικές διακρίσεις. Ακολούθησε μια περίοδος σχετικής εκδοτικής σιωπής, με εξαίρεση το artbook Actors (2013) και τη συμμετοχή στο Ας μιλήσουμε καθαρά για την ακροδεξιά (2014), και το 2015 κυκλοφόρησαν δύο νέες δουλειές του Πέτρου. Η μία ήταν Η Μεγάλη Βδομάδα του Πρεζάκη, μεταφορά του ομώνυμου διηγήματος του Μ. Καραγάτση, μαζί με τον συνήθη ύποπτο Βανέλλη. Η άλλη, ελαφρώς απρόσμενη, ήταν το άλμπουμ Στη Μάχη του Μαραθώνα, σε σενάριο της Κατερίνας Σέρβη. Η συνεργασία μαζί της συνεχίστηκε και με άλλα κόμικς όμοιας θεματολογίας (Στη Μάχη των Θερμοπυλών - 2016, Στη Σαλαμίνα και στις Πλαταιές - 2017). Το 2016 κυκλοφόρησε το μεγαλύτερο, από άποψη μεγέθους, εγχείρημα του Πέτρου, ήτοι το graphic novel Αμανίτα Μουσκάρια, μία ακόμη μεταφορά από τη λογοτεχνία. Συμμετείχε επίσης στο συλλογικό Το πιο κρύο καλοκαίρι (2016), μια έκδοση πάνω στο τραγικό ζήτημα του προσφυγικού. Η πιο πρόσφατη δουλειά του είναι το Γρα-Γρου (2017), η δεύτερη σύμπραξη με τους Ζαφειριάδη και Παλαβό, που βραβεύτηκε στα Ελληνικά Βραβεία Κόμικς και συζητήθηκε εκτενώς σε μη κομιξόφιλους κύκλους. Στις πιο «μικρές» δουλειές των τελευταίων ετών περιλαμβάνονται στριπ για την Εφημερίδα των Συντακτών. Όπως προαναφέρθηκε όμως, ο Πέτρου έχει και ένα αξιόλογο μεταφραστικό έργο. Έχει αποδώσει, από τα γαλλικά στα ελληνικά, τα Γκαρντούνο (2006) και Άλακ Σίνερ - Υπόθεση ΗΠΑ (2007), αλλά και το Ρεμπέτικο (2010, 2015). Είναι εξάλλου μύστης του μουσικού αυτού είδους και παίζει μπουζούκι, κιθάρα και μπάσο. Η δράση του στον χώρο του σχεδίου ολοκληρώνεται από τις μπόλικες εικονογραφήσεις που έχει κάνει (κυρίως εξώφυλλα βιβλίων) και τη διδασκαλία στον ΑΚΤΟ. Οι επιρροές του Πέτρου προέρχονται κατά βάση από την ευρωπαϊκή και λατινοαμερικάνικη παράδοσης. Μεταξύ των δημιουργών που επηρέασαν την τέχνη του είναι οι Alberto Breccia, Miguelanxo Prado, David Sala, Emmanuel Lepage και Domingo Mandrafina.
-
Οι Έλληνες στρατιώτες και αξιωματικοί που μεταφέρθηκαν στο γερμανικό Γκαίρλιτς κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, μπαίνουν στο καλλιτεχνικό μικροσκόπιο του Θανάση Πέτρου στο νέο του βιβλίο. Ξέρω τον Θανάση Πέτρου κάτι περισσότερο από 30 χρόνια και έχω παρακολουθήσει την καλλιτεχνική του διαδρομή από κοντά, οπότε είναι δύσκολο να παραμείνω αντικειμενικός και αποστασιοποιημένος. Ο Θανάσης, με την ευρυμάθειά του, την πολυσχιδή παρουσία του στα κόμικς και την εικονογράφηση, με τη μουσική και τα ρεμπέτικά του, με την πολυετή θητεία του στον χώρο της εκπαίδευσης γύρω από τα κόμικς, αποτελεί μια σπάνια περίπτωση δημιουργού. Τα μοναδικά σχέδιά του στις προσαρμογές έργων της ελληνικής λογοτεχνίας (Βουτυράς, Καρκαβίτσας, Παπαδιαμάντης, Καραγάτσης, Καβάφης, Καρυωτάκης κ.ά.) αλλά και η εμπεριστατωμένη και άψογα τεκμηριωμένη βιογραφία του «Γιαννούλη Χαλεπά», σε σενάρια του Δημήτρη Βανέλη, το «Πτώμα» που φιλοτέχνησε σε σενάριο του Γιάννη Παλαβού και του Τάσου Ζαφειριάδη, το «Αμανίτα Μουσκάρια» του συγγραφέα Παύλου Μεθενίτη και τόσες ακόμα δουλειές του, μεταξύ άλλων και η μηνιαία παρουσία του στο «Λεξικό της Κρίσης» σε αυτές εδώ τις σελίδες, είναι αποδείξεις της σπάνιας καλλιτεχνικής του συνέπειας και ακρίβειας. Με το νέο του βιβλίο, που κυκλοφόρησε πριν από λίγες ημέρες από τις εκδόσεις Ίκαρος με τίτλο «Οι όμηροι του Γκαίρλιτς», ρίχνει φως σε μια από τις λιγότερο γνωστές πτυχές της ελληνικής ιστορίας. Οι «όμηροι», φαντάροι και αξιωματικοί του ελληνικού στρατού που, λόγω μιας σειράς δυσμενών συγκυριών, ανάμεσα σε Βούλγαρους και Αγγλογάλλους και λόγω των ελληνικών παλινωδιών, αφέθηκαν στη μοίρα τους το 1916 και κατέληξαν στο Γκαίρλιτς της Γερμανίας. Ο Θανάσης Πέτρου εξηγεί στο «Καρέ Καρέ» τις λεπτομέρειες αυτού του συγκλονιστικού και τραγικού οδοιπορικού των άτυχων φαντάρων. Μετά από περίπου 30 χρόνια παρουσίας στα ελληνικά κόμικς και πολλές συνεργασίες με σεναριογράφους και συγγραφείς, αποφάσισες πρώτη φορά να αναλάβεις ο ίδιος το σενάριο του έργου σου. Τι άλλαξε; Ακούγεται σαν να είμαι ο… Μαθουσάλας των κόμικς στην Ελλάδα. Όντως το πρώτο μου κόμικς το έκανα κάπου το 1991, αλλά η πρώτη μου δημοσίευση έγινε το 2002 στο «9» της Ελευθεροτυπίας, ενώ σε άλμπουμ οι δουλειές μου άρχισαν να εκδίδονται από το 2008. Η επιλογή του θέματος ήταν αρκετά ιδιαίτερη και, πολύ απλά, ήθελα να δοκιμάσω τις δυνάμεις μου και στο κομμάτι του σεναρίου. Έχεις ασχοληθεί με πολέμους στην αρχαιότητα στη σειρά σου από τις εκδόσεις Πατάκη, με τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο στο «Αμανίτα Μουσκάρια» και τη συμμετοχή σου στο «Ένα Γλυκό Ξημέρωμα» και τώρα έρχεται ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Πώς είναι να κάνεις κόμικς για πολέμους; Ο πόλεμος είναι μια σύγκρουση σε μαζική κλίμακα και είναι κυριολεκτικά συνυφασμένος με τη ζωή και την ύπαρξη του ανθρώπου στον πλανήτη. Επομένως, το να ασχολείσαι με ένα «πολεμικό» θέμα σημαίνει ουσιαστικά ότι ψάχνεις τις προεκτάσεις μιας ιστορίας σε πολλά επίπεδα: κοινωνικό, πολιτικό, πολιτιστικό, προσωπικό. Τι ήταν αυτό που σου κέντρισε τόσο το ενδιαφέρον στην ιστορία του Γκαίρλιτς; Μια ομολογουμένως γενικά άγνωστη ιστορία… Αφενός ότι πρόκειται για μια ελάχιστα γνωστή πτυχή της ελληνικής ιστορίας, στην οποία αντικατοπτρίζονται οι πολιτικές συνθήκες της εποχής, και αφετέρου το ότι τα ίδια τα γεγονότα είχαν συναρπαστικό ενδιαφέρον. Χαρακτηρίζεις την ιστορία ως μια περίπτωση «διχασμού και πολέμου». Είναι τελικά η ελληνική ιστορία γεμάτη διχασμούς; Φταίει η μαύρη μας η μοίρα, η βαλκανική μας παράδοση, η διαρκής εξάρτησή μας; Είτε αναφερθούμε σε αυτοκρατορίες και φεουδαρχικά καθεστώτα, είτε σε εθνικά κράτη, η παγκόσμια ιστορία είναι γεμάτη από διχασμούς, εμφύλιους σπαραγμούς, ανίερες συμμαχίες, προδοσίες, δολοπλοκίες και παρόμοια μπλεξίματα, οπότε δεν νομίζω πως είμαστε σε χειρότερη μοίρα από άλλες περιοχές όπου εμφανίστηκαν παρόμοιες καταστάσεις. Τελικά η Ιστορία γράφεται από τα μεγάλα γεγονότα, από τις μάζες και τους λαούς ή από μικρές ιστορίες που πρέπει να συναρμολογήσουμε για να την κατανοήσουμε; Δεν είμαι ειδικός για να απαντήσω για την ιστοριογραφία και τις ιστορικές σχολές, πάντως οι ιστορικοί που συνδέθηκαν ή επηρεάστηκαν από το περιοδικό Annales πρότειναν μια ιστορία η οποία προκύπτει από τη σύνθεση πολλών στοιχείων από ευρύτερους χώρους και δεν περιορίζεται στην καταγραφή μεγάλων γεγονότων. Φημίζεσαι για την τεκμηρίωση στα έργα σου, για την ακρίβεια και την επιμονή στην πιστότητα. Μετά τον Χαλεπά και την εξαντλητική έρευνα που κάνατε με τον σεναριογράφο Δημήτρη Βανέλη, πώς εργάστηκες στο Γκαίρλιτς; Η βιβλιογραφία για την ιστορία του Γκαίρλιτς είναι αρκετά μικρή σε αριθμό έργων, ωστόσο άντλησα πολύ βοηθητικό υλικό από τις δύο ελληνικές εφημερίδες που κυκλοφορούσαν στο Γκαίρλιτς και γενικά στη Γερμανία, τα «Νέα του Görlitz» και τα «Ελληνικά Φύλλα» (είναι διαθέσιμες από το αρχείο της Βουλής), όπως και από τον ελλαδικό ημερήσιο Τύπο. Όσον αφορά το φωτογραφικό υλικό, βρήκα πολλές πηγές σε γερμανικές και πολωνικές ιστοσελίδες. Οι στρατιώτες και οι αξιωματικοί της ιστορίας σου ήταν προδότες ή ήρωες; Όπως λέει και ένας από τους χαρακτήρες σου ήταν «τυχεροί ή άτυχοι»; Ή η Ιστορία δεν μπορεί να γράφεται με μανιχαϊστικά δίπολα; Για μένα προσωπικά δεν ήταν ούτε ήρωες ούτε προδότες. Βρέθηκαν σε πρωτόγνωρες συνθήκες και προσπάθησαν να προσαρμοστούν σ’ αυτές και να επιβιώσουν. Υπήρχαν ανθρώπινες απώλειες, ενώ αρκετοί μάλιστα ρίζωσαν στο Γκαίρλιτς και έζησαν την υπόλοιπη ζωή τους εκεί. Βεβαίως, οι περισσότεροι επέστρεψαν στην Ελλάδα και ξαναβρέθηκαν σε συνθήκες έντονης πολιτικής πόλωσης, οπότε θεωρήθηκαν συλλήβδην προδότες και ριψάσπιδες. Ο δημοσιογράφος Στέφανος Κρατερός κυκλοφόρησε το 1918 ένα μικρό βιβλίο με τίτλο «Γκαίρλιτς», όπου χαρακτηρίζει, με λάβρο ύφος, το Γκαίρλιτς ως «εφιάλτη» και «φυτώριο προδοτών» και λέει ότι η ιστορία του θα είναι «μια μουντζούρα άσβεστη στους χρόνους τους κατοπινούς». Ωστόσο, πιο νηφάλια, το 1931, ο Γεώργιος Βεντήρης στο βιβλίο του «Η Ελλάς του 1910-1920» έγραφε: «Η ατίμωσις και η συμφορά της Καβάλας δεν έχουν ούτε θα έχουν συγχώρησιν ή δικαιολογίαν. Έχουν εξήγηση. Την τύφλωσιν εκ του εμφυλίου πολέμου». Έχεις μια πλούσια καριέρα στα κόμικς. Ταυτόχρονα είσαι καθηγητής στον ΑΚΤΟ, ενώ έχεις σπουδές στη γλωσσολογία και έχεις ασχοληθεί με τη μουσουλμανική μειονότητα της Δυτικής Θράκης. Στο βιβλίο σου αυτό αισθάνθηκα ότι συνδυάζεις όλες αυτές τις ιδιότητες. Ισχύει κάτι τέτοιο; Εφόσον ήμουν και στη θέση του σεναριογράφου, άλλοτε συνειδητά και άλλοτε ασυνείδητα, τα στοιχεία που συνθέτουν τον χαρακτήρα μου και έχουν σχέση με τις καταβολές, τις εμπειρίες και τις προτιμήσεις μου πέρασαν στο αφηγηματικό κομμάτι του κόμικς πολύ περισσότερο σε σχέση με άλλες δουλειές που είχαν γίνει συνεργατικά. Τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότεροι Έλληνες δημιουργοί στρέφονται στην ελληνική ιστορία, σύγχρονη ή παλαιότερη, για να φιλοτεχνήσουν τα έργα τους. Πού το αποδίδεις αυτό; Και πώς βλέπεις να εξελίσσεται η προσπάθεια για τον εορτασμό των 200 ετών από το 1821, σε καλλιτεχνικό επίπεδο εννοώ. Σκέφτεσαι να δημιουργήσεις κάτι για την επέτειο αυτή; Δεν μπορώ να απαντήσω με βεβαιότητα. Υποθετικά μιλώντας, ενδεχομένως να αλλάζουν τα γούστα και οι προτιμήσεις τους και αντίστοιχα τα θέματα που τους ενδιαφέρουν. Ίσως να υπάρχουν τέτοιες προτάσεις από εκδότες προς δημιουργούς. Όσο για τον εορτασμό των 200 ετών, ελπίζω να μην εξελιχθεί σε μια πατριωτική θριαμβολογία που ακολουθεί τα στεγανά των σχολικών εθνικών αφηγήσεων. Θα έχω μια μικρή συμμετοχή σε μια συλλογική έκδοση που ετοιμάζεται και νομίζω πως θα είναι λίγο πιο νηφάλια. Στον επίλογο του βιβλίου σου αναφέρεσαι στη Μικρασιατική Καταστροφή. Ήταν, μεταφορικά μιλώντας, η τραγική κατάληξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου; Πράγματι, όπως αναφέρεις, σκέφτεσαι σε μια μελλοντική σου δουλειά να ασχοληθείς με αυτή την περίοδο της Ιστορίας; Η Μικρασιατική Καταστροφή ήταν μια τραγική κατάληξη γενικά για τον ελληνισμό, αλλά ταυτόχρονα, για τον ελλαδικό χώρο σήμανε την αρχή μιας νέας εποχής. Αυτό που αναφέρω ως μελλοντική δουλειά έχει πάρει πλέον μια σαφή μορφή και είναι στο στάδιο της δημιουργίας - ελπίζω να την έχω ολοκληρώσει στον επόμενο χρόνο. Ποια είναι τα επόμενα σχέδια; Συνεργασία με κάποιον σεναριογράφο; Μια νέα προσωπική σου δουλειά; Δουλεύεις ήδη πάνω σε κάτι καινούργιο; Όπως προανέφερα ήδη δουλεύω τη «συνέχεια» του βιβλίου που μόλις κυκλοφόρησε, προσπαθώντας να παρουσιάσω τα ιστορικά γεγονότα μέχρι το 1922. Παράλληλα συζητάμε για μια μελλοντική συνεργασία με τον Τάσο Ζαφειριάδη, αλλά γι' αυτήν είναι πολύ νωρίς για να αναφέρω λεπτομέρειες. Και το σχετικό link...
-
- 6
-
-
-
- οι όμηροι του γκαίρλιτς
- θανάσης πέτρου
- (and 3 more)
-
Ενα ρεμπέτικο τραγούδι, μία από τις πρώτες ηχογραφήσεις μπουζουκιού στην ελληνική μουσική Ιστορία, έδωσε την ώθηση για αυτό το βιβλίο. Το τραγούδι λέγεται «Χήρα ν’ αλλάξεις το όνομα», μπουζούκι παίζει ο Κώστας Καλαμάρας από τη Σύρο, και τραγουδά ο Απόστολος Παπαδιαμάντης από στη Σκιάθο. Η ηχογράφηση έγινε στην πόλη Γκαίρλιτς της Σιλεσίας, στη Γερμανία, τον Ιούλιο του 1917 από τη Βασιλική Πρωσική Φωνογραφική Επιτροπή. To πολυσέλιδο graphic novel «Οι όμηροι του Γκαίρλιτς. Μια απίστευτη, αληθινή ιστορία διχασμού και πολέμου» σε σενάριο και σχέδιο του Θανάση Πέτρου που μόλις κυκλοφόρησε, αποδεικνύει ότι τόσο ο εκδοτικός οίκος «Ικαρος» όσο και ο συγγραφέας έχουν τόλμη αλλά και άποψη στις επιλογές τους. ΄Η όπως μας λέει ο δημιουργός του κόμικ –από τους γνωστότερους Ελληνες σχεδιαστές– όταν τον ρωτάμε πώς αποφάσισε να ασχοληθεί με αυτό το θέμα: «Ευτυχώς η δική μου τρέλα βρήκε ανταπόκριση στον “Ικαρο”». Χάρη στη συνεργασία τους λοιπόν, φωτίζεται ένα πολύ ιδιαίτερο και άγνωστο κομμάτι της πρόσφατης ελληνικής Ιστορίας. Το 1916, στη διάρκεια του τρίτου χρόνου του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η Ελλάδα προσπαθούσε να διατηρήσει στάση ουδετερότητας. Οταν ο βουλγαρικός στρατός με συμμάχους τους Γερμανούς εισέβαλε στην Ανατολική Μακεδονία στις 18 Αυγούστου του 1916, το Δ΄ Σώμα Στρατού, που είχε εκεί την έδρα του, βρέθηκε μεταξύ σφύρας και άκμονος. Οι Ελληνες στρατιώτες ήταν αποκλεισμένοι, αλλά δεν είχαν δικαίωμα να αντισταθούν στους Βουλγάρους, καθώς οι Γερμανοί έδωσαν εγγυήσεις στον βασιλιά Κωνσταντίνο ότι δεν κινδύνευε από αυτούς η ακεραιότητα της χώρας. Στο μεταξύ, η διαμάχη του βασιλιά Κωνσταντίνου με τον πρωθυπουργό Βενιζέλο για τη στάση που θα κρατούσε η Ελλάδα απέναντι στα στρατόπεδα των αντιμαχόμενων δυνάμεων του Μεγάλου Πολέμου είχε κορυφωθεί, και η χώρα ζούσε χωρισμένη στα δύο, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Μία από τις πιο τραγικές συνέπειες του Εθνικού Διχασμού ήταν η παράδοση αμαχητί και με πλήρη οπλισμό του Δ΄ Σώματος στρατού στους Γερμανούς. Συνέβη στις 22 Σεπτεμβρίου 1916, όταν περίπου 6.000 στρατιώτες, περίπου 400 αξιωματικοί, δυνάμεις της ελληνικής χωροφυλακής, στρατιωτικοί υπάλληλοι και αρκετές γυναίκες και παιδιά αξιωματικών εγκατέλειψαν με τρένο τη Δράμα με κατεύθυνση το Γκαίρλιτς, όπου έζησαν για τα επόμενα δυο χρόνια σε ένα ιδιότυπο καθεστώς αιχμαλωσίας. Μπορεί ένα κόμικ να αφηγηθεί μια τέτοια σύνθετη πολιτική και στρατιωτική ιστορία; Προφανώς, αφού πλέον το είδος έχει εξελιχθεί και δεν απευθύνεται μόνον σε παιδιά, αλλά και σε απαιτητικούς ενήλικες. Ο Θανάσης Πέτρου, που με τους «Ομήρους του Γκαίρλιτς» δημιουργεί για πρώτη φορά σενάριο και σχέδια, εργάστηκε ως ερευνητής, συγκέντρωσε υλικό και πληροφορίες από αρχεία και παραθέτει στο τέλος του βιβλίου πλήρη βιβλιογραφία και έναν επίλογο για τις ιστορικές εξελίξεις μετά το τέλος της αιχμαλωσίας. «Ομως δεν υπογράφω ένα ντοκιμαντέρ», διευκρινίζει. Μολονότι μένει πιστός στα ιστορικά γεγονότα, η αφήγηση είναι δραματοποιημένη και μυθοπλαστική. «Το ζήτημα ήταν να βρω ένα αφηγηματικό όχημα για να πω την ιστορία μου. Εφτιαξα λοιπόν τρεις ήρωες που πρωταγωνιστούν –τρεις φαντάρους–, και ένας από αυτούς γίνεται αφηγητής. Ο πρώτος είναι σαν και μένα Θεσσαλονικιός. Ο δεύτερος είναι Σμυρνιός και ο τρίτος Μανιάτης. Ο Θεσσαλονικιός και ο Σμυρνιός είναι βενιζελικοί, ο Μανιάτης φανατικά βασιλικός. Ετσι συμπληρώνεται το μωσαϊκό που αντικατοπτρίζει το πολιτικό κλίμα της εποχής, ενώ μέσα από τα μάτια τους παρακολουθούμε την Ιστορία». Πηγή
-
Ο Γιαννούλης Χαλεπάς, ο σημαντικότερος νεοέλληνας γλύπτης, ο πιο εμβληματικός νεοέλληνας εικαστικός καλλιτέχνης - Φειδίας και Θεόφιλος μαζί. «Είναι ανόητοι», έλεγε για τους αρχαίους αλλά και τους σύγχρονους Έλληνες «που παριστάνουν την Αθηνά με περικεφαλαία. Εγώ τη φαντάζομαι, θεά της σοφίας και βοσκοπούλα, με ένα αρνάκι στον ώμο της». Ο Γιαννούλης Χαλεπάς, που γεννήθηκε στα μισά του 19ου αιώνα στην Τήνο, αυτό το νησάκι-μήτρα των θεμελιωτών της νεοελληνικής ζωγραφικής και γλυπτικής. Ποιος άλλος τόπος μπορεί να καμαρώσει για έναν Λύτρα, έναν Γύζη, τον Φιλιππότη, τους Σώχους; Το γονίδιο αυτών των νησιωτών πρέπει να περιέχει δροσοσταλίδες από χρώμα και ψήγματα από μάρμαρο. Ο νεαρός Γιαννούλης, με τα σπινθηροβόλα δάχτυλα, που εκκινώντας από την Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου και το αθηναϊκό εργαστήρι του, όρμηξε να φουντάρει στο κενό από ένα παράθυρο δευτέρου ορόφου στη Σμύρνη, που έζησε δεκατέσσερα χρόνια τρόφιμος στο Φρενοκομείο Κερκύρας. Η δύσκολη ζωή πολλών ‘καταραμένων ποιητών’ αυτού του κόσμου, ωχριά μπροστά στη σιγανή του, κρυμμένη περιπέτεια. Ο μπαρμπά-Γιαννούλης Χαλεπάς, που σώρευε πηλό απ’ τα βουνά και τον εσμίλευε με τη γωνιώδη του ψυχή. Και έβοσκε τα πρόβατά του και (ίσως) ρωτούσε τους σπάνιους διαβάτες των ραχών, όταν θα έχανε κανένα κατσικάκι απ’ το πεδίο της όρασής του, «ε, εσύ, αιώρακα τας αίγας μου;». Για σαράντα χρόνια οι καλλιτέχνες ή φιλότεχνοι, μποέμ νεοέλληνες της εποχής τον είχαν χαμένο, οι περισσότεροι τον νόμιζαν νεκρό. Και όταν τον ανακάλυψαν εκ νέου, στα γεροντάματά του πια, πάμπτωχο να κάνει θελήματα στο χωριό του και να ζωγραφίζει τους τοίχους του πατρικού του σπιτιού, γιατί που να βρει ένα λευκό χαρτί... Ο μπαρμπά-Γιαννούλης δεν κράτησε κακία σε κανέναν. «Ελάτε στη Θεσσαλονίκη», τον προσκάλεσε κάποτε ο μουσικοσυνθέτης Αιμίλιος Ριάδης. «Ελάτε, να δείτε και τον Όλυμπο». «Έχω δει στη ζωή μου ψηλότερα βουνά», απάντησε ο πρωτομάστορας, «τον Γολγοθά». Πριν από λίγους μήνες η ζωή του έγινε κόμιξ-βιβλίο: «Γιαν. Χαλεπάς: Ο μύθος της νεοελληνικής γλυπτικής» τιτλοφορείται και ήδη κυκλοφορεί η δεύτερη έκδοσή του. Με σεβασμό και αγάπη στον μπaρμπά-Γιαννούλη, στο έργο και τη μνήμη του, με εμμονή στην ιστορική ακρίβεια των καρέ της ζωής του, ο Θανάσης Πέτρου σχεδίασε και ο Δημήτρης Βανέλλης έγραψε το σενάριο. Και έφτιαξαν μαζί μια ασπρόμαυρη κινηματογραφική ταινία στο χαρτί. Νομίζω πως πολύ θα το χαιρόταν αυτό το βιβλίο ο Γιαννούλης Χαλεπάς, γιατί μας μεταφέρει τον βίο του ολιγόλογα, όπως κι αυτός συνήθιζε να εκφράζεται, με σχέδια και ζωγραφιές από καρδιάς. Όμως, ακόμα και ο Θανάσης Πέτρου, που εντρύφησε στον βίο του Χαλεπά, παραδέχτηκε το προφανές για τέτοιες σκοτεινές ιδιοφυίες: «Πως να μπει κανείς στην ψυχοσύνθεση του Χαλεπά, πως να καταλάβεις τι έχει αλήθεια βιώσει; Μόνο η καρδούλα του το ήξερε». - Πριν ξεκινήσουμε να μιλάμε για τον ίδιο τον Χαλεπά, να πούμε δυο λόγια για το πως εσείς ξετυλίγετε σε αυτό το κόμιξ την ιστορία του; Ο Βανέλλης, ως συγγραφέας, έκανε ένα τέχνασμα: εφηύρε έναν αφηγητή, που είναι επισκεπτης στον Πύργο της Τήνου το 1915. Αυτός βρίσκει τον Χαλεπά, γέροντα πλέον, να κάνει θελήματα στο χωριό και να ζωγραφίζει σε ένα μαρμάρινο τραπέζι, χαράζοντάς το. Ρωτάει ποιος είναι - τον είχε ακουστά ως γλύπτη - και αναρωτιέται: «Είναι ζωντανός ο Χαλεπάς; Δεν έχει πεθάνει;». Ο αφηγητής ξεκινά να ψάχνει τη ζωή του Χαλεπά, αναζητά αρχεία, μιλάει με ανθρώπους και έτσι, σιγά σιγά, κτίζουμε μια εγκιβωτισμένη αφήγηση, όπου μέσα από τη δράση του αφηγητή, ανακαλύπτουμε γραμμικά την ιστορία του Χαλεπά. - Πάμε στην ίδια την ιστορία του μπαρμπά- Γιαννούλη; Μεταξύ των μεγάλων μαστόρων της τέχνης στη χώρα μας, αυτός περπάτησε μια από τις πιο σκοτεινές διαδρομές. Ο Χαλεπάς γεννήθηκε το 1851 στον Πύργο της Τήνου και από μικρός έδειξε ενδιαφέρον για την τέχνη. Ο πατέρας του ήθελε να τον σπουδάσει έμπορο - έφηβο ακόμα, τον έστειλε σε Εμπορική Σχολή στην Ερμούπολη της Σύρου, αλλά ο Χαλεπάς δεν ήθελε να ακολουθήσει τέτοιο μέλλον και έπεισε την οικογένειά του να σπουδάσει Καλές Τέχνες. - Η οικογένειά του είχε καλλιτεχνική φλέβα πάντως... Ναι, βέβαια. Ο πατέρας του ήταν σπουδαίος μαρμαροτεχνίτης. - Και το χωριό τους ολόκληρο είχε μεγάλη παράδοση σε αυτή την τέχνη. Όλα τα λατομεία μαρμάρου της Τήνου, γύρω από τον Πύργο βρίσκονται. Ο πατέρας του Χαλεπά μάλιστα έφτασε να έχει τρία υποκαταστήματα: στην Αθήνα, στο Βουκουρέστι και στα Αλάτσαρνα της Σμύρνης. Στο Μουσείο Μαρμαροτεχνίας (που δημιούργησε το Πολιτιστικό Ίδρυμα της Τράπεζας Πειραιώς) στον Πύργο της Τήνου εκτίθεται ένα καταπληκτικό σχέδιο με μολύβι, ενός τέμπλου που είχε φτιάξει ο πατέρας του Χαλεπά. «Το 1870 σύσσωμη η οικογένεια Χαλεπά μετακομίζει στην Αθήνα- και εγκαθίστανται στην περιοχή γύρω από τις οδούς Μαυρομιχάλη και Ασκληπιού. Δούλευαν οι Τηνιακοί μαρμαρογλύπτες στην Ακαδημία που χτιζόταν τότε και έμεναν όλοι τους εκεί κοντά. Ο Γιαννούλης Χαλεπάς εγγράφεται στο Σχολείο των Τεχνών, όπως λεγόταν τότε η ΑΣΚΤ. Τελειώνει τις σπουδές του γρηγορότερα από το κανονικό και φεύγει στο Μοναχο με υποτροφία από το Ίδρυμα Ευαγγελιστρίας της Τήνου. Η Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου ήταν τότε το πανευρωπαϊκό κέντρο των σπουδών ζωγραφικής και γλυπτικής. Ο Χαλεπάς διαπρέπει και στο Μόναχο - όντας πρωτοετής σπουδαστής - το γλυπτό του ‘Φιλοστοργία’ κερδίζει το πρώτο Βραβείο σε διαγωνισμό. Φτιάχνει τον ‘Σάτυρο’ και κερδίζει ξανά. Στην Ελλάδα, όμως, τα έργα του απορρίπτονται - δεν τα δέχονται σε εκθέσεις. Ο ίδιος απογοητεύεται και, περίπου ταυτόχρονα, για άγνωστους λόγους (ή μάλλον λόγω έλλειψης βύσματος) η υποτροφία του διακόπτεται. Όπως είπε πολλά χρόνια αργότερα ένας συμφοιτητής του στο Μόναχο, η ίδια υποτροφία δόθηκε αντί του Χαλεπά σε έναν άλλο Τήνιο φοιτητή Μηχανικής ή Θεολογίας που άφησε πρόωρα την τελευταία του πνοή, ψάχνοντας να βρει τον πάτο στο βαρέλι της μπύρας». «Χάνοντας την υποτροφία, ο Χαλεπάς δεν μπορεί πλέον να τα βγάλει πέρα στο Μόναχο, οπότε εγκαταλείπει τις σπουδές του, πηγαίνει στο Βουκουρέστι, όπου εργάζεται για λίγο στο εργαστήρι του πατέρα του, και επιστρέφοντας στην Αθήνα ανοίγει το πρώτο δικό του εργαστήρι γλυπτικής στην οδό Μητροπόλεως, πολύ κοντά στην πλατεία Συντάγματος. (Αν κατάφερα να υπολογίσω σωστά, ακριβώς δίπλα από το κτίριο που τώρα βρίσκονται τα KFC). Και όταν οι δικοί του φτιάχνουν καινούργιο σπίτι στη Μαυρομιχάλη, τους ακολουθεί και ξεκινάει νέο εργαστήριο εκεί. Στη Μαυρομιχάλη τον επισκέπτεται η μητέρα της (αποθανούσας) Σοφίας Αφεντάκη και του δίνει παραγγελία να φτιάξει την ‘Κοιμωμένη’. Εκεί συνέβη ένα περιστατικό (δεν είναι εντελώς επιβεβαιωμένο αλλά έτσι μαρτυρείται), ότι όταν ο Χαλεπάς ολοκλήρωσε το πήλινο πρόπλασμα σε φυσικό μέγεθος, η μητέρα της Αφεντάκη του έκανε κάποιες παρατηρήσεις. Αυτός τσαντίστηκε και το έσπασε. Μετά το κόλλησε ξανά, αλλά, πλέον, είχε πάρει την κατιούσα συναισθηματικά και ψυχολογικά - άρχισε να έχει κρίσεις. Νεαρός ήταν τότε, 27 χρονών, ερωτεύτηκε και μια συγχωριανή του, ανιψιά ενός βουλευτή από την Τήνο, αλλά δεν του τη δίνανε, γιατί ως καλλιτέχνη, τον θεωρούσαν παρακατιανό. Αυτή ήταν μια μεγάλη ερωτική απογοήτευση για τον Γιαννούλη - δούλευε την ίδια περίοδο ατελείωτες ώρες, 20ωρα κάθε μέρα». - Έπαθε burn out; Ναι, ήταν τελειομανής και «κάηκε». Έπαθε υπερκόπωση, άρχισαν οι κρίσεις μανιοκατάθλιψης. - Θυμάμαι κάτι που έχει γράψει ο Γ. Σκαμπαρδώνης, ότι πολλούς ανθρώπους τους τσακίζει το βάρος μιας μεγάλης ιδέας... Τέτοια περίπτωση ήταν και ο Χαλεπάς: εργασιομανής, τελειομανής, μοναχικός χαρακτήρας. Τελικά, καταλήγει από το 1880 να ζει ξανά στην Τήνο, όπου δεν κάνει απολύτως τίποτα. Υπάρχουν κάποιες μαρτυρίες του μεγαλύτερου αδερφού του, του Νικόλα που μας αναφέρει ο συγγραφέας (και βιογράφος του Χαλεπά) Στρατής Δούκας - είχε κρίσεις, μονολογούσε ή τσίριζε, φώναζε, ήταν κυκλοθυμικός έως επιθετικός καμιά φορά. «Ο Χαλεπάς ζούσε τότε στο πατρικό τους σπίτι, με τη μάνα του και τις δυο αδελφές του - και η μάνα του είχε ανέκαθεν αντιρρήσεις στην ενασχόληση του Γιαννούλη με την γλυπτική, θεωρούσε πως του έκανε κακό. Ούτε υπήρχαν τότε ψυχίατροι ή κάτι σχετικό - για τους ψυχικά ασθενείς η πιο διαδεδομένη ‘θεραπεία’ ήταν να τους πηγαίνουν σε μοναστήρια και να τους ‘διαβάζουν’ οι καλόγεροι... Τελικά του πρότειναν ψυχρολουσίες και θερμά λουτρά. Και πηγαίνει ο Χαλεπάς στα Αλάτσαρνα της Σμύρνης, όπου εκείνη την εποχή εργαζόταν ο αδελφός του, ‘κράταγε’ το εργαστήρι του πατέρα τους. Και κάνει την πρώτη απόπειρα αυτοκτονίας εκεί». - Ξέρουμε πώς; Προσπάθησε να πηδήξει από ένα παράθυρο, από τον δεύτερο όροφο - τον έπιασε και τον έσωσε ο αδερφός του. Τραυματίστηκε μόνο από τα σπασμένα γυαλιά. «Και μετά οι γιατροί του συνιστούν να ταξιδέψει. Επί ένα μήνα περιδιαβαίνει την Ιταλία: Ρώμη, Φλωρεντία, Πομπηία. Και εκεί, όπως λέει ο αδελφός του, βλέποντας τα έργα τέχνης, είχε αναλαμπές, έκανε σχόλια για τα αρχαία αγάλματα με καθαρό μυαλό. Το 1888, στα 37 του πλέον, είναι σε τραγική κατάσταση. Οι δικοί του δεν ξέρανε πως να τον βοηθήσουν - είχε δοκιμάσει όλες τις ιατρικές ‘θεραπείες’ της εποχής χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Τελικά, με βαριά καρδιά αποφάσισαν να τον στείλουνε στο Φρενοκομείο της Κέρκυρας, συνοδεία ενός ξαδέρφου του. Εδώ υπάρχει ένα ενδιαφέρον εύρημα της έρευνάς μας: η αυθεντική, μη λογοκριμένη διάγνωση με την οποία ο Χαλεπάς εισήχθη στο Φρενοκομείο. Η διάγνωση έχει γίνει από έναν γιατρό της Τήνου, είναι υπογεγραμμένη από την αστυνομία και αναφέρει ότι ο Χαλεπάς έπασχε από άνοια, νυχτερινούς αυνανισμούς και ονειρώξεις». «Μετά βρήκαμε μια στατιστική του 1877 από τον διευθυντή του Φρενοκομείου - Χριστόφορος Τσιριγώτης λεγόταν και θεωρείται ο πρώτος Έλληνας ψυχίατρος του 19ου αι. Σπουδαγμένος στην Ιταλία, αυτός έφερε στην Ελλάδα τις πιο καινοτόμες και επιστημονικές, με τα τότε δεδομένα, ιδέες και θεραπείες για τις ψυχικές νόσους. Γράφει λοιπόν ο Τσιριγώτης, διαφωνώντας προφανώς, ότι το ”Φρενοκομείο Κερκύρας” λειτουργούσε για πολλά χρόνια ως ψυχιατρείο και φυλακή μαζί. Οι ψυχικά ασθενείς συμβίωναν με βαρυποινίτες και εγκληματίες. Ανακαλύψαμε επίσης τα ΦΕΚ εκείνων των εποχών, τα οποία και όριζαν τον κανονισμό λειτουργίας του Φρενοκομείου: ποιοι γίνονταν δεκτοί, υπό ποιες προϋποθέσεις, πως διαβιούσαν εκεί. Και διαπιστώσαμε ότι το Φρενοκομείο λειτουργούσε ταξικά - όσοι τρόφιμοι συνεισέφεραν οικονομικά ανήκαν στην ”Α΄τάξη”, μπορούσαν να έχουν κάποια αντικείμενα ως προσωπικά είδη και καλύτερο σιτηρέσιο. Αυτοί που δεν μπορούσαν να πληρώσουν, ζούσαν διαφορετικά: δούλευαν περισσότερο και ξυπνούσαν νωρίτερα. Τι σημασία είχε αυτό στη δική μας αφήγηση; Ο Χαλεπάς αρχικά βρισκόταν στην ‘Α΄ τάξη’, όμως κάποια στιγμή ο πατέρας του πτώχευσε... Τότε υποβιβάστηκε, με τις ανάλογες συνέπειες στην καθημερινότητά του στο Φρενοκομείο». - Πιστεύεις ότι το εννοεί πρακτικά και όχι ψυχολογικά; Μάλλον ναι. Δεν ξέρανε τι να τους κάνουνε τους ψυχικά ασθενείς τότε. Σύμφωνα με τον Κανονισμό του Φρενοκομείου έπρεπε να εργάζονται «κατά την ειδικότητα και την ικανότητά τους». Τρέχα γύρευε... Στην πραγματικότητα τους ανέθεταν (υποτίθεται) αγροτικές εργασίες και τους έβαζαν να κουβαλάνε νερό με κόσκινα. Άντε να ποτίσεις τους μπαχτσέδες με κόσκινο... - Το γόπινγκ μου θυμίζει... Ναι, αγγαρείες για να περνάνε την ώρα τους. Ο Χαλεπάς πρέπει όμως να έφτιαχνε κάποια πράγματα ακόμα και εκείνη την περίοδο. Αυτό είναι επιβεβαιωμένο από ένα αγαλματίδιο εννιά εκατοστών που βρέθηκε πολύ αργότερα, τη δεκαετία του ’40 - το είχε κρατήσει ένας φύλακας. Ίσως του τα χαλούσαν, πιθανότατα δεν του επέτρεπαν να ασχολείται με την τέχνη του, αλλά με λάσπη, με πηλό, με ότι έβρισκε, αυτός έφτιαχνε πράγματα. Πάντως ελάχιστα στοιχεία έχουμε για εκείνα τα χρόνια. Αναφέρει ο ίδιος ο Χαλεπάς σε κατοπινή συνέντευξή του ότι η ζωή του στο Φρενοκομείο ήταν ‘έξι μέρες Μεγάλη Βδομάδα και μια μέρα Πάσχα’, ίσως εννοώντας ότι έξι μέρες μένανε σχεδόν νηστικοί και μια μόνο μέρα τρώγανε κανονικά». «Το 1902 ο Χαλεπάς βρίσκεται στο Φρενοκομείο δώδεκα χρόνια. Εκείνη τη χρονιά πεθαίνει ο πατέρας του. Περνάνε άλλα δύο χρόνια και απο-ασυλοποιείται, τον παραλαμβάνει η μητέρα του. Η γνωμάτευση από τον τότε διευθυντή του Φρενοκομείου σημειώνει ότι δεν είναι ανήσυχος πλέον, ότι εξακολουθεί να πάσχει από άνοια αλλά είναι ήρεμος πια. Ο Γιαννούλης Χαλεπάς, ο σημαντικότερος Έλληνας γλύπτης έμεινε στο ‘Φρενοκομείο Κερκύρας’ 13 χρόνια, 10 μήνες και κάποιες μέρες. Και όλα αυτά τα χρόνια δεν τον επισκέφθηκε κανείς - απαγορευόντουσαν οι επισκέψεις γιατί θεωρούνταν επιζήμιες για τους τρόφιμους, ότι τους αναστάτωναν και δεν τους έκανε καλό να βλέπουν οικεία πρόσωπα». «Ο Χαλεπάς έμεινε για λίγες μέρες στην Αθήνα, πάντα μαζί με τη μάνα του. Και γρήγορα έφυγαν για να εγκατασταθούν εκ νέου μόνιμα στην Τήνο, στο χωριό τους. Αργότερα είπε ο Χαλεπάς ότι την τελευταία νύχτα του στο Φρενοκομείο είδε ένα περίεργο όνειρο - ότι τον μετέφερε στην ράχη του ένα θαλάσσιο κήτος και τον απόθεσε στην Παναγία της Τήνου. Στην Τήνο ξεκίνησε καινούργιος Γολγοθάς για τον Χαλεπά - από το 1904 έως το 1916, οπότε πεθαίνει η μάνα του, βόσκει πρόβατα και ότι έργο τέχνης φτιάχνει, το καταστρέφει η μάνα του γιατί θεωρεί ότι η τέχνη του τον τρέλανε. Αυτός σχεδιάζει και αυτή του τα σκίζει, αυτός μαζεύει πηλό από τα βουνά, φτιάχνει προπλάσματα και αυτή τα σπάει. Ζει ο Χαλεπάς μέσα σε μια καθημερινή, συνεχή καταπίεση». - Η σχέση του Χαλεπά με τη μάνα του χρήζει ιδιαίτερης μνείας. Ήταν ένα οιδιπόδειο, καταπιεστικό σύμπλεγμα. Μια αμόρφωτη γυναίκα βλέπει το παιδί της να τρελαίνεται και επειδή αυτός ασχολείται με πάθος με την τέχνη, αυτή, απλοϊκά θεωρεί πως η τέχνη ευθύνεται για το κακό που τον βρήκε. Δεν έχει άλλο τρόπο να ερμηνεύεσει την αποκλίνουσα συμπεριφορά του και προσπαθεί να τον αποτρέπει όπως μπορεί. «Είναι πάμφτωχοι πλέον - και η μια αδερφή του, η Κατερίνα, αυτοκτονεί. Και ένας αδελφός του, ταλαντούχος κιθαρίστας, πέφτει από τη γέφυρα της Χαλκίδας, αυτόχειρας κι αυτός. Η οικογένεια είχε, μάλλον, ένα περίεργο γονίδιο, σκοτεινό. Μέχρι όμως να πεθάνει η μάνα του, κάποιοι ομότεχνοί του στην Αθήνα τον ανακαλύπτουνε - ο γλύπτης Σώχος τον επισκέπτεται. Στις αθηναϊκές εφημερίδες γράφονται άρθρα για αυτόν και γίνεται ευρέως γνωστό ότι ο Γιαννούλης Χαλεπάς είναι ζωντανός». - Η «Κοιμωμένη» του ήταν ήδη αναγνωρισμένο έργο τέχνης. Ναι, η «Κοιμωμένη» ήταν ήδη περίφημη, ο Χαλεπάς ακόμα και εν τη απουσία του ήταν ‘όνομα’ στους καλλιτεχνικούς κύκλους. Αλλά ο ίδιος είχε χαθεί, οι περισσότεροι τον θεωρούσαν απλώς νεκρό. Σήμερα γνωρίζουμε την πραγματική ιστορία, αλλά όταν οι άνθρωποι αυτοί τότε ανακάλυπταν εκ νέου τον Χαλεπά, έμοιαζε με αστυνομικό ρεπορτάζ. Σαν να έλεγαν «Ποιος στο διάολο είναι λοιπόν αυτός ο Χαλεπάς; Ναι, τον ξέραμε το 1876, αλλά τι απέγινε μετά; Σαράντα χρόνια τι έκανε, που βρισκόταν;. Όταν αντιλήφθηκαν ότι είναι ζωντανός, άρχισαν να τον επισκέπτονται στην Τήνο - ο Αλαβάνος, που ήταν Τηνιακός και αντιπρόεδρος της Βουλής, ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου, δημοσιογράφοι και φιλότεχνοι, μποέμ τύποι της εποχής, όπως ο Νίκος Βέλμος, που ανέπτυξε μια πραγματικά φιλική σχέση μαζί του. Κάποιοι του στέλνουν χρήματα, ή προσπαθούν να λάβει επιχορηγήσεις». «Και με τον θάνατο της μητέρας του, ο ίδιος ο Χαλεπάς ξεκίνησε πάλι να δουλεύει. Ζει στο πατρικό του σπίτι, μόνος πλέον, βόσκει τα πρόβατά του και μετά ζωγραφίζει - ακόμα και δίχως τα απαιτούμενα υλικά, γιατί ούτε χαρτιά δεν έχει. Και επειδή δεν έχει υλικά, όλο το σπίτι είναι ζωγραφισμένο, οι τοίχοι, τα πάντα. (Το σπίτι του ανακαινίστηκε τη δεκαετία του ’70 και καλύφθηκαν όλα αυτά τα σχέδια. Φέτος ξεκίνησε μια προσπάθεια να βγει το χρώμα και να αποκαλυφθούν τα σχέδιά του, που είναι όλα καμωμένα με κάρβουνο). Κάποια στιγμή δεν έχει άλλο χώρο να ζωγραφίσει και βρίσκει τα κιτάπια του πατέρα του, τα βιβλία της επιχείρησής του. Και αρχίζει να σχεδιάζει σ’ αυτά. Έχουν βρεθεί περισσότερα από είκοσι τέτοια εμπορικά κατάστιχα, όλα τους σχεδιασμένα από τον Γιαννούλη». - Τι σχεδιάζει εκείνη την περίοδο; Μη έχοντας καμία επαφή με τα τεκταινόμενα στον χώρο της Τέχνης για σαράντα χρόνια, σχεδιάζει με έναν απροσδόκητο, πολύ εξπρεσιονιστικό τρόπο, σα να ανακάλυψε μόνος του τη μοντέρνα τέχνη. Συνδυάζει ο Χαλεπάς τότε στοιχεία κλασικά, που τα έχει σπουδάσει, με έναν έντονα ιδιοσυγκρασιακό, σύγχρονο τρόπο. Φτιάχνει διπρόσωπα αγάλματα - στη μια τους όψη απεικονίζει τον Δία και στην άλλη τον Άγιο Γεώργιο. Αποπειράται τέτοιες, παράξενες εκ πρώτης μίξεις, μάλλον θεωρώντας την τέχνη ενιαία, από την αρχαία Ελλάδα μέχρι σήμερα. Και θέλει με το έργο του να δείξει αυτή τη συνέχεια. Στο έργο του έχει φοβερές εμμονές: φτιάχνει εννέα διαφορετικές εκδοχές του Σάτυρου, δεκατρείς εκδοχές της Μήδειας, όπου προφανώς εξωτερικεύει το ακανθώδες ζήτημα της σχέσης με τη μητέρα του. «Το 1930 τον επισκέπτεται στον Πύργο η γυναίκα του αδερφού του και τον βρίσκει σε τρισάθλια κατάσταση. Δεν έχει εισοδήματα, το σπίτι του είναι υποθηκευμένο, τη νύχτα σκεπάζεται με μια παμπάλαια χλαίνη και φοράει κουρέλια. Αποφασίζουν να τον φέρουνε στο σπίτι τους στην Αθήνα. Και τον Αύγουστο του 1930 ο Χαλεπάς έρχεται στην Αθήνα για να ζήσει μέχρι και τον θάνατό του σε ένα σπίτι που ακόμη υπάρχει, στην οδό Δαφνομήλη, στα ριζά του Λυκαβηττού. Βρίσκει εκεί ένα οικογενειακό περιβάλλον - τον αγαπάνε, τον φροντίζουν και ο ίδιος εργάζεται ακατάπαυστα στο υπόγειο του σπιτιού, σε κακές όμως συνθήκες. Το καλοκαίρι με πολλή ζέστη, αλλά και τον χειμώνα με το κρύο, τα προπλάσματά του σπάνε, καταστρέφονται. Αυτό συνέβαινε γιατί ο Χαλεπάς είχε έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο να δουλεύει - δεν έβαζε ‘αρματούρα’, δηλαδή σιδερένιο σκελετό για να σταθεροποιεί το άγαλμα. Δούλευε κατευθείαν με πηλό, γιατί είχε τόση μανία να παράγει έργο που ήθελε τον πιο γρήγορο τρόπο δουλειάς». - Και γιατί ήταν ένας εντελώς γήινος δημιουργός. Όντως. Ο Χαλεπάς δεν χρησιμοποιούσε καν εργαλεία - μόνο τα χέρια του. Όλα τα έκανε με τα δάχτυλά του, άντε και καμιά σπάτουλα. «Το 1934, στα 83α γενέθλιά του, βραβεύεται από την Ακαδημία Αθηνών. Έστω και στα γεροντάματά του, έζησε την αναγνώριση του έργου του. Διανοούμενοι της εποχής και δημοσιογράφοι τον επισκέπτονταν, ήθελαν να τον γνωρίσουν, να μιλήσουν μαζί του. Ενας από αυτούς, ο Θωμόπουλος, τον είχε χαρακτηρίσει «άξεστο, πρωτόγονο πετροκόπο» εξαιτίας του τρόπου δουλειάς και του χαρακτήρα του. Ήταν εντυπωσιακός, η μανία και η όρεξη που είχε μάγευε τους πάντες». - Ήταν αυθόρμητος, ζωώδης. Ισχύει. Όχι ότι δεν έκανε σχέδια - πρώτα σχεδίαζε τα πάντα σε χαρτί. Αλλά δούλευε πάντα από καρδιάς. «Τον Απρίλιο του 1938, 87 χρονών πλέον, παθαίνει εγκεφαλικό. Για κάποιους μήνες μένει κατάκοιτος, με το δεξί του χέρι παράλυτο. Δεν μπορεί πια να δουλέψει και τον Σεπτέμβριο του ΄38, καταλήγει. Το βιβλίο μας σταματάει εκεί, στον θάνατό του. Η ιστορία του Χαλεπά δεν τελειώνει τότε βέβαια - τα χρόνια που ακολούθησαν το έργο του ταξίδεψε σε εκθέσεις στη Νέα Υόρκη, σχέδιά του εκτέθηκαν στο Παρίσι. Ο Μαρίνος Καλλιγάς συγκέντρωσε μεγάλο μέρος του έργου του, έγιναν εκθέσεις και εκδόσεις αφιερωματικές». - Η τελευταία, σκάρτη κιόλας, δεκαετία της ζωής του Χαλεπά, ήταν μάλλον και η ευτυχέστερη, η πιο κανονική... Στη ζωή του Χαλεπά μάλλον τίποτα δεν ήταν κανονικό. Πάντως και εμείς χωρίζουμε το βιβλίο σε τρία μέρη - και το τελευταίο το ονομάσαμε «Αναγέννηση»: δεν περιέχει μόνο την τελευταία του δεκαετία, αλλά την περίοδο της ζωής του από το 1916 και μετά. Οι ιστορικοί τέχνης έχουν χαρακτηρίσει αυτή την περίοδο της τέχνης του Χαλεπά ως ‘μετά-λογική’, επειδή τότε το έργο του παίρνει μια διαφορετική τροπή. - Υπήρξε ένας «άγιος» της τέχνης; Σίγουρα - και η μορφή του, τόσο ασκητική, σε αυτό προσιδίαζε. Ένας ξερακιανός, λιγομίλητος γέρος, ανεπιτήδευτος εντελώς. Σε ένα από τα δημοσιεύματα για αυτόν, ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου, τον περιγράφει ως έναν άνθρωπο που έχει απωλέσει τις κοινωνικές του δεξιότητες και αναρωτιέται αν είχε τέτοιες δεξιότητες ποτέ... Για αυτό και στο κόμιξ μας ο Χαλεπάς, παρότι πρωταγωνιστής, ελάχιστα μιλάει. Λέει μετρημένες φράσεις, όπως διασώζονται σε δημοσιεύματα της εποχής. - Ο ίδιος ο Χαλεπάς είχε μιλήσει για τη ζωή του; Είχε δώσει κάποιες συνεντεύξεις, που τις έχουμε εντάξει στο κόμιξ ως πρωτότυπο υλικό. Και αντλήσαμε πολλά στοιχεία από τον μοναδικό επί της ουσίας βιογράφο του Χαλεπά, τον Στρατή Δούκα. Οι δυο τους είχαν συνδεθεί και με ειλικρινή φιλία. Βάσει αυτού του υλικού προσπαθήσαμε να κάνουμε μια μη μυθιστορηματική αφήγηση, να σταθούμε στα επιβεβαιωμένα γεγονότα και να μην πλάσουμε δικές μας ιστορίες μέσα στην αυθεντική ιστορία του Χαλεπά. - Νομίζω δεν είναι πολλά τα ολοκληρωμένα έργα του Χαλεπά. Καταρχήν, για πολλά χρόνια έργα του Χαλεπά όπως η «Φιλοστοργία» ή ο «Σάτυρος» θεωρούνταν χαμένα. Τα ανακάλυψε ένας δημοσιογράφος - ο πατέρας του Χαλεπά τα είχε δώσει σε έναν συγχωριανό τους, που τα φυλούσε στο σπίτι του στον Πύργο. Σήμερα ο «Σάτυρος» εκτίθεται στην Εθνική Πινακοθήκη, ενώ η «Φιλοστοργία», μαζί με άλλα πρωτότυπα έργα του Χαλεπά, βρίσκονται στο Ίδρυμα Τηνιακού Πολιτισμού στη Χώρα της Τήνου. Ο Χαλεπάς επίσης, στην πραγματικότητα δεν έκανε σχεδόν τίποτα σε μάρμαρο. - Η «Κοιμωμένη»; Η «Κοιμωμένη» είναι σε μάρμαρο αλλά δεν τη σμίλευσε ο Χαλεπάς. Δυο Τηνιακοί μαρμαρογλύπτες της εποχής αντέγραψαν σε μάρμαρο («ξεχόντρισαν» όπως είχε πει ο Χαλεπάς) το πρόπλασμα που αυτός είχε ετοιμάσει. Ο ίδιος ο Χαλεπάς έχει κάνει έναν άγγελο σε ένα ταφικό μνημείο στο Βουκουρέστι και ελάχιστες προτομές. Πηλό δούλευε κυρίως και λίγα ακόμη έργα του είναι σε γύψο. Έχει κάνει βέβαια εκατοντάδες σχέδια - κάποια ανήκουν στην Εθνική Πινακοθήκη και κάποια σε απογόνους της οικογένειας Χαλεπά. - Πως αποφάσισες να καταπιαστείς με την περίπτωση Χαλεπά; Τι σε συγκίνησε, περισσότερο, σε αυτόν; Το έργο του είναι σαφώς καταπληκτικό - είναι το έργο μιας ιδιοφυίας. Αλλά αν δεις πέρα από αυτό, αν αρχίσεις και ψάχνεις τη ζωή του, θα εκτιμήσεις νομίζω, ότι μέσα σ’ αυτόν τον κυκεώνα που έζησε, δεν έχασε ποτέ το πάθος του. - Ο πυρήνας του παρέμεινε ίδιος. Ναι, υπήρχε μια βαθιά, ιδιοσυγκρασιακή αλλά ακλόνητη δομή στο μυαλό, στην καρδιά και στην ψυχή του που διψούσε για τέχνη, για καθαρή, αγνή τέχνη. Όσα βάσανα κι αν πέρασε, όση καταπίεση κι αν υπέστη - από τη μητέρα του, τον κοινωνικό του περίγυρο, τις συμβάσεις της εποχής, τη μοναξιά του και τις υλικές στερήσεις - αυτή η δίψα συνέχισε να υπάρχει και να κυριαρχεί μέσα του, άσβεστη και ασίγαστη. - Ήταν δύσκολο να τον σκιτσάρεις; Έκανα κάποιες έγχρωμες απόπειρες. Κατέληξα σε μια διχρωμία - το σχέδιο είναι ασπρόμαυρο με γκρίζες αποχρώσεις για να μοιάζει με τα υλικά που μεταχειριζόταν ο Χαλεπάς και με το έργο του. Μου φάνηκε παράταιρο να βάλω χρώματα σε ένα άγαλμα που το πρωτότυπο είναι σε μάρμαρο ή σε πηλό. Αυτή η έλλειψη του χρώματος ταίριαζε κιόλας περισσότερο να εικονογραφήσει την ιστορία του Χαλεπά, που ήταν ένα με την τέχνη του - που τέχνη και ζωή του ήταν αδύνατο να ξεχωρίσουν. Και το σχετικό link...
-
- 6
-
-
-
- θανάσης πέτρου
- δημήτρης βανέλλης
-
(and 1 more)
Tagged with:
-
Μαρμαρογλύπτης στην Τήνο κι από κει στην Αθήνα και στο Μόναχο, δίπλα σε μεγάλους καλλιτέχνες, ο Γιαννούλης Χαλεπάς οδηγήθηκε στην τρέλα, στην απομόνωση, στους εξευτελισμούς για το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του. Οι Δημήτρης Βανέλλης και Θανάσης Πέτρου φιλοτεχνούν μια συναρπαστική βιογραφία του «μύθου της νεοελληνικής γλυπτικής», την κατάδυσή του στην άβυσσο της παραφροσύνης και την αναγέννησή του λίγο πριν από το τέλος της ζωής του. Η ζωή και το έργο του Τηνιακού γλύπτη Γιαννούλη Χαλεπά (1851-1938) σκεπάζονται από ένα τεράστιο «αν». Αν είχε γεννηθεί σε μια δυτικοευρωπαϊκή χώρα αντί για την επαρχία της Ελλάδας σε μια ταραγμένη περίοδο, αν δεν βασανιζόταν στο μεγαλύτερο διάστημα της ζωής του από ψυχολογικά προβλήματα, αν δεν είχε περάσει δεκαετίες έγκλειστος σε ιδρύματα, αν η οικογένειά του μπορούσε να του προσφέρει περισσότερα, αν διέθετε τα μέσα και τα υλικά για να δημιουργήσει απρόσκοπτα όλα όσα σκαρφιζόταν η φαντασία του, όλα όσα οραματιζόταν, αν η πολιτεία και οι συνάδελφοί του είχαν ανακαλύψει νωρίτερα το ταλέντο και το μεγαλείο του; Αν σε μια εποχή που η τέχνη άλλαξε οριστικά και αμετάκλητα κατεύθυνση και οι πρωτοπορίες πειραματίζονταν αδιάκοπα προκαλώντας διαδοχικές καλλιτεχνικές επαναστάσεις στο πλαίσιο μιας τυρβώδους μετάβασης από το κλασικό στο μοντέρνο αυτός δεν ήταν σιδηροδέσμιος σε σκοτεινά, υγρά υπόγεια; Τα ατέλειωτα «αν» θα μείνουν για πάντα αναπάντητα. Αυτό που έχει μείνει είναι ένα μοναδικό αλλά μικρό σε όγκο έργο και πολλές εικασίες για τη ζωή του, τη σκέψη του, την προσωπικότητά του που τον κατέστησαν «μύθο της νεοελληνικής γλυπτικής», όπως τον χαρακτηρίζει ο υπότιτλος του νέου βιβλίου των Δημήτρη Βανέλλη και Θανάση Πέτρου (εκδόσεις Πατάκη). «Γιαν Χαλεπάς» ήταν η υπογραφή του και αυτός είναι και ο τίτλος της ελεύθερης βιογραφίας του που φωτίζει τη σκοτεινή και δύσκολη ζωή του, παρουσιάζει τα σπουδαιότερα έργα του, μα πάνω απ’ όλα αποπειράται να ερμηνεύσει τις πηγές της έμπνευσής του και τις αφορμές πίσω από τα γλυπτά του. Οι Βανέλλης και Πέτρου έχουν συνεργαστεί πολλές φορές κατά το παρελθόν, προσαρμόζοντας σε κόμικς ορισμένα από τα εμβληματικά έργα της νεοελληνικής λογοτεχνίας («Παραρλάμα και Άλλες Ιστορίες του Δημοσθένη Βουτυρά», «Το Γιούσουρι και Άλλες Φανταστικές Ιστορίες» με διηγήματα των Καβάφη, Καρκαβίτσα, Καρυωτάκη, Ροδοκανάκη, Νικολαΐδη, Παπαδιαμάντη, «Η Μεγάλη Βδομάδα του Πρεζάκη», του Καραγάτση), αλλά είναι η πρώτη φορά που φιλοτεχνούν μια βιογραφία και μάλιστα ενός εικαστικού καλλιτέχνη. Προς τούτο, εργάστηκαν επί σειρά ετών μελετώντας έργα με επιτόπια έρευνα και συλλέγοντας αντικειμενικά στοιχεία, έγγραφα, τεκμήρια και επιστολές, επιχειρώντας να είναι όσο το δυνατόν πιο ακριβείς στις περιγραφές και τις εκτιμήσεις τους. Εκεί, όμως, που τα ίχνη χάνονται, προσθέτουν τη δική τους εκδοχή και, καλλιτεχνική αδεία, ερμηνεύουν με τον δικό τους τρόπο τα γεγονότα και τα αποτελέσματά τους στο έργο του Χαλεπά. Εμπλουτίζουν την αφήγησή τους με δημοσιογραφικά άρθρα εφημερίδων, καλλιτεχνικές κριτικές και δημόσια διατυπωμένες απόψεις της εποχής και την ίδια στιγμή «αυθαιρετούν» αναπόφευκτα παρουσιάζοντας τα ξεσπάσματα του γλύπτη, τη μοναξιά του και τη βύθισή του στην παράνοια και την αποξένωση. Κι αυτό είναι που κάνει τη βιογραφία του Χαλεπά ένα νέο, αυτόνομο έργο, με τη δική του αυταξία, ικανό να συγκινήσει ακόμα και τον αναγνώστη που δεν είναι καθόλου εξοικειωμένος με τη γλυπτική των αρχών του περασμένου αιώνα αλλά επιθυμεί να γνωρίσει τις συνθήκες της καλλιτεχνικής δημιουργίας στην Ελλάδα του 1900, τις απόψεις για την ψυχική υγεία και τους πάσχοντες, τη βαναυσότητα των «θεραπειών», τη στάση του κράτους και των θεσμών του απέναντι στους καλλιτέχνες κ.λ.π. Γεννημένος στο νησί των γλυπτών, την Τήνο, ο Γιαννούλης Χαλεπάς έμαθε από μικρός να σμιλεύει την πέτρα και όταν η οικογένειά του μετακόμισε στην Αθήνα είχε την ευκαιρία να σπουδάσει στο Σχολείο των Τεχνών. Από εκεί βρέθηκε στη Βασιλική Ακαδημία του Μονάχου αλλά, όταν ο Ναός της Ευαγγελίστριας Τήνου αποφάσισε να διακόψει την υποτροφία του για να τη δώσει σε έναν φοιτητή μηχανικής, επέστρεψε στην Αθήνα και από κει στη γενέτειρά του. Εργαζόταν οργιωδώς και είχε αρχίσει να αναγνωρίζεται όταν το 1879 άρχισε η περιπέτεια της ψυχικής υγείας του. Κλείστηκε στο φρενοκομείο της Κέρκυρας όταν ήταν 37 ετών και έμεινε εκεί 14 χρόνια. Όταν επέστρεψε στην Τήνο ως «ακίνδυνος» αλλά και στιγματισμένος με τη στάμπα του «τρελού», έγινε βοσκός και έκανε θελήματα για τους συγχωριανούς του που τον κορόιδευαν και τον περιγελούσαν. Μέχρι που στα τέλη της δεκαετίας του 1910 έρχεται η «ανάσταση». Μετά τον θάνατο της καταπιεστικής μητέρας του, φαίνεται πως ο Γιαννούλης, που πλησιάζει τα εβδομήντα χρόνια του, ξεπερνάει κάποια από τα προβλήματά του και δουλεύει και πάλι συστηματικά. Τον επισκέπτονται καλλιτέχνες, δημοσιογράφοι και κριτικοί. Μετακομίζει στην Αθήνα για τα τελευταία χρόνια της ζωής του, όπου τιμάται από διάφορους φορείς, παίρνει επαίνους, βραβεία και μετάλλια για το σύνολο του έργου του, έστω κι αν είχε ζήσει περίπου πέντε δεκαετίες στην αφάνεια. Χτυπημένος από ημιπληγία, πέθανε το 1938, καθηλωμένος στο κρεβάτι του αλλά αναγνωρισμένος από όλους ως ο μεγαλύτερος Έλληνας γλύπτης μετά την αρχαιότητα. Γράφουν οι Βανέλλης και Πέτρου: «Λένε ότι μέχρι το τέλος περίμενε από το κράτος να του παραχωρήσει ένα εργαστήριο. Ήθελε να δουλέψει και πάλι μεγάλες συνθέσεις. Τον τιμούσαν όλοι, εργαστήριο όμως δεν του παραχωρήθηκε ποτέ». Τα σπουδαιότερα γλυπτά του, όπως η «Αναπαυομένη», η «Κοιμωμένη», ο «Μέγας Αλέξανδρος Ζων και Νεκρός» κ.ά., δημιουργημένα με πενιχρά μέσα και με πρωτότυπες μεθόδους, αποτελούν εμβληματικά έργα της νεότερης ελληνικής τέχνης της οποίας υπήρξε χαρακτηριστικός «εκπρόσωπος». Το μοναδικό έργο του και την ταραγμένη ζωή του μάς συστήνει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο η εξαιρετική δουλειά των Βανέλλη και Πέτρου. Ο Ένδοξος Παράφρων Τα παθήματα του Χαλεπά, του περηφανεστέρου Ελληνος καλλιτέχνου, προεκάλεσαν συγκίνησιν εις τον Καλλιτεχνικόν Κόσμον και εις τον κόσμον των Γραμμάτων. Το τραγικόν καλλιτεχνικόν του τέλος, όπερ περιέγραψα εις δύο μου χρονογραφήματα, προεκάλεσε άρθρα και χρονογραφήματα, έλαβον δε πλήθος επιστολών και ποιήματα ακόμη αφιερωμένα εις τον ταλαίπωρον Χαλεπάν. Όλα αυτά δεικνύουν ότι υπάρχει ενταύθα κάποιος κόσμος ζων και κινούμενος, είναι δε ούτος ο πνευματικός λεγόμενος κόσμος της Ελλάδος. Είνε τόσον μεγάλη η αξίωσις όπως το κράτος, ή ο ναός της Ευαγγελιστρίας, ήτις τόσους και τόσους καλοέθρεψε, να διαθέτη 300 δραχμάς ετησίως προς περίθαλψιν ενός ενδόξου παράφρονος; Διάβολε, εις αυτόν τον τόπον εχύθησαν με το σακκί τα χρήματα προς ανθρώπους οι οποίοι προσέφεραν υπηρεσίας, διά τας οποίας ως αμοιβή μόλις θα ήρκει η αγχόνη και εφειδωλεύθη ένα κομμάτι ξηρό ψωμί εις εκείνον όστις, όταν περάσουν δύο-τρεις γενεαί και θα σβύσει όλη αυτή η λάμψις του θορυβούντος σήμερον όχλου, θα αποτελή την δόξαν της γενεάς καθ’ ην εγεννήθη, η οποία όμως δεν ηδυνήθη ούτε να τον εκτιμήση δημιουργούντα, ούτε να τον περιθάλψη όταν τρελλός και πεινών διέτρεχε τα βουνά της Τήνου βόσκων τα ολίγα γίδια της αδελφής του. Άρθρο του Θεόδωρου Βελλιανίτη, δημοσιευμένο στις 4 Φεβρουαρίου 1915 όπως περιλαμβάνεται στο βιβλίο των Πέτρου και Βανέλλη (με την πρωτότυπη ορθογραφία αλλά σε μονοτονικό σύστημα για πρακτικούς λόγους). Και το σχετικό link...
-
- 6
-
-
-
- γιαννούλης χαλεπάς
- δημήτρης βανέλλης
-
(and 2 more)
Tagged with: