Μετάβαση στο περιεχόμενο

Αναζήτηση στην Κοινότητα

Εμφάνιση αποτελεσμάτων για ετικέτες 'jemma press'.

  • Αναζήτηση ανά ετικέτες

    Πληκτρολογήστε ετικέτες χωρισμένες με κόμματα.
  • Αναζήτηση ανά συγγραφέα

Τύπος περιεχομένου


Ενότητες

  • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΝΕΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΝΕΑ
  • ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ
    • ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ
    • ΤΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙ
  • ΧΑΛΑΡΩΜΑ
    • ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ
    • ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΡΙΟ
    • ΤΟ ΠΑΖΑΡΙ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Διάφορα
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Ντόναλντ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Super Μίκυ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Κόμιξ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μίκυ Μάους
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μπλα μπλα
  • VINTAGE's Συζήτηση
  • VIDEO GAMES's Γεν. Συζήτηση για Video Games

Blogs

  • Valt's blog
  • Dr Paingiver's blog
  • GCF about comics
  • Vet in madness
  • Θέμα ελεύθερο
  • Film
  • Comics, Drugs and Brocc 'n' roll
  • I don't know karate, but i know ka-razy!
  • Γερμανίκεια
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • Κομικσόκοσμος
  • The Unstable Geek
  • Σκόρπιες Σκέψεις
  • Dhampyr Diaries
  • Περί ανέμων και υδάτων

Βρείτε αποτελέσματα σε ...

Βρείτε αποτελέσματα που ...


Ημερομηνία Δημιουργίας

  • Αρχή

    Τέλος


Τελευταία ενημέρωση

  • Αρχή

    Τέλος


Φιλτράρετε με αριθμό ...

Εγγραφή

  • Αρχή

    Τέλος


Ομάδα


Member Title


MSN


Website URL


Yahoo


Skype


Πόλη


Επάγγελμα


Ενδιαφέροντα

  1. Κυκλοφόρησε το τρίτο Omnibus του Α. Βαβαγιάννη με εισαγωγή του σκηνοθέτη Γιάννη Οικονομίδη και με το πιο μινιμαλιστικό εξώφυλλο. Τα κόμικς είναι μια αφηγηματική τέχνη. Ο δημιουργός τους δεν μπορεί να κρίνεται με αποκλειστικό κριτήριο ούτε τη σχεδιαστική του «δεινότητα», λέξη που δεν σημαίνει τίποτα αποκομμένη από το πλαίσιο εντός του οποίου πραγματώνεται, ούτε τη γλωσσοπλαστική του ικανότητα. Λόγια και εικόνες συνδυάζονται και πλάθουν ιστορίες. Αν η ιστορία υπηρετείται από έναν συγκεκριμένο συνδυασμό, ο αναγνώστης δεν χρειάζεται να τοποθετήσει το έργο στο ανατομικό τραπέζι, να το τεμαχίσει στα συστατικά του και να το κρίνει κομμάτι-κομμάτι. Το κρίνει ως όλον. Τα πιο πετυχημένα κόμικς δεν είναι ούτε αυτά που σε θαμπώνουν με το «τέλειο» σχέδιό τους ούτε αυτά που τα θαυμάζεις για τις γλωσσικές τους αρετές. Είναι αυτά που απολαμβάνεις να τα ξεφυλλίζεις χωρίς να χρειαστεί να τα αποσυνθέσεις για να συντεθεί η αφηγηματική διάστασή τους. Και ένας από τους πιο πετυχημένους, κατά τεκμήριο, Έλληνες δημιουργούς που ακολουθεί αυτή την απολαυστική (μη) συνταγή εδώ και πολλά χρόνια είναι ο Αντώνης Βαβαγιάννης με τη σειρά «Κουραφέλκυθρα» (εκδόσεις Jemma Press). Πριν από λίγες μέρες κυκλοφόρησε το τρίτο Omnibus με εισαγωγή του σκηνοθέτη Γιάννη Οικονομίδη και με το πιο μινιμαλιστικό εξώφυλλο, τη σπειροειδή και μοναδική τρίχα του Κυρίου Κλιάφα, ενός από τους πιο αγαπημένους χαρακτήρες της υπερδεκαπενταετούς σειράς μαζί με τον Θείο Αιμίλιο, τη Ζοζεφίνα, τον Λούθερ, την οικογένεια Δαπόντε κ.ά. Ο Βαβαγιάννης, που εδώ και μερικούς μήνες απέκτησε τη δική του βάση στην πλατφόρμα του patreon προσκαλώντας τους αναγνώστες του, παράλληλα όλα αυτά τα χρόνια είναι τραγουδιστής, ραδιοφωνικός παραγωγός και γενικώς «δεν βάζει κώλο κάτω», παραμένοντας όμως πάντα συνεπής στα «Κουραφέλκυθρα». Οι εκδόσεις του εξαντλούνται και ανατυπώνονται συνεχώς, οι δεκάδες χιλιάδες followers του διαρκώς αυξάνονται, στα φεστιβάλ των κόμικς οι ουρές γύρω από τον πάγκο του είναι πελώριες. Συχνά τον αντιγράφουν, πολλές φορές χρησιμοποιούν τα έργα του χωρίς να ζητήσουν καν την άδειά του ή να αναφέρουν το όνομά του κι αυτός αντιμετωπίζει κάθε κατάσταση με χιούμορ και συγκατάβαση. Ο Αντώνης Βαβαγιάννης, χωρίς να είναι ένας «βιρτουόζος» σχεδιαστής (πριν από λίγα χρόνια συμμετείχε σε μια ομιλία με τον άστοχο τίτλο «Πώς να φτιάξεις κόμικς αν δεν μπορείς να σχεδιάσεις κόμικς») είναι ένας σπάνιος αφηγητής, ένας καταπληκτικός καλλιτέχνης που πρέπει, αν μπορούμε, να ενισχύσουμε με κάθε τρόπο! Και το σχετικό link...
  2. Indian

    ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ ΕΡΩΤΙΚΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ

    To 2017 o Δημήτρης Αγκαράι κυκλοφορεί υπό την μορφή αυτοέκδοσης τον Σύμβουλο Ερωτικών Υποθέσεων, ένα κόμικ που εμπνέεται τόσο από το Αθηναϊκό τοπίο, όσο κι από τα διάφορα γεγονότα και καταστάσεις που υπήρχαν στην Αθήνα την περίοδο της βαθιάς κρίσης. Ένα νουάρ σενάριο με λογοτεχνική υφή (όχι σε όλα τα σημεία) κι αξιόλογο τρόπο αφήγησης, που θυμάμαι ότι μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση όταν το διάβασα. Η έκδοση (όπως ήταν φυσικό) εξαντλήθηκε και ήρθε το πλήρωμα του χρόνου να επανακυκλοφορήσει αυτή την φορά υπό την μορφή μιας πιο επαγγελματικής δουλειάς, υπό την αιγίδα μίας μεγάλης εταιρίας στον χώρο, της Jemma. Αυτό που κάνει εντύπωση είναι ότι δεν αποδόθηκε αυτούσιο το κόμικ, αλλά έχει επιδεχθεί αλλαγές σε πολλά σημεία. Από το σενάριο και τους διαλόγους, μέχρι και το σχέδιο, το οποίο αποτελεί και την μεγαλύτερη έκπληξη του κόμικ. Το φινάλε μάλιστα είναι δικαίως... έγχρωμο. Ο δημιουργός στους λογαριασμούς του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχει ανεβάσει εικόνες με διαφορές ανάμεσα στην παρούσα έκδοση και την προηγούμενη. Όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, οι αλλαγές είναι κάτι περισσότερο από αισθητές Αν και το φανζίν αποτελούσε κι εκείνο μία εξαιρετική εκδοτική προσπάθεια, εντούτοις και η έκδοση της Jemma κυμαίνεται στα γνωστά στάνταρ της. Το μέγεθός της θυμίζει BD, η ράχη είναι πολύ στιβαρή, ενώ οι εσωτερικές σελίδες αποτελούνται από ματ χαρτί, αλλά με καλής απόδοσης εκτύπωση. Σαν συνοδευτικό υλικό μπορούμε να εντάξουμε μία σελίδα με λίγα λόγια για το κόμικ και μία σελίδα με μία σύντομη βιογραφία του δημιουργού. Τέλος, οφείλουμε να αναφέρουμε ότι την γραφιστική επιμέλεια την έχει κάνει η Ελευθερία Σκλάβου. Ο λογαριασμός του δημιουργού στο Facebook Ο λογαριασμός του δημιουργού στο Instagram
  3. Indian

    ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ: Jemma Press - Άνοιξη 2023

    Στη σκιά του Ολύμπου - ιστορίες & θρύλοι απ ́ τα χωριά της Ελασσόνας Μια αναπάντεχη συνάντηση χαρίζει στον Γιώργη Βαϊνά αυτό που ποθούσε, όμως ταυτόχρονα του στερεί τα πάντα. Το νερό της λίμνης είναι κρυστάλλινο αλλά μια κόκκινη κηλίδα το λεκιάζει. Ο ιερέας κάτω από την αγάπη του για τους πιστούς κρύβει μια ματωμένη μαχαίρα. Ο Μπαμπέλης, πλέον σκελετός, ακούει τα κοράκια να τρέφονται με τη σάρκα του, μα δεν μπορεί να τους απαντήσει. Μια συλλογή τεσσάρων ιστοριών από τα χωριά της Ελασσόνας, στη σκιά του Ολύμπου. Εκεί όπου οι θρύλοι έχουν ρίζες βαθιές και με φωνές χωμάτινες και αρχαίες, προειδοποιούν και μαγεύουν.. Ιστορίες: Θανάσης Καραμπάλιος Σχέδια: Νίκος Σταυριανός ISBN: 978-618-5623-30-2 64 σελίδες. Μ/Α Μεγάλο σχήμα Τιμή: 10,95 € Λάθος Ήρως - Η Πριγκίπισσα και ο Εραστής Η Ροσελία, κόρη του Εσμεράλδου Φον Γουέλινγκτον, έχει πέσει θύμα απαγωγής και ο πλούσιος πατέρας της πληρώνει όσο-όσο για έναν πραγματικό ήρωα που θα αναλάβει την επικίνδυνη αποστολή να ελευθερώσει την κόρη του και να τιμωρήσει τον απαγωγέα... Κάπου εδώ εισέρχεται ο Τζίμις Καμάκης, ήρως από κούνια. Τα χρήματα γι αυτόν δεν είναι δέλεαρ, όσο η δόξα αλλά και η προοπτική να κατακτήσει την καρδιά και το κρεβάτι της εκθαμβωτικής Ροσελίας! Όμως η μοίρα, του επιφυλάσσει πολλές εκπλήξεις γιατί ο απαγωγέας της ευκατάστατης καλλονής δεν είναι αυτό που θα λέγαμε «συνηθισμένος» τύπος… Σενάριο & Σχέδιο: Αδριανός Σταγγίδης ISBN: 978-618-5623-29-6 80 σελίδες. Μ/Α Τιμή: 7,50 € Το έπος της Δόνας Κικατριδίνης της Ολαρτάνης «Για την πριγκίπισσα θα πω από την Ολαρτάνη, Που ο νους σου δεν τα βάνει, Τα βάσανα που πέρασε Σε τόπους και ταξίδια Και όσους άντρες γνώρισε, Ήτανε όλοι γίδια...» Ένα χιουμοριστικό επικό ταξίδι σε «υβριδική» μορφή, ποίημα-κόμικς από δυο μεγάλα ταλέντα της ελληνικής κόμικς σκηνής! Κείμενο: Σταύρος Κιουτσιούκης Σχέδιο: Έφη Θεοδωροπούλου ISBN: 978-618-5623-31-9 104 σελίδες. Διχρωμία Τιμή: 12,95 € Κουραφέλκυθρα Omnibus III Αν αποσυνθέσεις αυτό το όμνιμπους θα μείνεις με ΟΛΑ τα Kουραφέλκυθρα που δημοσιεύτηκαν από το 2019 έως και τους πρώτους μήνες του 2023, ένα φωτορομάντζο (αντί εισαγωγής) με τον Γιάννη Οικονομίδη, έξτρα στριπάκια που δεν έχει ξαναδεί ανθρώπινο μάτι και σχολιασμό για τα αγαπημένα σας στριπ. Που σημαίνει με άλλα τόσα το ξαναφτιάχνεις. Οπότε καλύτερα μην το αποσυνθέσεις, απλά διάβασέ το. Κείμενα & Σχέδια: Αντώνης Βαβαγιάννης ISBN: 978-618-5623-33-3 240 σελίδες. Τετράχρωμο Τιμή: 16,50 € Σεληνιασμένοι Εραστές Τίποτε δεν σας έχει προετοιμάσει για το έργο του Σουεχίρο Μαρούο! O τόμος που βλέπετε είναι μια ανίερη βουτιά στο διαστροφικό σύμπαν του κύριου εκφραστή του Ero-guru στα manga, ένα είδος που ακροβατεί ανάμεσα στον ερωτισμό και τον αποτροπιασμό, ανάμεσα στο όμορφο και το γκροτέσκο! Αν οι ιστορίες ακραίας φρίκης δεν είναι του γούστου σας, αν σοκάρεστε ή ενοχλείστε εύκολα, τότε καλύτερα να προσπεράσετε αυτό το manga. Κείμενα & Σχέδια: Σουεχίρο Μαρούο Μετάφραση: Kasumi Mori Επιμέλεια έκδοσης: Μυρτώ Τσελέντη ISBN: 978-618-5623-35-7 208 σελίδες. Μ/Α και μερικώς δίχρωμο Τιμή: 13,50 € Ακατάλληλο για άτομα κάτω των 18 ετών Σύμβουλος Ερωτικών Υποθέσεων O Σεβαστιανός Κανελάς είναι «Σύμβουλος Ερωτικών Υποθέσεων». Τι είναι αυτό; Όχι δεν κάνει date coaching, ούτε έχει γραφείο γνωριμιών ή κάτι τέτοιο. Ο Σεβαστιανός αναλαμβάνει να κάνει τον ερωτικό σας «στόχο» πραγματικότητα, αρκεί να έχετε υπομονή, θέληση και φυσικά λεφτά. Μια μέρα όμως, την πόρτα του θα χτυπήσει ένας μυστηριώδης τύπος του υποκόσμου, με μια υπόθεση που θα αναγκάσει τον Σεβαστιανό να «βουτήξει» στη μνήμη του και να επιστρέψει στα εφηβικά του χρόνια και τον πρώτο του έρωτα. Μια υπόθεση που όχι μόνο μπορεί να σημάνει το τέλος της επαγγελματικής του καριέρας άλλα και της ίδιας του της ζωής.. Σενάριο & Σχέδιο: Jimmy-Chris Agarai ISBN: 978-618-5623-32-6 104 σελίδες. Μ/Α και μερικώς έγχρωμο Μεγάλο σχήμα Τιμή: 12,95 € Μυστήρια Πράματα - Σκυλιά Μαύρα Ανατολική Αγγλία, 1879. Ο διδακτορικός φοιτητής Φιλήμων Καρτέρης φθάνει εν μέσω καταιγίδας στο Κάστρο του Μπάνγκεη, προσκεκλημένος του Δούκα του Σάφφολκ για να μελετήσει τους τοπικούς θρύλους και τις δοξασίες. Εκεί θα γνωρίσει για πρώτη φορά έναν μυστηριώδη Ιρλανδό κυνηγό μυστήριων πραγμάτων και πολύ σύντομα θα διαπιστώσει ότι οι θρύλοι και οι δοξασίες δαγκώνουν... Αυτό είναι ένα κόμικς για τα μυστήρια πράματα, γι’ αυτούς που τα είδαν με τα μάτια τους και γι’ αυτούς που τα ‘βαλαν μαζί τους. Κείμενα & Σχέδια: Θανάσης Πετρόπουλος ISBN: 978-618-5623-34-0 48 σελίδες. Τετράχρωμο Τιμή: 7,95 € Suspiria - Βασίλισσα του Νεκρόκοσμου: Ένας μικρός θάνατος Η Ιλόνα δεν αντέχει άλλο αυτή τη ζωή. Μια ζωή εκμετάλλευσης και κακοποίησης, μια ζωή ανελέητης σκληρότητας. Θέλει να θέσει ένα τέλος, όμως η απόγνωσή της θα κινήσει το ενδιαφέρον της Σουσπίρια, της Βασίλισσας του Νεκρόκοσμου, η οποία θα εμφανιστεί στην πολύπαθη Ιλόνα προκειμένου να την βοηθήσει… Ένα άλμπουμ στα πρότυπα των κλασικών ερωτικών fumetti τρόμου των δεκαετιών του ’60 και ’70 Σενάριο: Luca Laca Montagliani Σχέδιο: Andrea Bulgarelli Μετάφραση: Γαβριήλ Τομπαλίδης ISBN: 978-618-5623-36-4 96 σελίδες. Μ/Α Τιμή: 9,95 € Ακατάλληλο για άτομα κάτω των 18 ετών HARD ROCK VOL2 #6 Στην έκτη συνέχεια του δεύτερου κύκλου του «Hard Rock», επιστρέφουμε στη Σύρο μετά από καιρό! Και ο Μάρκος επιστρέφει σε κάποιες γνώριμες καταστάσεις και επανασυνδέσεις με αγαπημένους χαρακτήρες από τον πρώτο κύκλο. Μα δεν μπορούμε να σας πούμε περισσότερα... τα spoiler καραδοκούν! Επομένως σπεύσατε για να διαβάσετε το καινούργιο τεύχος! Κείμενα & Σχέδια: Tasmar ISBN:978-618-5623-28-9 32 σελίδες. Μ/Α Τιμή: 5,50 €
  4. Τι νέο ετοιμάζει ο σχεδιαστής κόμικς Θανάσης Καραμπάλιος μετά το «1800»; Για περισσότερα από τέσσερα χρόνια ο σχεδιαστής κόμικς Θανάσης Καραμπάλιος μας παίρνει από το χέρι και μέσα από τις σελίδες της σειράς κόμικς «1800» (εκδόσεις Jemma Press) μας ταξιδεύει στον θεσσαλικό κάμπο και τα χωριά της Ελασσόνας. Στη σειρά που χωρίζεται σε 6 απολαυστικά μέρη-άλμπουμ, μεταφερόμαστε στο 1800 λίγο πριν την Ελληνική Επανάσταση, εποχή της φουστανέλας, των καπεταναίων, των κλεφτών και αρματολών. Το «1800» είναι ένα διαφορετικό «αγροτικό western», γεμάτο δράση και μοναδικούς χαρακτήρες χωρίς να λείπει ο ρεαλισμός. Ο Θανάσης Καραμπάλιος γνωρίζει καλά την Ελασσόνα και τη θεσσαλική γη. Το 2019 βραβεύτηκε ως ο καλύτερος πρωτοεμφανιζόμενος καλλιτέχνης από την ακαδημία Ελληνικών κόμικς για το πρώτο μέρος της σειράς «1800». Λίγες ώρες πριν από το φεστιβάλ κόμικς της Αθήνας Comicdom Con που φέτος διεξάγεται στην Τεχνόπολη του Δήμου Αθηναίων στις 12, 13 & 14 Μαΐου, ο Θανάσης Καραμπάλιος παίρνει τη θέση του στο Artist Alley, σας περιμένει όλους και απαντάει στις ερωτήσεις του Platform. - Τι νέο να περιμένουμε από εσένα στο φετινό Comicdom Con; Πώς πήρε σάρκα και οστά η «Σκιά του Ολύμπου» και πώς ήταν η συνεργασία σου με τον Νίκο Σταυριανό; Πολλές ερωτήσεις και πρέπει να απαντηθούν μία μία με τη σειρά. Φέτος θα έχω δύο νέες εκδόσεις στο Comicdom Con, το «Στη σκιά του Ολύμπου» από τις εκδόσεις Jemma Press και μία αυτοέκδοση που έβγαλα σε περιορισμένα αριθμημένα αντίτυπα, το «Mousetrap». Ας ξεκινήσουμε με το πρώτο λοιπόν, το «Στη σκιά του Ολύμπου» είναι ιστορίες που άκουγα από παιδί στο χωριό μου αλλά και στην περιοχή που μεγάλωσα από τους παππούδες μου, τη μεγάλη νονά μου και ανθρώπους που οι περισσότεροι δεν είναι πια στη ζωή. Με απασχολούσε ότι αυτοί οι άνθρωποι μιας άλλης εποχής με το φευγιό τους θα «πάρουν» μαζί τους και τις ιστορίες τους. Το συζήτησα μαζί με τον εκδότη μου, του άρεσε ως ιδέα αλλά ήθελα εξ’ αρχής το σχέδιο να το κάνει ο Νίκος. Πίστευα ότι θα «έλεγε» καλύτερα την ιστορία από εμένα, γιατί κατά την ταπεινή μου γνώμη ο σχεδιαστής παίρνει ένα σενάριο και το αφηγείται και αυτός αναγεννημένο μέσα από τη δικιά του ματιά. Έχοντας πλέον στα χέρια μου το βιβλίο μπορώ να το πω με σιγουριά ότι ο Νίκος το σχεδίασε καλύτερα από ότι θα το είχα κάνει εγώ και θεωρώ ότι ήταν η καλύτερη επιλογή. Όσον αφορά την αυτοέκδοση τώρα. Θέλησα να κάνω μια ιστορία για ένα μικρό ποντίκι μέσα στον Μεγάλο Πόλεμο και καθώς τα ποντίκια δε μιλάνε είναι μία ιστορία χωρίς λόγια. Έτσι σε ένα βιβλιαράκι μικρό των 22 σελίδων δεν υπάρχει ούτε μία λέξη. Ήταν ένα στοίχημα και πείραμα ταυτόχρονα για μένα, τόσο σχεδιαστικά όσο και αφηγηματικά. Θέλω να πιστεύω ότι πέτυχε, θα περιμένω το feedback από τους αναγνώστες που θα το πάρουν. - Είναι ιστορίες με έμπνευση από τη λαογραφία και την παράδοση της Θεσσαλίας; Είναι ιστορίες από τα χωριά της Ελασσόνας, της επαρχίας του Νομού Λάρισας που είναι κυκλωμένη από τον Όλυμπο, τα Χάσια και τη Μελούνα. Είμαι από εκεί καθώς και η σύντροφός μου, που είναι και ο άνθρωπος με τον οποίο συζητάω και με βοηθάει περισσότερο από τον καθένα να αντλήσω έμπνευση. Η κάθε ιστορία είναι αυτοτελής και παίρνει το όνομα της από το χωριό στο οποίο διαδραματίζεται. Έτσι μία αφορά το χωριό μου, το Παλιόκαστρο, και μία άλλη την Καρυά που είναι ένα από τα χωριά καταγωγής της συντρόφου μου. - Γιατί επέλεξες να γράψεις τις ιστορίες του βιβλίου αλλά όχι να τις σχεδιάσεις; Για δύο λόγους. Ο πρώτος είναι ότι δεν προλαβαίνω να σχεδιάσω όλες τις ιστορίες που έχω μέσα μου και πραγματικά θέλω να τις βγάλω προς τα έξω. Έτσι έχω αποφασίσει να δίνω σενάρια σε άλλους και κάποια βρίσκονται ήδη στο δρόμο. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι θεώρησα ότι ο Νίκος Σταυριανός θα έλεγε την ιστορία καλύτερα από εμένα. Κάποιες ιστορίες διαλέγουν το σχέδιο τους και κάποιες φορές το σχέδιο διαλέγει τις ιστορίες. Ο σχεδιαστής δεν είναι εκτελεστικό όργανο του σεναριογράφου, σαφώς θα υπάρξουν κάποιες οδηγίες και γραμμές αλλά ως εκεί. Το σενάριο όταν θα φύγει από τα χέρια σου παίρνει σάρκα και οστά από τον σχεδιαστή. Τουλάχιστον, εγώ πατώντας και στις δύο «βάρκες» το βλέπω έτσι. - Πηγαίνοντας πίσω, πότε άρχισες να σχεδιάζεις κόμικς και πώς εξελίχθηκε αυτό στη συνέχεια; Έμαθα να διαβάζω μέσα από τα κόμικς, πολύ μικρός μαζί με τον δίδυμο αδερφό μου. Μαζί ξεκινήσαμε να σκιτσάρουμε και να προσπαθούμε να κάνουμε τα δικά μας κόμικς σε παλιά σημειωματάρια. Δεν σταμάτησα να διαβάζω κόμικς ποτέ στη ζωή μου και πάντα σχεδίαζα. Δούλευα για χρόνια στην εστίαση και σε μπαρ, οπότε τα πρωινά μου και τα μεσημέρια μου ήταν ελεύθερα. Κάπως έτσι έβρισκα χρόνο και σχεδίαζα. Κάποια στιγμή το 2008 μετακόμισα στη Θεσσαλονίκη και βρέθηκα στη σχολή COMINK του Βαγγέλη Ματζίρη για ένα χρόνο. Αυτό με βοήθησε πολύ και με έφερε σε επαφή με την ελληνική σκηνή. Για να μη μακρηγορώ, 10 χρόνια αργότερα, το 2018, εκδόθηκε το πρώτο βιβλίο του 1800. - Η πρώτη σου μεγάλη δουλειά ήταν το «1800». Τι σου άφησε αυτή η δουλειά; Ολοκληρώθηκε ο κύκλος ή να περιμένουμε κάποια συνέχεια στο μέλλον; Το «1800» δεν ήταν η πρώτη μου μεγάλη δουλειά... ήταν η πρώτη μου δουλειά. Πριν από αυτό δεν είχα ξαναεκδώσει τίποτα και δεν με ήξερε κανένας. Και χρωστάω πολλά στον Λευτέρη Σταυριανό της Jemma Press που ήταν αρκετά τρελός για να ποντάρει πάνω μου. Πήγα με το πρώτο βιβλίο ολοκληρωμένο και τίποτα άλλο, του είπα θέλω να κάνω άλλα πέντε για να ολοκληρωθεί η ιστορία και αυτός είπε απλά «Nαι! Θα το βγάλω» και έτσι ξεκίνησε. Το «1800» μου άλλαξε τη ζωή. Από σερβιτόρος (και δε το λέω καθόλου υποτιμητικά, ήταν η δουλειά μου για 17 χρόνια και μου άρεσε πραγματικά) έγινα δημιουργός κόμικς. Γνώρισα πολλούς ανθρώπους που δεν θα μπορούσα να γνωρίσω αλλιώς και έκανα καινούριες φιλίες. Ο πρώτος κύκλος του «1800» ολοκληρώθηκε και φυσικά και θα συνεχίσει με νέο άλμπουμ του 2ου κύκλου. Τον χειμώνα λοιπόν θα κυκλοφορήσει το έβδομο βιβλίο του «1800». - Ποια ήταν η έμπνευση για τη δημιουργία του «1800»; Έκανες κάποιου είδους έρευνα για το σενάριο, ιστορικά γεγονότα, τις ενδυμασίες της εποχής; Η έμπνευση ήρθε από την αγάπη μου για την ιστορία. Καθώς και από την κατάσταση που επικρατούσε στη χώρα το 2012-14. Με πείραζε που ότι πιο σιχαμένο και δειλό είχε καπηλευτεί τα σύμβολα και τους αγώνες του λαού μας, που είχαμε φτάσει στο σημείο αυτός που ενδιαφέρεται για την ιστορία της πατρίδας του και μελετάει την παράδοση να ταυτίζεται με το φασίστα. Θεωρώ ότι τόσο η ιστορία μας όσο και η παράδοση είναι τόσο γοητευτικές που δεν έχουν να ζηλέψουν τίποτα από ιστορίες π.χ. με Βίκινγκς, με ιππότες ή καουμπόηδες. Και σαφώς πρέπει να τις δούμε καθαρά, χωρίς εθνικιστικές και μισαλλόδοξες παρωπίδες. Όσον αφορά την έρευνα, από το 2013 έως και σήμερα συνεχίζω χωρίς να έχω σταματήσει. Έχω διαβάσει την βιβλιογραφία που παραθέτω σε κάθε άλμπουμ του «1800», και συνεχίζω προσπαθώντας κάθε φορά να διασταυρώσω πηγές για να είμαι όσο το δυνατό πιο ακριβής, γιατί αντικειμενικός στην ιστορία δεν υπάρχει. Τα γεγονότα είναι αδιαμφισβήτητα αλλά η ερμηνεία τους είναι κάτι καθαρά υποκειμενικό. Π.χ. όταν ένας ακροδεξιός ιστορικός βλέπει την «άλωση» της Τριπολιτσάς σαν μεγάλο επίτευγμα εγώ βλέπω μία, αν και αναγκαία, σφαγή αμάχων γυναικόπαιδων. - Μέσα από το «1800» ανακάλυψες – και ανέδειξες – στοιχεία από την αθέατη πλευρά της ιστορίας. Τι σου έκανε μεγάλη εντύπωση και δεν έχει γραφτεί στα σχολικά βιβλία; Θα μπορούσα να μιλάω με τις ώρες, αλλά ας πω ένα στοιχείο που όντως με συγκλόνισε. Το πως αυτός ο τόπος υπήρξε σταυροδρόμι πολιτισμών και δεχόταν και αφομοίωνε πολιτισμούς και εξελισσόταν πάντα σε κάτι καλύτερο, πάντα προς τα μπροστά, όχι πάντα δίκαια ούτε χωρίς πισωγυρίσματα, αλλά προχωρούσε αφομοιώνοντας και συμπεριλαμβάνοντας το νέο και διαφορετικό. Χωρίς κέντρα «φιλοξενίας» στα νησιά και περιπολίες στις θάλασσες που εξαφανίζουν φουκαράδες. - Υπάρχει κάποιο βιβλίο που διάβασες τελευταία, ακόμα και αν δεν είναι κόμικς, και σου έκανε εντύπωση; Σε ενδιαφέρει το κομμάτι της ιστορίας και της λαογραφίας; Το 2021 η σύντροφός μου και εγώ δώσαμε πανελλήνιες εξετάσεις ξανά μετά από 20 χρόνια, και πλέον είμαστε περήφανοι φοιτητές του τμήματος Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας στο Βόλο. Νομίζω ότι από αυτό μπορείτε να καταλάβετε πόσο με ενδιαφέρει η ιστορία και η λαογραφία, και η συγκεκριμένη σχολή προσφέρει πολλές δυνατότητες για ουσιαστική εμβάθυνση στο αντικείμενο. Όσον αφορά το βιβλίο που διάβασα τελευταία, πριν από μια βδομάδα τελείωσα το «Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος» του Πρίμο Λέβι και πριν από αυτό είχα διαβάσει στα πλαίσια της εξεταστικής το «Οι Ρίζες της Ναζιστικής Βίας» του Έντσο Τραβέρσο. Η αίσθηση φρίκης που μου αφήσαν και τα δύο βιβλία με κάναν να πάρω μία απόφαση, ως άνθρωπος, ως πατέρας, ΠΟΤΕ ΞΑΝΑ. Και το σχετικό link...
  5. Λίγες ώρες πριν την έναρξη του Comicdom CON Athens 2023, μια απολαυστική συνέντευξη με τον δημιουργό του "Μυστήρια Πράγματα" γύρω από την 9η τέχνη, τον Αστερίξ, τον Ισοβίτη του Αρκά, το Βαβέλ, το Netflix, τις ταινίες τρόμου, το θέατρο, το ραδιόφωνο, τη μαγεία του κινηματογράφου και πολλά άλλα. Με τον Θανάση Πετρόπουλο, ηθοποιό, δημιουργό comics και ραδιοφωνικό παραγωγό μεταξύ άλλων, βρεθήκαμε ένα απόγευμα στα Εξάρχεια για να μιλήσουμε για τη νέα του δουλειά «Μυστήρια Πράματα – Σκυλιά Μαύρα», η οποία κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Jemma Press. Αρκετές μπύρες αργότερα η κουβέντα πήγε στον Αρκά, στον Goscinny, στο Jaws, στον John Carpenter, στην Comicdom, στο Netflix, στη μέθοδο του Stanislavski, στα φοιτητικά χρόνια, στους κινηματογράφους Άστορ και Ιντεάλ, στην ελληνική σκηνή comics και φυσικά στον Simon Pegg. Αρχίζοντας απολύτως αναμενόμενα λοιπόν την κουβέντα μας, πότε ξεκίνησε η σχέση σου με τα comics; Κοίτα, οι περισσότεροι άνθρωποι που ασχολούνται με τον χώρο των comics, είτε αυτοί που τα δημιουργούν είτε εκείνοι που τα συλλέγουν, θα πούνε ότι άρχισαν την ενασχόλησή τους αυτή πριν αρχίσουν καν να μάθουν να διαβάζουν – ειδικά αυτοί που σχεδιάζουν. Εγώ νομίζω ότι πρώτα ξεκίνησα να σχεδιάζω και μετά άρχισα να γράφω – θυμάμαι όμως περιπτώσεις μικρότερος όπου μπορεί να έκανα ένα τύπου comic, στο οποίο δεν μπορούσα να γράψω μέσα κάτι, γιατί δεν ήξερα ακόμα να γράφω! Οι βασικές σου επιρροές μεγαλώνοντας; Δεν θα πρωτοτυπήσω εδώ γιατί για εμάς, την γενιά των τωρινών σαραντάρηδων, δεν υπήρχε μέχρι τα 18 εύκολη πρόσβαση σε μεγάλα ξένα περιοδικά του χώρου. Είχες μια επιλογή αρχικά στα κλασσικά «Μίκυ Μάους» και τα συναφή της Disney, με ένα πολύ σημαντικό κεφάλαιο να αποτελεί το περιοδικό «Κόμιξ»: εκεί, οι ιστορίες του Carl Barks και μετά του Don Rosa με ενέπνευσαν και με επηρέασαν πάρα πολύ. Σκέψου ότι όταν διάβαζα το «Κόμιξ» είχα φτιάξει μια ιστορία-αντιγραφή μιας περιπέτειας της οικογένεια των Duck, με τη διαφορά ότι οι δικοί μου ήρωες ήταν απλώς… κουνάβια αντί πάπιες. Δηλαδή υπήρχε ο ζάμπλουτος Σκωτσέζος θείος ή ο οξύθυμος ανιψιός, με τα ίδια ρούχα και αξεσουάρ, απλώς ήταν κουνάβια – δεν ξέρω πως θα πήγαινε αυτό τώρα με τα copyright (γέλια)! Από τη στιγμή βέβαια που καταλάβαινες ότι αυτό το πράγμα σου αρέσει πάρα πολύ, η κατανάλωση των comics γινόταν πάρα πολύ γρήγορα. Δεν μπορώ να μην αναφέρω στη συνέχεια τον Lucky Luke, τον Asterix και γενικότερα τα comics της Μαμούθ κόμιξ. Τελείωνες τα Lucky Luke και πήγαινες γρήγορα στον Αχιλλέα Ταλόν, στον Tin Tin, στον Iznogoud, Blake and Mortimer κ.ο.κ. Είχα μεγάλη αδυναμία από τότε στον Goscinny και παρά το φοβερό πενάκι πχ. του Morris (από τους αγαπημένους μου καλλιτέχνες), η άποψή μου παραμένει μέχρι και σήμερα ότι η ιστορία είναι ένα τσικ παραπάνω σε σημασία από το σχέδιο. Αυτά που έγραψε ο Goscinny για τον Asterix και τον Lucky Luke δεν υπήρχε περίπτωση να μην σε τραβήξουν. Πάρε για παράδειγμα ιστορίες σαν την «Κατοικία των Θεών» και το σχόλιο για την καταστροφή του περιβάλλοντος ή την αστικοποίηση. Αυτά δεν έχουν ηλικία, είναι τόσο αριστουργηματικά γραμμένα που δεν τα αγγίζει ο χρόνος. Στη συνέχεια δεν μπορώ να μην αναφέρω τον Αρκά. Ο «Ισοβίτης», το αγαπημένο μου μάλλον έργο του, καταπιάνεται πετυχημένα με ένα σωρό θέματα όπως η ελευθερία, η καταπίεση και η εξουσία, ενώ δεν θεωρώ ότι έχει ξεπεραστεί από καμία άλλη δική του δουλειά. Υπάρχει ένα θέμα στο πως εξελίχθηκε – ή στο πως ίσως δεν ανταποκρίθηκε σε αυτό που εμείς περιμέναμε από εκείνον – αλλά παραμένει ένα πολύ μεγάλο κεφάλαιο και δεν νομίζω να υπάρχει άνθρωπος της γενιάς μας που να ασχολείται με τα comics και να μην έπεσε με τα μούτρα στο έργο του – γιατί το χιούμορ του Αρκά είναι πιο ενήλικο από τα προαναφερθέντα έργα του Carl Barks, τον Lucky Luke, τoν Asterix ή τον Tin Tin. Στην εφηβεία τώρα, αρχίζαμε να κρυφοκοιτάζουμε τα Βαβέλ και Παρά Πέντε. Δεν θα πρωτοτυπήσω πάλι γιατί δεν μπορώ κιόλας, όπως είπαμε και αρχικά η πρόσβασή μας σε ευρύτερο υλικό ήταν κάπως περιορισμένη. Όλα αυτά όμως ήταν μια ωραία μετάβαση που μας άνοιξε και την όρεξη για να πάμε στο επόμενο βήμα – ενδεικτικά αναφέρω και τους Charles Schulz ή τον Bill Waterson, οι οποίοι ήρθαν μετά. Έχεις κάνει άπειρα πράγματα («Ζουλάπια», «Καμένα Βούρλα», «Προτελευταίοι», «Πλασματικά Νούμερα», «Μπαίνει ένας σε ένα Μπαρ», «Μυστήρια Πράγματα») και συνεχίζεις ακάθεκτος. Είναι κάποιο από αυτά που θα το χαρακτήριζες ως πιο προσωπική δουλειά ή που για κάποιο δικό σου λόγο αγαπάς περισσότερο; Θα σου πω εξαρχής ότι εγώ προσωπικά έχω ένα soft spot για τα «Καμένα Βούρλα». Θα πω τα Βούρλα και εγώ, το θεωρώ πάρα πολύ δικό μου – και τα άλλα βέβαια δικά μου είναι (γέλια). Αυτό είναι όμως ένα βιβλίο που στις τελευταίες του σελίδες με πιάσανε τα κλάματα. Δεν είχα αμφιβολία, από την αρχή που ξεκίνησε αυτό το strip, τι θα γίνει στο φινάλε και το έχτιζα έτσι μέχρι αυτό το τέλος. Παρ’ όλα αυτά, όταν έφτασαν οι μέρες που σχεδίασα τις τελευταίες σελίδες – που δεν είναι και κάτι τρομερό σχεδιαστικά – δεν μπορείς να καταλάβεις… Έχω θέμα με τους αποχωρισμούς και την απώλεια και το comic αυτό μου χτύπησε μια πολύ ευαίσθητη χορδή – και για αυτό το έκανα δηλαδή. Ήταν μετά τα 30 όταν το ξεκίνησα, γιατί με απασχολεί πολύ το κομμάτι του πώς περνά ο χρόνος πάνω από εσένα αλλά και πάνω από τους ανθρώπους που αγαπάς. Και επίσης είχε άλλο ένα στοιχείο το οποίο το βάζω πολύ στα comic μου, εκείνο της φιλίας. Οπότε ναι, θα σου πω αυτό! Αναφορικά τώρα με τα «Μυστήρια Πράγματα», είναι εμφανής ο τρόπος με τον οποίο ενσωμάτωσες τις επιρροές σου (Χ-files, Sherlock Holmes, Νικόλαος Πολίτης και Hellboy μεταξύ άλλων) σε ένα πιο προσωπικό αφηγηματικό ύφος, φέρνοντας με τις περιπέτειες των Φιλήμονα Καρτέρη και Σερ Ζάκαρυ Νίκολσον μια φρέσκια πρόταση στο κομμάτι του λαογραφικού comic με στοιχεία τρόμου. Ισχύει το ίδιο και στη νέα σου δουλειά; Πες μας δύο λόγια για αυτήν και πως συνεχίζει την ιστορία των προκατόχων της. Οι επιρροές αυτές υπάρχουν και δεν τις κρύβω κιόλας. Μπορεί να θέλεις να κάνεις κάτι και να μην μοιάζει με οτιδήποτε άλλο – κάτι πάρα πολύ δύσκολο, σχεδόν αδύνατον – αλλά μπορεί και να μην θέλεις να φαίνεται καμία σου επιρροή. Στο τέλος όμως θεωρώ θα φανεί, γιατί το μέσα σου είναι ένα σύνολο ερεθισμάτων που έχεις πάρει από εδώ και από εκεί. Δεν θα πω το κλασσικό με την παρθενογένεση αλλά είναι αλήθεια. Δεν θα μπορούσα όμως ποτέ να ξεκινήσω αυτό το comic εάν δεν «έφτιαχνα» τους χαρακτήρες. Kαι για εμένα, από τότε που μπήκα στη δραματική σχολή και κάναμε τη μέθοδο του Stanislavski, για να φτάσεις να παίξεις ένα χαρακτήρα πρέπει να φτάσεις να τον ξέρεις μέσα έξω. Να κάνεις τον «φάκελο» του ρόλου. Όταν φτάσεις στο σημείο να ολοκληρώσεις αυτό το κομμάτι και αρχίζεις να παίζεις, αυτό είναι ένας δείκτης για να σε προστατεύει από παντού και να είσαι αληθινός. Αυτό μου έμεινε από το θέατρο και όταν άρχισα να μπαίνω στη διαδικασία να δημιουργώ χαρακτήρες για comics, το είχα πάντα στο μυαλό μου. Aν καταφέρεις λοιπόν να φτιάξεις τους χαρακτήρες σου πριν αρχίσει η ιστορία και να ξέρεις ο κάθε ένας από αυτούς π.χ. πως μεγάλωσε, που πήγε σχολείο, με ποιους έκανε παρέα, πότε και αν ερωτεύτηκε, πως έχει φτάσει στο σημείο που ξεκινά η ιστορία, τους κάνεις δηλαδή τον φάκελο που προ-ανέφερα και τους ολοκληρώνεις στο μυαλό σου, η ιστορία που θα τους πετάξεις μετά μπορεί να είναι απλά ένας σκελετός. Αν έχουν σάρκα και οστά και είναι πλέον πραγματικοί άνθρωποι, θα σε πάρουν από το χέρι, θα σε περπατήσουν αυτοί και θα σου πουν εκείνοι τι θα έκαναν. Είναι λίγο αναρχικός ο τρόπος που κάνω ιστορίες γιατί βρίσκω την ιδέα, έναν βασικό σκελετό και πετάω μέσα τους χαρακτήρες. Αυτούς τους χαρακτήρες όμως, τους ξέρω τόσο καλά, γνωρίζω πως θα αντιδρούσαν ανά πάσα στιγμή και περίπτωση και με πάνε αυτοί. Το μόνο που χρειάζεται να ξέρω είναι η αρχή η μέση και το τέλος – που και αυτό καμιά φορά το αφήνω φλου, αν και συνήθως ξέρω την κατάληξη. Δεν με ενδιαφέρει τόσο το «τέρας» που θα κυνηγάνε κάθε φορά, με ενδιαφέρουν και αυτοί να μην μείνουν στάσιμοι – με κάθε περιπέτεια να μαθαίνεις σαν αναγνώστης όλο και περισσότερα για αυτούς. Το τρίτο βιβλίο λοιπόν περιλαμβάνει μια περιπέτεια – αν και αρχικά ήθελα να είναι δύο – η οποία έχει κάτι το καινούριο, το οποίο το φοβάμαι: δεν είναι περιπέτεια που εκτυλίσσεται στην Ελλάδα. Το φοβόμουν από την αρχή γιατί είναι μια σειρά η οποία βασίζεται στην Ελληνική λαογραφία – και αυτή ήταν η αρχική της έμπνευση. Αποφάσισα στη νέα περιπέτεια το βάρος να πέσει στο πως γνωρίστηκαν αυτοί οι δύο. Η αρχική ιδέα ήταν να εκτυλίσσεται το μισό βιβλίο στο εξωτερικό και μετά να γίνει ένα flash-forward εκεί που τους είχαμε αφήσει στη τελευταία τους περιπέτεια, ξανά εντός του ελληνικού χώρου. Δεν είχα όμως ούτε τον χρόνο ούτε τον χώρο να τα κάνω και τα δύο, οπότε είπα να «θυσιάσω» – όχι απόλυτα – το ελληνικό κομμάτι και να πάω 15 χρόνια πίσω, στο πώς συναντήθηκαν για πρώτη φορά και πώς κατέληξαν να είναι στην Ελλάδα και να κάνουν αυτό που κάνουν. Κρατάω προφανώς πάλι το λαογραφικό στοιχείο τρόμου και αυτή τη φορά έχει να κάνει το Αγγλικό folklore. Ουφ, ευτυχώς δεν είπες Νορβηγία, γιατί αν άκουγα πάλι για Vikings, Thor, Loki και σφυριά θα τρελαινόμουν! (γέλια) Είπα να είναι εκεί γιατί ήθελα να τους βάλω σε ένα ουδέτερο έδαφος: ο ένας είναι Έλληνας, ο άλλος Ιρλανδός και δεν ήθελα κανένας από τους δύο να παίζει στην έδρα του. Ο ένας βέβαια είναι λίγο πιο κοντά και μιλάει τη γλώσσα – όλη η ιστορία εκτυλίσσεται στα Αγγλικά τα οποία έχουν μεταφραστεί στα Ελληνικά για τον αναγνώστη. Η ιστορία λοιπόν αυτή ρίχνει το βάρος στους χαρακτήρες και πως γνωρίστηκαν. Με πρόλαβες πάντως νωρίτερα όσο αφορά τους χαρακτήρες, μιας και πέρα από το στοιχείο του horror, στα «Μυστήρια Πράγματα» αναδεικνύεται το folklore στοιχείο μιας γεωγραφικής περιοχής όπως στα έργα του Carl Barks, του Don Rosa αλλά και του μεγάλου Hugo Pratt, ως μέσο ανάπτυξης κάποιων πτυχών της προσωπικότητας των ηρώων. Όλο αυτό το setting είναι αφορμή για τους χαρακτήρες. Η άποψή μου είναι ότι αν δεν σε ενδιαφέρουν οι χαρακτήρες – που είναι το Α και το Ω μιας ιστορίας – η ιστορία δεν κινείται με τον ίδιο τρόπο, ούτε σαν αναγνώστης την διαβάζεις με το ίδιο ενδιαφέρον. Πρέπει να σε ενδιαφέρει όχι τι θα γίνει τώρα, αλλά τι θα πει, τι θα κάνει, πως θα αλληλοεπιδράσει με κάτι ο πρωταγωνιστής. Πρέπει να είναι τρισδιάστατοι, με βάθος και σάρκα και οστά. Ένας γνώμονας που έχω στο μυαλό μου πάντα είναι να μην μπορείς να σκεφτείς την ιστορία με άλλους χαρακτήρες. Αν στη θέση π.χ. του Καρτέρη μπορείς να σκεφτείς τον Indiana Jones, κάτι δεν πάει καλά. Το ίδιο και με τις ιστορίες του Hugo Pratt. Δεν μπορείς να δεις κάποιον άλλον σε αυτές πέρα του Corto Maltese. Ειδικά στις τελευταίες του περιπέτειες, όπως π.χ. «Το Χρυσό Σπίτι της Σαμαρκάνδης» που είναι τεράστιο σε όγκο, στο τέλος όταν βρίσκουν τον θησαυρό είναι ελάχιστες σελίδες στην ουσία. Αυτό είναι από εκείνα τα πράγματα που με ιντριγκάρουν πάρα πολύ: σημασία δεν έχει ο «τίτλος», αλλά τι θα γίνει όταν φτάσει εκεί ο χαρακτήρας – και ο Corto είναι τόσο σύνθετος χαρακτήρας που είσαι μαζί του συνεχώς. Έχω παρεμπιπτόντως τόση αγάπη για αυτόν τον χαρακτήρα, που υπάρχουν τόσες επιρροές του στο δικό μου έργο μου τις οποίες ασυνείδητα τοποθετώ και δεν το αντιλαμβάνομαι τη στιγμή που γράφω ή σχεδιάζω (π.χ. ο τρόπος που καπνίζει το τσιγάρο του ο Νίκολσον). Ο folklore-ικός τρόμος είναι διαχρονικά ένα από τα πιο γοητευτικά sub-genres του horror σε κάθε μέσο. Πρόσφατα δε στον κινηματογράφο με ταινίες σαν τα The Witch ή το Midsommar, ο τρόμος που πηγάζει από τα παραδοσιακά λαϊκά στοιχεία ενός τόπου δείχνει να έχει επιστρέψει δριμύτερος. Τι είναι εκείνο θεωρείς το οποίο κάνει τις τρομακτικές τοπικές δοξασίες και ιστορίες να ασκούν τέτοια έλξη στο κοινό; Είμαι τρελός θριλεράκιας και θα τις δω όλες αυτές τις ταινίες – αρκετές από αυτές παραπάνω από μία φορά. Το κοινό τους έχει αυξηθεί, αλλά δεν ξέρω αν είναι όντως τόσο μεγάλο ή εμείς είμαστε θριλεράκηδες και το βλέπουμε έτσι. Πλέον όμως γίνεται όντως ένα buzz παραπάνω, ενώ μπαίνουν σε αυτές τις παραγωγές και μεγάλοι ηθοποιοί, όπως στο Lighthouse καλή ώρα, το οποίο ξεχώρισε συν τοις άλλοις και για δύο πολύ σπουδαίες ερμηνείες – τον Dafoe τον ξέραμε, ενώ για τον Pattinson ήταν άλλη μια από τις ταινίες που είπαμε «ώπα, τι γίνεται εδώ». Εννοείται λοιπόν ότι έχει μεγαλώσει το κοινό τους, αλλά δεν νομίζω να φτάσει στον ίδιο βαθμό που είναι το κοινό που περιμένει π.χ. ένα νέο Halloween – και αυτά τα κλασσικά slasher έχουν το βάρος τους. Για το folk horror, το στοιχείο που για εμένα το κάνει τόσο ιδιαίτερο και ξεχωριστό είναι το γεγονός ότι είναι λίγο πιο down to earth, πιο «επίγειο». Έχει να κάνει με δυνάμεις οι οποίες είναι μεν στο σκοτάδι, αλλά δεν είναι τόσο εξωπραγματικές όπως π.χ. ο Freddy Krueger. Έχει μέσα του ένα αρχέγονο πράγμα, ένα σκοτάδι που υπήρχε σε περιόδους της ανθρωπότητας η οποία τότε είχε πολλές προκαταλήψεις – για αυτό και τα «Μυστήρια Πράγματα» εκτυλίσσονται αυτή την περίοδο της ιστορίας. Με ιντριγκάρει πώς έχει παντρευτεί αυτό με το κομμάτι της Ελληνικής Ορθοδοξίας και του Χριστιανισμού. Στα «Μυστήρια Πράγματα» υπάρχει μια κοινή γραμμή που δεν ξέρω πόσο ορατή είναι – συνήθως το τέρας των ιστοριών δεν είναι κάτι πολύ μακριά μας αλλά δίπλα μας. (προσοχή – ακολουθούν spoilers) Στην πρώτη ιστορία είναι ο παππούς μας, στη δεύτερη ο παπάς της ενορίας, στην τρίτη ιστορία είναι αυτοί που έχουν το πανδοχείο στο βουνό (τέλος των spoilers). Δεν έχω κάνει τυχαία το πόσο κοντά μας είναι αυτό το κακό – σε σχέση με το πόσο «κοντά» μας είναι ένας εξωγήινος ή ένα ζόμπι. Μου αρέσει το κομμάτι του πως προσπαθούσαν τότε να καλύψουν κάποια άλλα πράγματα μέσω μιας δοξασίας. Είναι πολύ πιο κοντινά σε εμάς όπως είπα, αλλά έχουν και μια απλότητα. Το «χωριάτικο», το λίγο πιο «χοντροκομμένο» και όχι το τόσο περίπλοκο είναι συνήθως πιο άμεσο. Πολλά ελληνικά comics έχουν άμεσες παραπομπές στην ελληνική πραγματικότητα, με τρόπο όμως που μια πιθανή έκδοση τους στο εξωτερικό ίσως δεν λειτουργήσει απόλυτα υπέρ τους. Από την άλλη, τα «Μυστήρια Πράγματα» είναι νομίζω σε μια θέση που μπορούν να αναδείξουν εξίσου πετυχημένα το υλικό τους και σε μια άλλη γλώσσα. Έχει περάσει από το μυαλό σου η σκέψη του να κάνεις το εκτός έδρας βήμα με την σειρά; Αυτό το έχω σκεφτεί, αλλά έχει να κάνει και με τον εκδότη – το έχει και αυτός κατά νου για δουλειές που θεωρεί ότι μπορούν να διαβαστούν από κάποιον ξένο αναγνώστη. Δεν έχει γίνει κάποια κίνηση, αλλά στο μυαλό υπάρχει. Ειδικά όμως για την Ευρωπαϊκή σκηνή comics και τις μεγάλες αγορές, με μια τεράστια παράδοση στο χώρο – π.χ. Γαλλία, Βέλγιο ή Ιταλία- αν πεις ότι θα βγεις προς τα εκεί, υπάρχει ο φόβος της «σταγόνας στον ωκεανό». Δεν είμαι σίγουρος ότι είναι κάτι απίθανο, αλλά έχω κάποιες επιφυλάξεις του κατά πόσο μπορεί να περπατήσει εκτός, λόγω του μεγέθους των αγορών. Θεωρώ παρ’ όλα αυτά σαν αναγνώστης ότι το Ευρωπαϊκό στυλ – στο σενάριο και στο σκίτσο – είναι πιο κοντά σε εμένα και τη δουλειά μου από π.χ. το Αμερικάνικο. «Μυστήρια Πράγματα» σε τηλεοπτική σειρά; Έχω δει στο όνειρό μου ότι το παίρνει το Netflix και βάζω ρήτρα στο συμβόλαιο μου ότι πρέπει να παίξω έναν από τους δύο χαρακτήρες (γέλια)! Και όλοι ξέρουμε ποιον, ξεκάθαρα Νίκολσον! Ο Νίκολσον όμως είναι γίγαντας και εγώ 1,75 (γέλια)! Πάντως και στα «Μυστήρια Πράγματα» και στα «Καμένα Βούρλα», επειδή μου αρέσει να δουλεύω με δυάδες χαρακτήρων, έχουν στοιχεία του εαυτού μου και οι δύο πρωταγωνιστές. Αν μου δινόταν όμως όντως η ευκαιρία ναι, θα ήθελα να γίνει σειρά και να παίζω τον Νίκολσον εγώ (γέλια)! Πάμε λοιπόν στον «άλλο» Θανάση τώρα, τον ηθοποιό του θεάτρου, της τηλεόρασης και του κινηματογράφου. Μπορείς να μας πεις μερικά λόγια για τις μέχρι τώρα δουλειές σου και πως προέκυψε η ενασχόλησή σου και με αυτό το κομμάτι; Ασχολήθηκα ουσιαστικά με το κομμάτι αυτό στο πανεπιστήμιο. Μπήκα στη σχολή μου, στο τμήμα Επικοινωνίας και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης του Ε.Κ.Π.Α, γιατί με ενδιέφερε η σκηνοθεσία και το σινεμά. Τότε όταν δίναμε εξετάσεις δεν υπήρχε ακόμα το τμήμα Κινηματογράφου του Α.Π.Θ. και οι πιο κοντινές σχολές σε σκηνοθεσία ήταν τα Μ.Μ.Ε. Αθήνας και Θεσσαλονίκης. Πέρα από τα μαθήματα ταινιών μικρού μήκους που είχαμε – και στα οποία συμμετείχα σαν ηθοποιός – «έμπλεξα» παράλληλα με δύο θεατρικές ομάδες – και από εκεί κόλλησα το «μικρόβιο». Πριν καλά-καλά ορκιστώ, έδωσα εξετάσεις στο Υπουργείο Πολιτισμού για δραματική σχολή και πήγα με υποτροφία στην Ανωτέρα Δραματική Σχολή του Νέου Ελληνικού Θεάτρου του Γ. Αρμένη. Έφτασα λοιπόν να παίζω στο θέατρο πριν πάρω το πτυχίο. Από εκεί και μετά, από το 2004 μέχρι και 2013-2014 έπαιζα συνεχόμενα στο θέατρο. Μετά ήρθε η κρίση και κάπως όλα αυτά μπήκαν στον «πάγο». Να γίνει μια αναφορά εδώ και στη συμμετοχή σου στο Όντως Φιλιούνται του 2016 σε σκηνοθεσία Γιάννη Κορρέ, το οποίο ταξίδεψε σε διάφορα φεστιβάλ ανά τον κόσμο και εσύ απέσπασες το Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Ηθοποιού στο 23ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας – Νύχτες Πρεμιέρας. Για την ταινία κάναμε σχεδόν 6 μήνες πρόβες – δεν έκανα κάτι στο θέατρο τότε. Μετά από αυτό υπήρξαν κάποιες συμμετοχές σε ταινίες ή τηλεοπτικές παραγωγές, όχι όμως κάτι θεατρικό, κυρίως γιατί απαιτούσε πολύ χρόνο και οι απολαβές ήταν αρκετά χαμηλές. Το Ελληνικό κράτος δείχνει ότι συνεχίζει να αντιμετωπίζει τους καλλιτέχνες σε μεγάλο βαθμό ως χομπίστες και όχι επαγγελματίες. Πώς βιώνεις γενικότερα εσύ την κατάσταση στο χώρο τα τελευταία χρόνια; Ο τρόπος που αντιμετωπίζει το κράτος τους καλλιτέχνες φάνηκε ακόμα περισσότερο στα χρόνια της πανδημίας και ιδιαίτερα κάτω από τη τωρινή Κυβέρνηση. Στο χώρο του θεάτρου, επειδή έχω μια απόσταση τα τελευταία χρόνια, δεν βιώνω απόλυτα την τρέχουσα κατάσταση. Βλέπω όμως δυστυχώς από φίλους ότι το επίπεδο δυσκολίας έχει πολλαπλασιαστεί. Παράλληλα βέβαια υπάρχει κοινό που στηρίζει και κόσμος που θέλει να δει παραστάσεις. Στο κομμάτι του κινηματογράφου και της τηλεόρασης, πάλι βλέπω ότι μετά την πανδημία γίνονται πολλά πράγματα και πάλι ο κόσμος στηρίζει όσο μπορεί! Δεν στηρίζει το κράτος όμως. Δες και για παράδειγμα τι γίνεται όλο αυτό το διάστημα, με την περίπτωση των ιστορικών κινηματογράφων του κέντρου. Δεν στηρίζει αλλά δεν ξέρω και πότε στήριζε. Επειδή ανέφερα πριν τα τελευταία τέσσερα χρόνια και τη συγκεκριμένη Κυβέρνηση, με την αντιμετώπιση που έχει προς τους καλλιτέχνες έχει γίνει τώρα ακόμα πιο εξόφθαλμο το πόσο λίγη αξία δίνουν στους ανθρώπους που αυτή είναι η δουλειά τους, το πόσο λίγο θεωρούν αυτό το πράγμα εργασία και περισσότερο ως ένα χόμπι πλουσίων. Χωρίς να το έχω ψάξει ως προς το διαδικαστικό του κομμάτι, θεωρώ ότι όταν είσαι Κυβέρνηση ή Δημαρχεία Αθηναίων, αν θες να γίνει κάτι το κάνεις. Για τους κινηματογράφους συγκεκριμένα, βγήκαν οι πάντες και λέγαν ότι δεν πρέπει να χαθούν αυτές οι ιστορικές αίθουσες. Ποιος είναι πάνω από αυτούς και δεν μπορούν να λήξουν αυτό το ζήτημα υπέρ των αιθουσών άμεσα; (σημείωση: η συνέντευξη έγινε μερικές ώρες πριν βγει η απόφαση του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας για τους κινηματογράφους Άστορ και Ιντεάλ) Άλλη μια από τις πολλές σου ενασχολήσεις, είναι και εκείνη με το ραδιόφωνο. Μπορείς να μας πεις μερικά λόγια και για αυτό; Ραδιόφωνο έκανα για αρκετά χρόνια. Στην αρχή είχαμε μια εκπομπή στο CR radio τρία άτομα, το «Προτελευταίοι». Τα δύο σταδιακά αποχώρησαν λόγω δουλειάς και έμεινα μόνος μου για 2-3 χρόνια. Επειδή λοιπόν δεν μου άρεσε να κάνω μόνος εκπομπή, συχνά έφερνα κόσμο. Μερικές φορές είχα φέρει τον Αντώνη τον Βαβαγιάννη – με τον οποίο γνωριζόμασταν από αρχές 2000. Έγινε και σε εκείνον πρόταση για εκπομπή και μιας και ούτε αυτός ήθελε να κάνει μόνος του, είπαμε να κάνουμε παρέα τους «Προτελευταίους». Τελευταία εκπομπή ήταν το 2019, όπου διάφορες επαγγελματικές υποχρεώσεις και η πανδημία της έβαλαν φρένο. Αυτή τη στιγμή το CR radio δεν λειτουργεί, αλλά όλες οι εκπομπές υπάρχουν ανεβασμένες online στο mixcloud ως «Προτελευταίοι». Από αυτή την κοινή μας εμπειρία με τον Αντώνη προέκυψαν και δύο συλλογές comic, οι… «Προτελευταίoι» που βασίζεται σε μικρές καθημερινές ιστορίες από την εκπομπή, από φίλους, δικές μας κτλ, όλες αληθινές. Ξέρω και πολύ κόσμο οι οποίοι μου έστελναν ότι στην πρώτη καραντίνα που ήμασταν όλοι κλεισμένοι περάσανε την περίοδο με ένα επεισόδιο ανά μέρα. Θα ήθελα να ξανακάνω ραδιόφωνο γιατί μου έχει λείψει πολύ, αλλά νομίζω λειτουργώ καλύτερα με παρέα – λίγο βαριέμαι μόνος μου. Ανάμεσα σε όλες σου τις ιδιότητες, τι προτιμάς εν τέλει περισσότερο; Η κάθε μια έχει τη δική της ομορφιά και παίρνω πολύ μεγάλη ικανοποίηση όταν κάνω κάτι από αυτά τα πράγματα, γιατί είναι διαφορετικοί τρόποι επικοινωνίας με τον έξω κόσμο. Επειδή το comic μου πήρε πολύ χρόνο τελευταία, παρότι μου αρέσει, μου είναι και ζόρικο επειδή είναι πολύ μοναχικό. Την ευχαρίστηση δεν την παίρνω τόσο όσο σχεδιάζω, αλλά περισσότερο στη φάση πριν ξεκινήσω – όταν αρχίζει η δημιουργική διαδικασία και το brainstorming με τον εαυτό μου – και όταν μετέπειτα τυπωθεί, το πάρει ο αναγνώστης να το διαβάσει και έρθει να το συζητήσουμε. Εγώ παρότι είμαι αρκετά μοναχικός άνθρωπος, κατά κάποιο τρόπο είμαι και πολύ κοινωνικός ταυτόχρονα και όλο αυτό το θεωρώ λίγο «βαρύ». Είναι ένα δύσκολο κομμάτι για εμένα, γιατί είσαι εσύ με τον εαυτό σου και υπάρχει μεγάλη απομόνωση. Εσύ με το χαρτί, για πολύ καιρό και αυτό – άντε και με μια μουσική. Το θέατρο, ο κινηματογράφος, η τηλεόραση είναι άλλες «πίστες». Έχεις να κάνεις με ανθρώπους και αυτό μου αρέσει πάρα πολύ. Είναι και ο λόγος που ασχολήθηκα εξαρχής με το θέατρο – αλλά και με το ραδιόφωνο στη συνέχεια – ότι έχεις δηλαδή ένα μόνιμο interaction για να πραγματοποιηθούν αυτά. Και στο σινεμά ακόμα περισσότερο. Το θέατρο είναι ομαδικό άθλημα, αλλά το σινεμά είναι ακόμα περισσότερο γιατί μέσα σε αυτό μπαίνει και το συνεργείο – το οποίο είναι άλλη φάση. Γενικά λατρεύω ούτως ή άλλως το σινεμά αλλά εδώ έχεις ηθοποιούς, ενδυματολόγους, υπεύθυνους για τα σκηνικά, μακιγιέρ, φωτιστές, σκηνοθέτες, κάμεραμεν, ηχολήπτες, φωτογράφους κτλ, μια ορχήστρα που δουλεύουν όλοι για τον ίδιο στόχο. Υπάρχουν άτομα που δεν φαίνονται – με το όνομά τους μόνο στα credits – που χωρίς αυτούς δεν γίνεται η δουλειά. Το σινεμά έχει «πίσω» του περισσότερους ανθρώπους από ότι το θέατρο και μπορώ να πω ότι από τα πιο ωραία και με απίστευτη αίσθηση του χιούμορ άτομα που έχω γνωρίσει στη ζωή μου είναι άτομα του κινηματογραφικού συνεργείου. Αν βάλεις π.χ. μια ταινία μεσαίου budget στο Netflix διάρκειας 1 ώρας και 40 λεπτών, στην 1 ώρα και 30 λεπτά θα έχει τελειώσει και θα μείνουν δέκα λεπτά τίτλοι τέλους. Οι ηθοποιοί σε αυτούς θα είναι στην καλύτερη το πρώτο λεπτό, ενώ όλοι οι υπόλοιποι θα είναι ένα σωρό άνθρωποι που δούλεψαν από πίσω. Για αυτό μου αρέσει το σινεμά, γιατί δεν είναι μόνο οι ηθοποιοί. Δεν είναι μόνο ο σκηνοθέτης. Είναι ένα αποτέλεσμα ορχήστρας, είναι σαν μουσική – την οποία θεωρώ την υπέρτατη μορφή τέχνης και μακάρι να μπορούσα να παίξω. Ως ηθοποιός τρέφω τεράστιο σεβασμό για αυτούς τους ανθρώπους – γιατί βρίσκονται εκεί, με όλα τα «εργαλεία» για να φανείς εσύ μπροστά όσο το δυνατόν καλύτερος γίνεται. Οπότε θα διαλέξω το σινεμά. Γεφυρώνοντας λοιπόν με έναν απόλυτα κλισέ τρόπο την κουβέντα που ξεκινήσαμε παραπάνω για τα «Μυστήρια Πράγματα» και το σινεμά, 5 αγαπημένες ταινίες τρόμου; Μια από τις αγαπημένες μου ταινίες τρόμου όλων των εποχών – αν και ίσως κάποιοι δεν το κατατάσσουν στην κατηγορία αυτή – είναι το Jaws. Τη θεωρώ μια από τις καλύτερες ταινίες που έχουν γυριστεί ποτέ, την καλύτερη ταινία του Spielberg και γενικότερα μια από τις αγαπημένες μου ταινίες όλων των εποχών. Και σχετικά με αυτό που λέγαμε νωρίτερα για τον Hugo Pratt και το «Το Χρυσό Σπίτι της Σαμαρκάνδης», το κάνει και ο Spielberg εδώ και το έχω προσπαθήσει και εγώ στο καινούριο comic: είναι μια ταινία 2 ωρών και το βασικό element της ταινίας, τον καρχαρία δηλαδή, τον βλέπεις δέκα λεπτά στο τέλος. Αυτό το θεωρώ μια από τις επιτομές του thriller, το πως τα έχεις κάνει πάνω σου και το τέρας το βλέπεις για λίγο και προς το φινάλε. Θα πω στη συνέχεια το The Thing του Carpenter, μια ταινία την οποία όποτε βλέπω μου δημιουργεί ένα τέτοιο περίεργο αίσθημα αμφιβολίας και κλειστοφοβίας, ενώ έχει επίσης και κάτι που αναφέραμε νωρίτερα όταν μιλούσαμε για το folklore στοιχείο του horror, ότι δηλαδή το πιο τρομακτικό είναι ότι αυτός που είναι δίπλα σου μπορεί να είναι το «τέρας». Θα πω μετά το Shining του Kubrick γιατί ο Jack Nicolson είναι ο αγαπημένος μου ηθοποιός και αυτό που κάνει εκεί είναι φανταστικό. Και επίσης για ένα περίεργο λόγο, η Λάμψη (όπως βασικά και οι άλλες δύο ταινίες παραπάνω) είναι στην κατηγορία εκείνη των comfort movies μου, παρότι αρκετά disturbing. Το Wicker Man είναι επίσης ανάμεσα σε αυτές τις ταινίες τρόμου που αγαπώ. Το είχα δει αρκετά μικρός, κάπου στο Λύκειο και μη εξοικειωμένος με τέτοιου είδους θεάματα – αγγλικό θρίλερ στα 70s – με είχε ξενίσει αρκετά, όπως και τους Άγγλους τότε που δεν ήξεραν αρχικά που να την κατατάξουν. Με είχε ξενίσει όλο αυτό το περίεργο, που τα πάντα είναι εξωτερικά φυσιολογικά αλλά γίνεται κάτι σε κάθε σκηνή που λες «εδώ κάτι δεν πάει καλά». Όλη αυτή η αίσθηση του αμήχανου που παράλληλα είναι και πολύ οικείο, με καθημερινούς ανθρώπους που κάνουν φυσιολογικά πράγματα αλλά ξαφνικά αποκτούν αυτήν την αίσθηση του άβολου που σε κάνει να τρομάζεις. Τέλος από τα κλασσικά, πάλι Carpenter και το original Halloween του 1978. Ξαναγυρνώντας στο κομμάτι της 9ης Τέχνης, μιας και νομίζω έχουμε ζήσει με τον ίδιο τρόπο το «ξεπέταγμα» του ελληνικού comic των αρχών του 2000 μέχρι σήμερα, πώς βλέπεις πλέον την εγχώρια σκηνή, τόσο από εμπορικής σκοπιάς όσο και από καλλιτεχνικής; Από την εποχή του «9» της Ελευθεροτυπίας και ειδικά τα δέκα τελευταία χρόνια η Ελληνική σκηνή comics υπάρχει, είναι πάρα πολύ δυνατή και έχει πολλούς ανθρώπους των οποίων οι δημιουργίες θεωρώ, σαν αναγνώστης, ότι θα μπορούσαν άνετα να σταθούν στο εξωτερικό. Το ότι υπάρχει βέβαια σκηνή και μάλιστα ζωντανή και πολύπλοκη το καταλαβαίνεις και από ένα άλλο πράγμα, εκτός από τις πολλές εκδόσεις και το πλήθος των καλλιτεχνών: την ποικιλία στο στυλ και στο περιεχόμενο των ιστοριών των νέων καλλιτεχνών. Όταν μπορείς να διαλέξεις μόνο ανάμεσα σε ελληνικά comics το είδος που σου αρέσει, αυτό κάτι δείχνει και κάτι σημαίνει. Πριν κάμποσα χρόνια δεν υπήρχε αυτό, ενώ πλέον τα άτομα που δημιουργούν comics είναι ένα μεγάλο πολύχρωμο ψηφιδωτό όλων των ηλικιών και υφών. Το θέμα είναι πόσο αυτό μπορεί να απορροφηθεί από τους Έλληνες αναγνώστες. Θεωρώ ότι υπάρχει κοινό, έχει αυξηθεί πολύ, αλλά και πάλι δεν είναι στο επίπεδο που θα βοηθήσει να βιοποριστούν όλοι όσοι αποφασίσουν να ασχοληθούν με το comic στην Ελλάδα. Κλείνοντας σιγά-σιγά, Comicdom CON Athens 2023: Υπάρχουν κάποιοι νέοι καλλιτέχνες, που έχεις ξεχωρίσει προσωπικά και θέλεις να διαβάσεις τις νέες τους δουλειές; Είναι πάρα πολλοί και όσες φορές κάνω βόλτα στις αυτοεκδόσεις βλέπω απίστευτα πράγματα. Είναι π.χ. άτομα είκοσι χρόνια μικρότερα από εμένα στα οποία βλέπω τεράστιο ταλέντο. Όχι ότι δεν το βλέπω αυτό και στους μεγαλύτερους ηλικιακά καλλιτέχνες, αλλά αναφέρω τους πιο μικρούς γιατί αυτοί είναι που έρχονται με φόρα. Δεν μπορώ να αναφέρω ονομαστικά κάποιον, γιατί δεν έχω προλάβει να τελειώσω το διάβασμα πάρα πολλών comic που αγοράζω από κόσμο που μου κέντρισε το ενδιαφέρον η δουλειά του και δεν θέλω να αδικήσω κανέναν. Θα πω μόνο ότι είναι πολλά τα άτομα και έρχονται δυνατά. Πώς ερμηνεύεις αυτό το ολοένα αυξανόμενο καλλιτεχνικό επίπεδο των νέων δημιουργών comics; Εμείς, όπως είπαμε και νωρίτερα, αν κάτσουμε πέντε 40άρηδες θα πούμε κοινά ερεθίσματα. Η νέα γενιά είναι κάτι εντελώς διαφορετικό. Πλέον έχεις είδη μέσα στα είδη, ελληνικά manga, ελληνικά horror, ελληνικά υπέρ-ηρωικά, comics που έχουν να κάνουν με την ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα, φεμινιστικά, συμπεριληπτικά, πολιτικά κτλ. Αν θες να βρεις κάτι συγκεκριμένο υπάρχουν πολλές επιλογές. Υπάρχει μεγαλύτερη πρόσβαση σε άπειρη πληροφορία για αυτά τα παιδιά – κάτι που εμείς δεν είχαμε επουδενί, ένα Βαβέλ ήθελες μικρός και συνήθως έπρεπε να κάνεις τον ανθρακωρύχο για να το ανακαλύψεις σε κάποιο περίπτερο. Πιο μικροί ειδικά, Βαβέλ και Παρά Πέντε π.χ. έπρεπε να τα κρύψεις κιόλας γιατί μπορεί να νόμιζαν οι γονείς σου ότι είναι και τσόντες (γέλια). Τελευταία ερώτηση και πιο κρίσιμη όλων: αγαπημένη ταινία Simon Pegg; (Σ.σ.: ο Θανάσης εμφανισιακά μοιάζει εντυπωσιακά στον Βρετανό κωμικό.) Μου βάζεις δύσκολα, αλλά δεν θα πω το Shawn of the Dead – η πρώτη που τον θυμάμαι – και θα πω το World ’s End. Ο χαρακτήρας του εκεί νιώθω ότι έχει πολλά κοινά στοιχεία με τον δικό μου χαρακτήρα και θυμάμαι όταν το είχα πρωτοδεί με φίλους, στα πρώτα 15 λεπτά γυρίζουν και μου λένε «Θανάση, το βλέπεις ότι είσαι αυτός έτσι;» (γέλια). Όταν μαζεύει τους παλιούς του φίλους να κάνουν αυτό το pub crawl ταυτίστηκα, γιατί και εμένα οι περισσότεροι μου φίλοι έχουν μεγαλώσει – λες και εγώ δεν έχω (γέλια) – και έχουν μπει σε μια άλλη φάση, ενώ εγώ νιώθω καμιά φορά ότι έχω πατήσει ένα pause και είμαι σαν αυτόν τον χαρακτήρα στη ταινία. Ενώ τα άλλα δύο είναι πιο fun, αυτό έχει εκείνο το στοιχείο που λέγαμε στην αρχή για τα «Καμένα Βούρλα», μιλάει για το πέρασμα του χρόνου, το πως έχουν μεγαλώσει όλοι πια, έχει περάσει ο χρόνος από πάνω τους και ο ήρωας είναι ο ίδιος σαν να είναι ακόμα στα 20 – και φαίνεται κάτι ξεπερασμένο στα μάτια τους, σε σημείο που κάποιες φορές βγάζει μια θλίψη. Στο Hot Fuzz από την άλλη ενώ μου αρέσει πάρα πολύ, δεν μπορώ να ξεπεράσω το γεγονός ότι οι πρωταγωνιστές είναι μπάτσοι (γέλια). Θανάση σε ευχαριστούμε πολύ, καλή επιτυχία με την νέα σου δουλειά και ραντεβού στο Comicdom CON Athens 2023! Tο Comicdom CON Athens, το μακροβιότερο διεθνές φεστιβάλ της χώρας για την τέχνη των comics, επιστρέφει στις 12, 13, 14 Μαΐου, στην Τεχνόπολη Δήμου Αθηναίων. Τα comics του Θανάση Πετρόπουλου κυκλοφορούν από τις Εκδόσεις JEMMA PRESS. Περισσότερα για το Comicdom CON Athens 2023 εδώ. Και το σχετικό link...
  6. Ίσως το δημοφιλέστερο ελληνικό webcomic, τα «Κουραφέλκυθρα» του Αντώνη Βαβαγιάννη γνωρίζουν μια θεαματική επιτυχία η οποία δεν περιορίζεται μόνο στα κόμικς. Τα «Κουραφέλκυθρα» αποτελούν ίσως την πιο ιδιόμορφη περίπτωση ελληνικών κόμικς. Δεν είναι καν λέξη, είναι όμως πολλά περισσότερα: εκτός από τη σταθερή παρουσία τους στο διαδίκτυο σε διαρκώς εναλλασσόμενες στέγες και μια επιτυχημένη εκδοτική πορεία με δέκα εξαντλημένες εκδόσεις, έχουν γίνει ραδιοφωνική εκπομπή, μπίρα (!), ενώ υπάρχουν βλέψεις για κινηματογραφική μεταφορά σε ταινία κινουμένων σχεδίων μικρού μήκους, σε συνεργασία με το Cinobo, αλλά και… επιτραπέζιο! Ο… «πολυατάλαντος», όπως είναι ο τίτλος της πρόσφατης ομιλίας που παραχώρησε στο TEDx μιλώντας ακριβώς για την πολυδιάστατη φύση του, ο δημιουργός της σειράς Αντώνης Βαβαγιάννης, ο άνθρωπος πίσω από το σουρεάλ ξεκαρδιστικό πανδαιμόνιο αλλόκοτων και παράλογων καταστάσεων και χαρακτήρων, μιλάει στο καρέ καρέ με αφορμή τη μεταπήδηση στη συνδρομητική πλατφόρμα τού patreon και την κυκλοφορία του τρίτου συγκεντρωτικού τόμου με τις ιστορίες της Ζωζεφίνας, του Θείου Αιμίλιου, του κυρίου Κλιάφα και του υπόλοιπου αλλοπρόσαλλου καστ. ● Γεννήθηκες το ’81, ανδρώθηκες τη δεκαετία του ’90 και ανήκεις στη γενιά που κλήθηκε να κάνει τα πρώτα της επαγγελματικά βήματα κατά τη διάρκεια της κρίσης. Τι αποτύπωμα είχαν τα παραπάνω βιώματα στο έργο σου; Η δεκαετία που διαμόρφωσε καθοριστικά το γούστο μου σε πολλά πράγματα ήταν του ’90. Είναι η εποχή που ανακάλυψα ως έφηβος τους Simpsons και τους Monty Python, τον Αρκά, τα ακούσματα της ανεξάρτητης ροκ. Όλα αυτά και πολλά ακόμη με τον καιρό μετασχηματίστηκαν στα «Κουραφέλκυθρα», τα οποία ακολουθούν μια παράλληλη πορεία αγκαλιά με την κρίση. Ξεκίνησαν το 2007, λίγο πριν από τη δολοφονία του Γρηγορόπουλου, ακριβώς πριν στραβώσει πολύ η κατάσταση. Παρ’ όλα αυτά επέλεξα συνειδητά να αποφεύγω την επικαιρότητα. Κάποιες φορές βιώματά μου αντανακλώνται ασυνείδητα στη δουλειά μου, αλλά δεν το επιδιώκω απαραίτητα. ● Οι πολλαπλές καλλιτεχνικές και επαγγελματικές ταυτότητες, όπως αυτή του δημιουργού κόμικς, του μουσικού, του ραδιοφωνικού παραγωγού, του δασκάλου μέχρι πρότινος, πηγάζουν από τις πολυδιάστατες καλλιτεχνικές ανησυχίες σου ή σχετίζονται με σκοπούς πιο ταπεινούς, όπως η οικονομική επιβίωση; Σίγουρα δεν μπορούσα να διανοηθώ ότι θα συντηρούμαι οικονομικά από τα κόμικς – για τη μουσική δεν το συζητώ, με αμιγώς οικονομικούς όρους ίσως να «έμπαινα μέσα». Ευτυχώς, μετά από 16 χρόνια που κάνω ασταμάτητα το ίδιο πράγμα, με προσήλωση και αφοσίωση, ίσως επιτέλους αχνοφαίνεται η δυνατότητα επιβίωσης με κύρια απασχόληση τα κόμικς μου. Και πάλι όχι τόσο από το ίδιο το καλλιτεχνικό δημιούργημα, αλλά από τις ευκαιρίες που ανοίχτηκαν χάρη σε αυτό, όπως η ραδιοφωνική εκπομπή και οι γελοιογραφίες. Αμφότερα προέκυψαν από προτάσεις τρίτων, τις οποίες αποδέχτηκα όχι μόνο λόγω της όποιας οικονομικής ενίσχυσης συνεπάγονταν, αλλά κυρίως διότι μου αρέσει πολύ να δοκιμάζω νέες προκλήσεις και διαφορετικά πράγματα. ● Η γελοιογραφία είναι συγγενής με τη βασική σου ιδιότητα ως σχεδιαστή κόμικς, αλλά ποια είναι η απόσταση μεταξύ τους; Προσπαθώ να εισάγω και στις γελοιογραφίες μου την σουρεαλιστική ματιά που προϋπήρχε στη δουλειά μου, όχι μόνο σαν καλλιτεχνική άποψη, αλλά γιατί ως νέος στο πολιτικό σκίτσο νιώθω πιο οικεία. Η βασική διαφορά είναι πως στα κόμικς μου απουσιάζει το στοχευμένο κοινωνικοπολιτικό μήνυμα, ενώ όταν σχολιάζεις την πολιτική επικαιρότητα νομοτελειακά μεταφέρεις το δικό σου ιδεολογικό υπόβαθρο, την ματιά σου για τον κόσμο. Αντίστοιχα, η γελοιογραφία ως σχόλιο της επικαιρότητας μπορεί να έχει εφήμερη δράση, ενώ στα «Κουραφέλκυθρα» επιλέγω θεματικές τις οποίες θα μπορεί να απολαύσει ο αναγνώστης ακόμα και δέκα χρόνια μετά, έστω κι αν κάποια αστεία μπορεί να είναι ελαφρώς ξεπερασμένα. ● Ποιο είναι το συστατικό εκείνο που ξεχωρίζει τα «Κουραφέλκυθρα» τόσο ώστε να αποτελούν σήμερα, εκτός των άλλων, έναν μικρό πυλώνα συλλογικού χιούμορ για μια όλο και μεγαλύτερη διαδικτυακή κοινότητα; Πρώτα απ’ όλα, όταν ξεκινούσα δεν μπορούσα να διανοηθώ ότι θα έβρισκε τόσο μεγάλη απήχηση. Δεν θα μπορούσα να περιμένω ότι θα υπάρχει μια παρέα εκτός από τη δική μου στην οποία κάποιος θα αναφωνούσε «Αχ το Μαριώ», όπως ο Θείος Αιμίλιος, και όλοι θα καταλάβαιναν πού αναφέρεται. Είμαι πολύ ενθουσιασμένος που μεγάλο μέρος του κοινού το αγαπάει τόσο. Προσπαθώ όμως πάντα να μην ξεχνώ πως συμβαίνει σε μια μικρή μερίδα του κόσμου. Εξακολουθεί να είναι underground – το γεγονός ότι κάποιοι άνθρωποι στον ευρύτερο κύκλο μας το γνωρίζουν δεν σημαίνει ότι έχει τον μαζικό αντίκτυπο και τη διεισδυτικότητα π.χ. του Αρκά. Αλλά αυτό για να είμαι ειλικρινής δεν με πολυενδιαφέρει κιόλας. Νομίζω ότι σε μεγάλο βαθμό το κοινό που μπορεί να του αρέσει αυτό το κόμικς είναι πολύ συγκεκριμένο και το έχει ήδη ανακαλύψει. Ταυτόχρονα και εγώ απευθύνομαι σε συγκεκριμένο κοινό, δίχως να με απασχολεί το mainstream στοιχείο. Η κοινότητα που το έχει αγκαλιάσει δεν είναι τυχαίοι περαστικοί στα social media. Μου στέλνουν μηνύματα, έρχονται στα φεστιβάλ να με γνωρίσουν, αγοράζουν τα βιβλία, εσχάτως χρηματοδοτούν άμεσα το εγχείρημα στο patreon. Από την αρχή που το διάβαζαν 20 άτομα μέχρι σήμερα που το διαβάζουν 80.000, το κριτήριο είναι απλό: να μου αρέσει και να γελάω με αυτό. Η αυθεντικότητα είναι ο μόνος τρόπος να διατηρηθεί η συνοχή της σειράς και το μόνο που μπορώ να ελέγξω. Το αποτέλεσμα είναι πάντα απρόβλεπτο. Πολύ συχνά κάτι που θεωρούσα φοβερά αστείο δεν είχε την ανταπόκριση που περίμενα, ενώ κάτι που δεν με ενθουσίαζε έκανε θραύση. Σκίτσο δημοσιευμένο στο news247.gr ● Θυμάσαι παραδείγματα; Στην πρώτη περίπτωση ανήκει ένα με τον Ιουστινιανό και την Αγία Σοφία – όταν το είχα σκεφτεί μου είχε φανεί τόσο αστείο, ακόμα και το σχέδιο είναι πολύ πιο προσεκτικό. Του δείχνουν την κρήνη και του λένε πως υπάρχει ένα μήνυμα που διαβάζεται το ίδιο και από τα δεξιά και από τα αριστερά, πρόκειται για το «Νίψον ανομήματα μη μόναν όψιν». Το κοιτάζει και λέει «παπαπ», μου είχε φανεί τόσο απλοϊκά αστείο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα απρόσμενης επιτυχία είναι αυτό με τον βασιλιά στο πολιορκούμενο κάστρο, που του λένε «Κοίτα βασιλιά μου, τοξότες!» κι εκείνος απαντάει «Πού κατάλαβες το ζώδιό τους από τόσο μακριά;». Το είχα στο συρτάρι για εβδομάδες και δεν το ανέβαζα επειδή μου φαινόταν πως δε θα γελούσε κανείς, ωστόσο πήγε ανέλπιστα καλά. ● Χαρακτηριστικό της επιτυχίας των «Κουραφέλκυθρων» είναι ότι βρίσκουν ανταπόκριση σε ένα κοινό πολύ ευρύτερο σε σχέση με τα παραδοσιακά ελληνικά κόμικς. Αλήθεια είναι αυτό, αν και για πολλά χρόνια δεν ήταν έτσι. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα αρκετοί νέοι δημιουργοί να παραδειγματίζονται επιλέγοντας το συγκεκριμένο μέσο για να εκφραστούν, αντί ενδεχομένως να φτιάχνουν memes. Ελπίζω αυτό να λειτουργεί προωθητικά για το σύνολο της ελληνικής κοινότητας κόμικς, κάτι που εισπράττω π.χ. από την επικοινωνία με όσους έρχονται σε φεστιβάλ κόμικς για να με συναντήσουν και να ζητήσουν υπογραφές. Είναι κι άλλοι δημιουργοί που το έχουν καταφέρει αυτό, όπως ο Σταύρος Κιουτσιούκης και η Δήμητρα Αδαμοπούλου. Στη δική μου περίπτωση σχετίζεται με τη μικρή έκταση που τα καθιστά εύκολα στην ανάγνωση. Ενίοτε όμως το κείμενο είναι αρκετά πυκνό και πιστεύω πως δεν θα διαβαζόταν αν δεν είχε φτιάξει ήδη με τα χρόνια ένα πιστό κοινό. Το άλμπουμ «Κουραφέλκυθρα Omnibus III» (εκδόσεις Jemma Press) κυκλοφορεί στο Comic Con Θεσσαλονίκης (5-7 Μαΐου) και στο Comicdom Con (12-14 Μαΐου). ● Vamvax.gr, comicdom.gr, socomic.gr, Nerdcult (luben.tv) και εσχάτως στο patreon. Θα είναι αυτή η τελευταία μετακόμιση; Κάθε συνεργασία απέδωσε στο μέγιστο δεδομένων των συνθηκών κάθε εποχής. Ειδικά οι άνθρωποι του socomic ενίσχυσαν σημαντικά τα ελληνικά κόμικς σε μια δύσκολη περίοδο. Με το Luben είχα συνεργαστεί ήδη πολλά χρόνια πριν, όταν τα «Κουραφέλκυθρα» δεν υπήρχαν ακόμα. Η συνεργασία μας έληξε σε μια περίοδο που ήδη σκεφτόμουν τη μετάβαση στο patreon, δεδομένου πως αποτελεί την πιο αδιαμεσολάβητη μορφή οικονομικής υποστήριξης των καλλιτεχνών από το κοινό τους. Μετά τις μεγάλες εταιρείες και το crowdfunding, είναι ένας από τους δημοφιλέστερους τρόπους χρηματοδότησης στο εξωτερικό, ειδικά για τα αμερικανικά κόμικ στριπς. Προσωπικές ανασφάλειες σε συνδυασμό με την ξένη για την ελληνική πραγματικότητα συνδρομητική κουλτούρα του εγχειρήματος με απέτρεπαν να το τολμήσω. Η ανταπόκριση του κόσμου όμως ήταν συγκινητική, γι’ αυτό πιστεύω πως δεν θα αλλάξει. Δεν μπορώ να φανταστώ κάποιον καλύτερο τρόπο συνεργασίας από το να σε στηρίζουν άμεσα οι αναγνώστες σου. Το κόμικς θα διατίθεται δωρεάν στα social media που χειρίζομαι, αλλά όσοι χρηματοδοτούν το εγχείρημα θα λαμβάνουν αποκλειστικό περιεχόμενο και δώρα, ενώ ορισμένοι εξ αυτών θα δουν τον εαυτό τους να συμπρωταγωνιστεί σε μελλοντικά «Κουραφέλκυθρα» που θα σχεδιάσω. ● Επιστρέφοντας στην αρχή της καριέρας σου, έχουμε τον «Φωτογράφο» και το «AVPD», όπου υπογράφεις μόνο το σενάριο. Υπάρχουν σκέψεις να επιστρέψεις ως σεναριογράφος ή να γράψεις πάλι κάτι αυτοτελές ασχέτως ποιος θα το σχεδιάσει; Πράγματι, αρχικά υπογράφω μόνο το σενάριο. Αν και αμφότερα τα είχα ξεκινήσει στο site μου σαν κόμικς. Κάποια στιγμή ο Σπύρος Δερβενιώτης είχε δει τον «Φωτογράφο» και ήθελε να τον σχεδιάσει, βάζοντάς με έτσι στον χώρο σαν επαγγελματία δημιουργό κόμικς. Πλέον είναι συλλεκτικό τεύχος, καθώς ο εκδοτικός οίκος έχει κλείσει και το τιράζ ήταν μικρό. Το «AVPD» έγινε σε συνεργασία με τον Κωνσταντίνο Φουτσίδη, τον οποίο δεν έχω ξαναδεί έκτοτε. Από εκεί και πέρα, για το στυλ που υπηρετώ προτιμώ το δικό μου ατελές σχέδιο παρά κάτι πιο τεχνικά άρτιο. Παρά τις όποιες σχεδιαστικές αδυναμίες, μπορώ να το εξυπηρετήσω καλύτερα γιατί είναι δικό μου. Θα με ενδιέφερε μόνο αν ήθελα να κάνω κάτι πιο σοβαρό και ρεαλιστικό, μια ανάγκη που δεν έχει γεννηθεί ως τώρα. Κατά καιρούς έχω ξεκινήσει διάφορες σκέψεις και πρότζεκτ, αλλά δεν έχει υπάρξει μέχρι τώρα κάτι ολοκληρωμένο. Αυτήν την περίοδο κάνω πράγματα που δεν περίμενα, ενώ τα περισσότερα απ’ όσα σκεφτόμουν γίνονται ταυτόχρονα: ● Για πρώτη φορά θα σχεδιάσω ιστορίες σε σενάριο άλλου! Πρόκειται για μία σειρά από αληθινές ιστορίες της ροκ μουσικής, σε συνεργασία με τον δημοσιογράφο Κωνσταντίνο Τσάβαλο. ● Στο σύντομο μέλλον πρόκειται να κυκλοφορήσει σε συνεργασία με το Cinobo η πρώτη animated εκδοχή των «Κουραφέλκυθρων». Έχω ήδη γράψει το σενάριο, το οποίο αποτελεί στην πραγματικότητα συρραφή μερικών αγαπημένων στριπ. ● Ένα μεγάλο μου όνειρο είναι να φτιάξω ένα επιτραπέζιο παιχνίδι! Σκοπός είναι να συνδέεται με τα «Κουραφέλκυθρα» δίχως να στερεί κάτι από όσους δεν γνωρίζουν περί τίνος πρόκειται. ● Το animation είναι κάτι που σε ενδιαφέρει; Στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια είναι είδος υπό εξαφάνιση. Ξέρεις πόσο ακριβό είναι; Γι’ αυτό και η μεταφορά των «Κουραφέλκυθρων» θα έχει διάρκεια περί τα 5 λεπτά. Σιγά-σιγά μαθαίνω κι εγώ κάποια πράγματα, μήπως μπορέσω να το κάνω μεγαλύτερο, αλλά κατά τα άλλα βρισκόμαστε σε συζητήσεις για την παραγωγή. Εκτός από μεγάλο κόστος είναι και πολύ χρονοβόρα διαδικασία – ελπίζω να μη μας πάρει περισσότερο από ένα χρόνο να το ετοιμάσουμε. Κατά τ’ άλλα, στην Ελλάδα δεν υπάρχει το κοινό που θα έφερνε τις διαφημίσεις ώστε να καλύψει το κόστος. Μάλλον αυτό απέτρεψε ή σταμάτησε παραγωγές όπως το «Ουκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος», γιατί η τηλεόραση έχει διαμορφώσει ένα συγκεκριμένο κοινό και πλέον απευθύνεται μόνο σε αυτό δίχως να τολμά να απευθυνθεί αλλού. Για το ευρύ ελληνικό κοινό το animation παραμένει «μικυμάου για παιδιά», επικρατεί αυτή η γενιά και η λογική. Εδώ η τεράστια και ζωηρή stand up σκηνή στην Ελλάδα δεν έχει δουλειά στην τηλεόραση, δεν υπάρχει κωμωδία. ● Η μουσική αποτελεί επίσης ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής σου. Ξεκίνησα με το συγκρότημα «Empty Frame», αλλά πλέον αυτό το κεφάλαιο έχει κλείσει. Τα παιδιά συνεχίζουν να παίζουν και τους παρακολουθώ από απόσταση πλέον με μεγάλο ενδιαφέρον. Δεν έχω την αφοσίωση και το χρόνο που απαιτούσα από τον εαυτό μου για να νιώθω καλά με τη συμμετοχή μου σε ένα κοινό πρότζεκτ. Έκανα κάποιες περισσότερο προσωπικές ηχογραφήσεις στο πλαίσιο του «Other Me» ηχογραφώντας κάποια κομμάτια που είχα στο μυαλό μου, δυστυχώς όμως κι αυτό έμεινε πίσω. Το μουσικό μικρόβιο το ικανοποιώ πλέον μέσω της ραδιοφωνικής εκπομπής όπου παίζω και μιλώ για μουσική – κάποια στιγμή όμως θα επανέλθει και η όρεξη να γράψω, δε φεύγει ποτέ εντελώς. Ακόμα και για το soundtrack της ταινίας των «Κουραφέλκυθρων» μάλλον θα χρησιμοποιούσα κάτι ήδη γραμμένο, αλλιώς θα έπρεπε να το μειώσουμε στα 2 λεπτά. ● Στη ραδιοφωνική σου εκπομπή έχεις ξεκινήσει μία ραδιοφωνική σταυροφορία για να ανακαλύψεις τον «υπεύθυνο»… Έχω ξεκινήσει δύο σταυροφορίες. Η μία είναι ερευνητική: αναζητώ ποιοι είναι αυτοί που χρησιμοποιούν τη φράση «κάνω υπεύθυνος» αντί για το κλασικό «μπει δε μπει» για να αποφασίσουν ποιος θα παίξει πρώτος στο μονό παιχνίδι στο μπάσκετ. Είναι ελάχιστα άτομα και πολύ διασκορπισμένα, αλλά υπάρχουν εκεί έξω. Πρώτη φορά το άκουσα μικρός από ένα παιδί στα Χανιά και νόμιζα ότι εκεί το λένε έτσι. Πράγματι, υπάρχει μία συγκέντρωση στην Κρήτη, αλλά το συγκλονιστικό είναι ότι μετά γνώρισα κόσμο στα Χανιά και και με κοιτούσαν σαν εξωγήινο όταν τους ρωτούσα, το ακούγανε για πρώτη φορά ενώ είχαν την ίδια ηλικία περίπου. Άλλοι βέβαια το αντιμετωπίζουν σαν κάτι απολύτως φυσιολογικό. Υπάρχει ένα τεράστιο μυστήριο. Στη δεύτερη σταυροφορία δεν αναζητώ απαντήσεις αλλά προσπαθώ να δώσω. Ο σκοπός είναι να καταργηθεί το μολύβι από το «πέτρα, ψαλίδι, χαρτί». Είναι απλά κακά μαθηματικά, κακός σχεδιασμός, είναι μια ελληνική εφεύρεση, δεν υπάρχει πουθενά στον κόσμο και δεν έχει κανένα λόγο ύπαρξης γιατί κάνει ό,τι κάνει το ψαλίδι, απλά χάνει και από το ψαλίδι, επομένως δεν έχεις κανένα λόγο να το διαλέξεις. Δε θα ησυχάσω μέχρι να εξαφανιστεί. 📌 Τον διαβάζετε: Facebook: https://www.facebook.com/Kouraphelkythra Instagram: @kourafelkythros News247: https://www.news247.gr/skitsa/ Patreon: https://www.patreon.com/kourafelkythra/ Οι εκδόσεις του κυκλοφορούν από τη Jemma Press. Τον ακούτε: Nostos Radio 100.6: καθημερινά 11.00-12.00 Spotify: Κουραφέλκυθρα – Δεν είναι καν Podcast Και το σχετικό link...
  7. Έχουμε μάθει να διαβάζουμε την ελληνική Ιστορία ως ένα ασπρόμαυρο πεδίο αντιπαράθεσης και να την ερμηνεύουμε με όρους παιδικών υπερηρωικών περιπετειών. Ταυτιζόμαστε με τους «καλούς», μισούμε τους «κακούς» και απολαμβάνουμε πάντα το happy end. Και πώς θα μπορούσε να είναι διαφορετικά, όταν στο σχολείο ακούγαμε πανηγυρικούς θαυμάζοντας δαφνοστεφανωμένα ξόανα και κάναμε παρελάσεις με ναζιστικό βήμα ακούγοντας στρατιωτικά εμβατήρια που διακόπτονταν από τον θόρυβο μαχητικών αεροπλάνων; Μια διαφορετική ματιά στην Ιστορία των χρόνων πριν από την Επανάσταση του 1821, πέρα από τα υπεραπλουστευμένα, μανιχαϊστικά δίπολα και τη βολική εξιδανίκευση, προτείνει η σειρά «1800» του Θανάση Καραμπάλιου (εκδόσεις Jemma Press) που δεν είναι επίκαιρη μόνο λόγω των ημερών, αλλά και γιατί αποτελεί μια υποδειγματική προσπάθεια τεκμηρίωσης και ταυτόχρονα μια απολαυστική μυθοπλασία στην Ελλάδα των αρχών του 19ου αιώνα. Στους 6 τόμους της σειράς ο αναγνώστης μαθαίνει τα πάντα για το πολιτικό πλαίσιο της εποχής, για την κοινωνική δομή στην επαρχία, για τα ήθη και τα έθιμα των Ελλήνων, για την οικονομική κατάσταση, για την πορεία που ακολουθήθηκε μέχρι την ένοπλη εξέγερση. Όλα αυτά ωστόσο τα παρακολουθεί μέσω της ζωής πραγματικών ανθρώπων και όχι ατσαλάκωτων ζωγραφικών πορτρέτων σε μπλε και άσπρο. Η Ιστορία, όπως την έχει κατανοήσει και την αφηγείται ο Καραμπάλιος, δεν είναι ένα υμνολόγιο εθνικού σκοπού με πρωταγωνιστές αγιοποιημένα πρόσωπα, τάχα προορισμένα και ταγμένα στον «λυτρωμό» και τη «λευτεριά». Αντιθέτως, είναι μια διαλεκτική Ιστορία στην οποία κινητήριος δύναμη είναι ο λαός και οι άνθρωποι και όχι η μεταφυσική και η χειραγώγηση του παρελθόντος. Μόνο ένα φανταστικό στοιχείο χρησιμοποιεί ο Καραμπάλιος. Κι αυτό αποτελεί μία από τις πιο συγκλονιστικές στιγμές του έργου του. Ο κεντρικός χαρακτήρας του, ο Δήμος Καραμάνος, κατατρύχεται διαρκώς από ένα όραμα. Ένα άγριο λιοντάρι στοιχειώνει συνεχώς τα όνειρά του, γίνεται εφιάλτης, τον απειλεί. «Ποιος είναι; Φανερώσου!» του φωνάζει ο τρομαγμένος, βασανισμένος και θαρραλέος ήρωας. «Ποιος περίμενες να είναι;» του απαντά το λιοντάρι. Ένα λιοντάρι που θα σταθεί «δίπλα» του μέχρι την τελευταία σπαρακτική σελίδα. Για να θυμίζει ότι οι άνθρωποι δεν είναι – και δεν πρέπει να είναι – λιοντάρια. Και την Ιστορία τη ζουν και τη γράφουν οι άνθρωποι και όχι τα λιοντάρια. Και το σχετικό link...
  8. Το βιβλίο που τιτλοφορείται Héctor αφηγείται τη μοίρα του Héctor Oesterheld, ενός συγγραφέα κόμικς που δολοφονήθηκε από τη δικτατορία της Αργεντινής το 1978. Αντί όμως να "ποιήσει μνήμα", ο Léo Henry ανοίγει το βιβλίο του σε κάθε δυνητική φαντασία που θα μπορούσε να καλύψει το κενό που δημιούργησε ο μυστικός πόλεμος, χωρίς δίκες ή επίσημες συλλήψεις, που διεξήγαγαν οι στρατηγοί. Επισημαίνεται εδώ η δυσκολία να ορίσεις μια πραγματικότητα που η ίδια έχει μεταμφιεστεί σε μυθοπλασία, ενώ ταυτόχρονα δείχνει πώς οι μυθοπλασίες είναι σε θέση να την αφηγηθούν – οι μυθοπλασίες του Όστερχελντ και εκείνες που συνδέονται με το Μπουένος Άιρες, την πόλη της λογοτεχνίας όσο και την πραγματική πόλη. Ο Μπόρχες και ο Κόρτο Μαλτέζε, ο Σαμπάτο και η Μαφάλντα καλούνται να φωτίσουν ό,τι ήταν κρυμμένο μεταξύ 1976 και 1978. Αυτό καθιστά το Héctor ένα βιβλίο του οποίου η νηφαλιότητα και η ομορφιά συναγωνίζονται την ειλικρίνειά του, ένα βιβλίο που επιτυγχάνει τη λεπτότητα ενός σχισμένου ιστού αράχνης για να πει αυτό που η τυραννία προσπάθησε να σβήσει. El Eternauta. Ο πλανόβιος του απείρου. Ο Έκτωρ Όστερχελντ ήταν ο σεναριογράφος των πρώτων έργων του Ούγκο Πρατ (Sargento Kirk, Ernie Pike, Ticonderaga Flint, μεταξύ 1953 και 1962) και κυρίως του El Eternauta, ενός κόμικ επιστημονικής φαντασίας που έγινε καλτ στην Αργεντινή. Ο Όστερχελντ παρουσίασε τρεις εκδοχές του, κάθε μία από τις οποίες ήταν όλο και πιο πολιτική καθώς ο αυταρχισμός κέρδιζε έδαφος. Κατά τη διάρκεια μιας εξωγήινης εισβολής, λίγοι επιζώντες αντιστέκονται μέσα σε ένα φανταστικό Μπουένος Άιρες. Μία αβέβαιη και απειλητική ατμόσφαιρα πλανάται γύρω τους, αόρατοι "Αυτοί" παίρνουν τον έλεγχο του μυαλού τους, ο φίλος μπορεί να αποδειχτεί προδότης. Προσπαθώντας να ξεφύγει, ο πρωταγωνιστής χάνεται στο λαβύρινθο του χωροχρόνου: γίνεται ο Eternauta. Ο Léo Henry δείχνει πώς αυτό το κόμικ κατάφερε και απήχησε την καθημερινή ζωή μιας χώρας που υπέστη μια σειρά από στρατιωτικές δικτατορίες μεταξύ 1955 και 1983. Η ιστορία ξεκινά στο προαστιακό σπίτι του ήρωα, του Juan Salvo. Ο Francisco Solano López εμπνεύστηκε από το σπίτι του Όστερχελντ για να το σχεδιάσει. Ένα ραδιενεργό χιόνι πέφτει πάνω στο Μπουένος Άιρες: "Εκ των υστέρων, αυτή η nevada mortal που πέφτει αθόρυβα πάνω στο σπίτι του Όστερχελντ έγινε meme στην εθνική φαντασία. Μία συντόμευση για τα χρόνια της δικτατορίας. Μια μεσοαστική διανοούμενη οικογένεια που την σκεπάζει ο λευκός μανδύας της φρίκης. 'Οπως και στον El Eternauta, ο Leo Henry βλέπει στην ταινία Invasión (1969) του Hugo Santiago μια πιθανή μεταφορά για τη δικτατορία. Ο συν-σεναριογράφος της, ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες, την περιγράφει ως εξής: "Το Invasión είναι ο μύθος μιας πόλης, φανταστικής ή πραγματικής, που πολιορκείται από ισχυρούς εχθρούς και υπερασπίζεται από λίγους άνδρες που, ίσως, δεν είναι ήρωες. Θα πολεμήσουν μέχρι τέλους, χωρίς να υποψιάζονται ότι η μάχη τους είναι ατέρμονη". Ο Μπόρχες θα αποδεχτεί τις τιμές της δικτατορίας και θα δηλώσει το 1976, όταν αναγορεύτηκε από τον Πινοσέτ doctor honoris causa στο Πανεπιστήμιο της Χιλής: "Δηλώνω ότι προτιμώ το σπαθί, το καθαρό σπαθί, από τον ύπουλο δυναμίτη". Μετά τη δικτατορία, θα πει στα γαλλικά: "Μπορείς να αλλάξεις το παρελθόν, το αλλάζεις συνέχεια. Κάθε φορά που το θυμόμαστε. Όλες οι αναμνήσεις που έχω από το παρελθόν μου είναι ψεύτικες". Το El Eternauta αναμειγνύει τη μυθοπλασία με την πραγματικότητα: ο Juan Salvo επισκέπτεται έναν συγγραφέα κόμικς που έχει τα χαρακτηριστικά του Όστερχελντ και του διηγείται την ιστορία του. Η ίδια διαπερατότητα χαρακτηρίζει και το Héctor, μέχρι που γίνεται η φύση του βιβλίου. Ο Leo Henry ταξιδεύει στο πραγματικό Μπουένος Άιρες, προσπαθώντας να συλλάβει το πνεύμα του, επισκεπτόμενος τους χώρους των μυστικών φυλακών όπου κρατούνταν ο Όστερχελντ, αλλά σε άλλα κεφάλαια εμφανίζονται χαρακτήρες από το κόμικ ή το Invasión. Τα τέσσερα μικρά κορίτσια του Έκτωρ Όστερχελντ περπατούν μέχρι την άκρη της πόλης, σε μια ιστορία που συνδυάζει την ταινία, τον Eternauta και μια επίσκεψη στον Μπόρχες, όλα αυτά σε μια σκοτεινή εκδοχή της Αλίκης στη Χώρα των Θαυμάτων. Ο Héctor και η Elsa, με τις τέσσερις μικρές κόρες τους, την Diana, την Beatriz, την Estela και την Marina, που δολοφόνησε η χούντα. Στο εξώφυλλο του βιβλίου "Los Oesterheld", των δημοσιογράφων Fernanda Nicolini και Alicia Beltrami. Μέσα από μια λεπτή κατασκευή, τα γεγονότα συγκεντρώνονται στο τέλος, καθώς ο Léo Henry έχει ήδη αφιερώσει τα τρία τέταρτα του βιβλίου του στην αναζήτηση, για να δείξει πόσο δύσκολο είναι να αφηγηθεί κανείς την πορεία του Όστερχελντ στην παρανομία και στις φυλακές, εφόσον τόσοι πολλοί μάρτυρες έχουν αφανιστεί, και τα ίχνη έχουν σκόπιμα σβηστεί. Ο Héctor, η Elsa, και οι κόρες τους. Φωτ. Los Oesterheld (Ed. Sudamericana) Ακολουθώντας τα βήματα των τεσσάρων θυγατέρων του, ο Όστερχελντ εντάχθηκε στους Montoneros, ένα αριστερό περονιστικό παράνομο κίνημα. Στο Héctor τονίζεται πώς ο ίδιος ο περονισμός ήταν μια ασαφής, διφορούμενη, απατηλή ιδεολογία, ένας μη μαρξιστικός σοσιαλισμός μπολιασμένος από έναν λαϊκισμό που έτεινε προς την ακροδεξιά. Εξάλλου, κατά τη διάρκεια της σύντομης επιστροφής τους στην εξουσία μεταξύ 1973 και 1976, οι δεξιοί Περονιστές προσπάθησαν να εξαλείψουν τους αριστερούς. Συγκέντρωση-επίδειξη δύναμης των Montoneros. Φωτ. CEDOC 'Ετσι, ο Έκτωρ Όστερχελντ κυκλοφορούσε κρυφά από το ένα κρησφύγετο στο άλλο, υπαγορεύοντας τα σενάριά του από τηλεφωνικούς θαλάμους. Στις 20 Απριλίου 1977, απήχθη στη μέση του δρόμου. Βασανίστηκε σε διάφορα μυστικά κέντρα κράτησης. Τον Ιανουάριο του 1978, τον κλώτσησαν μέχρι θανάτου. Πριν από αυτόν, είχαν απαχθεί δύο από τις κόρες του. Το πτώμα της 21χρονης Beatriz βρέθηκε στο δρόμο. Η τύχη της 23χρονης Diana είναι άγνωστη. Λίγους μήνες μετά τη σύλληψη του Héctor, οι δύο άλλες κόρες του, η εικοσάχρονη Miranda, και η εικοσιπεντάχρονη Estela, εξαφανίστηκαν υπό άγνωστες συνθήκες. Το τελευταίο μέλος της οικογένειάς του που είδε τον Héctor ήταν ο εγγονός του Martín, ο οποίος συνελήφθη στο κρησφύγετο όπου ζούσε η μητέρα του, η Estela. Αντί να τον παραδώσει στα ορφανοτροφεία της δικτατορίας, ο επικεφαλής της "ομάδας εργασίας", ο οποίος μάλλον διάβαζε κόμικς, τον πήγε στον παππού του στη φυλακή για να του πει σε ποιον να εμπιστευτεί το παιδί. Το αγόρι, ηλικίας τεσσάρων ετών, περιέγραψε τον τόπο της συνέντευξης ο οποίος έμοιαζε περισσότερο με κάτι βγαλμένο από ταινία του Ντέιβιντ Λιντς παρά με την πραγματική ζωή: ένα δωμάτιο εξ ολοκλήρου καλυμμένο με μπλε λάτεξ με ένα τραπέζι και μια καρέκλα. Το περιοδικό Hora Cero ('Ωρα μηδέν), όπου δημοσιεύτηκε σε σειρές το El Eternauta. Ο Léo Henry δεν στέκεται πολύ στις δίκες, στις μετέπειτα μαρτυρίες: "Τα λόγια των επιζώντων είναι τρομερά. Δεν θέλω να ακολουθήσω αυτόν τον δρόμο", ούτε "θέλει να μιλήσει για τα θύματα", ή τους δολοφόνους. Το Héctor μιλάει για τον τρόπο με τον οποίο οι ιστορίες αφηγούνται την Ιστορία, μερικές φορές καλύτερα από τις ίδιες τις λέξεις. Επικεντρώνεται στη γλώσσα, η οποία συσκοτίζει την αλήθεια αλλά και την αποκαλύπτει, ενώ οι δύο αυτές λειτουργίες συνδυάζονται σε ένα ποίημα της Angela Urundo Raboy, το Caer no es caer, το οποίο ο Léo Henry ενσωματώνει στην Aquilea, τη φανταστική πόλη του Invasión. "Caer no es caer [...] Desaparecer no es desaparecer [...] Muerte no es muerte": Το να πέφτεις δεν είναι να πέφτεις, το να εξαφανίζεσαι δεν είναι να εξαφανίζεσαι, ο θάνατος δεν είναι θάνατος. "Που είναι ο Έκτωρ Όστερχελντ;" Πολύτιμο, ευαίσθητο και λεπτό βιβλίο, σωτήριο σε μια εποχή που η ακροδεξιά γίνεται όλο και πιο προβεβλημένη, το Héctor ζωντανεύει την παρουσία ενός παλιού συγγραφέα κόμικς που αρνήθηκε να εγκαταλείψει τον αγώνα που έδινε με τις κόρες του. Θα μπορούσε να το είχε κάνει: όταν επανεκδόθηκαν τα κοινά τους έργα με το δικό του μόνο όνομα, ο Ούγκο Πρατ αναγνώρισε τι χρωστούσε στον Όστερχεντ και προσπάθησε να τον πείσει να καταφύγει στην Ευρώπη. Ένας ήρωας τον οποίο ο Léo Henry καλεί για ένα νυχτερινό απεριτίφ με τον ίδιο και τους φίλους του για να του δώσει τον λόγο: "Να τι είναι οι ιστορίες: κομμάτια της πραγματικότητας που είναι νεκρά και σαβανωμένα, που η συναρπαστική τους εμφάνιση σε κάνει να θέλεις να πιστέψεις αμέσως. [Τα] μόνα εργαλεία για να σιγουρευτούμε για τον κόσμο που υπάρχει μεταξύ μας. [...] Δεν υπάρχει το πραγματικό από τη μια πλευρά και το φανταστικό από την άλλη, αλλά ένα γιγαντιαίο συνεχές, ένα ανεξιχνίαστο σκοτάδι μέσα στο οποίο λάμπουν δισεκατομμύρια αντικείμενα, ημίγνωστα, φευγαλέα, στα μισά του δρόμου ανάμεσα στην επιθυμία και την παραίσθηση". Η Plaza de Mayo στο Buenos Aires, πλήρως καλυμμένη από το λευκό χιόνι τον Ιούνιο του 1918. Αυτή ήταν και η μοναδική χιονόπτωση στην πόλη κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα. Η πλατεία χρησίμευσε ως σκηνικό στις πρώτες σελίδες του El Eternauta. Στην ίδια πλατεία, την Πρωτομαγιά του 1974, επήλθε η ρήξη ανάμεσα στον στρατηγό Περόν και τους Montoneros που φώναζαν: "Τι συμβαίνει, τι συμβαίνει, τι συμβαίνει, τι συμβαίνει, τι συμβαίνει, στρατηγέ, η κυβέρνηση του λαού είναι γεμάτη γορίλες!". Φωτ. Archivo General de la Nación/Wikimedia - Είσαι... – είπα, ενθουσιασμένος. - Ναι, εγώ είμαι, ο Juan Salvo, ο Eternauta. - Σε θαυμάζω πολύ. Ξέρω για τη θανατηφόρα χιονόπτωση, για την εισβολή των Αυτών και... - Σ' ευχαριστώ για την αγάπη σου, αλλά βιάζομαι λιγάκι. Πρέπει να συνεχίσω να ταξιδεύω στο χώρο και στο χρόνο, πρέπει να συνεχίσω να ψάχνω για τους αγαπημένους μου – αλλά πρώτα, θα ήθελα να σου ζητήσω κάτι... - Ό,τι θέλεις, Juan. - Θέλω να πεις την ιστορία μου. Όλοι πρέπει να τη μάθουν. - Μείνε ήσυχος. Θα το φροντίσω εγώ. - Θέλω να τους πεις και για τον φίλο μου τον Germán. Και για την οικογένειά του... - ...όπως θέλεις. Daniel Riera (αναγνώστης του El Eternauta από 12 ετών) Και το σχετικό link...
  9. Στο δεύτερο μέρος της τριλογίας «No pasarán!», μια απεγνωσμένη αναζήτηση με φόντο την κατάρρευση του μετώπου του Έβρου από τις δυνάμεις του Φράνκο. Στις 18 Ιουλίου 1936 ξεκίνησε στην Ισπανία το πραξικόπημα του στρατηγού Φράνκο ενάντια στη νόμιμα εκλεγμένη κυβέρνηση. Τρία χρόνια αργότερα, αφού η χώρα βάφτηκε στο αίμα, ο Φράνκο κατάφερε, συνεπικουρούμενος από τον Άξονα, να πάρει την εξουσία. Ο εμφύλιος πόλεμος που μεσολάβησε δεν αποτέλεσε απλώς ένα εσωτερικό γεγονός, αλλά καθόρισε την πορεία της Ευρώπης. Στην ουσία ο ισπανικός Εμφύλιος υπήρξε το πρελούδιο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, καθώς στην Ιβηρική χερσόνησο αναμετρήθηκαν για πρώτη φορά οι δυνάμεις της δημοκρατίας και της κοινωνικής απελευθέρωσης με τις δυνάμεις της στρατοκρατίας και του φασισμού. Στην καρδιά αυτής της πολεμικής αντάρας μάς μεταφέρει η συναρπαστική τριλογία κόμικς του Ιταλού σχεδιαστή Vittorio Giardino, που ως τίτλο έχει το γνωστό σύνθημα αντίστασης στον φασισμό «No pasarán!» και της οποίας οι δύο πρώτοι τόμοι κυκλοφορούν από την Jemma Press (σε μετάφραση Γαβριήλ Τομπαλίδη). Το πρώτο μέρος το είχαμε παρουσιάσει σε προγενέστερο φύλλο του «Καρέ Καρέ» (Γιάννης Κουκουλάς: «No Pasaran!», 25/6/2022). Εκεί είχαμε παρακολουθήσει τον Γαλλοεβραίο Μαξ Φρίντμαν, πρώην μέλος της γαλλικής αντικατασκοπίας, να αφήνει την οικογενειακή του γαλήνη στη Γενεύη της Ελβετίας, για να επιστρέψει στη φλεγόμενη Ισπανία, όπου προηγουμένως είχε πολεμήσει στην εμφύλια σύρραξη με την πλευρά των Δημοκρατικών. Αιτία, η εξαφάνιση του παλιού του φίλου και συμμαχητή, ταγματάρχη Γκουίντο Τρέβες, σε αναζήτηση του οποίου σπεύδει ο Μαξ. Στο δεύτερο μέρος («Rio de Sangre») βρισκόμαστε στο μέτωπο του ποταμού Έβρου, τον αιματηρό Νοέμβριο του 1938. Η μάχη για τον Έβρο είχε ξεκινήσει τον Ιούλιο, με μια επίθεση των Δημοκρατικών. Ακολούθησαν μήνες στασιμότητας, με εκατέρωθεν επιθέσεις και αντεπιθέσεις, αλλά και διπλωματικά ναυάγια. Στις 30 Οκτωβρίου όμως ξεκίνησε η αιφνιδιαστική αντεπίθεση των εθνικιστών με την υποστήριξη της γερμανικής πολεμικής αεροπορίας. Εκεί βλέπουμε τον Μαξ και την Κλερ, στην πρώτη γραμμή του μετώπου, να ακολουθούν το στράτευμα υποδυόμενοι τους δημοσιογράφους, υπό τη στενή παρακολούθηση της Σεγουριδάδ. Όσο ο Μαξ ψάχνει πεισματικά τον εξαφανισμένο φίλο του, τόσο οδηγείται βαθύτερα στη λαίλαπα του πολέμου. Εν τω μεταξύ ο χειμώνας επελαύνει και η χιονόπτωση καλύπτει τα πάντα. Το μόνο που παραμένει σταθερό στον δρόμο για τη Βαρκελώνη είναι οι βομβαρδισμοί, οι εκρήξεις, οι πυροβολισμοί, οι ατέλειωτες ουρές των προσφύγων, οι οιμωγές των τραυματισμένων και οι σοροί των πτωμάτων στα ερείπια των κτιρίων. Ως προς την τεχνοτροπία, οι αναγνώστες θα απολαύσουν και εδώ την επιμονή στην «καθαρή γραμμή» του σχεδίου, τη ρεαλιστική απόδοση του περιβάλλοντος, καθώς και τα πλακάτα, φωτεινά χρώματα που κάπως αντισταθμίζουν τον ζόφο του πολέμου. Και το σχετικό link...
  10. albert

    DIABOLIK: ΤΑ ΝΕΑΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ

    Eισαγωγη: Mario Gomboli Σχεδιο στον προλογο και στον επιλογο: Giuseppe Di Bernardo Βασισμενο σε ιδεα των: Guiujepe Palumbo,Tito Faraci Εισαγωγικη εικονα 2ης ιστοριας: Sergio Zaniboni Ελάχιστα πράγματα είναι γνωστά για τα χρόνια που πέρασε ο νεαρός Ντιαμπόλικ στο νησί του Κινγκ. Σε αυτόν τον τόμο που βλέπετε ο Μάριο Γκόμπολι και ο Τίτο Φαράτσι, μαζί με τον Τζουζέπε Παλούμπο, μας ταξιδεύουν στα εφηβικά χρόνια, στη ζωή ενός αγοριού που δεν γνώριζε ότι θα γινόταν ο Ντιαμπόλικ! (Η Ιταλικη εκδοση) Δύο γεγονότα, μια επίσκεψη σε μια γκαλερί και μια έκλειψη ηλίου, θα πυροδοτήσουν τις αναμνήσεις του Ντιαμπόλικ. Γλυκές αναμνήσεις παιδικών παιχνιδιών, θλιβερές αναμνήσεις χαμένων φιλιών, πικρές αναμνήσεις απάτης και προδοσίας. Αξέχαστες εμπειρίες που βοήθησαν να σφυρηλατηθεί ο χαρακτήρας του Βασιλιά του Τρόμου!
  11. Οι Δημήτρης Βανέλλης και Νικόλας Κούρτης ενώνουν τις δυνάμεις τους και μας δίνουν τη «Μοναξιά της Αβύσσου», ένα κόμικς τρόμου βασισμένο στην ελληνική λαογραφία που ξεχώρισε στις εκδόσεις του 2022. Το καράβι «Άγιος Νικόλαος» σαλπάρει από τον Πειραιά, χωρίς να γνωρίζει για την απροσδόκητη και μοιραία συνάντησή του. Όλοι πιστεύουν πως πρόκειται για μύθο κι όμως η θρυλική Γοργόνα, η αδελφή του Μέγα Αλέξανδρου, υπάρχει και καταστρέφει όσα ανυποψίαστα καράβια δεν γνωρίζουν να απαντήσουν σωστά στην ερώτηση «Ζει;» Ο λόγος για το κόμικς «Η Μοναξιά της Αβύσσου» των Δημήτρη Βανέλλη και Νικόλα Κούρτη, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Jemma Press λίγο πριν το τέλος του 2022. Οι δύο δημιουργοί έχουν αποδείξει εδώ και πολύ καιρό την αξία τους. Ο Βανέλλης είναι από τους παλαιότερους ενεργούς σεναριογράφους κόμικς της Ελλάδας με ασταμάτητη παρουσία από τη δεκαετία του ’90 και συνεργασίες με σχεδιαστές όπως οι Θανάσης Πέτρου («Γιαννούλης Χαλεπάς», «Το Γιουσούρι και άλλες φανταστικές ιστορίες», «Η Μεγάλη Βδομάδα του Πρεζάκη») και Σπύρος Δερβενιώτης («Φανούρης Άπλας» με τον Γιάννη Καλαϊτζή). Ο Κούρτης, έχοντας κάνει το σχέδιο του κόμικς «Berlin: Πρώτος Θάνατος» σε σενάριο Κυριάκου Αθανασιάδη το 2020, έχει επιδείξει τρομερή ικανότητα στο λεπτομερές φωτορεαλιστικό σχέδιο και στη δυναμική σκηνοθεσία των καρέ. Οι δύο αυτοί δημιουργοί ενώνουν για πρώτη φορά τις δυνάμεις τους και παραδίδουν στο κοινό ένα κόμικς τρόμου που πατά από τη μία στην ελληνική παράδοση και από την άλλη στον θαλάσσιο τρόμο των διηγημάτων του Χ.Φ. Λάβκραφτ. Το σενάριο σε 72 σελίδες χτίζει την απαιτούμενη ένταση για ένα τέτοιο θρίλερ μέσα από την αφήγηση του ναυτικού/πρωταγωνιστή. Το σχέδιο αποδίδει με εντυπωσιακό δυναμισμό και ολοσέλιδα καρέ τη δύναμη και την οργή της Γοργόνας, που αποδίδεται σαν μια υπερκόσμια θηλυκή μορφή που συνδυάζει τρόμο και σαγήνη. Το κόμικς είναι τυπωμένο σε τετραχρωμία, χτίζοντας μια νουάρ ατμόσφαιρα πάνω στις αποχρώσεις του μπλε και του γκρι. Οι πένες και οι γραφίδες των δύο δημιουργών καταφέρνουν έτσι να ξαναπούν τον λαϊκό μύθο της αδελφής του Μεγάλου Αλεξάνδρου που μεταμορφώθηκε σε καταστροφική γοργόνα και να τον προσαρμόσουν στο σήμερα και στο μέσο των κόμικς, δίνοντας και μια δική τους, μελαγχολική ματιά στο τρομακτικό μα μοναχικό αυτό πλάσμα της Αβύσσου. 📌 Το κόμικς «Η Μοναξιά της Αβύσσου» κυκλοφορεί στα βιβλιοπωλεία από την Jemma Press. Και το σχετικό link...
  12. Ένα άλμπουμ στα πρότυπα των κλασικών ερωτικών fumetti τρόμου – και ερωτισμού – των δεκαετιών του ’60 και του ’70, το πρώτο τεύχος της «Suspiria» του Ιταλού καλλιτέχνη Luca Laca Montagliani κυκλοφόρησε στα ελληνικά από τις εκδόσεις Jemma Press. Suspiria… Αυτή που ψιθυρίζει στο σκοτάδι, αυτή που έχει τη δύναμη να διαχωρίζει τη σάρκα από το πνεύμα, φορέας δακρύων και οδύνης. Αθάνατη υπηρέτρια της απόγνωσης, της νωθρότητας μα και της συμπόνιας, μπορεί να προσφέρει την αιώνια γαλήνη ή το ατέρμονο μαρτύριο, σύμφωνα με την κρίση της… Έργο που επιτελεί για χιλιετίες με τη βοήθεια των τριών αδερφών της: Νένια Καντελάρια, Σουντάρια και Γκριμόρια, στον Νεκρόκοσμο, μια κοσμολογική συμπαντική διάσταση που αιωρείται στην αιωνιότητα». Με αυτά τα λόγια και τη σήμανση «άνω των 18», το οπισθόφυλλο της πρόσφατης έκδοσης «Suspiria: Βασίλισσα του Νεκρόκοσμου – 3 ιστορίες από το Βασίλειο των Σκιών» (Jemma Press) προετοιμάζει τον αναγνώστη για τον αισθησιακό κόσμο στον οποίο πρόκειται να βυθιστεί, ανοίγοντας το πρώτο άλμπουμ του φρικώδους και παράλληλα λάγνου σύμπαντος που επινόησε ο δημιουργός Luca Laca Montagliani. Περιλαμβάνει τις ιστορίες «Η Κόλαση υπάρχει», «Η ιστορία του Μ» και «Εκεί που πεθαίνουν οι ψυχές», με τον σχεδιαστή Andrea Jula να υπογράφει το σχέδιο των δύο τελευταίων, καθώς και το εξώφυλλο του βιβλίου. Ανήσυχο πνεύμα καθώς είναι, ο Montagliani έχει ασχοληθεί από νεαρή ηλικία με τα κόμικς, αλλά και τη μουσική και το θέατρο. Βασικός συντελεστής του Πολιτιστικού Συλλόγου Annexia, ανέλαβε να επανεκδώσει το έργο του δασκάλου του ιταλικού κόμικς, Giorgio Rebuffi (δημιουργός μεταξύ άλλων του Τιραμόλα), σύντομα όμως στράφηκε στην παράδοση του ερωτικού ιταλικού κόμικς. Από το 2016, στο πλαίσιο της σειράς «Vintagerotika», αναβίωσε μια σειρά από σέξι αντιηρωίδες των Renzo Barbieri και Giorgio Cavedon (ενδεικτικά Zora, Jacula, Lucifera), σε συνεργασία με αξιόλογους δημιουργούς κόμικς. Το 2019 δημιούργησε έναν νέο, προσωπικό χαρακτήρα, τη Σουσπίρια, στα πρότυπα των κλασικών ερωτικών fumetti τρόμου. Τόσο η ατμοσφαιρική απεικόνιση των ποιητικών καταστάσεων που διαδραματίζονται σε ένα υπόβαθρο με αναφορές στην κλασική αποτύπωση της Κόλασης, όπως την έχει καταγράψει το δυτικό συλλογικό υποσυνείδητο, όσο και η έντονα λυρική σεξουαλικότητα, η οποία εντοπίζεται αφενός στο σχέδιο και τα χαρακτηριστικά των πρωταγωνιστριών και αφετέρου στις θεματικές που καθοδηγούν τις σύντομες ιστορίες που λαμβάνουν χώρα στον Νεκρόκοσμο, είχαν μεγάλη απήχηση, με αποτέλεσμα να ακολουθήσουν αρκετά ακόμα τεύχη. Με αφορμή την κυκλοφορία του πρώτου τόμου στα ελληνικά, ο δημιουργός της Σουσπίρια, Luca Laca Montagliani, βρέθηκε ως επίσημος προσκεκλημένος στο AthensCon2022, όπου και είχαμε την ευκαιρία να συζητήσουμε μαζί του για τον χαρακτήρα του και το έργο του, που παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στη χώρα μας: «Η Σουσπίρια είναι ο φορέας της παρηγοριάς της αιώνιας ζωής. Ενσαρκώνει την απέραντη θηλυκότητα, βιβλικά και αναγκαστικά υπνωτική, διαβολική και σαγηνευτική. Είναι η μεγαλύτερη από τις τέσσερις αδερφές. Η Νένια, η μικρότερη, αναπαριστά τη μέθη και την τρελή αναισθησία της νεότητας, τον αιφνίδιο θάνατο, την εξαπάτηση της επιθυμίας. Η Σουντάρια είναι η σιωπηλή αυτοκράτειρα της σφαγής, η κυρία με το πέπλο και το αγκάθινο στεφάνι που φέρνει ως δώρο λιμούς, πολέμους και θανατηφόρες ασθένειες. Η Γκριμόρια φέρει γραμμένα στο δέρμα της τα ψέματα που προφέρουν οι άνθρωποι. Συνοδεύει τις ψυχές των αποβιωσάντων στο δέντρο της οδύνης, έναν οργανισμό από αίμα, κορμιά και ρίζες που υψώνεται μέχρι την επιφάνεια του φλοιού της Γης και η ανάβαση στο οποίο χαρίζει μια νέα μετενσάρκωση στη Γη. Η Βλάσφημη Μητέρα που επιβλέπει τα πάντα είναι η Αγία Θανή, η σύζυγος του Εωσφόρου. Βυθισμένη μέσα στην κολάσιμη αποσύνθεσή της, παρατηρεί μέσα από τις αντανακλάσεις των χιλιετιών τις ζωές μας και το έργο των θυγατέρων της». Όσον αφορά τις θεματικές, ο Montagliani εξηγεί: «Είναι ποιητικές αντανακλάσεις στον θάνατο και στην κενότητα της ύπαρξης, με φιλοσοφικές και ψυχαναλυτικές προεκτάσεις. Είναι η διήγηση, από την οπτική της ασθένειας, τη στιγμή που ο χαρακτήρας ο οποίος ενσαρκώνει τη «νόσο» μετατρέπεται στο σύμβολο της ίδιας της ασθένειας. Μια ουδέτερη σκοπιά στη σκοτεινή ζώνη της ανθρώπινης ύπαρξης και στις παθολογίες της διαταραχής της αρχής της πραγματικότητας, χωρίς να δαιμονοποιούνται. Μια πρόσκληση να εξεταστεί ο εσωτερικός πυρήνας της απόκρυφης πραγματικότητας, η σκοτεινή πλευρά της νοσηρής φιληδονίας και της ερωτικής τραγωδίας». Ποια είναι όμως η θέση και ο ρόλος της «Suspiria» στο σύγχρονο τοπίο της 9ης Τέχνης; Ο Luca θεωρεί πως «είμαστε απλά ένα εύθραυστο περιτύλιγμα γελοίας διάρκειας. Σκόνη στον αέρα των αιώνων. Το αόρατο νήμα που μας συνδέει με τον συμπαντικό πυρήνα του κόσμου είναι αυτό που μας καθιστά αθάνατους. Σήμερα είναι περισσότερο από ποτέ αναγκαίο να αναζητήσουμε τη συνείδηση, να στραφούμε στην πρωτόγονη πηγή, να εξασκήσουμε την κριτική ματιά μας στο έπακρο, όσο επιτρέπει η προσωπική εξέλιξη του καθενός, αντί να περδόμαστε διακριτικά στην τσαπατσουλιά που μολύνει την Ιταλία στο όνομα μιας ολοκλήρωσης, ευρωπαϊκής ή ατλαντικής ανά περιόδους, και υποκριτικά προοδευτικής. Η “Suspiria” είναι, ακόμα, μια ελευθεριακή αντίδραση σε όλο αυτό, στην πολιτισμική αδράνεια και στα αηδιαστικά δεσμά της πολιτικής ορθότητας και του καθεστώτος λογοκρισίας του οποίου είμαστε δέσμιοι για δεκαετίες». Τέλος, αναφορικά με την ανάπτυξη της σειράς, ο Montagliani περιγράφει πως «απ’ τη μία υπάρχουν οι ασπρόμαυρες ιστορίες, τοποθετημένες στη Γη, όπου η Σουσπίρια διεγείρει τη θνητή κάθαρση σε ανθρώπους ανεπαρκείς και μπερδεμένους, από την άλλη παρακολουθούμε τα οργανωτικά και διαχειριστικά ζητήματα των αποθανόντων στο Βασίλειο των Σκιών, με έγχρωμες ιστορίες. Προφανώς είναι απαραίτητο να τις διαβάσετε όλες για να έχετε μια καθαρή και ολοκληρωμένη ιδέα». Και το σχετικό link...
  13. Indian

    ΤΣΟΝΤΟΚΟΜΙΚ

    Τον Απρίλιο του 2019 μία ομάδα κοριτσιών ξεδίπλωσαν το ταλέντο τους και δημιούργησαν μία πιπεράτη ανθολογία, υπό την μορφή αυτοέκδοσης. Μάλιστα πρέπει να πήγε τόσο καλά, που συγκεντρώθηκαν χρήματα (μέσω γνωστής πλατφόρμας crowdfunding) και βγήκε και δεύτερο τεύχος. Για περισσότερες πληροφορίες, μπορείτε να ανατρέξετε ΕΔΩ. Πέρασαν δύο χρόνια και μία μεγάλη πανδημία και φτάνουμε στον Νοέμβριο του 2022, όπου βλέπουμε στο Athenscon, το εν λόγω (πρώτο) κόμικ να έχει βρει στέγη μέσα στην αγκαλιά της γνωστής εκδοτικής JEMMA PRESS! Το τεύχος είναι προσεγμένο και διατηρεί όλα τα στοιχεία που είχε το φανζίν, με επιπλέον πλεονέκτημα ότι το χαρτί είναι καλύτερο σε υφή κι αίσθηση. Όσοι, λοιπόν, αρέσκονται σε τέτοιου είδους κόμικς και μετάνιωσαν που δεν πρόλαβαν να αποκτήσουν την αυτοέκδοση, ιδού η ευκαιρία να το κρατήσετε στα χέρια σας.
  14. Ion

    SUSPIRIA: ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΚΟΣΜΟΥ

    Στα πρότυπα των κλασικών ερωτικών fumetti τρόμου των δεκαετιών του '60 και '70, όπως αναγράφεται στο οπισθόφυλλο, η Jemma Press φέρνει στην Ελλάδα τη σειρά Suspiria του Luca Montagliani. H Suspiria και οι 3 αδερφές της Νένια Καντελάρια, Σουντάρια και Γριμόρια είναι οι σκοτεινές θεές, κόρες του Εωσφόρου, που βασανίζουν τις ψυχές των αμαρτολών στο βασίλειο του σκότους. Το άλμπουμ αποτελείται από 3 ιστορίες, όπου στη μεν πρώτη η Suspiria μας συστήνει τις αδερφές της και το έργο τους, ενώ στις άλλες δύο βλέπουμε τη μεν Γριμόρια να ερωτεύεται και τη δε Νένια να ικανοποιεί τις ανεκπλήρωτες επιθυμίες των ψυχών. Οι ιστορίες είναι οι εξής: - Η κόλαση υπάρχει (σενάριο, σχέδιο Luca Laca Montagliani) - H ιστορία του Μ (σενάριο Luca Laca Montagliani, σχέδιο Andrea Jula) - Εκεί που πεθαίνουν οι ψυχές (σενάριο Luca Laca Montagliani, σχέδιο Andrea Jula) Το τεύχος κυκλοφόρησε το Νοέμβριο του 2022 στο AthensCon, όπου ο δημιουργός του Montagliani ήταν προσκεκλημένος της Jemma και υπέγραφε/σχεδίαζε τα τεύχη. Ευχαριστούμε για υπόλοιπα εξώφυλλα τον albert.
  15. Το βυζαντινό έπος του Διγενή Ακρίτα γνωρίζει την πιο σύγχρονη και πρωτότυπη παραλλαγή του στη νέα σειρά κόμικς της Jemma Press. «Ο θαυμαστός Βασίλειος, το φως των ανδρειωμένων, / περί απελάτων ήκουσε ευγενικών και ανδρείων, / ότι κρατούν στενώματα και ποιούν αντραγαθίας / και ζήλος ήλθεν εις αυτόν να ιδή τους απελάτας. / Και έκατσεν και ευθείασεν ωραίον, τερπνόν λαβούτον, / επήρεν το και εξέβηκεν από τα γονικά του / και εις μίαν εκατέμαθεν και τας στενάς κλεισούρας». Το παραπάνω απόσπασμα προέρχεται από την – πλησιέστερη προς το αρχικό κείμενο – παραλλαγή του μακρού έμμετρου αφηγήματος «Βασίλειος Διγενής Ακρίτης». Ένα έργο που γράφτηκε γύρω στα μέσα του 11ου αιώνα, εμπνευσμένο από τη ζωή των υπερασπιστών των άκρων (συνόρων) της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Οι θρύλοι, τα άσματα και οι παραδόσεις για τη δράση και τα κατορθώματα των ακριτών γνώρισαν μεγάλη διάδοση στις ακριτικές περιοχές του Πόντου και της Καππαδοκίας και από εκεί πέρασαν στην Κύπρο, την Κρήτη και την ηπειρωτική Ελλάδα. Το σύνολο αυτού του υλικού, που αποτέλεσε τον «ακριτικό κύκλο», οδήγησε στη σύνθεση του αρχαιότερου μνημείου της λόγιας νεοελληνικής γραμματείας, που κινείται ανάμεσα στο έπος και το ερωτικό μυθιστόρημα. Το έργο διηγείται τον βίο του ήρωα Διγενή Ακρίτη, που υπερασπίστηκε τα σύνορα του Βυζαντίου περί τον 9ο-10ο αιώνα, και αντανακλά την κυρίαρχη ιδεολογία (πολιτική, στρατιωτική και θρησκευτική) της αυτοκρατορίας. Αποτυπώνει, όμως, παράλληλα, και τις πολυεπίπεδες σχέσεις και διασταυρώσεις του χριστιανικού και του μουσουλμανικού κόσμου. Άλλωστε, το ευφυές προσωνύμιο του ήρωα ως «διγενή» αναφέρεται ακριβώς στη μικτή καταγωγή του, καθώς ήταν γιος της Ελληνοβυζαντινής αριστοκράτισσας Ειρήνης και του Αραβοσύρου εμίρη Μουσούρ. Το «Έπος του Διγενή Ακρίτη» αποδόθηκε ανά τους αιώνες σε διάφορες ελληνικές και σλαβικές παραλλαγές, ενώ ενέπνευσε δημοτικά τραγούδια και λογοτεχνικά έργα. Μεταφέρθηκε όμως και σε κόμικς, πρώτη φορά στη σειρά των Κλασσικών Εικονογραφημένων (τεύχος #1035). Η πιο πρόσφατη μεταφορά σε κόμικς του σπουδαίου αυτού έργου της δημώδους βυζαντινής λογοτεχνίας μάς έρχεται από τις εκδόσεις Jemma Press. Ο λόγος για τη σειρά «Διγενής», που από τις αρχές του 2022 μετράει ήδη τους δύο πρώτους της τόμους (οι επόμενοι τέσσερις θα κυκλοφορούν ανά εξάμηνο). Ο «Διγενής» είναι το αποτέλεσμα της καρποφόρας συνεργασίας τεσσάρων ταλαντούχων συντελεστών: των Κωνσταντίνου Δημητρίου και Κάλλιας Παπαδάκη, που έγραψαν το σενάριο, και των Αύγουστου Κανάκη και Ντέννι Γιατρά, που ανέλαβαν τη σχεδίαση και τον χρωματισμό. Πρόκειται για την πιο σύγχρονη, σε προσέγγιση και αφηγηματική ματιά, παραλλαγή του βυζαντινού έπους. Ο πρώτος τόμος, με τον τίτλο «Το σημάδι του Κάιν», μας εισάγει στο χρονικό πλαίσιο που δεν είναι άλλο από την ενδο-βυζαντινή μάχη της Αβύδου (989 μ.Χ.). Εκεί, μια μοιραία συνάντηση μας μεταφέρει 20 χρόνια πίσω, στην Καισάρεια, όπου παρακολουθούμε την πορεία του δεκαεξάχρονου αριστοκράτη Βασίλειου Μουσούρ από την αθωότητα στην εποχή του πυρός και του σιδήρου. Μια άτυχη στιγμή τινάζει στον αέρα εφηβικά όνειρα και «ενήλικες» πολιτικές φιλοδοξίες, ανοίγοντας στη συνέχεια (τόμος β’: «Πυρ και θείον») τον φαύλο κύκλο του αίματος. Ο «Διγενής» συνιστά έναν επιτυχή συνδυασμό των εξής παραγόντων: α. βαθιά κατανόηση της περιόδου (σε όλα τα ιστορικά, πολιτισμικά και θεολογικά της συμφραζόμενα), β. κινηματογραφικό storytelling, γ. καθαρή σχεδιαστική γραμμή, ρεαλιστική και ταυτόχρονα λιτή και δ. πανέμορφες παλέτες που εξυψώνουν τη σεναριακή δράση. Σε προηγούμενο αφιέρωμά μας («Ποπ βυζαντινές ιστορίες», Καρέ Καρέ 13-14/8/2022) είχαμε υποστηρίξει ότι η υπερχιλιετής περίοδος των ανατολικών Μέσων Χρόνων όχι απλώς δεν είναι το βαρετό μάθημα των σχολικών μας χρόνων, αλλά στην πραγματικότητα αποτελεί μια σκόπιμα υποτιμημένη, πλην όμως ανεξάντλητη πηγή έμπνευσης για κάθε είδους δημιουργία, με σύγχρονα καλλιτεχνικά και εκφραστικά μέσα. Ο «Διγενής» των Δημητρίου, Παπαδάκη, Κανάκη και Γιατρά επιβεβαιώνει τον παραπάνω ισχυρισμό, διατηρώντας ακμαίο το ενδιαφέρον και τις προσδοκίες μας για τη συνέχεια. Και το σχετικό link...
  16. Το πρωταγωνιστικό ζευγάρι είναι δύο απέθαντα, αιμοβόρα βαμπίρ με κοφτερούς κυνόδοντες. Η Δρακουλίτσα και ο παρτενέρ της απολαμβάνουν τον απέθαντο έρωτά τους στο δεύτερο 18+ αλμπουμάκι της ομώνυμης σειράς που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Jemma Press. Δημιουργός, βέβαια, της ανεπιτήδευτα αισθησιακής Δρακουλίτσας και του τρυφερού παρτενέρ της, ο δημοφιλής στο σοσιαλμιντιακό κοινό Σταύρος Κιουτσιούκης. Ο Κιουτσιούκης δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις. Παραγωγικότατος και ευρηματικός, έχει συνδεθεί όσο κανείς άλλος στην Ελλάδα με το ερωτικό χιουμοριστικό κόμικς. Εδώ και πάνω από μια 15ετία μάς έχει προσφέρει κόμικς όπως το «Yellow Boy», ο «Δεξιοτέχνης», «Το Μεγάλο Μπανιστήρι», τα «Πατουσάκια» κ.ά., ενώ από τεχνοτροπικής άποψης το ιδιαίτερο καρτουνίστικο στιλ του είναι αμέσως αναγνωρίσιμο. Θεματολογικά, τα σκίτσα και τα στριπάκια του Σαλονικιού σκιτσογράφου κινούνται ανάμεσα στο γλυκά συναισθηματικό από τη μια πλευρά και στο σοφτ πορνογραφικό από την άλλη, χωρίς όμως ποτέ να γίνονται χυδαία. Και πάντα με σεβασμό στο γυναικείο φύλο, στη γυναικεία επιθυμία και σε όλους τους τύπους των σωμάτων, στο πλαίσιο της συμπερίληψης. Το πρωταγωνιστικό ζευγάρι που εμφανίζεται στα δύο (μέχρι στιγμής) άλμπουμ με τον τίτλο «Δρακουλίτσα», φαινομενικά είναι ένα ανέμελο ζευγαράκι δύο πολύ ερωτευμένων στρέιτ νέων ανθρώπων, που χαίρονται ισότιμα τον έρωτά τους και περνάνε την καθημερινότητά τους κάνοντας σεξ, χουχουλιάζοντας στο κρεβάτι, βλέποντας πορνό και ξανακάνοντας σεξ. Η διαφορά με εμάς τους κοινούς θνητούς είναι ότι πρόκειται για… βαμπίρ. Δύο απέθαντα, αιμοβόρα βαμπίρ με κοφτερούς κυνόδοντες που, όταν δεν κάνουν σεξ, βγαίνουν τις νύχτες για να πιουν αίμα, ακούνε… Γιάννη Βαμπάριο (!) και στα… Δρακούλουμα πετάνε χαρταετό! Ποια είναι όμως η εκδοτική ιστορία της Δρακουλίτσας; Πάνε περίπου δύο χρόνια από όταν η ηρωίδα μετακόμισε στο κάστρο. Ήδη όμως πριν μπορούσες να τη δεις στα καρτούν και τα στριπάκια του Κιουτσιούκη, χωρίς πάντοτε έκδηλη τη βαμπιρική της ιδιότητα. Την πρώτη της ουσιαστικά εμφάνιση την έκανε τον Δεκέμβριο του 2020 στο κόμικς «Τρόμος» (Ένατη Διάσταση). Τα όριτζινς του θρύλου της θα τα ανακαλύψουμε στις πέντε τελευταίες σελίδες του τωρινού άλμπουμ. Όσο για το μέλλον των αισθησιακών περιπετειών της; «Η Δρακουλίτσα ήρθε για να μείνει. Ως παντοτινή αγάπη θα συνεχίζεται στο διηνεκές», μας αναφέρει ο δημιουργός της. Η «Δρακουλίτσα» είναι αξιολάτρευτη, ακριβώς γιατί είναι ακομπλεξάριστη. Είναι γλυκιά, ρομαντική, συχνά διψασμένη για αίμα και ακόμη συχνότερα… για σεξ. Με την προτροπή «Δάγκωσέ με», το αλμπουμάκι απευθύνεται, εκτός των άλλων, και στους φαν των αναπάντεχα καμένων λογοπαίγνιων με τα οποία ο Σταύρος Κιουτσιούκης δεν έχει πάψει να μας ξαφνιάζει. Και το σχετικό link...
  17. Δύο απολαυστικές σειρές του Πέτρου Χριστούλια, με πρωταγωνιστές που παλεύουν να μοιάσουν με υπερήρωες αλλά δεν τα καταφέρνουν και τόσο καλά, κυκλοφόρησαν σε δύο υπέροχες εκδόσεις. «Ο παππούς μου, που μοιραζόμαστε το ίδιο ονοματεπώνυμο, ήταν ράφτης. Γεννηθείς το 1901, είχε ήδη δικό του μαγαζί στην Κωνσταντινούπολη όταν αναγκάστηκε να φύγει μετά την καταστροφή. Συνέχισε αυτήν τη δουλειά στη νέα του πατρίδα για το υπόλοιπο της επαγγελματικής του ζωής. Όταν γύρισα στην πόλη μου μετά τις σπουδές στη συμπρωτεύουσα, κυριεύτηκα από μια μανία να ερευνήσω την οικογενειακή μου μικροϊστορία και στην κυριολεξία να σκαλίζω το σπίτι που μεγάλωσα. Σκέφτηκα ότι έτσι μπορώ να συνειδητοποιήσω από πού προέρχομαι ώστε κάποια στιγμή να πάω παραπέρα. Έπρεπε να συμφιλιωθώ με το μέρος που ποτέ δεν ένιωθα ότι ανήκω και ίσως κάποτε κατάφερνα να το οικειοποιηθώ. Μια ραπτομηχανή σε αχρηστία από την εποχή που η μητέρα μου περνούσε μια περίοδο εξερεύνησης της κοπτικής-ραπτικής, σε συνδυασμό με το επάγγελμα του παππού μου και τη δική μου ενασχόληση με τα κόμικς, ίσως ήταν το μείγμα μέσα στο οποίο πήρε μορφή η ιδέα ενός χάρτινου ήρωα που κατασκευάζει ο ίδιος μια υπερηρωική στολή και με τη μυστική του ταυτότητα προσπαθεί να επαναπροσδιορίσει τη σχέση του με το μέρος από όπου κατάγεται». Με αυτόν τον προσωπικό πρόλογο, ο Πέτρος Χριστούλιας διευκρινίζει τα κίνητρα και τις αφορμές που είχε για να φιλοτεχνήσει μια χιουμοριστική και πολύ συναισθηματική ιστορία με επίκεντρο τη γενέτειρά του, τη Χαλκίδα. «Η Μυστική Ταυτότητα» (εκδόσεις Ένατη Διάσταση, δημοσιευόταν από το 2009 ως το 2019 στο περιοδικό «Αν») έχει πρωταγωνιστή κάποιον καλοσυνάτο νέο άνδρα που φιλοδοξεί να σώσει τον κόσμο. Κι αν όχι ολόκληρο τον κόσμο, τουλάχιστον τον δικό του μικρόκοσμο, τη γειτονιά του. Ράβει στη ραπτομηχανή μια αυτοσχέδια στολή, φορά ένα σουρωτήρι στο πιγούνι κι ένα σορτσάκι πάνω από τη φόρμα του και ξεχύνεται στην πόλη με τα αθλητικά του παπούτσια. Εκεί θα έρθει αντιμέτωπος με τις πιο μεγάλες προκλήσεις: με τους παλιούς του συμμαθητές, με τον καύσωνα, με τα λασπόνερα που εκτοξεύουν τα αυτοκίνητα, με πλανόδιους πωλητές καρπουζιών, με τις απορίες των παιδιών, με τις γιαγιάδες που κολυμπούν, με τους πολιτικάντηδες που μοιράζουν υποσχέσεις, με τον Αϊ-Βασίλη. Η μεγαλύτερη πρόκληση όμως είναι ο έρωτας της ζωής του, η γυναίκα μπρος στην οποία όλες οι «υπερηρωικές» δυνάμεις πάνε περίπατο. Τόση κούραση όμως έχει και συνέπειες. Κι έτσι ο φιλόδοξος και καλοπροαίρετος «υπερήρωας», που μόνο αυτός αντιλαμβάνεται ως τέτοιον τον εαυτό του, ταξιδεύει στα όνειρά του στη Μικρασιατική Καταστροφή, καταδιώκεται από την Γκεστάπο, ζει τον Χριστουγεννιάτικο Εφιάλτη για να ξυπνήσει απότομα και να προσγειωθεί στην πεζότητα των όμορφων, ατομικών φαντασιώσεών του. Το πολύ προσεγμένο επίμετρο του βιβλίου με το φωτογραφικό και εικονογραφικό υλικό που συνοδεύει το παράρτημα εξηγούν ακόμα καλύτερα τη δράση του μοναχικού vigilante μιας μικρής επαρχιακής πόλης στην επαρχία του κόσμου την ώρα που αυτός ονειρεύεται τη μητρόπολη. Ολοκληρώνοντας αυτήν την όμορφη συλλογή για τα όνειρα και τις πτήσεις που όσο πιο ψηλές είναι τόσο περισσότερο πονάνε οι πτώσεις. Ένας άλλος αλλόκοτος «υπερήρωας» ή, καλύτερα, μια υπερηρωική καρικατούρα μεταφερμένη στον μεταπολεμικό Πειραιά είναι ο Νυχτερίδας, πρωταγωνιστής στην «Τριλογία του Νυχτερίδα» (εκδόσεις Jemma Press). Ο ογκώδης τόμος του Πέτρου Χριστούλια περιλαμβάνει τις ιστορίες «Γυρνώ σαν Νυχτερίδα», «Τριγυρνώ μες στην Αθήνα» και «Αφού μ’ αρέσει να γυρνώ», που είχαν κυκλοφορήσει τα προηγούμενα χρόνια σε αυτοτελείς εκδόσεις, καθώς και το ακυκλοφόρητο «Η Νυχτερίδα της Ασφάλτου». Και στις τρεις συνέχειες είχαμε αναφερθεί σε παλαιότερα τεύχη του Καρέ Καρέ, αλλά η επίτομη έκδοση με το σύνολο του έως τώρα παραχθέντος υλικού με κεντρικό χαρακτήρα τον Έλληνα αξύριστο «Μπάτμαν» δίνει στον αναγνώστη την ευκαιρία να αποκτήσει μια συνολική εικόνα του παράξενου πρωταγωνιστή. Όλες οι ιστορίες εκτυλίσσονται τη δεκαετία του 1950, σε μια Ελλάδα τόσο μακρινή αλλά και τόσο κοντινή. Με μια αυτοσχέδια στολή κι αυτός, φανατικός καπνιστής, με πεσμένα αυτιά και με επιτηδευμένα αφημένα γένια, ο Νυχτερίδας πνίγει τον πόνο του στη ρετσίνα και ξεχνά τη μοναξιά του σε κουτούκια και ρεμπετάδικα. Ερωτευμένος με την τραγουδιάρα τη Θοδώρα, εξομολογείται τη ζωή του στον κάπελα: «Εμένα που με βλέπεις φίλε μου, ορφάνεψα νωρίς! Τους γονείς μου τούς έφαγε μπαμπέσικα κάποιος τζουτζές σε ένα στενοσόκακο κάτω στην Κοκκινιά. Εγώ έρχομαι εδώ να ακούω τη Θοδώρα και να ματώνει η καρδούλα μου». Και με την προφανή αναφορά στον Μπάτμαν που ορφάνεψε σε ένα στενοσόκακο στο Γκόθαμ, συστήνεται ως Κάπτεν-Μπατ ή «Καπετάν Νυχτερίδας στα ξένα». Υπηρέτης του και φωνή της λογικής είναι φυσικά κάποιος Άλμπερτ και βοηθός του ο Δεκαοχτούρας στον ρόλο του Ρόμπιν. Από παρόμοιες αναφορές σφύζει το πρώτο μέρος της τριλογίας που, εκτός από τις νύξεις στην πολιτική πραγματικότητα της εποχής της μαύρης Δεξιάς και το πανταχού παρόν χιούμορ, αποτελεί μια σπάνια ηθογραφία της ελληνικής μικροαστικής και λαϊκής τάξης. Στο δεύτερο μέρος της σειράς, ο Καπετάν Νυχτερίδας αφήνει για λίγο τον Πειραιά και τις συνοικίες του και μεταφέρει τη δράση του στην Αθήνα, όχι με τόση ευχαρίστηση είναι αλήθεια: «Δεν μου αρέσει να ανεβαίνω στην Αθήνα. Ειδικά στο Κολωνάκι με όλους αυτούς τους ξιπασμένους αστούς», μονολογεί οδηγώντας το ιδιότυπο μπάτμομπίλ του. Θα ζήσει την περιπέτεια στην Πλάκα, στη σκιά της Ακρόπολης, θα γνωρίσει έναν νέο έρωτα, την Ασημίνα, και θα κατορθώσει να λύσει ακόμη ένα μυστήριο. Στο τρίτο και τελευταίο μέρος, η δράση ξαναγυρίζει στον Πειραιά και συγκεκριμένα στα Ταμπούρια, όπου ο Νυχτερίδας θα γνωρίσει το μέντιουμ Ζαΐρα, θα μπλεχτεί με τα μέλη ενός περιφερόμενου μπουλουκιού, θα γίνει φίλος με τον Μίμη τον Άτλα και θα ξεφύγει από τους ασφαλίτες που τον καταδιώκουν σε έναν μεταφορικό «Γύρο του Θανάτου», θα αποκαλύψει το σκοτεινό έργο ενός μαυραγορίτη. Και θα στεφθεί και πάλι νικητής κατορθώνοντας να περιστείλει τον αυθορμητισμό και τον συνήθη υπερηρωικό ναρκισσισμό του λέγοντας στον απορημένο Δεκαοχτούρα: «Αυτή τη φορά δεν θα αφήσω το υπερεγώ μου να γίνει εμπόδιο». Στην μπόνους ιστορία του τόμου μάλιστα, ο αναγνώστης μαθαίνει ότι ο Νυχτερίδας συνεχίζει το έργο του τρεις δεκαετίες μετά, σε προχωρημένη ηλικία, αλλά ακόμη ακμαίος και ακαταπόνητος όπως ο Μπάτμαν στη σειρά «Σκοτεινός Ιππότης» του Φρανκ Μίλερ. Με την Εντούρο του Δεκαοχτούρα, πάνε μαζί σε μια ντίσκο των 80s και μπλέκουν σε έναν καβγά για να ακολουθήσει καταδίωξη με μηχανές υπό το βλέμμα των αφισών με τον Ανδρέα Παπανδρέου να διαλαλεί την «Αλλαγή». Για να κλείσει έτσι αυτή η ιδιότυπη τετραλογία – όχι όμως και η χάρτινη «ζωή» του αλλόκοτου χαρακτήρα – που συνοδεύεται από ένα παράρτημα με τις επιπλέον εμφανίσεις του Νυχτερίδα σε άλλα μέσα και έναν επίλογο του Πέτρου Χριστούλια που καταλήγει ως εξής: «Πουθενά δεν εξηγείται επαρκώς γιατί ο Νυχτερίδας κυκλοφορεί ντυμένος έτσι σαν μασκαράς. Ίσως έχει να κάνει με κάποιο τραύμα από την εποχή που τα αλητάκια του λιμανιού τον κορόιδευαν που οι γονείς του τον έντυναν ναυτάκι και τον έσερναν στους παραλιακούς τους περιπάτους στον Πειραιά. Μπορεί απλά πίσω από τη μάσκα να νιώθει ότι κρύβει όλα εκείνα που δεν θα του επέτρεπαν να κυκλοφορεί στα στέκια που δεν πιστεύει ότι ανήκει πραγματικά. Εγώ πάντως πίσω από τη μάσκα του Νυχτερίδα είχα την ευκαιρία να κρυφοκοιτάξω εποχές που πάντα με γοήτευαν». Και το σχετικό link...
  18. Το γνωστό σύνθημα αντίστασης στον φασισμό γίνεται τίτλος βιβλίου από τον Vittorio Giardino σε μια ιστορία για τον αγώνα των δημοκρατικών δυνάμεων ενάντια στον Φράνκο κατά τον ισπανικό εμφύλιο. Μπορεί ο ίδιος ο Vittorio Giardino, ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους Ιταλούς δημιουργούς, να θεωρείται βασικός εκπρόσωπος της «καθαρής γραμμής» στο σχέδιο και της εμμονής στις ρεαλιστικές αναπαραστάσεις κτιρίων, πόλεων, δρόμων, ενδυμασιών κ.λ.π., αλλά οι ιστορίες του είναι σκοτεινές, δύσκολες, δυσοίωνες και συνήθως τοποθετημένες σε κρίσιμες ιστορικές στιγμές. Όπως αναφέρει και ο επιμελητής της έκδοσης, Γιάννης Μιχαηλίδης, όμως, η «καθαρή γραμμή» του Giardino δεν είναι αυτή του Herge ή του Edgar Jacobs αλλά αυτή του Hugo Pratt, του Moebius, του Carl Barks και του Floyd Gottfredson. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της μικτής γραμμής και του καθαρού, γραμμικά αναπτυσσόμενου αλλά στιβαρού σεναρίου είναι το «No Pasaran» (μετάφραση: Γαβριήλ Τομπαλίδης, εκδόσεις Jemma Press, 64 σελίδες) με πρωταγωνιστή τον Γαλλοεβραίο Max Friedman, πρώην μέλος της γαλλικής αντικατασκοπίας και πρωταγωνιστή σε πέντε συνολικά ξεχωριστές και αυτοτελείς ιστορίες του Giardino, που αποφασίζει να αφήσει την ηρεμία του σπιτιού του στην ασφαλή Γενεύη και να ταξιδέψει στην ταραγμένη Ισπανία στα χρόνια του αιματηρού εμφυλίου αναζητώντας έναν παλιό φίλο του, εθελοντή μαχητή της ελευθερίας στις γραμμές των δημοκρατικών δυνάμεων. Βαθιά πολιτικός όπως πάντα ο Giardino – και χωρίς να πλατειάζει ή να αφήνει διακηρυκτικού τύπου «κορόνες» παρά τη σαφή πολιτική θέση του – , περιγράφει την Ισπανία του εμφυλίου για να υπενθυμίσει ότι εκεί πολέμησαν ανεκπαίδευτοι ηρωικοί εθελοντές από όλη την Ευρώπη στο πλευρό της νόμιμα εκλεγμένης κυβέρνησης κόντρα σε έναν πάνοπλο φασιστικό στρατό στασιαστών, υποστηριζόμενων από τις δυνάμεις του Άξονα. Δίνει έτσι μια συναρπαστική, φανταστική ιστορία που θα μπορούσε να είναι και αληθινή, καθιστώντας επίκαιρη τη γνώση της πρόσφατης πολιτικής και στρατιωτικής ιστορίας της Ευρώπης. Και προλογίζοντας ο ίδιος το βιβλίο του ξεκαθαρίζει την επιλογή του τίτλου του, «No Pasaran». «Στο τέλος οι στρατιωτικοί, οι αντιδραστικοί, οι πραξικοπηματίες νίκησαν, η δικτατορία εγκαθιδρύθηκε και όλοι προσαρμόστηκαν. Αναγκαστικά, ίσως σοφά πράττοντας, αποφάσισαν να πράξουν ρεαλιστικά. Όμως όχι ο Πικάσο. Όχι ο Μιρό, όχι ο Αλμπέρτι, όχι ο Νερούδα. Ηττημένοι ναι, παραδομένοι ποτέ. No Pasaran! Δεν θα περάσουν, είπαν. Περάσαμε, απάντησαν χλευαστικά οι νικητές. Αλλά όμως, ακόμα και σήμερα, για τον καθέναν από εμάς, υπάρχουν πράγματα που δεν μπορούν να περάσουν. Και αν καταφέρουν να περάσουν, αυτό δεν θα έχει συμβεί με τη δική μου βοήθεια. Ούτε με τη δική μου σιωπή». Και το σχετικό link...
  19. Εν έτει 2022, δύο γενιές καλλιτεχνών συνάσπισαν τις δυνάμεις τους και δημιούργησαν ένα πρωτότυπο κόμικ. Ο λόγος για το "ΕΝΑ ΤΣΙΓΑΡΟ ΔΡΟΜΟ ΜΕΧΡΙ ΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ!", μία δημιουργία του ολόφρεσκου (όπως εύστοχα αναφέρει η Jemma στην παρουσίαση του κόμικ στην ιστοσελίδα της) Γιάννη Στύλου, ο οποίος επιμελήθηκε το σχέδιο και του βετεράνου συγγραφέα Νίκου Πλατή, ο οποίος έγραψε τα κείμενα. Το συγκεκριμένο κόμικ έχει μία όμορφη πρωτοτυπία, που σίγουρα το ξεχωρίζει από την συντριπτική πλειοψηφία των υπολοίπων. Αυτή έγκειται στο γεγονός ότι πρώτα δημιουργήθηκαν οι εικόνες (και μάλιστα αρκετά χρόνια πριν) και στην συνέχεια ο κ. Πλατής τις έφερε ξανά στην επιφάνεια και προσάρμοσε επάνω τους μία ιστορία, εμπνευσμένη από την κάθε μία από αυτές. Πανέξυπνη ιδέα και κίνηση, αν θέλετε την ταπεινή μου γνώμη. Εδώ μην περιμένετε να βρείτε την κλασική διάταξη που χαρακτηρίζει ένα σύγχρονο εικονογραφημένο έντυπο, καθώς δεν υπάρχουν τα κλασικά "μπαλονάκια" με διαλόγους. Σπάνια συναντάμε ελάχιστες λεζάντες επεξήγησης. Όλο το "ζουμί" του κειμένου συνοψίζεται στις δεξιές σελίδες, με τις εικόνες να λαμβάνουν θέση στις αριστερές. Το κείμενο του κ. Πλατή είναι καλοδουλεμένο και την χρήση της Ελληνικής γλώσσας άνετα θα μπορούσαμε να την χαρακτηρίσουμε υποδειγματική. Οι μικρές ιστορίες που παρατίθενται εννοείται ότι δεν έχουν σχέση μεταξύ τους, αλλά συνδέονται μόνο με την εκάστοτε εικόνα τους. Γι' αυτό τον λόγο υπάρχουν σκαμπανεβάσματα στην ποιότητά τους, κάτι που θα έπρεπε να περιμένουμε. Όσον αφορά το κωμικό στοιχείο, δεν μας δείχνει πολλά σημεία ζωής. Αντί αυτού, έχουμε μία καυστική γλώσσα, που παίζει στα όρια της ειρωνείας και θα μπορούσαμε να πούμε ότι σχολιάζει τα κακώς κείμενα της εποχής μας. Συμπερασματικά να πούμε ότι είναι μία περίεργη (με την έννοια της πρωτοτυπίας) δουλειά, που μπορεί να ξενίσει κάποιους, αλλά πιστεύω ότι θα αποκτήσει το κοινό της. Προτείνεται στους ανοιχτόμυαλούς και σε αυτούς που αναζητούν να διαβάσουν κάτι πιο... εναλλακτικό κι έξω από τα κλασικά μοτίβα. Το σχέδιο του Στύλου είναι κάπως αφηρημένο, αλλά εύστοχο. Έχει τον δικό του χαρακτήρα και ξέρει να "μιλάει", ακόμα και χωρίς λόγια. Δεν είναι το κλασικό "κομιξικό" σχέδιο, αλλά κάτι πιο μοντέρνο. Φανερώνει, λοιπόν, ότι το κόμικ δεν είναι η ακριβής απασχόληση του δημιουργού, ο οποίος καλλιτεχνεί εικονογραφημένα παιδικά παραμύθια, καθώς επίσης είναι υπεύθυνος για το σχεδιασμό mobile apps. Ο χρωματισμός μού άρεσε, αλλά το μαύρο και το μουντό επικρατούσαν στην πλειοψηφία των σχεδίων. Νομίζω, λοιπόν, ότι λίγο περισσότερο χρώμα και φως, θα ήταν καλύτερα. Η έκδοση της JEMMA έχει στενόμακρο φορμάτ, γεγονός που δικαιολογείται, αν αναλογιστούμε την φιλοσοφία που διέπει το κόμικ (αν μπορούσαμε να το πούμε έτσι). Τόσο οι σελίδες στο εσωτερικό, όσο και τα εξώφυλλα, ακόμα και η στιβαρή κόλληση στην ράχη, αποδεικνύουν, για πολλοστή φορά, τα υψηλά επίπεδα που έχει θέσει (χρόνια τώρα) η εκδοτική για τα προϊόντα της. Το συνοδευτικό υλικό, μας τα χαλάει λίγο, καθώς το μόνο που υπάρχει είναι δύο εξαιρετικά σύντομες βιογραφίες των συντελεστών, τις οποίες μπορούμε να τις βρούμε στα "αυτάκια" του εντύπου. Να αναφέρουμε ότι το συγκεκριμένο κόμικ μπορείτε να το προμηθευτείτε κι από την Λέσχη Φίλων Κόμικς.
  20. Μια συλλογή σαρκαστικών στριπ του Πάνου Ζάχαρη για τα χρόνια της πανδημίας που ζήσαμε και για τα χρόνια των «πανδημιών» που έρχονται. Γυρίστε τον χρόνο δυόμισι χρόνια πίσω και θυμηθείτε. Ακόμα και στον χειρότερο εφιάλτη σας θα μπορούσατε να είχατε προβλέψει, να είχατε καν σκεφτεί ως πιθανότητα αυτό που ακολούθησε; Να γιατί η επιστημονική φαντασία είναι συναρπαστική. Γιατί προειδοποιεί όχι μόνο για τα μελλούμενα αλλά μιλά για το παρόν, εξηγεί το σήμερα. Μια τέτοια μορφή δυστοπικής «επιστημονικής φαντασίας» γίνεται το όχημα του Πάνου Ζάχαρη για να περιηγηθεί στο τώρα και να το περιγράψει αποκαλύπτοντας πτυχές του που η συνήθεια μας έκανε να τις θεωρήσουμε φυσιολογικές και αναπόφευκτες. Στο «Fear Future» (εκδόσεις Jemma Press) ο Ζάχαρης τοποθετεί την πλοκή σε κάποιο κοντινό μέλλον (εξ ου και το «Near Future» του εξωφύλλου στο οποίο ένα «ματωμένο» γκράφιτι έχει αντικαταστήσει το «N» με «F») με μια πανδημία εν εξελίξει. Τείχη χωρίζουν τους πλούσιους, τους επιχειρηματίες και τους κρατικούς αξιωματούχους από τους εργάτες, τους άνεργους και τους φτωχούς. Κι ένα ολοκληρωτικό καθεστώς που χειραγωγεί τόσο τα ΜΜΕ όσο και τους διαπλεκόμενους επιστήμονες ισχυρίζεται ότι ελέγχει πλήρως την κατάσταση, ότι διαχειρίζεται αποτελεσματικά την πανδημία, ότι όλα βαίνουν καλώς. Και αυτό είναι αλήθεια αλλά μόνο για τους εντός των τειχών. Οι υπόλοιποι πεινούν, φοβούνται, αρρωσταίνουν, πεθαίνουν. Αλλά όχι οn camera. Σε μια τέτοια ζοφερή πραγματικότητα όπου οι άνθρωποι πεθαίνουν αβοήθητοι σαν τα ποντίκια και η κυβέρνηση ενδιαφέρεται μόνο για τη δημόσια εικόνα της (σας θυμίζει κάτι αυτό;) υπάρχει θέση για χιούμορ; Ο Πάνος Ζάχαρης έχει την απίστευτη ικανότητα να πλάθει μαύρες κωμωδίες, χιουμοριστικές και σαρκαστικές ιστορίες ακόμα και μέσα σε τέτοιες τραγωδίες. «Όπως πάντα ο Πάνος γράφει και σχεδιάζει με ευφυΐα και ευαισθησία. Συνοψίζει το συλλογικό βίωμα και ξεδιαλέγει τα στοιχεία της “μικρής” επικαιρότητας που θα επηρεάσουν τη “μεγάλη” επικαιρότητα, ένα ταλέντο που έχει καλλιεργήσει και ακονίσει στη διάρκεια της πορείας του στην πολιτική γελοιογραφία. Μέσα από οικείους χαρακτήρες, στρογγυλεμένο σχέδιο, θερμή χρωματική παλέτα και φυσικά μέσω του χιούμορ, βάζει τον αναγνώστη σε μια ατμόσφαιρα ασφαλή ώστε να μπορεί να τον φέρει αντιμέτωπο με σκληρές και επώδυνες αλήθειες. Καταφέρνει να κάνει τον αναγνώστη να σκάει στα γέλια ενώ ταυτόχρονα νιώθει ένα σφίξιμο στο στομάχι», όπως εύστοχα επισημαίνει η Αλέξια Οθωναίου στο προλογικό της σημείωμα Με παρόμοιες τεχνικές και μεθόδους έχει δημιουργήσει ο Ζάχαρης και τα προηγούμενα έργα του: στο «The Working Dead» και στη συνέχειά του, «The Working Dead… and…» καταγράφει φανταστικά στιγμιότυπα που θα μπορούσαν να είναι πέρα για πέρα αληθινά από τη διαχρονική και παγκόσμια καταπίεση των λαϊκών στρωμάτων και της εργατικής τάξης, ενώ στο «Scary Tales» που διαβάζετε κάθε Σάββατο στην πρώτη σελίδα του «Καρέ Καρέ» μεταφέρει γνωστά παραμύθια και χαρακτήρες από τη λαϊκή κουλτούρα στη σύγχρονη πολιτική πραγματικότητα. Αυτό το επιτυγχάνει όπως και στο «Fear Future» με πανέξυπνους αναχρονισμούς που πάντα παραπέμπουν στην τρέχουσα πολιτική πραγματικότητα και έχοντας βαθιά κατασταλαγμένη τη δική του πολιτική άποψη για τα πράγματα, όντας ενεργά ταγμένος στο πλευρό των πρωταγωνιστών του, των άκληρων, αυτών που αγωνίζονται καθημερινά για το ψωμί τους και – στην περίπτωση του «Fear Future» – για την υγεία τους. Στο πλαίσιο αυτών των αναχρονισμών, πολλά από τα πρόσωπα και τις καταστάσεις που αντιμετωπίζει ο αναγνώστης στο «Fear Future» αν και ανήκουν σε μια άλλη, όχι και τόσο ανοίκεια συνθήκη φέρνουν στον νου το παρόν. Δεν είναι τυχαίο που ο frontman του επιστημονικού προσωπικού, σε αγαστή συνεργασία με τους εντολείς του, έχει μια προφανή ομοιότητα με τον Σωτήρη Τσιόδρα, ούτε είναι τυχαίο ότι η δεξίωση των επιφανών προσώπων, κυβερνητικών αξιωματούχων και βιομηχάνων, λαμβάνει χώρα σε έναν κήπο σαν του Μαξίμου. Για αυτά θέλει να μιλήσει ο Ζάχαρης και το κάνει τόσο έξυπνα που ολοκληρώνοντας την ανάγνωση του βιβλίου του έχεις τη βεβαιότητα ότι τελικά το βιβλίο δεν αναφέρεται σε αυτό το «future» του τίτλου αλλά σε ένα διαρκές και οδυνηρό «εδώ». Και όπως αναφέρει η Αλέξια Οθωναίου: «Κάποιος βέβαια μπορεί να αναρωτηθεί γιατί να θελήσει, όταν ακόμα η μνήμη ενός τραύματος είναι τόσο νωπή, να υποβάλει τον εαυτό του στην ανάγνωση ενός κόμικς που πραγματεύεται το τραύμα που βίωσε και που πολύ πιθανό να θέλει να ξεχάσει. Κατ' αρχάς το "Fear Future" με τον τρόπο του είναι διασκεδαστικό. Αλλά κυρίως, διαβάζοντάς το κατακλύζεσαι από την ανακουφιστική αίσθηση ότι δεν είσαι τρελός. Μέσα στον παραλογισμό που ζήσαμε όλοι τα δύο χρόνια της πανδημίας είμαι βέβαιη πως πολλοί από εμάς ένιωσαν παρανοϊκοί. Όχι λόγω της δυστοπίας της συνθήκης της πανδημίας, αλλά εξαιτίας της διαχείρισής της από το σύστημα. Ο Ζάχαρης με αιχμηρό χιούμορ καταφέρνει να συνοψίσει όλες αυτές τις αντιφάσεις, τους παραλογισμούς, τα καταφανή ψέματα και την ανικανότητα διαχείρισης της πανδημίας από το τρανό μέτωπο της λογικής». Και το σχετικό link...
  21. Vittorio Giardino: Ο ιταλός κομίστας, με αφορμή την κυκλοφορία του νέου του κόμικ «No Pasarán» (Jemma Press), μιλάει στην ATHENS VOICE εφ' όλης της ύλης. Στην περίπτωση του Vittorio Giardino δεν χρειάζεται καν να αναφερθούν τα πολλά και διαφορετικά βραβεία που έχει κερδίσει, στην Ιταλία, στη Γαλλία ή στις ΗΠΑ, ούτε το γεγονός πως είναι ένας από τους πιο πολυδημοσιευμένους Ιταλούς κομίστες. Και αυτό γιατί ο Ιταλός δημιουργός, γεννημένος στην Μπολόνια, είναι ακόμα και τώρα, στα 75 του χρόνια, ένας ζωντανός θρύλος των ευρωπαϊκών κόμικς. Με σπουδές σε εντελώς άσχετο με τα κόμικς αντικείμενο, εγκατέλειψε σε αρκετά μεγάλη ηλικία την καριέρα του τεχνικού ηλεκτρονικών υπολογιστών και αφοσιώθηκε στο σχέδιο και στα καρέ. Με πολλή δουλειά και συστηματική έρευνα έγινε σύντομα ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της λεγόμενης «καθαρής γραμμής». Με επιρροές από τους Hergé και Jacobs, αλλά συγχρόνως με ένα εντελώς προσωπικό στιλ, ο Giardino αποδίδει τεράστια σημασία στην ακρίβεια και στη λεπτομέρεια ενώ τον διακρίνει και μια σχεδόν εμμονική προσκόλληση στην ιστορική τεκμηρίωση και στην απόλυτα οργανωμένη κατασκευή της πλοκής. Επηρεασμένος λογοτεχνικά από συγγραφείς όπως ο Τζον Λε Καρέ ή ο Ντάσιελ Χάμετ στα πιο hard boiled στοιχεία του, δημιούργησε από αστυνομικά και κατασκοπευτικά μέχρι κόμικς ακραίου ερωτισμού – στην Ελλάδα τον μάθαμε από το κορυφαίο κόμικ του «Ουγγρική Ραψωδία» (εκδόσεις Βαβέλ, 1990, μετάφραση Παυλίνα Καλλίδου). Είχαμε τη χαρά να μιλήσουμε μαζί του με αφορμή την κυκλοφορία του «No Pasarán» (Jemma Press, 2022, μετάφραση Γαβριήλ Τομπαλίδης), πρώτο μέρος της ομώνυμης τριλογίας με ήρωα τον κατάσκοπο Μαξ Φρίντμαν και τοποθετημένο στον Ισπανικό εμφύλιο, λίγο καιρό πριν το ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Οι ερωτήσεις μας έγιναν στα γαλλικά, οι απαντήσεις δόθηκαν στα ιταλικά και η ακρίβεια των απαντήσεών του αποδεικνύει γιατί ο Vittorio Giardino είναι ένας από τους πιο εκλεπτυσμένους Ιταλούς κομίστες. Το εξώφυλλο του «No Pasarán» (Jemma Press, 2022, μετάφραση Γαβριήλ Τομπαλίδης) Πώς θέλετε να αποκαλείστε ως καλλιτέχνης; Στην Ιταλία τα τελευταία χρόνια με ονομάζουν συχνά «μαέστρο». Συνήθιζα να λέω πως δεν είμαι «μαέστρος», αλλά ένας αναγνώστης με ρώτησε: «Και τότε πώς να σας αποκαλώ;». Ξανασκέφτηκα την περίοδο που ήμουν μηχανικός και οι άλλοι με φώναζαν «μηχανικέ μου» και αντιλήφθηκα πως εκείνος ο αναγνώστης είχε δίκιο. Από τότε, ό,τι τίτλο και να μου δίνουν είναι εντάξει. Γιατί επιλέξατε τα κόμικς ως μέσο για να εκφραστείτε; Ειλικρινά δεν ξέρω. Ίσως γιατί από μικρός αγαπούσα το να σχεδιάζω και να σκαρφίζομαι ιστορίες. Ή ίσως να είναι σωστό ένα ρητό που λέει: «Αν σου αρέσει να σχεδιάζεις αλλά δεν είσαι και πολύ καλός, κι αν σου αρέσει να γράφεις αλλά δεν είσαι και τόσο καλός, τότε είσαι ιδανικός για να κάνεις κόμικς». Πώς δημιουργείτε τους χαρακτήρες σας; Ποια είναι η μέθοδός σας; Ο Σαμ Πέτζο ήταν ο πρώτος μου χαρακτήρας και προέρχεται από την αγάπη μου για τις ταινίες και ειδικά για τα αμερικανικά αστυνομικά φιλμ του ’30 και του ’40. Προσθέτοντας λίγη ειρωνεία και τοποθετώντας τον στην ιταλική πραγματικότητα όλα γίνονται αυτομάτως πιο αυθεντικά. Η ιταλική χωροθέτηση είναι εξαιρετικά πρωτότυπη. Ο Μαξ Φρίντμαν είναι ένας πιο ώριμος χαρακτήρας, που τον φαντάστηκα ως πρωταγωνιστή και παρατηρητή σημαντικών ιστορικών γεγονότων στο τέλος του ’30. Ο Τζόνας Φινκ είναι από ένα κόμικς που αφηγείται το πολιτικό και πολιτιστικό κλίμα των σοσιαλιστικών χωρών σε φάσμα σχεδόν 50 ετών, όπου οι χαρακτήρες γερνούν με το πέρασμα του χρόνου. Η Λιτλ Έγκο γεννήθηκε από την ανάγκη αφηγήσεων λιγότερο απαιτητικών και πιο διασκεδαστικών, και από την επιθυμία μου να αποτίσω φόρο τιμής στον Γουίνσορ Μακ Κέι και τον Λιτλ Νέμο του. Πώς αποφασίσατε να εγκαταλείψετε την καριέρα σας ως μηχανικός υπολογιστών σε μια – όχι και τόσο – νεαρή ηλικία και να κυνηγήσετε μια καριέρα στη βιομηχανία των κόμικς; Οι αιτίες ήταν πολλές. Η κυριότερη πως το σχέδιο για μένα δεν είναι μόνο ένα αληθινό πάθος αλλά περισσότερο ένα βίτσιο το οποίο δεν μπορώ να στερηθώ. Ακόμα και όταν δούλευα ως μηχανικός, τον ελεύθερο χρόνο μου σχεδίαζα. Αλλά ο ελεύθερος χρόνος ήταν ελάχιστος και δεν μου έφτανε. Στο τέλος αποφάσισα πως ήθελα να αφιερωθώ στο σχέδιο ολοκληρωτικά. Έφτασα σ’ αυτή την απόφαση στα 31 μου. Δεν παρακολούθησα ποτέ σχολές σχεδίου και δεν είχα καθόλου υπόψη μου το επαγγελματικό περιβάλλον των καλλιτεχνών. Αυτό ήταν μεγάλη τύχη, γιατί αν ήξερα πόσο δύσκολο είναι να κερδίσεις τα προς το ζην με τα κόμικς πιθανότατα θα είχα εγκαταλείψει αμέσως την ιδέα. Χάρη στην άγνοιά μου και με πολλή τύχη, μετά από 45 χρόνια μπορώ ακόμα να κάνω τη δουλειά που αγαπώ. Έχετε δημιουργήσει τόσο αστυνομικά και πιο περίπλοκα κατασκοπικά κόμικς όσο ερωτικές ιστορίες ενηλίκων. Ποια είναι η μεγαλύτερη πρόκληση στο να σχεδιάζετε τόσο διαφορετικά είδη; Η πιο απλή απάντηση είναι ότι μ’ αρέσει πολύ να σχεδιάζω γυναικείες φιγούρες. Το κάνω και στις αστυνομικές ιστορίες και στις κατασκοπευτικές, αλλά στο «Λιτλ Έγκο» υπάρχουν γυναίκες σε όλες τις σελίδες. Έπειτα, να προσθέσω πως οι ιστορίες της Λιτλ Έγκο είναι πιο «ελαφριές». Άλλωστε και στη ζωή όπως και στην τέχνη χρειάζεται και κάτι ανάλαφρο, πρέπει να δίνεις χώρο και στην ελαφρότητα, όπως έλεγε περίπου και ο Ίταλο Καλβίνο. Αποδίδετε μεγάλη σημασία στην ακρίβεια της απεικόνισης της χρονικής περιόδου στην οποία εκτυλίσσεται η πλοκή: στην αρχιτεκτονική, στο κλίμα, στα αντικείμενα στα ρούχα. Ερευνάτε απλώς την περίοδο ή ταξιδεύετε κιόλας στα μέρη που απεικονίζετε στο χαρτί; Έχω ταξιδέψει σ’ όλα τα μέρη που εκτυλίσσονται οι ιστορίες μου. Τα μέρη που επέλεξα μού είχαν προσφέρει δυνατές συγκινήσεις, και μόνο μετά από χρόνια μετουσιώθηκαν σε κόμικς. Φυσικά για τα κόμικς που αναφέρονται στο παρελθόν, όπως ο Τζόνας Φινκ ή ο Μαξ Φρίντμαν, έκανα έρευνες για να σεβαστώ την εποχή που διαδραματίζονται, έρευνες στους χώρους και το αστικό περιβάλλον, σε ρούχα, αντικείμενα κ.λ.π. Οι έρευνες αυτές είχαν πολύ ενδιαφέρον για εμένα αλλά συχνά είναι πολύ απαιτητικές και χρονοβόρες. Ακόμα και αυτή ωστόσο, είναι μια παράμετρος της δουλειάς που με παθιάζει. Στον πρόλογο του «No Pasarán» λέτε ότι δεν υπάρχει ευρωπαϊκή χώρα που να μην έχει κάνει κάτι στην ιστορία της για το οποίο να ντρέπεται. Ιστορικές στιγμές τις οποίες τα κράτη θα προτιμούσαν να ξεχάσουμε. Κατά πόσο πιστεύετε η ιστορία διδάσκεται επαρκώς σήμερα, ότι γνωρίζουμε το παρελθόν ώστε να πορευόμαστε στο μέλλον με μεγαλύτερη σιγουριά; Σκέφτομαι πως μπορούμε να γνωρίζουμε καλύτερα το παρελθόν απ’ ότι το παρόν χάρη στις έρευνες των ιστορικών. Οι ιστορικοί μπορούν να συμβουλεύονται αρχεία που για τους σύγχρονους είναι απόρρητα, οπότε γι’ αυτούς που θέλουν να ξέρουν υπάρχουν πολλές δυνατότητες και προοπτικές. Πιστεύω πως η γνώση της Ιστορίας, αν και συχνά πολύ ελλιπής, είναι πολύ σημαντική για να κατανοήσουμε αυτό που συμβαίνει σήμερα. Δυστυχώς, όπως αποδεικνύεται και στις μέρες μας, η ιστορία δεν φαίνεται να διδάσκει πολύ. Από πού αντλείτε έμπνευση για τα θέματά σας; Οι ιδέες που γεννούν τα βιβλία μου πηγάζουν πάντα από δυνατές συγκινήσεις. Συχνά αυτές οι συγκινήσεις γεννιούνται από τα ιστορικά γεγονότα. Για παράδειγμα από την πτώση του τείχους στο Βερολίνο εμπνεύστηκα τον Τζόνας Φινκ, ενώ ο πόλεμος στη Βοσνία με οδήγησε στο «No Pasarán» και τον εμφύλιο της Ισπανίας. Φυσικά οι ιδέες πηγάζουν και από συγκινήσεις της ιδιωτικής μου ζωής που όμως δεν μετασχηματίστηκαν ποτέ σε αυτοβιογραφικό αφήγημα. Πώς νιώθετε όταν εκφράζετε προσωπικές σας ιδέες ή πολιτικές απόψεις στο χαρτί και με τη συνακόλουθη επιτυχία τους; Όταν δουλεύω ένα βιβλίο δεν σκέφτομαι ποτέ τους αναγνώστες, ή μάλλον σκέφτομαι έναν μοναδικό αναγνώστη που δεν είναι άλλος από τον εαυτό μου. Κανονικά δημιουργώ ένα βιβλίο που θα μου άρεσε να διαβάσω. Αν αυτό το βιβλίο το είχε κάνει κάποιος άλλος θα ήμουν το ίδιο ευχαριστημένος και θα γλίτωνα και τον κόπο. Για κάθε βιβλίο ξέρω πως με περιμένουν τουλάχιστον δύο με τρία χρόνια δουλειάς. Γι’ αυτό θέλω να επιλέγω προσεκτικά τα θέματά μου. Όσο για τους αναγνώστες, μπορώ μόνο να ελπίζω ότι αυτά τα θέματα ενδιαφέρουν και άλλους εκτός από εμένα. Ποτέ δεν έκανα ωστόσο ένα βιβλίο για να έχω επιτυχία, ίσως και γιατί δεν θα ήξερα πώς να το κάνω, αλλά πάντα έκανα βιβλία που προσφέρονται για ανάγνωση. Ποιες είναι οι μεγαλύτερες επιρροές σας στα κόμικς; Οι δημιουργοί κόμικς που με επηρέασαν είναι πάρα πολλοί και η λίστα θα ήταν μακροσκελής. Οπότε θα αναφέρω μόνο τους βασικούς. Στην παιδική μου ηλικία έμαθα να διαβάζω με τις ιστορίες του Ντόναλντ Ντακ (Carl Barks) και με εκείνες του Floyd Gottfredson (Μίκυ Μάους) και δεν τις ξέχασα ποτέ. Στα νιάτα μου (τα χρόνια του πανεπιστημίου) ανακάλυψα τον Κόρτο Μαλτέζε του Hugo Pratt. Δεν ισχυρίζομαι πως αυτοί οι δημιουργοί είναι οι πιο σημαντικοί στην ιστορία των κόμικς, αλλά είναι αυτοί που άφησαν το πιο βαθύ και ανεξίτηλο σημάδι σε μένα. Ποια είναι τα πιο αστεία, χαρούμενα, δύσκολα και λυπηρά περιστατικά που σας έχουν συμβεί στην καριέρα σας μέχρι σήμερα; Θα χρειαζόταν ένα ολόκληρο βιβλίο για να διηγηθώ τα σημαντικότερα επεισόδια που συνδέονται με τη δουλειά μου όλα αυτά τα χρόνια. Θα αναφέρω όμως ένα. Το πρώτο σημαντικό βραβείο που πήρα ήταν το Yellow Kid το 1982 στο Φεστιβάλ της Λούκα για το καλύτερο κόμικς της χρονιάς, την «Ουγγρική Ραψωδία» (σ.σ. εκδ. Βαβέλ, 1990, μτφ. Παυλίνα Καλλίδου). Εκείνη την εποχή είχα συμπληρώσει μόλις 3 χρόνια δημοσιεύσεων και αυτό ήταν το πρώτο μου έγχρωμο βιβλίο. Η τελετή απονομής των βραβείων έγινε στο θέατρο του Τζίλιο, ένα θέατρο όπερας με πάλκα, θεωρεία και εξώστες. Η επιτροπή, που αποτελείτο μεταξύ άλλων από τον Hugo Pratt και τον Alberto Breccia, καθόταν στη σκηνή. Εγώ ήμουν τόσο σίγουρος πως δεν θα ήμουν μεταξύ των βραβευθέντων που είχα κάτσει στις τελευταίες θέσεις του τελευταίου εξώστη, στο πιο μακρινό σημείο από τη σκηνή τρία πατώματα πιο ψηλά. Όταν λοιπόν άκουσα να βραβεύουν το βιβλίο μου κατέβηκα τρέχοντας τις σκάλες και διέσχισα όλη την πλατεία μέχρι να ανέβω στη σκηνή. Μου έδωσε το βραβείο ο Ούγκο Πρατ και όλα τα μέλη της επιτροπής μού έσφιξαν το χέρι. Το κοινό (επαγγελματίες του χώρου των κόμικς) χειροκροτούσε. Όλο αυτό μου το διηγήθηκαν και υπάρχουν και τα φωτογραφικά ντοκουμέντα, όμως η τελευταία ανάμνηση που έχω από εκείνη τη βραδιά ήταν η στιγμή που άκουσα «Το καλύτερο βιβλίο για το 1982 είναι η “Ουγγρική Ραψωδία”». Τα υπόλοιπα συνέβησαν σ’ ένα είδος υπνοβασίας και στη μνήμη μου δεν άφησαν κανένα ίχνος. Αφήνω στην κρίση σας αν αυτό είναι ένα επεισόδιο αστείο, χαρούμενο, δύσκολο ή λυπηρό… Ποιες είναι οι σκέψεις σας αναφορικά με την κατάσταση στην ήπειρό μας σήμερα, με αυτόν τον φρικτό πόλεμο στην Ουκρανία; Δεν ξέρω ακριβώς τι συμβαίνει στην Ουκρανία, ούτε γιατί. Μπορώ μονάχα να το φανταστώ. Ανέκαθεν προσπαθώ να μπω στη θέση των άλλων, όλων των άλλων, συμπεριλαμβάνοντας ακόμα και αυτούς με τους οποίους δεν συμφωνώ: ακόμα και αυτό αποτελεί μέρος της δουλειάς μου. Έτσι, φαντάζομαι πως ανάμεσα στους Ρώσους στρατιώτες υπάρχουν πολλοί νέοι, ίσως 20χρονοι, που ίσως περίμεναν να τους υποδεχθούν σαν απελευθερωτές. Πόσο πρέπει να έμειναν έκπληκτοι από την αντίδραση των Ουκρανών συνομηλίκων τους;! Το ’68 μια άλλη εισβολή ρωσική, εκείνη της Πράγας, δεν τελείωσε με ένα λουτρό αίματος μόνο γιατί η κυβέρνηση της Τσεχοσλοβακίας διέταξε να μην υπάρξει αντίσταση. Αλλά οι πολίτες, σκαρφαλωμένοι πάνω στα εχθρικά τανκς ρωτούσαν τους Ρώσους στρατιώτες «Pochemu», που σημαίνει «Γιατί;» Σήμερα, όπως τότε, η ερώτηση παραμένει ίδια: «Γιατί;». Έχετε ταξιδέψει στην Ελλάδα; Έχετε αναμνήσεις; Έχω έρθει στην Ελλάδα πολλές φορές στο παρελθόν, δυστυχώς δεν ξαναγύρισα εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Έχω πάει όμως στις ακτές του Ιονίου, στην Πελοπόννησο, στις Κυκλάδες, στη Θράκη, στη Χαλκιδική και στην Αθήνα, Πάτρα, Θεσσαλονίκη, Κόρινθο, Καβάλα, Μυκήνες, Ολυμπία, Δελφοί, Δήλος… Αγαπώ την Ελλάδα και κυρίως τους κατοίκους της. Πάντα με συγκινούν οι ιταλικές λέξεις που λέτε ελληνοποιημένα εσείς οι Έλληνες: «ούνα φάτσα ούνα ράτσα», που εμείς οι Ιταλοί δεν τις αξίζουμε αν σκεφτώ τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Δεν θα υπήρχε η Δύση χωρίς την Ελλάδα, δεν θα υπήρχε λογοτεχνία χωρίς τον Όμηρο. Είναι μεγάλη μας τιμή που σχεδιάσατε το σημερινό μας εξώφυλλο. Πείτε μας δυο λόγια για το εξώφυλλο που σχεδιάσατε για την Athens Voice. Η εικόνα του εξωφύλλου γεννήθηκε από την ανάμνηση ενός καλοκαιριού στην Τορώνη της Χαλκιδικής, όπου το ντους ήταν υπαίθριο ακριβώς όπως στο σχέδιο. Και το σχετικό link...
  22. nikolas12

    ΚΟΥΡΑΦΕΛΚΥΘΡΑ: ΣΥΓΓΝΩΜΗ ΠΟΥ ΓΕΝΝΗΘΗΚΑ!

    Σύνοψη από την εκδοτική: Το κόμικς-στριπ για το οποίο γράφτηκαν διθυραμβικά σχόλια όπως: “Πόσα σας δίνει ο Κουραδέλκυθρος για να τον ανεβάζετε” και “Γιατί μισείς τόσο την Ελλαδίτσα μας;” τώρα μπορεί να γίνει δικό σου! Όλα τα στριπ που αγάπησες στο διαδίκτυο δωρεάν το 2020 μπορείς τώρα να τα απολαύσεις αλλά επί πληρωμή! Κι όχι μόνο αυτό: Το τεύχος που κρατάς στα χέρια σου περιλαμβάνει και 2 αποκλειστικά στριπ που δεν έχει ξαναδεί ανθρώπινο μάτι (και για πολύ καλό λόγο) Σχολιασμός έκδοσης: Η λατρεία μου για τα Κουραφέλκυθρα πάει αρκετά πίσω στο χρόνο, οπότε ελλείψει τρίτου Omnibus, είπα να πάρω τη συγκεκριμένη εκδοσούλα. Είναι το κλασικό άλμπουμ που κυκλοφορεί η Jemma τα χρόνια προ κορονοϊού σε Comicdom ή Athenscon, ωστόσο το 2020 δεν είχαμε καινούρια κυκλοφορία και το 2021 είχαμε τη δεύτερη έκδοση του Omnibus II. Επιστροφή στα τευχάκια λοιπόν με τα στριπς του 2020 σε μια απολαυστική συλλογή. Τώρα για τα Κουραφέλκυθρα τι περισσότερο να πω; Το χιούμορ του Αντώνη Βαβαγιάννη είναι γνωστό, το σκίτσο του επίσης και ο συνδυασμός όπως πάντα εξαιρετικός. Αρκετά απελευθερωμένος από τις σταθερές σειρές, επεκτείνοντας το σύμπαν με νέους χαρακτήρες, νέους ήρωες, αλλά και τους κλασικούς παλιούς, το αλμπουμάκι θα κρατήσει πολύ καλή παρέα σε όλους τους φαν των Κουραφέλκυθρων. Καλό διάβασμα σε όλους Τα προηγούμενα Κουραφέλκυθρα που έχουν κυκλοφορήσει: Κουραφέλκυθρα (2008) Κουραφέλκυθρα Omnibus (2014) Κουραφέλκυθρα Light (2015) Κουραφέλκυθρα: Διπλής Όψης (2016) Κουραφέλκυθρα: Εμένα Μου Φαίνονται Συμπαθέστατα (2017) Κουραφέλκυθρα: Παίχτε Πανκ (2018) Κουραφέλκυθρα: Καλή Ιδέα Αφεντικό! (2019)
  23. nikolas12

    FEAR FUTURE

    Σύνοψη από την εκδοτική: Ένα καινούργιο, δυστοπικό αλλά ταυτοχρόνως χιουμοριστικό άλμπουμ με το μοναδικό ύφος του δημιουργού του «The Working Dead» και του «Scary Tales»! «Εμείς κι Αυτοί, οι Πολλοί και οι Λίγοι κι ένα ψηλό τοίχος που μας χωρίζει. Α, κι ένας θανατηφόρος ιός που καταφέρνει να μαυρίσει λίγο περισσότερο ένα απολύτως μαύρο κοντινό μέλλον». Σχολιασμός της έκδοσης: Τα στριπς του Πάνου Ζάχαρη από το The Working Dead μέχρι και σήμερα έχουν κερδίσει πολύ κόσμο στα social media και νομίζω αυτή η συλλογή θα κάνει ακόμα περισσότερους να ψαχτούν. Με αφορμή λοιπόν τα τελευταία χρόνια και όσα ζήσαμε σε όλα τα επίπεδα με την πανδημία, τα εργασιακά και τις αλλαγές στη ζωή μας σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο, ο Πάνος Ζάχαρης φτιάχνει μερικά φανταστικά στριπς όπου οραματίζεται μια δυστοπική κοινωνία όπου όλα αυτά παρουσιάζονται σε ακόμα πιο υπερβολικό βαθμό. Διαλυμένα νοσοκομεία, αστυνομοκρατία, τρόμος, όλα αυτά έγραψε και σχεδίασε στη διάρκεια της τηλεργασίας του ο Πάνος και πραγματικά είναι ένα πάρα πολύ καλό άλμπουμ που σας το προτείνω οπωσδήποτε. Καλό διάβασμα σε όλους
  24. nikolas12

    ALONE

    Σύνοψη από την εκδοτική: Όταν ένα τραγικό ατύχημα θα κοστίσει τις ζωές των αγαπημένων του, ο Γρηγόρης θα αποτραβηχτεί σε ένα απόμερο σπίτι στο βουνό, προσπαθώντας να διαχειριστεί τον πόνο της απώλειας και να μπορέσει να πολεμήσει την κατάθλιψή του. Όμως κάτι υπάρχει εκεί… Κάτι που καραδοκεί στις σκοτεινές γωνιές του παλιού σπιτιού, κάτι που γεννάει εφιάλτες και παραισθήσεις, κάτι που ρουφάει τη ζωή από μέσα του! Ο Γρηγόρης θα χρειαστεί σύντομα να αποφασίσει αν θα αντιδράσει και θα παλέψει για την επιβίωση του ή θα αφεθεί και θα οδηγηθεί στην παράνοια και στον θάνατο. Σχολιασμός της έκδοσης: Δεν έχω κρύψει τον ενθουσιασμό μου για τις δουλειές που έχει κάνει ο @ Malk γενικά. Τον θεωρώ από τους κορυφαίους horror σχεδιαστές στη χώρα και όταν διάβασα το concept του Alone έγινε απευθείας στόχος αγοράς για το Comicdom. Το συγκεκριμένο κόμικ είναι ο ορισμός του ατμοσφαιρικού. Για μένα αν θέλετε να το απολαύσετε, μείνετε ξύπνιοι μέχρι αργά το βράδυ, κλείστε τα φώτα, ανοίξτε ένα φως γραφείου και εθιστείτε στην ατμόσφαιρα του, μπείτε στο σύμπαν που φτιάχνει ο Malk. Το μέγεθος είναι το κλασικό μικρό της Jemma τύπου σαν αυτό στο Τέζα Omnibus, ωστόσο δεν αδικεί καθόλου το σχέδιο που είναι λεπτομερές και όμορφο, ενώ ταυτόχρονα υπάρχουν μικρά στοιχεία όπως το κιτρινισμένο χαρτί και η πλήρης απουσία χρώματος που βοηθούν πάρα πολύ σε αυτήν την ατμόσφαιρα κατάθλιψης, μοναξιάς και τρόμου. Δεν ξέρω αν θα ήθελα να έχει χρώμα, γιατί το εξώφυλλο είναι φανταστικό και θυμίζει λίγο Stranger Things, ωστόσο διαβάζοντας το θα διαπιστώσετε ότι μάλλον το χρώμα θα έπαιρνε κάτι από την dark αισθητική του. Διαβάζεται γρήγορα και ευχάριστα και προτείνεται ανεπιφύλακτα. Μιας και είναι μέλος του GreekComics, θέλω να ευχηθώ στον Malk καλή επιτυχία, καλές πωλήσεις και μακάρι να δούμε κι άλλες ιδέες του στο χαρτί λίαν συντόμως! Καλό διάβασμα σε όλους
  25. germanicus

    ΜΠΑΙΝΕΙ ΕΝΑΣ Σ' ΕΝΑ ΜΠΑΡ

    Επιλογή από τα στριπάκια Πλασματικά Νούμερα του Θανάση Πετρόπουλου που είχαν δημοσιευθεί στο παρελθόν στο ίντερνετ. Κάποια είχαν δημοσιευθεί στη σελίδα του Comicdom, κάποια υπάρχουν ακόμα στο so-comic.gr . Εάν καταλαβαίνω καλά είναι όλα όσα συσχετίζονταν με μπαρ καθώς και μια επιλογή από τα υπόλοιπα. Κάποια από αυτά είχαν δημοσιευθεί στο Πλασματικά Νούμερα της Comicdom Press το 2013. Από τα συμφραζόμενα καταλαβαίνω πως εκείνο εκεί είχε υλικό μόνο από αυτά που είχαν δημοσιευθεί στη σελίδα του Comidom ενώ αυτό περιέχει υλικό και από τα 2 σάητ. Φαντάζομαι πως όλα έχουν φτιαχτεί πριν το 2017. Το Πλασματικά Νούμερα ως έκδοση είναι καταχωρημένο στις Γελοιογραφίες. Επειδή όμως εδώ έχει και 1-2 ολοσέλιδες ιστοριούλες ως κόμικ, επέλεξα, καλώς ή κακώς, να το παρουσιάσω στην ενότητα των Κόμικς. Παραθέτω μερικά από τα στριπς για να πάρετε γεύση όπως τα αλίευσα στο σάητ του so-comic. Σε αυτή εδώ την έκδοση παρουσιάζουνται χωρίς το κίτρινο πλαίσιο. για να αντιγράψω από το φβ του, είναι έτσι προσωπικά χαμογέλασα πολλές φορές και σε κανά δυο ψιλογέλασα φωναχτά δεν μετάνοιωσα την αγορά του
×
×
  • Δημιουργία νέου...

Σημαντικές πληροφορίες

Χρησιμοποιώντας αυτή τη σελίδα, αποδέχεστε τις Όρους χρήσης μας.