Jump to content

Search the Community

Showing results for tags 'κολούμπρα'.

  • Search By Tags

    Type tags separated by commas.
  • Search By Author

Content Type


Forums

  • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΝΕΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΝΕΑ
  • ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ
    • ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ
    • ΤΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙ
  • ΧΑΛΑΡΩΜΑ
    • ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ
    • ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΡΙΟ
    • ΤΟ ΠΑΖΑΡΙ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Διάφορα
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Ντόναλντ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Super Μίκυ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Κόμιξ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μίκυ Μάους
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μπλα μπλα
  • VINTAGE's Συζήτηση
  • VIDEO GAMES's Γεν. Συζήτηση για Video Games

Blogs

  • Valt's blog
  • Dr Paingiver's blog
  • GCF about comics
  • Vet in madness
  • Θέμα ελεύθερο
  • Film
  • Comics, Drugs and Brocc 'n' roll
  • I don't know karate, but i know ka-razy!
  • Γερμανίκεια
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • Κομικσόκοσμος
  • The Unstable Geek
  • Σκόρπιες Σκέψεις
  • Dhampyr Diaries
  • Περί ανέμων και υδάτων

Find results in...

Find results that contain...


Date Created

  • Start

    End


Last Updated

  • Start

    End


Filter by number of...

Joined

  • Start

    End


Group


Member Title


MSN


Website URL


Yahoo


Skype


City


Profession


Interests

Found 14 results

  1. ΣΕΙΡΑ: ΓΝΗΣΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΚΟΜΙΚΣ 1946-1947 (Νο 2) * στο κείμενο του Σαραντάκου που ακολουθεί αναφέρεται ως έτος έκδοσης το 1981. Το 1979 αναφέρεται από τον Ιό της Ελευθεροτυπίας σε βιβλιογραφία που παραθέτουν για το χιούμορ κατά τον εμφύλιο. Ο πρόλογος από τον Νίκο Πλατή: Ο Τάκης ο Κουκουές είναι ένα από τα πρώτα ελληνικά κόμικς. Δημοσιεύτηκε στον Κυριακάτικο Ριζοσπάστη για ένα περίπου χρόνο, από τον Οκτώβριο του 1946 έως τον Οκτώβριο του 1947, οπότε και έκλεισε με απόφαση των αρχών ο Ριζοσπάστης (αν και ο Ρίζος της Δευτέρας συνέχισε να βγαίνει έως τις 22 Δεκεμβρίου). Πίσω από το ψευδώνυμο βρισκόταν ο Ευ. Τερζόπουλος που έγινε στη συνέχεια γνωστός εκδότης (Ο Ευάγγελος Τερζόπουλος είναι ο μετέπειτα εκδότης του περιοδικού "Γυναίκα", που πέθανε το 1990 σε ηλικία 88 ετών). Ενώ είχε ξεκινήσει ο εμφύλιος, ενώ καθημερινά γίνονταν εκτελέσεις αγωνιστών και δολοφονίες από παρακρατικούς, ο Ριζοσπάστης το 1947 είχε βάλει σε εφαρμογή πρόγραμμα ποιοτικής αναβάθμισης, με μια θεματική σελίδα κάθε μέρα, για παράδειγμα την Τρίτη υπήρχε αφιέρωμα στα αθλητικά, ενώ την Πέμπτη στις τέχνες και τα γράμματα. Η Κυριακή ήταν η μέρα της σάτιρας, με τη σελίδα Κόκκινο Πιπέρι, και εκεί δεσπόζουσα θέση κατείχε το σκίτσο του "συνεργάτη μας Τάκη", συνήθως με την ηλικία του σε παρένθεση. Ο Τάκης ξεκίνησε 9 χρονών, αλλά στο φύλλο της 17 Νοεμβρίου 1946 σκιτσάρει τα γενέθλιά του, και από τότε και στο εξής αναφέρεται ως "10 χρονών". Τα περισσότερα από τα σκίτσα του Τάκη του Κουκουέ δημοσιεύτηκαν περί το 1981 σε ένα αλμπουμάκι από τις εκδόσεις Κολούμπρα σε επιμέλεια Νίκου Πλατή. 'Ηταν το δεύτερο μιας σειράς από "Γνήσια ελληνικά κόμικς" (το πρώτο ήταν ο Πίπης ο Πάπιας της περιόδου 1947-52). Δεν ξέρω αν υπήρξε συνέχεια αυτής της σειράς. Ο επιμελητής παρουσιάζει τα σκίτσα περίπου σε χρονολογική σειρά, παραλείποντας ελάχιστα, προφανώς επειδή δεν είχε στα χέρια του τα αντίστοιχα φύλλα της εφημερίδας. ----- Κείμενο: Γιώργος Σαραντάκος (από εδώ) -------------- Ο δημιουργός Ευάγγελος Τερζόπουλος Γεννήθηκε στα Δαρδανέλλια, με πατέρα τυπογράφο, ένθερμο Βενιζελικό. Το 1922, μόλις είχαν αρχίσει οι σφαγές στην ενδοχώρα, η οικογένεια φεύγει κακήν κακώς με μόνες αποσκευές ένα σακί που είχε μέσα τυπογραφικά στοιχεία και τη μηχανή του πατέρα. Εκείνος κατέληξε στην Αθήνα για δουλειά και ο Ευάγγελος με τα αδέλφια του και τη μάνα του στην Ιμβρο. Εκεί έβγαλε την πρώτη του εφημερίδα, με τη βοήθεια του τηλεγραφητή του νησιού. Ερχόμενος στην Ελλάδα, η πρώτη του δουλειά ήταν στοιχειοθέτης σε τυπογραφείο του Ψυρρή. Παρά την ανέχεια, καταφέρνει να ολοκληρώσει την φοίτησή του στην Σχολή Καλών Τεχνών, εργαζόμενος στο τυπογραφείο του «Ελεύθερου Βήματος». Μετά τον πόλεμο έγινε σκιτσογράφος και ύστερα συντάκτης του ελευθέρου ρεπορτάζ. Μέχρι που οραματίστηκε τη «Γυναίκα» και άλλαξε η ζωή του. Πανέξυπνος, καλλιεργημένος, εργασιομανής, εξαίρετος δημοσιογράφος, ευφυής επιχειρηματίας, άνθρωπος ορχήστρα. Ο Τερζόπουλος ήξερε και ήλεγχε τα πάντα: από την σύνταξη μέχρι το λιθογραφείο και τις δημόσιες σχέσεις. Του άρεσε η τάξη και ήθελε να είναι τακτοποιημένα ακόμα και τα συρτάρια των γραφείων. Ηταν συγκεντρωτικός αλλά χαρισματικός. Αλλωστε, ο ίδιος είχε περάσει απ' όλα τα πόστα και κατείχε την «κουζίνα» της δημοσιογραφίας και των εκτυπώσεων, είχε φιλίες με σπουδαίες προσωπικότητες της εποχής, γνώριζε τον τομέα της διαφήμισης και το σύστημα της διανομής. Είχε άποψη για την τέχνη, την λογοτεχνία, την κοινωνία, τις σχέσεις. Τα περισσότερα χρόνια της ζωής του είχε ακαταπόνητο ενθουσιασμό για τη δουλειά και τη Φύση. Λάτρης της ορειβασίας, είχε ανεβεί σε όλες τις ελληνικές βουνοκορφές. Ηδη στις αρχές του 1980 έγραφε ότι πρέπει να σώσουμε την Πεντέλη και την Αττική από την άναρχη δόμηση και τους εμπρηστές. Κείμενο: Μαργαρίτας Πουρναρα, Καθημερινή 13/1/2008 ----------- Δείγματα αλλά και εδώ Αφιέρωμα στον Ευάγγελο Τερζόπουλο Ευχαριστούμε για το εξώφυλλο και το οπισθόφυλλο τον Kwstas
  2. Τέσσερις άνθρωποι των κόμικς στην Ελλάδα γράφουν στο αφιέρωμα της Athens Voice. Μπουένος Άιρες, 1963. Ο σκιτσογράφος Quino, ψευδώνυμο του Χοακίν Σαλβαδόρ Λαβάδο (1932-2020), αναλαμβάνει να σχεδιάσει για λογαριασμό μιας διαφημιστικής εταιρείας μια χιουμοριστική σειρά που θα έμπαινε ως έμμεση διαφήμιση στον Τύπο, για μια νέα φίρμα οικιακών ηλεκτρικών συσκευών με το όνομα “Mansfield”. Μοναδικός όρος, ο κεντρικός ήρωας να έχει όνομα που να αρχίζει από «Μ», όπως και η μάρκα των συσκευών. Ξεσηκώνοντας το όνομα «Μαφάλντα», που όπως είχε πει αργότερα του είχε φανεί συμπαθητικό, από το μυθιστόρημα “Dar la cara” του David Viñas, ο Quino κατασκευάζει μια μεσοαστική οικογένεια με μια μικρή κόρη, τη Μαφάλντα. Τελευταία στιγμή η συμφωνία διαφημιστικής-εφημερίδας χαλάει. Τα προϊόντα επίσης δεν θα κυκλοφορήσουν ποτέ στην αγορά για εντελώς άλλους λόγους και ο νεαρός σκιτσογράφος θα προτείνει μερικά από τα ήδη έτοιμα σκίτσα στο χιουμοριστικό ένθετο του περιοδικού “Leoplan” όπου και δημοσιεύονται κάμποσα απ’ αυτά τα πρωτόλεια, χωρίς όμως να εμφανιστεί η Μαφάλντα. Το 1964 το περιοδικό “Primera Plana” προτείνει στον Quino να μεταφέρει τη σειρά εκεί αφού πρώτα απαλείψει τα διαφημιστικά μηνύματα. 29 Σεπτεμβρίου 1964 η Μαφάλντα κάνει την πρώτη της εμφάνιση Η Μαφάλντα είναι μια εξάχρονη αμφισβητίας, έχει πολλές απορίες για τον κόσμο, είναι αφελής, δεν καταλαβαίνει γιατί υπάρχουν φτωχοί, την ανησυχεί η εξάπλωση των πυρηνικών, ο πόλεμος στο Βιετνάμ και η παρουσία της Κίνας, απεχθάνεται τη σούπα την οποία συγκρίνει με τον κομμουνισμό, ο οποίος όπως λέει επιβάλλεται δια της βίας. Την απασχολούν ακόμα ζητήματα όπως η λειτουργία του κράτους, η ποιότητα του εκπαιδευτικού συστήματος, οι ρόλοι των φύλων… Στο πλάι της υπάρχουν κι άλλα παιδιά. Ο αφελής κι ονειροπόλος Φελίπε, ο φιλοχρήματος και παραδομένος στον μικροαστικό νεοπλουτισμό Μανωλίτο, η επιφανειακή κι ευπροσάρμοστη Σουζανίτα, που το μόνο που την «καίει» είναι πότε θα παντρευτεί ώστε να κάνει πολλά-πολλά παιδιά, ο αντισυμβατικός και ίσως προβληματικός Μιγκουελίτο, παιδί ιταλών μεταναστών που λατρεύει τον Ντούτσε και τέλος η Ελευθερία (Λιμπερτά), μια μικροσκοπική ηρωίδα, κόρη ενός σοσιαλιστή μεταφραστή βιβλίων του Σαρτρ, με μπόλικες ριζοσπαστικές ιδέες και διάθεση να προωθήσει μια «αριστερή» επανάσταση. Με λίγα λόγια δηλαδή, ο Quino αφαίρεσε τα κρυμμένα διαφημιστικά μηνύματα από το κόμικς του, πρόσθεσε όμως πολλά άλλα. Ήξερε βέβαια να αποφεύγει και ως έναν βαθμό τη λογοκρισία, λέγοντας τα πάντα μέσα από αθώα παιδικά στόματα. Σε τελική ανάλυση τα συγκεκριμένα παιδιά αποτελούν αρχέτυπα συγκεκριμένων πολιτικών ιδεολογιών και κοινωνικών τάξεων. Ο κομίστας Joaquin Salvador Lavado, aka Quino, ποζάρει με γλυπτό της Mafalda, 2014, Οβιέδο, Ισπανία. Πολλά θα μπορούσαμε να γράψουμε για τη Μαφάλντα. Ο Ουμπέρτο Έκο τη χαρακτήρισε έναν «κατάσκοπο των ηθών». Και είναι αλήθεια. Ο κόσμος της 6χρονης ηρωίδας βέβαια δεν είναι όποιος κι όποιος. Είναι ο κόσμος του Νότου. Παιδί μιας ημιαναπτυγμένης μητρόπολης του Νότου, του Μπουένος Άιρες είναι άλλωστε και η ίδια. Αυτός είναι και ο λόγος που μας είναι τόσο προσφιλής, σε αντίθεση με αντίστοιχα στριπ των ΗΠΑ για παράδειγμα. Επιβεβαιώνεται αυτό ακόμα, αν κοιτάξουμε σε ποιες χώρες υπήρξε επιτυχημένη η παρουσία της: σε όλη σχεδόν τη Λατινική Αμερική, Ισπανία κι ακόμα Γαλλία, Ιταλία και Ελλάδα. Για εννέα μόλις χρόνια δημοσιευόταν η Μαφάλντα σε διάφορα έντυπα της Αργεντινής, και ακριβώς τη στιγμή που η εξάπλωσή της στην υδρόγειο εντείνεται ο δημιουργός της αποφασίζει να διακόψει την παρουσία της. Η ίδια στο τελευταίο σκίτσο που δημοσιεύτηκε τότε μας λέει ότι έκανε το χρέος της, μιας και πλέον βρίσκεται στην εξουσία της Αργεντινής μια δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση. Θα εμφανιστεί έκτοτε σποραδικά σε ειδικές περιστάσεις και σε καμπάνιες της UNICEF για τα δικαιώματα των παιδιών. Τελευταία της εμφάνιση το 2009, στην ιταλική La Republica για να καυτηριάσει τον σεξισμό του Σύλβιο Μπερλουσκόνι. Στην Ελλάδα τη Μαφάλντα τη μάθαμε πρώτα από το περιοδικό κόμικς «ΚΟΛΟΥΜΠΡΑ», ενώ κατόπιν τα στριπάκια της φιλοξενήθηκαν στα περιοδικά «Βαβέλ» και «Παρά Πέντε». Σήμερα κυκλοφορεί τόσο σε επίτομη έκδοση όσο και σε τεύχη από τις εκδόσεις Μέδουσα-Σέλας (τις οποίες κι ευχαριστούμε θερμά για την ευγενική παραχώρηση του εικονογραφημένου υλικού). Για να τιμήσει τα 60ά γενέθλια της διασημότερης 6χρονης των κόμικς, ενός από τα σημαντικότερα κόμικ στριπ με σαρωτική επιτυχία και δυσανάλογη επίδραση για τα μόλις 9 χρόνια έκδοσής της, η Athens Voice ζήτησε λίγα λόγια για την μικρή αντιρρησία από τον Βασίλη Τουφεξή, τον άνθρωπο που έφερε πρώτος την Μαφάλντα στην Ελλάδα μέσα από τις σελίδες του περιοδικού κόμικς «ΚΟΛΟΥΜΠΡΑ» το 1978, τη μεταφράστρια της Μαφάλντα Κατερίνα Χριστοδούλου, τον καθηγητή κόμικς και κομίστα Γιώργο Μπότσο και τον σκιτσογράφο, και κομίστα Κωνσταντίνο Σκλαβενίτη, επίσης δημιουργού κόμικ στριπ σε έντυπα τα τελευταία χρόνια. 60 χρόνια Μαφάλντα: 4 άνθρωποι των κόμικς στην Ελλάδα γράφουν για την ηρωίδα του Quino Βασίλης Τουφεξής, εκδότης του περιοδικού «ΚΟΛΟΥΜΠΡΑ» «Την γνώρισα στην Ιταλία το 1974 όπου έκανα το μεταπτυχιακό μου. Εκεί μου γεννήθηκε και η ιδέα της έκδοσης περιοδικού κόμικς στην Ελλάδα. Στην Ιταλία την δημοσίευε το μηνιαίο περιοδικό κομιξ IL MAGO και ήταν από τότε πολύ προχώ στο χιούμορ και στα θέματα που έπιανε. Η Μαφάλντα πριν την εμφάνισή της στην Κολούμπρα ήταν άγνωστη στην Ελλάδα. Όταν πήρα τα δικαιώματα για την δημοσίευσή της, μου έγινε από τον ατζέντη του Quino στο Μιλάνο η πρόταση να την πρακτορεύσω στην Ελλάδα και να την προωθήσω και σε άλλα έντυπα π.χ. εφημερίδες. Εκείνα τα χρόνια οι περισσότερες εφημερίδες μεταξύ των οποίων και η Ελευθεροτυπία αφιέρωναν έναν χώρο για ψυχαγωγία, σταυρόλεξο, ανέκδοτα, διάφορα άλλα και στριπάκια κόμικς. Με το γερό χαρτί στην τσέπη, την Μαφάλντα που στο εξωτερικό ήταν γνωστή κι αγαπητή, πήγα στην Ελευθεροτυπία και την παρουσίασα στον αρχισυντάκτη. Αυτός χωρίς κανένα ενθουσιασμό μου είπε, “άσε δείγματα, θα το σκεφτώ, θα τα δείξω και στον εκδότη, και θα σου απαντήσω”. Η απάντηση ήταν αρνητική! Δεν τους άρεσε!» Κατερίνα Χριστοδούλου, μεταφράστρια της Μαφάλντα στα ελληνικά «Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ‘80 τη Μαφάλντα τη μετέφραζε η Νίκη Τζούδα (σ.σ. συνεκδότρια του περιοδικού Βαβέλ) από τα Ιταλικά. Εκείνη την εποχή ο Γιώργος Μπαζίνας εξέδιδε το περιοδικό “Παρά Πέντε”, οπότε μου έκανε πρόταση να ξεκινήσω να μεταφράζω τη Μαφάλντα από τη μητρική της γλώσσα, από τα Ισπανικά. Μετέφρασα έτσι τα εναπομείναντα στριπ και όλο το υπόλοιπο έργο του Κίνο που κυκλοφόρησε στο 9 της Ελευθεροτυπίας. Μιας και τα ισπανικά της Μαφάλντα είναι τα αργεντίνικα, υπήρχαν κάποιες διαφορές, τις οποίες έπρεπε να μελετήσω. Ιδιαίτερη δυσκολία όμως δεν αντιμετώπισα. Κάποια αστεία όμως έμειναν αμετάφραστα. Αλλά ήταν εξαιρέσεις. Ήταν λίγο πρόκληση. Στα κόμικς, όπως και στο θέατρο (έχω μεταφράσει και για θέατρο) πρέπει να αποδώσεις την ατάκα σε πολύ σύντομο χρόνο και με ευσύνοπτο τρόπο. Να κάνεις οικονομία του λόγου. Επειδή επίσης το λέτερινγκ τότε γινόταν χειροποίητα και δεν μπορούσες να αυξομειώσεις το μέγεθος της γραμματοσειράς με το πάτημα ενός κουμπιού όπως τώρα, ήταν πρόκληση για τον μεταφραστή να χωρέσει τα πάντα μέσα στη φούσκα, στο μπαλονάκι του διαλόγου, ώστε και η λέτερερ να κάνει τη δουλειά τη, όσο πιο εύκολα και καλύτερα γίνεται. Μου ήταν πολύ διασκεδαστική η μετάφραση της Μαφάλντα και της παρέας της. Αδυναμία είχα στον Φελίπε. Και μου άρεσε ότι ο Quino ήταν πιστός στον χαρακτήρα που είχε κατασκευάσει. Είναι κοινοτοπία αυτό που θα πω αλλά είναι ένα πραγματικά διαχρονικό κόμικς». Γιώργος Μπότσος, καθηγητής κόμικς στον ΑΚΤΟ, κομίστας «Για πολλούς η “Μαφάλντα” θεωρείται “η Λατινοαμερικανική εκδοχή των Peanuts”, αλλά η αντιπαράθεση αυτών των κορυφαίων σειρών μας δίνει την ευκαιρία να αντιληφθούμε τις απεριόριστες εκφραστικές δυνατότητες του comic-strip, αλλά το σημαντικότερο, να δούμε πως ένας κοινός δημιουργικός κορμός μπορεί να δώσει τόσο διαφορετικούς καρπούς. Η Μαφάλντα ήταν από τη γέννησή της εξωστρεφής, μαχητική, “προβληματισμένη”, θα τολμούσα να πω στα πρόθυρα μιας πρώιμης στράτευσης στην “προοδευτική μεριά”, τη στιγμή που ο θλιμμένος Charlie Brown ενσάρκωσε τις νευρώσεις μιας καταναλωτικής Αμερικής που, επιτέλους, έπρεπε να αναγνωρίσει το τραύμα της “αποτυχίας”, πίσω από το Αμερικανικό Όνειρο. Για μένα, η γνωριμία με τη λίγο τσαούσα, ευαίσθητη μικρή με το “μαλλί αφάνα”, συμπίπτει με την γνωριμία μου με το ενήλικο κόμικς, μέσα από τις σελίδες της “Κολούμπρας”. Είναι 1978, είμαι 18, μόλις έχω μπει στη Νομική και η επιτυχία της σειράς στον φοιτητικό χώρο είναι άμεση. Με έναν αναπάντεχο τρόπο αυτή η ανήλικη ηρωίδα με τον ενήλικο λόγο, “μιλάει στη γλώσσα μας”, οι αντιδράσεις της απέναντι στις κοινωνικές συνθήκες μάς είναι οικείες, καθώς υπάρχουν σαφείς αναλογίες με την κατάσταση στην Ελλάδα, τέσσερα χρόνια μόλις χρόνια μετά τη δική μας Χούντα, ενώ παρακολουθούμε το στραγγαλισμό των ελευθεριών από τις δικτατορίες της Ν. Αμερικής. Το πιο σημαντικό όμως επίτευγμα του Quino, είναι πως τόσο η ίδια όσο και όλος ο παιδικός θίασος της σειράς εκφράζονται με ένα χιούμορ ανάλαφρο αλλά οξύ. Οι ατάκες τους περιγράφουν τις συνθήκες ζωής της Αργεντινής κριτικά και ο λόγος τους – ο λόγος του δημιουργού, για να μην ξεχνιόμαστε… – έχει μια θετική χροιά για την ανάγκη δημιουργίας ενός καλύτερου αύριο. Η Μαφάλντα ψάχνεται, απορεί, αμφισβητεί. Σε αυτήν βλέπουμε μια φεμινίστρια, μια υπό εκκόλαψη ακτιβίστρια που πηγαίνει ακόμα στο δημοτικό. Αλλά και οι άλλοι χαρακτήρες μάς είναι – ακόμα – τόσο οικείοι! Η μικροαστή Σουζανίτα, ο παραδόπιστος γιος του μπακάλη Μανολίτο που θέλει να γίνει πλούσιος, η λιλιπούτεια αλλά ασυμβίβαστη Λιμπερτά (Ελευθερία)… Θέλοντας να υπογραμμίσω πόσο σπουδαίος δημιουργός ήταν ο Quino, σας προτρέπω να αναζητήσετε τα καταπληκτικά μονοσέλιδα “χωρίς λόγια” κόμικς του που, πέρα από την Μαφάλντα, αποδεικνύουν το αξεπέραστο μαύρο χιούμορ του και το κοφτερό στοχαστικό του πνεύμα. Όσο για τη μικρή μας ασυμβίβαστη, νιώθω πως μετά από μισό αιώνα δεν έχει “γεράσει” καθόλου, για αυτό και συνεχίζει να έχει γκελ στις νεότερες ηλικίες και να μιλάει άμεσα και στα… εγγόνια της!» Κωνσταντίνος Σκλαβενίτης, σκιτσογράφος στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, κομίστας «Μπορεί να έχουν περάσει 60 χρόνια από τότε που ο Quino πρωτοσχεδίασε τη Μαφάλντα, αλλά οι ιστορίες της είναι πάντα επίκαιρες και φρέσκες. Η μικρή ανήσυχη ηρωίδα διαρκώς ψάχνει απαντήσεις στα μεγάλα ερωτήματα που δεν έχουμε καταφέρει να βρούμε απαντήσεις ακόμα και σήμερα. Και αν με μια πρώτη ματιά φαίνεται να είναι ένα παιδικό κόμικ στριπ, μπορεί να διαβαστεί από τον καθένα μας που αγαπάει τα κόμικς και την φιλοσοφία γενικά, ανεξαρτήτως ηλικίας. Και ξέρετε γιατί; Γιατί μέσα από τα παιδικά μάτια των ηρώων και με σκίτσα ζωντανά και εκφραστικά θίγονται όλα τα θέματα που μας απασχολούν σε όλη μας τη ζωή. Αυτό που έχει καταφέρει ο Quino δεν είναι εύκολο. Έχοντας δημιουργήσει μια αξέχαστη παρέα χαρακτήρων, ο καθένας με τη δική του φωνή και προσωπικότητα, με τις σκέψεις και τις ερωτήσεις που πολλές φορές κάνει, καταφέρνει να μας χαρίσει ψυχαγωγία, χαμόγελο ακόμα και συγκίνηση. Όταν διάβασα για πρώτη φορά Μαφάλντα κάπου στην εφηβεία μου, μέσα από τις σελίδες της αγαπημένης μου Βαβέλ, δεν έδωσα πολλή σημασία στα βαθύτερα νοήματα που έκρυβαν τα καρέ της, στριμωγμένα όπως έμοιαζαν εκεί στις τελευταίες σελίδες του περιοδικού λίγο μετά τις μεγάλες περιπέτειες του Pratt και πριν τις τρέλες του Altan με τον Κολόμβο του. Χρειάστηκε να περάσουν πολλά άλλα κόμικς από τα χέρια μου ως αναγνώστης αλλά και να φτιάξω τους δικούς μου κόσμους ως σκιτσογράφος για να επανέλθω στο έργο του Quino ξανά και ξανά, όχι μόνο για έμπνευση αλλά αναζητώντας κι εγώ απαντήσεις. Όχι τόσο στα προβλήματα αυτού του κόσμου – όπως και η Μαφάλντα έτσι κι εγώ ποτέ δεν θα καταλάβω τις εξηγήσεις των μεγάλων – αλλά στο τι κάνει αυτό το κόμικς τόσο ξεχωριστό. Και είναι απλό και ταυτόχρονα πολύπλοκο, γλυκόπικρο, μοντέρνο και άμεσο μέσα από τη σαφήνεια και την λιτότητά του στο σχέδιο και στα κείμενα που μοιάζουν με συμπυκνωμένες αλήθειες. Χωρίς εντυπωσιασμούς και υπερβολές, χωρίς καν χρώμα, με μόνο όπλο του την φινετσάτη καρτουνίστικη γραμμή του, ο Quino καταφέρνει να ξεπεράσει τους περιορισμούς των 4 καρέ του κόμικ στριπ και να συνθέσει έναν κόσμο ζωντανό και πολύχρωμο που μοιάζει να υπάρχει έξω από τον χρόνο και τον τόπο, κάνοντάς μας να νομίζουμε πως οι πρωταγωνιστές του ακούνε ειδήσεις, διαβάζουν εφημερίδα, μιλάνε για πολιτική, ζουν (γιατί όχι;) στην Ελλάδα. Έτσι δεν γίνεται με όλα τα μεγάλα έργα; Είτε μιλάμε για λογοτεχνία, κινηματογράφο ή μουσική, ταυτιζόμαστε όταν αυτό μιλάει στην καρδιά και το μυαλό μας, όταν μιλάει για εμάς και ό,τι μας απασχολεί, ανεξάρτητα του πότε έχει δημιουργηθεί. Έτσι συμβαίνει και στα κόμικς, σε αυτή τη μορφή τέχνης που περιέχει σχεδόν όλες τις άλλες και που έχει και αυτή τα αριστουργήματά της. Και η Μαφάλντα κατέχει ξεχωριστή θέση σε αυτά. Και σκέφτομαι πως αυτό που την κάνει τόσο σπουδαία είναι ότι οι ερωτήσεις της δεν έχουν βρει ακόμα απάντηση. Ίσως να μην χρειάζεται κιόλας.» Η συλλετική έκδοση Μαφάλντα 1-12 (επίτομο), Quino, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μέδουσα-Σέλας, μετάφραση Νίκη Τζούδα – Κατερίνα Χριστοδούλου, λέτερινγκ Παυλίνα Καλλίδου – Παυλίνα Κιουρτσιδάκη. Και το σχετικό link...
  3. Ένα αφιέρωμα στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης ξαναφέρνει στην επικαιρότητα τα έργα και τις ημέρες του υπερήρωα Στηβ Μπρίζα και του «πατέρα» του Μιχάλη Μιχαήλ. Ο Μιχάλης Μιχαήλ δεν μένει πια εδώ. Έζησε γρήγορα, πέθανε νέος κι ένα αφιέρωμα στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης ξαναφέρνει στην επικαιρότητα τα έργα και τις ημέρες του ήρωά του Στηβ Μπρίζα. Ο σούπερ ήρωας Στηβ Μπρίζας μπορεί και πετάει πάνω από την πόλη. Σαρκαστικός, κυνικός αλλά και βαθιά ρομαντικός, το ηλεκτροφόρο και διπολικό παιδί του Μιχάλη Μιχαήλ, που παρουσιάζεται αυτές τις μέρες στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης, προικίστηκε από τον «μπαμπά του» με υπερφυσικά χαρακτηριστικά. Με αποθέματα αδρεναλίνης αλλά και ευαισθησίας, χρησιμοποιώντας τα καλώδια της ΔΕΗ που ταΐζουν το είναι του με ισχύ και την Αθήνα με ενέργεια, ο Στηβ Μπρίζας έδρασε τη δεκαετία του ’80, αλλάζοντας γειτονιές και πίστες και παρατηρώντας την επέκταση και την εξέλιξη της Αθήνας, που ξεδιπλωνόταν κάτω από το πέταγμά του. Εκφράζοντας τη σκληρή κοινωνική πραγματικότητα της μεταπολιτευτικής περιόδου – ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο, αλλά και… ΠΑΣΟΚ ωραία χρόνια(;) – κατά τη διάρκεια της άγριας δεκαετίας του 1980, ο Μιχάλης Μιχαήλ με την τέχνη του, συμπίλημα ζωγραφικής και κόμιξ, διαφήμισης, σινεμά, κινουμένων σχεδίων, ποπ κουλτούρας, ποίησης και λογοτεχνίας, έγινε ο ευαίσθητος δέκτης αλλά και ο ισχυρός πομπός. Το συναπάντημά του με τον αναγνώστη μέσα από τα τεύχη του περιοδικού Βαβέλ, με το οποίο συνεργαζόταν ακόμα και σήμερα, προκαλεί ρίγη αναμνήσεων. Από τη δεκαετία του ’80 ως σήμερα, μερικές μπρίζες δρόμος Λειτουργώντας σαν το ημερολόγιο μιας ολόκληρης γενιάς που κινούνταν στην Αθήνα του τότε, πολύ διαφορετική αλλά και με πολλά κοινά με τη σημερινή, ο Μιχαήλ κατέγραψε τις μέρες και τις νύχτες της, τις νίκες και τις ήττες της. Τριάντα πέντε χρόνια μετά την αποχώρησή του (έσβησε πολύ νέος στα τριάντα του, το 1987), το Ίδρυμα Μιχάλη Κακογιάννη επανασυστήνει στο κοινό τον καλλιτέχνη που ακούσια, όπως λέει η μία εκ των δύο επιμελητριών της έκθεσης, Ντόρα Βυζοβίτη, έγινε ένας από τους καθοδηγητές της γενιάς της. «Ή, καλύτερα, της ομάδας εκείνης της γενιάς του ’80 στην οποία ανήκα. Μιας γενιάς που έψαχνε τις ερωτήσεις και τις απαντήσεις της μέσα από την ποπ κουλτούρα, την εναλλακτική ποίηση, τον πρωτοποριακό κινηματογράφο, την επιστημονική φαντασία, την punk και τη new wave μουσική. Μιας γενιάς που σύχναζε στην Αρετούσα, στο Mad, στο Point, στο Snowball και στο Wittowski. Μιας γενιάς που συναντιόταν στις συναυλίες στο ΡΟΔΟΝ, και στριμωχνόταν στις εκθέσεις, στα φεστιβάλ, στα βιβλιοπωλεία και στις μεταμεσονύκτιες προβολές στο Άλφαβιλ. Μιας μαυρόασπρης γενιάς που έψαχνε την ιδεολογία και τη θέση της με έναν περιθωριακό-μοναχικό τρόπο. Της γενιάς της ΚΟΛΟΥΜΠΡΑ, του ΠΑΡΑ ΠΕΝΤΕ και πάνω από όλα της ΒΑΒΕΛ. Μιας γενιάς που έκανε το δικό της “Υπαρξηκόπημα”, για να κλέψω ένα σύνθημα από graffiti που διάβασα πρόσφατα σε κάποιον τοίχο στα Εξάρχεια». Ποιος ήταν ο Μιχάλης Μιχαήλ και πόσα έκανε μέχρι να «σβήσει»… Γεννημένος το 1957 στο Ζαΐρ, μεγάλωσε στην Αθήνα. Έμενε στην οδό Κλεομένους στο Κολωνάκι και το διάστημα 1979-1981 σπούδασε γραφικές τέχνες (Institut St. Luc – Ecole Supérieure des Arts Plastiques), οπτική επικοινωνία και διαφήμιση (Academie Royale des Beaux Arts – Βρυξέλλες), φωτογραφία (I.N.R.C.I.), τεχνική προσχεδίων Layout (C.A.D.) και χαρακτική (Atelier Somvile). Υπήρξε μέλος της καλλιτεχνικής ομάδας Moi et les Autres, εργάσθηκε ως art director στις διαφημιστικές εταιρίες Ikon και First και συνεργάσθηκε με τα περιοδικά Ένα, Ταχυδρόμος και Playboy. Το 1979, βαθιά επηρεασμένος από το αμερικανικό και, κυρίως, το ευρωπαϊκό κόμικς, δημοσίευσε το πρώτο του έργο στο τελευταίο τεύχος του ελληνικού περιοδικού κόμικς Κολούμπρα. Από το 1985 έως το 1987 δημοσίευσε στο κορυφαίο περιοδικό κόμικς Βαβέλ με τεράστια επιτυχία. Το 1986 συμμετείχε στον τομέα των κόμικς στην Εικαστική δράση ΙΙ Καλλιδρόμιο στο πλαίσιο της Biennale νέων Μεσογείου. Συμμετείχε σε πολλές εκθέσεις σκίτσου και αφίσας και παρουσίασε τα ζωγραφικά του έργα στη γκαλερί «Συν». Το 1987 (29 Οκτωβρίου-13 Νοεμβρίου) η Βαβέλ οργάνωσε στον πολυχώρο τέχνης «Εύμαρος» την πρώτη Διεθνή Έκθεση Κόμικς με τίτλο «Ο κόσμος των κόμικς και όχι μόνο». Συμμετείχαν σημαντικοί ξένοι δημιουργοί και οι περισσότεροι από τους Έλληνες. Το 1988 στον Εύμαρο, μετά τον θάνατό του, με την άοκνη φροντίδα της μητέρας του Στέλλας και του στενού φίλου και συνεργάτη του, σεναριογράφου Σταύρου Βιδάλη, πραγματοποιήθηκε μια μεγάλη αναδρομική έκθεση στην οποία παρουσιάσθηκε όλο το φάσμα της εικαστικής έκφρασης του δημιουργού. Το 1992 κυκλοφόρησε η ολοκληρωμένη μονογραφία με σχεδόν ολόκληρη την καλλιτεχνική παραγωγή του από τη διαφήμιση, την εικονογραφία, τη ζωγραφική και τα κόμικς, και κείμενα των εγκυρότερων Ελλήνων ιστορικών και κριτικών τέχνης, της Αθηνάς Σχινά, της Ντόρας Ηλιοπούλου-Ρογκάν και του Χάρη Καμπουρίδη. Η παρουσίαση του αφιερωματικού τόμου συνοδεία έκθεσης έγινε στο Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης Ιλεάνα Τούντα, ενώ την ίδια χρονιά η ελληνική συμμετοχή στην Biennale νέων καλλιτεχνών στην Μπολόνια ήταν αφιερωμένη σε εκείνον. Στην μπρίζα με τον Στηβ Μπρίζα Εκτός από τον Spider-Man, που τον μπρίφαρε περί της ζωής («Στηβ, η ζωή δεν είναι πάντα χαρούμενη»), ακόμη ένας μεγάλος, μελαγχολικός και ρομαντικός, ο Ρίλκε, καθόρισε την αισθηματική αγωγή του Μιχάλη Μιχαήλ και κατ’ επέκταση του παιδιού του, Στηβ. Στο αρχείο του υπάρχει το χειρόγραφο κατατοπιστικό σημείωμα-drive για την τέχνη του: «Κάποιος, μου φαίνεται ο Ρίλκε, είπε πως τέχνη σημαίνει αναζήτηση της αλήθειας. Πώς γίνεται αυτή; Απάντηση: καταναλώνοντας ενέργεια. Ενέργεια=Δράσις=Ζωή. Δράση υπάρχει μόνο στη ζωή. Άρα τέχνη είναι η ζωή, η ζωή μας, ό,τι ζει τριγύρω μας και ό,τι ζει μαζί μας». «Την τελευταία στιγμή, μωρό μου, θα υπάρχει πάντα ένας ήρωας» είναι άλλο ένα από τα μότο του Στηβ Μπρίζα, καθώς σώζει την καλή του και πετούν ελεύθεροι πάνω από την ασπρόμαυρη Αθήνα. Γιατί «μπαμπάς» και «γιος» αυτό κάνουν: Πετούν πάνω από τη φωτεινή λεωφόρο Συγγρού ή τα αφώτιστα και επικίνδυνα μονοπάτια στα πέριξ του Μενιδίου και του Ταύρου, μια και ίδια με σήμερα, η Αθήνα της δεκαετίας του 1980 αλλού είναι φωτεινή κι αλλού υποφωτισμένη. Παρατηρήστε τους πίνακές του και δείτε πώς ο Μιχαήλ χρησιμοποιεί το κοντράστ ανάμεσα στο άσπρο και το μαύρο, όπως φυσικά και το χρώμα όπου χρειάζεται, για να αναδείξει τα σκοτάδια και τις αντιφάσεις της. Παρά και πέρα από την κατά τόπους λαμπρότητα των γυαλιστερών επιγραφών, από το Κολωνάκι ως την Κυψέλη και από το Παγκράτι μέχρι τη Βικτώρια, μέσα από αντιθέσεις, τα αστικά δίπολα σε εύθραυστη ισορροπία (φαντασμαγορία και παρακμή, εγκατάλειψη και τρυφερότητα, βία και φως, θόρυβος και σιωπή) συνοδοιπορούν σε όλες τις περιπέτειες του Στηβ Μπρίζα. Συστήνοντάς μας ήρωες και αντιήρωες των δρόμων, θύτες και θύματα, ο Μιχαήλ τους σεβόταν όλους το ίδιο και τους αντιμετώπιζε με το ίδιο αξιακό μέτρο. Εξ ου και ο «διπολικός» Στηβ, παιδί προέκταση της πόλης, κινείται με ψυχισμούς που διαπερνούν και τη φωτεινή και τη μαύρη πλευρά της αθηναϊκής Σελήνης, ένα χάρτινο αγόρι που χρησιμοποιεί ως ιστό του την ηλεκτρική καλωδίωση της Αθήνας, ένας μοναχικός και μόνος Greek Spider-Man – περιπλανώνενος καουμπόι που θέλει να συνδεθεί με όλους, μπαίνοντας στην μπρίζα! «Στη φαρέτρα του Μιχαήλ, εκτός από το σπάνιο ταλέντο, συνυπήρχαν η επιστημονική γνώση και η διαφήμιση, η επικοινωνία και η γνώση της ποπ κουλτούρας. Τα εκφραστικά του μέσα, κυρίως τα εικονοφραστικά, μπορούσαν να αποδώσουν αλλά και να αποδομήσουν, να αντιπολιτευθούν την πλαστή, πλαστική, γυαλιστερή αναπαράσταση μιας καταναλωτικής ευφορίας που στοίχειωνε τη γενιά του και τον ίδιο, ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία». Η εκ των επιμελητριών της έκθεσης Ντόρα Βυζοβίτη πιστεύει πως «ο Μιχάλης Μιχαήλ έδωσε σάρκα και οστά στα φαντάσματα της τεχνοκρατούμενης, της αποστερημένης ιδεολογίας της εποχής του, κατέγραψε τα μυστήριά της επιλέγοντας να αφήσει όλα τα ερωτήματα αναπάντητα. Και κάνοντας το δικό του “υπαρξηκόπημα” (λέξη-δάνειο από τα graffiti που τόσο αγαπούσε) μας άφησε μόνους με το έργο του, αναχωρώντας στα 30 του χρόνια. Υπαρξισμός, ηλεκτρισμός, δράση, πτήση, έφοδος στον ουρανό: η έκθεσή του, στον δεύτερο όροφο στο φουαγιέ του Ιδρύματος Μιχάλης Κακογιάννης, είναι μια υπέρτατη ευκαιρία για να συνδεθείτε με τον Στηβ Μπρίζα και να πετάξετε άφοβα μαζί του, από καλώδιο σε καλώδιο, παντού πάνω από την πόλη». Περισσότερα για την έκθεση του Μιχάλη Μιχαήλ στο City Guide της Athens Voice. Και το σχετικό link...
  4. Ο Νίκος Πλατής αποτελεί μια μοναδική περίπτωση ανθρώπου των κόμικς. Εκδότης, συγγραφέας (Black Out / Μαύρο Λεξικό, Μπαχαρικό Λεξικό, Αθωνικό Λεξικό, Κάμα Τσούχτρα κ.ά.), ιστοριοδίφης, λάτρης του απρόβλεπτου και του χιούμορ. Όταν ένας τέτοιος ανήσυχος δημιουργός αποφασίζει να συγκεντρώσει τις δουλειές του αλλά και να μιλήσει για τα έργα άλλων καλλιτεχνών, είναι είδηση. Ο ίδιος περιγράφει τη δική του ιστορία ως εξής: «Γεννήθηκα έτσι, το έχω στο ντι εν έι μου. Είμαι άνθρωπος της εικόνας. Και του κωμικού. Από παιδί ακόμα. Όταν έπιανα στα χέρια μου το καινούργιο ΡΟΜΑΝΤΣΟ, αναζητούσα με ανείπωτη λαχτάρα μέσα στις σελίδες του τις διάσπαρτες γελοιογραφίες του Χριστοδούλου, του Πολενάκη, του Αρχέλαου και του Παύλου Παυλίδη. Και μετά διάβαζα περιχαρής τα ευθυμογραφήματα του Νίκου Τσιφόρου και του Πολύβιου Βασιλειάδη. […] Ταξίδεψα στην Ιταλία (εποχής MALE και LINUS), γράφτηκα στην BEAUX ARTS κι έμεινα (σε δική «μου» σοφίτα) στο Παρίσι, όταν μεσουρανούσαν το L’ ECHO DES SAVANES, το HARAKIRI, το METAL HURLANT (όπου και ο Moebius) και το CHARLIE HEBDO (στο ξεκίνημά του). Πήρα άπειρες εικόνες, απίστευτες δόσεις, κάηκε ο εγκέφαλός μου εκεί, έγινε παρανάλωμα των αλλεπάλληλων οβερντόουζ. […] Αρθρογραφούσα στην ΚΟΛΟΥΜΠΡΑ (οπότε και γνωρίστηκα σε μια συνέντευξη με τον Πολενάκη και… δοθείσης της ευκαιρίας σκάρωσα το αλμπουμάκι με τον ΠΙΠΗ ΠΑΠΙΑ), είχα και την τύχη να ζήσω (εκ των έσωθεν) αυτή την άνοιξη των κόμικς στα περιοδικά του Γιώργου Μπαζίνα (μικρό και μεγάλο ΠΑΡΑ ΠΕΝΤΕ, ΕΠΟΜΕΝΗ ΜΕΡΑ, ΑΠΑΓΟΡΕΥΜΕΝΟΣ ΠΛΑΝΗΤΗΣ). Μέχρι και εκδότης (μικροεκδότης, για την ακρίβεια) έγινα για χάρη της εικονολατρίας μου. Αρχικά συνεκδότης με τον Λεωνίδα Χρηστάκη, με τον ΜΙΚΡΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΗ. Επειτα με την ΠΡΑΣΙΝΗ ΓΑΤΑ. Κατόπιν με το trade mark προσωπείο της MARIA PENTAGIOTISSA PRESS (όπου τα 2 πανέμορφα αλμπουμάκια με τους FREAΚ BROTHERS και το ονειρικό εκείνο FILIPPINO FOOD). […] Α! Παρέλειψα δε να σας πω πως προς στιγμήν έγινα και κάτι σαν ημιεκατομμυριούχος χάρη στα κόμικς. Έπιασα στα χέρια μου ένα μυθικό (για τα μεγέθη μου) ποσόν. Και μάλιστα για ένα βιβλίο που δεν κυκλοφόρησε ποτέ (το λογόκρινε ένας ζηλωτής, καθηγητής Θεολογίας). Αλήθεια σας λέω. Περισσότερα εν καιρώ…». Αυτά τα «περισσότερα» θα βρίσκονται από σήμερα on-line στην ιστοσελίδα του Νίκου Πλατή: https://sites.google.com/view/platis-comics/home. Ευχόμαστε καλή αρχή και πολλές επισκέψεις! Και το σχετικό link...
  5. Δυστυχώς το τεύχος δεν γράφει ημερομηνία και δεν ξέρω σε ποια κατηγορία να το κατατάξω (πιθανή κυκλοφορία το 1978). Απ΄ ότι κατάλαβα η ΚΟΛΟΥΜΠΡΑ έκανε μία προσπάθεια να μαζέψει σε τομάκια ελληνικά κόμικς που κυκλοφόρησαν από την δεκαετία του '40. Συγκεκριμένα στο 1ο τεύχος που έχω, γράφει: Γνήσια Ελληνικά Κόμικς (1947-1952) Πίπης Πάπιας Επίσης στις πρώτες σελίδες αναφέρεται Στις τελευταίες σελίδες παρουσιάζεται το 2ο τεύχος, το οποίο αναφέρει: Γνήσια Ελληνικά Κόμικς (1946-1947) Τάκης ο κουκουές Ένα μικρό δείγμα ΕΔΩ
  6. Η πρώτη έκδοση της Μαφάλντα του Αργεντίνου Quino (Χοακίν Σαλβαδόρ Λαβάδο) στην Ελλάδα, έγινε απο την Κολούμπρα το 1978. Δεν είμαι σίγουρος, αλλά απο τις εκδόσεις της Κολούμπρα πρέπει να κυκλοφόρησαν τα 3 πρώτα τευχάκια απο την σειρά. Παρουσίαση για άλλες εκδόσεις της Μαφάλντα στην Ελλάδα εδώ, εδώ, εδώ και εδώ. Ευχαριστούμε για το εξώφυλλο τον Vaios. Ομαδοποίηση Quino - Αφιέρωμα στον Quino - Αφιέρωμα στη Μαφάλντα (Χαρακτήρες)
  7. Ένα μεγάλο αφιέρωμα στο περιοδικό που σημάδεψε την ελληνική αντικουλτούρα για τρείς δεκαετίες Ένα από τα σημαντικά πράγματα που μας έφερε το 1981, δεν ήταν μόνο η πρώτη φορά ΠΑΣΟΚ, αγαπητοί μας φίλοι, άλλα και η Βαβέλ, ένα περιοδικό κόμιξ (και όχι μόνο), όπως διατείνονταν άλλωστε και το ίδιο για 27 ολόκληρα χρόνια στο εξώφυλλο του. Εξώφυλλο του πρώτου τεύχους της βαβέλ – Φλεβάρης 1981 Το 1981 ο κόσμος στην Ελλάδα ήταν ακόμα αγουροξυπνημένος από την εφταετία της χούντας και η επαφή με DIY τάσεις και πολιτιστικές κινήσεις που διενεργούταν εκείνη την εποχή στην Ευρώπη και την Αμερική ήταν ελάχιστες. Αυτό το κενό ήρθε να γεμίσει το περιοδικό Βαβέλ το οποίο είχε ως πρότυπο το Ιταλικό περιοδικό linus. Το Linus εκδόθηκε το 1965, είχε αριστερό προσανατολισμό (οι εκδότες του άνηκαν στο κομμουνιστικό κόμμα) και ήταν το πρώτο περιοδικό κόμιξ της γείτονος χώρας που στόχευε σε ενήλικο κοινό. Η Bαβέλ, πέρα από την επιρροή της από το Linus, ήταν μάλλον και συνεχιστής ελληνικών underground εντύπων όπως το fanzine Χαρακίρι και του βραχύβιου περιοδικού Κολούμπρα (15 τεύχη). Η Βαβέλ έκανε ντου σε μια απαίδευτη -όσον αφορά στα κόμιξ- κοινωνία και πρότεινε κάτι νέο, αφού μέχρι τότε, ό,τι είχε ζωγραφιές και μπαλονάκι με λόγια ονομαζόταν αυτόματα “μικυμάου” και θεωρείτο ότι απευθυνόταν σε παιδιά. Κάπως έτσι ήρθαμε σε επαφή με τις ερωτικές ιστορίες του Milo Manara (αυστηρά δια ενηλίκους), τα ψυχεδελικά trip στον Sci Fi κόσμο του Moebius, τον κωμικά άναρχο κόσμο του Edika, τον δυστοπικό κόσμο του Billal, τα ρεμάλο-ρέμαλα του Reiser και τον κυνισμό του Altan. Ο τρομερός Altan Εκτός όμως του να φέρει στην Ελλάδα όλους αυτούς τους δημιουργούς (κάποιους μάλιστα στη συνέχεια του έφερε εδώ και κυριολεκτικά) φρόντισε να δώσει βήμα και ουσιαστικά να γεννήσει την ελληνική σκηνή κόμιξ. Εκεί πρωτοεμφανίστηκαν ο Αρκάς με τον Κόκκορα του, ο Γιάννης Καλαϊτζής σαν κομίστας (εκτός από πολιτικός γελοιογράφος) με την Τσιγγάνικη Ορχήστρα, εκεί έκανε τα πρώτα του βήματα ο χαοτικός Λέανδρος με τον Παρία του, ο Δημήτρης Παπαϊωάννου ακόμα και ο Βαγγέλης Περρής πριν τον ρουφήξει ο τηλεοπτικός βόθρος. Από κόμικ του Λέανδρου – 1996 Ειδική μνεία πρέπει να γίνει και στον Κωστάκη Ανάν, τον συγγραφέα που μέσα από τις μικρές νεοελληνικές ιστορίες σουρεαλισμού (που άφηνε σύμφωνα με τον μύθο σε φάκελο στα σκαλοπάτια της Βαβέλ), κατάφερε να αναδειχθεί σε έναν από τους πιο γλαφυρούς και αστείους συγγραφείς της ελληνικής X generation, χωρίς κάνεις να τον έχει δει ή να γνωρίζει το πραγματικό του όνομα. Διήγημα του Κωστάκη Ανάν αυτή η φώτο τυχαία βγήκε με μήκος 666 πίξελς Το «..και όχι μόνο» που συμπλήρωνε την υποσημείωση του εξώφυλλου “περιοδικό κόμιξ”, ήταν το ζουμί του περιοδικού. Πέρα από την ανάδειξη του κόμικ σαν τέχνης και όχι σαν “καραγκιοζάκια” , σε μια εποχή που οι πληροφορίες από έξω έρχονταν με το σταγονόμετρο, η Βαβέλ με αγνό DIY στυλ, αυτόνομη και χωρίς να έχει στόχο το κέρδος, προσέφερε μια εναλλακτική και ιδιαίτερα πολιτική πρόταση μέσα από τα κόμιξ του την αρθρογραφία του και τις κινηματογραφικές και μουσικές του προτάσεις, που ήταν μακριά από τα βαθιά κομματικοποιημένα στεγανά της μεταπολίτευσης. Από το κόμικ του Δημήτρη Παπαϊωάννου «Ο Τρομερός ΜΕΒΕΡ» Πάντα ανατρεπτικό, είτε όταν έβαζε γυμνό και σεξ σε εποχές που ακόμα υπήρχε λογοκρισία, είτε όταν αναφερόταν στα δικαιώματα των κρατούμενων όπως τότε με το ιστορικό εξώφυλλο του τεύχους 35 με τα σκιτσάκια του φυλακισμένου για την πολίτικη του δράση Dario Dalmaviva, είτε όταν προκαλούσε τα χρηστά ήθη της εποχής με κόμιξ που είχαν ομοφυλόφιλους ήρωες, όπως αυτά του Ralf Konig. Η Βαβέλ δεν έχασε ποτέ τον πολίτικο της λόγο, στηλιτεύοντας μέχρι και το τέλος της το 2008, τον άκρατο καταναλωτισμό άλλα και τον κεκαλυμμένο πουριτανισμό της ελληνικής κοινωνίας. Το επόμενο μεγάλο βήμα η Βαβέλ το έκανε όταν διοργάνωσε τα φεστιβάλ κόμιξ στο Γκάζι. Τα φεστιβάλ του περιοδικού περιελάμβαναν εκθέσεις κόμιξ με καλεσμένους διάσημους κομίστες από το εξωτερικό και liveάκια. Η απήχηση του κόσμου αυξάνονταν σταδιακά κάθε χρονιά, μαθαίνοντας τα κόμιξ σε άσχετους που πηγαίναν για το hype, άλλα φέρνοντας και τους “ψαγμένους” σε επαφή με διάσημους σχεδιαστές του εξωτερικού και νέους Έλληνες δημιουργούς και fanzines. Σταδιακά μέσω των φεστιβάλ η Βαβέλ απέκτησε μια τέτοια προβολή, ώστε έπαψε πλέον να ανήκει στο underground και αυτό σίγα-σιγά για διαφόρους λόγους (οικονομικής φύσεως κυρίως) σήμανε και το τέλος του εντύπου, το οποίο μέσα σε 27 χρόνια κατάφερε να εκδώσει 246 τεύχη και σχεδόν 10 χρόνια μετά, βλέπουμε ότι το κενό που άφησε στον χώρο των διαφορετικών, μη mainstream εντύπων δυσαναπλήρωτο. Η επίδραση της Βαβέλ σε μια γενιά νέων δημιουργών κόμιξ (και όχι μόνο) ήταν τεράστια και όχι μόνο ως προς την διαμόρφωση του στυλ του άλλα κυρίως ως προς την γνωριμία τους με έναν διαφορετικό κόσμο έκφρασης. Ρωτήσαμε έξι δημιουργούς να μας μιλήσουν για την σχέση τους με το περιοδικό. Ιφιγένεια Καμπέρη Στις αρχές του 80 στο μικροαστικό σπιτικό μας ένα πράγμα που υπήρχε σε αφθονία ήταν τα περιοδικά και τα κόμιξ. Αντί, Σχολιαστής, Αστερίξ, Ισνογκούντ, Λούκυ-Λουκ, Μαφάλντα, Παραπέντε έφτιαχναν έναν τεράστιο πύργο στο κομοδίνο του μπαμπά μου. Παρόλο που δεν ήξερα να διαβάζω, ξετρελαινόμουν με οποιοδήποτε σχέδιο. Υπήρχε και ο απαγορευμένος καρπός, το κόμικς με τα παράξενα γράμματα που ήξερα ότι λένε “βαβέλ”. Αυτό δεν έπρεπε να το ανοίγω γιατί “ήταν για μεγάλους”. Αν πω ότι δεν διάβαζα που και που στα κρυφά, θα είναι ψέμα. Με εντυπωσίαζε η ένταση του ασπρόμαυρου σχεδίου και με τρόμαζαν οι γκροτέσκες φιγούρες. Ειδικά αυτοί οι αηδιαστικοί εξερευνητές με τις στριφογυριστές μύτες που γύριζαν στη ζούγκλα και παντού υπήρχαν κατσαρίδες! Σκεφτόμουν πως αυτός που τους έφτιαξε μάλλον δεν ήξερε να ζωγραφίζει καλά, αλλιώς για ποιόν λόγο να τους είχε κάνει τόσο άσχημους. Είχε και άλλα όμως, είχε διαστημικά, μαρκησίες, ντετέκτιβ, τέρατα, πανκς και πολλές γυμνές γυναίκες που πάντα φαίνονταν να μην περνάνε και τόσο καλά. Παρόλα αυτά δεν τις λυπόμουν γιατί ίσως τελικά να μην τα πέρναγαν και τόσο άσχημα. Εγώ πάντως θα ήθελα να ήμουν στη θέση τους. Αυτό εξηγούσε φυσικά το γιατί δεν έπρεπε να διαβάζω αυτόν τον θησαυρό, είναι γνωστό ότι οι μεγάλοι κρατάνε τα καλύτερα μόνο για τον εαυτό τους! Και αν νομίζουν ότι όταν ήμουν 5 δεν ήξερα πάρα πολύ καλά τι έκαναν η Άντα, η Βαλεντίνα, η Ντρούνα, η Ζυστίν, η Λούμπνα είναι πολύ γελασμένοι! Τα χρόνια πέρασαν, έμαθα να διαβάζω και, ακολουθώντας την οικογενειακή μας παράδοση, αγόρασα την πρώτη μου Βαβέλ τον Ιανουάριο του 1993 και συνέχισα να την παίρνω κάθε μήνα μέχρι το τελευταίο τεύχος. Τάσος Μαραγκός (Τασμάρ) Πρέπει να ήταν το 1989 ή 1990, δεν θυμάμαι καλά. Είχα πάρει την μεγάλη απόφαση να πάω στο πρακτορείο τύπου, στην παραλία της Ερμούπολης και να προμηθευτώ το πρώτο μου περιοδικό με γυμνές γυναίκες. Ήμουν πολύ ντροπαλό παιδάκι και σκεφτόμουν τι θα πει ο κύριος του πρακτορείου που μέχρι τότε με είχε συνηθίσει να αγοράζω Λούκυ Λουκ, X-Men και ιστορίες με παπιά. Είχα βαρεθεί όμως τις κυρίες με τα μαγιό από τα εξώφυλλα των σταυρόλεξων του παππού μου και έπρεπε επιτέλους να δω τι κρύβεται πίσω από αυτά τα μαγιό. Οργάνωσα καλά το σχέδιο μου, πως θα πάω, θα το πάρω και θα εξαφανιστώ επιστρέφοντας μετά από χρόνια στο πρακτορείο τύπου. Μπαίνοντας στο πρακτορείο κατευθύνθηκα στο ράφι, στο βάθος, εκεί που ήξερα ότι έχει αυτά τα κολασμένα έντυπα. Άρχισα να βλέπω τα εξώφυλλα και έπρεπε να επιλέξω γρήγορα γιατί ένιωθα το μάτι του κύριου Πρακτορείου να με χτυπάει στην πλάτη. Παντού βυζιά, βυζιά, κώλοι και άλλα ωραία σημεία του γυναικείου σώματος που ήδη με είχαν κάνει να κοκκινίζω και να νιώθω ένα φούσκωμα στο παντελόνι μου. Το μάτι μου όμως καρφώθηκε σε ένα εξώφυλλο που είχε μια πανέμορφη, γυμνή γυναίκα αλλά ήταν σκίτσο και όχι φωτογραφία. Βαβέλ έλεγε. Δεν είχα ιδέα τι ήταν. Το άρπαξα, πλήρωσα και έφυγα για το σπίτι κρύβοντάς το μέσα από το μπουφάν μου. Στο σπίτι, αφού βεβαιώθηκα ότι έλειπαν όλοι, το άνοιξα και άρχισα να το διαβάζω. Αυτό ήταν. Από τότε άλλαξε η ματιά μου για τα κόμικς. Ευχαριστώ Βαβέλ. Τάσος Παπαιωάννου Ξεκίνησα να διαβάζω Βαβέλ, στις αρχές της δεκαετίας του ’90, όταν πήγαινα γυμνάσιο και όταν είχε αρχίσει να φθίνει η φάση της (οι ειδικοί έχουν να λένε για την Βαβέλ της δεκαετίας των 80s). Ένας γενναίος, σκατολογικός, λάγνος, βέβηλος κόσμος απλωνόταν μπροστά μου. Λίγο καιρό μετά, ο Λέανδρος έκανε την παρουσία του στις σελίδες της και ήταν λες και έτρωγα καρμικό χαστούκι από το πουθενά. Μετά ήρθε και το φεστιβάλ βαβέλ και άλλαξε το τοπίο, έγινε πιο γιορτή. Χαίρομαι που έζησα την φάση αυτή και έχω κάτι καλό να θυμάμαι. Στα ‘00s η φάση Βαβέλ είχε φτάσει ήδη στην παρακμή της και φυσικά μετά ήρθε και το επεισοδιακό της τέλος. RIP Βαβέλ. Αντώνης Βαβαγιάννης Η πρώτη επαφή με τη «Βαβέλ» ήταν στην παιδική μου ηλικία. Πάντα σε κάποιο σπίτι «ψαγμένων» φίλων των γονιών μου θα έπαιζε ένα ράφι, κάτω από τα Αστερίξ και τις Μαφάλντες, που θα υπήρχαν αυτά τα ακατανόητα κόμιξ. Το πρώτο ξεφύλλισμα γινόταν απλά για να βρεθεί κάποιο «ακατάλληλο» στιγμιότυπο, που για την ηλικία και την εποχή μπορούσε να θεωρηθεί «τσόντα»! Μετά μεγαλώνοντας κι αποκτώντας μια σφαιρικότερη σχέση με τα κόμιξ από το Λούκι Λουκ και το Αλμανάκο, μέσα σε μια κούτα του ξάδερφού μου γεμάτη με Βαβέλ γνώρισα μια από τις μεγαλύτερες κομιξικές μου αγάπες, τον Edika. Αλλά όχι μόνο. Τόσα πολλά και διαφορετικά μεταξύ τους κόμικ. Αστεία και σοβαρά. «Βρόμικα» και «μεγαλίστικα» και τόσο μπροστά για την εποχή τους. Δεν νομίζω να υπάρχει μεγαλύτερη επιρροή για τη δικιά μου γενιά σκιτσογράφων από τη Βαβέλ και νομίζω ότι είμαστε πολύ τυχεροί που μεγαλώσαμε σε μια εποχή που κυκλοφορούσε. Γιώργος Γούσης Σαν παιδί, δεν υπήρξα ποτέ φανατικός αναγνώστης κόμικ. Είχαμε μια αδιάφορη σχέση. Διάβαζα μόνο τα καλοκαίρια στις διακοπές και μονάχα ότι έβρισκα στο περίπτερο. Δηλαδή Μίκυ Μάους, Αστερίξ και Λούκυ Λουκ. Μεγαλώνοντας κιόλας, στην εφηβεία, τα έκοψα τελείως. Είναι εντελώς περίεργοι οι λόγοι που αργότερα, όταν κόντευα τα είκοσι, με έσπρωξαν στο να δοκιμάσω να δημιουργήσω μια σύντομη ιστορία κόμικ για να πάρω μέρος στον διαγωνισμό του ένθετου περιοδικού για κόμικς <<9>> της Ελευθεροτυπίας. Μέσω αυτού ήταν και η πρώτη μου επαφή με τα Ελληνικά κόμικ. Όταν όμως σύντομα κατάλαβα πως αυτή η τέχνη θα ήταν η βασική μου ασχολία από εκεί και πέρα, άρχισα να ψάχνω που θα μπορούσα να βρω κόμικ που να ταιριάζουν στο γούστο μου και στο αισθητικό μου κριτήριο για να τα περιεργαστώ και να τα μελετήσω. Το περιοδικό της Βαβέλ ήταν για εμένα λίγο πολύ μονόδρομος. Εκεί υπήρχαν δημοσιευμένα κόμικ ξένων δημιουργών που θα μου έκαναν εντύπωση και θα προσπαθούσα να αντιγράψω και να επηρεαστώ σαν νέος δημιουργός. Αν δεν υπήρχε η Βαβέλ θα ήταν πολύ μεγαλύτερη η απόσταση και ο χρόνος που θα έπρεπε να σπαταλήσω για να βρω τις δουλειές όλων αυτών των δημιουργών έναν έναν από μόνος μου. Δεν ήταν όμως μόνο το περιοδικό. Η Βαβέλ είχε δύο ακόμη σημαντικούς πομπούς γνώσης. Το βιβλιοπωλείο για κόμικ που είχε στο κέντρο της Αθήνας και μπορούσες να βρεις πληθώρα άλμπουμς χωρίς να πρέπει να σκάψεις πρώτα ανάμεσα σε χιλιάδες τευχάκια με σουπερηρωικά κόμικ που ήταν το κυρίαρχο προϊόν των υπόλοιπων κομιξάδικων. Και το πιο σημαντικό απ’ όλα, το φεστιβάλ της Βαβέλ. Πρόλαβα και πήρα μέρος στα τρία τέσσερα τελευταία φεστιβάλ της σαν νέος δημιουργός και ήταν για μένα στιγμές που θα μου μείνουν αξέχαστες, κυρίως επειδή το κλίμα των ανθρώπων και η περιρρέουσα ατμόσφαιρα με έκαναν να αισθάνομαι χαρά που ήμουν μέρος αυτού του συνόλου. Από την άλλη, ενώ η Βαβέλ ήταν πρωτοπόρος στα κόμικ και αισθητικά μου ταίριαζε περισσότερο, σαν δημιουργός δεν δημοσίευσα ποτέ στο περιοδικό της γιατί δεν έδιναν αμοιβές κι έτσι, εφόσον στο <<9>> πληρωνόμασταν, προτιμούσαν όλοι να δημοσιεύουν εκεί. Αυτός πιστεύω είναι και ο βασικός λόγος που η Βαβέλ ανέδειξε ελάχιστους Έλληνες δημιουργούς σε σχέση με το <<9>> που παρήγαγε μια ολόκληρη γενιά νέων δημιουργών και άνοιξε τον δρόμο σε πολλούς από εμάς για να δουν την τέχνη τους και επαγγελματικά. Μπαίνοντας στην διαδικασία να γράψω όλα αυτά, το μόνο που μου μένει σαν επίγευση είναι το πόσο λείπει ένα τέτοιο περιοδικό για κόμικ στις μέρες μας που να μπορεί να αμοίβει και τους δημιουργούς, τώρα που το επίπεδο των κόμικ που παράγονται από Έλληνες ανεβαίνει χρόνο με τον χρόνο και το κοινό αρχίζει δειλά δειλά να τα νιώθει σαν μέρος της ψυχαγωγίας του. Τηλέμαχος Σταυρόπουλος (Helm) Στις παλιές Βαβέλ του πατέρα μου είδα για πρώτη φορά στη ζωή μου απεικονίσεις του έρωτος και ακόμα μέχρι σήμερα όταν κλείνω τα μάτια μου και φαντάζομαι το σεξ δεν βλέπω χρώματα και απτή σάρκα αλλά μαύρες αδρές γραμμές σαν του Crepax ή ίσως του Baldazzini να αιωρούνται και να σμίγουν πάνω σε ένα λευκό -σαν κέλυφος αυγού- Πλατωνικό κενό. Αυτό το αντίκρισμα της λίμπιντο ήταν απαραίτητο για να μου συμπληρώσει φαντασιακά όρια από τα υπερωικά αμερικάνικα κόμιξ και τα μικιμάου που επίσης διάβαζα μικρός. Έτσι έμαθα ότι μπορείς να κάνεις τέχνη για εσωτερικούς λόγους, ή για απόλαυση και πάθος, χωρίς να χρειάζεται σώνει και καλά να βγάζει περισσότερο νόημα, να είναι επαγγελματικό ζήτημα ή να αρχίζει και να τελειώνει κάτι οριστικά. Έμαθα επίσης ότι η υπομονή έχει όρια, ο Pazienza όχι. Από τη Βαβέλ επίσης έμαθα και ίσως αμφίβολης αξίας μαθήματα, όπως το ότι μπορείς να κάνεις τέχνη για εσωτερικούς λόγους, ή για απόλαυση και πάθος, χωρίς να χρειάζεται σώνει και καλά να βγάζει περισσότερο νόημα, να είναι επαγγελματικό ζήτημα, ή να αρχίζει και να τελειώνει κάτι οριστικά. Όπως και να’χει, όταν σκέφτομαι ‘Βαβέλ’, καυλώνω λίγο και θέλω να φτιάξω κόμιξ. Δεν υπάρχει μεγαλύτερο ευχαριστώ από αυτό. Ακολουθούν κάποια από τα αγαπημένα μας εξώφυλλα: 20 χρόνια πριν η “φάση” φαινόταν ότι θα στραβώσει Ένα από τα πολλά εξώφυλλα που διακόσμησε ο Moebius Pop αιματοχυσίες Όταν ξεκινούσε ο Αρκάς Ο πάντα πικρόχολος Altan Αγνός μηδενισμός 2001: Ένα εξώφυλλο τιμιότατης σάτιρας στον “νεόπλουτο τύπο” της εποχής, δυστυχώς επτωχεύσαμεν Και το σχετικό link...
  8. Ο Αντώνης Πανούτσος μαθαίνει τον θάνατο του Gatto Barbieri και θυμάται πως τον πρωτογνώρισε μέσα από τα τεύχη της Κολούμπρα. Σαράντα χρόνια πριν όταν τα κόμιξ δεν γραφόντουσαν για κινηματογραφικά σενάρια, οι αργεντινοί Sampayo και Munoz δημιούργησαν την πρώτη ιστορία του Alack Sinner. Με φόντο το Μπουένος Άιρες της δικτατορίας του Βιντέλα, ο Alack Sinner, πρώην αστυνομικός στην Νέα Υόρκη, είναι ένας ιδιωτικός ντετέκτιβ που έχοντας για γραφείο το Joe ’s Bar αναλαμβάνει υποθέσεις χωρίς πολλές σκέψεις για το παρελθόν των πελατών του. Κλασικές ιστορίες noir που δένουν με τα ασπρόμαυρα σκίτσα του Sampayo, που σε συνδυασμό με τα κείμενα του Munoz παρουσίασαν μια Αργεντινή διαφορετική από τις προκάτ εικόνες. Στην πρώτη σειρά του Alack Sinner «Perché lo fai, Alack Sinner?», στο επεισόδιο Viet Blues υπάρχει ο υπαρκτός χαρακτήρας του σαξοφωνίστα Gatto Barbieri, που πέθανε χθες σε ηλικία 84 ετών. Είναι εκείνος με το πλατύγυρo καπέλο που όταν σταματάει να σολάρει τραγουδάει το El arriero του αργεντινού τραγουδιστή της folk Atahualpa Yupanqui. Το Arriero μεταφράζεται «αγωγιάτης» και οι στίχοι υπάρχουν στα ισπανικά στο internet. Όποιος δεν μιλάει αλλά θα ήθελε να πάρει μια ιδέα από Sampayo και Munoz, δεν έχει παρά να ψάξει για παλιές Κολούμπρες που πρωτοδημοσιεύτηκε ιστορία του Alack Sinner, για το trade paperback της Βαβέλ «Η ζωή δεν είναι κόμιξ μωρό μου» ή για κάποια άλλα tp ’s που πρέπει να βρίσκονται κοντά σε αυτό το κομμάτι της βιβλιοθήκης αλλά δεν έχω την ώρα να ψάξω. Και το σχετικό link...
  9. Βαλεντίνα: Η κυρία πενηντάρισε! Είναι μελαχρινή, νέα και ωραία. Με χαρακτηριστική «κουπ» στα μαλλιά και ένα υπέροχο κορμί που της αρέσει να το επιδεικνύει, χωρίς πολλά ταμπού. Η Βαλεντίνα που δημιούργησε ο Ιταλός σεναριογράφος και σχεδιαστής Γκουίντο Κρέπαξ, συμπληρώνει εφέτος μισό αιώνα ζωής από την πρώτη της εμφάνιση (και τι εμφάνιση!) στις σελίδες των κόμικς. Το ντεμπούτο της έγινε το 1965, στο 2ο τεύχος του περιοδικού Linus και στην Ελλάδα έγινε γνωστή 13 χρόνια αργότερα, μέσα από τις σελίδες του περιοδικού Κολούμπρα. Στην αρχή, η Βαλεντίνα αρκέστηκε στον ρόλο της παρτενέρ του πρωταγωνιστή, που ήταν ο κριτικός τέχνης, ερασιτέχνης ερευνητής, αλλά και υπερήρωας, Φίλιπ Ρέμπραντ ή Νέουτρον, ικανός να παραλύει ανθρώπους, ζώα, ακόμα και μηχανές που είχε δει απλώς μια εικόνα τους. Η θελκτική Βαλεντίνα, πάντως, γλύτωσε την παράλυση. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά σύντομα κατάφερε να ξεπεράσει τον πρωταγωνιστή, ξεκινώντας τη δική της μεγάλη καριέρα. Στο πρόσωπο, η Βαλεντίνα ήταν «φτυστή» η σταρ του βωβού κινηματογράφου Λουίζ Μπρουκς: ένας φόρος τιμής του Κρέπαξ στην ηθοποιό που ερμήνευσε μοναδικά τη Λουλού στο κλασικό «Κουτί της Πανδώρας» του Γκέοργκ Βίλχελμ Παμπστ. Η Βαλεντίνα, όμως, δεν ήταν «ρετρό». Ήταν, αντίθετα, μια μοντέρνα γυναίκα που ασκούσε ένα δυναμικό επάγγελμα: φωτογράφος στο Μιλάνο, με τη Nikon πάντα μαζί της. Ακόμα και στο κρεβάτι, από το οποίο παρέλασε πλήθος εραστών – υπαρκτών, ή πλασμάτων της… καλπάζουσας ερωτικής φαντασίας της. Η Βαλεντίνα εισήγαγε στα κόμικς ένα σύνθετο, παράξενο και γοητευτικό μείγμα ερωτισμού, παραισθήσεων και ονείρων, από το οποίο δεν απουσίαζε η ομοφυλοφιλία, ο αυτοερωτισμός, ή ο σαδομαζοχισμός. Όλα δοσμένα με μια αισθητική, που διαχώρισε αυτό το κόμικς από τα πορνό (παρά τις αντιδράσεις που προκάλεσε η δημοσίευσή του στην -καθολική- Ιταλία). Η Βαλεντίνα διακρίνεται από όλες τις άλλες χάρτινες ηρωίδες, εξαιτίας μιας χαρακτηριστικής λεπτομέρειας: ότι μπόρεσε να μεγαλώσει ηλικιακά. Ο Γκουίντο Κρέπαξ είχε φροντίσει να παρουσιάσει σε κάποια ιστορία την αστυνομική της ταυτότητα, δημοσιοποιώντας έτσι τα… ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα της: «Βαλεντίνα Ροσέλι, γεννηθείσα στο Μιλάνο την 25η Δεκεμβρίου 1942». Κάνοντας ένα πρόχειρο υπολογισμό, προκύπτει ότι όταν ντεμπουτάρισε στα κόμικς ήταν 23 ετών. Και όταν, το 1995, έφθασε η στιγμή να αποσυρθεί, επειδή έτσι αποφάσισε ο δημιουργός της (δίνοντας, μάλιστα, ένα… σκαιό τίτλο στην αποχαιρετιστήρια ιστορία: «Στο διάβολο Βαλεντίνα!») ήταν, πάντα με βάση την ταυτότητά της, 53 ετών. Η ομορφιά και η σαγήνη της, όμως, αποτυπώθηκαν ανεξίτηλα στα μάτια εκατομμυρίων θαυμαστών. Πηγή εδώ.
  10. 1974 ?2004 ΤΡΙΑΝΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΚΟΜΙΚΣ 27-06-2005 Γράφει ο Άγγελος Μαστοράκης Υπεύθυνος έκδοσης του «9» Στην Ελλάδα η σημερινή κατάσταση που επικρατεί στο χώρο της 9ης τέχνης διαμορφώθηκε, ως επί το πλείστον, κατά τα τελευταία 30 χρόνια, δηλαδή από τη Μεταπολίτευση και πέρα. Πιο πριν ελάχιστα πράγματα ήταν γνωστά και όλα, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, ήταν ξένα κόμικς που κυκλοφορούσαν μεταφρασμένα στα ελληνικά. Τα ΚΛΑΣΣΙΚΑ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΑ, τα ΜΙΚΡΑ ΚΛΑΣΣΙΚΑ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΑ, η σειρά ΓΕΛΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΑ με τους ήρωες του Ντίσνεϋ, τα ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΚΟΜΙΚΣ (Διαπλανητικά, Δυναμικά, Εκπληκτικά, Παράξενα), οι περιπέτειες του ΤΕΝΤΕΝ, του ΑΣΤΕΡΙΞ, του ΛΟΥΚΥ ΛΟΥΚ. Με τη Μεταπολίτευση το 1974 και την αποκατάσταση της δημοκρατίας, ξεκινάει η άνθηση της από καιρό καταπιεσμένης πολιτικής γελοιογραφίας, αδελφής τέχνης των κόμικς, και παράλληλα της κάθε είδους σάτιρας. Το πρώτο περιοδικό της νέας εποχής είναι η ΚΟΛΟΥΜΠΡΑ που εκδίδεται το 1978. Η ΚΟΛΟΥΜΠΡΑ μας έμαθε τι θα πει ενήλικο κόμικς, παρουσιάζοντας μεγάλη γκάμα δημιουργών και ειδών. Από τον Λουαζέλ και τον Γκότλιμπ, τον Κίνο και τον Καμπάν, ώς τον πάπα του αμερικανικού αντεργκράουντ κόμικς Ρόμπερτ Κραμπ και τον Αργεντινό Αλμπέρτο Μπρέσια. Στις σελίδες της χαρτογράφησαν το ελληνικό κόμικς ο Λιαρμακόπουλος, ο Δαζέας, ο Βενέτης, ο Κουρτέσης, ο Ηλίας Πολίτης, ο Περρής, ο Πετρίδης και πολλοί άλλοι. Το περιοδικό έκλεισε τον εκδοτικό κύκλο του μετά από 16 τεύχη, το 1979. Το κενό της ΚΟΛΟΥΜΠΡΑΣ ήρθε να καλύψει τον Μάρτιο του 1980 το ΣΚΑΘΑΡΙ, ένα εβδομαδιαίο περιοδικό με προτίμηση στα περιπετειώδη κόμικς (δημοσίευσε για πρώτη φορά στην Ελλάδα την «Μπαλάντα της Αλμυρής θάλασσας» του Ούγκο Πρατ και το «Ετερνάουτα» των ΄Εστερχελντ και Λόπες) που κατάφερε να αντέξει 17 εβδομάδες κλείνοντας τον Ιούλιο του ίδιου χρόνου. Η επόμενη αξιόλογη προσπάθεια ξεκίνησε τον Δεκέμβριο του 1980 με το ΜΑΜΟΥΘ ΚΟΜΙΚΣ, περιοδικό που έμελλε να καθορίσει τη μοίρα όλων των μετέπειτα προσπαθειών. Και αυτό, γιατί είχε, πρώτον, σχετική διάρκεια στο χρόνο - έβγαλε δεκαπέντε τεύχη σε διάστημα 17 μηνών. Δεύτερον, πραγματοποίησε το 1981 το πρώτο φεστιβάλ κόμικς στην Ελλάδα. Και τρίτον, οργάνωσε για πρώτη φορά στην Ελλάδα συζητήσεις γύρω από τα κόμικς. Από τις σελίδες του περιοδικού παρέλασαν ο Πρατ, ο Ράιζερ, ο Μπρέσια, ο Σουλτς, ο Αλτάν, ο Μανάρα, ο Κοπί, ο Βολίνσκι, και από Έλληνες ο Παγώνης, ο Ταμβάκης, ο Αλατάς και αρκετοί άλλοι. Τον επόμενο χρόνο, το 1981, ξεκινάει το μακροβιότερο ελληνικό περιοδικό κόμικς ? κυκλοφορεί ακόμα. Τον Φεβρουάριο, συγκεκριμένα, κυκλοφορεί η ΒΑΒΕΛ με υπότιτλο «Περιοδικό κόμικς και όχι μόνο». Με τη ΒΑΒΕΛ αρχίζει η χρυσή εποχή των ελληνικών περιοδικών κόμικς. Μεγάλο προσόν του περιοδικού ήταν από την αρχή η καλή εκτύπωση και η συνέπεια της εμφάνισής του στα περίπτερα κάθε μήνα. Από τις σελίδες του πέρασε, και περνάει, ολόκληρη η σύγχρονη παγκόσμια παραγωγή κόμικς. Μέσα απ' αυτό το περιοδικό μάθαμε τον Μπιλάλ, τον Μέμπιους, τον Κάζα, τον Κίνο, τον Λουστάλ, τον Μπερνέτ, τον Μπατάλια, τον Μπριγκς, τον Ταρντί, τον Πασιέντζα, τον Βαρέν, τον Τζιαρντίνο, τον Μανάρα, τον Σεγκρέλες, αλλά και τον Λέανδρο, τον Αρκά, τον Καλαϊτζή, τον Λάτα, τον Σούλα, τον Κομνηνό, τον Δημήτρη και τον Κώστα Βιτάλη, τον Ζερβό, τον Ταμπακέα, τη Ναβροζίδου, τη Ζογλοπίτου, τον Ελευθερίου. Ιανουάριο του 1985 ξεκινάει πολύχρωμο και σε μεγάλο σχήμα το ΠΑΡΑΠΕΝΤΕ. Θα βγάλει 48 τεύχη μέχρι το 1989, χρονική περίοδο μετά την οποία αρχίζει να αντιμετωπίζει μια κρίση για να σταματήσει εν τέλει να βγαίνει στο 57ο τεύχος, το 1992, ενώ οι εκδοτικές του συνέχειες ΝΕΟ ΠΑΡΑΠΕΝΤΕ και ΧΙΟΥΜΟΡ ΠΑΡΑΠΕΝΤΕ δεν γνώρισαν ούτε και αυτές, δυστυχώς, κάποια μεγάλη επιτυχία. Το ΠΑΡΑΠΕΝΤΕ μας γνώρισε δημιουργούς, όπως ο Σούιτεν, ο Μπιλάλ, ο Κριστέν, ο Σερπιέρι, ο Σουλτχάις, ο Φρανκ Μίλερ, ο Μάγκνους. Άλλη μια προσπάθεια από τους ίδιους εκδότες ήταν και η ΕΠΟΜΕΝΗ ΜΕΡΑ, περιοδικό με κόμικς αποκλειστικά Επιστημονικής Φαντασίας που κυκλοφόρησε από τον Μάιο του 1985 ώς τον Μάιο του 1986. Μετά το κλείσιμο του ΠΑΡΑΠΕΝΤΕ, το 1992, ξεκίνησε για τα Ελληνικά περιοδικά κόμικς μια περίοδος ύφεσης. Μοναδικό φωτεινό σημείο το Διεθνές Φεστιβάλ Κόμικς που άρχισε να διοργανώνει η ΒΑΒΕΛ κάθε Σεπτέμβρη, τα τελευταία οκτώ χρόνια. Ένα φεστιβάλ διεθνών προδιαγραφών με πραγματικά τεράστια επιτυχία. Τον Ιούνιο του 2000, όλα αυτά έμελλε να αλλάξουν, όταν η εφημερίδα Ελευθεροτυπία αποφάσισε να εκδώσει το «9», ένα ένθετο περιοδικό Κόμικς και Επιστημονικής Φαντασίας Το «9» εκδίδεται και κυκλοφορεί δωρεάν μαζί με την εφημερίδα μία φορά την εβδομάδα, καταφέρνοντας αυτό που κανένα περιοδικό δεν κατάφερε μέχρι σήμερα. Με τη συνεχή και αδιάλειπτη παρουσία του κάθε Τετάρτη, με τιράζ περίπου 140.000 αντίτυπα, το «9» κατάφερε να βάλει τα κόμικς σε δεκάδες χιλιάδες ελληνικά σπίτια. Τα κόμικς είναι μια τέχνη λαϊκή που διαθέτει τεράστια δύναμη εξαιτίας του συγκερασμού εικόνας και λόγου και ήταν καιρός αυτές οι ποιότητές τους να γίνουν αποδεκτές και να αγγίξουν μεγαλύτερο αναγνωστικό κοινό. Το πείραμα στέφτηκε με επιτυχία και την πρωτοτυπία της ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ ακολούθησε σε λίγο και η εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ κάθε Σάββατο με το ένθετό της COMICS, αποκλειστικά με επαναδημοσιεύσεις παλαιότερων κόμικς του εκδοτικού οίκου ΜΑΜΟΥΘ, και με την επανέκδοση των ΚΛΑΣΣΙΚΩΝ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΩΝ. Μέσα από το «9» οι αναγνώστες είχαν και έχουν την ευκαιρία να απολαύσουν τη δύναμη των εικόνων και των σεναρίων καταξιωμένων δημιουργών, όπως ο Φρανσουά Μπουκ, ο Καλαϊτζής, ο Κάζα, ο Λέανδρος, ο Γκελούκ, ο Ζερβός, ο Μπερνέτ, ο Ταμπακέας, ο Κίνο, ο Δημήτρης Βιτάλης, ο Βατίν, ο Σέμπερε, ο Αρώνης, ο Κούτσης, ο Τρίλο, ο Κρις, ο Δερβενιώτης, ο Χιμένες, ο Γιοντορόφσκι, ο Παπαμιχαλόπουλος και πολλοί άλλοι. Μπόρεσαν επίσης να ανακαλύψουν τη νέα γενιά δημιουργών, όπως ο Μαλφέν, ο Καετό, ο Τότα, ο Κυριαζής, ο Μαυρέας, ο Λώλος, η Βαμβασάκη, ο Πεκέρ, ο Πέτρου, ο Ζουριόν, ο Μητσομπόνος, ο Μηλιώρης, ο Φρεζάτο, με λίγα λόγια την εμπροσθοφυλακή των νέων δημιουργών της Γαλλίας, της Ιταλίας, της Ελλάδας, της Ισπανίας. Η υπόθεση κόμικς στην Ελλάδα είναι μια πάρα πολύ σοβαρή υπόθεση για να την αφήσουμε να πάει χαμένη. Το μέσο έχει εδώ και χρόνια αποδείξει τις μεγάλες ποιότητές του, τη γονιμοποίηση την οποία φέρνει σε όλα τα είδη των τεχνών. Στα εικαστικά, στον κινηματογράφο, στη λογοτεχνία, ακόμα και στο θέατρο, βλέπουμε τα ίχνη των κόμικς, την ανατρεπτική οπτική τους, την ακαταμάχητη ζωντάνια τους, την επαφή τους με την ενέργεια και το σφρίγος των εφήβων και των εικοσάρηδων. Δεν ανησυχούμε πάντως. Η πόρτα που άνοιξε το «9» δεν κλείνει εύκολα. Εκείνο ωστόσο που έχει σημασία είναι να βοηθήσουμε την καινούργια γενιά των δημιουργών, να υποστηρίξουμε την έκφρασή της αλλά και την απόλαυση των αναγνωστών. Έτσι θα μπορούμε εν τέλει να είμαστε υπερήφανοι τόσο για τις εκδοτικές μας προσπάθειες όσο και για τους νέους κομίστες, την νέα ελληνική σχολή των κόμικς. Τo original αρθρο εδώ:
  11. Περιλαμβάνει δηλώσεις των Μπαζίνα και Τζούδα και στοιχεία για το τιράζ Βαβέλ, Παραπέντε κτλ.
  12. Από την ωραία στήλη Σκασιαρχείο του Θοδωρή Μανίκα. Ημερομηνία άγνωστη, περίπου 2001-2002.
×
×
  • Create New...

Important Information

By using this site, you agree to our Terms of Use.