Μετάβαση στο περιεχόμενο

Αναζήτηση στην Κοινότητα

Εμφάνιση αποτελεσμάτων για ετικέτες 'ερωτόκριτος'.

  • Αναζήτηση ανά ετικέτες

    Πληκτρολογήστε ετικέτες χωρισμένες με κόμματα.
  • Αναζήτηση ανά συγγραφέα

Τύπος περιεχομένου


Ενότητες

  • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΝΕΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΝΕΑ
  • ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ
    • ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ
    • ΤΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙ
  • ΧΑΛΑΡΩΜΑ
    • ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ
    • ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΡΙΟ
    • ΤΟ ΠΑΖΑΡΙ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Διάφορα
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Ντόναλντ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Super Μίκυ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Κόμιξ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μίκυ Μάους
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μπλα μπλα
  • VINTAGE's Συζήτηση
  • VIDEO GAMES's Γεν. Συζήτηση για Video Games

Blogs

  • Valt's blog
  • Dr Paingiver's blog
  • GCF about comics
  • Vet in madness
  • Θέμα ελεύθερο
  • Film
  • Comics, Drugs and Brocc 'n' roll
  • I don't know karate, but i know ka-razy!
  • Γερμανίκεια
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • Κομικσόκοσμος
  • The Unstable Geek
  • Σκόρπιες Σκέψεις
  • Dhampyr Diaries
  • Περί ανέμων και υδάτων

Βρείτε αποτελέσματα σε ...

Βρείτε αποτελέσματα που ...


Ημερομηνία Δημιουργίας

  • Αρχή

    Τέλος


Τελευταία ενημέρωση

  • Αρχή

    Τέλος


Φιλτράρετε με αριθμό ...

Εγγραφή

  • Αρχή

    Τέλος


Ομάδα


Member Title


MSN


Website URL


Yahoo


Skype


Πόλη


Επάγγελμα


Ενδιαφέροντα

  1. Λίγα χρόνια μετά το graphic novel του Ερωτόκριτου, οι Γιώργος Γούσης και Γιάννης Ράγκος καταπιάνονται ξανά με το ελληνικό παρελθόν. Είναι πολύ εντυπωσιακό αυτό που συμβαίνει τα τελευταία χρόνια με τα ελληνικά κόμιξ. Κι όχι, δεν αναφέρομαι μόνο στην επανάκτηση της δημοτικότητας και του κούλνες τους, στην δημιουργική κι εκδοτική άνθιση της σκηνής, στην έκδοση περιοδικών που επιχειρούν να αποτυπώσουν αυτήν την στιγμή και να την προχωρήσουν παρακάτω. Όλα αυτά ισχύουν φυσικά, κι είναι πολύ όμορφες εξελίξεις τόσο για τους ανθρώπους που αγαπήσαμε το μέσο του κόμικ σε μια προηγούμενη περίοδο της ζωής μας και της ζωής του, όσο και για αυτούς που το ανακαλύπτουν και το αγαπούν τώρα, στη νέα του άνοιξη. Εδώ όμως αναφέρομαι σε κάτι πιο συγκεκριμένο, σε ένα ιδιαίτερο ρεύμα που ενυπάρχει εντός της διαδικασίας που περιγράψαμε παραπάνω και το οποίο την ωθεί στα πιο φιλόδοξά της όρια. Μιλάω λοιπόν για μια τάση κόμιξ που αναπτύσσεται, με αξιοσημείωτη συνοχή και φροντίδα, μέσα από μια διαρκή επεξεργασία του βαθέως ελληνικού παρελθόντος, των γενικών εθνικών και ειδικών τοπικών αφηγήσεων, αλλά και της ίδιας της εξέλιξης της ελληνικής κοινωνίας κατά το πέρασμά της στην νεωτερικότητα. Πριν από 4 χρόνια κυκλοφορεί μια φαινομενικά παράξενη έκδοση. Ο δημιουργός κόμιξ Γιώργος Γούσης μαζί με τον συγγραφέα Δημοσθένη Παπαμάρκο και τον δημοσιογράφο και συγγραφέα Γιάννη Ράγκο διασκευάζουν σε κόμικ τον Ερωτόκριτο του Βιτσέντζου Κορνάρου. Η έκδοση που προκύπτει δεν έχει τίποτα από την ξεραΐλα και τη μιζέρια που συνήθως περιβάλλει ως αύρα την επαφή με τις απαρχές της νεοελληνικής λογοτεχνίας μέσω της σχολικής εκπαίδευσης ή της ακαδημίας. Αντιθέτως, πρόκειται για ένα ζωηρό fantasy ιπποτικό έπος που όσο πηγάζει από μια ερευνητική αφοσίωση στο κείμενο και την εποχή του, άλλο τόσο προέρχεται από ένα genre πάθος που θέλει να επικοινωνήσει με την pop κουλτούρα του φανταστικού η οποία μοιραία διαμόρφωσε εμάς και την εποχή μας. Έπειτα οι εκδόσεις Polaris μετά την τεράστια απήχηση του Ερωτόκριτου, προχωρούν στην έκδοση δύο ακόμα τίτλων που εμβαθύνουν στο πρότζεκτ «νεοελληνική λογοτεχνία σε graphic novel», τα Μυστικά του Βάλτου της Πηνελόπης Δέλτα που διασκευάζουν οι Παναγιώτης Πανταζής και Γιάννης Ράγκος, και τον Ζητιάνο του Ανδρέα Καρκαβίτσα από τον Kanellos Cob με τον Γιάννη Ράγκο στην επιμέλεια του σεναρίου. Όπως ίσως έχετε παρατηρήσει ακόμα κι οι λιγότερο παρατηρητικοί, το όνομα του Ράγκου διατρέχει όλη αυτήν την υπο-διαδρομή του σύγχρονου ελληνικού κόμικ. Και τώρα ξανά στις εκδόσεις Polaris, o Ράγκος συνεργάζεται εκ νέου με τον Γιώργο Γούση (κάτι που είχαν ξανακάνει πρόσφατα όχι μόνο στον Ερωτόκριτο αλλά και στον Μπλε Κομήτη) για το graphic novel Ληστές: Η ζωή και ο θάνατος των Γιάννη και Θύμιου Ντόβα που κυκλοφόρησε πρόσφατα, τον Οκτώβριο του 2020. Οι Ληστές λοιπόν αποτελούν με έναν τρόπο τομή και συνέχεια όσον αφορά την προαναφερθείσα πορεία. Από τη μία πλευρά δεν αποτελούν μεταφορά κάποιου λογοτεχνικού κειμένου, αλλά βασίζονται στην ιστορική έρευνα που έκαναν οι δύο δημιουργοί τους πάνω στο φαινόμενο της ληστείας στην Ήπειρο κατά τις αρχές του 20ού αιώνα κι ειδικότερα πάνω στη ζωή και τη δράση των αδερφών Ρέτζου, των Ρετζαίων, οι οποίοι αποτέλεσαν την πραγματική βάση για την δημιουργία της ιστορίας του Γιάννη και του Θύμιου Ντόβα που αφηγείται το κόμικ. Μ’ αυτήν την έννοια τυπικά δεν αποτελούν συνέχεια του πρότζεκτ μεταφοράς νεοελληνικής λογοτεχνίας σε κόμιξ. Από την άλλη πλευρά, όσον αφορά την θεματολογία και την προβληματική που αναπτύσσουν οι Ληστές, αποτελούν όχι μόνο συνέχεια αλλά και δημιουργικό ξεπέρασμα του ήδη τρομερά ενδιαφέροντος πρότζεκτ προς την κατεύθυνση της πρωτότυπης ιστορικής έρευνας κι επακόλουθα της πρωτότυπης μυθοπλαστικής αφήγησης. Τα Μυστικά του Βάλτου και ο Ζητιάνος αφορούν αμφότερα την κοινωνική κατάσταση στη Μακεδονία και την Θεσσαλία λίγο πριν και λίγο αφότου αυτές προσαρτηθούν στο ελληνικό κράτος κατά το μεταίχμιο ανάμεσα στον 19ο και τον 20ό αιώνα. Μ’ αυτήν την έννοια αποκαλύπτουν ένα πολύπλοκο κοινωνικό, γλωσσικό, πολιτικό, οικονομικό και πολιτιστικό περιβάλλον που φωτίζει με έναν διαφορετικό τρόπο τις μέχρι τώρα κυρίαρχες εθνικές αφηγήσεις πάνω στην εδραίωση της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας μέσα από τη σχέση της με το έθνος-κράτος. Στους Ληστές, αυτή η διαδικασία προχωράει παρακάτω, στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, όταν η σύγκρουση παράδοσης και νεωτερικότητας εκδηλωνόταν σε ένα διπλό επίπεδο: αφενός στη σχέση του κράτους και του νόμου με τα προϋπάρχοντα δίκτυα κοινωνικής και οικονομικής εξουσίας στην ελληνική επικράτεια, κι αφετέρου στη σχέση ανάμεσα στους παλιότερους κώδικες τιμής/επικοινωνίας ή τρόπους ζωής και τις απαιτήσεις συμμόρφωσης στα ήθη ή ενσωμάτωσης στους θεσμούς της σύγχρονης εποχής. Όπως καταλαβαίνετε οι Ληστές είναι ένα εικονογραφημένο αφήγημα αντιθέσεων και συγκρούσεων. Αυτές οι αντιθέσεις και συγκρούσεις όμως δεν αναπαριστώνται με κάποια ακαδημαϊκή τυπικότητα ή τακτοποίηση ούτε με κάποια λαογραφική φολκλόρ διάθεση. Αντιθέτως ξεδιπλώνονται με την παλλόμενη ένταση της αναμπουμπούλας και της μανούρας, ενώ εικονογραφούνται με την καυλερή genre αισθητική ενός σκληροτράχηλου, ασπρόμαυρου, βίαιου western (κυκλοφορώντας σχεδόν ταυτόχρονα με το κινηματογραφικό Digger, υπέροχη σύμπτωση). Σ’ αυτό εδώ το παράδοξο western η παρουσία του frontier, του ρευστού συνόρου προς κατάκτηση και ξεπέρασμα από τις δυνάμεις του καινούριου είναι φυσικά κομβική. Εδώ το frontier είναι διαρκώς κινούμενο, με τους αδερφούς Ντόβα να διαπραγματεύονται την ύπαρξή τους στον καινούριο εκμοντερνισμένο κόσμο μέσα από μια σειρά λυκοσυμμαχιών και λυκοσυμπράξεων με τους νέους θεσμούς της σύγχρονης πολιτικής και οικονομικής εξουσίας. Ταυτόχρονα, όπως και στην Άγρια Συμμορία του Sam Peckinpah που διαδραματίζεται την ίδια ακριβώς εποχή στην άλλη πλευρά του πλανήτη, το frontier στενεύει γύρω τους και πνίγει τους τραγικούς ληστές σαν θηλιά: ο θαυμαστός νέος κόσμος δεν είναι γι’ αυτούς. Μπορεί η ζωή των Ντοβαίων να αναπαρίσταται με τρόπο συναρπαστικό, αλλά οι Ράγκος και Γούσης είναι προσεκτικοί στο να μην τους μυθοποιήσουν και δοξολογήσουν παραπάνω απ’ όσο τους αντιστοιχεί και τους πρέπει. Μ’ αυτήν την έννοια, η ισορροπία ανάμεσα στην αισθητικοποίηση και την αποστασιοποίηση είναι πολύ πετυχημένη κι αποτελεί ίσως την σημαντικότερη αρετή του κόμικ. Παρόλα αυτά, οι δημιουργοί κάθε άλλο παρά κρύβονται από τον αντιφατικό αλλά πραγματικό κοινωνικό χαρακτήρα της ληστείας στον ελλαδικό χώρο από την ίδρυση του ελληνικού κράτους μέχρι και την εποχή που χοντρικά ολοκληρώνεται η αφήγηση, δηλαδή έναν ολόκληρο αιώνα σχεδόν (1830-1930). Υπάρχει μια αποσιωπημένη παράδοση ανταρσίας και παραβατικότητας που συχνά συναντήθηκαν μεταξύ τους μέσα από το φαινόμενο της ληστείας. Η Ήπειρος εκείνης της περιόδου, ως άγριος και παραμεθόριος τόπος, είχε πολύ έντονη ληστρική δραστηριότητα μέχρι και αρκετά μετά από την κατάκτησή της από τον ελληνικό στρατό. Οι κλέφτες έβγαιναν στο βουνό κι άλλαζαν σύνορα σαν τα πουκάμισα προκειμένου να μην τους πιάσουν. Την εποχή που διαδραματίζονται οι Ληστές, το ελληνικό κράτος αναγκάζεται να προχωρήσει στην πικρή διαπίστωση ότι οι απόπειρες εκσυγχρονισμού του προσκρούουν στα αναχρονιστικά δίκτυα εξουσίας που έχουν εγκαθιδρύσει οι ληστές με τους ντόπιους πολιτευτές. Έτσι οι κάτοικοι της περιοχής πολύ συχνά προτιμούν την εξουσία των ληστών από αυτήν του κράτους. Κατά μία έννοια, η Ήπειρος του μεσοπολέμου που αφηγείται το κόμικ στιγματίστηκε από τη σχέση του ληστή και του σταυρωτή (όπως χαρακτήριζαν τους κρατικούς αξιωματούχους), με τους ληστές της εποχής να διχάζονται ανάμεσα στις συμμαχίες με τους Φιλελεύθερους ή τους Εθνικόφρονες, και πιο συγκεκριμένα τους Ρετζαίους να συντάσσονται με το Βενιζέλο και τους Κουμπαίους να συντάσσονται με το Λαϊκό Κόμμα. Κι ενώ αυτή η ψυχρή υπολογιστική πλευρά της δύναμης των ληστών είναι πέρα για πέρα τεκμηριωμένη και χειροπιαστή, από την άλλη η ληστρική μυθολογία συνεχίζει να ασκεί επίμονα τη γοητεία της. Ο μεγάλος ιστορικός Eric Hobsbawm έχει δείξει πολύ αναλυτικά τις κοινωνικές και ηθικές ρίζες της λατρείας των ληστών, αφού πρόκειται για εχθρούς του νόμου αλλά φίλους των ηθικών κανόνων των λαϊκών τάξεων. Ως σημάδι της παρακμής των φεουδαρχικών θεσμών και της ηθικής τους, αλλά κι ως μορφή αντίδρασης στον αναδυόμενο καπιταλιστικό εκμοντερνισμό, οι ληστές αποτέλεσαν πολύ συχνά την πρώτη ύλη για τους μύθους και τους θρύλους μιας ρομαντικής αντίστασης προς τον σύγχρονο κόσμο (γι’ αυτό και θα τους συναντήσουμε εξίσου συχνά στα λαϊκά τραγούδια των ανώνυμων δημιουργών αλλά και στους εκλεπτυσμένους στίχους των ρομαντικών ποιητών). Το είπαμε και πριν: οι Ληστές αφηγούνται μια σκοτεινή και συγκρουσιακή ιστορία. Κι όπως φαίνεται ήταν αναπόφευκτο, αφού οι σελίδες της μετάβασης στο σύγχρονο, καπιταλιστικό, εθνικά ομογενοποιημένο ελληνικό κράτος είναι βαμμένες με πολύ αίμα. Όλα αυτά με ενδιαφέρουν προσωπικά πάρα πολύ από ιστορική και πολιτική σκοπιά, αλλά δεν υπονοώ ότι το κόμικ αποτελεί κάποιου είδους ιδεολογική ιστορική δήλωση. Αντίθετα προσπαθεί μάλλον να απελευθερώσει τις κρυμμένες δυνάμεις της ιστορικής πραγματικότητας μέσα από την εικόνα και το δράμα, χωρίς να φλυαρεί γι’ αυτές με κυριολεκτικό τρόπο, όπως κάνω εγώ ας πούμε εδώ από την σκοπιά του αρθρογράφου. Παρόλα αυτά, η παλιά Ελλάδα του μεσοπολέμου που αποκαλύπτουν οι Ληστές δεν έχει καμία σχέση με την εξιδανικευμένη απεικόνιση του παρελθόντος που προσφέρουν οι κυρίαρχες αφηγήσεις, απ’ τις οποίες θα μπουχτίσουμε από το νέο έτος που θα γιορτάζεται πλουσιοπάροχα (ή και όχι) η 200ή επέτειος από το 1821. Μ’ αυτήν την έννοια, το κόμικ των Γούση και Ράγκου επικοινωνεί με την πολύ ενδιαφέρουσα άτυπη καλλιτεχνική συνομοταξία που μοιάζει να καταπιάνεται με μια επανεπινόηση του παρελθόντος και της παράδοσης (όπως έχει σημειωθεί πετυχημένα ξανά και ξανά) μέσα από νέα αισθητικά εργαλεία. Όχι πια σαν επανανακάλυψη μιας δήθεν χαμένης κι ευγενούς αυθεντικότητας που επικυρώνει εκ νέου την αδιαμφισβήτητη ομοψυχία του έθνους, όπως έκαναν αμέτρητες φουρνιές καλλιτεχνών που στράφηκαν προς την παράδοση κατά τις προηγούμενες δεκαετίες, αλλά περισσότερο σαν εξερεύνηση των παραδόσεων και των ιστοριών που ανθίζουν στο περιθώριο της κυρίαρχης εθνικής αφήγησης. Έτσι θα μπορούσαμε να βάλουμε τους Ληστές δίπλα στο Γκιακ του Δημοσθένη Παπαμάρκου και τις Παγανιστικές Δοξασίες του Χρυσόστομου Τσαπραΐλη (αμφότερα των εκδόσεων Αντίποδες), που τα τελευταία χρόνια αποτέλεσαν σημεία αναφοράς για τις υπο-εθνικές παραδόσεις που πριμοδοτούν το αλλόκοτο, το αποκλίνον, το φυγόκεντρο και το ετερόδοξο (κάτι που στα κόμιξ ξανάκανε τρόπον τινά πριν χρόνια ο Γιάννης Καλαϊτζής στα σπουδαία Μαύρο Είδωλο της Αφροδίτης και Τυφών). Και όπως είπαμε και πριν, αυτό δεν συμβαίνει μέσα από τα μουχλιασμένα εργαλεία της χασμουρητής πατριδογνωσίας αλλά με μια οργανική ενσωμάτωση των πιο παθιάρικων πλευρών της pop κουλτούρας, από τη λογοτεχνία και τα video games μέχρι το σινεμά και την τηλεόραση: το horror, το fantasy, το noir, το western. Όλα τα όμορφα πράγματα δηλαδή. Με αφορμή την κυκλοφορία των Ληστών λοιπόν, ζήτησα από τον Γιώργο Γούση και τον Γιάννη Ράγκο να φτιάξουν μια λίστα με 5 ελληνικές ταινίες και 5 ελληνικά βιβλία για όσους θέλουν να εντρυφήσουν περισσότερο σε μια σκοτεινή ιστορική/λαογραφική ματιά πάνω στο εθνικό παρελθόν που να περιβάλλεται από μια ιδιαίτερη genre αύρα. Αυτοί ανταποκρίθηκαν κι έτσι μου έστειλαν τα εξής: ΤΑΙΝΙΕΣ – «Οι βοσκοί» του Νίκου Παπατάκη (1967) Τα πρόσωπα, οι ερμηνείες, και η σκηνοθεσία μιας βαθιά ανατρεπτικής και μοντέρνας ταινίας. Κλασικό παράδειγμα όπου η ηθογραφία δεν είναι απλά η επιδερμική αναπαράσταση μιας εποχής. – «Ο φόβος» του Κώστα Μανουσάκη (1966) Θρίλερ στην ελληνική επαρχία, στην ουσία του υπαρξιακό, άρα και πολιτικό. Καλλιτεχνικό επίτευγμα σε κάθε του πεδίο (σκηνοθεσία, σενάριο, φωτογραφία, μουσική) με το κάθε ένα από αυτά να αναδεικνύει τα υπόλοιπα. – «Αναπαράσταση» του Θόδωρου Αγγελόπουλου (1970) Το ντεμπούτο του πιο αναγνωρισμένου Έλληνα σκηνοθέτη με ένα μη γραμμικό «αστυνομικό» στα χωριά της Ηπείρου, βασισμένο σε αληθινό έγκλημα. Ταινία σταθμός για το νέο Ελληνικό σινεμά, αλλά και για τον ίδιο τον Αγγελόπουλο που ανακαλύπτει εδώ το κινηματογραφικό του σύμπαν στην πιο ανεπιτήδευτη μορφή του. – «Λόλα» του Ντίνου Δημόπουλου (1964) Στην εποχή που το εμπορικό ελληνικό σινεμά βρίσκεται στο ζενίθ του, παράγει την «Λόλα», ένα κλασικό νουάρ το οποίο ενώ πατάει στα πρότυπα του αμερικάνικου κινηματογράφου, δεν πέφτει στην παγίδα της αντιγραφής. Παρά τις μικρές δόσεις “μελό”, παραμένει μία από τις κορυφαίες νουάρ ταινίες της εγχώριας κινηματογραφικής παραγωγής με ένα σούπερ καστ της εποχής (Κούρκουλος, Καρέζη, Παπαγιαννόπουλος). – «Το χώμα βάφτηκε κόκκινο» του Βασίλη Γεωργιάδη (1966) Βασισμένος στα πρότυπα του γουέστερν, ο Νίκος Φώσκολος γράφει ένα από τα καλύτερά του σενάρια με φόντο την αγροτική εξέγερση του Κιλελέρ (αρχές 20ου αιώνα) και τον πρωτεργάτη της Μαρίνο Αντύπα ως έναν από τους χαρακτήρες. Ο Γεωργιάδης σκηνοθετεί το σενάριο και παρουσιάζει μια εμβληματική ταινία με σκηνές ανθολογίας για το ελληνικό σινεμά και φτάνει ως τα Όσκαρ του 1966, υποψήφια για καλύτερη ξενόγλωσση ταινία. ΒΙΒΛΙΑ – “Πίστομα” (διήγημα από τις “Κορφιάτικες ιστορίες”) του Κωνσταντίνου Θεοτόκη (1899) Πυκνό (μόλις 650 λέξεις), νατουραλιστικό, βαθύ ψυχογράφημα ενός ληστή που, μετά από την χορήγηση αμνηστίας, επιστρέφει στο χωριό του και βυθίζεται στην ανθρώπινη κτηνωδία. Ένα αληθινό αριστούργημα της νεοελληνικής λογοτεχνίας. – “Οι λησταί στα πρόθυρα των Αθηνών” του Μ. Καραγάτση (1952/2001) Ληστρικό μυθιστόρημα, βασισμένο στην υπόθεση της σφαγής στο Δήλεσι (1870), αλλά με σαφείς συνδηλώσεις για την (τότε) ιστορική και πολιτική συνθήκη (Εμφύλιος πόλεμος και πρώτα μετεμφυλιακά χρόνια). – “Το μυστικό του Άσπρου Βράχου” του Γιάννη Μαρή (1959) Το πρώτο ιστορικό αστυνομικό μυθιστόρημα στην Ελλάδα, γραμμένο από τον εισηγητή της αστυνομικής λογοτεχνίας στην Ελλάδα και “εμποτισμένο” με στοιχεία από την παράδοση των λαϊκών ληστρικών αφηγημάτων. – “Το κιβώτιο” του Άρη Αλεξάνδρου (1975) “Ορεινή” πολιτική περιπέτεια στα χρόνια του Εμφυλίου, με εντελώς αυτόφωτη σύλληψη και δομή, αλληγορία – μεταξύ άλλων – της σταθερής οδύνης της ύπαρξης. – “Μπέσα για μπέσα ή ο άλλος Φώτης” του Νίκου Μπακόλα (1998) Το φαινόμενο των “ληστών των ορέων”, κοιταγμένο μέσα από την “κουλτούρα της ανταρσίας”, μαζί με το δημιουργικό “αναποδογύρισμα” των αρχετυπικών μοτίβων της ληστρικής φιλολογίας. Και το σχετικό link...
  2. Μια χορταστικότατη συνέντευξη του σεναριογράφου των Ερωτόκριτος, Στα μυστικά του βάλτου και Ληστές στη Lifo ==== Γιάννης Ράγκος: Ο δημοσιογράφος που μελετά τα ελληνικά εγκλήματα των τελευταίων δύο αιώνων «Πάντα με είλκυαν, όχι μόνο στην πραγματική ζωή αλλά και στα διαβάσματά μου, οι ιστορίες ανθρώπων με τραγικό πεπρωμένο». M. HULOT 8.12.2020 Ο Γιάννης Ράγκος είναι βέρος Αθηναίος και κάτοικος του ιστορικού κέντρου εδώ και χρόνια. Είναι δημοσιογράφος από πολύ νεαρή ηλικία – έχει εργαστεί ως έμμισθος ή freelance δημοσιογράφος σε περιοδικά, εφημερίδες, ραδιοφωνικούς σταθμούς, τηλεοπτικές εκπομπές, ντοκιμαντέρ και blog/sites, καλύπτοντας ποικίλα ρεπορτάζ. Έχει συνεργαστεί με μερικές από τις πιο δημοφιλείς σειρές της ελληνικής τηλεόρασης και από το 2000 είναι συγγραφέας λογοτεχνικών βιβλίων, βιβλίων έρευνας, αλλά και ταξιδιωτικών οδηγών. Με τον συγγραφέα Δημοσθένη Παπαμάρκο έκαναν τη σεναριακή διασκευή για το graphic novel «Ερωτόκριτος», σε σχέδια του Γιώργου Γούση, το οποίο απέσπασε πέντε βραβεία (Καλύτερο Κόμικ, Καλύτερο Σχέδιο, Καλύτερη Καλλιτεχνική Επιμέλεια, Καλύτερο Σενάριο και Καλύτερο Εξώφυλλο) στα Ελληνικά Βραβεία Κόμικς 2017, καθώς και για το κόμικ «Στα μυστικά του βάλτου», σε σχέδια Παναγιώτη Πανταζή. Πρόσφατα κυκλοφόρησε το «Ληστές – Η ζωή και ο θάνατος των Γιάννη και Θύμιου Ντόβα», συνεργαζόμενος στο σενάριο με τον Γιώργο Γούση, και ξαναδουλεμένο το «Μυρίζει Αίμα», το non-fiction crime novel που είχε κυκλοφορήσει το 2008. Είναι τακτικό μέλος της Ένωσης Συντακτών Περιοδικού-Ηλεκτρονικού Τύπου (ΕΣΠΗΤ) και της Διεθνούς Ομοσπονδίας Δημοσιογράφων (IFJ), ιδρυτικό μέλος της Ελληνικής Λέσχης Συγγραφέων Αστυνομικής Λογοτεχνίας (ΕΛΣΑΛ) και μέλος της Διεθνούς Ομοσπονδίας Αστυνομικών Συγγραφέων (IACW). — Με τον Γιάννη Ράγκο, τον ήρωα της Επανάστασης, έχεις συγγένεια; Είναι μακρινός πρόγονός μου. Μάλιστα, έχω όλο το αρχείο του, που έχει κυκλοφορήσει σε μια έκδοση από το Εθνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο, αλλά είναι πολύ μακρινή η καταγωγή. Ήταν από τον Βάλτο της Αιτωλοακαρνανίας, είχε το αρματολίκι εκεί και ήταν αντίπαλος και αντίζηλος του Καραϊσκάκη. Έγινε και στρατηγός μετά. — Γιατί έγινες δημοσιογράφος; Δεν υπάρχει συγκεκριμένη αιτία, αλλά θα σου πω πώς το αποφάσισα. Το 1981, όταν έγιναν οι σεισμοί στις Αλκυονίδες, είχαν οι γονείς μου κάποιους φίλους με εξοχικό έξω απ' την Κόρινθο, στο Βραχάτι. Πήγαμε, λοιπόν, μια βόλτα όλοι μαζί να δουν σε τι κατάσταση ήταν το σπίτι τους, και επειδή η περιοχή είχε πληγεί πάρα πολύ, ό,τι έβλεπα το κατέγραφα. Έκανα ένα είδος ρεπορτάζ. Τότε, στο σχολείο όπου πήγαινα, στο Παλαιό Φάληρο, βγάζαμε ένα μαθητικό περιοδικό και έγραψα εκεί τι είδα στο επιτόπιο ρεπορτάζ που είχα κάνει. Μου άρεσε τόσο πολύ η διαδικασία της καταγραφής και της αποτύπωσης, που στα 15 μου είπα «θέλω να γίνω δημοσιογράφος». Και πράγματι, από τα 19 μου χρόνια, πρωτοετής στο πανεπιστήμιο –μπήκα στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών στην Πάντειο σχολή τότε–, ξεκίνησα να δουλεύω στη «Ναυτεμπορική», ως νεαρός ρεπόρτερ. Έκανα πειραϊκό και ναυτιλιακό ρεπορτάζ, ως βοηθός του συντάκτη. Μου άρεσε το στοιχείο της έρευνας, της αποτύπωσης και της καταγραφής το γεγονότος, επειδή μου άρεσαν η γλώσσα και το γράψιμο. — Κι αυτό σε οδήγησε στη συγγραφή; Το πρώτο μου βιβλίο το έβγαλα το 2000, όταν ήμουν πια 34 χρονών. Ήταν μια δημοσιογραφική έρευνα που έκανα για πέντε χρόνια, από το '94 έως το '99, για την περίφημη υπόθεση της νάρκης στον Γοργοπόταμο το '64, όταν γιορτάστηκε για πρώτη φορά η επέτειος του σαμποτάζ του '42. Τότε είχε γίνει επίσημος εορτασμός από την κυβέρνηση Κέντρου, με εκπροσώπους κομμάτων κ.λπ., και με τη λήξη του εορτασμού εξερράγη μια νάρκη στο σημείο. Σκοτώθηκαν 13 άνθρωποι και τραυματίστηκαν 100. Η επίσημη εκδοχή ήταν ότι ήταν μια παλιά νάρκη από ένα ναρκοπέδιο κάτω από τη Γέφυρα του Γοργοποτάμου. Έκανα ένα θέμα στο «Ποντίκι», αλλά το υλικό που συγκεντρώθηκε ήταν τόσο πολύ, που σκέφτηκα να το κάνω βιβλίο. Αναδρομικά, μετά την κυκλοφορία του βιβλίου, μπορώ να πω ότι δεν ήθελα να γίνω δημοσιογράφος, ήθελα συγγραφέας, και παραστράτησα. Ωστόσο, μου αρέσει η ερευνητική δημοσιογραφία, γι' αυτό κι έχω κάνει διάφορα ρεπορτάζ. Εκτός από πειραϊκό και ναυτιλιακό, έχω κάνει πολύ ελεύθερο, καλλιτεχνικό, πολιτικό, κοινοβουλευτικό... — Το ενδιαφέρον σου για το έγκλημα πώς προέκυψε; Δεν αγαπώ το έγκλημα ως έγκλημα, αυτό το λέω με μεθύστερη γνώση. Αυτό που διαπίστωσα είναι πάντα με είλκυαν, όχι μόνο στην πραγματική ζωή αλλά και στα διαβάσματά μου, οι ιστορίες ανθρώπων με τραγικό πεπρωμένο. Ένα γαλλικό γνωμικό λέει ότι «οι ευτυχισμένοι άνθρωποι δεν έχουν ιστορία». Ένας «ευτυχισμένος» άνθρωπος μπορεί να είναι πολύ καλά με τον εαυτό του και μπράβο του, αλλά για μένα, που τον παρατηρώ απέξω, είναι ένας πληκτικός άνθρωπος. Δεν μου λέει τίποτα. Οι άνθρωποι που μας ελκύουν το ενδιαφέρον είναι αυτοί που έχουν τις αντιφάσεις τους, που φτάνουν στα όριά τους και τα υπερβαίνουν, που δοκιμάζουν πράγματα, που έχουν δηλαδή ένα είδος τραγικού πεπρωμένου. Αυτός ήταν ο λόγος, συν η γοητεία που ασκεί η εξιχνίαση ενός μυστηρίου, το ερευνητικό στοιχείο δηλαδή, που με οδήγησε στην αστυνομική λογοτεχνία, πρωτίστως ως αναγνώστη. Η μεθοδολογία της έρευνας που ακολουθείται και στην αστυνομική λογοτεχνία από την πλευρά του ερευνητή με γοήτευε. Όταν ήμουν στην εφηβεία μου, 15-16 χρονών, και διάβαζα Άγκαθα Κρίστι, μου είπε ο πατέρας μου –που διάβαζε και ήταν ένας πολύ καλλιεργημένος άνθρωπος–, «διάβασε Χάμετ, Τσάντλερ, Χάισμιθ και Σιμενόν, κορυφαίους συγγραφείς». Και τους διαβάζω και πέφτω ξερός, μου αποκαλύπτεται ένας ολόκληρος νέος κόσμος. Στα βιβλία τους υπήρχε και μια βαθιά λογοτεχνικότητα, εκτός των άλλων. Αυτό το στοιχείο, λοιπόν, το ότι οι άνθρωποι που κάνουν ένα έγκλημα είναι άνθρωποι που οικειοθελώς προσχωρούν στο ταξίδι προς την κόλαση, με ενδιέφερε και άρχισα να ερευνώ υποθέσεις αληθινών εγκλημάτων. Η βασική μου εμπλοκή ξεκίνησε ως εξής. Τέλη του '90 ήμουν ένας πολύ νεαρός δημοσιογράφος – τότε δούλευα ως ξένος ανταποκριτής, ήμουν στο γραφείο Τύπου του Φεστιβάλ Αθηνών και έκανα καλλιτεχνικό ρεπορτάζ. Μου γίνεται μια πρόταση από τον Πάνο τον Κοκκινόπουλο για μια εκπομπή που ετοίμαζε στον ΑΝΤ1 τότε, την περίφημη «Ανατομία ενός Εγκλήματος». Ήταν ένα concept που είχε φέρει ο Μαστοράκης, ο οποίος ήταν υπεύθυνος προγράμματος του ΑΝΤ1, το docudrama, μια σειρά βασισμένη σε αληθινές ιστορίες. Ήθελαν έναν δημοσιογράφο και με ρώτησε αν με ενδιέφερε. Ήταν έγκλημα και έρευνα και με ενδιέφερε. Και αληθινές ιστορίες. Ξεκίνησα την έρευνα για να παραδώσω υλικό στους σεναριογράφους και τους σκηνοθέτες, για να μετατραπεί αυτό σε σενάριο, να γίνουν τα γυρίσματα κ.λπ., οπότε, αν και η εκπομπή ξεκίνησε το '91, εγώ δούλεψα στον ΑΝΤ1 από τα τέλη του '90 μέχρι το '95. Η σειρά έκανε πάταγο στην εποχή της, ήταν ένα concept πολύ καινούργιο για την Ελλάδα, με εξαιρετικούς συντελεστές και καστ. Δεν ήταν μόνο ο Πάνος ο Κοκκινόπουλος, ήταν κι άλλοι σκηνοθέτες σημαντικοί, και ο Πέτρος ο Μάρκαρης στο σενάριο... Υπήρχαν περιπτώσεις που χρειάστηκε να κάνω και οκτώ μήνες έρευνα για να μαζέψουμε το υλικό. Αυτό το πράγμα, λοιπόν, που διήρκεσε τέσσερα χρόνια, με οδήγησε στη συγκέντρωση ενός υλικού, γύρω στις 90 με 100 υποθέσεις εγκλημάτων που διέτρεχαν όλο τον 19ο και τον 20ό αιώνα. Το κριτήριό μας στην «Ανατομία ενός Εγκλήματος» ήταν να είναι υποθέσεις που έχουν τελεσιδικήσει από δικαστικής πλευράς, και για λόγους ηθικής τάξης αλλά και για λόγους τυπικής κάλυψης. Πηγαίναμε με την απόφαση του δικαστηρίου. Αν το δικαστήριο είχε καταδικάσει κάποιον, ήταν ένοχος. Το λέω γιατί υπήρχαν περιπτώσεις που οι καταδικασμένοι ένοχοι δεν είχαν αποδεχτεί ακόμα την απόφαση και όταν εμείς παρουσιάζαμε την υπόθεσή τους, μάς έστελναν επιστολές και μας έλεγαν «είμαι αθώος, γιατί με παρουσιάζεις ένοχο;». Πάντα, όμως, είχαμε τη δικαστική απόφαση ως οδηγό. Η συνεργασία με τον Πάνο Κοκκινόπουλο συνεχίστηκε το '96 και το '97 στη «Διπλή Αλήθεια», μια εκπομπή παρόμοιου χαρακτήρα στην ΕΡΤ, και το 2000-2002 στον Alpha κάναμε τον «Κόκκινο Κύκλο». Όλο αυτό το δυσεύρετο υλικό της δικής μου δεκαετούς ερευνητικής δουλειάς, δημοσιογραφικής και όχι επιστημονικής, κατέληξε να είναι 150 υποθέσεις στο αρχείο μου. Επομένως, με αυτή την έννοια ταυτίστηκα με το έγκλημα, χωρίς να έχω κάνει ποτέ μου αστυνομικό ρεπορτάζ. Και, βέβαια, σε αυτήν τη διαδικασία συνάντησα συγκλονιστικά γεγονότα, μάλιστα το μυθιστόρημα που γράφω τώρα βασίζεται σε όλο αυτό το υλικό που έχω στο αρχείο μου. Είναι ένα non-fiction novel πάλι, όπως και το «Μυρίζει Αίμα», απλώς διατρέχει πια όλο τον 20ό αιώνα. Πρέπει να σου πω το εξής: το υλικό που έχω, δηλαδή φάκελοι σε ένα μέρος της βιβλιοθήκης στο γραφείο μου, και κάθε φάκελος είναι και μία υπόθεση, περιλαμβάνει δημοσιεύματα εφημερίδων, δικαστικά έγγραφα, προανακριτικό υλικό, ανάλογα με την κάθε περίπτωση, απομαγνητοφωνημένες συνεντεύξεις, οπτικοακουστικό υλικό που έχω πάρει από τα αρχεία των καναλιών στα οποία δούλευα, υλικό που είτε έχει παίξει είτε όχι, αμοντάριστο, που το έχω σε VHS. Αυτό το υλικό, λοιπόν, είναι πραγματολογικού ενδιαφέροντος, αφορά κάποιον που θέλει να κάνει μια μελέτη σε ένα φαινόμενο εγκληματολογικό. Έχουν έρθει πάρα πολλές φορές φοιτητές του Παντείου και της Νομικής Σχολής να πάρουν πρωτογενές υλικό για να δουλέψουν πάνω σ' αυτό. Ένας αστυνομικός συντάκτης πιθανόν να έχει ένα ακόμα μεγαλύτερο αρχείο, με τις υποθέσεις με τις οποίες έχει ασχοληθεί προφανώς, αλλά πιάνουν αυτά τα 20-30χρόνια που έκανε στο αστυνομικό ρεπορτάζ. Το δικό μου αρχείο, επειδή ήταν έτσι η φύση της δουλειάς μου, έχει επεκταθεί σε σχεδόν δύο αιώνες. Ξεκινάω από το 1830 και φτάνω μέχρι το 2005. — Από κει προέκυψαν και τα «Ξεχασμένα Πρωτοσέλιδα»; Αυτό το βιβλίο δεν έχει μόνο εγκλήματα, είναι δημοσιογραφικό. Το 2000 κυκλοφόρησα το πρώτο μου βιβλίο και το πρώτο λογοτεχνικό το έβγαλα το 2004, τη «Στάση του Εμβρύου» – ήταν το πρώτο μου μυθιστόρημα. Το 2000 είπα ότι θέλω να γίνω συγγραφέας κι εκείνη την περίοδο, που κράτησε ίσως και έναν χρόνο, έτυχε να λυθούν κάποιες συμβάσεις εργασίας, να σταματήσουν κάποιες συνεργασίες κ.λπ. και τότε έκανα μια επιλογή – γιατί ήταν χρυσή εποχή εκείνη, και είχα φτάσει να έχω δέκα δουλειές ταυτόχρονα ως δημοσιογράφος. Έβγαζα σχεδόν τρεις φορές περισσότερα απ' όσα χρειαζόμουν για να ζω καλά και είπα «όχι, θα περιορίσω τις δημοσιογραφικές μου δουλειές, άρα και το εισόδημά μου, για να ελευθερώσω χρόνο για να γράψω». Είμαι 35 χρόνια επαγγελματίας δημοσιογράφος και 20 χρόνια επαγγελματίας συγγραφέας, και παρότι το βασικό μου εισόδημα προέρχεται από τη δημοσιογραφία, αν με ρωτήσεις τι δουλειά κάνω, λέω πρώτα ότι είμαι συγγραφέας και μετά ότι είμαι δημοσιογράφος πια. Επειδή αποφάσισα να μην κάνω πια ρεπορτάζ της τρέχουσας επικαιρότητας, άρχισα να κάνω άλλα θέματα, που ήταν πιο ερευνητικά και δεν απαιτούσαν τόσο πολύ χρόνο και deadlines, οπότε στράφηκα σε δύο πράγματα που μου άρεσαν πολύ και τα έκανα και νωρίτερα, το ταξιδιωτικό και το ιστορικό ρεπορτάζ, μια δημοσιογραφικού τύπου προσέγγιση σε άγνωστες πτυχές της Ιστορίας, που συνίσταται στην ανακάλυψη άγνωστων ντοκουμέντων ή μιας πτυχής ενός ήδη γνωστού γεγονότος που δεν έχει φωτιστεί πολύ, με κάποια νέα στοιχεία. Διεξάγοντας αυτά τα ρεπορτάζ, έκανα πρωτότυπες ιστορικές έρευνες για διάφορα γεγονότα που ήταν άγνωστα. Συνεργάζομαι πολλά χρόνια τώρα, δεκατέσσερα για την ακρίβεια, με την «Ιστορία Εικονογραφημένη» του Πάπυρου, που τώρα, βέβαια, έχει αλλάξει ιδιοκτησία. Είναι το παλιότερο περιοδικό που κυκλοφορεί στην Ελλάδα σήμερα, από το 1968 συγκεκριμένα. Και από αυτό το υλικό, 30 κομμάτια –πολλά θέματα, κυρίως της μικροϊστορίας, τα μικρά γεγονότα, και κάποια εγκλήματα μεταξύ αυτών–, έκανα μια επιλογή και έβγαλα το 2016 τα «Ξεχασμένα Πρωτοσέλιδα». Είναι θέματα που στην εποχή τους έκαναν αίσθηση και έγιναν πρωτοσέλιδα, όμως στην πορεία του χρόνου ξεχάστηκαν. Επίσης, οι έρευνες για τα εγκλήματα που έκανα πιο παλιά έχουν και το στοιχείο της ιστορικής έρευνας, διότι ένα έγκλημα, πέρα από το καθαρά αστυνομικό του κομμάτι, πώς έγινε, πώς αποκαλύφθηκε, πώς συνελήφθη ο δράστης, πόσο δικάστηκε, αποκαλύπτει όλη την εποχή του. Είναι ένας καθρέφτης της. Ακόμα και ένα έγκλημα πάθους αποκαλύπτει την εποχή του, αρκεί να θέλεις να το δεις έτσι, να ψάξεις τα στοιχεία που σχετίζονται με το κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο έγινε το έγκλημα και με το οποίο το έγκλημα συνδέεται. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η υπόθεση Αθανασόπουλου, το 1931. Συμμετέχουν στον φόνο η γυναίκα του, η μάνα της (η πεθερά του), η υπηρέτρια και ένας ανιψιός της πεθεράς, ο Μοσκιός. Και ως ηθικός αυτουργός εμφανίζεται ο Μοσκιός, που καταδικάζεται σε ισόβια επειδή είχε ένα θέμα ψυχολογικό και έπεσε λίγο στα μαλακά. Οι γυναίκες, ενώ η πρόταση ήταν για θανατική ποινή, καταδικάζονται σε ισόβια δεσμά και μάλιστα βγήκαν το '41, με την είσοδο των Γερμανών στην Ελλάδα και την έναρξη της Κατοχής, επειδή μέχρι τότε οι γυναίκες θεωρούνταν ότι είχαν μειωμένο καταλογισμό! Άρα, είχαν ένα ελαφρυντικό στοιχείο και μειωνόταν η ποινή τους μόνο και μόνο επειδή ήταν γυναίκες. Να μια αντίληψη της κοινωνίας πώς επιδρούσε στην ποινή. Είναι κοινωνικό γεγονός το έγκλημα και εντάσσεται πλήρως στην κοινωνία. Το ιστορικό ρεπορτάζ είναι αυτό που λένε οι Αγγλοσάξονες «historical feature stories». Στη δυτική Ευρώπη και στην Αμερική υπάρχουν δημοσιογράφοι που ειδικεύονται σε αυτά τα θέματα και ψάχνουν ένα θέμα και για έναν χρόνο. Εκεί όμως υπάρχουν τα μέσα που τους διαθέτουν χρόνο και χρήμα για να κάνουν μια έρευνα, γι' αυτό και γίνονται δημοσιογραφικές αποκαλύψεις συγκλονιστικές για γεγονότα που έχουν γίνει πριν από '30 και '40 χρόνια. Στην Ελλάδα είναι πάρα πολύ υποβαθμισμένο αυτό, το κάνουν κάποιοι λίγοι δημοσιογράφοι τα τελευταία χρόνια, αλλά δεν είναι είδος που χαίρει ιδιαίτερης εκτίμησης. — Πες μου για τη «Στάση του Εμβρύου». Πριν από το 2000 είχα γράψει σενάρια για μικρού μήκους ταινίες που έκαναν φίλοι μου. Γύρω στο 2002 σχεδιάζαμε με έναν φίλο σκηνοθέτη να προτείνουμε μια ιδέα για σειρά σε ένα κανάλι, έπεσε η ιδέα, αλλά δεν έγινε τελικά. Είχα στο μυαλό μου αυτό το σενάριο κι ένα βράδυ που είμαστε καλεσμένοι με τη γυναίκα μου για φαγητό, γύρω στις 5 μου χτυπάει μια φλασιά και μου έρχεται όλη η ιστορία με πυρήνα αυτό που είχαμε σκεφτεί. Και γράφω πυρετωδώς 15 σελίδες. Έγραψα μια σκαλέτα σε ένα βράδυ. Κι αυτός ο σκελετός οδήγησε στο πρώτο μου μυθιστόρημα που λεγόταν «Η στάση του εμβρύου», ένα κλασικό whodunit αστυνομικό μυθιστόρημα. Υπάρχει ένας φόνος στην αρχή, υπάρχει κι ένας ερευνητής, που είναι αστυνομικός, και κάνω κι ένα tribute στον Γιάννη Μαρή, γιατί η δολοφονία γίνεται με τον τρόπο που γίνεται στο «Έγκλημα στο Κολωνάκι», με ένα αγαλματίδιο με το οποίο σπάνε το κεφάλι κάποιου. Ερευνώντας την υπόθεση, ο αστυνομικός ανακαλύπτει και κομμάτια του δικού του εαυτού. Κάνει κι ένα υπαρξιακό ταξίδι ψυχαναλυτικό, και από κει προκύπτει και η στάση του εμβρύου. Είχε ατέλειες τεχνικές, αλλά είχε καλές κριτικές και το 2016 είχα την τιμή να χαρακτηριστεί ως ένα από 40 αντιπροσωπευτικότερα ελληνικά αστυνομικά μυθιστορήματα από το 1953 μέχρι τότε. Τη χρονιά εκείνη, για την Παγκόσμια Έκθεση Βιβλίου της Φρανκφούρτης βγήκε από το ελληνικό περίπτερο ένας τόμος για την ιστορία του ελληνικού μυθιστορήματος και είχε κι ένα αφιέρωμα στα αστυνομικά μυθιστορήματα από το «Έγκλημα στο Κολωνάκι» του Μαρή μέχρι το 2016. Είχαν συμπεριλάβει και τη «Στάση του Εμβρύου». Το 2008 έγραψα το δεύτερο βιβλίο, το «Μυρίζει αίμα», το οποίο ξανακυκλοφόρησε τώρα... — Έχεις προσθέσει κάτι στη νέα έκδοση; Ένα 10%. Έχω αλλάξει, έχω προσθέσει κι έχω αφαιρέσει. Όταν κάνω ένα θέμα δεν σημαίνει ότι τελειώνει η προσέγγισή μου σε αυτό. Όταν ανακαλύψω μετά ένα επιπλέον στοιχείο ή πληροφορία γι' αυτό, το κρατάω και σε μια ενδεχομένως επαναδημοσίευση ή επαναπροσέγγιση του θέματος το συμπληρώνω. Η υπόθεση του «Μυρίζει αίμα» είναι βασισμένη σε αληθινό γεγονός, στην ιστορία των δύο Γερμανών, Χέρμαν Ντουφτ και Χανς Μπασενάουερ, που ήταν οι πρώτοι serial killers επί ελληνικού εδάφους το 1969, οι οποίοι σε διάστημα μερικών ημερών έκαναν έξι φόνους και πέντε ληστείες. Κάνω την έρευνα για την υπόθεση για την «Ανατομία ενός Εγκλήματος», το δίνω για την εκπομπή, γίνεται το επεισόδιο, που λεγόταν «Εν Ψυχρώ» και το είχε σκηνοθετήσει ο Μπάμπης ο Σπανός, γράφω γι' αυτό σε διάφορα sites και κάποια στιγμή, το 2007, λέω ότι αυτό είναι καταπληκτικό υλικό για να γίνει λογοτεχνία. Εκεί, λοιπόν, κάνω επιπλέον έρευνα και ανακαλύπτω λεπτομέρειες που προσθέτουν ακόμα μία απόχρωση στην εικόνα που ήδη υπήρχε, και όλο αυτό το χρησιμοποίησα το 2008 για να βγάλω το «Μυρίζει αίμα». Τώρα, από το '08 μέχρι το '19, προστέθηκε κάποιο καινούργιο υλικό, όπως μια μαρτυρία της Ελληνίδας αρραβωνιαστικιάς του Μπασενάουερ, όταν τον επισκέφτηκε στη φυλακή της Αίγινας, η οποία έγινε μια ολόκληρη νέα σκηνή στο βιβλίο. Ξαναδουλεύτηκε και λογοτεχνικά. Είναι το πρώτο βιβλίο αστυνομικής λογοτεχνίας που βασίζεται σε αληθινή ιστορία (δηλωμένα) και είναι και από τα λίγα ελληνικά μυθιστορήματα που ανήκουν σε αυτό που λέμε non-fiction novel. Τώρα δουλεύω το τρίτο μου μυθιστόρημα, που πάλι βασίζεται σε αληθινά εγκλήματα, με τη διαφορά ότι εδώ κάνω ένα βήμα παρακάτω. Η ιστορία εξελίσσεται στο σήμερα, αλλά ψηλαφώ όλη την ελληνική Ιστορία του 20ού αιώνα μέσα από υποθέσεις αληθινών εγκλημάτων. Δεν είναι ντοκουμέντο, μέσα από τη λογοτεχνική φόρμα γίνεται αυτό. Είναι ένας αναστοχασμός του 20ού αιώνα από μια άλλη σκοπιά, όχι από την πλευρά των πολιτικών ή των διπλωματικών γεγονότων αλλά από τη σκοπιά των πραγματικών εγκλημάτων. Εδώ πρωταγωνιστής είμαι κατ' ουσίαν εγώ, πρωταγωνιστής είναι το άλτερ έγκο μου με έναν τρόπο. Ενδιάμεσα, από το 2008 μέχρι σήμερα, έχω γράψει διηγήματα που έχουν δημοσιευτεί σε διάφορους συλλογικούς τόμους. — Το «Balkan Noir» τι είναι; Το 2010 ιδρύθηκε η Ελληνική Λέσχη Συγγραφέων Αστυνομικής Λογοτεχνίας (ΕΛΣΑΛ) – ήμασταν 25 συγγραφείς, τώρα έχουμε φτάσει τους 45. Ως ΕΛΣΑΛ έχουμε επαφή με τη διεθνή ομοσπονδία αστυνομικών συγγραφέων, την Ιnternational Αssociation of Crime Writers. Κάποια στιγμή είχα πάει μόνος μου στην ετήσια συνάντηση της Διεθνούς Ομοσπονδίας το 2011 στην Ελβετία, στη Ζυρίχη, και στις συζητήσεις εκεί με έναν Ρουμάνο κι έναν Βούλγαρο, συγγραφείς και οι δύο, μεταξύ κρασιού και φαγητού, λέμε «δεν κάνουμε το Balkan Νoir;». Το 2016 αναφέρω αυτήν τη κουβέντα σε έναν φίλο, εξαιρετικό συγγραφέα, το Βασίλη τον Δανέλλη, και του λέω «γιατί δεν το κάνουμε αλήθεια αυτό; Ξέρουμε τι γίνεται στην τελευταία χώρα της Σκανδιναβίας, της Ασίας και της Αμερικής και δεν ξέρουμε τι γίνεται δίπλα μας». Και με αυτούς που ήξερα αρχικά, τον Βούλγαρο και τον Ρουμάνο, κάναμε μια έρευνα δύο ετών και καταλήξαμε να κυκλοφορήσει ένας τόμος το 2018 με τίτλο «Balkan Noir», όπου 3 συγγραφείς από κάθε χώρα, με διηγήματα γραμμένα επί τούτου, πρωτότυπα. Έπρεπε να διαδραματίζονται στη χώρα του καθενός και στη σύγχρονη εποχή, έτσι τρεις Σέρβοι, τρεις Κροάτες, τρεις Βούλγαροι, τρεις Έλληνες (ο Δανέλλης, εγώ και ο Αντρέας ο Αποστολίδης), τρεις Τούρκοι, τρεις Ρουμάνοι και τρεις Σλοβένοι έγραψαν 21 διηγήματα από 7 διαφορετικές χώρες. Επίσης, ένας τέταρτος από κάθε χώρα, πανεπιστημιακός, ιστορικός ή κριτικός, έχει γράψει μια εισαγωγή για την αστυνομική λογοτεχνία στη χώρα του. Το ιστορικό κομμάτι, τι γίνεται σήμερα κ.λπ. Είναι η πρώτη φορά στα διεθνή εκδοτικά χρονικά που υπάρχει ένας τόμος με έργα σύγχρονα. Τώρα γίνονται συζητήσεις να μεταφραστεί στα ρουμανικά και στα αγγλικά και στόχος είναι να βγει σε όλες τις χώρες που συμμετέχουν. — Τι άλλο κάνεις αυτή την περίοδο; Στο τεύχος της «Ιστορίας» του Νοεμβρίου έχω κάνει ένα θέμα για τον περίφημο Πέτρο Κουλαξίδη, τον οποίον, αν τον τσεκάρεις Google, θα σου βγάλει ότι είναι ο πρώτος Έλληνας serial killer. Είναι ψευδές εν μέρει. Λέει ότι σκότωσε οκτώ γυναίκες τη δεκαετία του '20. Αρχίζω να ψάχνω για τέσσερις μήνες σε εφημερίδες και, πράγματι, υπήρχε ένας Κουλαξίδης που το '20 ομολόγησε ότι σκότωσε την τελευταία του γυναίκα, αλλά δύο πρώην σύζυγοί του και άλλες 6-7 ερωμένες του είχαν μυστηριωδώς εξαφανιστεί ή πεθάνει. Αυτός δεν αποδέχτηκε ότι τις σκότωσε, μόνο τη δολοφονία της γυναίκας του ομολόγησε, την οποία διέπραξε για λόγους τιμής, επειδή τον κεράτωνε με τον κουμπάρο. Το δικαστήριο δεν μπόρεσε ποτέ να τεκμηριώσει ότι όλες τις γυναίκες τις είχε σκοτώσει ο ίδιος, αλλά ήταν μυστηριώδεις οι συνθήκες του θανάτου τους και θεωρήθηκε ύποπτος. Ήταν πολλές συμπτώσεις μαζί. Αυτός καταδικάστηκε σε θάνατο και εκτελέστηκε το '30. Επειδή ήταν Ρωσοπόντιος, από την τότε Σοβιετική Ένωση, θεωρούνταν και κουμουνιστής, και συνέδεαν τη δράση του ως «βρικόλακα», επειδή ήταν κουμουνιστής. Να, πάλι, το κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο που λέγαμε. Έχει μεγάλο ενδιαφέρον όλο αυτό, το ότι έμεινε στην ιστορία ως «ο κόκκινος βρικόλακας». Πηγή: www.lifo.gr ===
  3. Αλιευθέν από την ιστοσελίδα της εφημερίδας. === Γιώργος Γούσης: Μπαίνω κάθε φορά στη θέση ενός πολύ δύσκολου αναγνώστη Η εμπορική και καλλιτεχνική επιτυχία του «Logicomix» έκανε εκδότες και βιβλιοπώλες να στρέψουν τα βλέμματά τους προς τις εικονογραφημένες ιστορίες Η υφή του χαρτιού είναι προπατορικός εθισμός και δεν ξεπερνιέται ακόμη κι αν στην εποχή που διανύουμε κερδίζουν οι ίντσες μιας οθόνης. «Τα βιβλία ως ιδέα και ως αγαθό έχουν βαθιές ρίζες». Αξίωμα. Τα τελευταία, λοιπόν, χρόνια στην Ελλάδα το -μόνο στις κουβέντες- «περιορισμένο είδος για τα εγχώρια δεδομένα» γκράφικ νόβελ είναι για το φανατικό κοινό που το στηρίζει ένα αισθητικό κόσμημα, ο σωστός τρόπος για να αποκτήσει η λογοτεχνία την ιλιγγιώδη ένταση που της πρέπει. Ο Γιώργος Γούσης, δημιουργός κόμικς, εικονογράφος και αρχισυντάκτης του τριμηνιαίου περιοδικού κόμικς «Μπλε Κομήτης», ευρέως γνωστός για τη μεταφορά σε γκράφικ νόβελ του «Ερωτόκριτου», μιλώντας στη «Νέα Σελίδα» τονίζει ότι «το κόμικ βρίσκεται σε άνθηση κι αυτό ικανοποιεί από τη μια τους εκδότες, που είχαν βρεθεί σε τέλμα, αλλά και το κοινό, που σιγά σιγά αρχίζει να το μαθαίνει, κάτι που φαίνεται από την αποδοχή και την εμπορικότητα που έχουν διάφορες δουλειές που κυκλοφόρησαν τα τελευταία χρόνια». Τι συνετέλεσε όμως ώστε τα γκράφικ νόβελ να προσγειωθούν σε γόνιμο έδαφος; «Καταρχάς να πούμε ότι το “γκράφικ νόβελ” δεν είναι παρά ένας εμπορικός όρος που έχει κατασκευαστεί για να διαχωρίσει τις αυτοτελείς ιστορίες κόμικς, δηλαδή αυτές που ολοκληρώνονται μέσα σε μία έκδοση, απ’ όλες τις υπόλοιπες, που συνήθως είναι περιοδικές εκδόσεις σε συνέχειες ή συλλογές με μικρές ιστορίες. Στην Ελλάδα το έδαφος αυτό έγινε γόνιμο γιατί ο πρώτος που εξέδωσε κόμικ με αυτή την ταμπέλα ήταν ένας πολύ καλός και ήδη εμπορικός συγγραφέας, ο Απόστολος Δοξιάδης. Η εμπορική και καλλιτεχνική επιτυχία του “Logicomix” έκανε τους εκδότες και τους βιβλιοπώλες να στρέψουν τo βλέμμα τους προς τα κόμικς και να οραματιστούν ένα προϊόν το οποίο θα μπορούσαν να προωθήσουν ως κάτι νέο στην αγορά. Αν σκεφτούμε όμως άλλα κόμικς, όπως, για παράδειγμα, την “Τσιγγάνικη Ορχήστρα” του Γιάννη Καλαϊτζή, που εκδόθηκε πολύ πιο πριν από το “Logicomix”, θα δούμε ότι κι αυτή πληροί όλες τις προϋποθέσεις που ορίζουν ένα γκράφικ νόβελ. Τα λέω αυτά για να καταλήξω στο συμπέρασμα ότι ναι μεν σήμερα υπάρχουν πολλοί περισσότεροι δημιουργοί κόμικς στην Ελλάδα με δυνατότητες και όρεξη να δημιουργήσουν ένα άρτιο γκράφικ νόβελ, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι το γκράφικ νόβελ και γενικότερα τα κόμικς είναι κάτι νέο για τη χώρα μας», αναφέρει στη «Νέα Σελίδα» ο Γιώργος Γούσης. Η μεταφορά του «Ερωτόκριτου» σε έναν άλλο κόσμο Ο Γούσης είναι αυτός που μαζί με τους συγγραφείς Δημοσθένη Παπαμάρκο και Γιάννη Ράγκο μετέφερε σε κόμικ τον «Ερωτόκριτο». Τον «Ερωτόκριτο» που η πρώτη απόπειρα να αποκτήσει κανείς σχέση πάθους μαζί του γίνεται κάπου στα δεκαέξι του χρόνια, αλλά τελικά κατακερματίζεται, γιατί το σχολείο αυτό τουλάχιστον, το τσάτρα πάτρα σερβίρισμα, το κάνει τέλεια. «Η διασκευή ενός κλασικού λογοτεχνικού έργου σε κόμικ. Αυτή ήταν η πρόταση που μου έκαναν οι εκδόσεις Polaris και ήξερα πως ό,τι κι αν ήταν αυτό, αν το δεχόμουν θα ήταν η πρώτη μου ολοκληρωμένη δουλειά στην αγορά. Γι’ αυτό τον λόγο έπρεπε να είμαι προσεκτικός. Ο πρώτος και βασικότερος λόγος που αποφάσισα τελικά να το κάνω ήταν οι συνεργάτες, που μου εξασφάλιζαν ένα πλούσιο και δημιουργικό πεδίο εργασίας. Οταν έπεσε στο τραπέζι ο “Ερωτόκριτος”, η πρώτη σκέψη μου ήταν αρνητική. Υστερα όμως από μια σύντομη έρευνα γύρω από το πρωτότυπο έργο, άρχισαν να κλειδώνουν μία προς μία όλες οι προϋποθέσεις που είχα θέσει στον εαυτό μου για να ασχοληθώ με το πρότζεκτ. Η ίδια η φύση του “Ερωτόκριτου” ως ενός άχρονου έργου φαντασίας στην περιοχή της Μεσογείου μου έδινε τη δυνατότητα να μείνω απόλυτα πιστός στο όραμά του και ταυτόχρονα ένα ελεύθερο πεδίο για να είμαι δημιουργικός μέσα από τη γλώσσα των κόμικς. Επειτα από αυτά ήταν πια σαφές για εμένα πως -όσο παράξενο και να φαντάζει- δεν υπήρχε καταλληλότερο έργο από τον “Ερωτόκριτο” για να γίνει κόμικ. Τώρα βλέπω το βιβλίο και δεν νιώθω τίποτα γι’ αυτό, κανένα αίσθημα ιδιοκτησίας. Είναι λες και το έχει κάνει κάποιος άλλος. Αυτό που κρατάω σαν μνήμη από τον “Ερωτόκριτο” είναι κυρίως το αίσθημα της δημιουργικότητας που είχαμε με τον Δημοσθένη και τον Γιάννη όσο το δουλεύαμε. Αυτό το αίσθημα είναι που ψάχνω και στις νέες μου δουλειές». Δυο ληστές στην Ηπειρο, μια αληθινή ιστορία Ο Γούσης είναι ένας δημιουργός που εξελίσσει συνεχώς τη γλώσσα του. Οι πιο πολλοί τον αποκαλούν μετρ του είδους. Οι πιο σοφοί τον θαυμάζουν για τα εφευρήματά του. «Αυτό που κάνω, λοιπόν, είναι να μπαίνω κάθε φορά στη θέση ενός πάρα πολύ αυστηρού και δύσκολου αναγνώστη, που απαιτεί μανιωδώς να ευχαριστηθεί με το έργο μου, και στη συνέχεια προσπαθώ να τον ικανοποιήσω, ακόμα κι αν χρειαστεί να αμφισβητήσω τον εαυτό μου», μας λέει. Και οι επόμενες έμπρακτες μέρες του δεν αργούν: «Περισσότερο απ’ όλα με ενδιαφέρει να καταφέρνω να κρατάω τον εαυτό μου σε ισορροπία ώστε να έχω καθαρό μυαλό και όρεξη όταν κάθομαι να δουλέψω. Αυτή την περίοδο υπηρετώ το σύμπαν δύο ληστών που έδρασαν στην περιοχή της Ηπείρου στις αρχές του 20ού αιώνα. Είναι το επόμενο πρότζεκτ που γράφουμε με τον Γιάννη Ράγκο, μια ιστορία εμπνευσμένη από αληθινά πρόσωπα και γεγονότα». Τα καθωσπρέπει, τα δεδομένα, οι κανόνες να αφήνονται πίσω. Και τότε είναι που οι Γούσηδες θα γίνουν άπειροι και θα ζουν ανάμεσά μας. ===
  4. Μετά τον "Ερωτόκριτο", ο Γιάννης Ράγκος και ο Παναγιώτης Πανταζής συνεργάζονται ξανά και ξανασυστήνουν στο αναγνωστικό κοινό ένα τα πιο δημοφιλή και "παιδικά" βιβλία των τελευταίων 80 ετών. «Τα Μυστικά του Βάλτου» της Πηνελόπης Δέλτα εδώ και τρεις μήνες συστήνονται με έναν διαφορετικό τρόπο στο αναγνωστικό κοινό: Μέσα από το graphic novel που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Polaris», το σκοτεινό μυθιστόρημα παίρνει τη μορφή κόμικ και ζωντανεύει εκ νέου τις συγκρούσεις μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων μέσα από φιλοτεχνημένα καρέ. Δράστες της πρωτοβουλίας είναι ο Παναγιώτης Πανταζής και ο Γιάννης Ράγκος, δύο από τους πιο αξιόλογους Έλληνες δημιουργούς. Ο Γ. Ράγκος έχει συνεργαστεί με τον Γ. Γούση και τον Δ. Παπαμάρκο για τον «Ερωτόκριτο» ενώ ο Π. Πανταζής είναι μόνιμος συνεργάτης των περιοδικών «9» και «Μπλε κομήτης» κι έχει δημοσιεύσει πάνω από δεκαπέντε βιβλία με κόμικς. Μένοντας πολύ κοντά στο κείμενο της Δέλτα, το δημιουργικό δίδυμο κατάφερε να μεταφέρει καρέ-καρέ τις συγκρούσεις μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων στις αρχές του 20ου αιώνα, όταν στα εδάφη που βρίσκονταν υπό την κατοχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας οι δύο πλευρές βρέθηκαν στα όπλα, διεκδικώντας η καθεμιά το δικό της κομμάτι. Ο Παναγιώτης Πανταζής (αριστερά) και ο Γιάννης Ράγκος (δεξιά) Όπως εξηγούν στο News 24/7 οι δύο δημιουργοί, η μεταφορά ήταν πολύ δύσκολη και χρονοβόρα διαδικασία καθώς κλήθηκαν να "στριμώξουν" ένα έργο 600 σελίδων στις 114 σελίδες του graphic novel. Γιατί επιλέξατε να κάνετε τη μεταφορά των «Μυστικών του Βάλτου» σε κόμικ; Γιάννης Ράγκος (Γ.Ρ.): «Πρόκειται, αναμφισβήτητα, για ένα από τα πιο εμβληματικά νεοελληνικά μυθιστορήματα. Αρκεί να αναλογιστούμε ότι από την πρώτη του κυκλοφορία του, το 1937, έως τουλάχιστον το 2005 είχε ανατυπωθεί από τον εκδοτικό οίκο "Εστία", που το εξέδωσε, περισσότερες από 320 φορές. Βεβαίως, σε ένα βαθμό αυτό οφείλεται στο ότι είναι πλήρως ενταγμένο στον ονομαζόμενο «λογοτεχνικό κανόνα», ιδιαίτερα τις προηγούμενες δεκαετίες. Αυτό ωστόσο δεν μειώνει στο παραμικρό την προφανή γοητεία που ασκεί διαχρονικά στους αναγνώστες. Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα που διαθέτει αναμφισβήτητες λογοτεχνικές αρετές, ενώ ταυτόχρονα τοποθετεί τη δράση του σε μια περίοδο (Μακεδονικός Αγώνας), που ελάχιστες φορές έγινε αντικείμενο μυθοπλαστικής επεξεργασίας. Από την άλλη, αποτελεί και ένα κείμενο που διαθέτει άφθονη "πρώτη ύλη" προς εικονογράφηση - μάχες, συγκρούσεις χαρακτήρων, "σκληρές" προσωπικές ιστορίες κ.λ.π. -, κάτι που επίσης μας ενδιέφερε κατά τη διαδικασία μεταφοράς του σε μια άλλη τέχνη όπως αυτή των κόμικς.» Ένα έργο 600 σελίδων "στριμώχθηκε" στις 114 σελίδες του graphic novel Συγκυριακά, η έκδοση του κόμικ, συμπίπτει με την επίλυση του Σκοπιανού, ενός εθνικού ζητήματος που χρονίζει. Έπαιξε αυτό ρόλο στην επιλογή του έργου ή απλά ήταν μια χρονική συγκυρία; Γ.Ρ.: «Η προεργασία για το κόμικ ξεκίνησε ήδη από το 2015 κι ενώ δεν είχε ολοκληρωθεί ακόμα η δουλειά για το προηγούμενο κόμικ (graphic novel) των Εκδόσεων Polaris «Ερωτόκριτος», στο οποίο ο Παναγιώτης (στο colouring) και εγώ (ως συν-σεναριογράφος με τον Δημοσθένη Παπαμάρκο) είχαμε ενεργή εμπλοκή. Επομένως, η «παραγωγή» των «Μυστικών του Βάλτου» - η συγγραφή του σεναρίου και ο σχεδιασμός των 108 σελίδων του - διήρκεσε σχεδόν τρία χρόνια, σε μια εντελώς «ανύποπτη» από την άποψη της πολιτικής συγκυρίας περίοδο. Έτσι, όπως αντιλαμβάνεστε, η κυκλοφορία του κόμικ την προηγούμενη άνοιξη, όταν το ζήτημα του Σκοπιανού είχε αναδυθεί εκ νέου στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας, δεν αποτελούσε παρά ένα τυχαίο γεγονός και δεν είχε καμία σχέση με τις δικές μας προθέσεις, οι οποίες ήταν αποκλειστικά καλλιτεχνικές». Χρειάστηκαν πάνω από τρία χρόνια δουλειάς για να γίνει η σωστή μεταφορά του μυθιστορήματος της Π. Δέλτα σε κόμικ Πώς είναι η διαδικασία να μετατραπεί ένα μυθιστόρημα σε εικόνες, καρέ και λίγες ατάκες; Παναγιώτης Πανταζής (Π.Π.): Είναι μια πρόκληση το να μεταφέρεις ένα έργο τέχνης από ένα μέσο σε κάποιο άλλο. Πράγματα που έχουν υπόσταση και νόημα ως λέξεις σε ένα μυθιστόρημα, σε ένα κόμικς μπορεί να μην φτάσουν καν στην επιφάνεια ενός balloon σε κάποιο καρέ, και να μείνουν ως περιγραφές στο σενάριο που θα κάνει εικόνα ο σχεδιαστής. Χρειάζεται να μπορέσεις να μεταφράσεις την οικονομία της λογοτεχνίας στην οικονομία του κόμικς. Και γι' αυτό χρειάζεται στενή συνεργασία σεναριογράφου και σχεδιαστή, για να επικοινωνεί ο ένας στον άλλον τι μπορεί να περάσει τα όρια ανάμεσα στα μέσα και σε τι μορφή. Δέκα σελίδες λογοτεχνίας μπορεί να αντιστοιχούν σε μια εικόνα ή μια γραμμή στο σενάριο να χρειάζεται δέκα σελίδες με εικόνες για να αποδοθεί όμορφα.» Γιατί επιλέγετε κλασικές ιστορίες; Είναι πιο εύκολο ή πιο δύσκολο από τη μεταφορά ενός πρωτότυπου σεναρίου; Γ.Ρ.: Μα δεν αφορά την ευκολία ή τη δυσκολία της δουλειάς. Η μεταφορά ενός μυθιστορήματος σε κόμικ, ειδικά όταν πρόκειται για ένα τόσο γνωστό και δημοφιλές κείμενο, παρουσιάζει μεν την "ευκολία" της έτοιμης πλοκής και των δοσμένων χαρακτήρων, αλλά από την άλλη ανεβάζει σημαντικά τον βαθμό δυσκολίας σχετικά με το πόσο "πιστή" στο πρωτότυπο θα είναι μια τέτοια μεταφορά, που θα πρέπει πρωτίστως να υπηρετεί τους αφηγηματικούς κώδικες του άλλου μέσου (του κόμικ), χωρίς εντούτοις να απομακρύνεται από τους κεντρικούς άξονες του αυθεντικού κειμένου. Σε κάθε περίπτωση, ας μην ξεχνάμε πως τα "Μυστικά του Βάλτου", όπως άλλωστε και ο «Ερωτόκριτος», εντάσσονται στη σειρά των Εκδόσεων Polaris για τη διασκευή σε graphic novels κλασικών κειμένων της νεοελληνικής λογοτεχνίας.» Ένα σχόλιο σας για το κόμικ στην Ελλάδα. Έχει διαδοθεί τα τελευταία χρόνια κρίνετε, πωλούνται περισσότερο από πριν και αν ναι γιατί; Π.Π.: «Δεν γνωρίζω αριθμούς πωλήσεων συνολικά, για να μπορέσω να κρίνω αν έχει μεγαλώσει το αναγνωστικό κοινό. Ξέρω όμως πως αυτή την στιγμή, στον χώρο των δημιουργών, συσσωρεύεται ενέργεια μεγαλύτερη από όση έχω δει ποτέ, στα 15 χρόνια που ασχολούμαι με αυτό. Νέοι δημιουργοί που φέρνουν νέες οπτικές εμφανίζονται διαρκώς. Ένα ακόμη συν είναι ότι πλέον ο χώρος μας, σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν, έχει πολύ περισσότερες γυναίκες δημιουργούς, ΛΟΑΤΚΙ άτομα, παιδιά μεταναστών και προσφύγων, και μπορούμε να δούμε δουλειές με ακόμη μεγαλύτερο εύρος ερεθισμάτων.» Μπορεί να βιοποριστεί ένας νέος κομίστας σήμερα; Π.Π.: «Για αυτό θα χρειαστεί να ρωτήσετε κάποιον νέο κομίστα. Υποψιάζομαι πως δεν είναι εύκολο, είναι κάτι που χρειάζεται σκληρή δουλειά και τύχη για τις κατάλληλες συγκυρίες.» Στιγμιότυπο από την επίσημη παρουσίαση του κόμικ Έχετε ήδη μεταφέρει τον «Ερωτόκριτο» στην Ένατη Τέχνη. Τα επόμενα σχέδιά σας; Π.Π.: «Σχεδιάζω μια coming of age σειρά που θα αρχίσει να εμφανίζεται στον Μπλε Κομήτη από το επόμενο τεύχος του. Και είμαι στο στάδιο προσχεδίων για διάφορα άλλα πράγματα, που δεν είναι ανακοινώσιμα για την ώρα.» Γ.Ρ.: «Από την πλευρά μου, καθώς προέρχομαι από το χώρο της αστυνομικής λογοτεχνίας, γράφω ένα καινούργιο αστυνομικό μυθιστόρημα, ενώ παράλληλα βρίσκομαι στο στάδιο της προώθησης του πρόσφατου συλλογικού τόμου με βαλκανικές αστυνομικές ιστορίες «BalkaNoir» (εκδόσεις Καστανιώτη), που επιμεληθήκαμε (και συμμετέχουμε με ένα διήγημά μας) μαζί με τον φίλο συγγραφέα Βασίλη Δανέλλη. Σε ότι αφορά το κόμικ, με τον κομίστα Γιώργο Γούση δουλεύουμε εδώ και αρκετό καιρό μια πρωτότυπη ιστορία, που θα αρχίσει να δημοσιεύεται σε συνέχειες από το επόμενο (Δεκεμβρίου 2018) τεύχος του περιοδικού «Μπλε Κομήτης» και κατόπιν θα κυκλοφορήσει σε άλμπουμ.» Το εξώφυλλο του graphic novel "Τα Μυστικά του Βάλτου" Και το σχετικό link...
  5. Άρθρο της Τιτίκας Δημητρούλια που υπάρχει στο σημερινό Έθνος της Κυριακής. Και σε μεγαλύτερη ανάλυση. Εθνος 15-4-2018.zip
  6. Ο Ερωτόκριτος Σε Κόμικ! «Ήταν ρίσκο. Aκουμπούσαμε ένα έργο αγαπητό και ριζωμένο στη μνήμη του Έλληνα» Η HuffPost μιλάει με τον δημιουργό κόμικ Γιώργο Γούση και τον συγγραφέα Δημοσθένη Παπαμάρκο για το πρώτο μεσογειακό fantasy comic. Να διασκευάσεις ένα αναγεννησιακό, επικό ποίημα, όπως ο χιλιοτραγουδισμένος ανά τις γενιές «Ερωτόκριτος» του Βιτσέντζου Κορναρου, σε κόμικ (Εκδόσεις Polaris, 2016)... Θαρραλέο εγχείρημα- και με εντυπωσιακό αποτέλεσμα. Ο δημιουργός κόμικ Γιώργος Γούσης, ο συγγραφέας Δημοσθένης Παπαμάρκος και ο δημοσιογράφος Γιάννης Ράγκος δούλεψαν επί ένα χρόνο με μεράκι και καρπός της προσπάθειάς τους είναι ένα ελληνικό graphic novel που στην ιστορία του έχει πουλήσει δέκα χιλιάδες αντίτυπα και διδάσκεται στα σχολεία από τους φιλολόγους - δε μπορώ να φανταστώ πιο πρόσφορο και γοητευτικό τρόπο για να εισάγεις έναν μαθητή του 2018 στο νεοελληνικό λογοτεχνικό και ιστορικό σύμπαν. Οι περισσότεροι έλκουμε την όποια εξοικείωση έχουμε με τον «Ερωτόκριτο» από τα τραγούδια που έχει εμπνεύσει, όπως του Χριστόδουλου Χάλαρη με την λεβέντικη φωνή - κλαγγή του Νίκου Ξυλούρη. Δεν είναι όμως ο «Ερωτόκριτος» ένα μονοδιάστατο ερωτικό ποίημα, σαν «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» στα ελληνικά. Μίλησα με τους δύο εκ των τριών συνδημιουργών- με τον Γιώργο Γούση επικεντρωθήκαμε στην εικόνα και με τον Δημοσθένη Παπαμάρκο στο λόγο. Σημειώνω πολύ σύντομα και πριν τις συνεντεύξεις τους πέντε πυρηνικά χαρακτηριστικά του έργου, όπως τα τόνισαν και οι δυο τους. Ο «Ερωτόκριτος» έχει ωμή βία με επική μάλιστα περιγραφή, αλλά η προσέγγιση του Κορνάρου δεν είναι πολεμοχαρής, εξισώνει νικητή και ηττημένο, ενώ εστιάζει περισσότερο στις απώλειες και των δύο πλευρών, παρά στο κέρδος του νικητή. Έχει μια δυαδική, σχεδόν ομηρική προσέγγιση - μετά τις επικές περιγραφές των μαχών και των ηρώων αναδεικνύεται το ανθρώπινο δράμα και η φαυλότητα του κύκλου της βίας. Στον «Ερωτόκριτο» γυναίκα και άντρας εξισώνονται - η Αρετούσα δεν είναι η γυναίκα/τρόπαιο των κλασικών ιπποτικών μυθιστορημάτων, απεναντίας η ίδια κινεί τα νήματα της ιστορίας. Είναι ένα «ταξικό» έργο ο Ερωτόκριτος - η Αρετούσα δεν μπορεί να παντρευτεί τον Ερωτόκριτο γιατί δεν κρατάει κι αυτός από βασιλική γενιά. Όμως, τελικά η παραδοσιοκρατική ταξικότητα υπερβαίνεται. Γιατί ο έρωτας των δύο παιδιών, της 16χρονης Αρετούσας και του 19χρονου Ερωτόκριτου, δεν είναι «μελό», αλλά σταθερός, επίμονος μέχρι τέλους. Και είναι αυτό το ποίημα μια ανοιχτή πόρτα στον κοσμοπολιτισμό της Ανατολής, κεντρικός χαρακτήρας του από ένα σημείο κι έπειτα είναι ένας Σαρακηνός. Ήταν άραγε αυτές κοινές αντιλήψεις του μέσου όρου εκείνης της εποχής ή ο Κορνάρος, ως φωτισμένος λόγιος, γράφει υπερβατικά, απηχώντας απόψεις μιας μικρής ιντελιγκέντσιας; Άλλωστε, η λογοτεχνική «εταιρεία» όπου ανήκε ο ίδιος, λεγόταν «Ακαδημία των Παράξενων»... «κ’ εγώ δε θε να κουρφευτώ κι αγνώριστο να μ’ έχου μα θέλω να φανερωθώ , κι όλοι να με κατέχου. Βιτσέντζος είναι ο ποιητής και στη γενιά Κορνάρος που να βρεθή ακριμάτιστος, σα θα τον πάρη ο Χάρος. Στη Στείαν εγεννήθηκε, στη Στείαν ενεθράφη, εκεί ’καμε κι εκοπιασεν ετούτα που σας γράφει. Στο Κάστρον επαντρεύτηκε σαν αρμηνεύγει η φύση, το τέλος του έχει να γενή όπου ο θεός ορίσει». Έτσι συστήνεται ο ίδιος ο Κορνάρος στο ποίημά του. Και όταν απολαμβάνουμε τον «Ερωτόκριτο», σε κάθε του εκδοχή, κείμενο, εικόνα, μουσική, ας τον θυμόμαστε. Άλλο σκοπό, ή όφελος, δεν είχε. Συναντιόμαστε πρώτα με τον δημιουργό (του) κόμικ Γιώργο Γούση- λόγοι αρχής το επιβάλλουν αυτό, καθώς είναι κοινά παραδεκτό πως το δυνατότερο κουπί στην παραγωγή κάθε κόμικ το τραβάει ο σχεδιαστής. Καθ’ όλη τη διάρκεια της κουβέντας λίγες φορές τον διέκοψα για τυπικές ερωτήσεις- φυλλομετρούσα τις σελίδες του κόμικ, καθεμιά από τις οποίες αξίζει να μετατραπεί σε πόστερ και χαιρόμουν την αίσθηση αυτού του hard copy αριστουργήματος στα χέρια μου, στην κοντινή όρασή μου τις εικόνες του Γούση και τους στίχους του ποιήματος να συμπλέκονται δυναμικά. «Έχετε φτιάξει ένα έργο τέχνης οι τρεις σας», του λέω. - Να πάρουμε την ιστορία αυτού του πρότζεκτ απ’ την αρχή; Η αρχική ιδέα προήλθε από τους εκδότες. Και δεν ήταν συγκεκριμένα ο «Ερωτόκριτος» αλλά η αναγέννηση των Κλασικών Εικονογραφημένων - μας πρότειναν να διασκευάσουμε ένα έργο της νεοελληνικής λογοτεχνίας, με γνώμονα όμως ότι αυτό θα αποτελέσει, πιθανότατα, την αρχή μιας σειράς. Σκεφτήκαμε το «Αμάρτημα της μητρός μου» του Βιζυηνού, όπως και έργα του Παπαδιαμάντη, αλλά τα απορρίψαμε λόγω της καθαρεύουσάς τους, που είναι σχεδόν απαγορευτική για κόμικ. Όταν ο Δημοσθένης (Παπαμάρκος) έριξε την ιδέα του Ερωτόκριτου, αρχικά ήμουν αρνητικός, το θεωρούσα «μπανάλ». Ο Δημοσθένης με προέτρεψε να διαβάσω το ποίημα- το έκανα και αμέσως πείστηκα. Γιατί εντόπισα πολλά στοιχεία που συνηγορούσαν ότι μπορεί να γίνει ένα καλό κόμικ. «Ο Ερωτόκριτος είναι fantasy, όχι ιστορικό έργο- δεν τοποθετείται σε συγκεκριμένη ιστορική περίοδο, ούτε στην Κρήτη, όπως πολλοί εσφαλμένα νομίζουν. Τόπος της δράσης είναι η Αθήνα, αλλά μια Αθήνα απροσδιόριστη, άχρονη. Ο Κορνάρος έκανε ότι και ο Τόλκιν στον «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών»- μια συρραφή στοιχείων που δημιουργεί σαν κολάζ έναν κόσμο που φαίνεται (και) ρεαλιστικός αλλά δεν υπήρξε ποτέ. Ο Τόλκιν δανείστηκε στοιχεία από τις μυθολογίες των βόρειων λαών, ο Κορνάρος στο ποίημά του δεν περιγράφει τίποτα απολύτως- τον τόπο, ή το παλάτι, το σπίτι, κάποιον πολεμιστή, ή το πρόσωπο της Αρετούσας. Βλέπεις όμως από την πλοκή και τη γλώσσα ποιες είναι οι επιρροές του και από ποιους κόσμους δανείζεται στοιχεία- είμαστε στην αναγεννησιακή Κρήτη και στον Ερωτόκριτο υπάρχει ο αχταρμάς των στοιχείων που διαμόρφωσαν την Αναγέννηση: ο ελληνορωμαϊκός κόσμος, το Βυζάντιο και οι δυτικές επιδράσεις. Όλα αυτά έπρεπε να τα κάνω κολάζ για να απεικονίσω τον κόσμο του Ερωτόκριτου σαν ένα fantasy, για πρώτη φορά όμως μεσογειακό, όχι βόρειο». - Πως απέδωσες σε εικόνες αυτές τις αναφορές του Κορνάρου; Είναι ορατές ήδη από το εξώφυλλο - η αρχαιοελληνική ένδυση της Αρετούσας, η αναγεννησιακή πανοπλία του Ερωτόκριτου, ενώ το χρυσό στο φόντο είναι βυζαντινή επιρροή. Για τους δύο πρωταγωνιστές, την Αρετούσα και τον Ερωτόκριτο, αποφάσισα ότι έπρεπε να σχεδιάσω δυο φιγούρες- πρότυπα της ομορφιάς και της απλότητας. Κατέληξα να «αντιγράψω» το προφίλ και την κατατομή των προσώπων τους από τις ανθρώπινες μορφές των αρχαιοελληνικών αγγείων. Για τις ενδυμασίες του βασιλικού ζεύγους, τον θρόνο και το σκήπτρο του βασιλιά, το διάδημα της βασίλισσας, χρησιμοποίησα μια βυζαντινή ζωγραφιά της εποχής του Βασίλειου Β΄ (Βουλγαροκτόνου). Και μετά ξεκίνησα να σχεδιάζω μια αναγεννησιακή Αθήνα, κτισμένη στα ερείπια της αρχαίας πόλης, αλλά ακμάζουσα, με κλέος. - Απ’ όσα μου λες, υποθέτω πως κάνατε και ιστορική έρευνα δυνατή... Μεγάλη έρευνα. Ο ρόλος του σκιτσογράφου είναι κρίσιμος αλλά η δουλειά είναι ομαδική. Οι συγγραφείς λοιπόν, με βοηθήσανε πολύ (και) στην ιστορική έρευνα. Ψάξαμε πίνακες, στολές και οπλισμούς, ενδυμασίες, γκραβούρες και σχέδια κτιρίων που τελικά έμειναν στα χαρτιά. Το παλάτι του βασιλιά και η αίθουσα του θρόνου βασίζονται στα σχέδια ενός Αυστριακού αρχιτέκτονα, του Σίνκελ (Karl Friedrich Schinkel), που πρότεινε στον Όθωνα να κτίσει το παλάτι του πάνω στον βράχο της Ακρόπολης, γκρεμίζοντας τον Παρθενώνα - ήταν ένα από τα σχέδια που ακυρώθηκαν, για προφανείς λόγους. Στη μάχη των Αθηναίων με το στρατό των Βλάχων αντέγραψα τις στολές των Ανατολικοευρωπαίων ιπποτών της εποχής. Θέλαμε οι μάχες (και οι μονομαχίες) να είναι όσο πιο ρεαλιστικές- βρήκε λοιπόν ο Δημοσθένης αναγεννησιακά εγχειρίδια οπλομαχητικής, «tutorials» όπως λέμε σήμερα, και αντιγράψαμε από εκεί κινήσεις και τεχνικές. Σκοπός όλης της έρευνας ήταν να βρούμε την κλωστή που θα ενώσει όμορφα και φυσικά όλα τα εκατέρωθεν στοιχεία ώστε το σύνολο να μην είναι κιτς. - Είναι πολύ δουλεμένο το σχέδιό σου αλλά και τα χρώματα είναι καταπληκτικά, γήινα και υποβλητικά ταυτόχρονα. Στο χρώμα με βοήθησε ο Παναγιώτης Πανταζής - θέλαμε να σπάσουμε τον «κανόνα» του γκρι, τη μουντίλα των ιπποτικών μυθιστορημάτων. Ο Ερωτόκριτος και εμείς δε βρισκόμαστε σε βόρειες χώρες - θέλαμε να κυριαρχεί το φως και το χρώμα να διαχέεται παντού. Οι νύχτες είναι έναστρες, το αττικό φως και οι μάχες είναι κίτρινες, σαν να λούζονται στον ήλιο. Και όταν μάχεσαι με πανοπλία κάτω από δυνατό ήλιο, όλα γίνονται πύρινα. Στο φόντο χρησιμοποιήσαμε βυζαντινά χρώματα, ώχρες όπως των αγιογραφιών. Όλο το χρωματικό αποτέλεσμα έπρεπε να είναι επικό και παραμυθένιο, αντάξιο της ατμόσφαιρας του ποιήματος. - Πόσο καιρό δούλεψες τον Ερωτόκριτο; Περίπου ένα χρόνο, κάθε μέρα για να μη χάσω το ρυθμό και βγω απ′ το κλιμα του έργου. Και με τους δύο συγγραφείς υπήρχε επικοινωνία και αλληλεπίδραση συνεχώς. - Το διασκέδασες; Στην αρχή αισθανθήκαμε και φόβο - ακουμπούσαμε ένα έργο κλασικό και στέρεα ριζωμένο στη μνήμη του Έλληνα, με μεγάλη αγάπη από τους φιλολόγους. Ήταν ένα ρίσκο για εμάς, να μας κράξουν. Γιατί σε αυτές τις προσπάθειες υπάρχει πάντα η πιθανότητα να βεβηλώσεις κάτι. Όμως και οι τρεις θεωρήσαμε ότι οτιδήποτε κλασικό είναι και σύγχρονο σε κάθε εποχή. Αντιπαρατεθήκαμε με τον «Ερωτόκριτο» στα ίσα, χωρίς υπερβολές και αλαζονεία από μέρους μας, αλλά και δίχως να αντιμετωπίζουμε αυτό το περίφημο έργο ως τοτέμ και μουσειακό είδος που δεν επιτρέπεται να αγγίζεις. Το διασκέδασα, πολύ. Και έβαλα στην άκρη άλλα πρότζεκτ για να δουλέψω τον «Ερωτόκριτο». «Προσπάθησα να εισάγω στην εικόνα κάποια στοιχεία με έμμεσες αναφορές στα βασικά χαρακτηριστικά της ιστορίας, ελπίζω ότι ο αναγνώστης θα τα διαισθανθεί, ακόμα κι αν δεν τα αναγνωρίσει ευθέως», μου λέει. Και του ζητάω να μου δώσει ένα παράδειγμα: «Στη σκηνή του γάμου Ερωτόκριτου και Αρετούσας οι δυο τους φεύγουν από την αίθουσα του γλεντιού, αφήνοντας τα σύμβολα της εξουσίας, το στέμμα και τον μανδύα, πάνω στους θρόνους. Είναι το γλέντι ενός βασιλικού γάμου - κεντρικό γεγονός είναι η μεταβίβαση της εξουσίας στον Ερωτόκριτο, που θα γίνει ο επόμενος βασιλιάς. Και οι δυο όμως επιλέγουν να αποχωρήσουν από το πανηγύρι της εξουσίας για να γιορτάσουν τον έρωτά τους». - Εγώ το «μετέφρασα», βλέποντας τις εικόνες με τα γουρουνόπουλα στις πιατέλες, ότι αποστρέφονται, και ο Ερωτόκριτος και η Αρετούσα, την αποκτήνωση, την βουλιμία... Αυτό ακριβώς δεν είναι μια «γιορτή της εξουσίας»; Μετά από λίγες μέρες βρέθηκα σε ένα καφέ στο (αγαπημένο) Παγκράτι με τον Δημοσθένη Παπαμάρκο, τον έναν εκ των δύο συγγραφέων που διασκεύασαν το ποίημα του Κορνάρου. Γιατί μπορεί στο κόμικ να κυριαρχεί η εικονογράφηση, όμως ειδικά στην περίπτωση του «Ερωτόκριτου», ο Δημοσθένης Παπαμάρκος και ο Γιάννης Ράγκος αντιπαρατέθηκαν με την προσαρμογή και συμπύκνωση ενός επικού ποιήματος δέκα χιλιάδων στίχων σε διαστάσεις και ύφος κόμικ. «Για τη γλώσσα του Κορνάρου ότι και να πω είναι κλισέ - ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος είμαι που με συναρπάζει. Η ποιητική του Κορνάρου μου δημιουργεί δέος - η γλώσσα είναι σε πολύ υψηλό επίπεδο, κυλάει αβίαστα, ρυθμικά και το ποίημα των δέκα χιλιάδων στίχων είναι σφιχτοδεμένο, υψηλής αισθητικής και νοήματος. Δεν σε κουράζει ποτέ. Εμένα με συνάρπαζε από έφηβο και όταν το πρότεινα στον Γιώργο (Γούση) και τον Γιάννη (Ράγκο) το έκανα με επιφύλαξη, μήπως είμαι υποκειμενικός. Αλλά είναι πραγματικά ένα γραπτό έργο τέχνης- τα σχήματα λόγου που χρησιμοποιεί ο Κορνάρος, ο τρόπος που φωτίζει την κάθε λεπτομέρεια είναι αριστοτεχνικός». - Ο Κορνάρος γράφει στην μεσαιωνική ελληνική, την Κοινή; Ναι, είναι η Κοινή, στην κρητική της εκδοχή και διανθισμένη με δυτικές, βενετικές επιρροές. - Πως διαχειριστήκατε αυτά τα ελληνικά του 16ου αι., την γλώσσα του Κορνάρου; Το κρίσιμο ερώτημα, η βάσανός μας ήταν αυτή - σε ποια γλώσσα θα γράψουμε; Θέλαμε το έργο να είναι προσβάσιμο και από πιτσιρικάδες, οπότε η γλώσσα θα έπρεπε να είναι πιο κατανοητή. Ο Κορνάρος δε, γράφει σε γλώσσα που δε μπορούμε να καταλάβουμε αλλά σίγουρα έχει μια ιδιαιτερότητα, ειδικά αναγνώστες μικρότερων ηλικιών μπορεί να τους αποθαρρύνει. Και θεωρήσαμε ότι στο κόμικ μια γλώσσα ποιητική δεν λειτουργεί - δε σηκώνει κι άλλο έργο τέχνης «πάνω του», καταντά πολύ βαρύ. «Οπότε, τους διαλόγους, για να έχουν τη φυσικότητα που απαιτεί το μέσο τους ”φέραμε” σε μια νέα ελληνική, στρωτή, χωρίς νεολογισμούς, που, όμως, αποδίδει το περιεχόμενο των διαλόγων του πρωτοτύπου. Συμπυκνώσαμε το νόημα έχοντας τη μεγάλη βοήθεια της εικόνας. Χρειαζόμασταν όμως και αφηγητή- δεν χρειαζόταν να τον εφεύρουμε εμείς, γιατί αφηγητή έχει και ο Κορνάρος, υπήρξε όμως εκεί προβληματισμός αν θα έπρεπε να ”φέρουμε” τον δεκαπεντασύλλαβο του Κορνάρου στη νέα ελληνική, να ”μεταφράσουμε” τους στίχους και του αφηγητή, κρατώντας όμως το μέτρο τους. Εγώ ήμουν αντίθετος». - Γιατί; Ένα μεταφρασμένο απόσπασμα σε ποιητικό λόγο δεν μπορεί να αγγίξει το ύφος του Κορνάρου. Και θα ήταν κρίμα να το χάσουμε αυτό. Για να είμαστε σίγουροι, το δοκιμάσαμε- «μετέφρασα» στίχους από την μεσαιωνική του Κορνάρου, στην νέα ελληνική. Το αποτέλεσμα δεν ήταν καλό. Τελικά αποφασίσαμε ο αφηγητής, οι λεζάντες μας δηλαδή, να κρατήσουν την γλώσσα του Κορνάρου, επιλέγοντας και ενώνοντας μεταξύ τους σε δίστιχα, σκόρπιους στίχους από όλο το ποίημα. Έχε υπόψη ότι ούτως ή άλλως είχαμε συμπυκνώσει στο σενάριο σκηνές και επεισόδια του ποιήματος, επομένως έπρεπε να γίνει ένα ανάλογο μοντάζ και στον λόγο. Μπορεί να χρειαζόταν μια προσαρμογή, να «πειράξουμε» μια λέξη που επαναλαμβανόταν αλλά τα περισσότερα σημεία (και λέξεις) έμειναν ατόφια. Έχουμε περίπου 80 στίχους και οι αλλαγές είναι τρεις ή τέσσερις. - Άρα κρατήσατε την γλώσσα του Κορνάρου όσον αφορά την αφήγηση (στις λεζάντες). Ναι. Η ιδιαίτερη γλώσσα των λεζαντών δε «χτυπάει» άσχημα, είναι η γλώσσα του αφηγητή λίγο ανοίκεια αλλά τελικά βοηθά τον αναγνώστη να μπει στο setting. - Φτιάχνει ατμόσφαιρα. Ακριβώς. Ταιριάζει με την εικόνα, που είναι μια μίξη αρχαίας Ελλάδας, Βυζαντίου, δυτικού Μεσαίωνα και Αναγέννησης, σε μεσογειακό τοπίο. Η γλώσσα του Κορνάρου λειτουργεί σαν συγκολλητική ουσία όλων αυτών των στοιχείων και «τσιμεντάρει» το τελικό αποτέλεσμα. - Να πούμε μερικά πράγματα για το έργο αλλά και τον ποιητή; Για τον «Ερωτόκριτο» και τον Βιτσέντζο Κορνάρο; Για τον Κορνάρο δεν ξέρουμε πάρα πολλά. Γεννήθηκε στη Σητεία στα μέσα του 16ου αι. και πέθανε το 1613 στον Χάνδακα (Ηράκλειο). Η οικογένειά του ήταν βενετσιάνικης, αριστοκρατικής καταγωγής αλλά εντελώς εξελληνισμένη. Ο Κορνάρος είναι ένας Κρητικός λόγιος που γράφει στην τοπική διάλεκτο της λαϊκής ελληνικής γλώσσας της εποχής. Ο «Ερωτόκριτος» δημοσιεύτηκε πρώτη φορά το 1713, τυπώθηκε στη Βενετία εκατό χρόνια μετά τον θάνατο του συγγραφέα του. Είχε διασωθεί από την προφορική παράδοση- ακόμα στην Κρήτη ξέρουν να το τραγουδούν γιαγιάδες που ’ναι αναλφάβητες. - Υπάρχει η άποψη ότι η μεσαιωνική και αναγεννησιακή ελληνική λογοτεχνία παρήγαγε σχετικά φτηνές απομιμήσεις. Ναι, γιατί τα πρότυπα ήταν δυτικά. Και ο «Ερωτόκριτος» έχει βασιστεί σε ένα γαλλικό ποίημα, το «Παρίσι και Βιέννη» (Paris et Vienne). Όμως ο Κορνάρος δεν το έχει διασκευάσει απλά, έχει φτιάξει ένα ανώτερο, αυθύπαρκτο έργο που αφορά το ελληνικό κοινό της εποχής. Το εξώφυλλο του κόμιξ «Ερωτόκριτος» από τις Εκδόσεις Polaris (2016) Πηγή
  7. ΕΚΔΟΤΙΚΕΣ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΕΣ ΣΕ ΕΝΑ ΞΕΧΩΡΙΣΤΟ ΕΙΔΟΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ Κόμικς αλά… Κρητικά! Aπό την “Ιστορία της Κρήτης”, στον “Ερωτόκριτο” και από εκεί στον “Αστερικάκη”, το κόμικ έχει προσαρμοστεί στην ιστορία, τη γλώσσα, τον πολιτισμό της Κρήτης. Πολλές οι ανάλογες και ιδιαίτερα αξιόλογες προσπάθειες τα τελευταία χρόνια, μέσα από το πενάκι εξαιρετικών εικονογράφων και συγγραφέων. Για αυτές τις δουλειές μιλάμε με τους δημιουργούς τους αναζητώντας περισσότερα στοιχεία για το κεφάλαιο: Κρήτη και κόμικς. Μια…“κουζουλή” προσπάθεια για την Ιστορία του νησιού Απλή, κατανοητή, συμπυκνωμένη, διδακτική και άκρως διασκεδαστική είναι η προσπάθεια απόδοσης της ιστορίας της Κρήτης ,από τη δημιουργία του κόσμου μέχρι και σήμερα, όπως αποτυπώνεται στο ομώνυμο κόμικ “Η Ιστορία της Κρήτης” του Παναγιώτη Γιάκα. Η πρώτη έκδοση έγινε πριν από δύο χρόνια και λόγω της επιτυχίας ακολούθησε και άλλη συμπληρωμένη και πιο βελτιωμένη. Ο ίδιος ο συγγραφέας μιλώντας στις “διαδρομές” σημειώνει ότι πρόκειται για «μια κουζουλή προσπάθεια» καθώς χρειάστηκαν 7 χρόνια για να συγκεντρώσει το απαραίτητο υλικό και να ξεκινήσει την εικονογράφηση, τη συγγραφή των κειμένων και τη σύνθεση τους. “Κουζουλή” μεν αλλά σίγουρα εξαιρετική η δουλειά αφού το κόμικ έχει πολύ μεγάλη επιτυχία σε ανθρώπους όλων των ηλικιών και έχει αγκαλιαστεί τόσο από τους Κρητικούς όσο και από ανθρώπους εκτός του νησιού. Πώς όμως αποφάσισε να κάνει εικονογραφημένο κόμικ την Ιστορία της Κρήτης είναι το πρώτο μας ερώτημα; «Εμπνευση ήταν η ίδια η ιστορία της Κρήτης! Είναι πολύ συναρπαστική αφού λόγω του περιορισμένου γεωγραφικού χώρου του νησιού οι ιστορίες μπλέκονται μεταξύ τους ξανά και ξανά. Επίσης είναι πολύ έντονα τα στοιχεία της μυθοπλασίας. Είναι πραγματικά πολύ ενδιαφέρον στην ίδια ιστορία να μπορώ να εμπλέκω τον Μινώταυρο, τον Καζαντζάκη, τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο! Αυτή η μαγεία παρά τον όγκο της πληροφορίας και της βιβλιογραφίας ήταν αυτή που με έκανε να αποφασίσω να δουλέψω και να ερευνήσω. Ηθελα να έχει έντονο και το στοιχείο του χιούμορ και με ενδιέφερε επίσης τα ιστορικά στοιχεία να είναι όσο το δυνατόν πιο αντικειμενικά. Προσπάθησα να είμαι ιστορικά σωστός και να ψάξω για το θέμα της Τουρκοκρατίας π.χ. και τουρκικές πηγές για να δω πώς έβλεπαν και εκείνοι την παρουσία τους στην Κρήτη». Οι δυσκολίες που αντιμετώπισε ο συγγραφέας – εικονογράφος πολλές. Ισως η πιο σημαντική λέει σήμερα «το να το αποφασίσω ότι θα φτιάξω ένα βιβλίο – κόμικ. Για 7 χρόνια μάζευα υλικό από τα αναγνώσματά μου και δυσκολευόμουν πολύ να κάνω το ξεκαθάρισμα καθώς υπάρχει τόσο πολύ υλικό που μου φαινόταν “βουνό” το να ξεκινήσεις να μπεις στη διαδικασία να το κάνεις κόμικ. Επίσης ήθελα να είμαι σωστός και τα στοιχεία μου να είναι διασταυρωμένα. Γνώριζα ήδη αρκετά για το Μινωικό πολιτισμό και την Κρητική μυθολογία αφού ήταν μια περίοδος που με ενδιέφερε πολύ. Ξεκίνησα λοιπόν από εκεί που “πατούσα” σχετικά εύκολα. Το κομμάτι της Οθωμανικής κατάκτησης ήταν “λεπτό” και δύσκολο ζήτημα και χρειαζόταν να το αντιμετωπίσω με μεγάλη σοβαρότητα, και φυσικά το τμήμα του Β’ Παγκοσμίου πολέμου είχε τη δυσκολία του αφού πολλοί άνθρωποι που είχαν ζήσει τα γεγονότα είναι ακόμα εν ζωή». Ιδιαίτερα κρίσιμη και η εικονογράφηση για την οποία ο συγγραφέας ακολουθεί μια πολύ ενδιαφέρουσα τακτική προσαρμόζοντάς την ανά ιστορική περίοδο. «Στη Μινωική εποχή χρησιμοποιώ ως πρότυπο τη Μινωική εικονογράφηση έτσι όπως αποδίδεται στα ευρήματα που έχουμε από αυτήν την περίοδο. Για τη βυζαντινή εποχή το σκίτσο μου “πατάει” στα βυζαντινά χειρόγραφα, στην οθωμανική στον Τούρκικο τρόπο εικονογράφησης και φτάνοντας στο Β’ Παγκόσμιο πόλεμο προσπαθώ να διαμορφώσω το σκίτσο μου έτσι ώστε να φαίνεται σαν ασπρόμαυρη φωτογραφία αφού η ασπρόμαυρη φωτογραφία είναι το βασικό τεκμήριο της εποχής εκείνης». Το κόμικ κυκλοφόρησε από τις Cretan comics των εκδόσεων Καραγιαννάκη στο Ρέθυμνο, μια τολμηρή επιλογή που δικαιώθηκε. Ρωτάμε για ιδιαίτερα σχόλια που άκουσε ή και για κάποιους προβληματισμούς που κατατέθηκαν ως προς το περιεχόμενο από ανθρώπους που διάβασαν το “Η Ιστορία της Κρήτης”. «Για μένα το πιο περίεργο ήταν αυτό που μου συνέβη να ακούω δηλαδή στο δρόμο ανθρώπους να μιλούν για το βιβλίο και να εκφράζονται με ενθουσιασμό για αυτό σε άλλους που δεν το γνώριζαν. Αυτό ήταν πραγματικά κάτι φανταστικό. Οι περισσότεροι προβληματισμοί που κατατέθηκαν είχαν να κάνουν με το κομμάτι του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου καθώς είναι ακόμα νωπό και υπάρχουν πολλά ανοικτά ζητήματα από τότε» απαντάει ο κ. Γιάκας, συμπληρώνοντας πως η επιτυχία του κόμικ εκτός Κρήτης αλλά και του ότι στα χέρια τους το πήραν άνθρωποι ηλικίας από 7 έως 77 ετών είναι σημάδια χαρακτηριστικά της ποιότητας του. Eνας ξεχωριστός Ερωτόκριτος! 10.012 δεκαπεντασύλλαβοι ομοιοκατάληκτοι στίχοι στην Κρητική διάλεκτο μιας έμμετρης μυθιστορίας των αρχών του 17ου αιώνα ζωντανεύουν σε 449 έγχρωμα καρέ μιας εικονογραφημένης ιστορίας του 21ου αιώνα. Πρόκειται για τον γνωστό σε όλους μας “Ερωτόκριτο” του Βιτσέντζου Κορνάρου, το κορυφαίο κείμενο της Κρητικής Αναγέννησης που “ξαναγεννήθηκε” με το πενάκι του ταλαντούχου κομίστα Γιώργου Γούση ο οποίος το εικονογράφησε με την βοήθεια του διηγηματογράφου, ιστορικού Δημοσθένη Παπαμάρκου και του ερευνητή, συγγραφέα Γιάννη Ράγκου. Και οι τρεις δημιουργοί μέσα από τις σελίδες του graphic novel που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Polaris, είχαν ως στόχο να αναδείξουν τον συναρπαστικό κόσμο του εμβληματικού έργου της Κρητικής Αναγέννησης, αλλά ταυτόχρονα και το πνεύμα του συγγραφέα του στοχεύοντας κυρίως στο νεανικό κοινό. Για το δύσκολο αλλά εντυπωσιακό εγχείρημα μίλησε στις “διαδρομές” ο Γιώργος Γούσης, ο οποίος εικονογράφησε τον Ερωτόκριτο. Όπως λέει ο ίδιος «αρχικά μας προτείνανε από τις εκδόσεις Polaris να διασκευάσουμε ένα κλασικό έργο της ελληνικής λογοτεχνίας σε κόμικς. Και ψάχνοντας να βρούμε ποιο θα ταίριαζε πιο πολύ στο να διασκευαστεί σε κόμικς, απορρίπτοντας διάφορα, φτάσαμε στον Ερωτόκριτο το οποίο επιλέχτηκε για δύο λόγους: επειδή είναι ένα έργο που ανήκει στον χώρο της φαντασίας στη λογοτεχνία που διαδραματίζεται σε ένα σύμπαν το οποίο δεν είναι σαφές και ιστορικά ορισμένο. Ο Κορνάρος δεν περιγράφει με μεγάλη ακρίβεια ούτε τους χώρους ούτε τα πρόσωπα και αυτό μας έδινε την δυνατότητα να φτιάξουμε έναν κόσμο φανταστικό με ελληνικά στοιχεία με τον ίδιο τρόπο που έκανε ο συγγραφέας παίρνοντας στοιχεία από την Αναγέννηση, το Βυζάντιο, την Αρχαία Ελλάδα ώστε να φτιάξει ένα κράμα. Ετσι κάναμε κι εμείς στις εικόνες πια. Επίσης το επιλέξαμε γιατί έχει αρκετή εξωτερική δράση, έχει μάχες, σκηνές ωραίες για να εικονοποιηθούν». Η μεγαλύτερη δυσκολία για τον εικονογράφο ήταν σύμφωνα με τον ίδιο το εξής: «επειδή θα προσπαθούσα να κάνω αυτό το κολάζ διάφορων εποχών σε μία, η δυσκολία ήταν να μην βγει παράταιρο αποτέλεσμα, να μην έχει ωραία αισθητική, κιτς. Θέλαμε αυτή η διασκευή να είναι όσο πιο κοντά γίνεται στο πρωτότυπο κείμενο και στη λογική του Κορνάρου, δηλαδή στο ότι είναι ένα έργο φανταστικό. Προσφύγαμε στις Εικαστικές Τέχνες, στη Γλυπτική και στην Αρχιτεκτονική για να βρούμε τι ήταν αυτό που συνέδεε τις Τέχνες από εποχή σε εποχή, πώς είχαν επηρεαστεί οι Βυζαντινοί από τους Αρχαίους, οι Αναγεννησιακοί από τους Αρχαίους και τους Βυζαντινούς. Προσπάθησα να βρω αυτό το νήμα που συνδέει όλες αυτές τις Τέχνες ώστε να τα… κολλήσω κάπως μεταξύ τους και να εμφανιστούν σαν ένας κόσμος που δεν υπήρξε ποτέ αλλά δεν θα φαινόταν παράταιρος». Για την εικονογράφηση των δύο βασικών Αναγεννησιακών χαρακτήρων του Ερωτόκριτου και της Αρετούσας ο Γιώργος Γούσης, επεσήμανε ότι βασίστηκε στις λεπτομέρειες της Αναγέννησης π.χ στα πρότυπα της ομορφιάς, του κάλλους, της ρώμης. «Προσπάθησα να βρω δυο αρχετυπικές μορφές κάλλους και έφτασα στα ελληνικά αγγεία, στις ζωγραφιές από τα αγγεία όπου με πολύ απλές γραμμές έχουν πετύχει μια όμορφη απεικόνιση της εξωτερικής εμφάνισης ενός ανθρώπου. Οπότε επέλεξα ο Ερωτόκριτος και η Αρετούσα να είναι επηρεασμένοι από την αρχαιοελληνική αγγειογραφική ζωγραφική». Για τον ταλαντούχο κομίστα όσο πιο πειστική ήταν η εικονογράφηση του Ερωτόκριτου τόσο πιο πιθανό θα ήταν οι αναγνώστες και ειδικά τα νέα παιδιά, να αναζητήσουν το πρωτότυπο κείμενο του Β. Κορνάρου.« Ειδικά τα νέα παιδιά έχουν μια μεγαλύτερη τάση προς τις εικόνες που διευκολύνει την ανάγνωση και βοηθά να αναπτύξουν τη φαντασία τους, επειδή το έργο αυτό έχει να κάνει με το φανταστικό που αρέσει στα παιδιά όπως είναι και ο Αρχοντας των Δαχτυλιδιών, οι Πειρατές της Καραϊβικής, το Game of Thrones. Επειτα τα εντυπωσιακά χρώματα, οι ατμόσφαιρες, οι μάχες, οι έρωτες είναι κάτι που συγκινεί κάθε αναγνώστη. Νομίζω ότι ο Ερωτόκριτος από μόνος του -ως έργο- γοητεύει οποιονδήποτε. Απλά εμείς προσπαθήσαμε να είναι και πιο σύγχρονο παραμύθι με κόμικς. Η χαρά μας θα ήταν να αποτελέσει το έναυσμα για να διαβαστεί το πρωτότυπο κείμενο του Β. Κορνάρου» σημείωσε ο Γ. Γούσης που τώρα ετοιμάζει ένα νέο graphic novel με θέμα μια ιστορία στα βουνά της Ηπείρου των αρχών του προηγούμενου αιώνα. O Αστερικάκης σε νέες περιπέτειες Ο Αστερίξ που με κάθε ευκαιρία αναστατώνει τις ρωμαϊκές λεγεώνες μοιράζοντας χωρίς φειδώ καρπαζιές στους κατακτητές, δεν χρειάζεται συστάσεις. Ως Αστερικάκης όμως στην περιπέτεια “Το σπαθί και το τραντάφυλλο” έγραψε μία από τις πιο ξεχωριστές σελίδες της λαμπρής διεθνούς ιστορίας του μιλώντας… βαριά κρητικά! Στην ιδιαίτερη αυτή έκδοση των “Μαμούθ κόμιξ”, που κυκλοφόρησε το 2003, οι θρυλικοί “γονείς” του φημισμένου Γαλάτη πολεμιστή Γοσκίνιος (Goscinny) και Υδέρζιος (Uderzo) «κάνουνε νάκλι παλικαριές του Αστερικάκη». Πίσω από την κρητική διάλεκτο και προφορά του ήρωα, των γενναίων συμπολεμιστών του και των μονίμως ηττημένων αντιπάλων τους, βρίσκεται ο Ιεραπετρίτης εκπαιδευτικός Μιχάλης Πατεράκης. Δυστυχώς, παρά τις προσπάθειές μας δεν έγινε δυνατό να επικοινωνήσουμε μαζί του ώστε να μας αφηγηθεί τη δική του εμπειρία και προσπάθεια να δώσει τη ντοπιολαλιά της ανατολικής Κρήτης στον καταξιωμένο πολεμιστή. Σε κάθε περίπτωση, ο Αστερικάκης κερδίζει το αναγνωστικό κοινό τόσο με το θάρρος και την αποφασιστικότητά του όσο και με της κρητικές ατάκες του. Η αδούλωτη γαλατική ψυχή παντρεύεται μοναδικά με την ατίθαση και ανυπότακτη ψυχοσύνθεση των Κρητικών και το αποτέλεσμα είναι συναρπαστικό και συγχρόνως ξεκαρδιστικό. Αλλά ας τα πάρουμε τα πράγματα από την αρχή: «Είμαστε στα 50 π.Χ. Ολάκερη τη Γαλατία οι Ρωμαίοι τη-ν-έχουνε ποταγμένη… Ολάκερη είπα; Ψόματα! Ενα χωργιό κακοπόταχτων Γαλατών δεν το ‘βαλε και δεν το βάνει κάτω. Η ζωή για τσι Ρωμαίους Λεγεωνάριους στα παβιόνια του Βαβάο, Ακουάριο, Λαβδάνο και Πετιβόνο, που ’ναι ατσιπάδες στις ντάπιες, δεν είναι και πολλά εύκολη»… Πηγή
  8. Ένας συντάκτης του Luben κάνει μια λίστα με τα 10 πιο αγαπημένα του κόμιξ Ζούμε στην εποχή του γρήγορου ίντερνετ και του online comic, όποτε θα πει κάνεις, ρε ψηλέ ποιος ο λόγος να αρχίσω μια συλλογή από κόμιξ, αφού μπορώ να βρω τα περισσότερα online; Οι λόγοι, ειδικότερα όταν μιλάμε για τα ελληνικά κόμιξ, συνοψίζονται στους εξής τρεις : Πρώτον, με το να αγοράζεις ένα κόμικ, στηρίζεις τον δημιουργό του και τον βοηθάς να συνεχίσει αυτό που κάνει και οικονομικά και ψυχολογικά, δεύτερον τα περισσότερα ελληνικά κόμιξ δεν βρίσκονται ούτως η άλλως online και ακολουθούν πιο underground διαδρομές και τρίτο γιατί αλλιώς είναι να πάρεις το κόμιξ σου στα χεριά σου, να νιώσεις τις σελίδες του και να μυρίσεις το άρωμα του, πώς να το κάνουμε; Με αφορμή το επερχόμενο Comicdom Festival που ξεκινάει την Παρασκευή 7/4 ακολουθεί μια λίστα με τα 10 αγαπημένα μου ελληνικά κόμιξ. Σίγουρα έχω ξεχάσει πολλά και εννοείται ότι δεν υπάρχει κάποιο ranking. Γιάννης Καλαϊτζής – Τσιγγάνικη ορχήστρα (1984) Το πρώτο κόμικ του πρόσφατα εκλιπόντα Γιάννη Καλαϊτζή (1945-2016) θεωρείται και όχι άδικα από πολλούς ως το καλύτερο ελληνικό κόμιξ. Στην τσιγγάνικη ορχήστρα βλέπουμε την Αθήνα της δεκαετίας του ’80 μέσα από ένα ψυχεδελικό πρίσμα που ρέπει προς το χάος. Πρωταγωνιστής είναι ο ίδιος ο Καλαϊτζής που κινείται σε μια φανταστική ασπρόμαυρη πραγματικότητα, μπερδεύοντας την αλήθεια με τον υπερρεαλισμό που αναδίδει η τσιμεντένια τρέλα της πρωτεύουσας. Μια τρέλα που δεν φαίνεται να έχει αλλάξει και τόσο πολύ από τότε. Ένα βαλκανικό πανηγύρι, ένας αστικός διονυσιασμός από αυτούς που τόσο πολύ αγαπούσε ο Καλαϊτζής. Ηλίας Κυριαζής – Μανιφέστο (2005) Ο Ηλίας Κυριαζής αποτελεί ένα από τα πιο αξιόλογα τεκνά του γνωρίσαμε από το ένθετο περιοδικό κόμιξ της Ελευθεροτυπίας, το “9”. Εκεί ξεκίνησε την σειρά ημι-αυτοαναφορικών ιστοριών με τίτλο “Μανιφέστο” που κατέληξαν στο ομώνυμο κόμικ. Το “Μανιφέστο” ήταν για την γενιά των εναλλακτικών 20άρηδων της εποχής ένας αντικατοπτρισμός της ζωής τους καθώς μοιράζονταν με τους πρωταγωνιστές του κοινές εμπειρίες, όνειρα και φιλοδοξίες. Αν το διαβάσεις ξανά τώρα, (εκδόθηκε ξανά σε deluxe εκδοσή το 2015) θα σε ταξιδεύει σίγουρα πίσω σε αυτά τα αθώα χρόνια που τα προβλήματα ήταν τελείως άλλης φύσης. Βασίλης Λώλος – Γεννήτρια (2004) Η “Γεννήτρια” είναι το πρώτο ολοκληρωμένο κόμικ του Βασίλη Λώλου, ενός ακόμα παιδιού που μπήκε στην ελληνική κοινότητα των δημιουργών κόμιξ μέσω του “9”. Ένα πολύ πειραματικό, σκοτεινό κόμικ με μάνγκα αισθητική και σενάριο εμπνευσμένο από τους μεγάλους κλασσικούς της χόρορ λογοτεχνίας όπως ο Πόε και ο Λάβκραφτ. Ο ήρωας της ιστορίας είναι ένας στρατιώτης του πρώτου παγκόσμιου πολέμου που έχει χαθεί μέσα σε έναν γοτθικό λαβύρινθο γεμάτο με απόκοσμα πλάσματα, ψάχνοντας να βρει αν ζει σε έναν εφιάλτη του ή αν απλά έχει μεταφερθεί σε κάποια άλλη διάσταση. Πέτρος Χριστούλιας – Γυρνώ σαν νυχτερίδα (2014, σειρά) Πώς θα ήταν ο Μπάτμαν αν ένα τερτίπι της μοίρας τον έκανε να μεγαλώσει αντί για την Γκόθαμ, στον Περαία του 1950; Ο Πέτρος Χριστούλιας το φαντάστηκε και έβαλε τον πάμπλουτο υπερήρωα να περιδιαβαίνει τα στενά της Τρούμπας με το Μπάτμομπιλ του και να πίνει ρετσίνες στα καπηλιά απολαμβάνοντας τα λαϊκά τραγούδια της εποχής. Περιπέτειες, τσαμπουκάδες, έρωτες, μπουζουκοπενιές και αρχοντοζεϊμπεκιές με πρωταγωνιστή έναν μόρτη αντι-ήρωα με φόντο στο λιμάνι του Πειραιά. Αντώνης Βαβαγιάννης – Κουραφέλκυθρα (2014, σειρά) Ο Αντώνης Βαβαγιάννης με το απλό, δωρικό του σχεδιαστικό στυλ σχεδιάζει όμορφες σουρεαλιστικές ιστορίες ακατάπαυστα από το 2008. Μικρές συνεχόμενες ιστορίες όπως ο πολυλογάς θείος Αιμίλιος ή ο μονίμως προβληματισμένος Κύριος Κλιάφας αλλά και αυτοτελή καρέ που πάντα κρύβουν μια καμμένη ανατροπή συνθέτουν τον ανατρεπτικό κόσμο των Κουραφέλκυθρων. Γιώργος Γούσης – Δημοσθένης Παπαμάρκος – Γιάννης Ράγκος – Ερωτόκριτος (2016) Ο Δημοσθένης Παπαμάρκος σε συνεργασία με τον συγγραφέα Γιάννη Ράγκο διασκευάζουν τον κλασσικό Ερωτόκριτο του Βιντσέντζου Κορνάρου και ο Γιώργος Γούσης αναλαμβάνει να το εικονογραφήσει. Ένα ερωτικό παραμύθι που γράφτηκε τον 17ο αιώνα εξελίσσεται στην αρχαία Αθήνα. Το γλαφυρό σχέδιο του Γούση σε συνδυασμό με το εξαιρετικό λυρικό κείμενό που είναι αυστηρά βασισμένο στο αρχικό συντελούν ένα εξαιρετικό επικό κόμικ που κάθε φορά που το ξαναπιάνεις, ανακαλύπτεις και κάτι καινούργιο. Τασμάρ (Τάσος Μαραγκός) – Κρακ (2007, σειρά) Η ενηλικίωση για έναν μεταλλά στην ελληνική επαρχία των 90ς ήταν σίγουρα δύσκολη άλλα συγχρόνως, όπως βλέπουμε στο “Κρακ“, μπορούσε να είναι και πολύ αστεία. Μέσα από την ιστορία ενηλικίωσης του 17χρονου Μάρκου Δεμάρκου και της παρέας του στην Σύρο, ο Τασμάρ μας εκθέτει τις καταστάσεις που ζούσε πάνω κάτω ο κάθε νεαρός που ζει στην ελληνική επαρχία και ακολουθεί ένα συγκεκριμένο lifestyle που περιλαμβάνει μακριά μαλλιά, χέβι μέταλ και ναρκωτικά (ελαφρά). Πιτσιρικάδες που παρότι θεωρούνται παρακατιανοί από τους γύρω τους, ερωτεύονται, χαβαλεδιάζουν, την πατάνε και συνεχίζουν μέχρι να ξεφύγουν από τα δεσμά που τους επιβάλει η συντηρητική τους κοινωνία. Στα τελευταία τεύχη της σειράς η φάση ξεφεύγει και η ιστορία γίνεται comic horror εμπνευσμένο από τα βάθη των b' movies των 80ς. Λέανδρος: Παρίας (1999) Σε μια δυστοπική πόλη, που μοιάζει πάρα πολύ με την Αθήνα, ξετυλίγεται μια Sci Fi ιστορία στην οποία το πρώτο ρόλο έχει ο Παρίας, ένας τυπάς ντυμένος σαν μέλος της επαναστατικής ομάδας του Εμιλιάνο Ζαπάτα. Ο Παρίας εμφανίζεται από το πουθενά για να κόψει τα κεφάλια της Λερναίας Ύδρας που λέγεται σύστημα. Μια ιστορία επανάστασης για έναν πόλεμο που δεν τελειώνει ποτέ, ένα μηδενιστικό αφήγημα για μια χαμένη υπόθεση. To αναρχοpunk σχέδιο του Λέανδρου δίνει ζωή σε μια ιστορία με πολύ αίμα και πολλές χριστοπαναγίες που αρμόζουν σε μια κοινωνία που δεν περιμένει καμιά λύτρωση. Παναγιώτης Πανταζής – Common Comics (2007, σειρά) Στα Common Comics o Pan Pan μας εξιστορεί την ιστορία του Οδυσσέα, της Ουλένκα και του Βασίλη, τριών νέων ανθρώπων που ζουν στην αφιλόξενη Αθήνα και προσπαθούν να βρουν το νόημα της ζωής μέσα στην ρουτίνα της μεγαλούπολης. Ποιητικές καθημερινές ιστορίες επιβίωσης με φόντο το αστικό περιβάλλον, ένας αγώνας ενάντια στην μιζέρια του γκρίζου που οι πρωταγωνιστές του κόμικ δεν αφήνουν να τους πνίξει. Τα περισσότερα από αυτά τα κόμιξ θα είναι διαθέσιμα στο Comicdom Athens 2017. Και το σχετικό link... ΥΓ. Δέκα κόμικς αναφέρει ο αρθρογράφος και εννιά αναγράφει...
  9. Ερωτόκριτος Καρέ - Καρέ Πως το λυρικό ποίημα του Βιτσέντζου Κορνάρου έγινε graphic novel. του Σπύρου Γιαννακόπουλου Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό των Μινωικών Γραμμών: Minoan Wave και στο τεύχος: Καλοκαίρι 2016/Άνοιξη 2017 Το περιοδικό είναι διαθέσιμο δωρεάν στα περίπτερα πώλησης εισιτηρίων και στα πλοία της εταιρείας. Διαθέσιμο και σε ηλεκτρονική μορφή στο site της εταιρείας: http://www.minoan.gr/en/brochures/4553/minoan-wave-summer-2016-spring-2017
  10. Ο συν-δημιουργός του κόμικ της χρονιάς μας δίνει το απόλυτο commentary του έργου του. “Θέλαμε να κάνουμε κάτι που να ξεφύγει από τα στενά όρια της διασκευής,” μου λέει ο Γιώργος Γούσης καθώς ξεφυλλίζουμε τον τόμο του ‘Ερωτόκριτου’, το οποίο συνέγραψε (μαζί με το Δημοσθένη Παπαμάρκο και Γιάννη Ράγκο) και σχεδίασε για λογαριασμό των Εκδόσεων Polaris. “Όταν σκεφτόμασταν ποιο κείμενο θα κάναμε είχαμε απορρίψει διάφορα γιατί δεν είχαν κάτι να δώσουν στο μέσο. Ο ‘Ερωτόκριτος’ είχε,” εξηγεί ο Γούσης, δικαιολογώντας το γιατί ήταν ο Κορνάρος που έκανε τη διαφορά για αυτούς. “Κατάλαβα ότι αυτός ο άνθρωπος όταν το έγραφε είχε ένα όραμα πολύ πιο γενικό από το να γράψει απλά ό,τι ήταν αυτό που γραφόταν στην εποχή του.” Ίσως αυτό εξηγεί εν μέρει και το γιατί η έκδοση αυτή έχει συναντήσει τόσο μεγάλη, άμεση επιτυχία. (Είναι πολλά πράγματα φυσικά. Η άρτια επιμέλεια και η συγγραφική δουλειά από ένα έξοχο τιμ. Η προσεγμένη έκδοση σε φτηνή τιμή, μόλις 10 ευρώ. Το εξαιρετικό αισθητικό αποτέλεσμα που ξεπερνά τα στάνταρ μιας τυπικής ‘κομιξικής διασκευής’.) Η αίσθησή μου διαβάζοντας τον ‘Ερωτόκριτο’ δεν ήταν πως έχω να κάνω με μια ακόμα ‘Κλασικά Εικονογραφημένα’ περίπτωση, αλλά με ένα έργο που στο μεγαλύτερο μέρος του δεν πρόδιδε καν την εξω-κομιξική προέλευσή του. Το βιβλίο αυτό είχε το ρυθμό, την αίσθηση, το λουκ ενός κανονικού κόμικ, δε νιώθεις σα να διαβάζεις μια περίληψη πραγμάτων που βρίσκονται αλλού, με τα γνωστά τεράστια επεξηγηματικά κουτάκια και τα ατελείωτα κείμενα. Η πρώτη στιγμή εντυπωσιασμού ήρθε στην πρώτη κιόλας σελίδα, με αυτή τη φανταστική χρωματική παλέτα νύχτας που έδωσε με το καλημέρα (ή το καλησπέρα τελοσπάντων) ένα σαφή αισθητικό τόνο. Ο Γούσης μου εξήγησε αναλυτικά τη διαδικασία του πώς βρήκαν με τον Παναγιώτη Πανταζή (για χρόνια συνεργάτες) τον κατάλληλο τόνο και το πώς υπογραμμίζεται άμεσα το ύφος της ιστορίας. Κι από εκεί, ξεφυλλίζοντας το βιβλίο σελίδα-σελίδα, ο Γούσης μας ανέλυσε, σα να επρόκειτο για τον ηχητικό σχολιασμό στο DVD μιας ταινίας, πώς δημιουργήθηκε κάθε σκηνή-κλειδί του έργου, και τι κρυβόταν πίσω από πολλές αισθητικές ή σκηνοθετικές επιλογές του. “Αλλά όλα αυτά είναι μέσα στου ‘Ερωτόκριτου’ το κείμενο,” καταλήγει. “Εμείς απλά κάπως τα φωτίσαμε. Με τη ματιά του σήμερα.” Αυτός είναι ο σχολιασμός κάθε σκηνής. Όπως και με την περίπτωση του commentary σε μια ταινία, εξυπακούεται πως συζητούνται σκηνές μέχρι και το τέλος της ιστορίας, οπότε το ιδανικό θα ήταν να έχετε διαβάσει ήδη το κόμικ. Κάντε το, ο ‘Ερωτόκριτος’ είναι μια τέλεια προσθήκη για τη βιβλιοθήκη σας, όσο και ιδανικό για δώρο. Η ΝΥΧΤΑ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ “Σκέφτηκα για την Αθήνα πως, σε μια τέτοια πόλη αφού δεν υπάρχει ηλεκτρισμός, θα είχε ατμόσφαιρα βαθιά. Η αθηναϊκή νύχτα έχει ξάστερο ουρανό και κάπως ισορροπούσε. Κι ουσιαστικά απεικονίζεται η θλίψη του κανταδόρου, έτσι το φαντάστηκα. Βγαίνει τη νύχτα και κάνει καντάδα σε μια κοπέλα που ελπίζει να τον ακούσει. Είναι ρομαντισμός, αλλά στη μελαγχολική του έκφανση. Είναι μια ιστορία που δεν έχει λιβάδια όπου τρέχουν κι αγαπιούνται.” “Σκέψου, ο Κορνάρος δεν περιγράφει πουθενά σκηνογραφία. Δηλαδή αυτή τη σκηνή παρακάτω που κάνουν τα κρυφά ραντεβού, τη φανταζόμουν πάντα με τη λογική ότι αυτός είναι πιο κάτω από εκείνην και προσπαθεί με αυτό τον τρόπο σα να σκαρφαλώνει τα βράχια. Προσπαθεί να τη φτάσει από το παράθυρο, κι αυτό μοιάζει με φυλακή. Είναι σα να προσπαθεί να μπει. Σα να είναι ελεύθερος και να μην είναι. Ένα μυστήριο πράγμα. Σαν μια φυλακή του έρωτα που αυτός προτιμά να είναι εκεί μέσα, παρά να είναι έξω.” ΣΑΝ ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΕΦΗΒΟΙ “Όταν φτάνει η ιστορία στην κοπέλα ήθελα να φαίνεται σαν κάτι σύγχρονο, σαν μια έφηβη του σήμερα. Τη βλέπεις να τεντώνεται στο κρεβάτι, κάνει σα να κοιτάει το κινητό. Θα μπορούσε να έχει ένα iPad στο χέρι.” “Και στην σκηνή που είναι στο δωμάτιου εκείνου, που αράζουν κι αυτός κοιμάται στο πάτωμα, βλέπεις εκεί γύρω ένα λαούτο, βλέπεις σπαθιά. Ο τύπος είναι έφηβος μποέμ, το σπίτι του είναι εντελώς τηλεοπτικό. Σχεδόν βλέπεις κουτάκια μπύρας.” ΦΙΓΟΥΡΕΣ ΑΠΟ ΑΓΓΕΙΑ “Το πρώτο μου πρόβλημα ήταν πώς θα απεικονίσω τους δύο πρωταγωνιστές. Υπάρχει μια απεικόνιση του Θεόφιλου που έχουν μουστάκι και ξανθιά μπούκλα. Ήθελα κάτι αρχετυπικά Ελληνικό, να είναι δύο εντελώς μεσογειακές φιγούρες. Το πιο κοντινό ήταν των αγγείων οι μορφές αλλά δεν ήθελα να είναι και κλασικό. Οπότε έκανα το ανάποδο αγγείο που είναι όλο μαύρο. Υπάρχει το μελανόμορφο αγγείο που είναι άσπρο background και μαύρη φιγούρα και υπάρχει ερυθρόμορφο που είναι το αντίθετο. Εγώ το μαύρο το έβαλα μόνο στην τρίχα, είναι γυαλάδα, το πρόσωπο είναι σαν καραγκιόζης, όλο μαύρο. Το δοκίμασα να δω αν λειτουργεί και το κράτησα παντού. Και υπάρχει ελάχιστη σκιά. Αυτό θα ήταν hit ή θα ήταν miss.” Η ΜΑΓΙΣΣΑ “Η μάγισσα είναι εφεύρεση δικιά μας, δεν υπάρχει στο κείμενο. Ο Κορνάρος δεν δείχνει καν τη σκηνή. Αυτά τα τοπία, τα κτίσματα είναι στη Βόρεια Εύβοια στα βουνά πάνω, λέγονται Δρακόσπιτα, κανείς δεν ξέρει ποιος τα έφτιαξε. Στο πλαίσιο που θέλαμε όλα τα μέρη να είναι Ελληνικά, διαλέξαμε κάτι που να θυμίζει σπηλιά μάγισσας. Κι αυτή είναι μια κλασική φιγούρα μάγισσας, λίγο άφυλη.” “Θεώρησα ότι εφόσον έχει υπάρξει το φίλτρο, και υπάρχει η σκηνή που πάει ξανά στη μάγισσα, δε χρειάζονταν παραπάνω εξηγήσεις για την εμφάνιση του φίλτρου στο τέλος, θα ήταν τελείως πασιφανές. Αφού υπάρχει από την αρχή αυτό, δέχεσαι ότι υπάρχει μαγεία. Ότι αυτά γίνονται.” Ο ΛΑΟΚΟΩΝ “Είναι αναφορά στην αντίστοιχη ιστορία που είχε πάλι να κάνει με ένα γονέα κι ένα παιδί, που την έχει διώξει. Ο πατέρας εδώ είναι λίγο περίεργος χαρακτήρας, τη μία μπορεί να φανείς σοφός και την άλλη παράλογος. Η σκηνή που τρελαίνεται ο πατέρας μου αρέσει, και στο βιβλίο είναι ακόμα πιο απότομη, τρελαίνεται σε δευτερόλεπτα. Το κάνει όλο αυτό στα πλαίσία της εξουσίας της εποχής. Στο τέλος μαλακώνει πολύ.” BROMANCE “Μου αρέσει πολύ η σκηνή που είναι οι δυο φίλοι σε ένα μπαλκόνι και βλέπουν το λιμάνι. Μου αρέσει πολύ και σαν ρομαντική σκηνή, υπάρχει gay subtext. Αυτός είναι σα να έχει αισθήματα για τον Ερωτόκριτο. Είναι και η φωνή της λογικής. Είναι ο φίλος που λέει ‘έλα, ξεπέρνα το, αφού δε θα καταλήξει καλά’. Τον πιέζει να την ξεπεράσει. Γενικά όλοι οι χαρακτήρες θεωρούνται εκφάνσεις του Ερωτόκριτου. Αυτός είναι κάπως η συνείδησή του.” ΜΑΧΗ ΣΤΟΝ ΗΛΙΟ ΣΑΝ ΑΓΙΟΓΡΑΦΙΑ “Η μεγάλη μάχη είναι 7-8 σελίδες, σε δυο μέρη κιόλας. Εδώ εμφανίζεται ο Ερωτόκριτος αλλαγμένιος, και έπρεπε να είναι πειστικό ότι όντως σώζει το βασιλιά στη μάχη. Πρέπει να έχει μια πλοκή η μάχη, να φαίνεται πως όντως γίνεται πόλεμος. Η μονομαχία μετά είναι η κορύφωση του έργου, δε μπορούσαμε να δείξουμε τρεις γροθιές και μετά τέλος. Και δε μου αρέσει και καθόλου που βλέπεις μάχες και δεν ξέρεις τι γίνεται, σε σινεμά και σε κόμικς. Είχαμε δει και του Όμπεριν στο ‘Game of Thrones’ που ήταν και πωρωτικό και καταλάβαινες και μια πλοκή.” “Σκέφτηκα πώς θα είναι στον Ελληνικό ήλιο, σε αντίθεση με τα ιπποτικά της Αγγλίας που είναι βρεγμένα, μουντά. Εδώ θα ήταν πύρινη η φάση, θα έλιωναν στις πανοπλίες. Γι’αυτό το πύρινο το πράσινο του ήλιου. Είναι μια υπερβολή στα πλαίσια του να σε πείσει ένα παραμύθι. Είναι τελείως παράλογα τα χρώματα της μονομαχίας στο background. Πήγα πιο κοντά στα βυζαντινά, μια αγιογραφική απεικόνιση. Μόνο στρατιώτες οι οποίοι μάχονται μέχρι θανάτου.” “Πιο πολύ βασίστηκα στο να ακολουθώ ένα ρυθμό και τα χρώματα να δίνουν ένταση ή παύση, παρά να είναι ρεαλιστικά ή να βάζω από πίσω στρατιώτες. Ενώ μέχρι ένα σημείο βγάζει νόημα τι γίνεται, σταδιακά παύει, γιατί είναι πια σα να κάνουν έρωτα.” “Κι επίσης επίτηδες δεν έβαλα καθόλου σκηνή πανηγυρισμού για να μην περνάει ότι είναι μια νίκη. Έχουμε αλληλοσκοτωθεί, κανείς δεν κέρδισε, απλά με αυτό τον τρόπο έληξε ο πόλεμος. Δεν ήθελα να έχει κάτι το ηρωικό, ότι θριαμβεύσαμε. Και στο τέλος της ιστορίας αντίστοιχα πάλι δεν έχει πανηγύρι. Αυτό που αφορά το ζευγάρι λιγότερο είναι η εξουσία.” ΤΟ ΚΟΙΝΟ ΑΙΜΑ “Η κονταρομαχία νωρίς στην ιστορία είναι ένα πανηγυράκι που δε μας καίει και πολύ, απλά θέλουμε να κερδίσει ο Ερωτόκριτος. Ενώ εδώ ουσιαστικά παίζεται όλη η ιστορία. Το πολύ ενδιαφέρον για μένα είναι ότι δεν κερδίζει ηρωικά, δεν κερδίζει αέρα ο Ερωτόκριτος αυτή τη φορά. Ουσιαστικά αλληλοσκοτώνονται. Γι’αυτό έχω βάλει να ενώνονται τα αίματά τους.” (ΠΟΠ) ΑΝΑΦΟΡΕΣ “Υπάρχει η σκηνή που τον μεταφέρουν μετά την μονομαχία ημιθανή οι άλλοι στρατιώτες μέσα στο παλάτι βάζοντας τον σε ένα σεντόνι, και το έχω πάρει από όλες τις απεικονίσεις πιετά που μεταφέρουν το νεκρό.” “Και εδώ μοιάζουν με δονκιχωτικές φιγούρες. Σαν μια ελάχιστη ξώφαλτση αναφορά. Θεωρούνται κοινής εποχής. Και επίτηδες αυτοί είναι τρισδιάστατοι και δεν μοιάζουν με τους άλλους χαρακτήρες.” ΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ “Η αγαπημένη μου σκηνοθετικά σκηνή είναι η τελευταία, που ουσιαστικά το σενάριο ζητά μια αίθουσα γεμάτη κόσμο, και γίνεται ο γάμος. Επίτηδες έχω πλάνο που είναι δυο άδειες καρέκλες, που έχουν παρατήσει εκεί κορώνες, τα πάντα, κι ουσιαστικά τρέχουν να πάνε στο δωμάτιο να κάνουν σεξ. Κι αυτός είναι τόσο χαρούμενος που ουσιαστικά απλά ακουμπά μια κολώνα, ίσα ακουμπά το μάρμαρο, τα πόδια του δεν πατάνε στιβαρά. Φεύγουν σχεδόν στα κρυφά, είναι μια φάση μέθεξης. Και φιλιούνται έξω από το δωμάτιο, πριν προλάβουν να μπούνε μέσα. Εκείνη τον τραβάει μέσα. Δηλαδή εντάξει, ΟΚ η εξουσία, αλλά η φάση είναι να κάνουμε έρωτα. Και ουσιαστικά ένα τεράστιο έπος γεμάτο μάχες τελειώνει απλά σε μια κλειστή πόρτα.” *Ο ‘Ερωτόκριτος του Βιτσέντζου Κορνάρου’ κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Polaris. Πηγη
  11. Ο Ερωτόκριτος σε κόμικ Οι δημιουργοί του «ελληνικού Game of Thrones» εξηγούν πώς ένα κείμενο του 17ου αιώνα μπορεί να μετατραπεί σε ποπ ανάγνωσμα. Του Δημήτρη Θεοδωρόπουλου, για το Βήμαgazino: «Ξέχνα τον! Είστε από διαφορετικούς κόσμους. Αυτή η σχέση είναι αδύνατο να προχωρήσει. Ερωτας είναι, θα σου περάσει. Δεν είσαι δα και η πρώτη που ερωτεύτηκε!». «Νομίζεις ότι το διάλεξα να πονάω γι' αυτόν; Ο έρωτας περνάει μόνο αν τον ζήσεις!». Αυτός ο διάλογος της ερωτευμένης Αρετούσας με την επιφυλακτική παραμάνα της, από το graphic novel «Ερωτόκριτος του Βιτσέντζου Κορνάρου» των Γιώργου Γούση, Δημοσθένη Παπαμάρκου και Γιάννη Ράγκου (εκδ. Polaris), θα μπορούσε να εμφανίζεται σε ένα σύγχρονο ερωτικό μυθιστόρημα. Οι σκηνές της επικής μάχης των Αθηναίων με τους Βλάχους, οι εντάσεις, οι μονομαχίες, το σασπένς, το σπλάτερ θα μπορούσαν να εμφανίζονται σε μια ελληνική προσαρμογή του «Game of Thrones». Ο λόγος που διαπνέει όλο το κόμικ είναι νεοελληνικός, πεζός, ενώ παρεμβάλλονται αυτούσια αποσπάσματα από τον αυθεντικό «Ερωτόκριτο», σαν λεζάντες. Τα χρώματα της αρχαίας Αθήνας είναι ατμοσφαιρικά, παραμυθένια, μεσογειακά. Η σύνθεση των στοιχείων από την έμμετρη μυθιστορία του «Ερωτόκριτου» του Βιτσέντζου Κορνάρου, μια ιστορία που συνήθως διδασκόμασταν επιφανειακά στο μάθημα των Νέων Ελληνικών, είναι εντυπωσιακή. Οι δημιουργοί του κόμικ που κυκλοφόρησε πρόσφατα, ο βραβευμένος διηγηματογράφος Δημοσθένης Παπαμάρκος και ένας από τους πιο ταλαντούχους κομίστες της Ελλάδας, ο Γιώργος Γούσης, εξηγούν το σκεπτικό πίσω από αυτό το τόσο ενδιαφέρον μεσογειακό fantasy. Ο Παπαμάρκος, συγγραφέας του βραβευμένου «Γκιακ», μιλάει για την προσαρμογή των διαλόγων: «Στους διαλόγους, στα μπαλονάκια δηλαδή, χρησιμοποιήσαμε νεοελληνικό πεζό λόγο χωρίς νεολογισμούς. Φυσικά, το περιεχόμενο των διαλόγων ορίστηκε από το πρωτότυπο κείμενο του Κορνάρου. Με άλλα λόγια, κρατήσαμε το νόημα, απλώς κάναμε το έμμετρο πεζό. Στα αφηγηματικά μέρη, στις λεζάντες, πήραμε αυτούσια αποσπάσματα από τον αυθεντικό "Ερωτόκριτο", και συγκεκριμένα από τα μέρη όπου μιλάει ο ποιητής, και τα ταιριάξαμε με τις αντίστοιχες εικόνες. Σε ορισμένες περιπτώσεις, χρειάστηκε να επέμβω και να συνθέσω τα δίστιχα που χρησιμοποιήθηκαν "μοντάροντας" στίχους που δεν βρίσκονταν πλάι πλάι στο αρχικό κείμενο». Πόσο εύκολο είναι να μετατρέψεις ένα κλασικό κείμενο του 17ου αιώνα σε σύγχρονο κόμικ; Ο Γιώργος Γούσης εξηγεί: «Ο Ερωτόκριτος είναι ένα έργο που δεν ανήκει μόνο στην ελληνική λογοτεχνική παράδοση, αλλά και σε αυτή της Αναγέννησης. Ως τέτοιο, αντλεί στοιχεία από διαφορετικές εποχές και πολιτιστικές παραδόσεις (π.χ. της κλασικής αρχαιότητας, του Βυζαντίου, της δυτικής Αναγέννησης κ.τ.λ.), τις οποίες, ωστόσο, μάλλον υπαινίσσεται γλωσσικά, παρά περιγράφει με ακρίβεια. Αυτό το χαρακτηριστικό είναι που το κάνει ιδιαίτερα πρόσφορο για μεταφορά σε κόμικ, αφού επιτρέπει μια ελευθερία όσον αφορά την ανάπλαση ενός νέου φανταστικού κόσμου με πλήθος στοιχείων από διάφορους υπαρκτούς πολιτισμούς. Θεώρησα πως για μένα αυτό ήταν μια πρόκληση με την οποία ήθελα να αναμετρηθώ. Αντλήσαμε στοιχεία από τη ζωγραφική, την αρχιτεκτονική, τον ρουχισμό αλλά και τον οπλισμό όλων τον διαφορετικών πολιτιστικών παραδόσεων που συνδυάζει το πρωτότυπο έργο και μετά προσπάθησα να τα συνθέσω έτσι ώστε να φαίνονται οργανικά. Η δυσκολία ήταν ότι το κολάζ που ήθελα να φτιάξω έπρεπε στο τέλος να μην ξενίζει, να μην εντυπωσιάζει μόνο τον αναγνώστη, αλλά κυρίως να τον πείθει». Το έργο καταπιάνεται ακροθιγώς με σύγχρονα και διαχρονικά ζητήματα, όπως ο φεμινισμός, η δύναμη του έρωτα, το χάσμα των ταξικών διαφορών, ο σύγχρονος (αλλά όχι αργκό) λόγος δύο νέων ανθρώπων μέσα από τις δυστοπίες της κάθε εποχής. Και όλα αυτά με μια ποπ ανάγνωση της αρχαίας Ελλάδας. Είναι μια εντυπωσιακή δουλειά, όπως όλες όσες γίνονται με τόσο μεράκι. * Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 5 Ιουνίου 2016
  12. Αλιευθέν από εδώ. Για ευκολία σε κάθε τίτλο μπήκε λινκ στην παρουσίαση του κόμικ στο φόρουμ εφόσον αυτή υπάρχει. === Όταν το "σοβαρό" συναντά το graphic novel προκύπτουν ιδανικοί αναγνωστικοί συνδυασμοί για το καλοκαίρι Τον τελευταίο καιρό εκδίδονται όλο και περισσότερες βιογραφίες σημαντικών προσωπικοτήτων από κάθε χώρο σε κόμικς, αλλά και graphic novels, βασισμένα σε εμβληματικά έργα της ελληνικής και παγκόσμιας λογοτεχνίας. Διαλέξαμε τα δέκα πιο ενδιαφέροντα βιβλία εν όψει καλοκαιριού. Τζέημς Τζόυς - Το πορτρέτο ενός Δουβλινέζου (φόρουμ) Αλφόνσο Θαπίκο Εκδόσεις Γράμματα Ο Αλφόνσο Θαπίκο διηγείται με χρονολογική σειρά την πλούσια και γεμάτη τέχνη ζωή του Ιρλανδού πρωτοπόρου λογοτέχνη, συστήνοντάς τον στον αναγνώστη. Παράλληλα, αναφέρεται και στις αιτίες της σύγκρουσης ανάμεσα στην Ιρλανδία και στη Μεγάλη Βρετανία στο τέλος του 19ου αιώνα. Με χιούμορ, μέσα σε 220 σελίδες περιγράφει τις σημαντικότερες στιγμές της καριέρας του μεγάλου μοντερνιστή συγγραφέα, του οποίου το πολυδιάστατο έργο εξακολουθεί μέχρι σήμερα να είναι αντικείμενο μελέτης. Οι Βοργίες (φόρουμ) Αλεχάντρο Χοδορόφσκι, Μίλο Μανάρα Εκδόσεις Γνώση Ο Αλεχάντρο Χοδορόφσκι και ο Μίλο Μανάρα, δύο από τους σημαντικότερους δημιουργούς κόμικς στην Ευρώπη, καταπιάνονται με την ιστορία της οικογένειας των Βοργιών, που θεωρούνται οι πρώτοι «Νονοί» στην ιστορία της ανθρωπότητας. Η εξαιρετική εικονογράφηση, σε συνδυασμό με μια πλοκή γεμάτη βία, πάθος και προδοσία, ταξιδεύει τον αναγνώστη σε μια εποχή κατά την οποία, προκειμένου για την απόκτηση πλούτου και πολιτικής εξουσίας τίποτα δεν απαγορευόταν. Ρέμπραντ (φόρουμ) Typex Εκδόσεις Γράμματα Ο Ολλανδός σκιτσογράφος Typex (το ψευδώνυμο του Raymond Koot) είναι αυτός στον οποίο ανέθεσε το Rijksmuseum του Άμστερνταμ να δημιουργήσει τη βιογραφία του Ρέμπραντ σε κόμικς. Για τρία χρόνια ο σκιτσογράφος μελετούσε τη ζωή του μεγάλου ζωγράφου και το αποτέλεσμα της προσπάθειάς του τον δικαιώνει. Οι κριτικοί μιλούν για μια συγκλονιστικά εικονογραφημένη ιστορία, η οποία απέχει από τις συνηθισμένες «αγιογραφίες», και που, όπως χαρακτηριστικά γράφει η Rachel Cooke στην «Guardian», o Ρέμπραντ θα λάτρευε. Φάινμαν (φόρουμ) Τζιμ Οταβιάνι, Λέλαντ Μύρικ Εκδόσεις Γνώση Ο Ρίτσαρντ Φάινμαν, ένας από τους σπουδαιότερους θεωρητικούς φυσικούς και βραβευμένος με Νόμπελ για τη δουλειά του στην κβαντική μηχανική, ήταν αντισυμβατικός χαρακτήρας και ερασιτέχνης μουσικός, ενώ το graphic novel που αφηγείται τη ζωή του είναι γεμάτο χιούμορ. Διαβάζοντάς το υπάρχει ελπίδα να καταλάβουμε λίγα πράγματα για την κβαντική φυσική, κυρίως όμως θα γνωρίσουμε την ανθρώπινη πλευρά του επιστήμονα, για τον οποίο η μητέρα του είπε: «Αν αυτός είναι ο ευφυέστερος άνθρωπος του κόσμου, τότε ο Θεός να μας λυπηθεί». Γκάμπο Óscar Pantoja, Miguel Bustos, Felipe Camargo Rojas, Tatiana Córdoba Εκδόσεις Ίκαρος Όσοι δεν καταφέραμε να διαβάσουμε την ομολογουμένως ογκώδη αυτοβιογραφία του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες που κυκλοφόρησε το 2003, τώρα δεν θα δυσκολευτούμε καθόλου με το υπέροχο graphic novel που μόλις κυκλοφόρησε, και μάλιστα σε μετάφραση της μεταφράστριας των έργων του, Κλαίτης Σωτηριάδου. Το βιβλίο μάς ταξιδεύει σε διαφορετικές περιόδους της ζωής του μεγάλου συγγραφέα του μαγικού ρεαλισμού, συμπληρώνοντας ψηφίδα-ψηφίδα τα βιώματα που τον ενέπνευσαν να γράψει το αριστούργημά του «Εκατό Χρόνια Μοναξιά», για το οποίο βραβεύτηκε με Νόμπελ Λογοτεχνίας. Δον Κιχώτης (φόρουμ) Μιγκέλ ντε Θερβάντες, Rob Davis Εκδόσεις Χαραμάδα Έπειτα από πολλούς άλλους κομίστες που έχουν προηγηθεί, ο Άγγλος εικονογράφος Rob Davis αποφάσισε να αναμετρηθεί με το κλασικό έργο του Θερβάντες γιατί, όπως λέει χαρακτηριστικά: «Επιζητούσα μια μεγάλη πρόκληση και δεν υπάρχει μεγαλύτερη από τον Δον Κιχώτη. Τα θέματά του είναι παγκόσμια, το χιούμορ του και ο ανθρωπισμός του είναι παγκόσμια». Φαίνεται ότι τα κατάφερε, καθώς κοινό και κριτικοί λάτρεψαν το αποτέλεσμα που σέβεται και ταυτόχρονα ανανεώνει την ιστορία του αγαπημένου «Ιππότη της Ελεεινής Μορφής» και του αγαθού Σάντσο Πάντσα. Για όσους οι 729 σελίδες του μυθιστορήματος, χωρίς τις σημειώσεις, είναι πολλές, ιδού η λύση! Ο Ξένος Αλμπέρ Καμί, Ζακ Φερναντέζ Εκδόσεις Πατάκη Ο «Ξένος», το εμβληματικό έργο του Αλμπέρ Καμί, λόγω του σχετικά μικρού μεγέθους του, έδωσε τη δυνατότητα στον Ζακ Φερναντέζ, έναν από τους σημαντικότερους δημιουργούς κόμικ στη Γαλλία σήμερα, να μας χαρίσει ένα graphic novel που περιλαμβάνει όλα τα βασικά επεισόδια της ιστορίας. Τα σκίτσα του είναι πολύ δουλεμένα και ελκυστικά, ενώ διευκολύνουν ακόμα και τον αμύητο αναγνώστη να προσεγγίσει το έργο του Γάλλου υπαρξιστή. Ευκαιρία να γνωρίσουμε το βιβλίο που, σύμφωνα με τον Ζαν Πολ Σαρτρ, «γράφτηκε για το παράλογο και ενάντια σ' αυτό». «... καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς» (φόρουμ) Χρόνης Μίσσιος, Μυρτώ Ράις, Ricard Sylvain, Daniel Casanave Εκδόσεις Polaris Το ενδιαφέρον με το graphic novel που στηρίζεται στο συγκλονιστικό βιβλίο του Χρόνη Μίσσιου, όπου ο συγγραφέας περιγράφει τη βασανιστική του πορεία από τον Εμφύλιο μέχρι την αμνηστία του 1973, είναι ότι αρχικά κυκλοφόρησε στη Γαλλία με μεγάλη επιτυχία και παράλληλα μεταφράστηκε στα ελληνικά. Όλες οι φράσεις που χρησιμοποιούνται είναι βγαλμένες από το πρωτότυπο, ενώ η ελαφρώς καρτουνίστικη αισθητική του καταφέρνει να ισορροπήσει τη ζοφερότητα των γεγονότων που περιγράφονται. Αν έτυχε να διαβάσετε τον τίτλο του βιβλίου σε έναν τοίχο, τώρα θα μάθετε και την ιστορία του. Πάπισσα Ιωάννα (φόρουμ) Εμμανουήλ Ροΐδης, Λευτέρης Παπαθανάσης Εκδόσεις ΚΨΜ Σχεδόν 150 χρόνια μετά τη συγγραφή της, η «Πάπισσα Ιωάννα» γίνεται «μεσαιωνικόν εικονογραφημένον» από τον Λευτέρη Παπαθανάση, ο οποίος με χιούμορ και αναχρονισμούς παρουσιάζει τη (φανταστική περιπέτεια της Ιωάννας που έγινε... Πάπισσα. Σύμφωνα με τον δημιουργό που πρόσφατα κέρδισε το Βραβείο Κοινού στα Ελληνικά Βραβεία Κόμικς 2016 για το graphic novel του: «Ο Ροΐδης χρησιμοποίησε στο διήγημά του κάποια εκδοχή της λεγόμενης "καθαρεύουσας", με έναν χαρακτηριστικό για κείνον τρόπο. Η γλώσσα του περιέχει υπερβολές, κωμικά στοιχεία, μπόλικη ειρωνεία, με δυο λόγια πολλά από τα κατάλληλα υλικά για ένα ωραίο κόμικ!». Ερωτόκριτος (φόρουμ) Βιτσέντζος Κορνάρος, Γιώργος Γούσης, Δημοσθένης Παπαμάρκος, Γιάννης Ράγκος Εκδόσεις Polaris Ναι, ο Ερωτόκριτος είναι ερωτευμένος με την Αρετούσα, τι άλλο γνωρίζουμε όμως για την ιστορία τους, όπως αυτή περιγράφεται στην έμμετρη μυθιστορία του Βιτσέντζου Κορνάρου; «Ξέρουμε τον "Ερωτόκριτο", αλλά ουσιαστικά δεν τον ξέρουμε» λέει ο Δημοσθένης Παπαμάρκος στον Μ. Ηulot. «Δεν ξέρεις την πλοκή, τον πλούτο των περιστατικών, ξέρεις μόνο για τον έρωτα του Ερωτόκριτου και της Αρετούσας. Είναι ένα κλασικό ιπποτικό μυθιστόρημα με ανατροπές και εντάσεις, γρήγορες σκηνές, μονομαχίες, "αγωνία" για το τι θα γίνει στο τέλος, σαν να βλέπεις μια ταινία δράσης» συμπληρώνει. Νομίζω ότι δεν χρειάζεται να προσθέσω κάτι ακόμα, παρά μόνο ότι δεν θα σας μαυρίσει η καρδιά – αυτό συμβαίνει με την «Ερωφίλη». ===
  13. Ο «Ερωτόκριτος» στον κόσμο του κόμικς ΣΠΥΡΟΣ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ Ο τρόπος που έχουν απεικονιστεί οι φιγούρες, φέρνει στον νου μορφές από αρχαία ελληνικά αγγεία. Οι λεπτομερείς ιπποτικές στολές εντυπωσιάζουν. Η σκηνοθεσία δείχνει μελέτη σε βάθος. Οι σκηνές τρέχουν, υπάρχει ένταση και αγωνία. Κάποια καρέ, ειδικά αυτά με τις μάχες, είναι άξια θαυμασμού, ζωντανά, γεμάτα δυναμισμό. Και η ίδια η ιστορία, από τις καντάδες του Ερωτόκριτου με το λαγούτο στο παραθύρι της Αρετούσας μέχρι το τελικό σμίξιμο των δύο τραγικών ηρώων, ξεδιπλώνεται με ρυθμό. Οι Γιώργος Γούσης, Δημοσθένης Παπαμάρκος και Γιάννης Ράγκος διασκεύασαν σε graphic novel τον «Ερωτόκριτο» του Βιτσέντζου Κορνάρου, και οι έμμετροι και ομοιοκατάληκτοι στίχοι του εμβληματικού έπους του 17ου αιώνα απεικονίζονται σε καρέ και συνοδεύουν αυτά. Αλλοτε αυτούσιοι και άλλοτε μεταφερμένοι στη δημοτική. Πρώτο καρέ, νύχτα στην Ακρόπολη και γύρω από αυτήν. Σκούρο μπλε ο ουρανός, κάποια άστρα. Αναμμένες φλόγες στολίζουν με πορτοκαλιές σκιές τα οικοδομήματα της αρχαίας Αθήνας. Ο ποιητής γράφει: «Στους περαζόμενους καιρούς που οι Ελληνες ορίζα/ και που δεν είχε η πίστη τους θεμέλιο μηδέ ρίζα/ εις την Αθήνα που ήτανε της μάθησης η βρώσις/ και το θρονί της αφεντιάς κι ο ποταμός της γνώσης/ τότ’ ένας νέος φρόνιμος που ’χε καιρού θεμέλιο/ του Ερωτα εγίνηκε παιχνίδι του και γέλιο», ακολουθούν και άλλες λίγες λεζάντες παρμένες από το πρωτότυπο. Ο δεκαπεντασύλλαβος στίχος του Κορνάρου υπάρχει διακριτικά· στις αρχές των κεφαλαίων ή των σκηνών, για να θυμίζει τη γλώσσα στην οποία γράφτηκε το μεγάλο έπος. Οταν όμως πηγαίνουμε στους διαλόγους, ο λόγος γίνεται σύγχρονος. Από τις ατελείωτες στροφές των διαλόγων του πρωτοτύπου έχει κρατηθεί η ουσία. Και έχει έρθει στο σήμερα, με φράσεις που συμβαδίζουν με την αισθητική ενός fantasy κόμικς. Στα «μπαλονάκια» η γλώσσα είναι καθαρή, στρωτή και «ιπποτική» – νεολογισμοί και αργκό δεν χωρούν στον «Ερωτόκριτο». Ο Δημοσθένης Παπαμάρκος (συγγραφέας της εξαιρετικής συλλογής διηγημάτων «Γκιακ», εκδ. Αντίποδες) και ο Γιάννης Ράγκος (δημοσιογράφος και συγγραφέας των αστυνομικών μυθιστορημάτων «Η στάση του εμβρύου» και «Μυρίζει αίμα», εκδ. Ινδικτος) είναι οι σεναριογράφοι του κόμικς, οι οποίοι ακολούθησαν πιστά το πρωτότυπο όσον αφορά την πλοκή, αφήνοντας βέβαια πολλά απ’ έξω, αλλά τηρώντας τη βασική γραμμή των γεγονότων. Ακολουθήθηκε ακόμη και ο αναχρονισμός που υπάρχει στο έργο του ποιητή. Ο Κορνάρος δεν τοποθέτησε τον Ερωτόκριτο σε συγκεκριμένη χρονική στιγμή, αλλά σε μια αόριστη προχριστιανική Αθήνα, χωρίς δωδεκάθεο, με στοιχεία από την ιταλική Αναγέννηση, όπως τους ιπποτικούς αγώνες. Οπότε, αυτό που παρουσιάζουν στο κόμικς οι δημιουργοί –οι οποίοι δείχνει να άνοιξαν πολλά βιβλία, εγχειρίδια και ιστοσελίδες– είναι ένα χαρμάνι από αρχαία Αθήνα, μεσαιωνική, βυζαντινή, αναγεννησιακή και βενετσιάνικη. Το άχρονο και πολυπολιτισμικό σκηνικό είναι ταιριασμένο αρμονικά, χωρίς παραφωνίες, δεν ξενίζει τον αναγνώστη, ενώ προσδίδει ένα παραμυθένιο στοιχείο στο όλο περιβάλλον. Οι σεναριογράφοι πρώτη φορά καταπιάνονται με το κόμικς, όπως πρώτη φορά και ο σχεδιαστής Γιώργος Γούσης δοκιμάζεται σε κόμικς μεγάλης φόρμας (86 σελίδες), καθώς το βιογραφικό του μέχρι πρότινος μετρούσε ολιγοσέλιδες ιστορίες (κάποιες από τις οποίες συλλέγονται στον τόμο: «Ιστορίες από τις αθώες εποχές», εκδ. ΚΨΜ). Και ο Γούσης μάς εκπλήσσει ευχάριστα. Εχει χειριστεί το θέμα με ικανότητα. Γραμμές καθαρές, χαρακτήρες εκφραστικοί, καλοστημένα σκηνικά, κάποια έξυπνα «κοψίματα» της σελίδας σε καρέ κι ένας αέρας από άλλες εποχές, πολύ παλιές. Ο Γούσης καταφέρνει το σχέδιό του να ανταποκρίνεται στα σημερινά μοτίβα των κόμικς, να είναι επικό, αλλά να έχει παράλληλα κάτι το απροσδιόριστα αρχαιοελληνικό και μεσαιωνικό μαζί. Το χρώμα, που έκανε μαζί με τον Παναγιώτη Πανταζή (από τον οποίο αξίζει να αναζητήσετε το κόμικς του «Μαρμελάδα κεράσι», αυτοέκδοση), δεν ξεφεύγει και ενισχύει το σχέδιό του. Και όσον αφορά τις μαζικές μάχες και τις μονομαχίες, οι οποίες χορογραφήθηκαν βάσει αναγεννησιακών εγχειριδίων οπλομαχητικής αλλά και με επιρροές από τα manga, είναι γεμάτες δύναμη και ζωντάνια. Και οι μάχες, σε αυτό το ελληνικό fantasy graphic novel, είναι πολλές και σκληρές, προκειμένου ο Ερωτόκριτος και η Αρετούσα να δώσουν το πρώτο τους φιλί. ​​«Ερωτόκριτος». Σενάριο: Δημοσθένης Παπαμάρκος και Γιάννης Ράγκος. Σχέδιο: Γιώργος Γούσης. Εκδόσεις Polaris Πηγή Παρουσίαση της έκδοσης Άλλο άρθρο για το έργο. Δεύτερο άρθρο για το έργο. Τρίτο άρθρο για το έργο.
  14. Προσοχή. Από τη δεύτερη εικόνα και μετά το άρθρο δίνει την πλοκή κεφάλαιο-κεφάλαιο Οπότε, εάν δεν γνωρίζετε την υπόθεση, ίσως να ήταν σκόπιμο να μην το διαβάσετε μετά από εκείνη τη φωτογραφία και να περιοριστείτε στο κείμενο ανάμεσα στις 2 φωτογραφίες που δίνει κάποια γενικά στοιχεία για το κόμικ ==== Ο Δημοσθένης Παπαμάρκος και ο Γιώργος Γούσης εξηγούν πώς μετέτρεψαν το κλασικό ιπποτικό μυθιστόρημα σε ένα εξαιρετικό ελληνικό fantasy. Οι χαρακτήρες είναι δύο νέοι άνθρωποι που συμπεριφέρονται σαν δύο σύγχρονοι νέοι ως προς την κινησιολογία, το στήσιμο του σώματος. Δεν μιλούν την αργκό των πιτσιρικάδων, ο λόγος στα μπαλονάκια είναι ένας στρωτός, νεοελληνικός, πεζός λόγος, απαλλαγμένος από νεολογισμούς, βασισμένος πιστά στον Κορνάρο... Ο Ερωτόκριτος του Βιτσέντζου Κορνάρου, μiα έμμετρη μυθιστορία σε κρητική διάλεκτο του 17ου αιώνα, είναι ένα έργο απ' το οποίο όλοι περνούν ξώφαλτσα στο μάθημα των Νέων Ελληνικών, αλλά ελάχιστοι γνωρίζουν πραγματικά το στόρι του. «Ξέρουμε τον Ερωτόκριτο, αλλά ουσιαστικά δεν τον ξέρουμε» λέει ο Δημοσθένης Παπαμάρκος. «Ό, τι εικόνα έχουμε προέρχεται από τη λαϊκή τέχνη, τον Θεόφιλο, κάτι που σε έναν πιτσιρικά φαντάζει μίζερο. Δεν ξέρεις την πλοκή, τον πλούτο των περιστατικών, ξέρεις μόνο για τον έρωτα του Ερωτόκριτου και της Αρετούσας. Είναι ένα κλασικό ιπποτικό μυθιστόρημα με ανατροπές και εντάσεις, γρήγορες σκηνές, μονομαχίες, "αγωνία" για το τι θα γίνει στο τέλος, σαν να βλέπεις μια ταινία δράσης. Διαδραματίζεται στην Αθήνα, ενώ οι πιο πολλοί έχουν την εντύπωση ότι διαδραματίζεται στην Κρήτη, και μέσα από το βασικό μοτίβο του ανεκπλήρωτου έρωτα δύο νέων θίγονται θέματα διαχρονικά, όπως η φιλία, η γενναιότητα, η τιμή». Η μετατροπή του σε graphic novel ήταν μεγάλη πρόκληση, έτσι, με τον Δημοσθένη και τον Γιάννη Ράγκο στο κείμενο και τον Γιώργο Γούση στο σκίτσο, το έργο του Κορνάρου πήρε μορφή κόμικ με μια εντελώς σύγχρονη «σκηνοθεσία». «Με ενδιέφερε ο Ερωτόκριτος και δούλεψα με μεράκι» λέει ο Γιώργος. «Συνειδητοποίησα ότι το έργο έχει εικόνες και δράση, αλλά δεν έχει περιγραφή, δεν τη σκηνογραφεί, έχει κοστούμια αλλά, κι αυτά δεν τα περιγράφει. Επίσης, είναι άχρονο, μόνο ο τόπος, η Αθήνα, ορίζεται, οπότε είχα την άνεση να κάνω ό,τι ήθελα. Και κάναμε ένα ελληνικό fantasy». «Προσέξαμε ώστε τα στοιχεία που εφευρίσκουμε να τα αντλούμε πάντοτε από κάτι ιστορικό και μετά να το μετασχηματίζουμε για τις ανάγκες του κόμικ» προσθέτει ο Δημοσθένης. «Αυτό μας οδήγησε στο να χορογραφήσουμε τις μάχες βάσει αναγεννησιακών εγχειριδίων οπλομαχητικής, κάτι που για έναν νέο αναγνώστη θα είναι φρέσκο, δεν θα είναι η ψεύτικη μάχη που έχεις συνηθίσει να βλέπεις σε ένα κόμικ». «Τα πλάνα είναι ποπ, είναι σύγχρονα, είναι παραμυθένια, νομίζω ότι κερδίζουν τις εντυπώσεις» λέει ο Γιώργος. «Όλες οι μορφές είναι στηριγμένες στις γραμμές των μορφών από τα αρχαία ελληνικά αγγεία. Αυτή η επιλογή έκανε το έργο ακόμα πιο μοντέρνο, γιατί διαπιστώσαμε ότι αυτό το φέρνει πιο κοντά στο manga» συνεχίζει ο Δημοσθένης. «Η φιγούρα του νεαρού Ερωτόκριτου στο εξώφυλλο είναι βασισμένη στον Κανόνα του Πολυκλείτου, τον "δορυφόρο", τα χέρια των δύο ερωτευμένων συμπλέκονται πάνω στο σπαθί για να δείξουμε ότι η γυναίκα είναι ισότιμη με τον άντρα. Δεν είναι καθόλου αυτό που περιμένεις να δεις. Δεν είναι νέα ανάγνωση, έτσι ήταν πάντα, απλώς δεν το έβλεπε κανείς». «Οι χαρακτήρες είναι δύο νέοι άνθρωποι που συμπεριφέρονται σαν δύο σύγχρονοι νέοι ως προς την κινησιολογία, το στήσιμο του σώματος. Δεν μιλούν την αργκό των πιτσιρικάδων, ο λόγος στα μπαλονάκια είναι ένας στρωτός, νεοελληνικός, πεζός λόγος, απαλλαγμένος από νεολογισμούς, βασισμένος πιστά στον Κορνάρο. Με έναν τρόπο, το ότι μείναμε πιστοί στο κείμενο μας βοήθησε πολύ στη διαδικασία τού να χτίσουμε τον κόσμο του κόμικ – είναι μια σύνθεση που αντλεί από στοιχεία της ελληνικής τέχνης όλων των περιόδων, με τον ίδιο τρόπο που η γλώσσα του Κορνάρου αντλεί από όλη την ελληνική γλωσσική παράδοση. Η αυλή του βασιλιά επιλέξαμε να είναι βυζαντινότροπη, ενώ οι στρατιώτες του είναι αναγεννησιακοί, η Αθήνα είναι μία μείξη από αρχαία Αθήνα, μεσαιωνική, βυζαντινή, βενετσιάνικη. Η αχρονία βοήθησε και στο σχέδιο, όπου κάναμε μια μείξη από πολλές χρονικές περιόδους και πολλούς πολιτισμούς. Η γλώσσα υποδείκνυε πού να κινηθείς. Η Αρετούσα είναι φεμινίστρια της εποχής και έρχεται σε απόλυτη σύγκρουση με τον πατέρα της και για ταξικούς λόγους, γιατί εκείνος δεν την αφήνει να παντρευτεί τον Ερωτόκριτο, επειδή είναι κατώτερης τάξης». Το στόρι; Ο Ερωτόκριτος, γιος ενός συμβούλου του βασιλιά από μια τάξη κατώτερη, αγαπάει την Αρετούσα, κόρη του βασιλιά. Αυτός, μεταμφιεσμένος, κάνει καντάδα στην Αρετούσα. Μαγεύονται όλοι, ακόμα και ο βασιλιάς, που στέλνει φρουρά να συλλάβει τον μυστικό τροβαδούρο και σε μια συμπλοκή σκοτώνονται δύο φρουροί. Εκεί ξεκινάει η ιστορία. Το πρώτο κεφάλαιο τελειώνει εκεί όπου οι δύο νέοι συνειδητοποιούν ότι ο ένας αγαπάει τον άλλο. Η αχρονία βοήθησε και στο σχέδιο, όπου κάναμε μια μείξη από πολλές χρονικές περιόδους και πολλούς πολιτισμούς... Στο δεύτερο κεφάλαιο, ο βασιλιάς διοργανώνει μια κονταρομαχία για τη θλιμμένη Αρετούσα με γόητες της εποχής. Σε αυτήν παίρνει μέρος ο Ερωτόκριτος και κερδίζει. Είναι η πρώτη φορά που οι δύο νέοι έρχονται σε επαφή και βλέπει ο ένας τον άλλο. Στο τρίτο κεφάλαιο αρχίζουν να συναντιούνται κρυφά με τη βοήθεια της νταντάς. Η Αρετούσα λέει στον Ερωτόκριτο: «Έλα να με ζητήσεις». Στέλνει τον πατέρα του στον βασιλιά κι αυτός τον διώχνει κακήν κακώς, για τη μεγάλη προσβολή που του έκανε. Του χαρίζει τη ζωή, αλλά εξορίζει τον γιο του. Ο βασιλιάς θέτει το ζήτημα σε επίπεδο πολιτικό, του λέει πως με αυτό που κάνει αμφισβητεί την εξουσία, ακυρώνει το status του. Με έναν τρόπο, το ότι μείναμε πιστοί στο κείμενο μας βοήθησε πολύ στη διαδικασία τού να χτίσουμε τον κόσμο του κόμικ – είναι μια σύνθεση που αντλεί από στοιχεία της ελληνικής τέχνης όλων των περιόδων, με τον ίδιο τρόπο που η γλώσσα του Κορνάρου αντλεί από όλη την ελληνική γλωσσική παράδοση... Στο τέταρτο κεφάλαιο ο βασιλιάς ανακοινώνει στην κόρη του ότι θα την παντρέψει με τον Ρηγόπουλο του Βυζαντίου, αυτή αρνείται, της κόβει τα μαλλιά και τη φυλακίζει μαζί με την νταντά. Ο καιρός περνάει, ο Ερωτόκριτος είναι εξορία και στο μεταξύ ξεσπάει ο πόλεμος των Βλάχων με τους Αθηναίους. Στον πόλεμο ο Ερωτόκριτος επιστρέφει με αλλαγμένη μορφή (από τα μάγια μιας μάγισσας) ως Σαρακηνός πολεμιστής, παίρνει μέρος σε διάφορες μάχες, ενώ ξεχωρίζει και σώζει τον βασιλιά σε μια κρίσιμη μάχη. Εδώ, ως Σαρακηνός, επικοινωνεί και με την αρθούρια παράδοση της Δύσης. Στον κύκλο του βασιλιά Αρθούρου υπάρχει και ένας μαύρος ιππότης, τον οποίο αργότερα βλέπεις και στον Σαίξπηρ, στον Οθέλλο. Είναι πολύ ωραίο που και ο Κορνάρος γράφει ένα έργο που είναι ενταγμένο πλήρως στην παράδοση της Αναγέννησης. Όταν φτάνουν σε ισοπαλία στη μάχη, προτείνουν μονομαχία που θα κρίνει τον νικητή και ο Ερωτόκριτος-Σαρακηνός αντιπροσωπεύει το βασίλειο της Αθήνας. Ο Ερωτόκριτος κερδίζει, αλλά είναι σχεδόν ημιθανής. Τον γυρίζουν στο παλάτι, στο δωμάτιο της Αρετούσας, τον γιατρεύουν και κάποια στιγμή ο βασιλιάς τον πλησιάζει και του λέει «σου δίνω το βασίλειό μου». Εκείνος του απαντά ότι δεν θέλει το βασίλειο, θέλει την κόρη του για γυναίκα του και προσπαθεί να την πείσει να τον παντρευτεί. Στο τέλος, ενώ της λέει ότι ο Ερωτόκριτος είναι νεκρός και αυτή σπαράζει, πίνει το φίλτρο, αλλάζει μορφή και ξαναγίνεται ο Ερωτόκριτος. Παντρεύονται και τελειώνει το κόμικ λίγο πριν μπουν στο δωμάτιο την πρώτη νύχτα του γάμου... ==== Πηγή
×
×
  • Δημιουργία νέου...

Σημαντικές πληροφορίες

Χρησιμοποιώντας αυτή τη σελίδα, αποδέχεστε τις Όρους χρήσης μας.