Μετάβαση στο περιεχόμενο

Αναζήτηση στην Κοινότητα

Εμφάνιση αποτελεσμάτων για ετικέτες 'Robert Crumb'.

  • Αναζήτηση ανά ετικέτες

    Πληκτρολογήστε ετικέτες χωρισμένες με κόμματα.
  • Αναζήτηση ανά συγγραφέα

Τύπος περιεχομένου


Ενότητες

  • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΝΕΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΝΕΑ
  • ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ
    • ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ
    • ΤΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙ
  • ΧΑΛΑΡΩΜΑ
    • ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ
    • ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΡΙΟ
    • ΤΟ ΠΑΖΑΡΙ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Διάφορα
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Ντόναλντ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Super Μίκυ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Κόμιξ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μίκυ Μάους
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μπλα μπλα
  • VINTAGE's Συζήτηση
  • VIDEO GAMES's Γεν. Συζήτηση για Video Games

Blogs

  • Γερμανίκεια
  • Ιστορική/ φιλολογική γωνιά
  • Περί ανέμων και υδάτων
  • Dhampyr Diaries
  • Σκόρπιες Σκέψεις
  • The Unstable Geek
  • Κομικσόκοσμος
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • Valt's blog
  • I don't know karate, but i know ka-razy!
  • Comics, Drugs and Brocc 'n' roll
  • Film
  • Θέμα ελεύθερο
  • Vet in madness
  • GCF about comics
  • Dr Paingiver's blog

Βρείτε αποτελέσματα σε ...

Βρείτε αποτελέσματα που ...


Ημερομηνία Δημιουργίας

  • Αρχή

    Τέλος


Τελευταία ενημέρωση

  • Αρχή

    Τέλος


Φιλτράρετε με αριθμό ...

Εγγραφή

  • Αρχή

    Τέλος


Ομάδα


Member Title


MSN


Website URL


Yahoo


Skype


Πόλη


Επάγγελμα


Ενδιαφέροντα

  1. Μια νέα βιογραφία του πρωτοπόρου των underground κόμικς ακολουθεί την περιπλάνηση του από το περιθώριο στην αναγνώριση. Ο Ρόμπερτ Κραμπ το 1968 στο Σαν Φρανσίσκο. Στην εισαγωγή της νέας αυτής βιογραφίας του Ρόμπερτ Κραμπ, του πιο διάσημου και του πιο επιδραστικού δημιουργού στην ιστορία των underground κόμικς και ενός από τους κορυφαίους εικαστικούς αφηγητές των τελευταίων εξήντα ετών, ο συγγραφέας της Νταν Νέιντελ γράφει ότι το υποκείμενο του συμφώνησε να συνεργαστεί στη δημιουργία του βιβλίου υπό έναν όρο: «Να είμαι ειλικρινής σχετικά με τα ελαττώματά του, να εξετάσω προσεκτικά τους ψυχαναγκασμούς του και να εξετάσω τις φυλετικά και σεξουαλικά φορτισμένες πτυχές του έργου του». Ο Κραμπ, γλαφυρά ειλικρινής στο έργο του ως σουρεαλιστής πρωτοπόρος των σύγχρονων κόμικς, περίμενε το ίδιο και από τον βιογράφο του. Ο Νέιντελ, επιμελητής μουσείων και ειδικός στην ιστορία των κόμικς ακολουθεί την περιπατητική ανατροφή και την καλλιτεχνική πρόοδο του Κραμπ, από τη συνεργασία με τον αδελφό του Τσαρλς σε εφηβικά κόμικς στο πνεύμα των παιδικών τους ηρώων, όπως ο Καρλ Μπαρκς της Disney και ο δημιουργός της «Μικρής Λουλού» Τζον Στάνλεϊ, μέχρι τη δημιουργία ευχετήριων καρτών για την εταιρεία American Greetings, και μέχρι να ακολουθήσει τη μούσα του LSD σε μια εκστρατεία κάθαρσης του υποσυνείδητου χάους του. Ο συγγραφέας σκιαγραφεί ένα ζωηρό πορτρέτο όχι μόνο του Κραμπ αλλά και της έκρηξης του underground comix στα τέλη της δεκαετίας του '60 και στις αρχές της δεκαετίας του '70. Και όταν έρχεται η ώρα να εξερευνήσει τις προβληματικές απεικονίσεις γυναικών από τον Κραμπ (οι φαντασιώσεις βιασμού έγιναν ένα μόνιμο μοτίβο στα underground comix αλλά και στο έργο του Κραμπ) και τους μαύρους (ο Κραμπ χρησιμοποιούσε ελεύθερα διάφορα παραδοσιακά ρατσιστικά στερεότυπα), ο συγγραφέας δεν δικαιολογεί τον καλλιτέχνη ούτε τον καταδικάζει απλά. Προϊόν μιας πολύ λευκής, πολύ μισογυνικής μεταπολεμικής αμερικανικής κουλτούρας (και οικογένειας), ο Κραμπ συχνά επιδιδόταν στα ίδια στερεότυπα με τα οποία μεγάλωσε – και τα απέδιδε με γκροτέσκο μπρίο. Πάρτε για παράδειγμα την φιγούρα της Angelfood McSpade, «τη ρατσιστική φαντασίωση του Ρόμπερτ Κραμπ για μια μεγαλόσωμη, μυώδη και αφελή μαύρη γυναίκα, φαινομενικά φτιαγμένη από φουσκωμένο καουτσούκ». Η Νέιντελ την περιγράφει ως «ένα υποκατάστατο για κάθε λευκό όραμα των μαύρων γυναικών (σκεφτείτε το τραγούδι Brown Sugar των Rolling Stones και το μάρκετινγκ της Tina Turner ως φορέα «πρωτόγονου» ερωτισμού) και ως ένα ευρύχωρο σύμβολο για όλα όσα έχει κάνει η λευκή αμερικανική κουλτούρα στους μαύρους». Το εξώφυλλο της βιογραφίας του Ρόμπερτ Κραμπ από τον Νταν Νέιντελ. Ο Κραμπ γεννήθηκε το 1943 στη Φιλαδέλφεια, ένα από τα πέντε παιδιά μιας οικογένειας που ήταν γεμάτη ψυχικές ασθένειες και μετακόμιζε συχνά, γεγονός που ενίσχυε τον αυτοπροσδιορισμό του Ρόμπερτ ως αταίριαστου. Αυτός και ο Τσαρλς, ο μεγαλύτερος αδελφός του, αποσύρθηκαν νωρίς στον κόσμο των κόμικς όπου έδειξαν αξιοσημείωτο ταλέντο και φιλοδοξία, δημιουργώντας εξελιγμένες αφηγήσεις ήδη από τη δεκαετία του '50. Ο Nadel θέτει το πολιτισμικό φόντο: «Ο Έλβις Πρίσλεϊ βρισκόταν παντού στον αέρα, ο Άλεν Γκίνσμπεργκ έκανε διάγνωση στη χώρα και η ‘άρρωστη’ κωμωδία των Λένι Μπρους και του Μορτ Σαλ ήταν σε τροχιά ανόδου». Και βέβαια, το σατιρικό περιοδικό Mad βρισκόταν παντού στα περίπτερα. Όπως γράφει ο Νέιντελ, «σύμφωνα με το Mad, τα πάντα ήταν παράλογα, μπερδεμένα και στο χείλος της καταστροφής, όπως ακριβώς και το σπίτι του Κραμπ». Το περιοδικό ήταν μια σανίδα σωτηρίας για τον Ρόμπερτ, όπως και για αμέτρητους άλλους απροσάρμοστους της δεκαετίας του '50. Ο Κραμπ δραπέτευσε στο Κλίβελαντ όπου γνώρισε τη μέλλουσα σύζυγό του Ντέινα Μόργκαν και το 1967 έφυγαν για το Σαν Φρανσίσκο, όπου ο γάμος τους καταλήγει σε μια παράνοια χωρίς τέλος ενώ το εκθαμβωτικό ταλέντο του συγκλίνει με την αντικουλτούρα και, από ορισμένες απόψεις, έρχεται να την καθορίσει. Αλλά ακόμη και εκεί έβλεπε τον εαυτό του ως παρείσακτο. «Οι χίπηδες δεν τον ενδιέφεραν καθόλου», γράφει ο Νέιντελ. «Αυτό που τον συγκίνησε ήταν η ξαφνική ζήτηση για τη δουλειά του». Ο Κραμπ φιλοτέχνησε το 1968 το εμβληματικό εξώφυλλο του άλμπουμ “Cheap Thrills” των Big Brother and the Holding Company με την Τζάνις Τζόπλιν, η οποία ήταν γειτόνισσά του και δημιούργησε την πρωτοποριακή underground σειρά των «Zap Comix», δουλεύοντας παράλληλα σε άλλα κόμικς με μανιακό ρυθμό. Δημιούργησε τον σαρδόνιο γκουρού Mr Natural, ένα μικροσκοπικό σεξουαλικό τέρας που ονομάζεται Snoid και άλλα διαρκώς ιδρωμένα και ανήσυχα πλάσματα, ανθρώπινα και μη. Ήταν τόσο καινοτόμος που το έργο του δημιούργησε μια υπαρξιακή κρίση μεταξύ των συναδέλφων του. «Συνειδητοποίησα ότι έπρεπε να αλλάξω τους στόχους μου», αναφέρει στο βιβλίο ο Αρτ Σπίγκελμαν, κάτοχος του βραβείου Πούλιτζερ για το μνημειώδες «Maus» (το μοναδικό μέχρι σήμερα graphic novel που έχει λάβει αυτή την τιμή). Ο Κραμπ έγινε διάσημος, και ενώ απολάμβανε τα χρήματα και η αναγνώριση, δεν βολεύτηκε ποτέ με αυτά. Ιδανικός εξόριστος, μετακόμισε στη Γαλλία με τη δεύτερη σύζυγό του, την καλλιτέχνιδα Αλίν Κομίνσκι-Κραμπ και την κόρη τους Σόφι το 1991. Η Αλίν πέθανε το 2022. Με στοιχεία από Los Angeles Times. Και το σχετικό link...
  2. Ο βίος του τεράστιου τραγουδιστή των Queen Φρέντι Μέρκιουρι κυκλοφόρησε σε κόμικς που διαβάζεται απνευστί. Το «Shadows illuminated», δηλαδή «Σκιές στο φως» όπως είναι ο ελληνικός τίτλος, βάζει ένα ακόμη λιθαράκι – προηγήθηκε πριν από λίγα χρόνια η ταινία του Μπράιαν Σίνγκερ «Bohemian rhapsody» – στη διατήρηση του μύθου του άτυχου Φρέντι Μέρκιουρι. Άτυχου διότι, όπως έχει γραφτεί, αν η νόσος του AIDS τον έβρισκε λίγο αργότερα, θα έπαιρνε την πρώτη γενιά αντιρετροϊκών φαρμάκων και πιθανότατα σήμερα να βρισκόταν στη ζωή. Στο κόμικς δεν υπάρχει καμία αναφορά στην ασθένεια του Μέρκιουρι, ενώ αντίθετα παρουσιάζεται η ομοερωτική προσωπική του ζωή. Το ένατο δηλαδή και τελευταίο κεφάλαιο κλείνει με τον Μέρκιουρι σε στιγμές χαλάρωσης με τον σύντροφό του στο κρεβάτι στο Garden Lodge, το ησυχαστήριό του, ενώ οι συγγραφείς Tρες Ντιν και Καμίλα Zανγκ τον βάζουν να κάνει όνειρα για τα γεράματά του. Αυτό και μόνο, δεδομένων των κεφαλαίων που έχουν προηγηθεί, με κάνει να πιστεύω πως αποπειράται ένας εξωραϊσμός του βίου του Μέρκιουρι μακριά από τις συνήθεις καταχρήσεις των ροκ σταρ και κυρίως μακριά από το τραγικό του τέλος. Κι αν δεν υπήρχε το έντονο ομοφυλοφιλικό στοιχείο, θα λέγαμε πως η έκδοση απευθύνεται σε παιδιά στο πλαίσιο «γνωριμίας» των νεότερων γενιών μ’ έναν απ’ τους σημαντικότερους τραγουδιστές του 20ού αιώνα. Εκτός κι αν η έκδοση, έτσι όπως είναι, βασισμένη στην πρόοδο των κοινωνιών αναφορικά με την αποδοχή της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας, απευθύνεται όντως σε παιδιά και εφήβους. Το βιβλίο έτσι, αποκτά τον χαρακτήρα… ροκ παραμυθιού που τα έχει όλα, καθώς ο Φρέντι Μέρκιουρι απεικονίζεται και «μιλάει» για όλα σε πρώτο πρόσωπο: το μεγάλωμά του σε μια φτωχή οικογένεια από την Ινδία, την έφεσή του στον αθλητισμό, τις σπουδές πιάνου και τη συμμετοχή του στα πρώτα ροκ συγκροτήματα, τη γνωριμία του με τα άλλα μέλη των Queen, τη γρήγορη καθιέρωσή τους, την αποθέωση που γνώρισαν επί ιαπωνικού εδάφους και που μόνο με την Beatlemania μπορούσε να συγκριθεί, τη φύση των ερωτικών τραγουδιών του που βασίζονταν κατά κόρον στην προσωπική του μελαγχολία και φυσικά, τη σχέση του με τον εραστή του, κομμωτή στο επάγγελμα. Αξίζει να πούμε ότι στο έκτο κεφάλαιο του κόμικς υπάρχει προειδοποίηση για «έμμεσες αναφορές σε περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας» με την ανάγνωση να «έγκειται στην κρίση του καθενός», εφόσον διαβάζουμε/βλέπουμε τον στενόχωρο χωρισμό του Μέρκιουρι με τη Μέρι, τη μοναδική γυναίκα της ζωής του, αλλά και τα βίαια ξεσπάσματά του με τους κατά καιρούς ερωτικούς παρτενέρ του. Το έβδομο κεφάλαιο καταλαμβάνει η ασχολία του Μέρκιουρι με την τέχνη του χορού, που τον ανέδειξε σε κανονικό σόουμαν επί σκηνής, και στο όγδοο και προτελευταίο κεφάλαιο μαθαίνουμε για τη γνωριμία και συνεργασία του με τη Μονσερά Καμπαγέ που, όπως όλοι ξέρουμε, οδήγησε σ’ ένα μοναδικό κοινό δίσκο τους. Το βιβλίο διαβάζεται απνευστί και είναι τόσο καλογραμμένα τα κείμενα που αν τα απομονώσεις από τις σελίδες με τα σκίτσα, μπορούν να γίνουν θεατρικός μονόλογος διά στόματος του ίδιου του Μέρκιουρι. Οφείλουμε επομένως να αποδώσουμε τα εύσημα στον μεταφραστή Σάββα Αργυρίου και τον Πάνο Τομαρά που επιμελήθηκε τα πρωτότυπα αγγλικά κείμενα. Όσο για τους σχεδιαστές του κόμικς, είναι ο Τζέισον Ουλμάγερ και η Κόρτνεϊ Μέναρντ. INFO Tο εξώφυλλο του graphic novel-βιογραφίας του Φρέντι Μέρκιουρι «Σκιές στο φως» που κυκλοφόρησε στα ελληνικά από τις εκδόσεις Οξύ. Ροκ και ένατη τέχνη, μια σχέση που κρατάει χρόνια Η σχέση μεταξύ των ροκ σταρ και των graphic novels δεν είναι καινούργια. Για την ακρίβεια, πηγαίνει τόσο πίσω στα χρόνια όσο και η καθιέρωση της ροκ μουσικής στα 60s-70s με τα μεγάλα συγκροτήματα αλλά και με εύλογες διαφορές: λόγου χάρη, στα τέλη του 1960 στην Αμερική και στις αρχές του ’70 στην Αγγλία το ζητούμενο δεν ήταν απλώς η ψυχαγωγία. Δημιουργοί όπως ο Γκίλμπερτ Σέλτον με τους περιβόητους Freak Brothers ή η Τρίνα Ρόμπινς, η πρώτη γυναίκα καρτουνίστρια, με το αντεργκράουντ κόμικς «It ain’t me babe», στόχευαν στη διάδοση της κουλτούρας της εποχής που περιλάμβανε τη χρήση ναρκωτικών, τη σεξουαλική απελευθέρωση, ακόμη και τη βία ενάντια στις δυνάμεις καταστολής. Το εξώφυλλο του δεύτερου άλμπουμ της Τζάνις Τζόπλιν «Cheap thrills» με τους Big Brother & The Holding Company. Ενδεικτικό της απήχησης των αντεργκράουντ κόμικς ήταν ότι το συγκεκριμένο είδος πέρασε ακόμη και στους φακέλους των βινυλίων θρυλικών άλμπουμ της περιόδου: στο εξώφυλλο του δεύτερου άλμπουμ της Τζάνις Τζόπλιν με τους Big Brother & The Holding Company, του «Cheap thrills» (1968), όλα τα τραγούδια απεικονίζονταν με τη μορφή graphic novel που σχεδίασε ο καρτουνίστας Ρόμπερτ Κραμπ. Το δεύτερο άλμπουμ των Poll το 1972. Στην Ελλάδα πάλι κάτι παρεμφερές συνέβη με το δεύτερο άλμπουμ των Poll το 1972, που είχε τίτλο το όνομα του φολκ-ροκ συγκροτήματος. Στον φάκελο αυτού του δίσκου υπήρχε συνημμένο ένα ολόκληρο εξασέλιδο κόμικς σχεδιασμένο από τον Στέργιο Δελιαλή, τον ίδιο καλλιτέχνη που είχε φιλοτεχνήσει και το χίπικο εξώφυλλο για το «Περιβόλι του τρελού» του Διονύση Σαββόπουλου. Τα κείμενα στο κόμικς των Poll, που έφερε τον τίτλο «Fantastic Four (Ο κακός Madman και τα κατορθώματά του)» ήταν του Κώστα Τουρνά, και το περιεχόμενό του ήταν ένα συνονθύλευμα ψυχεδελικών επιρροών από το εξωτερικό, sci-fi αναζητήσεων και μιας glam rock αισθητικής. Και το σχετικό link...
  3. Η Aline Kominsky-Crumb φιλοτέχνησε πολλά έργα με φεμινιστικό περιεχόμενο σε πρωτοποριακά περιοδικά. Πέθανε στις αρχές του Δεκέμβρη σε ηλικία 74 ετών η Aline Kominsky-Crumb, μια εμβληματική καλλιτέχνις των underground και των εναλλακτικών κόμικς. Μπορεί η παραγωγή της να μην ήταν μεγάλη αλλά ήταν σίγουρα ξεχωριστή. Έχοντας σπουδάσει Καλές Τέχνες, μπήκε στους κύκλους των κόμικς όταν μετακόμισε στο Σαν Φρανσίσκο στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Εκεί γνώρισε τον Robert Crumb, ήδη τότε μια τεράστια μορφή του underground ρεύματος. Μια σύμπτωση βοήθησε τη γνωριμία και τη σχέση τους: ένας πολύ δημοφιλής χαρακτήρας του Crumb, ο Honeybunch Kaminski, είχε ομόηχο επίθετο με αυτό της Aline, κάτι που αποτέλεσε τη χιουμοριστική αφορμή να έρθουν πιο κοντά μέσω κοινών φίλων, όπως ο Spain Rodriguez και ο Kim Deitch. Η γνωριμία οδήγησε στον γάμο τους και τη γέννηση της κόρης τους Sophie, διάσημης σήμερα δημιουργού κόμικς. Η Aline Kominsky-Crumb φιλοτέχνησε πολλά έργα με φεμινιστικό περιεχόμενο σε πρωτοποριακά περιοδικά όπως το Wimmen’s Comix και το Twisted Sisters, ενώ θεωρείται η πρώτη γυναίκα δημιουργός αυτοβιογραφικών κόμικς πάντα με μια έντονη δόση αυτοσαρκαστικού χιούμορ. Σε πολλά από αυτά μάλιστα, συνεργάστηκε με τον Robert συνθέτοντας απολαυστικές ιστορίες για τη σχέση τους ως ζευγαριού, κυρίως στη σειρά Aline & Bob’s Dirty Laundry στην οποία συχνά συμμετείχε με δικά της έργα και η κόρη τους Sophie. Για ένα μεγάλο διάστημα ανέλαβε τη διεύθυνση του περιοδικού Weirdo, το οποίο κατά το παρελθόν είχαν διευθύνει επίσης ο Robert Crumb και ο Peter Bagge. Από τη δεκαετία του 1990 αποφάσισαν μαζί με τον σύζυγό της να εγκαταλείψουν τις ΗΠΑ και να μετακομίσουν στο Παρίσι έπειτα από μια δημόσια καταγγελία ενάντια στην πολιτική Μπους και στην αφόρητη πολιτισμική και κοινωνική κατάσταση της Αμερικής. Τα τελευταία χρόνια της ζωής της η Aline Kominsky-Crumb απασχολούνταν ως ζωγράφος, ενώ το 2007 κυκλοφόρησε το βιβλίο της Need More Love: A Graphic Memoir με τα απομνημονεύματά της και μια συλλογή με τα κόμικς της, τα ζωγραφικά της έργα, φωτογραφίες από τη ζωή της και αυτοβιογραφικά κείμενά της. Πέθανε έπειτα από μακροχρόνια μάχη με τον καρκίνο στο πάγκρεας. Και το σχετικό link...
  4. Ο «Fritz the Cat», η ταινία του Ralph Bakshi βασισμένη στα κόμικς του Robert Crumb που άνοιξε ένα νέο, «βρόμικο» κεφάλαιο για το κινούμενο σχέδιο, κλείνει φέτος 50 χρόνια. «Όλα ξεκίνησαν από ένα ποντίκι», συνήθιζε να λέει ο Walt Disney για την καριέρα του, αναφερόμενος φυσικά στον διάσημο Μίκι Μάους. Στην περίπτωση του Ralph Bakshi, του δημιουργού κινουμένων σχεδίων που στη δεκαετία του ’70 «μόλυνε» το αγνό και παιδικό τότε animation με βία, σεξ, ναρκωτικά και κοινωνικοπολιτικό σχολιασμό, θα ταίριαζε η φράση «όλα ξεκίνησαν από έναν γάτο». Ο λόγος για τον Φριτς τον Γάτο, την ταινία που προβλήθηκε στις ΗΠΑ τον Ιανουάριο του 1972, πριν 50 χρόνια, ανοίγοντας τον δρόμο για τη δημιουργία ενήλικων animation, όπως οι Simpsons, το South Park και το Rick and Morty. Η πρωτότυπη αφίσα της ταινίας Fritz the Cat με το μότo: «Δεν είμαστε ακατάλληλοι για ανηλίκους για το τίποτα, μωρό μου!» Ο Φριτς είναι ένας συνηθισμένος εικοσάρης ανθρωπόμορφος γάτος στην Νέα Υόρκη των τελών του ’60. Έχει τις ανησυχίες του, τις σεξουαλικές του ορμές και τις αντιδραστικές του ιδέες. Αναμενόμενα, ο Φριτς σε μια έκλαμψή του παρατά τις σπουδές του για να ζήσει την έντονη ζωή που τον οδηγεί σε ερωτικά όργια, κυνηγητά με μπάτσους-ανθρωπόμορφα γουρούνια, εξεγέρσεις αφροαμερικάνικων κορακιών και στα όρια ενός αναπάντεχου τέλους από νεοναζί και μηχανόβιους τρομοκράτες. Ο δημιουργός κόμικς Robert Crumb Είναι αντιληπτή η έκπληξη που προκάλεσε αυτή η ταινία το 1972. Σε μια εποχή που ηγεμόνευε η «παραμυθένια» αυτοκρατορία του Ντίσνεϊ και εν γένει η νοοτροπία για τα κινούμενα σχέδια ως Μέσου απευθυνόμενο αποκλειστικά σε παιδιά, η «εισβολή» ενήλικων θεμάτων σε αυτά απέκτησε επικριτές μα και πολλούς οπαδούς. Άλλωστε, οι ΗΠΑ του ’70 βρίσκονται στη δίνη κοινωνικοπολιτικών εξάρσεων επηρεασμένες από το κύμα των χίπηδων και τις εξεγέρσεις του 1968 κι έτσι αυτή η ταινία δεν θα μπορούσε παρά να είναι παιδί εκείνης της εποχής. Ήταν η 1η ταινία animation που πήρε τον χαρακτηρισμό «ακατάλληλης για ανηλίκους» και σήμερα θεωρείται ένα καλτ διαμάντι. Ο Φριτς, όπως και πολλοί άλλοι ζωόμορφοι ήρωες, ξεκίνησε από τις σελίδες των κόμικς για να βρεθεί στη μεγάλη οθόνη. Ο Φριτς συγκεκριμένα, από τις βρόμικες σελίδες του μεγάλου Robert Crumb, του κομίστα που θεωρείται ο γενάρχης των underground comix, ενός κινήματος ενήλικων κόμικς που κυκλοφορούσαν στους κύκλους της χίπικης κουλτούρας με θέματα γύρω από το σεξ, τα ναρκωτικά και την κοινωνική σάτιρα. Ο Crumb δημιούργησε τον Φριτς το 1959 ως μία απεικόνιση της γάτας του σε μια ιστορία κόμικ που δεν προοριζόταν για δημοσίευση. Συνέχισε μέσα στα επόμενα χρόνια να τον σχεδιάζει σε ιστορίες προς προσωπική του ανάγνωση, εξελίσσοντάς τον σε ανθρωπόμορφο γάτο με ανθρώπινες ανησυχίες. Ο δημιουργός κινουμένων σχεδίων Ralph Bakshi Μόλις το 1965 θα στείλει κόμικ του Γάτου του για δημοσίευση στο σατιρικό περιοδικό «Help!» του Harvey Kurtzman. Το τέλος της ιστορίας ήταν τόσο «σόκιν» για την εποχή που ο Kurtzman έγραψε στον δημιουργό της: «Κύριε Crumb, πιστεύουμε πως τα σκίτσα του γατούλη σας που μας στείλατε ήταν υπέροχα. Η ερώτησή μας είναι πώς θα τα τυπώσουμε χωρίς να μπούμε φυλακή». Η πορεία του αιρετικού Γάτου συνεχίστηκε σε περιοδικά και αργότερα σε αυτοεκδιδόμενα underground έντυπα με ιστορίες αμφιβόλου ηθικής που έκαναν το κοινό να τον λατρέψει. Ο Φριτς είναι ένας αντιήρωας που εξελίχθηκε ως αντίδραση στα παιδικά «κόμικς με ζωάκια» με τον Ντόναλντ Ντακ, τον Μίκι Μάους και τον Μπαγκς Μπάνι. Ο Crumb, ενώ δεν έκρυψε ποτέ την επιρροή και την συμπάθειά του προς μερικά από αυτά, κατάφερε να τα παρωδήσει και να δημιουργήσει ένα δικό του έργο που δεν είχε προηγούμενο. Απόσπασμα από το κόμικς «Fritz the Cat» του Crumb Αυτά τα κόμικς έπεσαν το 1969 στα χέρια του Ralph Bakshi. Ο Bakshi τότε ήταν ένας σχεδιαστής κινουμένων σχεδίων με δεκάχρονη πορεία στον χώρο και με έντονη επιθυμία να δημιουργήσει animation για ενήλικες. Είχε κουραστεί να σχεδιάζει παιδικές ταινίες και, όπως είχε δηλώσει σε συνέντευξη του το 1971: «η εικόνα μεγάλων ανθρώπων να κάθονται σε γραφεία σχεδιάζοντας πεταλουδίτσες να πετούν πάνω από ανθισμένα λιβάδια, ενώ αμερικάνικα αεροσκάφη βομβαρδίζουν το Βιετνάμ και παιδιά παρελαύνουν στους δρόμους, είναι γελοία». Τα κόμικς του Φριτς του Γάτου του αποκάλυψαν έναν ήρωα που θα μπορούσε να φέρει στο μέσο του την επανάσταση που αποζητούσε. Σε συνάντησή του με τον Crumb, τον έπεισε για τη δημιουργία της ταινίας και ο κομίστας του δάνεισε το τετράδιο με τα σκίτσα του για έμπνευση. Τα προβλήματα όμως δεν άργησαν να εμφανιστούν. Ενώ ετοιμαζόταν η παραγωγή της ταινίας, ο Crumb αρνήθηκε να παραχωρήσει τα δικαιώματα του χαρακτήρα. O Bakshi πέρασε μια ολόκληρη εβδομάδα στο σπίτι του Crumb προσπαθώντας να τον πείσει και τελικά υπέγραψε το συμβόλαιο η γυναίκα του ως πληρεξούσια. Η παραγωγή της ταινίας ξεκίνησε αλλά οι σχέσεις των δυο δημιουργών ψυχράνθηκαν οριστικά. Και τα εμπόδια για τον κινηματογραφικό Φριτς δεν είχαν ακόμα τελειώσει. Oι σκηνές σεξ και βίας και η δίκαιη άρνηση του Bakshi για λογοκρισία τους, έκανε τις εταιρείες να παρατούν την παραγωγή στη μέση, ενώ αρκετοί σχεδιαστές παραιτούνταν νιώθοντας άβολα με τη «δημιουργία πορνογραφικού υλικού». Καρέ από την ταινία «Fritz the Cat» Τον Ιανουάριο του 1972 η ταινία, σε πείσμα των περιστάσεων, εμφανίζεται στα σινεμά προκαλώντας τις αναμενόμενες αντιδράσεις. Η πλοκή της βασίζεται σε τρία προϋπάρχοντα κόμικ με πολλές ατάκες και σκηνές να είναι βγαλμένες αυτούσιες από εκείνα, ενώ πιστά μεταφέρεται και το σχέδιο του Crumb. Ορισμένες όμως σεναριακές τροποποιήσεις από τα κόμικς, ειδικά ως προς την οπτική του κινηματογραφικού Φριτς κατά της ένοπλης τρομοκρατίας, πυροδότησε ακόμα περισσότερο την απέχθεια του Crumb για το τελικό έργο που το αποκάλεσε «φασιστικό». Ακόμα κι αν έλαβε κανονικά την παχυλή πληρωμή των δικαιωμάτων του, ο Crumb θα απογοητευτεί τόσο που θα σκοτώσει τον ήρωά του στο κόμικ «Fritz the Cat – Superstar», δίνοντας τέλος στο δημιούργημά του. Ο Bakshi από τη δική του πλευρά, χαρακτήρισε τον Crumb «γλοιώδη απατεώνα» και πως «θα έπρεπε να είναι ο καλύτερός μου φίλος για τον Φριτς τον Γάτο που έφτιαξα». Παρά το τέλος που του έδωσε ο Crumb, ο Φριτς θα επιστρέψει σε ακόμα μία ταινία το 1974 χωρίς τη συγκατάθεση και την εμπλοκή κανενός από τους δύο δημιουργούς, οι οποίοι και συνέχισαν να πρωτοπορούν παράλληλα ο καθένας στη δικιά του τέχνη. Τελικά, ήταν άλλος ο Φριτς του Crumb και άλλος ο Φριτς του Bakshi; Ποιος από τους δυο είναι ο «αληθινός» και ποιος ο «απατεώνας»; Ερωτήματα ανούσια, μιας και οι δυο δημιουργοί του, μαζί με τη νοοτροπία πως το κινούμενο σχέδιο μπορεί να θίξει επίκαιρα κοινωνικά ζητήματα και να μιλήσει στους ενήλικες, ξεκίνησαν από αυτόν τον ταραξία γάτο. Και το σχετικό link...
  5. GeoTrou

    Ο Τζίμης ο Χέντριξ

    Δε θα πω πολλά σε αυτό το θέμα. Μόνο ότι ο -κατά πολλούς- κορυφαίος κιθαρίστας έβερ έχει απεικονιστεί από διάφορους κομίστες ανά τον κόσμο. Όχι απαραίτητα μέσα σε κόμικς, αλλά και σε portfolio. Επέλεξα μερικά, έτσι, για τ' οφθαλμόλουτρο. Μακράν τα πιο γνωστά είναι τα ντελιριακά σχέδια του Moebius. Και δεν είναι και λίγα: Ο Robert Crumb από τη μεριά του έχει κάνει μια «εικονογράφηση» του Purple Haze, απολύτως ταιριαστή στην τριπαριστή αίσθηση του τραγουδιού: Από εκεί και πέρα, το μενού έχει Γιάννη Καλαϊτζή... ... David Mack... ... και Bill Sienkiewicz, που εικονογράφησε τη βιογραφία Voodoo Child: The Illustrated Legend of Jimi Hendrix: Αυτά για σήμερα. Σίγουρα θα υπάρχουν κι άλλες ωραίες εικόνες εκεί έξω. Μέχρι το επόμενο entry... Excelsior and eat your broccoli!
  6. Ένα αφιέρωμα στον Robert Crumb, του Ορέστη Παπαϊωάννου, από το 6ο τεύχος του περιοδικού Ανατολικός.
  7. Παπαϊωάννου Ορέστης (επιμ), Ανατολικός, τχ. 6, Απρ 1998, σελίδες 49-53
  8. Το πρώτο στριπάκι με πρωταγωνιστή τον διαβόητο γάτο Fritz, του Robert Crumb. Scanlation δικό μου, παρμένο από τον τρίτο τόμο της σειράς The Complete Crumb Comics (εκδ. Fantagraphics).
  9. GeoTrou

    CRUMB ROBERT [ (1943) ]

    Μια από τις σημαντικότερες και πλέον αμφιλεγόμενες μορφές των κόμικς. Επιδραστικός όσο ελάχιστοι, με μια τεράστια εργογραφία, ο Crumb αποτέλεσε πρωτοπόρο των underground comix των 60’s και σημείο αναφοράς στη σύγχρονη αμερικανική κουλτούρα. Ο Crumb γεννήθηκε το 1943 στην Φιλαδέλφεια, αλλά η οικογένειά του μετακόμιζε συχνά. Μεγάλωσε σε ένα άσχημο περιβάλλον, καθώς ο στρατιωτικός πατέρας του ήταν ιδιαίτερα αυστηρός και μάλλον βίαιος, ενώ η μητέρα του ήταν αλκοολική και εθισμένη στις αμφεταμίνες. Δύο από τα τέσσερα αδέλφια του Crumb, ο Charles Jr. και ο Maxon ήταν ψυχικά ασθενείς, κατάσταση που επιδεινωνόταν από τις τιμωρίες του πατέρα τους. Το καταφύγιο των αγαπημένων αδελφών Crumb ήταν τα κόμικς. Ειδικά ο μικρός Robert, ενθαρρυνόταν πολύ από τον Charles Jr. να σχεδιάζει, παρά τις συμβουλές [sic] των δασκάλων του. Τελειώνοντας το σχολείο, ο Crumb έφυγε από το σπίτι και μετακόμισε στο Κλίβελαντ, όπου έπιασε δουλειά σε μια εταιρεία παραγωγής ευχετήριων καρτών. Εκεί γνώρισε και έγινε φίλος με τον Harvey Pekar. Πάνω, η πρώτη ιστορία του Fritz the Cat και κάτω, τα τελευταία του καρέ. Ο Crumb τον σκότωσε το 1972 (μέσω μιας πρώην, με παγοκόφτη ), γιατί δυσαρεστήθηκε πάρα πολύ από την γνωστή ταινία του Ralph Bakshi Γύρω στο 1964, ο Crumb έστειλε κάποια σχέδιά του Fritz the Cat στο περιοδικό Help!, του οποίου αρχισυντάκτης ήταν ο Harvey Kurtzmann. Παρά τους αρχικούς δισταγμούς του Kurtzmann («Μας άρεσε πολύ το σκίτσο με τη γάτα, αλλά δεν είμαστε σίγουροι αν μπορούμε να το τυπώσουμε και να μην μπούμε φυλακή»), τελικά έγιναν αποδεκτά. Με το κλείσιμο του Help! το 1965, ο διαβόητος γάτος μετακόμισε στο περιοδικό Cavalier. Το 1967 ο Crumb εγκαταστάθηκε στο Σαν Φρανσίσκο. Συχνά υπό την επήρεια LSD, σχεδίαζε μανιωδώς και αρκετά κόμικς του δημοσιεύτηκαν σε διάφορα underground έντυπα. Την ίδια περίοδο άρχισε να τυπώνεται το Zap Comix, μέσα από το οποίο συστήθηκαν μερικοί από τους γνωστότερους χαρακτήρες του Crumb, όπως η Angelfood McSpade και ο R. Crumb, μια καρικατούρα του εαυτού του. Από το δεύτερο τεύχος και μετά φιλοξενούσε επίσης κόμικς των Gilbert Shelton, Spain Rodriguez και S. Clay Wilson. Το Zap Comix έκανε αμέσως αξιοσήμαντη εντύπωση (παρότι το πρώτο τεύχος βγήκε σε μόλις 5.000 κομμάτια) και δημιούργησε ένα κύμα παρόμοιων εντύπων σε εθνικό επίπεδο. Αποτέλεσε ουσιαστικά το εφαλτήριο των underground κόμικς (ή “comix” όπως συχνά αποκαλούνται). Στα χρόνια που ακολούθησαν, ο Crumb ήταν τρομακτικά παραγωγικός. Εκτός από το Zap Comix κυκλοφόρησαν πολλές δουλειές του, είτε προσωπικές (Despair – 1969, Big Ass Comics – 1969-1971 κ.ά.), είτε σε συνεργασία με άλλους (Snatch – 1968-1971). Αυτό που έκανε ελκτικά τα κόμικς του Crumb και των υπόλοιπων «υπογείων» ήταν κυρίως η θεματολογία. Η βία, η σεξουαλικότητα (συχνά με ταμπού πτυχές της), η χρήση ναρκωτικών και το σκατολογικό χιούμορ έρχονταν σε σύγκρουση με το εδραιωμένο Comics Code Authority. Το 1972, ο Crumb ήρθε σε επαφή με έναν παλιό του γνώριμο. Ο Harvey Pekar του ζήτησε να εικονογραφήσει το American Splendor, μια αυτοβιογραφική σειρά. Ο Crumb δέχτηκε, αλλά πέρασαν τέσσερα χρόνια μέχρι να βγει το πρώτο τεύχος. Ο Crumb άλλαξε ελαφρώς το σχέδιό του, καθώς απομακρύνθηκε από τις υπερβολικές καμπύλες και το καρτουνίστικο στυλ των δικών του έργων. Όπως έχει ειπωθεί «όσο και να θαυμάζει κανείς τους άλλους σχεδιαστές της σειράς, πάντα θα επιστρέφει στα τεύχη του Crumb». Ενώ το Zap Comix συνεχιζόταν ακάθεκτο (αν και με ακαθόριστη συχνότητα κυκλοφορίας), ο Crumb προχώρησε στη δημιουργία ενός ακόμα περιοδικού. Το Weirdo πρωτοκυκλοφόρησε το 1981 και έδρασε ως αντίβαρο για το πιο ιντελεκτουέλ Raw του Art Spiegelman και της Françoise Mouly, που έβγαινε εκείνη την εποχή. Παρότι δεν είχε τελικά τόσο μεγάλη ανταπόκριση, βοήθησε στην ανάδειξη νέων ταλέντων, όπως ο Peter Bagg και η Dori Seda. Ο Crumb συνέχισε να δημιουργεί νέα κόμικς, όπως το Hup (1987-1992), ενώ παράλληλα τα παλαιότερα έργα του κέντριζαν το ανανεωμένο ενδιαφέρον του κοινού, μέσα από επανεκδόσεις και αυξανόμενες μεταφράσεις σε χώρες της Ευρώπης. Από τη δεκαετία του 1990, ο ρυθμός του Crumb έχει μειωθεί, αλλά όχι όσο θα περίμενε κανείς. Φιλοτέχνησε το «περίπου κόμικ» Introducing Kafka (1993) του David Zane Mairowitz και από κοινού με τη δεύτερη σύζυγό του και συχνή πλέον συνεργάτιδά του Aline Kominsky δημιούργησε το Self-loathing Comics (1995-1997). Επιπλέον συνεργάστηκε με τα περιοδικά The New Yorker και Mineshaft. Το 2009, ολοκλήρωσε το magnum opus του, μια πιστή μεταφορά σε κόμικς της Γενέσεως, του πρώτου βιβλίου της Παλαιάς Διαθήκης. Οι αρχικές επιρροές του Crumb είναι διάφοροι κομίστες και animators της περιπολεμικής εποχής, όπως ο Carl Barks, ο Walt Kelly και ο Max Fleischer. Η δε ανακάλυψη, στα 50's, του Harvey Kurtzmann υπήρξε καθοριστικός παράγοντας για την ανάπτυξη του προσωπικού του στυλ. Επιπλέον, η άμεση επαφή με τον S. Clay Wilson τον ώθησαν να στρέψει τα κόμικς του από ένα μέσο διασκέδασης, σε εργαλείο κοινωνικής κριτικής. Οι προσωπικές του εμμονές και ψυχώσεις έχουν περάσει αυτούσιες σε πολλά από τα κόμικς του. Αυτές τον έκαναν γνωστό άλλωστε. Τα κόμικς του Crumb προκαλούσαν και προκαλούν ακόμα έντονες αντιδράσεις σχετικά με το περιεχόμενο και τις προθέσεις τους. Έχει κατηγορηθεί για ρατσισμό και μισογυνισμό. Ο ίδιος έχει δηλώσει ότι στα πρώτα χρόνια της καριέρας του έπαιζε με τα στερεότυπα που υπήρχαν για τους Αφροαμερικανούς, τα οποία δεν αποδεχόταν ο ίδιος. «Έπαιζα μαζί τους με έναν ψυχεδελικό τρόπο. Δεν ξέρω. Είναι δύσκολο να το εξηγήσω. Δεν είναι η δουλειά μου να το εξηγήσω». Όσον αφορά την έτερη κατηγορία, ο ίδιος προτιμά να δίνει αντικρουόμενες απαντήσεις, άλλοτε αποδεχόμενος κι άλλοτε αρνούμενος τον χαρακτηρισμό του μισογύνη. Αν ένα πράγμα είναι αδύνατο να παραβλέψει κανείς για τον Crumb, ακόμα κι αν δεν αποτελεί φαν (όπως η αφεντιά μου), είναι ο δυσθεώρητος αντίκτυπος του έργου του. Θα έλεγα ότι οι δημιουργοί που έχουν ίση ή μεγαλύτερη επίδραση από τον Crumb, μετριούνται στα δάκτυλα του… μισού χεριού. Πέρα από την προφανή επιρροή σε ολόκληρο το κίνημα των underground και indie κόμικς (Peter Bagge, Charles Burns, Joe Sacco, Chris Ware και η λίστα δεν τελειώνει εδώ…), η αύρα του Crumb εξαπλώθηκε και στην απέναντι πλευρά του Ατλαντικού. Από το κύμα που σάρωσε τους κανόνες των γαλλικών κόμικς και λεγόταν Hara-Kiri, μέχρι τους Gotlib, Zep, Caza και Moebius και από τον Bryan Talbot μέχρι τους δικούς μας Tomek και Tasmar. Ο Alan Moore τον έχει αποκαλέσει «πολύτιμο λίθο», ο Matt Groening πίνει Duff στην υγειά του και ο Steve Martin έχει πει πως τα κόμικς του Crumb τον βοήθησαν να ανακαλύψει την κωμική του πλευρά. Στο GreekComics μπορείτε να διαβάσετε τα: Φριτς ο Γάτος Η μυστικιστική εμπειρία του Philip K. Dick
  10. Η πρώτη σελίδα του «America» του Robert Crumb προειδοποιεί τον αναγνώστη για τη σκληρή κριτική που θα ασκήσει ο καλλιτέχνης ενάντια στο «αμερικανικό μοντέλο» Το underground ρεύμα των κόμικς στις ΗΠΑ ήταν θνησιγενές, αλλά οι παρακαταθήκες που άφησε είναι ανυπολόγιστες. Ο σημαντικότερος εκπρόσωπός του και αναμφίβολα ο πιο παραγωγικός και ο πιο αμφιλεγόμενος είναι ο Robert Crumb, που από τη δεκαετία του 1960 άσκησε ανελέητη κριτική στο «αμερικανικό μοντέλο». Μια συλλογή από παλαιότερα έργα του που κυκλοφόρησε το 1995 με τίτλο «America» ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων, αλλά απέσπασε και διθυραμβικές κριτικές. Τα underground κόμικς που άνθησαν στις ΗΠΑ στα τέλη της δεκαετίας του 1960 είχαν κατά πλειονότητα στο επίκεντρο της θεματολογίας τους τα ανοικτά πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα της εποχής. Τα πολυποίκιλα και πολύχρωμα κοινωνικά κινήματα διεκδικούσαν μαχητικά τα δικαιώματα των νέων, δηλαδή των εκπροσώπων της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς. Ο πόλεμος του Βιετνάμ βρισκόταν εν εξελίξει, ενώ ο Ψυχρός Πόλεμος εξακολουθούσε να απειλεί όλο τον πλανήτη με ένα πυρηνικό «ατύχημα», σε μια ισορροπία τρόμου ανάμεσα στις δυο υπερδυνάμεις. Ο κοινωνικός συντηρητισμός των περασμένων δεκαετιών και το πολιτικό τέλμα της εναλλαγής στην εξουσία των δυο παραδοσιακών κομμάτων δεν μπορούσαν να εκφράσουν τη νέα γενιά, που άρχισε να συσπειρώνεται σε εναλλακτικές μορφές πολιτικής ομαδοποίησης και να παλεύει για τη χειραφέτηση. Το αντιπολεμικό κίνημα, το κίνημα της σεξουαλικής απελευθέρωσης, τα κινήματα για τα δικαιώματα των μαύρων, των γυναικών, των ομοφυλόφιλων, των μειονοτήτων, το κίνημα για την αποποινικοποίηση της χρήσης ψυχοτρόπων ουσιών κ.ά. ασκούσαν έλξη σε όλο και περισσότερους εικοσάρηδες. Επίκεντρο των αγώνων ήταν η Δυτική Ακτή και πιο συγκεκριμένα το Σαν Φρανσίσκο, στο οποίο συνέρρεαν πολιτικοί ακτιβιστές, τραγουδιστές, καλλιτέχνες, συγγραφείς, ανήσυχοι νέοι από κάθε σημείο της Αμερικής. Ανάμεσά τους και πολλοί δημιουργοί κόμικς. Ένας από αυτούς ήταν και ο εικοσιτετράχρονος Robert Crumb, ο οποίος, έπειτα από κάποιες σύντομες απόπειρες να εργαστεί επαγγελματικά ως δημιουργός κόμικς στο Κλίβελαντ και στη Νέα Υόρκη, το 1967 μετακόμισε στο Σαν Φρανσίσκο για να ζήσει από κοντά τις κοσμογονικές εξελίξεις. Εκεί γνώρισε ορισμένους από τους σπουδαιότερους, μεταγενέστερα, δημιουργούς κόμικς όπως τον Art Spiegelman, τον Gilbert Shelton, τον S. Clay Wilson κ.ά., συνεργάστηκε μαζί τους, έγινε εκδότης, σχεδίασε εξώφυλλα δίσκων ακόμα και για την Janis Joplin, έβγαλε ατέλειωτα low budget περιοδικά που μοιράζονταν από χέρι σε χέρι, βυθίστηκε στις ουσίες και ξεκίνησε να δημιουργεί τα δικά του κόμικς με φρενήρεις ρυθμούς επινοώντας διαρκώς νέους χαρακτήρες. Αν και το έργο του χαρακτηρίζεται από αποσπασματικότητα και οι ιστορίες του, με ελάχιστες εξαιρέσεις, ήταν πάντα ολιγοσέλιδες, η κυκλοφορία του «America» το 1995, αφού εν τω μεταξύ είχε ήδη μετακομίσει στη Γαλλία το 1991 ως αντίδραση στην πολιτική του Τζορτζ Μπους του πρεσβύτερου, κατέδειξε μια πιθανώς παραγνωρισμένη μέχρι τότε διάσταση της δουλειάς του: την αυστηρή κριτική στο οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό σύστημα των ΗΠΑ. Στο καταπληκτικό ντοκιμαντέρ «Crumb» του 1994, σε σκηνοθεσία του Terry Zwigoff και παραγωγή του David Lynch, είχε την ευκαιρία να αναπτύξει διεξοδικά τις απόψεις του για τον κατήφορο της χώρας. Το «America», όμως, ήταν ένας καταπέλτης. Αποδοχή ή απόρριψη των στερεοτύπων; Στην πρώτη ιστορία της συλλογής με τίτλο «Ας μιλήσουμε λογικά για τούτη 'δώ τη μοντέρνα Αμερική», ο Crumb συνοψίζει από την πρώτη κιόλας σελίδα την κριτική του. Γι’ αυτόν η μοντέρνα Αμερική είναι ένας «άκαρδος νταής» που ξεχειλίζει από γλουτένη και λίπος, μια άσχημη χώρα. Στην ίδια ιστορία περιγράφει όλα αυτά που μισεί στις ΗΠΑ: τους χοντρούς καπιταλιστές και όλες τις μεγάλες εταιρείες, τους ριζοσπάστες που αναμασούν χιλιοειπωμένα σλόγκαν, όσους κυκλοφορούν χαμογελαστοί για να σφίξουν χέρια, την κουλτούρα των νέων και όλους τους εφήβους, τις μοδάτες γυναίκες, τις πλαστικές επιγραφές, τις προσωπικότητες της σόου-μπιζ και τα ΜΜΕ γενικά, τους διανοούμενους των πόλεων, τα υπερηχητικά αεροπλάνα, τις λεωφόρους, τις αερογέφυρες, τους «νέγρους» και την αργκό τους, τους Εβραίους, τους αγενείς Ιταλούς, τη μοντέρνα αρχιτεκτονική, το real estate κ.ά. Βέβαια, μια τέτοια κριτική θα μπορούσε άνετα να χαρακτηριστεί ρατσιστική και πολλοί έχουν καταλογίσει στον Crumb ρατσιστικά και μισανθρωπικά κίνητρα. Ο ίδιος δεν αρνείται αυτές τις κατηγορίες αλλά ούτε και τις αποδέχεται. Απλώς απαντά με τις ιστορίες του. Γι’ αυτό σε μια άλλη ιστορία από τη συλλογή με πρωταγωνιστή τον Whiteman, έναν μέσο, ηλίθιο, καταπιεσμένο και κρυψίνου Αμερικανό, αντιστρέφει την ενδεχόμενη ρατσιστική κριτική του καθιστώντας θετικούς χαρακτήρες τους μαύρους και αρνητικό τον λευκό, ενώ στην ιστορία «Salty Dog» παρουσιάζει την αστυνομική βία και τον ρατσισμό με θύματα τους μαύρους. Τα «Σκουπίδια» είναι μια ιστορία που περιγράφει την καταναλωτική μανία του σύγχρονου Αμερικανού και τους τόνους από απορρίμματα που αυτός παράγει, με αποτέλεσμα την οικολογική καταστροφή. Στη συνέχεια επιτίθεται με σφοδρότητα στον στρατό των ΗΠΑ και στη νοοτροπία της επίλυσης των διαφορών μέσω των όπλων αλλά και στη γενικευμένη οπλοκατοχή, σκιαγραφεί με τα πιο μελανά χρώματα την υποκρισία και τη φαντεζί βιτρίνα της μίας και μοναδικής τελετής απονομής των Οσκαρ στην οποία παρέστη, σαρκάζει το δικομματικό πολιτικό σύστημα και τους ανεγκέφαλους ψηφοφόρους που τραγουδούν τον αμερικανικό εθνικό ύμνο, μιλά για την ερήμωση της υπαίθρου, την καταλήστευση των φυσικών πόρων και την καταστροφή του περιβάλλοντος και προβάλλει το «οικοτοπικό» του όραμα αντί του άκρατου οικονομικού ανταγωνισμού. Οι πιο αμφιλεγόμενες, όμως, ιστορίες του και σίγουρα οι πιο παρεξηγήσιμες (ίσως όχι άδικα) είναι δυο τρισέλιδα κόμικς, δημοσιευμένα αρχικά το 1993 στο περιοδικό «Weirdo» το οποίο και διηύθυνε μαζί με τη σύζυγό του και επίσης δημιουργό κόμικς Aline Cominsky. Η μια έχει τίτλο «Όταν οι Νέγροι κατακτήσουν την Αμερική» και η άλλη «Όταν οι καταραμένοι Εβραίοι κατακτήσουν την Αμερική». Στην πρώτη παρουσιάζει μια φανταστική εξέγερση του αφροαμερικανικού πληθυσμού που με τα όπλα και ασκώντας ωμή βία επιβάλλει ένα ολοκληρωτικό καθεστώς εκδικητικής μανίας απέναντι στους λευκούς, οδηγώντας τους στις βαμβακοφυτείες και μαστιγώνοντάς τους ανελέητα, ενώ στη δεύτερη εμφανίζει τους Εβραίους ως συνωμότες και πάμπλουτους που κινούν τα νήματα της παγκόσμιας οικονομίας και ελέγχουν σαν μαριονέτες τούς πολιτικούς μέχρι να καταστρέψουν όλο τον κόσμο με μια πυρηνική έκρηξη. Οι αντιδράσεις που προκάλεσαν αυτές οι δυο ιστορίες είχαν στο επίκεντρό τους έναν πιθανολογούμενο υφέρποντα ρατσισμό καθώς και τις εξώφθαλμα στερεοτυπικές απεικονίσεις και περιγραφές των Αφροαμερικανών και των Εβραίων. Οι υπερασπιστές, ωστόσο, του Crumb μίλησαν για μια γκροτέσκα απολαυστική υπερβολή που, καλλιτεχνική αδεία, ως στόχο της δεν είχε τους φανταστικούς «κατακτητές» του κόσμου, αλλά το ακριβώς αντίθετο: όσους, δηλαδή, υποκύπτουν με ευκολία στην αποδοχή των στερεοτύπων και τα αναπαράγουν για να σπείρουν φόβο και διχόνοια. Επιπροσθέτως, ειδικότερα για την περίπτωση των Αφροαμερικανών, το συνολικό έργο του Crumb μόνο ρατσιστικό δεν μπορεί να χαρακτηριστεί. Τουναντίον, η καθ’ υπερβολήν παρουσίαση των θυμάτων μιας κατάστασης ως θυτών μόνο ως τροφή προς σκέψη μπορεί να λειτουργήσει. Σκέψη που οδηγεί στο πιθανό συμπέρασμα ότι αφού η ζωή απέδειξε πώς μεταξύ δυο ενδεχομένων επικράτησε το ένα, ίσως μόνο αυτό μπορούσε να επικρατήσει στο δεδομένο πολιτικοοικονομικό σύστημα. Και το ενδεχόμενο που επικράτησε ήταν η καταπίεση των μαύρων από τους λευκούς και όχι το αντίθετο. Μετά την κυκλοφορία του «America» ο Robert Crumb εξακολούθησε να ασχολείται με τις ΗΠΑ και τις κοινωνικές παθολογίες τους επιχειρώντας πάντα να διαλύσει τις ψευδαισθήσεις περί ανωτερότητας, οικονομικής παντοκρατορίας και πλανητικής κυριαρχίας ως αποτέλεσμα ενός, τάχα, κοινωνικού δαρβινισμού. Η αλήθεια είναι, όμως, ότι με το πέρασμα των χρόνων η καυστική του ματιά και η βιτριολική του προσέγγιση μαλάκωσαν και λειάνθηκαν. Ίσως πάλι να βοήθησε σε αυτό και η μόνιμη μετεγκατάστασή του στην Ευρώπη, μακριά από τη χώρα των αντιφάσεων που αγαπούσε να μισεί. Στα 72 του σήμερα, παραμένει ενεργός και δραστήριος. Και πιθανώς δεν έχει πει την τελευταία του λέξη για τις ΗΠΑ όσο αυτές εξακολουθούν να καταστρέφουν και να αυτοκαταστρέφονται παίζοντας τον ρόλο του παγκόσμιου χωροφύλακα. Και το σχετικό link...
  11. Πρόσφατα διάβασα για πρώτη φορά βιβλία του Philip K. Dick. Και έπαθα πλάκα. Από τις πολύ λίγες περιπτώσεις που αφού διαβάσω βιβλίο κάποιου συγγραφέα με ενδιαφέρει να μάθω πληροφορίες για τον ίδιο. Με ένα πολύ γρήγορο ψάξιμο έπεσα αρκετές φορές σε αναφορές για την μυστικιστική εμπειρία που βίωσε. Και τότε έφαγα φλασιά. Θυμήθηκα ότι είχα διαβάσει ένα κόμικ για αυτό σε κάποια Βαβέλ. Δεν ξέρω πόσο κόσμο μπορεί να αφορά, αφού όμως μπήκα στην διαδικασία να το ψάξω είπα να το σκανάρω να υπάρχει και εδώ
×
×
  • Δημιουργία νέου...

Σημαντικές πληροφορίες

Χρησιμοποιώντας αυτή τη σελίδα, αποδέχεστε τις Όρους χρήσης μας.