Search the Community
Showing results for tags 'αντί'.
-
O Ανδρέας Πετρουλάκης, πολιτικός γελοιογράφος στις μεγαλύτερες εφημερίδες και σε πλήθος εντύπων εδώ και δεκαετίες, μιλάει για την άδοξη τέχνη του. Η συνέντευξη που ακολουθεί μπορεί να σας φανεί ασυνήθιστη. Συνήθως μιλάμε με κάποιον επειδή βρίσκεται στην επικαιρότητα για κάποιον λόγο. Στην περίπτωση του Ανδρέα Πετρουλάκη, του ανθρώπου που μας κάνει καθημερινά να γελάμε, αυτό δεν ισχύει. Μπορεί ο ίδιος να λέει πως η τέχνη της γελοιογραφίας είναι η πλέον άδοξη, καθώς γεννιέται και πεθαίνει την ίδια μέρα, στην πραγματικότητα όμως η δουλειά του Πετρουλάκη δεν αποτυπώνει απλώς την επικαιρότητα, χαρακτηρίζεται πάντα από την επικαιρότητα. Συναντήσαμε λοιπόν αυτόν τον εργάτη του εφήμερου και μιλήσαμε μαζί του ένα πρωινό Κυριακής στο Παγκράτι, ξεκινώντας να συζητάμε ακριβώς γι’ αυτό: το εφήμερο στοιχείο της γελοιογραφίας. ― Κύριε Πετρουλάκη, καθώς ερχόμουν, σκεφτόμουν πως αυτή θα είναι μια περίεργη συνέντευξη. Συνήθως έχω στα χέρια μου κάποιο πρόσφατο βιβλίο, κάποιο άλμπουμ, κάτι που έφτιαξε ο συνεντευξιαζόμενος. Εδώ δεν έχουμε κάτι τέτοιο. Έχουμε ένα μεγάλο σώμα από εφήμερα σκίτσα. Είναι η πιο άδοξη τέχνη. ― Γιατί άδοξη; Γιατί «ό,τι κάνω γεννιέται το πρωί και πεθαίνει το ίδιο βράδυ». Η γελοιογραφία είναι αυτό ακριβώς. Οι καλύτερες γελοιογραφίες είναι αυτές που ζουν μία μέρα. Που έχουν τον παλμό της ημέρας. Που προκαλούν ένα αντανακλαστικό γέλιο ανθρώπων που συμμετέχουν, ας πούμε, στο ίδιο παραμύθι. Μετά δεν έχει διάρκεια, ζωή. ― Κι όμως. Ξεφυλλίζοντας άλμπουμ με γελοιογραφίες σας από τα 90s, με έπιανα να γελάω συχνά. Ναι, αλλά πρέπει να τα θυμάσαι. Και είναι άχαρο να σ’ τα θυμίζουν για να γελάσεις. Οι περισσότεροι δεν τα θυμούνται. ― Γι’ αυτό και δεν βγάζετε πια άλμπουμ; Ναι. Και όλα τα άλμπουμ στο πόδι τα έβγαλα. Δεν είχα καμιά ιδιαίτερη διάθεση να τα βγάλω. Μερικά τα έβγαλα νέος, άλλα με πίεσαν φίλοι να τα βγάλω. Το βρίσκω λίγο άχαρο. Ούτε οι εκθέσεις μού αρέσουν ούτε τα λευκώματα. Αυτό που μου αρέσει είναι να κάνω ένα ωραίο σκίτσο αύριο. ― Ισχύει αυτό που λένε ότι «είσαι τόσο καλός όσο το επόμενό σου σκίτσο»; Καταρχάς – αυτό είναι προς απόδειξη – είμαι τόσο καλός όσο το τελευταίο μου. ― Πώς μπήκατε σ’ αυτή τη δουλειά; Υπηρετούσα στο Πολεμικό Ναυτικό. Τα ταξίδια ήταν τρομερά πολυήμερα. Έναν μήνα το κάθε ταξίδι. Διάβαζα, ζωγράφιζα και, καθώς προέρχομαι από μια πολύ πολιτικοποιημένη γενιά, διάβαζα και εφημερίδες. Είμαστε η γενιά της Μεταπολίτευσης, ήταν πολύ μέσα στη ζωή μας η πολιτική. Οπότε ο χώρος μού ήταν πολύ οικείος. Πάντα είχα τη λόξα της εφημερίδας, της πολιτικής, της επικαιρότητας και επίσης διάβαζα φανατικά κόμικς. Και φυσικά τις γελοιογραφίες των παλαιότερων, που από πολύ μικρή ηλικία προσπαθούσα να αντιγράψω: τον Κώστα και τον Βασίλη Μητρόπουλο, τον Κυρ, τον Ηλία Σκουλά. Έτσι λοιπόν, εκείνο το καλοκαίρι στο Ναυτικό, προσπαθούσα να αποδώσω πρόσωπα της τότε επικαιρότητας με γελοιογραφικό τρόπο, σε πολύ πρώιμο στάδιο φυσικά, καμία σχέση με τον τρόπο που το κάνω σήμερα. Ήταν όμως τότε τα πρόσωπα της πολιτικής επικαιρότητας πρόσωπα μεγάλου διαμετρήματος: Καραμανλής, Παπανδρέου, Φλωράκης, Μητσοτάκης, Κύρκος. Πολιτικοί που, αν έκανες ένα σκίτσο γι’ αυτούς, προσέλκυε το κοινό μόνο και μόνο ο πρωταγωνιστής. Ειδικά τα χρόνια που ξεκίνησα εγώ, είχαμε τον Ανδρέα Παπανδρέου, έναν «μάγο» της πολιτικής, που έκανε εντυπωσιακές κινήσεις. Ο Τύπος δεν βαριόταν ποτέ μαζί του, ήταν πολύ πρόσφορο το έδαφος. Τώρα νομίζω ότι για έναν νέο συνάδελφο είναι πολύ πιο δύσκολα τα πράγματα. Πολύ πιο λίγοι οι πρωταγωνιστές. ― Και όχι τόσο «γελοιογραφήσιμοι»; Μερικοί είναι, αλλά έχει μεγάλη σημασία και το βεληνεκές που έχουν στη δημόσια ζωή. Αν έχεις για παράδειγμα, έναν γραφικό υφυπουργό ενός όχι και τόσο σημαντικού υπουργείου και κάνεις ένα καλό σκίτσο, οι μισοί δεν ξέρουν το πρόσωπο και οι άλλοι μισοί δεν ξέρουν το γεγονός. ― Νιώθετε πως είναι είδος προς εξαφάνιση η δουλειά του γελοιογράφου; Το βασικό πρόβλημα είναι η συρρίκνωση των εφημερίδων: χαμηλά μπάτζετ, μικρός αριθμός εφημερίδων και σελίδων. Πολλοί θεωρούν τη γελοιογραφία πολυτέλεια, εγώ θεωρώ ότι ένας καλός γελοιογράφος είναι σημαντικό asset για μια εφημερίδα, ακόμα και για μια ολιγοσέλιδη ή χαμηλής κυκλοφορίας εφημερίδα. Αυτό έχει ως συνέπεια πολλοί συνάδελφοι να μη δημοσιεύουν ή να δημοσιεύουν στο ίντερνετ ή να κάνουν παραπλήσιες δουλειές. Κάτι που ίσως προκάλεσε και μια επιπρόσθετη ανάπτυξη των κόμικς. ― Ξεκινήσατε στο «Βήμα» το 1985; Στο «Αντί» πρώτα το 1984, για ένα μικρό διάστημα κάνοντας κόμικς κοινωνικά, όχι πολιτικά, και το 1985 πήγα στο «Βήμα». ― Έχετε συμπληρώσει λοιπόν 40 χρόνια ως γελοιογράφος. Μη λέμε νούμερα, παρακαλώ. (γέλια) Το «Αντί» ήταν ένα περιοδικό ελεύθερης έκφρασης πολλών ανθρώπων, και ερασιτεχνών. Ήταν ένα πολύ ανοιχτό έντυπο. Ήμουν τότε πιτσιρικάς και έγραφε ο Χρήστος Παπουτσάκης, ο εκδότης του περιοδικού, στην ταυτότητα «Σκίτσα: Ιωάννου, Καλαϊτζής, Πετρουλάκης». Έζησα μια αυταπάτη μ' αυτό. Θεώρησα ότι ήμουν ήδη γελοιογράφος. Το επάγγελμα αυτό είναι παράξενο. Δεν μπορείς να πεις «θέλω να γίνω γελοιογράφος». ― Αυτή η γενναιοδωρία του Χ. Παπουτσάκη σάς βοήθησε να σταθείτε στα πόδια σας ως γελοιογράφος; Όχι, καθόλου. Ίσα ίσα. Σ’ ένα τεύχος δημοσιευόταν κάτι δικό μου, σε δύο δεν δημοσιευόταν. Ήταν ένα άναρχο περιοδικό. Κάποια στιγμή μάζεψα κάποια σκίτσα και τα έστειλα σε διευθυντές εφημερίδων. Και απάντησε ο Ψυχάρης. Σκίτσο του Ανδρέα Πετρουλάκη που έγινε εξώφυλλο στην Athens Voice (11.12.2003) Σκίτσο του Ανδρέα Πετρουλάκη που έγινε εξώφυλλο στην Athens Voice (11.10.2006) ― Πώς ήταν ο Ψυχάρης; Για τον Ψυχάρη έχουν ειπωθεί διάφορα πράγματα. Δεν τον έζησα για μεγάλο διάστημα ώστε να έχω μια στέρεη άποψη. Ήμουν και μικρός, οπότε ίσως να μην μπορούσα να εκτιμήσω πράγματα και καταστάσεις. Εμένα με βοήθησε πολύ πάντως. Ήταν και υποστηρικτικός και διδακτικός με έναν τρόπο. Δεν με απόπαιρνε. Μου έλεγε: «Αυτό δεν μπορούμε να το πούμε». Ή για μια έκφραση έλεγε: «Δεν μιλάει έτσι ο Καραμανλής. Τι το βάζεις αυτό στη γλώσσα του Καραμανλή; Δεν θα το έλεγε ποτέ έτσι». Τέτοια πράγματα, που για μένα ήταν άγνωστα, δεν μπορούσα καν να τα φανταστώ. Δημοσίευε τακτικά τα σκίτσα μου στο «Βήμα», το οποίο τότε ήταν ημερήσιο, μετά έγινε εβδομαδιαίο. Στο μεταξύ άρχισα να καταλαβαίνω ότι ήθελα να μείνω σ’ αυτή τη δουλειά, γιατί ξεκίνησα με μια αντίληψη ερασιτέχνη. Σιγά σιγά όμως μου άρεσε. Σκεπτόμουν πως, αν δημοσίευα μόνο μία φορά την εβδομάδα στο Κυριακάτικο πια «Βήμα», δεν υπήρχε περίπτωση ούτε εγώ να ωριμάσω ούτε να γίνω γνωστός, οπότε πήγα και του είπα: «Κύριε Ψυχάρη, θα φύγω». «Πού θα πας;» «Στην “Αυγή”». Ο Ψυχάρης μού είπε τότε: «Είσαι παιδί του “Βήματος”, δεν μπορείς να δουλεύεις και στο “Βήμα” και στην “Αυγή”. Είσαι πολύ μικρός ακόμα, αλλά αν θέλεις να γυρίσεις στο “Βήμα”, μπορείς». Πήγα στην “Αυγή”, που τότε τη διηύθυνε ο Γιάνναρος. ― Ανήκατε, όπως είπατε πριν, στη γενιά του Πολυτεχνείου. Αισθανόσασταν πιο οικεία σ' αυτόν τον χώρο; Πολιτικά τότε είχαμε όλοι, ας το πούμε, μια αριστερή «πετριά». Δεν ήμουν ποτέ κομματικά ενταγμένος, αλλά γενικά υπήρχε μια ροπή των νέων μετά τη Μεταπολίτευση προς την Αριστερά. Μου ήταν πολύ φιλικός ο χώρος, και στο Πανεπιστήμιο μ’ αυτά τα παιδιά έκανα παρέα. Πήγα έτσι, δοκιμαστικά κι έμεινα δεκαπέντε χρόνια. Την «Αυγή» της εποχής αυτής την αγάπησα, αγάπησα τους ανθρώπους, με τους οποίους διατηρώ ακόμα στενές σχέσεις. Δεν είναι βέβαια στον χώρο της Αριστεράς πια οι περισσότεροι απ' αυτούς. Τη θεωρώ μεγάλο σχολείο. Όταν αργότερα ήρθε στην εξουσία η κυβέρνηση Τσίπρα, η προϋπηρεσία μου στην «Αυγή» με βοήθησε να δω πιο καθαρά. Είχα πια και μεγαλύτερη ωριμότητα για να καταλάβω ότι αυτοί οι άνθρωποι δεν είχαν την προπαρασκευή για να αναλάβουν την κεντρική εξουσία. Ήταν πολλοί από αυτούς χρήσιμες αιρετικές φωνές. Η συμβολή τους και η συνεισφορά τους ήταν συχνά πολύτιμη όταν ήταν στην εξουσία άλλα κόμματα: ήταν οι μόνοι που μιλούσαν συχνά για οικολογία, για δικαιώματα. Το πρόβλημα ήρθε όταν αυτά αποτέλεσαν την κεντρική ύλη της πολιτικής. Ήξερα ενστικτωδώς ότι δεν μπορούσαν να αντεπεξέλθουν. Σκίτσο του Ανδρέα Πετρουλάκη που έγινε εξώφυλλο στην Athens Voice (10.11.2010) Σκίτσο του Ανδρέα Πετρουλάκη που έγινε εξώφυλλο στην Athens Voice (28.06.2015) ― Μπήκατε πολύ νεαρός σε μια πολύ μεγάλη εφημερίδα όπως το «Βήμα». Τι σας είχε εντυπωσιάσει τότε; Είχα μάθει από τους πρώτους ότι ο Παπανδρέου δεν θα πρότεινε Καραμανλή για Πρόεδρο της Δημοκρατίας αλλά Σαρτζετάκη. Το έμαθα πριν το μάθουν πολιτικοί! Είχα πάει εκείνο το πρωί του Σαββάτου στην εφημερίδα και έκανα ένα σκίτσο που έδειχνε ότι ο Παπανδρέου θα πρότεινε Καραμανλή, και ο Ψυχάρης, που ήταν φίλος του Κουτσόγιωργα και είχε μάθει τι θα συνέβαινε, μου αποκάλυψε ότι θα πρότεινε τον Σαρτζετάκη. Είχα τρελαθεί. Έπαιρνα τηλέφωνο τους φίλους μου, τους το έλεγα και δεν με πίστευαν. Είναι βέβαιο πως δεν το ήξεραν ούτε πολύ υψηλόβαθμα στελέχη του ΠΑΣΟΚ. Τότε είπα θα μείνω στις εφημερίδες. Ένιωσα ότι εδώ είναι το κέντρο των εξελίξεων. Έπαιξε μεγάλο ρόλο αυτό για μένα. Είχα βέβαια και άγνοια κινδύνου, με την έννοια ότι δεν λογάριαζα και σε όλη μου τη ζωή να δουλεύω ως γελοιογράφος. Στην αρχή είχα νοοτροπία ερασιτέχνη. Το έκανα για τον εαυτό μου. Γούσταρα. Μου λέγανε και οι φίλοι μου: «Τι λες, ρε μεγάλε! Δημοσιεύεις στο “Βήμα”;» (γέλια). Είχε βάλει και μερικά σκίτσα μου στο πρωτοσέλιδο ο Ψυχάρης, οπότε ξέρεις, στον στενό μου κύκλο είχε γίνει χαμός. Μου άρεσε όλο αυτό. Άλλωστε επαγγελματικά το μέλλον μου δεν εξαρτιόταν από αυτό τότε. Αυτό συνέβη πολύ αργότερα. Το λέω και στα νέα παιδιά που ζωγραφίζουν κι έρχονται και μου λένε «Θέλω να γίνω γελοιογράφος». Δεν ξέρεις αν μπορείς να γίνεις γελοιογράφος. Είναι μερικά επαγγέλματα στα οποία δεν ξέρεις αν μπορείς να ανταποκριθείς. ― Τι χρειάζεται να έχει ένας γελοιογράφος; Χρειάζεται να έχει μια πολιτική αντίληψη. Αν μιλάμε για πολιτικούς γελοιογράφους. Να έχει αίσθηση του χιούμορ. Να ζωγραφίζει κάπως καλά, γιατί το σκίτσο είναι εργαλείο, πρέπει να αποδίδει τις εκφράσεις των προσώπων, τις κινήσεις των σωμάτων, τον περιβάλλοντα χώρο, έστω και ελλειπτικά. Πρέπει ο αναγνώστης να λάβει αστραπιαίες πληροφορίες. Δεν είναι να εξηγήσεις κάτι, γιατί μέχρι να εξηγήσεις, πάει το αστείο, έφυγε. Πρέπει κάποιος, με το που δει το σκίτσο, να εγκλιματιστεί αμέσως – πού βρίσκεται, ποιοι είναι οι πρωταγωνιστές και σε τι κατάσταση βρίσκονται. Το σκίτσο είναι το τρένο, είναι ο τρόπος που θα βάλεις τον αναγνώστη σε μια δεκτική κατάσταση, ώστε να δεχτεί το αστείο ή ό,τι άλλο θέλεις να πεις. ― Στην «Αυγή» μείνατε 15 χρόνια. Και το 2000 περάσατε από την «Αυγή» στην «Καθημερινή», σ’ έναν χώρο πολύ διαφορετικό, μια εφημερίδα δεξιού προσανατολισμού, ενίοτε συντηρητική. Πώς το αποφασίσατε; Κι όμως δεν ήταν έτσι. Η «Καθημερινή» είναι ένας χώρος με μεγάλη ελευθερία, με μεγάλο σεβασμό στη δουλειά σου, με μια εσωτερική ησυχία και μια μακρά παράδοση, που πέρασε μεν από χίλια μύρια κύματα, αλλά είναι μια ώριμη αστική εφημερίδα, με μεγάλη δεκτικότητα στο να φιλοξενήσει μια γκάμα απόψεων διαφορετικών από τις κυρίαρχες του συντηρητικού χώρου. Όταν πήγα στην «Καθημερινή» είχε ήδη πολλούς δημοσιογράφους με αριστερές καταβολές που ήταν όλοι τους πολύ αρμονικά ενταγμένοι. Μέχρι και σήμερα αποτελούν μερικά από τα εμβληματικά ονόματα της εφημερίδας. Δεν δυσκολεύτηκα απ’ αυτή την άποψη. Άλλωστε στο διάστημα που ήμουν στην «Αυγή», δούλεψα και σε άλλες εφημερίδες και περιοδικά – στην «Πρώτη», στο «Έθνος», στη «Μεσημβρινή», στον «Επενδυτή», στο «Κλικ», στο «ΜΕΝ», στο «Μετρό», στη «Γαλέρα». Ήμουν καλά στην «Αυγή», δεν ήθελα να φύγω. Όμως γύρω στο 2000 άρχισα να νιώθω ότι η «Αυγή» ήταν ένας «στενός» χώρος. Πολιτικά είχε αρχίσει να χάνει την αίγλη και την πνευματικότητα που είχε παλαιότερα. Οι συνεργάτες υψηλού επιπέδου άρχισαν λίγο λίγο να αραιώνουν. Εκείνη τη στιγμή της καριέρας μου ένιωσα πως δεν μου έκανε καλό η «πάνδημη» αποδοχή από ένα πολύ μικρό κοινό. Έβρισκα ανταπόκριση και έξω απ’ αυτό, αλλά πρακτικά, όταν έχεις ένα συγκεκριμένο κοινό που σε ακολουθεί πολλά χρόνια, δεν θα σου μάθει τι είσαι. Δεν θα σου μάθει ποιος είσαι. Σε καθησυχάζει, κι αυτό δεν είναι σωστό. Ήταν εν πολλοίς η αίγλη ενός μικρόκοσμου, κάτι που επαγγελματικά δεν είναι καλό. Έτσι λοιπόν πήγα στην «Καθημερινή». ― Αλλάξατε λοιπόν εφημερίδα το 2000. Είχατε να αντιμετωπίσετε αφενός το άγχος της αλλαγής περιβάλλοντος, αφετέρου το γεγονός ότι στην εξουσία βρισκόταν μια κυβέρνηση που προετοίμαζε μεγάλες μεταρρυθμίσεις και έργα και έχαιρε μεγάλης εκτίμησης στην Ευρώπη. Ήρεμα τα πράγματα γενικά. Πώς ήταν εκείνη η περίοδος. Μπορούσατε να τη γελοιογραφήσετε με ευκολία; Κάθε φορά που απευθύνεσαι σ’ ένα καινούργιο κοινό αγχώνεσαι, γιατί νιώθεις πως έχεις προσωπική επαφή με τον κάθε αναγνώστη σου, κι όταν αλλάζεις μέσο – αυτό στη δική μου περίπτωση δεν ισχύει απολύτως – νιώθεις ότι απευθύνεσαι σε ξένους, που πρέπει να σε μάθουν από την αρχή. Έχεις διαρκώς την αμφιβολία αν τη γλώσσα που οι άλλοι καταλάβαιναν θα την καταλαβαίνουν και οι καινούργιοι. Η γελοιογραφία, όντας ένα ελλειπτικό είδος, θέλει κι έναν εκπαιδευμένο αναγνώστη, κι εγώ δεν ήξερα ποιοι απ’ αυτούς ήταν και ποιοι δεν ήταν. Πάντως τις εποχές που είναι ήρεμα τα πράγματα, μπορώ να πω ότι μπορείς να κάνεις καλύτερες γελοιογραφίες. Άλλωστε κάνεις καλύτερα σκίτσα για προσωπικότητες που συμπαθείς παρά γι’ αυτούς που σε θυμώνουν. ― Δεν δείχνετε να «μισείτε» τους πρωταγωνιστές σας. Καθόλου. Όποιος μισεί τους πρωταγωνιστές του δεν κάνει καλές γελοιογραφίες. Δεν χωράει μίσος σε όλο αυτό. Το χιούμορ δεν πρέπει να έχει βαρβαρότητα ή εχθροπάθεια, δεν πρέπει να είναι τοξικό. Δεν υπάρχει χιούμορ σ’ αυτές τις συνθήκες. Οι γελοιογραφίες είναι αστεία ανθρωπάκια, επομένως με κάποιον τρόπο, ακόμα κι αν τους αντιπαθείς, τους κάνεις συμπαθείς. Πρέπει να είσαι προσεκτικός σε αυτό. Για παράδειγμα, σε σκίτσα για τη Χρυσή Αυγή – όχι μόνο εγώ, κι άλλοι – δεν αποτυπώναμε τα πρόσωπα των χρυσαυγιτών με ακρίβεια και με ανθρώπινα χαρακτηριστικά, γελαστά, έκπληκτα κ.λ.π. Τα έκανα πάντα θυμωμένα, απωθητικά. Δεν ήθελα να συμβάλω στην εξοικείωση του κόσμου με αυτά τα πρόσωπα. Αυτή τη στάση την είχα μόνο απέναντι σε εχθρούς της δημοκρατίας. Όποιος είναι εχθρός της δημοκρατίας, στα σκίτσα μου αποκλείεται να γίνει συμμέτοχος στο αστείο. Θα γίνει στόχος του αστείου. Δεν θα είναι αυτοί τα συμπαθητικά ανθρωπάκια που συμμετέχουν σε ένα σκετς. Αν αυτό αντίστοιχα το έκανες σε πρωθυπουργούς, πολιτικούς, δημόσια πρόσωπα κ.λ.π., στην ουσία μεγάλο μέρος της ύλης σου θα ήταν ποτισμένο με μίσος. Δεν υπάρχει χιούμορ εκεί. Παρ’ όλα αυτά, αυτούς που μπορεί να συμπαθούσα περισσότερο ενδεχομένως να μπορούσα να τους ψυχρογραφήσω και καλύτερα, ίσως να μπορούσα να αναδείξω και κάποιες ανατροπές, κάποιες αστείες πλευρές. Το καλύτερο βέβαια είναι να μην ταυτίζεσαι. Να έχεις μια απόσταση. Και γενικά δεν μ’ αρέσει να έχω σχέσεις με πολιτικούς, μετά δεν μπορείς να κάνεις τη δουλειά σου. ― Η πιο δύσκολη περίοδος για εσάς σε αυτό το επάγγελμα ποια ήταν; Υπήρξαν και υπάρχουν δύσκολες περίοδοι, όταν είχαμε ένα ομοιόμορφο πολιτικό σκηνικό που σχοινοτενώς τραβούσε επί εβδομάδες και μήνες. Με τον Ανδρέα Παπανδρέου δεν γινόταν ποτέ. Ο άνθρωπος ήταν μάγος της πολιτικής και χαρισματικός πρωταγωνιστής της γελοιογραφίας. Σκίτσο σχεδιασμένο ειδικά για την επέτειο των 5 χρόνων της Athens Voice, τεύχος 231, 22 Οκτωβρίου 2008. Σκίτσο σχεδιασμένο ειδικά για την επέτειο των 10 χρόνων της Athens Voice, τεύχος 459, 20 Νοεμβρίου 2013. Σκίτσο σχεδιασμένο ειδικά για την επέτειο των 20 χρόνων της Athens Voice, τεύχος 891, 2 Νοεμβρίου 2023. ― Τηλέφωνα από πολιτικούς δέχεστε συχνά; Οι περισσότεροι έχουν την εμπειρία και την εξυπνάδα, ακόμα και δίκιο να έχουν, να μην τα βάλουν μ’ έναν γελοιογράφο. Οι περισσότεροι σε παίρνουν να σου πουν συγχαρητήρια γι’ αυτό που έκανες εναντίον του άλλου. Μπορώ να πω ότι ένας άνθρωπος ο οποίος συστηματικά μάζευε ο ίδιος γελοιογραφίες, όχι κάποιος γραμματέας, ήταν ο Θεόδωρος Πάγκαλος. Μου έλεγε πάντα διάφορα ωραία λόγια και ότι, όταν θα τελείωνε τη θητεία του, θα έκανε μια μεγάλη έκθεση με γελοιογραφίες που τον αφορούσαν στην Ελευσίνα. Καταλάβαινες ότι επρόκειτο για έναν ευφυή άνθρωπο, λάτρη της γελοιογραφίας, αγαπούσε το χιούμορ. Κρατούσε ακόμα και τις γελοιογραφίες που τον «διέλυαν». Δεν πρόλαβε να το κάνει. Ελπίζω να το κάνει η οικογένειά του. Όλα τα σκίτσα υπάρχουν. Επίσης ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης ζητούσε γελοιογραφίες. Εκτιμούσε τις καλές γελοιογραφίες. ― Φοβηθήκατε κάποια στιγμή με αφορμή κάποιο σκίτσο ή κάποιο άρθρο σας; Ο φόβος ο πραγματικός είναι αν έκανες λάθος. Αν έχεις πίστη σε αυτό που κάνεις, δεν υπάρχει φόβος. Προφανώς αυτές τις δεκαετίες είχα κατά καιρούς αμφιβολίες για κάποια σκίτσα, αποδείχθηκε όμως ότι ποτέ δεν ήταν κάτι σοβαρό. Υπάρχουν άλλα που ξέρω ότι θα προκαλέσουν και προκάλεσαν τηλεφωνήματα, απειλές, μηνύσεις. Μου ζητούσαν εκατομμύριο ο ένας, εκατοντάδες χιλιάδες ο άλλος. Ποτέ δεν τους φοβήθηκα αυτούς. Είχα πίστη σ' αυτό που έκανα. Και το σχετικό link...
-
- 5
-
-
-
- ανδρέας πετρουλάκης
- αντί
-
(and 3 more)
Tagged with:
-
Έξι Έλληνες σκιτσογράφοι αποχαιρετούν το δάσκαλό τους Η πολιτική γελοιογραφία, για να είναι πραγματικά αιχμηρή και εύστοχη, απαιτεί πολλά χαρίσματα. Χιούμορ, ταλέντο, οξύνοια, αντικειμενικότητα, γνώση των ορίων, ήθος. Ο Γιάννης Ιωάννου, συνδύαζε όλα τα παραπάνω και πολλά χαρίσματα ακόμη, γεγονός που τον έκανε τον κατά γενική ομολογία κορυφαίο Έλληνα πολιτικό γελοιογράφο της μεταπολίτευσης. Μέσα από το 'Αντί', τον θρυλικό 'Τρίτο Δρόμο' και πληθώρα μέσων, από εφημερίδες μέχρι και το δικό του μπλογκ, η σατιρική ματιά του Γιάννη Ιωάννου υπήρξε πάντοτε εύστοχη και επίκαιρη. Μα κυρίως, ως καλλιτέχνης και ως άνθρωπος, ενέπνευσε πολλούς ακόμη σκιτσογράφους να ακολουθήσουν το δρόμο του και να μάθουν δίπλα του. Σήμερα, μέσα από το Oneman, ήρθε η ώρα κάποιοι από τους μαθητές αυτούς να αποχαιρετήσουν με τα δικά τους λόγια -ή και σκίτσα- τον Δάσκαλο, ο οποίος στις 9 του περασμένου Μαΐου έφυγε από κοντά μας σε ηλικία 75 ετών, αφήνοντας πίσω του ένα έργο διαχρονικό και παιδευτικό, το οποίο θα αποτελεί για πάντα σημείο αναφοράς. 'Η αρχεία Ελλάδα', το τελευταίο σκίτσο του Γιάννη Ιωάννου στο μπλογκ του, το οποίο δημοσιεύθηκε και στην Εφημερίδα των Συντακτών Σπύρος Δερβενιώτης Προσπαθώ να θυμηθώ την πρώτη φορά που ήρθα σε επαφή με τη σάτιρα του Γιάννη Ιωάννου, και το μυαλό μου είναι κενό. Θυμάμαι πολύ καθαρά (παρ’ ότι παιδί) την πρώτη εντύπωση που μου έκανε η λιτή απέριττη γραμμή και η ιδιόλεκτος του ΚΥΡ. Θυμάμαι πολύ καθαρά (καθ’ ότι έφηβος) την πρώτη φορά που είδα σε δράση τον οδοστρωτήρα που ήταν ο Αρκάς, στον ‘Κόκκορα’. Αλλά δε θυμάμαι την πρώτη φορά που εκτέθηκα στη νευρώδη και διαβρωτική ματιά του Γιάννη, που επηρέασε τη δική μου προσέγγιση όσο όλοι οι υπόλοιποι Δάσκαλοι συνδυαστικά, και ίσως και λίγο παραπάνω. Προσπαθώντας να σκεφτώ γιατί συμβαίνει αυτό, κατέληξα σ’ ένα συμπέρασμα που θέλω να πιστεύω ότι βγάζει νόημα: Ο εγκέφαλός μου κατέγραψε το Γιάννη σα να ήταν Πάντα εκεί. Σαν η οξυδερκής ματιά του, η βίαιη εισβολή του στα άδυτα των μυαλών των Στιβαρών Ηγετών μας στην ησυχία του σπιτιού τους, αυτό το εμμονικά τεκμηριωμένο ξεγύμνωμα των πιο ιδιοτελών κινήτρων κάθε εξουσίας, αυτός ο διαρκής υποτιτλισμός της ζωής που ζήσαμε, να ήταν πάντα εκεί. Σαν, παρ΄ όλο που το έργο του συνιστούσε μια τομή στην ελληνική γελοιογραφία, ταυτόχρονα να έγινε το σημείο μηδέν, ένα event horizon που καμπύλωσε το σατιρικό χωροχρόνο, ενώνοντας το Πριν (την εποχή μιας γλυκιάς. ασφαλούς γελοιογραφίας) με το Μετά (τη Γιακωβίνικη αναίδεια που μας μεταλαμπάδευσαν από το Γαλλικό Μάη οι καλύτεροι εκπρόσωποι της Μεταπολιτευτικής γελοιογραφίας) σε ένα σώμα: την Ευγενή Αναίδεια που τόσους σύγχρονους και κατοπινούς συναδέλφους του καθόρισε. Είναι ένα συμπέρασμα που γλυκαίνει κάπως τη βαθιά θλίψη για την απώλεια ενός βαθιά ευγενικού ανθρώπου που ευτύχησα να γνωρίσω από κοντά. Γιατί σημαίνει ότι, όπως πάντα ήταν, έτσι πάντα και θα είναι εδώ. Μιχάλης Κουντούρης Ήταν λίγο μετά την Άλλη Επταετία όταν συστηθήκαμε με τον Κοσμά τον Ευρωπαίο και το Μεγάλο Αφεντικό. Τους ακολουθήσαμε με την Πρώτη στον Τρίτο Δρόμο, ένα δρόμο που μας οδήγησε στο πιο σημαντικό σταυροδρόμι της ελληνικής πολιτικής γελοιογραφίας μετά τη μεταπολίτευση. Πολιτικού σκίτσου και κόμικς γωνία. Εκεί γνωρίσαμε, θαυμάσαμε, εμπνευστήκαμε, επηρεαστήκαμε και αγαπήσαμε τον Γιάννη Ιωάννου. Εκεί, σ ’εκείνη τη γωνία, θέλω να αφήσω αυτό το σκίτσο στη μνήμη του. Να το αφήσω με μια βαθιά υπόκλιση, Όσο βαθύς είναι ο σεβασμός που αισθάνομαι, Όσο βαθιά είναι η θλίψη για το χαμό του. Μια υπόκλιση τόσο βαθιά που δεν θα αφήσει να φανεί το δάκρυ για το δάσκαλο που έφυγε, για το συνάδελφο που χάσαμε για το φίλο που θα μας λείψει. Ο τρίτος δρόμος ορφάνεψε… Πέτρος Ζερβός Τον Γιάννη Ιωάννου τον πρωτοείδα στα γραφεία του Σχολιαστή, μέσα δεκαετίας ’80. Ήταν ήδη γνωστός γελοιογράφος, εγώ στα πρώτα μου βήματα. Όμως δεν ανταλλάξαμε ποτέ κουβέντα! Εγώ πολύ ντροπαλός, αυτός από τη φύση του απόμακρος δούλευε απομονωμένος στο βάθος, σε κάποιο τραπέζι… Τον ξανασυνάντησα το 2006, στα πλαίσια των εκδηλώσεων Πάτρα, Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης, όπου φιλοξενηθήκαμε Έλληνες και Ευρωπαίοι γελοιογράφοι για να φτιάξουμε επί τόπου έργα με θέμα το Καρναβάλι. Γνώρισα έναν διαφορετικό άνθρωπο! Ήταν κοινωνικός, φιλικός, εξωστρεφής και ένα βράδυ σε τραπέζι, όσοι ξέραμε τον κλειστό του χαρακτήρα, με έκπληξη τον είδαμε να χορεύει! Μου δόθηκε η ευκαιρία να γνωρίσω καλύτερα τον άνθρωπο Ιωάννου, όταν στήναμε τη Λέσχη Ελλήνων Γελοιογράφων στη σημερινή της μορφή. Εξαιρετικά ευφυής, με χιούμορ, ολιγόλογος, κάθε του κουβέντα μεστή και καθαρή. Κρεμόμασταν από το στόμα του γιατί πάντα είχε κάτι ουσιαστικό να πει και πάντα έδινε διέξοδο σε πολλές δυσκολίες που προέκυπταν. Ήταν ακέραιος άνθρωπος, με ήθος και πεντακάθαρο βλέμμα. Θυμάμαι, σε κάποιο βραδινό τραπέζι, με έκπληξη να απαξιώνει μπροστά σε άλλους συναδέλφους σκίτσα μου που με τα δικά του κριτήρια έβρισκε «χυδαία»! Αυτό δεν επηρέασε την εκτίμησή μου γι’ αυτόν, αντίθετα μ’ έκανε να σκεφτώ πάνω στη δουλειά μου και να μην κάνω το λάθος να μπερδεύω το χιούμορ με την εμπάθεια!... Ο Γιάννης Ιωάννου ήταν ανοιχτός σε νέους γελοιογράφους που εντάσσονταν στη Λέσχη αλλά και απρόθυμος να δεχτεί όσους δεν θεωρούσε άξιους! Δεν θα μιλήσω για το έργο του. Κατ’ εμέ είναι ο μεγαλύτερος Έλληνας γελοιογράφος μεταπολεμικά! Η δουλειά του είναι μια τοιχογραφία των τελευταίων δεκαετιών της χώρας. Ένας ιστορικός δεν θα κατανοήσει π.χ. την δεκαετία του ’80, που ήταν καθοριστική ακόμα και για το σήμερα, αν δεν μελετήσει τα αντίστοιχα βιβλία του Ιωάννου! Τα τελευταία χρόνια μια μικρή παρέα γελοιογράφων συναντιόμασταν και εκτός Λέσχης, συχνά με τον Γιάννη. Πάντα ένιωθα δέος και σεβασμό δίπλα του! Ο Γιάννης εξακολουθούσε να είναι για μένα απόμακρος, όχι πια από παραξενιά του χαρακτήρα του αλλά γιατί καταλάβαινα την βαθιά αξία του ως δημιουργού και ως ανθρώπου... Παναγιώτης Μητσομπόνος Αντί κειμένου, ο Παναγιώτης Μητσομπόνος προτίμησε να αποχαιρετίσει τον Γιάννη Ιωάννου με μια διαφορετική μεταξύ τους 'συνομιλία', η οποία δημοσιεύθηκε πρώτη φορά στην Εφημερίδα των Συντακτών το 2017 Πάνος Ζάχαρης Όταν καλείσαι να μιλήσεις για έναν Μεγάλο που έφυγε, φλερτάρεις μοιραία με την αυτοαναφορικότητα. Τον ήξερες; Σε ήξερε; Τι του είχες πει και τι σου απάντησε… Πόσο μάλλον όταν αυτός που έφυγε καθόρισε όχι απλώς τον τρόπο με τον οποίο δουλεύεις αλλά και την ίδια την επιλογή της δουλειάς σου, την επιλογή του –τρίτου;- δρόμου που επέλεξες να τραβήξεις στη ζωή σου. Το αποτύπωμα του Γιάννη Ιωάννου στην Ελληνική Γελοιογραφία, είναι γιγαντιαίο και βαθύ. Τόσο μεγάλο που όσο κι αν το θες είναι δύσκολο να βαδίσεις παράλληλα με αυτό γιατί νιώθεις πως καταλαμβάνει όλο το μονοπάτι που ο ίδιος άνοιξε λίγο πριν το ’80. Έτσι, προχωράς προσεκτικά, βρίσκοντας τα δικά σου μονοπατάκια, τις γελοιογραφικές παρακάμψεις που όμως συχνά, ενίοτε ασυναίσθητα καταλήγουν ξανά στα χνάρια του. Το παρήγορο είναι ότι σε αυτόν τον δρόμο έχεις καλή παρέα. Συναντάς πολλούς, όλους σχεδόν τους φίλους και τους συναδέλφους σου. Άλλους τους βλέπεις μπροστά να προπορεύονται σημαντικά, άλλους στο πλάι, άλλους να ξεκινούν τώρα να τον βαδίζουν. Χάσαμε τον Γιάννη Ιωάννου, αλλά δεν πρόκειται να χαθούμε στον δρόμο του που κάναμε δικό μας. Το σκίτσο της κεντρικής φωτογραφίας μάς το παραχώρησε ευγενικά ο κύριος Πάνος Μαραγκός, ο οποίος προτίμησε να αποχαιρετήσει τον φίλο του με ένα σχέδιο, το οποίο δημοσιεύτηκε αρχικά στην Εφημερίδα 'Έθνος'. Και το σχετικό link...
-
- 3
-
-
-
- σπύρος δερβενιώτης
- μιχάλης κουντούρης
- (and 10 more)
-
Από το Αντί, ένα στριπ με τίτλο Αντισεισμικές παραλλαγές. Είναι ενός εξαιρετικού σκιτσογράφου, του Νίκου Παγώνη, που, ενώ είχε φοβερό σκίτσο και έμπνευση, δυστυχώς δεν μας έδωσε όλα όσα μπορούσε, εκτός από τα σκίτσα του στο Αντί, το πολύ καλό σχέδιό του στο 1453 και την σειρά της Ελληνικής Μυθολογίας του Τσιφόρου.
-
- 1 reply
-
- 11
-
-
- ΑΝΤΙ
- Δημήτρης Παναγιωτάτος
-
(and 5 more)
Tagged with:
-
-
- 11
-
-
- ΑΝΤΙ
- Αντώνης Γκίκας
- (and 8 more)
-
-
- 16
-
-
- ΑΝΤΙ
- Νίκος Πλατής
-
(and 8 more)
Tagged with:
-
Βιβλίον ευχάριστον, μέ ευειδές εξώφυλλον (τά άνθη αποσπώνται τού δοχείου), περιέχον εσωτερικώς κείμενα αποκλίνοντα πρός τήν πολιτικήν, ευθύνη τού συγγραφέως, εμπλουτισμένον μέ χαριτωμένας φιγούρας καί σκωπτικάς γελοιογραφίας τού ιδίου δράστου. Ούτος διάκειται, χωρίς φόβον, ευνοϊκώς έναντι τών δικτακτόρων καί τών καθεστώτων των, άν καί συνομιλών ενίοτε μέ Απριλιανούς χωροφύλακας παρά τήν θέλησίν του, συμπαθών τό στέμμα, αλλά διατηρών τό αναφαίρετον δικαίωμα νά καταψηφίσει τήν Βασιλείαν δι΄ αποχρώντας λόγους, ούς καί επεξηγεί εμβριθώς. Ο τίτλος εδόθη παρά τού εκδότου ο οποίος μετρών τά κείμενα τά εύρεν 18, μή παρατηρών ότι εις έν περισπούδαστον κείμενον χρησιμοποιείται ο αποφράς αριθμός 18 καί η λέξις Αντικείμενα. διά τήν ανεπιτυχήν, ούτως ή άλλως, μίμησιν τού Μποστ-ικού ύφους γραφής (ουχί καί τής ανωρθωγραφείας - πού τέτοια τόλμη !): υπογραφή ευανάγνωστος vaios Αφιέρωμα εις τόν Μπόστ
-
Η ΓΕΝΙΑ ΤΟΥ ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΥ ΚΑΙ Η ΣΧΟΛΗ ΤΟΥ ΑΝΤΙ Η εποχή του Δημητριάδη και του <<Θησαυρού>> Στην ελληνική μεταπολεμική γελοιογραφική σκηνή μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’50 κυριαρχούν οι πολιτικές γελοιογραφίες του Φωκ. Δημητριάδη και οι κοινωνικού περιεχομένου γελοιογραφίες που δημοσιεύονται στα λαϊκά περιοδικά, κυρίως στα περιοδικά <<Θησαυρός>> και <<Ρομάντζο>> . Είναι μια εποχή όπου ευδοκιμεί η εξωστρεφής γελοιογραφία. Τα θέματα πολιτικών και κοινωνικών γελοιογραφιών είναι κατ’ εξοχήν λαϊκότροπα, το χιούμορ που αποπνέουν εγγίζει περισσότερο την αισθητική του Καραγκιόζη, η λαϊκή σάτιρα εκφράζεται ποικιλοτρόπως με εμφανή και αισθητώς χοντροκομμένα συστατικά. Ακόμη και ο κορυφαίος Φ. Δημητριάδης δεν αποφεύγει τοιούτου είδους συστατικά, όπως είναι το παρδαλό κατσίκι, που συνοδεύει τις γελοιογραφίες του όταν σατιρίζει τον Κ.Τσαλδάρη ή η θρυλική – πάντως όχι αρκούντως πνευματώδης - κότα που συνοδεύει τον Κ.Τσάτσο. Άλλες εκφάνσεις αυτής της λαϊκίζουσας μορφής γελοιογραφίας είναι οι κοιλαράδες οπαδοί του κόμματος των βαρελοφρόνων, οι ευτραφείς διευθυντές που κρατούν στα γόνατά τους τις καλλίγραμμες γραμματείς, οι σύζυγοι που περιμένουν με τον κόπανο ανά χείρας τον μπερμπάντη σύζυγο, οι ερεθιστικές λουόμενες στις πλαζ, οι κακές πεθερές κλπ. Στα σκίτσα εκ του εξωτερικού που αναδημοσιεύονται στα ελληνικά περιοδικά επικρατούν ανάλογα θέματα με πρωταγωνιστές τους Γάλλους γελοιογράφους Albert Dubout, Peynet, Fortune κ.ά. Από τον Dubout φαίνεται να έχει επηρεαστεί, αρχικώς, ο Αρχέλαος, ο οποίος με τη σειρά του δημιούργησε σχολή με πλήθος γελοιογράφων να τον ακολουθούν. Ένας από εκείνους που, στα πρώτα σκίτσα του, είναι εμφανώς επηρεασμένος από τον Αρχέλαο είναι και ο Κ.Μητρόπουλος. Ο <<Ταχυδρόμος>> χτυπάει… Κάπου εκεί, στα τέλη της δεκαετίας του ’50 με αρχές της δεκαετίας του ’60, το περιοδικό <<Ο Ταχυδρόμος>> κάνει άνοιγμα προς τους Έλληνες γελοιογράφους και συγκεντρώνει μια πλειάδα ταλαντούχων δημιουργών, οι οποίοι δίνουν νέα τροπή στην ελληνική γελοιογραφία . Έχουν ήδη δημοσιευθεί σκίτσα του S.Steinberg, του ΒOSC και άλλων μοντέρνων ξένων γελοιογράφων, τα οποία κομίζουν μια νέα αίσθηση του χιούμορ προτείνοντας την αφαιρετικότητα στο σχέδιο και την απομάκρυνση από τον ακατάσχετο βερμπαλισμό και την χοντροκομμένη σάτιρα. ( Ο S. Steinberg , που πέθανε το 1999, ρουμάνικης καταγωγής, θεωρείται ο φιλόσοφος του γελοιογραφικού σκίτσου. Έλεγε ότι πρώτα έμαθε να σχεδιάζει και μετά να γράφει. Είναι παράξενο πόσο δραστικά η γελοιογραφία μπορεί να επηρεάσει τον τρόπο με τον οποίο ερχόμαστε σε επαφή με τον κόσμο, τον τρόπο με τον οποίο αντιδρούμε σε ποικίλες καταστάσεις. Από τις γελοιογραφίες εμποτιζόμαστε ανεπαισθήτως με μιαν άλλη αίσθηση για τη ζωή μέσα από το παιγνιώδες και συνάμα, πολλές φορές, διαβρωτικό χιούμορ που αυτές αποπνέουν.) Η τριπλέττα Κ.Μητρόπουλος, Μποστ, ΚΥΡ Στον Ταχυδρόμο ο Κ.Μητρόπουλος ενστερνίζεται τα διδάγματα της μοντέρνας γραφής των παραπάνω γελοιογράφων, αλλάζει ριζικά το στυλ του – οι γελοιογραφίες του που δημοσιεύονταν στην <<Αθλητική ηχώ>> πόρρω απέχουν από αυτές του Ταχυδρόμου - και δημιουργεί μια μεγάλη σειρά επιτυχημένων γελοιογραφιών έκτοτε, που έχουν δημοσιευθεί οι περισσότερες στις εφημερίδες <<Νέα>>, <<Βήμα>>, και στο περιοδικό <<Εποχές>>. Στον Ταχυδρόμο εμφανίζονται και δυο άλλοι ακόμη γελοιογράφοι που θα χαράξουν νέους δρόμους για την ελληνική γελοιογραφία. Ο Μποστ. (Μέντης Μποσταντζόγλου) και ο ΚΥΡ (Γιάννης Κυριακόπουλος). Ο πρώτος είναι ως τότε γνωστός σκιτσογράφος, έχει κάνει πλήθος εικονογραφήσεις και γελοιογραφίες επί σειρά ετών, αλλά μόλις το 1958 εικονογραφώντας τα <<Βιβλικά χαμόγελα>> και τις <<Σταυροφορίες>> του Νίκου Τσιφόρου, τολμά εκείνα τα ανορθόγραφα έμμετρα κείμενα, τα οποία συνοδεύουν τα «βυζαντινίζοντα» σκίτσα του. Η συνέχεια είναι καταιγιστική: <<Ταχυδρόμος>>, <<Ομάδα>>, <<Εκλογή>>, <<Αυγή>>, <<Αντί>> κ.α. γεμίζουν από τα ευφυή ευρήματά του και τα σκίτσα που τα συνοδεύουν. Ο Μποστ ανυψώνει την λαϊκή εικονογράφηση μέσω της γλώσσας χρησιμοποιώντας μια εφευρετική, χαριτωμένη, παιγνιώδη και ανορθόγραφη, αλλά βαθυστόχαστη, γραφή. Ο ΚΥΡ εισήγαγε τη γραμμή και το πνεύμα του Steinberg με χαρισματικό τρόπο στον χώρο της ελληνικής γελοιογραφίας. Δεν μιμείται, δεν αντιγράφει, απλώς μεταφέρει στα καθ’ ημάς με άφθονη δόση ταλέντου και ανεξάντλητη επινοητικότητα το νέο πνεύμα του γελοιογραφικού σκίτσου το οποίο ξεπερνά τα στενά τοπικά όρια και αποκτά παγκόσμια ισχύ. Στις γελοιογραφίες του ΚΥΡ υποβόσκει το στοιχείο εκείνο το οποίο δημιουργεί το ξάφνισμα και το, εν συνεχεία, ξέσπασμα του γέλιου ή την ιλαρότητα που δημιουργεί τούτο το ξάφνισμα. Ο ΚΥΡ είναι ο κατ’ εξοχήν ανατρεπτικός Έλληνας γελοιογράφος. Κλασσικές έχουν μείνει οι γελοιογραφίες <<μαύρου χιούμορ>>, τις οποίες έκανε στα πρώτα του βήματα στον <<Ταχυδρόμο>>. Και πάντοτε φαίνεται ότι γνωρίζει καλώς και τηρεί την αρχή πως κάνω χιούμορ σημαίνει κατά πρώτον ότι σατιρίζω τον εαυτό μου με οποιαδήποτε ιδιότητα κι αν τον θεωρώ – ως άνθρωπο, ως πολίτη, ως κάτοικο μιας χώρας κλπ. Σήμερα, ο ΚΥΡ έχει γίνει ένας θιασάρχης που διακινεί τον θίασό του από ανθρωπάκια – ένας Γαΐτης της γελοιογραφίας – τα οποία διαλέγονται και αποφθέγγονται με ευφρόσυνη διάθεση και έξυπνες ατάκες, αντικριστά το ένα με το άλλο σαν τις φιγούρες του Καραγκιόζη – ενός Καραγκιόζη όμως που υπερβαίνει τα όρια της απλοϊκής λαϊκής σάτιρας. Οι άλλοι του <<Ταχυδρόμου>> Ακολουθεί μια πλειάδα προικισμένων γελοιογράφων που δημοσιεύουν στον <<Ταχυδρόμο>> κομίζοντας έναν καινούργιο χιουμοριστικό άνεμο, ξεπερνώντας κατά πολύ το λαϊκίζον πνεύμα και απλοποιώντας τη γραμμή και τη μορφή του σκίτσου χωρίς τούτο να γίνεται λιγότερο γελαστικό. Στην ποιοτική αυτή άνθηση της ελληνικής γελοιογραφίας μέσω του <<Ταχυδρόμου>> μεγάλο ρόλο ασφαλώς έπαιξε και η συντακτική ομάδα του περιοδικού, εκείνοι δηλαδή που έκαναν την επιλογή τών προς δημοσίευση γελοιογραφιών, προφανώς άνθρωποι ευρείας αντιλήψεως που έχουν κατανοήσει την αξία και τη σημασία του χιούμορ. (Να σκεφτεί ακόμη κανείς ότι την εποχή εκείνη υπήρχαν εφημερίδες και περιοδικά τα οποία απέφευγαν τα σκίτσα ως να επρόκειτο για τατουάζ στο σώμα τους.) Στον <<Ταχυδρόμο>> βλέπουμε να δημοσιεύουν γελοιογραφίες (η σειρά είναι αλφαβητική) : η Βαφία Άννα , ο Καλαμάρας Αντώνης, ο Κυριακούλης Αντώνης, ο Κυριτσόπουλος Αλέξης, ο Λογοθέτης Γιάννης (ΛΟΓΟ), ο Μαρουλάκης Νίκος, ο Παναγιωτάκης Γιώργος, ο Παπαναγόπουλος Παν. , ο Σκουλάκης Δήμος (Dimos), ο Σταματάκης Δημήτρης, ο Τσέλιος και άλλοι. Εδώ, πρέπει να αναφερθεί και ο Γιάννης Καλαϊτζής, ο οποίος έκανε μερικά σκίτσα και στον <<Ταχυδρόμο>>, είχε όμως ουσιαστικά ξεκινήσει την γελοιογραφική του καριέρα από την <<Πανσπουδαστική>> και δημοσίευε γελοιογραφίες στην <<Αυγή>>, στη <<Δημοκρατική Αλλαγή>> και στο περιοδικό <<Δρόμοι Ειρήνης>>. Ο Καλαϊτζής έγινε ο συνδετικός κρίκος μεταξύ των γελοιογράφων του <<Ταχυδρόμου>> και εκείνων που ξεκίνησαν από το <<Αντί>>. (Καίτοι δεν υπάρχουν σαφή διαχωριστικά όρια θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει ότι η πλειοψηφία των γελοιογράφων του <<Ταχυδρόμου>> ακολουθεί την κοινωνική ή την κοινωνικοπολική καλούμενη γελοιογραφία ενώ η συντριπτική πλειοψηφία των γελοιογράφων του <<Αντί>> δημιουργεί σαφώς πολιτικές γελοιογραφίες.) Η Άννα Βαφία με την εξόχως λεπταίσθητη γραμμή της και το εξίσου λεπτό χιούμορ εξαφανίστηκε από το προσκήνιο. Ο Αντώνης Καλαμάρας δεν υπάρχει στη ζωή, έδωσε όμως πολλαπλά δείγματα μιας ιδιαίτερα χαρακτηριστικής γραμμής στο σκίτσο του και δημοσίευσε πάντοτε επιτυχημένες και γελαστικές γελοιογραφίες. Έκανε πολλές γελοιογραφίες κοινωνικού περιεχομένου σε άλμπουμ και περιοδικά και επίσης πολλές πολιτικές στις εφημερίδες <<Μεσημβρινή>>, <<Ελευθεροτυπία>>, <<Εξόρμηση>> και <<Καθημερινή>>. Ο Αντώνης Κυριακούλης εγκατέλειψε σχεδόν την γελοιογραφία και διακρίθηκε σε άλλους παραπλήσιους εικαστικούς τομείς , όπως είναι η σκηνογραφία κ.ά. Ο Αλέξης Κυριτσόπουλος μπορεί να πει κανείς ότι στο σκίτσο πλησίασε περισσότερο την απλοποιημένη γραμμή του James Thurber, έκανε αρκετές έξυπνες αφαιρετικές γελοιογραφίες χωρίς λόγια και, αργότερα, ασχολήθηκε με την ζωγραφική και την εικονογράφηση (εξώφυλλα βιβλίων της <<Εστίας>>, δίσκων του Σαββόπουλου) . Ο Γιάννης Λογοθέτης (ΛΟΓΟ) δημοσίευσε σκίτσα με υπεραπλουστευμένη γραμμή – φαίνονται και σ’ αυτόν οι αντιλήψεις περί σκίτσου του S.Steinberg. Στο σκίτσο του ΛΟΓΟ όμως οι οξείες γωνίες αντικαθίστανται από καμπύλες και καθώς περνά ο καιρός, συνεχώς πλησιάζει να συγγενεύει με τον Sine παρά με τον Steinberg. Ακόμη οι φιγούρες του ΛΟΓΟ θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ότι είναι οι καλλιεργημένοι απόγονοι εκείνων του Σταμ. Πολενάκη. Ο Νίκος Μαρουλάκης δημοσίευσε πολλές γελοιογραφίες κοινωνικού περιεχομένου κατά προτίμηση χωρίς λόγια. Η γραμμή του είναι λιτή, αλλά σε όλες τις γελοιογραφίες του περισσεύει το υψηλού επιπέδου χιούμορ. Δημοσίευσε το πρωτότυπο λεύκωμα <<γυρίστε σελίδα, παρακαλώ>> και επίσης ένα λεύκωμα με γελοιογραφίες του που δημοσιεύθηκαν σε διάφορα ευρωπαϊκά έντυπα και στο περιοδικό <<Αντί>>. Έζησε για χρόνια στη Γερμανία και όταν επέστρεψε στην Ελλάδα έκανε πολιτικές γελοιογραφίες στην εφημερίδα <<Παρόν>> και ασχολήθηκε με την εικονογράφηση παιδικών βιβλίων. Ακόμη δημοσίευσε και μια σειρά κόμικ με θέμα τους μεγάλους εξερευνητές και εφευρέτες στο ένθετο <<Ερευνητές>> της <<Καθημερινής>>. Ο Δήμος Σκουλάκης (Dimos) συνέχισε να κάνει γελοιογραφίες μέχρι την δεκαετία του 80 στον <<Ταχυδρόμο>> και στην <<Εξόρμηση>> , ενώ παράλληλα διακρίθηκε στην ζωγραφική, την οποία υπηρετεί με επιτυχία ως τα σήμερα. Τα σκίτσα του, τα οποία διέκρινε η σταθερότητα της γραμμής, απέφευγαν τα πολλά λόγια και ήσαν οξείς επικριτές του κατεστημένου. Ο Δημήτρης Σταματάκης πέθανε νωρίς πολύ νέος. Πρόλαβε να εκδώσει ένα μικρό λεύκωμα με γελοιογραφίες μαύρου χιούμορ. Η σχολή του <<Αντί>>: Το ντουέτο Ιωάννου, Καλαϊτζής Η ομάδα των γελοιογράφων του περιοδικού «ΑΝΤΙ» εμφανίζεται ορμητικά μετά την μεταπολίτευση και εγκαινιάζει, όπως έχει δηλώσει και ο Γιάννης Καλαϊτζής σε συνέντευξή του στο περιοδικό «Βαβέλ», την νέα ελληνική γελοιογραφία, κατ’ αντιστοιχία με τον νέο ελληνικό κινηματογράφο. Στην ομάδα αυτή πρωτοστατούν ο Γιάννης Ιωάννου και ο Γιάννης Καλαϊτζής. Και οι δυο δίνουν βάθος πεδίου στα σκίτσα τους, σχεδόν ποτέ δεν κάνουν γελοιογραφίες χωρίς λόγια, κάθε άλλο μάλιστα. Κάνουν γελοιογραφίες και κόμικ με ξέφρενους ρυθμούς, ο μεν Καλαϊτζής είναι περισσότερο υπερβατικός, το χιούμορ του εγγίζει την σφαίρα του παραλόγου, ο δε Ιωάννου είναι πιο προσγειωμένος. Όχι μόνο στο πνεύμα των γελοιογραφιών τους, αλλά ακόμη και στην γραμμή του σχεδίου τους. Ο Ιωάννου δημιούργησε σχολή και πολλοί νέοι γελοιογράφοι έκτοτε επηρεάστηκαν και από το σκίτσο του και από τις ιδέες του. Εκτός από το «Αντί» δημοσίευσε στο «Ποντίκι» για να καταλήξει στο «ΕΘΝΟΣ». Έχει εκδώσει ολόκληρη σειρά από γελοιογραφικά λευκώματα. Ο Καλαϊτζής συνεχίζει στην «Ελευθεροτυπία», ενώ ενδιαμέσως έχει εκδώσει τρία βιβλία με κόμικ : «Τσιγγάνικη ορχήστρα» , «Μαύρο είδωλο της Αφροδίτης» και «Τυφών». Αυτό το τελευταίο ο κριτικός της λογοτεχνίας Δ.Κούρτροβικ το συγκαταλέγει στη λογοτεχνική σοδειά του 1997 μαζί με την «Μικρά Αγγλία>> της Ιωάννας Καρυστιάνη και την «Συκοφαντία του αίματος» του Βασίλη Μπούτου.(Εφημ.ΝΕΑ). Οι άλλοι Στο «Αντί» στα τέλη της δεκαετίας του ’70 δημοσιεύουν επίσης σκίτσα και οι Γήσης Παπαγεωργίου , Γρηγόρης (Εμμανουήλ). Ο Παπαγεωργίου ειδικεύεται κυρίως στα γελοιογραφικά πορτραίτα με τα οποία συνέχισε αργότερα στην «Ελευθεροτυπία». Με δική του επιμέλεια εκδόθηκε από τις εκδόσεις ΑΣΤΡΑΙΑ ο τόμος : ΕΛΛΗΝΕΣ ΓΕΛΟΙΟΓΡΑΦΟΙ του 20ου αιώνα 1901- 1999. Ενας άλλος σκιτσογράφος που δημοσιεύει στο «Αντί» μετά την μεταπολίτευση και κρατά επιμελώς την ανωνυμία του – μία φορά υπογράφει ένα σκίτσο με τη λέξη <<Ανώνυμος>> - είναι ο Δ.Κρανιώτης. Τα σκίτσα του Κρανιώτη, προπομποί των σκίτσων του Δημήτρη Χαντζόπουλου, που κάνει κι αυτός τα πρώτα του βήματα από το περιοδικό «Αντί», είναι ανθρωπάκια χωρίς χέρια που σχεδιάζονται μόνο με το περίγραμμα τους με μονοκονδυλιές και συνομιλούν σαν να έχουν μέσα τους ταινίες μαγνητοφώνου. Ο Δημήτρης Χαντζόπουλος, ο οποίος κάνει την εμφάνισή του στο «Αντί» το 1980 και συνεχίζει μέχρι σήμερα στα «ΝΕΑ» σχεδιάζει επίπεδα ανθρωπάκια με παχιές γραμμές και μονοκονδυλιές. Ο Χαντζόπουλος εισάγει έναν εξόχως εγκεφαλικό τρόπο στην παρουσίαση των χιουμοριστικών του θεμάτων. Προσωποποιεί εν αφθονία τα αντικείμενα και τα σκίτσα του βρίθουν από ανατροπές πραγματολογικές και εννοιολογικές. Στα περισσότερα εμφιλοχωρεί το στοιχείο της έκπληξης, ένα είδος ξαφνίσματος το οποίο περισσότερο εντυπωσιάζει παρά δημιουργεί γελαστική διάθεση. Χρησιμοποιεί ακόμη εν πολλοίς τα λογοπαίγνια. Την δεκαετία του ’80 δημοσιεύουν σκίτσα στο «Αντί» και οι: Γ.Σ. (Γιώργος Σεργάκης), Νίκος Σιδέρης – δημοσίευσε γελοιογραφίες και στην εφημερίδα <<ΝΕΑ>> , αλλά πέθανε νεώτατος- , Γ.Ματορίκος, Σόνια Μητραλιά, Ιοσίφ κ.ά. Ίσως στο «Αντί» (τ.258, 13/4/1984) να έχει δημοσιευτεί και η πλέον πρωτότυπη ελληνική γελοιογραφία. Την σκιτσάρουν και την υπογράφουν δύο γελοιογράφοι: ο Γ.Σ.(Γ. Σεργάκης) και ο Δ. Χαντζόπουλος. Στις αρχές της δεκαετίας του ’80 δημοσιεύονται στο «Αντί» γελοιογραφίες του Γ.Ματορίκου και αργότερα από το 1990 γελοιογραφούν οι Γ.Φιλδισάκος και Χ.Παπανίκος. Την δεκαετία του 1990 και μέχρι τα σήμερα εμφανίζονται από τις σελίδες του περιοδικού οι γελοιογράφοι: Κώστας Κουφογιώργος, Ανδρέας Πετρουλάκης και Τάσος Αναστασίου. Και οι τρεις δημοσιεύουν πολιτικές γελοιογραφίες με μακροσκελείς, συνήθως, διαλόγους. Ο Αναστασίου τελευταίως κάνει γελοιογραφίες και στα <<ΝΕΑ>>, ο Πετρουλάκης στην <<Καθημερινή>> , ο Κουφογιώργος στην <<Εποχή>>. Η ιστορία, αν ποτέ γραφτεί… Σήμερα, η σχολή της γενιάς του <<Ταχυδρόμου>> τείνει να ξεπεραστεί, χωρίς να μπορεί να αποφανθεί κανείς ότι τούτο είναι και θετικό βήμα προόδου. Υπάρχει η τάση της πλημμυρίδας του σκίτσου από φούσκες και φουσκίτσες με λόγια και διαλόγους. Ούτε τα έξυπνα πολιτικά βέλη της σχολής του «Αντί» εκτοξεύονται. Πολλές φορές δεν χρειάζεται να κοιτάξει κανείς το σκίτσο – αν τούτο φαίνεται – για να εννοήσει την γελοιογραφία, τα λόγια υποκαθιστούν τη οποιαδήποτε γελαστικότητα του θέματος. Υπάρχει κι εδώ η επίδραση του Altan, του Volinski ή του Plantu. Η ιστορία, αν ποτέ γραφτεί κάποια τεκμηριωμένη ιστορία της ελληνικής γελοιογραφίας, θα δείξει. Δημοσιεύθηκε στον τόμο ΜΔ’ ΕΠΤΑ ΗΜΕΡΕΣ της εφημερίδας «Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» με τίτλο: ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΕΛΟΙΟΓΡΑΦΙΑ , ΔΥΟ ΑΙΩΝΕΣ ΣΑΤΙΡΑΣ. Από εδώ
-
- 8
-
-
- Ταχυδρόμος
- Αντί
-
(and 6 more)
Tagged with: