Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ποίηση και ξερό Ψωμοτύρι!


Χάρλοκ

Προτεινόμενες Καταχωρήσεις


  • Member ID:  25525
  • Group:  Members
  • Topic Count:  7
  • Content Count:  568
  • Reputation:   2941
  • Achievement Points:  568
  • Days Won:  0
  • With Us For:  4313 Days
  • Status:  Offline
  • Last Seen:  
  • Age:  31

Μα είναι πεζό.Δηλαδή εκεί το πήγαινα!Όσο για την απαισιοδοξία τι να πω.Μόνο η Κατερίνα ξέρει για ποιο λόγο είμαι έτσι...

Σύνδεσμος για σχολιασμό
Μοιραστείτε με άλλους ιστότοπους


  • Member ID:  11531
  • Group:  Members
  • Topic Count:  34
  • Content Count:  4674
  • Reputation:   35914
  • Achievement Points:  4674
  • Days Won:  33
  • With Us For:  5299 Days
  • Status:  Offline
  • Last Seen:  
  • Age:  77

Μα είναι πεζό.Δηλαδή εκεί το πήγαινα!Όσο για την απαισιοδοξία τι να πω.Μόνο η Κατερίνα ξέρει για ποιο λόγο είμαι έτσι...

 

Συγγνώμη, αλλά εσύ λες πιο πάνω πως έγραψες το πρώτο σου ποίημα. Εν πάση περιπτώσει, είτε ως ποίημα είτε ως πεζό πιστεύω πως αξίζει τον κόπο. Συνέχισε.

΄Οσο για το λόγο, κάτι μου είχες πει κι εμένα, αλλά παρόλα αυτά πιστεύω ότι κάποια στιγμή ίσως αξίζει να προσπαθήσεις να ξεφύγεις.

Σύνδεσμος για σχολιασμό
Μοιραστείτε με άλλους ιστότοπους


  • Member ID:  25525
  • Group:  Members
  • Topic Count:  7
  • Content Count:  568
  • Reputation:   2941
  • Achievement Points:  568
  • Days Won:  0
  • With Us For:  4313 Days
  • Status:  Offline
  • Last Seen:  
  • Age:  31

Βασικά προσπαθώ να γράψω όπως ο Τσαρλς Μπουκόφσκι.Αλλά όχι Τρύφωνα αυτό στο οποίο αναφέρεσαι με κάνει να αισθάνομαι ζωντανός άλλα είναι που με ενοχλούν και με καίνε!


http://www.vakxikon.gr/content/view/728/474/lang,el/


Επεξεργασία από Χάρλοκ
Σύνδεσμος για σχολιασμό
Μοιραστείτε με άλλους ιστότοπους


  • Member ID:  11531
  • Group:  Members
  • Topic Count:  34
  • Content Count:  4674
  • Reputation:   35914
  • Achievement Points:  4674
  • Days Won:  33
  • With Us For:  5299 Days
  • Status:  Offline
  • Last Seen:  
  • Age:  77

Προσπάθησε να γράφεις όπως ο Τζούλιαν Χάρλοκ. Δεν ξέρω αν ο Τσαρλς Μπουκόφσκι είναι κατάλληλο πρότυπο.

Σίγουρα υπάρχουν πράγματα που ενοχλούν και καίνε σήμερα ένα νέο σκεπτόμενο άνθρωπο.

Επεξεργασία από tryfev
Σύνδεσμος για σχολιασμό
Μοιραστείτε με άλλους ιστότοπους


  • Member ID:  9879
  • Group:  Members
  • Topic Count:  21
  • Content Count:  929
  • Reputation:   9590
  • Achievement Points:  929
  • Days Won:  0
  • With Us For:  5479 Days
  • Status:  Offline
  • Last Seen:  
  • Age:  35


  • Member ID:  25525
  • Group:  Members
  • Topic Count:  7
  • Content Count:  568
  • Reputation:   2941
  • Achievement Points:  568
  • Days Won:  0
  • With Us For:  4313 Days
  • Status:  Offline
  • Last Seen:  
  • Age:  31

Charles Bukowski - Μπλε πουλί

 

Υπάρχει ένα μπλε πουλί στην καρδιά μου

 

πού θέλει να βγει

αλλά ρίχνω πάνω του ουίσκι και εισπνέει

τον καπνό του τσιγάρου μου.

Οι πόρνες, οι μπάρμαν

και οι υπάλληλοι των παντοπωλείων

δεν ξέρουν ότι

αυτό

είναι εκεί.Υπάρχει ένα μπλε πουλί στην καρδιά μου

πού θέλει να βγει

αλλά είμαι πάρα πολύ σκληρός για εκείνο

Του λέω, μείνε εκεί μέσα, δεν πρόκειται ν’ αφήσω

κανένα να σε δει.Υπάρχει ένα μπλε πουλί στην καρδιά μου

πού θέλει να βγει

αλλά ρίχνω πάνω του ουίσκι και εισπνέει

τον καπνό του τσιγάρου μου.

Οι πόρνες, οι μπάρμαν

και οι υπάλληλοι των παντοπωλείων

δεν ξέρουν ότι

αυτό

είναι εκεί.Υπάρχει ένα μπλε πουλί στην καρδιά μου

πού θέλει να βγει

αλλά είμαι πάρα πολύ σκληρός για εκείνο,

του λέω,

μείνε εκεί,

θες να με μπλέξεις;

Θες να καταστρέψεις

τις δουλειές μου;

Θες να χαλάσεις τις πωλήσεις των βιβλίων μου

στην Ευρώπη;Υπάρχει ένα μπλε πουλί στην καρδιά μου

πού θέλει να βγει έξω,

αλλά είμαι πολύ έξυπνος, το άφησα να βγει μερικές φορές

αλλά μόνο τη νύχτα

όταν όλοι κοιμούνται.

Του λέω, το ξέρω πως είσαι εκεί

γι’ αυτό μην είσαι

λυπημένο.Αργότερα το ξανάβαλα μέσα,

αλλ’ εκείνο τραγουδάει λιγάκι

εκεί πέρα, δεν θα το αφήσω ακόμη να πεθάνει

και κοιμόμαστε μαζί έτσι απλά

με τη

μυστική συμφωνία μας

και είναι αρκετά συμπαθητικό

να κάνετε έναν άνθρωπο

να κλάψει, όμως εγώ

δεν κλαίω, εσείς;

 

Μετάφραση:Νίκος Παναγόπουλος
Σύνδεσμος για σχολιασμό
Μοιραστείτε με άλλους ιστότοπους


  • Member ID:  25525
  • Group:  Members
  • Topic Count:  7
  • Content Count:  568
  • Reputation:   2941
  • Achievement Points:  568
  • Days Won:  0
  • With Us For:  4313 Days
  • Status:  Offline
  • Last Seen:  
  • Age:  31

Σύνδεσμος για σχολιασμό
Μοιραστείτε με άλλους ιστότοπους


  • Member ID:  25525
  • Group:  Members
  • Topic Count:  7
  • Content Count:  568
  • Reputation:   2941
  • Achievement Points:  568
  • Days Won:  0
  • With Us For:  4313 Days
  • Status:  Offline
  • Last Seen:  
  • Age:  31

Έγραψα και άλλο ποίημα

 

ΧΑΡΛΟΚ - Τα χρώματα της νιότης μου

 

Ήταν η ομορφιά της αύρας σου και η σαγήνη του νου σου

Που με τράβηξαν κοντά σου

Και όχι το λευκό πρόσωπο σου

Λείο σαν δουλεμένο αλαβάστρο

Η το μέλι του σώματος σου

 

Καθώς έτοιμος ήμουν κάποτε να δώσω τέλος

Και να χαθώ στο δάσος του χαμού μου

Το τραγούδη σου αντείχησε από βάθη άγνωστα

Και τράβηξε την ψυχή μου στην επιφάνεια

Ώσπου έμεινα σαν ανόητος να κοιτώ την ομορφιά μες στα μάτια σου

 

Η ζήλια,η μιζέρια και το μίσος

Προσπάθησαν σε ξεριζώσουν από εμένα

Μα μάταια

Γιατί ο πόνος που νιώθω είναι πιο γλυκός και αληθινός

Aπο κάθε πραγματικότητα

 

Το νοσταλγικό θρόισμα των δέντρων το βράδυ

Ο ήχος του νερού που κυλάει

Το μελαγχολικό φως της σελήνης

Όλα αυτά είναι χρώματα που ζωγραφίζουν την μορφή σου στα όνειρα μου

 


Επεξεργασία από Χάρλοκ
Σύνδεσμος για σχολιασμό
Μοιραστείτε με άλλους ιστότοπους


  • Member ID:  23287
  • Group:  Veterans
  • Topic Count:  161
  • Content Count:  4890
  • Reputation:   33639
  • Achievement Points:  4890
  • Days Won:  15
  • With Us For:  4595 Days
  • Status:  Offline
  • Last Seen:  

Ξέρω ότι είναι πεζό, αλλά το να τελειώνουν 3/4 στίχοι της πρώτης στοφής με "σου" δεν είναι λίγο περίεργο;

 

Και αν και δεν ακολουθείς μέτρο, ο στίχος "μα μάταια" δεν θα έπρεπε να είναι είτε μεγαλύτερος, ή να συγχωνευτεί;

Σύνδεσμος για σχολιασμό
Μοιραστείτε με άλλους ιστότοπους


  • Member ID:  11531
  • Group:  Members
  • Topic Count:  34
  • Content Count:  4674
  • Reputation:   35914
  • Achievement Points:  4674
  • Days Won:  33
  • With Us For:  5299 Days
  • Status:  Offline
  • Last Seen:  
  • Age:  77

Θα έλεγα φίλε Τζούλιαν πως θέλει λίγο δούλεμα ακόμη. Δες και την ορθογραφία στον 8ο στίχο: "Το τραγούδι σου αντήχησε".

Σύνδεσμος για σχολιασμό
Μοιραστείτε με άλλους ιστότοπους


  • Member ID:  25525
  • Group:  Members
  • Topic Count:  7
  • Content Count:  568
  • Reputation:   2941
  • Achievement Points:  568
  • Days Won:  0
  • With Us For:  4313 Days
  • Status:  Offline
  • Last Seen:  
  • Age:  31

Ξέρω ότι είναι πεζό, αλλά το να τελειώνουν 3/4 στίχοι της πρώτης στοφής με "σου" δεν είναι λίγο περίεργο;

όσο και το να επαναλαμβάνεται το ρεφρέν ενός τραγουδιού συνέχεια!

Επεξεργασία από Χάρλοκ
Σύνδεσμος για σχολιασμό
Μοιραστείτε με άλλους ιστότοπους


  • Member ID:  23287
  • Group:  Veterans
  • Topic Count:  161
  • Content Count:  4890
  • Reputation:   33639
  • Achievement Points:  4890
  • Days Won:  15
  • With Us For:  4595 Days
  • Status:  Offline
  • Last Seen:  

Δεν θα το έλεγα, το ρεφρέν είναι 100% τυπικό πράγμα. Θα μπορούσες να δοκιμάσεις κάποια παραλλαγή όπως το "δικού σου νου". Αλλά ΟΚ, δεν έχω πολύ εμπειρία στον χώρο, την άποψη μου ως μέσος αναγνώστης ποστάρω.

Σύνδεσμος για σχολιασμό
Μοιραστείτε με άλλους ιστότοπους


  • Member ID:  27235
  • Group:  Members
  • Topic Count:  48
  • Content Count:  1360
  • Reputation:   9724
  • Achievement Points:  1360
  • Days Won:  1
  • With Us For:  4185 Days
  • Status:  Offline
  • Last Seen:  
  • Age:  42

Α η αγάπη...

 

Α, η Αγάπη...

που γεμίζει άγια έξαρση τα σωθικά,

πλημμυρίζει την ψυχή,

μπουκώνει το στήθος,

πολύ σε υψώνει

και πας...

 

Α, η Αγάπη,

Αγία Αγαπημένη

κι όταν λείπεις, είσαι πάντα εδώ,

όμορφη, σκούρα,

εύθραυστη δύναμη,

παντοδύναμη ευαισθησία

με αγγίζεις με τα ακροδάχτυλα

κι ο κόσμος γίνεται πιο όμορφος

γεμίζει ζωή κι ευτυχία της στιγμής

 

Α, η Αγάπη...

Πως με στέλνει πως

σε κείνες τις μοναδικές γεύσεις

ύψιστης χαράς και τρίσβαθου πένθους

σ αυτό το πηγαινέλα - ύμνο της ζωής

 

πώς με στέλνει πώς

στα άκρα νόησης κι αίσθησης,

του πόνου και της ηδονής

της ανασφάλειας και της σιγουριάς

του φόβου και της τόλμης

 

Α, η Αγάπη...

Πώς με στέλνει πώς

Σε ύψη γνώριμα κι άγνωστα

 

Πολύτιμη υψώνομαι

Σου βαστώ το χέρι

πάμε σε ύψη θεόρατα

και το αδηφάγο βλέμμα σου

ρουφάει τις ομορφιές του κόσμου

και ξεδιψάει η ματιά σου,

η ψυχή σου ξεδιψάει

Αγία Αγαπημένη

Και το υπέροχο μυστικό μας

Αυτό που και να θέλουν

δε μπορούν να μοιραστούν

είναι απλά Αυτό

και τίποτα άλλο

Πολύτιμη

κοίταξα βαθιά στα μάτια σου

ήπια την ανάσα σου

γεύτηκα την αφή σου

ένιωσα τη μυρωδιά σου

και φεύγω κάθε στιγμή

με τα χέρια ανοιχτά σε αγκαλιά

για κείνο το ταξίδι που μοιραζόμαστε

κάθε που πιάνω το μολύβι

και τα άσπρα χαρτιά πλημμυρίζουν

αίμα, χρώμα, αφηγήσεις δύναμης

ευαίσθητες εντάσεις αφανισμού

κι επανασύνθεσης

 

Α, η Αγάπη...

Πολύτιμη

Αγία Αγαπημένη

Εσαεί αναβλύζουσα

Πηγή ζωής

Αγία Πολύτιμη Αγάπη Αγαπημένη...

 

Γιώργος Δουατζής

Σύνδεσμος για σχολιασμό
Μοιραστείτε με άλλους ιστότοπους


  • Member ID:  25525
  • Group:  Members
  • Topic Count:  7
  • Content Count:  568
  • Reputation:   2941
  • Achievement Points:  568
  • Days Won:  0
  • With Us For:  4313 Days
  • Status:  Offline
  • Last Seen:  
  • Age:  31

Δεν θα το έλεγα, το ρεφρέν είναι 100% τυπικό πράγμα. Θα μπορούσες να δοκιμάσεις κάποια παραλλαγή όπως το "δικού σου νου". Αλλά ΟΚ, δεν έχω πολύ εμπειρία στον χώρο, την άποψη μου ως μέσος αναγνώστης ποστάρω.

Με συγκίνησες.Είπες αναγνώστη.Αναγνώστη μουυυυυυυυυυυυυυυυυυ!!!!!

Σύνδεσμος για σχολιασμό
Μοιραστείτε με άλλους ιστότοπους


  • Member ID:  23287
  • Group:  Veterans
  • Topic Count:  161
  • Content Count:  4890
  • Reputation:   33639
  • Achievement Points:  4890
  • Days Won:  15
  • With Us For:  4595 Days
  • Status:  Offline
  • Last Seen:  

Ωχ αμάν. Τρέχουν σάλια.

Σύνδεσμος για σχολιασμό
Μοιραστείτε με άλλους ιστότοπους


  • Member ID:  25525
  • Group:  Members
  • Topic Count:  7
  • Content Count:  568
  • Reputation:   2941
  • Achievement Points:  568
  • Days Won:  0
  • With Us For:  4313 Days
  • Status:  Offline
  • Last Seen:  
  • Age:  31

Είσαι ο μοναδικός μου αναγνώστης.Θα σε προσέχω να μην πεθάνεις γιατί ειδάλλως θα μείνω χωρίς θαυμαστές!!

Σύνδεσμος για σχολιασμό
Μοιραστείτε με άλλους ιστότοπους


  • Member ID:  11531
  • Group:  Members
  • Topic Count:  34
  • Content Count:  4674
  • Reputation:   35914
  • Achievement Points:  4674
  • Days Won:  33
  • With Us For:  5299 Days
  • Status:  Offline
  • Last Seen:  
  • Age:  77

Είσαι ο μοναδικός μου αναγνώστης.Θα σε προσέχω να μην πεθάνεις γιατί ειδάλλως θα μείνω χωρίς θαυμαστές!!

 

Λάθος φίλε Τζούλιαν, είμαι κι εγώ αναγνώστης σου κι εδώ και στην Arcadia.

Σύνδεσμος για σχολιασμό
Μοιραστείτε με άλλους ιστότοπους


  • Member ID:  11531
  • Group:  Members
  • Topic Count:  34
  • Content Count:  4674
  • Reputation:   35914
  • Achievement Points:  4674
  • Days Won:  33
  • With Us For:  5299 Days
  • Status:  Offline
  • Last Seen:  
  • Age:  77

Πολύ ωραίο Κατερίνα μου. Δεν είχα διαβάσει ποτέ ποίημα τού Γιώργου Δουατζή, γνωστού δημοσιογράφου τής γενιάς μου και κάποτε πολύ όμορφου άντρα http://www.youtube.com/watch?v=v-E14VBS0Rg

Επεξεργασία από tryfev
Σύνδεσμος για σχολιασμό
Μοιραστείτε με άλλους ιστότοπους


  • Member ID:  11531
  • Group:  Members
  • Topic Count:  34
  • Content Count:  4674
  • Reputation:   35914
  • Achievement Points:  4674
  • Days Won:  33
  • With Us For:  5299 Days
  • Status:  Offline
  • Last Seen:  
  • Age:  77

 

Charles Bukowski - Μπλε πουλί
 
Υπάρχει ένα μπλε πουλί στην καρδιά μου
 
πού θέλει να βγει
αλλά ρίχνω πάνω του ουίσκι και εισπνέει
τον καπνό του τσιγάρου μου.
Οι πόρνες, οι μπάρμαν
και οι υπάλληλοι των παντοπωλείων
δεν ξέρουν ότι
αυτό
είναι εκεί.Υπάρχει ένα μπλε πουλί στην καρδιά μου
πού θέλει να βγει
αλλά είμαι πάρα πολύ σκληρός για εκείνο
Του λέω, μείνε εκεί μέσα, δεν πρόκειται ν’ αφήσω
κανένα να σε δει.Υπάρχει ένα μπλε πουλί στην καρδιά μου
πού θέλει να βγει
αλλά ρίχνω πάνω του ουίσκι και εισπνέει
τον καπνό του τσιγάρου μου.
Οι πόρνες, οι μπάρμαν
και οι υπάλληλοι των παντοπωλείων
δεν ξέρουν ότι
αυτό
είναι εκεί.Υπάρχει ένα μπλε πουλί στην καρδιά μου
πού θέλει να βγει
αλλά είμαι πάρα πολύ σκληρός για εκείνο,
του λέω,
μείνε εκεί,
θες να με μπλέξεις;
Θες να καταστρέψεις
τις δουλειές μου;
Θες να χαλάσεις τις πωλήσεις των βιβλίων μου
στην Ευρώπη;Υπάρχει ένα μπλε πουλί στην καρδιά μου
πού θέλει να βγει έξω,
αλλά είμαι πολύ έξυπνος, το άφησα να βγει μερικές φορές
αλλά μόνο τη νύχτα
όταν όλοι κοιμούνται.
Του λέω, το ξέρω πως είσαι εκεί
γι’ αυτό μην είσαι
λυπημένο.Αργότερα το ξανάβαλα μέσα,
αλλ’ εκείνο τραγουδάει λιγάκι
εκεί πέρα, δεν θα το αφήσω ακόμη να πεθάνει
και κοιμόμαστε μαζί έτσι απλά
με τη
μυστική συμφωνία μας
και είναι αρκετά συμπαθητικό
να κάνετε έναν άνθρωπο
να κλάψει, όμως εγώ
δεν κλαίω, εσείς;
 
Μετάφραση:Νίκος Παναγόπουλος

 

 

Με αρκετή καθυστέρηση, ανεβάζω το πρωτότυπο του παραπάνω πολύ αξιόλογου ποιήματος.

 

Bluebird

there's a bluebird in my heart that

wants to get out

but I'm too tough for him,

I say, stay in there, I'm not going

to let anybody see

you.

there's a bluebird in my heart that

wants to get out

but I pour whiskey on him and inhale

cigarette smoke

and the ****s and the bartenders

and the grocery clerks

never know that

he's

in there.

 

there's a bluebird in my heart that

wants to get out

but I'm too tough for him,

I say,

stay down, do you want to mess

me up?

you want to screw up the

works?

you want to blow my book sales in

Europe?

there's a bluebird in my heart that

wants to get out

but I'm too clever, I only let him out

at night sometimes

when everybody's asleep.

I say, I know that you're there,

so don't be

sad.

then I put him back,

but he's singing a little

in there, I haven't quite let him

die

and we sleep together like

that

with our

secret pact

and it's nice enough to

make a man

weep, but I don't

weep, do

you?

 
Σύνδεσμος για σχολιασμό
Μοιραστείτε με άλλους ιστότοπους


  • Member ID:  11531
  • Group:  Members
  • Topic Count:  34
  • Content Count:  4674
  • Reputation:   35914
  • Achievement Points:  4674
  • Days Won:  33
  • With Us For:  5299 Days
  • Status:  Offline
  • Last Seen:  
  • Age:  77

Ας θυμηθούμε λιγάκι και τον μεγάλο μας ποιητή, τον Διονύσιο Σολωμό, με ένα απόσπασμα από το Γ΄ Σχεδίασμα τού κορυφαίου ποιήματός του "Ελεύθεροι Πολιορκημένοι" που, δυστυχώς, έμεινε μισοτελειωμένο:

 

VI

Έστησ' ο Έρωτας χορό με τον ξανθόν Απρίλη,

κι η φύσις ηύρε την καλή και τη γλυκειά της ώρα,

και μες στη σκιά που φούντωσε και κλει δροσιές και μόσχους

ανάκουστος κιλαϊδισμός και λιποθυμισμένος.

Νερά καθάρια καί γλυκά, νερά χαριτωμένα,

χύνονται μες στην άβυσσο τη μοσχοβολισμένη,

και παίρνουνε το μόσχο της, κι αφήνουν τη δροσιά τους,

κι ούλα στον ήλιο δείχνοντας τα πλούτια της πηγής τους,

τρέχουν εδώ, τρέχουν εκεί, και κάνουν σαν αηδόνια.

Έξ αναβρύζει κι η ζωή σ' γή, σ' ουρανό, σε κυμα.

Αλλά στης λίμνης το νερό, π' ακίνητό 'ναι κι άσπρο,

ακίνητ' όπου κι αν ιδείς, και κάτασπρ' ως τον πάτο,

με μικρόν ίσκιον άγνωρον έπαιξ’ η πεταλούδα,

που 'χ' ευωδίσει τσ' ύπνους της μεσα στον άγριο κρίνο.

- «Αλαφροΐσκιωτε καλέ, για πες απόψε τι 'δες;».

- «Νύχτα γιομάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια!

Χωρίς ποσώς γης, ουρανός και θάλασσα να πνένε,

ουδ' όσο καν η μέλισσα κοντά στο λουλουδάκι,

γύρου σε κάτι ατάραχο π' ασπρίζει μες στη λίμνη,

μονάχο ανακατώθηκε το στρογγυλό φεγγάρι,

κι όμορφη βγαίνει κορασιά ντυμένη με το φως του!».
 

 

Πηγή: http://gym-kastr.ark.sch.gr/yliko/elefteroi_poliorkimenoi.htm

Σύνδεσμος για σχολιασμό
Μοιραστείτε με άλλους ιστότοπους


  • Member ID:  11531
  • Group:  Members
  • Topic Count:  34
  • Content Count:  4674
  • Reputation:   35914
  • Achievement Points:  4674
  • Days Won:  33
  • With Us For:  5299 Days
  • Status:  Offline
  • Last Seen:  
  • Age:  77

Και μια και είμαστε στη Ζάκυνθο, ας θυμηθούμε και το άλλο μεγάλο παιδί της, που τής τραγούδησε: "Ω φιλτάτη Πατρίς, ω θαυμασία νήσος, Ζάκυνθε. Συ μου έδωκας την πνοήν και τού Απόλλωνος τα χρυσά δώρα". Κι ας διαβάσουμε το "Αι Ευχαί", ένα ποίημά του γεμάτο οργή κατά τών ξένων "Προστατών" τής πατρίδας μας που είναι και σήμερα, δυστυχώς, επίκαιρο:

 

 

 

             Aι Ευχαί 

 

                 α΄.
    Tης θαλάσσης καλήτερα    
φουσκωμένα τα κύματα
'να πνίξουν την πατρίδα μου
ωσάν απελπισμένην,
                έρημον βάρκαν.     5

                    β΄.
    'Σ την στεριάν, 'σ τα νησία
καλήτερα μίαν φλόγα
'να ιδώ παντού χυμένην,
τρώγουσαν πόλεις, δάση,
                λαούς και ελπίδας.     10

                   γ΄.
    Kαλήτερα, καλήτερα
διασκορπισμένοι οι Έλληνες
'να τρέχωσι τον κόσμον,
με εξαπλωμένην χείρα
                ψωμοζητούντες·     15

                   δ΄.
    Παρά προστάτας 'νάχωμεν.
Mε ποτέ δεν εθάμβωσαν
πλούτη ή μεγάλα ονόματα,
με ποτέ δεν εθάμβωσαν
                σκήπτρων ακτίνες.     20

                   ε΄.
    Αν οπόταν πεθαίνη
πονηρός βασιλεύς
έσβυν' η νύκτα έν' άστρον,
ήθελον μείνει ολίγα
                ουράνια φώτα.     25

                   ς΄.
    Tο χέρι οπού προσφέρετε
ως προστασίας σημείον
εις ξένον έθνος, έπνιξε
και πνίγει τους λαούς σας,
                πάλαι, και ακόμα.     30

                   ζ΄.
    Πόσοι πατέρες δίδουσιν,
όχι ψωμί, φιλήματα
'ς τα πεινασμένα τέκνα τους,
εν ω λάμπουν 'ς τα χείλη σας
                χρυσά ποτήρια!     35

                   η΄.
    Όταν υπό τα σκήπτρά σας
νέους λαούς καλείτε,
νέους ιδρώτας θέλετε
εσείς δια 'να πληρώσητε
                πλουσιοπαρόχως,     40

                   θ΄.
    Tα ξίφη οπού φυλάγουσι
τα τρέμοντα βασίλεια σας,
τα ξίφη οπού τρομάζουσι
την αρετήν, και σφάζουσι
                τους λειτουργούς της.     45

                   ι΄.
    Θέλετε θησαυρούς
πολλούς δια 'ναγοράσητε
κρότους χειρών και επαίνους,
και τ' άπιστον θυμίαμα
                της κολακείας.     50

                   ια΄.
    Hμείς δια τον σταυρόν
ανδρείως υπερμαχόμεθα
και σεις εβοηθήσατε
κρυφά τους πολεμούντας
                σταυρόν και αλήθειαν.     55

                   ιβ΄.
    Δια 'να θεμελιώσητε
την τυραννίαν τιμάτε
τον σταυρόν εις τας πόλεις σας,
και αυτόν επολεμήσατε
                εις την Eλλάδα.     60

                   ιγ΄.
    Kαι τώρα εις προστασίαν μας
τα χέρια σας απλόνετε!
τραβήξετέ τα οπίσω·
βλέπει ο θεός και αστράπτει
                δια τους πανούργους.     65

                   ιδ΄.
    Όταν το δένδρον νέον
εβασάνιζον οι άνεμοι,
τότε βοήθειαν ήθελεν,
ενδυναμώθη τώρα
                φθάνει η ισχύς του.     70

                   ιε΄.
    Tο ξίφος σφίγξατ' Έλληνες ―
τα ομμάτια σας σηκώσατε ―
ιδού ― εις τους ουρανούς
προστάτης ο θεός
                μόνος σάς είναι.     75

                   ις΄.
    Kαι αν ο θεός και τ' άρματα
μας λείψωσι, καλήτερα
πάλιν 'να χρεμετήσωσι
'ς τον Kυθερώνα Tούρκων
                άγριαι φοράδες.     80

                   ιζ΄.
    Παρά.... Αι, όσον είναι
τυφλή και σκληροτέρα
η τυραννίς, τοσούτον
ταχυτέρως ανοίγονται
                σωτήριοι θύραι.     85

                   ιη΄.
    Δεν με θαμβόνει πάθος
κανένα· εγώ την λύραν
κτυπάω, και ολόρθος στέκομαι
σιμά εις του μνήματός μου
                τ' ανοικτόν στόμα.     90


 

 

Πηγή: http://www.snhell.gr/anthology/content.asp?id=198&author_id=13

Επεξεργασία από tryfev
Σύνδεσμος για σχολιασμό
Μοιραστείτε με άλλους ιστότοπους


  • Member ID:  11531
  • Group:  Members
  • Topic Count:  34
  • Content Count:  4674
  • Reputation:   35914
  • Achievement Points:  4674
  • Days Won:  33
  • With Us For:  5299 Days
  • Status:  Offline
  • Last Seen:  
  • Age:  77

Συνεχίζοντας την επτανησιακή μας περιπλάνηση, ας ακούσουμε τον Λορέντζο Μαβίλη, γεννημένο στην Ιθάκη αλλά μεγαλωμένο στην Κέρκυρα την οποία εκπροσώπησε και στο Κοινοβούλιο, τρυφερό ποιητή, αλλά και γενναίο αγωνιστή υπέρ τής δημοτικής γλώσσας και πατριώτη που πρόσφερε τη ζωή του για την Ελλάδα σ' ένα γεμάτο ερωτική λαχτάρα σονέτο:

 

Σωκράκι

 

Γλύκας ἀνεγδιήγητης ἀνάβρα

χύνει τὸ νεραϊδένιο σου τὸ διῶμα·
μὰ ἐκεῖ ψηλὰ διπλὸ κάθε σου χρῶμα,
τρίδιπλη κάθε χάρη σου ξαναῦρα.
Φαντάζανε, στὰ χιόνια, σὰν πιὸ μαῦρα
τὰ δυὸ μεγάλα μάτια σου κι' ἀκόμα
πιὸ φλογερὸ τὸ κοραλλένιο στόμα,
πιὸ καυτερὴ τοῦ ζυγωμοῦ σου ἡ λάβρα.
Ξένης παράξενο ἄνοιξης ἀγιοῦλι,
ζαλιστικὸ τριόντισμα στὴν ἔρμη
κατάκρυα πλάση γύρω σου σκορποῦσες,
ποὺ μέσα μας ἐπέρνα ὢς τὸ μεδοῦλι·
μὲ ξέφρενης, ὠϊμέ, λαχτάρας θέρμη
τὴν καρδιά μας κολάζοντας μεθοῦσες.

 

Πηγή: http://el.wikisource.org/wiki/%CE%A3%CF%89%CE%BA%CF%81%CE%AC%CE%BA%CE%B9

Επεξεργασία από tryfev
Σύνδεσμος για σχολιασμό
Μοιραστείτε με άλλους ιστότοπους


  • Member ID:  1991
  • Group:  Veterans
  • Topic Count:  397
  • Content Count:  4996
  • Reputation:   25080
  • Achievement Points:  4996
  • Days Won:  42
  • With Us For:  6230 Days
  • Status:  Offline
  • Last Seen:  
  • Age:  55

Νοιώθω την ανάγκη να γράψω κι εγώ κάτι. Δεν είμαι επαγγελματίας οπότε δείξτε κατανόηση.... Το γράφω σε φάση live bet.

 

Τρεις το λάδι, τρεις το ξύδι,

Στους Scorpions έπεσε τρελό σπρωξίδι.

Με το βλέμμα σε ψάχνω στο κόσμο,

Δεν ήσουν εκεί και έφυγα με μια νοσοκομο.

Χωρίς εσένα άδειος ο κόσμος κι αδειανος,

Δεν έχει μέσα τίποτα, κενός και αδειανος.

Το αδειανος το έγραψα ήδη δυο φορές

Άμα το γράψω τρίτη θα με βρουν συμφορές.

Τελικά η συναυλία ήταν μάπα

Αν σε πήγαινα θα μου ριχνες φάπα.

Γύρισε ο καιρός, φύσηξε Μαΐστρος

Και μένα μου ρθε ποιητικός ο οίστρος.

Κοιτάζοντας μες τον καθρέφτη βλέπω ένα πρόσωπο γνωστό

Ώπα τι κραζεις φιλαράκι? Το κλεψα κι αυτο?

Άρχισε η μπάλα, λέω να σταματήσω

Όμως θα ξαναγράψω μέχρι να την, κι αυτο είναι απειλή.

Σύνδεσμος για σχολιασμό
Μοιραστείτε με άλλους ιστότοπους


  • Member ID:  11531
  • Group:  Members
  • Topic Count:  34
  • Content Count:  4674
  • Reputation:   35914
  • Achievement Points:  4674
  • Days Won:  33
  • With Us For:  5299 Days
  • Status:  Offline
  • Last Seen:  
  • Age:  77

Ακολουθεί η κοντινή Κεφαλονιά. Εκεί θα αλλάξουμε κλίμα και θα μάθουμε, από τον μεγάλο σατιρικό ποιητή της Ανδρέα Λασκαράτο "Γιατί τα τάλαρα τα λένε τάλαρα":

 

ΟΝΤΙΣ έπλασε ο Θειός την Οικουμένη,

το Ληξούρι, και τόσους άλλους τόπους,

είπε στο νου του: Ά! τώρα δε μου μένει

πάρι να πλάσω, γε μου, και τσ᾽ αθρώπους».

Κι εκεί που κράταε τον Αδάμ στερνόνε,

του πε : «Συ να᾽ σαι, Αδάμ, το ζώ᾽ τω ζώνε!

 

«Ήγουν, να᾽ σαι καλύτερος απ όλα,

να χεις το γάιδαρο από κάτουθέ σου,

να θρέφεσαι μπαρμπούνι και τριόλα,

να ναι οι λαγκάδες όλες εδικές σου·

Οι σκύλοι ταπεινοί να σε υπακούνε,

και για σένανε οι κότες να γεννούνε».

 

«Βάνω στην εξουσία σου τα σπανάκια,

αν θέλεις να τα κάνεις τσιγαρίδι·

για σένανε φυτεύω ραπανάκια,

εσύ να τρως το μήλο και το απίδι.

Όλα ναν τα᾽ χεις χώρις να κοπιάζεις,

και σ᾽ αγαπάω πολύ, γιατί μου μοιάζεις»

 

«Σου χτιώ στο περιβόλι μου παλάτι

μ όσα καλά η θεία μου Πρόνοια δίνει·

και να τρως το καλύτερο κομμάτι

χώρις να σου στοιχίζει ένα φαρδίνι.

Μα έτσι κιόλα ζητώ σου, κυρ Αδάμ μου,

να μη γγίξεις ποτέ τα τάλαρά μου !»

 

«Είν᾽ το ξύλο της γνώσεως τα χρήματα,

κι όποιος τα᾽ χει, έχει γνώσι, είν᾽ προκομμένος,

όμορφος, έχει χίλια προτερήματα,

είναι απ όλον τον κόσμο παινεμένος,

παντού επιθυμητός... μα είν᾽ και φαρμάκι

που κάνουν την ψυχή πηλό οχ τ᾽ αυλάκι».

 

«Μην τ᾽ αγγίξτε, γιατί θε να γνωρίσετε

το βουλιασμό της αθωότητός σας,

και πλέον δε θα μπορέσετε να ζήσετε

ευτυχισμένοι στον παράδεισό σας.

Τα φτιασ ο Διάολος, κι είναι διαολεμένα.

Άστε τα εκεί. Του τα᾽ χω αμαχεμενα»1.

 

Β’

 

Ένα όμορφο και πλούσιο περιβόλι

είχε τότες ο Θειος εις την Ασία,

και για να μην εμπαίνουνε οι διαόλοι

να κάνουνε στα λάχανα ζημία,

μες στσι φράχτες εκεί τσι καλαμένιες

είχε στημένες τσάκες σιδερένιες.

 

Μα, καθώς ως και τώρα συνεβαίνει,

εκεί που στηούμε τσάκες για ποντίκια,

που πιάνεται ένα, κι άλλο πάλε μπαίνει,

γιατί μποδιέται η τσάκα στα χαλίκια –

έτσι και τότε, εμπαίνανε οι διαόλοι

κι αφανίζανε το μαύρο περιβόλι.

 

Μια μέρα που ο Αδάμ κι η αρχόντισσά του

εμετριόντανε ποιός είναι ψηλότερος,

στα πόδια ορθοί, σε μια μηλιά αποκάτου,

και καθένας τους ήτανε ευθυμότερος

εις την ευτυχισμένη μοναξιά τους —

να! κι ένας Διαολάκης ομπροστά τους !

 

—«Αδέλφια, λέει, καλώς τα κουβεντιάζετε!

ω, ευτυχισμένοι που είστεν᾽ εδώ - πέρα

σε τόσες ηδονές! Μα δε δουλιάζετε . . . . . . . . »

 . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

 . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

 . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

 

Εκάκιωσε τ᾽ αντρόυνο κι εσκληρήθηκε

για του Διαόλου την άταχτη πράξη·

κι όλη κόκκινη η Εύα του απεκρίθηκε:

—«Γαϊδαράτσε, ποιός σώδειξε την τάξη

να μπαίνεις δίχως άδεια κούτρα-κούτρα;

Μ ένα παπούτσι σώπρεπε στα μούτρα!»

 

—«Συμπάθειο, λέει ο Διάολος, Κυρά μου,

γιατί δεν ήλθα με κακό σκοπό . . .

Διαβάτης είμαι· πηαίνω στη δουλειά μου

και βαστάω πραματείες και πουλώ».

Μόνε σαν άκουσ η Εύα πραματείες,

τώκαμε μια χιλιάδα ευχαριστίες.

 

Είναι αλαφρά, λιγόμυαλη η γυναίκα,

και πολύ τής αρέσουν τα στολίδια,

και μόλις από χίλιες βρίσκεις δέκα

να μην έχουν του αντρός τους αντικλείδια,

να παίρνουν ομορφάμορφα παράδες,

να τσι ξοδεύουνε στσι πραματευτάδες.

 

Εγώ όμως δεν το παίρνω στην ψυχή μου

πώς η Εύα είχε αντικλείδι κι ετρυπούλευε2.

Το λέν᾽ οι ιστορικοί μας, ακροατή μου,

και λένε πως ο Διάολος τη συβούλευε,

και πως μετατρεμμένος εις σε φίδι

της επήγε μια μέρα το αντικλείδι.

 

Βέβαια που έπειτ από τόσους αιώνες

οπού εφτιάστηκε ο Κόσμος, δε μπορεί

να γνωρίζουμε αν είναι απατεώνες

ή αν λένε την αλήθεια οι Ιστορικοί.

Μ από τις τωρινές γυναίκες κρίνει

κανείς, ομπρός - οπίσω και για κείνη.

 

Ως τόσο ο Διάολος άνοιξε τσι κόφφες

κι έβγαινε όσα στολίζουν τσι Κυράδες —

μεταξωτά, μπατίστες, κρεπά, στόφες,

βελέτες, μπλόντεςομπρελέτες, μποάδες . . .

Κι η Εύα που τα βλεπεέτρεμε η καρδιά της,

και σα Χριστέ της3 να ᾽ναι όλα δικά της!

 

Σε μι᾽ άλλη κόφα είχε όμορφα διαμάντια,

πουλιό όμορφα, δεμένα στο Παρίσι,

και χωριστά σ᾽ άλλο κουτί μπριλάντια

κυματερά σαν το νερό στη βρύση.

Κι η Εύα, όντις τάειδε, σκούζει: «Ω, γε! τα θέλω!

τα θέλω, μόνε πλήρωνε, Αδαμιέλο

 

Ο Διάολος, ως κι εκειός τον παρακίνα·

κι ο Αδάμ δεν είχε, κι έσφιγγε τσι πλάτες.

Μα η Εύα κλαίοντας τώλεγε: «Μ᾽ ευκείνα

με περνάς πάντα! Πρόφασες μονάτες.

Πάρε τα, Αδάμ μου . . . πάρε τα μπιστιού . . .4

Τον Άγουστο5 πλερώνεις . . . μιού . . . μιού . . . μιού . . .

 

Τα δάκρυα εκειά της Εύας εσουρώνανε6

μες στην καρδιά του Αδάμ και τον ανοίγανε·

που, ζαχαροφτιασμένος, τον ελυώνανε,

τον εστενοχωρούσανε, τον πνίγανε.

Και λέει: «Κακό που μου᾽ ρτε του φτωχού!

Ας γένει, γε μου, ετούτο το μπιστιού».

 

Το μπιστιού έγινε κιόλες, κι εμετρήθηκε

και τούτο μεταξύ στα εφτά μυστήρια,

γιατί από την ημέρα που το εντύθηκε,

άκουε πίσωθ᾽ ο Αδάμ κλαμπανιστήρια,

σαν του σκύλου, όντις τώχουν τα παιδιά

λάτινο αγγειό δεμένο στην ορά.

 

 

Γ’

 

Μα ήλθε κι ο Άγουστος, που᾽ ταν η διορία,

κι ήλθε κι ο Διάολος στον Αδάμ μαζί του.

Μα ο Άγουστος σε μεγάλη δυστυχία,

κι ο Διάολος ζητάει την πληρωμή του.

Για πρώτη φορά τότε εκειός ο Διάολος

εφάνηκε του Αδάμ αισθητός Διάολος.

 

Κράζει την Εύα κι αρχινάει τη γκρίνα·

κι εγκρίνιαζε τ᾽ αντρόυνο ανάμεσό του

κι ετρωγότουν πουλιό πάρι ένα μήνα —

όντις διαλέει καιρό για το σκοπό του

ο Διάολος, κι αλλάζοντας μορφή,

ήλθε κι ηύρε την Εύα μοναχή.

 

— «Εύα μου, λέει, σε βλέπω πικραμένη,

και με λυπάει πολύ, που ο Θεός το ξέρει,

γιατί ως κι εσύ σαι καλομαθημένη

κι ήθελες πάντα τάλαρα στο χέρι.

Μα υπομονή, Κυρά μου, και θυμήσου

πως εις τη χρεία δεν είσαι μοναχή σου».

 

«Είν᾽ τόσοι που περσότερο από σε

έχουνε χρεία στον κόσμο για να – γι᾽ άλλο,

και που ούτε σ᾽ όνειρο είδανε ποτέ

το πλούτι το δικό σας το μεγάλο.

Μα ο άντρας σου δε θέλει να ξοδέει . . .

Κάνει καλά . . . είναι φρόνιμος . . . σωρεύει . . .

 

—«Πλούτι! λέ᾽ η Εύα· όξω κι α μου λες

για κειά που ο Θειός βασταίνει κλειδωμένα,

Μα εκείνα είναι δικά του». — «Μπα! ντροπές!

ο Διάολος λέει, «εκείνα είναι για σένα·

ούτε ο Θειος είπε διαφορετικά,

μόνε τον καταλάβετε κακά».

 

«Ο Θειός δεν έχει χρειά για παράδες,

κι είστενε σ᾽ ένα σφάλμα μεγαλότατο,

μόνε α θέλεις να εβγείς οχ τσου μπελιάδες,

είναι το μέσος, Εύα μου, ευκολότατο.

Να! το κλειδί! Τρέχα, έπαρε όλα κείνα

που σου χρειάζουνται, να πάψει η γκρίνα».

 

 

Δ’

 

Κι έτσι εκλεφτήκαν του Θεού οι παράδες,

κι η Εύα κάνει την πρώτη αμαρτία,

δε θυμώμαι σε πόσες κατοστάδες.

Και το δέχτηκι᾽ ο Αδάμ, γιατ᾽ είχε χρεία.

Μα ένα έργο τόσο αχρείο και κακόποιο

ο Θειός το εκοίτα με το τελεσκόπιο.

 

Σημαίνει με θυμό το καμπανέλι,

κι έρχουνται ευθὺς εμπρός ξεσκουφωμένοι

Μικέλης και Γαβρίλης, δυο Αγγέλοι,

που ναι στον Ουρανό συνηθισμένοι

να κάνουνε με τέσσερα πηδήματα

τα πουλιό μακρυνότερα θελήματα.

 

—«Φέρτε, λέει, το Διάολο, Άγγελοί μου . . .

Μα όχι, όχι· αφήσετε και πααίνω εγώ

έπειτα, να του δείξω την οργή μου!

Κι ωστόσο, μια φορά κι είστεν᾽ εδώ,

προβατείτε να ιδείτε μια δουλειά,

για να σας βάλω καταμαρτυριά» 7.

 

Τους φέρνει και τους δυο στο περιβόλι,

και φθάνοντας ομπρός στου Αδάμ το σπίτι,

φωνάζει δυνατά και βγαίνουν όλοι.

Και πιάνει τον Αδάμ από τη μύτη:

—«Εδώθε, λέει, σε σέρνει το βελέσι·

Γάιδαρε! ΜασκαράΈτσι σ᾽ αρέσει!»

 

«Και συ, Εύα, είν᾽ τούτες όμορφες δουλειές;

Έτσι οι γυναίκες κάνουνε Άη Γιάννη;8

Μα, μα τὴ Δραπανιώτισσα, μωρές,

θε να σας διώξω δώθε. Ας είναι . . . — φτάνει».

Τα᾽ χασε η Εύα, εσβήστηκεεσκοτίστηκε,

κι οχ την πολλή τρομάρα εκατουρήστηκε.

 

Ως τόσο, ο Διάολος ήτανε φευγάτος,

κι επήαινε τραγουδώντας τα - λα - ρα.

κι ο Άδης ανάβλυαζε, χαρά γιομάτος,

κι ετραγούδα όλη μέρα: τα- λα- ρα!

Κι από κειό το τραγούδι τα, λα, ρα,

είπαν του εγκλήματος το σώμα: Τάλαρα!

 

[ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ φράσεων και ιδιωτισμών του ποιήματος: 1) «Του τα χω αμαχεμένα» = μεσεγγυημένα. — 2) «Ετρυπούλευε» = εσούφρωνεέκλεπτε. Λέξις επιχωριάζουσα εις Κεφαλληνίαν.— 3) «Σα Χριστέ της» = φράσιςεκφράζουσα διακαή επιθυμίαν.— 4) «Μπιστιού» = επί πιστώσει. — 5) Διότι τον Αύγουστον πωλείται η σταφίς, εισρέει χρήμα και οι χωρικοί πληρώνουν τα χρέη των.— 6) «Σουρώνανε» = κατεβαίνανε.— 7) «Καταμαρτυριά» = να σας βάνω μάρτυρας. — 8) «Κάνω Άη-Γιάννη:» φράσις εν Κεφαλληνίᾳ σημαίνουσα κλέπτω].

 

Πηγή: http://www.sarantakos.com/kibwtos/mazi/laskaratos_talara2.html

Σύνδεσμος για σχολιασμό
Μοιραστείτε με άλλους ιστότοπους


  • Member ID:  11531
  • Group:  Members
  • Topic Count:  34
  • Content Count:  4674
  • Reputation:   35914
  • Achievement Points:  4674
  • Days Won:  33
  • With Us For:  5299 Days
  • Status:  Offline
  • Last Seen:  
  • Age:  77

Νοιώθω την ανάγκη να γράψω κι εγώ κάτι. Δεν είμαι επαγγελματίας οπότε δείξτε κατανόηση.... Το γράφω σε φάση live bet.

 

Τρεις το λάδι, τρεις το ξύδι,

Στους Scorpions έπεσε τρελό σπρωξίδι.

Με το βλέμμα σε ψάχνω στο κόσμο,

Δεν ήσουν εκεί και έφυγα με μια νοσοκομο.

Χωρίς εσένα άδειος ο κόσμος κι αδειανος,

Δεν έχει μέσα τίποτα, κενός και αδειανος.

Το αδειανος το έγραψα ήδη δυο φορές

Άμα το γράψω τρίτη θα με βρουν συμφορές.

Τελικά η συναυλία ήταν μάπα

Αν σε πήγαινα θα μου ριχνες φάπα.

Γύρισε ο καιρός, φύσηξε Μαΐστρος

Και μένα μου ρθε ποιητικός ο οίστρος.

Κοιτάζοντας μες τον καθρέφτη βλέπω ένα πρόσωπο γνωστό

Ώπα τι κραζεις φιλαράκι? Το κλεψα κι αυτο?

Άρχισε η μπάλα, λέω να σταματήσω

Όμως θα ξαναγράψω μέχρι να την, κι αυτο είναι απειλή.

 

Ταιριάζει κάπως με το κλίμα τού συνονόματού σου Λασκράτου, Αντρέα μου.

Σύνδεσμος για σχολιασμό
Μοιραστείτε με άλλους ιστότοπους


  • Member ID:  11531
  • Group:  Members
  • Topic Count:  34
  • Content Count:  4674
  • Reputation:   35914
  • Achievement Points:  4674
  • Days Won:  33
  • With Us For:  5299 Days
  • Status:  Offline
  • Last Seen:  
  • Age:  77

Και κλείνουμε με τον μεγάλο Λευκαδίτη ποιητή και επίσης βουλευτή Αριστοτέλη Βαλαωρίτη. Θα διαβάσετε λοιπόν πρώτα ένα από τα πρωτότυπα ποιήματά του, το "Ο Βράχος και το Κύμα" στο οποίο ο βράχος συμβολίζει την Οθωμανική Αυτοκρατορία και το κύμα την Ελλάδα:

 

«Mέριασε, βράχε, να διαβώ,» το κύμ’ ανδρειωμένο
λέγει στην πέτρα του γιαλού θολό, μελανιασμένο. 
«Mέριασε! Mες στα στήθη μου, που ’σαν νεκρά και κρύα, 
μαύρος βοριάς εφώλιασε και μαύρη τρικυμία. 
Aφρούς δεν έχω γι’ άρματα, κούφια βοή γι’ αντάρα, 
έχω ποτάμι αίματα, μ’ εθέριεψε η κατάρα
του κόσμου που βαρέθηκε, του κόσμου που ’πε τώρα, 
βράχε, θα πέσεις, έφτασεν η φοβερή σου ώρα. 
Όταν ερχόμουνα σιγά, δειλό, παραδαρμένο, 
και σόγλειφα και σόπλενα τα πόδια δουλωμένο, 
περήφανα μ’ εκοίταζες κ’ εφώναζες του κόσμου
να ιδεί την καταφρόνεση που πάθαινε ο αφρός μου. 
Kι αντίς εγώ, κρυφά κρυφά, εκεί που σ’ εφιλούσα, 
μέρα και νύχτα σ’ έσκαφτα, τη σάρκα σου εδαγκούσα, 
και την πληγή που σ’ άνοιγα, το λάκκο πού ’θε’ κάμω, 
με φύκη τον επλάκωνα, τον έκρυβα στον άμμο. 
Σκύψε να ιδείς τη ρίζα σου στης θάλασσας τα βύθη· 
τα θέμελά σου τα ’φαγα, σ’ έκαμα κουφολίθι. 
Mέριασε, βράχε, να διαβώ. Tου δούλου το ποδάρι
θα σε πατήσει στο λαιμό... Eξύπνησα λιοντάρι!...» 

O βράχος εκοιμότουνε. Στην καταχνιά κρυμμένος, 
αναίσθητος σου φαίνεται, νεκρός σαβανωμένος. 
Tου φώτιζαν το μέτωπο, σχισμένο από ρυτίδες, 
του φεγγαριού, που ’ταν χλωμό, μισόσβηστες αχτίδες. 
Oλόγυρά του ονείρατα, κατάρες ανεμίζουν, 
και στον ανεμοστρόβιλο φαντάσματ’ αρμενίζουν, 
καθώς ανεμοδέρνουνε και φτεροθορυβούνε
τη δυσωδία του νεκρού τα όρνια αν μυριστούνε. 

Tο μούγκρισμα του κύματος, την άσπλαχνη φοβέρα
χίλιες φορές την άκουσεν ο βράχος στον αιθέρα
ν’ αντιβοά τρομαχτικά, χωρίς καν να ξυπνήσει. 
Kαι σήμερ’ ανατρίχιασε, λες θα λιγοψυχήσει. 

«Kύμα, τι θέλεις από με και τι με φοβερίζεις; 
Ποιος είσαι σύ κ’ ετόλμησες, αντί να με δροσίζεις, 
αντί με το τραγούδι σου τον ύπνο μου να ευφραίνεις
και με τα κρύα σου νερά τη φτέρνα μου να πλένεις, 
εμπρός μου στέκεις φοβερό, μ’ αφρούς στεφανωμένο;... 
Όποιος κι αν είσαι, μάθε το: εύκολα δεν πεθαίνω.» 

«Bράχε, με λέν εκδίκηση. M’ επότισεν ο χρόνος
χολή και καταφρόνεση. M’ ανάθρεψεν ο πόνος. 
Ήμουνα δάκρυ μια φορά, και τώρα, κοίταξέ με, 
έγινα θάλασσα πλατιά. Πέσε, προσκύνησέ με. 
Eδώ, μέσα στα σπλάχνα μου, βλέπεις δεν έχω φύκη, 
σέρνω ένα σύγνεφο ψυχές, ερμιά και καταδίκη. 
Ξύπνησε τώρα, σε ζητούν του Άδη μου τ’ αχνάρια... 
M’ έκαμες ξυλοκρέβατο... M’ εφόρτωσες κουφάρια... 
Σε ξένους μ’ έριξες γιαλούς... Tο ψυχομάχημά μου
το περιγέλασαν πολλοί, και τα πατήματά μου
τα φαρμακέψανε κρυφά με την ελεημοσύνη... 
Mέριασε, βράχε, να διαβώ, επέρασε η γαλήνη· 
καταποτήρας είμ’ εγώ, ο άσπονδος εχθρός σου, 
           γίγαντας στέκω εμπρός σου.» 

           O βράχος εβουβάθηκε. Tο κύμα, στην ορμή του, 
εκαταπόντισε μεμιάς το κούφιο το κορμί του. 
Xάνεται μες στην άβυσσο, τρίβεται, σβηέται, λιώνει
           σαν να ’ταν από χιόνι. 
Eπάνωθέ του εβόγκηξε, για λίγο αγριωμένη, 
η θάλασσα κ’ εκλείστηκε. Tώρα δεν απομένει, 
στον τόπο που ’ταν το στοιχειό, κανείς παρά το κύμα
που παίζει γαλανόλευκο επάνω από το μνήμα. 

 

Πηγή: http://www.snhell.gr/anthology/content.asp?id=420&author_id=77

 

Και θα τελειώσουμε τη σημερινή μας περιήγηση στα νησιά τού Ιονίου με μια υπέροχη μετάφραση από τον Βαλαωρίτη, της περίφημη Λίμνης τού σπουδαίου Γάλλου ποιητή και πολιτικού Alphonse de Lamartine, γνωστού στην Ελλάδα ως Λαμαρτίνου:

 

Η Λίμνη

 

Πάντα λοιπὸν θὰ τρέχωμε πρὸς ἄγνωστο ἀκρογιάλι,

θὰ καταποντιζώμεθα στοῦ τάφου τὴ νυχτιά,
χωρὶς ποτ' ἕνα ἀπάνεμο μὲς στὴν ἀνεμοζάλη,
οὔτ' ἕνα καταφύγιο στὴ βαρυχειμωνιά!

Κύτταξε, λίμνη, κύτταξε! Δὲν ἔκλεισ' ἕνας χρόνος
πὤπαιζε μὲ τὸ κῦμά σου χαρούμενη, τρελλή,
καὶ τώρα, τώρα ὁ δύστυχος, κάθομαι, λίμνη, μόνος
στὴν πέτρα ἐδ' ὅπου πάντοτε μᾶς ἔβλεπες μαζί.

Καθὼς καὶ τώρα ἐμούγκριζες καὶ τότε ἀγριεμμένη
κ' ἐξέσχιζες τὰ στήθη σου στοῦ βράχου τὰ πλευρά,
ἀνήσυχη ἐπαράδερνες στὴν ἄκρη θυμωμένη
κ' ἐρράντιζες τὰ πόδια της μὲ τὸν ἀφρὸ συχνά.

Θυμᾶσαι, λίμνη, μόνοι μας μιὰ νύχτα ἐγὼ κ' ἐκείνη
ἐλάμναμε ἄφωνοι οἱ φτωχοὶ στὰ κρύα σου νερά,
τ' ἀγέρι δὲν ἀνάσαινε, εἶχες καὶ σὺ γαλήνη,
στὸν ὕπνο σου δὲν ἄκουες παρὰ τὰ δυὸ κουπιά.

Μὲ μιᾶς τραγοῦδι οὐράνιο, πρωτάκουστο, δροσᾶτο
τὸ γέρο τὸν ἀντίλαλο τριγύρω μας ξυπνᾷ.
Ἔμειν' εὐθὺς παράλυτο τὸ κῦμα σου τὸ ἀφρᾶτο
καὶ τέτοια λόγια ἀκούστηκαν, θυμᾶσαι; ἁρμονικά·

«Δίπλωσε, Χρόνε, δίπλωσε τ' ἀκούραστα φτερά σου
ὥραις γλυκαῖς, μὴν τρέχετε, σταθῆτε μιὰ στιγμή,
καὶ σὺ μὴ φεύγῃς, νύχτα μου, μὲ τὴν ἀστροφεγγιά μου,
τώρα, ποὺ ζευγαρώσαμε, εἶν' εὔμορφη ἡ ζωή.

«Τοῦ κόσμου αὐτοῦ τὰ βάσανα, τὴν ἐρημιά, τὴ φτώχεια
θέλουν νὰ φύγουν ἄμετροι· γι' αὐτοὺς γοργὰ γοργά,
Χρόνε μου, πέτα κι' ἄφησε στοῦ ἔρωτα τὰ βρόχια
τὰ δυό μας νὰ χορτάσουμε τόσο γλυκειὰ σκλαβιά.

«Τοῦ κάκου! Ἡ ὥραις φεύγουνε. Κἀνεὶς δὲ μὲ προσμένει...
Κἀνεὶς δὲ μ' ἀκουρμαίνεται... Ἡ νύχτα εἶναι σκληρή...
Ἀχνίζουν τ' ἄσπρα, χάνονται... Κρυφὰ κρυφὰ προβαίνει
τἄσπλαχνο γλυκοχάραμα... Λυπήσου μας, αὐγή!...

«Τοῦ κάκου! Ὅλα ξεγέλασμα, εἶν' ὄνειρα καὶ πλάνη,
ζωή μας εἶν' ἡ ἀγάπη μας καὶ μοναχή χαρά,
ἂς μὴ ζητοῦμε ἀνύπαρκτο στὸν κόσμο ἄλο λιμάνι,
τοῦ χρόνου ἡ ἄγρια θάλασσα δὲν ἔχει ἀκρογιαλιά.

«Χρόνε ζηλιάρη, δύστροπε! Πέ μου, γιατὶ νὰ σβυώνται,
σἄν ἀστραπὴ νὰ φεύγουνε ἡ ὥραις τῆς χαρᾶς,
καθὼς πετοῦν καὶ φεύγουνε χωρὶς νὰ λησμονιῶνται
κ' ἡ μαύραις, κ' ἡ ὁλόπικραις στιγμαῖς τῆς συμφορᾶς;

«Ἀπ' τὴ βαθειὰ τὴν ἄβυσσον, ὁποῦ μᾶς καταπίνει,
ἀπ' τὴν αἰωνιότητα, ὁπο μᾶς πλημμυρεῖ,
τίποτε, Χρόνε, τίποτε στὸ φῶς δὲν ἀναδίνει,
δὲν ξεφυτρώνει τίποτε... ὅλα τὰ τρῶς ἐσύ.

«Λοιπόν, ἀπ' ὅσα ἐχάρηκα δὲ θ' ἀπομείνῃ τρίμμα,
δὲν θὰ ν' ἀφήσω τίποτα σ' αὐτὴν τὴ μαύρη γῆ!
Ἀπ' τὸ γοργό μας πέρασμα δὲν εἶναι τὰχα κρῖμα
νὰ μὴ σωθῇ ἕνα πάτημα, ὦ Χρόνε ἀδικητή;...»

Ὦ λίμνη, ὦ βράχοι μου ἄφωνοι, ὦ σεῖς, σπηλιαῖς καὶ δάση,
ποὺ βλέπετε τὸν πόνο μου, μιὰ χάρι σᾶς ζητῶ·
ἐσεῖς, ὁποῦ δὲ σκιάζεσθε κανεὶς νὰ σᾶς χαλάσῃ,
ποτὲ μὴ μᾶς ξεχάσετε, στὸ μνῆμ' ἂν πάω κ' ἐγώ.

Κι' ὅταν σὲ δέρνῃ ὁ σίφουνας, κι' ὅταν βαθειὰ κοιμᾶσαι,
ὦ λίμνη μου ἀφροστέφανη, νὰ μὴ μᾶς λησμονῇς.
Ἐσ' εἶδες τὴν ἀγάπη μας καὶ μόνη ἐσὺ θυμᾶσαι
πῶς ἄναφταν τὰ στήθη μας, καὶ θὰ μᾶς συμπονῇς.

Θέλω τὰ πεῦκα, τὰ ἔλατα, οἱ βράχοι, ἡ ρεματιά σου,
τ' ἀφροῦ σου τὸ μουρμοῦρισμα, τ' ἀντίλαλου ἡ φωνή,
τὰ δροσερά σου σύγνεφα, τ' ἀγέρι, ἡ καταχνιά σου,
ἡ βρύσι, ὁ καλαμιῶνάς σου, τὸ χόρτο, τὸ πουλί,

τ' ἄστρο τ' ἀσημομέτωπο, ἡ μυρωδιά, ποὺ χύνει
τὸ γαλανὸ τὸ κῦμά σου, ὦ λίμνη μου γλυκειά,
ὅ,τι στὴν πλάσι ἔχει αἴσθησι, πνοή, νοημοσύνη,
ὅλα νὰ λένε: «Ἀγάπησαν, τὰ μαῦρα, φλογερά!»


 

Πηγή: http://el.wikisource.org/wiki/%CE%97_%CE%9B%CE%AF%CE%BC%CE%BD%CE%B7_%CE%B5%CE%BA_%CF%84%CE%BF%CF%85_%CE%9B%CE%B1%CE%BC%CE%B1%CF%81%CF%84%CE%AF%CE%BD%CE%BF%CF%85

 

 

Και ακολουθεί το πρωτότυπο τού ποιήματος στα γαλλικά.

 

Le Lac
Alphonse de Lamartine

Ainsi toujours poussés vers de nouveaux rivages,
Dans la nuit éternelle emportés sans retour,
Ne pourrons-nous jamais sur l'océan des âges
Jeter l'ancre un seul jour?

O lac! l'année à peine a fini sa carrière,
Et près des flots chéris qu'elle devait revoir
Regarde! je viens seul m'asseoir sur cette pierre
Où tu la vis s'asseoir!

Tu mugissais ainsi sous ces roches profondes;
Ainsi tu te brisais sur leurs flancs déchirés:
Ainsi le vent jetait l'écume de tes ondes
Sur ses pieds adorés.

Un soir, t'en souvient-il? nous voguions en silence;
On n'entendait au loin, sur l'onde et sous les cieux,
Que le bruit des rameurs qui frappaient en cadence
Tes flots harmonieux.

Tout à coup des accents inconnus à la terre
Du rivage charmé frappèrent les échos;
Le flot fut attentif, et la voix qui m'est chère
Laissa tomber ces mots:

"O temps, suspends ton vol! et vous, heures propices,
Suspendez votre cours!
Laissez-nous savourer les rapides délices
Des plus beaux de nos jours!

"Assez de malheureux ici-bas vous implorent:
Coulez, coulez pour eux;
Prenez avec leurs jours les soins qui les dévorent;
Oubliez les heureux."

Mais je demande en vain quelques moments encore,
Le temps m'échappe et fuit;
je dis à cette nuit: "Sois plus lente"; et l'aurore
Va dissiper la nuit.

Aimons donc, aimons donc! de l'heure fugitive,
Hâtons-nous, jouissons!
L'homme n'a point de port, le temps n'a point de rive;
Il coule, et nous passons!

Temps jaloux, se peut-il que ces moments d'ivresse,
Où l'amour à longs flots nous verse le bonheur,
S'envolent loin de nous de la même vitesse
Que les jours de malheur?

Hé quoi! n'en pourrons-nous fixer au moins la trace?
Quoi! passés pour jamais? quoi! tout entiers perdus?
Ce temps qui les donna, ce temps qui les efface,
Ne nous les rendra plus?

Éternité, néant, passé, sombres abîmes,
Que faites-vous des jours que vous engloutissez?
Parlez: nous rendrez-vous ces extases sublimes
Que vous nous ravissez?

O lac! rochers muets! grottes! forêt obscure!
Vous que le temps épargne ou qu'il peut rajeunir,
Gardez de cette nuit, gardez, belle nature,
Au moins le souvenir!

Qu'il soit dans ton repos, qu'il soit dans tes orages,
Beau lac, et dans l'aspect de tes riants coteaux,
Et dans ces noirs sapins, et dans ces rocs sauvages
Qui pendent sur tes eaux!

Qu'il soit dans le zéphyr qui frémit et qui passe,
Dans les bruits de tes bords par tes bords répétés,
Dans l'astre au front d'argent qui blanchit ta surface
De ses molles clartés!

Que le vent qui gémit, le roseau qui soupire,
Que les parfums légers de ton air embaumé,
Que tout ce qu'on entend, l'on voit ou l'on respire,
Tout dise: "Ils ont aimé!"

 

Θα ήθελα να επισημάνω εδώ ότι η μετάφραση στα ελληνικά τής "Λίμνης" από τον Βαλαωρίτη είναι κάπως ελεύθερη.

 

Πηγή: http://poemsintranslation.blogspot.gr/2010/04/lamartine-lake-from-french.html

 

Και κλείνω εδώ ζητώντας συγγνώμη αν σάς κούρασα, καλοί μου φίλοι, με ποιήματα τού 19ου αιώνα, αλλά με είχε πιάσει απόψε νοσταλγικός οίστρος για τους μεγάλους ποιητές τής Επτανησιακής Σχολής.

Επεξεργασία από tryfev
Σύνδεσμος για σχολιασμό
Μοιραστείτε με άλλους ιστότοπους


  • Member ID:  11531
  • Group:  Members
  • Topic Count:  34
  • Content Count:  4674
  • Reputation:   35914
  • Achievement Points:  4674
  • Days Won:  33
  • With Us For:  5299 Days
  • Status:  Offline
  • Last Seen:  
  • Age:  77

Κι ένα αριστούργημα τού Federico Garcia Lorca σε υπέροχη μετάφραση τού Νίκου Γκάτσου.

 

Θρήνος για τον Ιγνάθιο Σάντσιεθ Μεχίας

 

I. Το χτύπημα και ο θάνατος

 

Πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Πέντε ακριβώς, την ώρα που βραδιάζει.
Φέρνει έν’ αγόρι το νεκροσέντονο
πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Έτοιμος κι ο κουβάς με τον ασβέστη
πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Θάνατος τ’ άλλα, θάνατος μονάχα
πέντε η ώρα που βραδιάζει.

Ψηλά παίρνει ο αγέρας τα βαμπάκια
πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Το οξείδιο σπέρνει κρύσταλλο και νίκελ
πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Παλεύει η περιστέρα με το αγρίμι
πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Κι η σάρκα μ’ ένα κέρατο θλιμμένο
πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Χορδή τυμπάνου αρχίζει να χτυπά
πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Αρσενικού καμπάνες κι ο καπνός
πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Βουβοί συντρόφοι στ’ άχαρα σοκάκια
πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Του ταύρου η καρδιά μονάχα ολόρθη
πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Όταν ο ιδρώτας χιόνι αργά γινόταν
πέντε η ώρα που βραδιάζει,
όταν η αρένα γέμισε με ιώδιο
πέντε η ώρα που βραδιάζει,
τ’ αυγά του στην πληγή άφησε ο θάνατος
πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Πέντε ακριβώς, την ώρα που βραδιάζει
.

Μια κάσα με καρούλια το κρεβάτι
πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Σουραύλια ηχούν και κόκαλα στ’ αυτί του
πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Στο μέτωπό του ο ταύρος μουκανίζει
πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Η κάμαρα ιριδίζει από αγωνία
πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Από μακριά σιμώνει κιόλα η σήψη
πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Σάλπιγγα κρίνου στον χλοερό βουβώνα
πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Οι πληγές του εκαίγανε σαν ήλιοι
πέντε η ώρα που βραδιάζει,
και το πλήθος να σπάει τα παραθύρια
πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Α, τι φριχτά στις πέντε που βραδιάζει!
Ήτανε πέντε σ’ όλα τα ρολόγια.
Ήτανε πέντε κι έπεφτε το βράδυ.

Δεν θέλω να το βλέπω!

Πέστε νά ’ρθει το φεγγάρι
για να μη βλέπω
το αίμα του Ιγνάθιο μες στην αρένα.

Δεν θέλω να το βλέπω!

 

II. Το σκόρπιο αίμα

 

Γέρικου κόσμου η αγελάδα

έσερνε την πικρή της γλώσσα
σ’ ένα μουσούδι κόκκινο αίμα
ξεχειλισμένο στην αρένα,
κι οι αρχαίοι ταύροι του Γκισάντο,
πέτρα μαζί και θάνατος,
μουγκάνισαν σα δυο αιώνες
που έχουν χορτάσει πια τη γη.
Όχι!
Δε θέλω να το βλέπω!

Σκαλί-σκαλί πάει ο Ιγνάθιο
το θάνατό του φορτωμένος.
Γύρευε νά ’βρει την αυγή
και πουθενά η αυγή δεν ήταν.
Γυρεύει τη σωστή θωριά του
και τ’ όνειρο του αλλάζει δρόμο.
Γύρευε τ’ όμορφο κορμί του
και βρήκε το χυμένο του αίμα.
Μη! μη μου λέτε να το βλέπω!
Το ανάβρυσμά του να μη βλέπω
κάθε φορά να λιγοστεύει,
το ανάβρυσμά του που φωτίζει
τόσες κερκίδες και σκορπιέται
στην κάπα απάνω και στο δέρμα
κοσμοπλημμύρας διψασμένης.
Ποιος μου φωνάζει να κοιτάξω;
Μη! μη μου λέτε να το βλέπω!

Στιγμή δεν έκλεισε τα μάτια
που είδε τα κέρατα κοντά του,
όμως οι τρομερές μανάδες
ανασηκώσαν το κεφάλι.

Κι από τα βοσκοτόπια πέρα
ήρθ’ ένα μυστικό τραγούδι
που αγελαδάρηδες ομίχλης
τραγούδαγαν σε ουράνιους ταύρους.

Δεν είχεν άρχοντα η Σεβίλλη
μπροστά του για να παραβγεί
ούτε σπαθί σαν το σπαθί του
ούτε καρδιά να ’ν’ τόσο αληθινή.
Σαν ποταμός από λιοντάρια
η ξακουσμένη του αντρειοσύνη,
και σαν σε πέτρα σκαλισμένη
η στοχασιά του η μετρημένη.
Φως χρυσαφένιο είχε μιας Ρώμης
ανδαλουσιάνικης στο μάτι,
και το χαμόγελό του νάρδος
από σπιρτάδα κι απ’ αλάτι.

Τι ταυρομάχος στην αρένα!
Τι βράχος πάνω στα βουνά!
Τι απαλός με τ’ άγρια στάχυα!
Τι δυνατός με τα σπιρούνια!
Τι  τρομερός με τη δροσιά!
Τι λαμπερός στα πανηγύρια!
Τι τρομερός με τις στερνές
του σκοταδιού τις μπαντερίλιες!

Τώρα για πάντα πια κοιμάται.
Τώρα τα μούσκλια και τα χόρτα
με δάχτυλα που δε λαθεύουν
το άνθος ανοίγουν του μυαλού του.

Και το τραγουδιστό του αίμα
κυλάει σε βάλτους και λιβάδια,
γλιστράει στο σύγκρυο των κεράτων,
άψυχο στέκει στην ομίχλη,
σε βουβαλιών σκοντάφτει πόδια,
σα μια πλατιά, μια λυπημένη,
μια σκοτεινή γλώσσα, ώσπου τέλμα
να γίνει από αγωνία, πλάι
στον Γουαδαλκιβίρ των άστρων.
Της Ισπανίας ω άσπρε τοίχε!
Κι εσύ του πόνου ω μαύρε ταύρε!
Αίμα του Ιγνάθιο παγωμένο!
Αηδόνι στην καρδιά του μέσα!
Όχι!
Δε θέλω να το βλέπω!

Δεν είναι ανθός να το χωρέσει
και χελιδόνια να το πιούνε,
πάχνη αστεριών να το κρυώσει,
τραγούδι και κρινοπλημμύρα,
και κρύσταλλο να το ασημώσει.
Όχι!
Δε θέλω να το βλέπω!

 

III. Σώμα στην πέτρα

 

Η πέτρα είν’ ένα μέτωπο μ’ όνειρα που στενάζουν

μα δεν κρατάει κυρτό νερό και κρύα κυπαρίσσια.
Η πέτρα πλάτη είναι γυμνή τον χρόνο να σηκώνει
με δέντρα δακρυοπότιστα, κορδέλες και πλανήτες.

Είδα βροχές, σταχτιές βροχές στα κύματα να τρέχουν
τα τρυπημένα υψώνοντας και τρυφερά τους χέρια,
να μην πιαστούν στο αγκάλιασμα της πλαγιασμένης πέτρας
που καταλεί τη σάρκα τους και δε ρουφάει το αίμα.

Γιατί η πέτρα είν’ ανοιχτή σε σπόρους και σε νέφη,
σε σκελετούς κορυδαλλών και σ’ αμφιλύκης λύκους,
μα ήχο κανένα δε γεννάει και κρύσταλλα και φλόγες
παρά μονάχα ατέλειωτες αρένες δίχως τοίχους.

Πάνω στην πέτρα ο Ιγνάθιο, ο καλογεννημένος.
Τέλειωσε πια. Τι μένει εδώ; Την όψη του κοιτάχτε:
ο θάνατος τη σκέπασε με κερωμένα θειάφια
και σκοτεινού μινώταυρου του φόρεσε κεφάλι.

Τέλειωσε πια. Τώρα η βροχή στ’ άδειο του στόμα μπαίνει.
Τώρα ο αγέρας σαν τρελός φεύγει απ’ τα κούφια στήθη,
και ποτισμένος ο Έρωτας με του χιονιού τα δάκρυα
πάει ζεστασιά να ξαναβρεί ψηλά στα βοσκοτόπια.

Ποιος μίλησε; Βαριά σιωπή σα μπόχα βασιλεύει.
Μπροστά μας είν’ ένα κορμί στη σκοτεινιά δοσμένο,
μια κατακάθαρη μορφή που κάποτε είχε αηδόνια
και τώρα τρύπες άπατες γεμάτη απ’ άκρη σ’ άκρη.

Ποιος θρόισε το σάβανο; Όχι, δε λέει αλήθεια.
Κανείς εδώ δεν τραγουδάει, κανείς εδώ δεν κλαίει,
κανείς σπιρούνια δε χτυπά και την οχιά δε σκιάζει:
μόνο τα μάτια ολάνοιχτα θέλω εδώ πέρα να ’χω,
να βλέπω τούτο το κορμί που αναπαμό δε θά ’βρει.

Τους άντρες θέλω εδώ να ιδώ με τη φωνή την άγρια,
που τιθασεύουν άλογα, ποτάμια κυβερνάνε,
που σύγκορμα τραντάζονται καθώς τραγούδια λένε
με ήλιο και πετροχάλικα στο φλογερό τους στόμα.

Εδώ να ’ρθούνε να τους δω. Μπροστά σ’ αυτήν την πέτρα.
Μπροστά σε τούτο το κορμί με τα σπασμένα γκέμια.
Εδώ να ’ρθούνε να μου ειπούν ποια στράτα τώρα μένει
για τούτον τον παλικαρά που ο θάνατος ορίζει.

Θέλω ένα θρήνο να μου ειπούν να μοιάζει σαν ποτάμι
με καταχνιές ανάλαφρες και δασωμένες όχτες,
μακριά να πάρει το κορμί του Ιγνάθιο ώσπου να σβήσει
χωρίς ν’ ακούει το ανάσασμα το καυτερό του ταύρου.

Να σβήσει εκεί στου φεγγαριού την ασημένια αρένα,
που σαν παιδί καμώνεται βουβάλι πονεμένο,
να σβήσει μέσα στη νυχτιά χωρίς ψαριών τραγούδι,
στ’ άσπρα τα θάμνα του καπνού που η παγωνιά πετρώνει.

Δε θέλω να του βάλουνε στην όψη του μαντίλια,
για να του γίνει ο θάνατος πικρός σταυραδερφός του.
Πήγαινε, Ιγνάθιο. Μην ακούς την πυρωμένη ανάσα.
Κοιμήσου, πέτα, ησύχασε. Και η θάλασσα πεθαίνει.

 

IV. Ψυχή φευγάτη

 

Δε σε γνωρίζει ο ταύρος κι η συκιά,

τ’ άλογα, τα μυρμήγκια του σπιτιού σου,
δε σε γνωρίζει η νύχτα και τ’ αγόρι,
γιατί είσαι πια νεκρός, νεκρός για πάντα.

Δε σε γνωρίζει η πέτρα η πλαγιασμένη,
το μαύρο ατλάζι μέσα του που λιώνεις,
δε σε γνωρίζει η μνήμη σου η σβησμένη,
γιατί είσαι πια νεκρός, νεκρός για πάντα.

Χινόπωρο θα ’ρθει με σαλιγκάρια,
σταφύλια ομίχλης, όρη αγκαλιασμένα,
όμως κανείς δε θα σε ιδεί στα μάτια,
γιατί είσαι πια νεκρός, νεκρός για πάντα.

Γιατί είσαι πια νεκρός, νεκρός για πάντα,
σαν όλους τους νεκρούς εδώ στη Γη,
σαν όλους τους νεκρούς που λησμονιούνται
με τα σκυλιά τα ψόφια στοιβαγμένοι.

Νεκρός για πάντα…

Κανείς δε σε γνωρίζει πια. Μα εγώ σε τραγουδάω.
Γι’ αυτούς που θά ’ρθουν τραγουδώ τη χάρη κι ομορφιά σου.
Τη μεστωμένη γνώση σου, του νου τη φρονιμάδα.
Τη δίψα σου για θάνατο, τη γέψη των χειλιών του.
Τη θλίψη που είχε μέσα της η γελαστή χαρά σου.

Χρόνια θ’ αργήσει να φανεί, αν θα φανεί ποτέ του,
τέτοιος καθάριος, ζωντανός, ζεστός Ανδαλουσιάνος.
Την αρχοντιά του τραγουδώ με λόγια που στενάζουν
κι έν’ αεράκι οπού ’κλαιγε στα λιόδεντρα θυμάμαι.

 

Πηγή: http://kostaspapadopoulos-bouzouki.com/category/%CE%B4%CE%B9%CF%83%CE%BA%CE%BF%CE%B3%CF%81%CE%B1%CF%86%CE%AF%CE%B1/1969-%CE%B8%CF%81%CE%AE%CE%BD%CE%BF%CF%82-%CE%B3%CE%B9%CE%B1-%CF%84%CE%BF%CE%BD-%CE%B9%CE%B3%CE%BD%CE%AC%CE%B8%CE%B9%CE%BF-%CF%83%CE%AC%CE%BD%CF%84%CF%83%CE%B9%CE%B5%CE%B8-%CE%BC%CE%B5%CF%87%CE%AF/

 

Ακολουθεί το πρωτότυπο:

 

Federico Garcia Lorca "Llanto por Ignacio Sánchez Mejías".

[Poema: Texto completo.]

 

LA COGIDA Y LA MUERTE
 
A las cinco de la tarde.
 
Eran las cinco en punto de la tarde.
 
Un niño trajo la blanca sábana
a las cinco de la tarde.
 
Una espuerta de cal ya prevenida
a las cinco de la tarde.
 
Lo demás era muerte y sólo muerte
a las cinco de la tarde.
 
El viento se llevó los algodones
a las cinco de la tarde.
 
Y el óxido sembró cristal y níquel
a las cinco de la tarde.
 
Ya luchan la paloma y el leopardo
a las cinco de la tarde.
 
Y un muslo con un asta desolada
a las cinco de la tarde.
 
Comenzaron los sones del bordón
a las cinco de la tarde.
 
Las campanas de arsénico y el humo
a las cinco de la tarde.
 
En las esquinas grupos de silencio
a las cinco de la tarde.
 
¡Y el toro, solo corazón arriba!
a las cinco de la tarde.
 
Cuando el sudor de nieve fue llegando
a las cinco de la tarde,
 
cuando la plaza se cubrió de yodo
a las cinco de la tarde,
 
la muerte puso huevos en la herida
a las cinco de la tarde.
 
A las cinco de la tarde.
 
A las cinco en punto de la tarde.
 
Un ataúd con ruedas es la cama
a las cinco de la tarde.
 
Huesos y flautas suenan en su oído
a las cinco de la tarde.
 
El toro ya mugía por su frente
a las cinco de la tarde.
 
El cuarto se irisaba de agonía
a las cinco de la tarde.
 
A lo lejos ya viene la gangrena
a las cinco de la tarde.
 
Trompa de lirio por las verdes ingles
a las cinco de la tarde.
 
Las heridas quemaban como soles
a las cinco de la tarde,
 
y el gentío rompía las ventanas
a las cinco de la tarde.
 
A las cinco de la tarde.
 
 
¡Ay qué terribles cinco de la tarde!
¡Eran las cinco en todos los relojes!
¡Eran las cinco en sombra de la tarde!
 
LA SANGRE DERRAMADA
 
¡Que no quiero verla!
 
Dile a la luna que venga,
que no quiero ver la sangre
de Ignacio sobre la arena.
 
¡Que no quiero verla!
 
La luna de par en par,
caballo de nubes quietas,
y la plaza gris del sueño
con sauces en las barreras
 
¡Que no quiero verla!
 
Que mi recuerdo se quema.
¡Avisad a los jazmines
con su blancura pequeña!
 
¡Que no quiero verla!
 
La vaca del viejo mundo
pasaba su triste lengua
sobre un hocico de sangres
derramadas en la arena,
y los toros de Guisando,
casi muerte y casi piedra,
mugieron como dos siglos
hartos de pisar la tierra.
 
No.
 
¡Que no quiero verla!
 
Por las gradas sube Ignacio
con toda su muerte a cuestas.
Buscaba el amanecer,
y el amanecer no era.
Busca su perfil seguro,
y el sueño lo desorienta.
Buscaba su hermoso cuerpo
y encontró su sangre abierta.
¡No me digáis que la vea!
No quiero sentir el chorro
cada vez con menos fuerza;
ese chorro que ilumina
los tendidos y se vuelca
sobre la pana y el cuero
de muchedumbre sedienta.
¡Quién me grita que me asome!
¡No me digáis que la vea!
No se cerraron sus ojos
cuando vio los cuernos cerca,
pero las madres terribles
levantaron la cabeza.
Y a través de las ganaderías,
hubo un aire de voces secretas
que gritaban a toros celestes,
mayorales de pálida niebla.
No hubo príncipe en Sevilla
que comparársele pueda,
ni espada como su espada,
ni corazón tan de veras.
Como un río de leones
su maravillosa fuerza,
y como un torso de mármol
su dibujada prudencia.
Aire de Roma andaluza
le doraba la cabeza
donde su risa era un nardo
de sal y de inteligencia.
¡Qué gran torero en la plaza!
¡Qué gran serrano en la sierra!
¡Qué blando con las espigas!
¡Qué duro con las espuelas!
¡Qué tierno con el rocío!
¡Qué deslumbrante en la feria!
¡Qué tremendo con las últimas
banderillas de tiniebla!
Pero ya duerme sin fin.
Ya los musgos y la hierba
abren con dedos seguros
la flor de su calavera.
Y su sangre ya viene cantando:
cantando por marismas y praderas,
resbalando por cuernos ateridos
vacilando sin alma por la niebla,
tropezando con miles de pezuñas
como una larga, oscura, triste lengua,
para formar un charco de agonía
junto al Guadalquivir de las estrellas.
¡Oh blanco muro de España!
¡Oh negro toro de pena!
¡Oh sangre dura de Ignacio!
¡Oh ruiseñor de sus venas!
No.
 
¡Que no quiero verla!
 
Que no hay cáliz que la contenga,
que no hay golondrinas que se la beban,
no hay escarcha de luz que la enfríe,
no hay canto ni diluvio de azucenas,
no hay cristal que la cubra de plata.
No.
 
¡Yo no quiero verla!
 
CUERPO PRESENTE
 
La piedra es una frente donde los sueños gimen
sin tener agua curva ni cipreses helados.
La piedra es una espalda para llevar al tiempo
con árboles de lágrimas y cintas y planetas.
 
Yo he visto lluvias grises correr hacia las olas
levantando sus tiernos brazos acribillados,
para no ser cazadas por la piedra tendida
que desata sus miembros sin empapar la sangre.
 
Porque la piedra coge simientes y nublados,
esqueletos de alondras y lobos de penumbra;
pero no da sonidos, ni cristales, ni fuego,
sino plazas y plazas y otras plazas sin muros.
 
Ya está sobre la piedra Ignacio el bien nacido.
Ya se acabó; ¿qué pasa? Contemplad su figura:
la muerte le ha cubierto de pálidos azufres
y le ha puesto cabeza de oscuro minotauro.
 
Ya se acabó. La lluvia penetra por su boca.
El aire como loco deja su pecho hundido,
y el Amor, empapado con lágrimas de nieve
se calienta en la cumbre de las ganaderías.
 
¿Qué dicen? Un silencio con hedores reposa.
Estamos con un cuerpo presente que se esfuma,
con una forma clara que tuvo ruiseñores
y la vemos llenarse de agujeros sin fondo.
 
¿Quién arruga el sudario? ¡No es verdad lo que dice!
Aquí no canta nadie, ni llora en el rincón,
ni pica las espuelas, ni espanta la serpiente:
aquí no quiero más que los ojos redondos
para ver ese cuerpo sin posible descanso.
 
Yo quiero ver aquí los hombres de voz dura.
Los que doman caballos y dominan los ríos;
los hombres que les suena el esqueleto y cantan
con una boca llena de sol y pedernales.
 
Aquí quiero yo verlos. Delante de la piedra.
Delante de este cuerpo con las riendas quebradas.
Yo quiero que me enseñen dónde está la salida
para este capitán atado por la muerte.
 
Yo quiero que me enseñen un llanto como un río
que tenga dulces nieblas y profundas orillas,
para llevar el cuerpo de Ignacio y que se pierda
sin escuchar el doble resuello de los toros.
 
Que se pierda en la plaza redonda de la luna
que finge cuando niña doliente res inmóvil;
que se pierda en la noche sin canto de los peces
y en la maleza blanca del humo congelado.
 
No quiero que le tapen la cara con pañuelos
para que se acostumbre con la muerte que lleva.
Vete, Ignacio: No sientas el caliente bramido.
Duerme, vuela, reposa: ¡También se muere el mar.
 
ALMA AUSENTE
 
No te conoce el toro ni la higuera,
ni caballos ni hormigas de tu casa.
No te conoce el niño ni la tarde
porque te has muerto para siempre.
 
No te conoce el lomo de la piedra,
ni el raso negro donde te destrozas.
No te conoce tu recuerdo mudo
porque te has muerto para siempre.
 
El otoño vendrá con caracolas,
uva de niebla y monjes agrupados,
pero nadie querrá mirar tus ojos
porque te has muerto para siempre.
 
Porque te has muerto para siempre,
como todos los muertos de la Tierra,
como todos los muertos que se olvidan
en un montón de perros apagados.
 
No te conoce nadie. No. Pero yo te canto.
Yo canto para luego tu perfil y tu gracia.
La madurez insigne de tu conocimiento.
Tu apetencia de muerte y el gusto de tu boca.
La tristeza que tuvo tu valiente alegría.
Tardará mucho tiempo en nacer, si es que nace,
un andaluz tan claro, tan rico de aventura.
Yo canto su elegancia con palabras que gimen
y recuerdo una brisa triste por los olivos.

 

Πηγή: http://www.ciudadseva.com/textos/poesia/esp/lorca/llanto_por_ignacio_sanchez_mejias.htm

Επεξεργασία από tryfev
Σύνδεσμος για σχολιασμό
Μοιραστείτε με άλλους ιστότοπους


  • Member ID:  11531
  • Group:  Members
  • Topic Count:  34
  • Content Count:  4674
  • Reputation:   35914
  • Achievement Points:  4674
  • Days Won:  33
  • With Us For:  5299 Days
  • Status:  Offline
  • Last Seen:  
  • Age:  77

Και ένας ακόμη αγαπημένος "Μαραμπού".

 

Mal du départ 

 

Θα μείνω πάντα ιδανικός κι ανάξιος εραστής

των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων, 
και θα πεθάνω μια βραδιά σαν όλες τις βραδιές, 
χωρίς να σχίσω τη θολή γραμμή των οριζόντων.

Για το Μαδράς τη Σιγκαπούρ τ’ Αλγέρι και το Σφαξ
θ’ αναχωρούν σαν πάντοτε περήφανα τα πλοία, 
κι εγώ σκυφτός σ’ ένα γραφείο με χάρτες ναυτικούς, 
θα κάνω αθροίσεις σε χοντρά λογιστικά βιβλία.

Θα πάψω πια για μακρινά ταξίδια να μιλώ, 
οι φίλοι θα νομίζουνε πως τα `χω πια ξεχάσει, 
κι η μάνα μου χαρούμενη θα λέει σ’ όποιον ρωτά:
"Ήταν μια λόξα νεανική, μα τώρα έχει περάσει"

Μα ο εαυτός μου μια βραδιά εμπρός μου θα υψωθεί
και λόγο ως ένας δικαστής στυγνός θα μου ζητήσει, 
κι αυτό το ανάξιο χέρι μου που τρέμει θα οπλιστεί, 
θα σημαδέψει κι άφοβα το φταίχτη θα χτυπήσει.

Κι εγώ που τόσο επόθησα μια μέρα να ταφώ
σε κάποια θάλασσα βαθειά στις μακρινές Ινδίες, 
θα `χω ένα θάνατο κοινό και θλιβερό πολύ
και μια κηδεία σαν των πολλών ανθρώπων τις κηδείες.

 

Πηγή: http://www.stixoi.info/stixoi.php?info=Lyrics&act=details&song_id=792

Σύνδεσμος για σχολιασμό
Μοιραστείτε με άλλους ιστότοπους


  • Member ID:  11531
  • Group:  Members
  • Topic Count:  34
  • Content Count:  4674
  • Reputation:   35914
  • Achievement Points:  4674
  • Days Won:  33
  • With Us For:  5299 Days
  • Status:  Offline
  • Last Seen:  
  • Age:  77

Ωραίο thread! Πολλοί από εσάς έχετε βάλει πολύ ωραία ποιήματα.

Θα προσθέσω κι εγώ ένα που διάβασα πρόσφατα και μου άρεσε.

 

Το παιχνίδι που είμαστε μπλεγμένοι

 

Αν μου έδιναν να διαλέξω, εγώ θα διάλεγα

αυτή την υγεία του να ξέρεις ότι είμαστε πολύ άρρωστοι,

αυτή την ευτυχία του να αισθανόμαστε τόσο δυστυχείς.

 

Αν μου έδιναν να διαλέξω, εγώ θα διάλεγα

αυτή την αθωότητα του να μην είσαι ένας αθώος,

αυτή την αγνότητα στην οποία βαδίζω επειδή είμαι ακάθαρτος.

 

Αν μου έδιναν να διαλέξω, εγώ θα διάλεγα

αυτή την αγάπη με την οποία μισώ,

αυτή την ελπίδα που τρώει απελπισμένα ψωμιά.

 

Αυτό γίνεται εδώ, κύριοι,

και παίζω το θάνατο μου.

 

 

Είναι του Juan Gelman από Buenos Aires

 

Πάλι με μεγάλη καθυστέρηση, συνεισφέρω το πρωτότυπο αυτού τού θαυμάσιου ποιήματος τού σπουδαίου αργεντίνου ποιητή Juan Gelman

 

EL JUEGO EN QUE ANDAMOS

Si me dieran a elegir, yo elegiría

esta salud de saber que estamos muy enfermos,

esta dicha de andar tan infelices.

Si me dieran a elegir, yo elegiría

esta inocencia de no ser un inocente,

esta pureza en que ando por impuro.

Si me dieran a elegir, yo elegiría

este amor con que odio,

esta esperanza que come panes desesperados.

Aquí pasa, señores,

que me juego la muerte.

 

 

Πηγή: http://blogs.20minutos.es/poesia/2009/02/15/el-juego-que-andamos-juan-gelman/

Σύνδεσμος για σχολιασμό
Μοιραστείτε με άλλους ιστότοπους


  • Member ID:  11531
  • Group:  Members
  • Topic Count:  34
  • Content Count:  4674
  • Reputation:   35914
  • Achievement Points:  4674
  • Days Won:  33
  • With Us For:  5299 Days
  • Status:  Offline
  • Last Seen:  
  • Age:  77

"Ο μέτοικος"

Σαν σύννεφο απ’ τον καιρό

μονάχο μες τον ουρανό

πήρα παιδί τους δρόμους

 

Περπάτησα όλη τη γη

μ’ ένα τραγούδι στην καρδιά

και τη βροχή στους ώμους

 

Μ’ αυτά τα χέρια σαν φτερά

που δεν εγνώρισαν χαρά

πάλεψα με το κύμα

 

Κι είχα βαθιά μου μια πληγή

αγάπη που δε βρήκε γη

χαμένη μες το κρίμα

 

Με πρόσωπο τόσο πικρό

από τον ήλιο το σκληρό

χάθηκα μες τη νύχτα

 

Κι ο έρωτας με πήγε κει

που `χα στα χείλη το φιλί

μα συντροφιά δεν είχα

 

Με την καρδιά μου μια πληγή

περπάτησα σ’ αυτή τη γη

που είχα να τη ζήσω

 

Μα μου τα πήρανε μαζί

το όνειρο και την αυγή

και φεύγω πριν αρχίσω

 

Σαν σύννεφο απ’ τον καιρό

μονάχο μες τον ουρανό

θα `ρθω ξανά κοντά σου

 

Μέσα σε κείνη τη βροχή

που σ’ άφησα κάποιο πρωί

κι έχασα τη ζωή μου

 

Θα `ρθω ξανά απ’ τα παλιά

σαν το πουλί απ’ το νοτιά

την πόρτα να χτυπήσω

 

Θα `ναι μια άνοιξη πικρή

που όλα θ’ ανοίγουνε στη γη

κι απ’ την αρχή θ’ αρχίσω

 

Στίχοι: Δημήτρης Χριστοδούλου

 

http://www.youtube.com/watch?v=xZ5dzKI3ngo

 

Τώρα θα μου πείτε, τι σε έπιασε και ανεβάζεις μετά από τόσον καιρό τα πρωτότυπα ποιημάτων που έχουν δημοσιευθεί πριν από μήνες. Λοιπόν, φτιάχνω έναν κατάλογο τών ποιημάτων που έχουν αναρτηθεί σ' αυτό το θέμα για να μην ξανανεβάσω ένα ποίημα που έχει ήδη μπει είτε από εμένα είτε από κάποιον άλλο και με την ευκαιρία συμπληρώνω κάποια κενά που ανακαλύπτω. Λοιπόν, ιδού το πρωτότυπο τού Μέτοικου:

 

Georges Moustaki

 

Le métèque 

 

Avec ma gueule de métèque

De Juif errant, de pâtre grec

Et mes cheveux aux quatre vents

Avec mes yeux tout délavés

Qui me donnent l'air de rêver

Moi qui ne rêve plus souvent

Avec mes mains de maraudeur

De musicien et de rôdeur

Qui ont pillé tant de jardins

Avec ma bouche qui a bu

Qui a embrassé et mordu

Sans jamais assouvir sa faim

 

Avec ma gueule de métèque

De Juif errant, de pâtre grec

De voleur et de vagabond

Avec ma peau qui s'est frottée

Au soleil de tous les étés

Et tout ce qui portait jupon

Avec mon cœur qui a su faire

Souffrir autant qu'il a souffert

Sans pour cela faire d'histoires

Avec mon âme qui n'a plus

La moindre chance de salut

Pour éviter le purgatoire

 

Avec ma gueule de métèque

De Juif errant, de pâtre grec

Et mes cheveux aux quatre vents

Je viendrai, ma douce captive

Mon âme sœur, ma source vive

Je viendrai boire tes vingt ans

Et je serai prince de sang

Rêveur ou bien adolescent

Comme il te plaira de choisir

Et nous ferons de chaque jour

Toute une éternité d'amour

Que nous vivrons à en mourir

 

Et nous ferons de chaque jour

Toute une éternité d'amour

Que nous vivrons à en mourir

 

 

Πηγή:  http://www.greatsong.net/PAROLES-GEORGES-MOUSTAKI,LE-METEQUE,18364.html

 

Θα σημειώσω εδώ ότι στους δυο πρώτους στίχους τού πρωτοτύπου (που δεν έχουν καμιά σχέση με τους ελληνικούς), ο Moustaki μιλά για την καταγωγή του από οικογένεια Ελλήνων Εβραίων, λέγοντας "Με τη φάτσα μου, του Μέτοικου, περιπλανώμενου Ιουδαίου και έλληνα βοσκού".

Επεξεργασία από tryfev
Σύνδεσμος για σχολιασμό
Μοιραστείτε με άλλους ιστότοπους

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Επισκέπτης
Απάντηση σε αυτό το θέμα ...

×   Έχετε επικολλήσει περιεχόμενο με μορφοποίηση.   Κατάργηση μορφοποίησης

  Επιτρέπονται μόνο 75 emoticons maximum.

×   Ο σύνδεσμός σας έχει ενσωματωθεί αυτόματα.   Εμφάνιση ως σύνδεσμος

×   Το προηγούμενο περιεχόμενό σας έχει αποκατασταθεί.   Διαγραφή εκδότη

×   Δεν μπορείτε να επικολλήσετε εικόνες απευθείας. Ανεβάστε ή εισάγετε εικόνες από URL

×
×
  • Δημιουργία νέου...

Σημαντικές πληροφορίες

Χρησιμοποιώντας αυτή τη σελίδα, αποδέχεστε τις Όρους χρήσης μας.