Μετάβαση στο περιεχόμενο

Αναζήτηση στην Κοινότητα

Εμφάνιση αποτελεσμάτων για ετικέτες 'Φωκίων Δημητριάδης'.

  • Αναζήτηση ανά ετικέτες

    Πληκτρολογήστε ετικέτες χωρισμένες με κόμματα.
  • Αναζήτηση ανά συγγραφέα

Τύπος περιεχομένου


Ενότητες

  • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΝΕΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΝΕΑ
  • ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ
    • ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ
    • ΤΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙ
  • ΧΑΛΑΡΩΜΑ
    • ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ
    • ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΡΙΟ
    • ΤΟ ΠΑΖΑΡΙ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Διάφορα
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Ντόναλντ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Super Μίκυ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Κόμιξ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μίκυ Μάους
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μπλα μπλα
  • VINTAGE's Συζήτηση
  • VIDEO GAMES's Γεν. Συζήτηση για Video Games

Blogs

  • Valt's blog
  • Dr Paingiver's blog
  • GCF about comics
  • Vet in madness
  • Θέμα ελεύθερο
  • Film
  • Comics, Drugs and Brocc 'n' roll
  • I don't know karate, but i know ka-razy!
  • Γερμανίκεια
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • Κομικσόκοσμος
  • The Unstable Geek
  • Σκόρπιες Σκέψεις
  • Dhampyr Diaries
  • Περί ανέμων και υδάτων

Ημερολόγια


Βρείτε αποτελέσματα σε ...

Βρείτε αποτελέσματα που ...


Ημερομηνία Δημιουργίας

  • Αρχή

    Τέλος


Τελευταία ενημέρωση

  • Αρχή

    Τέλος


Φιλτράρετε με αριθμό ...

Εγγραφή

  • Αρχή

    Τέλος


Ομάδα


Member Title


MSN


Website URL


Yahoo


Skype


Πόλη


Επάγγελμα


Ενδιαφέροντα

  1. Η αποτύπωση της γερμανικής εισβολής του 1941 στις ελληνικές γελοιογραφίες και γιατί ο Μεταξάς είχε απαγορεύσει τη γελοιογράφηση του Χίτλερ. «Οι Δύο Σταυροί», ανώνυμη γελοιογραφία από το εξώφυλλο του «Ελληνικού Μέλλοντος», 7.4.41. Σαν σήμερα, 83 χρόνια πριν, η σβάστικα υψώνεται στην Ακρόπολη. Το σκοτεινό κεφάλαιο της Κατοχής ξεκινά. Είκοσι μέρες πριν, στις 7 Απριλίου όπου είχε μόλις ξεκινήσει η γερμανική εισβολή, το εξώφυλλο της εφημερίδας «Ελληνικό Μέλλον» κατακλύζεται από τίτλους όπως «140 ΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΑ ΒΑΡΒΑΡΩΝ ΕΠΙΔΡΟΜΕΩΝ ΕΝΑΝΤΙΟΝ 8 ΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΨΥΧΩΝ». Στο εξώφυλλο κυριαρχεί η ανωνύμου δημιουργού γελοιογραφία με τη λεζάντα «Οι Δύο Σταυροί». Στα αριστερά εικονίζεται ο Χίτλερ που κραδαίνει μια αιματοβαμμένη σβάστικα και στα δεξιά, απέναντί του, ο εύζωνας με τουφέκι και στο πλάι του την Παναγία, Υπέρμαχο Στρατηγό με τον Τίμιο Σταυρό. Άλλος τίτλος από πάνω της αναφέρει: «Σύμβολον της Νίκης μας ο Σταυρός και βοηθός μας η Θεομήτωρ!». Από τη μια ο σταυρός της μοντέρνας βαρβαρότητας, από την άλλη ο σταυρός της παράδοσης και της Ορθοδοξίας. Από τη μια ο αιμοδιψής εισβολέας, από την άλλη ο μικρός μα ελέω Θεού δίκαιος υπερασπιστής. Ή τουλάχιστον αυτό ήταν το αφήγημα εκείνης της μέρας, καθώς τις προηγούμενες ήταν διαφορετικό. Μη γελοιογραφείτε τον φίρερ! «Απαγορεύεται η καθ’ οιονδήποτε τρόπον σατιρική προσβολή αρχηγών μεγάλων δυνάμεων» ήταν μία από τις διαταγές που επέβαλε η δικτατορία της 4ης Αυγούστου στον Τύπο, μία από τις πολλές που έδεναν χειροπόδαρα την ελεύθερη έκφραση των γελοιογράφων. Η απαγόρευση αυτή άρθηκε όταν στις αρχές Νοεμβρίου του ’40 ο ελληνικός στρατός πήρε το πάνω χέρι στο αλβανικό μέτωπο, οπότε ο Τύπος διατάχθηκε να σατιρίσει δυναμικά τον εχθρό. Οι γελοιογράφοι ξέσπασαν πάνω στον ιταλικό στρατό, στους στρατηγούς του και στον υπερφίαλο ηγέτη του Μπενίτο Μουσολίνι. Κι όμως ενώ οι γελοιογράφοι των Βρετανών συμμάχων κατακεραύνωναν τον ιταλογερμανικό Άξονα, η ελληνική γελοιογραφία εστίασε μονομερώς στον Ιταλό εισβολέα. Γιατί; O Μουσολίνι και ο Τσιάνο προσεύχονται για βοήθεια στον – ανεικονικό – Κύριο των (ναζιστικών) Δυνάμεων, του Σ. Ρωνά από το περιοδικό «Θησαυρός», 23.3.41. Η απάντηση βρίσκεται στη διπλωματία και στην εκτίμηση του Μεταξά προς τον Χίτλερ. Είναι γνωστός ο θαυμασμός που έτρεφε ο αρχηγός του «Τρίτου Ελληνικού Πολιτισμού» προς τον φίρερ του Τρίτου Ράιχ. Γι’ αυτό και ο Μεταξάς ήλπιζε μέχρι το τέλος του μια γερμανική παρέμβαση για ευνοϊκή λήξη του ελληνοϊταλικού πολέμου. Όμως, ο Έλληνας δικτάτορας παρέμεινε αγγλόφιλος και έτσι προσπάθησε να κρατήσει μια ευαίσθητη ισορροπία: από τη μια την απώθηση των Ιταλών με βρετανική βοήθεια, χωρίς από την άλλη να προκαλέσει το ένοπλο ναζιστικό μένος – το οποίο γνώριζε πως ο ελληνικός στρατός δεν μπορούσε να αναχαιτίσει –, προσδοκώντας παράλληλα τέλος της ελληνοϊταλικής σύρραξης με σφραγίδα Βερολίνου. Αυτή η διπλωματική στάση αποτυπώθηκε στον κόσμο της γελοιογραφίας με την απαγόρευση απεικόνισης της ναζιστικής Γερμανίας, το λογοκριτικό κόψιμο του Χίτλερ και την, κατά τον ιστορικό Δημήτρη Σαπρανίδη, «μοναξιά της καρικατούρας του Μουσολίνι». Μόνο μετά τον θάνατο του «μπαρμπα-Γιάννη» Μεταξά στις 29 Ιανουαρίου 1941 η σατιρική έκφραση ανέπνευσε (λίγο) πιο ελεύθερα. Τότε ο Χίτλερ κάνει τη σταδιακή του εμφάνιση στις ελληνικές γελοιογραφίες μα χωρίς γελοιοποίηση του προσώπου του. Η διπλωματική στάση της Ελλάδας παρέμενε η ίδια, κι έτσι παρέμενε «butt of the joke» αποκλειστικά ο Μουσολίνι και η φασιστική Ιταλία. Αυτή η συστολή στην απεικόνιση αποτυπώνεται σε ένα προφητικό σκίτσο του Σωκράτη Ρωνά από το περιοδικό «Θησαυρός» της 23ης Μαρτίου 1941. Σε αυτό, ο Μουσολίνι και ο Τσιάνο, ντυμένοι καλογερικά, προσεύχονται για βοήθεια σε ένα εικόνισμα. Η εικόνα φέρει πάνω και κάτω τη σβάστικα μα η ίδια είναι κενή! Ένα κενό που μιλά πιο δυνατά από κάθε απεικόνιση. «Η σειρά σου τώρα, Αδόλφε!» Η «θεία βοήθεια» που προφήτεψε το σκίτσο ήρθε τελικά στις 6 Απριλίου. Τα προσχήματα είχαν πέσει, τα τεθωρακισμένα της «Επιχείρησης Μαρίτα» στα βόρεια σύνορα έφερναν τη ναζιστική πολεμική μηχανή προ των πυλών. Η σάτιρα κλήθηκε να πολεμήσει και τούτο τον εχθρό. Οι Έλληνες γελοιογράφοι πλέον βάζουν κανονικά στο μενού τους τον Χίτλερ και προβλέπουν πως ο ελληνικός στρατός θα τον περιποιηθεί όπως τον Μουσολίνι. O Ευάγγελος Τερζόπουλος (ΤΕΡΖΟ) αποτυπώνει τον εύζωνα να περιμένει τον Γερμανό δικτάτορα κραδαίνοντας κούτσουρο και τον τραυματισμένο Μουσολίνι να προειδοποιεί: «Η σειρά σου τώρα, Αδόλφε!». Μια πιο υποβλητική γελοιογραφία, με τετραχρωμία λευκού-μαύρου-κόκκινου-πορτοκαλί, παραδίδει ο «πατριάρχης» της ελληνικής γελοιογραφίας Φωκίων Δημητριάδης. Στο πρώτο της τμήμα που αναγράφει 1940 ο Μουσολίνι πλησιάζει προς τον θεατή κρατώντας μαχαίρι και ο Χίτλερ στο βάθος τού εύχεται «Καλή Επιτυχία Ντούτσε!». Στο δεύτερο καρέ με χρονολογία 1941 οι ρόλοι έχουν αντιστραφεί και ο Μουσολίνι εύχεται πια «Καλή Επιτυχία Φύρερ!» στον μαχαιροβγάλτη ομοϊδεάτη του. Βόρεια της Μάγχης, η υψηλής ποιότητας βρετανική γελοιογραφία σιγοντάριζε κι εκείνη την ελληνική άμυνα παιανίζοντας τους εύζωνες ως σύγχρονους Λεωνίδες. Δίπτυχη γελοιογραφία του Φ. Δημητριάδη από τον Απρίλιο του ’41 για την οποία κλήθηκε να απολογηθεί στις κατοχικές δυνάμεις ασφαλείας. Όμως το καλαμπούρι εις βάρος του Αδόλφου δεν κράτησε πολύ. Στις 20 Απριλίου ο Τσολάκογλου παραδίνεται και ο γερμανικός στρατός προελαύνει θριαμβευτής στο ελληνικό έδαφος. Το μέλλον ήταν αβέβαιο για όποιον είχε σατιρίσει τον Άξονα. Ο γελοιογράφος Μιχάλης Παπαγεωργίου, όπως εξομολογήθηκε στον Σαπρανίδη, είχε φιλοτεχνήσει μαζί με τον Κώστα Μπέζο μια σειρά γελοιογραφικών καρτ ποστάλ για τον εκδοτικό οίκο Δημητράκου. Σε μία από αυτές εικονιζόταν ο Χίτλερ να διαπραγματεύεται την παράδοση της Ελλάδας με… το φάντασμα του Μεταξά. Όμως με την κάθοδο των Γερμανών, ο Δημητράκος έκαψε μεγάλο μέρος των καρτ ποστάλ, ενώ όσες διεσώθησαν λεηλατήθηκαν από τους Άγγλους στον Εμφύλιο. Οι γελοιογραφίες αυτές θεωρούνται πλέον χαμένες. «Η σειρά σου τώρα, Αδόλφε!», λέει ο δαρμένος Μουσολίνι στον προελαύνοντα Χίτλερ, του Ε. Τερζόπουλου (ΤΕΡΖΟ). Ο φόβος του Δημητράκου αποδείχθηκε βάσιμος: Ο Φωκίων Δημητριάδης, σύμφωνα με τον Γ. Παναγιώτου, βρέθηκε να απολογείται στην κατοχική Ασφάλεια για την προαναφερόμενη δίπτυχη γελοιογραφία του η οποία είχε, μάλιστα, τοιχοκολληθεί στην Αθήνα σε μορφή αφίσας. Τέτοιου είδους ανακρίσεις δεν αποκλείεται να συνέβησαν και σε άλλους σκιτσογράφους της εποχής. 4 χρόνια αναμονή Στις 27 Απριλίου 1941 η πολιτική γελοιογραφία σίγησε. Οι γελοιογράφοι είχαν συνηθίσει στη σιγή από τη δικτατορία Μεταξά, όμως αυτή ήταν πιο απεχθής, μια και την επέβαλε μια τριπλή ξένη κατοχή. Ο Χίτλερ, ο Μουσολίνι και η παρέα τους αντάμωσαν ξανά με τους γελοιογράφους τον Οκτώβριο του ‘44 και δεν ξαναχωρίστηκαν ποτέ, όπου και γελοιοποιήθηκαν από γενιές και γενιές σκιτσογράφων. Γελοιογραφία ανώνυμου που δημοσιεύτηκε μέσα στην Κατοχή στην παράνομη εφημερίδα «Ελληνικός Αγών». Το ’44 κυκλοφόρησε ευρέως ως αφίσα. Έκαναν όμως μερικές εμφανίσεις στην Κατοχή, κρυφά και ανώνυμα, όπως σε ένα δωρικό σκίτσο από την παράνομη εφημερίδα «Ελληνικός Αγών». Ένα ρολόι με σπαθί για λεπτοδείκτη, το κεφάλι του Χίτλερ στην κόψη του και οι ώρες μετρούσαν αντίστροφα για τον μανιακό που αιματοκύλησε τον κόσμο… Και το σχετικό link...
  2. Indian

    ΜΕ ΤΟ ΜΑΤΙ ΤΟΥ ΓΕΛΟΙΟΓΡΑΦΟΥ 1950-1959

    Πρόκειται για την πρώτη επίσημη προσπάθεια να συγκεντρωθεί υλικό από τις ημέρες και τα έργα του μεγάλου γελοιογράφου Φωκίωνα Δημητριάδη, κατά την διάρκεια της δεκαετίας 1950-1959. Η έκδοση, σε αντίθεση με εκείνη που κυκλοφόρησε η Modern Times το 2004, είναι χαρτόδετη και με καλής υφής και ποιότητας χαρτί, τόσο στο εσωτερικό, όσο και στα εξώφυλλα. Για την ιστορία να πούμε ότι το παρόν έντυπο έχει χρονολογία κυκλοφορίας το 1959 (!!!) κι εκτός από την εξαιρετική ανθολογία γελοιογραφιών του δημιουργού, φέρει ένα εκπάγλου καλλονής σκίτσο του Δημητριάδη, φιλοτεχνημένο από τον εξίσου μεγάλο Γιάννη Μόραλη, ενώ στην συνέχεια ακολουθεί ένας πρόλογος από τον επίσης τεράστιο Δημήτρη Ψαθά! Καταλαβαίνετε, λοιπόν, για τι ιστορικό κειμήλιο μιλάμε! Σαν εκδότης φέρεται να είναι ο ίδιος ο Δημητριάδης, ενώ η εκτύπωση έχει γίνει στο τυπογραφείο του Μ. Πεχλιβανίδη. Περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να βρείτε στην παρουσίαση της Β' έκδοσης που υπάρχει ΕΔΩ.
  3. Από ημίθεος καίσαρας σε φανφαρόνο γελωτοποιό, οι σχεδιαστικές απεικονίσεις του φασίστα δικτάτορα από τις ιταλικές αφίσες στις ελληνικές γελοιογραφίες με κοινό παρονομαστή την προπαγάνδα. Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος καθορίστηκε από τη δύναμη των μηχανών, της τεχνολογίας, του ανθρώπινου θάρρους και κτηνωδίας. Δεν πρέπει όμως να υποτιμάται και η δράση ενός ακόμα όπλου: της εικόνας. Με τις μορφές της προπαγανδιστικής αφίσας, της πολιτικής γελοιογραφίας, των κινηματογραφημένων ντοκουμέντων και των σατιρικών κινουμένων σχεδίων, οι εικόνες υπηρέτησαν πιστά την προπαγάνδα του κάθε εμπόλεμου κράτους. Γελοιοποιούσαν τον εχθρό, αποθέωναν τον υπερασπιστή και με τη μαζική τους παραγωγή επικοινωνούσαν το μήνυμά τους καθορίζοντας στο μυαλό του λαού την εικόνα του για τον πόλεμο. Αυτός ο άλλος μα φανερός – πιο φανερός κι από τον πραγματικό ίσως – «πόλεμος της εικόνας» μπορεί να εξεταστεί εύκολα από ένα από τα μέτωπά του: τις οπτικές απεικονίσεις του Μπενίτο Μουσολίνι από την Ιταλία στην Ελλάδα. Η ιδέα πολλών σύγχρονων Ελλήνων για τον Μουσολίνι έρχεται κατευθείαν από τις σχολικές γιορτές της 28ης Οκτωβρίου. Είναι η εικόνα εκείνου του παχουλού μεγαλομανή με το φουσκωτό πιγούνι που ξεφτιλίζεται από τους τσολιάδες στην Πίνδο. Είναι ένας παλιάτσος, ίσως και λίγο συμπαθής μέσα στη γελοιότητά του, ένας άνθρωπος που στο άκουσμα του ονόματός του ακολουθεί συνειρμικά η λέξη «κορόιδο», το «κορόιδο Μουσολίνι». Αυτή είναι η εικόνα που μας παραδόθηκε από τα σατιρικά τραγούδια και από τα πενάκια των γελοιογράφων εκείνης της εποχής, και αυτή του η ταυτότητα είναι ένα μεγάλο επίτευγμα αυτών των δημιουργών! Γιατί όσοι έχουν διαβάσει παραπάνω ιστορία ξέρουν πως δεν ήταν αυτή ακριβώς η αλήθεια. Ο Μουσολίνι ήταν ένας πανέξυπνος άνθρωπος, ένας δαιμόνιος ρήτορας, ο πατέρας της νοσηρής ιδεολογίας του φασισμού, που μάστιζε και ακόμα μαστίζει τον δυτικό κόσμο. Ήθελε να δημιουργήσει μια μοντέρνα ρωμαϊκή αυτοκρατορία, θεμελιωμένη στη φυλετική καθαρότητα, στον ολοκληρωτισμό και στη σύγχρονη τεχνολογία. Επίκεντρό της θα ήταν ο ίδιος, ο νέος Καίσαρας, ο μέγας Ντούτσε. Για να γίνει όμως το επίκεντρό της, έπρεπε να μεταδώσει στις μάζες την προσωπικότητά του ως έμπιστου και δυνατού ηγέτη. Για να το καταφέρει, εκείνος και το φασιστικό κόμμα επιστράτευσαν κάθε δυνατό μέσο έως τις τελευταίες λέξεις της τεχνολογίας, όπως τον κινηματογράφο και την αφίσα. Ο Μουσολίνι ως «Ντούτσε» και «Ιδρυτής της Αυτοκρατορίας» Η αφίσα ήταν καινούργιο Μέσο εκείνη την εποχή, συνδύαζε εικόνα και λόγο, τυπωνόταν μαζικά με φτηνό τρόπο και μπορούσε να κατακλύσει τους τοίχους μιας ολόκληρης πόλης. Σε αυτήν, ο Ντούτσε είδε τις δυνατότητες προβολής του προσώπου του σε κάθε κατοικημένη γωνιά της Ιταλίας. Έτσι, επιστράτευσε κάθε μεγάλο όνομα της ιταλικής γραφιστικής για τη δημιουργία του προπαγανδιστικού του πορτρέτου. Ονόματα όπως οι Luigi Martinati, Gino Boccasile και Walter Resentera παράλληλα με τις διαφημιστικές τους παραγγελίες εξύφαιναν υπό την εποπτεία του φασιστικού καθεστώτος την εικόνα του Ντούτσε. Ενδιαφέρον προκαλεί πως, σε αντίθεση με τις προπαγανδιστικές απεικονίσεις του Χίτλερ και του Στάλιν της ίδιας εποχής που ακολουθούν έναν αυστηρό ρεαλισμό, τα πορτρέτα του Μουσολίνι ποικίλλουν από ακαδημαϊκά κλασικά σε μοντερνιστικά και φουτουριστικά, μια και το φασιστικό καθεστώς δεν επέβαλε ή απαγόρευσε κάποιο καλλιτεχνικό στιλ. Πλαισιωμένος από εργάτες, μηχανές, φάσκες και γιγαντιαία γράμματα, ο «μοντέρνος Καίσαρας» αποδίδεται μνημειώδης κι αρρενωπός, χωρίς όμως εν τέλει να κρύβεται η – ομολογουμένως – τρομερή κωμικότητα του παρουσιαστικού του! Η γιγάντια αφίσα στο Palazzo Braschi του 1934 Ίσως το μεγαλύτερο δείγμα φασιστικής προσωπολατρικής αφίσας ήταν η γιγαντιαία εγκατάσταση στο Palazzo Braschi στη Ρώμη το 1934 όπου, σαν βγαλμένο από την πιο νοσηρή αράδα του Όργουελ, δέσποζε ένα βλοσυρό πρόσωπο του Ντούτσε με το βλέμμα στους διαβάτες, περιστοιχισμένο από την επαναλαμβανόμενη λέξη «Ναι». Στον αντίποδα αυτής της μεγαλομανούς φανφάρας βρίσκεται η ελληνική γελοιογραφία του 1940-41. Σημαντικές φυσικά είναι και οι βρετανικές γελοιογραφίες που όμως δεν θα εξεταστούν εδώ. Πριν το τελεσίγραφο, η γελοιογράφηση του Μουσολίνι απαγορευόταν από τη δικτατορία Μεταξά. Άλλωστε, καθ’ όλη τη διάρκεια του Μεσοπολέμου η συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων πολιτικών εξέφραζε τον θαυμασμό της προς το «φασιστικό θαύμα» που πάταξε τον κομμουνισμό και αναπτέρωσε το εθνικό φρόνημα των Ιταλών! Οι ελληνοϊταλικές σχέσεις, όμως, χρόνο με τον χρόνο έφθιναν κι όταν πια θρυμματίστηκαν την 28η Οκτωβρίου 1940, όλα έπρεπε να αλλάξουν. Ο Μουσολίνι ως «Παληάτσος του 1941» Η μεταξική λογοκρισία δίνει το πράσινο φως σε ευθυμογράφους, συγγραφείς και σκιτσογράφους να κάνουν τον μέγα Μουσολίνι «κορόιδο» και την Ιταλία «πατρίδα του γελοία»! Έπειτα από τέσσερα χρόνια λογοκρισίας, η παλιά γενιά γελοιογράφων (Δημητριάδης, Καστανάκης, Γκεϊβέλης, Βώττης κ.ά.) και η νέα (Πολενάκης, Μπέζος, Παυλίδης, κ.α.) ξεσπαθώνουν και βγάζουν τα απωθημένα τους πάνω στον κατακτητή, εκφράζοντας και τροφοδοτώντας το λαϊκό κλίμα ενθουσιασμού και κρύβοντας έναν υποσκάπτοντα καταπιεσμένο αντιφασισμό. Ο γρανιτένιος Ντούτσε μεταμορφώνεται σε κοντόχοντρο με φουσκωτά χείλη και πηγούνι, μικρά μάτια και απαστράπτουσα φαλάκρα. Κατά τον Σαπρανίδη, ο νεαρός σκιτσογράφος και τραγουδοποιός Κώστας Μπέζος ήταν ο δημιουργός του γελοιογραφικού τύπου του Μουσολίνι που καθιερώθηκε στις ελληνικές γελοιογραφίες. Υπερφίαλος μα και θρασύδειλος, όταν ο γελοιογραφικός Μπενίτο δεν συνοδευόταν από κάποιον εύζωνα που τον «έβαζε στη θέση του», πήγαινε παρέα με το σύμβολο της ήττας του, το τσαρούχι, συνδεδεμένο με την ελληνικότητα και το μνημειώδες του φιάσκο. Η λογοκρισία όμως, ακόμα κι αν χαλαρώνει, πάντα καραδοκεί και βάζει τα όριά της. Επέβαλε στους γελοιογράφους αποκλειστικά την διακωμώδηση του Ιταλού ηγέτη και του στρατού του, κόβοντας οποιαδήποτε νύξη στον φασισμό και ειδικά στη Γερμανία και στον Χίτλερ. Υπήρχαν όμως και οι γελοιογράφοι που ξέφευγαν και τοποθετούσαν συνειδητά τον αντιφασισμό στα σκίτσα τους, όπως ο Φωκίων Δημητριάδης και ο Νίκος Καστανάκης που κατονόμαζε τον φασισμό ως εχθρό μέσα στο ίδιο το «Ημερολόγιο Νεολαίας» της φασιστικής ΕΟΝ! Ο Μπέζος (πάνω αριστερά) βάζει τον Μουσολίνι πάνω από τον τάφο του φασισμού, ενώ ο Καστανάκης (πάνω δεξιά) «αποδεσμεύει» τη δαμόκλειο σπάθη/φάσκες πάνω από τον δικτάτορα! Ίσως η απόλυτη γελοιογραφία του Μουσολίνι, διαμετρικά αντίθετη της αφίσας στο Palazzo Braschi, δημιουργήθηκε από τον Μπέζο. Σε αυτήν ο γελοιογράφος, σε έναν αυτοαναφορικό οίστρο, απεικονίζει τον εαυτό του φαντάρο με τα μολύβια στην τσέπη της χλαίνης, να αγκαλιάζει τον σαστισμένο Ντούτσε φέροντας τη λεζάντα «Ο σκιτσογράφος μας κ. Μπέζος στρατευθείς αποχαιρετά τους προσωπικούς του… φίλους». Ο Κώστας Μπέζος γελοιογραφεί τον εαυτό του να αποχαιρετά τον «ήρωά του» Μουσολίνι για να πολεμήσει στο μέτωπο! Ο Μουσολίνι δεν είναι πια ούτε ο μεγαλόσχημος ηγέτης ούτε ο απειλητικός εχθρός. Είναι σε τέτοιο πλέον σημείο διασκεδαστής του λαού που ο ίδιος του ο «δημιουργός» τον φιλά στο μάγουλο σαν οικείο του, το σκιτσογραφικό του «παιδί». Ο Μουσολίνι δεν ήταν πια άνθρωπος ή τέρας, ήταν ένας χάρτινος κλόουν, ένα μεγάλο καλό ανέκδοτο που, παρά τη φασιστική αναζωπύρωση που ζούμε τώρα στην Ευρώπη, κάνει τον κόσμο να γελά εδώ και 80 χρόνια… Και το σχετικό link...
  4. Δύο δίωρες εκπομπές για την πολιτική γελοιογραφία στη χώρα μας, γεμάτες με ξεχασμένες στιγμές της συγχρονης ιστορίας μας. Μέρος πρώτο: https://www.youtube.com/watch?v=rnYlmd_kqq0 Μέρος δεύτερο: https://www.youtube.com/watch?v=mABBS9t5Veg Στο πρώτο μέρος η εκπομπή ασχολείται κυρίως με τον Φωκίωνα Δημητριάδη και στο δεύτερο με τον Μπόστ. Γίνεται αναφορά και παρουσιάζονται και πολλές παλιές σατυρικές εφημερίδες ("ο νεος αριστοφάνης", "το άστυ", "ο βουρδουλας" κτλ.). Προσωπικά τις βρήκα πολύ ενδιαφέρουσες και γεμάτες απο ιστορικές πληροφορίες
  5. Dr Paingiver

    ΤΟ ΠΑΡΔΑΛΟ ΚΑΙ Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ

    Η πρώτη έκδοση της συλλογής γελοιογραφιών του μεγάλου Φωκίωνος Δημητριάδη. Περιλαμβάνει γελοιογραφίες του που είχαν δημοσιευτεί στο "Ελεύθερο Βήμα" (μετέπειτα "ΒΗΜΑ") και στα "Αθηναϊκά Νέα" (μετέπειτα "ΤΑ ΝΕΑ") την περίοδο 1945 - 1947. Το να μιλήσουμε για τον Δημητριάδη και την προσφορά του τόσο στην δημοσιογραφία όσο και στην πολιτική σάτιρα είναι τελείως περιττό. Παραμένει κλασικός και ίσως αξεπέραστος. Η έκδοση αυτή είναι ιδιωτική και είναι αφιερωμένη από το ίδιο στον Δημήτρη Λαμπράκη για τα 25 χρόνια συνεργασίας τους. Το πότε εκδόθηκε είναι λίγο συγκεχυμένο. Στο διαδίκτυο συνάντησα ημερομηνίες από το 1947 έως το 1968 που και τις δύο για διάφορους λόγους θεωρώ μάλλον λάθος. Μιά πιό πιθανή ημερομηνία είναι γύρω στο 1950, όπου και τοποθέτησα την έκδοση (αυθαίρετα λίγο). Το άλμπουμ αυτό επανεκδόθηκε το 2004 από τους "Μοντέρνους Καιρούς". Την παρουσίαση της επανέκδοσης θα βρείτε εδώ.
  6. Η ΓΕΝΙΑ ΤΟΥ ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΥ ΚΑΙ Η ΣΧΟΛΗ ΤΟΥ ΑΝΤΙ Η εποχή του Δημητριάδη και του <<Θησαυρού>> Στην ελληνική μεταπολεμική γελοιογραφική σκηνή μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’50 κυριαρχούν οι πολιτικές γελοιογραφίες του Φωκ. Δημητριάδη και οι κοινωνικού περιεχομένου γελοιογραφίες που δημοσιεύονται στα λαϊκά περιοδικά, κυρίως στα περιοδικά <<Θησαυρός>> και <<Ρομάντζο>> . Είναι μια εποχή όπου ευδοκιμεί η εξωστρεφής γελοιογραφία. Τα θέματα πολιτικών και κοινωνικών γελοιογραφιών είναι κατ’ εξοχήν λαϊκότροπα, το χιούμορ που αποπνέουν εγγίζει περισσότερο την αισθητική του Καραγκιόζη, η λαϊκή σάτιρα εκφράζεται ποικιλοτρόπως με εμφανή και αισθητώς χοντροκομμένα συστατικά. Ακόμη και ο κορυφαίος Φ. Δημητριάδης δεν αποφεύγει τοιούτου είδους συστατικά, όπως είναι το παρδαλό κατσίκι, που συνοδεύει τις γελοιογραφίες του όταν σατιρίζει τον Κ.Τσαλδάρη ή η θρυλική – πάντως όχι αρκούντως πνευματώδης - κότα που συνοδεύει τον Κ.Τσάτσο. Άλλες εκφάνσεις αυτής της λαϊκίζουσας μορφής γελοιογραφίας είναι οι κοιλαράδες οπαδοί του κόμματος των βαρελοφρόνων, οι ευτραφείς διευθυντές που κρατούν στα γόνατά τους τις καλλίγραμμες γραμματείς, οι σύζυγοι που περιμένουν με τον κόπανο ανά χείρας τον μπερμπάντη σύζυγο, οι ερεθιστικές λουόμενες στις πλαζ, οι κακές πεθερές κλπ. Στα σκίτσα εκ του εξωτερικού που αναδημοσιεύονται στα ελληνικά περιοδικά επικρατούν ανάλογα θέματα με πρωταγωνιστές τους Γάλλους γελοιογράφους Albert Dubout, Peynet, Fortune κ.ά. Από τον Dubout φαίνεται να έχει επηρεαστεί, αρχικώς, ο Αρχέλαος, ο οποίος με τη σειρά του δημιούργησε σχολή με πλήθος γελοιογράφων να τον ακολουθούν. Ένας από εκείνους που, στα πρώτα σκίτσα του, είναι εμφανώς επηρεασμένος από τον Αρχέλαο είναι και ο Κ.Μητρόπουλος. Ο <<Ταχυδρόμος>> χτυπάει… Κάπου εκεί, στα τέλη της δεκαετίας του ’50 με αρχές της δεκαετίας του ’60, το περιοδικό <<Ο Ταχυδρόμος>> κάνει άνοιγμα προς τους Έλληνες γελοιογράφους και συγκεντρώνει μια πλειάδα ταλαντούχων δημιουργών, οι οποίοι δίνουν νέα τροπή στην ελληνική γελοιογραφία . Έχουν ήδη δημοσιευθεί σκίτσα του S.Steinberg, του ΒOSC και άλλων μοντέρνων ξένων γελοιογράφων, τα οποία κομίζουν μια νέα αίσθηση του χιούμορ προτείνοντας την αφαιρετικότητα στο σχέδιο και την απομάκρυνση από τον ακατάσχετο βερμπαλισμό και την χοντροκομμένη σάτιρα. ( Ο S. Steinberg , που πέθανε το 1999, ρουμάνικης καταγωγής, θεωρείται ο φιλόσοφος του γελοιογραφικού σκίτσου. Έλεγε ότι πρώτα έμαθε να σχεδιάζει και μετά να γράφει. Είναι παράξενο πόσο δραστικά η γελοιογραφία μπορεί να επηρεάσει τον τρόπο με τον οποίο ερχόμαστε σε επαφή με τον κόσμο, τον τρόπο με τον οποίο αντιδρούμε σε ποικίλες καταστάσεις. Από τις γελοιογραφίες εμποτιζόμαστε ανεπαισθήτως με μιαν άλλη αίσθηση για τη ζωή μέσα από το παιγνιώδες και συνάμα, πολλές φορές, διαβρωτικό χιούμορ που αυτές αποπνέουν.) Η τριπλέττα Κ.Μητρόπουλος, Μποστ, ΚΥΡ Στον Ταχυδρόμο ο Κ.Μητρόπουλος ενστερνίζεται τα διδάγματα της μοντέρνας γραφής των παραπάνω γελοιογράφων, αλλάζει ριζικά το στυλ του – οι γελοιογραφίες του που δημοσιεύονταν στην <<Αθλητική ηχώ>> πόρρω απέχουν από αυτές του Ταχυδρόμου - και δημιουργεί μια μεγάλη σειρά επιτυχημένων γελοιογραφιών έκτοτε, που έχουν δημοσιευθεί οι περισσότερες στις εφημερίδες <<Νέα>>, <<Βήμα>>, και στο περιοδικό <<Εποχές>>. Στον Ταχυδρόμο εμφανίζονται και δυο άλλοι ακόμη γελοιογράφοι που θα χαράξουν νέους δρόμους για την ελληνική γελοιογραφία. Ο Μποστ. (Μέντης Μποσταντζόγλου) και ο ΚΥΡ (Γιάννης Κυριακόπουλος). Ο πρώτος είναι ως τότε γνωστός σκιτσογράφος, έχει κάνει πλήθος εικονογραφήσεις και γελοιογραφίες επί σειρά ετών, αλλά μόλις το 1958 εικονογραφώντας τα <<Βιβλικά χαμόγελα>> και τις <<Σταυροφορίες>> του Νίκου Τσιφόρου, τολμά εκείνα τα ανορθόγραφα έμμετρα κείμενα, τα οποία συνοδεύουν τα «βυζαντινίζοντα» σκίτσα του. Η συνέχεια είναι καταιγιστική: <<Ταχυδρόμος>>, <<Ομάδα>>, <<Εκλογή>>, <<Αυγή>>, <<Αντί>> κ.α. γεμίζουν από τα ευφυή ευρήματά του και τα σκίτσα που τα συνοδεύουν. Ο Μποστ ανυψώνει την λαϊκή εικονογράφηση μέσω της γλώσσας χρησιμοποιώντας μια εφευρετική, χαριτωμένη, παιγνιώδη και ανορθόγραφη, αλλά βαθυστόχαστη, γραφή. Ο ΚΥΡ εισήγαγε τη γραμμή και το πνεύμα του Steinberg με χαρισματικό τρόπο στον χώρο της ελληνικής γελοιογραφίας. Δεν μιμείται, δεν αντιγράφει, απλώς μεταφέρει στα καθ’ ημάς με άφθονη δόση ταλέντου και ανεξάντλητη επινοητικότητα το νέο πνεύμα του γελοιογραφικού σκίτσου το οποίο ξεπερνά τα στενά τοπικά όρια και αποκτά παγκόσμια ισχύ. Στις γελοιογραφίες του ΚΥΡ υποβόσκει το στοιχείο εκείνο το οποίο δημιουργεί το ξάφνισμα και το, εν συνεχεία, ξέσπασμα του γέλιου ή την ιλαρότητα που δημιουργεί τούτο το ξάφνισμα. Ο ΚΥΡ είναι ο κατ’ εξοχήν ανατρεπτικός Έλληνας γελοιογράφος. Κλασσικές έχουν μείνει οι γελοιογραφίες <<μαύρου χιούμορ>>, τις οποίες έκανε στα πρώτα του βήματα στον <<Ταχυδρόμο>>. Και πάντοτε φαίνεται ότι γνωρίζει καλώς και τηρεί την αρχή πως κάνω χιούμορ σημαίνει κατά πρώτον ότι σατιρίζω τον εαυτό μου με οποιαδήποτε ιδιότητα κι αν τον θεωρώ – ως άνθρωπο, ως πολίτη, ως κάτοικο μιας χώρας κλπ. Σήμερα, ο ΚΥΡ έχει γίνει ένας θιασάρχης που διακινεί τον θίασό του από ανθρωπάκια – ένας Γαΐτης της γελοιογραφίας – τα οποία διαλέγονται και αποφθέγγονται με ευφρόσυνη διάθεση και έξυπνες ατάκες, αντικριστά το ένα με το άλλο σαν τις φιγούρες του Καραγκιόζη – ενός Καραγκιόζη όμως που υπερβαίνει τα όρια της απλοϊκής λαϊκής σάτιρας. Οι άλλοι του <<Ταχυδρόμου>> Ακολουθεί μια πλειάδα προικισμένων γελοιογράφων που δημοσιεύουν στον <<Ταχυδρόμο>> κομίζοντας έναν καινούργιο χιουμοριστικό άνεμο, ξεπερνώντας κατά πολύ το λαϊκίζον πνεύμα και απλοποιώντας τη γραμμή και τη μορφή του σκίτσου χωρίς τούτο να γίνεται λιγότερο γελαστικό. Στην ποιοτική αυτή άνθηση της ελληνικής γελοιογραφίας μέσω του <<Ταχυδρόμου>> μεγάλο ρόλο ασφαλώς έπαιξε και η συντακτική ομάδα του περιοδικού, εκείνοι δηλαδή που έκαναν την επιλογή τών προς δημοσίευση γελοιογραφιών, προφανώς άνθρωποι ευρείας αντιλήψεως που έχουν κατανοήσει την αξία και τη σημασία του χιούμορ. (Να σκεφτεί ακόμη κανείς ότι την εποχή εκείνη υπήρχαν εφημερίδες και περιοδικά τα οποία απέφευγαν τα σκίτσα ως να επρόκειτο για τατουάζ στο σώμα τους.) Στον <<Ταχυδρόμο>> βλέπουμε να δημοσιεύουν γελοιογραφίες (η σειρά είναι αλφαβητική) : η Βαφία Άννα , ο Καλαμάρας Αντώνης, ο Κυριακούλης Αντώνης, ο Κυριτσόπουλος Αλέξης, ο Λογοθέτης Γιάννης (ΛΟΓΟ), ο Μαρουλάκης Νίκος, ο Παναγιωτάκης Γιώργος, ο Παπαναγόπουλος Παν. , ο Σκουλάκης Δήμος (Dimos), ο Σταματάκης Δημήτρης, ο Τσέλιος και άλλοι. Εδώ, πρέπει να αναφερθεί και ο Γιάννης Καλαϊτζής, ο οποίος έκανε μερικά σκίτσα και στον <<Ταχυδρόμο>>, είχε όμως ουσιαστικά ξεκινήσει την γελοιογραφική του καριέρα από την <<Πανσπουδαστική>> και δημοσίευε γελοιογραφίες στην <<Αυγή>>, στη <<Δημοκρατική Αλλαγή>> και στο περιοδικό <<Δρόμοι Ειρήνης>>. Ο Καλαϊτζής έγινε ο συνδετικός κρίκος μεταξύ των γελοιογράφων του <<Ταχυδρόμου>> και εκείνων που ξεκίνησαν από το <<Αντί>>. (Καίτοι δεν υπάρχουν σαφή διαχωριστικά όρια θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει ότι η πλειοψηφία των γελοιογράφων του <<Ταχυδρόμου>> ακολουθεί την κοινωνική ή την κοινωνικοπολική καλούμενη γελοιογραφία ενώ η συντριπτική πλειοψηφία των γελοιογράφων του <<Αντί>> δημιουργεί σαφώς πολιτικές γελοιογραφίες.) Η Άννα Βαφία με την εξόχως λεπταίσθητη γραμμή της και το εξίσου λεπτό χιούμορ εξαφανίστηκε από το προσκήνιο. Ο Αντώνης Καλαμάρας δεν υπάρχει στη ζωή, έδωσε όμως πολλαπλά δείγματα μιας ιδιαίτερα χαρακτηριστικής γραμμής στο σκίτσο του και δημοσίευσε πάντοτε επιτυχημένες και γελαστικές γελοιογραφίες. Έκανε πολλές γελοιογραφίες κοινωνικού περιεχομένου σε άλμπουμ και περιοδικά και επίσης πολλές πολιτικές στις εφημερίδες <<Μεσημβρινή>>, <<Ελευθεροτυπία>>, <<Εξόρμηση>> και <<Καθημερινή>>. Ο Αντώνης Κυριακούλης εγκατέλειψε σχεδόν την γελοιογραφία και διακρίθηκε σε άλλους παραπλήσιους εικαστικούς τομείς , όπως είναι η σκηνογραφία κ.ά. Ο Αλέξης Κυριτσόπουλος μπορεί να πει κανείς ότι στο σκίτσο πλησίασε περισσότερο την απλοποιημένη γραμμή του James Thurber, έκανε αρκετές έξυπνες αφαιρετικές γελοιογραφίες χωρίς λόγια και, αργότερα, ασχολήθηκε με την ζωγραφική και την εικονογράφηση (εξώφυλλα βιβλίων της <<Εστίας>>, δίσκων του Σαββόπουλου) . Ο Γιάννης Λογοθέτης (ΛΟΓΟ) δημοσίευσε σκίτσα με υπεραπλουστευμένη γραμμή – φαίνονται και σ’ αυτόν οι αντιλήψεις περί σκίτσου του S.Steinberg. Στο σκίτσο του ΛΟΓΟ όμως οι οξείες γωνίες αντικαθίστανται από καμπύλες και καθώς περνά ο καιρός, συνεχώς πλησιάζει να συγγενεύει με τον Sine παρά με τον Steinberg. Ακόμη οι φιγούρες του ΛΟΓΟ θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ότι είναι οι καλλιεργημένοι απόγονοι εκείνων του Σταμ. Πολενάκη. Ο Νίκος Μαρουλάκης δημοσίευσε πολλές γελοιογραφίες κοινωνικού περιεχομένου κατά προτίμηση χωρίς λόγια. Η γραμμή του είναι λιτή, αλλά σε όλες τις γελοιογραφίες του περισσεύει το υψηλού επιπέδου χιούμορ. Δημοσίευσε το πρωτότυπο λεύκωμα <<γυρίστε σελίδα, παρακαλώ>> και επίσης ένα λεύκωμα με γελοιογραφίες του που δημοσιεύθηκαν σε διάφορα ευρωπαϊκά έντυπα και στο περιοδικό <<Αντί>>. Έζησε για χρόνια στη Γερμανία και όταν επέστρεψε στην Ελλάδα έκανε πολιτικές γελοιογραφίες στην εφημερίδα <<Παρόν>> και ασχολήθηκε με την εικονογράφηση παιδικών βιβλίων. Ακόμη δημοσίευσε και μια σειρά κόμικ με θέμα τους μεγάλους εξερευνητές και εφευρέτες στο ένθετο <<Ερευνητές>> της <<Καθημερινής>>. Ο Δήμος Σκουλάκης (Dimos) συνέχισε να κάνει γελοιογραφίες μέχρι την δεκαετία του 80 στον <<Ταχυδρόμο>> και στην <<Εξόρμηση>> , ενώ παράλληλα διακρίθηκε στην ζωγραφική, την οποία υπηρετεί με επιτυχία ως τα σήμερα. Τα σκίτσα του, τα οποία διέκρινε η σταθερότητα της γραμμής, απέφευγαν τα πολλά λόγια και ήσαν οξείς επικριτές του κατεστημένου. Ο Δημήτρης Σταματάκης πέθανε νωρίς πολύ νέος. Πρόλαβε να εκδώσει ένα μικρό λεύκωμα με γελοιογραφίες μαύρου χιούμορ. Η σχολή του <<Αντί>>: Το ντουέτο Ιωάννου, Καλαϊτζής Η ομάδα των γελοιογράφων του περιοδικού «ΑΝΤΙ» εμφανίζεται ορμητικά μετά την μεταπολίτευση και εγκαινιάζει, όπως έχει δηλώσει και ο Γιάννης Καλαϊτζής σε συνέντευξή του στο περιοδικό «Βαβέλ», την νέα ελληνική γελοιογραφία, κατ’ αντιστοιχία με τον νέο ελληνικό κινηματογράφο. Στην ομάδα αυτή πρωτοστατούν ο Γιάννης Ιωάννου και ο Γιάννης Καλαϊτζής. Και οι δυο δίνουν βάθος πεδίου στα σκίτσα τους, σχεδόν ποτέ δεν κάνουν γελοιογραφίες χωρίς λόγια, κάθε άλλο μάλιστα. Κάνουν γελοιογραφίες και κόμικ με ξέφρενους ρυθμούς, ο μεν Καλαϊτζής είναι περισσότερο υπερβατικός, το χιούμορ του εγγίζει την σφαίρα του παραλόγου, ο δε Ιωάννου είναι πιο προσγειωμένος. Όχι μόνο στο πνεύμα των γελοιογραφιών τους, αλλά ακόμη και στην γραμμή του σχεδίου τους. Ο Ιωάννου δημιούργησε σχολή και πολλοί νέοι γελοιογράφοι έκτοτε επηρεάστηκαν και από το σκίτσο του και από τις ιδέες του. Εκτός από το «Αντί» δημοσίευσε στο «Ποντίκι» για να καταλήξει στο «ΕΘΝΟΣ». Έχει εκδώσει ολόκληρη σειρά από γελοιογραφικά λευκώματα. Ο Καλαϊτζής συνεχίζει στην «Ελευθεροτυπία», ενώ ενδιαμέσως έχει εκδώσει τρία βιβλία με κόμικ : «Τσιγγάνικη ορχήστρα» , «Μαύρο είδωλο της Αφροδίτης» και «Τυφών». Αυτό το τελευταίο ο κριτικός της λογοτεχνίας Δ.Κούρτροβικ το συγκαταλέγει στη λογοτεχνική σοδειά του 1997 μαζί με την «Μικρά Αγγλία>> της Ιωάννας Καρυστιάνη και την «Συκοφαντία του αίματος» του Βασίλη Μπούτου.(Εφημ.ΝΕΑ). Οι άλλοι Στο «Αντί» στα τέλη της δεκαετίας του ’70 δημοσιεύουν επίσης σκίτσα και οι Γήσης Παπαγεωργίου , Γρηγόρης (Εμμανουήλ). Ο Παπαγεωργίου ειδικεύεται κυρίως στα γελοιογραφικά πορτραίτα με τα οποία συνέχισε αργότερα στην «Ελευθεροτυπία». Με δική του επιμέλεια εκδόθηκε από τις εκδόσεις ΑΣΤΡΑΙΑ ο τόμος : ΕΛΛΗΝΕΣ ΓΕΛΟΙΟΓΡΑΦΟΙ του 20ου αιώνα 1901- 1999. Ενας άλλος σκιτσογράφος που δημοσιεύει στο «Αντί» μετά την μεταπολίτευση και κρατά επιμελώς την ανωνυμία του – μία φορά υπογράφει ένα σκίτσο με τη λέξη <<Ανώνυμος>> - είναι ο Δ.Κρανιώτης. Τα σκίτσα του Κρανιώτη, προπομποί των σκίτσων του Δημήτρη Χαντζόπουλου, που κάνει κι αυτός τα πρώτα του βήματα από το περιοδικό «Αντί», είναι ανθρωπάκια χωρίς χέρια που σχεδιάζονται μόνο με το περίγραμμα τους με μονοκονδυλιές και συνομιλούν σαν να έχουν μέσα τους ταινίες μαγνητοφώνου. Ο Δημήτρης Χαντζόπουλος, ο οποίος κάνει την εμφάνισή του στο «Αντί» το 1980 και συνεχίζει μέχρι σήμερα στα «ΝΕΑ» σχεδιάζει επίπεδα ανθρωπάκια με παχιές γραμμές και μονοκονδυλιές. Ο Χαντζόπουλος εισάγει έναν εξόχως εγκεφαλικό τρόπο στην παρουσίαση των χιουμοριστικών του θεμάτων. Προσωποποιεί εν αφθονία τα αντικείμενα και τα σκίτσα του βρίθουν από ανατροπές πραγματολογικές και εννοιολογικές. Στα περισσότερα εμφιλοχωρεί το στοιχείο της έκπληξης, ένα είδος ξαφνίσματος το οποίο περισσότερο εντυπωσιάζει παρά δημιουργεί γελαστική διάθεση. Χρησιμοποιεί ακόμη εν πολλοίς τα λογοπαίγνια. Την δεκαετία του ’80 δημοσιεύουν σκίτσα στο «Αντί» και οι: Γ.Σ. (Γιώργος Σεργάκης), Νίκος Σιδέρης – δημοσίευσε γελοιογραφίες και στην εφημερίδα <<ΝΕΑ>> , αλλά πέθανε νεώτατος- , Γ.Ματορίκος, Σόνια Μητραλιά, Ιοσίφ κ.ά. Ίσως στο «Αντί» (τ.258, 13/4/1984) να έχει δημοσιευτεί και η πλέον πρωτότυπη ελληνική γελοιογραφία. Την σκιτσάρουν και την υπογράφουν δύο γελοιογράφοι: ο Γ.Σ.(Γ. Σεργάκης) και ο Δ. Χαντζόπουλος. Στις αρχές της δεκαετίας του ’80 δημοσιεύονται στο «Αντί» γελοιογραφίες του Γ.Ματορίκου και αργότερα από το 1990 γελοιογραφούν οι Γ.Φιλδισάκος και Χ.Παπανίκος. Την δεκαετία του 1990 και μέχρι τα σήμερα εμφανίζονται από τις σελίδες του περιοδικού οι γελοιογράφοι: Κώστας Κουφογιώργος, Ανδρέας Πετρουλάκης και Τάσος Αναστασίου. Και οι τρεις δημοσιεύουν πολιτικές γελοιογραφίες με μακροσκελείς, συνήθως, διαλόγους. Ο Αναστασίου τελευταίως κάνει γελοιογραφίες και στα <<ΝΕΑ>>, ο Πετρουλάκης στην <<Καθημερινή>> , ο Κουφογιώργος στην <<Εποχή>>. Η ιστορία, αν ποτέ γραφτεί… Σήμερα, η σχολή της γενιάς του <<Ταχυδρόμου>> τείνει να ξεπεραστεί, χωρίς να μπορεί να αποφανθεί κανείς ότι τούτο είναι και θετικό βήμα προόδου. Υπάρχει η τάση της πλημμυρίδας του σκίτσου από φούσκες και φουσκίτσες με λόγια και διαλόγους. Ούτε τα έξυπνα πολιτικά βέλη της σχολής του «Αντί» εκτοξεύονται. Πολλές φορές δεν χρειάζεται να κοιτάξει κανείς το σκίτσο – αν τούτο φαίνεται – για να εννοήσει την γελοιογραφία, τα λόγια υποκαθιστούν τη οποιαδήποτε γελαστικότητα του θέματος. Υπάρχει κι εδώ η επίδραση του Altan, του Volinski ή του Plantu. Η ιστορία, αν ποτέ γραφτεί κάποια τεκμηριωμένη ιστορία της ελληνικής γελοιογραφίας, θα δείξει. Δημοσιεύθηκε στον τόμο ΜΔ’ ΕΠΤΑ ΗΜΕΡΕΣ της εφημερίδας «Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» με τίτλο: ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΕΛΟΙΟΓΡΑΦΙΑ , ΔΥΟ ΑΙΩΝΕΣ ΣΑΤΙΡΑΣ. Από εδώ
×
×
  • Δημιουργία νέου...

Σημαντικές πληροφορίες

Χρησιμοποιώντας αυτή τη σελίδα, αποδέχεστε τις Όρους χρήσης μας.