Jump to content

Search the Community

Showing results for tags 'Ταχυδρόμος'.

  • Search By Tags

    Type tags separated by commas.
  • Search By Author

Content Type


Forums

  • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΝΕΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΝΕΑ
  • ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ
    • ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ
    • ΤΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙ
  • ΧΑΛΑΡΩΜΑ
    • ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ
    • ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΡΙΟ
    • ΤΟ ΠΑΖΑΡΙ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Διάφορα
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Ντόναλντ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Super Μίκυ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Κόμιξ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μίκυ Μάους
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μπλα μπλα
  • VINTAGE's Συζήτηση
  • VIDEO GAMES's Γεν. Συζήτηση για Video Games

Blogs

  • Valt's blog
  • Dr Paingiver's blog
  • GCF about comics
  • Vet in madness
  • Θέμα ελεύθερο
  • Film
  • Comics, Drugs and Brocc 'n' roll
  • I don't know karate, but i know ka-razy!
  • Γερμανίκεια
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • Κομικσόκοσμος
  • The Unstable Geek
  • Σκόρπιες Σκέψεις
  • Dhampyr Diaries
  • Περί ανέμων και υδάτων

Find results in...

Find results that contain...


Date Created

  • Start

    End


Last Updated

  • Start

    End


Filter by number of...

Joined

  • Start

    End


Group


Member Title


MSN


Website URL


Yahoo


Skype


City


Profession


Interests

Found 6 results

  1. Kατεβαίνεις το ημιυπόγειο στο Κουκάκι, και ένας κόσμος σού φανερώνεται. Οι χαρακτήρες του γελοιογράφου και εικαστικού Γιάννη Λογοθέτη - και του εγγονού του Χριστόφορου - είναι γνώριμοι, είναι σχεδόν ταυτοτικό το ύφος του, γνωστό από τα έντυπα δεκαετιών, την τηλεόραση, τον δρόμο που χάραξε ο αιρετικός και πάντα γελαστός καλλιτέχνης που περνάει τη μισή ημέρα του εδώ στο ημιυπόγειο που περιγράφουμε και που περικλείεται ο δικός του κόσμος. Ο γνωστός και ως ΛοΓό βέβαια, έχει και μια άλλη πλευρά, εξίσου σημαντική, είναι στιχουργός τα τελευταία 40 και παραπάνω χρόνια περίπου 400 δισκογραφημένων τραγουδιών, ορισμένων τεράστιων επιτυχιών όπως το «Έτσι είναι ζωή» ή το «Άσπρα, κόκκινα, κίτρινα, μπλε» με τη Μοσχολιού και βέβαια ένας εκ των εισηγητών του λεγόμενου χιουμοριστικού τραγουδιού, με σουξέ όπως «Το σκυλάκι το κανίς» ή τον γνωστό κύκλο τραγουδιών «Γελοιογραφίες» με τον Θέμη Ανδρεάδη. Ο ΛοΓό, από το εργαστήριό του, θυμάται μια εποχή, μας διαβάζει το κείμενο που είχε γράψει για τον δίσκο του «Τραγούδια με νόημα» ο μέγας Μποστ, αναλύει τις δικές του θέσεις για το ελληνικό τραγούδι και τη γελοιογραφία και περιγράφει τη διαδρομή του στην τέχνη και τη δημοσιογραφία (για πολλά χρόνια ο ΛοΓό εργάστηκε στα «ΝΕΑ» και τον «Ταχυδρόμο» του ΔΟΛ). Καθόμαστε και απαγγέλλει τραγούδι του για το πάλαι ποτέ καφέ μπαρ Φελλός στο Κουκάκι, στέκι πολλών. Σας θυμάμαι από τον Φελλό στην οδό Δράκου. Μαζευόμασταν εκεί πολλοί: Κατσιμίχας, Γιώργος Σαρρής, Θαλασσινός, Θανάσης Συλιβός. Αναρωτιέμαι παρατηρώντας πως έχετε κάνει τραγούδι ένα στέκι σας, λογική σας στα τραγούδια είναι η ζωή σας; Θα σου πω. Από πολύ μικρός έκανα σκίτσα και έγραφα τραγούδια. Τα βιβλία μου στην τσάντα μου μέσα στα περιθώρια είχαν σκίτσα. Είχα και ραδιόφωνο και ήμουν κολλημένος. Άρα πάντα θυμάστε να ζωγραφίζετε και να ακούτε τραγούδια. Να ακούω ελληνικά και ξένα για την ακρίβεια. Μου άρεσαν ορισμένοι που ακούω και σήμερα: Ντιν Μάρτιν, Πέρι Κόμο, Νατ Κινγκ Κόουλ, Ρενάτο Καροζόνε. Στα «Τραγούδια με νόημα» σε ένα τραγούδι του Ρενάτο έχω βάλει ελληνικά λόγια και το λέει ο Γκιωνάκης. Πώς προκύψαν τα σκίτσα; Έμενα σε μια αυλή με 5-6 οικογένειες. Περιοχή; Ταμπούρια στον Πειραιά. Κάθε εβδομάδα κάθε οικογένεια έπαιρνε το περιοδικό «Ρομάντσο» και γύρναγε σε όλους! Εγώ κόλλησα στα σκίτσα. Ποιοι ήταν τότε; Αρχέλαος, Χριστοδούλου, Πολενάκης, Παυλίδης. Κάποια στιγμή ρώτησα ένα παιδί στη γειτονιά μου που έκανε σκίτσα, τον Σταματάκη, πώς γίνονται αυτά. «Με σινική μελάνη. Να τα κάνεις μοντέρνα» μου είπε. Κατάλαβα πως έπρεπε να κάνω τα παπούτσια με κρεπ, κάτι τέτοιο. Μέχρι που πήρα μέρος σε μια έκθεση στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, και ήλθε ο Γ. Π. Σαββίδης με τη γυναίκα του και την Ειρήνη Παπά και μόλις έφτασε στα δικά μου του άρεσαν πολύ, περίπου αρχές του '60. Έτσι μπήκατε στον «Ταχυδρόμο»; Ο Γ. Π. Σαββίδης ήταν τότε διευθυντής. Ναι! Όλοι θέλανε να βάλουν κάτι στον «Ταχυδρόμο», τότε. Μου άρεσε τόσο πολύ το περιβάλλον της Χρήστου Λαδά που πήγαινα χωρίς να κάνω τίποτε. Ποιους θυμάστε; Σκαλιώρας, Ζενάκος, Κώστας Μητρόπουλος, η Βαφία, μια γλύπτρια. Ένα πολύ ωραίο περιβάλλον. Και; Μου δώσανε ένα μυθιστόρημα να το εικονογραφήσω, έβλεπα τον Αργυράκη να εικονογραφεί, τον Μυταρά. Από ένστικτο τα έκανα όλα αυτά, σε συνέχειες, το διάβαζα κι έβρισκα εικόνες, σκέφτηκα οι εικόνες να είναι κομμένες από μαύρο χαρτί και κολλημένες σε φόντο λευκό και μου έβγαιναν τόσο ωραία. Στον «Ταχυδρόμο» έμεινα κάνα δυο χρόνια και μετά έφυγα έξω γιατί έγινε η χούντα. Λέτε συχνά πως στενοχωρηθήκατε πολύ με τη χούντα. Πολύ. Από πιτσιρίκος φοβόμουν αυτούς που φόραγαν στολές, γι' αυτό ο Ανδρέας Παπανδρέου το '81 μού έκανε ένα δώρο μεγάλο που δεν φοβόμουν πλέον τους αστυνομικούς. Μόλις έγινε χούντα τι κάνατε; Ήμουν παντρεμένος κατ' αρχάς. Υπήρχε μια δημοσιογράφος, η Γιολάντα Τερέντσιο, η οποία είχε φίλο έναν γελοιογράφο στο Λονδίνο που λεγόταν Λέσλι Ίλιγουορθ και δούλευε στην «Daily Mail». Ήταν διάσημος, είχε και εκπομπή με έναν άλλο διάσημο γελοιογράφο, τον Βίκι, το παίζανε «αριστερός - δεξιός». Με έστειλε σε αυτόν να με βοηθήσει. Πού μένατε; Πήγα και τον βρήκα, χάρηκε πολύ. Μας πήγαινε σε μπαρ και έλεγε «οι Έλληνές μου». Αυτός είχε μια σοφίτα στη Φλιτ Στριτ. Μας την έδωσε. Μετά πήγαμε Παρίσι και τελικά γυρίσαμε Αθήνα. Μετά; Κάνω διάφορες δουλειές. Η γυναίκα μου είναι γραφίστρια και εργαζόταν στον Χάρη Πάτση, μέχρι που έκανα τα πρώτα μου τραγούδια και πήρα και λεφτά. Πώς γνωρίσατε τον Δήμο Μούτση; Είχα πάει σε ένα μαγαζί στην Πλάκα, στην Παλιά Αθήνα, να βρω κάποιον και γνωριστήκαμε. Εν τω μεταξύ είχε κάνει ο Μποστ κάτι τραγούδια. Μου λέει ο Μούτσης να κάνουμε κάτι τέτοιο, ήταν τότε με την κόρη του Βουσβούνη που είχε πάρει τον Γαλαξία της Βλάχου. Πήγαινα εκεί σπίτι τους και φτιάχναμε τραγούδια. Καθόταν αυτός στο πιάνο και στο τέλος βγήκε το «Χαράματα με το πρώτο λεωφορείο» που είπε ο Μητσιάς. Αντί για τραγούδι σατιρικό, βγήκε δραματικό! Μπαίνω στο τραγούδι, μετά στην Κολούμπια γνωρίζομαι με τον Λουκιανό και κάνουμε σε μικρό δισκάκι το «Αχ Μαρία» και το «Κοίταξε να δεις». Και πουλάει 60.000 αντίτυπα! Μετά; Μετά ο Τ. Β. Λαμπρόπουλος με γνωρίζει με τον Χατζηνάσιο και κάνουμε το «Έχει ο Θεός», μεγάλο δίσκο. «Πάρε τον ηλεκτρικό», «Αν μ' αγαπάς φίλα σταυρό». Ενώ εκεί κάναμε μεγάλη επιτυχία, εγώ είχα στον νου μου πάντα το χιουμοριστικό τραγούδι. Το γελοιογραφικό όπως το λέω. Και πάω μια βραδιά σε μια μπουάτ στην Πλάκα και βλέπω έναν πιτσιρικά που τραγουδούσε: τον Θέμη Ανδρεάδη. Έκανε και κάτι πλάκες. Λέω ωραίος αυτός. Ξεκινήσαμε να κάνουμε τραγούδια, έβαλε κάτι μουσικούλες ο Θέμης, βγήκαν τα τραγούδια, ο δίσκος είναι οι «Γελοιογραφίες». Χαμός. Αφού όμως έπεσε η χούντα, ήταν κομμένος ο δίσκος και ο Θέμης επί χούντας. Μετά μου λέγανε οι κοπέλες στην Κολούμπια πως εκεί πέρα είχε τόσο πολλή δουλειά, που ξενυχτούσαν για να φακελώνουν δίσκους, εποχή που είχε ουρές για Μίκη. Αυτός ο δίσκος χάλαγε τον κόσμο. Είχαμε κάνει και μερικοί γελοιογράφοι μια έκθεση στου Μπαχαριάν. Χαμός, ουρές, ο κόσμος είχε ανάγκη τότε. Στα έντυπα πώς μπαίνετε; Είχαμε πάει διακοπές, κάπου στην Εύβοια, δεν είχα δουλειά τότε. Πήγαινα και έπαιρνα από την ΑΕΠΙ κάτι προκαταβολές, στη Σπυρίδωνος Τρικούπη για τα τραγούδια μου, ένα μικρό μαγαζί. Με ψάχνει τότε ο Ροδόλφος Μορώνης και άλλοι. Τον είχε βάλει ο Φιλιππόπουλος και με γυρίζουν πίσω για να πάω στην «Ελευθεροτυπία», τέτοια ευκαιρία δεν χάνεται, σκέφτηκα! Πόσο μείνατε; Οκτώ χρόνια δούλεψα, μετά έφυγε από κει ο Φιλιππόπουλος και με πήρε στο «Έθνος». Στις «Εικόνες» είχα δικό μου δισέλιδο. Μετά πήγα, στα κυριακάτικα «ΝΕΑ», με διευθυντή τον Λυκούργο Κομίνη. Μετά στα καθημερινά «ΝΕΑ», μετά ξανά στο «Έθνος», με φωνάξανε στα «ΝΕΑ» γιατί μια γελοιογραφία μου την είχε πάρει η «Monde» και είχε κάνει ένα σχόλιο, τι συμβαίνει στην Ελλάδα. Μετά πήγα στη «Νίκη», μέσω Δημήτρη Μαρούδα. Και με μισθό μεγαλύτερο από το «Έθνος». Τι άλλο θυμάστε από τις εφημερίδες; Στην «Ελευθεροτυπία» δεν μου είπε ποτέ κανείς τίποτε. Μια φορά σε μια σύσκεψή της, ένας αρχισυντάκτης, πετάγεται και λέει: «Νομίζεις πως σε πληρώνουμε γι' αυτή την κουτσουλιά που κάνεις; Σε πληρώνουμε για την υπογραφή σου». Και τσαντίζομαι και κάνω ένα τετράγωνο την άλλη μέρα με μια υπογραφή μου μέσα. Τίποτε άλλο. Και μπήκε. Δουλεύατε με χαρακτήρες στη γελοιογραφία τότε ή γενικά με επικαιρότητα; Είχα χαρακτήρες. Μερικά χρόνια είχα τα Φτωχαδάκια. Μερικά από αυτά γίνανε τραγούδια, το «Πεινιάου», με τον Μαργαρίτη. Ένα τύπος με μπαλώματα, όπως είναι τώρα οι φτωχοί, πάντα πεινάω έλεγε. Και μια γάτα δίπλα σκελετωμένη έλεγε κι αυτή: Πεινιάου. Το λέμε παρέα με τον Μαργαρίτη. Έκανα και εικονογραφήσεις. Αλλά δεν ήθελα να βάλω πρόσωπα, π.χ. τον Μητσοτάκη ή τον Ανδρέα. Το έκανα λίγο, αλλά μου φαινόταν φτηνό. Οι μεγάλοι τότε; Ο Μητρόπουλος, ο Κυρ, ο Μποστ μοναδικός. Τον αγαπούσατε. Ήμασταν φίλοι, έμενε εδώ, στη γωνία (σ.σ.: Ακρόπολη), όταν παντρεύτηκα νοικιάσαμε ένα σπίτι πολύ κοντά στον Μποστ. Είχα βγει στο τραγούδι, είχα κάνει καλές αρπαχτές σε περιοδεία. Ήμουν και στη Νεράιδα, ένα καλοκαίρι. Εγώ τα έλεγα κι έκλεινα το πρώτο μέρος. Μετά έβγαινε ο Κόκοτας, ο Διονυσίου. Φτιάξατε ένα ρεύμα δικό σας. Δεν επαναλήφθηκε. Βαρέθηκα το ξενύχτι. Έγινε ρεύμα, όλες οι εταιρείες πήγαν να μιμηθούν, ο μόνος που έκανε κάτι ήταν ο Μηλιώκας. Αυτά που έκανα εγώ τα δούλευα τριάντα χρόνια με γελοιογραφίες. Μια λεζάντα σε γελοιογραφία μπορείς να την αλλάξεις δέκα φορές για να πετύχει, για να έχει ενδιαφέρον ως λεζάντα. Το ίδιο πράγμα είναι το τραγούδι. Δηλαδή; Δεν είναι παιχνίδι των λέξεων. Όπως είχε πει ο Σακελλάριος το ποίημα πρέπει να είναι ακαταλαβίστικο, αλλιώς είναι τσιφτετέλι. Το τραγούδι έχει μια αρχιτεκτονική, μια ιστορία απλή, να έχει ένα θέμα που να είναι ευρηματικό, να έχει ρεφρέν ή μια φράση, αυτό είναι το τραγούδι, αλλιώς είναι ιστορία, όπως έκανε ο Σαββόπουλος, με τον Κοεμτζή. Το τραγούδι είναι Σακελλάριος. Επηρεαστήκατε από κάποιον; Αγαπούσα, δεν τους ήξερα, εμένα μου άρεσε το ελληνικό τραγούδι, αυτά που άκουγα ήταν δεκαετίας '50 - '60. Τσιτσάνης, Μητσάκης κ.τ.λ. Στιχουργούς; Δεν τους ήξερα άλλα μετά που έμαθα ξεχώρισα ορισμένους. Όπως ο Χρήστος Κολοκοτρώνης, η Παπαγιαννοπούλου, ο Τσάντας, ο Βίρβος που ήταν φίλος μου. Δεν μου αρέσουν αυτοί που φτιάχνουν πολλά πράγματα μέσα σε ένα. Γράφουν πολύ ωραία, βέβαια, ορισμένοι. Πολύ ωραίος ήταν ο Ρασούλης. Τον γνώρισα όταν δούλευα στην «Αυγή» κι αυτός στη «Δημοκρατική Αλλαγή». Σήμερα υπάρχει χιουμοριστικό τραγούδι; Π.χ. ο Παντελής Αμπαζής μού έρχεται στο μυαλό. Ναι, υπάρχει. Όχι ακριβώς τέτοιο, υπάρχει ο Φοίβος Δεληβοριάς. Ένα άλλο παιδί είναι ο Βαγγέλης Χατζηγιάννης. Τώρα σκέφτηκαν να βγάλουν ξανά ορισμένα δικά μου που δεν πολυακούστηκαν. Οι λόγοι υπάρχουν για να γραφτεί; Πάντα υπάρχουν λόγοι. Να υπάρχουν τραγούδια που να σε ανεβάζουν. Αλλά τα ραδιόφωνα παίζουν δυστυχία. Ο Κηλαηδόνης μού άρεσε πολύ, και είχε κάποια σχέση με αυτά που λέμε. Σαν θέματα. Πόσα έχετε γράφει; Που έχουν κυκλοφορήσει; Τετρακόσια. Σας έχει τραγουδήσει η Μοσχολιού, ο Μητσιάς, αυτά μείνανε. Μα έχουν μείνει και τα άλλα. Κάτι παιδιά από την Κρήτη έχουν διασκευάσει την «Πεθερά». Και αρέσει σε πολύ κόσμο. Θυμάστε πως γράψατε ένα τραγούδι σας; Μοιάζετε συχνά να περνάτε εκεί καθημερινά γεγονότα σας. Τη «Λούλα». Ήταν μια πολύ όμορφη κοπέλα στην Πλατεία Δεξαμενής. Δούλευα στην «Ελευθεροτυπία» και ανέβαινα από Κολοκοτρώνη προς Κολωνάκι όπου έμενα τότε. Και αυτή έπινε με κάτι φίλους της μπίρες. Ήξερε πως γράφω: «Καλέ κύριε Γιάννη, για μένα δεν θα γράψεις;». Πήγα ένα βράδυ στο σπίτι, κάθισα σε μια πολυθρόνα. Απέναντι είχε ένα μπουκάλι με λίγο ουίσκι, θυμήθηκα αυτή την κοπέλα. Τούλα τη λέγανε μα δεν μου άρεσε το όνομα. Γράφω. Θυμήθηκα στη γειτονιά μου μια κοπέλα που τη λέγανε Λούλα, και ήταν ωραίο. Το «Άσπρα, κόκκινα, κίτρινα»; Ήταν αφίσα που διαφήμιζε τσιγάρα του Παπαστράτου με καραβάκια! Πάντα παρατηρούσατε γύρω σας; Έτσι κι αλλιώς! Καθόμουν και έβλεπα ανθρώπους κι έλεγα από μέσα μου: αυτόν πρέπει να τον λένε έτσι και να κάνει αυτή τη δουλειά. Η καθημερινότητά σας; Έρχομαι εδώ, στο εργαστήριο. Κάτι δουλεύω. Μετά αφού έχω βαρεθεί ανεβαίνω στον πεζόδρομο της Ακρόπολης, πάω προς Αποστόλου Παύλου, μετά Μοναστηράκι, σε φίλους που έχουν σχέση με μουσική, πάω στην κεντρική αγορά, περπατώ, δεν έχω αμάξι. Παίρνω κάναν γαύρο και γυρνάω σπίτι. Από την Πλάκα. Βγάζετε κάτι τώρα; Τώρα βγαίνει ένα βιβλίο με τα τραγουδάκια μου όλα. Και αυτά που δεν έχουν κυκλοφορήσει. Μυστικό της έμπνευσης; Πήγαινα προς την εφημερίδα και δεν είχα τίποτε να σχεδιάσω. Κι έβλεπα κάτι και εμπνεόμουν. Στίχους πώς γράφατε; Βρίσκω τις δύο πρώτες αράδες που μου αρέσουν και έχω βρει και τη μουσική. Σε αυτές τις διαδρομές που κάνω δουλεύω αυτό το τραγούδι. Όλα έχουν μια αρχή. Το «Έτσι είναι η ζωή»; Δραματικό πάντως τραγούδι... Ναι είναι. Υπάρχει μέσα μια φράση που την έλεγε η μάνα μου. Κάντε ένα σχόλιο για την πολιτική σήμερα... Πιστεύω ότι ο χειρότερος γελοιογράφος είναι πιο έξυπνος από τον καλύτερο πολιτικό για αυτό ψηφίζω γελοιογράφους. Και το σχετικό link...
  2. Ο αξιαγάπητος ΚΥΡιος Κυριακόπουλος Μια ανοιχτόκαρδη κουβέντα με τον πιο αγαπητό Έλληνα γελοιογράφο Στο σπίτι παίρναμε «Τα Νέα» και την «Ελευθεροτυπία». Την «Ελευθεροτυπία» την άρπαζα πρώτος εγώ, την άπλωνα ωραία, στρωτά στο χαλί, να μη τσαλακώνεται, και τη διάβαζα, την ξεκοκάλιζα. Τα Σάββατα ιδιαίτερα, όταν είχα να απολαύσω τον ολοσέλιδο ΚΥΡ. Ένα σεντόνι με πανέξυπνο χιούμορ, με τα μικρά μίνιμαλ σχεδιασμένα ανθρωπάκια του που κυκλοφορούσαν στην Αθήνα με φόντο την Ακρόπολη, σε πάρκα, πλατείες, σπίτια, όλα ζωγραφισμένα ολοκάθαρα και απλά. Χωρίς σκιές και λεπτομέρειες. Μία ανθοστήλη εδώ, ένα λαμπατέρ εκεί. Ανθρωπάκια Έλληνες, απλός λαός, με τα ολοστρόγγυλα ορθάνοιχτα μάτια τους, σαν να απορούν μονίμως με όλα όσα συμβαίνουν. Μίνιμαλ και οι ατάκες τους. Μια φράση που χτύπαγε στόχο και πυροδοτούσε το γέλιο της έκπληξης, της ευχαρίστησης, της γλυκιάς εκδίκησης προς το κατεστημένο – έτσι όπως το καυτηρίαζε ο ΚΥΡ. ΚΥΡ, Γιάννης Κυριακόπουλος. Ο χαμογελαστός κύριος που εμφανιζόταν πάντα στις φωτογραφίες φορώντας τα γυαλιά του και κρατώντας την πίπα του. Δημοφιλής και αποδεκτός παντού γιατί η σάτιρά του ήταν πάντα έξυπνη και διακριτική, δαιμόνια αληθινή χωρίς να γίνεται χυδαία ή άγαρμπη. Τα σκίτσα του καταγράφουν καθημερινά την ελληνική πραγματικότητα εδώ και 50τόσα χρόνια. Μια καθημερινή συνήθεια που, στο τέλος της κάθε χρονιάς, έρχεται πακέτο σε ένα λεύκωμα όπου είναι συγκεντρωμένα όλα τα σκίτσα. Κλασική παράδοση χριστουγεννιάτικου, και πάντα ευπρόσδεκτου, δώρου: σου πήρα το λεύκωμα του ΚΥΡ. Το φετινό λεύκωμα που ετοιμάζει πυρετωδώς για τις εκδόσεις Διόπτρα, έχει τίτλο «Πρώτη φορά πουθενά». Ο ΚΥΡ δεν εμφανίζεται πια σε καμιά εφημερίδα, το χαρτί έδωσε τη θέση του στα πίξελς. Σήμερα, ο ΚΥΡ έρχεται ηλεκτρονικά στο email μας καθημερινά, χαρίζοντάς μας την πιο χαμογελαστή καλημέρα. Η πρόσβαση του κόσμου μέσω internet είναι πολύ μεγαλύτερη, τον εκπλήσσει και τον ίδιο πόσοι είναι συνδρομητές -δωρεάν- στην ιστοσελίδα του. Συνεχίζει να καταγράφει την ελληνική σύγχρονη ιστορία, το χιούμορ του είναι αειθαλές και αστραπιαίο, η πίπα μόνο αντικαταστάθηκε από ένα ηλεκτρονικό τσιγάρο και στη συλλογή του πρόσθεσε άλλη μία αναγνώριση δίπλα στα διεθνή βραβεία: πριν λίγες μέρες, στο Προεδρικό Μέγαρο, ο ΚΥΡ βραβεύτηκε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας κ. Παυλόπουλο με το παράσημο του Χρυσού Σταυρού του Τάγματος του Φοίνικος. Τιμή που απονέμεται σε Έλληνες πολίτες που υπερέχουν στις τέχνες και τη λογοτεχνία, την επιστήμη, τη δημόσια διαχείριση, τη ναυτιλία, το εμπόριο και τη βιομηχανία. Μπροστά σε αυτή την επισημότητα, ο ΚΥΡ παρέμεινε ο ίδιος, αγαπημένος μας γελοιογράφος: έκανε δώρο στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ένα σκίτσο που γράφει «Στο τέλος, σε φιλική ατμόσφαιρα, ο ΚΥΡ είπε στον Πρόεδρο… “Δεν είναι οξύμωρο, σε μια χώρα ανέργων, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, να λέγεται ΠΡΟΚΟΠΗΣ;…”» Ο κύριος Κυριακόπουλος ζει σε ένα περιβάλλον γεμάτο αγάπη. Έχει αποκτήσει το πρώτο του εγγόνι, «Γιάννης Κυριακόπουλος κι αυτός» λέει με τεράστιο χαμόγελο. Η σύντροφός του, η γνωστή δημοσιογράφος Εύη Κυριακοπούλου, είναι μία κομψή, ευγενική παρουσία που του υπενθυμίζει τρυφερά κάτι για τη συνέχεια της ημέρας και αποσύρεται. Ο κύριος Γιάννης κάθεται στο γραφείο με τα πενάκια του, τις λευκές κόλλες χαρτί και αραδιασμένα τα μικρά αξεσουάρ του σκιτσογράφου μπροστά του. Όλα είναι απλά, στρωτά και συντονισμένα στο πηγαίο του χιούμορ. Από πίσω του, η «πολυτιμότερη συλλογή του», όπως τη χαρακτηρίζει ο ίδιος: ένας ολόκληρος τοίχος γεμάτος από πορτρέτα του που του έχουν σχεδιάσει άλλοι διάσημοι σκιτσογράφοι, Έλληνες και ξένοι. «…Ο Μποστ… ο Καλαϊτζής… ο Αργυράκης… ο Ιωάννου… ο Αρχέλαος… ο Παυλίδης… ο Κώστας ο Μητρόπουλος… ο Αλέκος Φασιανός… ο Στάθης… αυτό είναι του Plantu από τη Le Monde… κι εκεί στην άκρη το πιο πολύτιμο, του Wolinski που σκοτώσανε στο Παρίσι…». Όλοι αγαπούν τον ΚΥΡ. Αλλά κατά κάποιο τρόπο, μοιάζει σαν να τον βρήκαμε έτσι, έτοιμο, έναν αιώνια φρέσκο, χιουμορίστα φίλο. Πώς ήταν πριν; Του ζητάω να πάμε πίσω, στα παιδικά, νεανικά του χρόνια... «Η ζωή μου άρχισε από τη Νέα Σμύρνη. Είμαι παιδί προσφύγων της Μικράς Ασίας. Την προσφυγιά δεν τη γνώρισα, αλλά όλη μου η παρέα, όλη η γειτονιά ζούσαμε με σκηνικό τον εμφύλιο. Ο πατέρας μου ήταν εργολάβος, έφτιαχνε σπίτια και όλοι οι πατριώτες τα έδιναν σε αυτόν να τους τα φτιάξει. Καλά ζούσαμε, δεν είχα παράπονο. Πήγα σε σχολεία της Νέας Σμύρνης και μετά σε ιδιωτικό Γυμνάσιο. Εκεί βγάζαμε και ένα περιοδικό όπου άρχισα για πρώτη φορά να κάνω γελοιογραφίες. Μάλιστα σε μια-δυο σατίριζα και ένα συμμαθητή μας που έκανε το διαιτητή σε αγώνες μπάσκετ. Σύμπτωση, αυτόν το φίλο μου τον ξανασατίρισα μετά από χρόνια, όταν έγινε υπουργός Παιδείας – ήταν ο Πέτρος ο Μώραλης του Πασόκ. Κατά τα άλλα, στην τάξη πάντα ήμουν έτοιμος να πετάξω καλαμπούρια. Καλός μαθητής δεν ήμουνα. Δεν θα μπορούσα να μπω ούτε στο Πανεπιστήμιο ούτε στο Πολυτεχνείο. Το μόνο άριστα το είχα στα τεχνικά. Κι έτσι στράφηκα σε μία άλλη μορφή τέχνης, ήθελα κάτι μεταξύ διαφήμισης, γραφικών τεχνών, διακόσμησης… κάτι τέτοιο. Κι έτσι πήγα στη Σχολή Καλών Τεχνών της Ιταλίας. Τα πρωινά μου ήταν ολίγον τι ακαδημαϊκά αλλά τα βράδια φοιτούσα σε νυχτερινή σχολή όπου μάθαινα γραφικές τέχνες, κάναμε αφίσες, κεραμική και λοιπά. Μου άρεσε πιο πολύ αυτό. Αλλά και πάλι δεν είχα βρει το στίγμα μου, το χώρο μου. Κάποια μέρα έτυχε να πάω στην Αμερικάνικη Βιβλιοθήκη στη Ρώμη και καθώς έψαχνα τα διάφορα βιβλία, τράβηξα ένα που ήτανε του Αμερικάνου Ρουμανοεβραίου Στέινμπεργκ. Και άρχισαν να χτυπάνε οι καμπάνες! Έμπνευση! Γύρισα θυμάμαι στο δωμάτιό μου και αμέσως άρχισα να σχεδιάζω. Τα είδε μία συμμαθήτριά μου Ιταλίδα και μου πρότεινε να τα πάω σε ένα χιουμοριστικό περιοδικό που κυκλοφορούσε τότε, το «Il Travaso». Ήταν αντίστοιχο του εγγλέζικου Punch. Δεν ήταν πολιτικά σκίτσα, είχαν κοινωνικό χιούμορ. Πήγα, τους αρέσανε, κράτησαν ένα σεβαστό αριθμό και μου έδωσαν κι ένα χαρτί για να πάω να πληρωθώ στο ταμείο. (Γελάει) Ένιωσα για πρώτη φορά ότι κάτι είχα κάνει. Μάλιστα με αυτά τα λεφτά, μάζεψα κάτι φίλους μου Έλληνες και Ιταλούς και τους έκανα το τραπέζι σε μία πιτσερία». Στην Ιταλία, εκείνη την περίοδο, υπήρχε έντονα ένα μεγάλο αριστερό κίνημα. Πώς ήταν η δική σας ζωή εκεί σε ένα τέτοιο φοιτητικό σκηνικό; Η αλήθεια είναι ότι τότε, το Partito Comunista Italiano ήταν μεγάλη υπόθεση. Είχε 8 εκατομμύρια μέλη με ταυτότητες. Τόσα δεν είχε ούτε η Σοβιετική Ένωση. Στο Τορίνο όπου ήταν όλες οι αυτοκινητοβιομηχανίες, η Φίατ, η Λάντσια, η Άλφα Ρομέο και είχε πολλή εργατιά, θυμάμαι μία Πρωτομαγιά η παρέλαση κρατούσε χιλιόμετρα, είχε κοκκινίσει το σύμπαν. Σαν φοιτητικό κίνημα, όμως, μέσα στη Σχολή Καλών Τεχνών δεν το αισθάνθηκα. Άλλωστε είχα ζήσει και έναν εμφύλιο, δεν ήθελα να ξαναμπαίνω σε διχασμούς. Στη σχολή δεν είχαμε αριστερούς - δεξιούς ίσως γιατί τα τρία πέμπτα εκεί ήταν κοπέλες, υπήρχε μεγαλύτερη προσήλωση στην τέχνη παρά σε άλλα. Σαν νέος ήσασταν άτακτος; Σε ένα μεγάλο μέρος της παιδικής μου ηλικίας πήγαινα στα Κατηχητικά. Τότε με την παρέα για να έχουμε ένα γήπεδο, μία λέσχη, έπρεπε να μαζευόμαστε στα Κατηχητικά ή στους προσκόπους. Δεν υπήρχε τίποτα άλλο. Ακόμα και για να γίνεις αθλητής, να γραφτείς ας πούμε στον Πανιώνιο, χρειαζόταν ειδική άδεια από το Υπουργείο Παιδείας. Αλλά μισούσα τις στολές. Γι’ αυτό πήγα Κατηχητικό, εκεί ήταν η περισσότερη παρέα. Αν με ρωτήσεις τώρα αν έχω μετανιώσει, ναι υπήρξαν κάποια πράγματα για τα οποία έχω μετανιώσει αλλά περνούσαμε και ωραία. Κατασκηνώσεις, μαζί όλη η παρέα... …Έτσι λοιπόν, στα φοιτητικά χρόνια μου είχα αρχίσει και έδινα σκίτσα. Κάποια μέρα λαμβάνω από την Αθήνα ένα επείγον πακετάκι, ήταν το περιοδικό «Ταχυδρόμος» που έβγαζε τότε ο Οργανισμός Λαμπράκη με διευθυντή τον Γιώργο Σαββίδη. Στο περιοδικό υπήρχε ένα δισέλιδο που έγραφε «Ποιος είναι ο Κυριακόπουλος;» και είχε όλα μου τα σκίτσα που είχα δημοσιεύσει στο ιταλικό περιοδικό. Σε εκείνα τα σκίτσα υπέγραφα ως «Κύργια» και στο τελευταίο άλφα έβαζα μία ελληνική σημαία. Στη Ρώμη τότε ήταν και η Ροζίτα Σώκου λεχώνα, με τον άντρα της τον Ιταλό, μόλις είχε γεννηθεί η κόρη τους. Με ρωτάει λοιπόν, τι έχεις σκοπό να κάνεις; Θα πας στην Αθήνα; Αν πας θα σου γράψω ένα γράμμα για τη φίλη μου την Ελένη Βλάχου. Να πας να τη δεις. Μια μέρα, αφού είχα γυρίσει στην Ελλάδα, είχα το γράμμα στην τσέπη μου και περνούσα από την Πλατεία Καρύτση, εκεί που ήταν ο «Ταχυδρόμος». Λέω, δεν πάω επάνω να ευχαριστήσω αυτούς τους ανθρώπους που μου κάνανε αυτό το αφιέρωμα; Ανεβαίνω, ζητάω τον κύριο Σαββίδη, περνάω μέσα και τον βλέπω όρθιο, με ένα χαμόγελο μεγάλο, να με χαιρετάει και να μου λέει καθίστε, φωνάζει και τον Κώστα τον Μητρόπουλο, τα έχασα εγώ με αυτή την υποδοχή. Με συγκίνησε. Μου λέει, εμείς κάθε Σάββατο που βγαίνουμε, αφιερώνουμε δύο σελίδες στο χιούμορ και θέλουμε ελληνικές υπογραφές. Ό,τι έχετε να μας το φέρνετε κι εμείς θα το δημοσιεύουμε. Άρχισα έτσι συνεργασία και ταυτόχρονα πήγα και στην Ελένη Βλάχου που με σύστησε στο διευθυντή των «Εικόνων», Τάκη Λαμπρία, και άρχισα να στέλνω και σε αυτούς σκίτσα· μου κάνανε ειδικά δισέλιδα. Ακόμα και όταν πήγα στο στρατό μπορούσα και τους έστελνα συνεργασίες. Ήμουν έφεδρος αξιωματικός του Μηχανικού στο Κιλκίς και έμενα έξω σε δικό μου δωμάτιο. Είχα μαζί τα σύνεργά μου, σκιτσάριζα σε χαρτάκια, τα έβαζα σε φάκελο και τα ταχυδρομούσα. Μετά από καιρό, μια εβδομάδα αφού είχα πάρει το απολυτήριό μου, παίρνω ένα τηλεφώνημα από τον Τάκη Λαμπρία και μου λέει, κύριε Κυριακόπουλε, η Ελένη Βλάχου ετοιμάζει εφημερίδα, τη «Μεσημβρινή». Εσύ μέχρι τώρα κάνεις χιούμορ αλλά εμείς θέλουμε πολιτικό σκίτσο. Κάνε μία δοκιμή και φέρε μας. Το πάλεψα, δεν με δυσκόλεψε και πολύ η μεταφορά από το ένα είδος στο άλλο. Τους αρέσανε. Όταν κάνω ένα σκίτσο, βάζω έναν στόχο και γυρίζω γύρω από αυτόν, βρίσκω μια ιδέα, προσπαθώ, ξαναπροσπαθώ. Εάν δεν πετύχω αυτό που θέλω, τσακ, πετάγομαι σε άλλο στόχο, παρόμοιου γεγονότος ή περιεχομένου. Μέχρι να το βρω. Κι έτσι, κυκλοφόρησε το φύλλο της «Μεσημβρινής», ανοίγω να δω τα σκίτσα και βλέπω υπογραφή: «του ΚΥΡ». Εκεί είδα για πρώτη φορά τη λέξη ΚΥΡ. Η Ελένη Βλάχου ήθελε να μπει έτσι το όνομα. Έγινε επίσημα η νονά μου. Κι από εκεί σιγά σιγά προχωρήσαμε… περιοδικά, εφημερίδες, εκθέσεις… Η καθαρή γραμμή που έχετε χαρακτήριζε πάντα τα σκίτσα σας; Ναι, πάντα μου άρεσε το μίνιμαλ. Ήμουνα πιο πολύ της γαλλικής σχολής και όχι της αγγλικής. Καθαρή γραμμή, όχι πολλές φιοριτούρες. Οι Εγγλέζοι, για παράδειγμα, φτιάχνουν έναν άνθρωπο που κάθεται σε ένα γραφείο μιλώντας σε έναν άλλο και λέει το αστείο, κι από πίσω κάνουν τη βιβλιοθήκη, τα αμπαζούρ, το ένα, το άλλο… Εγώ μπορεί να βάλω μια ανθοστήλη μόνο. Κι αυτό για να γεμίσει το σκίτσο, δηλαδή. Να ζυγίζω την εικόνα. Έχετε κάποια tips, κάποια στάνταρντς που ακολουθείτε στην έμπνευσή σας; Αποφεύγω να σκιτσάρω πολιτικά πρόσωπα. Μία στα χίλια θα χρειαστεί να βάλω τον Σαμαρά ή τον Καραμανλή ή τον Τσίπρα. Εγώ θέλω να σχολιάζουν το γεγονός απλοί άνθρωποι. Οι αναγνώστες. Αυτή είναι η αρχή μου. Ο απλός λαός. Άνθρωποι όλων των κατηγοριών. Δυο συνταξιούχοι που τους καίει το θέμα, η γιαγιά με το κλασικό τσεμπέρι, ο τύπος με την τραγιάσκα ο επαρχιώτης, ο κουλτουριάρης με τα γυαλιά, ο πιτσιρικάς, ο πατέρας κ.λπ. Και τους βάζω να μιλάνε στο καφενείο, σε ένα παγκάκι, στην κρεβατοκάμαρα ένας να κουβεντιάζει με τη γυναίκα του... Φροντίζω να είμαι πάντα πολύ καλά ενημερωμένος, δημοσιογραφικά. Διαβάζω δύο εφημερίδες, ει δυνατόν μία της δεξιάς και μία της altera parte, βλέπω τις ειδήσεις στο ίντερνετ, ακούω ραδιόφωνο και μεγάλος μου τροφοδότης πληροφοριών είναι η γυναίκα μου που έρχεται απ’ έξω: «ξέρεις, στο κομμωτήριο όλες οι γυναίκες ήταν έξω φρενών με αυτό.. αυτό… κ.λπ.». Ή ερχόντουσαν τα πιτσιρίκια μου: «Μπαμπά, ξέρεις, όλοι συζητάγανε που ακρίβυνε η βενζίνη ξέρω ’γω…». Πιο πολύ ποντάρω στο τι καίει τον κόσμο ώστε εγώ να πάρω το παράπονό του και να το ρίξω στα μούτρα της εξουσίας. Και επειδή το λένε λαϊκοί άνθρωποι στο σκίτσο μου, αμέσως ο αναγνώστης ευχαριστιέται. Για έμπνευση από τις ειδήσεις, παλιά, είχαμε τις εφημερίδες γιατί ήταν το μόνο μέσον που δεν ήταν κρατικό. Το ραδιόφωνο ήταν κρατικό, τηλεόραση δεν υπήρχε… Ο κόσμος έπαιρνε πολύ τις εφημερίδες τότε. Την υπερ-προσφορά για σάτιρα που υπάρχει στις μέρες μας πώς την αντιμετωπίζετε; Πολλές φορές με ρωτάνε: Κι αν δεν έχεις κάποια φορά ιδέα; Τους λέω, τι λέτε τώρα; Ώσπου να στεγνώσει το μελάνι, έχουνε βγει τρεις νέες ιδέες. Κι αυτό που λέω πάντα: αν ζούσα στη Φινλανδία θα ήμουνα στο ταμείο ανεργίας. Η Ελλάδα είναι ο παράδεισος του γελοιογράφου. Οι γελοιογράφοι είναι η μόνη τάξη η οποία από την πολιτική έχει πριμοδοτηθεί. Έχετε πει ότι το πολιτικό σκίτσο υπάρχει κατ’ εξοχήν στην εφημερίδα. Αυτό πώς το βλέπετε σήμερα με την κυριαρχία του ίντερνετ; Παλιότερα υπήρχε το ερώτημα, αν βουλιάξει ο τύπος θα βουλιάξει και η γελοιογραφία; Σωστό ερώτημα. Γιατί η γελοιογραφία είναι το μόνο πράγμα που θέλει μία σχετική απόσταση από το μάτι. (Δείχνει με το χέρι του την απόσταση ανάγνωσης μίας εφημερίδας). Μου λέγανε παλιότερα, γιατί δεν τα κάνεις τα σκίτσα σου καρτούν για την τηλεόραση; Όχι. Γιατί εκεί είναι μακριά. Ο άλλος το σκίτσο το θέλει «εκεί», για να δει τη γραμμή. Αυτό που πέτυχε ο υπολογιστής, το ίντερνετ. Σήμερα, μόνο η «Καθημερινή» και τα «Νέα» έχουν συναδέλφους και πολύ καλούς μάλιστα… Όταν άρχισαν να κλείνουν οι εφημερίδες ή δεν βγαίνανε για να έχουν συνεργάτες, ο γιος μου επέμενε πολύ στο ίντερνετ. Ευτυχώς, το παιδί. Κυρίως ήθελα να κάνω καθημερινά ένα σκίτσο για να τα έχω για αυτή την παράδοση που κρατάω, του ημερολογίου στο τέλος της χρονιάς. Το να τα κάνω και να τα βάζω στο συρτάρι για το τέλος της χρονιάς, δεν έχει νόημα. Η γελοιογραφία γίνεται για να τη δούνε. Έτσι αποφάσισα να τη δημοσιεύω στη σελίδα μου στο ίντερνετ, αυτό άρχισε να διαδίδεται και έφτασα σήμερα να έχω 22 και 24 χιλιάδες χτυπήματα καθημερινά. Σημαντικό είναι ότι παίρνω μηνύματα. Ειδικά τώρα που βραβεύτηκα πήρα ένα ολόκληρο πάκο από email. Ήταν συγκινητικό, δεν το περίμενα. Μου γράφανε, ξέρεις, σημασία δεν έχει τόσο το βραβείο που πήρες όσο το χαμόγελο που δίνεις καθημερινά στον κόσμο την ώρα που ξεκινάμε τη μέρα. Είναι πιο επικοινωνιακό από τις εφημερίδες γιατί εδώ ξέρεις ότι πατάει το κουμπί ειδικά για σένα και μόνο. Εδώ τώρα έχω επισκεψιμότητα όσο τα «Νέα» και η «Καθημερινή» μαζί. Ευτυχώς, έπεσαν και μερικές διαφημίσεις. Ήμουν λίγο αυστηρός στις επιλογές μου στην αρχή, δεν ήθελα να βάζω κάτι πιτσερίες κλπ. Ήθελα να είναι σαν μπουτίκ (γελάει). Το διαχειρίζομαι μόνος μου το site, δεν είναι τίποτα σπουδαίο. Είναι 5-6 πελάτες στους οποίους κάθε δυο μήνες στέλνω εγώ το τιμολόγιο κι αυτοί βάζουν στο λογαριασμό μου τα χρήματα. Δεν έχω ούτε να τρέξω, ούτε να κάνω κανένα λογιστικό κατόρθωμα. Έτσι βγήκε και ο τίτλος του νέου άλμπουμ «Πρώτη φορά πουθενά». Βλέπεις, έχει γίνει έθιμο πλέον αυτό το ημερολόγιο. Κάποτε ο Γιάννης Βαρβιτσιώτης, πολύ αξιόλογος άνθρωπος, μου είχε πει ότι αυτά τα ημερολόγια είναι σαν να βλέπεις την ιστορία της νεότερης Ελλάδας χιουμοριστικά. Θέλεις να δεις τι έγινε το 1998; Παίρνεις το ημερολόγιο εκείνης της χρονιάς και το βλέπεις. Μερικές φορές βλέποντας παλιά ημερολόγια, αναρωτιέμαι – τι ήθελα να πω εδώ; Ήτανε γεγονότα που είχανε συμβεί τότε. Έχει δημιουργηθεί ένα συγκεκριμένο κοινό που το περιμένει και το παίρνει. Ποια θεωρείτε ότι ήταν η καλύτερη περίοδος για την πολιτική γελοιογραφία; Για μένα η καλύτερη περίοδος ήταν της «Ελευθεροτυπίας». Ο τότε ιδιοκτήτης της, ο Τεγόπουλος και ο Φυντανίδης, λαμπρός διευθυντής της, ήταν της άποψης: βάλτε ό,τι θέλετε, αρκεί να το υπογράψετε. Βρίστε και την «Ελευθεροτυπία» αρκεί να το υπογράψετε. Μην το αφήσετε σαν να είναι άποψη της εφημερίδας. Ήταν ωραία στάση αυτή. Για να πω την αλήθεια, την περίοδο στην αρχή της «Μεσημβρινής», δεξιάς εφημερίδας, πώς να το κάνουμε, δεν μπορούσα να βρίσω ούτε το βασιλιά, ούτε το παλάτι, ούτε τον Κωνσταντίνο Καραμανλή τον μεγάλο… Η χειρότερη περίοδός μου ήταν της χούντας. Έκλεισε η εφημερίδα που εργαζόμουνα. Τότε ο Λαμπρίας πήρε άδεια και άνοιξε τις «Εικόνες». Εκεί εγώ έκανα ένα κόμικ, τον Τρωικό Πόλεμο. Πώς μου ήρθε τώρα εμένα και έκανα ότι η Ιθάκη ήταν η κατεχομένη υπό των μνηστήρων χώρα και περίμενε τον Οδυσσέα να έρθει να την ελευθερώσει. Ε λοιπόν εκεί μέσα πέρναγα τέρατα. Είχα κάνει την Ιθάκη, το νησί, βάζοντας μία ταμπέλα επάνω: «Ιθάκη Ιθακησίων Ειδωλολατρών». Τελικά το μυρίστηκαν από τη χούντα και μου απαγορέψανε να εργάζομαι. Ό,τι σκίτσο έστελνα μου το επέστρεφαν με μία κόκκινη μολυβιά. Είχε αντίκτυπο και στο βιοπορισμό μου. Ευτυχώς που δεν ήμουνα παντρεμένος, να έχω πολλά έξοδα. Ήταν δύσκολη περίοδος. Ζούσα με τη μητέρα μου, είχαμε κάποιο εισόδημα, είχα κι εγώ κάτι στην άκρη… Δεν μπορώ να πω ότι υπέφερα. Εκείνη τη εποχή έβγαζε η Ελένη Βλάχου το «Hellenic Review» στο Λονδίνο. Άρχισα να της στέλνω αντιστασιακά σκίτσα με ψευδώνυμο, Μακ Πάπα. Όλοι νόμιζαν ότι είμαι ένα σκωτσέζος σκιτσογράφος. Τελικά το Μακ Πάπα (γελάει) ήταν τα αρχικά των συνταγματαρχών: Μακαρέζος, Παπαδόπουλος, Πατακός. Προσπαθούσα να είναι λίγο διαφορετική η τεχνική των σκίτσων. Μετά την απελευθέρωση, έγινε μία έκθεση εναντίον του φασισμού στο Άλσος Κηφισιάς. Μεταξύ των άλλων υπήρχε και ένα περίπτερο με το τι είχε δημοσιεύσει ο ξένος τύπος για τη χούντα. Εκεί είχε και τα σκίτσα του Σκωτσέζου Μακ Πάπα. Εγώ ήμουν σε άλλο περίπτερο, πιο δίπλα. Τη λογοκρισία και την αυτολογοκρισία πώς την έχετε διαχειριστεί; Πολλές φορές λέμε ότι δεν πρέπει να υπάρχει αυτολογοκρισία. Όχι, έχω μία αυτολογοκρισία. Ας πούμε για μερικά από τα σκίτσα του «Charlie Hebdo» έχω αντίρρηση. Έκαναν τώρα τις γελοιογραφίες με τους σεισμούς της Ιταλίας στην Αματρίτσε, τα σπαγγέτι α λα Αματριτσάνα κι αντί για ντομάτα είχανε τα αίματα… Δεν θέλω να σατιρίζω πράγματα τα οποία ο άλλος σέβεται. Γιατί να σατιρίσω εγώ τον Μωάμεθ; Πάγματα πάνω από την πολιτική; Ο άλλος προσεύχεται σε αυτά κάθε μέρα, γιατί να τα θίξω; Άλλο: μου αρέσουν πολύ τα σόκιν, όταν στηρίζονται πάνω σε μία λεπτή γραμμή. Λίγο να κλίνεις προς τη μία, γίνεσαι χυδαίος. Αν πας προσεκτικά, έχεις εκατό τοις εκατό επιτυχία. Πώς αντιμετωπίζετε τον τρόπο που αντιδράει πια ο κόσμος απέναντι σε ό,τι δεν συμφωνεί; Παράδειγμα ο Αρκάς ο οποίος τελευταία κάνει μία οξεία πολιτική σάτιρα... Δεν συμφωνώ, δεν συμφωνώ με αυτά που του λένε! Ο Αρκάς είναι μεγάλος και δεν θέλω καμία κουβέντα εναντίον του. Η αλήθεια είναι ότι τώρα μπήκε στον χώρο της πολιτικής ο Αρκάς. Μπορώ να πω, με μεγάλη επιτυχία. Έχει έναν ωραίο τρόπο σκέψης. Μου έχει κάνει και δύο πολύ ωραία σκίτσα…» (Δείχνει τον τοίχο με τα σκίτσα του) Φαντάζομαι, θα έχετε κάποιο τεράστιο αρχείο. Κάποια στιγμή δεν θα πρέπει να το αξιοποιήσετε; Αυτά τα πράγματα είναι σαν την τυρόπιτα. Τρώγονται ζεστά. Τι νόημα έχει τώρα μία γελοιογραφία με τον Αντρέα Παπανδρέου ή με τον Γέρο Παπανδρέου;… Αδημοσίευτα σκίτσα όχι, δεν έχω. Τι θα πει αυτό. Ή θα δημοσιευτεί ή θα σκιστεί. Η Ελένη Βλάχου έλεγε ότι η γελοιογραφία είναι κάτι που δεν μπορώ να το διορθώσω. Σε ένα δημοσιογραφικό κείμενο μπορώ και διορθώνω, σβήνω μια γραμμούλα, μία φράση… στο σκίτσο δεν μπορώ να το κάνω. Θυμάμαι και το άλλο που είχε πει, το είπα μάλιστα και στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας: Δείξτε μου τα σκίτσα μίας χώρας και θα σας πω τι πολίτευμα έχει. Στην Ελλάδα υπάρχει ένα τιμ από καμιά δεκαριά γελοιογράφους που είναι πάρα πολύ αξιόλογοι. Συγκρίνοντάς τους με τους ξένους, αν τα πράγματα ήταν διαφορετικά, γιατί ποιος ενδιαφέρεται τώρα τι είπε ο Φίλης και τι είπε ο Κατρούγκαλος, αν όμως αυτή η δεκάδα των γελοιογράφων ήταν μέσα στα τεκταινόμενα της κεντρικής Ευρώπης ή της Αμερικής θα ήταν πρώτα ονόματα. Υπάρχει πολλή οξυδέρκεια στο μυαλό των ελλήνων γελοιογράφων. Πολλοί μπερδεύουνε το σκιτσογράφο με το γελοιογράφο. Κάποιος που κάνει ένα ωραίο σκίτσο νομίζει ότι είναι και γελοιογράφος. Δεν είναι. Η ιδέα μετράει και η συχνότητα που το κάνεις. Ο Κώστας Μητρόπουλος είναι 91 ετών και κάθε μέρα κάνει αυτό που βλέπεις στα «Νέα». Αντίθετα έχει εκλείψει εκείνη η παλιά γελοιογραφία που έβλεπες σε οικογενειακά περιοδικά όπως το «Ρομάντσο», τα κλασικά αστεία με την πεθερά, με τον μεθυσμένο που γύριζε αργά κ.λπ. Αυτό το είδος σάτιρας πέρασε στην τηλεόραση σε χυδαία μορφή. Στεναχωριέμαι που χάνονται τα έντυπα. Εγώ αν δεν διαβάσω τις δύο μου εφημερίδες τη μέρα, δεν αισθάνομαι ότι ενημερώνομαι. Θέλω να πιάσω χαρτί στα χέρια μου. Ένας γάλλος διευθυντής εφημερίδας είχε πει στον Φυντανίδη «κάποτε θα υπάρξουν μόνο δύο εφημερίδες σε όλες τις χώρες: μια πολύ σοβαρή και μία πολύ λαϊκή». Όταν είσαστε σκοτεινός πώς είσαστε; Όταν δεν πάνε καλά τα πράγματα, όταν έχετε μια κακοθυμία;… Απλά δεν υπάρχει παραγωγικότητα. Ίσως γιατί χρειάζεσαι να ξεδώσεις λίγο. Επειδή η δική μου δουλειά δεν έχει άλλα κεφάλαια, δεν είμαι οδοντίατρος να έχω μηχανήματα, δεν έχω γραμματέα, είμαι μόνο εγώ και ένα άσπρο χαρτί. Όλο το κεφάλαιο της δουλειάς μου είναι να μην είμαι κακόκεφος. Η γυναίκα μου και τα παιδιά μου το ξέρουν και αποφεύγουν να έρθουμε σε μία δύσκολη κατάσταση (γελάει). Είναι το επάγγελμα του μπαμπά, ας μην του το κλείσουμε το μαγαζί. Κι εγώ προσπαθώ όσο μπορώ να είμαι καλοδιάθετος. Η καθημερινότητά σας; Πώς είναι; Ξυπνάω κατά τις 10, ενημερώνομαι πάρα πολύ καλά μιάμισι-δύο ώρες. Δεν είχα ποτέ μου ωράριο, εκτός αν μου το επέβαλλε η εφημερίδα. Αλλά πάντα είχα αυτό το όριο – ότι μέχρι τις 6 πρέπει να έχει έρθει το σκίτσο γιατί πάμε για τύπωμα. Ενημερώνομαι, και το απόγευμα εκτελώ το σκίτσο. Το βραδάκι ή θα βγούμε με καμιά παρέα και κυρίως με τον Διονύση Σαββόπουλο, που είμαστε πολύ φίλοι. Όπως επίσης και με τον Μάκη Μάτσα, τον Μετζικώφ, τον γλύπτη τον Βαρώτσο… Είμαστε μια παρεούλα. Ή θα βγούμε, ή θα κάτσω με τη γυναικούλα μου να πιούμε ένα κρασάκι στην τηλεόραση να δούμε καμιά ταινία, ανάβουμε και το τζάκι μας… Τώρα έχουμε και το εγγόνι που έρχεται κάθε Κυριακή και Δευτέρα και το βλέπουμε. Πρώτο εγγόνι: Γιάννης Κυριακόπουλος (γελάει). Την Αθήνα κατά καιρούς την έχετε παρουσιάσει στα σκίτσα σας και την έχετε σατιρίσει. Ποια είναι η δικιά σας Αθήνα; Ποια σημεία της αγαπάτε και ποια όχι; Εάν εσένα η μάνα σου ζει στη Θεσσαλονίκη και έχει βγει πουτάνα, δεν πας τακτικά στη Θεσσαλονίκη (γελάει και σοβαρεύει)… Δεν κατεβαίνω τακτικά στην Αθήνα. Μετά από πολλά χρόνια στη Νέα Σμύρνη ήρθαμε εδώ στη Φιλοθέη. Πάντα το όνειρο με τη γυναίκα μου, επειδή ήμασταν παιδιά των πολυκατοικιών, ήταν λίγο ένας κηπάκος, λίγο πράσινο και ησυχία. Πουλήσαμε κάποια πατρικά, πήραμε αυτό εδώ το σπίτι και είμαστε σε μία ωραία ησυχία. Όσες φορές χρειάστηκε να κατέβω από ανάγκη στην Αθήνα με ενοχλούσε πολύ η εικόνα με τους ζητιάνους, με κατέθλιβε. Ήταν σαν να ακούω τη μάνα μου από την Κατοχή που μου έλεγε για τον κόσμο που ζητούσε να φάει γιατί πείναγε. Όποτε κατεβαίνω, πληγώνομαι. Πάντως η περιοχή που μου αρέσει πολύ είναι το Μοναστηράκι. Με την παρέα δεν έχουμε κάποιο συγκεκριμένο στέκι, πάμε σε διάφορα μέρη, σε σπίτια πολλές φορές αλλά και ό,τι προκύψει, από πολύ καλό έως κουτούκι. Info: Εάν θέλετε να λαβαίνετε κάθε πρωί ένα επίκαιρο σκίτσο του ΚΥΡ μπορείτε να μπείτε σε αυτό το site και γράψτε την ηλεκτρονική σας διεύθυνση: i-kyr.gr Πηγή Αφιέρωμα στον Κυρ
  3. Με αφορμή το άλμπουμ του Κώστα Μητρόπουλου 1960-2015 Τα καλύτερά μας χρόνια ο συγγραφέας του άρθρου κάνει μια πολύ ενδιαφέρουσα αναδρομή στην ελληνική γελοιογραφία (και ειδικά εκείνη στα αριστερά έντυπα) μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Στη συνέχεια όμως, είναι αρκετά επικριτικός σχετικά με την εν λόγω έκδοση. Ζητώ συγγνώμη για την ποιότητα των φωτοτυπιών, αλλά δυστυχώς αυτός που τις έβγαλε, προφανώς δεν ήξερε καλά τη δουλειά του. Η δεύτερη σελίδα είναι αρκετά στραβή, κάτι που έχει ως αποτέλεσμα να έχει φαγωθεί η αρχή κάθε σειράς στην πρώτη παράγραφο. Ακόμα κι έτσι, βέβαια, πιστεύω ότι η παράγραφος βγάζει νόημα. Δεσμεύομαι να τις ξαναανεβάσω με καλές φωτοτυπίες μέσα στο Σ/Κ. Αφιέρωμα στο γελοιογράφο.
  4. Το βιβλίο περιέχει 326 γελοιογραφίες, δημοσιευμένες στο περιοδικό ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ από τον Αύγουστο του 1960 έως τον Αύγουστο του 1964 που σχολιάζουν πολιτικά και κοινωνικά γεγονότα εκείνης της τετραετίας. Vaios Αφιέρωμα στον Κώστα Μητρόπουλο
  5. Το τέταρτο βιβλίο του Κώστα Μητρόπουλου απο τις εκδόσεις του Ταχυδρόμου το 1965, με τον τίτλο Ποτέ Πιά. Μέσα έχει 86 πολιτικές γελοιογραφίες δημοσιευμένες στο Βήμα και τον Ταχυδρόμο, με σχόλια και ημερομηνίες απο πάνω (όταν χρειάζεται), για να μπορέσουν και οι μεταγενέστερες γενιές να καταλάβουν, ποιο θέμα γελοιογραφεί. Βάζω την μικρή εισαγωγή απο το βιβλίο.. Ευχαριστούμε για το εξώφυλλο τον ramirez. Αφιέρωμα στον Κώστα Μητρόπουλο
  6. Η ΓΕΝΙΑ ΤΟΥ ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΥ ΚΑΙ Η ΣΧΟΛΗ ΤΟΥ ΑΝΤΙ Η εποχή του Δημητριάδη και του <<Θησαυρού>> Στην ελληνική μεταπολεμική γελοιογραφική σκηνή μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’50 κυριαρχούν οι πολιτικές γελοιογραφίες του Φωκ. Δημητριάδη και οι κοινωνικού περιεχομένου γελοιογραφίες που δημοσιεύονται στα λαϊκά περιοδικά, κυρίως στα περιοδικά <<Θησαυρός>> και <<Ρομάντζο>> . Είναι μια εποχή όπου ευδοκιμεί η εξωστρεφής γελοιογραφία. Τα θέματα πολιτικών και κοινωνικών γελοιογραφιών είναι κατ’ εξοχήν λαϊκότροπα, το χιούμορ που αποπνέουν εγγίζει περισσότερο την αισθητική του Καραγκιόζη, η λαϊκή σάτιρα εκφράζεται ποικιλοτρόπως με εμφανή και αισθητώς χοντροκομμένα συστατικά. Ακόμη και ο κορυφαίος Φ. Δημητριάδης δεν αποφεύγει τοιούτου είδους συστατικά, όπως είναι το παρδαλό κατσίκι, που συνοδεύει τις γελοιογραφίες του όταν σατιρίζει τον Κ.Τσαλδάρη ή η θρυλική – πάντως όχι αρκούντως πνευματώδης - κότα που συνοδεύει τον Κ.Τσάτσο. Άλλες εκφάνσεις αυτής της λαϊκίζουσας μορφής γελοιογραφίας είναι οι κοιλαράδες οπαδοί του κόμματος των βαρελοφρόνων, οι ευτραφείς διευθυντές που κρατούν στα γόνατά τους τις καλλίγραμμες γραμματείς, οι σύζυγοι που περιμένουν με τον κόπανο ανά χείρας τον μπερμπάντη σύζυγο, οι ερεθιστικές λουόμενες στις πλαζ, οι κακές πεθερές κλπ. Στα σκίτσα εκ του εξωτερικού που αναδημοσιεύονται στα ελληνικά περιοδικά επικρατούν ανάλογα θέματα με πρωταγωνιστές τους Γάλλους γελοιογράφους Albert Dubout, Peynet, Fortune κ.ά. Από τον Dubout φαίνεται να έχει επηρεαστεί, αρχικώς, ο Αρχέλαος, ο οποίος με τη σειρά του δημιούργησε σχολή με πλήθος γελοιογράφων να τον ακολουθούν. Ένας από εκείνους που, στα πρώτα σκίτσα του, είναι εμφανώς επηρεασμένος από τον Αρχέλαο είναι και ο Κ.Μητρόπουλος. Ο <<Ταχυδρόμος>> χτυπάει… Κάπου εκεί, στα τέλη της δεκαετίας του ’50 με αρχές της δεκαετίας του ’60, το περιοδικό <<Ο Ταχυδρόμος>> κάνει άνοιγμα προς τους Έλληνες γελοιογράφους και συγκεντρώνει μια πλειάδα ταλαντούχων δημιουργών, οι οποίοι δίνουν νέα τροπή στην ελληνική γελοιογραφία . Έχουν ήδη δημοσιευθεί σκίτσα του S.Steinberg, του ΒOSC και άλλων μοντέρνων ξένων γελοιογράφων, τα οποία κομίζουν μια νέα αίσθηση του χιούμορ προτείνοντας την αφαιρετικότητα στο σχέδιο και την απομάκρυνση από τον ακατάσχετο βερμπαλισμό και την χοντροκομμένη σάτιρα. ( Ο S. Steinberg , που πέθανε το 1999, ρουμάνικης καταγωγής, θεωρείται ο φιλόσοφος του γελοιογραφικού σκίτσου. Έλεγε ότι πρώτα έμαθε να σχεδιάζει και μετά να γράφει. Είναι παράξενο πόσο δραστικά η γελοιογραφία μπορεί να επηρεάσει τον τρόπο με τον οποίο ερχόμαστε σε επαφή με τον κόσμο, τον τρόπο με τον οποίο αντιδρούμε σε ποικίλες καταστάσεις. Από τις γελοιογραφίες εμποτιζόμαστε ανεπαισθήτως με μιαν άλλη αίσθηση για τη ζωή μέσα από το παιγνιώδες και συνάμα, πολλές φορές, διαβρωτικό χιούμορ που αυτές αποπνέουν.) Η τριπλέττα Κ.Μητρόπουλος, Μποστ, ΚΥΡ Στον Ταχυδρόμο ο Κ.Μητρόπουλος ενστερνίζεται τα διδάγματα της μοντέρνας γραφής των παραπάνω γελοιογράφων, αλλάζει ριζικά το στυλ του – οι γελοιογραφίες του που δημοσιεύονταν στην <<Αθλητική ηχώ>> πόρρω απέχουν από αυτές του Ταχυδρόμου - και δημιουργεί μια μεγάλη σειρά επιτυχημένων γελοιογραφιών έκτοτε, που έχουν δημοσιευθεί οι περισσότερες στις εφημερίδες <<Νέα>>, <<Βήμα>>, και στο περιοδικό <<Εποχές>>. Στον Ταχυδρόμο εμφανίζονται και δυο άλλοι ακόμη γελοιογράφοι που θα χαράξουν νέους δρόμους για την ελληνική γελοιογραφία. Ο Μποστ. (Μέντης Μποσταντζόγλου) και ο ΚΥΡ (Γιάννης Κυριακόπουλος). Ο πρώτος είναι ως τότε γνωστός σκιτσογράφος, έχει κάνει πλήθος εικονογραφήσεις και γελοιογραφίες επί σειρά ετών, αλλά μόλις το 1958 εικονογραφώντας τα <<Βιβλικά χαμόγελα>> και τις <<Σταυροφορίες>> του Νίκου Τσιφόρου, τολμά εκείνα τα ανορθόγραφα έμμετρα κείμενα, τα οποία συνοδεύουν τα «βυζαντινίζοντα» σκίτσα του. Η συνέχεια είναι καταιγιστική: <<Ταχυδρόμος>>, <<Ομάδα>>, <<Εκλογή>>, <<Αυγή>>, <<Αντί>> κ.α. γεμίζουν από τα ευφυή ευρήματά του και τα σκίτσα που τα συνοδεύουν. Ο Μποστ ανυψώνει την λαϊκή εικονογράφηση μέσω της γλώσσας χρησιμοποιώντας μια εφευρετική, χαριτωμένη, παιγνιώδη και ανορθόγραφη, αλλά βαθυστόχαστη, γραφή. Ο ΚΥΡ εισήγαγε τη γραμμή και το πνεύμα του Steinberg με χαρισματικό τρόπο στον χώρο της ελληνικής γελοιογραφίας. Δεν μιμείται, δεν αντιγράφει, απλώς μεταφέρει στα καθ’ ημάς με άφθονη δόση ταλέντου και ανεξάντλητη επινοητικότητα το νέο πνεύμα του γελοιογραφικού σκίτσου το οποίο ξεπερνά τα στενά τοπικά όρια και αποκτά παγκόσμια ισχύ. Στις γελοιογραφίες του ΚΥΡ υποβόσκει το στοιχείο εκείνο το οποίο δημιουργεί το ξάφνισμα και το, εν συνεχεία, ξέσπασμα του γέλιου ή την ιλαρότητα που δημιουργεί τούτο το ξάφνισμα. Ο ΚΥΡ είναι ο κατ’ εξοχήν ανατρεπτικός Έλληνας γελοιογράφος. Κλασσικές έχουν μείνει οι γελοιογραφίες <<μαύρου χιούμορ>>, τις οποίες έκανε στα πρώτα του βήματα στον <<Ταχυδρόμο>>. Και πάντοτε φαίνεται ότι γνωρίζει καλώς και τηρεί την αρχή πως κάνω χιούμορ σημαίνει κατά πρώτον ότι σατιρίζω τον εαυτό μου με οποιαδήποτε ιδιότητα κι αν τον θεωρώ – ως άνθρωπο, ως πολίτη, ως κάτοικο μιας χώρας κλπ. Σήμερα, ο ΚΥΡ έχει γίνει ένας θιασάρχης που διακινεί τον θίασό του από ανθρωπάκια – ένας Γαΐτης της γελοιογραφίας – τα οποία διαλέγονται και αποφθέγγονται με ευφρόσυνη διάθεση και έξυπνες ατάκες, αντικριστά το ένα με το άλλο σαν τις φιγούρες του Καραγκιόζη – ενός Καραγκιόζη όμως που υπερβαίνει τα όρια της απλοϊκής λαϊκής σάτιρας. Οι άλλοι του <<Ταχυδρόμου>> Ακολουθεί μια πλειάδα προικισμένων γελοιογράφων που δημοσιεύουν στον <<Ταχυδρόμο>> κομίζοντας έναν καινούργιο χιουμοριστικό άνεμο, ξεπερνώντας κατά πολύ το λαϊκίζον πνεύμα και απλοποιώντας τη γραμμή και τη μορφή του σκίτσου χωρίς τούτο να γίνεται λιγότερο γελαστικό. Στην ποιοτική αυτή άνθηση της ελληνικής γελοιογραφίας μέσω του <<Ταχυδρόμου>> μεγάλο ρόλο ασφαλώς έπαιξε και η συντακτική ομάδα του περιοδικού, εκείνοι δηλαδή που έκαναν την επιλογή τών προς δημοσίευση γελοιογραφιών, προφανώς άνθρωποι ευρείας αντιλήψεως που έχουν κατανοήσει την αξία και τη σημασία του χιούμορ. (Να σκεφτεί ακόμη κανείς ότι την εποχή εκείνη υπήρχαν εφημερίδες και περιοδικά τα οποία απέφευγαν τα σκίτσα ως να επρόκειτο για τατουάζ στο σώμα τους.) Στον <<Ταχυδρόμο>> βλέπουμε να δημοσιεύουν γελοιογραφίες (η σειρά είναι αλφαβητική) : η Βαφία Άννα , ο Καλαμάρας Αντώνης, ο Κυριακούλης Αντώνης, ο Κυριτσόπουλος Αλέξης, ο Λογοθέτης Γιάννης (ΛΟΓΟ), ο Μαρουλάκης Νίκος, ο Παναγιωτάκης Γιώργος, ο Παπαναγόπουλος Παν. , ο Σκουλάκης Δήμος (Dimos), ο Σταματάκης Δημήτρης, ο Τσέλιος και άλλοι. Εδώ, πρέπει να αναφερθεί και ο Γιάννης Καλαϊτζής, ο οποίος έκανε μερικά σκίτσα και στον <<Ταχυδρόμο>>, είχε όμως ουσιαστικά ξεκινήσει την γελοιογραφική του καριέρα από την <<Πανσπουδαστική>> και δημοσίευε γελοιογραφίες στην <<Αυγή>>, στη <<Δημοκρατική Αλλαγή>> και στο περιοδικό <<Δρόμοι Ειρήνης>>. Ο Καλαϊτζής έγινε ο συνδετικός κρίκος μεταξύ των γελοιογράφων του <<Ταχυδρόμου>> και εκείνων που ξεκίνησαν από το <<Αντί>>. (Καίτοι δεν υπάρχουν σαφή διαχωριστικά όρια θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει ότι η πλειοψηφία των γελοιογράφων του <<Ταχυδρόμου>> ακολουθεί την κοινωνική ή την κοινωνικοπολική καλούμενη γελοιογραφία ενώ η συντριπτική πλειοψηφία των γελοιογράφων του <<Αντί>> δημιουργεί σαφώς πολιτικές γελοιογραφίες.) Η Άννα Βαφία με την εξόχως λεπταίσθητη γραμμή της και το εξίσου λεπτό χιούμορ εξαφανίστηκε από το προσκήνιο. Ο Αντώνης Καλαμάρας δεν υπάρχει στη ζωή, έδωσε όμως πολλαπλά δείγματα μιας ιδιαίτερα χαρακτηριστικής γραμμής στο σκίτσο του και δημοσίευσε πάντοτε επιτυχημένες και γελαστικές γελοιογραφίες. Έκανε πολλές γελοιογραφίες κοινωνικού περιεχομένου σε άλμπουμ και περιοδικά και επίσης πολλές πολιτικές στις εφημερίδες <<Μεσημβρινή>>, <<Ελευθεροτυπία>>, <<Εξόρμηση>> και <<Καθημερινή>>. Ο Αντώνης Κυριακούλης εγκατέλειψε σχεδόν την γελοιογραφία και διακρίθηκε σε άλλους παραπλήσιους εικαστικούς τομείς , όπως είναι η σκηνογραφία κ.ά. Ο Αλέξης Κυριτσόπουλος μπορεί να πει κανείς ότι στο σκίτσο πλησίασε περισσότερο την απλοποιημένη γραμμή του James Thurber, έκανε αρκετές έξυπνες αφαιρετικές γελοιογραφίες χωρίς λόγια και, αργότερα, ασχολήθηκε με την ζωγραφική και την εικονογράφηση (εξώφυλλα βιβλίων της <<Εστίας>>, δίσκων του Σαββόπουλου) . Ο Γιάννης Λογοθέτης (ΛΟΓΟ) δημοσίευσε σκίτσα με υπεραπλουστευμένη γραμμή – φαίνονται και σ’ αυτόν οι αντιλήψεις περί σκίτσου του S.Steinberg. Στο σκίτσο του ΛΟΓΟ όμως οι οξείες γωνίες αντικαθίστανται από καμπύλες και καθώς περνά ο καιρός, συνεχώς πλησιάζει να συγγενεύει με τον Sine παρά με τον Steinberg. Ακόμη οι φιγούρες του ΛΟΓΟ θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ότι είναι οι καλλιεργημένοι απόγονοι εκείνων του Σταμ. Πολενάκη. Ο Νίκος Μαρουλάκης δημοσίευσε πολλές γελοιογραφίες κοινωνικού περιεχομένου κατά προτίμηση χωρίς λόγια. Η γραμμή του είναι λιτή, αλλά σε όλες τις γελοιογραφίες του περισσεύει το υψηλού επιπέδου χιούμορ. Δημοσίευσε το πρωτότυπο λεύκωμα <<γυρίστε σελίδα, παρακαλώ>> και επίσης ένα λεύκωμα με γελοιογραφίες του που δημοσιεύθηκαν σε διάφορα ευρωπαϊκά έντυπα και στο περιοδικό <<Αντί>>. Έζησε για χρόνια στη Γερμανία και όταν επέστρεψε στην Ελλάδα έκανε πολιτικές γελοιογραφίες στην εφημερίδα <<Παρόν>> και ασχολήθηκε με την εικονογράφηση παιδικών βιβλίων. Ακόμη δημοσίευσε και μια σειρά κόμικ με θέμα τους μεγάλους εξερευνητές και εφευρέτες στο ένθετο <<Ερευνητές>> της <<Καθημερινής>>. Ο Δήμος Σκουλάκης (Dimos) συνέχισε να κάνει γελοιογραφίες μέχρι την δεκαετία του 80 στον <<Ταχυδρόμο>> και στην <<Εξόρμηση>> , ενώ παράλληλα διακρίθηκε στην ζωγραφική, την οποία υπηρετεί με επιτυχία ως τα σήμερα. Τα σκίτσα του, τα οποία διέκρινε η σταθερότητα της γραμμής, απέφευγαν τα πολλά λόγια και ήσαν οξείς επικριτές του κατεστημένου. Ο Δημήτρης Σταματάκης πέθανε νωρίς πολύ νέος. Πρόλαβε να εκδώσει ένα μικρό λεύκωμα με γελοιογραφίες μαύρου χιούμορ. Η σχολή του <<Αντί>>: Το ντουέτο Ιωάννου, Καλαϊτζής Η ομάδα των γελοιογράφων του περιοδικού «ΑΝΤΙ» εμφανίζεται ορμητικά μετά την μεταπολίτευση και εγκαινιάζει, όπως έχει δηλώσει και ο Γιάννης Καλαϊτζής σε συνέντευξή του στο περιοδικό «Βαβέλ», την νέα ελληνική γελοιογραφία, κατ’ αντιστοιχία με τον νέο ελληνικό κινηματογράφο. Στην ομάδα αυτή πρωτοστατούν ο Γιάννης Ιωάννου και ο Γιάννης Καλαϊτζής. Και οι δυο δίνουν βάθος πεδίου στα σκίτσα τους, σχεδόν ποτέ δεν κάνουν γελοιογραφίες χωρίς λόγια, κάθε άλλο μάλιστα. Κάνουν γελοιογραφίες και κόμικ με ξέφρενους ρυθμούς, ο μεν Καλαϊτζής είναι περισσότερο υπερβατικός, το χιούμορ του εγγίζει την σφαίρα του παραλόγου, ο δε Ιωάννου είναι πιο προσγειωμένος. Όχι μόνο στο πνεύμα των γελοιογραφιών τους, αλλά ακόμη και στην γραμμή του σχεδίου τους. Ο Ιωάννου δημιούργησε σχολή και πολλοί νέοι γελοιογράφοι έκτοτε επηρεάστηκαν και από το σκίτσο του και από τις ιδέες του. Εκτός από το «Αντί» δημοσίευσε στο «Ποντίκι» για να καταλήξει στο «ΕΘΝΟΣ». Έχει εκδώσει ολόκληρη σειρά από γελοιογραφικά λευκώματα. Ο Καλαϊτζής συνεχίζει στην «Ελευθεροτυπία», ενώ ενδιαμέσως έχει εκδώσει τρία βιβλία με κόμικ : «Τσιγγάνικη ορχήστρα» , «Μαύρο είδωλο της Αφροδίτης» και «Τυφών». Αυτό το τελευταίο ο κριτικός της λογοτεχνίας Δ.Κούρτροβικ το συγκαταλέγει στη λογοτεχνική σοδειά του 1997 μαζί με την «Μικρά Αγγλία>> της Ιωάννας Καρυστιάνη και την «Συκοφαντία του αίματος» του Βασίλη Μπούτου.(Εφημ.ΝΕΑ). Οι άλλοι Στο «Αντί» στα τέλη της δεκαετίας του ’70 δημοσιεύουν επίσης σκίτσα και οι Γήσης Παπαγεωργίου , Γρηγόρης (Εμμανουήλ). Ο Παπαγεωργίου ειδικεύεται κυρίως στα γελοιογραφικά πορτραίτα με τα οποία συνέχισε αργότερα στην «Ελευθεροτυπία». Με δική του επιμέλεια εκδόθηκε από τις εκδόσεις ΑΣΤΡΑΙΑ ο τόμος : ΕΛΛΗΝΕΣ ΓΕΛΟΙΟΓΡΑΦΟΙ του 20ου αιώνα 1901- 1999. Ενας άλλος σκιτσογράφος που δημοσιεύει στο «Αντί» μετά την μεταπολίτευση και κρατά επιμελώς την ανωνυμία του – μία φορά υπογράφει ένα σκίτσο με τη λέξη <<Ανώνυμος>> - είναι ο Δ.Κρανιώτης. Τα σκίτσα του Κρανιώτη, προπομποί των σκίτσων του Δημήτρη Χαντζόπουλου, που κάνει κι αυτός τα πρώτα του βήματα από το περιοδικό «Αντί», είναι ανθρωπάκια χωρίς χέρια που σχεδιάζονται μόνο με το περίγραμμα τους με μονοκονδυλιές και συνομιλούν σαν να έχουν μέσα τους ταινίες μαγνητοφώνου. Ο Δημήτρης Χαντζόπουλος, ο οποίος κάνει την εμφάνισή του στο «Αντί» το 1980 και συνεχίζει μέχρι σήμερα στα «ΝΕΑ» σχεδιάζει επίπεδα ανθρωπάκια με παχιές γραμμές και μονοκονδυλιές. Ο Χαντζόπουλος εισάγει έναν εξόχως εγκεφαλικό τρόπο στην παρουσίαση των χιουμοριστικών του θεμάτων. Προσωποποιεί εν αφθονία τα αντικείμενα και τα σκίτσα του βρίθουν από ανατροπές πραγματολογικές και εννοιολογικές. Στα περισσότερα εμφιλοχωρεί το στοιχείο της έκπληξης, ένα είδος ξαφνίσματος το οποίο περισσότερο εντυπωσιάζει παρά δημιουργεί γελαστική διάθεση. Χρησιμοποιεί ακόμη εν πολλοίς τα λογοπαίγνια. Την δεκαετία του ’80 δημοσιεύουν σκίτσα στο «Αντί» και οι: Γ.Σ. (Γιώργος Σεργάκης), Νίκος Σιδέρης – δημοσίευσε γελοιογραφίες και στην εφημερίδα <<ΝΕΑ>> , αλλά πέθανε νεώτατος- , Γ.Ματορίκος, Σόνια Μητραλιά, Ιοσίφ κ.ά. Ίσως στο «Αντί» (τ.258, 13/4/1984) να έχει δημοσιευτεί και η πλέον πρωτότυπη ελληνική γελοιογραφία. Την σκιτσάρουν και την υπογράφουν δύο γελοιογράφοι: ο Γ.Σ.(Γ. Σεργάκης) και ο Δ. Χαντζόπουλος. Στις αρχές της δεκαετίας του ’80 δημοσιεύονται στο «Αντί» γελοιογραφίες του Γ.Ματορίκου και αργότερα από το 1990 γελοιογραφούν οι Γ.Φιλδισάκος και Χ.Παπανίκος. Την δεκαετία του 1990 και μέχρι τα σήμερα εμφανίζονται από τις σελίδες του περιοδικού οι γελοιογράφοι: Κώστας Κουφογιώργος, Ανδρέας Πετρουλάκης και Τάσος Αναστασίου. Και οι τρεις δημοσιεύουν πολιτικές γελοιογραφίες με μακροσκελείς, συνήθως, διαλόγους. Ο Αναστασίου τελευταίως κάνει γελοιογραφίες και στα <<ΝΕΑ>>, ο Πετρουλάκης στην <<Καθημερινή>> , ο Κουφογιώργος στην <<Εποχή>>. Η ιστορία, αν ποτέ γραφτεί… Σήμερα, η σχολή της γενιάς του <<Ταχυδρόμου>> τείνει να ξεπεραστεί, χωρίς να μπορεί να αποφανθεί κανείς ότι τούτο είναι και θετικό βήμα προόδου. Υπάρχει η τάση της πλημμυρίδας του σκίτσου από φούσκες και φουσκίτσες με λόγια και διαλόγους. Ούτε τα έξυπνα πολιτικά βέλη της σχολής του «Αντί» εκτοξεύονται. Πολλές φορές δεν χρειάζεται να κοιτάξει κανείς το σκίτσο – αν τούτο φαίνεται – για να εννοήσει την γελοιογραφία, τα λόγια υποκαθιστούν τη οποιαδήποτε γελαστικότητα του θέματος. Υπάρχει κι εδώ η επίδραση του Altan, του Volinski ή του Plantu. Η ιστορία, αν ποτέ γραφτεί κάποια τεκμηριωμένη ιστορία της ελληνικής γελοιογραφίας, θα δείξει. Δημοσιεύθηκε στον τόμο ΜΔ’ ΕΠΤΑ ΗΜΕΡΕΣ της εφημερίδας «Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» με τίτλο: ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΕΛΟΙΟΓΡΑΦΙΑ , ΔΥΟ ΑΙΩΝΕΣ ΣΑΤΙΡΑΣ. Από εδώ
×
×
  • Create New...

Important Information

By using this site, you agree to our Terms of Use.