Μετάβαση στο περιεχόμενο

ramirez

Members
  • Περιεχόμενο

    5076
  • Εγγραφή

  • Τελευταία επίσκεψη

  • Κερδισμένες ημέρες

    14

Όλα όσα δημοσιεύθηκαν από ramirez

  1. 80 χρόνια συμπληρώνονται φέτος από τον θάνατο του μποέμ μουσικού και σκιτσογράφου Κώστα Μπέζου, του ανθρώπου που τυποποίησε τη φιγούρα του Μουσολίνι στις γελοιογραφίες του ’40. O Γενάρης του ’43 ήταν από τους δυσκολότερους της σύγχρονης Αθήνας. Ανάμεσα στους δεκάδες της νεκρούς εκείνο τον μήνα βρισκόταν κι ένας που υπέκυψε στη φυματίωση, εκείνος που ο συνεργάτης του Κώστας Βάρναλης αποκάλεσε «τελευταίο της γενεάς των βοημών»: ο μόλις 38 χρόνων τραγουδοποιός, ηθοποιός, αρθρογράφος και σκιτσογράφος Κώστας Μπέζος. Κώστας Μπέζος (1905-1943) Ο Μπέζος ήταν μια πολυτάλαντη προσωπικότητα που ασχολήθηκε με πολλές τέχνες, έζησε μια ξέφρενη ζωή και σημείωσε λαμπρή πορεία στη γελοιογραφία, τυποποιώντας τη γελοιογραφική φιγούρα του Μουσολίνι. Σε αυτό το αφιέρωμα το Καρέ Καρέ ιχνηλατεί το σκιτσογραφικό του έργο. Ένας μποέμ σίφουνας H ζωή και το έργο του Κώστα (ή Κωστή) Μπέζου είναι γεμάτα γοητεία κι ερωτηματικά, γιατί ενώ πέρασε σαν σίφουνας και σάρωσε την καλλιτεχνική ζωή της Ελλάδας της δεκαετίας του ’30, μετά τον θάνατό του ξεχάστηκε παντελώς. Πτυχές του έργου του ανακαλύπτονται ακόμα και σήμερα. Γεννήθηκε το 1905 στο Μπολάτι Κορινθίας και σπούδασε στην ΑΣΚΤ, την οποία δεν ολοκλήρωσε ποτέ για χάρη της μουσικής. Το 1930 ηχογραφεί με το ψευδώνυμο Α. Κωστής τα περίφημα 12 ρεμπέτικά του, όπως το «Ήσουνα ξυπόλητη» – τη διάσημη «Παξιμαδοκλέφτρα». Ύστερα, παρατά εντελώς το ρεμπέτικο και συστήνει το συγκρότημα «Άσπρα Πουλιά» που ερμηνεύει ελαφρά τραγούδια και χαβάγιες. Περιοδεύει σε όλη την Ελλάδα και την ανατολική Μεσόγειο και συνεργάζεται με καλλιτέχνες του θεάματος όπως οι Αττίκ, Νίκος Χατζηαποστόλου κ.ά. Παράλληλα εργάζεται στις εφημερίδες «Ακρόπολη» και «Πρωία» ως αρθρογράφος/ευθυμογράφος και σκιτσογράφος. Τέλος, μέσα στην Κατοχή, εμφανίζεται ως ηθοποιός στις χαμένες πια ταινίες «Μάγια η Τσιγγάνα» και «Διπλή Θυσία». Αεικίνητος χαρακτήρας, γοητευτικός και κομψός, ζούσε στο τώρα και ποτέ στο αύριο. Η ζωή του ήταν γεμάτη δημιουργία, γλέντι, γυναίκες και ταξίδια. «Ο σκιτσογράφος μας κ. Μπέζος στρατευθείς αποχαιρετά τους προσωπικούς του… φίλους» γράφει η λεζάντα της γελοιογραφίας. Για τη συνεργασία του με την εφημερίδα «Πρωία», μας πληροφορεί ο Δημήτρης Σαπρανίδης στο βιβλίο του «Η Ιστορία της Ελληνικής Γελοιογραφίας». Ο εκδότης της «Πρωίας» Στέφανος Πεσμαζόγλου, ενδιαφέρθηκε προσωπικά για τον Μπέζο και τον προσέλαβε ως βασικό σκιτσογράφο με μισθό 5.000 δραχμών. Στις γελοιογραφίες του πρωταγωνιστούσαν καθημερινοί χαρακτήρες σε κωμικές καταστάσεις αποδομένοι με γραμμή απλή, μοντέρνα, μερικές φορές «βρόμικη», γεμάτη καμπύλες. Ο Βάρναλης στο επικήδειο άρθρο του για τον Μπέζο διασώζει τη διαδικασία γέννησης των σκίτσων του: «Όταν ερχότανε τα βράδια στα γραφεία της “Πρωίας” για να φκιάσει το καθημερινό του σκίτσο, ήτανε άθυμος σα να τον είχανε καταδικάσει σε καταναγκαστικά έργα. – Τι να φκιάσω; έλεγε, το κεφάλι μου είναι άδειο. – Κάτσε και πάρε χαρτί και πένα. Κάτι θα βγει. Και πραγματικά, σε λίγη ώρα το σκίτσο ήτανε έτοιμο, φρέσκο και σπαρταριστό κι απορούσες πούθε βγήκε όλο αυτό το κέφι». Ο ίδιος δεν ήταν και ο τυπικότερος συνεργάτης. Η τραγουδίστρια Δανάη Στρατηγοπούλου ανέφερε πως κάποτε στην εφημερίδα τον αναζητούσαν επί εβδομάδες για τη γελοιογραφία του ενώ αυτός βρισκόταν – χωρίς να ενημερώσει – σε περιοδεία στη Βηρυτό! Σημειώνει και ο Βάρναλης πως «αυτήν τη δουλειά (σ.σ. τη σκιτσογραφία) τη θεωρούσε ρουτινιέρικη. Κι αν μπορούσε, θα πλήρωνε όσα είχε για να την αποφύγει!» Σίγουρα το μπρίο των σκίτσων του περνάει αντίθετο μήνυμα. Γελοιογραφώντας το ’40 Ο Σαπρανίδης σημειώνει πως ο Μπέζος δημιουργούσε γελοιογραφίες του Μουσολίνι πριν από το 1940, τις οποίες η μεταξική λογοκρισία που απαγόρευε «καθ’ οιονδήποτε τρόπον προσβολή αρχηγών μεγάλων δυνάμεων» έκοβε συνεχώς. Αναφέρει πως μέχρι την ιταλική εισβολή είχαν κοπεί 40 γελοιογραφίες του! Όταν πια ο ελληνοϊταλικός πόλεμος ήταν γεγονός και στους γελοιογράφους επιτράπηκε από τη λογοκρισία να διακωμωδήσουν τον εχθρό, ο Μπέζος έγινε πρωτοστάτης του «γελοιογραφικού έπους του ’40». Αυτοπορτρέτο του Κώστα Μπέζου με την κιθάρα του Στον Κορίνθιο σκιτσογράφο χρεώνει ο Σαπρανίδης τη γελοιογραφική τυποποίηση του Μουσολίνι: κοντό σώμα, στρογγυλό πρόσωπο με προγούλι, προτεταμένα χείλη και μικρά ολοστρόγγυλα μάτια. Η λιτή του γραμμή αποδόμησε ευφυώς την άγρια όψη που ο φασίστας δικτάτορας διαφήμιζε για τον εαυτό του και τον μετέτρεψε σε γελοίο ανθρωπάκο. Αυτή τη μορφή μιμήθηκαν οι περισσότεροι γελοιογράφοι συντελώντας στο εύθυμο κλίμα των ελληνικών μετόπισθεν. Στα χέρια του Μπέζου ο Μουσολίνι πέρασε τα πάνδεινα: έγινε Τσάρλι Τσάπλιν, τσοπάνης, ημίγυμνος «ναυαγός της Μεσογείου» και φυσικά έφαγε πολλές κλοτσιές, τσαρούχια, ακόμα και ολόκληρη την ιταλική χερσόνησο! Γελοιογραφικό του αποκορύφωμα είναι, αναμφίβολα, το σκίτσο στο οποίο απεικονίζει τον ίδιο του τον εαυτό, ντυμένο φαντάρο, να φιλά τον Ντούτσε στο μάγουλο. Η λεζάντα γράφει: «Ο σκιτσογράφος μας κ. Μπέζος στρατευθείς αποχαιρετά τους προσωπικούς του… φίλους». Τι χειρότερο να πάθει ο «νέος Καίσαρας» από το να φιληθεί από τον ίδιο του τον γελοιογράφο; Ο Μουσολίνι υπό τους στίχους του «Τραγουδιού του φθινοπώρου» του Βερλέν. Όλως τυχαίως, τρία χρόνια μετά, το ποίημα αποτέλεσε το κωδικοποιημένο μήνυμα για την ημερομηνία της απόβασης στη Νορμανδία. Απρίλη του ’41 ο Μπέζος με τον Μιχάλη Παπαγεωργίου σχεδίασαν μια σειρά γελοιογραφικών καρτ ποστάλ με τους Μουσολίνι και Χίτλερ οι οποίες με την κάθοδο των Γερμανών καταστράφηκαν από τον εκδότη τους λίγο πριν κυκλοφορήσουν. Στην Κατοχή, ο Μπέζος συνέχισε να σκιτσάρει και να αρθρογραφεί – φυσικά χωρίς πολιτική χροιά. Άδοξο τέλος «Αυτή η μποέμικη αταξία της ζωής του τον έφαγε. Διαρκώς αδυνάτιζε. Έβηχε» γράφει ο Βάρναλης. Το 1938 διαγνώστηκε με φυματίωση. Δεν σταματά εξαιτίας της την ξέφρενη ζωή του ώσπου το 1942 χειροτερεύει κρίσιμα. Φτάνει 14 Ιανουαρίου του 1943. Μέσα στο σκοτάδι της Κατοχής, ο φωτεινός Μπέζος ξεψυχά σε ένα υγρό δωμάτιο νοσοκομείου. Μεγάλη η θλίψη στον καλλιτεχνικό κόσμο της Αθήνας, με επικήδειους στις εφημερίδες από τον Βάρναλη, τον θεατρικό συγγραφέα Σπύρο Μελά και τον γελοιογράφο και φίλο του Φωκίωνα Δημητριάδη, ενώ η Ένωση Σκιτσογράφων διοργάνωσε «έκθεση καλλιτεχνικών ενθυμημάτων» του. Περιττό να αναφερθεί πως δεν εκτέθηκαν οι πολεμικές του γελοιογραφίες. Ο Μουσολίνι τσοπάνης του στόλου του αναρωτιέται «Με τον ήλιο τα βγάζω, με τον ήλιο τα μπάζω, τι τα πιάνει τα έρμα και βουλιάζουνε;» Πριν από 80 χρόνια η Ελλάδα στερήθηκε έναν ταλαντούχο καλλιτέχνη που είχε μύρια τόσα ακόμα να προσφέρει. Ενόν καλλιτέχνη που, τουλάχιστον, πρόλαβε να αποδείξει πως οι Έλληνες γελοιογράφοι είχαν το θράσος ακόμα και να φιλούν υποτιμητικά τον ιδρυτή του φασισμού στο μάγουλο. Και το σχετικό link...
  2. Σαν αύριο, 28 Οκτωβρίου του 1940, η Ελλάδα μπήκε και επίσημα στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, έναν πόλεμο που ήταν καταστροφικός και κόστισε εκατομμύρια ζωές σε ολόκληρο τον κόσμο. Νωρίτερα βέβαια είχαν μπει άμεσα ή έμμεσα στον πόλεμο και μια σειρά από άλλες χώρες της Ευρώπης. Ήδη από το 1939 η Γερμανία είχε εισβάλει στην Πολωνία και είχε δείξει ξεκάθαρα ποιες ήταν οι προθέσεις της, οι οποίες λίγο αργότερα έγιναν πράξη. Οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης θα έπεφταν η μία μετά την άλλη, άλλες με μεγαλύτερη αντίσταση, άλλες με μικρότερη και άλλες με μηδενική. Αυτή την αμφιθυμία με την οποία αντιμετωπίστηκε η χιτλερική επέλαση από τις ηγεσίες αλλά και από μεγάλο μέρος του πληθυσμού ορισμένων ανατολικών κρατών, σατιρίζει με πικρό χιούμορ η γελοιογραφία του Bernard Partridge με έναν σχεδόν προφητικό τρόπο από το 1938. Έναν χρόνο νωρίτερα είχε μαγέψει τους κινηματογραφόφιλους η Χιονάτη του Walt Disney, ένα σπάνιο τεχνικό και αισθητικό επίτευγμα του animation για την εποχή του. Λέγεται μάλιστα ότι η Χιονάτη μαζί με τον Κινγκ Κονγκ ήταν οι αγαπημένες ταινίες του Χίτλερ. Ε, δεν θέλει και πολύ. Ο Partridge αποδίδει τη Χιονάτη ως Χίτλερ να επιδεικνύει το καθρεφτάκι της σαν χάντρα σε ιθαγενείς. Μόνο που το καθρεφτάκι έχει πάνω του τη σβάστικα και οι ιθαγενείς είναι οι Επτά Νάνοι. Σε πρώτο πλάνο φαίνεται η Πολωνία (Γκρινιάρης) ενώ η Χιονάτη-Χίτλερ κρατά από το χεράκι την Τσεχία (Χαζούλης). Ανάμεσά τους κοιτούν με περιέργεια και απορία η Ουγγαρία, η Γιουγκοσλαβία, η Βουλγαρία, η Ρουμανία και η Λιθουανία. Πολύ σύντομα θα καταλάβαιναν με τον πιο σκληρό τρόπο ποιες ήταν οι πραγματικές επιδιώξεις των ναζιστών. Και το σχετικό link...
  3. Την Πέμπτη 2/11, η καφετέρια Match Point στην Αθήνα θα φιλοξενήσει την κοινή παρουσίαση Mix & Match των κόμικς «Ιστορίες #μέσα από τη βαλίτσα» και «Μεφίστο – Το Πλήρες Έπος» των Μαρία Τζαμπούρα και Δημήτρη Καμένου αντίστοιχα. Το «Μεφίστο» του συνεργάτη μας Δημήτρη Καμένου είναι γνωστό στους αναγνώστες μας καθώς δημοσιευόταν στο Καρέ Καρέ επί 7 χρόνια, ενώ οι «Ιστορίες #μέσα από τη βαλίτσα» παρουσιάστηκαν πρόσφατα στο ένθετό μας. Θα προλογίσει ο αρθρογράφος του Καρέ Καρέ και δημιουργός κόμικς John Antono. To Καρέ Καρέ εύχεται καλή επιτυχία! ♦ Mix & Match Match Point, Αινιάνος 1, Αθήνα. Πέμπτη 2/11, ώρα 18.30 Και το σχετικό link...
  4. Εντάξει, αστειευόμουνα (αν δεν είχε γίνει προφανές). Η σειρά σου να βάλεις...
  5. Μήπως είναι εκδόσεις Πηδάλιο; Το Ετήσιο Κόμικς 1972; Άκυρο. Είναι από Αγόρι, καρεδάκι της σειράς Ιππότης της Ασφάλτου (ΚΙΤ)...
  6. Ο θρυλικός ήρωας του Στέλιου Ανεμοδουρά επιστρέφει ως audiobook και ο ηθοποιός που αναλαμβάνει να μας τον επανασυστήσει με τη φωνή του μιλάει στην «Κ» για τους ήρωες των παιδικών του χρόνων, που τελικά, δεν έφυγαν από μέσα του ποτέ. Όταν ο Ερρίκος Λίτσης ήταν μικρός, καθόταν με ένα μεγαλύτερο παιδί στα σκαλάκια της πολυκατοικίας του στα Πετράλωνα και εκείνος του διάβαζε τεύχη του Μικρού Ήρωα. «Ήμουν 10-11 χρόνων και ο φίλος μου 15, και μου διάβαζε τις ιστορίες του Μικρού Ήρωα και ανέπτυσσα με τη φαντασία μου αυτά που διαβάζαμε. Τα προεφηβικά χρόνια τότε ήταν πιο αθώα και συχνά, αναπαριστούσαμε και πράγματα. Δηλαδή, μπορεί να κάναμε τον Μικρό Ήρωα και να κυνηγάγαμε αόρατους Γερμανούς στους δρόμους», θυμάται ο ηθοποιός. Μιλάμε για τη δεκαετία του ’60 (αλλά και του ’50), τότε που με 2 δραχμές οι μικροί, αλλά γεμάτοι φαντασία, φίλοι του Μικρού Ήρωα, μπορούσαν να αγοράσουν κάθε εβδομάδα από το περίπτερο τις νέες περιπέτειες του Γιώργου Θαλάσση, της Κατερίνας και του Σπίθα. Τα εικονογραφημένα, δηλαδή, από τον Βύρωνα Απτόσογλου αφηγήματα που υπέγραψε ο Σ. Ανεμοδουράς ως Θάνος Αστρίτης, μιας παρέας τριών παιδιών στη διάρκεια της Κατοχής. Ήταν ένα απάγκιο φαντασίας, που κρεμόταν στα περίπτερα κάπου ανάμεσα στα κόμικς του Μίκυ Μάους και τα Κλασσικά Εικονογραφημένα, για τα παιδιά μιας εντελώς άλλης εποχής. Πολλά, πολλά χρόνια αργότερα ήρθε για τον Λίτση μια γνωριμία με τον Λεωκράτη Ανεμοδουρά, εκδότη σήμερα του Μικρού Ήρωα και εγγονό του ιθύνοντα νου του, Στέλιου Ανεμοδουρά, σε ένα φεστιβάλ κόμικς στο Γκάζι, οπότε και ξεκίνησαν να μιλούν για κόμικς. Καθόλου παράξενο, μια και ο Ερρίκος Λίτσης είναι λάτρης και συλλέκτης κόμικς. Από αυτή την πρώτη γνωριμία οι δυο τους κράτησαν επαφές, ώσπου κάποια στιγμή έπεσε στο τραπέζι η πρόταση: «Τι θα έλεγες να δάνειζες τη φωνή σου σε ένα audiobook του Μικρού Ήρωα;» «Το βρήκα πολύ ελκυστικό και δημιουργικό ως ιδέα, με μάγεψε γιατί μου ξύπνησε αυτή την παιδική ανάμνηση και είπα κατευθείαν ναι, χωρίς να σκεφτώ ή να συζητήσω τις λεπτομέρειες», λέει ο ηθοποιός, πάλι από τη γειτονιά του τα Πετράλωνα, ένα ζεστό μεσημέρι, κάπου ανάμεσα σε πρόβες για την παράσταση «Ο βασιλιάς Ληρ» του Γιάννη Χουβαρδά στο Εθνικό Θέατρο. «Δεν γυρνάω στους παιδικούς μου ήρωες, γιατί τους κουβαλάω μαζί μου συνέχεια». Ο Ερρίκος Λίτσης επί το έργον. Φέτος ο Μικρός Ήρως κλείνει 70 χρόνια, μέσα στα οποία έχει βρει τον τρόπο να συστήνεται σε νέες γενιές ξανά και ξανά. Μετά την πρώτη του έκδοση (1953-1968) μεταμορφώθηκε σε κόμικς στα τέλη της δεκαετίας του ’60, οι ιστορίες επανατυπώθηκαν σε μικρούς τόμους το 1985, ενώ ο αφηγηματικός κύκλος του Μικρού Ήρωα έκλεισε τυπικά τη δεκαετία του ’90, οπότε και δύο νέες ιστορίες του, τα τεύχη 799 και 800, κυκλοφόρησαν με το περιοδικό Αντί. Έκτοτε, ο Μικρός Ήρως έχει γνωρίσει διάφορες ανατυπώσεις, έχει δοθεί μαζί με εφημερίδες, ενώ μια μεγάλη έκθεση αφιερωμένη σε αυτόν φιλοξενήθηκε νωρίτερα μέσα στη χρονιά στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης. Και τώρα, όσοι πιστοί μπορούν να ακούσουν τα τέσσερα πρώτα τεύχη του Μικρού Ήρωα, «Μικρός Σκλάβος», «Ιπτάμενος Εκδικητής», «Οι Τύραννοι Τρέμουν!» και «Θα Τουφεκισθής την Αυγή!» – «Αυτά στα οποία ουσιαστικά βλέπουμε πώς διαμορφώθηκε η βασική τριάδα του Μικρού Ήρωα», όπως λέει ο Ερρίκος Λίτσης – σε audiobook, με τη φωνή του γνωστού ηθοποιού. Ο ίδιος δεν είχε κάνει ξανά κάποια παρόμοια δουλειά ως ηθοποιός, που να χρειάζεται να παίζει μόνο με τη φωνή και όχι με την παρουσία του, δεν είχε τύχει καν να κάνει, λόγου χάρη, μεταγλώττιση. «Με οδήγησε το ένστικτό μου», όπως λέει, «χωρίς να το καταλάβω, άρχισα να παίζω διαφορετικά τις φωνές των ηρώων, χωρίς να αλλοιώνω καρτουνίστικα τη φωνή μου, παρά δίνοντας την αίσθηση του διαλόγου». Ήταν, ας πούμε, ένας άνθρωπος-ορχήστρα της αφήγησης. Το 1968, οπότε και ο πρώτος κύκλος του Μικρού Ήρωα έκλεισε και σταμάτησε να κυκλοφορεί ως αφήγημα επί χούντας, ο Ερρίκος Λίτσης ήταν 13 ετών. Ακόμα και τότε όμως, με τους φίλους του έψαχνε παλαιότερα τεύχη σε παλαιοβιβλιοπωλεία στο Μοναστηράκι. Πότε ανακάλυπταν εκεί κάτι που δεν είχαν, πότε αντάλλαζαν τεύχη μεταξύ τους. Όπως λέει για τη γοητεία του Μικρού Ήρωα, «ως αφήγημα έχει ναι μεν μια παιδικότητα, αλλά από την άλλη οι περιγραφές του Στέλιου Ανεμοδουρά σε ωθούν να πλάσεις εικόνες». Αγαπημένος του, ο πρωταγωνιστής των ιστοριών. Και για έναν λόγο που πάει πέρα από την ίδιο τον ήρωα: «Οι περισσότεροι τότε νομίζω ταυτιζόμασταν με τον Γιώργο Θαλάσση. Εξάλλου υπήρχε και η Κατερίνα, που με τη φαντασία μας ήταν μια όμορφη κοπέλα και ήμασταν στο μεταίχμιο που άρχιζαν να μας ενδιαφέρουν τα κορίτσια. Και ο Σπίθας εκπροσωπούσε τα πιο παραγκωνισμένα παιδιά. Κοντούλης, ασχημούλης, κουτός, αλλά πάντα ήταν ηρωικός». Τα βιβλιαράκια των ηρώων του Στέλιου Ανεμοδουρά ήταν, συν τοις άλλοις, και από τα λίγα που οι γονείς των παιδιών της εποχής δεν τους έλεγαν όχι στο να τα αγοράσουν, «ίσως γιατί στην ουσία έβλεπαν αυτά που είχαν ζήσει λίγα χρόνια πριν», εικάζει ο ηθοποιός. Εν έτει 2023 όμως, τι έχει να πει η ιστορία του Μικρού Ήρωα, που μοιάζει να αναδύεται από τα βάθη του χρόνου; Και εντέλει, σε ποιον μπορεί να απευθυνθεί; Ο Ερρίκος Λίτσης θεωρεί πως μπορεί να τραβήξει μεν τους μεγαλύτερους, κάπως νοσταλγικά, αλλά αφορά ένα κοινό πολύ ευρύτερο: «Και τα παιδιά μπορούν να αφεθούν σε αυτό το “παραμύθι” και να ακούνε ιστορίες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου που ίσως έχουν ακούσει από τους παππούδες τους, με τον ίδιο τρόπο που βλέπουν, ας πούμε, ταινίες. Γιατί τα παιδιά του Μικρού Ήρωα είναι πρότυπα για τον αγώνα ενάντια στη σκλαβιά, στον φασισμό και στο να μην ανέχεσαι την μπότα του όποιου κατακτητή στον σβέρκο σου», σκέφτεται ο ηθοποιός. Πάντως, μια και εδώ έχουμε να κάνουμε με audiobook, το να ακούμε αντί να διαβάζουμε είναι μια διαδικασία κάπως πιο «καταπραϋντική», το να ξέρουμε πως υπάρχει εκεί μια φωνή που θα μας πει μια ιστορία; Ο ίδιος ο ηθοποιός, συχνά τα βράδια πριν κοιμηθεί αναζητά να ακούσει «λίγο μπλα μπλα, να βάλω ας πούμε λίγο ραδιόφωνο. Μπορεί να ακούω και αναλύσεις για τα αθλητικά, ακόμα και αν δεν ασχολούμαι. Αλλά όλο αυτό μου φέρνει μια γαλήνη και το μυαλό μου ξεσκοτίζεται». Αντίστοιχα όταν ήταν μικρός άκουγε στο τρανζίστορ τη ραδιοφωνική βιβλιοθήκη ή το ραδιοφωνικό θέατρο, και θεωρεί πως ένα audiobook μπορεί και σήμερα να λειτουργήσει με παρόμοια λογική. Ο τρόπος με τον οποίο ο Ερρίκος Λίτσης μιλά για τον Μικρό Ήρωα, μα και για άλλους ήρωες των παιδικών του χρόνων που απαριθμεί συχνά στην κουβέντα μας, με κάνει να θέλω να τον ρωτήσω αν, όσο ο χρόνος προχωρά, τόσο αναζητούμε να γυρίσουμε στη ζεστασιά των παιδικών μας χρόνων. Για να λάβω την απάντηση πως «δεν γυρνάω στους παιδικούς μου ήρωες γιατί τους κουβαλάω μαζί μου συνέχεια». Και μάλλον έχει πλέον καταλάβει και γιατί: «Έχω συλλογές με κόμικς, με αυτοκινητάκια και έχω καταλήξει ότι μάλλον αυτός είναι ο ομφάλιος λώρος που με δένει ακόμη με την παιδική μου ηλικία. Και λόγω δουλειάς. Όπως μικρός έπαιζα φανταστικούς ρόλους, έτσι και σήμερα παίζω». Το πρώτο audiobook του Μικρού Ήρωα με τα τεύχη #1-4, με τη φωνή του Ερρίκου Λίτση, είναι διαθέσιμο στην πλατφόρμα της bookvoice.gr. Και το σχετικό link...
  7. Η σκιτσογράφος Μαρία Τζαμπούρα κατεβάζει τη βαλίτσα της από το πατάρι, κλείνεται σε αυτήν και μας αφηγείται «Ιστορίες #μέσα από τη βαλίτσα». «Δεν μπορώ να θυμηθώ. Έχω κλειστεί μέσα γιατί δεν θέλω να βγω έξω; Ή δεν βγαίνω έξω γιατί δεν μπορώ;». Ο μονόλογος αυτός βγαίνει μέσα από μια κίτρινη βαλίτσα. Κλεισμένη εντός της βρίσκεται η αθέατη πρωταγωνίστρια, που δεν είναι άλλη από τη σκιτσογράφο Μαρία Τζαμπούρα. Και έχει πολλές ιστορίες να μας πει, πάντα όμως… #μέσα από τη βαλίτσα, όπως λέγεται το ιστολόγιο στο οποίο ανέβαζε το web comic της από το 2017 μέχρι το 2020 (http://valitsablog.wordpress.com). Οι «μικρές ιστορίες για τον (εθελούσιο;) εγκλεισμό σε μια (μεταφορική;) βαλίτσα» συγκεντρώθηκαν σε βιβλίο, το οποίο πρωτοκυκλοφόρησε στο Comicdom Con Athens 2023, κερδίζοντας την αγάπη του κοινού. Πρόκειται βέβαια για τον πρώτο τόμο, καθώς ο δεύτερος αναμένεται να κυκλοφορήσει με το νέο έτος. Οι «Ιστορίες #μέσα από τη βαλίτσα» αποτελεί την πρώτη αυτοέκδοση της Μαρίας Τζαμπούρα, σκιτσογράφου-εικονογράφου, δασκάλας κόμικς και εικονογράφησης παιδικού βιβλίου, καθώς και δραστήριου μέλους στη Λέσχη Ελλήνων Γελοιογράφων. Στη σειρά περιλαμβάνονται στριπάκια με ιστορίες καθημερινής (της) τρέλας, κοινώς ατάκες μελαγχολικής αυτογνωσίας, πεσιμιστικές σκέψεις με μικρές αναλαμπές αισιοδοξίας και λοιποί φιλοσοφικοί στοχασμοί – άλλωστε διαχρονικά, το είδος των comicstrips είναι το κατεξοχήν πεδίο όπου οι δημιουργοί τους μπορούν να φιλοσοφήσουν. «Πολλοί ισχυρίζονται ότι το να μένω κλεισμένη μέσα στη βαλίτσα είναι μια μορφή άρνησης της πραγματικότητας. Η αλήθεια όμως είναι ότι εκείνη άρχισε πρώτη!» μας λέει η φωνή #μέσα από τη βαλίτσα, σε ένα από τα 60 επεισόδια του τόμου. Όπως διαβάζουμε στο σημείωμα του οπισθόφυλλου: «Όσο κι αν [η σκιτσογράφος] θέλει να είναι σε κίνηση και ταξίδια κάπου εκεί έξω, η ζωή τα τελευταία χρόνια την κλείνει όλο και πιο μέσα. Εγκλωβισμένη ΜΕΣΑ στη βαλίτσα της – αυτό είναι ό,τι πιο κινητικό και εξωστρεφές μπορεί να κάνει». Η βαλίτσα ως καβούκι εσωστρέφειας λοιπόν. Όπως ακριβώς για ένα σαλιγκάρι, το οποίο βλέπουμε – γεμάτο προσδοκίες και… γαμήλιες προτάσεις – να επισκέπτεται την αφανή μας πρωταγωνίστρια. Το σαλιγκάρι, ως ο μοναδικός guest star που εμφανίζεται στα λιτά στριπάκια, πλην βεβαίως της βαλίτσας και της μόνιμης ενοίκου της. Κάτι βέβαια που δεν είχε φανταστεί η καλλιτέχνις ούτε στα πιο τρελά της όνειρα όταν ξεκινούσε τη σειρά, είναι πόσο θα ταυτιζόμασταν με αυτή τη φωνή λίγα χρόνια μετά, κατά τη διάρκεια της πολύμηνης, ελέω πανδημίας, καραντίνας. Κάτι βέβαια που αποδεικνύει για απειροστή φορά την προφητική δύναμη των κόμικς και της τέχνης εν γένει. Και το σχετικό link...
  8. Ο Γήσης Παπαγεωργίου, απόστρατος πλοίαρχος του Πολεμικού Ναυτικού και γελοιογράφος, υπήρξε μια πολύπλευρη προσωπικότητα με προσφορά στη μελέτη των ελληνικών φάρων και της ελληνικής παραδοσιακής ενδυμασίας. Στις 9 Οκτωβρίου 2023 έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 84 ετών, έπειτα από νοσηλεία στο Ναυτικό Νοσοκομείο της Αθήνας, ο σκιτσογράφος Γήσης Παπαγεωργίου. Όσοι τον γνώρισαν περιγράφουν έναν άνθρωπο πολυτάλαντο, καλοσυνάτο, με πηγαίο χιούμορ και αυτοσαρκασμό. Έναν άνθρωπο με εξειδικευμένες γνώσεις, που αναμφίβολα άφησε πλούσιο αποτύπωμα στην ελληνική γελοιογραφία. Ο Γήσης Παπαγεωργίου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1939. Μεγάλωσε στη Νέα Σμύρνη και φοίτησε στο Πειραματικό Γυμνάσιο Κολωνακίου. Ο πατέρας του, ο οποίος ήταν στρατιωτικός και πρόεδρος του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου, πέθανε όταν ο Γήσης ήταν 15 ετών. Έχοντας δείξει από μικρή ηλικία το ταλέντο του στη ζωγραφική, ωθήθηκε από τους συναδέλφους του πατέρα του στο επάγγελμα του στρατιωτικού, με την προοπτική να γίνει ναυπηγός, λόγω της ικανότητάς του στο σχέδιο. Όπως είχε πει ο ίδιος: «Μπήκα τελικώς στη Σχολή Δοκίμων, ένας Θεός μόνο ξέρει πώς, και εν τω μεταξύ πέθαναν όλοι εκείνοι οι στρατηγοί ώσπου να μπω, οπότε δεν μπορούσα μετά να βγω! Πήρα απολυτήριο τελευταίος και με το ζόρι! Δεν το πήγαινα το “άθλημα”». Από το 1960 που έγινε σημαιοφόρος και για τα επόμενα 20 χρόνια, υπηρέτησε σε αναρίθμητα καράβια του Πολεμικού Ναυτικού. Το 1980 μετατέθηκε στην Υπηρεσία Φάρων ως διοικητής της Φαρικής Βάσης. Εκεί γνώρισε και πραγματικά ερωτεύτηκε τους όμορφους και ιδιαίτερης ιστορικής αξίας πέτρινους φάρους μας (αφημένους όμως στην απαξίωση και την εγκατάλειψη), αφιερώνοντας χρόνο και μεράκι για να αναστηλώσει όσους μπορούσε. Το 1981 ο Παπαγεωργίου παραιτήθηκε από το Πολεμικό Ναυτικό για να ασχοληθεί επί 12 χρόνια με τη γελοιογραφία, σε συνεργασία με τις εφημερίδες «Η Πρώτη», το «Βήμα», η «Ελευθεροτυπία», «Τα Νέα» και πολλά περιοδικά. Έχοντας εντρυφήσει επί δεκαετίες στις ελληνικές παραδοσιακές ενδυμασίες και τις στολές του Πολεμικού Ναυτικού, πραγματοποίησε σχετικές ατομικές εκθέσεις. Καρπός αυτής της ενασχόλησης ήταν το λεύκωμα «Στολές του Πολεμικού Ναυτικού» που εξέδωσε το 1998, και η εκπόνηση ενός έργου 15 τόμων για την ιστορία της ελληνικής φορεσιάς για λογαριασμό της Ακαδημίας Αθηνών. Η πιο σημαντική «εμμονή» που του άφησε πάντως η θητεία του στο Πολεμικό Ναυτικό, ήταν η αγάπη του για τους φάρους, τους οποίους δεν σταμάτησε ποτέ να μελετάει και να σχεδιάζει. Το 1996 εκδόθηκε το πρώτο του λεύκωμα με τίτλο «Οι ελληνικοί πέτρινοι φάροι». Σχετικά έργα του φιλοξενούνται μέχρι σήμερα στον φάρο της Γαύδου. Γεωργία Βασιλειάδου Το 1996 επίσης κυκλοφόρησε το «Ελλάς! Χάρηκα!», μια χιουμοριστική καταγραφή της νεότερης ελληνικής Ιστορίας, ενώ ακολούθησαν τα «Ελλάς! Χάσαμε!» και «Ολυμπιακοί! Δώκαμε…». Το 1999 κυκλοφόρησε το λεύκωμα «Έλληνες γελοιογράφοι του 20ού αιώνα» και το 2000 «Ο μεγάλος θίασος». Και το σχετικό link...
  9. Το 9ο Διεθνές Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Πελοποννήσου είναι φέτος αφιερωμένο στη μουσική. Την τιμητική του, λοιπόν, θα έχει το εμβληματικό και πολυβραβευμένο ντοκιμαντέρ «Ennio: The Maestro» του Τζουζέπε Τορνατόρε, για τη ζωή και το έργο του σπουδαίου Ιταλού μουσικοσυνθέτη Ένιο Μορικόνε, ο οποίος συνέθεσε κινηματογραφική μουσική για πάνω από 500 ταινίες και σειρές. Όπως έχουμε εκτενώς παρουσιάσει σε προηγούμενα φύλλα του Καρέ Καρέ, ο δραστήριος Πολιτιστικός Σύλλογος Φίλων Μουσικής Ennio Morricone Ελλάδος διοργανώνει τα τελευταία χρόνια σειρά εκθέσεων κόμικς με κοινό τίτλο «Sketching Ennio», στα οποία συμμετέχουν δεκάδες εγχώριοι δημιουργοί, σχεδιαστές και εικονογράφοι. Σε συνεργασία με τον Σύλλογο, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ θα εκτεθεί το σύνολο αυτών των 52 έργων, τα οποία διακρίνονται σε τρεις ενότητες: 1. «Io, Ennio Morricone» (2021), 2. «Ennio the Cinephile» (2022) και 3. «Ennio Goes Western» (2023). Του Δημήτρη Κάσδαγλη για την ενότητα «Ennio Goes Western» ♦ Έκθεση κόμικς «Sketching Ennio» Πού: Πνευματικό Κέντρο Καλαμάτας (Αριστομένους 35, Καλαμάτα) Πότε: 25 Οκτωβρίου-5 Νοεμβρίου 2023 Εγκαίνια: 25/10, ώρα 18.00, παρουσία του επιμελητή Είσοδος ελεύθερη Και το σχετικό link...
  10. «…Και καθώς ζούμε σε έναν κόσμο κορεσμένο από τα ΜΜΕ, στον οποίο οι κυρίαρχες εικόνες των παγκόσμιων ειδήσεων ελέγχονται και διαδίδονται από μια χούφτα ανθρώπους που μένουν σε μέρη όπως το Λονδίνο και η Νέα Υόρκη, ένας χείμαρρος από λέξεις και εικόνες από βιβλία κόμικς, κατηγορηματικά εντυπωμένες και κάποιες φορές αλλόκοτα εμφατικές και παραφουσκωμένες, ώστε να ταιριάζουν με τις ακραίες καταστάσεις που απεικονίζουν, είναι ένα αξιόλογο αντίδοτο. Στον κόσμο του Τζο Σάκκο δεν υπάρχουν εικόνες αποκομμένες από κάθε ιστορική ή κοινωνική πηγή, από κάθε ζώσα πραγματικότητα· δεν υπάρχουν γλυκομίλητοι εκφωνητές και παρουσιαστές ούτε γλοιώδεις αφηγήσεις ισραηλινών θριάμβων, δημοκρατίας και επιτευγμάτων ούτε υποκριτικές και εγκεκριμένες απεικονίσεις Παλαιστινίων που πετάνε πέτρες και απαρνούνται τα πάντα, καθώς και εικόνες κακών φονταμενταλιστών των οποίων ο βασικός σκοπός είναι να κάνουν τη ζωή δύσκολη στους φιλειρηνικούς και κατατρεγμένους Ισραηλινούς. Αντίθετα, αυτό που παίρνουμε είναι ιδωμένο μέσα από τα μάτια και την προσωπικότητα ενός μετριοπαθούς Αμερικανού με κουρεμένο κοντό μαλλί που φαίνεται να έχει περιπλανηθεί σε έναν άγνωστο και αφιλόξενο κόσμο στρατιωτικής κατοχής, αυθαίρετων συλλήψεων, σπαραξικάρδιων ιστοριών για κατεδαφισμένα σπίτια και απαλλοτριωμένα χωράφια, βασανισμών (‘‘ήπιας φυσικής πίεσης’’) και ολοκληρωτικά κτηνώδους δύναμης γενναιόδωρα, αν όχι με σκληρότητα, επιβεβλημένης, στο έλεος της οποίας οι Παλαιστίνιοι ζούνε σε καθημερινή βάση κάθε ώρα και στιγμή (π.χ. σε ένα περιστατικό ένας Ισραηλινός στρατιώτης αρνείται να αφήσει τους ανθρώπους να περάσουν από ένα μπλόκο στη Δυτική Όχθη εξαιτίας, λέει, ‘‘ΑΥΤΟΥ’’ και κραδαίνει πάνω απ’ τα κεφάλια τους ένα Μ-16 αποκαλύπτοντας συγχρόνως μια πελώρια και απειλητική οδοντοστοιχία». ♦ Απόσπασμα από το προλογικό σημείωμα του Έντουαρντ Σαΐντ στο Palestine του Joe Sacco, εκδόσεις ΚΨΜ, μετάφραση Γιολάντα Τσιαμπόκαλου, 2006. Και το σχετικό link...
  11. Από το «Palestine» του Joe Sacco καταλάβαμε, πολλοί από εμάς που θεωρούσαμε το «Μεσανατολικό» πέρα από τα ενδιαφέροντά μας, πώς μπορεί να είναι η καθημερινότητα στη Γάζα και στη Δυτική Όχθη. Συγκλονιστικά επίκαιρο παραμένει, τριάντα σχεδόν χρόνια από τότε που έκανε την εμφάνιση του το αριστουργηματικό κόμικ / graphic novel / βιβλίο (όπως θέλει ας το πει κανείς, δεν έχει σημασία, τέτοια κορυφαία δείγματα του είδους στέκονται άνετα πλάι στα πιο σημαντικά βιβλία) που είχε γράψει και σχεδιάσει ο Αμερικανός (μαλτέζικης καταγωγής) Joe Sacco με βάση την εμπειρία του από την παραμονή του στα κατεχόμενα κυρίως αλλά και στο Ισραήλ, ανάμεσα στο 1991 και το 1992, στα τελειώματα της δεύτερης Ιντιφάντα. Μάζεψε έναν σκασμό βραβεία το Palestine και εδραίωσε το πεπρωμένο του Sacco ως κορυφαίου εκπρόσωπου του εικονογραφημένου ρεπορτάζ μακράς πνοής (ακολούθως θα μετέδιδε καρέ-καρέ τον πόλεμο στη Βοσνία, όπως τον έζησε), και πάλι όμως είναι δύσκολο να αποδοθεί η σημασία του και η εντύπωση που έκανε όταν πρωτοβγήκε. Από εκεί μάθαμε, πολλοί από εμάς που θεωρούσαμε το «Μεσανατολικό» άλυτο και κυρίως πέρα από τα ενδιαφέροντά μας, ή μάλλον από εκεί καταλάβαμε πώς μπορεί να είναι η καθημερινή ζωή σε καθεστώς διαρκούς καταστροφής, κατοχής, καταπίεσης. Επειδή ακριβώς ο Joe Sacco ήταν σαν κι εμάς – με αντίστοιχες προκαταλήψεις, ιδέες, αγκυλώσεις – το Palestine σου άνοιγε τα μάτια. Όχι απαραίτητα προς τη μία ή την άλλη πλευρά. Σου έδινε εικόνα πλαίσιο και χαρακτήρες. Σου έδινε τον τόπο και τον χρόνο. Τα σπαράγματα της καθημερινότητας στη Γάζα και στη Δυτική Όχθη (αλλά και στο Τελ Αβίβ σε κάποιο σημείο, ένας άλλος κόσμος). Τους λασπωμένους καταυλισμούς και τα ατέλειωτα συντρίμμια. Σου έδινε αλήθεια, που ήταν η δική του αλήθεια, όπως την είδε και την έζησε προσπαθώντας να καταλάβει. Σου έδινε κάτι που δεν μπορεί να κάνει το ρεπορτάζ ή η σκέτη πρόζα. Μια αίσθηση καθημερινής ζωής που κάθε λίγο σπαράσσεται από πράξεις ανείπωτης βίας. Έλεγε αργότερα ο ίδιος: «Οι Παλαιστίνιοι παραδοσιακά απεικονίζονται με δύο τρόπους: είτε ως τρομοκράτες είτε ως θύματα. Σε κάποιες καταστάσεις μπορεί να υπάρχει αλήθεια και στις δύο περιγραφές, επίσης όμως οι Παλαιστίνιοι είναι άνθρωποι οι οποίοι σε προσκαλούν στο σπίτι τους, πάνε σχολείο, έχουν δουλειές, οικογένειες, ζωές». Το διττό υπαρξιακό ερώτημα στο οποίο προσπαθούσε να απαντήσει μέσα τις συναντήσεις του – που απεικονίζονται με μοναδικό τρόπο στο κόμικ – με μια πανσπερμία αληθινών χαρακτήρων ήταν το εξής: «Τι μπορεί να συμβεί σε κάποιον που νομίζει ότι έχει όλη τη δύναμη; Τι μπορεί να συμβεί σε κάποιον που πιστεύει ότι δεν έχει καμία;». Όπως σημείωνε ο αείμνηστος Έντουαρντ Σαΐντ (ο τελευταίος επιφανής Παλαιστίνιος διανοούμενος στην Αμερική) στην εισαγωγή της δεύτερης έκδοσης του Palestine: «Οι άνθρωποι με τους οποίους συναναστράφηκε είναι οι χαμένοι της ιστορίας – εξορισμένοι στις παρυφές, όπου μοιάζουν απελπισμένα να περιφέρονται… Με την εξαίρεση καναδυό πεζογράφων και ποιητών, κανείς δεν απέδωσε ποτέ καλύτερα αυτή την τραγική κατάσταση των πραγμάτων». Και το σχετικό link...
  12. Walt Disney: Η ζωή του δημιουργού κινουμένων σχεδίων, επιχειρηματία και παραγωγού ταινιών, και η ιστορία του θρυλικού στούντιο. Η Walt Disney, η εταιρεία παραγωγής ταινιών του ανθρώπου που έχει χαρίσει σε τόσες γενιές ανθρώπων μερικές από τις τρυφερότερες παιδικές τους αναμνήσεις, έκλεισε στις 16 Οκτωβρίου τα 100 χρόνια από την ίδρυσή της το 1923. Ο Αμερικανός δημιουργός κινουμένων σχεδίων, επιχειρηματίας και παραγωγός ταινιών Γουόλτ Ντίσνεϊ, γεννήθηκε το 1901 στο Σικάγο από Ιρλανδούς γονείς σε μια οικογένεια με συνολικά πέντε παιδιά, εκ των οποίων εκείνος γεννήθηκε τέταρτος. Όταν ο Γουόλτ ήταν μόλις πέντε χρονών, η οικογένειά του μετακόμισε σε μια φάρμα στο Μιζούρι όπου ο θείος του είχε αγοράσει γη. Εκεί ήταν που το ενδιαφέρον του μικρού Ντίσνεϊ στράφηκε για πρώτη φορά στη ζωγραφική, όταν του ζητήθηκε να σχεδιάσει ένα άλογο για έναν γείτονά τους, επί πληρωμή. Η καθημερινότητα μέσα σε μια τόσο μεγάλη οικογένεια, με μικρές ηλικιακές διαφορές μεταξύ τους, αλλά και η ζωή στη φύση που καλλιέργησε την αγάπη του για τα ζώα, επηρέασαν τον δημιουργικό νέο και διαμόρφωσαν την τόσο χαρακτηριστική πια σε όλους μας αισθητική του. Όταν η οικογένεια μετακόμισε και πάλι το 1911 στο Κάνσας Σίτι, ο Γουόλτ γνώρισε τον κόσμο του βοντβίλ, ενός θεατρικού είδους με κωμικά νούμερα το οποίο υπήρξε εξαιρετικά δημοφιλές εκείνη την εποχή. Από τότε κιόλας, ο Ντίσνεϊ διέθετε το επιχειρηματικό δαιμόνιο και λίγα χρόνια αργότερα αγόρασε μετοχές μιας εταιρίας ζαχαρωτών στο Σικάγο, που σύντομα απέκτησαν αξία. Παράλληλα κάθε Σάββατο ο Ντίσνεϊ παρακολουθούσε μαθήματα στο Kansas City Art Institute, όπου διδάχτηκε την τέχνη του να σχεδιάζει καρτούν. Η παραγωγική αυτή περίοδος του νεαρού επιχειρηματία σταμάτησε για λίγο, όταν το 1918 θέλησε να υπηρετήσει στον στρατό των Ηνωμένων Πολιτειών κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, για να πολεμήσει κατά των Γερμανών. Οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι επηρέασαν βαθιά την ψυχοσύνθεση του Ντίσνεϊ. Στον Α’ Παγκόσμιο, όπου τελικά υπηρέτησε σαν οδηγός ασθενοφόρου, άρχισε να σκιτσάρει μανιωδώς καρτούν με πολεμική θεματολογία και οι επιρροές του αυτές διαφαίνονται σε όλες τις μεταγενέστερες ταινίες της Disney που έχει επιμεληθεί εκείνος. Το 1919, όταν πια επέστρεψε στο Κάνσας, άρχισε να εργάζεται ως κομίστας για μια διαφημιστική δείχνοντας για πρώτη φορά το ταλέντο του στο ευρύ κοινό. Στις αρχές της μεσοπολεμικής δεκαετίας του 1920, ο 20χρονος τότε Ντίσνεϊ απέκτησε με δική του εταιρεία που δημιουργούσε κινούμενα σχέδια κυρίως για διαφημίσεις. Τα καρτούν «Laugh-O-Gram», που πρόβαλλε το γειτονικό του Newman Theater και είχαν ήδη αρχίσει να αποκτούν κάποιο κοινό, έγιναν σταδιακά οι βασικοί πελάτες του. Ο Walt Disney με τον «Μίκι Μάους» Η πρώτη ταινία με τον Μίκι Μάους ήταν το «Steamboat Willie» (1928), μια ασπρόμαυρη ταινία μικρού μήκους, σκηνοθετημένη από τον ίδιο και τον Ουμπ Άιγουερκς, μαζί με τον οποίο δημιούργησε το θρυλικό χαρακτήρα. Πρόκειται για το πρώτο καρτούν με σύγχρονο ήχο, το οποίο αναφέρεται σε μια ταινία του κωμικού Μπάστερ Κίτον (το «Steamboat Bill, Jr.», που προβλήθηκε την ίδια χρονιά) και γνωρίζει στο κοινό για πρώτη φορά, όχι μόνο τον Μίκι, αλλά και τη Μίνι Μάους και τον Μαύρο Πιτ, τον κεντρικό ανταγωνιστή του ήρωα, σε όλα τα καρτούν που ακολούθησαν. Μετά την επιτυχία που γνώρισε η ταινία, ακολούθησε μια σειρά ταινιών μικρού μήκους, τα «Silly Symphonies», με μουσική του Καρλ Στάλινγκ. Συνάπτοντας συνεργασίες με διάφορα κινηματογραφικά στούντιο, όπως την Columbia Pictures και τη United Artists, ο Ντίσνεϊ συνέχισε να δημιουργεί δημοφιλή κινούμενα σχέδια και να εισαγάγει στην ποπ κουλτούρα χαρακτήρες όπως τον Ντόναλντ Ντακ και τον σκύλο του Μίκι, τον Πλούτο. Αξιοσημείωτη ταινία εκείνης της περιόδου «αναζήτησης» για τον παραγωγό ήταν το «Flowers and Trees» (1932), μια ακόμα ταινία μικρού μήκους με ανθρωπόμορφα δέντρα, επιχρωματισμένη με τη νέα τότε τεχνική Technicolor, η οποία αποτελεί το πρώτο έγχρωμο καρτούν του σινεμά. Η πραγματική βέβαια εκτόξευση της καριέρας του Ντίσνεϊ ήρθε με την πρώτη ταινία μεγάλου μήκους της εταιρίας παραγωγής, που πλέον έφερε τη δική του επωνυμία, τη «Χιονάτη και τους Επτά Νάνους» (1938), η οποία γυρίστηκε σε διάρκεια τεσσάρων χρόνων. Η ταινία, βασισμένη στο γνωστό παραμύθι του 19ου αιώνα των αδελφών Γκριμ, χρησιμοποιεί πολλές πρωτοπόρες για την εποχή τεχνικές για να αφηγηθεί τη γλυκόπικρη ιστορία της ορφανής Χιονάτης, η οποία ζει με τη ζηλόφθονη και κακιά μητριά της που θέλει να τη σκοτώσει για να είναι εκείνη η πιο όμορφη της χώρας. Η Χιονάτη τελικά, χάρη στην καλοσύνη του κυνηγού που στέλνει η μητριά της να τη σκοτώσει, ξεφεύγει και βρίσκει καταφύγιο σε ένα σπίτι όπου μένουν επτά καλοκάγαθοι (και λιγάκι κωμικοί) νάνοι. Σε πολλές στιγμές της, όπως εκείνη όπου η Χιονάτη χάνεται στο δάσος, η ταινία γίνεται εφιαλτική, κάτι που σίγουρα αποτελούσε καθρέφτη της σκληρής εποχής κατά την οποία γυρίστηκε, όταν δηλαδή στην Ευρώπη ξέσπασε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Μέσα στη γενική θλίψη της δεύτερης αυτής πολεμικής περιόδου για όλη την ανθρωπότητα, στην Αμερική, που ο κόσμος δεν είχε ακόμα συνέλθει από τη Μεγάλη Ύφεση της προηγούμενης δεκαετίας, ο Ντίσνεϊ έκανε μερικές από τις καλύτερες ταινίες του. Η «Φαντασία» (1940), μια τόσο πρωτοποριακή σύλληψη που ακόμα και με τα σημερινά μέσα θα ήταν πολύ δύσκολο να εκτελεστεί με τέτοια αρτιότητα, ακολούθησε λίγο μετά την επιτυχία της «Χιονάτης» και αποτελεί συλλογικό έργο διαφόρων δημιουργών και σκηνοθετών. Βασικοί συντελεστές της ταινίας ήταν, εκτός από τον Ντίσνεϊ, ο σκηνοθέτης Μπεν Σάρπστιν, ενώ όσο αφορά τη μουσική, συντονιστής ήταν ο μαέστρος Λέοπολντ Στοκόφσκι. Η ταινία, που αποτελεί μια σειρά από επεισόδια κινουμένων σχεδίων που συνοδεύουν διαφορετικές κλασικές συνθέσεις, δεν γνώρισε εμπορική επιτυχία αμέσως, έγινε όμως διάσημη στα επόμενα χρόνια. Παράλληλα με τη «Φαντασία», ο Ντίσνεϊ κυκλοφόρησε μια μεταφορά του παραμυθιού του Κάρλο Κολόντι «Πινόκιο» (1940), και μόλις ένα χρόνο μετά την ταινία «Ντάμπο» (1941), για ένα ελεφαντάκι με ασυνήθιστα μεγάλα αυτιά που γεννιέται σε ένα τσίρκο. Οι δύο ταινίες κινουμένων σχεδίων, σκοτεινές και ταυτόχρονα συγκινητικές, όσο και η εποχή τους, γνώρισαν απήχηση με παιδιά στρατιωτών και άλλων που έχασαν τους γονείς τους στον πόλεμο, να τα βλέπουν και να ταυτίζονται με τους χαρακτήρες. Εκτός από τα δεκάδες καρτούν που ο Ντίσνεϊ είχε αρχίσει να εισαγάγει στον κοινωνικό διάλογο, υπήρχαν και πολλά τραγούδια από τις ταινίες αυτές που είχαν γίνει στάνταρ της τζαζ ή τα τραγουδούσαν «βεντέτες» της εποχής, για να εμψυχώσουν τους στρατιώτες και τις οικογένειές τους. Ο Δρ. Achmed Sukarno, Πρόεδρος της Ινδονησίας, με τον γιο του πάνω στον «Dumbo» στη Disneyland (1956). Μετά τα χρόνια του Πολέμου, όταν ο κόσμος βίωνε τις δυστυχίες που φέρνουν συγκρούσεις τέτοιας μεγάλης κλίμακας, η οικονομία δεν ήταν καλή και ο Ντίσνεϊ άργησε να σημειώσει καινούργια επιτυχία. Ο «Μπάμπι» (1942), μια εξίσου συγκινητική ιστορία με ένα ελαφάκι που χάνει τη μητέρα του από λαθροκυνηγούς, ήταν η τελευταία επιτυχία του για όλη τη δεκαετία του 1940. Όμως με την οικονομική άνθιση στη δεκαετία του 1950, αλλά και λόγω της δίψας του κοινού για πιο χαρούμενες ιστορίες με αίσιο τέλος, ο Ντίσνεϊ βρήκε ξανά την όρεξη και το κουράγιο να συνεχίσει τη λαμπρή καριέρα του. Στη δεκαετία του 1950 που κυκλοφόρησαν επιτυχίες όπως η «Σταχτοπούτα» (1950), η «Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων» (1951) και ο «Πίτερ Παν» (1953). Εκτός από ταινίες κινουμένων σχεδίων, η Walt Disney κυκλοφόρησε ντοκιμαντέρ αλλά και ταινίες με ηθοποιούς, όπως το «Νησί των Θησαυρών» (1950) και την «Ιστορία του Ρομπέν των Δασών και των Ανδρών του» (1952). Όμως ο Ντίσνεϊ, στα τέλη της δεκαετίας άφησε προς στιγμήν στην άκρη τον κινηματογράφο για να ασχοληθεί με ένα άλλο μεγάλο του όνειρο, την Ντίσνεϊλαντ. Ως πρότζεκτ στο μυαλό του επιχειρηματία, η Ντίσνεϊλαντ ήταν πάντα κάτι παραπάνω από ένα μεγάλο λούνα παρκ. Στόχος του ήταν να δημιουργήσει ένα μέρος όπου μικροί και μεγάλοι θα μπορούσαν να περάσουν καλά μαζί, κάτι σαν μια λιγότερο διεστραμμένη εκδοχή της Πόλης των Παιχνιδιών, όπου ο Πινόκιο μεταμορφώνεται σε γάιδαρο στην ομώνυμη ταινία. Ο Ντίσνεϊ είδε τοποθεσίες όπως το Γκρίφιθ Παρκ στο Λος Άντζελες όπου θα μπορούσε να χτίσει την ουτοπία του, αλλά τελικά το πρότζεκτ ξεκίνησε στο Άναχαϊμ στην Καλιφόρνια, όπου στέκεται μέχρι σήμερα η πρώτη Ντίσνεϊλαντ που άνοιξε τις πόρτες της το 1955. Το φιλόδοξο σχέδιο του Ντίσνεϊ, ήδη εξαιρετικά πετυχημένου στο Χόλιγουντ, προκάλεσε τη φήμη πως είχε γίνει μεγαλομανής, ξενίζοντας το κοινό που τον είχε γνωρίσει και αγαπήσει ως δημιουργό κινουμένων σχεδίων. H πρώτη Ντίσνεϊλαντ άνοιξε τις πόρτες τις το 1955 στο Άναχαϊμ στην Καλιφόρνια. Καταλαβαίνοντας μάλλον πως κάτι τέτοιο είχε αρχίσει να συμβαίνει, κατά τη δεκαετία του 1960 ο Ντίσνεϊ επέστρεψε στη βιομηχανία που γνώριζε καλύτερα από κάθε άλλη και έφτιαξε ταινίες όπως τη «Μαίρη Πόππινς» (1964), με τη Τζούλι Άντριους και τον Ντικ Βαν Ντάικ, και άλλες κινουμένων σχεδίων όπως η «Λαίδη και ο Αλήτης» (1955), η «Ωραία Κοιμωμένη» (1959) και τα «101 Σκυλιά της Δαλματίας» (1961), που παραμένουν κλασικές εξήντα και πλέον χρόνια μετά την πρώτη κυκλοφορία τους. Στα τέλη της δεκαετίας, ο Ντίσνεϊ (δεινός καπνιστής για όλη του τη ζωή) αρρώστησε με καρκίνο του πνεύμονα και στα τελευταία χρόνια της ζωής του η μεγαλομανία του επέστρεψε για να μείνει, βάζοντας στον νου του δύο μεγάλα πρότζεκτ, ένα χιονοδρομικό κέντρο και ένα τεραστίων διαστάσεων πάρκο, την «Disney World». Η αρρώστια τελικά τον πρόλαβε και ο Ντίσνεϊ πέθανε προτού δει με τα μάτια του κάποιο από αυτά να υλοποιούνται. Εκείνο που χτίστηκε μετά το θάνατό του ήταν ένα πολύ μικρότερο έργο, το «Walt Disney World Resort» στη Φλόριντα. Η εμμονή του με το όνειρο μιας τέτοιας θηριώδους «ουτοπίας» δημιούργησε τον μύθο πως ο Ντίσνεϊ, πριν πεθάνει, ζήτησε το σώμα του να διατηρηθεί με τη νέα τότε μέθοδο της κρυογονικής, ούτως ώστε οι γιατροί να τον επαναφέρουν όταν βρεθεί θεραπεία για τον καρκίνο, προκειμένου να γίνει καλά και να ολοκληρώσει τα έργα του. Walt Disney World Resort Η τελευταία ταινία που επιμελήθηκε προσωπικά ο Ντίσνεϊ ήταν το «Βιβλίο της Ζούγκλας» (1967), η ιστορία δηλαδή του Μόγλη, ενός παιδιού που μεγάλωσε στη ζούγκλα με γονείς έναν πάνθηρα και μια αρκούδα, βασισμένη στο βιβλίο του Ράντγιαρντ Κίπλινγκ. Ύστερα από αυτή την ταινία, το στούντιο υπό την εποπτεία του αδερφού του Γουόλτ, Ρόι Ντίσνεϊ, προσπάθησε με νύχια και με δόντια να κρατηθεί κυκλοφορώντας ταινίες όπως οι «Αριστογάτες» (1970). Ο Ρόι σύντομα πέθανε και εκείνος το 1971, και την Disney ανέλαβε ο γιος του κυκλοφορώντας μικρότερες επιτυχίες όπως τον «Ρομπέν των Δασών» (1973). Με την παραίτηση τελικά και του Ρόι Τζούνιορ το 1977, το κενό που δημιουργήθηκε χωρίς κάποιον με το ισχυρό επώνυμο των Ντίσνεϊ στο τιμόνι, η εταιρεία κόντεψε να χρεοκοπήσει, ιδιαίτερα κατά τη δύσκολη δεκαετία που ακολούθησε. Με τους μεγαλύτερους σχεδιαστές, όπως για παράδειγμα τον Ντον Μπλουθ, να αποχωρούν ένας-ένας από τη Disney εξαιτίας προσωπικών ερίδων και κακής διαχείρισης της επιχείρησης γενικότερα, το στούντιο δεν γνώρισε άλλη επιτυχία μέχρι την «Αλεπού και το κυνηγόσκυλο» το 1981. Ύστερα ήρθε το «Τρον» (1982) με τον Τζεφ Μπρίτζες, μια ταινία κατά το ήμισυ κινουμένων σχεδίων και κατά το ήμισυ με ηθοποιούς, που γνώρισε επιτυχία χάρη στο μοντέρνο της λουκ· ωστόσο, οι ημέρες της δόξας είχαν γίνει πια παρελθόν. Το «Μαύρο Καζάνι» του 1984 πήρε μέτριες προς κακές κριτικές και η Disney άρχισε να γίνεται δεύτερο όνομα στη βιομηχανία. Η πραγματική αναβίωση ήρθε στη δεκαετία του 1990, πρώτα με τη «Μικρή Γοργόνα» (1989) που πρόσθεσε την Άριελ στο πάνθεο των Πριγκιπισσών της Disney, και στη συνέχεια με την «Ωραία Και το Τέρας» (1991), τον «Αλαντίν» (1992) και βέβαια τον «Βασιλιά των Λιονταριών» (1994) που «έσπασε ταμεία». Η επιτυχημένη αυτή ροή της αρχής της δεκαετίας δεν σταμάτησε, καθώς τις ταινίες αυτές ακολούθησαν η «Ποκαχόντας» (1995), η «Παναγία των Παρισίων» (1996), ο «Ηρακλής: Πέρα από τον μύθο» (1997), η «Μουλάν» (1998) και ο «Ταρζάν» (1999), με το τραγούδι του Φιλ Κόλινς που κέρδισε Όσκαρ. Μέσα στη δεκαετία του 1990 όμως κυκλοφόρησε και μια άλλη ταινία, εξαιρετικά σημαντική για την εξέλιξη της Disney τις επόμενες δεκαετίες: το «Toy Story» (1995). Όντας μια συμπαραγωγή της Disney και της Pixar, η ταινία είναι η πρώτη γυρισμένη εξολοκλήρου με «computer animation». Το «Toy Story» κέρδισε το ευρύ κοινό με τη συγκινητική ιστορία των παιχνιδιών του Άντι που ζωντανεύουν όταν εκείνος δεν τα βλέπει και τον προστατεύουν όσο τα προστατεύει κι εκείνος, με το χιούμορ της, με τις διάσημες φωνές των χαρακτήρων (Τομ Χανκς και Τιμ Άλεν) και με το επιτυχημένο της σάουντρακ. Το «Toy Story», που σήμερα έχει άλλα τρία σίκουελ, άνοιξε μεν την πόρτα προς το μέλλον για το στούντιο, αφήνοντας πίσω μια για πάντα το παραδοσιακό «animation». Η Walt Disney, στα 100 χρόνια της ύπαρξής της έχει περάσει από όλα τα στάδια που θα μπορούσε να περάσει μια επιχείρηση παραγωγής ταινιών. Γλίτωσε τη διάλυση μετά τον θάνατο του ιδρυτή της, τη χρεοκοπία κατά τη δεκαετία του 1980 και ξαναγνώρισε άνθιση, μέχρι που στη δεκαετία του 2000 έγινε ο πραγματικός κολοσσός που είναι σήμερα, με σειρές ταινιών όπως οι «Πειρατές της Καραϊβικής» με τον Τζόνι Ντεπ οι οποίες της απέφεραν δισεκατομμύρια. Και το σχετικό link...
  13. Το κόμικς «Bowie – Αστρόσκονη, Ακτινοπίστολα και Ονειροπόληση στην Εποχή του Φεγγαριού» (εκδόσεις Οξύ) αποθεώνει τον David Bowie, ένα από τα πιο σαγηνευτικά είδωλα της σύγχρονης ποπ κουλτούρας. Η ζωή του David Bowie υπήρξε αναμφίβολα η ζωή ενός αστεριού. Σε αντίθεση με πολλούς διάττοντες «αστέρες» της εποχής μας, ο άνθρωπος με τα «χίλια πρόσωπα» και ένας από τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες της Ιστορίας μεσουράνησε στο ποπ στερέωμα για πάνω από πέντε δεκαετίες. Έχοντας πουλήσει κατά τη διάρκεια της ζωής του πάνω από 100 εκατομμύρια δίσκους παγκοσμίως, ο Bowie συγκαταλέγεται ανάμεσα στους μουσικούς με τις περισσότερες πωλήσεις όλων των εποχών ενώ από το 2022 είναι ο δημιουργός με τις περισσότερες πωλήσεις βινυλίου του 21ου αιώνα. Όπως όλα τα αστέρια, έτσι και το «αστέρι» του David Bowie κάποια στιγμή «έσβησε». Στις 10 Ιανουαρίου 2016 η είδηση του θανάτου του (λόγω καρκίνου στο ήπαρ) σκόρπισε θλίψη στα εκατομμύρια θαυμαστ(ρι)ών του σε όλον τον κόσμο. Δύο μέρες πριν, στα 69α γενέθλιά του, είχε κυκλοφορήσει το 26ο στούντιο άλμπουμ του με τον τίτλο «Blackstar», το οποίο αποτέλεσε εν γνώσει του το «κύκνειο άσμα» του. Και μπορεί το άστρο του να έσβησε, όπως κάθε τι υλικό σε αυτό το Σύμπαν, όμως η μουσική αστρόσκονη που άφησε πίσω του θα συνεχίσει να μαγεύει και να εμπνέει γενιές και γενιές τωρινών και μελλοντικών φαν του. Κάπως έτσι ενέπνευσε η κληρονομιά του μοναδικού αυτού καλλιτέχνη τους δημιουργούς της εικονογραφημένης βιογραφίας του με τον τίτλο «Bowie – Stardust, Rayguns and Moonage Daydreams», η οποία κυκλοφόρησε το 2020, τέσσερα χρόνια μετά τον θάνατό του, από τις καλιφορνέζικες εκδόσεις Insight. Για την υλοποίηση αυτής της φιλόδοξης έκδοσης ένωσαν τα δημιουργικά τους ταλέντα βασικά τρεις άνθρωποι: ο Michael Allred (Madman, Silver Surfer, Red Rocket 7, iZombie) σε σενάριο και σχέδιο, o Steve Horton (συγγραφέας, μεταξύ άλλων, της σειράς Satellite Falling των εκδόσεων IDW) σε σενάριο και η βραβευμένη με Eisner κολορίστρια Laura Allred, η οποία με τις εντυπωσιακές ποπ παλέτες της και τη μαεστρία της στα εφέ «εκτόξευσε» στο Διάστημα τα σχέδια του Michael, βασιζόμενη στη χρωματική αισθητική που υιοθέτησε στους δίσκους, στα πόστερ, στις περφόρμανς και στα βιντεοκλίπ του ο βιογραφούμενος μουσικός. Το σημαντικό αυτό κόμικς για τη ζωή του David Bowie κυκλοφόρησε πρόσφατα και στα ελληνικά από τις εκδόσεις Οξύ με τίτλο «Bowie – Αστρόσκονη, Ακτινοπίστολα και Ονειροπόληση στην Εποχή του Φεγγαριού» (σε μτφρ. Γιάννη Νένε). Στις σελίδες του εξιστορείται η πορεία του καλλιτέχνη από την αφάνεια στη φήμη καθώς και η άνοδος και πτώση του Ziggy Stardust, του αντισυμβατικού alter ego που οδήγησε τον Bowie στην κορυφή της καριέρας του. Φαινομενικά η δομή τού κόμικς παραπέμπει σε ντοκιμαντέρ καθώς ακολουθείται μια γραμμική χρονολογική αφήγηση. Στη συνέχεια όμως συνειδητοποιούμε ότι πρόκειται μάλλον για την αναπαράσταση μιας συναρπαστικής ζωής, διανθισμένης με παραβολές και οπτικούς υπαινιγμούς που «φλερτάρουν» τόσο με την επιστημονική φαντασία όσο και με την ψυχεδέλεια. Η μουσική ξεχειλίζει τόσο πολύ στις απεικονίσεις των ηχογραφήσεων και των συναυλιών, θαρρείς και θέλει να «δραπετεύσει» από τα καρέ και τις σελίδες του βιβλίου, θαρρείς και επιδιώκει να βρει τρόπο να ακουστεί και να πλημμυρίσει το δωμάτιο. Στο «Bowie» βλέπουμε τις επιρροές του καλλιτέχνη που διαμόρφωσαν τη θεατρική και μουσική περσόνα του ως περφόρμερ του θεάματος (π.χ. από τους Konrads, τους King Bees, τους Velvet Underground, τον Jimi Hendrix ή το θέατρο αβαν-γκαρντ ή την ταινία A Clockwork Orange του Στάνλεϊ Κιούμπρικ), καθώς και την εξέλιξη των Spiders from Mars μέχρι τη διάλυση και τη φυγή του Bowie από το Λονδίνο για μια νομαδική ζωή στο εξωτερικό. Βλέπουμε επίσης αναφορές σε στοιχεία της προσωπικής του ζωής: από τον καβγά με τον παιδικό του φίλο Τζορτζ Άντεργουντ, που κατέληξε στη χαρακτηριστική μόνιμα διεσταλμένη κόρη του αριστερού ματιού του, μέχρι τους γάμους του με δύο παγκόσμιας φήμης μοντέλα, την Άντζι Μπαρνέτ (1970-1980) και την Ιμάν (1992-2016). Ένα κόμικς που σου «φωνάζει» ότι δεν διαβάζεται μόνο με εικόνες και λεζάντες, αλλά σε καλεί να απολαύσεις την αναγνωστική εμπειρία με μουσική, βάζοντας σε τέρμα ένταση αλμπουμάρες όπως τα «Hunky Dory», «The Man Who Sold the World», «Space Oddity». Και το σχετικό link...
  14. Η περιπέτεια του Μαξ Φρίντμαν στην εμφυλιοπολεμική Ισπανία φτάνει στο τέλος της, στο τρίτο μέρος της αριστουργηματικής τριλογίας «No Pasarán!». Με το «Sin Ilusiòn» ολοκληρώνεται η τριλογία «No Pasarán!» (εκδ. Jemma Press) που δημιούργησε ο Ιταλός καλλιτέχνης κόμικς Βιτόριο Τζαρντίνο (Vittorio Giardino). Μια τριλογία αφιερωμένη στον ισπανικό εμφύλιο, μέσα από το βλέμμα του πρωταγωνιστή Μαξ Φρίντμαν, πρώην μέλους της γαλλικής αντικατασκοπίας που είχε πολεμήσει στο παρελθόν με το πλευρό των Δημοκρατικών. Όπως θυμόμαστε από τα δύο προηγούμενα μέρη («No pasarán!» και «Rio de Sangre»), ο Φρίντμαν είχε αφήσει στα τέλη Οκτωβρίου του 1938 την Ελβετία ξεκινώντας την αναζήτηση του παλιού του φίλου και συμμαχητή, ταγματάρχη Γκουίντο Τρέβες, ο οποίος αγνοούνταν μέσα στην κόλαση του εμφυλίου πολέμου. Ο Φρίντμαν βρέθηκε στην Ισπανία στη χειρότερη χρονική φάση, καθώς από τις 30 Οκτωβρίου ξεκίνησε η αντεπίθεση των εθνικιστών στο μέτωπο του Έβρου εξελισσόμενη σε μια λυσσασμένη μάχη με εκατέρωθεν απώλειες. Η τεράστια βοήθεια που παρείχε στη συνέχεια η χιτλερική Γερμανία στον Φράνκο σε όπλα και πυρομαχικά, στάθηκε καθοριστική για τη νίκη των φασιστών. Στο «Sin Ilusiòn» παρακολουθούμε πλέον τον Μαξ Φρίντμαν εξουθενωμένο, τραυματισμένο και αποκαρδιωμένο, να επιστρέφει στη Βαρκελώνη, αποφασισμένος να συνεχίσει την αναζήτηση του φίλου του. Μια Βαρκελώνη πλημμυρισμένη από εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες, την οποία προσέγγιζαν τα στρατεύματα του Φράνκο με άγριες εκδικητικές διαθέσεις. Ενώ τις ίδιες μέρες κατέφταναν και τα μαντάτα από τη Γερμανία: η Νύχτα των Κρυστάλλων προμήνυε το επερχόμενο Ολοκαύτωμα των Εβραίων που θα λάμβανε χώρα σε ολόκληρη την Ευρώπη. Σαν να μην έφτανε αυτό το ζοφερό κλίμα, οι δυνάμεις των Δημοκρατικών χωρίζονται σε αντιμαχόμενα στρατόπεδα, με τις κλασικές ενδοαριστερές κατηγορίες για «οπορτουνισμό», «χαφιεδισμό» και «λιποταξία» να δίνουν και να παίρνουν. Η αναζήτηση του Τρέβες από τον Φρίντμαν φτάνει στο αναπόφευκτο τέλος της, μαζί με την αποκάλυψη της αλήθειας: ήταν ο Τρέβες λιποτάκτης, όπως ισχυρίζονταν οι κομμουνιστές συμμαχητές του, ή συνέχισε να πολεμάει μέχρι τέλους τους φασίστες του Φράνκο; Ίσως όμως ελάχιστα να ενδιαφέρει πλέον τον αναγνώστη και την αναγνώστρια η απάντηση σε αυτό το ερώτημα, έπειτα από τόσες κακουχίες, τόση βία και απανθρωπιά που εκτυλίσσονται στα τρία μέρη του «No Pasarán!». Στην τριλογία του Τζαρντίνο το φινάλε αναπάντεχα δεν κλίνει προς την πλευρά του ηρωικού αγωνιστικού θανάτου, αλλά προς τη ζωή. Η φιλοσοφία του Φρίντμαν, όπως σφυρηλατήθηκε στη φωτιά του ισπανικού εμφυλίου, συνοψίζεται στην παρακάτω φράση του: «Μερικές φορές, το να έχεις δίκιο δεν μου φαίνεται επαρκής λόγος για να τουφεκίσεις κάποιον. (…) Μισώ το αίμα. Δεν έχει σημασία πόσο δίκαιος είναι ο αγώνας, απλά καταλήγεις στο συμπέρασμα ότι δεν μπορείς πλέον να σκοτώνεις». Και το σχετικό link...
  15. Μάλλον με ΑΙ απ' το CHATGPT έχει δημιουργηθεί το εξώφυλλο...
  16. Ας ξεκινήσουμε από τα βασικά: Τίποτα δεν πρέπει να μας κάνει να «δικαιολογούμε απολύτως» οποιονδήποτε πόλεμο. Τίποτα δεν είναι αρκετό για να δικαιολογήσει το να στρεφόμαστε ο ένας απέναντι στον άλλο με δολοφονική πρόθεση αφήνοντας πίσω μας νεκρούς αμάχους, οικογένειες ξεκληρισμένες, πόλεις που κάποτε έσφυζαν από ζωή συντρίμμια, επιβιώσαντες με μετατραυματικό στρες και τίποτα στο οποίο να μπορούν να γυρίσουν για να τους θυμίσει την προηγούμενη ζωή τους. Τίποτα δεν πρέπει να μας κάνει να «δικαιολογούμε απόλυτα» τον πόνο. Ο Αρκάς θέλησε να εκφράσει τη δική του «απόλυτη δικαιολόγηση» στα αντίποινα του Ισραήλ κατά της Γάζας, μετά την εισβολή της Χαμάς στα εδάφη του. Και το έκανε με ένα σκίτσο που συνάντησε αντιδράσεις στο Twitter/X. Το σκίτσο που δημοσίευσε ο Αρκάς για τον πόλεμο Ισραήλ-Χαμάς την Τετάρτη, 10 Οκτωβρίου, απεικόνιζε τη φιγούρα μίας δεμένης πισθάγκωνα γυναίκας που μοιάζει εμφανώς κακοποιημένη. Η εικόνα είναι αναφορά στις εικόνες που μας προκάλεσαν ανατριχίλα και τρόμο από την εισβολή της Χαμάς στο Ισραήλ που εκτός από θανάτους έφερε και αιχμαλωσίες ομήρων, αρπαγές και σκληρές κακοποιήσεις αμάχων. Στη δεύτερη εικόνα του σκίτσου παρουσιάζεται μία πόλη να βομβαρδίζεται ολοσχερώς από αεροσκάφη που απομακρύνονται. Η αναφορά είναι στην απάντηση του Ισραήλ στην εισβολή του περασμένου Σαββάτου με μαζικούς βομβαρδισμούς εις βάρος των Παλαιστίνιων που ζουν στη Λωρίδα της Γάζας. Το σκίτσο που προκάλεσε αντιδράσεις «Εκείνο που μισώ περισσότερο σε αυτήν την κτηνωδία», γράφει δίπλα στο πρώτο σκίτσο και προσθέτει πλάι στο δεύτερο: «είναι ότι με κάνει να δικαιολογώ απόλυτα αυτό». Εκείνο που απεχθάνομαι εγώ σε σκίτσα σαν το παραπάνω είναι ότι ο κύκλος της εκδίκησης, των αντίποινων, της εχθρότητας, της βίας δεν κλείνει. «Δικαιολογείται απόλυτα», από τον Αρκά, που θα απευθύνεται σε ένα κοινό που επίσης «δικαιολογεί απόλυτα» το σφυροκόπημα της Γάζας με πυραύλους, τον πλήρη αποκλεισμό των κατοίκων της που κατ’ εντολή του Ισραήλ έχουν μείνει χωρίς ρεύμα, νερό, τροφή και καύσιμα, ως αντίποινα στην επίθεση της Χαμάς στα εδάφη του. Κι η διαμάχη που δεν μπορώ καν να θυμηθώ πότε ξεκίνησε, συνεχίζεται. Εισβολή, απόγνωση, πένθος, αντίδραση, ισοπέδωση, απόγνωση, πένθος, ριζοσπαστικοποίηση, εισβολή, απόγνωση… Ο κύκλος φαντάζει αέναος και δεν χωρούν εδώ δικαιολογίες. Ξέρεις κάτι; Δεν είναι από τη μία άνθρωποι και από την άλλη κτίρια, όπως περιγράφει το σκίτσο του Αρκά. Είναι από τη μία άνθρωποι κι από την άλλη επίσης άνθρωποι, μέσα σε αυτά τα κτίρια, μέσα σε γειτονιές που ισοπεδώνονται. Αλλά αν είχαν μπει άνθρωποι στο δεύτερο σκίτσο, μάλλον η «απόλυτη δικαιολόγηση» θα ήταν πιο δύσκολο να επιτευχθεί. Η Χαμάς είναι μία παραστρατιωτική οργάνωση που ιδρύθηκε στη βάση 3 πυλώνων, τη θρησκεία, την κοινωνική υποστήριξη των Παλαιστινίων και τον αγώνα κατά του Ισραήλ. Από το 2007 διοικεί τη Λωρίδα της Γάζας. Η Χαμάς δεν είναι ολόκληρη η Γάζα, μία από τις πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές του κόσμο με 2,1 εκατομμύρια κατοίκους. Κι όσοι «δικαιολογούν απόλυτα» τον βομβαρδισμό που δεν σταματά στιγμή, είναι σαν να δικαιολογούν τον χαμό όχι της Χαμάς, αλλά όλης της Λωρίδας της Γάζας. Ο Αρκάς βάζει σε ένα σκίτσο #MeToo και Παλαιστίνη. Τρικυμία εν κρανίω. Οι αντιδράσεις έφεραν ένα νέο σκίτσο του Αρκά, που εκτός από «πολέμιους» στο Twitter/X είχε και υποστηρικτές. Κι αυτό γιατί κατάφερε μέσα σε ένα σκίτσο να κάνει κριτική σε όσους έκριναν εκείνον, φέρνοντας και το #ΜeToo στο τραπέζι, το κίνημα που όλοι μοιάζουν να αγαπούν να αποδομούν. Στο σκίτσο-απάντησή του, επικαλείται μία ρήση του Γκράουτσο Μαρξ η οποία αναφέρει «Αυτές είναι οι αρχές μου. Αν δεν σας αρέσουν έχω κι άλλες». Στο πρώτο του σκίτσο μία γυναίκα κρατά μία ταμπέλα που γράφει #Metoo, στη δεύτερη μία σημαία της Παλαιστίνης. Δίπλα της, γυναίκες κακοποιημένες και νεκρές που παραπέμπουν στις εικόνες της εισβολής της Χαμάς στο Ισραήλ. Τρικυμία εν κρανίω, θα πω εγώ. Τι σχέση έχει το #MeToo με όλα αυτά; Ποιος δεν καταδίκασε τις επιθέσεις της Χαμάς και τα εγκλήματα κατά των γυναικών του Ισραήλ κατά την εισβολή του Σαββάτου; Κι αν τις καταδίκασε, τι εμποδίζει το ίδιο πρόσωπο να μιλά για την ιστορία της Παλαιστίνης και τη συστηματική καταπίεση που έχει υποστεί ο λαός της από το Ισραήλ; Τι σχέση έχει το ένα με το άλλο; Και τι σημασία έχει η γνώμη μας τελικά και οι αναλύσεις περί του ποιος και τι φταίει, όσο παιδιά χάνουν τη ζωή τους σε εκείνη την πολύπαθη γωνιά της γης μας; Όπως συμψηφίζει όλη την Παλαιστίνη με τη Χαμάς ο Αρκάς, συμψηφίζει όσους υπερασπίζονται την Παλαιστίνη σε αυτόν τον πόλεμο με όσους υποστηρίζουν το κίνημα #MeToo. «Μοιράζει πόνο ο Αρκάς» έγραψαν κάποιοι χρήστες στο Twitter/X, ενώ άλλοι τον επέκριναν. Το επώδυνο σε όλα αυτά δεν είναι το σκίτσο του Αρκά, είναι το πόσο εύκολα ο ένας τσουβαλιάζει τον άλλο σε αυτή τη χώρα. Πόσο εύκολο είναι να πιστέψουμε ότι «όποιος δεν είναι μαζί μας είναι εναντίον μας» κι όχι ότι υπάρχουν άνθρωποι που δεν σκέφτονται αποκλειστικά σε μαύρο–άσπρο δίπολο. Ότι υπάρχουν άνθρωποι που νοιάζονται για τις γυναίκες του Ισραήλ και για τα παιδιά της Παλαιστίνης εξίσου, ότι υπάρχουν άνθρωποι που βλέπουν τους λαούς να αιματοκυλιούνται ξανά και ξανά και ξανά χωρίς κανείς να κάνει τη διαφορά, ότι τα όπλα κυκλοφορούν σε αυτόν τον κόσμο και εξοπλίζουν και τους μεν και τους δε, ότι μετά από κάθε βομβαρδισμό όσοι ανοικοδομούν πλουτίζουν, ενώ τα θύματα κάθε μίας από αυτές τις συγκρούσεις μένουν εκτοπισμένα, φοβισμένα, με απώλειες, τραυματισμένα για μία ζωή. Είναι δύσκολο να πιστέψουμε ότι υπάρχουν άνθρωποι που δεν δικαιολογούν ποτέ, πόσο μάλλον απόλυτα τον χαμό χωρίς ατζέντες. Μόνο από ατόφια ανθρωπιά. Και το σχετικό link...
  17. Να βοηθήσω λίγο λέγοντας πως προέρχεται από δις εβδομαδιαίο αγορίστικο περιοδικό της δεκαετίας του '80...
  18. 17 Έλληνες καλλιτέχνες ζωγραφίζουν για τα γενέθλια της ATHENS VOICE
  19. Μετά από ένα ομολογουμένως αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο Αρκάς σταμάτησε να απασχολεί για τα πολιτικά του σκίτσα (με εξαίρεση ένα σκίτσο για τον Τσίπρα), σήμερα το πρωί έγινε πάλι αντικείμενο σχολιασμού λόγω ενός σκίτσου που έκανε σχετικά με τον πόλεμο που έχει ξεσπάσει από το περασμένο Σάββατο μεταξύ Ισραήλ και Παλαιστινίων. Στο συγκεκριμένο σκίτσο ο Αρκάς απεικονίζει τη φιγούρα μίας δεμένης πισθάγκωνα γυναίκας, η οποία είναι εμφανώς κακοποιημένη (μάλλον και βιασμένη). Η εικόνα αυτή προφανώς λειτουργεί ως αναφορά στις σοκαριστικές εικόνες που είδαμε με την απαγωγή και την ομηρία άμαχων Ισραηλινών από μαχητές της Χαμάς. Στη δεύτερη σεκάνς του σκίτσου παρουσιάζεται μία πόλη να βομβαρδίζεται ολοσχερώς με πολεμικά αεροσκάφη να απομακρύνονται. Στο κομμάτι αυτό προφανώς αναφέρεται στην απάντηση του κράτους του Ισραήλ με τους μαζικούς βομβαρδισμούς που καταγράφονται τις τελευταίες ώρες εις βάρος των Παλαιστινίων στη Λωρίδα της Γάζας. Ως λεζάντα στις δύο εικόνες, ο Αρκάς γράφει «εκείνο που μισώ περισσότερο σε αυτήν την κτηνωδία…» για να συνεχίσει στο δεύτερο κομμάτι του σκίτσου στο «είναι ότι με κάνει να δικαιολογώ απόλυτα αυτό» ξεσηκώνοντας προφανώς πολλές και δικαιολογημένες αντιδράσεις. Tι είναι αυτό που προκάλεσε τις αντιδράσεις Στην ουσία, το εν λόγω σκίτσο λειτουργεί ως μία ενοχική μεν («εκείνο που μισώ») ρητή δε («δικαιολογώ απόλυτα») υποστήριξη των βομβαρδισμών στη Λωρίδα της Γάζας. Σε ένα πλαίσιο που βέβαια ταυτίζει όλον τον λαό της Παλαιστίνης με τις κτηνωδίες που έλαβαν χώρα στα εδάφη του Ισραήλ τα ξημερώματα του Σαββάτου. Ας αφήσουμε ασχολίαστο ότι αυτό που μισεί ο Αρκάς για την κτηνωδία που είδαμε όλοι μπροστά στα μάτια μας ήταν το πώς ένιωσε ο ίδιος για τον εαυτό του. Οι αντιδράσεις που δημιουργήθηκαν μετά τη δημοσίευση του σκίτσου προκύπτουν από το γεγονός ότι η συγκεκριμένη επιλογή του σκιτσογράφου ουσιαστικά επεκτείνει τη λογική της εκδίκησης και της συνέχισης του κύκλου της βίας η οποία τελικά ανατροφοδοτείται οδηγώντας σε νέες πολεμικές συγκρούσεις και σε νέες ανθρώπινες τραγωδίες. Είναι ούτως ή άλλως αυτές τις ημέρες πολλές οι φωνές χρηστών στα social media που – παίρνοντας ως αφορμή την τραγωδία και τα βασανιστήρια που έχουν περάσει Ισραηλινοί αιχμάλωτοι στα χέρια της Χαμάς – καλούν ουσιαστικά σε αφανισμό όχι της Χαμάς αλλά όλης της Λωρίδας της Γάζας. Υπενθυμίζεται ότι η Γάζα είναι μία από τις πλέον πυκνοκατοικημένες περιοχές του πλανήτη στην οποία ζουν εκατομμύρια άνθρωποι, η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων δεν έχουν καμία σχέση με όσα έγιναν και ενδεχομένως να μην έχουν καμία σχέση και με τη Χαμάς. Σε κάθε περίπτωση, η ψυχραιμία είναι μάλλον ο καλύτερος σύμβουλος ιδίως από τη στιγμή που διακυβεύονται πραγματικές ζωές και όχι απλά κτήρια πίσω από τα οποία κρύφτηκε σκιτσογραφικά ο Αρκάς. Και το σχετικό link...
  20. Για την καινούργια έκθεσή του, ο γνωστός από τα σκαριφήματά του εικονογράφος Mr. Doodle ταξίδεψε στο Μακάο. Στη «Mr. Doodle's First Exhibition in Macau» ο Mr. Doodle παρουσιάζει μια νέα συλλογή πολύχρωμων παιχνιδιάρικων έργων τέχνης, πολλά από τα οποία είναι εμπνευσμένα από τον κόσμο του Disney. Η έκθεση αποτελείται από τέσσερις διαφορετικές εγκαταστάσεις μέσα στο City of Dreams, ένα μεγάλο πολυτελές ξενοδοχείο στο Μακάο. Το χέρι του γεννημένου στην Αγγλία καλλιτέχνη είναι ήδη εμφανές από έξω καθώς η μεγαλύτερη εγκατάσταση καλύπτει όλη την πρόσοψη (52 X 20 μέτρα) του The Showroom. Στο εσωτερικό της Main Portal του City of Dreams, η δεύτερη εγκατάσταση με επωνυμία «Doodle Hall». Εδώ οι επισκέπτες βυθίζονται σε μία από το δάπεδο μέχρι το ταβάνι θέα της τέχνης του Mr. Doodle, με ένα φάσμα χρωμάτων: πολλές εικονογραφήσεις αναγνωρίσιμων χαρακτήρων Disney, συμπεριλαμβανομένων των Μίκι Μάους και Ντόναλντ Ντακ, συνοδεία των χαρακτηριστικών σκαριφημάτων που απλώνονται στους τοίχους. Υπάρχει επίσης χώρος για να παρακολουθούν οι θεατές ένα βίντεο για τη ζωή του Mr. Doodle και να μάθουν περισσότερα για την έκθεση. https://www.instagram.com/p/CxQBJm7tfpU/ Στη δυτική πλευρά του City of Dreams, ο «LOVE WALL», ένας χώρος εμπνεόμενος από ειδύλλια και σχέσεις ο οποίος δημιουργήθηκε σε συνεργασία με πολυάριθμα ζευγάρια στα οποία ζητήθηκε να ζωγραφίσουν τα δικά τους σκαριφήματα και μηνύματα από καρδιάς. Τέλος, το «Doodle Cube», στο κέντρο του Morpheus Lobby· αυτή η εγκατάσταση απηχεί το ντιζάιν του ξενοδοχείου και παρουσιάζει τα σχέδια του Mr. Doodle με διασκεδαστικό και ασυνήθιστο τρόπο. Η έκθεση «Mr. Doodle's First Exhibition in Macau» στο City of Dreams ολοκληρώνεται στις 15 Οκτωβρίου. Και το σχετικό link...
×
×
  • Δημιουργία νέου...

Σημαντικές πληροφορίες

Χρησιμοποιώντας αυτή τη σελίδα, αποδέχεστε τις Όρους χρήσης μας.