Μετάβαση στο περιεχόμενο

«Πρέπει να διαβούμε το χάσμα» [Κουκουλάς Γιάννης, efsyn.gr, 8/08/2020]


ramirez

Προτεινόμενες Καταχωρήσεις


  • Member ID:  2298
  • Group:  Members
  • Topic Count:  1596
  • Content Count:  5019
  • Reputation:   34448
  • Achievement Points:  5027
  • Days Won:  14
  • With Us For:  6159 Days
  • Status:  Offline
  • Last Seen:  

Τι κοινό έχουν οι ιστορίες του Κάφκα, του Μπάροουζ, του Μπρετόν, του Τζόις, του Καρυωτάκη; Και πώς είναι δυνατόν να εικονοποιηθούν τα γραπτά αυτών των συγγραφέων; Ο Γιώργος Τραγάκης, ένας από τους εμπειρότερους σύγχρονους Έλληνες δημιουργούς, το επιχειρεί με αριστοτεχνικό τρόπο συνθέτοντας μια μοναδική συλλογή από «Παράξενες Ιστορίες». Που συμπληρώνονται ιδανικά με πολλές δικές του, εξίσου «παράξενες», ιστορίες.

 

 

01.thumb.jpg.53c167dcfa3ad03c0d7d630d034e27df.jpg

 

 

● Στις «Παράξενες Ιστορίες» σου κυριαρχούν ο θάνατος, ο εφιάλτης, η απελπισία. Πρόσωπα ανέκφραστα περιφέρουν την αβάσταχτη μοναξιά τους σε έναν μη γραμμικό χρόνο, σε τοπία σκοτεινά, μεταφυσικά, σιωπηλά και ταυτόχρονα τρομακτικά. Ποια ήταν η αφορμή γι’ αυτές τις «Παράξενες Ιστορίες»;

 

Κάποια στιγμή, νομίζω τον χειμώνα του 2009, σκέφτηκα να κάνω μια κόμικς αυτοέκδοση βασισμένη σε κείμενα λογοτεχνών που δεν έγραφαν ιστορίες με συμβατικό τρόπο, δεν υπήρχε ο καλός και ο κακός, είχαν κάτι αποσπασματικό, η γλώσσα δεν υποδείκνυε μια συγκεκριμένη εικονογράφηση και το εσωτερικό στοιχείο ήταν ανώτερο από το φαινομενικό. Λέει ο Βόνεγκατ κάπου «να μη φοβάστε να αρχίσετε μια ιστορία από το τέλος επειδή χαλάει την έκπληξη» και μου έδωσε την ιδέα ότι το θέμα θα μπορούσε να είναι ο θάνατος, το οριστικό και αμετάκλητο τέλος και ταυτόχρονα την πρόκληση στο ποια θα μπορούσε να είναι η συνέχεια με μια τέτοια αρχή.

 

● Χρησιμοποιείς κείμενα του Κάφκα, του Τζόις, του Μπάροουζ, του Μπρετόν αλλά και του Καρυωτάκη, του Λαπαθιώτη, του Γονατά. Οι περισσότερες ιστορίες, που δεν είναι μάλιστα από τις πιο δημοφιλείς και γνωστές των συγκεκριμένων συγγραφέων, φαντάζομαι πως αποτελούν μεγάλη πρόκληση για όποιον επιχειρήσει να τους δώσει εικόνα και χρώμα. Δεν αισθάνθηκες κάποια ανασφάλεια, κάποιο δέος όταν αποπειράθηκες κάτι τέτοιο πρώτη φορά;

 

Καθώς το μεγαλύτερο μέρος της σοβαρής λογοτεχνίας έχει δύο βασικά θέματα, τον έρωτα και τον θάνατο, ήταν εύκολο να διαλέξω τα πρώτα βήματα, που ήταν το «Καύκαλο» του Καρυωτάκη, το «Όνειρο» του Κάφκα και ένα απόσπασμα απ’ τον «Άδη» του Τζόις. Επειδή το κόστος της αυτοέκδοσης ήταν μεγάλο για μένα, η απόφαση να γίνουν οι ιστορίες ασπρόμαυρες ήταν αυτονόητη. Ενόσω δούλευα τις πρώτες ιστορίες συνάντησα ένα βράδυ τον Γιάννη Καλαϊτζή σε μια επίσκεψή του στη Θεσσαλονίκη κι όταν με ρώτησε τι φτιάχνω, άνοιξε διάπλατα τα μάτια του και είπε «επιτέλους, βρε παιδί μου, τόσα υπέροχα κείμενα έχουμε, μπράβο, συνέχισε». Με παρότρυνε να τα στείλω στον Άγγελο Μαστοράκη, που τότε ήταν διευθυντής του «9» της «Ελευθεροτυπίας», και τον γνώριζα από το '87, όταν μας είχε συστήσει ο Βάσος Γεώργας ένα ήσυχο μεσημέρι στα Εξάρχεια. Ο Άγγελος ενθουσιάστηκε όταν είδε τις πρώτες ιστορίες και μου είπε εκείνο το αξέχαστο «Θα δημοσιεύσω οτιδήποτε κάνεις» ενώ με πληροφόρησε ότι θα μπορούσα να έχω χρώμα αν το θέλω και δεν υπήρχε περιορισμός σ’ αυτό.

 

 

02.thumb.jpg.4be80dbf014bb56bac2bda5e6a13826f.jpg

 

 

● Με ποιο μηχανισμό κατόρθωσες να ταιριάξεις τα κείμενα των εμβληματικών αυτών συγγραφέων με τρόπο που να δημιουργούν ένα ενιαίο και αρμονικό σύνολο; Και πώς ανάμεσα στις ιστορίες τους τοποθέτησες τις δικές σου εξίσου αρμονικά; Μία από αυτές, μάλιστα, είναι η «Στρατιά», ένα ιδιότυπο «μάθημα ιστορίας» για τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο και τη Μικρασιατική Καταστροφή…

 

Οι ιστορίες έδιναν η μία στην άλλη τη σκυτάλη μ’ έναν «παράξενο» τρόπο. Ο θάνατος, ας πούμε, φλερτάριζε με το όνειρο και οι δυο έννοιες είχαν την υπόσταση και τα χαρακτηριστικά του εικοστού αιώνα. Ο εικοστός αιώνας βρίθει από ένα χάος ιστοριών που πολλές είναι σχεδόν άγνωστες και παραγκωνισμένες. Η Ιστορία, η πολιτικοκοινωνική ιστορία, είναι από πού θα την πιάσεις και με ποια ηθική θα αξιολογήσεις τη σημασία της. Δίπλα στη φωνή της Ιστορίας βρίσκεται και η φωνή της ποίησης και της λογοτεχνίας και δίπλα απ’ αυτήν, κάπου εκεί κοντά, η φωνή του μικρού ανθρώπου και έτσι πήρα το θάρρος να βάλω τις δικές μου «ιστορίες» μαζί μ’ αυτές των ιερών τεράτων. Ήταν βασισμένες σε παλιές ιδέες που εξακολουθούσαν να γυροφέρνουν μέσα μου, όχι τόσο με την ιδέα της εμμονής, όσο σαν μια προσωπική διαπίστωση που έπρεπε να ειπωθεί.

 

● Στον πρόλογό σου αναφέρεις ότι μέρος των ιστοριών σου δημιουργήθηκαν παράλληλα με την πολύπλευρη κρίση, οικονομική και όχι μόνο, στη χώρα μας. Μια κρίση που δημιούργησε μια εφιαλτικά σουρεαλιστική πραγματικότητα, η οποία εντέλει έγινε τρόπος ζωής. Τι ρόλο, πράγματι, έπαιξε η πολιτική και οικονομική πραγματικότητα στα έργα σου;

 

Όσο οι έννοιες έδιναν η μία τη θέση της στην άλλη, όσο διαρκούσε αυτό το παιχνίδι της μεταμόρφωσης της σκέψης, έμοιαζε σαν το όλο εγχείρημα να λειτουργούσε και καθώς η κρίση, κοινωνική και οικονομική, χτυπούσε την Ελλάδα, φαινόταν να επαληθεύεται. Δεν υπήρχε κάτι προφητικό σ’ όλα αυτά, υπήρχε απλά μια λογική, σχεδόν μαθηματική, που οδηγούσε σε ανάλογα συμπεράσματα. Ταυτόχρονα με κινητήρια δύναμη τα κείμενα και την εναλλαγή των ιδεών συνέβαινε και η εναλλαγή της εικονοποίησής τους. Σουρεαλιστικές ιδέες, όνειρα και φαντασία με ξέβραζαν σ’ έναν ολοένα και πιο έντονο ρεαλισμό, μια πραγματικότητα, ένα κομμάτι της αλήθειας όπου αντικρίζεις τον άνθρωπο με όλα όσα κουβαλάει, ακόμα και με τα πιο περίεργα και ανεξήγητα...

 

 

03.thumb.jpg.44cc4caff00bc9ad585435f121265066.jpg

 

 

● Τις ιστορίες σου συμπληρώνει ένας οιονεί επίλογος, μια συλλογή σχεδίων που τιτλοφορείς «Πινακοθήκη». Αποτελεί κάτι σαν «συμπέρασμα»; Σαν εικονογραφικό συμπλήρωμα;

 

Ασχολιόμουν με τις ιστορίες αυτές μέχρι την παύση του «9» και όσες έμειναν αδημοσίευτες, τυπώθηκαν στον τόμο των «Παράξενων Ιστοριών». Η «Πινακοθήκη», κι αυτή μέσα στην επακόλουθη ανεξαρτησία της, συγγενεύει με αυτό το υλικό, είναι η «φυσική» του συνέχεια και καταλαβαίνω ότι δεν κλείνει μ’ ένα τέλος όλα όσα πρεσβεύει αυτή η συλλογή.

 

● Αν και είσαι ένας από τους παλαιότερους και εμπειρότερους Έλληνες δημιουργούς, είχαμε πολύ καιρό να δούμε κάποια δουλειά σου σε έκδοση μέχρι τις «Παράξενες Ιστορίες». Τώρα που έκλεισε αυτός ο κύκλος πώς προχωράς;

 

Τους τελευταίους μήνες δουλεύω σε δύο εγχειρήματα. Το ένα είναι το γράψιμο. Είναι ένα είδος εσωτερικού μονολόγου αλλά ενίοτε «σκάνε» μικρές ιστορίες, πιο αφηγηματικές, όχι τόσο συμβατικές στη γλώσσα σαν κανονικά διηγήματα, αλλά αρκετά συγκροτημένες. Το δεύτερο είναι η ζωγραφική. Αν θα ενωθούν κάποια στιγμή, δεν ξέρω ακόμα. Είναι έργα σε εξέλιξη.

 

 

04.thumb.jpg.f4b306854e4fec3780daa8764b42a37f.jpg

 

 

● Με την εμπειρία σου και τη συμμετοχή σου σε πολλά συλλογικά και εκδοτικά εγχειρήματα κατά το παρελθόν, πώς βλέπεις σήμερα την κατάσταση των ελληνικών κόμικς; Και ποια είναι η θέση σου σ’ αυτή τη σκηνή που όλο μεγαλώνει;

 

Μου είναι δύσκολο να μιλήσω για την «κατάσταση» των ελληνικών κόμικς, γιατί κατά πολύ είναι κάτι που έβλεπα απ’ την αρχή τελείως υποκειμενικά. Το έβλεπα σαν μια μορφή τέχνης που ήθελε αφοσίωση, σεβασμό και τόλμη. Τα πρώτα χρόνια δεν τολμούσα να πω ότι είμαι ζωγράφος (ακόμα και τώρα δυσκολεύομαι) και το θέμα της δημοσίευσης ενός έργου ήταν κάτι ιερό – πόσο μάλλον η έκδοση ενός προσωπικού βιβλίου. Το σχέδιο έπρεπε να είναι κάτι περισσότερο από σταθερό και ευκολοανάγνωστο στυλ για τη διάρκεια μιας ιστορίας και η αφήγηση (εδώ θα θυμηθώ τον Μαστοράκη πάλι) έπρεπε να είχε κάτι να πει. Υπάρχει ένας προσωπικός αγώνας με οποιαδήποτε τέχνη κι αν ασχοληθείς και ένας ακόμα που έχει να κάνει με την κοινωνικοποίηση του έργου σου. Προσωπικά τον δεύτερο εγώ τον παραμερίζω συχνά. Δεν υπάρχουν πολλοί δρόμοι που να συμπορεύονται έναν καλλιτεχνικό δρόμο αναζήτησης. Μπορεί να υπάρξουν παραγγελίες, προσκλήσεις για συμμετοχές, ομαδικές εκθέσεις αλλά σπάνια λειτουργούν. Γενικώς τα πράγματα είναι μπερδεμένα. Ας πούμε, καμιά φορά αναρωτιέμαι γιατί ασχολούνται μαζί μου άνθρωποι που γουστάρουν υπερηρωικά κόμικς ή κάποιοι που απεχθάνονται την ποίηση. Δεν ξέρω, μπορεί να περίμεναν κάτι άλλο από μένα και τους απογοήτευσα. Θέλω να πω, δηλαδή, ότι δεν αισθάνομαι κομμάτι αυτού που λέγεται – πρόχειρα φοβάμαι – ελληνικά κόμικς και επειδή συχνά-πυκνά οι εκδόσεις που προκύπτουν απ’ τον «χώρο» είναι επιφανειακές, υποκριτικές ή εξ επί τούτου λογοτεχνικές ή μοντέρνες, δεν έχουν πραγματικά απήχηση. Δεν είναι ότι ο κόσμος πρέπει να εκπαιδευτεί σαν αναγνώστης των κόμικς, οι αναγνώστες είναι μια χαρά, και Σοπενχάουερ διαβάζουν και Θορό διαβάζουν και Σκαρίμπα και Αντόρνο. Εμείς πρέπει να διαβούμε το χάσμα...

 

 

 

 

Και το σχετικό link...

Σύνδεσμος για σχολιασμό
Μοιραστείτε με άλλους ιστότοπους

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Επισκέπτης
Απάντηση σε αυτό το θέμα ...

×   Έχετε επικολλήσει περιεχόμενο με μορφοποίηση.   Κατάργηση μορφοποίησης

  Επιτρέπονται μόνο 75 emoticons maximum.

×   Ο σύνδεσμός σας έχει ενσωματωθεί αυτόματα.   Εμφάνιση ως σύνδεσμος

×   Το προηγούμενο περιεχόμενό σας έχει αποκατασταθεί.   Διαγραφή εκδότη

×   Δεν μπορείτε να επικολλήσετε εικόνες απευθείας. Ανεβάστε ή εισάγετε εικόνες από URL

×
×
  • Δημιουργία νέου...

Σημαντικές πληροφορίες

Χρησιμοποιώντας αυτή τη σελίδα, αποδέχεστε τις Όρους χρήσης μας.