Μετάβαση στο περιεχόμενο

Αναζήτηση στην Κοινότητα

Εμφάνιση αποτελεσμάτων για ετικέτες 'εκδόσεις μικρος ηρως'.

  • Αναζήτηση ανά ετικέτες

    Πληκτρολογήστε ετικέτες χωρισμένες με κόμματα.
  • Αναζήτηση ανά συγγραφέα

Τύπος περιεχομένου


Ενότητες

  • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΝΕΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΝΕΑ
  • ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ
    • ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ
    • ΤΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙ
  • ΧΑΛΑΡΩΜΑ
    • ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ
    • ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΡΙΟ
    • ΤΟ ΠΑΖΑΡΙ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Διάφορα
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Ντόναλντ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Super Μίκυ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Κόμιξ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μίκυ Μάους
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μπλα μπλα
  • VINTAGE's Συζήτηση
  • VIDEO GAMES's Γεν. Συζήτηση για Video Games

Blogs

  • Valt's blog
  • Dr Paingiver's blog
  • GCF about comics
  • Vet in madness
  • Θέμα ελεύθερο
  • Film
  • Comics, Drugs and Brocc 'n' roll
  • I don't know karate, but i know ka-razy!
  • Γερμανίκεια
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • Κομικσόκοσμος
  • The Unstable Geek
  • Σκόρπιες Σκέψεις
  • Dhampyr Diaries
  • Περί ανέμων και υδάτων

Βρείτε αποτελέσματα σε ...

Βρείτε αποτελέσματα που ...


Ημερομηνία Δημιουργίας

  • Αρχή

    Τέλος


Τελευταία ενημέρωση

  • Αρχή

    Τέλος


Φιλτράρετε με αριθμό ...

Εγγραφή

  • Αρχή

    Τέλος


Ομάδα


Member Title


MSN


Website URL


Yahoo


Skype


Πόλη


Επάγγελμα


Ενδιαφέροντα

  1. Anton Duck

    ΚΛΑΣΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ POPEYE

    Και ήρθε λοιπόν η ώρα που όλοι περιμέναμε! Χθες, στις 2 Αυγούστου του 2022 κυκλοφόρησε, από τις εκδόσεις Μικρός Ήρως, ο πρώτος τόμος της σειράς "Κλασικές ιστορίες Popeye". Η σειρά αυτή έχει σκοπό να παρουσιάσει στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό μια φουρνιά από τις καλύτερες ιστορίες του Μπαντ Σάγκεντορφ (ενός από τους μεγαλύτερους δημιουργούς στριπ με τον Ποπάυ) στην αυθεντική πρωτότυπη μορφή τους. Ο Μπαντ Σάγκεντορφ είναι αυτός ο οποίος κατάφερε μέσα από εκατοντάδες κομικς και στριπς να αναδείξει τον Ποπάυ τόσο στην Αμερική όσο και στην Ελλάδα. Το όνομα του το πρωτοείδαμε στην σειρά "Ποπάυ" (από την εκδοτική Δραγούνης Α.Ε.) καθώς ήτανε τοποθετημένο σε κάθε εξώφυλλο της σειράς για 2 ολόκληρές δεκαετίες. Οι ιστορίες του ξεχώριζαν στο περιοδικό λόγω της εφευρετικότητας και της επινοητικότητας του καθώς και του καλλιτεχνικού ταλέντου του. Όμως οι ιστορίες αυτές υπέστησαν αλλαγές αφού δεν μπορούσαν να φιλοξενηθούν στα περιοδικά κόμικς καθώς ήτανε φτιαγμένες για τα ημερήσια στριπ των αμερικανικών εφημερίδων. Ως εκ τούτου, οι ιστορίες του δεν εκδόθηκαν ποτέ στην σωστή τους μακρόστενη μορφή. Έτσι λοιπόν ο αγαπητός @ PhantomDuck μαζί με την εκδοτική Μικρός Ήρως αποφάσισε να εκδώσει τις ιστορίες αυτές με την αρχική μορφή τους. Αρκετά με τον πρόλογο ας περάσουμε στην παρουσίαση-κριτική... Η ΕΚΔΟΣΗ Μέγεθος: Λίγο μεγαλύτερο από τις Μπαμπαδοϊστορίες με ακριβείς διαστάσεις 21 X 19 εκ. Θεωρώ ότι είναι το καταλληλότερο μέγεθος για μια τέτοια έκδοση. Τα στριπς καθώς και τα άρθρα εφάπτονται τέλεια. Το μόνο πρόβλημα που ίσως θα μπορούσε να τεθεί είναι αυτό της τοποθέτησης το οποίο δεν το θεωρώ πολύ σημαντικό. Τιμή: Στα 22€ (με έκπτωση 19.80€ στο site του Μικρού ήρωα). Λίγο τσουχτερή η τιμή λόγω της κρίσης και της αύξησης της τιμής του χαρτιού αλλά νομίζω ότι τα αξίζει τα λεφτά του ειδικά τώρα που όλες οι εκδόσεις έχουν αυξήσει τις τιμές. Γραμματοσειρές: Έχουμε μια ποικιλία γραμματοσειρών. Θα ανεβεί σε λίγες μέρες μια πλήρης λίστα των γραμματοσειρών που χρησιμοποιήθηκαν. Λοιπές λεπτομέρειες: Οι τόμοι αποτελούνται από 232 σελίδες. Το χαρτί είναι λεπτό γυαλιστερό (σαν illustration μου φαίνεται) ενώ έχουμε μαλακό, εξίσου γυαλιστερό εξώφυλλο και το οπισθόφυλλο. Οι ιστορίες, σύμφωνα με τον πρώτο τόμο, από τελούνται από περίπου 30-40 σελίδες η κάθε μια καθώς οι τόμοι συνοδεύονται με άρθρα γεμάτα πληροφορίες και επιμελημένα από τον ένα καλύτερο. ΟΙ ΤΟΜΟΙ Σύμφωνα με τον ίδιο τον επιμελητή θα έχουμε 6 τόμους στην σειρά και πιθανολογείται κάθε τόμος να κυκλοφορεί ανά 6 μήνες. Ο πρώτος τόμος είναι κοντά μας αρά περιμένουμε και την υπόλοιπη παρέα. Καλή απόλαυση του τόμου και να είναι καλοτάξιδος! Ευχαριστούμε για τα υπόλοιπα εξώφυλλα τους Indian, hudson & albert.
  2. Η ηθική τής μη βίαιης πολιτικής ανυπακοής Γιάννης Αντωνόπουλος (John Antono) Στον πρώτο τόμο του «Κάστρου των Ζώων» (εκδ. Μικρός Ηρως) η διαχρονική πολιτική αλληγορία του Οργουελ συναντά το ιδεώδες της πολιτικής ανυπακοής του Γκάντι Παραφράζοντας το σύνθημα από το μυθιστόρημα του Τζορτζ Οργουελ «Η Φάρμα των Ζώων» (1945), θα λέγαμε ότι «στη φάρμα όλα τα ζώα ήταν ίσα. Στο κάστρο κάποια ζώα είναι πιο ίσα από τα άλλα». Ο λόγος για το πολυβραβευμένο μπεστ σέλερ των γαλλοβελγικών κόμικς με τον τίτλο «Το Κάστρο των Ζώων», που κυκλοφόρησε ως σειρά τεσσάρων άλμπουμ από τις εκδόσεις Casterman μεταξύ 2018 και 2022. Τα δύο πρώτα τεύχη της σειράς («Μις Μπενγκαλόρ» και «Μαργαρίτες του χειμώνα») μπορούμε πλέον να τα διαβάσουμε στα ελληνικά από τις εκδόσεις του Μικρού Ηρωα. Τα επόμενα δύο τεύχη θα κυκλοφορήσουν προσεχώς στον δεύτερο τόμο. Οι Xavier Dorison (σενάριο) και Félix Delep (σχέδιο) μας προσφέρουν ένα έργο που πραγματεύεται ζητήματα τα οποία απασχόλησαν πολύ τον εικοστό αιώνα, όπως η διάπραξη μαζικών εγκλημάτων με την επίκληση της δημοκρατίας ή οι αιμοσταγείς δικτατορίες που ισοπέδωσαν εκατομμύρια ανθρώπους στο όνομα των λαϊκών συμφερόντων. Η ιστορία διαδραματίζεται σε μια φάρμα εγκαταλειμμένη από τους ανθρώπους. Οι κάτοικοί της, τα ζώα, αν και θεωρητικά απολαμβάνουν την ασφάλεια στο «κάστρο» τους, που άλλοτε ήταν η φυλακή τους, στην πραγματικότητα καταπιέζονται βάναυσα από ένα νέο βίαιο καθεστώς. Το σύστημα αυτό, με επικεφαλής έναν μεγαλόσωμο ταύρο (τον Πρόεδρο Σίλβιο), συνεπικουρούμενο από μια ελίτ σκύλων και γουρουνιών, απομυζά τη σκληρή αγροτική εργασία των υπόλοιπων ζώων εκτελώντας κάθε αντιφρονούντα. Ολα αυτά μέχρι την άφιξη ενός μυστηριώδους περιπλανώμενου αρουραίου που θα διδάξει στα καταπιεσμένα ζώα την πολιτική ανυπακοή. Αν αφήσουμε κατά μέρος τη συγκριτική παράθεση του «Κάστρου» με τη «Φάρμα» και αφεθούμε στην αφήγηση των Dorison και Delep, θα διαπιστώσουμε ότι εδώ έχουμε έναν μύθο ταυτόχρονα οικείο, αλλά και πρωτότυπο. Γιατί, ενώ εμπνέεται από τη διαχρονική φόρμα της πολιτικής αλληγορίας με ζώα, προχωράει την προβληματική του πολλά βήματα παραπέρα, υπερβαίνοντας τον πεσιμισμό που διακατέχει εγγενώς την οργουελιανή σκέψη. Το καινούργιο που κομίζει το «Κάστρο των Ζώων» είναι η απέχθεια προς κάθε μορφή βίας –και αυτό διόλου δεν σημαίνει την παθητική αποδοχή της υποτέλειας: η εξέγερση των ζώων που εκτυλίσσεται στις σελίδες του «Κάστρου» προτάσσει την ενεργητική αντίσταση, αποκλείοντας ωστόσο την αιματοχυσία των αντιπάλων η οποία δεν συνεπάγεται παρά την αρχή της εγκαθίδρυσης άλλης μιας στυγνής δικτατορίας. Σε αυτό το «σίκουελ» της «Φάρμας των Ζώων» το όμορφα σχεδιασμένο καρτουνίστικο ύφος του Delep (σημειωτέον η πρώτη μεγάλου μήκους δουλειά του σκιτσογράφου, την οποία έφερε σε πέρας σε ηλικία μόλις 26 ετών) έρχεται σε αντίθεση με τις σκηνές ωμής βίας. Οι καταπιεσμένοι καλούνται να αντισταθούν με κινητήρια δύναμη την αγάπη στην ελευθερία και όχι το μίσος προς τους καταπατητές της. Ή όπως αναφέρεται στην εισαγωγή: «Αυτός ο μύθος φιλοδοξεί να αποτίνει έναν ταπεινό φόρο τιμής σε όλους εκείνους που μας έδειξαν ότι υπάρχει και ένας άλλος δρόμος, επικίνδυνος και αβέβαιος αλλά αληθινός, προς έναν καλύτερο κόσμο». Το σχετικό link
  3. «Ο Τζορτζ Όργουελ είδε καλά, μα δεν τα είδε όλα» Γιάννης Ιατρού Με αφορμή την κυκλοφορία του πρώτου τόμου του «Κάστρου των Ζώων» στα ελληνικά από τις εκδόσεις Μικρός Ηρως συνομιλήσαμε με τους δημιουργούς τής άκρως πολιτικής σειράς κόμικς: τους Xavier Dorison (σενάριο) και Félix Delep (σχέδιο). Xavier Dorison ● Στον πρόλογο του πρώτου τόμου διαβάζουμε: «Ο Τζορτζ Οργουελ είδε καλά, μα δεν τα είδε όλα». Τι είναι αυτό που δεν είδε; Xavier Dorison: Ηθελα απλώς να υπογραμμίσω ότι αν ο Οργουελ στη «Φάρμα των Ζώων» είχε επισημάνει ευφυώς τις συνέπειες μιας επανάστασης με βίαιες μεθόδους, είχε εξαλείψει –κι αυτό δεν είναι κριτική, απλά δεν ήταν αυτό το θέμα του– τις πιθανότητες που ανοίγουν έναν άλλον τρόπο να σηκώσεις κεφάλι απέναντι στη δικτατορία ή την αδικία: την πολιτική ανυπακοή. ● Κάποιοι μιλούν για διασκευή της «Φάρμας των Ζώων», άλλοι για τη συνέχεια, ενώ άλλοι μιλούν για έμπνευση και σημείο αναφοράς. Εσείς έχετε δηλώσει πως απλώς θέσατε τους ίδιους κανόνες παιχνιδιού με τον Οργουελ για να πείτε την ιστορία σας. X.D.: Για να το κάνω λιανά, έθεσα τους «κανόνες του παιχνιδιού» της «Φάρμας των Ζώων»: τετράποδα ζώα που μιλούν αλλά μερικές φορές χρησιμοποιούν τα άκρα τους για να πιάσουν αντικείμενα, ένας τόπος μοναδικός (ή σχεδόν), άνθρωποι που αντιμετωπίζονται ως σύμβολα και όχι σαν χαρακτήρες με μια αψίδα κ.λπ. Αλλά η πλοκή δεν έχει καμία σχέση με αυτό, ούτε και οι πρωταγωνιστές. Τέλος, καθώς η ιστορία ξεκινά σε μια κατάσταση όπου τα ζώα είναι αυτά που ενσαρκώνουν τη δικτατορία, θα μπορούσαμε να το θεωρήσουμε –χωρίς αυτό να συμβαίνει στην πραγματικότητα– μια «συνέχεια» του μυθιστορήματος του Οργουελ. ● Ποια ήταν η βασική έμπνευση για τη συγκεκριμένη ιστορία, πέραν του Οργουελ; X.D.: Είναι ουσιαστικά οι ατομικές ή συλλογικές διαδρομές των μη βίαιων επαναστάσεων ή των κινημάτων πολιτικής ανυπακοής του τελευταίου αιώνα. Το πιο προφανές παράδειγμα είναι αυτό του Γκάντι, αλλά θα μπορούσαμε εξίσου εύκολα να αναφέρουμε το κίνημα Otpor (Αντίσταση) στη Σερβία ή την κίνηση του Νέλσον Μαντέλα. ● Εχετε πει ότι θέλατε να γράψετε για μια επανάσταση η οποία θα έχει αίσιο τέλος, αλλά στην πραγματικότητα πόσο ρεαλιστικό είναι αυτό; X.D.: Η «Αλληλεγγύη» αντιστάθηκε στον στρατηγό Γιαρουζέλσκι, ο Γκάντι πέτυχε την αποχώρηση των Βρετανών αποίκων, η Otpor έριξε τον Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς, ο Νέλσον Μαντέλα επέτρεψε το τέλος του απαρτχάιντ χωρίς αιματοχυσία κ.ο.κ. Το πραγματικό ερώτημα είναι μάλλον αν είναι ρεαλιστικό να σκεφτούμε ότι, για παράδειγμα, μια βίαιη επανάσταση δεν θα είναι πιο δύσκολο να πραγματοποιηθεί, πιο αιματηρή και θα τελειώσει –όπως δείχνει ο Οργουελ– με μια δικτατορία χειρότερη από αυτή που καταπολέμησε. Η Γαλλική Επανάσταση του 1789 οδήγησε στη «Βασιλεία του Τρόμου», αυτή του 1917 στον Στάλιν, αυτή της Κούβας στη δικτατορία του Κάστρο κ.λπ. ● Κάνετε λόγο για μη βίαιες επαναστάσεις, σαν μορφή αντίστασης στις βίαιες δικτατορίες. Θα μπορούσε να γίνει λόγος και για «μη βίαιες δικτατορίες» σήμερα; X.D.: Κάθε μορφή δικτατορίας στοχεύει στην «κλοπή» κάποιας ελευθερίας του ατόμου, είτε είναι η ελευθερία στην ιδιοκτησία, στη μετακίνηση, στη σκέψη, οδηγώντας έτσι λογικά σε «νόμιμη κλοπή», στις φυλακίσεις, στην κοινωνική ή και φυσική θανάτωση. Στην ουσία, η δικτατορία δεν μπορεί να είναι μη βίαιη. Μπορεί να προσπαθήσει να αποκρύψει αυτήν τη βία, να την απομακρύνει από τη δημόσια σφαίρα, -τέτοια είναι τα παραδείγματα της σημερινής Κίνας ή της πρώην Σοβιετικής Ενωσης- ή να την επιδείξει για να ενισχύσει τον τρόμο, όπως κάνει το ISIS. Αυτό που είναι σχετικά νέο, είναι η ύπαρξη καθεστώτων που επιτρέπουν σχετική οικονομική ελευθερία (γνωρίζοντας ότι η «νόμιμη κλοπή» είναι πάντα δυνατή), επιτρέπουν τις εκλογές, αλλά περιορίζουν τους άλλους δύο πυλώνες μιας δημοκρατίας, την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης και την ελευθερία του Τύπου. ● Αναφέρεστε στη γελοιοποίηση ως βασικό «όπλο» μιας μη βίαιης επανάστασης. Υπάρχουν άλλα; X.D.: Φυσικά, οι δικτάτορες μισούν το χιούμορ. Υπονομεύει τη δημόσια εικόνα του «ισχυρού άντρα» και τη λεγόμενη «νομιμοποίηση μέσω της ασφάλειας» που ισχυρίζονται ότι ενσαρκώνουν. Ενώ στην πραγματικότητα αυτοί είναι η απειλή. Τα άλλα «όπλα» είναι αυτά της πολιτικής ανυπακοής. Αυτό πρέπει να χτιστεί βήμα βήμα. Πραγματοποιώντας αγώνες με περιορισμένα διακυβεύματα, με μικρούς στόχους, αλλά ενώνοντας έτσι ακτιβιστές και δημιουργώντας αλληλεγγύη, εκθέτοντας τις αδικίες, κάνοντας απεργίες και πάνω απ’ όλα διαμορφώνοντας μια ρεαλιστική εναλλακτική πρόταση έναντι του ισχύοντος κατασταλτικού συστήματος. Χωρίς εποικοδομητικό πρόγραμμα, κάθε εναλλακτικό κίνημα καταλήγει να κάνει μια τρύπα στο νερό. Μεταξύ άλλων, οι περιπτώσεις των «Stop Wall Street» στην Αμερική και των «Κίτρινων Γιλέκων» στη Γαλλία είναι τα τέλεια παραδείγματα. ● Στους πρώτους δύο τόμους γίνονται αναφορές στους λύκους ως εξωτερικών εχθρών, αλλά δεν τους βλέπουμε ποτέ, ενώ δεν ακούμε σχεδόν τίποτα για τους ανθρώπους, αλλά τους βλέπουμε να έχουν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση των κινήτρων των δικτατόρων να επιβληθούν. X.D.: Οι «λύκοι» είναι η μεταφορά μιας χειραγώγησης τόσο πολυφορεμένης όσο και αποτελεσματικής: ο καθορισμός μιας απειλής ως πηγής νομιμοποίησης για μια βίαιη εξουσία. Οταν δεν μπορείς να αποκτήσεις την αποδοχή του λαού με ενθουσιασμό ή με την προσδοκία για πρόοδο, τον ελέγχεις μέσω του φόβου. Και όταν το πλήθος αισθάνεται ανασφάλεια, είναι έτοιμο να θυσιάσει τα πάντα, συμπεριλαμβανομένης της ελευθερίας του. Αυτό βγάζει νόημα όταν πολεμάς ενάντια στον ναζισμό ή στην πανδημία, αλλά οι δικτάτορες κατάλαβαν ότι μπορούν να χρησιμοποιήσουν το ίδιο αντανακλαστικό ανά πάσα στιγμή και πως αρκούσε απλά να «δημιουργηθεί» μια απειλή από την αρχή ή να υπερβάλουν για μια απειλή που στην πραγματικότητα είναι ακόμα… εμβρυϊκή ή περιορισμένης εμβέλειας. Αλλού θα ενισχυθεί υπερβολικά η κάλυψη της διάπραξης ενός εγκλήματος από ένα μέλος κάποιας μειονότητας, για παράδειγμα ενός εγκλήματος που διέπραξε ένας πρόσφυγας σε μια χώρα με δεκάδες εκατομμύρια κατοίκους, αλλού θα εφεύρουν του «Ουκρανούς ναζί» ή τα «όπλα μαζικής καταστροφής» του Σαντάμ. Τα παραδείγματα είναι δυστυχώς πολυάριθμα. ● Ζούμε σε μια περίοδο γεωπολιτικών κρίσεων με άμεσο αντίκτυπο στο παγκόσμιο πολιτικό γίγνεσθαι. Η Ευρώπη επιστρέφει στην Ακροδεξιά και τη συντήρηση, στη Γαλλία παρά λίγο να δημιουργηθεί κυβέρνηση της Εθνικής Συσπείρωσης της Λεπέν, ενώ ο πόλεμος στην Ουκρανία και στη Γάζα συνεχίζεται και η αστάθεια στην ευρύτερη περιοχή αυξάνεται διαρκώς. Ποιος είναι ο ρόλος έργων τέχνης όπως των δικών σας σε αυτό το υπόβαθρο; X.D.: Από την πλευρά μου πιστεύω ότι ο ρόλος του συγγραφέα είναι ο ίδιος με αυτόν του γιατρού, του φούρναρη ή του κομμωτή: να κάνει τη δουλειά του. Και η δική μου είναι να γράφω σενάρια. Αυτό που είναι αναμφίβολα ιδιαίτερο, είναι ότι, αφενός, ο συγγραφέας είναι ένα είδος συναισθηματικού, πολιτικού, φιλοσοφικού «σφουγγαριού» της εποχής του και συνεπώς τα λόγια του, ακόμα κι αν κρύβονται πίσω από το παραβάν των χαρακτήρων ή της ποιητικής αδείας, θα μιλήσουν για τον δικό του κόσμο και τις προκλήσεις του. Αφετέρου, γεννώντας φανταστικούς κόσμους ή αναπαραστάσεις της πραγματικότητας, η μυθοπλασία επιτρέπει όχι μόνο να δημιουργήσεις μια πολύ πιο δυνατή καταγραφή από ό,τι μια σειρά στατιστικών ή περιγραφών της πραγματικότητας, αλλά, ακόμα περισσότερο, το πιο σημαντικό είναι ότι μπορεί να συγκεκριμενοποιήσει έναν μελλοντικό κόσμο. Με άλλα λόγια, εναπόκειται στον καλλιτέχνη ή στον συγγραφέα να υπογράψει τις αυτοεκπληρούμενες προφητείες που θα οδηγήσουν μια κοινωνία στον σωστό δρόμο… ή στον λάθος Félix Delep ● Διαβάζοντας το «Κάστρο των Ζώων», δεν περίμενα σε καμία περίπτωση ότι το περίτεχνο σχέδιο υπογράφεται από έναν τόσο νεαρό καλλιτέχνη στην πρώτη του εμφάνιση. Σήμερα, πέντε χρόνια μετά τη δημοσίευση του πρώτου μέρους της ιστορίας, πώς νιώθεις για ό,τι μεσολάβησε; Félix Delep: Ο Xavier μού εμπιστεύτηκε με μεγάλη ευγένεια μια σειρά τεσσάρων τόμων, παρ’ όλο που δεν είχα βγάλει ποτέ κάποιο άλμπουμ όταν γνωριστήκαμε. Το ντεμπούτο ήταν πολύ περίπλοκο γιατί είχα πολλά να μάθω «εν κινήσει», αλλά λέγοντας αυτό εξακολουθώ να νιώθω το ίδιο και σήμερα. Εχω όμως πλέον περισσότερα βέλη στη φαρέτρα μου και έχω μάθει πολλά κόλπα για να διορθώνω τα προβλήματα στο καδράρισμα, στις εκφράσεις ή στον χρωματισμό. Κοιτάζοντας πίσω, χαίρομαι πολύ που βλέπω το τέλος του δρόμου και ελπίζω να συνεχίσω να μαθαίνω και να προοδεύω. Γενικά αισθάνομαι πιο ήρεμος σήμερα απ’ ό,τι στην αρχή και είναι μεγάλη χαρά να συνεργάζομαι με έναν σεναριογράφο που ξέρει πώς να σε προκαλεί και να σε ενθαρρύνει ταυτόχρονα. ● Αν και συνήθως αναφερόμαστε σε κόμικς με ζωόμορφους ήρωες, πρακτικά στην περίπτωσή σας συμβαίνει το αντίθετο: πρόκειται για μια ιστορία με ανθρωπόμορφα ζώα, τα οποία δηλαδή έχουν ανθρώπινες συμπεριφορές και εκφράσεις. F.D.: Θέλαμε να διατηρήσουμε το ίδιο σύστημα με τη «Φάρμα των Ζώων» του Οργουελ, με ζώα ως επί το πλείστον φυσιολογικά, αλλά ικανά να μιλήσουν, και να παραμείνουμε στη δραματουργία και στο πνεύμα των παλιών ταινιών κινουμένων σχεδίων της Disney, που ήταν επιθυμία του Xavier - από τις πρώτες κατευθύνσεις που μου έδωσε. Προσπάθησα να βρω τρόπους να εξανθρωπίσω τα ζώα όσο το δυνατόν περισσότερο στις εκφράσεις των προσώπων τους. Επιπλέον, υπάρχει μεγάλο εύρος σωματικής δράσης να εξερευνήσεις σχεδιαστικά με τα ζώα, η οποία είναι εξ ορισμού πιο ελεύθερη γιατί ο αναγνώστης δεν περιμένει από τα ζώα του «Κάστρου» να συμπεριφέρονται ρεαλιστικά ή αληθινά όπως οι άνθρωποι. ● Διάβασα άρθρα που αποδίδουν τις σχεδιαστικές σου επιρροές στα ζώα του Disney, όπως οι «Αριστόγατες» και τα «101 Σκυλιά της Δαλματίας», στο «Blacksad» του Guarnido, στο «L'Épée d'Ardenois» του Willem ή ακόμη στο «Μυστικό των ΝΙΜ» του Don Bluth. F.D.: Εκτός από όλες αυτές που αναφέρεις, σε ό,τι αφορά τον σχεδιασμό των ζώων θα πρόσθετα τους Heinrich Kley και Claire Wendling που είναι εξαιρετικοί. Αλλά, από την άλλη, για το χρώμα θα ήταν περισσότερο οι Hiroshi Yoshida, Man Arenas και John Singer Sargent. Γενικά, το στιλ μου χτίζεται σιγά σιγά και εξελίσσεται πολύ κατά τη διάρκεια της σειράς. Τρέφεται απ’ ό,τι διαβάζω ανά περίοδο, από τις ταινίες που βλέπω, τους πίνακες ζωγραφικής ή τις φωτογραφίες που με εντυπωσιάζουν, την καθημερινή παρατήρηση της πραγματικότητας. Εχω την εντύπωση ότι με τον καιρό βρίσκω ευκολότερο το να αξιοποιώ αναφορές αρκετά μακρινές από το ύφος μου, για να το θρέψω. Και αυτήν την περίοδο είμαι μεγάλος θαυμαστής της δουλειάς της Linnea Sterte και του τρόπου που αποτυπώνει τη φύση. ● Εχουμε συνδέσει τα κόμικς με ζώα με θέματα περισσότερο χιουμοριστικά, κωμικά, ακόμη και παιδικά. Παρ’ όλα αυτά, στο «Κάστρο των Ζώων» υπάρχουν σκληρές σκηνές που σοκάρουν. Η χρήση ζώων για πρωταγωνιστές της ιστορίας επιτρέπει αυτήν την εντυπωσιακή αντίθεση, όπως για παράδειγμα στην εκτέλεση της Μαργαρίτας. F.D.: Είναι ακριβώς έτσι! Ηταν ο στόχος που επιδιώξαμε, να φέρουμε τον αναγνώστη μέσα σε αυτό το παραμύθι μέσα από μια πολύ οικεία και καθησυχαστική εικονογραφική πόρτα και να προκαλέσουμε σοκ μέσα από την αντίθεση αυτού του ανάλαφρου σχεδιαστικού ύφους των ζώων, που ανακαλεί αναμνήσεις από την παιδική ηλικία, με την ενήλικη πολιτική αφήγηση, για να το ανακατέψουμε καλύτερα. ● Το ύφος σου είναι αρκετά διαφορετικό στα εξώφυλλα που έχεις φιλοτεχνήσει για τη σειρά. Ο πειραματισμός με διαφορετικές τεχνικές είναι σημαντικός για έναν καλλιτέχνη ή θεωρείς προτιμότερο να βρίσκει κανείς την κλίση του και να επικεντρώνεται στην τελειοποίησή της; F.D.: Τα εξώφυλλα είναι ένα σημαντικό στοιχείο και προσπαθώ πάντα να κάνω το καλύτερό μου, με τη βοήθεια και τις διορθώσεις του Xavier και του εκδοτικού οίκου Casterman. Είναι λίγο δύσκολο να απαντήσω στην ερώτηση, δεν ξέρω αν είναι καλύτερη η μία ή η άλλη μέθοδος. Στην προσωπική μου πορεία μπόρεσα να παρατηρήσω ότι κατάφερνα να ξεκλειδώνω νέους ορίζοντες διαφοροποιώντας τις προσεγγίσεις, για παράδειγμα το γεγονός ότι ενεπλάκην με τη γλυπτική με βοήθησε να αντιληφθώ καλύτερα τον όγκο, κάτι που μπόρεσα στη συνέχεια να αξιοποιήσω στο σχέδιο. Ή, επίσης, ξεκίνησα κάνοντας πολλά σχέδια παρατήρησης, έφτασα στο σημείο να νιώθω πιο άνετα με αυτήν την άσκηση, παρά με το φανταστικό σχέδιο, το οποίο μου έβγαινε συνήθως λίγο άκαμπτο. Κατάφερα να γεφυρώσω αυτές τις δύο προσεγγίσεις επιχειρώντας να συγκεντρωθώ σε μικρά φανταστικά σχέδια, για την υλοποίηση των οποίων κατέληγα να ανακαλώ όλη τη νοητή βιβλιοθήκη σχεδίων παρατήρησης που είχα φτιάξει μέχρι τότε, απλοποιώντας κάπως την εργασία που έπρεπε να αντιμετωπίσω. Με βάση αυτήν την αρχή, κάνω πάντοτε πολύ μικρά προσχέδια, τα οποία με διευκολύνουν να δω με άνεση τη σύνθεση, τον χώρο και τη συνολική δράση. Το σχετικό link
  4. Επιστρέφοντας με το νέο άλμπουμ της σειράς Λάργκο Γουίντς, ο Jean Van Hamme αντιμετωπίζει ένα πολύ επίκαιρο θέμα: την παγκοσμιοποίηση και τα “πλεονεκτήματά” της. Η γαλλοβελγική σειρά κόμικς, Λάργκο Γουίντς αποτελεί ένα εκδοτικό φαινόμενο στην Γαλλία, όπου μέσα από είκοσι χρόνια ύπαρξης, ο ομώνυμος πρωταγωνιστής της έχει καθιερωθεί ως ένας από τους πιο δημοφιλείς σύγχρονους ήρωες της Ένατης Τέχνης. Χάρη στο εύστροφο γράψιμο του Jean Van Hamme και το πανέμορφο σχέδιο του Philippe Francq, η σειρά βρίσκεται μεταξύ των σταθερών μπεστ σέλερ άλμπουμ με πάνω από 500.000 πωλήσεις κάθε χρόνο. Έχει μεταφερθεί και στον κινηματογράφο, με την τρίτη ταινία – η οποία και βασίζεται στην πρώτη εκ των δύο ιστοριών που περιλαμβάνονται στη νέα ελληνική έκδοση – να κυκλοφορεί από τέλη Ιουλίου στους κινηματογράφους. Όπως γράφει και το ninthartdelights: «Αν σας αρέσουν τα θρίλερ, η περιπέτεια, η ίντριγκα αλλά και η καταιγιστική δράση σε συνδυασμό με ταξίδια σε όμορφα μέρη γύρω από τον κόσμο, τότε αυτό το βιβλίο είναι για εσάς!» Ο μικρός ορφανός Λάργκο Γουίντσλαβ γεννήθηκε στο Μαυροβούνιο και υιοθετήθηκε κρυφά από τον δισεκατομμυριούχο Νέριο Γουίντς, για να τον διαδεχθεί μετά θάνατον στη διαχείριση της οικονομικής αυτοκρατορίας του. Όταν λοιπόν ο Νέριο δολοφονείται, ο εικοσιεξάχρονος Λάργκο, μέσα σε μια νύχτα, γίνεται ένας από τους πλουσιότερους ανθρώπους στον κόσμο. Ο αγώνας για τη διατήρηση αυτής της περιουσίας, σε συνάρτηση με την αντικομφορμιστική και επαναστατική του φύση, θα οδηγήσει τον Λάργκο σε μεγάλες μάχες με κρυφούς εχθρούς και ανταγωνιστές. Έτσι, θα οδηγηθεί συχνά σε επικίνδυνες περιπέτειες που θα τον φέρουν αντιμέτωπο με τον θάνατο, όσο η αυτοκρατορία του – ο πανίσχυρος οικονομικά Όμιλος W – θα βρίσκεται στα πρόθυρα της κατάρρευσης. Στην πρώτη ιστορία του νέου άλμπουμ (καλύπτει τα αντίστοιχα γαλλικά άλμπουμ #13-14) με τίτλους Η Τιμή του Χρήματος και Ο Νόμος του Δολαρίου, ο Λάργκο είναι καλεσμένος στην τηλεοπτική εκπομπή «Η Τιμή Του Χρήματος», όπου δημοσιογράφοι κάνουν ερωτήσεις γύρω από τον κόσμο των επιχειρήσεων. Εκεί ειπώνεται πως η εταιρεία Σπιντ Ουάν, που αγοράστηκε πρόσφατα από τον Όμιλο W, μόλις ανακοίνωσε την απόλυση 2.500 εργαζομένων. Έπειτα, ένας εκ των δημοσιογράφων φέρνει στο πλατό τον Ντένις Τάραντ, ένα στέλεχος της Σπιντ Ουάν, ο οποίος ζωντανά, μπροστά σε εκατομμύρια τηλεθεατές, αυτοπυροβολείται στο κεφάλι. Ο Λάργκο κατηγορείται αμέσως ως υπεύθυνος για τον θάνατο του Τάραντ από μια σημαντική μερίδα του Τύπου και της κοινής γνώμης. Για τον δισεκατομμυριούχο τυχοδιώκτη με τα τζιν, τα (μεγάλα) προβλήματα μόλις αρχίζουν… Στη δεύτερη ιστορία (καλύπτει τα γαλλικά άλμπουμ #15-16) με τίτλους Τα Τρία Μάτια των Φρουρών του Τάο και Ο Δρόμος και η Αρετή, βρισκόμαστε στο Πεκίνο, όπου τμήμα του Ομίλου W πρόκειται να συνάψει κοινοπραξία με τη βιομηχανική εταιρεία Τσάι. Αυτή η συμμαχία θα επέτρεπε στη μεραρχία την κατακόρυφη αύξηση των κερδών. Ωστόσο ο κύριος Τσάι επιθυμεί να επικυρωθεί η συμφωνία από τον ίδιο τον Λάργκο Γουίντς. Όμως, ο ήρωάς μας έχει απαλλαγεί προσωρινά από τις υποχρεώσεις του και ζει αποκομμένος από τον κόσμο σε μια μυστική τοποθεσία. Απομένουν δέκα μέρες μέχρι να βρουν την τοποθεσία του Λάργκο, ειδάλλως μπορεί να σημάνει τη κατάρρευση της εταιρείας. Έχει υφανθεί ένας ιστός, τον οποίον ο Λάργκο δεν έχει άλλη επιλογή από το να τον αδράξει… Επιστρέφοντας με το νέο άλμπουμ της σειράς Λάργκο Γουίντς, ο Jean Van Hamme αντιμετωπίζει, χωρίς εφησυχασμό και με έντονη διάθεση δραματουργίας, ένα πολύ επίκαιρο θέμα: την παγκοσμιοποίηση και τα «πλεονεκτήματά» της. Αναμφισβήτητα, και οι δύο ιστορίες είναι μερικές από τις πιο εμπνευσμένες και συναρπαστικές περιπέτειες του ήρωα, ειδικά από τη στιγμή που ο Philippe Francq βρίσκεται σε κορυφαία φόρμα, παραδίδοντας για άλλη μια φορά εξωπραγματικά σχέδια. Ο τόμος περιλαμβάνει τα παρακάτω άλμπουμ της γαλλικής σειράς: #13. Η Τιμή του Χρήματος #14. Ο Νόμος του Δολαρίου #15. Τα Τρία Μάτια των Φρουρών του Τάο #16. Ο Δρόμος και η Αρετή Και το σχετικό link...
  5. Στο κόμικ “Ταναναρίβη”, οι Σιλβέν Βαλέ και Μαρκ Εκερσόλ συνδυάζουν τα ταλέντα τους και παραδίδουν ένα οδοιπορικό μύησης, συγκινητικό, διασκεδαστικό και ποιητικό. Οι δύο Γάλλοι δημιουργοί μιλούν στο NEWS 24/7 για αυτό το ταξίδι. Η Ταναναρίβη (ή Ανταναναρίβο) είναι η πρωτεύουσα της Μαδαγασκάρης. Στο άκουσμά της πλάθουμε κατευθείαν στον νου έναν τόπο εξωτικό με παραδεισένιες παραλίες, τροπικά φυτά, άγρια αιλουροειδή, σπάνια πτηνά με πλουμιστά φτερά… Ωστόσο για τους κορυφαίους Γάλλους δημιουργούς κόμικ Μαρκ Εκερσόλ (Mark Eacersall) και Σιλβάν Βαλέ (Sylvain Vallée), η πόλη αυτή που αποτέλεσε έμπνευση για το ομότιτλο αριστουργηματικό graphic novel τους, σηματοδοτεί κάτι πολύ πιο σημαντικό: Μια πρόσκληση για εσωτερική αναζήτηση, την ανάγκη για περιπλάνηση που αργά ή γρήγορα ξυπνά στον καθένα από εμάς το ερώτημα: Υπάρχει κάτι που δεν έχω ζήσει ακόμα και θέλω πολύ; Η «Ταναναρίβη» είναι ένα κόμικ – «παράθυρο» σε έναν κόσμο όπου η τέχνη της αφήγησης συναντά την καθαρότητα του σχεδίου και την τρυφερότητα τρυφερότητα τρισδιάστατων χαρακτήρων. Όπως γράφει και το BDGest: «Το να γίνετε μέρος αυτού του ταξιδιού, σημαίνει πως θα έχετε μια όμορφη εμπειρία ανάγνωσης και μια υπέροχη εμπειρία γεμάτη ανθρωπιά που θα σας αγγίξει την καρδιά». Το στόρι Στο λυκόφως μιας τυπικής και μετρημένης ζωής, ένας συνταξιούχος συμβολαιογράφος ζει μια περιπέτεια για πρώτη φορά στη ζωή του. Μια περιπέτεια μικρή, αλλά αληθινή οδύσσεια για εκείνον. Ακολουθώντας τα ίχνη ενός άγνωστου κληρονόμου, τρέχοντας όσο πιο γρήγορα του επιτρέπουν τα γέρικα κόκαλά του, οδηγώντας ένα καμπριολέ που δεν είχε βγει ποτέ του απ’ το γκαράζ και με συντροφιά έναν παράξενο και ιδιότροπο συνεπιβάτη, θα ανακαλύψει ότι ποτέ δεν είναι πολύ αργά για να μάθουμε από τους άλλους… αλλά και από εμάς τους ίδιους. Το ΝEWS 24/7 άδραξε την ευκαιρία να βουτήξει στα βάθη της πολύχρωμης και πολυδιάστατης “Ταναναρίβης” έχοντας οδηγούς του τους δύο Γάλλους δημιουργούς. Σημειώνεται ότι με μια καριέρα που κρατάει περισσότερα από 20 χρόνια και άλλα τόσα άλμπουμ, ο Βαλέ έχει γίνει ένας από τους μεγαλύτερους εκπροσώπους της «καθαρής γραμμής», κληρονομώντας από τους μεγάλους δάσκαλους του είδους (όπως οι Uderzo, Greg, Hermann κα), αλλά δίνοντας παράλληλα και μια σύγχρονη απόδοση. Η μαγεία στο σχέδιο και στο σετάρισμα έγκειται στο γεγονός ότι αποδίδει πάντα το σωστό βλέμμα, το σωστό συναίσθημα… Όλα αυτά παίρνουν άλλη διάσταση όταν βάζεις στην εξίσωση το αριστουργηματικό σενάριο του Εκερσόλ, του οποίου η κινηματογραφική γραφή, γεμάτη ρυθμό, καταφέρνει να είναι συνάμα απαλή και τρυφερή. Και οι δύο μαζί καθιστούν το έργο μια ανεπανάληπτη συνεργασία. Εκερσόλ: “Το ψέμα μπορεί να είναι ένας καλός τρόπος για να κάνεις τη ζωή πιο γοητευτική” Από τον Εκερσόλ ζήτησα να μου μιλήσει για τα ερεθίσματά του, τα κόμικ που τον γαλούχησαν και πώς εμπνεύστηκε και διαμόρφωσε την ιστορία της Ταναναρίβης: «Μέχρι τα εφηβικά μου χρόνια, διάβαζα ξανά και ξανά τα κόμικς του René Goscinny (Asterix, Lucky Luke κ.λ.π.). Θα μπορούσα να υπερασπιστώ την ιδέα ότι ο Goscinny είναι ο πιο επιδραστικός Γάλλος δημιουργός κόμικ του 20ού αιώνα σε όλα τα genres συνδυαστικά. Αλλά στην “Ταναναρίβη” υπάρχει μια νύξη για τον Tintin και τις περιπέτειές του που μας ταξιδεύει πίσω στα νιάτα των αγαπημένων χαρακτήρων μου. Ήταν επίσης μια ευκαιρία να δημιουργήσω ένα κόμικ μέσα στο κόμικ, τέχνασμα με το οποίο ο Sylvain διασκέδασε πολύ.» Ο Mark Eacersall «Ήθελα να γράψω μια δραματική κωμωδία που παρουσιάζει έναν ηλικιωμένο άνθρωπο να δράττει μιας τελευταίας ευκαιρίας να ζήσει μια περιπέτεια, παρά την προχωρημένη ηλικία του και τους ρευματισμούς του. Ως σεναριογράφος, προβάλλω τον εαυτό μου σε όλους τους χαρακτήρες που δημιουργώ είτε είναι άντρας, γυναίκα, έφηβος, γέρος είτε παραβάτης του νόμου ή αστυνομικός. Είναι μια παρακαταθήκη που μου έχει αφήσει η πορεία μου ως ηθοποιός.» Ως προς τον τίτλο του κόμικ, «επέλεξα την “Ταναναρίβη γιατί είναι η πρωτεύουσα της Μαδαγασκάρης και πρώην γαλλική αποικία. Την επέλεξα γιατί φέρνει μνήμες από την προπολεμική περίοδο, και νιώθεις ότι σαν τοποθεσία χαρακτηρίζεται από περιπέτεια, αναζήτηση και έναν παλιομοδίτικο εξωτισμό. Και ως προς το βασικό θέμα που διαπραγματεύεται η ιστορία, ήταν το να απαντήσω στο ερώτημα που όλοι θέτουμε στον εαυτό μας κάποια στιγμή: “Μήπως υπάρχουν πράγματα που δεν έχω ζήσει και θέλω;” Δεν εκφράζεται ποτέ ρητά στην ιστορία, αλλά την ορίζει. Ήθελα επίσης να δείξω ότι μερικές φορές το ψέμα μπορεί να είναι ένας καλός τρόπος για να κάνεις τη ζωή πιο γοητευτική…» Βαλέ: Η καρικατούρα είναι ένα φανταστικό μέσο για τα κόμικς Με τον Βαλέ η κουβέντα δεν μπορούσε παρά να επικεντρωθεί στη μαγική πένα του: «Κατά τον σχεδιασμό των κόμικς όπως και κατά την αφήγηση της ιστορίας, αναζητώ την καθολικότητα, την προσβασιμότητα σε όλους. Κατά τη γνώμη μου, η κουλτούρα κάποιου ή οι αναγνωστικές του συνήθειες δεν πρέπει να εμποδίσουν την πρόσβασή του στις ιστορίες που επιλέγω να πω. Κάτι που σε καμία περίπτωση δεν με εμποδίζει να έχω το χαρακτηριστικό γραφικό στυλ μου και την προσωπική καλλιτεχνική προσέγγιση, παρά τα διαφορετικά είδη ιστοριών που αφηγούμαι.» Ο Σιλβάν Βαλέ Οι ήρωές του έχουν πολύ ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Μπορεί κανείς να καταλάβει αμέσως τον χαρακτήρα τους μόνο από την εμφάνισή τους. Τον ρωτώ πώς καταφέρατε να συνδέσει την προσωπικότητα με την εμφάνιση: «Αυτό οφείλεται στις συνήθειες που απέκτησα ως καρικατουρίστας και ως λάτρης του κινηματογράφου, των ηθοποιών, που με οδήγησαν να κατακτήσω αυτήν την απαραίτητη δεξιότητα για τα κόμικς. Στα κόμικς δεν έχουμε πάντα τον χρόνο να περιγράψουμε τους χαρακτήρες και τους καταλαβαίνουμε – αναγνωρίζουμε μέσα από τη δράση τους. Η καρικατούρα είναι ένα φανταστικό μέσο για τα κόμικς! Επιτρέπει τη διαφοροποίηση των χαρακτήρων, την οριοθέτησή τους και προσθέτει στην εκφραστικότητά τους, άρα στις προθέσεις και τα συναισθήματά τους. Υπάρχει βέβαια μιας μορφής κάστινγκ που πρέπει να γίνει πριν ξεκινήσεις την αφήγηση της ιστορίας. Αλλά το πιο σημαντικό πράγμα για έναν καλλιτέχνη κόμικ, και αυτό μπορεί να φαίνεται παράδοξο, δεν είναι τόσο ο καθαρός σχεδιασμός των χαρακτήρων, αλλά το σκηνικό που ορίζεις μέσω του σχεδίου. Η διαχείριση του ρυθμού της ιστορίας μέσα από τον χωρισμό των “σκηνών” και η σκηνοθετική οπτική είναι καίρια στοιχεία του κόμικ που δεν γίνονται πάντα αντιληπτά πάντα το κοινό, παρόλο που ενισχύουν την ψυχαγωγική ανάγνωση (πέρα από την αισθητική και σχεδιαστική προσέγγιση). Η σκηνοθεσία μιας κωμωδίας είναι η απόλυτη άσκηση όσον αφορά στον ρυθμό!» Γρήγορος γύρος ερωτήσεων Η κουβέντα μου με τους δύο κορυφαίους δημιουργούς που επεκτάθηκε εκτός των συνόρων της… Μαδαγασκάρης. Βαλέ και Εκερσόλ μού μίλησαν για τον ρόλο της ένατης τέχνης σήμερα, τη δημοφιλία των κόμικ που παρουσιάζουν ανθρώπινες ιστορίες, καθώς και την επικερδή σήμερα μεταφορά πολλών τίτλων στη μικρή και μεγάλη οθόνη… Ποια ήταν η διαδικασία δημιουργίας αυτού του κόμικ; Είχατε ολοκληρωμένη εικόνα για το τι θέλετε από την πρώτη μέρα ή ήταν μια ιστορία που αναπτύχθηκε με τον καιρό; M.C: «Τώρα που είμαι κάπως έμπειρος σεναριογράφος, φροντίζω να κρατάω πολλές σημειώσεις και να κάνω έναν καλό προγραμματισμό εβδομάδες προτού γράψω οτιδήποτε. Αλλά όταν έγραψα την ιστορία της “Ταναναρίβης”, είχα μόλις ξεκινήσει να ασχολούμαι με το σενάριο των κόμικ και λειτούργησα σε όλα με τη διαίσθηση καθώς προχωρούσα την πλοκή. Σας συμβουλεύω ανεπιφύλακτα να μην το κάνετε, παρόλο που συνάντησε επιτυχία η ιστορία αυτή!» S.V.: «Με τον Μαρκ ήρθαμε γρήγορα σε πλήρη συνεννόηση γιατί είχαμε τις ίδιες απαιτήσεις και κοινή ανάγκη να εμπλακούμε μαζί τόσο στην ιστορία όσο και υλοποίηση του graphic novel. Ένιωσα επίσης βαθιά εμπλεκόμενος σε όλο αυτό καθώς είχα την αίσθηση, για διάφορους λόγους – και αυτό είναι πραγματικά εκπληκτικό – ότι αυτή η ιστορία προοριζόταν για μένα, παρόλο που είχε γραφτεί χρόνια πριν γνωρίσω τον Μαρκ. Στη συνέχεια ακολούθησε μια εντατική συνεργασία, για να προσαρμόσουμε μέχρι και την τελευταία λεπτομέρεια του κειμένου και να βεβαιωθούμε ότι ορισμένες αλλαγές που έγιναν μέσα από τη γραφική απόδοση θα μπορούσαν να ενισχύσουν ακόμα περισσότερο την αφήγηση.» Ποιος πιστεύετε ότι είναι ο ρόλος των κόμικς για μικρούς και μεγάλους σήμερα; Έχουν (ή πρέπει να έχουν) κοινωνικό πρόσημο; M.C: «Δεν θα τολμούσα να πω ποιος πρέπει να είναι ο ρόλος του κόμικ. Για μένα, το σημαντικό είναι να μπορεί ο καθένας να βρίσκει σ’ αυτό ό,τι θέλει, αυτή είναι και η αξία του. Προσωπικά, πιστεύω ότι η δουλειά μου είναι να προσπαθώ να δείχνω τον κόσμο με όλη του την πολυπλοκότητα, μέσα από ιστορίες που ψυχαγωγούν.» S.V.: «Συμφωνώ απόλυτα με τον Μαρκ, έχω την ίδια άποψη για τον ρόλο της μυθοπλασίας. Μπορεί να πει τα πάντα για τον κόσμο μας, και γι’ αυτόν τον λόγο αποκτά και κοινωνικό χαρακτήρα. Από την πλευρά του δημιουργού ή του καλλιτέχνη, είτε είναι καταξιωμένος είτε βρίσκεται σε εξέλιξη, θα πρόσθετα ότι ο ρόλος του κόμικ είναι επίσης να αποτελεί ένα ευρύ και συνεχώς εξελισσόμενο μέσο έκφρασης: ταυτόχρονα δημοφιλές, αναγνωρισμένο καλλιτεχνικά και πλέον παρουσιασμένο σε μουσεία και γκαλερί τέχνης σε όλο τον κόσμο.» Υπάρχουν πολλά διαφορετικά είδη κόμικς σήμερα, είναι μια τεράστια βιομηχανία. Ωστόσο, οι κομικόφιλοι διεθνώς έλκονται όλο και περισσότερο από τις ανθρώπινες ιστορίες, βασισμένες σε αληθινά προβλήματα Πώς το σχολιάζετε αυτό; M.C: «Μπορούμε να αφηγηθούμε ανθρώπινες ιστορίες που διαδραματίζονται στο διάστημα! Όλες οι ιστορίες άλλωστε είναι ανθρώπινες και μπορούν να αναπτύξουν βαθιά θέματα, είτε αφορούν εξωγήινους είτε γήινους σκύλους με φιλοσοφική διάθεση. Το αριστούργημα «Maus» του Art Spiegelman, το πρώτο graphic novel που κέρδισε το βραβείο Πούλιτζερ πριν από 32 χρόνια, αποτελεί τέλειο παράδειγμα. Επιπλέον, η ανάδυση αυτού που αποκαλούμε «graphic novel» (κόμικς για ενήλικες με μεγάλο αριθμό σελίδων) έκανε νέους αναγνώστες να συνειδητοποιήσουν ότι το κόμικ είναι ένα λογοτεχνικό έργο εξίσου αξιόλογο με οποιοδήποτε άλλο. Καλύτερα να διαβάσεις ένα καλό κόμικ παρά ένα κακό μυθιστόρημα. Σήμερα υπάρχουν σπουδαίοι δημιουργοί κόμικς που μας προσφέρουν ταυτόχρονα έντονες και εκλεπτυσμένες λογοτεχνικές και οπτικές εμπειρίες.» S.V.: «Για εμένα, αυτό που αναφέρεται βασίζεται στην αρχή της εγγύτητας: Όσο πιο κοντινό σάς φαίνεται ένα θέμα, όσο πιο προσιτό (σύγχρονη αφήγηση, επικαιρότητα, προσωπικές ιστορίες, μαρτυρίες, σε ένα περιβάλλον παρόμοιο με το δικό σας…), τόσο πιο εύκολα πιστεύετε ότι θα το αγκαλιάσετε. Κι όμως, αυτό δεν ισχύει, γιατί επί της ουσίας έχουμε την υπόσχεση της εγγύτητας. Κατά τη γνώμη μου, η ποιότητα με την οποία οι δημιουργοί διηγούνται μια ιστορία, είτε αληθινή είτε μυθοπλαστική, και η προοπτική που δίνουν για την ανθρώπινη φύση, θα έχουν πολύ μεγαλύτερο αντίκτυπο σε εσάς από την ίδια την επιλογή του θέματος της ιστορίας. Αλλά πρέπει να είμαστε πιο απαιτητικοί ή προσεκτικοί στην ανάγνωση μιας ιστορίας για να αντιληφθούμε τις διαστάσεις και τα υποκείμενα νοήματά της…» Στις μέρες μας όλο και περισσότερα κόμικς μεταφέρονται σε ταινίες ή τηλεοπτικές σειρές. Είστε υπέρ; M.C: «Για μένα, το κόμικ είναι μια ολοκληρωμένη μορφή τέχνης από μόνο του και δεν είναι υποκατάστατο του κινηματογράφου. Από τότε που ασχολούμαι με αυτό, δεν έχω καμία επιθυμία να επιστρέψω πίσω και δεν παρακολουθώ σχεδόν τίποτα άλλο. Παρόλα αυτά, κατά τη διάρκεια των ετών, έχω γράψει αρκετά σενάρια για τον κινηματογράφο τα οποία απορρίφθηκαν. Κάποια από αυτά μετατράπηκαν σε κόμικς… που πλέον αγοράζονται από εταιρίες παραγωγής για να μεταφερθούν στον κινηματογράφο! Κατά τη γνώμη μου – αν και μπορεί να κάνω λάθος – το κόμικ επιτρέπει μια ελευθερία που ο κινηματογράφος συχνά αρνείται στον εαυτό του. Βλέποντας ένα κόμικ, οι παραγωγοί, που δεν είναι πάντα γεμάτοι φαντασία, αποκτούν ξαφνικά μια πιο σαφή εικόνα για το πώς θα μπορούσε να μοιάζει μια ταινία.» S.V.: «Με τη σειρά κόμικ “Once Upon a Time in France”, αισθάνθηκα ότι ακόμα κι αν έχει όλα τα συστατικά που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν μια σπουδαία κινηματογραφική ταινία (και συχνά προκαλούσε το ενδιαφέρον των παραγωγών) παραμένει «αξεπέραστη» ως κόμικ: Οι πολλοί ενδιαφερόμενοι παραγωγοί δεν έχουν καταφέρει μέχρι στιγμής να την προσαρμόσουν σωστά, όχι μόνο για λόγους προϋπολογισμού… Στα 25 χρόνια που εργάζομαι στα κόμικ, είχα πάντα απόλυτη δημιουργική ελευθερία και ποτέ δεν είχα την αίσθηση ότι με εμπόδιζαν στα επιτεύγματά μου…» Θα θέλατε η Ταναναρίβη να μεταφερθεί στην οθόνη; Και αν ναι, ποιους ηθοποιούς θα θέλατε να δείτε στους πρωταγωνιστικούς ρόλους; M.C: «Η αλήθεια είναι ότι η “Ταναναρίβη” ήταν αρχικά ένα σενάριο που έγραψα και προόριζα για τον κινηματογράφο, αλλά το αποτέλεσμα που πετύχαμε με τον Σιλβάν ξεπέρασε όλες μου τις (κινηματογραφικές) προσδοκίες. Ως ειρωνεία της τύχης, μόλις έγραψα μια διασκευή του για έναν σκηνοθέτη και μια εταιρία παραγωγής που θέλουν να το κάνουν ταινία – Ο Σιλβάν κι εγώ λατρεύουμε το όραμά τους, που είναι λίγο διαφορετικό από το δικό μας. Έχουμε θέσει τους εαυτούς μας στην υπηρεσία αυτού του καλλιτεχνικού πρότζεκτ, προσπαθώντας να εξασφαλίσουμε μια συνοχή.» S.V.: «Όπως και ο Μαρκ, έτσι κι εγώ έχω συμμετάσχει σε πολλά οπτικοακουστικά πρότζεκτ κατά την πορεία μου ως δημιουργός. Πιστεύω σε αυτό το νέο πρότζεκτ και το υποστηρίζω επειδή μου αρέσει. Αλλά μετά τις επιτυχίες που γνώρισαν τα κόμικ μου στα βιβλιοπωλεία, με αρκετούς παραγωγούς να ενδιαφέρονται ή να έχουν ενδιαφερθεί γι’ αυτά, το βλέπω σαν ένα “κερασάκι στην τούρτα”.» Εργάζεστε σε κάποιο άλλο πρότζεκτ αυτήν την περίοδο; M.C: «Θέλουμε πολύ να να συνεργαστούμε ξανά, απλώς πρέπει να βρούμε το κατάλληλο πρότζεκτ. Ένα κόμικ 100 σελίδων απαιτεί τουλάχιστον δύο χρόνια δουλειάς. Πρέπει άλλωστε να διεγείρουμε την επιθυμία του αναγνώστη!» S.V.: «Μόλις κυκλοφόρησαν στη Γαλλία οι δύο τόμοι του “Habemus Bastard” (Dargaud), που ελπίζω να εκδοθούν σύντομα και στη γλώσσα σας (ίσως μια δεύτερη καλή αφορμή για να έρθω στην Ελλάδα για αφιερώσεις;). Τώρα αφιερώνω χρόνο στην προετοιμασία της συνέχειάς του, ενώ παράλληλα δουλεύω σε ελεύθερες εικονογραφήσεις και γράφω σενάρια για δικά μου graphic novel που θα δημιουργήσω μόνος μου. Ωστόσο, παραμένω ανοιχτός σε νέα πρότζεκτ.» Δύο λόγια για τους δημιουργούς Σιλβάν Βαλέ Ο Σιλβάν Βαλέ γεννήθηκε στη Γαλλία το 1972. Μετά την απόκτηση πτυχίου Καλών Τεχνών από το Ινστιτούτο Saint-Luc στις Βρυξέλλες, ξεκίνησε την καριέρα του ως freelancer δουλεύοντας στον τομέα της διαφήμισης και της επικοινωνίας, καθώς και ως καλλιτέχνης στον Τύπο. Παράλληλα δραστηριοποιήθηκε ως σκηνογράφος, διακοσμητής κι επιμελητής για πολλές προσωρινές εκθέσεις. Η είσοδός του στον κόσμο των κόμικ έγινε το 1997, όταν ο σεναριογράφος Ζαν-Σαρλ Κρεέν τον κάλεσε να συνεργαστούν στο “Gil St. André” (Glénat). Το 2006 ο Βαλέ γνώρισε μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του με το “Il était une fois en France” (Glénat), που δημιουργήθηκε σε συνεργασία με τον σεναριογράφο Φαμπιέν Νιουρί. Το έργο τους κέρδισε, μεταξύ άλλων βραβείων, το βραβείο Καλύτερης Σειράς στο Διεθνές Φεστιβάλ Κόμικς της Ανγκουλέμ. Στη συνέχεια το 2014, ο Βαλέ τόλμησε να δοκιμάσει τις δυνάμεις του σε μία από τις πιο θρυλικές σειρές κόμικς της Γαλλο-Βελγικής σκηνής, το θρίλερ “XIII”, εικονογραφώντας τον έβδομο τόμο της σειράς. Μαρκ Εκερσόλ Ο Μαρκ Εκερσόλ είναι Γάλλος σεναριογράφος κινηματογράφου, σκηνοθέτης ταινιών μικρού μήκους και δημιουργός κόμικς. Επίσης έχει εργαστεί ως ηθοποιός και μοντέρ. Το 2021 κέρδισε το βραβείο Fauve Polar SNCF στο Φεστιβάλ της Ανγκουλέμ, μαζί με τη σχεδιάστρια Marion Mousse, για το κόμικ “GoSt 111”, το πρώτο του graphic novel που κυκλοφόρησε το 2020. Προτού επικεντρωθεί στη συγγραφή σεναρίων για κόμικς, ο Εκερσόλ είχε ασχοληθεί με διάφορα επαγγέλματα στο χώρο του θεάματος και των μέσων μαζικής ενημέρωσης. Info: Σενάριο: Mark Eacersall Σχέδιο: Sylvain Vallée Σελίδες: 120 Μέγεθος: 21x28 Έγχρωμο ISBN: 978-618-206-176-3 Και το σχετικό link...
  6. Το Camelot 3000 των Mike Barr και Brian Bolland, ένα θρυλικό έργο για την ιστορία των σύγχρονων κόμικς, κυκλοφορεί για πρώτη φορά ολοκληρωμένο στα ελληνικά σε μια ενιαία έκδοση. Ο Βασιλιάς Αρθούρος ξυπνά το έτος 3000 μ.Χ., βρίσκει το μαγικό σπαθί του, οργανώνει και πάλι τους Ιππότες της Στρογγυλής Τραπέζης, ταξιδεύει στο Στόουνχεντζ, ανασταίνει τον μάγο Μέρλιν και αντεπιτίθεται στους εξωγήινους που έχουν εισβάλει στη Γη αλλά και στην παγκόσμια δικτατορία που έχουν επιβάλει σκοτεινά κέντρα εξουσίας. Από κοντά ακολουθούν ο Σερ Λάνσελοτ και η Γκουίνεβιρ, ο Τριστάνος που επιστρέφει ως γυναίκα αλλά παραμένει ερωτευμένος(η) με την Ιζόλδη, ο Πάρσιφαλ, ο Γκάλαχαντ ως Σαμουράι, όλοι τους στην αναζήτηση του Αγίου Δισκοπότηρου σε μακρινούς πλανήτες εν μέσω πυρηνικών εκρήξεων. Όλο αυτό ακούγεται ως η επιτομή ενός μεταμοντέρνου κιτς πλυντηρίου, ενός απίστευτου αχταρμά στον οποίο η μυθολογία ανακατεύεται με την Ιστορία και την επιστημονική φαντασία, τα ζητήματα φύλου και την πολιτική κριτική για να προκύψει μια εκβιασμένη και παντελώς αναληθοφανής αφήγηση με αδιευκρίνιστο target group αναγνωστών. Παραδόξως, για μια τέτοια πρώτη ύλη, το αποτέλεσμα ήταν ένας εκδοτικός θρίαμβος που θεωρείται ένα αριστούργημα της ένατης τέχνης, ένα έργο που επηρέασε καθοριστικά την εξέλιξη των κόμικς από τη δεκαετία του 1980 μέχρι σήμερα. Το μεγαλύτερο μέρος αυτής της επιτυχίας πιστώνεται αναμφίβολα στον Mike Barr, εμπνευστή και σεναριογράφο του Camelot 3000 και στον θρυλικό Brian Bolland κατά τα πρώτα βήματα της υπερατλαντικής καριέρας του. Κι αυτό γιατί κατόρθωσαν να συνθέσουν ιδανικά όλα αυτά τα ετερόκλητα στοιχεία και να δημιουργήσουν μια συναρπαστική ιστορία με σφιχτά δομημένο σενάριο και καταπληκτικά σχέδια, μια αφηγηματική και ζωγραφική πανδαισία που είχε σημαδέψει ανεξίτηλα τους νεαρούς αναγνώστες όταν πρωτοκυκλοφόρησε σε τεύχη (1982-1985). Όπως επισημαίνει και ο Ηλίας Κατιρτζιγιανόγλου προλογίζοντας την ελληνική έκδοση (εκδόσεις Μικρός Ήρως, μετάφραση: Γαβριήλ Τομπαλίδης, 322 σελίδες): «Το Camelot 3000 είναι ένα κράμα μεσαιωνικής μυθολογίας και διαστημικής όπερας που στοιχηματίζω ότι θα κερδίσει εσάς, τους νέους αναγνώστες του, όπως συνέβη και με εμάς, τους παλαιότερους, που δεκαετίες μετά εξακολουθεί να έχει περίοπτη θέση στη βιβλιοθήκη και την καρδιά μας». Όπως περιγράφει ο ίδιος ο Mike Barr στην εισαγωγή του για την επίτομη έκδοση, η κεντρική ιδέα της ιστορίας άρχισε να διαμορφώνεται στο μυαλό του από τα χρόνια των κολεγιακών του σπουδών, τη δεκαετία του 1970. Για καιρό όμως δεν μπορούσε να βρει εκδότη. Αρχικά η DC την είχε απορρίψει, για να την εγκρίνει πολύ αργότερα αφού είχε μεσολαβήσει και μια ανεπιτυχής προσπάθεια με τη Marvel. Αποφασίστηκε μάλιστα το έργο να κυκλοφορήσει μέσω «direct market», απευθείας σε εξειδικευμένα καταστήματα κόμικς και όχι σε περίπτερα και κιόσκια, με τον πρωτοποριακό για την εποχή χαρακτηρισμό «maxi-series», δηλαδή με προκαθορισμένο αριθμό τευχών (12 στην περίπτωση του Camelot 3000) και όχι ως μια σειρά με ανοιχτό τέλος και διάρκεια, ανάλογα με τις πωλήσεις. Οι ιδιαιτερότητες αυτές, δεδομένες στην εποχή μας, αποτελούσαν τότε μια ριψοκίνδυνη εκδοτική ακροβασία, έναν πειραματισμό που εισήγαγε νέα ήθη στον κόσμο των κόμικς στις ΗΠΑ. Επιπλέον, απομακρύνθηκε από το εξώφυλλο η γνωστή από τη δεκαετία του 1950 στάμπα «Approved by the Comics Code Authority» με αποτέλεσμα οι δημιουργοί να έχουν πολύ μεγαλύτερες ελευθερίες και να μην υπόκεινται σε λογοκριτικούς και αυτολογοκριτικούς περιορισμούς. «Έχοντας προσθέσει έναν διεμφυλικό ιππότη, λεσβιακό έρωτα, αιμομιξία και ένα σωρό άλλα σημεία που ήταν αντίθετα με τον κώδικα δεοντολογίας, ένιωσα πως έσπρωξα τα πράγματα στα όριά τους όσο περισσότερο γινόταν εκείνη την εποχή. Για κάποιον αναγνώστη που θα το διαβάσει για πρώτη φορά και θα βρει το περιεχόμενο σχετικά μετριοπαθές με βάση τα στάνταρ της σημερινής εποχής, ας έχει κατά νου πως η σειρά δημοσιεύτηκε πριν από σαράντα χρόνια, και πως τίποτα δεν γερνά πιο άσχημα όσο οι αιτίες των επαναστάσεων που έχουν παρέλθει», διευκρινίζει ο Mike Barr. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο πρωτοφανούς αυτονομίας αλλά με βάση τις πολύ συγκεκριμένες σεναριακές οδηγίες και κατευθύνσεις του Barr, ο Brian Bolland, γνωστός ώς τότε κυρίως για τις ιστορίες του Judge Dredd που φιλοτεχνούσε στο εμβληματικό βρετανικό περιοδικό 2000AD, είχε μπροστά του ένα πεδίον δόξης λαμπρόν για να ξετυλίξει το τεράστιο σχεδιαστικό του ταλέντο. Οι φοβερές σκηνές μαχών με κάθε είδους όπλα, από ξίφη και δόρατα μέχρι φουτουριστικά οπλοπολυβόλα, οι πολυπληθείς, διονυσιακές συνθέσεις του με ανθρώπους, μεσαιωνικούς ήρωες, εξωγήινα πλάσματα και αποκρουστικά τέρατα, οι εντυπωσιακές ενδυμασίες των παράξενων χαρακτήρων που συνυπήρχαν σε ένα πανέμορφο και λίγο τρομακτικό παστίς πολιτισμών και προελεύσεων, το απειλητικό, αχανές διάστημα και οι ακόμα πιο εφιαλτικές ερειπωμένες πόλεις, όλα αυτά ήταν δικό του έργο. Ένα έργο που, παρά τον βραχύ εκδοτικό βίο του, εξακολουθεί μέχρι σήμερα να θεωρείται μια ξεχωριστή στιγμή των σύγχρονων κόμικς που προσφέρει, έστω και διαφορετικής έντασης, μεγάλες συγκινήσεις σε αναγνώστες κάθε ηλικίας και προηγούμενης εμπειρίας. Και το σχετικό link...
  7. Δύο θρύλοι ενώνουν τις δυνάμεις τους για να αντιμετωπίσουν δύο απόλυτους εγκληματίες από δύο εντελώς διαφορετικά σύμπαντα των κόμικς. Μπάτμαν και Ντίλαν Ντογκ συναντιούνται στους υπονόμους του Λονδίνου! Εδώ και πολλές δεκαετίες, συνήθης εμπορική τακτική των μεγάλων εταιρειών κόμικς και των σπουδαίων δημιουργών τους είναι να προχωρούν σε σεναριακές ακροβασίες και ρηξικέλευθους πειραματισμούς αναφορικά με την προέλευση των χαρακτήρων, τον τόπο και την εποχή δράσης τους, τις ικανότητές τους κ.λ.π. Στο πλαίσιο αυτό έχουν δοκιμαστεί αμέτρητα crossovers, ακόμα και των πιο φαινομενικά αταίριαστων ηρώων που υπό συγκεκριμένες συνθήκες συναντιούνται στα πιο απίθανα μέρη και ζουν τις περιπέτειές τους σε «what if» εναλλακτικά περιβάλλοντα που σπάνε τη ρουτίνα και ανανεώνουν το ενδιαφέρον για τις ιστορίες τους. Αμέτρητοι τέτοιοι συνδυασμοί έχουν υπάρξει μέχρι τώρα και ακόμα περισσότερους θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς για το μέλλον. Κάποιες διασταυρώσεις βέβαια, αγγίζουν τα όρια του εξωφρενικού και της εκκεντρικότητας μέχρι να συμβούν και να αναγκάσουν τους αναγνώστες να αναθεωρήσουν τις απόψεις τους για το τι τελικά μπορεί να συμβεί στα κόμικς. Επιβεβαιώνοντας το ότι κάποιοι δημιουργοί με τη δεξιοτεχνία τους μπορούν να υπερβούν κάθε εμπόδιο και να προτείνουν ως εφικτό σενάριο ακόμα και την πιο απρόσμενη συνάντηση. Μια τέτοια συνάντηση μεταξύ δύο θρυλικών μορφών των κόμικς λαμβάνει χώρα στο «Η Σκιά της Νυχτερίδας» (μετάφραση: Γαβριήλ Τομπαλίδης, εκδόσεις Μικρός Ήρως, 218 σελίδες), με τον Μπάτμαν και τον Ντίλαν Ντογκ να μεταφέρουν τη δράση τους στο διαρκώς βροχερό, σκοτεινό και gothic Λονδίνο, στα υπόγεια και τους υπονόμους κάτω από τα υπερκαταστήματα με τις φανταχτερές επιγραφές. Είναι όμως εντέλει τόσο απρόσμενη αυτή η συνάντηση; Η απάντηση θα ήταν καταφατική αν λαμβανόταν υπόψη μόνο η προέλευση των δύο χαρακτήρων και το περιβάλλον εντός του οποίου έγιναν και παραμένουν δημοφιλείς. Ο παγκοσμίως γνωστός Άνθρωπος-Νυχτερίδα είναι ένας πολυεκατομμυριούχος, γυμνασμένος και επινοητικός αλλά χωρίς καμιά υπερδύναμη, εμμονικός διώκτης του εγκλήματος στο φανταστικό Γκόθαμ από το 1939. Από την άλλη, ο Ντίλαν Ντογκ είναι ένας απένταρος και «ταπεινός» ιδιωτικός ερευνητής του παραφυσικού και του ανεξήγητου, ευρηματικός και ετοιμόλογος αλλά ταυτόχρονα εύθραυστος και ανασφαλής που προσπαθεί να εξιχνιάσει μυστήρια και υποθέσεις με μάγους, βαμπίρ, λυκάνθρωπους και μεταλλαγμένα πλάσματα, γνωστός κυρίως στην Ιταλία στην οποία αποτελεί εκδοτικό φαινόμενο εδώ και σχεδόν τέσσερις δεκαετίες. Ο πρώτος έχει για μπάτλερ τον αριστοκράτη Άλφρεντ και για βοηθό του τον Ρόμπιν, ζει σε πύργο και κυκλοφορεί ως Μπρους Γουέιν με το ιδιωτικό του τζετ και ως Μπάτμαν με απίθανα τροχοφόρα και αεροσκάφη εξοπλισμένα με γκάτζετ τελευταίας τεχνολογίας, εχθρός του είναι ο παρανοϊκός Τζόκερ ενώ συχνά-πυκνά συναντιέται με τον Σούπερμαν με τον οποίο διατηρεί ανταγωνιστικές σχέσεις. Ο δεύτερος έχει για βοηθό του έναν μονίμως απλήρωτο, πεινασμένο και φιλάσθενο φουκαρά κατ’ εικόνα και ομοίωση του Γκράουτσο Μαρξ, κυκλοφορεί με τα πόδια και μεγάλος του αντίπαλος είναι ο, πιθανώς πατέρας του, Δρ Ξάμπαρας, ένας μυστικιστής γιατρός στο κυνήγι της επίτευξης της αθανασίας. Παρά τις χαώδεις διαφορές τους ωστόσο, οι δύο χαρακτήρες έχουν τελικά πολλά κοινά. Καταρχάς η χρονιά (1986) που χωρίς πολλές τυμπανοκρουσίες και προσδοκίες δημοσιεύτηκε η πρώτη περιπέτεια του Ντίλαν Ντογκ με τίτλο «Η Αυγή των Ζωντανών Νεκρών» είναι η ίδια που κυκλοφόρησαν οι «Watchmen» των Άλαν Μουρ και Ντέιβ Γκίμπονς και κυρίως, η περιπέτεια-σταθμός «Ο Σκοτεινός Ιππότης» του Φρανκ Μίλερ, μια ιστορία που άλλαξε για πάντα όχι μόνο το περιεχόμενο των κόμικς του Μπάτμαν, ενός γερασμένου και ψυχικά καταρρακωμένου, αποσυρμένου ήρωα που επιστρέφει στη δράση για να πατάξει εγκληματικότητα και διαφθορά, αλλά και ολόκληρου του υπερηρωικού είδους συμβάλλοντας καθοριστικά στην περαιτέρω ενηλικίωσή του. Τόσο στα κόμικς του Μπάτμαν όσο και σε αυτά του Ντίλαν Ντογκ κυριαρχεί το σκοτάδι, το μακάβριο, το γκροτέσκο. Είναι και οι δυο θνητοί και τρωτοί, όχι υπεράνθρωποι, που πασχίζουν να ξορκίσουν τους προσωπικούς τους δαίμονες (στην περίπτωση του Ντίλαν Ντογκ, κυριολεκτικούς και μεταφορικούς), αφοσιωμένοι ολοκληρωτικά και ψυχαναγκαστικά σε έναν στόχο από τον οποίο δεν μπορούν να παρεκκλίνουν. Κάθε επιτυχία τούς οδηγεί στην επόμενη αποστολή και κάθε αποτυχία τούς πεισμώνει. Ούτε καν περνά από το μυαλό τους να τα αφήσουν όλα πίσω και να χαρούν τη ζωή τους σαν πραγματικοί άνθρωποι. Στη «Σκιά της Νυχτερίδας» των Roberto Recchioni (σενάριο) και Werther Dell’ Edera – Gigi Cavenago (σχέδια) κυριαρχούν αυτές οι ομοιότητες και έτσι γεφυρώνονται οι διαφορές με τους δύο ήρωες να λειτουργούν αλληλοσυμπληρωματικά για να καταφέρουν να εξουδετερώσουν τους επίσης συνεργαζόμενους αντιπάλους τους. Τη διπλή διασταύρωση κάνουν ακόμη πιο απολαυστική και πολυεπίπεδη μια σειρά από πρόσωπα από τα δύο «σύμπαντα» όπως η Σελίνα Κάιλ – Κατγούμαν, ο Τζον Κόνσταντιν, οι επιθεωρητές Γκόρντον και Μπλοχ, η Μαντάμ Τρελκόφσκι κ.ά. σε αναπάντεχες εμφανίσεις που χαρακτηρίζονται από σαρκαστικούς διαλόγους, μαύρο χιούμορ και αιχμηρές ατάκες με διαρκείς αναφορές στο πλούσιο παρελθόν των δύο ηρώων. Σε ένα άλμπουμ-ορόσημο στην ιστορία τόσο του Μπάτμαν όσο και του Ντίλαν Ντογκ, αλλά κυρίως στην ιστορία και τη δυναμική των crossovers που υπερβαίνοντας στερεότυπα και προκαταλήψεις μπορούν να εξερευνήσουν ακόμη περισσότερες πτυχές σε ένα είδος κόμικς που αποδεικνύεται πανίσχυρο και ανεξάντλητο. Και το σχετικό link...
  8. Τα γουέστερν ήταν κάποτε ένα από τα αγαπημένα είδη των κόμικς, όπως άλλωστε και του κινηματογράφου. Σταδιακά έχασαν μεγάλο μέρος της γοητείας τους, ή μάλλον, το κοινό έχασε το ενδιαφέρον του γι’ αυτά επιλέγοντας πιο hi-tech περιπέτειες με πανίσχυρους υπερήρωες και εντυπωσιακές μάχες. Κάποια ωστόσο παρέμειναν δημοφιλή, ιδιαίτερα στις μεγαλύτερες ηλικίες αναγνωστών που τα διάβαζαν μετά μανίας στη δική τους νεότητα. Ίσως ο πιο γνωστός χαρακτήρας των γουέστερν κόμικς, κυρίως στην Ευρώπη και οπωσδήποτε στην Ιταλία, είναι ο Τεξ του οποίου οι περιπέτειες κυκλοφόρησαν πρώτη φορά το 1948 σε σενάρια του Gian Luigi Bonelli και σχέδια του Aurelio Galleppini. Από τότε μέχρι σήμερα δεκάδες σεναριογράφοι (Sergio Bonelli, Claudio Nizzi, Antonio Segura κ.ά.) και σχεδιαστές (Alfonso Font, Jordi Bernet, Joe Kubert, Massimo Rotundo κ.ά.) έχουν φιλοτεχνήσει ιστορίες του Τεξ διατηρώντας κατά κανόνα ατόφια τα βασικά θέματα και το περιβάλλον εντός του οποίου εκτυλίσσονται οι συναρπαστικές περιπέτειες. Σύμφωνα με την κεντρική ιδέα, ο Τεξ είναι ένας μοναχικός, σκληρός αλλά δίκαιος ρέιντζερ στην Άγρια Δύση που τάσσεται πάντα στο πλευρό των αδύναμων και των καταπιεσμένων, ιδιαίτερα των γηγενών Αμερικανών, απέναντι στον στρατό, τους διεφθαρμένους πολιτικούς και επιχειρηματίες, τους ρατσιστές. Σε κάποιες περιπέτειες μάλιστα, πήρε μέρος στον Αμερικανικό Εμφύλιο συμμετέχοντας στον στρατό των Βορείων, έστω κι αν αυτό τον έφερε σε σύγκρουση με τους Τεξανούς συμπατριώτες του. Μια παράξενη αλλά γοητευτική εκδοχή του μύθου του Τεξ παρουσιάζει και η νέα του περιπέτεια με τίτλο «Ο ήρωας και ο θρύλος» (εκδόσεις Μικρός Ήρως, μετάφραση: Γαβριήλ Τομπαλίδης, 50 σελίδες) την οποία υπογράφει ο Paolo Eleuteri Serpieri, ένας άλλος θρύλος των ευρωπαϊκών κόμικς, γνωστότερος για τις μετα-αποκαλυπτικές, βίαιες και ερωτικές ιστορίες επιστημονικής φαντασίας της Ντρούνα. Στην εκδοχή του Serpieri η οποία, καλλιτεχνική αδεία, συνδυάζει γεγονότα από διαφορετικές χρονικές περιόδους, η δράση του Τεξ ξετυλίγεται μέσα από τις αμφίβολης αλήθειας εξιστορήσεις του Κιτ Κάρσον στα βαθιά του γεράματα και, όπως επισημαίνει ο Mario Bocelli προλογίζοντας την έκδοση, «δεν είναι ο κανονικός Τεξ […] είναι κάποιος άλλος πιθανός Τεξ, ιδωμένος μέσα από τον παραμορφωτικό φακό του μύθου». Κι αυτό προσφέρει στους πιστούς αναγνώστες του ατρόμητου αλλά γήινου ήρωα ακόμη μια ενδιαφέρουσα οπτική προς έναν μυθικό χαρακτήρα που εξακολουθεί να ανανεώνεται. Και το σχετικό link...
  9. Βασιλεύς των κόμικς

    ΛΕΝΟΝ

    Οι πιο σημαντικές δεκαετίες στην μουσική ψυχαγωγία που έφεραν αλλαγες και σημάδεψαν τον μουσικό χώρο παγκοσμίως, κατά την αποψή μου, είναι δύο εκείνη του 1960 και της δεκαετίας του 1980. Και οι δύο είχαν ένα κοινό σημείο, την ''επέλαση'' της Βρετανίας στις Η.Π.Α. και απο εκεί την εξάπλωσή της σε όλο τον κόσμο. Αναμφιβολα το 1960 πρωτοστάτησε το γκρουπάκι απο το ΛΙΒΕΡΠΟΥΛ με το όνομα είδος εντομων οι BEΑTLES, που έμελλε να φέρει την ''επαναστάση'' και να επηρεάσει την μουσική σκηνή ακόμα και σήμερα. Με απλούς στίχους αλλά ''ψαγμένους'' και με μουσική που οι κριτικοί μετά απο καιρό την αποθέωσαν δίνοντας την θέση που της αξίζει. Αν και όλοι στο συγκρότημα αξίζαν, τα εύσημα τα παίρνουν δύο απο τα μέλη, ο Πωλ Μακ Κάρτνευ και ο Τζων Λένον με την σύνθεση τους σε μουσική όσο και σε στίχους . Το κομικ άλμπουμ επικεντρώνεται στην διαδρομή του Λένον. Βασισμένο στο Βιβλίο που έγραψε ο FOENKINOS, σεναριογράφησε ο Eric Corbeyran και σχεδιασε ο Horne το κομικ θέλει τον Λένον να κάθεται στον φανταστικο ψυχιατρικό καναπέ και να εξιστορεί τα γεγονότα της ζωής του. Το κόμικ θα κυκλοφορήσει σε 3 μέρη κάθε Σάββατο μέσω -οπως συνηθίζεται -της Εφημερίδος των Συντακτών. Κοστιζει 4,9 αλλά με την εφημερίδα το αγοράζεις 3,9. ΚΑΛΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗ ALL YOU NEED IS LOVE - LUSY IN SKY WITH DIAMONDS
  10. Το ποδοσφαιρικό κόμικς–φαινόμενο επιστρέφει με μια ιστορία έκπληξη από «δικούς» μας δημιουργούς και εμείς ρωτήσαμε τους Μι Δέλτα και Κώστα Φραγκιαδάκη για το πόσο εύκολο ήταν να φτιάξουν από την αρχή τον Μπεν Λήπερ. Το βρετανικής προέλευσης κόμικς Τερματοφύλακας Γιατρός αποτελούσε για δεκαετίες ολόκληρες το «Ιερό Τοτέμ» στο χώρο του αθλητικού κόμικς. Από την πρώτη στιγμή που κυκλοφόρησε, αγαπήθηκε από το αναγνωστικό κοινό τόσο στη Βρετανία, όσο και στην Ελλάδα όπου κυκλοφορούσε από το περιοδικό Μπλεκ. Ο ήρωας Μπεν Λήπερ ήταν ένας από τους αγαπημένους του ελληνικού κοινού και σήμερα, 43 χρόνια μετά, ξαναζωντανεύει. Αυτή τη φορά οι Έλληνες δημιουργοί Μι Δέλτα και Κώστας Φραγκιαδάκης παίρνουν τη σκυτάλη από τους Tom Tully και Tony Harding και επαναδημιουργούν τον Τερματοφύλακα Γιατρό, για τις Εκδόσεις Μικρός Ήρως. Λίγα λόγια για τον σημερινό Μπεν Λήπερ Ο Μπεν Λήπερ είναι ένας πολυάσχολος νέος. Μπορεί το απόγευμα να αγωνίζεται ως τερματοφύλακας της Μάνκαστορ Σίτυ, αλλά το πρωί είναι φοιτητής της Ιατρικής. Στη νέα ιστορία του ήρωα, ο Μπεν Λήπερ συμμετέχει σε μια ανθρωπιστική αποστολή των Γιατρών Χωρίς Σύνορα και προσγειώνεται το καλοκαίρι του 2014 στο Χαλέπι της Συρίας, το οποίο βιώνει τον τρόμο και τη δυστυχία του πολέμου. Ο Τερματοφύλακας Γιατρός σε αυτό το νέο τεύχος θα μας εξιστορήσει τη διττή σημασία του ποδοσφαίρου σήμερα. Ο σεναριογράφος του νέου Τερματοφύλακα Γιατρού Μι Δέλτα και ο σχεδιαστής του Κώστας Φραγκιαδάκης, μίλησαν στο OneMan για την πρόκληση του να επαναφέρουν το δημοφιλές κόμικς και για όλα όσα πέρασαν από το μυαλό τους φέρνοντας τις ιστορίες του Μπεν Λήπερ στο σήμερα. Πότε σας γεννήθηκε η ιδέα να δημιουργήσετε ξανά τον Μπεν Λήπερ και τον Τερματοφύλακα Γιατρό; Mι Δέλτα (ΜΔ): Αρχικά σας ευχαριστώ πολύ για την πρόσκληση. Στην πραγματικότητα ήρθε μέσα από μια εξελικτική διαδικασία. Ο Λεωκράτης Ανεμοδουράς, ύστερα από πολλαπλά αιτήματα του αναγνωστικού κοινού, πήρε την απόφαση να εκδώσει και πάλι τις παλιές ιστορίες του Τερματοφύλακα Γιατρού και μου πρότεινε να γράψω τις εισαγωγές. Είδαμε πως υπήρχε θετική ανταπόκριση από τον κόσμο και έτσι γεννήθηκε η ιδέα να γραφτεί μια καινούργια ιστορία. Η πρόταση έγινε από τον Λεωκράτη σε μια έκθεση βιβλίου κατά τη διάρκεια της δουλειάς και στην αρχή δεν κατάλαβα πως εννοούσε να γράψω το σενάριο, αλλά νόμιζα πως ήθελε μια ακόμη εισαγωγή από εμένα για το επερχόμενο κόμικς. Κώστας Φραγκιαδάκης (ΚΦ): H ιδέα δεν ήταν δική μου, αλλά όταν μου προτάθηκε να σχεδιάσω την ιστορία, συμφώνησα αμέσως πριν ακόμη την διαβάσω. Ήξερα ότι θα ήταν μια ακόμη πρόκληση, αλλά εκτός από αυτό ήμουνα πάντα φαν του Μπεν Λήπερ. Τι ξέρατε πιο πριν για το δημοφιλές κόμικ; Το είχατε διαβάσει; ΜΔ: Κοίταξε, επειδή είναι μέρος της ενασχόλησης μου, οτιδήποτε έχει να κάνει με τον αθλητισμό σε έντυπο το γνώριζα. Διαβάζω τα πάντα που έχουν να κάνουν με την κοινωνιολογία, την ανθρωπολογία και την ιστορία του αθλητισμού. Υπήρχαν άλλωστε φίλοι που ανήκαν σε παλαιότερη αναγνωστική γενιά οι οποίοι μου ζητούσαν συνεχώς να επανεκδοθούν οι παλιές ιστορίες. Το είχα διαβάσει αποσπασματικά μέσα από το παλιό Μπλεκ, όταν ήρθε όμως η ώρα της επανέκδοσης κάθισα και διάβασα ολόκληρη την ιστορία για να έχω πλήρη άποψη και να μπορώ να γράψω τις εισαγωγές των τευχών. ΚΦ: Ναι, το διάβαζα πριν από πολλά χρόνια στο Μπλεκ. Κυριολεκτικά μία από τις οκτώ με δέκα ιστορίες του περιοδικού που διάβαζα ανελλιπώς. Ποια ιστορία του παλιού Μπεν Λήπερ σας είχε αγγίξει περισσότερο; ΜΔ: Στα παλιότερα τεύχη εκείνο που με είχε αγγίξει περισσότερο ήταν η αγνότητα και ταπεινότητα που έδειχνε ο Μπεν Λήπερ ως ταλαντούχος τερματοφύλακας και ο αλτρουισμός που έδειχνε σα γιατρός. Στην καινούργια ιστορία προσπάθησα να κρατήσω αυτά τα δυο στοιχεία και να αναδείξω τις διαπροσωπικές σχέσεις, μέσα από ένα σύντομο ψυχογραφικό προφίλ του Μπέν Λήπερ με ένα νεαρό αγόρι που έχει βιώσει την φρίκη και τη θλίψη του πολέμου. ΚΦ: Αυτό που με είχε συναρπάσει περισσότερο ήταν η ιστορία εκείνη όπου ο Μπεν σώζει την ζωή του «φωνακλά/καραμούζα» Φλυν, και από τότε αυτός γίνεται ο πιο φανατικός οπαδός της ομάδας του. Ήμουν και μικρός τότε και με είχε συγκινήσει πολύ. Είναι εύκολο να σχεδιάζεις και να γράφεις για ρομαντισμό μιλώντας για ένα σπορ που τα τελευταία χρόνια έχει χάσει πλήρως αυτό το στοιχείο του; Πώς το κάνεις να φαίνεται πιστευτό το 2024; ΜΔ: Όχι, δεν είναι καθόλου εύκολο. Το ποδόσφαιρο τα τελευταία χρόνια έχει εργαλειοποιηθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό από τα οικονομικά συμφέροντα και χάνει συνεχώς κάτι από την λαϊκή αφετηρία του. Στον καιρό του ακραίου νεοφιλελευθερισμού βλέπουμε πως το ποδόσφαιρο λειτουργεί ως «πλυντήριο» μαύρου χρήματος και εξυπηρέτησης συμφερόντων. Θα σου πω κάτι το οποίο ήταν για εμένα η κόκκινη γραμμή μου για το πώς βλέπω και βιώνω το ποδόσφαιρο στις μέρες μας. Το σημείο μηδέν μου λοιπόν ήταν το Μουντιάλ του Κατάρ. Ένα Παγκόσμιο Κύπελλο το οποίο για να ανοίξει μια καινούργια αγορά στο «προϊόν» που ονομάζεται ποδόσφαιρο, διεξήχθη για πρώτη φορά φθινόπωρο-χειμώνα και κόστισε τη ζωή σε πέντε χιλιάδες εργάτες/τριες για να κατασκευαστούν τα στάδια. Όταν είδα λοιπόν πως το γεγονός της μαζικής αυτής δολοφονίας αποσιωπάται, κατάλαβα πως πλέον δεν με συνδέουν και δεν θέλω να με συνδέουν πολλά πράγματα με αυτή την εξέλιξη του ποδοσφαίρου. Αν δεις ανά τον πλανήτη εδώ και κάποια χρόνια από τους οπαδούς υπάρχει το μότο “Against Modern Football”. Αυτό σαν φράση εμένα προσωπικά δεν μου λέει και πολλά. Καλά τα σλόγκαν αλλά χωρίς πράξη είναι κενά περιεχομένου. Το να μποϊκοτάρουμε το Μουντιάλ στο Κατάρ ήταν μια πράξη που θα είχε ένα νόημα, στο βαθμό που μας αναλογεί πάντα, να μην το δούμε στην τηλεόραση, να μιλήσουμε ανοιχτά για τους ανθρώπους που δολοφονήθηκαν. Αυτό ναι, θα είχε νόημα. Δυστυχώς αυτά συνέβησαν από μειοψηφίες για ακόμη μια φορά. Και για να σου απαντήσω και στο δεύτερο σκέλος της ερώτησης, αυτό που κρατά μέσα μας το ποδόσφαιρο και τον αθλητισμό ρομαντικά είναι το συναίσθημα. Αυτό διαφοροποιεί τα πάντα. Είναι η ανάμνηση της μπάλας που προλάβαμε και παίξαμε στις αλάνες, τα ματωμένα γόνατα, η πρώτη φορά που πήγαμε γήπεδο να υποστηρίξουμε την ομάδα που αγαπάμε, η πρώτη εκδρομή που πήγαμε, τότε που επιτρεπόταν. Το συναίσθημα λοιπόν κινητοποιεί το ρομαντισμό και είναι το τελευταίο μας καταφύγιο, γνωρίζοντας φυσικά πάντα πως όλα αυτά περιέχουν μεγάλες αντιφάσεις με τις οποίες συμβιώνουμε ως άνθρωποι. ΚΦ: Το να σχεδιάζεις είναι αρκετά απαιτητικό. Ειδικά όταν έχεις να δημιουργήσεις κτίρια και τοποθεσίες που υπάρχουν στην πραγματικότητα, όπως π.χ. το αεροδρόμιο και το νοσοκομείο του Χαλεπίου. Τώρα για τον ρομαντισμό, δεν νομίζω ότι έχει χαθεί από το ποδόσφαιρο. Αν ψάξεις καλά, μπορείς να τον βρεις και εκεί. Πόσο δύσκολο ήταν να προσαρμόσεις το σενάριο του Τερματοφύλακα Γιατρού στο σήμερα; ΜΔ: Έγραψα και στην εισαγωγή πως είναι ευθύνη να γράψεις το σενάριο του Τερματοφύλακα Γιατρού γιατί οι ιστορίες του Μπέν Λήπερ αφορούν τις αναμνήσεις της παιδικής, προεφηβικής και εφηβικής ηλικίας μιας ολόκληρης γενιάς. Θα ήθελα πολύ οι άνθρωποι που θα πάρουν να διαβάσουν αυτό το κομιξάκι να θυμηθούν κάτι από τα παιδικά τους χρόνια. Αυτό θα ήταν για εμένα η καλύτερη ανταμοιβή και η μεγαλύτερη χαρά. Πιστεύω ακράδαντα πως η μοναδική πατρίδα του ανθρώπου είναι τα παιδικά του χρόνια, όπως λέει και το γνωστό σύνθημα. Είναι συγκινητικό να βλέπω ανθρώπους σαράντα, πενήντα, εξήντα ετών και να μου λένε «Ξέρεις τι μου θύμησες;» Το συναίσθημα και ο ρομαντισμός είναι καταφύγια σε μια τόσο απάνθρωπη εποχή όπως αυτή που ζούμε. Από εκεί και πέρα επειδή θεωρώ πως ο αθλητισμός και το ποδόσφαιρο έχουν πολλές κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές προεκτάσεις. Θέλησα να το μεταφέρω αυτό στην καινούργια ιστορία του Τερματοφύλακα Γιατρού. Υπήρξαν δύο πράγματα τα οποία με έκαναν να γράψω αυτό το σενάριο. Το πρώτο είναι αυτό που μόλις σου είπα σχετικά με την διεπιστημονικότητα του αθλητισμού. Το δεύτερο είναι η τεράστια έλευση προσφύγων στο λιμάνι του Πειραιά το 2016. Χιλιάδες άνθρωποι έζησαν στις πύλες του Λιμανιού του Πειραιά για μήνες μετά την γενίκευση του πολέμου στη Συρία. Αυτή η εμπειρία παραμένει μέχρι και σήμερα μια από τις σπουδαίες που έχω ζήσει και έχει χαραχτεί μέσα μου. Θέλησα λοιπόν να γράψω κάτι για όλους αυτούς τους ανθρώπους που οι εξουσίες τους θεωρούν «αόρατους», για να τους τιμήσω με τον δικό μου μικρό τρόπο. Αυτό λοιπόν που προσπάθησα να συνδυάσω ήταν ο σεβασμός στις παλιές ιστορίες με την σύνδεση των κοινωνικών προεκτάσεων του ποδοσφαίρου. Βλέπω ότι ο σημερινός Μπεν Λήπερ προσπαθεί να βοηθήσει παιδιά να επανέλθουν από το σοκ του πολέμου. Το ποδόσφαιρο έχει αλλάξει πολύ τα τελευταία 43 χρόνια. Η κοινωνία όμως; ΜΔ: Όπως είπα και πριν, το ποδόσφαιρο δεν είναι ένα αυτόνομο θεωρητικό αγαθό, αλλάζει και συνδιαμορφώνεται από την κοινωνία. Αντιφάσεις δεν ζούμε μόνο σε όσα έχουν να κάνουν με το γήπεδο και τον αθλητισμό, ζούμε σχεδόν στα πάντα. Φοράμε ρούχα, έχουμε ηλεκτρικές συσκευές, αυτοκίνητα, μηχανές, κινητά από πολυεθνικές εταιρείες οι οποίες καταστρέφουν το περιβάλλον, μειώνουν την εργατική μας δύναμη, έχουν κανονικοποίησει την παιδική εργασία. Πολλά από αυτά που ζούμε είναι αντιφάσεις, το θέμα είναι μέσα σε αυτό το πλαίσιο να κατανοούμε την αντίφαση και να ορθώνουμε λόγο απέναντι σε όλα αυτά και φυσικά να διαμαρτυρόμαστε, να βάζουμε όρια. Το ποδόσφαιρο ζει και αναπνέει σε ένα περιβάλλον καπιταλιστικό και αυτό το επηρεάζει. Το Μουντιάλ του Κατάρ ήταν ένα από τα δεκάδες παραδείγματα “sportswashing” το οποίο ώθησε τον κόσμο να δει τι συμβαίνει στο γήπεδο και να μην δει τις δολοφονίες εργατών-τριών. Ωστόσο αυτό δεν σημαίνει πως μέσα στον αθλητισμό δεν υπάρχουν και σπουδαίες ιστορίες αντίστασης. Το γήπεδο είναι ένα ακόμη σημείο κοινωνικής διαπάλης που ο εκάστοτε συσχετισμός δυνάμεων γέρνει προς την μια ή την άλλη πλευρά. Τα λεγόμενα νοσταλγικά κόμικς λοιπόν μπορούν να μιλήσουν για το ποδόσφαιρο που έχει στην καρδιά του ο απλός κόσμος, να μιλήσουν για το ποδόσφαιρο της αλληλεγγύης, της ελευθερίας και της αντίστασης. Ο Μπεν Λήπερ είναι ένας χάρτινος ήρωας, όμως έχουν υπάρξει ποδοσφαιριστές και ομάδες που έχουν ορθώσει το ανάστημά τους ανά διαστήματα σε αυτή την άκρατη εμπορευματοποίηση του αθλήματος. Δεν είναι λοιπόν ένα φανταστικό ρομαντικό σενάριο όλο αυτό αλλά και μια αποτύπωση όψεων της πραγματικότητας. Το ζήτημα είναι αυτά τα παραδείγματα να αγγίξουν όσο περισσότερο γίνεται τον κόσμο και να επαναφέρουν το ποδόσφαιρο σε μια τροχιά πιο ανθρώπινη και προσιτή. Και για να κλείσω με ένα παράδειγμα, αυτή τη στιγμή έχουμε δυο ενεργά πολεμικά μέτωπα. Θα ασχοληθώ με τον πόλεμο που διεξάγει το Ισραήλ στην Παλαιστίνη. Έχουν υπάρξει πολλές ενέργειες από ποδοσφαιριστές-στριες, αθλητές-τριες και οπαδούς που παίρνουν θέση απέναντι σε αυτή τη γενοκτονία. Το θέμα είναι αυτά τα παραδείγματα να πολλαπλασιάζονται. Πάνω σε αυτή τη λογική γράφτηκε και το σενάριο για τον Τερματοφύλακα Γιατρό. Ποια ήταν η κεντρική ιδέα ζωγραφίζοντας ξανά τον Μπεν Λήπερ; Πάτησες κάπως πάνω στο σχέδιο του Tony Harding; ΚΦ: Ναι, ξεκάθαρα. Δεν θα μπορούσε νομίζω να γίνει και διαφορετικά. Ασφαλώς και έβαλα και δικά μου στοιχεία, προσπάθησα να τον κάνω να φαίνεται λίγο πιο «σύγχρονος», αλλά ο ήρωας είναι δημιουργία του Harding και αυτό όφειλα να το σεβαστώ όσο περισσότερο μπορούσα. Είσαι 25 χρόνια στον χώρο, έχοντας σχεδιάσει μερικούς από τους πιο αγαπημένους ήρωες μικρών και μεγάλων. Τι ιδιαίτερο έχει ο συγκεκριμένος ήρωας; ΚΦ: Το ιδιαίτερο είναι ότι είναι ένας απλός άνθρωπος. Ένας καθημερινός απλός τύπος σαν όλους μας χωρίς καμία υπερδύναμη ή κάτι αντίστοιχο. Το ότι είναι ένας εξαιρετικός τερματοφύλακας (και ενδεχομένως και ένας καλός γιατρός) δεν είναι δα και τόσο ξεχωριστό. Ο Μπεν Λήπερ θα μπορούσε κάλλιστα να είναι π.χ. ο Παντελής Νικολάου, ο παλιός ποδοσφαιριστής της Α.Ε.Κ. ή οποιοσδήποτε άλλος. Και το σχετικό link...
  11. Ένας συνταξιούχος συμβολαιογράφος ανακαλύπτει αυτό που του έλειπε σε ολόκληρη τη ζωή του. Και ξεκινά ένα μεγάλο ταξίδι αυτογνωσίας προς τη μυθική Ταναναρίβη. Δυο ηλικιωμένοι φίλοι και γείτονες, ο Ζοζέφ και ο Αμεδαίος, συναντιούνται κάθε βράδυ για λίγα ποτήρια ρούμι. Ο πρώτος αφηγείται ιστορίες από την πολυτάραχη ζωή του. Και ο δεύτερος ακούει γοητευμένος και με θαυμασμό. Όταν ο Ζοζέφ πεθαίνει ξαφνικά, ο συνταξιούχος, χαμηλών τόνων και εύθραυστης υγείας Αμεδαίος χάνει το μόνο ενδιαφέρον του για τη ζωή, τις περιπέτειες του φίλου του. Μαθαίνει όμως πως αυτός έχει αφήσει μια ταπεινή αλλά συναισθηματικά πλούσια κληρονομιά στον γιο του. Και έτσι ξεκινά ένα μακρύ ταξίδι με την παροπλισμένη του αντίκα για να ξεπληρώσει στον φίλο του τις μοναδικές ιστορίες που του χάριζε και να βρει τον μοναδικό αλλά άγνωστο κληρονόμο του. Στον δρόμο βέβαια, θα ανακαλύψει ότι ο Ζοζέφ ίσως ήταν περισσότερο ένας μυθομανής και παραμυθάς πολυλογάς αλλά αυτό δεν έχει πια καμιά σημασία. Ο Αμεδαίος βρίσκει για πρώτη φορά ένα νόημα στη ζωή του και είναι αποφασισμένος να φτάσει μέχρι το τέλος, λίγο πριν από το δικό του τέλος. Η «Ταναναρίβη», σε σενάριο του Mark Eacersall και σχέδια του Sylvain Vallée (μετάφραση: Τατιάνα Ραπακούλια, εκδόσεις Μικρός Ήρως, 118 σελίδες), είναι το υπέροχο ταξίδι του ταλαιπωρημένου και κουρασμένου από τη ζωή Αμεδαίου στα χνάρια των αφηγήσεων του Ζοζέφ. Ένα ταξίδι που στο μεγαλύτερο μέρος της διάρκειάς του θα βρει τους δύο φίλους δίπλα δίπλα σε δύσκολες καταστάσεις και επικίνδυνα μέρη, τον έναν για πρώτη φορά κυριολεκτικά ζωντανό και ξανανιωμένο, έτοιμο να απολαύσει όσα του στέρησαν οι φοβίες του και οι κοινωνικές, επαγγελματικές και οικογενειακές υποχρεώσεις, και τον άλλον νεκρό αλλά παρόντα, σε ρόλο καθοδηγητή. Το ταξίδι θα τους πάει σε μέρη που μπορεί να μη θυμίζουν παραδείσους για τυχοδιώκτες, τρικυμισμένες θάλασσες ή εξωτικές ζούγκλες, αλλά για τον Αμεδαίο είναι η πρώτη και τελευταία του κατάδυση στην άβυσσο της πραγματικότητας, στην Καρδιά του Σκότους της καθημερινότητας πέρα από στενά γραφεία, σκονισμένα ντοσιέ, συμβόλαια αγοραπωλησιών, πολύχρωμα χαπάκια για τα αρθριτικά και ζεστά ροφήματα πριν από τον ύπνο. Το μποτιλιάρισμα στην εθνική οδό ισοδυναμεί με σαφάρι ανάμεσα σε άγρια θηρία, ένα παγκάκι στην ακροθαλασσιά γίνεται παρατηρητήριο ιστιοφόρων και ένα ποτό μεταξύ αγνώστων έξω από το Παρίσι μοιάζει με επικίνδυνη συνάντηση σε κακόφημο μπαρ του Βιετνάμ ή του Καράκας. Με επίκεντρο μια στοίβα από παλιά κόμικς που πρέπει να παραδοθούν στον νόμιμο κληρονόμο τους και πρωταγωνιστές δύο εντελώς ασυνήθιστους χαρακτήρες, οι Sylvain Vallée και Mark Eacersall φιλοτεχνούν μια γλυκύτατη και συγκινητική ιστορία για τα προδομένα όνειρα και τις χαμένες προσδοκίες, για την αφοσίωση και την πραγματική φιλία που παραμένει ζωντανή ακόμα και κάτω από τις πιο αντίξοες συνθήκες. Οι ιστορίες του Ζοζέφ – πραγματικές ή επινοημένες, δεν έχει σημασία – αποκτούν υπόσταση και γίνονται το υπόστρωμα για την περιπέτεια του Αμεδαίου μέσω του πανέξυπνου ντεκουπάζ και των εντυπωσιακών σχεδίων του Vallée που κρατούν αμείωτη την ένταση (ή έστω την παρωδία έντασης, δεδομένων των δυνατοτήτων του πρωταγωνιστή) μέχρι το τελευταίο καρέ και το πολλαπλών ερμηνειών τέλος. Μετατρέποντας την «Ταναναρίβη» σε ένα όμορφο αναγνωστικό ταξίδι ανεξαρτήτως προορισμού και έκβασης. Και το σχετικό link...
  12. Τα κόμικς με αθλητική θεματολογία δεν είναι πια δημοφιλή. Η υπερπροσφορά αθλητικού θεάματος στην τηλεόραση και το διαδίκτυο, καθώς και η επικράτηση χαρακτήρων στην ποπ κουλτούρα με ικανότητες πιο εντυπωσιακές από το κλότσημα μιας μπάλας, οδήγησαν τα κόμικς με πρωταγωνιστές τους αθλητές στην παρακμή. Κάποτε όμως, ιδιαίτερα στην Ευρώπη, αυτοί οι χαρακτήρες μεσουρανούσαν στα παιδικά περιοδικά. Από τις πιο αγαπημένες σειρές του είδους ήταν ο «Τερματοφύλακας Γιατρός» που ξεκίνησε να δημοσιεύεται στο «Μπλεκ» το 1981. Στην Αγγλία αποτελούσε τεράστια επιτυχία ήδη από το 1978 σε σενάρια των J. T. Robertson και Roy Bullen και σχέδια των Barry Mitchell και Tony Harding. Κεντρικός χαρακτήρας ήταν ο Μπεν Λίπερ, ένας νεαρός τερματοφύλακας και ταυτόχρονα φοιτητής Ιατρικής που πρωταγωνιστούσε τόσο στους αγώνες της ομάδας του όσο και βοηθώντας ασθενείς και τραυματίες κάθε είδους. Πρόσφατα ολοκληρώθηκε στην Ελλάδα η δημοσίευση της σειράς σε επτά πλούσιους τόμους των 120 σελίδων ο καθένας από τις εκδόσεις Μικρός Ήρως. Αλλά η ιστορία του Μπεν Λίπερ δεν τέλειωσε. Ο Μι Δέλτα έγραψε ένα νέο σενάριο και ο Κώστας Φραγκιαδάκης το σχεδίασε, δίνοντας συνέχεια στον μύθο του Τερματοφύλακα Γιατρού. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι η ιστορία, αντί να εκτυλίσσεται στα λασπωμένα γήπεδα των μικρών κατηγοριών της Αγγλίας, μεταφέρεται στο Χαλέπι της Συρίας του 2014, με τον Μπεν Λίπερ να επισκέπτεται την περιοχή σε συνθήκες πολέμου ως μέλος ανθρωπιστικής αποστολής των Γιατρών Χωρίς Σύνορα για να βοηθήσει τα παιδιά που έχουν βιώσει το τραύμα των βομβαρδισμών, του θανάτου των γονέων τους, του αναγκαστικού εκτοπισμού. Όπως επισημαίνει ο Μι Δέλτα στον πρόλογό του: «Η χρονική συγκυρία στην οποία δυστυχώς ζούμε, μας αναγκάζει να υπενθυμίζουμε το αυτονόητο και διαχρονικό αντιπολεμικό μήνυμα που θα πρέπει να έχει στην καρδιά του κάθε ελεύθερος άνθρωπος στον πλανήτη. Ο πόλεμος άλλωστε δεν έχει νικητές παρά μόνο ηττημένους». Έτσι, οι εντυπωσιακές φάσεις, τα εκπληκτικά πλονζόν, τα ριψοκίνδυνα τάκλιν, τα δυνατά βολέ και οι καρφωτές κεφαλιές που χαρακτήριζαν τις ιστορίες του Μπεν Λίπερ εδώ δεν έχουν ιδιαίτερη σημασία. Γιατί πρωταγωνιστές είναι τα παιδιά του πολέμου στην προσπάθειά τους να παραμείνουν παιδιά, παίζοντας ποδόσφαιρο με τη βοήθεια ενός σπουδαίου χαρακτήρα που ήταν πάντα παρών όταν οι συνάνθρωποί του τον είχαν ανάγκη. Και το σχετικό link...
  13. «Ο Πόλεμος των Άστρων», η εμβληματικότερη ταινία του κινηματογράφου επιστημονικής φαντασίας, αποτέλεσε το προσωπικό όραμα ενός μοναχικού σκηνοθέτη. Μια συναρπαστική βιογραφία του Τζορτζ Λούκας περιγράφει την πορεία του από τις νεανικές αποτυχίες μέχρι την παγκόσμια καταξίωση. «Αρνείται να ακολουθήσει οδηγίες. Απ’ το ένα αυτί μπαίνουν, απ’ το άλλο βγαίνουν. Δ στα μαθηματικά, Δ στη γραμματική, Δ στην ορθογραφία, Δ στην ιστορία. Μόνο στη μουσική και στο σχέδιο τα καταφέρνει. Αλλά δεν θα φτάσει μακριά μ’ αυτά!» λέει θυμωμένη η δασκάλα του δεκάχρονου Τζορτζ Λούκας στους απογοητευμένους γονείς του το 1954. Αυτοί τον θεωρούν τεμπέλη, ανυπάκουο και φυγόπονο. Μεγαλώνοντας, βαριέται αφάνταστα το σχολείο και προτιμά να ονειρεύεται. Δεν σκοπεύει να σπουδάσει, του αρέσει να γυρίζει με γρήγορα αυτοκίνητα και να αψηφά τους κανόνες. Το 1962 ένα πολύ σοβαρό αυτοκινητικό δυστύχημα τον κάνει να αναθεωρήσει αξίες κι επιλογές. Παρά τη θέληση των γονέων του, αποφασίζει να γραφτεί στο Πανεπιστήμιο για κινηματογραφικές σπουδές. Γυρίζει την πρώτη εκδοχή του «THX-1138», με το οποίο κατακτά το πρώτο βραβείο στο Εθνικό Φεστιβάλ Φοιτητικού Κινηματογράφου. Γνωρίζεται με τον Στίβεν Σπίλμπεργκ και λίγο αργότερα με τη Μάρσια Λου Γκρίφιν, που θα γίνει η μοντέρ του, η εμψυχώτριά του και η μελλοντική σύζυγός του. Θα γίνει φίλος με τον Φράνσις Φορντ Κόπολα ακριβώς όταν αυτός ξεκινά τον Νονό. «Ο Κόπολα είναι φωνακλάς, παρορμητικός και γλεντζές, ακριβώς το αντίθετο του Λούκας. Όπως και με τη Μάρσια όμως, τα αντίθετα έλκονται. Τον Δεκέμβριο του 1969 ιδρύουν την εταιρεία Zoetrope και κλείνουν συμβόλαιο για πολλές ταινίες με την Warner Bros» σύμφωνα με τον Laurent Hopman, σεναριογράφο της εξαιρετικής βιογραφίας «Ο Πόλεμος του Λούκας» (εκδόσεις Μικρός Ήρως, μετάφραση: Τατιάνα Ραπακούλια, 210 σελίδες) που εικονογραφεί ιδανικά ο Renaud Roche. Αυτή η ευκαιρία που δίνεται στον νεαρό Τζορτζ Λούκας, αντί να αποτελέσει την απελευθερωτική ώθηση στα πρώτα βήματα της καριέρας του, λειτουργεί εντελώς διαφορετικά. Τον φορτώνει με άγχος καθώς νιώθει πως τον αποσπά από το μακρόπνοο σχέδιο του, από μια ταινία με αστρομαχητές, φωτόσπαθα, γυαλιστερά ρομπότ και σκληρές αερομαχίες με ευφάνταστα διαστημόπλοια στις εσχατιές του γαλαξία. Αποφασίζει να αφιερωθεί στον στόχο του και αρχίζει να γράφει. Η οργιώδης φαντασία του όμως δεν συγκινεί τα μεγάλα στούντιο και τους συντηρητικούς παραγωγούς που βρίσκουν τα σενάριά του υπερφίαλα και ανερμάτιστα. Οι απορρίψεις διαδέχονται η μία την άλλη μέχρι που αποφασίζει να γυρίσει κάτι πιο συμβατικό για να γίνει γνωστός και να πείσει τους μελλοντικούς χρηματοδότες του ότι μπορεί να τα καταφέρει. Το 1973 βγαίνει στις αίθουσες το American Graffiti (στα ελληνικά προβλήθηκε ως «Νεανικά Συνθήματα») από την Universal με κόστος μικρότερο από 1 εκατομμύριο δολάρια και κέρδη που ξεπέρασαν τα 140 εκατομμύρια. Το Χόλιγουντ αρχίζει να τον υπολογίζει κι αυτός παρά τις παλινωδίες του και την δυσκολία του να συγκεντρωθεί στο γράψιμο, το 1974 παρουσιάζει την πρώτη ολοκληρωμένη σεναριακή εκδοχή από τον «Πόλεμο των Άστρων», εντελώς διαφορετική όμως από την περίληψη που είχε υποβάλλει ένα χρόνο νωρίτερα. Κεντρικοί ήρωες είναι ο Κέιν Σταρκίλερ και ο γέρος στρατηγός Λουκ Σκαϊγουόκερ, επιζώντες του τάγματος των Τζεντάι που το εξολόθρευσαν οι καταχθόνιοι ιππότες Σιθ. Ο Ανικίν, γιος του Κέιν Σταρκίλερ, αναλαμβάνει να βρει την πριγκίπισσα Λέια, ενώ ο Νταρθ Βέιντερ είναι ένας σκληρός στρατηγός στις υπηρεσίες του αυτοκράτορα που καταδιώκει την Λέια, μόνη κληρονόμο του θρόνου του πλανήτη Ακουίλα. Κι αν όλα αυτά φαίνονται πολύ διαφορετικά από όσα ξέρουν οι θεατές του «Πολέμου των Άστρων», είναι γιατί αφενός ο ίδιος ο Τζορτζ Λούκας ήταν μονίμως ανικανοποίητος από τα πολυδαίδαλα σενάρια του με αποτέλεσμα να τα αλλάζει διαρκώς προσθέτοντας και αφαιρώντας πρόσωπα και λεπτομέρειες, αλλάζοντας ονόματα κ.λ.π., αφετέρου τα στούντιο επί σειρά ετών δίσταζαν να τον υποστηρίξουν καθώς τα χρήματα που απαιτούνταν ήταν δυσανάλογα πολλά για έναν σχετικά άσημο σκηνοθέτη με χαώδεις ιδέες και αχαλίνωτες φιλοδοξίες. Μετά από αμέτρητες τροποποιήσεις και πολύ κόπο, η 20th Century Fox πείθεται εν μέρει να αναλάβει το εγχείρημα και αρχίζουν τα γυρίσματα, αν και οι περικοπές στον προϋπολογισμό είναι συνεχείς αναγκάζοντας τον Τζορτζ Λούκας να εφευρίσκει συνεχώς πατέντες για τα ειδικά εφέ και τις τοποθεσίες των γυρισμάτων ώστε να προσαρμοστεί στα δεδομένα. Όπως περιγράφουν οι Hopman και Roche, η πρώτη πρόκληση είναι «η κατασκευή της κάμερας που θα ελέγχεται με υπολογιστή, μια τεχνολογική καινοτομία στην οποία βασίζεται εξ ολοκλήρου το μέλλον του “Πολέμου των Άστρων”». Με αρκετό χιούμορ, αφηγούνται τις μεθόδους του Λούκας και του συνεργάτη του, Μπεν Μπαρτ για τη δημιουργία των «εντυπωσιακών και αξιομνημόνευτων ηχητικών εφέ»: ο ήχος των φωτόσπαθων δεν είναι τίποτα άλλο από «το βουητό μιας κινηματογραφικής μηχανής προβολής συνδυασμένο με τον ήχο της καθοδικής λυχνίας μιας τηλεόρασης», η φωνή του Τσουμπάκα δεν είναι παρά «η μίξη κραυγών διάφορων ζώων», τα μαχητικά σκάφη δανείζονται τον ήχο από «το σάλπισμα ενός ελέφαντα με επιβράδυνση και παραμόρφωση μαζί με τον θόρυβο ενός αυτοκινήτου σε δρόμο γεμάτο νερά», οι πόρτες των σκαφών είναι απλώς ο ήχος από το ανοιγόκλεισμα «των θυρών του μετρό της Φιλαδέλφειας», τα «μπιπ» του R2D2 είναι «οι ήχοι από ένα συνθεσάιζερ συνδυασμένοι με την φωνή του Μπεν Μπαρτ» και τα όπλα λέιζερ είναι απλώς κυριολεκτικά «σφυροκοπήματα πάνω στα καλώδια μιας κεραίας τηλεπικοινωνιών». Και λίγο αργότερα ξεκινά το εξαντλητικό κάστινγκ από το οποίο θα περάσουν αμέτρητοι/ες νεαροί/ες ηθοποιοί, ανάμεσά τους η Τζόντι Φόστερ, ο Τζον Τραβόλτα, ο Νικ Νόλτε, ο Τόμι Λι Τζόουνς, ο Κερτ Ράσελ, ο Κρίστοφερ Γουόκεν κ.ά. για να καταλήξει ο Τζορτζ Λούκας στον Μαρκ Χάμιλ για τον ρόλο του Λουκ, στον Χάρισον Φορντ, ο οποίος είχε παίξει και στο American Graffiti αλλά πλέον εργαζόταν ως ξυλουργός και βοηθητικό προσωπικό του κάστινγκ, για τον ρόλο του Χαν Σόλο και στην Κάρι Φίσερ για την πριγκίπισσα Λέια. Κατά την έναρξη των γυρισμάτων, στην ομάδα των ηθοποιών θα προστεθεί και ο Σερ Άλεκ Γκίνες στον ρόλο του Όμπι-Ουάν Κενόμπι για να προσφέρει τη μοναδική του εμπειρία στους άπειρους συναδέλφους του και λίγο μετά ο Πίτερ Κάσινγκ που εξομολογείται στον Γκίνες ότι «ξαναδιάβασα τρεις φορές το σενάριο και δεν κατάλαβα ούτε λέξη απ’ αυτά τα αλαμπουρνέζικα». Χαρακτηριστικά συγκινητική στο βιβλίο των Hopman και Roche είναι, μάλιστα, η στιγμή που ο Άλεκ Γκίνες μαθαίνει ότι ο χαρακτήρας του πεθαίνει στα μισά της ταινίας και παρά την εμφανή στενοχώρια του αντιμετωπίζει τη δυσάρεστη εξέλιξη με επαγγελματισμό και αξιοπρέπεια. Παράλληλα, ο Τζορτζ Λούκας σχεδιάζει τα φουτουριστικά όπλα, τις φανταχτερές στολές και τα απειλητικά αστρόπλοια, χτενίζει συνεχώς το σενάριο, διαχειρίζεται τους καυγάδες των ηθοποιών και των μελών του συνεργείου, επιλέγει χώρους και τοπία για τα γυρίσματα. Το δυσκολότερο όμως είναι να προσαρμοστεί στις οικονομικές περικοπές και τις παρεμβάσεις της FOX μέχρι την τελευταία στιγμή. Το συνεχές άγχος τον στέλνει στο νοσοκομείο με υποψίες για καρδιακή προσβολή. Ευτυχώς βγαίνει γρήγορα και συνεχίζει να δουλεύει με φρενήρεις ρυθμούς. Οι φίλοι του, ο Κόπολα, ο Σπίλμπεργκ, ο Μπράιαν ντε Πάλμα τον στηρίζουν και τελικά η ταινία, παρά τις επιφυλάξεις της FOX, βγαίνει σε μικρό αριθμό αιθουσών το 1977. Οι κριτικές είναι διθυραμβικές και σύντομα η ταινία προβάλλεται παντού. Αυτό το νέο είδος επιστημονικής φαντασίας συγκινεί εκατομμύρια θεατές, οι εικόνες της ταινίας καταλαμβάνουν όλα τα εξώφυλλα περιοδικών και εφημερίδων, οι εισπράξεις είναι τεράστιες. Από τις 10 υποψηφιότητες για Όσκαρ, κυρίως σε τεχνικές κατηγορίες, οι συνεργάτες του Τζορτζ Λούκας θα κερδίσουν τα επτά. «Σε λίγους μήνες, το πάθος για τον “Πόλεμο των Άστρων” γίνεται παγκόσμιο. Στη διάρκεια του 1978, η ταινία θα κάνει εισπράξεις 410 εκατομμύρια δολάρια σε όλο τον πλανήτη». Ένα νέο άστρο έχει γεννηθεί, το άστρο του Τζορτζ Λούκας που χρειάστηκε να πολεμήσει σκληρά για να λάμψει στο κινηματογραφικό στερέωμα. Τη διαδρομή αυτή καλύπτει με σαγηνευτικό τρόπο «Ο Πόλεμος του Λούκας» των Hopman και Roche, ένα βιβλίο γεμάτο ενδιαφέρουσες, άγνωστες λεπτομέρειες από την πορεία του Αμερικανού οραματιστή και εικονογραφημένο άψογα ώστε να αποδίδει με επιτυχία τα σκαμπανεβάσματα, τα διαδοχικά προβλήματα και τις λύσεις τους, τα ψυχολογικά αδιέξοδα, τα συναισθηματικά ξεσπάσματα και τις ατέλειωτες απογοητεύσεις στον δύσβατο δρόμο προς την κορυφή και τον θρίαμβο. Και το σχετικό link...
  14. Ηλίας Κατιρτζιγιανόγλου, Ηλίας Κυριαζής, Μάνος Λαγουβάρδος και Κώστας Φραγκιαδάκης μιλούν για ένα από τα σημαντικότερα έργα της 9ης τέχνης. Το Camelot 3000 δεν φέρει τυχαία τον τίτλο ενός τα σημαντικότερα έργα της 9ης Τέχνης. Το συγκλονιστικό έργο των καταξιωμένων δημιουργών Μπράιαν Μπόλαντ και Μάικ Μπαρ αγαπήθηκε σε όλο το κόσμο, αλλά και στη χώρα μας αποτελεί έναν από τους πιο αναγνωρίσιμους τίτλους κόμικς. Αποτελεί μια ιστορική στιγμή των κόμικς, αφού – όντας το πρώτο maxi-series και το πρώτο κόμικς με αναφορά σε ενήλικο κοινό της DC – άνοιξε τον δρόμο για την έκδοση των τεράστιων Watchmen και The Sandman. Όπως αναφέρει και το Comicdom: «Το Camelot 3000 είναι απλά μνημειώδες». Για αιώνες, η θρυλική φιγούρα του Βασιλιά Αρθούρου χρησίμευε σαν λαμπρό παράδειγμα δικαιοσύνης και ηθικής – η προσωποποίηση της ιπποσύνης που ταπεινώθηκε από την προδοσία της Βασίλισσάς του και του πιο στενού του φίλου. Και παρόλο που αναπαύθηκε για πάνω από χίλια χρόνια, ψιθυριζόταν από καιρό πως, στην πιο σκοτεινή ώρα της Αγγλίας, ο Αρθούρος θα επιστρέψει και πάλι για να σώσει τον λαό του από την καταστροφή. Τώρα, αυτή η ώρα έφτασε – όχι μόνο για την Αγγλία, αλλά για ολόκληρη τη Γη! Οι Εκδόσεις Μικρός Ήρως εκδίδουν μία συλλεκτική έκδοση αυτού του τόσο σπουδαίου έργου. Σε αυτή περιέχονται και τα 12 τεύχη της θρυλικής σειράς, συμπεριλαμβανομένου και του λογοκριμένου υλικού από την πρωτότυπη έκδοση, δημοσιεύοντας έτσι το πλήρες όραμα των δύο δημιουργών. Το Reader μίλησε με τέσσερις κομίστες (Ηλίας Κατιρτζιγιανόγλου, Ηλίας Κυριαζής, Μάνο Λαγουβάρδο και Κώστας Φραγκιαδάκης) για τη σημασία του συγκεκριμένου έργου και τους λόγους που είναι τόσο σημαντικό στον κανόνα της τέχνης τους. Ηλίας Κατιρτζιγιανόγλου Ως λάτρης των κόμικς, αλλά και του αρχετυπικού μύθου του Αρθούρου, το Camelot 3000 δεν θα μπορούσε παρά να είναι ένα από τα πλέον αγαπημένα μου comics. Οι λόγοι, πολλοί: …για τη συναρπαστική αντίθεση της παρουσίας των μυθικών αυτών χαρακτήρων στο 3000 μ.Χ. …για τη μαεστρία του Mike Barr να αναδεικνύει τους πολύπλοκους και καταστροφικούς δεσμούς που δένουν τους χαρακτήρες μεταξύ τους. …για το – χειρουργικής ακρίβειας – πάντρεμα της μεσαιωνικής μυθολογίας και της διαστημικής όπερας. …για το εξαίσιο σχέδιο του Brian Bolland, τόσο στο εσωτερικό του κόμικ, όσο και στα εντυπωσιακά εξώφυλλά του (γεγονός καθόλου τυχαίο, μια και πρόκειται για έναν εκ των σπουδαιότερων cover artists). …για τα – σφύζοντα από ζωή και δυναμισμό – panels του Bolland, με τα εξαιρετικά λεπτομερή backgrounds του και τις – συγκλονιστικής ανατομίας – φιγούρες των ηρώων. …για τις άψογα σκηνοθετημένες σκηνές δράσης. …για τις τολμηρές (για τα δεδομένα της εποχής) ερωτικές σκηνές, αλλά και για τον παιδευτικό τρόπο με τον οποίο ο Barr αποτύπωσε το ζήτημα της δυσφορίας φύλου, σε μία εποχή που τέτοιου είδους «ευαισθησίες» ήταν είτε σπάνιες είτε ανύπαρκτες. Είμαι ιδιαίτερα χαρούμενος για την πρωτοβουλία των εκδόσεων Μικρός Ήρως να συστήσουν στις νέες γενιές αναγνωστών αυτό το μνημειώδες κόμικ, και να δώσουν την ευκαιρία σε εμάς τους υπόλοιπους να το απολαύσουμε για πρώτη φορά ολοκληρωμένο στα ελληνικά, μαζί με τις δύο σελίδες που λογοκρίθηκαν το 1985 ως ιδιαίτερα τολμηρές. Ηλίας Κυριαζής Δεν θέλω να μιλήσω για το Camelot 3000 με γνώμονα τη νοσταλγία. Θα είναι δύσκολο να το αποφύγω γιατί όσους το γνωρίσαμε από την πρώτη ελληνική έκδοση στα 80s, μας βάρεσε κατακούτελα με το πόσο πιο μπροστά ήταν από οτιδήποτε άλλο κυκλοφορούσε στα περίπτερα, αλλά θα το αδικούσα έτσι. Είτε τότε είτε τώρα πρόκειται για ένα πανέμορφο κόμικς. Ο Brian Bolland είναι από τους κορυφαίους σχεδιαστές που έχουμε στο χώρο και αυτή είναι μια από της καλύτερες στιγμές του. 10/10, no notes και επιτέλους να έχουμε και μια ελληνική έκδοση χωρίς κομμένες σελίδες. Μάνος Λαγουβάρδος Ανάμεσα στον Αστερίξ και τα άλλα χιουμοριστικά άλμπουμ που είχα σαν παιδί στη βιβλιοθήκη μου, ήταν κάπου κρυμμένα και τα πρώτα τεύχη του Camelot 3000. Το σκοτεινό εξώφυλλο με τη γραμματοσειρά του τίτλου, το κλασσικό σχέδιο του Αρθούρου στο διαστημικό περιβάλλον και το σκοτεινό, ώριμο σενάριο του, με έκανε να το ξεχωρίσω από τα υπόλοιπα, «μωρουδιακά» κόμικς που διέθετα τότε (και η Μοργκάνα Λε Φέι – αχ!). «This is serious shit», θα έλεγα αν ήξερα να μιλάω έτσι σαν μικρό παιδί. Συνιστώ αυτό το κόμικ σε όλους, ειδικά τώρα που είναι συγκεντρωμένο σε έναν ολοκληρωμένο τόμο. Και όχι, δεν το λέω επειδή φοράω τα rose tinted γυαλιά της νοσταλγίας. Εδώ έχουμε Ιππότες της Στρογγυλής Τραπέζης στο Διάστημα! Έχουμε Brian Bolland στο σχέδιο και Mike W. Barr στο σενάριο! Είναι ένα διαχρονικά καλό κόμικ, τελεία και παύλα. Κώστας Φραγκιαδάκης Στο Camelot 3000 ο συγγραφέας Μike W. Barr καταφέρνει με ανεπανάληπτη μαεστρία να συνθέσει μια περιπέτεια, που κυριολεκτικά περιέχει όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για να δημιουργηθεί ένα από τα κλασικότερα κόμικς όλων των εποχών. Ο Barr ουσιαστικά κάνει κάτι εξαιρετικά απλό: Παίρνει μια ιστορία που σχεδόν όλος ο κόσμος γνωρίζει λίγο ή πολύ (τον μύθο του Βασιλιά Αρθούρου και της Στρογγυλής Τράπεζας του Κάμελοτ), και τον «μεταφέρει» σε μια μελλοντική εποχή. Έτσι, στα ξαφνικά μυθολογικοί ήρωες του παρελθόντος πρέπει να σώσουν την Γη του μέλλοντος! Σε συνδυασμό με τις αξεπέραστες καθαρές γραμμές του ρεαλιστικού σχεδίου του σχεδιαστή Βrian Bolland, στο Camelot 3000 o αναγνώστης θα βρει κυριολεκτικά τα πάντα: Sci-fiction δράση, εξωγήινους, sword & sorcery, μάγους και ήρωες με πάθη και ελαττώματα, πανέμορφες γυναίκες, το Εξκάλιμπερ και τον βράχο του, την Κυρά της λίμνης, το ιερό Δισκοπότηρο, ακόμη και το ερωτικό τρίγωνο του Αρθούρου με την βασίλισσά του και τον πρώτο του ιππότη τον Λάνσελοτ. Όμως η πραγματική αξία σε αυτό το έπος των 12 τευχών είναι το πως τα μεγαλύτερα ζητήματα της ζωής όπως ο έρωτας, η φιλία, η προδοσία, το καθήκον, η τιμή, η αυτοθυσία και ακόμη και η θρησκεία, αναπτύσσονται και προσφέρονται στον αναγνώστη αβίαστα με μια ροή που όχι απλά δεν κουράζει, αλλά αντίθετα ξεδιπλώνεται με χάρη και απλότητα σε μια ιστορία που δεν μοιάζει να είναι τίποτε άλλο από ένα απλό παραμύθι για μικρά παιδιά. Και εκεί ακριβώς βρίσκεται όλη η μαγική του αξία! Και το σχετικό link...
  15. Ο “Πόλεμος του Λούκας” των Laurent Hopman και Renaud Roche είναι ένα συγκλονιστικό βιογραφικό κόμικς. Το NEWS 24/7 είχε την ευκαιρία να μιλήσει με τους δύο δημιουργούς του. Είναι αναμφίβολα η δημοφιλέστερη σειρά ταινιών στην ιστορία του κινηματογράφου. Το πρώτο κινηματογραφικό της κεφάλαιο έκανε πρεμιέρα στις 25 Μαΐου 1977 σε ελάχιστες αίθουσες της Αμερικής – μόλις 32 – καθώς η 20th Century Fox δεν πίστευε στις δυνατότητές του. Μάλιστα επέβαλαν αρχικά να προβάλλεται μαζί με την ταινία “The Other Side of Midnight” μπας και “τσιμπήσει”… Η ανταπόκριση των θεατών ήταν τόσο μεγάλη που τα εισιτήρια έγιναν sold out και η δημοφιλία του έλαβε γρήγορα διαστάσεις… επιδημίας. Ο λόγος φυσικά για τον «Πόλεμο των Άστρων» (Star Wars) του κινηματογραφιστή Τζορτζ Λούκας, ενός sci-fi θρύλου ενηλικίωσης που έχει πλέον ριζώσει βαθιά στη σύγχρονη ποπ κουλτούρα κι έκανε τα στούντιο παραγωγής του Χόλιγουντ να καταλάβουν πως οι ταινίες επιστημονικής φαντασίας δεν απευθύνονται σε ένα «εξειδικευμένο» κοινό αλλά σε όλους… Μετά την επιτυχία του «American Graffiti» (1973) ο Λούκας σκόπευε να ασχοληθεί με τον διαστημικό ήρωα Φλας Γκόρντον. Γρήγορα χρειάστηκε να εγκαταλείψει το σχέδιό του, αφού δεν μπόρεσε να αποκτήσει τα πνευματικά δικαιώματα κι έτσι επικεντρώθηκε σε μια ιστορία επιστημονικής φαντασίας, ολόδική του: Έγραψε ένα σενάριο 14 σελίδων, εμπνευσμένο από αγαπημένους του μύθους και αφηγήσεις, κι έπλασε τους χαρακτήρες του επηρεασμένος, όπως έχει δηλώσει, από τον Άρχοντα των Δακτυλιδιών του Τόλκιν και από τον κινηματογραφικό κόσμο του Ακίρα Κουροσάβα. Η παραγωγή του Star Wars πέρασε από χίλια μύρια κύματα μέχρις ότου ολοκληρωθεί, εξαιτίας τεχνικών δυσκολιών και έλλειψης κεφαλαίων. Η ταινία δεν ήταν καν υπερπαραγωγή: Το κόστος της έφτανε τα 8 εκατ. δολάρια, τη στιγμή που ο «Κινγκ Κονγκ» του Ντίνο Ντε Λαουρέντις, έναν χρόνο νωρίτερα, είχε μπάτζετ 25 εκατ. δολαρίων… Το αποτέλεσμα ωστόσο δικαίωσε τον Λούκας, καθώς αν μη τι άλλο αναδύθηκε ένα αριστούργημα άλλαξε για πάντα την έβδομη τέχνη (κι ένα franchise που ανέρχεται σε δεκάδες δισ. δολάρια). Όλα χάρη στη “Δύναμη” του οράματος του που ενέπνευσε εκατομμύρια θεατών… Ανάμεσά τους και οι Γάλλοι δημιουργοί κόμικς Laurent Hopman και Renaud Roche, οι οποίοι συνεργάστηκαν για να ιχνηλατήσουν μέσα από την ένατη τέχνη όλη την πορεία του κινηματογραφιστή, από τη σύλληψη του sci-fi saga του μέχρι τις μάχες του με το στούντιο παραγωγής, και από την κυκλοφορία της πρώτης ταινίας στη δικαίωσή του. Το αποτέλεσμά της σύμπραξής είναι το graphic novel «Ο Πόλεμος του Λούκας» και συνδυάζει την εξαιρετική πένα του Hopman που αποδίδει με ειλικρίνεια τους αληθινούς ήρωες της ιστορίας με τα αριστουργηματικά σκίτσα του Roche, τα οποία χαρακτηρίζονται από έντονα στοιχεία nostalgia. Από την πρώτη του έκδοση στη Γαλλία, το κόμικ έχει κάνει ήδη 80.000 πωλήσεις και έχει βραβευθεί με τον τίτλο του καλύτερου κόμικς για το 2024 από το Fnac France Inter και το France Info. Το NEWS 24/7 άδραξε την ευκαιρία να βουτήξει στον “γαλαξία’ του Λούκας έχοντας για πιλότους του τους δύο Γάλλους δημιουργούς… «Ήμουν 7 χρονών όταν η μητέρα μου πήγε εμένα και τα αδέρφια μου στο σινεμά για να δούμε τον πρώτο Πόλεμο των Άστρων το 1977. Είχε μόλις επιστρέψει από ένα ταξίδι στη Νέα Υόρκη όπου η ταινία είχε ήδη πάρει διαστάσεις φαινόμενου, και σκέφτηκε ότι μπορεί να μας αρέσει. Πόσο δίκιο είχε! Αυτή η πρώτη επαφή με το σύμπαν του Star Wars ήταν εμπειρία σοκ για μένα – δεν θύμιζε τίποτα από όσα είχαμε δει έως τότε. Εκείνη την εποχή, η ψυχαγωγία για τα παιδιά περιοριζόταν στα κινούμενα σχέδια της Disney. Το Star Wars ήταν σαν μια “ενήλικη” ταινία για παιδιά. Ήταν επίσης η πρώτη ταινία με τόσο πρωτοποριακά ειδικά εφέ. Θα είχε βαθύ αντίκτυπο στη γενιά μου και θα καθόριζε την ποιοτική ψυχαγωγία για τα επόμενα χρόνια. Από την πρώτη εκείνη προβολή έγινα φανατικός θαυμαστής» μού διηγείται ο Laurent Hopman, σεναριογράφος και δημιουργός κόμικ με δυνατή προϋπηρεσία στη γαλλική τηλεόραση και τις εκδόσεις. Laurent Hopman «Πολλά χρόνια αργότερα, έμαθα περισσότερα για τον Λούκας και πώς κατάφερε να δημιουργήσει αυτήν την ταινία. Αν και έχουν γραφτεί πολλά σχετικά βιβλία και ντοκιμαντέρ, πάντα ένιωθα ότι η ιστορία του δεν είχε ειπωθεί με ειλικρίνεια, μέσα από τη δική του οπτική, σαν ένα ανθρώπινο ταξίδι. Ήθελα να τη διηγηθώ γιατί υπάρχει μια οικουμενική ποιότητα σε αυτήν. Ήθελα επίσης να ρίξω φως σε αρκετούς βασικούς “ήρωες”, για τους οποίους λίγοι έχουν ακούσει, όπως η σύζυγος του Λούκας, Μάρσια. Ήταν σημαντικό να δώσουμε τα εύσημα στους ανθρώπους που έκαναν το όραμά του πραγματικότητα. Και αυτό είναι που διαχωρίζει τον θρύλο από την πραγματική ιστορία.» Ήθελα επίσης να αφηγηθώ την ιστορία του Λούκας σε ένα πλαίσιο που θα βοηθήσει τον αναγνώστη να καταλάβει τις πρωτοπορίες αλλά και τις δυσκολίες που αυτή περιλαμβάνει: Η δεκαετία του ’70 ήταν μια πολύ διαφορετική εποχή από τη σημερινή από πολλές απόψεις, και προκειμένου να γίνει αισθητό το μέγεθος των προκλήσεων που κλήθηκε να αντιμετωπίσει ο Λούκας, ήταν σημαντικό να αφηγηθούμε επίσης το πώς γυρίζονταν οι ταινίες και τι εμπόδια θέτουν τα στούντιο παραγωγής και το μπάτζετ. Ένιωσα ότι η ιστορία του έπρεπε να ειπωθεί σε μορφή graphic novel, ένα μέσο που δίνει τη δυνατότητα να αναδημιουργήσουμε έναν κόσμο που δεν υπάρχει πλέον με ένα ευρύ καστ διάσημων ανθρώπων. Αν επιλέγαμε να το κάναμε μυθιστόρημα ή βιογραφία, δεν θα είναι τόσο “ζωντανό”. Η κύρια πρόκληση ήταν να γράψω μια συναρπαστική και διασκεδαστική ιστορία, με ομαλή και γοργή εξέλιξη που θα κάνει τον αναγνώστη να θέλει να γυρίσει τις σελίδες. Το θέμα είναι ότι, όπως και με τον Τιτανικό, όλοι γνωρίζουν πώς τελειώνει η ιστορία. Οπότε, πρέπει να δημιουργήσεις δραματική ένταση και συγκρούσεις ώστε να έχει ενδιαφέρον, με σεβασμό πάντα στην αλήθεια και τη ροή των γεγονότων. Μια άλλη μεγάλη πρόκληση ήταν να σκιαγραφήσω έναν χαρακτήρα αληθινό, πιστό ως προς τον Λούκας και να είναι ταυτόχρονα ενδιαφέρων. Ο Λούκας είναι ιδιαίτερα εσωστρεφής και δεν είναι εύκολο να έχεις ως πρωταγωνιστή κάποιον που δεν μιλά πολύ και δεν εκδηλώνει εύκολα τα συναισθήματά του. Ήταν λοιπόν ζωτικής σημασίας να βρούμε έναν τρόπο να δείξουμε ποιος είναι και επέλεξα να το κάνω μέσα από καταστάσεις και βοηθητικούς χαρακτήρες.» Τον ρωτώ για την επιτυχία του κόμικ και τις βραβεύσεις: «Ήμασταν πολύ τυχεροί που πήραμε το διάσημο βραβείο Fnac France Inter και άλλα βραβεία. Οποιοσδήποτε συγγραφέας θα ήλπιζε να δει το έργο του να αναγνωρίζεται, αλλά ήταν πραγματικά πέρα από τα πιο τρελά μας όνειρα να λάβουμε αυτές τις τιμές. Ξέραμε ότι η ιστορία ήταν δυνατή, αλλά η τύχη παίζει μεγάλο ρόλο, προφανώς. Νομίζω ότι η επιτυχία του βιβλίου συνδέεται με το γεγονός ότι οι άνθρωποι αγαπούν μια εμπνευσμένη ιστορία, κυρίως σε αυτούς τους προβληματικούς καιρούς». «Η ιστορία της τέχνης και της ελπίδας ενάντια στη καθημερινή συντριβή. Όταν ο “μικρός” κερδίζει στο τέλος, αντηχεί σε όλους μας. Ο αναγνώστης χρειάζεται πάντα μια εμπνευσμένη ιστορία για να τον βοηθήσει να περάσει μια ακόμα ημέρα. Νομίζω ότι οι άνθρωποι πάντα ενδιαφέρονται να κατανοήσουν τις ρίζες και τις επιλογές άλλων ανθρώπων, και αυτό ισχύει ιδιαίτερα όταν μιλάμε για άτομα με εξαιρετικές ζωές. Το graphic novel διαβάζεται εύκολα από όσους δεν θέλουν να επενδύσουν χρόνο σε ένα κλασικό μυθιστόρημα. Νομίζω ότι αυτό το κόμικ δεν έχει ακόμη αξιοποιήσει πλήρως τις δυνατότητές του και θα συνεχίσει να αναπτύσσεται τα επόμενα χρόνια». Μιλώντας στον Renaud Roche, έναν καλλιτέχνη με εξαιρετική αισθητική, το εικαστικό στυλ του οποίου θα περιέγραφα ως λιτό αλλά άκρως περιεκτικό σε συναισθήματα και αλήθεια, η κουβέντα ξέφυγε γρήγορα στην ποπ κουλτούρα και πώς τη σηματοδότησε το Star Wars. Τον ρώτησα αρχικά για το ύφος που επέλεξε για τον «Πόλεμο του Λούκας», το οποίο ξεφεύγει από τα όρια του ρεαλισμού: «Στόχος μου ήταν να βρεθεί η σωστή ισορροπία μεταξύ ρεαλισμού και δυναμισμού. Ήθελα οι χαρακτήρες μου να είναι αναγνωρίσιμοι με την πρώτη ματιά, αλλά και ζωηροί, με έντονη εκφραστικότητα. Οι λεπτομέρειες μερικές φορές είναι περιττές, ειδικά ως προς τη μετάδοση συναισθημάτων». Renaud Roche Ακολουθεί η κουβέντα περί… αδυναμιών: «Έχω ιδιαίτερη αδυναμία στο Millenium Falcon, το οποίο παραμένει το πιο cool διαστημόπλοιο-σκουπίδι του γαλαξία (και όχι μόνο). Γενικά μου αρέσει η φθαρμένη, χρησιμοποιημένη, “σκουριασμένη” αισθητική που είχε η πρώτη τριλογία γιατί ενισχύει οπτικά και με πολύ απλό τρόπο την αξιοπιστία του σύμπαντος. Παράλληλα, μου αρέσουν πολύ τα κοστούμια της βασίλισσας Amidala στην ταινία “The Phantom Menace”, τα οποία σχεδίασε ο Iain McCaig – δημιούργησε τόσο απίστευτα και εμπνευσμένα concepts». «Αγαπημένος χαρακτήρας μου είναι ο R2D2, γιατί είναι ο αληθινός ήρωας του έπους! Βρίσκεται πάντα εκεί τριγύρω, παρακολουθώντας και καταγράφοντας τα πάντα, και κάθε φορά είναι εκείνος που σώζει τη μέρα. Λατρεύω επίσης τον Yoda, ειδικά όταν είναι “άτακτος”. Να σημειωθεί ότι δεν είμαι φανατικός συλλέκτης αλλά έχω κάποια κομμάτια. Το πιο πολύτιμο πράγμα μου είναι μια φιγούρα του The Child (Grogu) σε φυσικό μέγεθος από τη σειρά “The Mandalorian”. Τον νιώθω να με κοιτάζει τώρα που μιλάμε». Γρήγορος γύρος “διαγαλαξιακών” ερωτήσεων Πιστεύετε ότι το κόμικ σας απευθύνεται σε ένα ευρύτερο κοινό; Ποιες θεματικές του θεωρείτε προκαλούν το ενδιαφέρον; L.H.: «Κατά την καμπάνια προώθησης του graphic novel, συναντήσαμε εκατοντάδες αναγνώστες και ενώ αρκετοί ήταν πράγματι θαυμαστές του Star Wars, συνειδητοποιήσαμε ότι το βιβλίο άγγιξε κι έναν νέο τύπο αναγνωστών, που δεν ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για το Star Wars, αλλά αγαπούν το κόμικ μας γιατί πραγματεύεται οικουμενικά θέματα και ιδέες όπως η αποφασιστικότητα, η επιμονή, το όραμα, και δημιουργία. Το βιβλίο θα μπορούσε να αφορά οποιαδήποτε ταινία ή οποιαδήποτε δημιούργημα, και θα εξακολουθεί να έχει απήχηση λόγω της διεθνικής φύσης των θεμάτων του». R.R.: «Δεν χρειάζεται να είναι κανείς φαν για να επιβιβαστεί σε αυτό το “σκάφος”! Είναι μια ιστορία για τη δημιουργία, την επιμονή και την ελπίδα. Όποιος έχει όνειρα, σίγουρα θα εμπνευστεί από την ιστορία του Λούκας». Εκτός από τις έντονες στιγμές δράσης και ψυχαγωγίας, τι πιστεύετε σημαίνει το Star Wars για τους σινεφίλ σήμερα; R.R.: «Πιστεύω ότι το Star Wars είναι πλέον μέρος της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς. Τα μηνύματά του είναι καθολικά, μας μιλούν σε βαθύτερο επίπεδο, σαν θρύλοι ή λαϊκά παραμύθια από το παρελθόν. Δεν είναι απλώς ένα franchise, αλλά ένας κανονικός μύθος για τη σύγχρονη εποχή». L.H.: «Ο Λούκας δημιούργησε από το μηδέν ένα σύμπαν που είναι πολύ πρωτότυπο και αξέχαστο. Η κλασική διαμάχη του καλού και του κακού επαναδιατυπώνεται μέσα από τη μυθολογία των ιπποτών Τζεντάι και των Σιθ. Η σκοτεινή πλευρά, η Δύναμη και η σκοτεινή πλευρά της… Είναι μια υπέροχη ιστορία με παγκόσμια απήχηση». Έχετε γνωρίσει τον Τζορτζ Λούκας; L.H.: «Δεν τον έχω γνωρίσει ακόμα, αλλά ήταν ιδιαίτερα ευγενικός μαζί μας – Μας έστειλε μια selfie με το βιβλίο. Καθώς δεν μπορούσε να το διαβάσει στα γαλλικά, μας ρώτησε αν θα μπορούσε να το έχει σε αγγλική μετάφραση. Είπε ότι του άρεσε αυτό που έβλεπε και, από ότι μπορούσε να καταλάβει, το κόμικ μας απέδωσε πολλά πράγματα σωστά που συνήθως απεικονίζονταν λανθασμένα στις βιογραφίες του. Αυτό ήταν ένα τεράστιο κομπλιμέντο! Είμαστε εξαιρετικά ευγνώμονες για αυτήν την απροσδόκητη πρώτη επαφή του μαζί μας. Ελπίζουμε να έχουμε την ευκαιρία να τον συναντήσουμε δια ζώσης μια μέρα και να του εκφράσουμε την ευγνωμοσύνη μας». R.R.: «Ναι, μακάρι να τον γνωρίσουμε κάποια μέρα. Πρώτον, για να του δείξω την ευγνωμοσύνη μου που μοιράστηκε με όλους μας τα όνειρα του υπέροχου μυαλού του. Μετά θα προσπαθήσω να τον πείσω να με προσλάβει ώστε να δουλέψω μαζί του!» Υπάρχουν άλλοι κινηματογραφιστές ή δημιουργοί για τους οποίους θα σας ενδιέφερε να κάνετε ένα graphic novel; R.R.: «Προφανώς: Ο Στίβεν Σπίλμπεργκ. Αλλά πιστεύω ότι ένα βιβλίο δεν θα είναι αρκετό…» L.H.: «Υπάρχουν πολλές καταπληκτικές ιστορίες που πρέπει να ειπωθούν. Αλλά για την ώρα θα συνεχίσουμε να λέμε την ιστορία του Λούκας. Αυτήν τη στιγμή εργαζόμαστε για τη συνέχεια του “Πολέμου”. Το ταξίδι δεν έχει τελειώσει και αυτό που ακολουθεί είναι εξίσου απίστευτο…» * Το βιβλίο «Ο Πόλεμος του Λούκας» κυκλοφορεί στα βιβλιοπωλεία από τις εκδόσεις Μικρός Ήρως. Και το σχετικό link...
  16. Πόσο αγγελικά πλασμένος είναι ο κόσμος των μεγάλων πολυεθνικών; Πόση καινοτομία και υγιής ανταγωνισμός υπάρχει στην πολυδιαφημισμένη επιχειρηματικότητα; Πόση φιλανθρωπία μπορούν να προσφέρουν τα μεγαλοστελέχη και ποια η εταιρική ευθύνη των κολοσσών τους; Τρίχες… Ένας βρόμικος κόσμος βίας, ίντριγκας, δολοπλοκίας, ραδιουργίας και απάτης είναι. Με στόχο την επέκταση και την επικράτηση με κάθε μέσο. Αυτόν τον κόσμο περιγράφει σε ένα άψογο περιτύλιγμα η σειρά «Λάργκο Γουίντς», η οποία αποτελεί εκδοτικό φαινόμενο στη Γαλλία και σε άλλες χώρες. Ήδη έχουν κυκλοφορήσει 21 άλμπουμ, με το καθένα να ξεπερνά σε πωλήσεις τα 500.000 αντίτυπα, σε μια ιστορία ξέφρενης δράσης και περιπέτειας. Στην Ελλάδα έχουν δημοσιευτεί τα 8 πρώτα μέρη στα περιοδικά «Μπλεκ» και «Non-Stop Comics» των εκδόσεων «Μικρός Ήρως», ενώ οι συνέχειες ξεκίνησαν να κυκλοφορούν σε αυτόνομους τόμους. Ο πρώτος από αυτούς σε σενάριο του Jean Van Hamme και σχέδια του Philippe Francq με τίτλο «Χρυσή Πύλη» (μετάφραση: Γαβριήλ Τομπαλίδης) εκτυλίσσεται από τη Βενετία μέχρι τη Νέα Υόρκη, το Σαν Φρανσίσκο, τη Νεβάδα και τα Βραχώδη Όρη με πρωταγωνιστή τον 26χρονο βαθύπλουτο κληρονόμο με τα τζιν, Λάργκο Γουίντς, να προσπαθεί να προστατέψει την αυτοκρατορία του και τον εαυτό του απέναντι σε δολοφονικές πλεκτάνες αδίστακτων οικονομικών και πολιτικών κέντρων. Δεν είναι όμως αυτό το σημαντικότερο. Γιατί τον τόνο στη σειρά μέσα στην καλώς εννοούμενη ψυχαγωγική της ελαφρότητα δίνει η αριστοτεχνικά δοσμένη αφήγηση και το άψογο σχέδιο. Τοπία, κτίρια, δρόμοι, μνημεία και μουσεία του κόσμου αποδίδονται με πιστότητα και γίνονται σκηνικά για ερωτικές συνευρέσεις, αγωνιώδεις καταδιώξεις και μυστικές συμφωνίες των εκπροσώπων ενός καλογυαλισμένου και ακριβοντυμένου κόσμου που «κάνει τις δουλίτσες του» και λύνει τα προβλήματά του σε ουρανοξύστες, γιοτ και πολυτελείς βίλες, πάντα με τα όπλα, χωρίς να τον παίρνουμε χαμπάρι. Γι’ αυτό και οι Van Hamme και Francq φροντίζουν ευφυώς να «ραγίζουν» συχνά την απαστράπτουσα επιφάνεια αυτού του κόσμου παρεμβάλλοντας φανερά ή υπόγεια γνωστά έργα τέχνης κλείνοντας μας το μάτι. Όπως το γεύμα των οικονομικών μεγιστάνων κάτω από τις «Δεσποινίδες της Αβινιόν» του Πικάσο ή, ακόμα πιο παιχνιδιάρικα, η απόδοση μιας ράθυμης πρωινής συνάντησης της υψηλής κοινωνίας ως παρωδίας του «Προγεύματος των βαρκάρηδων» του Ρενουάρ. Σπάζοντας έτσι τη μονοτονία του κυνηγιού του πλούτου με έξυπνα τοποθετημένες πινελιές τέχνης. Και το σχετικό link...
  17. Σε αυτό το κόμικ αποτυπώνονται με χιούμορ οι γκάφες και οι αυτοσχεδιασμοί από τα οποία δημιουργήθηκαν οι πρώτες βουβές ταινίες μυθοπλασίας στην Ελλάδα. Από τις εκδόσεις Μικρός Ήρως κυκλοφορεί το νέο graphic novel «Μιχαήλ Μιχαήλ του Μιχαήλ» που δημιούργησε ο Δημήτρης-Κρις Αγκαράι και είναι βασισμένο στο θεατρικό έργο «ΟΙ ΚΩΜΙΚΟΙ» των Δημήτρη Πιατά και Σάκη Σερέφα που έκανε πρεμιέρα από το ΚΘΒΕ τον Ιανουάριο του 2024. Μιχαήλ Μιχαήλ του Μιχαήλ: Η υπόθεση Μιχαήλ Μιχαήλ του Μιχαήλ. Γεωργία Βασιλειάδου. Αχιλλέας Μαδράς. Σωτηρία Ιατρίδου. Ερβέ Βιλλάρ. Σπυρίδων Δημητρακόπουλος. Τάλλα Κρανόφσκα Βαλέτα. Δήμος Βρατσάνος. Κώστας Βατίστας. Ηρώ Χαντά. Κοντσέτα Μόσχου. Ιωσήφ Χεπ. Εκτός από τη Βασιλειάδου, ονόματα άγνωστα σήμερα, ξεχασμένα, σχεδόν εξωτικά. Ονόματα που τα χώνεψε η λήθη. Κι όμως, αυτοί είναι οι άνθρωποι, ηθοποιοί, παραγωγοί και σκηνοθέτες, που με τα σώματά τους έχτισαν το βουβό σινεμά στην Ελλάδα στη δεκαετία του ’20. Πλάσματα του θεάτρου, μαθημένα να ρουφούν τις ανάσες του κοινού πάνω στο σανίδι, βρέθηκαν απέναντι από μια μηχανή που κατέγραφε τις συσπάσεις και τα σουσούμια σωμάτων και προσώπων που δεν εξέπεμπαν ήχο, σαν άφωνα νευρόσπαστα μιας νέας τεχνολογίας, η οποία λες και χρειαζόταν την ενέργειά τους για να πάρει μπρος. «Μαζί με μας θα πεθάνει μια μέρα και το κοινό μας. Κανείς δεν θα μας θυμάται. Τι είναι μια ταινία όταν τη βλέπεις; Δεν είναι σαν όνειρο; Ε, σαν όνειρο ξεχνιέται κιόλας» μοιάζει να αναρωτιούνται. Γιατί βρέθηκαν στο γύρισμα μιας εποχής στην οποία κυριαρχούσε η πεποίθηση ότι ο κινηματογράφος είναι μια εφήμερη μόδα που θα πεθάνει σύντομα, σε αντίθεση με το θέατρο. Στο κόμικς Μιχαήλ Μιχαήλ του Μιχαήλ – Ο Έλληνας Σαρλώ, αποτυπώνονται με χιούμορ ο ερασιτεχνισμός, οι μωροφιλοδοξίες, οι ίντριγκες, η αγνωμοσύνη, τα ευτράπελα, οι αυτοσχεδιασμοί, οι κουτοπονηριές, οι ζαβολιές, οι γκάφες, μέσα στις οποίες δημιουργήθηκαν οι πρώτες βουβές ταινίες μυθοπλασίας στην Ελλάδα. Και προπάντων, κυριαρχεί η μορφή του Μιχαήλ Μιχαήλ του Μιχαήλ. «Ήταν Κυριακή βράδυ και ο κόσμος είχε πλημμυρίσει το μεγάλο αθηναϊκό θέατρο όπου επρόκειτο να εμφανιστώ ως παλιάτσος. Ήρθαν να γλεντήσουν με έναν παλιάτσο που η καρδιά του αιματωνόταν και πονούσε. Ήρθαν για έναν παλιάτσο που πονούσε και ήταν έτοιμος να ξεσπάσει όχι σε γέλιο, για να κάνει και τους άλλους να γελάσουν, μα σε κλάμα, σε κλάμα σπαραχτικό. Γυρνώντας στην πλατεία, τους λέω Γέλα παλιάτσο! Ο κόσμος πληρώνει!» γράφει στην αυτοβιογραφία του. Αυτός ο Έλλην Σαρλώ, ο Σαχλό όπως τον επονόμασαν οι συγκαιρινοί του. Ο οποίος, μετά από έναν αιώνα, «ο διασημότερος των ασήμων ηθοποιών» όπως έγραφαν τότε οι εφημερίδες, «ανασταίνεται» για πρώτη φορά μέσα σε αυτό το κόμικς. Πού να το φανταζόταν… Δημήτρης-Κρις Αγκαράι Ο Δημήτρης-Κρις Αγκαράι είναι σχεδιαστής κόμικς, γραφίστας και εικονογράφος, γεννημένος το 1994 στα Τίρανα της Αλβανίας και μεγαλωμένος στην Αθήνα. Από μικρή ηλικία επέδειξε ενδιαφέρον για τη ζωγραφική και τη δημιουργία ιστοριών. Σπούδασε γραφιστική και αυτοδίδακτα αφοσιώθηκε στις εικονογραφήσεις και τα κόμικς. Πρόσφατα ολοκλήρωσε το τμήμα κόμικς στη Σχολή Βακαλό με δάσκαλο τον Νίκο Κούτση. Από το 2016 είναι ενεργός στον χώρο των κόμικς, κυκλοφορώντας αυτοεκδόσεις όπως τα Αλληγορία, Reading the Song και SHAME Ερωτικές Ιστορίες Καραντίνας. Συνεργάστηκε με περιοδικά κόμικς όπως τα Epifany (Phase Productions) και Ρίγη (Εκδόσεις Ρενιέρη), ενώ συμμετείχε και σε ανθολογίες (Athens the Comicbook και Εποχές για Ήρωες). Επιπλέον εργάστηκε ως βοηθός σκηνοθέτη για το Εθνικό Θέατρο, στην παράσταση Το Αστέρι της Λιλιπούπολης της Ρεγγίνας Καπετανάκη και του Βασίλη Ρίσβα. Η δουλειά του έγινε ευρέως γνωστή μέσω των social media, κυρίως μέσα από μία σειρά σχεδίων που απεικονίζουν αγαπημένους χαρακτήρες ελληνικών σειρών. Το 2023 κυκλοφόρησε το graphic novel Σύμβουλος Ερωτικών Υποθέσεων (Jemma Press), ενισχύοντας το καλλιτεχνικό του αποτύπωμα στον χώρο των κόμικς. Και το σχετικό link...
  18. Μια νέα ιστορία του Σούπερμαν πιάνει το νήμα της ύπαρξής του από την αρχή και το ξετυλίγει, προσαρμόζοντας τη δράση στο σήμερα και ξανασυστήνοντας τον απόλυτο υπερήρωα στο αναγνωστικό κοινό. Ο Σούπερμαν, πέραν πάσης αμφιβολίας, είναι ένα από τα ισχυρότερα brand names της εποχής μας. Παγκοσμίως γνωστός ως ο πρώτος υπερήρωας, δεν έχει πάψει, παρά τα χρόνια που πέρασαν από την πρώτη του εμφάνιση, να συγκινεί τους ανθρώπους με τη γενναιότητά του και τις ικανότητές του. Από το 1938 έχει πάρει μέρος σε αμέτρητες περιπέτειες στα κόμικς, στον κινηματογράφο, στα κινούμενα σχέδια, ενώ η μορφή του έχει αποτυπωθεί σε προϊόντα κάθε είδους, από μπλουζάκια, παιχνίδια και παζλ μέχρι εσώρουχα, διαφημιστικά φυλλάδια και αφίσες. Ιδιαίτερα κατά τις τελευταίες δεκαετίες έχουν δημιουργηθεί πολλές ρηξικέλευθες εκδοχές του που εκσυγχρονίζουν τον χαρακτήρα και το προφίλ του, ενώ έχουν διατυπωθεί αρκετά εναλλακτικά σενάρια για την προέλευσή του, τα παιδικά του χρόνια, τους απογόνους του, τη ζωή του στο παρελθόν και το μέλλον, σε άλλους τόπους, άλλες διαστάσεις, άλλα σύμπαντα. Ίσως γι’ αυτό, η ιστορία με τον ιδιαιτέρως «τίμιο» τίτλο «Superman – Άνθρωπος και Υπεράνθρωπος» να φαντάζει ως μια σανίδα σωτηρίας σε έναν ωκεανό αναρίθμητων πειραματισμών, επιτηδευμένων προκλήσεων, τολμηρών αναθεωρήσεων κ.λ.π. Αυτή τη σανίδα τη ρίχνει στους αναγνώστες ένας από τους πιο έμπειρους σεναριογράφους υπερηρωικών κόμικς, ο 78χρονος σήμερα Marv Wolfman, που ξαναπιάνει τα πράγματα από την αρχή και αφηγείται μια ολοκληρωμένη ιστορία με πρωταγωνιστή τον Σούπερμαν από τα νιάτα του μέχρι την καθιέρωσή του στη Μητρόπολη. Πρόκειται για μια νέα βιογραφία του υπερανθρώπου από τα χρόνια του Smallville μέχρι τη στιγμή που θα γίνει εξώφυλλο στον Ημερήσιο Πλανήτη, την εφημερίδα στην οποία εργαζόταν ως Κλαρκ και συνεργαζόταν με την αιώνια αγαπημένη του, Λόις. Το βασικό θέμα της ιστορίας όμως είναι η άφιξη του Κλαρκ στη Μητρόπολη, η προσαρμογή του, η προσπάθειά του να βρει δουλειά ως δημοσιογράφος και ταυτόχρονα οι εσωτερικές του συγκρούσεις και οι δισταγμοί του να φορέσει τη στολή με το «S» στο στήθος και να ξεχυθεί στους αιθέρες. Γιατί το πιο ενδιαφέρον στοιχείο των περισσότερων υπερηρωικών ιστοριών είναι ο τρόπος με τον οποίο, παντοδύναμοι κατά τα άλλα χαρακτήρες, συνδυάζουν τη διπλή τους ταυτότητα. Άλλοι απαρνούνται τη μια τους φύση, την ανθρώπινη, και άλλοι μετανιώνουν για την άλλη, την υπερηρωική. Ο Σούπερμαν, έστω και προερχόμενος από άλλον πλανήτη, αφοσιωμένος στην αποστολή του, πασχίζει να ισορροπήσει και να συμβιβάσει και τις δυο. Και όσο η Μητρόπολη είναι αφιλόξενη και απειλείται από τρομοκράτες τόσο ο Κλαρκ θα βρίσκει παρηγοριά στους απλούς ανθρώπους και θα συνεχίζει να σώζει τον κόσμο αλλά και να είναι ιδιαίτερα προσεκτικός, συνεσταλμένος και μετρημένος λόγω της απειρίας του. «Ήθελα να παρακολουθήσω έναν νεαρό Κλαρκ Κεντ να αντιμετωπίζει μόνος του την πρώτη του περιπέτεια. Ο Κλαρκ δεν θα χρησιμοποιούσε ποτέ τις δυνάμεις του με τον τρόπο που θα έκανε τώρα. Ήταν ακόμα πρωτόβγαλτος ήρωας. Κάποιος που πρέπει να αποδείξει στον εαυτό του ότι θα μπορούσε να είναι ο μεγάλος ήρωας όπου προοριζόταν να γίνει. Και αυτό σήμαινε πως θα έπρεπε να αποτύχει. Εκκωφαντικά. Μαθαίνεις από τα λάθη σου, όμως όταν έχεις σούπερ δυνάμεις σαν του Κλαρκ, πρέπει να σιγουρευτείς πως τα λάθη σου δεν θα είναι κι αυτά σούπερ. Μια λάθος κίνηση από κάποιον που μπορεί να λυγίσει ατσάλι με τα γυμνά του χέρια θα μπορούσε να φέρει την καταστροφή», γράφει ο Wolfman στην εισαγωγή του. Στο εγχείρημά του για την αφήγηση μιας καθαρής, παραδοσιακής ιστορίας, ο βετεράνος σεναριογράφος έχει την αμέριστη συμπαράσταση του σχεδιαστή Claudio Castellini που καταφέρνει να αποφύγει τους εντυπωσιασμούς και να επικεντρωθεί στα πρόσωπα και τα συναισθήματά τους, ενώ η εξαιρετικά πλούσια έκδοση συνοδεύεται από εκτενή κείμενα του Wolfman, το αρχικό σενάριο του πρώτου τεύχους και όλα τα βήματα της διαδικασίας (στήσιμο, σκίτσα, μολύβια, μελάνια, χρώματα, εξώφυλλα κ.ά.) μέχρι το τελικό αποτέλεσμα. Όλο αυτό το υλικό συνθέτει μια, αν μη τι άλλο, χορταστική ματιά πάνω στον Σούπερμαν. Αν και δεν προσθέτει τίποτα νέο ή πρωτοποριακό στον μύθο του, είναι μια ειλικρινής προσέγγιση του χαρακτήρα με έμφαση στα ανθρώπινα χαρακτηριστικά του, ιδιαίτερα της νεότητάς του. Η ιστορία αυτή ήταν προγραμματισμένο από την DC να κυκλοφορήσει σε τέσσερις συνέχειες το 2009. Για διάφορους λόγους όμως, η έκδοση καθυστέρησε δέκα ολόκληρα χρόνια και εντέλει πραγματοποιήθηκε με τη μορφή ενός ενιαίου τόμου (190 σελίδες) που κυκλοφόρησε πριν από λίγους μήνες στα ελληνικά από τις εκδόσεις Μικρός Ήρως σε μετάφραση Γαβριήλ Τομπαλίδη. Και το σχετικό link...
  19. «Επιτρέψτε μου να σας διηγηθώ μια μικρή ιστορία. Μην περιμένετε σπουδαίους ηθοποιούς. Γιατί πρωταγωνιστούν απλοί άνθρωποι. Άνθρωποι σαν εσάς και σαν εμένα. Το βασικό για να αντέξει μια ιστορία στον χρόνο δεν είναι ούτε τα πρόσωπα ούτε η πλοκή… Είναι η μνήμη. Δίχως μνήμη, οι ιστορίες χάνονται. Οι άνθρωποι δίχως μνήμη είναι κούφιοι. Και μια κοινωνία δίχως μνήμη είναι ωρολογιακή βόμβα». Με αυτά τα λόγια υποδέχεται ο συγγραφέας και δημοσιογράφος Γιόζεφ Ροτ (πραγματικό πρόσωπο με έντονη δράση και καριέρα την περίοδο του Μεσοπολέμου) τον Κόρτο Μαλτέζε στο Βερολίνο του 1924 στη νέα περιπέτεια του τυχοδιώκτη ναυτικού από τους Juan Diaz Canales και Ruben Pellejero με τίτλο Νύχτες του Βερολίνου (μετάφραση: Τατιάνα Ραπακούλια, εκδόσεις Μικρός Ήρως, 86 σελίδες). Από την έκθεση του Hugo Pratt Μπορεί ο Hugo Pratt, ο δημιουργός του Κόρτο Μαλτέζε, να πέθανε το 1995, αλλά το έργο του είναι ακόμα ζωντανό ακριβώς γιατί διατηρεί τη μνήμη για όλα όσα συνέβησαν στις αρχές του εικοστού αιώνα σε ολόκληρο τον κόσμο. Και το έργο αυτό συνεχίζεται από νέους καλλιτέχνες που από τη μια αποτείνουν φόρο τιμής στον μεγάλο δάσκαλο της περιπέτειας κι από την άλλη προσθέτουν νέα δεδομένα στο μαγικό σύμπαν που αυτός φιλοτέχνησε. Τούτη τη φορά η δράση μεταφέρεται από τους εξωτικούς τόπους και τις αχαρτογράφητες θάλασσες του Pratt στην καρδιά μιας Ευρώπης που καταρρέει λίγο μετά τον Μεγάλο Πόλεμο, λίγο πριν τον ναζισμό. Ο Κόρτο Μαλτέζε θα είναι πάντα επίκαιρος και διαχρονικός όσο υπενθυμίζει πόσο αναγκαία είναι η μνήμη. Και θα μπορεί να μεταφέρεται σε κάθε εποχή. Όπως συμβαίνει στη Βασίλισσα της Βαβυλώνας (μετάφραση: Τατιάνα Ραπακούλια, εκδόσεις: Μικρός Ήρως, 192 σελίδες) όπου ταξιδεύει στη Βενετία και στο Σεράγεβο του σήμερα, από τους Martin Quenehen και Bastien Vives, για μια βαθιά πολιτική, σύγχρονη περιπέτεια. Μια μοναδική ευκαιρία γνωριμίας με το μεγάλο έργο του Ιταλού παραμυθά προσφέρει η έκθεση Hugo Pratt: η κληρονομιά, το έργο, η βιογραφία, που πραγματοποιείται στο πλαίσιο του Comicdom Con μέχρι αύριο το βράδυ στην Τεχνόπολη. Μια έκθεση με στόχο τη διατήρηση της μνήμης και της ανάγκης για περιπέτεια. Και το σχετικό link...
  20. Μπορεί το όνομά του να ταυτίστηκε με αυτό του Τεν Τεν, τις ιστορίες του οποίου φιλοτεχνούσε από το 1929 και για περισσότερα από 50 χρόνια, αλλά ο Hergé στη μακρά καριέρα του είχε δημιουργήσει και άλλες σειρές. Μία από αυτές ήταν «Οι περιπέτειες των Ζο, Ζετ και Ζοκό», μια σειρά με μικρό ενδιαφέρον για τον ίδιο («βαριόμουν απίστευτα τους χαρακτήρες» είχε πει μεταγενέστερα), αλλά με μεγάλο ιστορικό και καλλιτεχνικό ενδιαφέρον για τους μελετητές του έργου του και τους θαυμαστές της καθαρής γαλλοβελγικής γραμμής. Ξεκίνησε να τη δημιουργεί τη δεκαετία του 1930, κυρίως λόγω των αντιδράσεων των εκδοτών του για την «υπέρμετρη βία» που είχε η περιπέτεια του Τεν Τεν «Το σπασμένο αυτί» την οποία είχε ολοκληρώσει λίγο νωρίτερα. Του ζήτησαν κάτι πιο «κατάλληλο για παιδιά» και αυτός ανταποκρίθηκε με μια ιστορία με πρωταγωνιστικά πρόσωπα δυο αδέρφια και τον μικρό τους χιμπατζή, τοποθετώντας τη δράση σε φουρτουνιασμένες θάλασσες, συννεφιασμένους ουρανούς και αφιλόξενες ζούγκλες, σε υποβρύχια και αερόπλοια ενάντια σε τυχοδιώκτες, πειρατές, κακοποιούς και άγριους κανίβαλους που καταδιώκουν τα μικρά παιδιά, τα απάγουν, τα βασανίζουν. Δύσκολα μια τέτοια ιστορία θα γινόταν δεκτή στις μέρες μας, καθώς η κακώς εννοούμενη και ξεχειλωμένη πολιτική ορθότητα θα είχε επέμβει, ιδιαίτερα για σκηνές όπως αυτές με τους στερεοτυπικά σχεδιασμένους ιθαγενείς ανθρωποφάγους σε ένα έρημο νησί που αιχμαλωτίζουν τα παιδιά και τα ταΐζουν μέχρι σκασμού για να τα παχύνουν ώστε να τα μαγειρέψουν στη συνέχεια στο κλασικό καζάνι. Φυσικά οι λευκοί, Δυτικοευρωπαίοι πρωταγωνιστές θα ξεφύγουν από τους «υπανάπτυκτους μαύρους» και μάλιστα θα μπουν στην αμφίβια άκατό τους προκαλώντας δέος στους «απολίτιστους» οι οποίοι θα τους λατρέψουν ως θεούς. «Μικροί άτρωτοι… Μεγκάλο ταμπού… Οογκ! Κιρίκι πομ πομ! Κόρο πόκο! Όχι πια μαμ μαμ! Ταμπού! Μεγκάλο ταμπού!» λέει ο αρχηγός τους με θαυμασμό και τοποθετεί τα παιδιά σε θρόνο. Οι δύο πρώτοι τόμοι ιστορικής αξίας («Το Στρατόπλοιο Η. 22» και «Η μυστηριώδης ακτίνα») κυκλοφορούν από τις εκδόσεις «Μικρός Ήρως» (μετάφραση: Γαβριήλ Τομπαλίδης), που προς τιμήν τους δεν υποκύπτουν στην cancel culture της μόδας και προσφέρουν στο κοινό μια σπάνια ευκαιρία γνωριμίας με το πρώιμο έργο του Hergé, με τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματά του. Και το σχετικό link...
  21. Έκθεση στην Αθήνα αφιερωμένη στον «πατέρα» του Κόρτο Μαλτέζε. Ψηλός, με φαβορίτες και χρυσό σκουλαρίκι. Πολυταξιδεμένος, περιπετειώδης και τυχοδιώκτης, αλλά με χρυσή καρδιά. Μέχρι και στη Ρόδο των αρχών του 20ού αιώνα και στην Αλεξάνδρεια του Καβάφη έφτασε κάποτε ο Κόρτο Μαλτέζε, που πρωταγωνιστεί σε μία από τις εκθέσεις του φεστιβάλ κόμικς Comicdom Con. (Φωτ. Ακουαρέλα του Ούγκο Πρατ για την «Μπαλάντα της αλμυρής θάλασσας», την πρώτη περιπέτεια του Κόρτο Μαλτέζε). Πώς το είπε κάποτε ο Ουμπέρτο Έκο; «Όταν θέλω να χαλαρώσω, διαβάζω δοκίμια του Ένγκελς. Όταν θέλω κάτι πιο σοβαρό, διαβάζω Κόρτο Μαλτέζε». Η δήλωση είχε ειπωθεί μισοαστεία–μισοσοβαρά, είχε όμως τη σημασία της. Μεταξύ άλλων, γιατί οι περιπέτειες του λιγομίλητου ναυτικού με τις φαβορίτες, το χρυσό σκουλαρίκι και τα μάτια στο χρώμα του μελιού, ήταν ίσως από τις πρώτες στην ιστορία της ένατης τέχνης που έφεραν επάξια – πριν ακόμη καθιερωθεί – τον πολυφορεμένο πια όρο «graphic novel». Ο δημιουργός του Κόρτο Μαλτέζε, ο Ιταλός κομίστας Ούγκο Πρατ (1927-1995) θεωρείται από πολλούς ένας λογοτέχνης που εικονογραφούσε τις αφηγήσεις του με σχέδια τόσο ονειρικά και ταυτόχρονα ακριβή, ώστε έφταναν στον πυρήνα ανθρώπων, τόπων και καταστάσεων. Λόγος και εικόνα βασίζονταν στην αστείρευτη διάθεση του Πρατ για ταξίδια και εξερευνήσεις, αλλά και στις εκτεταμένες ιστορικές του έρευνες. Όπως έλεγε, «από τη στιγμή που σχεδιάζω έναν στρατιώτη των αγγλικών αποικιών, θέλω να υπάρχει πιστότητα ακόμη και στα κουμπιά της στολής του». Στο Comicdom Con Η έκθεση «Ούγκο Πρατ – Η κληρονομιά, το έργο, η βιογραφία», που το φεστιβάλ Comicdom Con παρουσιάζει σε συνεργασία με το Ιταλικό Μορφωτικό Ινστιτούτο Αθηνών (και σε επιμέλεια της διαχειρίστριας του έργου του Πρατ, Πατρίτσια Ζανότι) περιλαμβάνει 27 μεγάλα πάνελ με εικόνες και κείμενα, που τεκμηριώνουν το εύρος του σύμπαντος του Ιταλού δημιουργού και του σημαντικότερου δημιουργήματός του. Βλέπουμε τον Κόρτο Μαλτέζε, τον γιο ενός ναύτη από την Κορνουάλη και μιας τσιγγάνας από τη Σεβίλλη, που γεννήθηκε το 1887 στη Βαλέτα και μεγάλωσε στην εβραϊκή συνοικία της Κόρδοβα, να αφηγείται πως όταν μια φίλη της μητέρας του διαπίστωσε έντρομη πως το χέρι του δεν είχε γραμμή της μοίρας, εκείνος πήρε ένα μαχαίρι και χάραξε μια δική του. Τον ακολουθούμε σε κινδύνους και σε απανεμιές που εκτείνονται από τον Ειρηνικό Ωκεανό και τη Λατινική Αμερική μέχρι την Αφρική και την Ασία, μελαγχολικό και αινιγματικό, αλλά πρόθυμο να χαρίσει τη φιλία του σε όποιον την άξιζε και ικανό στο να διευθετεί εκείνες ειδικά τις υποθέσεις του, που ακόμη κι αν δεν ήταν απολύτως καθαρές, συχνά τον έφερναν ενώπιον μιας γοητευτικής γυναίκας ή στο πλευρό ενός κολασμένου της γης: ήταν «ένας τζέντλεμαν της καλοτυχίας», ένα «παλιόμουτρο με χρυσή καρδιά». Γεννημένος στο Ρίμινι, μεγαλωμένος στην κοσμοπολίτικη Βενετία, με πατέρα αξιωματικό του ιταλικού στρατού και μητέρα που διάβαζε τις κάρτες Ταρώ, αλλά και με ρίζες γαλλικές, τουρκικές και σεφαραδίτικες, ο Ούγκο Πρατ σχεδόν δεν θα μπορούσε να μην επινοήσει τον Κόρτο Μαλτέζε. Του χάρισε τη δική του αντιπάθεια για σύνορα και πολέμους, τη δική του αγάπη για τους πολιτισμούς του κόσμου, καθώς και μια ροπή στην Ιστορία και τη λογοτεχνία, που στην περίπτωση του ταξιδιάρη ναυτικού σήμαινε συναντήσεις με πρόσωπα όπως ο Τζέιμς Τζόις και ο Τζακ Λόντον, ο Στάλιν και ο Ενβέρ Πασά. Τον τελευταίο τον βρίσκει στο «Χρυσό σπίτι της Σαμαρκάνδης», σε μια ιστορία που ξεκινάει με τον Κόρτο Μαλτέζε στη Ρόδο να αναζητεί ένα χειρόγραφο του Λόρδου Βύρωνα, που ο Έντουαρντ Τζον Τρελόνι είχε κρύψει στο Καβακλί Τζαμί. Σε μια από τις πρόσφατες ιστορίες του Κόρτο Μαλτέζε, σχεδιασμένες πλέον από τους Χουάν Ντίαζ Κανάλες και Ρούμπεν Πελεχέρο, ο ήρωας συναντάει στην Αλεξάνδρεια τον Κωνσταντίνο Καβάφη. Τα έργα του Πρατ με πρωταγωνιστή τον Κόρτο Μαλτέζε (όπως το «Βενετσιάνικο παραμύθι», η «Κρυφή αυλή του μυστηρίου» και βέβαια η σπουδαία «Μπαλάντα της αλμυρής θάλασσας», όπου έκανε το ντεμπούτο του το 1967), καθώς και εκείνα των συνεχιστών του («Κάτω από τον ήλιο του μεσονυκτίου», «Εκουατόρια» κ.ά.) κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Μικρός Ήρως. Θα βρίσκονται και αυτά στο φετινό 18ο Comicdom Con που θα υποδεχθεί το κοινό του στις 17-19 Μαΐου στην Τεχνόπολη. Το πρόγραμμα του φεστιβάλ περιλαμβάνει επίσης εκθέσεις για την τέχνη των ιαπωνικών manga και για τα 40 χρόνια του Dragon Ball, αφιερώματα σε Έλληνες δημιουργούς, διεθνείς καλεσμένους, θεματικές συζητήσεις, τα ελληνικά βραβεία κόμικς κ.ά. Και το σχετικό link...
  22. Μια ενότητα ιστοριών του θρυλικού Bud Sagendorf σε μια ιδιαίτερα προσεγμένη έκδοση κλασικών περιπετειών του Ποπάυ αποδεικνύει πόσο σπουδαίος αλλά και πόσο παρεξηγημένος χαρακτήρας ήταν το ναυτάκι με την άγκυρα στο μπράτσο. Μπορεί για τις νεότερες γενιές αναγνωστών να μην αποτελεί έναν από τους πιο δημοφιλείς χαρακτήρες των κόμικς, αλλά κάποτε ήταν ένας σούπερ σταρ. Ο Ποπάυ δημιουργήθηκε πρώτη φορά το 1929 από τον Elzie Crisler Segar ως κομπάρσος στη σειρά Thimble Theater, μια χιουμοριστική ηθογραφία με οικογενειακές καταστάσεις η οποία είχε ξεκινήσει ήδη από το 1919 με πρωταγωνίστρια την Όλιβ Όϊλ. Ο σχεδόν μονόφθαλμος (pop eye), συχνά αφελής και μπρουτάλ ναυτικός που μασούσε τα «ανορθόγραφα», απλοϊκά λόγια του με την πίπα στο στόμα και τα τατουάζ με τις άγκυρες στα υπερδιογκωμένα μπράτσα, σταδιακά εκτόπισε τα υπόλοιπα μέλη της ιστορίας και κατέκτησε τον κεντρικό ρόλο δίνοντας μάλιστα το όνομά του και στον τίτλο της σειράς. Ήταν άλλωστε μια σκληρή εποχή λόγω του οικονομικού κραχ, της ποτοαπαγόρευσης και της αυξανόμενης βίας στις αμερικανικές μητροπόλεις οπότε, έστω και σε χιουμοριστικό πλαίσιο, οι γροθιές του Ποπάυ ήταν πιο ελκυστικές από τις οικογενειακές σαπουνόπερες. Ο Segar όμως πέθανε το 1938 πάνω στο απόγειο της καριέρας του και οι χαρακτήρες του θα έμεναν ορφανοί αν δεν υπήρχε ο σπουδαίος Bud Sagendorf (1915-1994) για να τους αναλάβει. Ο Bud Sagendorf Ήδη από τα 17 του χρόνια ήταν βοηθός του Segar ο οποίος τον εμπιστευόταν και του ανέθετε συχνά δύσκολες και απαιτητικές δουλειές. «Μέσα από αυτήν τη διαδικασία γνώρισε εκ βαθέων τον Segar, αφού πήγαινε συνεχώς στο σπίτι του από το πρωί ως το βράδυ. Έμαθε τα μυστικά της δουλειάς από τον καλύτερο, επειδή βρισκόταν καθημερινά στο ίδιο δωμάτιο με αυτόν για ατελείωτες ώρες. Ακόμα και όταν οι προθεσμίες ήταν ζόρικες, ο Segar πάντα έβρισκε χρόνο για να εξηγήσει στον βοηθό του για ποιον λόγο ακολουθούσε κάποια συγκεκριμένη διαδικασία στο σχέδιο ή στο σενάριο. Είχε την ευκαιρία να βρίσκεται μπροστά στη γέννηση πολλών σημαντικών χαρακτήρων και να ζήσει εκ των έσω μία από τις πιο δημιουργικές περιόδους του μεγάλου δασκάλου. Ήταν μία βαθύτατα εκπαιδευτική εμπειρία που θα τον ακολουθούσε για ολόκληρη τη ζωή του» όπως επισημαίνει ο Γιώργος Ζωιτάς, υπεύθυνος έκδοσης της ιδιαίτερα προσεγμένης σειράς «Κλασικές Ιστορίες – Popeye», που αριθμεί ήδη τρεις τόμους ενώ προετοιμάζονται οι επόμενοι (εκδόσεις Μικρός Ήρως, μετάφραση: Γαβριήλ Τομπαλίδης) με ιστορίες του Sagendorf από το 1969 ώς το 1976. Μετά τον θάνατο του Segar, ο Sagendorf ανέλαβε να σχεδιάζει τα παιχνίδια και όλα τα υπόλοιπα εμπορικά προϊόντα με τους χαρακτήρες του Thimble Theater μέχρι το 1948 όταν και του ανατέθηκε καθ’ ολοκληρίαν η δημιουργία ενός νέου περιοδικού αφιερωμένου στον αγαπημένο ναυτικό με τίτλο, τι άλλο, «Popeye». Η δημιουργική απογείωση όμως ήρθε το 1959, όταν ο Sagendorf ξεκίνησε το καθημερινό στριπ με τον Ποπάυ το οποίο δημοσιευόταν σε εκατοντάδες εφημερίδες. Σε αυτή τη σειρά επανήλθαν όλα τα αρχικά πρόσωπα του Segar και αναβαθμίστηκαν οι ρόλοι τους, ενώ προστέθηκαν και νέα πρόσωπα αλλά και αρκετά μεταφυσικά στοιχεία. Η θεματολογία έγινε σταδιακά όλο και πιο ενήλικη με έντονο τον κοινωνικό σχολιασμό και με επίκεντρο τις οικογενειακές σχέσεις ανάμεσα στον Ποπάυ και την αιώνια αρραβωνιαστικιά του Όλιβ, τον εύθραυστο και επαναστάτη θετό γιο του Ρεβυθούλη, τον απότομο και κακοποιητικό πατέρα του. Οι ιστορίες του Sagendorf από το 1969 και μετά που επέλεξαν οι εκδόσεις Μικρός Ήρως αντιστοιχούν ίσως στην ωριμότερη περίοδό του, τόσο σχεδιαστικά όσο και σεναριακά και η κυκλοφορία τους στα ελληνικά γίνεται με απόλυτο σεβασμό στο έργο του. Δεν είναι όμως μόνο η ορθή χρονολογικά δημοσίευσή τους με βάση τα πρωτότυπα που καθιστά τη σειρά μια μοναδική ευκαιρία προσέγγισης του έργου του μεγάλου διαδόχου του Segar αλλά και τα πλούσια επεξηγηματικά κείμενα, ο επιτυχής μεταχρωματισμός στα πρότυπα του επίσημου χρωματισμού από την King Features Syndicate, η γνωριμία με όλα τα πρόσωπα του θιάσου με την παράθεση των απαραίτητων βιογραφικών λεπτομερειών, τα ιστορικά σημειώματα πλαισίωσης και τοποθέτησης των κόμικς στην εποχή τους καθώς και η αποκατάσταση κάποιων λαθών και απροσεξιών που χαρακτήριζαν τις πρώτες μεταφράσεις και προσαρμογές στα ελληνικά. Τα εξώφυλλα του πρώτου και του δεύτερου τόμου. Ο Sagendorf συνέχισε να φιλοτεχνεί καθημερινά τον Ποπάυ ως το 1986 – ήταν ήδη 71 ετών – όταν και παρέδωσε τη σκυτάλη στον Bobby London και περιορίστηκε στο κυριακάτικο στριπ το οποίο με συνέπεια υπηρέτησε μέχρι τον θάνατό του το 1994. Η σειρά του Μικρού Ήρωα με τη φροντίδα του Γιώργου Ζωιτά υπενθυμίζει τη σπουδαιότητα του μεγάλου ψυχαγωγικού έργου του Bud Sagendorf, και το παραδίδει πλήρες και αποκατεστημένο στο ελληνικό κοινό και στην ιστορία της ένατης τέχνης. Και το σχετικό link...
  23. Μπορεί να πέρασαν τα Χριστούγεννα αλλά κάποτε θα ξανάρθουν. Έτσι κι αλλιώς, το Χριστουγεννιάτικο Τσάι της Αλληλεγγύης της Νίκης Τρουλλινού και του Κώστα Γρηγοριάδη, ένα δίγλωσσο (ελληνικά και αραβικά), μικρό εικονογραφημένο διήγημα που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Μικρός Ήρως τα Χριστούγεννα του 2023, μπορεί να εκτυλίσσεται κάποια Χριστούγεννα αλλά είναι επίκαιρο κάθε μέρα. Γιατί σχεδόν κάθε μέρα κάποιοι πρόσφυγες ξεκινούν με μικρές βάρκες και καΐκια για να φτάσουν σε κάποιο ελληνικό νησί. Πολλοί δεν τα καταφέρνουν και μένουν για πάντα στα νερά του Αιγαίου χωρίς να τους αναζητήσει ποτέ κανείς. Για αυτούς που φτάνουν σε κάποια άγνωστή τους ακτή, ξεκινά η δεύτερη οδύσσεια της κράτησής τους χωρίς καμιά κατηγορία σε κλειστές δομές και υπό άθλιες συνθήκες. Κι έτσι πορεύεται η πολιτισμένη Ευρώπη στον 21ο αιώνα, κλείνοντας τα μάτια σε μια τεράστια ανθρωπιστική κρίση. Κάποιοι άνθρωποι προσπαθούν όμως να φερθούν ανθρώπινα, να υποδεχθούν άλλους ανθρώπους με τα στοιχειώδη αλλά δυστυχώς όχι αυτονόητα. Μια κουβέρτα, ένα χαμόγελο, μια αγκαλιά, ένα πιάτο φαγητό, ένα φλιτζάνι τσάι. Μια συγκινητική ιστορία ανθρώπων που φτάνουν κάποια Χριστούγεννα από μακρινά μέρη σε ένα φουρτουνιασμένο ελληνικό νησί για να τους υποδεχθούν άλλοι άνθρωποι, αφηγείται η Νίκη Τρουλλινού και εικονογραφεί ο Κώστας Γρηγοριάδης. Με πρωταγωνιστές έναν αγροτικό γιατρό κάπου στην άγονη γραμμή, κάποιους νησιώτες που διατηρούν ακόμα τα ανθρωπιστικά αντανακλαστικά τους και μια νέα ετοιμόγεννη γυναίκα με μαντίλα που θα φέρει στη ζωή το μωρό της στο πάτωμα ενός σχολείου, πάνω σε παλιές κουβέρτες, δίπλα σε «ένα τόπι για το ταυ, μια κοτούλα για το κάπα, μια πάπια για το πι». Κι έστω και «χωρίς μάγους και λαμπρό άστρο», το τσάι που θα μοιραστούν ευωδιάζει αλληλεγγύη και ανθρωπιά. Και το σχετικό link...
  24. 32 χρόνια μετά την πρωτη κυκλοφορία της Μπαλάντας στην χωρά μας, από την Ars Longa το 1987, το εμβληματικό και μεγαλύτερο έργο του Ιταλού δημιουργού Hugo Pratt, "Η Μπαλάντα της Αλμυρής Θάλασσας", με πρωταγωνιστή τον ονειροπόλο, ρομαντικό και τυχοδιώκτη ναυτικό, Κόρτο Μαλτέζε, έρχεται ξανά στο προσκήνιο. Αυτή την φορά η εκδοτική Μικρός Ηρώς του Λεοκράτη Ανεμοδούρα, σε συνεργασία με την "Εφημερίδα των Συντακτών", προσφέρει από αυτό το Σάββατο (21/9) το αριστουργηματικό έργο του Pratt, στο αναγνωστικό κοινό των κόμικς, το οποίο και θα ολοκληρωθεί σε 4 μέρη. Η έκδοση είναι ίδιας ποιότητας με την προηγούμενη σειρά του Κόρτο Μαλτέζε που κυκλοφόρησε η εκδοτική, με illustration εξώφυλλο, καλό χαρτί και έγχρωμη. Ομολογώ ότι είμαι πολύ ενθουσιασμένος, μιας και μεσώ αυτής της συνεργασίας μεταξύ εκδοτικής και εφημερίδας, δίνεται η δυνατότητα να προστεθεί ένα από τα καλύτερα έργα, κατά γενική ομολογία, του Hugo Pratt, στην συλλογή μας. Μιας και δεν έχω στην κατοχή μου την αρχική ασπρόμαυρη έκδοση, θα τιμήσω στο έπακρο αυτή την προσπάθεια. Σελίδα δείγμα. Αφιέρωμα στον Κόρτο Μαλτέζε, εδώ. Παρουσίαση της έκδοσης του 1987, εδώ.
  25. Το Παιδί Πάνθηρας είναι μια βρετανική εκδοχή του Σπάιντερ-Μαν αλλά με τις δικές του ιδιαιτερότητες. Είναι συνηθισμένο να δημιουργείται ένας χαρακτήρας των κόμικς στα πρότυπα κάποιου δημοφιλούς προγενέστερου. Το επιβεβαιώνει ολόκληρη η γενεαλογία του υπερηρωικού είδους. Πάντα όμως έχουν ενδιαφέρον οι μικρές διαφοροποιήσεις, ακόμα και εκεί που οι ομοιότητες είναι κραυγαλέες. Τέτοια περίπτωση αποτελεί το Παιδί Πάνθηρας, μια βρετανική εκδοχή του Σπάιντερ-Μαν αλλά με τις δικές του ιδιαιτερότητες. Με πρωτότυπο τίτλο The Leopard from Lime Street, οι ιστορίες των Tom Tully (σενάριο) και Mike Western – Eric Bradbury (σχέδια) δημοσιεύονταν στο βρετανικό περιοδικό Buster (1976-1985) και μεταφράζονταν στο ελληνικό περιοδικό Μπλεκ από τη δεκαετία του 1980 και πιο πρόσφατα στο Νέος Μπλεκ των εκδόσεων Μικρός Ήρως. Από τις ίδιες εκδόσεις κυκλοφόρησε πρόσφατα (μετάφραση: Γαβριήλ Τομπαλίδης, 68 σελίδες) μια ολόκληρη ενότητα ιστοριών του Παιδιού Πάνθηρα που υπενθυμίζει νοσταλγικά τον «ξεχασμένο» ήρωα στους μεγαλύτερους αναγνώστες και τον συστήνει στους νεότερους. Ο Γαβριήλ Τομπαλίδης στο κατατοπιστικό εισαγωγικό του σημείωμα με τίτλο «Ε, όχι και “Spider-Man” των φτωχών» επισημαίνει τα κοινά στοιχεία του Βρετανού πρωταγωνιστή με τον Άνθρωπο Αράχνη, αλλά τονίζει και τις ουσιαστικές διαφορές τους. Ο Πίτερ Πάρκερ τσιμπήθηκε από ραδιενεργό αράχνη, ο Μπίλυ Φάρμερ γρατζουνίστηκε από ραδιενεργό πάνθηρα. Και οι δύο μεγάλωναν χωρίς γονείς με τη θεία και τον θείο τους. Και οι δύο έβγαζαν χρήματα πουλώντας φωτογραφίες του εαυτού τους εν ώρα δράσης. Και οι δύο μεταμφιέζονταν για να μην αποκαλύψουν την ταυτότητά τους. Και οι δύο αφιερώθηκαν στον αγώνα ενάντια στο Κακό. Όμως… Ο έγχρωμος Σπάιντερ-Μαν δρα σε μια πελώρια, εχθρική Νέα Υόρκη πηδώντας ανάμεσα σε ουρανοξύστες και ο ασπρόμαυρος Μπίλυ στο λασπωμένο επαρχιακό Σέλμπριτζ, ο πρώτος τα βάζει με παράφρονες υπερκακοποιούς ενώ ο δεύτερος με τοπικούς μικρολωποδύτες, ο ένας βασανίζεται από τις σχέσεις του με τα κορίτσια, ο άλλος αδιαφορεί, ο Σπάιντερ-Μαν λάτρευε τον αδικοχαμένο θείο Μπεν, ενώ ο θείος Τσάρλι είναι ένας άξεστος κακοποιητής, ο Πίτερ ήθελε να σώσει τον κόσμο, ο Μπίλυ πάσχιζε να σώσει τα ζώα ενός ζωολογικού κήπου κ.ά. Ο Πίτερ Πάρκερ ήταν ο Σπάιντερ-Μαν, ενώ ο Μπίλυ Φάρμερ ήταν ένας Σπάιντερ-Μαν των φτωχών. Συμπαθέστατος και διαχρονικά αγαπημένος. Και το σχετικό link...
×
×
  • Δημιουργία νέου...

Σημαντικές πληροφορίες

Χρησιμοποιώντας αυτή τη σελίδα, αποδέχεστε τις Όρους χρήσης μας.