Μετάβαση στο περιεχόμενο

Αναζήτηση στην Κοινότητα

Εμφάνιση αποτελεσμάτων για ετικέτες 'εκδόσεις μικρος ηρως'.

  • Αναζήτηση ανά ετικέτες

    Πληκτρολογήστε ετικέτες χωρισμένες με κόμματα.
  • Αναζήτηση ανά συγγραφέα

Τύπος περιεχομένου


Ενότητες

  • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΝΕΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΝΕΑ
  • ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ
    • ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ
    • ΤΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙ
  • ΧΑΛΑΡΩΜΑ
    • ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ
    • ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΡΙΟ
    • ΤΟ ΠΑΖΑΡΙ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Διάφορα
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Ντόναλντ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Super Μίκυ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Κόμιξ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μίκυ Μάους
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μπλα μπλα
  • VINTAGE's Συζήτηση
  • VIDEO GAMES's Γεν. Συζήτηση για Video Games

Blogs

  • Γερμανίκεια
  • Ιστορική/ φιλολογική γωνιά
  • Περί ανέμων και υδάτων
  • Dhampyr Diaries
  • Σκόρπιες Σκέψεις
  • The Unstable Geek
  • Κομικσόκοσμος
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • Valt's blog
  • I don't know karate, but i know ka-razy!
  • Comics, Drugs and Brocc 'n' roll
  • Film
  • Θέμα ελεύθερο
  • Vet in madness
  • GCF about comics
  • Dr Paingiver's blog

Βρείτε αποτελέσματα σε ...

Βρείτε αποτελέσματα που ...


Ημερομηνία Δημιουργίας

  • Αρχή

    Τέλος


Τελευταία ενημέρωση

  • Αρχή

    Τέλος


Φιλτράρετε με αριθμό ...

Εγγραφή

  • Αρχή

    Τέλος


Ομάδα


Member Title


MSN


Website URL


Yahoo


Skype


Πόλη


Επάγγελμα


Ενδιαφέροντα

  1. Το πιο εξωφρενικό («σχιζοειδές» το έχει χαρακτηρίσει ο Jules Feiffer) «ερωτικό τρίγωνο» στην ιστορία των κόμικς ήταν αυτό μεταξύ Κλαρκ Κεντ, Λόις Λέιν και Σούπερμαν. Κι αυτό γιατί το «τρίγωνο» ήταν ουσιαστικά «δίγωνο», καθώς ο Κλαρκ και ο Σούπερμαν ήταν το ίδιο πρόσωπο! Ο Κλαρκ ήταν ερωτευμένος με τη Λόις και η Λόις με τον Σούπερμαν. Ο τελευταίος, ως υπερήρωας, ήταν αποστασιοποιημένος από τα ανθρώπινα πάθη και ως άνθρωπος έλιωνε από έρωτα, ενώ η Λόις κοιτούσε με δέος τον ιπτάμενο υπεράνθρωπο, αλλά αδιαφορούσε τελείως όταν αυτός έβγαζε τη στολή και φορούσε το φθαρμένο κοστούμι του για να πάει στη δουλειά. Ένα παρόμοιο ερωτικό παράξενο σχήμα, ίσως ακόμα πιο παρανοϊκό στη σύλληψή του και σίγουρα πιο χιουμοριστικό, δημιουργήθηκε το 1980 από τον Μπαντ Σάγκεντορφ. Το αποτελούσαν ο Ποπάυ, η Όλιβ Όιλ και η Βάιπερ Βέλμα. Ιδιαιτερότητά του ήταν ότι η Όλιβ και η Βάιπερ ήταν και εδώ το ίδιο πρόσωπο. Η αλλόκοτη ιστορία δημοσιεύεται στον 5ο τόμο από τις «Κλασικές Ιστορίες» του Ποπάυ (μετάφραση: Γαβριήλ Τομπαλίδης, εκδόσεις Μικρός Ήρως) σε επιμέλεια του Γιώργου Ζωιτά, ο οποίος έχει πραγματοποιήσει έναν άθλο ως προς την τεκμηρίωση, τη σύγκριση των ιστοριών με την πρώτη τους κυκλοφορία στα ελληνικά από τις εκδόσεις Δραγούνη, τον εντοπισμό ανασχεδιασμών και άλλων αλλαγών, την ανάδειξη και τη μεταφορά στα ελληνικά των λογοπαιγνίων και άλλων λεκτικών τεχνασμάτων που χρησιμοποιήθηκαν στα αγγλικά κ.λ.π. Στην ιστορία, η Όλιβ προσπαθεί να φυτέψει σπανάκι για τον Ποπάυ στην αυλή της αλλά ανακαλύπτει – τι πιο συνηθισμένο – ένα στέμμα που στην ετικέτα του γράφει πως «κατασκευάστηκε στην Αφροδίτη». Το φορά και αποκτά υπεράνθρωπες ιδιότητες, αλλάζει το όνομά της σε Βάιπερ και ξεχύνεται στους αιθέρες για να επιβάλει δικαιοσύνη. Φυσικά ο Ποπάυ την ερωτεύεται κι αρχίζει να αγνοεί και να παραμελεί την Όλιβ η οποία σκάει από τη ζήλια της εναντίον του εστεμμένου εαυτού της… Σε μια απολαυστικά σουρεαλιστική ιστορία του δεξιοτέχνη Μπαντ Σάγκεντορφ που μπορεί να διαβαστεί και ως παρωδία της «μη ευκλείδειας» γεωμετρίας των ερωτικών υποθέσεων του Σούπερμαν. Και το σχετικό link...
  2. Ο εγγονός του δημιουργού μιλάει στην ATHENS VOICE πριν τα εγκαίνια της μεγάλης έκθεσης στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης. To 1985, μικρός και έτοιμος για όλα, σαν τον Γιώργο Θαλάσση, ξεκίνησα την πρώτη μου δουλειά σαν γραφίστας και σκιτσογράφος στο ατελιέ των εκδόσεων Περιοδικός Τύπος του αείμνηστου Στέλιου Ανεμοδουρά, μίας εταιρίας που έσφυζε από ζωή και απολάμβανε τη χρυσή εποχή των (εφηβικών της) περιοδικών – Κατερίνα, Σούπερ Κατερίνα, Αφισόραμα, Γρίφος, Μπλεκ κ.ά. Μία από τις πρώτες μου αναθέσεις ήταν όταν ένας από τους συνεργάτες του, μυθικού στα μάτια μου, εκδότη και δημιουργού του Μικρού Ήρωα, μου έφερε παλιά, φθαρμένα τεύχη του γνωστού, πολυαγαπημένου, μεταπολεμικού αναγνώσματος, για «αναστύλωση» των σκίτσων των εξωφύλλων. Ήταν μία συναρπαστική δουλειά, με τον ραπιντογράφο και με σταθερό χέρι, να πρέπει να ακολουθήσω τη γραμμή του δυναμικού σκίτσου του Βύρωνα Απτόσογλου, που απεικόνιζε τη δράση του Γιώργου Θαλάσση, της Κατερίνας και του Σπίθα εναντίον «της μπότας του κατακτητή». Στο παλιό μου παιδικό δωμάτιο, κάπου στοιβαγμένοι με τους Μικρούς Καουμπόηδες, τη Μάχη, το Τανκς και τα Μίκυ Μάους βρίσκονταν και οι Μικροί μου Ήρωες, περασμένοι από τα χέρια μπαμπάδων, παππούδων και θείων μου, τώρα πια σε μένα. Ήταν ένα «ιερό» ανάγνωσμα. Ο παππούς μου το έδινε σχεδόν επιτακτικά να το διαβάσω και να διδαχθώ από τον πατριωτισμό του Μικρού Ήρωα που, ίσως διέβλεπε σε μένα να εκλείπει, μέσα στα 80s, κυρίως λόγω «ξενόφερτων» μουσικών μου προτιμήσεων. Όμως το περιοδικό εκείνο ασκούσε επάνω μου μία περίεργη γοητεία, με αναστάτωνε να ξέρω ότι αυτές οι περιπέτειες είχαν συμβεί σε εκείνους τους ίδιους δρόμους και τις γειτονιές της Αθήνας που ήξερα και περπατούσα. Κι αργότερα, Ο Μικρός Ήρωας με συγκινούσε γιατί ήταν κάτι βγαλμένο από τα ράφια της παιδικής μου ηλικίας, ήταν το pulp fiction των αντρών της οικογένειάς μου και ξαναήρθε μπροστά μου, με μισοσκισμένα και τρεμάμενα τα εξώφυλλα των πρώτων του τευχών, για να το ξαναζήσω με εκείνον τον ιδιαίτερο τρόπο, μια και οι εκδόσεις Ανεμοδουρά ετοίμαζαν, εκείνη τη χρονιά, το 1985, την ανατύπωση των τευχών που είχαν γράψει ιστορία. Σήμερα, 2023, ήρθε και πάλι μπροστά μου ο Γιώργος Θαλάσσης μέσα από τα χέρια νέων, εξαιρετικών Ελλήνων εικονογράφων που ξανασχεδίασαν με τον τρόπο τους το σύμπαν του ήρωα με αφορμή μία μεγάλη επετειακή έκθεση για τα 70 χρόνια του περιοδικού. Μαζί ήρθε και ο εγγονός του Στέλιου Ανεμοδουρά, ο Λεωκράτης Ανεμοδουράς, επικεφαλής των Εκδόσεων Μικρός Ήρως, συνέχειας των εκδόσεων Ανεμοδουρά που ξεκίνησαν το 1949, όταν ο Στέλιος Ανεμοδουράς έκανε τα πρώτα του βήματα στον χώρο, με την έκδοση του περιοδικού Νυχτερίδα και λίγα χρόνια αργότερα (1953) με τη συγγραφή και έκδοση του θρυλικού αναγνώσματος Ο Μικρός Ήρως – τα σκίτσα του οποίου φιλοτεχνούσε ο Βύρωνας Απτόσογλου. Ο Μικρός Ήρως γαλούχησε τέσσερις γενιές αναγνωστών, μια επιτυχία που οφειλόταν στη λιτή και κατανοητή γλώσσα του, αλλά και στην ανάδειξη αισθήματος πατριωτικής υπερηφάνειας και ομόνοιας μέσα από τις περιπέτειες τριών ηρωικών ελληνόπουλων – του Γιώργου Θαλάσση, της Κατερίνας και του Σπίθα – κατά τη διάρκεια της Κατοχής και του αγώνα τους απέναντι σε Γερμανούς, Ιταλούς και Βούλγαρους φασίστες. Κυκλοφόρησε για μία ολόκληρη δεκαπενταετία, από τις 24 Φεβρουαρίου του 1953 έως τις 18 Ιουνίου του 1968, όταν και διακόπηκε απότομα στο τεύχος 798 για να συνεχισθεί άμεσα σαν κόμικ, με σελίδες πλήρους εικονογράφησης. Ο Λεωκράτης ήρθε κρατώντας στα χέρια του παλιά, φθαρμένα τεύχη του περιοδικού σαν να ήταν το ’85, για να με βρει και να μιλήσουμε για αυτήν τη θαυμάσια περιπέτεια και παράδοση που θα την τιμήσουμε όλοι, με αγάπη, στην έκθεση «70 χρόνια Μικρός Ήρως» που θα τρέχει στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης, από 21 έως 28 Φεβρουαρίου 2023. Από τον παππού στον εγγονό Ο Λεωκράτης Ανεμοδουράς, όταν έκλεισε το 2010 η μαμά-εταιρία, αποφάσισε να πιάσει πάλι από την αρχή, πίσω στις ρίζες, την ιστορία. Το 2013, όταν Ο Μικρός Ήρως μπήκε σαν ένθετο στο Πρώτο Θέμα και μίλησε για αυτό στην τηλεοπτική εκπομπή του ο Θέμος Αναστασιάδης, «έγινε ένα μπαμ» που πυροδότησε την επανακυκλοφορία του Μικρού αλλά και άλλων επιτυχημένων ηρώων που εξέδιδε ο Ανεμοδουράς παλιά: Μπλεκ, Ζαγκόρ, Μίστερ Νο, Κοκομπίλ κ.λπ. Η λίστα εμπλουτίστηκε σήμερα και με άλλες επιτυχημένες εκδόσεις: Κόρτο Μαλτέζε, Μπλάκσαντ, Ερίκ Καστέλ κ.ά. Για τη φετινή επέτειο, λέει ότι δεν θα ήθελε ο Μικρός Ήρωας να μείνει ένα μουσειακό είδος. Για αυτό ζήτησε από περίπου πενήντα νέους, διακεκριμένους σκιτσογράφους να εκθέσουν ένα μονοσέλιδο έργο σχετικό με το ιστορικό ανάγνωσμα – από μια εικονογράφηση έως ένα μονοσέλιδο κόμικς – με τη δική τους οπτική. Και εντυπωσιάστηκε από την ανταπόκρισή τους, τη ζεστασιά και την αγάπη που το κάνανε. «Αντιλήφθηκα» λέει «ότι και καλλιτέχνες που δεν είχανε διαβάσει τον Ήρωα, τους είχε μεταφερθεί από τους γονείς τους η αγάπη με την οποία μεγάλωσαν συντροφιά με αυτό το ανάγνωσμα και πόσα πολλά τους είχε δώσει. Αυτό το δέσιμο του παρόντος με το παρελθόν χάρισε κάτι πολύ ωραίο και ευελπιστούμε να έρθει ο κόσμος και να το δει». Μαζί, στην έκθεση, θα υπάρξει και ένα Λεύκωμα το οποίο θα είναι τα Άπαντα του Μικρού Ήρωα που έχει γράψει «ο μεγαλύτερος Μικρο-Ηρωολόγος», ο Γιώργος ο Βλάχος, ο οποίος είχε γράψει και το Λεξικό του Μικρού Ήρωα το 2005, μία εκπληκτική δουλειά με λήμματα, τοπωνύμια, χαρακτήρες, λέξεις, αποδελτίωση όλου του αναγνώσματος, περιλήψεις όλων των ιστοριών και ανάλυση όλων των κακών, όλων των μικρών αναλώσιμων ηρώων. «Κάτι παρόμοιο θα είναι και το φετινό Λεύκωμα: ένα πανόραμα με τα πάντα για τον Μικρό Ήρωα συν μία ιστορία του παππού Ανεμοδουρά» λέει ο Λεωκράτης «την οποία μου τη διηγούνταν όταν ήμουν πολύ μικρός – πώς βασανίστηκε για να μην καρφώσει έναν συμφοιτητή του. Στην αρχή την αντιλαμβανόμουν σαν παραμύθι αντίστασης ενός φοιτητή, αλλά σιγά σιγά μου έβαζε στη διήγηση πιο σκληρές λεπτομέρειες και, τελικά, πολύ μεγαλύτερος αντιλήφθηκα πόσο πολύ είχε βασανιστεί. Αυτήν την εμπειρία την οποία την έγραφε προς το τέλος της ζωής του, την πήραμε από χειρόγραφο, τη γράψαμε ξανά, την εμπλουτίσαμε με σκίτσα και την παρουσιάζουμε σαν το τεύχος μηδέν του Μικρού Ήρωα γιατί, κατ’ εμέ, αυτά τα βιώματα είναι η αρχή αυτού του ταξιδιού». Ο αντιστασιακός Μικρός Ήρωας «Το περιστατικό που περιγράφουμε μέσα στο Λεύκωμα είναι το εξής: Το 1936, όταν ο Στέλιος Ανεμοδουράς ήταν 19 χρονών, είχανε κάνει, μαζί με έναν συμφοιτητή του ένα υπόμνημα στο οποίο έλεγαν ότι ο τρόπος με τον οποίο θέλουν να πατάξουν το φασισμό είναι λάθος και αυτό πρέπει να γίνει τρομοκρατικά. Αυτό το υπόμνημα διέρρευσε και δημοσιεύτηκε στις εφημερίδες – και λόγω αυτού, ήταν καταζητούμενος επί Κατοχής και βασανίστηκε. Αργότερα, μόλις τελείωσε το στρατιωτικό του, ο Ανεμοδουράς έφυγε για την Ιταλοκρατούμενη τότε Σίφνο όπου δούλευε ο πατέρας του ως τελώνης. Εκεί ανέπτυξε και μία αντιστασιακή οργάνωση και οποιαδήποτε κίνηση των Γερμανών τη μετέφεραν σε έναν Νεοζηλανδό που ζούσε στο βουνό και αυτός την πήγαινε εκεί που έπρεπε να την πάει. Τότε λοιπόν είχε έρθει μία γερμανική φρεγάτα και αναθέσανε στον Ανεμοδουρά να εκμαιεύσει από τους Γερμανούς – επειδή ήταν και γλωσσομαθής – τον επόμενο σταθμό. Ο ίδιος έλεγε “κοιτάξτε, δεν ήμουνα ήρωας, ήμουνα τρομοκρατημένος αλλά το έκανα”. Έμαθε, λοιπόν, ότι ο επόμενος σταθμός ήταν η Σύρος και το μετέφερε. Την άλλη μέρα βλέπανε φλόγες από εκεί, είχανε έρθει συμμαχικά πλοία και είχαν αφανίσει τους Γερμανούς. Η θάλασσα ξέβραζε Γερμανούς. Κι εκεί αναφέρει πόσο ένοχος ένιωσε, πόσο αντικρουόμενο ήταν να ξέρει ότι αυτοί οι άνθρωποι, “για τους οποίους εγώ πήρα μία απόφαση και είπα κάτι”, είχαν οικογένειες και, εν τέλει, τι δεινά φέρνει ο πόλεμος». «Για μένα» λέει ο εγγονός του «Ο Μικρός Ήρωας, αν μπορούσε να απομονωθεί σε μία λέξη θα ήταν “Αντίσταση”. Η ιστορία του Στέλιου Ανεμοδουρά με τον βασανισμό είναι μία ιστορία αντίστασης. Εκεί που τον βασανίζανε να καταδώσει το όνομα του συνεργάτη του, ήρθε αντιμέτωπος με τις αρχές του και αντιστάθηκε – και αυτό προσπαθούσε να μου το περάσει, ότι η ζωή είναι αντίσταση». Τα πρώτα χρόνια του Μικρού Ήρωα, όταν ήταν ακόμα νωπές οι μνήμες από τον Εμφύλιο και χρειαζόταν ιδιαίτερη μαεστρία για να μπορεί να κρατάει μία ευθεία, υπήρξε κάποια αντίδραση από την αριστερά που θα προτιμούσε να είναι πιο εμφανής η πολιτική τοποθέτηση του Γιώργου Θαλάσση. Ο Λεωκράτης λέει ότι: «Τον παππού τον είχανε προσεγγίσει και οι δύο μεριές, αλλά Ο Μικρός Ήρωας ήταν μία ενωμένη ομάδα απέναντι σε έναν κατακτητή. Δεν υπήρχαν εκεί αποχρώσεις ούτε από τη μία πλευρά ούτε από την άλλη. Αυτό βέβαια μπορεί να το έκανε γιατί εξυπηρετούσε και το αφήγημά του. Ήτανε και μία εκδοτική πολιτική, αλλά ήταν και μία πολιτική του “πρέπει να είμαστε ενωμένοι”. Μάλιστα, σε πολλά αποσπάσματα αναφέρει για τα δεινά του εμφυλίου και τα τονίζει ακόμα περισσότερο και από τα δεινά του κατακτητή. Ο Μικρός Ήρωας ένωνε, δεν δίχαζε». Ο υπερήρωας Γιώργος Θαλάσσης Τον ρωτάω αν έχει κάποια αγαπημένη ιστορία και, πολύ σωστά, απαντάει σαν συνεπής κόμικ-φαν: «Την πρώτη ιστορία, που δίνει τον όρκο ότι θα υπερασπιστεί την πατρίδα. Αυτή είναι η πιο χαρακτηριστική ιστορία αλλά υπάρχουν και αμέτρητες άλλες, όπως εκείνη που κατεβάζει τη σημαία των Γερμανών από την Ακρόπολη – κάνει μία αντιστοιχία με τον Μανώλη Γλέζο και τον Λάκη Σάντα. Μια άλλη ωραία ιστορία είναι εκείνη που χάνει την όρασή του ο Γιώργος Θαλάσσης και όταν την ξαναβρίσκει αποκτάει και την ικανότητα να βλέπει στο σκοτάδι». Ήταν άλλωστε η εποχή που κυκλοφορούσαν τα κόμικς με τους υπερήρωες. Ο Στέλιος Ανεμοδουράς, πριν τον Μικρό Ήρωα έκανε τον Υπεράνθρωπο και ήταν και στη Μάσκα. «Όλα τα στοιχεία του Γιώργου Θαλάσση, αν το σκεφτείς, είναι υπερηρωικά: βλέπει στο σκοτάδι, γνωρίζει ξένες γλώσσες, γνωρίζει πολεμικές τέχνες, σφυρίζει και εξημερώνει σκυλιά, λύνει κωδικούς, και παρόλα αυτά είναι ανθρώπινος. Έκανε έναν υπερήρωα Έλληνα. Αν τα παιδιά ταυτίζονταν με έναν Σούπερμαν, πόσο μάλλον με αυτό το ιδανικό ελληνόπουλο που “θα ήθελα να είμαι εγώ”». Η Κατερίνα σέξι: ναι ή όχι; «Η Κατερίνα, ενώ ξεκινάει σαν κοριτσάκι βοηθητικού χαρακτήρα, στη συνέχεια εξελίσσεται σε υπερηρωίδα κι αυτή. Γυμνάζεται, γίνεται η Νίκη, γίνεται η Γαλάζια Θύελλα. Θα έλεγα ότι, εδώ, εξυπηρετείται κάτι εκδοτικό γιατί ο Μικρός Ήρωας διαβαζόταν εξίσου και από κοριτσάκια εκείνη την εποχή. Δίπλα στο τέλειο ελληνόπουλο κόλλησε την τέλεια ελληνοπούλα. Μέχρι το τεύχος 16 λοιπόν, ο Στέλιος Ανεμοδουράς αποτυπώνει τον Γιώργο Θαλάσση γύρω στην ηλικία των 12-13. Τα λαϊκά αναγνώσματα συνήθως εκεί ήταν ηλικιακά. Αντιλαμβάνεται όμως ότι ο ήρωας έχει απήχηση και στις μεγαλύτερες ηλικίες, 16-17. Ξαφνικά, εν μία νυκτί, ο Γιώργος Θαλάσσης – και η Κατερίνα αργότερα – ενηλικιώνεται εικονογραφικά. Γίνεται 19-20. Έτσι και στα σκίτσα, οι δύο ήρωες γίνονται πιο ώριμοι. Ο Ανεμοδουράς έλεγε κάτι το οποίο για μένα είναι η αρχή μου εκδοτικά. Έλεγε ότι τον Μικρό Ήρωα δεν τον γράφουν οι συγγραφείς και οι εκδότες, τον γράφουν οι αναγνώστες. Είχε λοιπόν μία έντονη επαφή με τους αναγνώστες, έπαιρνε το feedback και το προσάρμοζε. Έτσι έκανε και με τον ήρωά του που, εικονογραφικά, τον μεγάλωσε από το 16ο τεύχος κιόλας. Η Κατερίνα ενηλικιώθηκε πιο μετά. Επίσης, πάντα υπήρχε ανάμεσά τους ένα αδιόρατο φλερτ, για τα πλαίσια και τα δεδομένα της εποχής. Ένας ανεκδήλωτος και ανεκπλήρωτος έρωτας, ένα παιχνίδι». Μιλάμε για τη φανερή τάση στα σκίτσα του Βύρωνα Απτόσογλου να κάνει όλο και περισσότερες καμπύλες στην Κατερίνα και ο Λεωκράτης λέει ότι αυτό ήταν η αφορμή μιας διαμάχης ανάμεσα στον δημιουργό και τον εικονογράφο. «Εκεί γύρω στο 200ό τεύχος είχανε μια κόντρα και σταματήσανε τη συνεργασία τους για περίπου 20 τεύχη και τότε ανέλαβε την εικονογράφηση και των εσωτερικών σελίδων και των εξώφυλλων ο Θέμος Ανδρεόπουλος, ο μετέπειτα σκιτσογράφος του Μικρού Σερίφη. Η κόντρα τους εικάζω ότι ήτανε οικονομική. Αυτό που ανέφερε ο ίδιος ο Απτόσογλου στα ντοκιμαντέρ είναι ότι όλα ήταν καλά, μόνο που ήθελε να κάνει την Κατερίνα λίγο πιο σέξι. Πάντως η συνεργασία τους ήταν πολύ καλή και ο Ανεμοδουράς πάντοτε τον εκθείαζε και ως άνθρωπο και ως καλλιτέχνη». Ο Βύρωνας Απτόσογλου, εξαιρετικός σκιτσογράφος και γρήγορος, θεωρείται ότι υπό μία έννοια «εκπαιδεύτηκε» μέσα από τα αναγνώσματα του Στέλιου Ανεμοδουρά, εξελίσσοντας πολύ το σκίτσο του. Τα πιο τελευταία τεύχη σε σχέση με τα παλαιότερα δείχνουν πόσο ζωντανά είναι πια τα χρώματα, πόσο έχει βελτιωθεί η γραμμή του. Ο Λεωκράτης λέει ότι τα πιο ώριμα και τα πιο ωραία σκίτσα του είναι σε μία επανέκδοση του 1976, που είναι σαν πίνακες. Ο Σπίθας, το comic relief της ιστορίας «Ο Σπίθας ήταν ο πιο δημοφιλής ήρωας. Και τα γράμματα που λάμβανε ο Στέλιος Ανεμοδουράς, συνήθως αφορούσανε τον Σπίθα. Πάντοτε έλεγε ότι σε ένα ανάγνωσμα υπάρχει η δράση και υπάρχει και η κωμική πινελιά την οποία αποτύπωνε ο Σπίθας με βάση τα δεδομένα της εποχής. Ήταν ένα παιδί αθώο, ελαφρύ, όχι και πολύ έξυπνο και δημιουργούσε αυτές τις εύθυμες καταστάσεις». Του λέω ότι, για μένα, ο Σπίθας ήταν ένας τραγικός χαρακτήρας γιατί έπαιζε επάνω στο μεγάλο ταμπού της δεκαετίας του 1950 και του 1960, στην πείνα της Κατοχής. Αυτή η ιδιαιτερότητα του χαρακτήρα τον έκανε πιο ανθρώπινο κάτι που φάνηκε ακόμα και στις αναπαραστάσεις που έγιναν αργότερα θέατρο, τηλεόραση, ιδιαίτερα εκείνος ο Σπίθας του Δημήτρη Πιατά. Ο γνωστός ηθοποιός είχε «υιοθετήσει» με πολλή αγάπη τον ρόλο, «τον έπαιζε ως παιδί» σε ένα αφιέρωμα του Mega, το 1990, με τον Νινιό, την Καφαντάρη και τον ίδιο. Μιλάμε για τους μικρούς, αναλώσιμους χαρακτήρες και τους κακούς, τα ονόματα των οποίων ανέκαθεν με ενθουσίαζαν: Σέιταν Αλαμάν, Γιαχαμότο Κοτούλα, Πράκτωρ Ντράκουλα, Φρόιλάιν Χι, Καμικάζι κ.λ.π. Ο Λεωκράτης λέει ότι οι πράκτορες και οι αναλώσιμοι χαρακτήρες ήταν πολλοί, πάνω από 50. «Στην ουσία, μετά το 1960 το ιστορικό πλαίσιο απομακρύνεται λίγο από την Κατοχή. Αν πούμε ότι 7 χρόνια είναι μία γενιά εκδοτική, μετά το 1960 φεύγει η γενιά που έχει αυτά τα βιώματα. Δηλαδή, το αστείο ότι ο Σπίθας από την πείνα έτρωγε τις λεμονόκουπες, ίσως να μη λέει κάτι στο παιδί που το διαβάζει στα 60s. Οπότε, θεωρώ ότι ο παππούς προσπαθούσε να βρει τρόπους, αφηγηματικούς μηχανισμούς, για να ανανεώνει το ενδιαφέρον του νεανικού κοινού. Κάπου εκεί λοιπόν, μετά το 300ό τεύχος, συνεχώς υπάρχουν αναλώσιμοι χαρακτήρες, μικροί, όπως Τζιτζίκι, Διαβολάκος, Χαζούλης κ.λ.π., οι οποίοι υπάρχουν για 3-4 τεύχη μόνο. Το ίδιο έκανε και με τους πράκτορες κατά κάποιον τρόπο». «Πού είσαι τώρα και σ’ έχω χάσει...» Στα μέσα των 70s άρχισε και το πρώτο κύμα νοσταλγίας του Μικρού Ήρωα. Ήταν η εποχή που η γενιά που μεγάλωσε μαζί του ήταν πλέον στα πράγματα π.χ. οι ηθοποιοί του Ελεύθερου Θεάτρου κι ο Λουκιανός Κηλαηδόνης που ήταν οι πρώτοι που τον νοστάλγησαν. Τότε, το 1976, στην επιθεώρηση «Το τραμ το τελευταίο» που είχε ανεβάζει η παρέα των Φασουλή, Παναγιωτοπούλου, Αρζόγλου κ.λ.π., είχαν το νούμερο για τον Μικρό Ήρωα όπου ο Σπίθας (Γιώργος Σαμπάνης), η Κατερίνα (Υβόνη Μαλτέζου) και ο Γιώργος Θαλάσσης (Ντίνος Λύρας) τραγουδούσαν το κλασικό πια τραγούδι του Λουκιανού «Πού είσαι τώρα και σ’ έχω χάσει / καλέ μου φίλε, Γιώργο Θαλάσση». Ο Λεωκράτης λέει ότι μίλησε με τη Γιασεμή και τη Μαρία Κηλαηδόνη και έχουν δώσει για την έκθεση το χειρόγραφο με τους στίχους που είχε γράψει ο Λουκιανός, το οποίο θα υπάρχει και μέσα στο Λεύκωμα. Στην έκθεση θα προβάλλεται και ένα βίντεο στο οποίο μιλούν, από παλιά ντοκιμαντέρ, ο Ανεμοδουράς, ο Πιατάς, ο Γλέζος, ο Σαββόπουλος και διάφοροι άλλοι μαζί με νέους, σημερινούς καλλιτέχνες. Ο Γιώργος Θαλάσσης, στη σύγχρονη εποχή, πηδάει σαν να κάνει παρκούρ από τις ταράτσες της κατοχικής Αθήνας στους βιντεοτοίχους του Ιδρύματος Μιχάλη Κακογιάννη, από τα μισοσκισμένα παλιά εξώφυλλα των πρώτων τευχών, στα λαμπερά, θεαματικά illustrations των νέων δημιουργών και από τις κιτρινισμένες σελίδες του σε μία, γιατί όχι, νέα ζωή σε animation. Αυτό το παιδί τα καταφέρνει παντού. Ο ΜΙΚΡΟΣ ΗΡΩΣ (Μουσική - στίχοι: Λουκιανός Κηλαηδόνης - Ελεύθερο Θέατρο) Από τη μια οι Ιταλοί κι οι Γερμανοί για να σε βρουν αναστατώνουν την Αθήνα, κι από την άλλη του πατέρα μου η φωνή: “νομίζω πως το κρύβει στην κουζίνα”. Εσύ να παίζεις με το θάνατο κρυφτό κι αυτοί να σκίζουνε τα τεύχη τα κρυμμένα, μη σε τρομάζει το διπλό κυνηγητό εσύ τους Γερμανούς κι αυτοί εμένα. Πού είσαι τώρα και σ’ έχω χάσει καλέ μου φίλε, Γιώργο Θαλάσση πού είσαι τώρα και σ’ έχω χάσει Μικρέ μου Ήρωα, Γιώργο Θαλάσση. – “Εγώ δεν ξεκουράζομαι ποτέ είμαι παντού όπου το χρέος με προστάζει, κι όσο θα υπάρχουνε στη γη κατακτηταί θα τους συντρίβω και το αίμα τους θα στάζει”. Πίσω απ’ τον τοίχο ο ασύρματος καλεί είναι απ’ τη Μέση Ανατολή, απ’ το αρχηγείο, θα σου αναθέσουν μια καινούργια αποστολή με ευχές για καλή τύχη απ’ τον «Χ2». Η Κατερίνα σ’ αγαπούσε σιωπηλά αλλά κι εσύ το ίδιο αγνά την αγαπούσες, χωρίς τον Σπίθα ίσως να ‘ταν πιο καλά παρ’ όλ’ αυτά εσύ τον συγχωρούσες. Όταν ακούω να μιλάνε γι’ Αφρική για Βερολίνο, Βενετία και Παρίσι, σκέφτομαι, λέω, που να ξέραν μερικοί πως σ’ όλα αυτά τα μέρη εγώ έχω ζήσει. Πως όταν ήταν στην Ελλάδα κατοχή μέσα στις σφαίρες, μες στο κρύο, μες στην πείνα, με τους Εγγλέζους να εξοπλίζουνε τη “Χι” μου έδειχνες μια ξένοιαστη Αθήνα. Εσύ μπορούσες να οδηγήσεις φορτηγό μοτοσικλέτα, οτομοτρίς κι αεροπλάνο, κι όπου κι αν ήσουν πάντα δίπλα ήμουν κι εγώ μαζί σου ή να ζήσω ή να πεθάνω. Ήσουνα πάντα εκδικητής και τιμωρός γι’ αυτόν που γέμισε τον τόπο με στρατό του, και μ’ ένα χτύπημά σου έπεφτε ο φρουρός με μια στροφή γύρω απ’ τον εαυτό του. Μπορούσες πάλι να ημερεύεις τα σκυλιά με κάποιο σφύριγμα που σού ‘μαθε τσοπάνος, κι έτσι που πέταγες με κόλπο τη θηλιά θα έπρεπε να είσαι Αμερικάνος. Τι να σου πω, τι να σου πω, τι να σου πω που να μην το ‘χει πει κανένας για κανέναν εγώ μονάχα ένα πράγμα θα σου πω μου φτάνει πως μεγάλωσα με σένα. Πού είσαι τώρα και σ’ έχω χάσει καλέ μου φίλε, Γιώργο Θαλάσση όπου κι αν είσαι, θα ‘χεις γεράσει Μικρέ μου Ήρωα, Γιώργο Θαλάσση. Οι χειρόγραφοι στίχοι του τραγουδιού από το προσωπικό αρχείο του Λουκιανού Κηλαηδόνη (www.loukianoskilaidonis.gr). Μόλις κυκλοφόρησε ο νέος δίσκος – αφιέρωμα στον Λουκιανό Κηλαηδόνη με τίτλο «Σ' ευχαριστώ Λουκιανέ» με πολλές συμμετοχές, ο οποίος περιέχει επανεκτέλεση του τραγουδιού του Μικρού Ήρωα από το συγκρότημα Ρεβάνς. Και το σχετικό link...
  3. Παππούς του, ο δημιουργός του θρυλικού «Μικρού Ήρωα». Ο ίδιος, πατέρας της νέας εποχής των ελληνικών κόμικς, που συνεχίζει με επιτυχία την παράδοση της οικογένειας: πρόσφατα η έκδοση με τη ζωή του Θανάση Βέγγου έκανε τη μεγάλη έκπληξη! Μα, πόσο ωραίο να έχεις κληρονομήσει έναν ήρωα! Πόσο ωραίο αυτός ο ήρωας να έχει μεγαλώσει προπαππούδες, παππούδες, μπαμπάδες και γιους, να έχει γίνει τραγούδι του Κηλαηδόνη και όλοι, φίλοι των κόμικς ή μη, αν πέσει κάποιο συλλεκτικό τεύχος στα χέρια μας, να αισθανόμαστε αυτομάτως μέλη της μυστικής οργάνωσης του Γιώργου Θαλάσση, της Κατερίνας και του Σπίθα! Αλλά πώς είναι να έχεις παππού τον Στέλιο Ανεμοδουρά, τον άνθρωπο που εμπνεύστηκε και δημιούργησε τον «Μικρό Ήρωα»; Ο Λεωκράτης Ανεμοδουράς, εκδότης και πρόεδρος της Ελληνικής Ακαδημίας Κόμικς, συνεχίζοντας την οικογενειακή κληρονομιά και φέρνοντας ξανά στο προσκήνιο αγαπημένες σειρές, όπως «Μπλεκ», «Μίστερ Νο», «Κόρτο Μαλτέζε», «Μικρός Ήρως» και «Ζαγκόρ», έχει τις απαντήσεις. GALA: Ποια είναι η πρώτη ανάμνηση που έχετε από τον παππού σας; ΛΕΩΚΡΑΤΗΣ ΑΝΕΜΟΔΟΥΡΑΣ: Δεν μπορώ να είμαι ακριβής. Αυτό που θυμάμαι ωστόσο ήταν οι ιστορίες που μου διηγούνταν από την περίοδο της Κατοχής. Ως καταζητούμενος των Γερμανών, λόγω ενός υπομνήματος ενάντια στον ναζισμό, έζησε απομονωμένος στη Σίφνο την περίοδο της Κατοχής. Εκεί ανέπτυξε μια άτυπη αντιστασιακή δράση και σίγουρα οι εμπειρίες αυτές υπήρξαν καθοριστικές στη συγγραφή του «Μικρού Ήρωα». G.: Πότε και πώς συνειδητοποιήσατε ότι αυτή η κληρονομιά που ήρθε στα χέρια σας δεν είναι απλώς ένα υλικό αγαθό, αλλά έχει να κάνει με την Ιστορία της νεότερης Ελλάδας; Λ.Α.: Με αρκετή δόση παιδικής αφέλειας, όταν είδα πρώτη φορά, σε ηλικία 11-12 ετών, τον Στέλιο Ανεμοδουρά σε συνέντευξη στην τηλεόραση. Έως τότε τον έβλεπα ως παππού και κάποιον που μου χάριζε κόμικς. Από τότε και μέσα από τις εκδηλώσεις θαυμασμού παλαιότερων αναγνωστών αντιλήφθηκα τη σπουδαιότητα του «Μικρού Ήρωα» και τον αντίκτυπο που είχε στους εφήβους των δεκαετιών του ’50 και του ’60. Αγαπημένα τεύχη με τους θρυλικούς ήρωες των εκδόσεων G.: Ποια ήταν η αγαπημένη σας ιστορία από τα δημιουργήματα του παππού σας; Λ.Α.: Έχει τον τίτλο «Δύο Εναντίον Ενός» (#27) και σε αυτήν υπάρχει μια χαρακτηριστική σκηνή όπου η Φροϋλάιν-Χ, μια Γερμανίδα σαμποτέρ, έχει αιχμαλωτίσει τον Θαλάσση και τον απειλεί να της αποκαλύψει έναν κωδικό-σύνθημα. Ο Θαλάσσης αρνείται να μιλήσει, όμως αυτή, γοητευμένη από τον ηρωισμό του, τον πυροβολεί αστοχώντας εξεπίτηδες και αφήνοντάς τον ελεύθερο. Ήταν μια ιστορία με έντονο το αισθηματικό στοιχείο, αλλά και κάτι ακόμα πολύ σημαντικό: τον σεβασμό στον αντίπαλο. G.: Σε ποιον χαρακτήρα από τον «Μικρό Ήρωα» θέλατε να μοιάσετε ως παιδί; Λ.Α.: Σίγουρα στον Γιώργο Θαλάσση! Αυτός είχε όλα τα προσόντα που με γοήτευαν σε έναν ήρωα. Ατρόμητος, έξυπνος, δυνατός, μορφωμένος. Ένας υπερήρωας στην πραγματικότητα, όχι όμως με την κλασική έννοια που γνωρίζουμε από τα αμερικανικά κόμικς. O Στέλιος Ανεμοδουράς με τον γιο του, Γιώργο G.: Είχατε άλλα ερεθίσματα; Διαβάζατε κόμικς; Λ.Α.: Διάβαζα όπως όλα τα παιδιά εκείνης της εποχής και βέβαια ήμουν αρκετά προνομιούχος, καθώς είχα σε αφθονία οτιδήποτε κυκλοφορούσε από εμάς. Διάβαζα, λοιπόν «Μπλεκ», «Περιπέτεια», «Μίστερ Νο», «Πινόκιο», ωστόσο λάτρευα και άλλα κόμικς όπως «Βαβούρα», «Ποπάυ», «Ερίκ Καστέλ», «Τιραμόλα», «Σεραφίνο». Για να είμαι ειλικρινής, ήμουν περισσότερο παιδί της μπάλας και του παιχνιδιού και λιγότερο του βιβλίου. Δύο ήταν οι μεγάλες μου αγάπες ως παιδί: το μπάσκετ και το σκάκι. G.: Από την αμερικανική, την ευρωπαϊκή και την ιαπωνική σχολή κόμικς ποια προτιμάτε περισσότερο και γιατί; Λ.Α.: Προτιμώ ξεκάθαρα την ευρωπαϊκή! Μου είναι πιο οικεία και είμαι λάτρης ρεαλιστικών ιστοριών, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν εκτιμώ πόσο μπροστά είναι οι Αμερικανοί και οι Ιάπωνες. Λατρεύω τα ιταλικά κόμικς («Κόρτο Μαλτέζε», «Μίστερ Νο», «Ντύλαν Ντογκ»), όμως πιο πολύ είμαι λάτρης των γαλλοβελγικών, τόσο των κλασικών σειρών («Αστερίξ», «Λούκυ Λουκ») όσο και των αυτοτελών graphic novels που κυκλοφορούν και καταπιάνονται με διάφορες θεματικές. G.: Από τις άλλες δύο τι εκτιμάτε; Λ.Α.: Από την αμερικανική εκτιμώ απεριόριστα τον εντυπωσιακό σχεδιασμό, το άναρχο layout και τα ευφάνταστα σενάρια. Οι Ιάπωνες είναι μια σχολή που δεν γνωρίζω καλά, ωστόσο με εντυπωσιάζουν η λιτή αφήγηση, η τεράστια γκάμα ιστοριών και η διείσδυση που έχουν στο νεανικό κοινό. G.: Πρόσφατα τα social media κατακλύστηκαν από εκατοντάδες χιλιάδες εικόνες των χρηστών που μετατρέπουν τις φωτογραφίες τους μέσω AI σε στυλ, κυρίως, Studio Ghibli. Ποια είναι η γνώμη σας; Πόσο ηθικό είναι όλο αυτό για κάποιον δημιουργό; Πιστεύετε ότι ο χώρος των κόμικς μπορεί να αντισταθεί και να διαφοροποιηθεί από το AI; Λ.Α.: Εννοείται ότι δεν είναι ηθικό κάποιος να μπορεί να κλέψει την τεχνοτροπία ενός δημιουργού. Ωστόσο, θα πρέπει να είμαστε πραγματιστές. Το ΑΙ είναι εδώ και θα γίνεται όλο και περισσότερο κομμάτι της ζωής μας. Θεωρώ λοιπόν αφελή την οποιαδήποτε προσπάθεια να αντισταθούμε σε αυτό, πόσο μάλλον δε όταν σε αρκετούς τομείς η Τεχνητή Νοημοσύνη βοηθάει σημαντικά. Για μένα λοιπόν, το θέμα είναι να δημιουργηθεί ένα ρυθμιστικό πλαίσιο στο οποίο να προστατεύονται τα δικαιώματα των καλλιτεχνών. G.: Στα σχέδια των εκδόσεών σας συμπεριλαμβάνεται και κάτι σε ηλεκτρονική μορφή; Λ.Α.: Έχουμε ήδη κάποιες, λίγες, εκδόσεις σε ηλεκτρονική μορφή, ωστόσο είναι κάτι που παγκοσμίως – εκτός εξαιρέσεων, όπως είναι οι πλατφόρμες των μάνγκα – δεν λειτουργεί. Εξάλλου, η συντριπτική πλειονότητα των αναγνωστών κόμικς είναι συνδεδεμένοι με το έντυπο και επιθυμούν να το έχουν στη βιβλιοθήκη τους. G.: Τον Μάιο οι εκδόσεις σας παρουσίασαν κόμικ με πρωταγωνιστή τον Θανάση Βέγγο, και μάλιστα σε χρόνο dt έγινε μεγάλη επιτυχία. Πώς ξεκίνησε και πώς υλοποιήθηκε αυτή η ιδέα; Λ.Α.: Πράγματι, τον περασμένο Μάιο κυκλοφόρησε το κόμικ μας «ΘΒ – Η γαλέρα της ζωής μου», σε σενάριο Σπύρου Δερβενιώτη και σχέδιο Θανάση Πέτρου. Πραγματεύεται τη ζωή και το έργο του σπουδαίου ηθοποιού και συνοδεύεται από έναν υπέροχο πρόλογο του Φοίβου Δεληβοριά, επίμετρο του Γιάννη Σολδάτου και βέβαια ολόκληρη την εργογραφία του. Ήταν πραγματικά εντυπωσιακό το πώς το αγκάλιασε ο κόσμος. Για μένα, η δημιουργία αυτού του βιογραφικού κόμικ ήταν ένα εκδοτικό απωθημένο. Ο Θανάσης Βέγγος ήταν ένας άνθρωπος που άφησε ένα ξεχωριστό αποτύπωμα στον κινηματογράφο και στον τόπο, όχι μόνο με το ταλέντο του, αλλά και με το ήθος του. Ο κόσμος μας χρειάζεται περισσότερους Βέγγους. G.: Ποια ιστορία και ποιο άλλο πρόσωπο από την ελληνική πραγματικότητα θα θέλατε να δείτε σε κόμικ; Λ.Α.: Δουλεύουμε ήδη σε ένα άλλο πρόσωπο από την ελληνική πραγματικότητα που όμως δεν είναι ανακοινώσιμο αυτή τη στιγμή. Προσανατολιζόμαστε για κυκλοφορία τον επόμενο Μάιο και προς το τέλος του έτους θα υπάρξουν σχετικές ανακοινώσεις. G.: Στον νεογέννητο γιο σας τι θα του πείτε όταν μεγαλώσει για όλη αυτή την ιστορία που συνεχίζετε εσείς; Λ.Α.: Για να είμαι ειλικρινής, δεν θα του πω τίποτε. Και αν θέλει να εμπλακεί σε αυτή επειδή κάτι βρίσκει, είναι κάτι που θα ήθελα να το ανακαλύψει μόνος του. Εμένα ο ρόλος μου είναι απλώς να τον στηρίζω. Και το σχετικό link...
  4. Ζάνταφ

    ΠΑΝΤΑ ΠΟΤΕ

    Πάντα Ποτέ Στο φετινό Comicdom, οι αγαπητές εκδόσεις Μικρός Ήρως εξέδωσαν ένα ακόμη αισθηματικό BD, ονόματι Πάντα Ποτέ. Το ιδιαίτερο με την συγκεκριμένη ιστορία είναι ότι η αφήγηση είναι ολοκληρωτικά αναδρομική, δηλαδή το κόμικ ξεκινάει από το Κεφάλαιο 20 και τελειώνει με το Κεφάλαιο 1. Από τον εκδότη: Με το Πάντα Ποτέ, ο Jordi Lafebre (Lydie, Je Suis Ceur Silence) μας προσφέρει, με όλη την λυρικότητα και την τρυφερότητα που τον χαρακτηρίζουν, το πρώτο του άλμπουμ ως ολοκληρωμένος συγγραφέας. Ένα έργο γεμάτο αγάπη, έρωτα, μελαγχολία, χιούμορ και πάθος, που απέσπασε διθυραμβικές κριτικές. Συχνά το Πάντα Ποτέ αναφέρεται ως το αντίστοιχο Memento (σκηνοθεσία: Christopher Nolan) των κόμικς. Ωστόσο, δεν πρόκειται για μία ακόμα ιστορία χαμένης αγάπης, όσο για μια ιστορία που καταπιάνεται με την πολυπλοκότητα του θεσμού της οικογένειας, της ενηλικίωσης, του πεπρωμένου, όπως και μια υπενθύμιση πώς η αγάπη είναι το μόνο πράγμα που δεν φθείρεται από τον χρόνο Η ιστορία (περίληψη): Η ιστορία μας ξεκινάει ένα βροχερό βράδυ, όταν δύο ερωτευμένοι, ηλικιωμένοι άνθρωποι, η Άννα και ο Ζενό, συναντιούνται. Όσο προχωράει η ιστορία, βλέπουμε περισσότερα για αυτούς τους δύο χαρακτήρες και τα γεγονότα που τους απέτρεψαν από το να ζήσουν τον Έρωτά τους όλα αυτά τα χρόνια. Η Άννα, αφιέρωσε την ζωή της στην δουλειά της, ως Δήμαρχος στην μικρή αυτή πόλη. Παντρεύτηκε τον Τζουζέπε, που της πρόσφερε σταθερότητα, και απέκτησε μια κόρη την Κλαούντια. Ο Ζένο αντίθετα, ήταν ανέκαθεν ελεύθερο πνεύμα και έζησε την ζωή του ταξιδεύοντας εν πλω, και περνώντας διάφορες περιπέτειες, γράφοντας το διδακτορικό του. Οι δύο επικοινωνούσαν ανέκαθεν, και βλέπουμε πώς εξελίχθηκε η σχέση τους εξ αποστάσεως, καθώς διήγαν τις πολύ διαφορετικές ζωές τους. Σχόλια για σενάριο, σχέδιο και έκδοση: Το σενάριο καλά δομημένο μεν, ολίγον τι αδιάφορο δε. Μπορώ να πω ότι ο δημιουργός έχει χειριστεί καλά την αφήγηση, η οποία όπως ανέφερα είναι σε Full Reverse. Έχει προσθέσει δόσεις χιούμορ, συναισθήματος και συγκίνησης, κάτι που μου άρεσε αρκετά. Χρησιμοποιεί την κλασική ιστορία για ένα ερωτευμένο ζευγάρι που μένει χώρια γιατί τα μέλη του θέλουν να ζήσουν διαφορετικές ζωές, ο ένας ελεύθερη και ο άλλος σταθερή, που έχουμε δει πολλές φορές, αλλά το κάνει με πολύ πρωτότυπο τρόπο. Μου αρέσει επίσης ότι δεν μας δείχνει μόνο την ανάπτυξη των κεντρικών χαρακτήρων, αλλά και των Side Characters όπως ο Τζουζέπε (που συμπάθησα πιο πολύ από τον Ζένο) και η Κλαούντια. Στα αρνητικά βάζω ότι δεν κατάφερε να μου κρατήσει το ενδιαφέρον μέχρι το τέλος, και ότι αυτά που έγιναν στο 1ο κεφάλαιο είναι επιεικώς ανεπαρκή για να δικαιολογήσουν τόσο μεγάλο έρωτα. Προσωπικά, μου φάνηκαν λίγο υπερβολικά συναισθηματικοί οι χαρακτήρες, αλλά αυτό μάλλον συμβαίνει επειδή δεν έχω σε ιδιαίτερη εκτίμηση τέτοιου είδους κόμικς Το σχέδιο από την άλλη, είναι απίστευτα όμορφο, με ζωηρές γραμμές, εκφραστικούς χαρακτήρες και μεγάλη προσοχή στην λεπτομέρεια του Backround. Οι χρωματισμοί όμως είναι αυτοί που δίνουν ζωή στο σχέδιο, κάνοντας το πολύ πιο ελκυστικό. Τιμητική αναφορά στο πανέμορφο εξώφυλλο, που με έκανε να αγοράσω αμέσως το κόμικ. Η έκδοση κλασική του Μικρού Ήρωα, ποιοτικό χαρτί, εξαιρετική μετάφραση/επιμέλεια. Την βρήκα μόνο λίγο "φτωχή" σε σχέση με άλλες εκδόσεις, καθώς δεν είχε εξτραδάκια. Τι να κάνουμε, μας έχετε κακομάθει Εν ολίγοις, προσωπικά δεν τρελάθηκα με το σενάριο του κόμικ, αλλά λάτρεψα το σχέδιο! Προτείνεται σε όσους θέλουν ένα πιο τρυφερό και ανάλαφρο ανάγνωσμα, με ωραίο σχέδιο και ζωηρούς χρωματισμούς! Καλή ανάγνωση σε όλους/ες!
  5. Με φόντο τα ερείπια του Βερολίνου, η «3η Κάμερα» των Rodier και Apikian (εκδ. Μικρός Ήρως) αφηγείται μια δραματική ιστορία πολέμου για τις ζοφερές όψεις του ναζισμού. Εδώ και περίπου 200 χρόνια η ανθρώπινη ιστορία είναι ταυτισμένη με τη φωτογραφική της τεκμηρίωση (από τα τέλη του 19ου αιώνα προστέθηκε και η κινηματογραφική). Οι οπτικές αποτυπώσεις των γεγονότων που τη συνιστούν αποτελούν τις κατεξοχήν ιστορικές πηγές για την αναπαράσταση του παρελθόντος. Καθώς βέβαια τα πολεμικά γεγονότα πρωταγωνιστούν στη σκηνή του κόσμου, ήδη από τον Κριμαϊκό Πόλεμο και τον Αμερικανικό Εμφύλιο έχουμε τα πρώτα φωτογραφικά τεκμήρια, ενώ στον Μεγάλο Πόλεμο του 1914-1918 καταγράφηκε σε όλο της το εύρος η φρίκη των χαρακωμάτων. Είναι ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος όμως που «απογείωσε» την τέχνη της φωτογραφίας, ανάγοντάς την, μαζί με την τέχνη του κινηματογράφου, σε υπέρτατο όπλο προπαγάνδας. Ο θρίαμβος του Blitzkrieg, η κατάληψη της Ίβο Τζίμα από τους Αμερικανούς ή του Βερολίνου από τους Σοβιετικούς, απαθανατίστηκαν σε αντίστοιχες – σκηνοθετημένες ως επί το πλείστον – φωτογραφίες, που έχουν αποτυπωθεί ανεξίτηλα στη συλλογική μνήμη εδώ και 80 χρόνια. Πέρα από τη στρατιωτική και ιδεολογική προπαγάνδα βέβαια, φωτογραφικές και κινηματογραφικές εικόνες από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης αξιοποιήθηκαν από τα μεταπολεμικά δικαστήρια ως πειστήρια ενοχής για τους κατηγορουμένους. Ποια είναι όμως η ιστορία των ανθρώπων πίσω από τις μηχανές που με κάθε «κλικ» έγραψαν, κυριολεκτικά, ιστορία; Το κόμικς του Denis Rodier (δημιουργού του πολυβραβευμένου κόμικς «Η βόμβα») σε συνεργασία με τον Cédric Apikian μας μεταφέρει στη σκοτεινή πλευρά της φωτοδημοσιογραφίας και καταπιάνεται με την ιστορία των ανταποκριτών του Τρίτου Ράιχ. Πρόκειται για τις Propaganda Kompanien (Μονάδες Προπαγάνδας), έναν πραγματικό στρατό 15.000 ανδρών με επικεφαλής τον στρατηγό Χάσο φον Βέντελ, που από το 1938 έως τον Απρίλιο του 1945 κατέγραφαν ακατάπαυστα τα έργα και τις ημέρες της Βέρμαχτ. Οι ανταποκριτές, στρατιωτικά εκπαιδευμένοι για να υπηρετούν τον προπαγανδιστικό μηχανισμό του Γκέμπελς, διέθεταν δύο φωτογραφικές μηχανές. Πολλοί εξ αυτών όμως διέθεταν και μια τρίτη μηχανή ή κάμερα που δεν περνούσε από έλεγχο, ούτε υπόκειτο σε λογοκρισία. Με αυτήν απαθανάτιζαν πτυχές του πολέμου που δεν επιθυμούσε η ναζιστική προπαγάνδα, καθώς περιείχε πιο προσωπικά και ενίοτε ευαίσθητα δεδομένα. Διέθεταν, θα λέγαμε, την ελευθερία ενός ερασιτέχνη φωτογράφου και την ποιότητα ενός επαγγελματία. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι ενώ πολλά από τα ρεπορτάζ ή τις ταινίες που είχε παραγγείλει το καθεστώς καταστράφηκαν κατά τις μάχες του Βερολίνου, τα «ανεπίσημα» ρεπορτάζ της «3ης κάμερας» διασώθηκαν, καθώς στην πλειονότητά τους οι κάτοχοί τους φρόντισαν να κρύψουν τις συσκευές τους. Στο επίκεντρο του κόμικς των Rodier και Apikian βρίσκεται το κυνήγι για την ανεύρεση μιας συγκεκριμένης λαθραίας τρίτης συσκευής. Η ανάκτηση των φωτογραφιών της θα μπορούσε, στο πλαίσιο των προετοιμασιών για τις δίκες της Νυρεμβέργης, να παράσχει αδιάσειστες αποδείξεις για τις φρικαλεότητες που διέπραξαν οι ναζί εντός και εκτός στρατοπέδων συγκέντρωσης, αλλά και να αποκαλύψει τα πρόσωπα των αξιωματικών των Ες Ες. Το ερώτημα που δεν παύει να απασχολεί την προβληματική της «3ης Κάμερας» είναι εάν οι Γερμανοί φωτορεπόρτερ ήταν σύμμαχοι του καθεστώτος ή απλοί καταγραφείς της εφιαλτικής πραγματικότητας που αυτό δημιουργούσε. Φόντο είναι το Βερολίνο και πιο συγκεκριμένα η αμερικανική ζώνη κατοχής του Βερολίνου, η οποία εκτεινόταν στο νοτιοδυτικό του κομμάτι. (Συγκλονίζει ο ρεαλιστικός τρόπος με τον οποίο έχει αποδοθεί η καταστροφή της πρώην πρωτεύουσας της ναζιστικής Γερμανίας: ισοπεδωμένη από τους βομβαρδισμούς και τις μάχες, με άνω του 1/3 των κατοικιών σωριασμένο σε ερείπια και την παρουσία 75 εκατομμυρίων κυβικών μέτρων χαλικιού στο κέντρο της πόλης.) Χρονικό πλαίσιο, η περίοδος αμέσως μετά την πτώση του ναζιστικού καθεστώτος, από τον Μάιο του 1945 μέχρι τον Ιούνιο του 1946. Στους χαρακτήρες της ιστορίας, εκτός από τον προσωπικό εικονολήπτη του Αδόλφου Χίτλερ Βάλτερ Φρεντς και τον εβραϊκής καταγωγής λοχαγό του αμερικανικού στρατού Χόρογουιτς, περιλαμβάνονται ανώνυμοι Αμερικανοί και Σοβιετικοί στρατιώτες, εξαθλιωμένοι Γερμανοί πολίτες αλλά και αμετανόητοι φανατικοί ναζί, ανάμεσα στους οποίους μέλη της οργάνωσης «Werwolf» («Λυκάνθρωπος») που προκαλούσαν πλήγματα στον συμμαχικό στρατό ακόμα και πολλούς μήνες μετά τη συνθηκολόγηση του Ράιχ. Εκτός από τον μέσο αναγνώστη, η «3η Κάμερα» θα ικανοποιήσει και τον απαιτητικό ιστοριοδίφη, με ένα πολυσέλιδο παράρτημα επιμελημένο από τον ιστορικό Nicolas Férard και διανθισμένο με φωτογραφικό υλικό από το αρχείο του Βάλτερ Φρεντς. Και το σχετικό link...
  6. Κλείνοντας το μάτι στην κβαντική φυσική, το «Πάντα Ποτέ» του Jordi Lafebre (εκδ. Μικρός Ήρως) μας αφηγείται μια τρυφερή και αντισυμβατική ιστορία αγάπης. Στο δημοφιλές μπεστ σέλερ του «Το χρονικό του χρόνου», ο αείμνηστος Στίβεν Χόκινγκ αφιέρωσε το 9ο κεφάλαιό του στο «βέλος του χρόνου». Εκεί, εξέτασε την έννοια της κατεύθυνσης του χρόνου, δηλαδή γιατί ο χρόνος φαίνεται να κυλά μόνο προς τα εμπρός και όχι προς τα πίσω. Παρομοιάζοντας τον χρόνο με ένα βέλος (θυμίζοντας το «παράδοξο του βέλους» που πρώτος είχε διατυπώσει τον 5ο αι. π.Χ. ο Ζήνων ο Ελεάτης) και αναλύοντάς τον σε τρεις μορφές (το θερμοδυναμικό, το ψυχολογικό και το κοσμολογικό βέλος), πρότεινε ότι η εξήγηση στο γιατί αυτά τα τρία «βέλη του χρόνου» δείχνουν προς την ίδια κατεύθυνση, μπορεί να εντοπιστεί στην ίδια τη Μεγάλη Έκρηξη. Σύμφωνα με την επικρατούσα κοσμολογική θεωρία του «Μπιγκ Μπανγκ», το εκθετικό αυτό «ξεχείλωμα» του χώρου και του χρόνου που ξεκίνησε πριν από 13,8 δισ. έτη, δεν ευθύνεται μόνο για το γεγονός ότι δημιουργήθηκαν οι γαλαξίες, οι αστέρες, οι πλανήτες, εσείς και εγώ, η εφημερίδα ή η οθόνη από την οποία διαβάζετε αυτές τις γραμμές και φυσικά, τα αγαπημένα μας κόμικς. Είναι υπεύθυνο επίσης για την εκτόξευση του χρόνου προς τα εμπρός, προς την αενάως αυξανόμενη αταξία/εντροπία. Όμως είναι επίσης γεγονός ότι κανένας νόμος της φυσικής δεν απαγορεύει στον χρόνο να κινηθεί αντίστροφα. Έτσι, ο Χόκινγκ παραδέχτηκε ότι, στην προσπάθειά μας να ενοποιήσουμε τη βαρύτητα με την κβαντική μηχανική, είμαστε αναγκασμένοι να εισαγάγουμε την ιδέα του φανταστικού χρόνου. Όπως δηλαδή στον χώρο μπορούμε να κατευθυνθούμε προς τον Βορρά και προς τον Νότο, έτσι και στον φανταστικό χρόνο μπορούμε να κατευθυνθούμε προς το μέλλον, αλλά εξίσου εύκολα και προς το παρελθόν. Πώς θα ήταν η ανθρώπινη εμπειρία αν, αντί για το παρελθόν, είχαμε ανάμνηση του μέλλοντος; Αν δηλαδή, το βέλος του χρόνου κινούνταν αντίστροφα; Με μια τέτοια πρόκληση μας φέρνει αντιμέτωπους ο Jordi Lafebre, αφηγούμενος την ερωτική ιστορία της Άννας και του Ζενό στο κόμικς «Πάντα Ποτέ» («Malgré Tout») που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Μικρός Ήρως, πέντε χρόνια μετά την πρώτη έκδοσή του στα γαλλικά. Καθώς βέβαια οι ερωτικές ιστορίες ανταγωνίζονται σε ποσότητα τον αριθμό των αστεριών του Γαλαξία μας, πάντα θα βρίσκονται πρωτότυποι τρόποι να τις αφηγηθείς. Και ένας απ’ αυτούς που επέλεξε ο ταλαντούχος Lafebre είναι ο… ανάποδος. Το «Πάντα Ποτέ» ξεχωρίζει για την αφηγηματική του ιδιαιτερότητα: η ιστορία εκτυλίσσεται ανάποδα στον χρόνο, από το παρόν προς το παρελθόν – κάτι αντίστοιχο με το «Memento» του Κρίστοφερ Νόλαν. Σε αυτή τη χρονικά αντεστραμμένη αφήγηση, όπου καθένα από τα 20 κεφάλαια πηγαίνει με φθίνουσα σειρά ένα βήμα πιο πίσω στον χρόνο, δεν παραβιάζεται η «λογική» του χρόνου, απλώς αντιστρέφεται η παρατήρηση των γεγονότων, με παρόμοιο τρόπο που ένας φυσικός μελετά μια διαδικασία από το αποτέλεσμά της προς την αρχή. Δύο άνθρωποι, η Άννα και ο Ζενό, περπατούν σε μια μικρή πόλη, προστατευμένοι από τη βροχή. Είναι και οι δύο εξηντάρηδες, αλλά πιο γοητευτικοί από ποτέ. Μετά από σαράντα χρόνια αμοιβαίου, πλατωνικού έρωτα και ενώ ο καθένας έκανε ξεχωριστά τη ζωή του, επιτέλους είναι μαζί. Η Άννα, επί πολλά χρόνια, κατείχε τη θέση της δημάρχου. Χαρισματική, παθιασμένη με τη δουλειά της, παντρεμένη και μητέρα, έζησε μια ήσυχη οικογενειακή ζωή και πλέον βγήκε στη σύνταξη. Όταν η κόρη της, Κλαούντια, ανακαλύπτει ότι η μητέρα της είναι ερωτευμένη με έναν άλλο άντρα, απειλεί να αποκαλύψει τα πάντα στον πατέρα της, Τζουζέπε. Από την άλλη ο Ζενό (του οποίου το όνομα, μάλλον όχι τυχαία, παραπέμπει στον αρχαίο Ζήνωνα), διατηρεί ένα μικρό βιβλιοπωλείο που σκοπεύει σύντομα να εγκαταλείψει. Σαγηνευτικός, ταξιδιάρης και μυστηριώδης, μόλις απέκτησε το διδακτορικό του στη θεωρητική φυσική, το οποίο ολοκληρώθηκε μετά από σαράντα χρόνια. Το θέμα της διατριβής του: «ο χρόνος που ρέει αντίστροφα». Παρότι και οι δυο τους σε όλη τους τη ζωή έβρισκαν δικαιολογίες για να διατηρούν τις αποστάσεις τους, ίσως τώρα έχει έρθει η ώρα να κάνουν μια νέα αρχή. Με έναν ποιητικό και φιλοσοφικό τρόπο ο Jordi Lafebre εξυφαίνει μια τρυφερή ιστορία, στην οποία (όπως και ο Ζενό στη διατριβή του) διατυπώνει την υπόθεση ότι, παρά τη φαινομενική κατεύθυνση του χρόνου και της ύλης από την τάξη στην αταξία, μόνο μια εξωτερική δύναμη μπορεί να αντιστρέψει τη συμπαντική ροπή προς το χάος. Και αυτή η δύναμη είναι η απόλυτη, εκπληρωμένη αγάπη. Είναι εκείνη που δίνει νόημα στα πάντα, τοποθετώντας την τάξη στην αρχή – δηλαδή… στο τέλος – της Ιστορίας και προτάσσοντας την αντιστροφή της εντροπίας ως την αναγκαία κατάσταση που ποθεί η ανθρώπινη ψυχή. Και το σχετικό link...
  7. Έχει περάσει σχεδόν μιάμιση δεκαετία από τότε που ο Θανάσης Βέγγος έφυγε από τη ζωή. Ο δικός μας καλός άνθρωπος απεβίωσε τον Μάιο του 2011 και μαζί με εκείνον σαν να χάθηκε κι ένα κομμάτι της παιδικής μας αθωότητας. Οι βραβευμένοι δημιουργοί κόμικς Σπύρος Δερβενιώτης και Θανάσης Πέτρου, σε συνεργασία με τον Λεωκράτη Ανεμοδουρά των εκδόσεων Μικρός Ήρως, αποφάσισαν να δημιουργήσουν ένα graphic novel για τη ζωή του Θανάση Βέγγου με τίτλο «ΘΒ – Η γαλέρα της ζωής μου». Για τον εκδότη Λεωκράτη Ανεμοδουρά, ο Θανάσης Βέγγος υπήρξε ένα πρόσωπο που εκτός από ταλέντο διέθετε ήθος που δύσκολα συναντάς στον καλλιτεχνικό χώρο. Η σκέψη να μεταφερθεί στο χαρτί η βιογραφία του τριγυρνούσε στο μυαλό του πάνω από πέντε χρόνια. Κάτι όμως συνέβαινε και η ιδέα δεν προχωρούσε. Ώσπου πριν από έναν χρόνο, με αφορμή μια εκδήλωση συναντήθηκε με τον συγγραφέα και σκηνοθέτη Γιάννη Σολδάτο, ο οποίος το 2011 γύρισε το ντοκιμαντέρ «Βέγγος: Ένας άνθρωπος παντός καιρού», βασισμένο στο ομότιτλο βιβλίο του. Ένας Βέγγος όλο φως Τότε ήταν που αποφάσισε να εκπληρώσει την υπόσχεση που είχε δώσει στον εαυτό του, να κάνει δηλαδή graphic novel τον αγαπημένο του ήρωα. Όπως εξομολογείται: «Το να εξερευνώ τις ζωές σπουδαίων ανθρώπων με κάνει να έρχομαι πιο κοντά τους. Ο Βέγγος είναι σύμβολο. Ένας άμεμπτος άνθρωπος, για τον οποίο κανείς ποτέ δεν είπε κακιά κουβέντα. Το ξεχωριστό μαζί του είναι ότι ήταν και πολύ ταλαντούχος. Μπορεί να βρεις υπερβολικό ταλέντο ή μπορείς να βρεις υπερβολική καλοσύνη. Ο Βέγγος είχε και τα δύο. Όταν λοιπόν συναντηθήκαμε με τον Γιάννη Σολδάτο, δεν υπήρχε καμία δικαιολογία για να το αναβάλω. Ήταν σαν να του το χρωστούσα». Η βιογραφία του Θανάση Βέγγου χωρίζεται σε εννέα κεφάλαια που καθένα φέρει και τον τίτλο από μια ταινία του. Η μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετώπισε ο σεναριογράφος του graphic novel Σπύρος Δερβενιώτης ήταν να μεταφέρει τη ζωή του ηθοποιού με τέτοιο τρόπο ώστε να μη χαθεί τίποτα σημαντικό από τη χειμαρρώδη διαδρομή του. Αυτός είναι και ο λόγος που το πρώτο πράγμα που σκέφτηκε όταν του έγινε η πρόταση από τον Λ. Ανεμοδουρά ήταν «μπλέξαμε». Μας εξηγεί τους λόγους αυτής της πρώτης αντίδρασης. «Ο Θανάσης Βέγγος ήταν ένας άνθρωπος ποταμός και εγώ έπρεπε να αποφασίσω με ποια βάρκα θα μπω μέσα και τι καταρράκτες με περιμένουν. Δεν είχε σκοτεινές γωνίες, δεν είχε να αναδείξεις έναν σκοτεινό εαυτό για να δημιουργήσεις δραματουργικό ενδιαφέρον από την ανθρώπινη αδυναμία του. Αυτό που είχα να διαχειριστώ ήταν όλο φως» λέει ο Σπ. Δερβενιώτης. Στη Μακρόνησο Φέρνω στο μυαλό μου τη δεκαετία του ’90, όταν κάθε Σάββατο η ΕΡΤ έπαιζε ταινίες από τον ελληνικό κινηματογράφο. Τότε ήταν που γνώρισα τον Θανάση Βέγγο. Ο άνθρωπος που με έκανε ως παιδί να γελάω, έμοιαζε με τον πατέρα μου, τον γείτονα, τον αδερφό που δεν είχα μέχρι που στο τέλος μου θύμιζε και μένα. Ήταν αυτή του η ικανότητα μέσα από το γέλιο και τα παθήματα του μέσου Έλληνα φουκαρά να δημιουργεί εγγύτητα λες και ήταν μέλος της οικογένειάς μας. Και κάπως έτσι ο Θανάσης Βέγγος, εκτός από καλός μας άνθρωπος, έγινε και δικός μας άνθρωπος. Ο Σπύρος Δερβενιώτης μοιράζεται μαζί μας την ιστορία του Βέγγου στη Μακρόνησο. Τότε που γνώρισε τον σκηνοθέτη Νίκο Κούνδουρο. Πρόκειται για ένα από τα εννέα εικονογραφημένα κεφάλαια του μυθιστορήματος στο οποίο ο δημιουργός στάθηκε ιδιαίτερα. Όπως λέει, ο Βασίλης Βέγγος, πατέρας του ηθοποιού, δούλευε στο εργοστάσιο Ηλεκτρικής στο Κερατσίνι. Μέλος του ΕΛΑΣ και υπάλληλος της εταιρείας, ο κυρ Βασίλης συμμετείχε στη μάχη της Ηλεκτρικής τον Οκτώβριο του 1944. Μόλις τελείωσε ο πόλεμος, εκδιώχθηκε από τη δουλειά του εξαιτίας των πολιτικών του φρονημάτων. «Τότε ο Θανάσης ήταν 19-20 χρόνων παλικαράκι, έτοιμο να υπηρετήσει τη θητεία του. Αντ’ αυτού τον έστειλαν εξορία στη Μακρόνησο, όπου γνωρίζεται με τον Νίκο Κούνδουρο. Ο Βέγγος, διανύοντας καθημερινά μια τεράστια απόσταση από το στρατόπεδο ίσαμε το βουνό όπου είχε μεταφερθεί ο σκηνοθέτης, του κουβαλούσε προμήθειες. Ο Βέγγος τού έσωσε τη ζωή και ο Κούνδουρος τον μύησε στον κινηματογράφο» εξηγεί ο δημιουργός. Ο δικός μας σούπερ ήρωας Στην έρευνα που έκανε ο Θανάσης Πέτρου, σκιτσογράφος του graphic novel, τα βήματά του τον οδήγησαν στον Βασίλη και τον Χάρη Βέγγο, τους δύο γιους του ηθοποιού, αλλά και σε ανθρώπους που συνεργάστηκαν μαζί του. Μέσα από συζητήσεις, φωτογραφίες και φυσικά αμέτρητες ώρες προβολών, ο Θανάσης Βέγγος τού αποκαλύφθηκε και ως «Σπαθής» στον «Δράκο» του Κούνδουρου αλλά και ως «Θανάσης» στον «Πολυτεχνίτη και ερημοσπίτη» του Αλέκου Σακελλάριου. Ένα σύμβολο που – όπως υπογραμμίζει – ο δημιουργός ήταν ό,τι πιο κοντά στην ελληνικότητά μας. «Λένε πως συνήθως αγαπάμε ό,τι μας θυμίζει. Δεν ξέρω αν ισχύει, πάντως στο πρόσωπο του Βέγγου ο Έλληνας αναγνώρισε ένα δικό του κομμάτι. Ο αιώνιος φουκαράς που πάλευε να επιβιώσει. Λίγο κατεργάρης αλλά έχοντας πάντα πολύ καλοσύνη στην καρδιά του» εξηγεί. Και συνεχίζει λέγοντας: «Μιλώντας με τους δικούς του ανθρώπους και βλέποντας ξανά και ξανά τις ταινίες του ήταν σαν να τον είχα μαζί μου. Νομίζω πως σε αυτή την περιπέτεια ο Θανάσης ήταν συνεχώς μαζί μας». Η ιστορία ακολουθεί γραμμική αφήγηση μετατρέποντας σε συμπαγή λόγο τον αναρχικό κινηματογραφικό κόσμο του ηθοποιού. Βλέποντας μια ταινία του Θανάση Βέγγου είχες την εντύπωση ότι όλα γίνονταν εκείνη τη στιγμή και πως όλα ήταν θέμα αυτοσχεδιασμού. Κι όμως, αυτή η αυθόρμητη παρόρμηση έκρυβε σκληρή δουλειά και επίπονη προετοιμασία, με τον ηθοποιό να επιμελείται και την παραμικρή λεπτομέρεια. Γι’ αυτό και ο δημιουργός επέλεξε να δώσει στον ηθοποιό ακόμη έναν ρόλο, αυτόν του σχολιαστή. Όπως μας αποκαλύπτει ο σκιτσογράφος: «Προσπαθήσαμε να σπάσουμε τη λογική του δισδιάστατου. Θέλαμε ο Βέγγος να ζωντανέψει πάνω στο χαρτί σαν ένας μικροσκοπικός αφηγητής που μας διηγείται τη ζωή του. Δεν γινόταν ο Βέγγος να καθίσει σε μια γωνίτσα και απλώς να μας παρατηρεί. Ο άνθρωπος που πάντα πάλευε για τους άλλους θα ήταν άδικο να έμενε άπραγος». Ο Θανάσης Βέγγος δεν βρήκε ανταπόκριση μέσα στο σινάφι του. Τον σνόμπαραν και τον περιφρονούσαν. Δεν άντεχαν ούτε το ταλέντο ούτε την καλοσύνη του. Χρειάστηκε η ταινία «Τι έκανες στον πόλεμο Θανάση;» του Ντίνου Κατσουρίδη, που απέσπασε το Α΄ βραβείο ανδρικού ρόλου στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, για να τον αποδεχτούν. Ακολούθησαν οι «Ήσυχες μέρες του Αυγούστου» και το «Όλα είναι δρόμος» του Παντελή Βούλγαρη και φυσικά η συνεργασία με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο στο «Βλέμμα του Οδυσσέα». Ο Θανάσης που έτρεχε ξυπόλυτος και έκανε τα πάντα για να παντρέψει τις κινηματογραφικές αδερφές του. Ο Θανάσης που δεν διαμαρτυρήθηκε για τις σφαλιάρες που έφαγε στον «Ηλία του 16ου» κι ας προσπάθησαν να τον ταπεινώσουν. Ο Θανάσης Βέγγος είναι ο δικός μας σούπερ ήρωας. Με Δεληβοριά και Σολδάτο Την εισαγωγή στο graphic novel έχει κάνει ο Φοίβος Δεληβοριάς, ενώ το επίμετρο υπογράφει ο συγγραφέας και σκηνοθέτης Γιάννης Σολδάτος. Στην ίδια έκδοση υπάρχει και μια επτασέλιδη αποτύπωση ολόκληρης της εργογραφίας του αγαπημένου ηθοποιού, που ξετυλίγει μια συναρπαστική διαδρομή από το Φάληρο μέχρι τη Μακρόνησο και τη γνωριμία του με τον σκηνοθέτη Νίκο Κούνδουρο, που στην ουσία τον μύησε στον κόσμο του κινηματογράφου. Και το σχετικό link...
  8. Ο Θανάσης Βέγγος ήταν η ψυχή του ελληνικού σινεμά που με το αστείρευτο χιούμορ και την αφοπλιστική ανθρωπιά του άγγιξε γενιές θεατών. Η ζωή του μεταφέρθηκε σε graphic novel, με την πένα του Σ. Δερβενιώτη και το σχέδιο του Θ. Πέτρου. Το NEWS 24/7 τους μίλησε κι έμαθε πώς κατάφεραν να αποτυπώσουν το “θηρίο” του Βέγγου στο χαρτί. Ο Θανάσης Βέγγος (1927-2011) δεν ήταν απλώς ο «καλός μας άνθρωπος»: Ήταν ένας αεικίνητος και ατρόμητος καλλιτέχνης, μια αστείρευτη πηγή δύναμης και τρυφερότητας που σφράγισε ανεξίτηλα τον ελληνικό κινηματογράφο και την ψυχή του κοινού. Δεν είναι μόνο οι ατάκες, οι “γκάφες” και τα κινηματογραφικά σαρδάμ που τον έκαναν μοναδικό, αλλά η βαθιά ανθρωπιά που ξεχείλιζε από κάθε του ρόλο. Ακόμη και στις πιο δύσκολες στιγμές, κατάφερνε να μετατρέψει τη μεγάλη και τη μικρή οθόνη σε… “άσυλο” όπου η ζωή κι η χαρά συνυπήρχαν μέσα από έναν μοναδικό «αναρχο-σουρεαλιστικό» χορό. Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι έγινε σύμβολο ενός λαού που συνεχίζει να παλεύει και να βρίσκει δύναμη στο γέλιο και την αισιοδοξία. Τώρα, αυτή η ιστορία ζωής και τέχνης, μεταφέρεται από τις εκδόσεις «Μικρός Ήρως» σε κόμικ: Μέσα από τη δημιουργική συνεργασία του σεναριογράφου Σπύρου Δερβενιώτη και του εικονογράφου Θανάση Πέτρου, αυτή η βιογραφία γίνεται μια εμπειρία γεμάτη χρώμα, φρεσκάδα και χιούμορ που σέβεται και μένει πιστό στο πνεύμα του σπουδαίου ηθοποιού. Το graphic novel για τη “γαλέρα της ζωής του” Από το Φάληρο της Κατοχής στη Μακρόνησο, όπου η γνωριμία με τον Κούνδουρο τον έβαλε στον κόσμο του κινηματογράφου, ξετυλίγεται μια συναρπαστική διαδρομή που συντρόφευσε γενιές Ελλήνων. Το graphic novel ακολουθεί μια διαδρομή γεμάτη από θριάμβους και καταστροφές, επιτεύγματα και λάθη, δάκρυα χαράς και πόνου. Εξού και ο τίτλος «Η Γαλέρα της Ζωής του». Με εισαγωγή από τον μουσικό Φοίβο Δεληβοριά, επίμετρο από τον συγγραφέα και σκηνοθέτη Γιάννη Σολδάτο, αλλά και μια επτασέλιδη αποτύπωση ολόκληρης της εργογραφίας του, ο αναγνώστης έρχεται σε επαφή με έναν καλλιτέχνη-σύμβολο, αναπολώντας τα βιώματα, τις σκέψεις και τη φιλοσοφία του. Θα μας θυμίσει τον άνθρωπο που ανέλαβε τον ρόλο του πολυτεχνίτη και του ερημοσπίτη, του τρελού του λούνα παρκ, του φαλακρού πράκτωρος, του ατσίδα, του Βέγγου για όλες τις δουλειές, πάντα με ψυχή βαθιά. Το έργο του Θανάση Βέγγου δεν μπόρεσε και ποτέ δεν θα μπορέσει να μπει σε καλούπια ή να νοηματοδοθεί υπό το πρίσμα του ρεαλισμού. Θα ανήκει πάντα στο φάσμα του υπερρεαλισμού και του ανορθόδοξου. Θα βρίσκεται πάντα υπό το Βλέμμα του Οδυσσέα και θα αναφωνεί: «Μωρή φύση; Μόνη σου είσαι, μόνος είμαι κι εγώ. Πάρε ένα μπισκότο!». Όταν όλοι του έλεγαν πως «δεν είσαι σαν εμάς. Και δεν θα γίνεις ποτέ σαν εμάς!», εκείνος διάλεξε τον δύσβατο δρόμο της ανέλιξης και της αναγνώρισης. «Ονειρέψου σαν παιδί, ζήσε σαν τρελός, αγάπα σαν άνθρωπος, μικρός ο κόσμος και εμείς περαστικοί» έλεγε, και με αυτό το graphic novel καλεί και εμάς να επιβιβαστούμε στο μεγάλο ταξίδι της ζωής του. Συνάντησα το δυναμικό δίδυμο των δημιουργών σε μια πολύχρωμη Τεχνόπολη, καθώς γύρω μας εξελισσόταν το φεστιβάλ της ένατης τέχνης ComicDom Con. Πέτρου και Δερβενιώτης συμπληρώνουν ο ένας τον άλλο μοναδικά – σκεφτείτε κάτι σαν τους παππούδες στο θεωρείο του Muppet Show, σαφέστατα νεότεροι ωστόσο και πιο κεφάτοι, δροσεροί. Στην κουβέντα από την πρώτη στιγμή ξεχώρισα την αποστομωτική ειλικρίνειά τους και την ανεπιτήδευτη δυναμική τους, που προκύπτει μέσα από εμπειρία χρόνων. Αλλά κυρίως το μεράκι για αυτό που έφτιαξαν με πολύ κόπο και μαεστρία που ξεπερνά τα όρια μιας κλασικής βιογραφίας και γίνεται ένα έργο τέχνης που τιμά έναν άνθρωπο-μύθο. ΔΕΡΒΕΝΙΩΤΗΣ: ΘΕΛΑΜΕ ΤΟ “ΑΝΑΡΧΟ-ΣΟΥΡΕΑΛΙΣΤΙΚΟ” ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΠΟΥ ΥΠΗΡΕΤΗΣΕ Ο ΒΕΓΓΟΣ ΣΤΗΝ ΚΩΜΩΔΙΑ ΤΟΥ Ποια ήταν η αφετηρία για τη συγγραφή του σεναρίου; Τι σας ενέπνευσε να αφηγηθείτε τη ζωή του Θανάση Βέγγου μέσω ενός graphic novel; «Η ιδέα ξεκίνησε από τον εκδότη της “Μικρός Ήρως” Λεωκράτη Ανεμοδουρά, ο οποίος μια ωραία ημέρα μού είπε “θέλω να μάθω περισσότερα για τον Βέγγο και θέλω να το κάνουμε όλο αυτό σε graphic novel. Θα σε ενδιέφερε;” Εμφανώς με ενδιέφερε, οπότε έτσι ξεκινήσαμε αυτή την περιπέτεια. Ήταν τελείως παραγγελιά.» Ποια αφηγηματική γραμμή επιλέξατε για να αποτυπώσετε την ιστορία του και τη δραματουργία. Έπρεπε λ.χ. να χτίσετε μια πρωτότυπη ιστορία από το μηδέν; «Αυτό που μας βασάνισε περισσότερο ήταν ακριβώς να καταλήξουμε ποια φόρμα αφήγησης θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει κανείς για τη ζωή του Βέγγου. Γιατί δεν θα βγάζαμε κάποιο, ας πούμε, μυστικό που δεν ήξερε κανείς, δεν θα λέγαμε κάτι που με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο δεν είχε βγει δημοσίως. Έπρεπε απλώς να συνοψίσουμε την πορεία του στην ολότητά της και ό,τι σήμαινε αυτός ο άνθρωπος στον ελληνικό κινηματογράφο – αλλά να το κάνουμε επίσης και με τον τρόπο του Βέγγου και με τον τρόπο των κόμικς. Γιατί αλλιώς δεν έχει νόημα να το κάνεις σε κόμικ, θα μπορούσες να το κάνεις βιβλίο. Οπότε βρήκαμε μια αφηγηματική μορφή, η οποία μπορούσε να λειτουργήσει μόνο στα κόμικς και διαλέξαμε μια οδό αφήγησης, η οποία ήταν σύμφωνη με το πνεύμα του Βέγγου – αυτό το “αναρχο-σουρεαλιστικό” ας το πούμε, που και ο ίδιος υπηρέτησε στην κωμωδία του. Είναι τελείως γραμμική η αφήγηση, παρόλο που φλερτάραμε με εναλλακτικές.» Υπήρξαν πηγές ή μαρτυρίες που χρησιμοποιήσατε; «Βεβαίως. Καταρχήν υπήρχε το εξαιρετικό ντοκιμαντέρ και βιβλίο του Γιάννη Σολδάτου, το οποίο είχε προλάβει εν ζωή αρκετούς από τους συνεργάτες του Βέγγο όσο και τον ίδιο. Υπήρξαν άλλα ένα δύο βιβλία για τον Βέγγο και οι επιζώντες ακόμα συνεργάτες του, οι οποίοι μας έδωσαν στοιχεία που δεν υπάρχουν στα βιβλία, από την εμπειρία τους μαζί του. Μιλήσαμε και με τα παιδιά του, τα οποία μας μίλησαν για γεγονότα, κάποια από τα οποία δεν είχαν βγει προς τα έξω – αυτά είναι ας πούμε που λέγονται για πρώτη φορά στο κόμικ – αλλά τίποτα που να χαρακτηρίζεται ως αδιάκριτο.» Κάνατε μαραθώνιο ταινιών, είδατε από μηδέν πάλι ταινίες? «Εγώ σίγουρα είδα από μηδέν ταινίες, γιατί κάποιες δεν τις είχα δει ποτέ πλάκα-πλάκα και ήταν ευκαιρία μου. Όσο Βέγγο και να δεις, συνειδητοποιείς όταν βλέπεις την εργογραφία του, ότι δεν έχεις δει αρκετό Βέγγο. Κι ήταν και τόσο διαφορετικές ταινίες μέσα στην πορεία του, που σίγουρα έπρεπε να φρεσκάρω τη μνήμη μου.» Πώς αντιμετωπίσατε την πρόκληση να αποδώσετε το χιούμορ και την ευαισθησία του Βέγγου στον γραπτό λόγο; «Αυτό ήταν το πιο εύκολο γιατί το αποδώσαμε με τη δικιά του γλώσσα: Επειδή μιλά ο ίδιος στο κόμικ σε πρώτο πρόσωπο, η γλώσσα του τού ανήκει. Τόσο από συνεντεύξεις και μαρτυρίες, όσο και από το γεγονός ότι ήταν άνθρωπος τόσο πολυκινηματογραφημένος, το speech pattern του – που λέμε και στο χωριό μου – έχει καταγραφεί όσο κανενός άλλου. Μπορεί κάποιος που ξέρει να γράφει χαρακτήρες, να πιάσει ποιες είναι οι χαρακτηριστικές εκφράσεις του. Παρόλα αυτά μας ξέφυγαν ατάκες κανά δύο φορές, και εκεί τα παιδιά του Βέγγου μάς είπαν “αυτή τη φράση ο πατέρας δεν θα την έλεγε”.» Ο Θανάσης Πέτρου και ο Σπύρος Δερβενιώτης Υπάρχει κάποιο συγκεκριμένο γεγονός ή περίοδος της ζωής του Βέγγου που σας συγκίνησε ή σας ενέπνευσε ιδιαίτερα; «Για προσωπικούς λόγους, επειδή ακουμπάμε στην ιστορία πατεράδων μας, η Μακρόνησος για μένα ήταν το πιο συγκινητικό από όλα, γιατί και ο πατέρας μου εκεί ήταν. Ήξερα τι συνέβαινε και δεν χρειάστηκε να το αναπλάσω από ιστορική έρευνα. Οπότε κάποια στιγμή και σε συνεργάτες νεότερους ας πούμε που δεν ήξεραν την “αργκό” της Μακρονήσου, τούς έλεγα “αυτό σημαίνει αυτό”, ‘αυτό έγινε έτσι” κτλ. Ένα σημαντικό στοιχείο που δεν πρέπει να ξεχάσουμε είναι ότι αυτοί που ήταν στη Μακρόνησο, δεν μιλούν για τη Μακρόνησο. Είναι σαν το Fight Club, ο πρώτος κανόνας: Δε μιλάς για αυτό!» ΠΕΤΡΟΥ: ΤΑ ΑΚΡΑΙΑ ΠΟΥ ΕΚΑΝΕ Ο DISNEY ΣΤΟ ΣΕΛΙΛΟΪΝΤ, Ο ΒΕΓΓΟΣ ΤΑ ΕΚΑΝΕ ΣΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ Πώς προσεγγίσατε εικαστικά την προσωπικότητα του Βέγγου; Ποια ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση στο να αποδώσετε το χαρακτηριστικό του ύφος και τις εκφράσεις του; «Δυσκολεύτηκα πάρα, πάρα πολύ. Σε δύο επίπεδα: Πρώτον, δεν έχουμε συνεργαστεί ποτέ με τον Σ. Δερβενιώτη, οπότε πρέπει να βρω πώς γράφει και να προσαρμοστώ στο στυλ του. Δεύτερον, τα κόμικς που κάνω εγώ συνήθως έχουν καρεδάκια, καρεδάκια, καρεδάκια κι άλλα καρεδάκια, πολλές σελίδες… Δεν έχει καμία σχέση η δομή τους με το βιβλίο που κάναμε για τον Βέγγο. Οπότε μου πήρε καιρό να ξεμάθω, να βγω από τα πατήματά μου για να μπω στα νέα πατήματα που χρειαζόνταν για να κάνουμε τη συγκεκριμένη δουλειά. Ουσιαστικά έκανα πολλά σχέδια, και μετά ένα κολάζ που θα έπρεπε να στηθεί σε σελίδα και να έχει μια οπτική συνέχεια. Ήταν μια οπτική σύνθεση και μια σύνθεση κειμένων που έχουν μια ενότητα και αφηγούνται την ιστορία. Τρίτον: Όλοι ξέρουμε τον Βέγγο. Αυτό δεν σημαίνει τίποτα για το σχέδιο. Πρέπει να βρω εγώ πώς θα κάνω ένα “Βέγγο” που θα μοιάζει με τον Βέγγο: Αλλιώς ήταν ο Βέγγος του 1950, αλλιώς ήταν το 1960, αλλιώς ήταν το ’70, το ‘ 80 κ.ο.κ. Ποια εκδοχή και εποχή του διαλέγω εγώ να κάνω; Πρέπει να βρεθεί ένας μέσος όρος που να αναγνωρίζεται πάντα ο Βέγγος. Και αυτό ήταν πολύ δύσκολο. Γενικά το αποτέλεσμα βγήκε γρήγορα σχετικά, αλλά με πολύ κόπο, κάτι που μπορεί να μην είναι ορατό σε κάποιον που δεν ξέρει από σχέδιο.» Υπάρχει κάποια συγκεκριμένη σκηνή ή καρέ στο graphic novel που θεωρείτε ότι αποτυπώνει ιδανικά την ουσία του Βέγγου; «Η τελευταία σελίδα γιατί αποτυπώνει την πρόκληση που θέτει ο σεναριογράφος, ότι εγώ δυσκολεύομαι ως σχεδιαστής να φτιάξω ένα πορτρέτο του Βέγγου (όπως κι εγώ στην πραγματικότητα δυσκολευόμουν να σχεδιάσω τον Βέγγο). Είναι άρα ένα αφηγηματικό και σεναριακό στοιχείο αλλά ταυτόχρονα και πραγματικό, το οποίο “τρέχει” σε όλο το μήκος του κόμικ.» Μέσα από την αποτύπωση της ζωής του, υπήρξε βλέψη να αποτυπώσετε και την εποχή που έζησε και αν ναι τι σας δυσκόλεψε σε αυτό; «Σε ένα μικρό βαθμό. Το κέντρο είναι ο Βέγγος, η κίνησή του, ο ρυθμός του, το τρέξιμό του, η τρέλα που έχει. Σε δεύτερο βαθμό η εποχή του. Το background δηλαδή δεν καταλαμβάνει τόσο μεγάλο χώρο. Καταλαμβάνει τα πάντα ο Βέγγος νομίζω οπότε δεν μένει χώρος για το περιβάλλον, δεν αφήνει τίποτε. Είναι καταλυτική παρουσία. Η πληθωρικότητά του είναι πολύ έντονη για να περίσσευε κάτι και να το εντάσσαμε στο κόμικ.» Αν ήταν ήρωας κόμικ ο Θανάσης Βέγγος, ποιος θα ήταν; «Ίσως κάτι κοντά σε Σπίντι Γκονζάλες… Ό,τι πιο τρελό, παλαβό έχει υπάρξει στα κόμικς νομίζω τα συμπυκνώνει με τη συμπεριφορά του και τη στάση του. Κι ίσως να τα ξεπερνάει κιόλας! Αυτά που έχει κάνει στην πραγματικότητα ο Θανάσης Βέγγος είναι πολύ πιο παλαβά από αυτά που έχουν συμβεί στα κόμικς. Έχει κρεμαστεί από σχοινιά χωρίς ασφάλεια. Τα κασκαντεριλίκια που έχει κάνει, δεν υπάρχουν. Τα έχει ξεπεράσει όλα νομίζω.» Οι χαρακτήρες που ενσάρκωνε στην κωμωδία ήταν, θα λέγατε, σαν ζωντανά καρτούν; «Σε κάποιον βαθμό ναι. Είναι κάτι χαρακτηριστικό που έκανε μόνο αυτός, δεν νομίζω ότι υπάρχει κάπου αλλού αυτό που έχει κάνει ο Βέγγος: Είναι η ενέργεια αυτή που είχε, χοροπηδούσε, κυνηγούσε ασταμάτητα. Μόνο με κάποια κινούμενα σχέδια του Disney ίσως μπορεί να συγκριθεί, στα οποία γίνονται ακραία πράγματα. Τα ακραία που έκανε ο Disney στο σελιλόιντ, ο Βέγγος τα έκανε στην πραγματικότητα. Με τις δυνάμεις του.» ΓΡΗΓΟΡΟΣ ΓΥΡΟΣ ΕΡΩΤΗΣΕΩΝ Ακολουθούν οι κοινές ερωτήσεις που έκανα στους δύο κορυφαίους δημιουργούς. Με πολιτισμένες διαφωνίες, άφθονο γέλιο και βαθιά εκτίμηση, Δερβενιώτης και Πέτρου μοιράστηκαν μαζί μου την εμπειρία τους από τη συνεργασία, την πρόκληση της εικονογράφησης και τις ευαίσθητες “χορδές” τους που άγγιξε ο Θανάσης Βέγγος. Ποιο είναι το κεντρικό μήνυμα ή συναίσθημα που θέλετε να μεταδώσετε στους αναγνώστες μέσω του κόμικ; Σ. Δ.: «Θα έλεγα ότι προσωπικά αποφεύγω τα μηνύματα σαν το διάολο. Όμως θα πω ότι αυτό που ήθελα εγώ να μεταδώσω στον αναγνώστη, ήταν ένα υπόδειγμα ζωής: Ο Βέγγος συνόψιζε τις καλύτερες ποιότητες που μπορεί να έχει ένας άνθρωπος. Και θέλω να μας θυμίσω ότι υπήρξε ένας τέτοιος άνθρωπος. Δεν είναι προϊόν φαντασίας ο Βέγγος. Άρα μπορεί να ξαναϋπάρξει (ένας τόσο ποιοτικός άνθρωπος). Ας δούμε τι έκανε, για να ακολουθήσουμε το παράδειγμά του.» Θ. Π.: «Ηθικό δίδαγμα ή μήνυμα, δεν νομίζω ότι υπάρχει. Βλέποντας τη δουλειά μας μετά την ολοκλήρωσή της, ουσιαστικά συνειδητοποιώ – και νομίζω κι οι αναγνώστες θα το συνειδητοποιήσουν – ότι ο Βέγγος συνόψιζε όλη την ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου: Δηλαδή, συνοψίζει τον λαϊκό κινηματογράφο του ’50 και του ’60, μια εποχή οπότε ο κόσμος πήγαινε κατά χιλιάδες να τον δουν στις αίθουσες. Ήταν εκεί τη δεκαετία του ’70 οπότε εμφανίζεται ένας κινηματογράφος που “ενηλικιώνεται”, ας πούμε, και ο Βέγγος φεύγει από την κλασική κωμωδία. Έζησε την κατάπτωση του ελληνικού κινηματογράφου, όταν βγαίνουν πλέον βιντεοταινίες, και προφανώς ο άνθρωπος για να ζήσει γύρισε κάποιες. Και ήταν παρών στο κομμάτι των “μεγάλων σκηνοθετών” Θ. Αγγελόπουλου, Π. Βούλγαρη, της δεκαετίας του ’90 πλέον. Μπορούμε να δούμε αυτήν την πορεία του μέσα από την προσωπικότητά του. Κουβαλά την ιστορία του ελληνικού σινεμά. Έχει πρωταγωνιστήσει σε όλα τα στάδια και όλες τις φάσεις του.» Υπήρξαν στιγμές κατά τη διάρκεια της δημιουργίας που διαφωνήσατε ή είχατε διαφορετικές προσεγγίσεις; Πώς τις διαχειριστήκατε; Θ. Π.: «Πολλές.» Σ. Δ.: «Πολλές. Και το χειριστήκαμε πολιτισμένα.» Θ. Π.: «Με τον πλέον πολιτισμένο τρόπο που μπορεί να υπάρξει. Μπινελίκια, καντήλια. Αυτά.» (γέλια) Σ. Δ.: «Το καλό ήταν ότι επικοινωνούσαμε ηλεκτρονικά, οπότε δεν μπορούσαν να παίξουν και μπουνίδια.» (γέλια) Θ. Π.: «Οι συνεργασίες αυτά έχουν. Δεν μπορεί να είναι κάπως αλλιώς. Δηλαδή θα κάνεις και αγαπούλες και χαδάκια. Θα έχεις και τις δημιουργικές εντάσεις σου. Είναι απολύτως φυσιολογικό. Σ. Δ.: «Το ζήτημα σε αυτά τα πράγματα είναι να υπάρχει εκατέρωθεν εμπιστοσύνη. Γιατί όταν υπάρχει ανισορροπία εμπιστοσύνης, προκύπτουν τα προβλήματα. Εμείς όμως είμαστε 40 χρόνια φουρναρέοι – και οι δύο έχουμε περάσει από τα ίδια περιοδικά, μιλάμε την ίδια γλώσσα – σίγουρα ιδεολογικά, αν όχι αισθητικά. Οπότε θα πω ότι όταν ο Θανάσης Πέτρου – που έχει τόσα βραβεία στην πλάτη του και οι αναγνώστες του τον έχουν επιβραβεύσει με την εμπιστοσύνη τους – μου λέει κάτι, τότε θα το ακούσω πολύ προσεκτικά. Και αν δεν υπάρχει από πλευράς σεναρίου ας πούμε “κόκκινη γραμμή” ή δεν συντρέχει πολύ συγκεκριμένος λόγος κάτι να είναι έτσι κι όχι αλλιώς, τότε θα πω “Θανάση, πάρ’ το πάνω σου”». Έχετε γνωρίσει τον Θανάση Βέγγο; Θ. Π.: «Όχι.» Σ. Δ.: «Ούτε.» Τότε για ποια στιγμή του τον ξεχωρίζετε. Πότε ας πούμε άγγιξε μια δική σας χορδή; Αναφερθήκατε πριν στη Μακρόνησο κ. Δερβενιώτη. Σ. Δ.: «Θα πω ένα κλισέ, ότι ήταν όλες – με διαφορετικό τρόπο – σημαντικές οι στιγμές που τον έβλεπα. Δηλαδή, με άλλο τρόπο με άγγιξε η νοσταλγική αύρα των ταινιών του ’50, με άλλο τρόπο με άγγιξε η ωριμότητά του στις ταινίες του Π. Βούλγαρη, με άλλο τρόπο με άγγιξε ο Αχόρταγος που τον είχαμε δει, ας πούμε, οικογενειακά στον κινηματογράφο, όταν είχε πρωτοβγεί. Σε όλες τις εποχές με άγγιξε με διαφορετικό τρόπο, αλλά εξίσου.» Θ. Π.: « Αυτό που έπεφτε και σηκωνότανε. Δεν σταματούσε ποτέ. Καταστρεφόταν οικονομικά κι ήθελε να συνεχίσει. Είχε μεγάλη αστείρευτη φλόγα μέσα του να κάνει πράγματα. Αυτό το πάθος του ήταν ασίγαστο όλη του τη ζωή. Δεν σταμάτησε ποτέ. Από την παιδική του ηλικία μέχρι το τέλος. Αυτό που είχε πει, ότι τράβηξε πολύ κουπί, είναι αλήθεια.» Πώς πιστεύετε ότι το graphic novel μπορεί να συμβάλει στην ανανέωση του ενδιαφέροντος για τον Θανάση Βέγγο στις νεότερες γενιές; Θ. Π.: «Μακάρι να συμβεί. Μπορεί να κάνω και λάθος αλλά νομίζω ότι οι 20χρονοι σήμερα δεν ξέρουν τόσο καλά τον Βέγγο. Εμείς μεγαλώσαμε όταν η ελληνική τηλεόραση έπαιζε κάθε Κυριακή μεσημέρι μια ελληνική ταινία. Και άρα έπαιζε συνεχώς και ταινίες του Βέγγου. Οι 20χρονοι σήμερα δεν βλέπουν τηλεόραση. Οπότε, δεν ξέρω: Αν καταφέρει το κόμικ να κάνει τέτοια επιτυχία που θα το αγοράσουν οι 20χρονοι και θα το διαβάσουν και θα ψάξουν να βρουν έστω και μια ταινία του Βέγγου, κέρδος θα είναι. Οι πρώτες εντυπώσεις είναι ότι οι γονείς των 20χρονων είναι αυτοί που θα το αγοράσουν.» (γέλια) Σ. Δ.: «Ένα πράγμα που ανακαλύπτεις ξαφνικά όταν αναγκάζεσαι να ασχοληθείς επαγγελματικά με τον Βέγγο, είναι ότι ο Βέγγος είναι παντού. Δεν χρειάζεται να το θυμίσεις: Είναι σε meme, είναι σε βιντεάκια, είναι σε επαναλήψεις… Επίσης, το κλισέ που λέει ότι “τα κόμικς απευθύνονται στους νέους”, έχει μεγαλώσει μαζί με τους αναγνώστες που κάποτε ήταν νέοι και διαβάζανε κόμικς. Δηλαδή, κυρίως εγώ και ο Θανάσης ακουμπάμε σε ένα κοινό το οποίο μεγάλωσε με τη Βαβέλ – η οποία είχε κυκλοφορήσει το 1980… Κυρίως αυτοί θα είναι οι πρώτοι που θα το πάρουν και θα θυμηθούν τα νιάτα τους. Ο νέος δεν ξέρω αν θα πάρει αυτό το συγκεκριμένο κόμικ, και αν το πάρει επίσης δεν ξέρω αν θα ψάξει τον Βέγγο. Αλλά δεν θα χρειαστεί γιατί είναι ήδη γύρω του.» Θ. Π.: «Μαθητές μου πάντως που κάνουν κόμικς μού έχουν πει “δεν θέλω να το διαβάσω εγώ: Θα το πάρω για τη μαμά μου γιατί μου το ζήτησε”» (γέλια). Με τρεις λέξεις πώς θα περιγράφατε τον Βέγγο σε σχέση με το τι σημαίνει για εσάς προσωπικά; Σ. Δ.: «Τρεις λέξεις; Η γαλέρα της ζωής του. Οκ, τέσσερις λέξεις» Θ. Π.: «Ναι, ο τίτλος του κόμικ μας.» Σ. Δ.: «Καταλήξαμε στον τίτλο μετά από πολύ βάσανο. Δεν βρίσκαμε τίτλο για πολύ καιρό.» Έχετε σχέδια για μελλοντικά έργα που θα συνεχίσουν σε παρόμοιο ύφος ή θεματολογία; Σ. Δ.: «Και ο Θανάσης και εγώ δεν έχουμε σχέδια για μελλοντικά έργα. Έχουμε παροντικά έργα τα οποία τα δουλεύουμε αυτόν τον καιρό.» Θ. Π.: «Τα παροντικά, τα οποία είναι μελλοντικά. Ο καθένας μας έχει τη δική του γαλέρα νομίζω όπου τραβάει κουπί. Stay tuned.» Το κόμικ "ΘΒ: Η γαλέρα της ζωής του" ΔΥΟ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΥΣ Σπύρος Δερβενιώτης O Σπύρος Δερβενιώτης, δημιουργός κόμικς και γελοιογράφος, γεννήθηκε το 1969 στην Αθήνα. Από το 1986 μέχρι σήμερα έχει συνεργαστεί με εφημερίδες και περιοδικά, και έχει εκδώσει 16 άλμπουμ-συλλογές των κόμικς σειρών του, τόσο των σόλο (“Μάνα Ρέιβερ”, “Αταίριαστοι”, “Διαρκής Ειρήνη”) όσο και των συνεργασιών με άλλους δημιουργούς (“Φανούρης Άπλας” με Δημήτρη Βανέλλη και Δημήτρη Καλαϊτζή, “Φωτογράφος” με Αντώνη Βαβαγιάννη, “Bleeding Hearts” με Αλέξια Οθωναίου). Τελευταίες του δουλειές είναι τα graphic novel “Yesternow” και “Shark Nation” και η συλλογή κόμικ στριπ ”Παλιές Πουτάνες” (Εκδόσεις Χαραμάδα). Το καλοκαίρι του 2024 εξέδωσε το βιβλίο “Πάρε τα Χνάρια που Άφησα” (Εκδόσεις Τόπος), που είναι η βιογραφία του πατέρα του, του λαϊκού συνθέτη Θόδωρου Δερβενιώτη. Toν χειμώνα του ίδιου έτους έντυσε με εικόνες τη μουσική παράσταση των Νταλάρα – Παπακωνσταντίνου “Αν Σωθούν τα Τραγούδια” (σε κείμενα Οδυσσέα Ιωάννου και σκηνοθεσία Άγγελου Τριανταφύλλου). Θανάσης Πέτρου Ο Θανάσης Πέτρου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1971. Σπούδασε γαλλική φιλολογία, κοινωνιογλωσσολογία και δημιουργία κόμικς. Από το 2005 μέχρι το 2011 εργάστηκε στο ένθετο περιοδικό κόμικς και επιστημονικής φαντασίας “9” της εφημερίδας Ελευθεροτυπία. Από το 2012 διδάσκει στο ιδιωτικό κολλέγιο ΑΚΤΟ στο τμήμα κόμικς. Στο διάστημα 2008-2025 έχουν δημοσιευθεί 21 βιβλία με κόμικς του από διάφορους εκδοτικούς οίκους, είτε σε συνεργασία με σεναριογράφους είτε σε δικά του σενάρια. Μερικά από αυτά είναι το “Γιούσουρι και Άλλες Φανταστικές Ιστορίες” (Βραβείο Καλύτερου Κόμικς, Comicdom 2013), “Γρα-Γρου” (Βραβείο Καλύτερου Κόμικς & Καλύτερου Σεναρίου, ΕΒΚ 2018), “Μάχη του Μαραθώνα” (Κρατικό Βραβείο Βιβλίου Γνώσεων για Παιδιά, 2016), 1923 – “Εχθρική Πατρίδα” (Βραβείο Καλύτερου Κόμικς & Καλύτερου Σεναρίου, ΕΒΚ 2023) και “Γιαννούλης Χαλεπάς – Ο Μύθος της Νεοελληνικής Γλυπτικής” σε σενάριο Δημήτρη Βανέλλη από τις Εκδόσεις Πατάκη. Το τελευταίο του βιβλίο είναι το “1941 – Αυστηρά Συσκότισις” (Εκδόσεις Ίκαρος, 2025). Το 2025 ήταν ο τιμώμενος καλλιτέχνης στο 19ο Διεθνές Φεστιβάλ Κόμικς Comicdom Con Athens. Info: ΘΒ – Η γαλέρα της ζωής μου Δημιουργοί: Σπύρος Δερβενιώτης – Θανάσης Πέτρου Εκδόσεις: Μικρός Ήρως Ημερ. Έκδοσης: Μάιος 2025 Αριθμός Σελίδων: 124 Διάσταση: 21 x 28 εκ. Χρώμα: Έγχρωμο ISBN: 978-618-206-209-8 Η έκδοση πραγματοποιήθηκε υπό την αιγίδα της Finos Film και της Παπανδρέου Εκμετάλλευση Ταινιών. Και το σχετικό link...
  9. Ο Σπύρος Δερβενιώτης (σενάριο) και ο Θανάσης Πέτρου (σχέδιο) φιλοτεχνούν το πολύπλευρο πορτρέτο του Θανάση Βέγγου σε ένα κόμικς που αποτίνει φόρο τιμής στη ζωή του. «Ειλικρινά δεν πιστεύω ότι έκανα πάρα πολύ σπουδαία πράγματα στην καριέρα μου. Για ένα πράγμα όμως σας διαβεβαιώ. Στη γαλέρα της ζωής μου τράβηξα άγριο κουπί». Με αυτά τα λόγια και εμφανώς συγκινημένος είχε απευθύνει τον σύντομο χαιρετισμό του το 2002 ο Θανάσης Βέγγος σε τιμητική βραδιά στον Κορυδαλλό στο δημοτικό θέατρο που σήμερα φέρει το όνομά του. Ήταν μία από τις απειροελάχιστες δημόσιες εμφανίσεις του, καθώς είναι γνωστό ότι ο μεγάλος μας κωμικός ούτε συνεντεύξεις έδινε, ούτε περιαυτολογούσε, ούτε με οποιονδήποτε άλλον τρόπο απασχολούσε τον δημόσιο βίο –πέραν, βεβαίως, του καλλιτεχνικού ταλέντου του –, χαρακτηριστικό της σεμνότητας που πάντα τον διέκρινε. Και είναι η τελευταία αυτή φράση της παραπάνω δήλωσής του που έδωσε τον τίτλο στο κόμικς των Σπύρου Δερβενιώτη (σενάριο) και Θανάση Πέτρου (σχέδιο), «ΘΒ – Η γαλέρα της ζωής μου», το οποίο μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Μικρός Ήρως. Ο Θανάσης Βέγγος (1927-2011) αποτελεί μια μοναδική περίπτωση Έλληνα ηθοποιού (και δημόσιου προσώπου γενικότερα) που αγαπήθηκε τόσο πάνδημα, διαγενεακά και διαπαραταξιακά. Ίσως ευθύνεται γι’ αυτό ένας σπάνιος συνδυασμός αυθεντικότητας, παιδικότητας και ανεπιτήδευτης καλοσύνης που τον χαρακτήριζε και που τόσο λείπει από την εγωπαθή εποχή μας. Ίσως γιατί πολύ απλά αποτύπωσε με τη λαϊκότητα και το πηγαίο χιούμορ του μια ταραχώδη διαδρομή γενιών και γενιών Ελλήνων, που ξεκινάει από την Κατοχή και τον Εμφύλιο, διέρχεται μέσα από τη μετεμφυλιακή Ελλάδα, τη χούντα και τη μεταπολίτευση και καταλήγει στη χρεοκοπία του καταναλωτικού μοντέλου: «Μια διαδρομή διάσπαρτη από θριάμβους και καταστροφές, επιτεύγματα και λάθη, δάκρυα χαράς και πόνου», όπως ήταν άλλωστε και η ίδια η ζωή του Βέγγου σύμφωνα με την παρουσίαση του βιβλίου που συνυπογράφουν οι δύο Έλληνες σκιτσογράφοι. Πώς χωράει μια τέτοια ζωή σε ένα βιβλίο με τη μορφή κόμικς; Ο Δερβενιώτης το κατάφερε με ένα ευφυές σκηνοθετικό εύρημα: αφήνει να την αφηγηθεί ο ίδιος ο Βέγγος. Και μάλιστα να την αφηγηθεί απευθείας στον σχεδιαστή τού κόμικς, τον συνονόματό του Θανάση Πέτρου. Ο τελευταίος δυσκολεύεται να αποδώσει πιστά το πορτρέτο του ηθοποιού που του έχει ανατεθεί: πώς «να αιχμαλωτιστεί σε μια στιγμή» ένας άνθρωπος τόσο αεικίνητος, πώς να αποτυπωθούν ταυτόχρονα το γέλιο και το κλάμα του, οι αστείες πτυχές του και η αξεχώριστη τραγικότητά του; Τι κάνει λοιπόν ο δημιουργός; Πασπαλίζει το χαρτί με το πινέλο του λίγη αφρικανική σκόνη, από αυτή που επισκέπτεται συχνά την Αθήνα, και αίφνης ξαναζωντανεύει τον Βέγγο – για τον οποίο είναι γνωστό πόσο πολύ απεχθανόταν τη σκόνη ως τραύμα από τη θητεία του στη Μακρόνησο εξαιτίας της ένταξης του πατέρα του στο ΕΑΜ. Και η κουβέντα ανάμεσα στους δύο Θανάσηδες ξεκινάει… Η εξιστόρηση διακρίνεται σε οχτώ κεφάλαια που ισορροπούν αρμονικά ανάμεσα στον ιδιωτικό και τον επαγγελματικό βίο: από τη γέννησή του, στις 29 Μαΐου 1927, σε ένα φτωχό σπιτάκι στο Νέο Φάληρο χωρίς ρεύμα (παρότι ο πατέρας δούλευε στην εταιρεία Ηλεκτρισμού!), μέχρι τα πρώτα περάσματά του από τον κινηματογράφο λόγω της γνωριμίας του με τον Κούνδουρο στη Μακρόνησο. Στη συνέχεια η ίδρυση και το φαλίρισμα της ατομικής του εταιρείας παραγωγής. Η οικογένειά του, η τελειομανία του, το κυνηγητό από τους κλητήρες, τα επικίνδυνα κασκαντεριλίκια, η αγάπη του κόσμου. Η συνεργασία του με σκηνοθέτες όπως ο Γλυκοφρύδης και ο Κατσουρίδης και αργότερα ο Βούλγαρης και ο Αγγελόπουλος. Οι εποχές της βιντεοταινίας, της τηλεόρασης, του θεάτρου, της διαφήμισης. Μια ολόκληρη ζωή που περιλαμβάνει εντός της πολλές ζωές. Το κόμικς των Δερβενιώτη και Πέτρου υλοποιήθηκε υπό την αιγίδα της Φίνος Φιλμς και της «Παπανδρέου Εκμετάλλευση Ταινιών». Βασίστηκε σε πληροφορίες από τη διαθέσιμη βιβλιογραφία και τηλεοπτικές εκπομπές, αλλά οφείλει πολλά και στη συμβολή ανθρώπων που τον έζησαν – με πρώτους τους γιους του Βασίλη και Χάρη –, συνεργάστηκαν μαζί του ή τον έχουν μελετήσει, μεταξύ των οποίων και τους Φοίβο Δεληβοριά και Γιάννη Σολδάτο που υπογράφουν τον πρόλογο και τον επίλογο αντίστοιχα. Το «ΘΒ – Η γαλέρα της ζωής μου» μας έκανε να αναπολήσουμε τα χρόνια που γελάσαμε και συγκινηθήκαμε με τις ταινίες του Βέγγου. Αλλά επίσης μας βοήθησε να «ξεσκονίσουμε» τις γνώσεις μας για την καριέρα του στον κινηματογράφο, στην τηλεόραση και στο θέατρο, να βάλουμε σε μια χρονική σειρά τα γεγονότα της ζωής του και, με τη βοήθεια του πολύτιμου παραρτήματος στο τέλος του βιβλίου, να αναζητήσουμε τις ταινίες του και να τις ξαναδούμε. Το βιογραφικό κόμικς των Δερβενιώτη και Πέτρου είναι αναμφίβολα ένα τρυφερό πορτρέτο και ένας φόρος τιμής σε έναν καλό άνθρωπο. Και το σχετικό link...
  10. Δεν είναι λίγα τα έργα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας που έχουν διασκευαστεί και μεταφερθεί σε κόμικς. Ίσως, τα πιο δημοφιλή από αυτά να είναι οι 11 «Κωμωδίες του Αριστοφάνη» («Λυσιστράτη», «Όρνιθες», «Θεσμοφοριάζουσες» κ.ά.) από τον Τάσο Αποστολίδη και τον Γιώργο Ακοκαλίδη που επανεκδίδονται εδώ και δεκαετίες, βρίσκοντας συνεχώς νέο αναγνωστικό κοινό. Η «Μήδεια» από τον Νίκο Γιαμαλάκη αλλά και από τους Ανδρέα Γιοβάνο και Σοφία Κομηνέα, η «Ιφιγένεια στην Αυλίδα» από τους Αποστολίδη και Τραγάκη, η «Αντιγόνη» των Αποστολίδη – Αρώνη, η «Ιλιάδα» του Ηλία Κυριαζή, η «Οδύσσεια», η «Ιλιάδα» και η «Θεογονία» του Κων. Χρυσούλη είναι ορισμένες ακόμα περιπτώσεις που αποδεικνύουν το διαρκές ενδιαφέρον για τα αρχαία κείμενα και την προσαρμογή τους σε κόμικς. Ιδανικό τέτοιο κείμενο είναι και η «Βατραχομυομαχία» που κυκλοφόρησε πρόσφατα μεταφερμένη σε κόμικς από τον Γιώργο Βλάχο στο σενάριο και την Ειρήνη Σκούρα στα σχέδια (εκδ. Μικρός Ήρως, 58 σελίδες). Το έργο που αποδιδόταν παλαιότερα εσφαλμένα στον Όμηρο (εξ ου και στο εξώφυλλο του βιβλίου το όνομα του Ομήρου ορθώς τοποθετείται εντός εισαγωγικών) αποτελεί μια αλληγορική έμμετρη αφήγηση μιας ημέρας από τη ζωή των βατραχιών και των ποντικιών γύρω από μια λίμνη. Η ημέρα αυτή όμως, ενώ ξεκινά με μια πολλά υποσχόμενη νέα φιλία, συνεχίζεται με μια τραγωδία σε κωμικό ύφος και καταλήγει σε έναν αιματηρό πόλεμο που οι λεπτομέρειές του αποδίδονται με φρικιαστικές λεπτομέρειες, παραπέμποντας στις πιο βίαιες ανθρώπινες συμπεριφορές και ιδιαίτερα σε αυτές που περιγράφονται στα ομηρικά έπη. Αυτά τα παρωδιακά στοιχεία της Βατραχομυομαχίας αξιοποιεί στο έπακρο το έργο των Βλάχου και Σκούρα, εμπλουτίζοντας τα με πολλούς εσκεμμένους και παιγνιώδεις αναχρονισμούς. Όπως γράφει και ο Γιώργος Βλάχος, στο πλαίσιο αυτό «εμφιλοχώρησαν και στοιχεία αυθαίρετης μεταχρονολογημένης τεχνολογίας: η μοτοσικλέτα του Ερμή, τα βελάκια του Άρη, το σμαρτφόουν της Άρτεμης, η γιγαντοοθόνη και ο σύγχρονος δημοσιογραφικός εξοπλισμός του Ομήρου, αλλά και τα κουνούπια-στούκας, μαζί με τα καβούρια-πάντσερ…». Τα έξυπνα τεχνάσματα αυτά, τα όμορφα σχέδια και ο ρέων ομοιοκατάληκτος λόγος συνθέτουν μια όμορφη προσαρμογή, που καθιστά το έργο προσιτό και ενδιαφέρον ιδιαίτερα για τις μικρότερες ηλικίες αναγνωστών και αναγνωστριών. Και το σχετικό link...
  11. Σε μια συγκυρία που ξανακούστηκε το περίφημο «Habemus papam» κατά την ανάδειξη του νέου πάπα της Καθολικής Εκκλησίας, οι εκδόσεις «Μικρός Ήρως» κυκλοφορούν το… αιρετικό «Habemus Bastard». «Θα μπορούσα να κάνω οτιδήποτε για να σώσω το τομάρι μου. Να πάρω ένα αεροπλάνο για το εξωτερικό και να προσπαθήσω να εξαφανιστώ, να καταταγώ στη Λεγεώνα των Ξένων, ακόμα και ν’ αλλάξω μούρη. Αλλά βρήκα κάτι καλύτερο: το ράσο». Στη νέα κυκλοφορία των εκδόσεων «Μικρός Ήρως» «Habemus Bastard», πρωταγωνιστής είναι ο Λισιάν, ένας κυνηγημένος εγκληματίας ο οποίος ανήκε σε μία συμμορία γκάνγκστερ με έναν αδιάρρηκτο κανόνα: δεν επιτρέπονται λάθη. Όταν θα σπάσει αυτόν τον κανόνα, θα ξεκινήσει ένα ταξίδι χωρίς επιστροφή. Θα μπορούσε να είχε κάνει τα πάντα για να σώσει το τομάρι του. Όμως επιλέγει κάτι… αλλόκοτο: να γίνει ιερέας. Ο Λισιάν κερδίζει τις εντυπώσεις και καταλήγει να υιοθετεί πλήρως τον ρόλο του νέου ιερέα σε μια μικρή πόλη λίγο έξω από το Παρίσι, στο Σεν Κλοντ. Η μικρή του επιχείρηση αποβαίνει κερδοφόρα και το ράσο του φέρνει πολλά οφέλη σε είδος. Όμως το παρελθόν του αργά ή γρήγορα θα του χτυπήσει την πόρτα... Χωροφύλακες, Τσιγγάνοι, γκάνγκστερ και ενορίτες, όλοι τον κυνηγούν και η τελική αναμέτρηση υπόσχεται να είναι… εξιλεωτική! Μετά το συγκλονιστικό γκράφικ νόβελ «Ταναναρίβη» (στα ελληνικά από τις εκδόσεις Μικρός Ήρως), ο Σιλβάν Βαλέ επιστρέφει με ένα πολύ διαφορετικό έργο, σε συνεργασία στο σενάριο με τον Τζάκι Σβάρτσμαν. Ένα καυστικό και χιουμοριστικό νουάρ, με πληθωρικό σχέδιο, κινηματογραφική σκηνοθεσία, καλοδουλεμένο κείμενο, έξυπνους διαλόγους και ρεαλιστικούς, ανθρώπινους ήρωες – και υπέροχο χρωματισμό, που υπογράφει η Ελβίρ Ντε Κλοκ. Μέσα από τον Λισιάν και τις βρομοδουλειές του, οι δημιουργοί του «Habemus Bastard» καταφέρνουν να καυτηριάσουν τη σύγχρονη Καθολική Εκκλησία, αναδεικνύοντας σε πολλές περιπτώσεις την υποκρισία της. Ο τίτλος κυκλοφόρησε στη Γαλλία το 2024 σε δύο άλμπουμ, ενώ η ελληνική έκδοση συλλέγει ολόκληρη την ιστορία σε ένα χορταστικό βιβλίο. Ο Σιλβάν Βαλέ στην Αθήνα Ο σχεδιαστής του έργου θα βρεθεί στην Ελλάδα στο πλαίσιο του 19ου Comicdom Con Athens 2025 που έχει ξεκινήσει από την Παρασκευή 16 Μαΐου στην Τεχνόπολη στο Γκάζι. Σε συνεργασία με τις εκδόσεις «Μικρός Ήρως», οι Ελληνες αναγνώστες θα έχουν την ευκαιρία να συναντήσουν έναν σημαντικό εκπρόσωπο της γαλλοβελγικής σχολής, να συνομιλήσουν μαζί του και να πάρουν υπογεγραμμένα αντίτυπα. Ο Σιλβάν Βαλέ (Γαλλία, 1972) σπούδασε στην Καλών Τεχνών του Ινστιτούτου Saint-Luc στις Βρυξέλλες, εργάστηκε ως freelancer στον τομέα της διαφήμισης και της επικοινωνίας, καθώς και ως καλλιτέχνης στον Τύπο. Παράλληλα δραστηριοποιήθηκε ως σκηνογράφος, διακοσμητής και επιμελητής εκθέσεων. Από το 1997 μέχρι και σήμερα σχεδιάζει κόμικς. Η αναγνώριση ήρθε το 2006 με το «Il était une fois en France» (σενάριο: Fabien Nury), το οποίο ξεχώρισε στα Βραβεία της Ανγκουλέμ. Μεταξύ των πολλών τίτλων που έχει εικονογραφήσει ξεχωρίζει ο έβδομος τόμος της σειράς «XIII», η εμπορικά επιτυχημένη και πολυμεταφρασμένη σειρά «Katanga» και φυσικά η «Ταναναρίβη» σε σενάριο Μαρκ Εσερσάλ. Και το σχετικό link...
  12. Η ζωή και τα πάθη του δικού μας ανθρώπου, Θανάση Βέγγου, σε μια αποκαλυπτική βιογραφία με τίτλο: “ΘΒ – Η γαλέρα της ζωής μου”! Όταν ο Θανάσης Πέτρου – o εικονογράφος που του ζητήθηκε να σχεδιάσει ένα πιστό πορτρέτο του Θανάση Βέγγου – δυσκολεύεται να «πιάσει» την ουσία του δημοφιλούς ηθοποιού, αυτός “ζωντανεύει” πάνω στο σχεδιαστήριο και διηγείται στον εικονογράφο τη ζωή του – Θανάσης προς Θανάση. Από το Φάληρο της Κατοχής στη Μακρόνησο, όπου η γνωριμία με τον Κούνδουρο τον έβαλε στον κόσμο του κινηματογράφου, ξετυλίγεται μια συναρπαστική διαδρομή που συντρόφευσε γενιές Ελλήνων. Μια διαδρομή διάσπαρτη από θριάμβους και καταστροφές, επιτεύγματα και λάθη, δάκρυα χαράς και πόνου. Η «γαλέρα της ζωής του». Ο σπουδαίος ηθοποιός έφυγε από τη ζωή στις 3 Μαΐου του 2011, αφήνοντας πίσω του ένα δυσαναπλήρωτο κενό, αλλά και μία κληρονομιά που παραμένει ζωντανή μέχρι σήμερα. “ΘΒ – Η γαλέρα της ζωής μου” – Ο καλός μας άνθρωπος Με το graphic novel ΘΒ – Η γαλέρα της ζωής μου, οι βραβευμένοι δημιουργοί κόμικς Σπύρος Δερβενιώτης (Shark Nation, Μάνα Ρέιβερ) και ο Θανάσης Πέτρου (Γρα-Γρου, Γιαννούλης Χαλεπάς), επιχειρούν να αποτυπώσουν τη ζωή και το έργο του εμβληματικού καλλιτέχνη και ανθρώπου, Θανάση Βέγγου (1927-2011). Με εισαγωγή από τον Φοίβο Δεληβοριά, επίμετρο από τον συγγραφέα και σκηνοθέτη Γιάννη Σολδάτο, αλλά και μια επτασέλιδη αποτύπωση ολόκληρης της εργογραφίας του, ο αναγνώστης έρχεται σε επαφή με έναν καλλιτέχνη-σύμβολο, αναπολώντας τα βιώματα, τις σκέψεις και τη φιλοσοφία του. Θα μας θυμίσει τον άνθρωπο που ανέλαβε τον ρόλο του πολυτεχνίτη και του ερημοσπίτη, του τρελού του λούνα παρκ, του φαλακρού πράκτωρος, του ατσίδα, έναν Βέγγο για όλες τις δουλειές, πάντα με ψυχή βαθιά. Το έργο του Θανάση Βέγγου δεν μπόρεσε και ποτέ δεν θα μπορέσει να μπει σε καλούπια ή να νοηματοδοθεί υπό το πρίσμα του ρεαλισμού. Θα ανήκει πάντα στο φάσμα του υπερρεαλισμού και του ανορθόδοξου. Θα βρίσκεται πάντα υπό το Βλέμμα του Οδυσσέα και θα αναφωνεί: «Μωρή φύση; Μόνη σου είσαι, μόνος είμαι κι εγώ. Πάρε ένα μπισκότο!». Όταν όλοι του έλεγαν πως «δεν είσαι σαν εμάς. Και δεν θα γίνεις ποτέ σαν εμάς!», εκείνος διάλεξε τον δύσβατο δρόμο της ανέλιξης και της αναγνώρισης. «Ονειρέψου σαν παιδί, ζήσε σαν τρελός, αγάπα σαν άνθρωπος, μικρός ο κόσμος και εμείς περαστικοί» έλεγε, και με αυτό το graphic novel καλεί και εμάς να επιβιβαστούμε στο μεγάλο ταξίδι της ζωής του. Για τον Θανάση Βέγγο έχουν πει: – «Ο Βέγγος είναι ένας ήρωας του λαού. Είναι αυτός που κουβαλάει την αγωνία μας και την ελπίδα μας.» – Μάνος Χατζιδάκις – «Ο Θανάσης ήταν μοναδικός. Δεν υπήρξε ούτε θα υπάρξει άλλος σαν αυτόν. Ήταν ο μόνος που μπορούσε να τρέχει έτσι και να γελάμε όλοι, ενώ αυτός πονούσε.» – Ντίνος Κατσουρίδης – «Ανήκε σε μια γενιά κινηματογραφικής βιοτεχνίας που έκανε τη μιζέρια τέχνη.» – Kώστας Γεωργουσόπουλος – «Kουβαλά τις μνήμες του Mικρασιάτη, του ανθρώπου του εμφυλίου και της εξορίας.» – Παντελής Βούλγαρης Σενάριο: Σπύρος Δερβενιώτης | Σχέδιο: Θανάσης Πέτρου Σελίδες: 124 | Σχήμα: 21x28 εκ. | Χρώμα: Έγχρωμο Το Graphic Novel “ΘΒ – Η γαλέρα της ζωής μου” θα κυκλοφορήσει επίσημα από τις εκδόσεις Μικρός Ήρως στις 20 Μαΐου, ενώ θα είναι διαθέσιμο στο περίπτερο των εκδόσεων στο πλαίσιο του Comicdom Con Athens που θα πραγματοποιηθεί 16 – 18 Μαΐου, στην Τεχνόπολη Δήμου Αθηναίων. Παρουσίαση “ΘΒ – Η γαλέρα της ζωής μου” στην Τεχνόπολη Μια εκδήλωση για το συγκλονιστικό έργο – φόρος τιμής ενός εκ των σημαντικότερων φιγούρων του ελληνικού κινηματογράφου! Την Κυριακή 18 Μαΐου, οι εκδόσεις Μικρός Ήρως διοργανώνουν την πρώτη παρουσίαση της νέας τους κυκλοφορίας, ΘΒ – Η γαλέρα της ζωής μου. Μια εκδήλωση που θα φέρει το αναγνωστικό κοινό σε επαφή τόσο τους δημιουργούς του graphic novel, Σπύρο Δερβενιώτη και Θανάση Πέτρου. Ακόμα, θα παρευρεθεί και ο ηθοποιός Δημήτρης Πιατάς, συμπρωταγωνιστής και φίλος του Θανάση Βέγγου, αλλά και ο Στάθης Καμβασινός, εκπρόσωπος της Finos Film, της εταιρείας που έχει κάνει τη διανομή σε μια σειρά ταινιών του. Τον συντονισμό θα αναλάβει ο εκδότης, Λεωκράτης Ανεμοδουράς. Η εκδήλωση θα πραγματοποιηθεί στο πλαίσιο του Διεθνούς Φεστιβάλ Κόμικς Comicdom Con Athens 2025, την Κυριακή 18 Μαΐου στις 13:45, στο αμφιθέατρο Μιλτιάδης Έβερτ, στη Τεχνόπολη Δήμου Αθηναίων. Μη χάσετε την ευκαιρία να έρθετε σε επαφή με το συγκλονιστικό graphic novel για τη ζωή και τα πάθη του Θανάση Βέγγου, πριν την ευρεία κυκλοφορία του! Info: Κυριακή 18 Μαΐου 2025, 13:45, στο Αμφιθέατρο Μιλτιάδης Έβερτ, Τεχνόπολη Δήμου Αθηναίων – Ομιλητές: Σπύρος Δερβενιώτης (δημιουργός κόμικς), Στάθης Καμβασινός (Finos Film), Θανάσης Πέτρου (δημιουργός κόμικς), Δημήτρης Πιατάς (ηθοποιός). “Λείπει” από το 2011, αλλά συνεχίζει να σκορπά λίγη από τη μαγεία του με κάθε αφορμή Με αφορμή τα 14 χρόνια από τον θάνατό του, η Finos Film τίμησε τη μνήμη του με ένα βίντεο στα social media, όπου αναφέρει χαρακτηριστικά πως «σήμερα θυμόμαστε τον πιο «καλό άνθρωπο» του ελληνικού σινεμά». «Σήμερα θυμόμαστε τον πιο «καλό άνθρωπο» του ελληνικού σινεμά μέσα από τις ταινίες «Ένας Ξένοιαστος Παλαβιάρης», «Ο Θανάσης στη Χώρα της Σφαλιάρας», «Διακοπές στο Βιετνάμ», «Δικτάτωρ Καλεί Θανάση», «Ο Ηλίας του 16ου» και «Ο Τσαρλατάνος». Και το σχετικό link...
  13. Με αφορμή την πρόσφατη έκδοση του Phantom με πρωταγωνιστή το «Φάντασμα που Περπατά», θυμόμαστε τις, λιγότερο ή περισσότερο «νόμιμες», ελληνικές περιπέτειές του. Ορισμένα από τα κόμικς που κυκλοφορούσαν στην Ελλάδα στα μέσα του προηγούμενου αιώνα αποτελούσαν, σε κάποιο βαθμό τουλάχιστον, προσαρμογές ξένων εκδόσεων με μικρές ή μεγαλύτερες τροποποιήσεις. Δεν αναφέρομαι στις «νόμιμες» μεταφράσεις αλλά στην ελληνική εκδοχή ξένων ιστοριών με πολλά «δανεισμένα» στοιχεία από τις πρωτότυπες εκδόσεις. Μια τέτοια περίπτωση ήταν και το «Phantom» του Λι Φολκ. Ένα εξαιρετικά τεκμηριωμένο ιστορικό των περιπετειών του πρώτου μασκοφόρου ήρωα δίνει ο Γαβριήλ Τομπαλίδης στην ομώνυμη ανθολογία που κυκλοφόρησε πριν από λίγες εβδομάδες από τις εκδόσεις Μικρός Ήρως (154 σελίδες). Οι ιστορίες με το «Φάντασμα που Περπατά» κυκλοφόρησαν στις ΗΠΑ το 1936 και συνεχίστηκαν μέχρι τον θάνατο του Λι Φολκ το 1999 σε σενάρια του ίδιου, που στα πρώτα χρόνια υπέγραφε και τα σχέδια, για να ακολουθήσουν δημιουργοί όπως οι Ρέι Μουρ, Σάι Μπάρι, Τζιμ Απάρο κ.ά. Στην πρόσφατη έκδοση του Μικρού Ήρωα περιλαμβάνονται ιστορίες από το 2007 μέχρι το 2020 σε σενάρια του Τόνι Ντεπόλ και σχέδια των Γκράχαμ Νόλαν, Πολ Ράιαν, Τέρι Μπίτι και Τζεφ Γουάιγκελ καθώς και η πλούσια εισαγωγή του Γαβριήλ Τομπαλίδη στην οποία δίνεται και το χρονικό του Phantom στην Ελλάδα από το περιοδικό «Βέλος» του Τερζόπουλου το 1969, το «Φάντομ» του Καμπανά, τον «Φαντομά» των εκδ. Graf, το Χρυσό Αγόρι των εκδ. Γιαννίκου μέχρι τις περιπέτειές του στο περιοδικό «Μπλεκ». Στο χρονικό αυτό ξεχωριστή θέση έχει η περίπτωση της σειράς «Το Φάντασμα της Ζούγκλας» (1962) από τις εκδόσεις της Ε. Σαββίδου. «Σαν συγγραφέας της σειράς εμφανίζεται ο Χόφμεϊ Μπράντλερ. Το πιθανότερο ήταν ψευδώνυμο κάποιου αγνώστου λοιπών στοιχείων Έλληνα συγγραφέα. Τα λιγοστά σχέδια μοιάζουν να είναι κάποια σχεδιασμένα από Έλληνες καλλιτέχνες και κάποια παρμένα από αντίστοιχες εκδόσεις του εξωτερικού […] Τα εξώφυλλα είναι φιλοτεχνημένα από ελληνικά χέρια, και οι πιο μυημένοι φίλοι του χαρακτήρα αμέσως θα αναγνωρίσουν στο εξώφυλλο του τεύχους 8 το κλασικό εξώφυλλο του Τζορτζ Ουίλσον για το πρώτο τεύχος του ήρωα που κυκλοφόρησε η Gold Key το 1962», σύμφωνα με τον Γ. Τομπαλίδη. Αυτή ήταν μια κλασική μέθοδος «ιδιοποίησης» και εξελληνισμού. Κατά τον Τομπαλίδη, «αυτού του είδους οι αντιγραφές αποτελούσαν μια συνηθισμένη πρακτική, όπως είχε πει και σε μια συνέντευξή του ο μοναδικός Αρχέλαος, αναφερόμενος στο καθεστώς που ίσχυε στα λαϊκά αναγνώσματα κυρίως τη δεκαετία του ‘40 και του ‘50 με αφορμή το "Λαστιχάνθρωπος", το βραχύβιο (τέσσερα τεύχη) αστυνομικό υπερηρωικό λαϊκό ανάγνωσμα που έγραψε και εικονογράφησε ο ίδιος με εξώφυλλα που παραπέμπουν στην απόλυτη ξεπατικωτούρα αντίστοιχων σχεδίων του Αμερικανού δημιουργού του "Plastic Man", Jack Cole. Είχε αναφέρει πως πολλές φορές κάνοντας μια βόλτα στην Ομόνοια, στα περίπτερα με ξένο Τύπο, κάποιοι καλλιτέχνες έπαιρναν την ιδέα από κάποιο κόμικς ή λαϊκό ανάγνωσμα που έβλεπαν και εν συνεχεία δημιουργούσαν κάτι παρόμοιο, ερχόμενοι σε συμφωνία με έναν συνήθως γνωστό τους τυπογράφο, ο οποίος αφού έπαιρνε μια μικρή προκαταβολή, λάμβανε τα υπόλοιπα χρήματα εν “ευθέτω χρόνω”». Και το σχετικό link...
  14. Το «Τζίζο», μια ενδιαφέρουσα καλλιτεχνική συνάντηση ενός Γάλλου σεναριογράφου και μιας Ιαπωνίδας εικονογράφου, είναι ένα ευρωπαϊκό μάνγκα για τους θρύλους της Ιαπωνίας. Για τους περισσότερους λάτρεις του είδους τα αυθεντικά «μάνγκα» είναι τα ιαπωνικά κόμικς, έργα της 9ης Τέχνης που δημιουργήθηκαν και κυκλοφόρησαν στη γενέτειρά τους, πριν εξαπλωθούν σε ολόκληρη την υφήλιο, αποσπώντας όλο και περισσότερο ενδιαφέρον από αναγνώστες και καλλιτέχνες απ’ όλο τον κόσμο. Μπολιάζοντας με τις αφηγηματικές και εικαστικές τεχνικές τους τη δυτική καλλιτεχνική παραγωγή, σήμερα συναντάμε όλο και περισσότερα ευρωπαϊκά έργα που αποπειρώνται να προσεγγίσουν την αισθητική τους, είτε αναμιγνύοντας επιρροές είτε επιχειρώντας να ταυτιστούν με το είδος. Μία τέτοια περίπτωση είναι και το «Τζίζο», ένα ευρωπαϊκό μάνγκα που κυκλοφόρησε στη Γαλλία από τις εκδόσεις Glénat 2020 και πρόσφατα μεταφράστηκε στα ελληνικά από τις εκδόσεις Μικρός Ήρως. Πρόκειται για τον καρπό της συνεργασίας του Γάλλου σεναριογράφου Antoine Dole, γνωστού ως Mr. Tan, και της Ιαπωνίδας σχεδιάστριας Mato. Ο Mr. Tan αντλεί έμπνευση από την ιαπωνική λαογραφία, δημιουργώντας μια αφήγηση που αγγίζει αναμφίβολα παγκόσμια θέματα όπως η απώλεια, η μνήμη και η ελπίδα, ενώ το σχέδιο της Mato – μιας δημιουργού με σπάνια ικανότητα να αποδίδει την ψυχολογική ένταση με ελάχιστα μέσα– φέρνει στον νου τις μεγάλες παραδόσεις του μάνγκα αλλά και τις πιο εσωστρεφείς διαδρομές του ευρωπαϊκού κόμικς. Στο «Τζίζο» δεν έχουμε εντυπωσιασμούς ούτε γρήγορη δράση. Αντίθετα, η αφήγηση χτίζεται σε αργούς ρυθμούς, με βασικό εργαλείο το φως, τα βλέμματα και την παύση. Το στοιχείο που κάνει το «Τζίζο» να ξεχωρίζει είναι η άμεση σύνδεσή του με την ιαπωνική παράδοση. Ο τίτλος του έργου παραπέμπει στον Jizō Bosatsu, τον προστάτη των ψυχών των παιδιών και των ταξιδιωτών, μια από τις πιο εμβληματικές μορφές του ιαπωνικού βουδισμού. Η φιγούρα αυτή, που απαντά συχνά σε πέτρινα αγάλματα στις άκρες των δρόμων και στα νεκροταφεία της Ιαπωνίας, αποτελεί το σύμβολο γύρω από το οποίο δομείται όλη η ατμόσφαιρα της ιστορίας. Χωρίς να γίνεται ποτέ διδακτικό, το έργο διαχειρίζεται το θέμα του θανάτου και της απώλειας με ευαισθησία και αφοπλιστική απλότητα. Όπως επισημαίνει και ο Γιώργος Ζωιτάς, ένας από τους επιμελητές της ελληνικής έκδοσης, σε σχετικό άρθρο στην ιστοσελίδα των εκδόσεων Μικρός Ήρως: «Μέσα από τις σελίδες του, εξερευνάται το ταξίδι δύο χαμένων παιδιών, τα οποία θα κληθούν να αντιμετωπίσουν απροσδόκητες καταστάσεις προκειμένου να φτάσουν στο σπίτι τους. Στο ταξίδι αυτό θα αναγνωρίσει κανείς το πάρκο Ουένο, τον ναό Κανέιτζι και φυσικά, τα αγάλματα τζίζο. Οι δημιουργοί ήθελαν να φτιάξουν μία ειλικρινή και συναισθηματική ιστορία, γι’ αυτό και συζητούσαν συνεχώς την παραμικρή λεπτομέρεια της πλοκής, μέχρι να είναι απολύτως σύμφωνοι και οι δύο για το τελικό αποτέλεσμα». Στρέφοντας το ενδιαφέρον τους στη μεγάλη παράδοση των ιαπωνικών κόμικς, οι εκδόσεις Μικρός Ήρως επιλέγουν να κάνουν την αρχή με έναν τίτλο που, αν και δημιουργήθηκε για τη γαλλική αγορά, παραμένει ένα αυθεντικό έργο ιαπωνικής τέχνης, τόσο θεματικά όσο και τεχνικά. Καθόλου τυχαία, το «Τζίζο» έχει αποσπάσει σωρεία θετικών κριτικών, παίρνοντας βραβείο στην κατηγορία French Touch των βραβείων Daruma στο Japan Expo 2022. JapanESE Festival Το Japanese Festival διοργανώνεται για τέταρτη χρονιά στις 26 και 27 Απριλίου 2025 στο Εκθεσιακό Κέντρο Περιστερίου. Πρόκειται για μία από τις λίγες εκδηλώσεις στην Ελλάδα αφιερωμένες αποκλειστικά στον ιαπωνικό πολιτισμό, με δράσεις που καλύπτουν τόσο την παραδοσιακή όσο και τη σύγχρονη Ιαπωνία. Στο πρόγραμμα περιλαμβάνονται παρουσιάσεις, συζητήσεις, επιδείξεις και θεματικά εργαστήρια, ενώ συμμετέχουν καλλιτέχνες, συγγραφείς και ερευνητές από την Ελλάδα και το εξωτερικό. Το φεστιβάλ προσελκύει κάθε χρόνο κοινό με ενδιαφέρον για την Ιαπωνία, τον σχεδιασμό, τα manga και τις ασιατικές τέχνες. Και το σχετικό link...
  15. Η πρώτη κυκλοφορία graphic novel από τις εκδόσεις Αντίποδες είναι ένα ασπρόμαυρο διαμάντι 288 σελίδων, το οποίο παρουσιάζει με ιδιοφυή τρόπο τις πολιτικές, οικονομικές και ψυχολογικές προεκτάσεις των ιδεών του Πιερ Μπουρντιέ. Η Διάκριση, ένα από τα σημαντικότερα έργα του Γάλλου κοινωνιολόγου, εμπνέει την Τιφέν Ριβιέρ να σχεδιάσει μια ιστορία στην οποία ένας καθηγητής Κοινωνιολογίας προσπαθεί να εξηγήσει σε μαθητές Λυκείου βασικές έννοιες του μεγάλου στοχαστή. Κοινωνιολογία για αρχάριους λοιπόν ή, ακόμη καλύτερα, ένας απολαυστικός τρόπος να διακρίνουμε τους πολιτισμικούς μηχανισμούς αναπαραγωγής της κοινωνικής ανισότητας στην καθημερινότητά μας. Η Διάκριση Ο Θανάσης Πέτρου επιστρέφει με το πέμπτο μέρος της πολύ επιτυχημένης ιστορικής του σειράς, το οποίο τιτλοφορείται 1941 – Αυστηρά συσκότισις (εκδ. Ίκαρος)· μια αξιέπαινη, δηλαδή, συνέχεια ενός έργου που έχει ήδη εντυπωσιάσει με την ποιότητά του. Αυτή τη φορά, ο Πέτρου μάς μεταφέρει στη Μακεδονία της τριπλής κατοχής – γεμάτη έριδες, βία και πόλεμο – σε ένα αφήγημα από το οποίο αναβλύζει ο πόνος μιας εποχής που ακόμη στοιχειώνει τη συλλογική μνήμη. 1941 – Αυστηρά συσκότισις Μετά τις προηγούμενες κυκλοφορίες, Καπετάν Μιχάλης του Παναγιώτη Πανταζή και Ζορμπάς του Soloup, τα δύο νέα graphic novels για τον Καζαντζάκη, Η κρητική ματιά 1883-1919 και Ο πολύβουος κόσμος 1921-1957 (εκδ. Διόπτρα), επιβεβαιώνουν το επιτυχημένο άνοιγμα του εκδοτικού στο εικονογραφημένο μυθιστόρημα. Σε σενάριο του Αλέν Γλυκός και εικονογράφηση του Αντονέν, οι δύο τόμοι αποτελούν μια ανοιχτή συνομιλία με τα παιδικά χρόνια, τη φιλοσοφία και τα ταξίδια του μεγάλου Έλληνα συγγραφέα, προσφέροντας μια απολαυστική και γεμάτη χρώμα ματιά στη ζωή του. Ο πολύβουος κόσμος 1921-1957 Αυτό που πετυχαίνει η Τζάκι Φλέμινγκ στο σατιρικό και εύπεπτο Το πρόβλημα με τις γυναίκες (εκδ. Μεταίχμιο) είναι να ξαναζωγραφίσει την Ιστορία. Πρόκειται για ένα κόμικ που αποκαλύπτει την απουσία των γυναικών από τα βιβλία της Ιστορίας και σατιρίζει τις αλλοπρόσαλλες θεωρίες που διατυπώθηκαν μέσα στους αιώνες – ακόμη και από σπουδαίους στοχαστές – σχετικά με τις γυναίκες και τον ρόλο τους. Η έννοια της συμπερίληψης βρίσκεται στον πυρήνα του Όσα επιθυμήσαμε (εκδ. Μικρός Ήρως) του Ηλία Κυριαζή. Η παρέα ηρώων με απόλυτα διαφορετικούς μεταξύ τους χαρακτήρες ζωντανεύει μέσα από σχέδια γεμάτα χρώμα και κίνηση. Όταν ένας μυστηριώδης κομήτης περνά από τη Γη και ένα υπερφυσικό ον προσφέρεται να πραγματοποιήσει μία ευχή στον καθένα, η καθημερινή (;) ιστορία «μεταμορφώνεται» σε συναρπαστική περιπέτεια. Όσα επιθυμήσαμε Στην άλλη κυκλοφορία των ίδιων εκδόσεων, συναντάμε την Ομήρου Βατραχομυομαχία (η ταυτότητα του δημιουργού παραμένει στην πραγματικότητα μυστήριο) σε μια εικονογραφημένη διασκευή ενός έμμετρου έργου της αρχαιότητας, 303 στίχων, γραμμένου τον 4ο αι. π.Χ. στην αττική διάλεκτο. Το έργο περιγράφει τον κωμικοτραγικό πόλεμο μιας μέρας ανάμεσα σε βατράχια και ποντίκια στην άκρη μιας λίμνης. Πρόκειται για μια ελεύθερη, διασκεδαστική παρωδία, που γίνεται graphic novel μέσα από την εικονογράφηση της Ειρήνης Σκούρα και τη μεταφορά του Γιώργου Βλάχου. Και το σχετικό link...
  16. Το εξώφυλλο του βραβευμένου κόμικ “Habemus Bastard” μυρίζει καθαρόαιμο νουάρ, αλλά και την ανηθικότητα του νέου “ιερέα” μιας μικρής πόλης λίγο έξω από το Παρίσι. Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις “Μικρός Ήρως”. «Ανήθικο, σκληρό και αστείο». Αυτές οι λέξεις περιγράφουν απόλυτα το «Habemus Bastard», το νέο graphic novel που κυκλοφόρησαν οι εκδόσεις «Μικρός Ήρως», μια ιστορία που μας αφήνει με κομμένη την ανάσα, αναπαράγοντας κλασικά κινηματογραφικά νουάρ στοιχεία. Ο βραβευμένος στην Ανγκουλέμ σχεδιαστής Σιλβάν Βαλέ ενώνει τις δυνάμεις του με τον σεναριογράφο Τζάκι Σβάρτσμαν και αποτυπώνουν ένα από τα πιο καυστικά και συγχρόνως χιουμοριστικά νουάρ θρίλερ κόμικς της δεκαετίας. Ένας τίτλος που συγκλόνισε τη γαλλοβελγική αγορά των κόμικς το 2024 σε δύο άλμπουμ και απέσπασε υποψηφιότητα για καλύτερο κόμικς στα βραβεία Landerneau 2024 – που τώρα κυκλοφορούν μαζεμένα στα ελληνικά σε ένα τόμο! Αντικειμενικά η ιδέα του κεντρικού χαρακτήρα να είναι ιερέας - μαϊμού για το σενάριο δεν είναι η πιο πρωτότυπη: Η “μεταμφίεση” του χαρακτήρα σε ιερέα που οδηγεί σε κωμικές καταστάσεις είναι κάτι που έχουμε δει πολλές φορές σε κόμικς: Από τον El Padre του “De Blauwbloezen” των Salvérius – Cauvin μέχρι τον θρυλικό “Soda” των Tome – Gazzotti. Οι συγγραφείς το αναγνωρίζουν αυτό και δεν το κρύβουν. Το εξώφυλλο, μάλιστα, είναι μια έντονη αναφορά στον πρώτο “Soda”. Όμως η κοινοτυπία αυτή δεν αποτελεί πρόβλημα. Είτε πρόκειται για έναν αστυνομικό με ράσο, είτε για έναν εγκληματία, η πρόθεση είναι η ίδια: Το χιούμορ. Και στο “Habemus Bastard” το χιούμορ λάμπει. Μαύρο, χοντροκομμένο, αλλά και αποκαλυπτικό. Τα κηρύγματα του ιερέα-δολοφόνου είναι τουλάχιστον απολαυστικά! Η πένα του Schwartzmann σε συνδυασμό με το εκφραστικό κι αισθαντικό σχέδιο στυλ του Βαλέ είναι δύσκολο να μην κερδίσουν τον αναγνώστη από το πρώτο καρέ. Επιπλέον, ο Βαλέ επιλέγει μια… κινηματογραφική σκηνοθεσία στις σελίδες του, κάνοντάς μας να νιώθουμε σαν να παρακολουθούμε ένα πραγματικό θρίλερ. Η ιστορία Ο Λούσιεν ανήκει σε μία συμμορία γκάνγκστερ, όπου υπάρχει ένας αδιάρρηκτος κανόνας: Δεν επιτρέπονται λάθη. Έχοντας σπάσει αυτό το κανόνα, ξεκινάει ένα ταξίδι χωρίς επιστροφή. Θα μπορούσε να είχε κάνει τα πάντα για να σώσει το τομάρι του. Όμως επιλέγει κάτι… αλλόκοτο: να γίνει ιερέας. Ο Λούσιεν κερδίζει τις εντυπώσεις και καταλήγει να αναλαμβάνει πλήρως τον ρόλο του ως ο νέος ιερέας σε μια μικρή πόλη λίγο έξω από το Παρίσι, στο Σαιν Κλωντ. Η μικρή του επιχείρηση αποβαίνει κερδοφόρα και το ράσο του φέρνει πολλά οφέλη σε είδος. Όμως το παρελθόν του αργά ή γρήγορα θα του χτυπήσει την πόρτα… Χωροφύλακες, τσιγγάνοι, γκάνγκστερ και ενορίτες, όλοι τον κυνηγούν και η τελική αναμέτρηση υπόσχεται να είναι… εξιλεωτική! Δύο λόγια για τους δημιουργούς Ο Σιλβάν Βαλέ Γεννήθηκε στη Γαλλία το 1972. Μετά την απόκτηση πτυχίου Καλών Τεχνών από το Ινστιτούτο Saint-Luc στις Βρυξέλλες, ξεκίνησε την καριέρα του ως freelancer, δουλεύοντας στον τομέα της διαφήμισης και της επικοινωνίας, καθώς και ως καλλιτέχνης στον Τύπο. Παράλληλα δραστηριοποιήθηκε ως σκηνογράφος, διακοσμητής κι επιμελητής για πολλές προσωρινές εκθέσεις. Η είσοδός του στον κόσμο των κόμικ έγινε το 1997, όταν ο σεναριογράφος Ζαν-Σαρλ Κρεέν τον κάλεσε να συνεργαστούν στο “Gil St. André” (Glénat). Το 2006 ο Βαλέ γνώρισε μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του με το “Il était une fois en France” (Glénat), που δημιουργήθηκε σε συνεργασία με τον σεναριογράφο Φαμπιέν Νιουρί. Το έργο τους κέρδισε, μεταξύ άλλων βραβείων, το βραβείο Καλύτερης Σειράς στο Διεθνές Φεστιβάλ Κόμικς της Ανγκουλέμ. Στη συνέχεια, το 2014, ο Βαλέ τόλμησε να δοκιμάσει τις δυνάμεις του σε μία από τις πιο θρυλικές σειρές κόμικς της Γαλλο-Βελγικής σκηνής, το θρίλερ “XIII”, εικονογραφώντας τον έβδομο τόμο της σειράς. Ο Τζάκι Σβάρτσμαν Μετά από τις σπουδές του στη φιλοσοφική σχολή, ο Τζάκι Σβάρτσμαν πέρασε από διάφορες δουλειές. Η τελευταία του θέση σε μια πολυεθνική αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για το μυθιστόρημά του “Mauvais Coûts”, στο οποίο παρουσιάζει τις περιπέτειες ενός κυνικού και μισάνθρωπου αγοραστή, εξίσου αμοραλιστή όσο και η εταιρεία, στην οποία εργάζεται. Σήμερα ζει από την πένα του και γράφει μυθιστορήματα και σενάρια για κόμικς και ταινίες. Με όπλο το μαύρο χιούμορ, στα έργα του ο Σβάρτσμαν θίγει κοινωνικά θέματα, όπως η εργασία κι ο ρατσισμός. Ασχολείται ερασιτεχνικά με το τρέξιμο – είχε μάλιστα συμμετέχει στον Μαραθώνιο της Πιονγκγιάνγκ, διανύοντας 42 χιλιόμετρα. Info: Habemus Bastard Σενάριο: Sylvain Vallée, Jacky Schwartzmann Σχέδιο: Sylvain Vallée ISBN: 978-618-206-204-3 Ημ. Κυκλοφορίας: Απρίλιος 2025 Χώρα προέλευσης: Γαλλία Σελίδες: 172 Σχήμα: 21 x 28 εκ. Χρώμα: Έγχρωμο Και το σχετικό link...
  17. Η επιστημονική δυστοπική φαντασία έχει συχνά έναν διπλό στόχο: να αποτρέψει στο παρόν όσα περιγράφει για το μέλλον και να παρακινήσει σε δράση για να αποφευχθούν και να προληφθούν αυτά που τώρα φαντάζουν υπερβολές αλλά κάποτε μπορεί να μην είναι. Τέτοια περίπτωση είναι σίγουρα οι περιπέτειες του Δικαστή Ντρεντ που ξεκίνησαν να δημοσιεύονται το 1977 στο ιστορικό βρετανικό περιοδικό 2000AD. Σε ένα εφιαλτικό μέλλον υπερπληθυσμού και βίας όπου έχει διαρραγεί κάθε κοινωνικός ιστός, η διάκριση των εξουσιών ανήκει στο μακρινό παρελθόν. Νομοθετική, δικαστική και εκτελεστική εξουσία ασκούν οι πάνοπλοι Δικαστές που όσο περνούν τα χρόνια μοιάζουν όλο και περισσότερο στα μέλη των κατασταλτικών μηχανισμών των δυτικών κρατών υπό την καθοδήγηση σκοτεινών αυταρχικών κυβερνήσεων που δεν λογοδοτούν σε κανέναν. Ακόμα και σε τέτοιους κόσμους, ωστόσο, η διαπλοκή των οικονομικών και των πολιτικών συμφερόντων είναι παρούσα. Η απόκτηση χρήματος και η διατήρηση θέσεων εξουσίας βαφτίζεται πολιτική επιλογή και επιτυγχάνεται μέσω της βίας εναντίον των οραμάτων για μια καλύτερη ζωή. Στο «Ένας καλύτερος κόσμος» των Rob Williams, Arthur Wyatt (σενάριο), Boo Cook, Henry Flint (σχέδιο) που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Μικρός Ήρως (μετάφραση: Γαβριήλ Τομπαλίδης, 74 σελίδες), αυτό το εγγενές, δομικό χαρακτηριστικό της εξουσίας βρίσκεται στο επίκεντρο μιας βαθιά πολιτικής ιστορίας που φέρνει στον νου πολλά σκάνδαλα αλλά και κοντόφθαλμες, υστερόβουλες πολιτικές της εποχής μας. Η Δικαστής Οικονομικών της Μέγκα Σίτυ Ένα, μετά τις μελέτες της, προβαίνει σε μια συγκλονιστική αποκάλυψη: «Εάν οι πόροι που δαπανώνται για την πάταξη της βίας χρησιμοποιηθούν σε κοινωνικές δαπάνες και στην επιμόρφωση των πολιτών, το έγκλημα θα εξαφανιστεί». Στην προσπάθειά της να επιτύχει την αναδιανομή των πόρων εις όφελος της εκπαίδευσης, θα έχει τη συμπαράσταση του Ντρεντ αλλά θα συναντήσει πολλαπλά εμπόδια από εκπροσώπους της Εκκλησίας και του διεφθαρμένου πολιτικού συστήματος, που σε αγαστή συνεργασία με μεγιστάνες των media βλέπουν τα συμφέροντά τους να απειλούνται και αντιδρούν. Σε μια ιστορία γεμάτη διαδηλώσεις, συνθήματα και πλακάτ από τους απόκληρους ενός απάνθρωπου κόσμου, μπορεί το δίκαιο να μη θριαμβεύει τελικά. Αλλά οι λαϊκές κινητοποιήσεις καταφέρνουν να προκαλέσουν μια, έστω και μικρή, ρωγμή στα σάπια θεμέλια ενός βρόμικου καθεστώτος. Και το σχετικό link...
  18. Anton Duck

    ΚΛΑΣΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ POPEYE

    Και ήρθε λοιπόν η ώρα που όλοι περιμέναμε! Χθες, στις 2 Αυγούστου του 2022 κυκλοφόρησε, από τις εκδόσεις Μικρός Ήρως, ο πρώτος τόμος της σειράς "Κλασικές ιστορίες Popeye". Η σειρά αυτή έχει σκοπό να παρουσιάσει στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό μια φουρνιά από τις καλύτερες ιστορίες του Μπαντ Σάγκεντορφ (ενός από τους μεγαλύτερους δημιουργούς στριπ με τον Ποπάυ) στην αυθεντική πρωτότυπη μορφή τους. Ο Μπαντ Σάγκεντορφ είναι αυτός ο οποίος κατάφερε μέσα από εκατοντάδες κομικς και στριπς να αναδείξει τον Ποπάυ τόσο στην Αμερική όσο και στην Ελλάδα. Το όνομα του το πρωτοείδαμε στην σειρά "Ποπάυ" (από την εκδοτική Δραγούνης Α.Ε.) καθώς ήτανε τοποθετημένο σε κάθε εξώφυλλο της σειράς για 2 ολόκληρές δεκαετίες. Οι ιστορίες του ξεχώριζαν στο περιοδικό λόγω της εφευρετικότητας και της επινοητικότητας του καθώς και του καλλιτεχνικού ταλέντου του. Όμως οι ιστορίες αυτές υπέστησαν αλλαγές αφού δεν μπορούσαν να φιλοξενηθούν στα περιοδικά κόμικς καθώς ήτανε φτιαγμένες για τα ημερήσια στριπ των αμερικανικών εφημερίδων. Ως εκ τούτου, οι ιστορίες του δεν εκδόθηκαν ποτέ στην σωστή τους μακρόστενη μορφή. Έτσι λοιπόν ο αγαπητός @ PhantomDuck μαζί με την εκδοτική Μικρός Ήρως αποφάσισε να εκδώσει τις ιστορίες αυτές με την αρχική μορφή τους. Αρκετά με τον πρόλογο ας περάσουμε στην παρουσίαση-κριτική... Η ΕΚΔΟΣΗ Μέγεθος: Λίγο μεγαλύτερο από τις Μπαμπαδοϊστορίες με ακριβείς διαστάσεις 21 X 19 εκ. Θεωρώ ότι είναι το καταλληλότερο μέγεθος για μια τέτοια έκδοση. Τα στριπς καθώς και τα άρθρα εφάπτονται τέλεια. Το μόνο πρόβλημα που ίσως θα μπορούσε να τεθεί είναι αυτό της τοποθέτησης το οποίο δεν το θεωρώ πολύ σημαντικό. Τιμή: Στα 22€ (με έκπτωση 19.80€ στο site του Μικρού ήρωα). Λίγο τσουχτερή η τιμή λόγω της κρίσης και της αύξησης της τιμής του χαρτιού αλλά νομίζω ότι τα αξίζει τα λεφτά του ειδικά τώρα που όλες οι εκδόσεις έχουν αυξήσει τις τιμές. Γραμματοσειρές: Έχουμε μια ποικιλία γραμματοσειρών. Θα ανεβεί σε λίγες μέρες μια πλήρης λίστα των γραμματοσειρών που χρησιμοποιήθηκαν. Λοιπές λεπτομέρειες: Οι τόμοι αποτελούνται από 232 σελίδες. Το χαρτί είναι λεπτό γυαλιστερό (σαν illustration μου φαίνεται) ενώ έχουμε μαλακό, εξίσου γυαλιστερό εξώφυλλο και το οπισθόφυλλο. Οι ιστορίες, σύμφωνα με τον πρώτο τόμο, από τελούνται από περίπου 30-40 σελίδες η κάθε μια καθώς οι τόμοι συνοδεύονται με άρθρα γεμάτα πληροφορίες και επιμελημένα από τον ένα καλύτερο. ΟΙ ΤΟΜΟΙ Σύμφωνα με τον ίδιο τον επιμελητή θα έχουμε 6 τόμους στην σειρά και πιθανολογείται κάθε τόμος να κυκλοφορεί ανά 6 μήνες. Ο πρώτος τόμος είναι κοντά μας αρά περιμένουμε και την υπόλοιπη παρέα. Καλή απόλαυση του τόμου και να είναι καλοτάξιδος! Ευχαριστούμε για τα υπόλοιπα εξώφυλλα τους Indian, hudson & albert.
  19. Το “Μαρσουπιλαμί: Το Θηρίο” είναι περισσότερο από ένα κόμικ: Είναι μια εμπειρία, ένα οπτικό και συναισθηματικό roller coaster που προκαλεί τον αναγνώστη να αναρωτηθεί για τη φύση των σχέσεων, του πόνου και της αγάπης. Ο Ζιντρού (Zidrou), ο βραβευμένος Βέλγος κομίστας και ιθύνων νους πίσω από άκρως επιτυχημένες σειρές κόμικ για «παιδιά» κάθε ηλικίας, δεν είναι απλώς ένας αφηγητής: Είναι ένας καλλιτέχνης που πλάθει κόσμους, “ράβει” λέξεις και εικόνες με τέτοια δεξιοτεχνία, ώστε να προκαλεί συναισθηματικές καταιγίδες και να παρουσιάζει την πραγματικότητα μέσα από χορδές ευαισθησίας και έντασης. Με τη νέα του δουλειά «Μαρσουπιλαμί: Το Θηρίο», τη σκοτεινή επαναπρόσεγγιση του μυθικού ζώου που έχει κατακτήσει από τα 50’s – οπότε κ πρωτοεμφανίστηκε – μέχρι σήμερα τις καρδιές αμέτρητων αναγνωστών και τηλεθεατών διεθνώς, ο Ζιντρού και ο συνδημιουργός του Φρανκ Πε (Frank Pé), αφενός παραδίδουν ένα έργο που ξεπερνά τα όρια του παραδοσιακού κόμικ, αποτίοντας φόρο τιμής στον δημιουργό του Αντρέ Φρανκιάν (André Franquin), αφετέρου τοποθετούν τον χαρακτήρα σε ένα ρεαλιστικό, σκοτεινό και συναισθηματικά φορτισμένο σύμπαν. «Όταν ήμουν παιδί, τα κόμικς ήταν το ένα από τα δύο βασικά μέσα ενημέρωσής μου», εξηγεί ο Ζιντρού, αναφερόμενος στην επιρροή που είχαν τα κόμικς στη δεκαετία του ’60 στο Βέλγιο. Ο ίδιος μεγάλωσε με τα Στρουμφάκια και άλλους αγαπημένους χαρακτήρες, ενώ το πάθος του για τη μυθοπλασία και την τέχνη ξεκίνησε από νωρίς. Όμως, ποτέ δεν φανταζόταν ότι ο δρόμος του θα τον οδηγούσε στο να γράψει για έναν από τους πιο δημοφιλείς ήρωες της γαλλοβελγικής κομικς κουλτούρας: Το Μαρσουπιλαμί. Στο «Θηρίο» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Μικρός Ήρως», η ιστορία του Μαρσουπιλαμί απομακρύνεται από το στυλ καρτούν μέσα από το οποίο το γνωρίσαμε, για να αναδείξει μια πιο ρεαλιστική, ώριμη εκδοχή του. Ο Ζιντρού και ο Πε εστιάζουν στα ζητήματα της κακοποίησης των ζώων, του εκφοβισμού και της φιλίας. «Εγώ διηγούμαι μια ιστορία με ανθρώπινες αξίες, αξίες της καρδιάς», λέει ο Ζιντρού, τονίζοντας τη σημασία που έχει το έργο του για τους νέους αναγνώστες, οι οποίοι θα δουν το Μαρσουπιλαμί μέσα από το νέο αυτό πρίσμα: Όχι μόνο ως το αγαπημένο ζώο που κλέβει την παράσταση, αλλά και ως σύμβολο μιας βαθύτερης σχέσης μεταξύ του ανθρώπου και του ζώου. Ο χαρακτήρας του Μαρσουπιλαμί, που δημιουργήθηκε το 1952 από τον Φρανκιάν, απέκτησε αμέσως τεράστια δημοφιλία και αποτελεί μια από τις πιο σημαντικές κληρονομιές της ευρωπαϊκής ένατης τέχνης. Ξεκίνησε ως ένα απλό κατοικίδιο των πρωταγωνιστών της σειράς «Spirou & Fantasio» και κατέληξε να αποκτά τη δική του σειρά κόμικς και να αποτελεί έναν από τους πιο εμπορικούς τίτλους σε Γαλλία και Βέλγιο.Η φήμη του χαρακτήρα πήρε νέα ύψη όταν μεταφέρθηκε στη μικρή οθόνη μέσω της Disney (1993), και μετέπειτα από μια εξίσου πετυχημένη γαλλικής παραγωγής σειρά κινουμένων σχεδίων (2000-2012). Στη χώρα μας, το Μαρσουπιλαμί διαδόθηκε τόσο μέσα από την σειρά κόμικς της Μαμούθ Κόμιξ, αλλά πιο ειδικά μέσα από τη σειρά κινουμένων σχεδίων που έπαιζε στο Alter Channel στις αρχές του 2000. Ο Ζιντρού, στη συνέντευξη του στο NEWS 24/7, μιλά για τις προκλήσεις και τις χαρές που προκύπτουν από τη συγγραφή αυτού του έργου, σημειώνοντας ότι η δική του ιδέα για το «Θηρίο» ήρθε μετά την επιθυμία του Πε να δώσει έναν πιο ωμό και έντονο τόνο στην ιστορία. Στην καρδιά του έργου φυσικά παραμένουν η αίσθηση της φιλίας, της αλληλεγγύης και η ελπίδα που αναδύονται ακόμα και στις πιο σκοτεινές στιγμές. Ακολουθεί η κουβέντα μας: Με ποια κόμικς μεγαλώσατε; Ποιοι ήταν οι αγαπημένοι σας χαρακτήρες; «Όλα, όλα απολύτως τα κόμικς που έπεφταν στα χέρια μου! Όταν ήμουν μικρός, στο Βέλγιο, τη δεκαετία του ’60, τα κόμικς ήταν το ένα από τα δύο βασικά μέσα ενημέρωσής μου. Το άλλο, φυσικά, ήταν η τηλεόραση. Όταν ήμουν παιδάκι, είχα αδυναμία στα Στρουμφάκια.» Ξεκινήσατε σαν δάσκαλος προτού εμπλακείτε με τα κόμικς. Μπορείτε να μοιραστείτε την ιστορία αυτής της μετάβασης; Ήταν κάτι που θέλατε πάντοτε να κάνετε; «Σταμάτησα να διδάσκω για να ξεκινήσω να γράφω τραγούδια για παιδιά, να κάνω θέατρο για παιδιά, βιβλία, κόμικς, ταινίες κινουμένων σχεδίων, κουκλοθέατρο… Πάντοτε για παιδιά. Τελικά επικράτησαν τα κόμικς. Ιστορίες όμως έφτιαχνα σε όλη μου τη ζωή. Και, πιστέψτε με, δεν ήταν καθόλου εύκολο να καταφέρω να φτάσω στην επιτυχία μέσα από αυτές! Επιπλέον, ακόμα και σήμερα, είναι πολύ πιο δύσκολο απ’ όσο θα μπορούσε να πιστέψει κανείς.» Θυμάστε την πρώτη φορά που συναντήσατε το «Μαρσουπιλαμί»; Ποια ήταν η πρώτη σας εντύπωση; «Όχι, δεν θυμάμαι καθόλου. Τα έχω διαβάσει όλα, όπως σας έχω πει. Όμως, το “Le nid du Marsupilami” σύντομα έγινε για εμένα ένα από τα πιο αγαπημένα άλμπουμ της σειράς. Κατά τη γνώμη μου, είναι ένα από τα μεγαλύτερα αριστουργήματα του μεγαλοφυούς Φρανκιάν.» Ποια είναι τα αισθήματά σας για τον Φρανκιάν; «Ένας από τους 100 σπουδαιότερους καλλιτέχνες – σε όλους τους τομείς της τέχνης – του 20ου αιώνα. Ο Τσάπλιν των κόμικς. Και επίσης, είναι και ωραίος τύπος.» Frank Pé Πότε και πως σας ήρθε η ιδέα για το «Θηρίο»; «Ο Φρανκ Πε ήθελε ένα άλμπουμ όπου το «άγριο ζώο» μέσα στο Μαρσουπιλαμί θα υπερίσχυε της φανταστικής, διασκεδαστικής πλευράς του. Και ένας σεναριογράφος, πάνω απ’ όλα, είναι εκεί για να δώσει χαρά στον σχεδιαστή του. Εξ’ ου και η επιλογή της εποχής, της πόλης των Βρυξελλών που είναι ο Βρυξέλλες των παιδικών χρόνων του Φρανκ που μεγάλωσε στη βελγική πρωτεύουσα.» Ποια είναι τα ζητήματα που θέλατε να θίξετε και να επικοινωνήσετε μέσα από αυτήν την ιστορία; «Εσείς θα μου το απαντήσετε αυτό! Εγώ διηγούμαι μια ιστορία! Με ανθρώπινες αξίες, αξίες της καρδιάς. Αλλά δεν αφορά εμένα η αποκρυπτογράφηση της!» Ποιος πήρε την απόφαση να γίνει το Μαρσουπιλαμί πιο ρεαλιστικό από το καρτούν. Έγινε σε συνεννόηση με τον Πε; «Ήταν επιλογή του Φρανκ, ναι.» Τι γνώμη πιστεύετε πως θα είχε ο Φρανκιάν για το δικό σας Μαρσουπιλαμί; «Του άρεσε τόσο πολύ που ήθελε να παίξει έναν από τους χαρακτήρες: αυτόν του δάσκαλου του Franz, του κυρίου Boniface.» Τι θα κάνατε αν, ως εκ θαύματος, συναντούσατε ένα αληθινό Μαρσουπιλαμί με σάρκα και οστά; «Θα του χαμογελούσα. Θα του μιλούσα απαλά. Θα του έδινα μερικές τηγανιτές πατάτες να φάει, καθώς του αρέσουν ως φαίνεται. Αλλά κυρίως, πάνω απ’ όλα, δεν θα έβγαζα καμιά φωτογραφία, καμία σέλφι.» Η ιστορία χαρακτηρίζεται από μια ξεχωριστή ανθρωπιά. Ποιος νομίζετε πως είναι ο ρόλος των κόμικς στις μέρες μας, ανεξαρτήτως της ηλικίας του κοινού; «Η ζωή φωτίζει τη μυθοπλασία. Η μυθοπλασία φωτίζει τη ζωή. Τα κόμικς, όπως όλες οι τέχνες, μας βοηθούν να αναρωτηθούμε για το ποιοι είμαστε μέσα στην κοσμοθεωρία των άλλων.» Ένας φόρος τιμής στο μυθικό πλάσμα του Francquin Το θηρίο υπήρχε πολύ πριν το ονομάσουν Μαρσουπιλαμί. Πραγματικός γρίφος για τους ζωολόγους, με μια απίστευτα μακριά ουρά, το ζώο αυτό είναι προικισμένο με εκπληκτική δύναμη, εξαιρετική ευφυία, βαθιά ενσυναίσθηση και… τρομερή λαιμαργία. Αυτή είναι η αληθινή ιστορία ενός τέτοιου θηρίου που ξεφεύγει από τους καταπιεστές του στο βροχερό Βέλγιο του 1955 και βρίσκει καταφύγιο στο σπίτι του Φρανσουά. Ενός νεαρού αγοριού που είναι λάτρης των ζώων και που καθημερινά ανέχεται τη σωματική και ψυχολογική βία από συνομήλικούς του. Η αρχή μιας συναρπαστικής περιπέτειας – άλλοτε σκοτεινή αλλά πάντα γεμάτη ελπίδα – όπως και η αρχή μιας όμορφης φιλίας. Με τη νέα αυτή εκδοχή, ο Μαρσουπιλαμί επιστρέφει σε μια εποχή που δεν φοβάται να θίξει πιο ευαίσθητα ζητήματα… Οι συγγραφείς αποτίνουν έναν υπέροχο φόρο τιμής στο μυθικό ζώο που δημιούργησε ο Φρανκιάν, ενώ παράλληλα καταγγέλλουν την βία απέναντι στα ζώα, το εμπόριο εξωτικών ζώων, όπως και τον εκφοβισμό των παιδιών. Ωστόσο, στο κέντρο της ιστορίας βλέπουμε τη φιλία που μπορεί να ενώσει ένα παιδί με ένα ζώο. Ποιος είναι ο Ζιντρού Ο Ζιντρού (κατά κόσμον Μπενουά Ντρουζί) γεννήθηκε το 1962 στις Βρυξέλλες. Ξεκίνησε την επαγγελματική του πορεία ως δάσκαλος και στα τέλη της δεκαετίας του ’90 άρχισε να γράφει βιβλία και τραγούδια για παιδιά. Το 1991 μαζί με τον κομίστα Γκόντι δημιούργησαν τη σειρά κόμικ “L’ Élève Ducobu”, η οποία γνώρισε μεγάλη επιτυχία. Δημιούργησε πολλές σειρές κόμικ για παιδιά και εφήβους όπως τα “Crannibales”, “Tamara” και “Sac à Puces” (οι οποίες κυκλοφόρησαν από την εκδοτική Dupuis), καθώς και το “Scott Zombi” (που εκδόθηκε από την Casterman). Ο Ζιντρού ανέλαβε επίσης τη σειρά “La Ribambelle” με την εκδοτική Dargaud. Η συνεργασία τους συνεχίστηκε και στις πιο “σκοτεινές” αλλά εξίσου ευαίσθητες σειρές κόμικ “La Peau de l’ours”, “Le Client”, “Lydie” , “Les Folies Bergère”, “La Mondaine” και “Les 3 Fruits”. Zidrou Το 2015 ο Ζιντρού επέστρεψε δυναμικά με τρεις νέους τίτλους που εκδόθηκαν από την Dargaud: το “Bouffon” με τον κομίστα Φράνσις Πορσέλ, το “Les Beaux Étés” με τον Ζόρντι Λαφάμπρ, και το “Le Crime qui est le tien” σε συνεργασία με τον Φιλίπ Μπερτέ. Πρόσφατα, με την εκδοτική Le Lombard ολοκλήρωσε την Αφρικανική Τριλογία του με τον καλλιτέχνη Ραφαέλ Μπεσό, που περιλαμβάνει τα “Le Montreur d’ histoires”, “Tourne-disque” και “Un tout petit bout d’elles”, ενώ συμμετείχε στο reboot της κλασικής σειράς “Ric Hochet” με τον καλλιτέχνη Σιμόν Βαν Λιέμτ. Το 2017 ξεκίνησε μια νέα σειρά με τον Χοσέ Χομς, τη φανταστική περιπέτεια “Shi”, η οποία εκτυλίσσεται στη Βρετανία σε διάστημα δύο αιώνων. Η βιβλιογραφία του επεκτάθηκε με την έκδοση του σουρεαλιστικού ”Natures mortes”. Ως ένας από τους πιο παραγωγικούς σεναριογράφους κόμικς της εποχής του, το έργο του συνεχίζει να εκπλήσσει και να ενθουσιάζει με κάθε νέα δημιουργία. Info: Μαρσουπιλαμί – Το Θηρίο #1 Δημιουργοί: Zidrou, Frank Pé Ημερομηνία Έκδοσης: Φεβρουάριος 2025 Αριθμός Σελίδων: 164 Διάσταση: 21 x 25 εκ. Χρώμα: Έγχρωμο ISBN: 978-618-206-198-5 Και το σχετικό link...
  20. Ένα από τα πιο ιδιαίτερα χαρακτηριστικά μεγάλου μέρους της μεταμοντέρνας αφήγησης στη λογοτεχνία, στον κινηματογράφο, σε κάθε τέχνη, είναι η εσκεμμένη ανοικείωση που προκαλεί στον αναγνώστη ή/και θεατή. Φαινομενικά ασύμβατα στοιχεία συνδυάζονται μεταξύ τους δημιουργώντας αφηγηματικά και εικονιστικά υβρίδια που ανάλογα με τη δεξιοτεχνία του δημιουργού τους μπορούν να κυμαίνονται από την απόλυτη ασυναρτησία που ξενίζει και απωθεί μέχρι το αριστουργηματικό παστίς που μαγνητίζει και προσελκύει. Το ίδιο συμβαίνει σε πολλά από τα κόμικς της σύγχρονης εποχής που, σε μια προσπάθεια να διευρύνουν το κοινό τους, αναμειγνύουν ετερόκλητα στοιχεία ώστε να κρατήσουν ικανοποιημένους όσο το δυνατόν περισσότερους «κουρασμένους» αναγνώστες. Αυτή η συνταγή ακολουθείται εδώ και δεκαετίες στα crossovers χαρακτήρων, προερχόμενων αρχικά από την ίδια εταιρεία, μετέπειτα μεταξύ διαφορετικών εταιρειών και προελεύσεων, εντέλει ακόμα και εντελώς αταίριαστων μεταξύ τους, από άλλες εποχές και άλλα είδη. Τέτοια περίπτωση είναι το crossover μεταξύ Flash και Ζαγκόρ με τίτλο «Το Τσεκούρι και η Αστραπή» των Giovanni Masi – Mauro Uzzeo (σενάριο) και Davide Gianfelice (σχέδιο) που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Μικρός Ήρως (μετάφραση: Γαβριήλ Τομπαλίδης, 164 σελίδες). Όσο αλλόκοτη φαίνεται όμως η συνύπαρξη δύο εμβληματικών χαρακτήρων από εντελώς διαφορετικά περιβάλλοντα, τόσο ομαλή είναι η ταυτόχρονη παρουσία τους στις ίδιες σελίδες. Μπορεί ο ένας («το πνεύμα με το τσεκούρι») να τα βάζει με αποικιοκράτες, Ινδιάνους, λυκάνθρωπους, εξωγήινους και τεράστια ρομπότ στην Άγρια Δύση του 19ου αιώνα (!) κι ο άλλος («ο άνθρωπος-αστραπή») να καταδιώκει αδίστακτους δολοφόνους και τρελούς επιστήμονες ανάμεσα σε ουρανοξύστες στις σύγχρονες μεγαλουπόλεις, αλλά έχουν έναν κοινό στόχο: να προστατεύουν με αλτρουισμό τους αδύναμους. Όπως γράφουν και οι δημιουργοί τους: «Ο Μπάρυ Άλλεν και ο Πάτρικ Ουίλντινγκ είναι δύο ήρωες, αυτό είναι αλήθεια, αλλά πάνω απ’ όλα είναι δύο άνθρωποι με μεγάλη καρδιά που πάντα νοιάζονται για τους άλλους. Ο Flash, κάθε φορά που σώζει κάποιον, ποτέ δεν ξεχνά να του φέρει πίτσα ή παγωτό για να τον βοηθήσει να ξεπεράσει το σοκ που υπέστη. Ο Ζαγκόρ τρέχει πάντα να βοηθήσει όποιον βρίσκεται σε δύσκολη θέση, ανεξαρτήτως χρώματος ή καταγωγής. Και οι δύο τους χαμογελούν. Χαμογελούν πάντοτε…» Κι αυτό δεν είναι λίγο, ιδιαίτερα αν ο αποσβολωμένος αναγνώστης μετά το πρώτο ξάφνιασμα αφεθεί στη συναρπαστική περιπέτεια και χαμογελάσει κι αυτός. Και το σχετικό link...
  21. Ο περίφημος κλασικός χαρακτήρας των γαλλοβελγικών κόμικς και κινουμένων σχεδίων Μαρσουπιλαμί γίνεται ένα ρεαλιστικό κόμικ από τους Zidrou και Frank Pé με σκοτεινές και γλυκές αποχρώσεις. Η τάση μεταφοράς κλασικών παιδικών χαρακτήρων των κόμικς σε πιο ρεαλιστικές ή ενήλικες ιστορίες κρατάει δεκαετίες – όπως και η κριτική που της έχει ασκηθεί. Τα παραδείγματα πολλά: από την παντελή, σκοτεινή μεταστροφή του άλλοτε παιδικού Μπάτμαν (και όλου του υπερηρωικού θιάσου των DC και Marvel) μέχρι αυτοτελή πειράματα όπως τα Λούκι Λουκ του Matthieu Bonhomme. Σε αυτή τη δεύτερη κατηγορία εντάσσεται και το Μαρσουπιλαμί του σεναριογράφου Zidrou και του σχεδιαστή Frank Pé, του οποίου το πρώτο μέρος μόλις κυκλοφόρησε στην Ελλάδα με τίτλο «Μαρσουπιλαμί #1 – Το Θηρίο» από τις εκδόσεις Μικρός Ήρως σε μετάφραση Τατιάνας Ραπακούλια. Μα τι είδους ζώο είναι αυτό; Το Μαρσουπιλαμί, το σπάνιο κιτρινόμαυρο θηλαστικό που ζει στα τροπικά δάση της Παλούμπια, μιας φανταστικής λατινοαμερικάνικης χώρας, δημιουργήθηκε το 1952 από τον Βέλγο θρύλο των κόμικς Αντρέ Φρανκέν. Ξεκινώντας την πορεία του σαν κατοικίδιο των Σπιρού και Φαντάζιο και πρωταγωνιστώντας εν συνεχεία στη δική του σειρά κόμικς κατά τη δεκαετία του ’80, το πολύχρωμο αυτό πλάσμα, μίξη μαϊμούς και λεοπάρδαλης, με τη μακριά ουρά και τη μεγάλη όρεξη έγινε από τους πιο αναγνωρίσιμους και αγαπητούς ήρωες των γαλλοβελγικών κόμικς. Στην Ελλάδα, το κοινό γνωρίστηκε μαζί του μέσα από τα 8 κόμικ άλμπουμ του που κυκλοφόρησε η Μαμούθ Κόμιξ και τη σειρά κινουμένων σχεδίων που προβλήθηκε στο κανάλι Alter στις αρχές της δεκαετίας του 2000. Από τη ζούγκλα στις Βρυξέλλες Τον Οκτώβριο του 2020 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Dupuis η εν λόγω πρωτότυπη ματιά των Zidrou και Frank Pé πάνω στον μύθο του δημοφιλούς πλάσματος, ο πρώτος τόμος «Μαρσουπιλαμί – Το Θηρίο». Δέχθηκε διθυραμβικές κριτικές από κοινό και κριτικούς, έλαβε το Βραβείο Καλύτερου Σχεδίου «Albert Uderzo» το 2021 ενώ ολοκληρώθηκε με τον δεύτερο τόμο του το 2023. Η ιστορία μεταφέρει ένα Μαρσουπιλαμί στο Βέλγιο του 1955 όπου επιβιώνει και δραπετεύει από ένα πλοίο παράνομης διακίνησης εξωτικών ζώων. Το πλάσμα αυτό, εξαθλιωμένος παρίας, θα περιπλανηθεί στην αφιλόξενη, υγρή επαρχία ώσπου θα συναντηθεί με δύο ακόμα παρίες: τον μικρό Φρανσουά και τη μητέρα του που δέχονται κοινωνικό αποκλεισμό από τους συμπολίτες τους λόγω του εξαφανισμένου πατέρα του παιδιού, ενός Γερμανού στρατιώτη από την Κατοχή. Ο Zidrou στο σενάριο καταφέρνει δύο σημαντικά πράγματα: από τη μία, να φτιάξει μια συναρπαστική και ενδιαφέρουσα ηθογραφική ιστορία με ενήλικα θέματα (στιγματισμός, παιδικό bullying, κακοποίηση ζώων, μοναξιά, μεταπολεμικά τραύματα) χωρίς όμως να στερείται χιούμορ και τρυφερότητας, και από την άλλη να εντάξει σε αυτήν ένα εκ πρώτης όψεως παράταιρο καρτουνίστικο πλάσμα και να το μετατρέψει σε αληθινό ζώο και φορέα των μηνυμάτων της. Το σχέδιο του Pé στέκεται αντάξιο των περιστάσεων με δραματική σκηνοθεσία, σκοτεινά και γήινα χρώματα που τονίζουν το μουντό, βέλγικο τοπίο και ένα σχέδιο που ισορροπεί μεταξύ ρεαλισμού και οικείου καρτουνίστικου γαλλοβελγικού σχεδίου. Άξιες προσοχής είναι και οι τελευταίες σελίδες του τόμου με προπαρασκευαστικά σχέδια που δείχνουν πως ο Pé μετέτρεψε το Μαρσουπιλαμί, συνθέτοντας ανατομικά στοιχεία από άλλα ζώα, σε ένα αληθοφανές θηρίο. Απαντώντας λοιπόν στην ερώτηση του τίτλου του άρθρου, το Μαρσουπιλαμί γίνεται όντως «σκοτεινό» αλλά με ένα, απευθυνόμενο σε όλες τις ηλικίες, τρυφερό μήνυμα καθόλου ξένο προς την πρωτότυπη σειρά: την αγάπη προς τον Άλλο και τα ζώα. Και όσον αφορά τους επικριτικούς που βλέπουν άλλον έναν παιδικό ήρωα να βαφτίζεται στην κολυμπήθρα του «ρεαλισμού» και της «ενήλικης μεταφοράς», ακόμα κι εκείνοι έχουν να απολαύσουν από τους Zidrou και Pé ένα σύγχρονο καλοφτιαγμένο κόμικς με πρωτότυπο σενάριο και καθηλωτικό σχέδιο, ένα αληθινό φόρο τιμής προς το κιτρινόμαυρο τροπικό θηρίο. ● Το κόμικς «Μαρσουπιλαμί #1: Το Θηρίο» κυκλοφορεί στα βιβλιοπωλεία από τις εκδόσεις Μικρός Ήρως. Και το σχετικό link...
  22. Το αγαπημένο “Μαρσουπιλαμί”, το θρυλικό ζώο που πρωταγωνίστησε στα κόμικ και τα cartoon των 90’s και 00’s επιστρέφει ως «Το Θηρίο» σε ένα συγκλονιστικό remake από τους Zidrou και Frank Pé, δίνοντας νέα πνοή στον μύθο του πλάσματος με τη μακριά ουρά! Το θηρίο υπήρχε πολύ πριν το ονομάσουν Μαρσουπιλαμί. Πραγματικός γρίφος για τους ζωολόγους, με μια απίστευτα μακριά ουρά, το ζώο αυτό είναι προικισμένο με εκπληκτική δύναμη, εξαιρετική ευφυία, βαθιά ενσυναίσθηση και… τρομερή λαιμαργία. Αυτή είναι η αληθινή ιστορία ενός τέτοιου θηρίου που ξεφεύγει από τους καταπιεστές του στο βροχερό Βέλγιο του 1955 και βρίσκει καταφύγιο στο σπίτι του Φρανσουά. Ενός νεαρού αγοριού που είναι λάτρης των ζώων και που καθημερινά ανέχεται τη σωματική και ψυχολογική βία από συνομήλικούς του. Η αρχή μιας συναρπαστικής περιπέτειας – άλλοτε σκοτεινή αλλά πάντα γεμάτη ελπίδα – όπως και η αρχή μιας όμορφης φιλίας. Πρόκειται για έναν από τους πιο φημισμένους γαλλοβελγικούς τίτλους των κόμικς και ένα φανταστικό είδος ζώου που δημιουργήθηκε από τον André Franquin το 1952. Ξεκινώντας ως ένα απλό κατοικίδιο των πρωταγωνιστών της σειράς «Spirou & Fantasio», κατέληξε να αποκτά τη δική του σειρά κόμικς και να αποτελεί έναν από τους πιο εμπορικούς τίτλους σε Γαλλία και Βέλγιο. Η φήμη του Μαρσουπιλαμί πήρε νέα ύψη όταν μεταφέρθηκε στη μικρή οθόνη μέσω της Disney (1993), και μετέπειτα από μια εξίσου πετυχημένη γαλλικής παραγωγής σειρά κινουμένων σχεδίων (2000-2012). Στη χώρα μας το Μαρσουπιλαμί διαδόθηκε τόσο μέσα από την σειρά κόμικς της Μαμούθ Κόμιξ, αλλά πιο ειδικά μέσα από τη σειρά κινουμένων σχεδίων που έπαιζε στο Alter Channel στις αρχές του 2000. Οι συγγραφείς αποτίνουν έναν υπέροχο φόρο τιμής στο μυθικό ζώο που δημιούργησε ο Franquin, ενώ παράλληλα καταγγέλλουν την βία απέναντι στα ζώα, το εμπόριο εξωτικών ζώων, όπως και τον εκφοβισμό των παιδιών. Ωστόσο, στο κέντρο της ιστορίας βλέπουμε τη φιλία που μπορεί να ενώσει ένα παιδί με ένα ζώο. Πρόκειται για έναν επανασχεδιασμό του μύθου του Μαρσουπιλαμί, τοποθετώντας τον σε ένα ρεαλιστικό μεταπολεμικό σενάριο. Συγκινητικό, σπαραχτικό και οπτικά εντυπωσιακό πρόκειται για ένα κόμικς που θα σας αφήσει με το στόμα ανοιχτό. Το σενάριο υπογράφει ο Zidrou και το σχέδιο ο Frank Pé. Info: Μαρσουπιλαμί – Το Θηρίο #1 Δημιουργοί: Zidrou, Frank Pé Ημερομηνία Έκδοσης: Φεβρουάριος 2025 Αριθμός Σελίδων: 164 Διάσταση: 21 x 25 εκ. Χρώμα: Έγχρωμο ISBN: 978-618-206-198-5 Και το σχετικό link...
  23. Από τους πιο τραγικούς υπερήρωες των mainstream κόμικς, ο Silver Surfer θυσιάστηκε για να σώσει τον πλανήτη του με τίμημα να περιπλανιέται αέναα στο Σύμπαν αναζητώντας άλλους πλανήτες με ζωή για να «τρέφεται» ο Galactus και να συντηρεί την τεράστια δύναμή του. Σύμφωνα με τον δημιουργό του, Jack Kirby, ο οποίος τον παρουσίασε πρώτη φορά το 1966, ο Silver Surfer δεν προοριζόταν για πρωταγωνιστής της Marvel. Κέρδισε όμως τις καρδιές των αναγνωστών και σταδιακά μετατράπηκε σε σταρ, ενώνοντας συχνά τις δυνάμεις του με τους Fantastic Four. Ήταν πάντα όμως «δύσκολος» χαρακτήρας καθώς οι δραματικοί του μονόλογοι, η διάχυτη θλίψη του, η αβάσταχτη μοναξιά του, οι εσωτερικές του συγκρούσεις, οι φιλοσοφικές του ανησυχίες και σε κάποιο βαθμό η παγερή του μορφή τον καθιστούσαν δυσπρόσιτο, ιδιαίτερα σε νεαρότερες ηλικίες. Σε μια ξεχωριστή remastered περιπέτεια του Silver Surfer που πέρασε από τα 40 κύματα μέχρι την καινούργια της μορφή, ο Ron Marz (σενάριο) και ο Claudio Castellini (σχέδια) συγκεντρώνουν ορισμένα από αυτά τα χαρακτηριστικά και τον θέτουν αντιμέτωπο με τη White Raven, με τον Galactus και τον Thanos να (νομίζουν πως) κινούν τα νήματα. Ο ανθρωπισμός, ο αλτρουισμός και η καλοσύνη όμως του ασημένιου πρώην αγγελιοφόρου ξεπερνούν κάθε δυσκολία. Το πιο εντυπωσιακό στον πολυτελή τόμο μεγάλων διαστάσεων με σκληρό εξώφυλλο και εκτενή εισαγωγικά και επιλογικά κείμενα (εκδ. Μικρός Ήρως, μετάφραση: Γαβριήλ Τομπαλίδης, 92 σελίδες) είναι τα σχέδια του Castellini, οι φαινομενικά μόνο άναρχα δομημένες σελίδες του αλλά εντέλει απόλυτα μελετημένες, οι πολλές εγκιβωτισμένες εικόνες μέσα σε μεγαλύτερες, τα παράγωνα γεμάτα ένταση καρέ και οι εκρηκτικές ονοματοποιίες, οι φιγούρες που ξεχειλίζουν από τα καρέ τα οποία δεν μπορούν να τους τιθασεύσουν. Το «Silver Surfer: Το Σκοτάδι Πέρα από τα Αστέρια» είναι, τουλάχιστον ως προς τις εικόνες του, ένα διονυσιακό όργιο περιδινούμενων υπερηρώων ανάμεσα σε λάμψεις, ήχους και στροβιλιζόμενα διαστημόπλοια, με τις κλίμακες και τις οπτικές γωνίες να αλλάζουν διαρκώς προκαλώντας μια μεθυστική ζαλάδα στους αναγνώστες σε ένα σπάνιο σχεδιαστικό επίτευγμα. Ένα βιβλίο που μπορεί να μη χαραχθεί στη μνήμη ως προς το σενάριό του, αλλά θα μείνει αξέχαστο για τα σχέδιά του. Και το σχετικό link...
  24. Οι «Έγκλειστοι» του Περικλή Κουλιφέτη γεννήθηκαν εν καιρώ καραντίνας. Ο Στάθης και ο Αγαθοκλής βίωσαν την τραυματική περίοδο της απομόνωσης επινοώντας, όχι πάντα με επιτυχία, τρόπους για να την κάνουν πιο υποφερτή. Δίπλα δίπλα πέρασαν τις «δυο επόμενες εβδομάδες που θα είναι κρίσιμες», την απαγόρευση εξόδου, τα sms για σωματική άσκηση και κάθε άλλη πατέντα που επιβλήθηκε «για το καλό τους». Η καραντίνα τέλειωσε αλλά οι δυο τους παραμένουν «έγκλειστοι» στη φτώχεια, τη μοναξιά, το μικρό διαμέρισμά τους. Ο Αγαθοκλής μάλιστα, ως καναρίνι, είναι κυριολεκτικά έγκλειστος στο στενόχωρο κλουβί του, έχοντας άπειρο χρόνο να μηχανευτεί μεθόδους και να καταστρώσει στρατηγικές για να καταστρέψει την ανθρωπότητα και να πάρει την εκδίκησή του. Ο Στάθης όμως δεν συμμερίζεται την απελπισία του. Και κάπου εκεί, στα χρόνια της κανονικότητας, στο τρίτο μέρος της σειράς που μόλις κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Μικρός Ήρως, κάνει την εμφάνισή του ακόμη ένας έγκλειστος για να κρατά συντροφιά στον Αγαθοκλή. Έλα όμως που ο παπαγάλος Σπάρτακος ξέρει μόνο να παπαγαλίζει. Κι όσο κι αν ο Αγαθοκλής προσπαθεί να τον μυήσει στα ιδανικά της επανάστασης και να τον πείσει για τη βίαιη εξέγερση ενάντια στον Στάθη, ο Σπάρτακος παραμένει άβουλος, ανίκανος να συνειδητοποιήσει τη θέση του. Υπομένει στωικά, ίσως και με ικανοποίηση, το μαρτύριο της φυλακής και μονολογεί πως «πρέπει να εκτιμούμε όσα έχουμε» όταν το μόνο που έχει είναι ένα σιδερένιο κελί τριγύρω του. Κι έτσι περνά η ζωή των εγκλείστων, με τον Στάθη να πασχίζει για την ενεργειακή αυτάρκειά του τοποθετώντας στο μπαλκόνι του ανεμογεννήτρια που γκρεμίζεται, φωτοβολταϊκά πάνελ που τα κουτσουλάνε τα περιστέρια, σκηνή κάμπινγκ για να γλιτώνει τα έξοδα του ρεύματος, πλαστική πισίνα ως «πριβέ Σαντορίνη», ανεμιστήρα έξω απ’ το ψυγείο που εκρήγνυται, ηλιακό φούρνο που πιάνει φωτιά και άλλες απολαυστικές και μη λειτουργικές ευρεσιτεχνίες, και τον Αγαθοκλή να σχεδιάζει το επόμενο στάδιο στον αγώνα προς τη χειραφέτηση και την ελευθερία χωρίς τη συμμετοχή του παπαγάλου. Και παρά το happy end και τη φαινομενική συμφιλίωση, είναι σχεδόν βέβαιο πως οι έγκλειστοι, δυστυχώς γι’ αυτούς και ευτυχώς για τους αναγνώστες, θα παραμείνουν έγκλειστοι για καιρό ακόμη. Χωρίς καμιά ελπίδα διαφυγής. Και το σχετικό link...
  25. Εβδομήντα χρόνια έντυπης ζωής συμπλήρωσε πριν από λίγες εβδομάδες ένας εμβληματικός χαρακτήρας των ευρωπαϊκών κόμικς. Πολύ πιο δημοφιλής τις προηγούμενες δεκαετίες αλλά ακόμα «ζωντανός», ο Μπλεκ έκανε την πρώτη του εμφάνιση στις 3 Οκτωβρίου του 1954 στο περιοδικό Collana Freccia, «προϊόν» της ιταλικής δημιουργικής ομάδας των EsseGesse (Giovanni Sinchetto, Darrio Guzzon, Pietro Sartoris). Στην Ελλάδα, οι περιπέτειές του κυκλοφόρησαν πρώτη φορά το 1969 από τις εκδόσεις του Στέλιου Ανεμοδουρά, δημιουργού του Μικρού Ήρωα και συνεχίστηκαν ανελλιπώς μέχρι το 1994 σε διαφορετικές σειρές, αλλά πάντα με την ίδια θεματολογία. Ο Ανεμοδουράς μάλιστα, από το 1974 ως το 1977 έγραψε οκτώ επεισόδια σε δικά του σενάρια και σχέδια του Βύρωνα Απτόσογλου που δημοσιεύτηκαν στην ελληνική έκδοση του Μπλεκ, ενώ κάτι ανάλογο συνέβη και σε άλλες χώρες όπως η Γαλλία και η Γιουγκοσλαβία με ντόπιους σεναριογράφους και σχεδιαστές. Στην Ελλάδα μάλιστα, από το 2015 και μετά δημοσιεύτηκαν και ορισμένες νέες περιπέτειες του Μπλεκ (Το Τίμημα της Προδοσίας σε σενάριο του Νίκου Νικολαΐδη, Η Επιστροφή της Μάγισσας Νεκμέκ σε σενάριο του Γιώργου Παπαδάκη και Η Μεγάλη Συνάντηση σε σενάριο του Κώστα Φραγκιαδάκη – όλες σχεδιασμένες από τον τελευταίο). Από τις εκδόσεις Μικρός Ήρως του Λεωκράτη Ανεμοδουρά, εγγονού του Στέλιου, κυκλοφορούν εδώ και χρόνια παλιές και νέες ιστορίες του Μπλεκ σε προσεγμένες πολυσέλιδες εκδόσεις με ιστορικά επεξηγηματικά κείμενα. Σε κάθε περίπτωση, πρωταγωνιστής είναι ο ξανθός κυνηγός με το γούνινο καπέλο και δίπλα του έχει πάντα τον μικρό Ρόντι και τον πολυμήχανο Καθηγητή Μυστήριο. Το πιο ενδιαφέρον όμως είναι η ιστορική τοποθέτηση των περιπετειών του Μπλεκ στα χρόνια του τέλους του 18ου αιώνα, κατά τον αγώνα των γηγενών Αμερικανών για ανεξαρτησία απέναντι στους Άγγλους αποικιοκράτες. Μπορεί ο Μπλεκ και οι σύντροφοί του να αντιμετωπίζουν πλήθος αντιπάλων κάθε είδους στα απειλητικά και αφιλόξενα δάση της Βόρειας Αμερικής, αλλά ο μεγάλος εχθρός είναι οι Άγγλοι με τα γελοία καπέλα τους και τις χρωματιστές στολές τους. Παρά την υπεροπλία τους οι Άγγλοι θα είναι πάντα ξένοι σ’ αυτόν τον τόπο, εισβολείς και κατακτητές. Σε αντίθεση με τον Μπλεκ και τους φίλους του που μάχονται για την ελευθερία τους και υπερασπίζονται τη γη τους. Και γι’ αυτό βγαίνουν πάντα νικητές. Και το σχετικό link...
×
×
  • Δημιουργία νέου...

Σημαντικές πληροφορίες

Χρησιμοποιώντας αυτή τη σελίδα, αποδέχεστε τις Όρους χρήσης μας.