Jump to content

Search the Community

Showing results for tags 'εκδοσεις μικρος ηρως'.

  • Search By Tags

    Type tags separated by commas.
  • Search By Author

Content Type


Forums

  • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΝΕΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΝΕΑ
  • ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ
    • ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ
    • ΤΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙ
  • ΧΑΛΑΡΩΜΑ
    • ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ
    • ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΡΙΟ
    • ΤΟ ΠΑΖΑΡΙ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Διάφορα
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Ντόναλντ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Super Μίκυ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Κόμιξ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μίκυ Μάους
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μπλα μπλα
  • VINTAGE's Συζήτηση
  • VIDEO GAMES's Γεν. Συζήτηση για Video Games

Blogs

  • Valt's blog
  • Dr Paingiver's blog
  • GCF about comics
  • Vet in madness
  • Θέμα ελεύθερο
  • Film
  • Comics, Drugs and Brocc 'n' roll
  • I don't know karate, but i know ka-razy!
  • Γερμανίκεια
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • Κομικσόκοσμος
  • The Unstable Geek
  • Σκόρπιες Σκέψεις
  • Dhampyr Diaries
  • Περί ανέμων και υδάτων

Find results in...

Find results that contain...


Date Created

  • Start

    End


Last Updated

  • Start

    End


Filter by number of...

Joined

  • Start

    End


Group


Member Title


MSN


Website URL


Yahoo


Skype


City


Profession


Interests

  1. Το αγαπημένο “Μαρσουπιλαμί”, το θρυλικό ζώο που πρωταγωνίστησε στα κόμικ και τα cartoon των 90’s και 00’s επιστρέφει ως «Το Θηρίο» σε ένα συγκλονιστικό remake από τους Zidrou και Frank Pé, δίνοντας νέα πνοή στον μύθο του πλάσματος με τη μακριά ουρά! Το θηρίο υπήρχε πολύ πριν το ονομάσουν Μαρσουπιλαμί. Πραγματικός γρίφος για τους ζωολόγους, με μια απίστευτα μακριά ουρά, το ζώο αυτό είναι προικισμένο με εκπληκτική δύναμη, εξαιρετική ευφυία, βαθιά ενσυναίσθηση και… τρομερή λαιμαργία. Αυτή είναι η αληθινή ιστορία ενός τέτοιου θηρίου που ξεφεύγει από τους καταπιεστές του στο βροχερό Βέλγιο του 1955 και βρίσκει καταφύγιο στο σπίτι του Φρανσουά. Ενός νεαρού αγοριού που είναι λάτρης των ζώων και που καθημερινά ανέχεται τη σωματική και ψυχολογική βία από συνομήλικούς του. Η αρχή μιας συναρπαστικής περιπέτειας – άλλοτε σκοτεινή αλλά πάντα γεμάτη ελπίδα – όπως και η αρχή μιας όμορφης φιλίας. Πρόκειται για έναν από τους πιο φημισμένους γαλλοβελγικούς τίτλους των κόμικς και ένα φανταστικό είδος ζώου που δημιουργήθηκε από τον André Franquin το 1952. Ξεκινώντας ως ένα απλό κατοικίδιο των πρωταγωνιστών της σειράς «Spirou & Fantasio», κατέληξε να αποκτά τη δική του σειρά κόμικς και να αποτελεί έναν από τους πιο εμπορικούς τίτλους σε Γαλλία και Βέλγιο. Η φήμη του Μαρσουπιλαμί πήρε νέα ύψη όταν μεταφέρθηκε στη μικρή οθόνη μέσω της Disney (1993), και μετέπειτα από μια εξίσου πετυχημένη γαλλικής παραγωγής σειρά κινουμένων σχεδίων (2000-2012). Στη χώρα μας το Μαρσουπιλαμί διαδόθηκε τόσο μέσα από την σειρά κόμικς της Μαμούθ Κόμιξ, αλλά πιο ειδικά μέσα από τη σειρά κινουμένων σχεδίων που έπαιζε στο Alter Channel στις αρχές του 2000. Οι συγγραφείς αποτίνουν έναν υπέροχο φόρο τιμής στο μυθικό ζώο που δημιούργησε ο Franquin, ενώ παράλληλα καταγγέλλουν την βία απέναντι στα ζώα, το εμπόριο εξωτικών ζώων, όπως και τον εκφοβισμό των παιδιών. Ωστόσο, στο κέντρο της ιστορίας βλέπουμε τη φιλία που μπορεί να ενώσει ένα παιδί με ένα ζώο. Πρόκειται για έναν επανασχεδιασμό του μύθου του Μαρσουπιλαμί, τοποθετώντας τον σε ένα ρεαλιστικό μεταπολεμικό σενάριο. Συγκινητικό, σπαραχτικό και οπτικά εντυπωσιακό πρόκειται για ένα κόμικς που θα σας αφήσει με το στόμα ανοιχτό. Το σενάριο υπογράφει ο Zidrou και το σχέδιο ο Frank Pé. Info: Μαρσουπιλαμί – Το Θηρίο #1 Δημιουργοί: Zidrou, Frank Pé Ημερομηνία Έκδοσης: Φεβρουάριος 2025 Αριθμός Σελίδων: 164 Διάσταση: 21 x 25 εκ. Χρώμα: Έγχρωμο ISBN: 978-618-206-198-5 Και το σχετικό link...
  2. Και ήρθε λοιπόν η ώρα που όλοι περιμέναμε! Χθες, στις 2 Αυγούστου του 2022 κυκλοφόρησε, από τις εκδόσεις Μικρός Ήρως, ο πρώτος τόμος της σειράς "Κλασικές ιστορίες Popeye". Η σειρά αυτή έχει σκοπό να παρουσιάσει στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό μια φουρνιά από τις καλύτερες ιστορίες του Μπαντ Σάγκεντορφ (ενός από τους μεγαλύτερους δημιουργούς στριπ με τον Ποπάυ) στην αυθεντική πρωτότυπη μορφή τους. Ο Μπαντ Σάγκεντορφ είναι αυτός ο οποίος κατάφερε μέσα από εκατοντάδες κομικς και στριπς να αναδείξει τον Ποπάυ τόσο στην Αμερική όσο και στην Ελλάδα. Το όνομα του το πρωτοείδαμε στην σειρά "Ποπάυ" (από την εκδοτική Δραγούνης Α.Ε.) καθώς ήτανε τοποθετημένο σε κάθε εξώφυλλο της σειράς για 2 ολόκληρές δεκαετίες. Οι ιστορίες του ξεχώριζαν στο περιοδικό λόγω της εφευρετικότητας και της επινοητικότητας του καθώς και του καλλιτεχνικού ταλέντου του. Όμως οι ιστορίες αυτές υπέστησαν αλλαγές αφού δεν μπορούσαν να φιλοξενηθούν στα περιοδικά κόμικς καθώς ήτανε φτιαγμένες για τα ημερήσια στριπ των αμερικανικών εφημερίδων. Ως εκ τούτου, οι ιστορίες του δεν εκδόθηκαν ποτέ στην σωστή τους μακρόστενη μορφή. Έτσι λοιπόν ο αγαπητός @ PhantomDuck μαζί με την εκδοτική Μικρός Ήρως αποφάσισε να εκδώσει τις ιστορίες αυτές με την αρχική μορφή τους. Αρκετά με τον πρόλογο ας περάσουμε στην παρουσίαση-κριτική... Η ΕΚΔΟΣΗ Μέγεθος: Λίγο μεγαλύτερο από τις Μπαμπαδοϊστορίες με ακριβείς διαστάσεις 21 X 19 εκ. Θεωρώ ότι είναι το καταλληλότερο μέγεθος για μια τέτοια έκδοση. Τα στριπς καθώς και τα άρθρα εφάπτονται τέλεια. Το μόνο πρόβλημα που ίσως θα μπορούσε να τεθεί είναι αυτό της τοποθέτησης το οποίο δεν το θεωρώ πολύ σημαντικό. Τιμή: Στα 22€ (με έκπτωση 19.80€ στο site του Μικρού ήρωα). Λίγο τσουχτερή η τιμή λόγω της κρίσης και της αύξησης της τιμής του χαρτιού αλλά νομίζω ότι τα αξίζει τα λεφτά του ειδικά τώρα που όλες οι εκδόσεις έχουν αυξήσει τις τιμές. Γραμματοσειρές: Έχουμε μια ποικιλία γραμματοσειρών. Θα ανεβεί σε λίγες μέρες μια πλήρης λίστα των γραμματοσειρών που χρησιμοποιήθηκαν. Λοιπές λεπτομέρειες: Οι τόμοι αποτελούνται από 232 σελίδες. Το χαρτί είναι λεπτό γυαλιστερό (σαν illustration μου φαίνεται) ενώ έχουμε μαλακό, εξίσου γυαλιστερό εξώφυλλο και το οπισθόφυλλο. Οι ιστορίες, σύμφωνα με τον πρώτο τόμο, από τελούνται από περίπου 30-40 σελίδες η κάθε μια καθώς οι τόμοι συνοδεύονται με άρθρα γεμάτα πληροφορίες και επιμελημένα από τον ένα καλύτερο. ΟΙ ΤΟΜΟΙ Σύμφωνα με τον ίδιο τον επιμελητή θα έχουμε 6 τόμους στην σειρά και πιθανολογείται κάθε τόμος να κυκλοφορεί ανά 6 μήνες. Ο πρώτος τόμος είναι κοντά μας αρά περιμένουμε και την υπόλοιπη παρέα. Καλή απόλαυση του τόμου και να είναι καλοτάξιδος! Ευχαριστούμε για τα υπόλοιπα εξώφυλλα τους Indian, hudson & albert.
  3. Από τους πιο τραγικούς υπερήρωες των mainstream κόμικς, ο Silver Surfer θυσιάστηκε για να σώσει τον πλανήτη του με τίμημα να περιπλανιέται αέναα στο Σύμπαν αναζητώντας άλλους πλανήτες με ζωή για να «τρέφεται» ο Galactus και να συντηρεί την τεράστια δύναμή του. Σύμφωνα με τον δημιουργό του, Jack Kirby, ο οποίος τον παρουσίασε πρώτη φορά το 1966, ο Silver Surfer δεν προοριζόταν για πρωταγωνιστής της Marvel. Κέρδισε όμως τις καρδιές των αναγνωστών και σταδιακά μετατράπηκε σε σταρ, ενώνοντας συχνά τις δυνάμεις του με τους Fantastic Four. Ήταν πάντα όμως «δύσκολος» χαρακτήρας καθώς οι δραματικοί του μονόλογοι, η διάχυτη θλίψη του, η αβάσταχτη μοναξιά του, οι εσωτερικές του συγκρούσεις, οι φιλοσοφικές του ανησυχίες και σε κάποιο βαθμό η παγερή του μορφή τον καθιστούσαν δυσπρόσιτο, ιδιαίτερα σε νεαρότερες ηλικίες. Σε μια ξεχωριστή remastered περιπέτεια του Silver Surfer που πέρασε από τα 40 κύματα μέχρι την καινούργια της μορφή, ο Ron Marz (σενάριο) και ο Claudio Castellini (σχέδια) συγκεντρώνουν ορισμένα από αυτά τα χαρακτηριστικά και τον θέτουν αντιμέτωπο με τη White Raven, με τον Galactus και τον Thanos να (νομίζουν πως) κινούν τα νήματα. Ο ανθρωπισμός, ο αλτρουισμός και η καλοσύνη όμως του ασημένιου πρώην αγγελιοφόρου ξεπερνούν κάθε δυσκολία. Το πιο εντυπωσιακό στον πολυτελή τόμο μεγάλων διαστάσεων με σκληρό εξώφυλλο και εκτενή εισαγωγικά και επιλογικά κείμενα (εκδ. Μικρός Ήρως, μετάφραση: Γαβριήλ Τομπαλίδης, 92 σελίδες) είναι τα σχέδια του Castellini, οι φαινομενικά μόνο άναρχα δομημένες σελίδες του αλλά εντέλει απόλυτα μελετημένες, οι πολλές εγκιβωτισμένες εικόνες μέσα σε μεγαλύτερες, τα παράγωνα γεμάτα ένταση καρέ και οι εκρηκτικές ονοματοποιίες, οι φιγούρες που ξεχειλίζουν από τα καρέ τα οποία δεν μπορούν να τους τιθασεύσουν. Το «Silver Surfer: Το Σκοτάδι Πέρα από τα Αστέρια» είναι, τουλάχιστον ως προς τις εικόνες του, ένα διονυσιακό όργιο περιδινούμενων υπερηρώων ανάμεσα σε λάμψεις, ήχους και στροβιλιζόμενα διαστημόπλοια, με τις κλίμακες και τις οπτικές γωνίες να αλλάζουν διαρκώς προκαλώντας μια μεθυστική ζαλάδα στους αναγνώστες σε ένα σπάνιο σχεδιαστικό επίτευγμα. Ένα βιβλίο που μπορεί να μη χαραχθεί στη μνήμη ως προς το σενάριό του, αλλά θα μείνει αξέχαστο για τα σχέδιά του. Και το σχετικό link...
  4. Οι «Έγκλειστοι» του Περικλή Κουλιφέτη γεννήθηκαν εν καιρώ καραντίνας. Ο Στάθης και ο Αγαθοκλής βίωσαν την τραυματική περίοδο της απομόνωσης επινοώντας, όχι πάντα με επιτυχία, τρόπους για να την κάνουν πιο υποφερτή. Δίπλα δίπλα πέρασαν τις «δυο επόμενες εβδομάδες που θα είναι κρίσιμες», την απαγόρευση εξόδου, τα sms για σωματική άσκηση και κάθε άλλη πατέντα που επιβλήθηκε «για το καλό τους». Η καραντίνα τέλειωσε αλλά οι δυο τους παραμένουν «έγκλειστοι» στη φτώχεια, τη μοναξιά, το μικρό διαμέρισμά τους. Ο Αγαθοκλής μάλιστα, ως καναρίνι, είναι κυριολεκτικά έγκλειστος στο στενόχωρο κλουβί του, έχοντας άπειρο χρόνο να μηχανευτεί μεθόδους και να καταστρώσει στρατηγικές για να καταστρέψει την ανθρωπότητα και να πάρει την εκδίκησή του. Ο Στάθης όμως δεν συμμερίζεται την απελπισία του. Και κάπου εκεί, στα χρόνια της κανονικότητας, στο τρίτο μέρος της σειράς που μόλις κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Μικρός Ήρως, κάνει την εμφάνισή του ακόμη ένας έγκλειστος για να κρατά συντροφιά στον Αγαθοκλή. Έλα όμως που ο παπαγάλος Σπάρτακος ξέρει μόνο να παπαγαλίζει. Κι όσο κι αν ο Αγαθοκλής προσπαθεί να τον μυήσει στα ιδανικά της επανάστασης και να τον πείσει για τη βίαιη εξέγερση ενάντια στον Στάθη, ο Σπάρτακος παραμένει άβουλος, ανίκανος να συνειδητοποιήσει τη θέση του. Υπομένει στωικά, ίσως και με ικανοποίηση, το μαρτύριο της φυλακής και μονολογεί πως «πρέπει να εκτιμούμε όσα έχουμε» όταν το μόνο που έχει είναι ένα σιδερένιο κελί τριγύρω του. Κι έτσι περνά η ζωή των εγκλείστων, με τον Στάθη να πασχίζει για την ενεργειακή αυτάρκειά του τοποθετώντας στο μπαλκόνι του ανεμογεννήτρια που γκρεμίζεται, φωτοβολταϊκά πάνελ που τα κουτσουλάνε τα περιστέρια, σκηνή κάμπινγκ για να γλιτώνει τα έξοδα του ρεύματος, πλαστική πισίνα ως «πριβέ Σαντορίνη», ανεμιστήρα έξω απ’ το ψυγείο που εκρήγνυται, ηλιακό φούρνο που πιάνει φωτιά και άλλες απολαυστικές και μη λειτουργικές ευρεσιτεχνίες, και τον Αγαθοκλή να σχεδιάζει το επόμενο στάδιο στον αγώνα προς τη χειραφέτηση και την ελευθερία χωρίς τη συμμετοχή του παπαγάλου. Και παρά το happy end και τη φαινομενική συμφιλίωση, είναι σχεδόν βέβαιο πως οι έγκλειστοι, δυστυχώς γι’ αυτούς και ευτυχώς για τους αναγνώστες, θα παραμείνουν έγκλειστοι για καιρό ακόμη. Χωρίς καμιά ελπίδα διαφυγής. Και το σχετικό link...
  5. Εβδομήντα χρόνια έντυπης ζωής συμπλήρωσε πριν από λίγες εβδομάδες ένας εμβληματικός χαρακτήρας των ευρωπαϊκών κόμικς. Πολύ πιο δημοφιλής τις προηγούμενες δεκαετίες αλλά ακόμα «ζωντανός», ο Μπλεκ έκανε την πρώτη του εμφάνιση στις 3 Οκτωβρίου του 1954 στο περιοδικό Collana Freccia, «προϊόν» της ιταλικής δημιουργικής ομάδας των EsseGesse (Giovanni Sinchetto, Darrio Guzzon, Pietro Sartoris). Στην Ελλάδα, οι περιπέτειές του κυκλοφόρησαν πρώτη φορά το 1969 από τις εκδόσεις του Στέλιου Ανεμοδουρά, δημιουργού του Μικρού Ήρωα και συνεχίστηκαν ανελλιπώς μέχρι το 1994 σε διαφορετικές σειρές, αλλά πάντα με την ίδια θεματολογία. Ο Ανεμοδουράς μάλιστα, από το 1974 ως το 1977 έγραψε οκτώ επεισόδια σε δικά του σενάρια και σχέδια του Βύρωνα Απτόσογλου που δημοσιεύτηκαν στην ελληνική έκδοση του Μπλεκ, ενώ κάτι ανάλογο συνέβη και σε άλλες χώρες όπως η Γαλλία και η Γιουγκοσλαβία με ντόπιους σεναριογράφους και σχεδιαστές. Στην Ελλάδα μάλιστα, από το 2015 και μετά δημοσιεύτηκαν και ορισμένες νέες περιπέτειες του Μπλεκ (Το Τίμημα της Προδοσίας σε σενάριο του Νίκου Νικολαΐδη, Η Επιστροφή της Μάγισσας Νεκμέκ σε σενάριο του Γιώργου Παπαδάκη και Η Μεγάλη Συνάντηση σε σενάριο του Κώστα Φραγκιαδάκη – όλες σχεδιασμένες από τον τελευταίο). Από τις εκδόσεις Μικρός Ήρως του Λεωκράτη Ανεμοδουρά, εγγονού του Στέλιου, κυκλοφορούν εδώ και χρόνια παλιές και νέες ιστορίες του Μπλεκ σε προσεγμένες πολυσέλιδες εκδόσεις με ιστορικά επεξηγηματικά κείμενα. Σε κάθε περίπτωση, πρωταγωνιστής είναι ο ξανθός κυνηγός με το γούνινο καπέλο και δίπλα του έχει πάντα τον μικρό Ρόντι και τον πολυμήχανο Καθηγητή Μυστήριο. Το πιο ενδιαφέρον όμως είναι η ιστορική τοποθέτηση των περιπετειών του Μπλεκ στα χρόνια του τέλους του 18ου αιώνα, κατά τον αγώνα των γηγενών Αμερικανών για ανεξαρτησία απέναντι στους Άγγλους αποικιοκράτες. Μπορεί ο Μπλεκ και οι σύντροφοί του να αντιμετωπίζουν πλήθος αντιπάλων κάθε είδους στα απειλητικά και αφιλόξενα δάση της Βόρειας Αμερικής, αλλά ο μεγάλος εχθρός είναι οι Άγγλοι με τα γελοία καπέλα τους και τις χρωματιστές στολές τους. Παρά την υπεροπλία τους οι Άγγλοι θα είναι πάντα ξένοι σ’ αυτόν τον τόπο, εισβολείς και κατακτητές. Σε αντίθεση με τον Μπλεκ και τους φίλους του που μάχονται για την ελευθερία τους και υπερασπίζονται τη γη τους. Και γι’ αυτό βγαίνουν πάντα νικητές. Και το σχετικό link...
  6. Ήταν κάποτε φίλοι, αλλά το μόνο που τους ενώνει πια είναι οι αφελείς ευχές της παιδικής τους ηλικίας. Όταν αυτές αρχίζουν ετεροχρονισμένα να πραγματοποιούνται, μοιάζουν με κατάρα. Aν και συνεργάζεται τακτικά με πολλούς σεναριογράφους σε μεγάλους εκδοτικούς οίκους των ΗΠΑ (DC, IDW, Humanoids, Image κ.ά.) σχεδιάζοντας συναρπαστικά κόμικς («Chronophage«, «Cat Fight», «Collapser», «Dirk Gently's Holistic Detective Agency» κ.ά.), ο Ηλίας Κυριαζής συχνά-πυκνά φιλοτεχνεί και τις δικές του προσωπικές ιστορίες έχοντας εδώ και περισσότερα από 20 χρόνια διαμορφώσει ένα ιδιαίτερο αφηγηματικό στιλ. Στο «Μανιφέστο» με τα αρκετά αυτοβιογραφικά στοιχεία, αφηγήθηκε την περιπετειώδη ενηλικίωση μιας γενιάς που λάτρευε τις τέχνες στην πιο δύσκολη εποχή για την Ελλάδα, στο «Μια καρδιά για τον Λεοντόκαρδο» ανάμιξε την υπερηρωική μυθολογία με την αποτύπωση της ζωής ενός νεαρού καλλιτέχνη, στο «Blood Opera» πειραματίστηκε σχεδιαστικά με το λουτρό αίματος μιας ζόμπι επιδημίας, ενώ στο «Elysium Online» μετέφερε προβληματισμούς και σκέψεις περί της ψηφιοποίησης του εαυτού που λίγα χρόνια αργότερα θα κατακτούσαν τον δημόσιο διάλογο γύρω από την τεχνολογία και την τεχνητή νοημοσύνη. Στην ωριμότερη στιγμή της καριέρας του ίσως υπογράφει τώρα το «Όσα επιθυμήσαμε» (εκδόσεις Μικρός Ήρως, 140 σελίδες, μετάφραση: Γαβριήλ Τομπαλίδης), μια εξαιρετική ιστορία που μόλις πριν από λίγους μήνες είχε κυκλοφορήσει στα αγγλικά από τις εκδόσεις Humanoids. Το «Όσα επιθυμήσαμε» είναι ένα πολυεπίπεδο έργο με πολλά θέματα που αναπτύσσονται υποδειγματικώς τεμνόμενα χωρίς κάποιο να υποσκελίζει τα άλλα, θυμίζοντας τις ομορφότερες στιγμές του μαγικού ρεαλισμού στη λογοτεχνία και τα κόμικς και φέρνοντας στον νου εμβληματικά έργα όπως το «Love and Rockets» των αδερφών Hernandez ή τα «Σαν σιδερένιο ομοίωμα γαντιού από βελούδο» και «Υπομονή» του Dan Clowes. Σύμφωνα με την ιστορία, μια παρέα παιδιών, κάποια εκ των οποίων είναι ελληνικής καταγωγής, κατά τη διάρκεια ενός πικνίκ με τους γονείς τους ανακαλύπτουν μια σπηλιά και αποφασίζουν να την εξερευνήσουν τη μέρα που ένας κομήτης αναμένεται να περάσει κοντά από τη Γη. Εκεί θα συναντήσουν μια αλλόκοτη, πολυπρόσωπη οντότητα που θα τους ζητήσει να κάνουν μια ευχή. Τρομαγμένα αλλά και μαγεμένα από την απρόσμενη παρουσία θα ευχηθούν πράγματα που σκέφτεσαι κι επιθυμείς όταν είσαι παιδί. Η μικρή Στέλλα θα ζητήσει «ατέλειωτες τούρτες», η Άντζι θέλει να «γίνει αγόρι», ο Πάτρικ εύχεται να «τον ερωτευτεί το αγαπημένο του κορίτσι», ο Μάικλ να γίνει «άσος του σκέιτμπορντ», ο Ντέιλ να «αποκτήσει υπερδυνάμεις» κι ο Θανάσης να «μην πάρουν διαζύγιο οι γονείς του». Τίποτα από αυτά δεν θα συμβεί, ο κομήτης θα περάσει ξυστά από τη Γη, η οντότητα θα εξαφανιστεί όπως αναπάντεχα εμφανίστηκε και τα παιδιά θα γυρίσουν απογοητευμένα στους γονείς τους κρατώντας ένα μυστικό που δεν είναι σίγουρα αν τους συνέβη ή απλώς το ονειρεύτηκαν. Τα χρόνια θα περάσουν κι η παρέα θα σκορπιστεί. Ο Θανάσης θα πεθάνει σε αυτοκινητικό δυστύχημα, ο Ντέιλ θα μείνει ανάπηρος και θα γίνει κακότροπος και αντιπαθής, η Στέλλα θα γίνει καλλιτέχνιδα με λιγοστές επιτυχίες, η Άντζι θα προπαγανδίζει alt right ιδέες περί της φυσικής κατωτερότητας των γυναικών στο πλευρό του φασίστα και μισογύνη συζύγου της, ο Πάτρικ θα είναι ένας γκέι οικογενειάρχης κι ο Μάικλ θα βυθιστεί στη μοναξιά και τη στενοχώρια. Κάποια μέρα όμως ο κομήτης θα πλησιάσει και πάλι τη Γη. Και οι ευχές θα αρχίσουν να πραγματοποιούνται αναστατώνοντας τις ζωές των πρώην φίλων που θα πρέπει να παραμερίσουν τις διαφορές και τις διαφορετικότητές τους, να αντικρίσουν τη ζωή ξανά με τα παιδικά τους βλέμματα, να συμμαχήσουν και να αντιμετωπίσουν τη νέα τους εφιαλτική πραγματικότητα. Το πιο ενδιαφέρον στο χτίσιμο της ιστορίας του Κυριαζή είναι η περίπλοκη διαδρομή την οποία ακολουθούν οι ετερόκλητοι χαρακτήρες για να ξανασυναντηθούν σε μια νέα συνθήκη. Από τη δική του αφετηρία ο καθένας και η καθεμιά, έχοντας εντελώς διαφορετικές ζωές και εμπειρίες, με μόνο κοινό χαρακτηριστικό τους την παιδική ευχή στη σπηλιά, θα βρεθούν, μεσήλικες πια, σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι στο οποίο θα πρέπει να αφήσουν πίσω βεβαιότητες και προκαταλήψεις. Κι εδώ ο Κυριαζής, αποφεύγοντας κάθε διδακτισμό, χειρίζεται με μοναδική δεξιοτεχνία και έξυπνο χιούμορ ένα ζήτημα καυτό και επίκαιρο που προκαλεί αντιδράσεις εν μέσω ακραίων αντιθέσεων: το ζήτημα της άρσης της αορατότητας συγκεκριμένων ομάδων πληθυσμού και της συμπερίληψής τους με οργανικό και όχι βεβιασμένο τρόπο στις νέες αφηγήσεις. Γιατί όσο κι αν είναι πολιτικά ορθό να συμμετέχουν πια σε κάθε τηλεοπτική σειρά και κινηματογραφική ταινία, σε κάθε λογοτεχνικό έργο και θεατρική παράσταση, σε κάθε βιβλίο κόμικς και διαφήμιση πρόσωπα που μέχρι πρότινος ήταν αποκλεισμένα λόγω της διαφορετικότητάς τους σε σχέση με την πλειονότητα, άλλο τόσο αμήχανο είναι να συμβαίνει αυτό άγαρμπα και με μόνο κριτήριο τη στράτευση στην ιδέα τής άνευ όρων συμπερίληψης, χωρίς καλλιτεχνικά κριτήρια, μακριά από κάθε ρεαλισμό. Με τον μαγικό ρεαλισμό ο Κυριαζής δίνει λύση σε αυτό το πρόβλημα, καταφέρνοντας να συνθέσει μια ομάδα από τόσο διαφορετικά μέλη που είναι συμφιλιωμένα με τις ταυτότητές τους και γι’ αυτό ικανά να νικήσουν κάθε αντίπαλο, ακόμα και τον πρότερο εαυτό τους. Και το σχετικό link...
  7. O κορυφαίος σχεδιαστής κόμικ Claudio Castellini επιστρέφει στο αριστουργηματικό graphic novel “Silver Surfer – Το Σκοτάδι Πέρα Από Τα Αστέρια” και μιλά στο NEWS 24/7 για την προσωπική του ιστορία, στις αξίες που υπερασπίζεται μέσα από τα έργα του και στις σκέψεις του γύρω από τα κόμικ. Αν έπρεπε να συνοψίσω την ιστορία του κορυφαίου δημιουργού και σχεδιαστή κόμικ Claudio Castellini, θα έλεγα ότι είναι αυτή ενός ανθρώπου που δεν ακολούθησε τη “μόδα” και την πεπατημένη, αλλά με την πένα του διεύρυνε τα όρια κι άνοιξε τις μέχρι πρότινος “κλειστές” πόρτες. Όταν σε ηλικία 14 ετών έπιασε στα χέρια του ένα τεύχος με πρωταγωνιστή τον διαγαλαξιακό υπερασπιστή των αδυνάτων Silver Surfer, δεν είδε απλά έναν ήρωα, αλλά έναν ολόκληρο κόσμο που τον καλούσε να τον εξερευνήσει. Ήταν τότε που άναψε μέσα του η σπίθα και ήρθε η συνειδητοποίηση για το μέλλον: «Αυτό θέλω να κάνω. Να σχεδιάζω ήρωες που αναζητούν το αληθινό τους εαυτό». Χωρίς να ακολουθήσει κάποιες σπουδές για το σκίτσο, με όπλο του το έμφυτο ταλέντο του, η πορεία του αυτοδίδακτου Ιταλού καλλιτέχνη είναι η επιβεβαίωση ότι το πάθος μπορεί να δημιουργήσει νέες καλύτερες συνθήκες: Από τις σελίδες της Sergio Bonelli Editore μέχρι την πρώτη του συνεργασία με τη Marvel, η τέχνη του έγινε το παράθυρο για έναν κόσμο που δεν περιοριζόταν στις γραμμές του χαρτιού. Γιατί, στον κόσμο των κόμικς, ο Castellini δεν έγινε απλά ένας σχεδιαστής: Έγινε ένας αφηγητής, ένας δημιουργός που έβλεπε πέρα από το προφανές, αναδεικνύοντας στα σχέδιά του την ανθρωπιά και την ομορφιά πέρα από τις υπερδυνάμεις, αποτυπώνοντας συναισθηματικές εντάσεις μέσα από την κίνηση και την έκφραση των χαρακτήρων του. Χωρίς φυσικά να χάνει στα καρέ του την αίσθηση του φουτουριστικού, του κινηματογραφικού, του επικού. Μένοντας πάντα πιστός στον ηθικό του κώδικα που στέκεται με την πλευρά του “καλού”. Έναν κώδικα που υπηρετεί πιστά και ρομαντικά μέχρι σήμερα, παρά τις απαιτήσεις της εποχή για ταχύτητα και βία. Κι ίσως για αυτό να μπορεί κανείς να τον χαρακτηρίσει έναν σύγχρονο “υπερήρωα”. Όταν ανακοινώθηκε η συμμετοχή του στο φετινό AthensCon, στο πλαίσιο της επιστροφής του στο graphic novel “Silver Surfer – Το Σκοτάδι Πέρα Από Τα Αστέρια”, το οποίο επανεκδόθηκε και κυκλοφορεί σε μια συλλεκτική έκδοση από τις εκδόσεις “Μικρός Ήρως”, άδραξα την ευκαιρία να τον συναντήσω. Το εν λόγω κόμικ φέρει μια μακρά ιστορία ανατυπώσεων και μετά από μπόλικα χρόνια κατάφερε να εκδοθεί σε ένα φορμάτ που προσφέρει στους αναγνώστες την ευκαιρία να απολαύσουν στο έπακρο την καλλιτεχνική μαγεία του Castellini. Το magnus opus του Castellini Ειδικότερα, το graphic novel “Silver Surfer – Το Σκοτάδι Πέρα Από Τα Αστέρια” ήταν το πρώτο πρότζεκτ που ανέλαβε ο Castellini όταν υπέγραψε με τη Marvel κι έχει αποκτήσει πλέον θρυλικές διαστάσεις: Τόσο γιατί σε αυτό ξεδίπλωσε το ταλέντο του χαρίζοντάς μας αριστουργηματικές εικόνες και καρέ που συνθέτουν μια διαχρονική space opera, όσο και για την μακροχρόνια και ταλαίπωρη ιστορία της έκδοσής του: Η ιστορία όταν είχε πρωτοεκδοθεί το 1996 αδικήθηκε από το φορμάτ που επιλέχθηκε, καθώς δεν αναδεικνύονταν ο πλούτος και οι λεπτομέρειες του σχεδίου. Έκτοτε, σε κάθε νέα επανέκδοση της ιστορίας η έκδοση εμπλουτίζεται και παίρνει νέα μορφή, με τον Castellini να τελειοποιεί πολλά στοιχεία του σχεδίου, του μελανώματος, των σκιάσεων, όπως και αμιγώς τις προδιαγραφές, φτάνοντας κάθε φορά ένα βήμα πιο κοντά στη μορφή την οποία είχε αρχικά εμπνευστεί! Χρειάστηκε να περάσουν 27 χρόνια ώστε να εκτυπωθεί στην Ιταλία η πιο άρτια μορφή της, ενώ οι δικές μας εκδόσεις «Μικρός Ήρως» το πήγαν ένα βήμα παραπέρα δίνοντάς μας μια ακόμα πιο ενισχυμένη έκδοση, με τον Castellini να έχει ενεργό ρόλο στην επιμέλειά της. Ως προς το στόρι, για να μη σποϊλάρουμε θα αναφέρουμε ότι ένας μυστηριώδης κομήτης που αποτελείται από ανεξάντλητη ενέργεια ετοιμάζεται να εισέλθει στο γνωστό διάστημα. Τόσο ο Galactus όσο και ο Thanos στρατολογούν από έναν πράκτορα για να επωφεληθούν. Ο πρώτος εμπιστεύεται τον Silver Surfer, ο δεύτερος την κυνηγό επικηρυγμένων White Raven… “Η καρδιά μου πάντα χτυπούσε για τη Marvel” Καθώς συνομιλούσα με τον Castellini, είχα την αίσθηση ότι βρισκόμουν μπροστά σε έναν καλλιτέχνη που όχι μόνο αγαπά τη δουλειά του αλλά και την υπερασπίζεται με πάθος. Χαμογελαστός, φιλικός, ακομπλεξάριστος. Η συζήτησή μας είχε στόχο να φωτίσει τη δουλειά του για τον Silver Surfer, αλλά κατέληξε να είναι ένα ταξίδι στην προσωπική του ιστορία, στις αξίες που υπερασπίζεται μέσα από τα έργα του και στις σκέψεις του γύρω από τα κόμικ: «Το πρώτο κόμικ που έπιασα στα χέρια μου ήταν ένα τεύχος του Spider-Man σχεδιασμένο από τον Ross Andru. Ήμουν 14 ετών και το αγόρασα από ένα περίπτερο στην Ιταλία. Μου κέντρισε την περιέργεια, ήταν όμορφα φτιαγμένο. Δεν ήταν όμως το τεύχος που με έκανε να ερωτευτώ τον κόσμο των κόμικ, κάτι που άλλαξε όταν ανακάλυψα τον Silver Surfer, σχεδιασμένο από τον John Buscema. Στην Ιταλία τότε ο Silver Surfer συνόδευε τις ιστορίες του Daredevil ως “δεύτερη ιστορία” σε κάποια τεύχη. Μόλις τον είδα, κατάλαβα ότι ήταν κάτι ξεχωριστό. Ήταν διαφορετικός από όλους τους άλλους υπερήρωες που είχα δει μέχρι τότε. Η θεματολογία, το σχέδιο, η προσωπικότητά του – όλα με συνεπήραν. Ήταν τόσο διαφορετικός από τον στερεοτυπικό σούπερ ήρωα, κι ίσως για αυτό ο κόσμος δεν τον αγκάλιασε αμέσως. Αυτό το κόμικ άλλαξε τη ζωή μου. Ήμουν τότε ένας νεαρός που έψαχνε κάτι διαφορετικό. Και ο Silver Surfer ήταν αυτό το “διαφορετικό.” Τότε πρωτοσκέφτηκα ότι όταν μεγαλώσω, θέλω να γίνω σχεδιαστής κόμικ και να σχεδιάζω σούπερ ήρωες. Δεν έκανα ποτέ σπουδές πάνω στο σχέδιο, είμαι αυτοδίδακτος. Η δουλειά μου ξεκίνησε από την παιδική αγάπη μου για το σχέδιο και εξελίχθηκε σε επάγγελμα. Κέρδισα έναν διαγωνισμό για νέους δημιουργούς και κατάφερα μέσα από αυτό να συνεργαστώ με τις Sergio Bonelli Editore. Από τις εκδόσεις αυτές βγήκε το “Dylan Dog” χάρη στο οποίο έγινα διάσημος στην Ιταλία, ενώ ανέλαβα να απεικονίσω τους χαρακτήρες της σειράς “Nathan Never”. Όμως, για να είμαι ειλικρινής, δεν ήταν αυτό που πραγματικά ήθελα. Όχι ότι δεν μου άρεσε η δουλειά μου στη Bonelli – ήταν μια σημαντική εμπειρία –,η καρδιά μου όμως πάντα χτυπούσε για τη Marvel. Αυτό το όνειρο έγινε πραγματικότητα χάρη στον John Buscema. Τον γνώρισα σε μια έκθεση κόμικ στην Prato. Είχα πάρει μαζί μου το πρώτο τεύχος του “Nathan Never” και του το έδειξα. Ο Buscema το κοίταξε, χαμογέλασε και είπε: “Εσύ πρέπει να δουλεύεις για τη Marvel” μου είπε. Και έτσι ξεκίνησαν όλα. Πήρε το τεύχος μου και το παρουσίασε στον τότε αρχισυντάκτη της Marvel, τον Tom DeFalco. Μέσα σε λίγες εβδομάδες έλαβα μια κλήση από τον DeFalco. “Είδαμε τη δουλειά σου και θέλουμε να δουλέψεις μαζί μας. Με ποιον χαρακτήρα θες να ξεκινήσεις;” με ρώτησε. Δεν παίζει να σκέφτηκα πάνω από ένα δευτερόλεπτο, η απάντηση ήταν αυτονόητη: Ο αγαπημένος μου ήρωας που με είχε εισαγάγει στον κόσμο των κόμικ και της αμερικανικής κουλτούρας, ο Silver Surfer. Ήταν σαν ένας κύκλος που έκλεινε, καθώς ο Buscema – ο μέντορας και το ίνδαλμά μου – είχε αφήσει το στίγμα του πάνω σε αυτόν τον χαρακτήρα. Αυτό να σημειωθεί ήταν πρωτοφανές: Έγινα ο πρώτος Ιταλός σχεδιαστής που συνεργάζεται με τη Marvel εξ αποστάσεως, ενώ ζούσα ακόμη στην Ιταλία. Αυτό μέχρι τότε φαινόταν αδύνατο, εγώ άνοιξα αυτήν την πόρτα για τους Ιταλούς καλλιτέχνες. Το να δουλεύω για έναν τόσο μεγάλο εκδοτικό οίκο όπως η Marvel είχε φυσικά τις προκλήσεις του. Ήταν διαφορετικό από τη Bonelli. Η Marvel είχε έναν πιο δυναμικό ρυθμό, μεγαλύτερες απαιτήσεις και έναν παγκόσμιο αντίκτυπο». Ποιες δυσκολίες συναντά όταν δουλεύει κανείς στη Marvel; «Προσωπικά στη Marvel βρήκα το εργασιακό περιβάλλον που πάντα επιθυμούσα. Η Bonelli είχε πολύ περισσότερους περιορισμούς και έλεγχο πάνω στους καλλιτέχνες. Ο σχεδιαστής είχε λιγότερη ελευθερία να εκφραστεί. Στη Marvel όμως, παρόλο που ήμουν ένας “νέος δημιουργός” μου δόθηκε απόλυτη ελευθερία, καλλιτεχνική και χρονική. Ήταν σαν να είχα λευκή επιταγή. Διάβασα το σενάριο για το κόμικ “Silver Surfer: Το σκοτάδι πέρα από τ’ αστέρια” το οποίο είχε γράψει ο Ron Marz, και μπορούσα εγώ να επιλέξω πώς θα αφηγηθώ την ιστορία, σαν να ήμουν ο σκηνοθέτης της. Το να σου δίνεται η ελευθερία να σχεδιάσεις κάτι όπως το νιώθεις είναι ανεκτίμητο. Και το έργο αυτό ήταν για την εποχή του πρωτοποριακό για τη Marvel. Ένα Graphic Novel που ξέφευγε από τα τυπικά μικρά μεγέθη των κόμικ της εποχής και εκτυπωνόταν σε μεγαλύτερο φορμάτ. Ο Marz έγραψε μια ιστορία σχετικά απλή και το έκανε για έναν συγκεκριμένο λόγο: Ήθελε το κόμικ αυτό να αποτελεί για τον αναγνώστη μια οπτική εμπειρία. Είχε δει τη φουτουριστική αισθητική που είχα δημιουργήσει στο “Nathan Never” και ήθελε να την αξιοποιήσει και να δημιουργηθεί κάτι επικό και διαφορετικό. Ακόμη και ο DeFalco υποστήριξε αυτή την κατεύθυνση». Τι πήγε λάθος; «Παρά τις εξαιρετικές προοπτικές και την αρχική ενθουσιώδη υποδοχή, το πρότζεκτ δεν εξελίχθηκε όπως θα ήθελα. Άλλαξε η διοίκηση της Marvel, ο Tom DeFalco αποχώρησε και αντικαταστάθηκε, κάτι που επηρέασε σημαντικά την εξέλιξη του κόμικ. Το αρχικό σχέδιο ήταν να κυκλοφορήσει σε μεγάλο φορμάτ ώστε να αναδειχθούν όλες οι λεπτομέρειες που είχα δουλέψει με τόσο κόπο. Αντ’ αυτού όμως εκδόθηκε σε μικρό κλασικό μέγεθος, με αποτέλεσμα οι λεπτομέρειες του σχεδίου να χαθούν σχεδόν τελείως. Ακόμη και τα χρώματα είχαν προβλήματα, καταστρέφοντας την αισθητική του έργου που είχαμε οραματιστεί. Ήταν μια μαχαιριά στην καρδιά. Ήξερα ότι η δουλειά μου μπορούσε να φανεί πολύ καλύτερα, αλλά ποτέ δεν της δόθηκε η κατάλληλη ευκαιρία. Για χρόνια οι επανεκδόσεις του εμφάνιζαν προβλήματα στην εκτύπωση. Ίσως η πρώτη έκδοση που ένιωσα ότι ήταν ικανοποιητική να ήταν πριν από έξι χρόνια από Ισπανούς εκδότες, καθώς ήταν η πρώτη φορά που εκτυπώθηκε σε μεγάλο φορμάτ, όπως αρχικά είχε προβλεφθεί. Ακολούθησε μια ακόμα καλύτερη έκδοση στην Ιταλία, όπου πρότεινα να δημοσιεύσουμε το κόμικ στην κλίμακα του γκρι κι όχι τελείως έγχρωμο. Τους εξήγησα ότι οι γκρι αποχρώσεις έχουν “θερμοκρασία,” δηλαδή διαφέρουν μεταξύ “ζεστών” και “ψυχρών” και μπορούν να δώσουν τεράστιο βάθος στις εικόνες. Ακολούθησε μια σερβική παρόμοια ανατύπωση. Όμως θεωρώ ότι η πιο άρτια έκδοση μέχρι στιγμής είναι αυτή από τις ελληνικές εκδόσεις “Μικρός Ήρως”. Περιλαμβάνει όλα τα καλά στοιχεία των πρόσφατων μαζί με επιπλέον βελτιώσεις». Τι είναι αυτό που αγαπάτε στον χαρακτήρα του Silver Surfer; «Ο Silver Surfer είναι το τέλειο παράδειγμα του αγνού ήρωα. Έχει απίστευτη δύναμη, αλλά την ελέγχει και δεν δρα βάσει αρνητικών συναισθημάτων. Σέβεται την ανθρώπινη ζωή, δεν σκοτώνει ποτέ. Θεωρώ ότι αυτός πρέπει να είναι ο κώδικας τιμής κάθε υπερήρωα. Δεν μου αρέσει η βία που έχει εισχωρήσει στα κόμικ μετά το “Watchmen”, ένα εξαιρετικό έργο που άνοιξε κατ’ εμέ ένα επικίνδυνο κεφάλαιο στα κόμικς, καθώς καταργήθηκε ο κώδικας τιμής και οι υπερήρωες άρχισαν να συμπεριφέρονται ως κακοί. Ο υπερήρωας για εμένα πρέπει να χαρακτηρίζεται από ήθος και ποιότητα. Δεν πρέπει να μπλέκονται τόσο πολύ τα όρια μεταξύ καλού και κακού. Ο Silver Surfer, ο Superman και ο Spider-man είναι από τους λίγους που παραμένουν πιστοί στον ηθικό κώδικα». Έχετε δει το “The Boys”; «(Γέλια) Για μένα το “The Boys” αντιπροσωπεύει όλα αυτά που δεν θα έπρεπε να υπάρχουν. Δεν κάνω κάποια δημόσια καταγγελία, oύτε επικρίνω, απλά αυτή είναι η γνώμη μου. Όσο κανείς μεγαλώνει και ωριμάζει, αλλάζει σαν άνθρωπος τόσο σε εκφάνσεις του στη ζωή όσο και στην τέχνη του. Για παράδειγμα, σήμερα δεν θα μπορούσα να σχεδιάσω το “Dylan Dog”. Τότε το έκανα, αλλά σήμερα δεν θα ήταν κάτι που θα με εξέφραζε. Τι μου αρέσει να σχεδιάζω σήμερα; Χαρακτήρες που μεταφέρουν θετικές αξίες. Και αυτό γιατί διαπιστώνω ότι οι άνθρωποι είναι περισσότερο εκτεθειμένοι στη βία, κάτι που δεν τους βοηθά να αναπτύξουν θετικές προοπτικές. Θυμάμαι όταν διάβασα το σενάριο “Man and Superman” του Mark Wolfman στο οποίο συνεργαστήκαμε, μου φάνηκε τόσο ήρεμο, σχεδόν ειρηνικό. Αρχικά δεν μου άρεσε, πλέον όμως εκτιμώ περισσότερο μια τέτοια αφήγηση. Θέλω να μένω πιστός στις θετικές αξίες, να φιλοτεχνώ ιστορίες που δεν πρωταγωνιστεί το αίμα και η βία. Αυτό είναι που θέλω να σχεδιάζω. Ήταν ένα στοίχημα που κερδήθηκε με το “Man and Superman” καθώς έγινε μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες των τελευταίων χρόνων». Παρακολουθείτε τις κινηματογραφικές μεταφορές κόμικ; Σας αρέσουν; «Κάποιες μου αρέσουν, άλλες όχι. Εξαρτάται. Αυτό που δεν μου αρέσει γενικά είναι οι αλλαγές που κάνουν στην ουσία κάποιων χαρακτήρων. Για παράδειγμα, στο “Man of Steel” ο Superman σκοτώνει. Αυτό με ξένισε, δεν μου αρέσει όταν αλλάζουν τόσο δραστικά τα βασικά χαρακτηριστικά ενός ήρωα. Επίσης, δεν μπορώ να δεχτώ πλήρως την πολιτική προσέγγιση που ακολουθεί η Disney αυτή τη στιγμή, ούτε τις αλλαγές που βλέπουμε στις παραγωγές της, σε gender swap για παράδειγμα. Ξέρω ότι τι συζητήσεις μπορεί να προκαλέσει αυτό που λέω αλλά αυτό πιστεύω. Διαβάζω Marvel και DC για περισσότερα από 15 χρόνια, και νιώθω ότι χάνονται στοιχεία αυθεντικότητας στις ταινίες. Υπάρχει τεράστια ποικιλομορφία στα κόμικ – δεν χρειάζεται να αλλοιώνουμε τόσο πολύ τους δημοφιλείς χαρακτήρες. Για παράδειγμα, ο Thor είναι ένας από τους πιο μυθικούς ήρωες. Ωστόσο στις τελευταίες δύο ταινίες του είναι πολύ κωμικός – δεν αποδίδεται όπως θα έπρεπε». Ποια είναι η αγαπημένη σας ταινία; Όχι απαραίτητα ταινία κόμικ. «Η αγαπημένη μου ταινία όλων των εποχών είναι ο Νονός. Κι είμαι μεγάλος θαυμαστής του Star Wars, της παλιάς τριλογίας. Επίσης ξεχωρίζω το Blade Runner, είναι μια ταινία που αποτυπώνει μοναδικά τη φουτουριστική αισθητική». Ποιοι καλλιτέχνες σάς επηρέασαν περισσότερο; «Ο πρώτος που μου έρχεται στο μυαλό είναι ο John Buscema. Ήταν και είναι για μένα τεράστια πηγή έμπνευσης. Επίσης ο Neal Adams, που ήταν φίλος μου και δάσκαλός μου. Και φυσικά ο John Romita Sr. Άφησαν ανεξίτηλο το σημάδι τους στην τέχνη των κόμικ. Αυτοί οι τρεις είναι οι μεγαλύτερες επιρροές στη δουλειά μου». Τι θα θέλατε να σχεδιάσετε στο μέλλον; «Θα ήθελα να επιστρέψω στον Silver Surfer και στον Superman, αυτοί οι χαρακτήρες έχουν μια διαχρονική ποιότητα που με εμπνέει πάντα. Αυτές τις μέρες έχω ξεκινήσει νέες συνεργασίες με τη Marvel για να δημιουργήσω εξώφυλλα για τους Fantastic Four και δηλώνω ενθουσιασμένος για αυτό». Δύο λόγια για τον Claudio Castellini Γεννημένος στη Ρώμη, ο Claudio Castellini είναι ένας βετεράνος δημιουργός της διεθνούς σκηνής των κόμικς. Έκανε το ντεμπούτο του στις εκδόσεις Sergio Bonelli Editore με το Dylan Dog (στα ελληνικά κυκλοφορεί μια εκ των δύο ιστοριών που σχεδίασε, στο Ντύλαν Ντογκ #5 – Horror Paradise) και ανέλαβε να απεικονίσει τους χαρακτήρες της σειράς Nathan Never. Είναι γνωστός ως ο πρώτος Ιταλός καλλιτέχνης που δούλεψε για τη Marvel και άνοιξε τον δρόμο για τη μελλοντική «εισβολή» καλλιτεχνών από την πατρίδα του. Γι’ αυτό του το έργο κέρδισε τη μεγαλύτερη αναγνώριση που θα μπορούσε να λάβει κάποιος στη χώρα του, το βραβείο Yellow Kid το 1995. Συνέχισε με το πασίγνωστο crossover DC Versus Marvel και με αμέτρητα εξώφυλλα και μίνι σειρές για ήρωες όπως ο Spider-Man και ο Conan. Συνεργάστηκε επίσης με την Dark Horse για το Predator: Demon’s Gold, που ήταν προτεινόμενο για πολλαπλά βραβεία Eisner το 1998, και μια ιστορία του Darth Vader για τη σειρά Star Wars Tales. Το 2001 σχεδίασε το Batman: Black & White, και το 2003 επέστρεψε στη Marvel για την επιτυχημένη μίνι σειρά Wolverine: The End που έγραψε ο Paul Jenkins. Τελευταία του δουλειά είναι το graphic novel Man And Superman (κυκλοφορεί στα ελληνικά ως Superman – Άνθρωπος Και Υπεράνθρωπος) σε σενάριο Marv Wolfman. Silver Surfer: Το σκοτάδι πέρα από τα αστέρια Info: Σενάριο: Ron Marz Σχέδιο: Claudio Castellini Σελίδες: 92 Μέγεθος: 21,8 x 33,5 Α/Μ με τετράχρωμη εκτύπωση | Σκληρόδετο ISBN: 978-618-206-192-3 Περισσότερα στο site του Μικρού Ήρωα. Και το σχετικό link...
  8. Ο δημιουργός μιλά για το νέο του κόμικ, την «woke κουλτούρα» και το πώς η ζωή επηρεάζει την τέχνη του και η τέχνη την ζωή του. Μιλήσαμε με τον κομίστα Ηλία Κυριαζή για το τελευταίο του κόμικ «Όσα επιθυμήσαμε», τη woke κουλτούρα, το πως δούλεψε το νέο του πόνημα για τον χαοτικό χώρο των κόμικς που υπηρετεί για πάνω από 25 χρόνια και πολλά άλλα. - Καλησπέρα Ηλία, πες μας για το πώς προέκυψε η ιδέα για το νέο σου κόμικ. Είναι όλα αλήθεια! Οκ, σχεδόν. Από παιδί συνέχεια φαντασιωνόμουν τι θα ήθελα να έχω, τι θα ήθελα να μου συμβεί… Έχτιζα πάνω σε αυτές τις φαντασιώσεις και προσέθετα λεπτομέρειες και διασαφηνίσεις. Για το ιδανικό μου σπίτι π.χ., έχω πια ξεκάθαρο διάγραμμα στο κεφάλι μου. Στα πλαίσια της φαντασίωσης είχα την οπτικοποίηση ότι είναι – πες – ένα αστέρι που ταξιδεύει στο διάστημα και όταν φτάσει στη Γη, τότε οι επιθυμίες μου θα γίνονταν πραγματικότητα. Αρκεί να διανύσει την απόσταση μέχρι εδώ. Όπου να ʼναι. Να, έρχεται. Κάποια στιγμή θα φτάσει. Τώρα σε λίγο σου λέω… Ε, κάποια στιγμή προέκυψε η ιδέα τι θα γινόταν αν αυτές τις φαντασιώσεις δεν τις ανανέωνα με τα χρόνια αλλά είχαν κλειδώσει στις αρχικές, παιδικές επιθυμίες μου. - Πώς δούλεψες τεχνικά το κόμικ και ποιες προκλήσεις αντιμετώπισες; Είναι ένα πολύ περίπλοκο σεναριακά κόμικ με τη μεγαλύτερη πρόκληση να είναι πώς θα ισορροπήσουν οι ιστορίες των διαφόρων χαρακτήρων. Άλλα δε τρέχει τίποτα. Το «Όσα επιθυμήσαμε» θα ήταν πρώτο κόμικ σε σχέδιο και σενάριο δικό μου εδώ και δέκα χρόνια (από το Elysium Online). Ο ενθουσιασμός μου ήταν τέτοιος και βούτηξα με τέτοια ορμή στη δουλειά που δε μπορώ να τις βλέπω ως «δυσκολίες»… «διασκεδαστικές προκλησούλες» να τις πούμε καλύτερα. Ήταν μια δύσκολη περίοδος της ζωής μου τότε αλλά ό,τι είχε να κάνει με το κόμικ ήταν καθαρή απόλαυση. Αυτό θέλω να κάνω στη ζωή μου μόνο. - Το debate για τη woke κουλτούρα κυριάρχησε στις φετινές εκλογές των Η.Π.Α. και κυριαρχεί τα τελευταία χρόνια και στα social media. Στο κόμικ σου έδειξες τη δική σου οπτική πάνω στο ζήτημα. Θες να μας την αναλύσεις και να μας πεις πώς βλέπεις να εξελίσσεται αυτή η σύγκρουση μεταξύ woke και antiwoke; Νομίζω ότι κάθε κουβέντα περί του θέματος θα έπρεπε να ξεκινάει με έναν σαφή ορισμό του τι είναι «woke» και γιατί υποτίθεται ότι είναι «επικίνδυνο». Που ορισμό τόσα χρόνια δεν έχει βρεθεί ένας από τους πολέμιους του να δώσει, οπότε τι να λέμε; Πρόκειται για ένα κατασκευασμένο θέμα για ψάρεμα χρήματος και πολιτικής δύναμης. Μου λες για τις Η.Π.Α… τα είδες: μιλάμε για το κράτος που καθορίζει την τύχη του πλανήτη όσο κανένα άλλο και οι εκλογές του να έχουν να κάνουν με το σε ποιες τουαλέτες θα πηγαίνει ο καθένας. Δεν ξέρω πού θα οδηγήσει αυτό αλλά ξέρω ότι δε θα έπρεπε να συμβαίνει. - Στο «Όσα επιθυμήσαμε» έχεις ομοφυλόφιλους χαρακτήρες, μαύρους ήρωες, άτομα με αναπηρία και μία αλλαγή φύλου. Πιστεύεις ότι η συμπερίληψη στην τέχνη, όταν δεν εντάσσεται οργανικά στο αποτέλεσμα και γίνεται για λόγους εντυπώσεων, μπορεί να λειτουργήσει αρνητικά όσον αφορά την ενδυνάμωση των μειονοτήτων; Στην τέχνη ποτέ δε βγαίνει καλό αποτέλεσμα όταν κάτι «γίνεται για να γίνεται». Νομίζεις ότι εγώ κάνοντας το κόμικ ξεκίνησα με καμία λίστα και ήμουν: «μαύρο έχω; Τσεκ! Ανάπηρο έχω; Τσεκ!»; Πόσο γελοίο θα ήταν κάτι τέτοιο! Γι’ αυτό σου λέω ότι πρόκειται για ένα κατασκευασμένο θέμα. Έχουμε φτάσει στο σημείο που το να απεικονίσει ο καλλιτέχνης στο έργο του εθνικότητες ή σεξουαλικότητες ή εκφράσεις φύλου, που μια χαρά υπάρχουν στην πραγματική ζωή, να είναι κάποιου είδους φοβερή πολιτική δήλωση! Μάλιστα να προκαλεί και αντιδράσεις αυτό, αν είναι δυνατόν. Ούτε αντιδράσεις, ούτε επαίνους αξίζει το πολύ απλό γεγονός ότι ο καλλιτέχνης έχει μάτια και βλέπει τον κόσμο γύρω του. Νομίζω ότι θα βοηθήσει αν ξεχωρίσουμε δυο πολύ διαφορετικά πράγματα. Η συμπερίληψη που ξεκινάει από το δημιουργό; Είτε ως συνειδητή επιλογή είτε όχι; Αδιαμφισβήτητα καλό πράγμα. Μας δίνει τέχνη που αντανακλά πιστότερα την ποικιλομορφία που υπάρχει γύρω μας. Η προσπάθεια για συμπερίληψη ως εταιρική εντολή ΚΑΙ (το τονίζω) οι αντιδράσεις για το «wokeness»; Ένα τσίρκουλο με μοναδικό στόχο το κέρδος, ανάξιο να το πάρει κανείς στα σοβαρά. Εταιρίες που κοιτάνε να μεγιστοποιήσουν το κέρδος τους, καιροσκόποι που εκμεταλλεύονται τις ανασφάλειες ανόητων πουλώντας τους – για likes και views και ψήφους – το ψέμα ότι ο Χ μαύρος ή ΛΟΑΤΚΙ χαρακτήρας είναι κάποιου είδους απειλή… αυτά είναι πράγματα που κακώς τα μπλέκει ο κόσμος με την καλλιτεχνική δημιουργία. Είμαι πολύ κουρασμένος από όλη αυτή τη σαχλαμάρα και περιμένω υπομονετικά να πάμε παραπέρα ως κοινωνία. Δεν υπάρχει βεβιασμένη ή μη συμπερίληψη, υπάρχει μόνο καλό ή κακό γράψιμο. - Ο Βίκτωρας στο Μανιφέστο δε θέλει να γίνει σαν τους “άλλους”· θέλει να παραμείνει φρικιό. Στο κόμικ βλέπουμε κάποιους ήρωες κοντά στα 50 τους να έχουν γίνει αυτό που ήθελαν και κάποιους άλλους να επιθυμούν να αλλάξουν αυτό που έγιναν. Αποτελεί αυτό κάπως μια απάντηση στον Βίκτωρα των early 00s, ότι πρέπει να προχωράμε μπροστά ακόμα και αν τα πράγματα είναι απρόβλεπτα και να μη φοβόμαστε να εξελιχθούμε; Κοίτα, ο ίδιος άνθρωπος τα έχει γράψει και τα δύο, αναπόφευκτα θα υπάρχουν απόηχοι του Manifesto. Με τα 20 χρόνια που χωρίζουν τις δύο δουλειές βέβαια να κάνουν όλη τη διαφορά. Και ωριμότερος ηλικιακά δημιουργός αλλά και ωριμότεροι χαρακτήρες. Τον εικοσάρη Ηλία τον βλέπω με συμπάθεια αλλά δε θα μπορούσα να κάτσω τώρα να μιλήσω για τη ζωή μαζί του. - Εσύ τι ευχή θα έκανες όταν ήσουν στην ηλικία των πρωταγωνιστών που έκαναν τις δικές τους; Δε θα είχαμε καλό αποτέλεσμα. Μικρότερο παιδάκι το μόνο που ήθελα ήταν παιχνίδια – ό,τι στρουμφάκι και λέγκο υπήρχε. Με το που άρχισα να πλησιάζω την εφηβεία όμως, στα τέλη του Δημοτικού, η μόνη μου σκέψη ήταν το σεξ. Ό,τι τέλος πάντων καταλάβαινα από αυτό… (αυτό που τρίβονται δεν είναι;) Για καλό είναι που αυτός ο μικρός Ηλίας δεν είχε πρόσβαση σε μαγικές ευχές. - 25 χρόνια ενεργός στη σκηνή των κόμικς στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Τι έχεις αποκομίσει, τι έχεις μετανιώσει και τι θα έκανες διαφορετικά; Τα κόμικς είναι ένας χαοτικός χώρος, γεμάτος σκαμπανεβάσματα. Τα έχω αγαπήσει και τα έχω μισήσει. Μετανιώνω για δουλειές που έκανα μόνο για τα λεφτά, αλλά δε θα ήμουν εδώ χωρίς αυτές. - Το feedback στο εξωτερικό; Μόλις έμαθα ότι το «Όσα επιθυμήσαμε» μπήκε στη λίστα του Polygon με τα «Καλύτερα κόμικς της χρονιάς»! Θέλω το έργο μου να φτάσει σε αναγνώστες πέρα από το παραδοσιακό κομιξικό κοινό. To «Όσα επιθυμήσαμε» κυκλοφορεί ήδη σε βιβλιοπωλεία, κομιξάδικα και άλλα σημεία πώλησης! Και το σχετικό link...
  9. Αν ο Batman αποτελεί έναν από τους δημοφιλέστερους κομιξικούς χαρακτήρες όλων των εποχών σε παγκόσμια κλίμακα, ο Dylan Dog αποτελεί μια αντίστοιχα επιδραστική φιγούρα για τα ευρωπαϊκά σύνορα. Δύο χαρακτήρες που έχουν γράψει το όνομά τους με χρυσά γράμματα στην ιστορία του μέσου, ο καθένας με τον δικό του τρόπο, και οι οποίοι συναντιούνται για πρώτη φορά σε ένα μάλλον αναπάντεχο crossover: το Dylan Dog Batman, Η Σκιά της Νυχτερίδας. Όπως σε κάθε crossover, έτσι και εδώ, η σεναριακή συνθήκη που φέρνει κοντά τους δύο χαρακτήρες είναι τυπική, χωρίς ιδιαίτερη σημασία, και ακολουθεί μια μάλλον αναμενόμενη πορεία. Ο μεγαλύτερος ανταγωνιστής του Dylan Dog, Doctor Xabaras, συνάπτει μια ανιερή συμμαχία με τη νέμεσις του Batman, Joker και αυτό αρκεί, ώστε οι δύο χαρακτήρες να συνεργαστούν, ακόμα και αν στην αρχή αυτό το σενάριο δεν γοητεύει ούτε τον έναν, ούτε τον άλλον. Αυτό που έχει περισσότερη σημασία είναι πως το σενάριο σέβεται τους χαρακτήρες και δεν υποτιμά ποτέ τη νοημοσύνη του αναγνωστικού κοινού, παραδίδοντας μια ιστορία, η οποία ναι μεν δεν πρόκειται να μείνει αλησμόνητη στους θαυμαστές των δύο ηρώων, αλλά αποτελεί σίγουρα μια απολαυστική ευκαιρία για μια πρώτη επαφή μαζί τους. Έτσι λοιπόν, αν κάποιο άτομο δεν γνωρίζει τον Dylan Dog (που μεταξύ μας είναι και το πιθανότερο), μπορεί μέσα από τη Σκιά της Νυχτερίδας να αντιληφθεί σημαντικές πληροφορίες για τον κόσμο του. Διότι τελικά, η συνάντηση με τον Batman και μισή ντουζίνα χαρακτήρες από τη μυθολογία του, βοηθάει το κοινό να κατανοήσει καλύτερα ποιος είναι ο ρόλος του κάθε χαρακτήρα (πχ, ο Doctor Xabaras είναι ο αντίστοιχος Joker, ο Groucho ο αντίστοιχος Alfred κ.ο.κ.). Σε κάθε περίπτωση, το δυνατότερο χαρτί του κόμικ πρέπει να αναζητηθεί στο σχέδιο των Werther Dell’ Ederra και Gigi Cavenago και τον χρωματισμό των Cavenago, Giovanna Niro και Luca Del Salivo. Η καθαρή δομή των σελίδων, τα εκφραστικά πρόσωπα, τα δυναμικά καρέ, αλλά και η μουντή πολυχρωμία συνθέτουν μια οπτικά απολαυστική αφήγηση ευρωπαϊκών επιρροών, η οποία αναδεικνύεται από το μεγάλο μέγεθος της έκδοσης. Σε κάθε περίπτωση, το δυνατότερο χαρτί του κόμικ πρέπει να αναζητηθεί στο σχέδιο των Werther Dell’ Ederra και Gigi Cavenago και τον χρωματισμό των Cavenago, Giovanna Niro και Luca Del Salivo. Η καθαρή δομή των σελίδων, τα εκφραστικά πρόσωπα, τα δυναμικά καρέ, αλλά και η μουντή πολυχρωμία συνθέτουν μια οπτικά απολαυστική αφήγηση ευρωπαϊκών επιρροών, η οποία αναδεικνύεται από το μεγάλο μέγεθος της έκδοσης. Δίχως να διεκδικεί δάφνες σεναριακής ευρηματικότητας, αλλά λειτουργώντας εξαιρετικά ως μια ωδή στη μυστηριώδη και διαχρονική γοητεία δύο εμβληματικών χαρακτήρων, το κόμικ Dylan Dog Batman: Η Σκιά της Νυχτερίδας αποτελεί μια ιδανική ευκαιρία να γνωρίσει ένα ευρύτερο κοινό τον Dylan Dog, μια απ’ τις σημαντικότερες μορφές των ευρωπαϊκών κόμικ. Το κόμικ Dylan Dog Batman: Η Σκιά της Νυχτερίδας κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Μικρός Ήρωας. Πηγή: https://thedirectorscut.gr/dylan-dog-batman-συνάντηση-δύο-θρύλων/
  10. Ο χάρτινος ήρωας των παιδικών μας χρόνων κλείνει τα 70 και επιστρέφει σε μια ειδική επετειακή έκδοση. Ο Μπλεκ, ο Ξανθός Γίγας των κόμικς, δημιουργήθηκε από την ομάδα EsseGesse το 1954 για λογαριασμό των εκδόσεων Dardo, και πολύ σύντομα εξελίχθηκε σε έναν από τους πιο αγαπητούς ήρωες στη γειτονική Ιταλία αλλά και στη χώρα μας, όπου εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1969 από τον Στέλιο Ανεμοδουρά, με εκατοντάδες χιλιάδων πωλήσεων. Περιοδικό που κατάφερε να ξεφύγει της λογοκρισίας της Χούντας λόγω του Αμερικάνου πρωταγωνιστή του, ενώ το σενάριό του μιλάει για τον αγώνα για την ελευθερία, με έντονο το αντιστασιακό και αντιαποικιοκρατικό στοιχείο. Όπως αναφέρει και ο Gabriele Ferrero στην εισαγωγή του στην έκδοση: «Εβδομήντα χρόνια εκδοτικής ζωής στον κόσμο των κόμικς αποτελούν ένα αξιοσημείωτο επίτευγμα που έχουν κατορθώσει μόνο ελάχιστες σειρές. Τον Οκτώβριο του 2024 θα μπει και ο Μπλεκ σε αυτό το κλειστό κλαμπ των ηρώων που είναι ικανοί, όχι μόνο να σμπαραλιάζουν τους εχθρούς τους, αλλά και να ξεπερνούν άθικτοι τις διάφορες μόδες που κυριάρχησαν στα κόμικς τα χρόνια που ακολούθησαν τη γέννησή τους. Εν ολίγοις, μπορούμε να πούμε χωρίς δισταγμό πως ξεπέρασε το επίπεδο του απλού ήρωα έχοντας πλέον μετατραπεί σε διαχρονικό σύμβολο». Η ιστορία «Η Λαχτάρα για τη Λευτεριά», που δημοσιεύεται σε αυτόν τον επετειακό τόμο, έχει σχεδιαστεί από τον βετεράνο καλλιτέχνη Vladimiro Missaglia, που μας προσφέρει μια πολύ προσωπική όσο και επιτυχημένη εκδοχή του ξανθού γίγαντα. Σε ότι αφορά στα κείμενα, πρόκειται για την τελευταία ιστορία του Μπλεκ που έγραψε ο τελευταίος (εκ των τριών) της ομάδας EsseGesse, Dario Guzzon, μαζί με τον Mario Volta, και έχει έντονο τον επαναστατικό λόγο καθώς εμβαθύνει στην βίαιη πραγματικότητα του Πολέμου της Ανεξαρτησίας. Και το σχετικό link...
  11. Η συμπλήρωση των 70 ετών από τη γέννηση του Μπλεκ, του «χάρτινου» ήρωα που μαχόταν για την ανεξαρτησία των ΗΠΑ και κατά της αποικιοκρατίας των Άγγλων, αναδεικνύει το αποτύπωμα που έχει αφήσει στις αναμνήσεις των αναγνωστών του. Κάπου στα μέσα της μακρινής πια δεκαετίας του ΄70, πηγαίνω με τον πατέρα μου στο περίπτερο της γειτονιάς μου στον Άη Μελέτη. Δεν ήταν η πρώτη φορά. Αλλά εκείνο το απόγευμα το μάτι μου, «κόλλησε» και «γυάλισε» βλέποντας έναν περίεργο – για τα τότε μάτια μου – τύπο. Ντυμένο με γιλέκο και σκουφί που δεν είχα ξαναδεί μέχρι τότε. Να μου πείτε είχα δει τέτοιο γιλέκο; Δεν θα είχα δει, αλλά αυτό ο γούνινος σκούφος με είχε εντυπωσιάσει. Καλή η σοκολάτα που μου πήρε ο πατέρας μου, αλλά εγώ δεν έφευγα από το περίπτερο χωρίς τον ήρωα μου, που ταυτίστηκα μαζί του με την πρώτη ματιά. Τον Μπλεκ. Μυθικό όνομα για τα παιδικά μου χρόνια. Με συντρόφευσε δεκάδες φορές, με έκανε να αισθάνομαι μέρος της ομάδας του και με έκανε με αγωνία να περιμένω το επόμενο επεισόδιο – όπως και το επόμενο ματς του Ολυμπιακού – την επόμενή του ιστορία, στην οποία μοίραζε γροθιές δεξιά και αριστερά γροθιές στους αποικιοκράτες Άγγλους. Μπορεί τότε να μην γνώριζα τι σημαίνει αποικιοκρατία αλλά καταλάβαινα ότι ένας λαός, δεν μπορεί να στερεί την ελευθερία σε έναν άλλο. «Μα τα χίλια ελάφια», αυτός ο ξανθός γίγαντας μαζί με τους κολλητούς του, τον καθηγητή Μυστήριο και τον Ρόντι αλλά και τους κυνηγούς που τον ακολουθούσαν, μου έμαθε πολλά. Με έκανε να ψάξω όσο μπορούσα τότε τον αγώνα της Ανεξαρτησίας των Αμερικανών από τους Άγγλους, να συναντηθώ με τον «Τελευταίο των Μοϊκανών» του Τζέιμς – Φέμινορ Κούπερ (μέσω των κλασσικών εικονογραφημένων) και αργότερα μέσω της ταινίας, να μάθω για τον Γαλλοϊνδιάνικο Πόλεμο, τον Αμερικανό Εμφύλιο και σιγά σιγά να περάσω και σε άλλους αγώνες Ανεξαρτησίας, Επαναστάσεις, Εξεγέρσεις κ.ο.κ. Αυτά όμως έγιναν σιγά σιγά. Μέχρι τότε εγώ αναζητούσα να αγοράσω αντίστοιχο γιλέκο και σκούφο – δεν θυμάμαι αν τα κατάφερα ποτέ ή έκανα την ανάγκη φιλοτιμία με κάποιες, για την εποχή κακές αντιγραφές – και να καταλάβω γιατί έδερνε και τους Ινδιάνους. «Μα τον αλλήθωρο ήλιο», το τελευταίο μου έκανε τρομερή εντύπωση, χωρίς τότε να καταλαβαίνω το γιατί, αλλά σκεφτόμουνα ότι για το κάνει κάποιο (καλό) λόγο είχε. «Μα τους χίλιους πλανήτες», η χαρά μου ήταν μοναδική όταν σε κάποιο οικογενειακό ταξίδι στην Χαλκιδική, ένα καλοκαίρι σε κάποιο χωριουδάκι που είχε μαγαζάκι με περιοδικά, βρήκα με τον αδερφό μου θησαυρό. Δεκάδες παλιά τεύχη του Μπλεκ (και όχι μόνο). Η γκρίνια τεράστια στον πατέρα μας, να τα αγοράσουμε όλα. Δεν ξέρω πόσα αγοράσαμε αλλά επιστρέψαμε στην Αθήνα με μια τεράστια μαύρη σακούλα με τον Μπλεκ (και άλλους ήρωες της εποχής) που κακώς μετά από χρόνια, πετάχτηκε από την μάνα μου – εν αγνοία μου – στα σκουπίδια. Ποιος ξέρει πόσοι και ποιοι πολύτιμοι θησαυροί χάθηκαν τότε. «Μα τους χίλιους κάστορες», η σχέση μου με τον Μπλεκ ήταν κατά κάποιο τρόπο βιωματική. Ήθελα να μιλάω σαν εκείνον. Έψαξα να βρω τι σήμαιναν όλοι αυτοί οι ιδιωματισμοί/εκφράσεις που χρησιμοποιούσε τόσο ο ίδιος όσο και οι άμεσοι συνεργάτες του «Μα τον αλλήθωρο ήλιο», «Μα τους χίλιους πλανήτες», «Μα τα χίλια ελάφια», «Μα τους χίλιους κάστορες», τι σήμαιναν. Κανένας όμως «μεγάλος» δεν μπόρεσε να με βοηθήσει. Τι να ήξεραν και εκείνοι… Μήπως είχαν κυνηγήσει ποτέ τους κάστορες; Ή μήπως είχαν κολυμπήσει σε μεγάλες παγωμένες λίμνες ή μήπως τους είχαν παρασύρει ορμητικά ποτάμια; Έζησα μαζί του, είχα συμπάσχει μαζί του στις περιπέτειές του στον χιονισμένο βορρά των Ηνωμένων Πολιτειών ή όπου αλλού κυνηγούσε τους εχθρούς της πατρίδας του, με προβλημάτιζε όταν κυνηγούσε Ινδιάνους ή κάστορες αλλά όλοι οι ήρωες έχουν και κάποιες πλευρές που μπορεί να συμφωνούμε απόλυτα. «Μα τις χίλιες αρκούδες», σήμερα στην συμπλήρωση των 70 ετών από την… γέννησή του, έχω να εξομολογηθώ ότι κάποια στιγμή – μεγαλώνοντας φυσικά – τον πρόδωσα. Σταμάτησα να με απασχολούν οι περιπέτειες του, τα προβλήματά του, οι αγώνες του κ.ο.κ. Μεγάλωσα εγώ; Άλλαξα μυαλά; Έγινα (πολιτικά) σοβαρός; Δεν ξέρω τι έγινε. Ή μάλλον ξέρω αλλά δεν είναι της παρούσης. Εδώ μιλάω για τον ΗΡΩΑ των παιδικών μου χρόνων. «Μα τις χίλιες φάλαινες», νιώθω την ανάγκη να ξαναγυρίσω και πάλι κοντά του. Υ.Γ. Ποτέ μου δεν κατάλαβα πώς με αυτό το γιλέκο δεν κρύωνε τον χειμώνα. Και το σχετικό link...
  12. 32 χρόνια μετά την πρωτη κυκλοφορία της Μπαλάντας στην χωρά μας, από την Ars Longa το 1987, το εμβληματικό και μεγαλύτερο έργο του Ιταλού δημιουργού Hugo Pratt, "Η Μπαλάντα της Αλμυρής Θάλασσας", με πρωταγωνιστή τον ονειροπόλο, ρομαντικό και τυχοδιώκτη ναυτικό, Κόρτο Μαλτέζε, έρχεται ξανά στο προσκήνιο. Αυτή την φορά η εκδοτική Μικρός Ηρώς του Λεοκράτη Ανεμοδούρα, σε συνεργασία με την "Εφημερίδα των Συντακτών", προσφέρει από αυτό το Σάββατο (21/9) το αριστουργηματικό έργο του Pratt, στο αναγνωστικό κοινό των κόμικς, το οποίο και θα ολοκληρωθεί σε 4 μέρη. Η έκδοση είναι ίδιας ποιότητας με την προηγούμενη σειρά του Κόρτο Μαλτέζε που κυκλοφόρησε η εκδοτική, με illustration εξώφυλλο, καλό χαρτί και έγχρωμη. Ομολογώ ότι είμαι πολύ ενθουσιασμένος, μιας και μεσώ αυτής της συνεργασίας μεταξύ εκδοτικής και εφημερίδας, δίνεται η δυνατότητα να προστεθεί ένα από τα καλύτερα έργα, κατά γενική ομολογία, του Hugo Pratt, στην συλλογή μας. Μιας και δεν έχω στην κατοχή μου την αρχική ασπρόμαυρη έκδοση, θα τιμήσω στο έπακρο αυτή την προσπάθεια. Σελίδα δείγμα. Αφιέρωμα στον Κόρτο Μαλτέζε, εδώ. Παρουσίαση της έκδοσης του 1987, εδώ.
  13. Μία νέα live-action τηλεοπτική σειρά βασισμένη στο έργο του Ούγκο Πρατ αναμένεται να δημιουργήσει το ιταλικό στούντιο Rainbow Group («Winx»), σύμφωνα με αποκλειστικές πληροφορίες του περιοδικού Variety. Συγκεκριμένα, το στούντιο Rainbow υπέγραψε πρόσφατα συμφωνία με την την εταιρία Cong SA, που διατηρεί τα δικαιώματα στο έργο του Πρατ, με σκοπό τη δημιουργία μίας τηλεοπτικής σειράς βασισμένης στις περιπέτειες του Κόρτο Μαλτέζε. Η εμβληματική σειρά graphic novel ακολουθεί έναν κοσμοπολίτη καπετάνιο που κάνει τον γύρο του κόσμου στις αρχές του 20ου αιώνα, και αποτελεί μία από τις πιο επιδραστικές δουλειές κόμικς που έχουν κυκλοφορήσει ποτέ. Στιγμιότυπο από έκθεση που έγινε το 2016 στη Μπολόνια για τα 50 χρόνια του μύθου του Κόρτο Μαλτέζε. «Αυτό το πρότζεκτ είναι ένα όνειρο που γίνεται πραγματικότητα», δήλωσε ο CEO της Rainbow Group και δημιουργός των Winx Iginio Straffi: «Είμαι μεγάλος θαυμαστής του Ούγκο Πρατ και πάντα ήθελα να δουλέψω στο "Κόρτο Μαλτέζε"... Περίμενα υπομονετικά τη σωστή στιγμή και [...] επιτέλους, αυτή η μέρα έχει έρθει!» συμπληρώνει με ενθουσιασμό ο Ιταλός επιχειρηματίας. Το έργο του Ούγκο Πρατ αποτελεί πυλώνα της παγκόσμιας 9ης τέχνης, σημαδεύοντας ανεξίτηλα το ευρωπαϊκό ρεύμα της δεκαετίας του '60 και επηρεάζοντας πολλαπλές γενιές κομιστών. Ο Πρατ γεννήθηκε το 1927 στο Rimini της Ιταλίας και ξεκίνησε να διηγείται τις περιπέτειες του Κόρτο Μαλτέζε το 1967, συνεχίζοντας ακάθεκτος μέχρι και το 1990 – ενώ μετά το θάνατό του το 1995, οι περιπέτειες του Μαλτέζε συνεχίστηκαν με την υπογραφή του Juan Diaz Canales (Blacksad) και του Bastien Vives (La boucherie). Αυτή δεν είναι η πρώτη φορά που οι περιπέτειες του Μαλτέζε «έβαλαν πλώρη» για την μικρή οθόνη, με τον Αμερικανό κομίστα και κινηματογραφιστή Frank Miller να επιχειρεί να μεταφέρει τη δουλειά του Ούγκο Πρατ στην τηλεόραση το 2022 – ένα πρότζεκτ που δυστυχώς, δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Σε μορφή κινουμένων σχεδίων, οι περιπέτειες του Μαλτέζε έχουν μεταφερθεί στη μικρή οθόνη το 2002 από το γαλλικό τηλεοπτικό κανάλι Studiocanal. Οι περιπέτειες του Κόρτο Μαλτέζε κυκλοφορούν στη χώρα μας από τις Εκδόσεις Μικρός Ήρως. Και το σχετικό link...
  14. Η ηθική τής μη βίαιης πολιτικής ανυπακοής Γιάννης Αντωνόπουλος (John Antono) Στον πρώτο τόμο του «Κάστρου των Ζώων» (εκδ. Μικρός Ηρως) η διαχρονική πολιτική αλληγορία του Οργουελ συναντά το ιδεώδες της πολιτικής ανυπακοής του Γκάντι Παραφράζοντας το σύνθημα από το μυθιστόρημα του Τζορτζ Οργουελ «Η Φάρμα των Ζώων» (1945), θα λέγαμε ότι «στη φάρμα όλα τα ζώα ήταν ίσα. Στο κάστρο κάποια ζώα είναι πιο ίσα από τα άλλα». Ο λόγος για το πολυβραβευμένο μπεστ σέλερ των γαλλοβελγικών κόμικς με τον τίτλο «Το Κάστρο των Ζώων», που κυκλοφόρησε ως σειρά τεσσάρων άλμπουμ από τις εκδόσεις Casterman μεταξύ 2018 και 2022. Τα δύο πρώτα τεύχη της σειράς («Μις Μπενγκαλόρ» και «Μαργαρίτες του χειμώνα») μπορούμε πλέον να τα διαβάσουμε στα ελληνικά από τις εκδόσεις του Μικρού Ηρωα. Τα επόμενα δύο τεύχη θα κυκλοφορήσουν προσεχώς στον δεύτερο τόμο. Οι Xavier Dorison (σενάριο) και Félix Delep (σχέδιο) μας προσφέρουν ένα έργο που πραγματεύεται ζητήματα τα οποία απασχόλησαν πολύ τον εικοστό αιώνα, όπως η διάπραξη μαζικών εγκλημάτων με την επίκληση της δημοκρατίας ή οι αιμοσταγείς δικτατορίες που ισοπέδωσαν εκατομμύρια ανθρώπους στο όνομα των λαϊκών συμφερόντων. Η ιστορία διαδραματίζεται σε μια φάρμα εγκαταλειμμένη από τους ανθρώπους. Οι κάτοικοί της, τα ζώα, αν και θεωρητικά απολαμβάνουν την ασφάλεια στο «κάστρο» τους, που άλλοτε ήταν η φυλακή τους, στην πραγματικότητα καταπιέζονται βάναυσα από ένα νέο βίαιο καθεστώς. Το σύστημα αυτό, με επικεφαλής έναν μεγαλόσωμο ταύρο (τον Πρόεδρο Σίλβιο), συνεπικουρούμενο από μια ελίτ σκύλων και γουρουνιών, απομυζά τη σκληρή αγροτική εργασία των υπόλοιπων ζώων εκτελώντας κάθε αντιφρονούντα. Ολα αυτά μέχρι την άφιξη ενός μυστηριώδους περιπλανώμενου αρουραίου που θα διδάξει στα καταπιεσμένα ζώα την πολιτική ανυπακοή. Αν αφήσουμε κατά μέρος τη συγκριτική παράθεση του «Κάστρου» με τη «Φάρμα» και αφεθούμε στην αφήγηση των Dorison και Delep, θα διαπιστώσουμε ότι εδώ έχουμε έναν μύθο ταυτόχρονα οικείο, αλλά και πρωτότυπο. Γιατί, ενώ εμπνέεται από τη διαχρονική φόρμα της πολιτικής αλληγορίας με ζώα, προχωράει την προβληματική του πολλά βήματα παραπέρα, υπερβαίνοντας τον πεσιμισμό που διακατέχει εγγενώς την οργουελιανή σκέψη. Το καινούργιο που κομίζει το «Κάστρο των Ζώων» είναι η απέχθεια προς κάθε μορφή βίας –και αυτό διόλου δεν σημαίνει την παθητική αποδοχή της υποτέλειας: η εξέγερση των ζώων που εκτυλίσσεται στις σελίδες του «Κάστρου» προτάσσει την ενεργητική αντίσταση, αποκλείοντας ωστόσο την αιματοχυσία των αντιπάλων η οποία δεν συνεπάγεται παρά την αρχή της εγκαθίδρυσης άλλης μιας στυγνής δικτατορίας. Σε αυτό το «σίκουελ» της «Φάρμας των Ζώων» το όμορφα σχεδιασμένο καρτουνίστικο ύφος του Delep (σημειωτέον η πρώτη μεγάλου μήκους δουλειά του σκιτσογράφου, την οποία έφερε σε πέρας σε ηλικία μόλις 26 ετών) έρχεται σε αντίθεση με τις σκηνές ωμής βίας. Οι καταπιεσμένοι καλούνται να αντισταθούν με κινητήρια δύναμη την αγάπη στην ελευθερία και όχι το μίσος προς τους καταπατητές της. Ή όπως αναφέρεται στην εισαγωγή: «Αυτός ο μύθος φιλοδοξεί να αποτίνει έναν ταπεινό φόρο τιμής σε όλους εκείνους που μας έδειξαν ότι υπάρχει και ένας άλλος δρόμος, επικίνδυνος και αβέβαιος αλλά αληθινός, προς έναν καλύτερο κόσμο». Το σχετικό link
  15. «Ο Τζορτζ Όργουελ είδε καλά, μα δεν τα είδε όλα» Γιάννης Ιατρού Με αφορμή την κυκλοφορία του πρώτου τόμου του «Κάστρου των Ζώων» στα ελληνικά από τις εκδόσεις Μικρός Ηρως συνομιλήσαμε με τους δημιουργούς τής άκρως πολιτικής σειράς κόμικς: τους Xavier Dorison (σενάριο) και Félix Delep (σχέδιο). Xavier Dorison ● Στον πρόλογο του πρώτου τόμου διαβάζουμε: «Ο Τζορτζ Οργουελ είδε καλά, μα δεν τα είδε όλα». Τι είναι αυτό που δεν είδε; Xavier Dorison: Ηθελα απλώς να υπογραμμίσω ότι αν ο Οργουελ στη «Φάρμα των Ζώων» είχε επισημάνει ευφυώς τις συνέπειες μιας επανάστασης με βίαιες μεθόδους, είχε εξαλείψει –κι αυτό δεν είναι κριτική, απλά δεν ήταν αυτό το θέμα του– τις πιθανότητες που ανοίγουν έναν άλλον τρόπο να σηκώσεις κεφάλι απέναντι στη δικτατορία ή την αδικία: την πολιτική ανυπακοή. ● Κάποιοι μιλούν για διασκευή της «Φάρμας των Ζώων», άλλοι για τη συνέχεια, ενώ άλλοι μιλούν για έμπνευση και σημείο αναφοράς. Εσείς έχετε δηλώσει πως απλώς θέσατε τους ίδιους κανόνες παιχνιδιού με τον Οργουελ για να πείτε την ιστορία σας. X.D.: Για να το κάνω λιανά, έθεσα τους «κανόνες του παιχνιδιού» της «Φάρμας των Ζώων»: τετράποδα ζώα που μιλούν αλλά μερικές φορές χρησιμοποιούν τα άκρα τους για να πιάσουν αντικείμενα, ένας τόπος μοναδικός (ή σχεδόν), άνθρωποι που αντιμετωπίζονται ως σύμβολα και όχι σαν χαρακτήρες με μια αψίδα κ.λπ. Αλλά η πλοκή δεν έχει καμία σχέση με αυτό, ούτε και οι πρωταγωνιστές. Τέλος, καθώς η ιστορία ξεκινά σε μια κατάσταση όπου τα ζώα είναι αυτά που ενσαρκώνουν τη δικτατορία, θα μπορούσαμε να το θεωρήσουμε –χωρίς αυτό να συμβαίνει στην πραγματικότητα– μια «συνέχεια» του μυθιστορήματος του Οργουελ. ● Ποια ήταν η βασική έμπνευση για τη συγκεκριμένη ιστορία, πέραν του Οργουελ; X.D.: Είναι ουσιαστικά οι ατομικές ή συλλογικές διαδρομές των μη βίαιων επαναστάσεων ή των κινημάτων πολιτικής ανυπακοής του τελευταίου αιώνα. Το πιο προφανές παράδειγμα είναι αυτό του Γκάντι, αλλά θα μπορούσαμε εξίσου εύκολα να αναφέρουμε το κίνημα Otpor (Αντίσταση) στη Σερβία ή την κίνηση του Νέλσον Μαντέλα. ● Εχετε πει ότι θέλατε να γράψετε για μια επανάσταση η οποία θα έχει αίσιο τέλος, αλλά στην πραγματικότητα πόσο ρεαλιστικό είναι αυτό; X.D.: Η «Αλληλεγγύη» αντιστάθηκε στον στρατηγό Γιαρουζέλσκι, ο Γκάντι πέτυχε την αποχώρηση των Βρετανών αποίκων, η Otpor έριξε τον Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς, ο Νέλσον Μαντέλα επέτρεψε το τέλος του απαρτχάιντ χωρίς αιματοχυσία κ.ο.κ. Το πραγματικό ερώτημα είναι μάλλον αν είναι ρεαλιστικό να σκεφτούμε ότι, για παράδειγμα, μια βίαιη επανάσταση δεν θα είναι πιο δύσκολο να πραγματοποιηθεί, πιο αιματηρή και θα τελειώσει –όπως δείχνει ο Οργουελ– με μια δικτατορία χειρότερη από αυτή που καταπολέμησε. Η Γαλλική Επανάσταση του 1789 οδήγησε στη «Βασιλεία του Τρόμου», αυτή του 1917 στον Στάλιν, αυτή της Κούβας στη δικτατορία του Κάστρο κ.λπ. ● Κάνετε λόγο για μη βίαιες επαναστάσεις, σαν μορφή αντίστασης στις βίαιες δικτατορίες. Θα μπορούσε να γίνει λόγος και για «μη βίαιες δικτατορίες» σήμερα; X.D.: Κάθε μορφή δικτατορίας στοχεύει στην «κλοπή» κάποιας ελευθερίας του ατόμου, είτε είναι η ελευθερία στην ιδιοκτησία, στη μετακίνηση, στη σκέψη, οδηγώντας έτσι λογικά σε «νόμιμη κλοπή», στις φυλακίσεις, στην κοινωνική ή και φυσική θανάτωση. Στην ουσία, η δικτατορία δεν μπορεί να είναι μη βίαιη. Μπορεί να προσπαθήσει να αποκρύψει αυτήν τη βία, να την απομακρύνει από τη δημόσια σφαίρα, -τέτοια είναι τα παραδείγματα της σημερινής Κίνας ή της πρώην Σοβιετικής Ενωσης- ή να την επιδείξει για να ενισχύσει τον τρόμο, όπως κάνει το ISIS. Αυτό που είναι σχετικά νέο, είναι η ύπαρξη καθεστώτων που επιτρέπουν σχετική οικονομική ελευθερία (γνωρίζοντας ότι η «νόμιμη κλοπή» είναι πάντα δυνατή), επιτρέπουν τις εκλογές, αλλά περιορίζουν τους άλλους δύο πυλώνες μιας δημοκρατίας, την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης και την ελευθερία του Τύπου. ● Αναφέρεστε στη γελοιοποίηση ως βασικό «όπλο» μιας μη βίαιης επανάστασης. Υπάρχουν άλλα; X.D.: Φυσικά, οι δικτάτορες μισούν το χιούμορ. Υπονομεύει τη δημόσια εικόνα του «ισχυρού άντρα» και τη λεγόμενη «νομιμοποίηση μέσω της ασφάλειας» που ισχυρίζονται ότι ενσαρκώνουν. Ενώ στην πραγματικότητα αυτοί είναι η απειλή. Τα άλλα «όπλα» είναι αυτά της πολιτικής ανυπακοής. Αυτό πρέπει να χτιστεί βήμα βήμα. Πραγματοποιώντας αγώνες με περιορισμένα διακυβεύματα, με μικρούς στόχους, αλλά ενώνοντας έτσι ακτιβιστές και δημιουργώντας αλληλεγγύη, εκθέτοντας τις αδικίες, κάνοντας απεργίες και πάνω απ’ όλα διαμορφώνοντας μια ρεαλιστική εναλλακτική πρόταση έναντι του ισχύοντος κατασταλτικού συστήματος. Χωρίς εποικοδομητικό πρόγραμμα, κάθε εναλλακτικό κίνημα καταλήγει να κάνει μια τρύπα στο νερό. Μεταξύ άλλων, οι περιπτώσεις των «Stop Wall Street» στην Αμερική και των «Κίτρινων Γιλέκων» στη Γαλλία είναι τα τέλεια παραδείγματα. ● Στους πρώτους δύο τόμους γίνονται αναφορές στους λύκους ως εξωτερικών εχθρών, αλλά δεν τους βλέπουμε ποτέ, ενώ δεν ακούμε σχεδόν τίποτα για τους ανθρώπους, αλλά τους βλέπουμε να έχουν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση των κινήτρων των δικτατόρων να επιβληθούν. X.D.: Οι «λύκοι» είναι η μεταφορά μιας χειραγώγησης τόσο πολυφορεμένης όσο και αποτελεσματικής: ο καθορισμός μιας απειλής ως πηγής νομιμοποίησης για μια βίαιη εξουσία. Οταν δεν μπορείς να αποκτήσεις την αποδοχή του λαού με ενθουσιασμό ή με την προσδοκία για πρόοδο, τον ελέγχεις μέσω του φόβου. Και όταν το πλήθος αισθάνεται ανασφάλεια, είναι έτοιμο να θυσιάσει τα πάντα, συμπεριλαμβανομένης της ελευθερίας του. Αυτό βγάζει νόημα όταν πολεμάς ενάντια στον ναζισμό ή στην πανδημία, αλλά οι δικτάτορες κατάλαβαν ότι μπορούν να χρησιμοποιήσουν το ίδιο αντανακλαστικό ανά πάσα στιγμή και πως αρκούσε απλά να «δημιουργηθεί» μια απειλή από την αρχή ή να υπερβάλουν για μια απειλή που στην πραγματικότητα είναι ακόμα… εμβρυϊκή ή περιορισμένης εμβέλειας. Αλλού θα ενισχυθεί υπερβολικά η κάλυψη της διάπραξης ενός εγκλήματος από ένα μέλος κάποιας μειονότητας, για παράδειγμα ενός εγκλήματος που διέπραξε ένας πρόσφυγας σε μια χώρα με δεκάδες εκατομμύρια κατοίκους, αλλού θα εφεύρουν του «Ουκρανούς ναζί» ή τα «όπλα μαζικής καταστροφής» του Σαντάμ. Τα παραδείγματα είναι δυστυχώς πολυάριθμα. ● Ζούμε σε μια περίοδο γεωπολιτικών κρίσεων με άμεσο αντίκτυπο στο παγκόσμιο πολιτικό γίγνεσθαι. Η Ευρώπη επιστρέφει στην Ακροδεξιά και τη συντήρηση, στη Γαλλία παρά λίγο να δημιουργηθεί κυβέρνηση της Εθνικής Συσπείρωσης της Λεπέν, ενώ ο πόλεμος στην Ουκρανία και στη Γάζα συνεχίζεται και η αστάθεια στην ευρύτερη περιοχή αυξάνεται διαρκώς. Ποιος είναι ο ρόλος έργων τέχνης όπως των δικών σας σε αυτό το υπόβαθρο; X.D.: Από την πλευρά μου πιστεύω ότι ο ρόλος του συγγραφέα είναι ο ίδιος με αυτόν του γιατρού, του φούρναρη ή του κομμωτή: να κάνει τη δουλειά του. Και η δική μου είναι να γράφω σενάρια. Αυτό που είναι αναμφίβολα ιδιαίτερο, είναι ότι, αφενός, ο συγγραφέας είναι ένα είδος συναισθηματικού, πολιτικού, φιλοσοφικού «σφουγγαριού» της εποχής του και συνεπώς τα λόγια του, ακόμα κι αν κρύβονται πίσω από το παραβάν των χαρακτήρων ή της ποιητικής αδείας, θα μιλήσουν για τον δικό του κόσμο και τις προκλήσεις του. Αφετέρου, γεννώντας φανταστικούς κόσμους ή αναπαραστάσεις της πραγματικότητας, η μυθοπλασία επιτρέπει όχι μόνο να δημιουργήσεις μια πολύ πιο δυνατή καταγραφή από ό,τι μια σειρά στατιστικών ή περιγραφών της πραγματικότητας, αλλά, ακόμα περισσότερο, το πιο σημαντικό είναι ότι μπορεί να συγκεκριμενοποιήσει έναν μελλοντικό κόσμο. Με άλλα λόγια, εναπόκειται στον καλλιτέχνη ή στον συγγραφέα να υπογράψει τις αυτοεκπληρούμενες προφητείες που θα οδηγήσουν μια κοινωνία στον σωστό δρόμο… ή στον λάθος Félix Delep ● Διαβάζοντας το «Κάστρο των Ζώων», δεν περίμενα σε καμία περίπτωση ότι το περίτεχνο σχέδιο υπογράφεται από έναν τόσο νεαρό καλλιτέχνη στην πρώτη του εμφάνιση. Σήμερα, πέντε χρόνια μετά τη δημοσίευση του πρώτου μέρους της ιστορίας, πώς νιώθεις για ό,τι μεσολάβησε; Félix Delep: Ο Xavier μού εμπιστεύτηκε με μεγάλη ευγένεια μια σειρά τεσσάρων τόμων, παρ’ όλο που δεν είχα βγάλει ποτέ κάποιο άλμπουμ όταν γνωριστήκαμε. Το ντεμπούτο ήταν πολύ περίπλοκο γιατί είχα πολλά να μάθω «εν κινήσει», αλλά λέγοντας αυτό εξακολουθώ να νιώθω το ίδιο και σήμερα. Εχω όμως πλέον περισσότερα βέλη στη φαρέτρα μου και έχω μάθει πολλά κόλπα για να διορθώνω τα προβλήματα στο καδράρισμα, στις εκφράσεις ή στον χρωματισμό. Κοιτάζοντας πίσω, χαίρομαι πολύ που βλέπω το τέλος του δρόμου και ελπίζω να συνεχίσω να μαθαίνω και να προοδεύω. Γενικά αισθάνομαι πιο ήρεμος σήμερα απ’ ό,τι στην αρχή και είναι μεγάλη χαρά να συνεργάζομαι με έναν σεναριογράφο που ξέρει πώς να σε προκαλεί και να σε ενθαρρύνει ταυτόχρονα. ● Αν και συνήθως αναφερόμαστε σε κόμικς με ζωόμορφους ήρωες, πρακτικά στην περίπτωσή σας συμβαίνει το αντίθετο: πρόκειται για μια ιστορία με ανθρωπόμορφα ζώα, τα οποία δηλαδή έχουν ανθρώπινες συμπεριφορές και εκφράσεις. F.D.: Θέλαμε να διατηρήσουμε το ίδιο σύστημα με τη «Φάρμα των Ζώων» του Οργουελ, με ζώα ως επί το πλείστον φυσιολογικά, αλλά ικανά να μιλήσουν, και να παραμείνουμε στη δραματουργία και στο πνεύμα των παλιών ταινιών κινουμένων σχεδίων της Disney, που ήταν επιθυμία του Xavier - από τις πρώτες κατευθύνσεις που μου έδωσε. Προσπάθησα να βρω τρόπους να εξανθρωπίσω τα ζώα όσο το δυνατόν περισσότερο στις εκφράσεις των προσώπων τους. Επιπλέον, υπάρχει μεγάλο εύρος σωματικής δράσης να εξερευνήσεις σχεδιαστικά με τα ζώα, η οποία είναι εξ ορισμού πιο ελεύθερη γιατί ο αναγνώστης δεν περιμένει από τα ζώα του «Κάστρου» να συμπεριφέρονται ρεαλιστικά ή αληθινά όπως οι άνθρωποι. ● Διάβασα άρθρα που αποδίδουν τις σχεδιαστικές σου επιρροές στα ζώα του Disney, όπως οι «Αριστόγατες» και τα «101 Σκυλιά της Δαλματίας», στο «Blacksad» του Guarnido, στο «L'Épée d'Ardenois» του Willem ή ακόμη στο «Μυστικό των ΝΙΜ» του Don Bluth. F.D.: Εκτός από όλες αυτές που αναφέρεις, σε ό,τι αφορά τον σχεδιασμό των ζώων θα πρόσθετα τους Heinrich Kley και Claire Wendling που είναι εξαιρετικοί. Αλλά, από την άλλη, για το χρώμα θα ήταν περισσότερο οι Hiroshi Yoshida, Man Arenas και John Singer Sargent. Γενικά, το στιλ μου χτίζεται σιγά σιγά και εξελίσσεται πολύ κατά τη διάρκεια της σειράς. Τρέφεται απ’ ό,τι διαβάζω ανά περίοδο, από τις ταινίες που βλέπω, τους πίνακες ζωγραφικής ή τις φωτογραφίες που με εντυπωσιάζουν, την καθημερινή παρατήρηση της πραγματικότητας. Εχω την εντύπωση ότι με τον καιρό βρίσκω ευκολότερο το να αξιοποιώ αναφορές αρκετά μακρινές από το ύφος μου, για να το θρέψω. Και αυτήν την περίοδο είμαι μεγάλος θαυμαστής της δουλειάς της Linnea Sterte και του τρόπου που αποτυπώνει τη φύση. ● Εχουμε συνδέσει τα κόμικς με ζώα με θέματα περισσότερο χιουμοριστικά, κωμικά, ακόμη και παιδικά. Παρ’ όλα αυτά, στο «Κάστρο των Ζώων» υπάρχουν σκληρές σκηνές που σοκάρουν. Η χρήση ζώων για πρωταγωνιστές της ιστορίας επιτρέπει αυτήν την εντυπωσιακή αντίθεση, όπως για παράδειγμα στην εκτέλεση της Μαργαρίτας. F.D.: Είναι ακριβώς έτσι! Ηταν ο στόχος που επιδιώξαμε, να φέρουμε τον αναγνώστη μέσα σε αυτό το παραμύθι μέσα από μια πολύ οικεία και καθησυχαστική εικονογραφική πόρτα και να προκαλέσουμε σοκ μέσα από την αντίθεση αυτού του ανάλαφρου σχεδιαστικού ύφους των ζώων, που ανακαλεί αναμνήσεις από την παιδική ηλικία, με την ενήλικη πολιτική αφήγηση, για να το ανακατέψουμε καλύτερα. ● Το ύφος σου είναι αρκετά διαφορετικό στα εξώφυλλα που έχεις φιλοτεχνήσει για τη σειρά. Ο πειραματισμός με διαφορετικές τεχνικές είναι σημαντικός για έναν καλλιτέχνη ή θεωρείς προτιμότερο να βρίσκει κανείς την κλίση του και να επικεντρώνεται στην τελειοποίησή της; F.D.: Τα εξώφυλλα είναι ένα σημαντικό στοιχείο και προσπαθώ πάντα να κάνω το καλύτερό μου, με τη βοήθεια και τις διορθώσεις του Xavier και του εκδοτικού οίκου Casterman. Είναι λίγο δύσκολο να απαντήσω στην ερώτηση, δεν ξέρω αν είναι καλύτερη η μία ή η άλλη μέθοδος. Στην προσωπική μου πορεία μπόρεσα να παρατηρήσω ότι κατάφερνα να ξεκλειδώνω νέους ορίζοντες διαφοροποιώντας τις προσεγγίσεις, για παράδειγμα το γεγονός ότι ενεπλάκην με τη γλυπτική με βοήθησε να αντιληφθώ καλύτερα τον όγκο, κάτι που μπόρεσα στη συνέχεια να αξιοποιήσω στο σχέδιο. Ή, επίσης, ξεκίνησα κάνοντας πολλά σχέδια παρατήρησης, έφτασα στο σημείο να νιώθω πιο άνετα με αυτήν την άσκηση, παρά με το φανταστικό σχέδιο, το οποίο μου έβγαινε συνήθως λίγο άκαμπτο. Κατάφερα να γεφυρώσω αυτές τις δύο προσεγγίσεις επιχειρώντας να συγκεντρωθώ σε μικρά φανταστικά σχέδια, για την υλοποίηση των οποίων κατέληγα να ανακαλώ όλη τη νοητή βιβλιοθήκη σχεδίων παρατήρησης που είχα φτιάξει μέχρι τότε, απλοποιώντας κάπως την εργασία που έπρεπε να αντιμετωπίσω. Με βάση αυτήν την αρχή, κάνω πάντοτε πολύ μικρά προσχέδια, τα οποία με διευκολύνουν να δω με άνεση τη σύνθεση, τον χώρο και τη συνολική δράση. Το σχετικό link
  16. Επιστρέφοντας με το νέο άλμπουμ της σειράς Λάργκο Γουίντς, ο Jean Van Hamme αντιμετωπίζει ένα πολύ επίκαιρο θέμα: την παγκοσμιοποίηση και τα “πλεονεκτήματά” της. Η γαλλοβελγική σειρά κόμικς, Λάργκο Γουίντς αποτελεί ένα εκδοτικό φαινόμενο στην Γαλλία, όπου μέσα από είκοσι χρόνια ύπαρξης, ο ομώνυμος πρωταγωνιστής της έχει καθιερωθεί ως ένας από τους πιο δημοφιλείς σύγχρονους ήρωες της Ένατης Τέχνης. Χάρη στο εύστροφο γράψιμο του Jean Van Hamme και το πανέμορφο σχέδιο του Philippe Francq, η σειρά βρίσκεται μεταξύ των σταθερών μπεστ σέλερ άλμπουμ με πάνω από 500.000 πωλήσεις κάθε χρόνο. Έχει μεταφερθεί και στον κινηματογράφο, με την τρίτη ταινία – η οποία και βασίζεται στην πρώτη εκ των δύο ιστοριών που περιλαμβάνονται στη νέα ελληνική έκδοση – να κυκλοφορεί από τέλη Ιουλίου στους κινηματογράφους. Όπως γράφει και το ninthartdelights: «Αν σας αρέσουν τα θρίλερ, η περιπέτεια, η ίντριγκα αλλά και η καταιγιστική δράση σε συνδυασμό με ταξίδια σε όμορφα μέρη γύρω από τον κόσμο, τότε αυτό το βιβλίο είναι για εσάς!» Ο μικρός ορφανός Λάργκο Γουίντσλαβ γεννήθηκε στο Μαυροβούνιο και υιοθετήθηκε κρυφά από τον δισεκατομμυριούχο Νέριο Γουίντς, για να τον διαδεχθεί μετά θάνατον στη διαχείριση της οικονομικής αυτοκρατορίας του. Όταν λοιπόν ο Νέριο δολοφονείται, ο εικοσιεξάχρονος Λάργκο, μέσα σε μια νύχτα, γίνεται ένας από τους πλουσιότερους ανθρώπους στον κόσμο. Ο αγώνας για τη διατήρηση αυτής της περιουσίας, σε συνάρτηση με την αντικομφορμιστική και επαναστατική του φύση, θα οδηγήσει τον Λάργκο σε μεγάλες μάχες με κρυφούς εχθρούς και ανταγωνιστές. Έτσι, θα οδηγηθεί συχνά σε επικίνδυνες περιπέτειες που θα τον φέρουν αντιμέτωπο με τον θάνατο, όσο η αυτοκρατορία του – ο πανίσχυρος οικονομικά Όμιλος W – θα βρίσκεται στα πρόθυρα της κατάρρευσης. Στην πρώτη ιστορία του νέου άλμπουμ (καλύπτει τα αντίστοιχα γαλλικά άλμπουμ #13-14) με τίτλους Η Τιμή του Χρήματος και Ο Νόμος του Δολαρίου, ο Λάργκο είναι καλεσμένος στην τηλεοπτική εκπομπή «Η Τιμή Του Χρήματος», όπου δημοσιογράφοι κάνουν ερωτήσεις γύρω από τον κόσμο των επιχειρήσεων. Εκεί ειπώνεται πως η εταιρεία Σπιντ Ουάν, που αγοράστηκε πρόσφατα από τον Όμιλο W, μόλις ανακοίνωσε την απόλυση 2.500 εργαζομένων. Έπειτα, ένας εκ των δημοσιογράφων φέρνει στο πλατό τον Ντένις Τάραντ, ένα στέλεχος της Σπιντ Ουάν, ο οποίος ζωντανά, μπροστά σε εκατομμύρια τηλεθεατές, αυτοπυροβολείται στο κεφάλι. Ο Λάργκο κατηγορείται αμέσως ως υπεύθυνος για τον θάνατο του Τάραντ από μια σημαντική μερίδα του Τύπου και της κοινής γνώμης. Για τον δισεκατομμυριούχο τυχοδιώκτη με τα τζιν, τα (μεγάλα) προβλήματα μόλις αρχίζουν… Στη δεύτερη ιστορία (καλύπτει τα γαλλικά άλμπουμ #15-16) με τίτλους Τα Τρία Μάτια των Φρουρών του Τάο και Ο Δρόμος και η Αρετή, βρισκόμαστε στο Πεκίνο, όπου τμήμα του Ομίλου W πρόκειται να συνάψει κοινοπραξία με τη βιομηχανική εταιρεία Τσάι. Αυτή η συμμαχία θα επέτρεπε στη μεραρχία την κατακόρυφη αύξηση των κερδών. Ωστόσο ο κύριος Τσάι επιθυμεί να επικυρωθεί η συμφωνία από τον ίδιο τον Λάργκο Γουίντς. Όμως, ο ήρωάς μας έχει απαλλαγεί προσωρινά από τις υποχρεώσεις του και ζει αποκομμένος από τον κόσμο σε μια μυστική τοποθεσία. Απομένουν δέκα μέρες μέχρι να βρουν την τοποθεσία του Λάργκο, ειδάλλως μπορεί να σημάνει τη κατάρρευση της εταιρείας. Έχει υφανθεί ένας ιστός, τον οποίον ο Λάργκο δεν έχει άλλη επιλογή από το να τον αδράξει… Επιστρέφοντας με το νέο άλμπουμ της σειράς Λάργκο Γουίντς, ο Jean Van Hamme αντιμετωπίζει, χωρίς εφησυχασμό και με έντονη διάθεση δραματουργίας, ένα πολύ επίκαιρο θέμα: την παγκοσμιοποίηση και τα «πλεονεκτήματά» της. Αναμφισβήτητα, και οι δύο ιστορίες είναι μερικές από τις πιο εμπνευσμένες και συναρπαστικές περιπέτειες του ήρωα, ειδικά από τη στιγμή που ο Philippe Francq βρίσκεται σε κορυφαία φόρμα, παραδίδοντας για άλλη μια φορά εξωπραγματικά σχέδια. Ο τόμος περιλαμβάνει τα παρακάτω άλμπουμ της γαλλικής σειράς: #13. Η Τιμή του Χρήματος #14. Ο Νόμος του Δολαρίου #15. Τα Τρία Μάτια των Φρουρών του Τάο #16. Ο Δρόμος και η Αρετή Και το σχετικό link...
  17. Στο κόμικ “Ταναναρίβη”, οι Σιλβέν Βαλέ και Μαρκ Εκερσόλ συνδυάζουν τα ταλέντα τους και παραδίδουν ένα οδοιπορικό μύησης, συγκινητικό, διασκεδαστικό και ποιητικό. Οι δύο Γάλλοι δημιουργοί μιλούν στο NEWS 24/7 για αυτό το ταξίδι. Η Ταναναρίβη (ή Ανταναναρίβο) είναι η πρωτεύουσα της Μαδαγασκάρης. Στο άκουσμά της πλάθουμε κατευθείαν στον νου έναν τόπο εξωτικό με παραδεισένιες παραλίες, τροπικά φυτά, άγρια αιλουροειδή, σπάνια πτηνά με πλουμιστά φτερά… Ωστόσο για τους κορυφαίους Γάλλους δημιουργούς κόμικ Μαρκ Εκερσόλ (Mark Eacersall) και Σιλβάν Βαλέ (Sylvain Vallée), η πόλη αυτή που αποτέλεσε έμπνευση για το ομότιτλο αριστουργηματικό graphic novel τους, σηματοδοτεί κάτι πολύ πιο σημαντικό: Μια πρόσκληση για εσωτερική αναζήτηση, την ανάγκη για περιπλάνηση που αργά ή γρήγορα ξυπνά στον καθένα από εμάς το ερώτημα: Υπάρχει κάτι που δεν έχω ζήσει ακόμα και θέλω πολύ; Η «Ταναναρίβη» είναι ένα κόμικ – «παράθυρο» σε έναν κόσμο όπου η τέχνη της αφήγησης συναντά την καθαρότητα του σχεδίου και την τρυφερότητα τρυφερότητα τρισδιάστατων χαρακτήρων. Όπως γράφει και το BDGest: «Το να γίνετε μέρος αυτού του ταξιδιού, σημαίνει πως θα έχετε μια όμορφη εμπειρία ανάγνωσης και μια υπέροχη εμπειρία γεμάτη ανθρωπιά που θα σας αγγίξει την καρδιά». Το στόρι Στο λυκόφως μιας τυπικής και μετρημένης ζωής, ένας συνταξιούχος συμβολαιογράφος ζει μια περιπέτεια για πρώτη φορά στη ζωή του. Μια περιπέτεια μικρή, αλλά αληθινή οδύσσεια για εκείνον. Ακολουθώντας τα ίχνη ενός άγνωστου κληρονόμου, τρέχοντας όσο πιο γρήγορα του επιτρέπουν τα γέρικα κόκαλά του, οδηγώντας ένα καμπριολέ που δεν είχε βγει ποτέ του απ’ το γκαράζ και με συντροφιά έναν παράξενο και ιδιότροπο συνεπιβάτη, θα ανακαλύψει ότι ποτέ δεν είναι πολύ αργά για να μάθουμε από τους άλλους… αλλά και από εμάς τους ίδιους. Το ΝEWS 24/7 άδραξε την ευκαιρία να βουτήξει στα βάθη της πολύχρωμης και πολυδιάστατης “Ταναναρίβης” έχοντας οδηγούς του τους δύο Γάλλους δημιουργούς. Σημειώνεται ότι με μια καριέρα που κρατάει περισσότερα από 20 χρόνια και άλλα τόσα άλμπουμ, ο Βαλέ έχει γίνει ένας από τους μεγαλύτερους εκπροσώπους της «καθαρής γραμμής», κληρονομώντας από τους μεγάλους δάσκαλους του είδους (όπως οι Uderzo, Greg, Hermann κα), αλλά δίνοντας παράλληλα και μια σύγχρονη απόδοση. Η μαγεία στο σχέδιο και στο σετάρισμα έγκειται στο γεγονός ότι αποδίδει πάντα το σωστό βλέμμα, το σωστό συναίσθημα… Όλα αυτά παίρνουν άλλη διάσταση όταν βάζεις στην εξίσωση το αριστουργηματικό σενάριο του Εκερσόλ, του οποίου η κινηματογραφική γραφή, γεμάτη ρυθμό, καταφέρνει να είναι συνάμα απαλή και τρυφερή. Και οι δύο μαζί καθιστούν το έργο μια ανεπανάληπτη συνεργασία. Εκερσόλ: “Το ψέμα μπορεί να είναι ένας καλός τρόπος για να κάνεις τη ζωή πιο γοητευτική” Από τον Εκερσόλ ζήτησα να μου μιλήσει για τα ερεθίσματά του, τα κόμικ που τον γαλούχησαν και πώς εμπνεύστηκε και διαμόρφωσε την ιστορία της Ταναναρίβης: «Μέχρι τα εφηβικά μου χρόνια, διάβαζα ξανά και ξανά τα κόμικς του René Goscinny (Asterix, Lucky Luke κ.λ.π.). Θα μπορούσα να υπερασπιστώ την ιδέα ότι ο Goscinny είναι ο πιο επιδραστικός Γάλλος δημιουργός κόμικ του 20ού αιώνα σε όλα τα genres συνδυαστικά. Αλλά στην “Ταναναρίβη” υπάρχει μια νύξη για τον Tintin και τις περιπέτειές του που μας ταξιδεύει πίσω στα νιάτα των αγαπημένων χαρακτήρων μου. Ήταν επίσης μια ευκαιρία να δημιουργήσω ένα κόμικ μέσα στο κόμικ, τέχνασμα με το οποίο ο Sylvain διασκέδασε πολύ.» Ο Mark Eacersall «Ήθελα να γράψω μια δραματική κωμωδία που παρουσιάζει έναν ηλικιωμένο άνθρωπο να δράττει μιας τελευταίας ευκαιρίας να ζήσει μια περιπέτεια, παρά την προχωρημένη ηλικία του και τους ρευματισμούς του. Ως σεναριογράφος, προβάλλω τον εαυτό μου σε όλους τους χαρακτήρες που δημιουργώ είτε είναι άντρας, γυναίκα, έφηβος, γέρος είτε παραβάτης του νόμου ή αστυνομικός. Είναι μια παρακαταθήκη που μου έχει αφήσει η πορεία μου ως ηθοποιός.» Ως προς τον τίτλο του κόμικ, «επέλεξα την “Ταναναρίβη γιατί είναι η πρωτεύουσα της Μαδαγασκάρης και πρώην γαλλική αποικία. Την επέλεξα γιατί φέρνει μνήμες από την προπολεμική περίοδο, και νιώθεις ότι σαν τοποθεσία χαρακτηρίζεται από περιπέτεια, αναζήτηση και έναν παλιομοδίτικο εξωτισμό. Και ως προς το βασικό θέμα που διαπραγματεύεται η ιστορία, ήταν το να απαντήσω στο ερώτημα που όλοι θέτουμε στον εαυτό μας κάποια στιγμή: “Μήπως υπάρχουν πράγματα που δεν έχω ζήσει και θέλω;” Δεν εκφράζεται ποτέ ρητά στην ιστορία, αλλά την ορίζει. Ήθελα επίσης να δείξω ότι μερικές φορές το ψέμα μπορεί να είναι ένας καλός τρόπος για να κάνεις τη ζωή πιο γοητευτική…» Βαλέ: Η καρικατούρα είναι ένα φανταστικό μέσο για τα κόμικς Με τον Βαλέ η κουβέντα δεν μπορούσε παρά να επικεντρωθεί στη μαγική πένα του: «Κατά τον σχεδιασμό των κόμικς όπως και κατά την αφήγηση της ιστορίας, αναζητώ την καθολικότητα, την προσβασιμότητα σε όλους. Κατά τη γνώμη μου, η κουλτούρα κάποιου ή οι αναγνωστικές του συνήθειες δεν πρέπει να εμποδίσουν την πρόσβασή του στις ιστορίες που επιλέγω να πω. Κάτι που σε καμία περίπτωση δεν με εμποδίζει να έχω το χαρακτηριστικό γραφικό στυλ μου και την προσωπική καλλιτεχνική προσέγγιση, παρά τα διαφορετικά είδη ιστοριών που αφηγούμαι.» Ο Σιλβάν Βαλέ Οι ήρωές του έχουν πολύ ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Μπορεί κανείς να καταλάβει αμέσως τον χαρακτήρα τους μόνο από την εμφάνισή τους. Τον ρωτώ πώς καταφέρατε να συνδέσει την προσωπικότητα με την εμφάνιση: «Αυτό οφείλεται στις συνήθειες που απέκτησα ως καρικατουρίστας και ως λάτρης του κινηματογράφου, των ηθοποιών, που με οδήγησαν να κατακτήσω αυτήν την απαραίτητη δεξιότητα για τα κόμικς. Στα κόμικς δεν έχουμε πάντα τον χρόνο να περιγράψουμε τους χαρακτήρες και τους καταλαβαίνουμε – αναγνωρίζουμε μέσα από τη δράση τους. Η καρικατούρα είναι ένα φανταστικό μέσο για τα κόμικς! Επιτρέπει τη διαφοροποίηση των χαρακτήρων, την οριοθέτησή τους και προσθέτει στην εκφραστικότητά τους, άρα στις προθέσεις και τα συναισθήματά τους. Υπάρχει βέβαια μιας μορφής κάστινγκ που πρέπει να γίνει πριν ξεκινήσεις την αφήγηση της ιστορίας. Αλλά το πιο σημαντικό πράγμα για έναν καλλιτέχνη κόμικ, και αυτό μπορεί να φαίνεται παράδοξο, δεν είναι τόσο ο καθαρός σχεδιασμός των χαρακτήρων, αλλά το σκηνικό που ορίζεις μέσω του σχεδίου. Η διαχείριση του ρυθμού της ιστορίας μέσα από τον χωρισμό των “σκηνών” και η σκηνοθετική οπτική είναι καίρια στοιχεία του κόμικ που δεν γίνονται πάντα αντιληπτά πάντα το κοινό, παρόλο που ενισχύουν την ψυχαγωγική ανάγνωση (πέρα από την αισθητική και σχεδιαστική προσέγγιση). Η σκηνοθεσία μιας κωμωδίας είναι η απόλυτη άσκηση όσον αφορά στον ρυθμό!» Γρήγορος γύρος ερωτήσεων Η κουβέντα μου με τους δύο κορυφαίους δημιουργούς που επεκτάθηκε εκτός των συνόρων της… Μαδαγασκάρης. Βαλέ και Εκερσόλ μού μίλησαν για τον ρόλο της ένατης τέχνης σήμερα, τη δημοφιλία των κόμικ που παρουσιάζουν ανθρώπινες ιστορίες, καθώς και την επικερδή σήμερα μεταφορά πολλών τίτλων στη μικρή και μεγάλη οθόνη… Ποια ήταν η διαδικασία δημιουργίας αυτού του κόμικ; Είχατε ολοκληρωμένη εικόνα για το τι θέλετε από την πρώτη μέρα ή ήταν μια ιστορία που αναπτύχθηκε με τον καιρό; M.C: «Τώρα που είμαι κάπως έμπειρος σεναριογράφος, φροντίζω να κρατάω πολλές σημειώσεις και να κάνω έναν καλό προγραμματισμό εβδομάδες προτού γράψω οτιδήποτε. Αλλά όταν έγραψα την ιστορία της “Ταναναρίβης”, είχα μόλις ξεκινήσει να ασχολούμαι με το σενάριο των κόμικ και λειτούργησα σε όλα με τη διαίσθηση καθώς προχωρούσα την πλοκή. Σας συμβουλεύω ανεπιφύλακτα να μην το κάνετε, παρόλο που συνάντησε επιτυχία η ιστορία αυτή!» S.V.: «Με τον Μαρκ ήρθαμε γρήγορα σε πλήρη συνεννόηση γιατί είχαμε τις ίδιες απαιτήσεις και κοινή ανάγκη να εμπλακούμε μαζί τόσο στην ιστορία όσο και υλοποίηση του graphic novel. Ένιωσα επίσης βαθιά εμπλεκόμενος σε όλο αυτό καθώς είχα την αίσθηση, για διάφορους λόγους – και αυτό είναι πραγματικά εκπληκτικό – ότι αυτή η ιστορία προοριζόταν για μένα, παρόλο που είχε γραφτεί χρόνια πριν γνωρίσω τον Μαρκ. Στη συνέχεια ακολούθησε μια εντατική συνεργασία, για να προσαρμόσουμε μέχρι και την τελευταία λεπτομέρεια του κειμένου και να βεβαιωθούμε ότι ορισμένες αλλαγές που έγιναν μέσα από τη γραφική απόδοση θα μπορούσαν να ενισχύσουν ακόμα περισσότερο την αφήγηση.» Ποιος πιστεύετε ότι είναι ο ρόλος των κόμικς για μικρούς και μεγάλους σήμερα; Έχουν (ή πρέπει να έχουν) κοινωνικό πρόσημο; M.C: «Δεν θα τολμούσα να πω ποιος πρέπει να είναι ο ρόλος του κόμικ. Για μένα, το σημαντικό είναι να μπορεί ο καθένας να βρίσκει σ’ αυτό ό,τι θέλει, αυτή είναι και η αξία του. Προσωπικά, πιστεύω ότι η δουλειά μου είναι να προσπαθώ να δείχνω τον κόσμο με όλη του την πολυπλοκότητα, μέσα από ιστορίες που ψυχαγωγούν.» S.V.: «Συμφωνώ απόλυτα με τον Μαρκ, έχω την ίδια άποψη για τον ρόλο της μυθοπλασίας. Μπορεί να πει τα πάντα για τον κόσμο μας, και γι’ αυτόν τον λόγο αποκτά και κοινωνικό χαρακτήρα. Από την πλευρά του δημιουργού ή του καλλιτέχνη, είτε είναι καταξιωμένος είτε βρίσκεται σε εξέλιξη, θα πρόσθετα ότι ο ρόλος του κόμικ είναι επίσης να αποτελεί ένα ευρύ και συνεχώς εξελισσόμενο μέσο έκφρασης: ταυτόχρονα δημοφιλές, αναγνωρισμένο καλλιτεχνικά και πλέον παρουσιασμένο σε μουσεία και γκαλερί τέχνης σε όλο τον κόσμο.» Υπάρχουν πολλά διαφορετικά είδη κόμικς σήμερα, είναι μια τεράστια βιομηχανία. Ωστόσο, οι κομικόφιλοι διεθνώς έλκονται όλο και περισσότερο από τις ανθρώπινες ιστορίες, βασισμένες σε αληθινά προβλήματα Πώς το σχολιάζετε αυτό; M.C: «Μπορούμε να αφηγηθούμε ανθρώπινες ιστορίες που διαδραματίζονται στο διάστημα! Όλες οι ιστορίες άλλωστε είναι ανθρώπινες και μπορούν να αναπτύξουν βαθιά θέματα, είτε αφορούν εξωγήινους είτε γήινους σκύλους με φιλοσοφική διάθεση. Το αριστούργημα «Maus» του Art Spiegelman, το πρώτο graphic novel που κέρδισε το βραβείο Πούλιτζερ πριν από 32 χρόνια, αποτελεί τέλειο παράδειγμα. Επιπλέον, η ανάδυση αυτού που αποκαλούμε «graphic novel» (κόμικς για ενήλικες με μεγάλο αριθμό σελίδων) έκανε νέους αναγνώστες να συνειδητοποιήσουν ότι το κόμικ είναι ένα λογοτεχνικό έργο εξίσου αξιόλογο με οποιοδήποτε άλλο. Καλύτερα να διαβάσεις ένα καλό κόμικ παρά ένα κακό μυθιστόρημα. Σήμερα υπάρχουν σπουδαίοι δημιουργοί κόμικς που μας προσφέρουν ταυτόχρονα έντονες και εκλεπτυσμένες λογοτεχνικές και οπτικές εμπειρίες.» S.V.: «Για εμένα, αυτό που αναφέρεται βασίζεται στην αρχή της εγγύτητας: Όσο πιο κοντινό σάς φαίνεται ένα θέμα, όσο πιο προσιτό (σύγχρονη αφήγηση, επικαιρότητα, προσωπικές ιστορίες, μαρτυρίες, σε ένα περιβάλλον παρόμοιο με το δικό σας…), τόσο πιο εύκολα πιστεύετε ότι θα το αγκαλιάσετε. Κι όμως, αυτό δεν ισχύει, γιατί επί της ουσίας έχουμε την υπόσχεση της εγγύτητας. Κατά τη γνώμη μου, η ποιότητα με την οποία οι δημιουργοί διηγούνται μια ιστορία, είτε αληθινή είτε μυθοπλαστική, και η προοπτική που δίνουν για την ανθρώπινη φύση, θα έχουν πολύ μεγαλύτερο αντίκτυπο σε εσάς από την ίδια την επιλογή του θέματος της ιστορίας. Αλλά πρέπει να είμαστε πιο απαιτητικοί ή προσεκτικοί στην ανάγνωση μιας ιστορίας για να αντιληφθούμε τις διαστάσεις και τα υποκείμενα νοήματά της…» Στις μέρες μας όλο και περισσότερα κόμικς μεταφέρονται σε ταινίες ή τηλεοπτικές σειρές. Είστε υπέρ; M.C: «Για μένα, το κόμικ είναι μια ολοκληρωμένη μορφή τέχνης από μόνο του και δεν είναι υποκατάστατο του κινηματογράφου. Από τότε που ασχολούμαι με αυτό, δεν έχω καμία επιθυμία να επιστρέψω πίσω και δεν παρακολουθώ σχεδόν τίποτα άλλο. Παρόλα αυτά, κατά τη διάρκεια των ετών, έχω γράψει αρκετά σενάρια για τον κινηματογράφο τα οποία απορρίφθηκαν. Κάποια από αυτά μετατράπηκαν σε κόμικς… που πλέον αγοράζονται από εταιρίες παραγωγής για να μεταφερθούν στον κινηματογράφο! Κατά τη γνώμη μου – αν και μπορεί να κάνω λάθος – το κόμικ επιτρέπει μια ελευθερία που ο κινηματογράφος συχνά αρνείται στον εαυτό του. Βλέποντας ένα κόμικ, οι παραγωγοί, που δεν είναι πάντα γεμάτοι φαντασία, αποκτούν ξαφνικά μια πιο σαφή εικόνα για το πώς θα μπορούσε να μοιάζει μια ταινία.» S.V.: «Με τη σειρά κόμικ “Once Upon a Time in France”, αισθάνθηκα ότι ακόμα κι αν έχει όλα τα συστατικά που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν μια σπουδαία κινηματογραφική ταινία (και συχνά προκαλούσε το ενδιαφέρον των παραγωγών) παραμένει «αξεπέραστη» ως κόμικ: Οι πολλοί ενδιαφερόμενοι παραγωγοί δεν έχουν καταφέρει μέχρι στιγμής να την προσαρμόσουν σωστά, όχι μόνο για λόγους προϋπολογισμού… Στα 25 χρόνια που εργάζομαι στα κόμικ, είχα πάντα απόλυτη δημιουργική ελευθερία και ποτέ δεν είχα την αίσθηση ότι με εμπόδιζαν στα επιτεύγματά μου…» Θα θέλατε η Ταναναρίβη να μεταφερθεί στην οθόνη; Και αν ναι, ποιους ηθοποιούς θα θέλατε να δείτε στους πρωταγωνιστικούς ρόλους; M.C: «Η αλήθεια είναι ότι η “Ταναναρίβη” ήταν αρχικά ένα σενάριο που έγραψα και προόριζα για τον κινηματογράφο, αλλά το αποτέλεσμα που πετύχαμε με τον Σιλβάν ξεπέρασε όλες μου τις (κινηματογραφικές) προσδοκίες. Ως ειρωνεία της τύχης, μόλις έγραψα μια διασκευή του για έναν σκηνοθέτη και μια εταιρία παραγωγής που θέλουν να το κάνουν ταινία – Ο Σιλβάν κι εγώ λατρεύουμε το όραμά τους, που είναι λίγο διαφορετικό από το δικό μας. Έχουμε θέσει τους εαυτούς μας στην υπηρεσία αυτού του καλλιτεχνικού πρότζεκτ, προσπαθώντας να εξασφαλίσουμε μια συνοχή.» S.V.: «Όπως και ο Μαρκ, έτσι κι εγώ έχω συμμετάσχει σε πολλά οπτικοακουστικά πρότζεκτ κατά την πορεία μου ως δημιουργός. Πιστεύω σε αυτό το νέο πρότζεκτ και το υποστηρίζω επειδή μου αρέσει. Αλλά μετά τις επιτυχίες που γνώρισαν τα κόμικ μου στα βιβλιοπωλεία, με αρκετούς παραγωγούς να ενδιαφέρονται ή να έχουν ενδιαφερθεί γι’ αυτά, το βλέπω σαν ένα “κερασάκι στην τούρτα”.» Εργάζεστε σε κάποιο άλλο πρότζεκτ αυτήν την περίοδο; M.C: «Θέλουμε πολύ να να συνεργαστούμε ξανά, απλώς πρέπει να βρούμε το κατάλληλο πρότζεκτ. Ένα κόμικ 100 σελίδων απαιτεί τουλάχιστον δύο χρόνια δουλειάς. Πρέπει άλλωστε να διεγείρουμε την επιθυμία του αναγνώστη!» S.V.: «Μόλις κυκλοφόρησαν στη Γαλλία οι δύο τόμοι του “Habemus Bastard” (Dargaud), που ελπίζω να εκδοθούν σύντομα και στη γλώσσα σας (ίσως μια δεύτερη καλή αφορμή για να έρθω στην Ελλάδα για αφιερώσεις;). Τώρα αφιερώνω χρόνο στην προετοιμασία της συνέχειάς του, ενώ παράλληλα δουλεύω σε ελεύθερες εικονογραφήσεις και γράφω σενάρια για δικά μου graphic novel που θα δημιουργήσω μόνος μου. Ωστόσο, παραμένω ανοιχτός σε νέα πρότζεκτ.» Δύο λόγια για τους δημιουργούς Σιλβάν Βαλέ Ο Σιλβάν Βαλέ γεννήθηκε στη Γαλλία το 1972. Μετά την απόκτηση πτυχίου Καλών Τεχνών από το Ινστιτούτο Saint-Luc στις Βρυξέλλες, ξεκίνησε την καριέρα του ως freelancer δουλεύοντας στον τομέα της διαφήμισης και της επικοινωνίας, καθώς και ως καλλιτέχνης στον Τύπο. Παράλληλα δραστηριοποιήθηκε ως σκηνογράφος, διακοσμητής κι επιμελητής για πολλές προσωρινές εκθέσεις. Η είσοδός του στον κόσμο των κόμικ έγινε το 1997, όταν ο σεναριογράφος Ζαν-Σαρλ Κρεέν τον κάλεσε να συνεργαστούν στο “Gil St. André” (Glénat). Το 2006 ο Βαλέ γνώρισε μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του με το “Il était une fois en France” (Glénat), που δημιουργήθηκε σε συνεργασία με τον σεναριογράφο Φαμπιέν Νιουρί. Το έργο τους κέρδισε, μεταξύ άλλων βραβείων, το βραβείο Καλύτερης Σειράς στο Διεθνές Φεστιβάλ Κόμικς της Ανγκουλέμ. Στη συνέχεια το 2014, ο Βαλέ τόλμησε να δοκιμάσει τις δυνάμεις του σε μία από τις πιο θρυλικές σειρές κόμικς της Γαλλο-Βελγικής σκηνής, το θρίλερ “XIII”, εικονογραφώντας τον έβδομο τόμο της σειράς. Μαρκ Εκερσόλ Ο Μαρκ Εκερσόλ είναι Γάλλος σεναριογράφος κινηματογράφου, σκηνοθέτης ταινιών μικρού μήκους και δημιουργός κόμικς. Επίσης έχει εργαστεί ως ηθοποιός και μοντέρ. Το 2021 κέρδισε το βραβείο Fauve Polar SNCF στο Φεστιβάλ της Ανγκουλέμ, μαζί με τη σχεδιάστρια Marion Mousse, για το κόμικ “GoSt 111”, το πρώτο του graphic novel που κυκλοφόρησε το 2020. Προτού επικεντρωθεί στη συγγραφή σεναρίων για κόμικς, ο Εκερσόλ είχε ασχοληθεί με διάφορα επαγγέλματα στο χώρο του θεάματος και των μέσων μαζικής ενημέρωσης. Info: Σενάριο: Mark Eacersall Σχέδιο: Sylvain Vallée Σελίδες: 120 Μέγεθος: 21x28 Έγχρωμο ISBN: 978-618-206-176-3 Περισσότερα στο site του Μικρού Ήρωα. Και το σχετικό link...
  18. Το Camelot 3000 των Mike Barr και Brian Bolland, ένα θρυλικό έργο για την ιστορία των σύγχρονων κόμικς, κυκλοφορεί για πρώτη φορά ολοκληρωμένο στα ελληνικά σε μια ενιαία έκδοση. Ο Βασιλιάς Αρθούρος ξυπνά το έτος 3000 μ.Χ., βρίσκει το μαγικό σπαθί του, οργανώνει και πάλι τους Ιππότες της Στρογγυλής Τραπέζης, ταξιδεύει στο Στόουνχεντζ, ανασταίνει τον μάγο Μέρλιν και αντεπιτίθεται στους εξωγήινους που έχουν εισβάλει στη Γη αλλά και στην παγκόσμια δικτατορία που έχουν επιβάλει σκοτεινά κέντρα εξουσίας. Από κοντά ακολουθούν ο Σερ Λάνσελοτ και η Γκουίνεβιρ, ο Τριστάνος που επιστρέφει ως γυναίκα αλλά παραμένει ερωτευμένος(η) με την Ιζόλδη, ο Πάρσιφαλ, ο Γκάλαχαντ ως Σαμουράι, όλοι τους στην αναζήτηση του Αγίου Δισκοπότηρου σε μακρινούς πλανήτες εν μέσω πυρηνικών εκρήξεων. Όλο αυτό ακούγεται ως η επιτομή ενός μεταμοντέρνου κιτς πλυντηρίου, ενός απίστευτου αχταρμά στον οποίο η μυθολογία ανακατεύεται με την Ιστορία και την επιστημονική φαντασία, τα ζητήματα φύλου και την πολιτική κριτική για να προκύψει μια εκβιασμένη και παντελώς αναληθοφανής αφήγηση με αδιευκρίνιστο target group αναγνωστών. Παραδόξως, για μια τέτοια πρώτη ύλη, το αποτέλεσμα ήταν ένας εκδοτικός θρίαμβος που θεωρείται ένα αριστούργημα της ένατης τέχνης, ένα έργο που επηρέασε καθοριστικά την εξέλιξη των κόμικς από τη δεκαετία του 1980 μέχρι σήμερα. Το μεγαλύτερο μέρος αυτής της επιτυχίας πιστώνεται αναμφίβολα στον Mike Barr, εμπνευστή και σεναριογράφο του Camelot 3000 και στον θρυλικό Brian Bolland κατά τα πρώτα βήματα της υπερατλαντικής καριέρας του. Κι αυτό γιατί κατόρθωσαν να συνθέσουν ιδανικά όλα αυτά τα ετερόκλητα στοιχεία και να δημιουργήσουν μια συναρπαστική ιστορία με σφιχτά δομημένο σενάριο και καταπληκτικά σχέδια, μια αφηγηματική και ζωγραφική πανδαισία που είχε σημαδέψει ανεξίτηλα τους νεαρούς αναγνώστες όταν πρωτοκυκλοφόρησε σε τεύχη (1982-1985). Όπως επισημαίνει και ο Ηλίας Κατιρτζιγιανόγλου προλογίζοντας την ελληνική έκδοση (εκδόσεις Μικρός Ήρως, μετάφραση: Γαβριήλ Τομπαλίδης, 322 σελίδες): «Το Camelot 3000 είναι ένα κράμα μεσαιωνικής μυθολογίας και διαστημικής όπερας που στοιχηματίζω ότι θα κερδίσει εσάς, τους νέους αναγνώστες του, όπως συνέβη και με εμάς, τους παλαιότερους, που δεκαετίες μετά εξακολουθεί να έχει περίοπτη θέση στη βιβλιοθήκη και την καρδιά μας». Όπως περιγράφει ο ίδιος ο Mike Barr στην εισαγωγή του για την επίτομη έκδοση, η κεντρική ιδέα της ιστορίας άρχισε να διαμορφώνεται στο μυαλό του από τα χρόνια των κολεγιακών του σπουδών, τη δεκαετία του 1970. Για καιρό όμως δεν μπορούσε να βρει εκδότη. Αρχικά η DC την είχε απορρίψει, για να την εγκρίνει πολύ αργότερα αφού είχε μεσολαβήσει και μια ανεπιτυχής προσπάθεια με τη Marvel. Αποφασίστηκε μάλιστα το έργο να κυκλοφορήσει μέσω «direct market», απευθείας σε εξειδικευμένα καταστήματα κόμικς και όχι σε περίπτερα και κιόσκια, με τον πρωτοποριακό για την εποχή χαρακτηρισμό «maxi-series», δηλαδή με προκαθορισμένο αριθμό τευχών (12 στην περίπτωση του Camelot 3000) και όχι ως μια σειρά με ανοιχτό τέλος και διάρκεια, ανάλογα με τις πωλήσεις. Οι ιδιαιτερότητες αυτές, δεδομένες στην εποχή μας, αποτελούσαν τότε μια ριψοκίνδυνη εκδοτική ακροβασία, έναν πειραματισμό που εισήγαγε νέα ήθη στον κόσμο των κόμικς στις ΗΠΑ. Επιπλέον, απομακρύνθηκε από το εξώφυλλο η γνωστή από τη δεκαετία του 1950 στάμπα «Approved by the Comics Code Authority» με αποτέλεσμα οι δημιουργοί να έχουν πολύ μεγαλύτερες ελευθερίες και να μην υπόκεινται σε λογοκριτικούς και αυτολογοκριτικούς περιορισμούς. «Έχοντας προσθέσει έναν διεμφυλικό ιππότη, λεσβιακό έρωτα, αιμομιξία και ένα σωρό άλλα σημεία που ήταν αντίθετα με τον κώδικα δεοντολογίας, ένιωσα πως έσπρωξα τα πράγματα στα όριά τους όσο περισσότερο γινόταν εκείνη την εποχή. Για κάποιον αναγνώστη που θα το διαβάσει για πρώτη φορά και θα βρει το περιεχόμενο σχετικά μετριοπαθές με βάση τα στάνταρ της σημερινής εποχής, ας έχει κατά νου πως η σειρά δημοσιεύτηκε πριν από σαράντα χρόνια, και πως τίποτα δεν γερνά πιο άσχημα όσο οι αιτίες των επαναστάσεων που έχουν παρέλθει», διευκρινίζει ο Mike Barr. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο πρωτοφανούς αυτονομίας αλλά με βάση τις πολύ συγκεκριμένες σεναριακές οδηγίες και κατευθύνσεις του Barr, ο Brian Bolland, γνωστός ώς τότε κυρίως για τις ιστορίες του Judge Dredd που φιλοτεχνούσε στο εμβληματικό βρετανικό περιοδικό 2000AD, είχε μπροστά του ένα πεδίον δόξης λαμπρόν για να ξετυλίξει το τεράστιο σχεδιαστικό του ταλέντο. Οι φοβερές σκηνές μαχών με κάθε είδους όπλα, από ξίφη και δόρατα μέχρι φουτουριστικά οπλοπολυβόλα, οι πολυπληθείς, διονυσιακές συνθέσεις του με ανθρώπους, μεσαιωνικούς ήρωες, εξωγήινα πλάσματα και αποκρουστικά τέρατα, οι εντυπωσιακές ενδυμασίες των παράξενων χαρακτήρων που συνυπήρχαν σε ένα πανέμορφο και λίγο τρομακτικό παστίς πολιτισμών και προελεύσεων, το απειλητικό, αχανές διάστημα και οι ακόμα πιο εφιαλτικές ερειπωμένες πόλεις, όλα αυτά ήταν δικό του έργο. Ένα έργο που, παρά τον βραχύ εκδοτικό βίο του, εξακολουθεί μέχρι σήμερα να θεωρείται μια ξεχωριστή στιγμή των σύγχρονων κόμικς που προσφέρει, έστω και διαφορετικής έντασης, μεγάλες συγκινήσεις σε αναγνώστες κάθε ηλικίας και προηγούμενης εμπειρίας. Και το σχετικό link...
  19. Δύο θρύλοι ενώνουν τις δυνάμεις τους για να αντιμετωπίσουν δύο απόλυτους εγκληματίες από δύο εντελώς διαφορετικά σύμπαντα των κόμικς. Μπάτμαν και Ντίλαν Ντογκ συναντιούνται στους υπονόμους του Λονδίνου! Εδώ και πολλές δεκαετίες, συνήθης εμπορική τακτική των μεγάλων εταιρειών κόμικς και των σπουδαίων δημιουργών τους είναι να προχωρούν σε σεναριακές ακροβασίες και ρηξικέλευθους πειραματισμούς αναφορικά με την προέλευση των χαρακτήρων, τον τόπο και την εποχή δράσης τους, τις ικανότητές τους κ.λ.π. Στο πλαίσιο αυτό έχουν δοκιμαστεί αμέτρητα crossovers, ακόμα και των πιο φαινομενικά αταίριαστων ηρώων που υπό συγκεκριμένες συνθήκες συναντιούνται στα πιο απίθανα μέρη και ζουν τις περιπέτειές τους σε «what if» εναλλακτικά περιβάλλοντα που σπάνε τη ρουτίνα και ανανεώνουν το ενδιαφέρον για τις ιστορίες τους. Αμέτρητοι τέτοιοι συνδυασμοί έχουν υπάρξει μέχρι τώρα και ακόμα περισσότερους θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς για το μέλλον. Κάποιες διασταυρώσεις βέβαια, αγγίζουν τα όρια του εξωφρενικού και της εκκεντρικότητας μέχρι να συμβούν και να αναγκάσουν τους αναγνώστες να αναθεωρήσουν τις απόψεις τους για το τι τελικά μπορεί να συμβεί στα κόμικς. Επιβεβαιώνοντας το ότι κάποιοι δημιουργοί με τη δεξιοτεχνία τους μπορούν να υπερβούν κάθε εμπόδιο και να προτείνουν ως εφικτό σενάριο ακόμα και την πιο απρόσμενη συνάντηση. Μια τέτοια συνάντηση μεταξύ δύο θρυλικών μορφών των κόμικς λαμβάνει χώρα στο «Η Σκιά της Νυχτερίδας» (μετάφραση: Γαβριήλ Τομπαλίδης, εκδόσεις Μικρός Ήρως, 218 σελίδες), με τον Μπάτμαν και τον Ντίλαν Ντογκ να μεταφέρουν τη δράση τους στο διαρκώς βροχερό, σκοτεινό και gothic Λονδίνο, στα υπόγεια και τους υπονόμους κάτω από τα υπερκαταστήματα με τις φανταχτερές επιγραφές. Είναι όμως εντέλει τόσο απρόσμενη αυτή η συνάντηση; Η απάντηση θα ήταν καταφατική αν λαμβανόταν υπόψη μόνο η προέλευση των δύο χαρακτήρων και το περιβάλλον εντός του οποίου έγιναν και παραμένουν δημοφιλείς. Ο παγκοσμίως γνωστός Άνθρωπος-Νυχτερίδα είναι ένας πολυεκατομμυριούχος, γυμνασμένος και επινοητικός αλλά χωρίς καμιά υπερδύναμη, εμμονικός διώκτης του εγκλήματος στο φανταστικό Γκόθαμ από το 1939. Από την άλλη, ο Ντίλαν Ντογκ είναι ένας απένταρος και «ταπεινός» ιδιωτικός ερευνητής του παραφυσικού και του ανεξήγητου, ευρηματικός και ετοιμόλογος αλλά ταυτόχρονα εύθραυστος και ανασφαλής που προσπαθεί να εξιχνιάσει μυστήρια και υποθέσεις με μάγους, βαμπίρ, λυκάνθρωπους και μεταλλαγμένα πλάσματα, γνωστός κυρίως στην Ιταλία στην οποία αποτελεί εκδοτικό φαινόμενο εδώ και σχεδόν τέσσερις δεκαετίες. Ο πρώτος έχει για μπάτλερ τον αριστοκράτη Άλφρεντ και για βοηθό του τον Ρόμπιν, ζει σε πύργο και κυκλοφορεί ως Μπρους Γουέιν με το ιδιωτικό του τζετ και ως Μπάτμαν με απίθανα τροχοφόρα και αεροσκάφη εξοπλισμένα με γκάτζετ τελευταίας τεχνολογίας, εχθρός του είναι ο παρανοϊκός Τζόκερ ενώ συχνά-πυκνά συναντιέται με τον Σούπερμαν με τον οποίο διατηρεί ανταγωνιστικές σχέσεις. Ο δεύτερος έχει για βοηθό του έναν μονίμως απλήρωτο, πεινασμένο και φιλάσθενο φουκαρά κατ’ εικόνα και ομοίωση του Γκράουτσο Μαρξ, κυκλοφορεί με τα πόδια και μεγάλος του αντίπαλος είναι ο, πιθανώς πατέρας του, Δρ Ξάμπαρας, ένας μυστικιστής γιατρός στο κυνήγι της επίτευξης της αθανασίας. Παρά τις χαώδεις διαφορές τους ωστόσο, οι δύο χαρακτήρες έχουν τελικά πολλά κοινά. Καταρχάς η χρονιά (1986) που χωρίς πολλές τυμπανοκρουσίες και προσδοκίες δημοσιεύτηκε η πρώτη περιπέτεια του Ντίλαν Ντογκ με τίτλο «Η Αυγή των Ζωντανών Νεκρών» είναι η ίδια που κυκλοφόρησαν οι «Watchmen» των Άλαν Μουρ και Ντέιβ Γκίμπονς και κυρίως, η περιπέτεια-σταθμός «Ο Σκοτεινός Ιππότης» του Φρανκ Μίλερ, μια ιστορία που άλλαξε για πάντα όχι μόνο το περιεχόμενο των κόμικς του Μπάτμαν, ενός γερασμένου και ψυχικά καταρρακωμένου, αποσυρμένου ήρωα που επιστρέφει στη δράση για να πατάξει εγκληματικότητα και διαφθορά, αλλά και ολόκληρου του υπερηρωικού είδους συμβάλλοντας καθοριστικά στην περαιτέρω ενηλικίωσή του. Τόσο στα κόμικς του Μπάτμαν όσο και σε αυτά του Ντίλαν Ντογκ κυριαρχεί το σκοτάδι, το μακάβριο, το γκροτέσκο. Είναι και οι δυο θνητοί και τρωτοί, όχι υπεράνθρωποι, που πασχίζουν να ξορκίσουν τους προσωπικούς τους δαίμονες (στην περίπτωση του Ντίλαν Ντογκ, κυριολεκτικούς και μεταφορικούς), αφοσιωμένοι ολοκληρωτικά και ψυχαναγκαστικά σε έναν στόχο από τον οποίο δεν μπορούν να παρεκκλίνουν. Κάθε επιτυχία τούς οδηγεί στην επόμενη αποστολή και κάθε αποτυχία τούς πεισμώνει. Ούτε καν περνά από το μυαλό τους να τα αφήσουν όλα πίσω και να χαρούν τη ζωή τους σαν πραγματικοί άνθρωποι. Στη «Σκιά της Νυχτερίδας» των Roberto Recchioni (σενάριο) και Werther Dell’ Edera – Gigi Cavenago (σχέδια) κυριαρχούν αυτές οι ομοιότητες και έτσι γεφυρώνονται οι διαφορές με τους δύο ήρωες να λειτουργούν αλληλοσυμπληρωματικά για να καταφέρουν να εξουδετερώσουν τους επίσης συνεργαζόμενους αντιπάλους τους. Τη διπλή διασταύρωση κάνουν ακόμη πιο απολαυστική και πολυεπίπεδη μια σειρά από πρόσωπα από τα δύο «σύμπαντα» όπως η Σελίνα Κάιλ – Κατγούμαν, ο Τζον Κόνσταντιν, οι επιθεωρητές Γκόρντον και Μπλοχ, η Μαντάμ Τρελκόφσκι κ.ά. σε αναπάντεχες εμφανίσεις που χαρακτηρίζονται από σαρκαστικούς διαλόγους, μαύρο χιούμορ και αιχμηρές ατάκες με διαρκείς αναφορές στο πλούσιο παρελθόν των δύο ηρώων. Σε ένα άλμπουμ-ορόσημο στην ιστορία τόσο του Μπάτμαν όσο και του Ντίλαν Ντογκ, αλλά κυρίως στην ιστορία και τη δυναμική των crossovers που υπερβαίνοντας στερεότυπα και προκαταλήψεις μπορούν να εξερευνήσουν ακόμη περισσότερες πτυχές σε ένα είδος κόμικς που αποδεικνύεται πανίσχυρο και ανεξάντλητο. Και το σχετικό link...
  20. Τα γουέστερν ήταν κάποτε ένα από τα αγαπημένα είδη των κόμικς, όπως άλλωστε και του κινηματογράφου. Σταδιακά έχασαν μεγάλο μέρος της γοητείας τους, ή μάλλον, το κοινό έχασε το ενδιαφέρον του γι’ αυτά επιλέγοντας πιο hi-tech περιπέτειες με πανίσχυρους υπερήρωες και εντυπωσιακές μάχες. Κάποια ωστόσο παρέμειναν δημοφιλή, ιδιαίτερα στις μεγαλύτερες ηλικίες αναγνωστών που τα διάβαζαν μετά μανίας στη δική τους νεότητα. Ίσως ο πιο γνωστός χαρακτήρας των γουέστερν κόμικς, κυρίως στην Ευρώπη και οπωσδήποτε στην Ιταλία, είναι ο Τεξ του οποίου οι περιπέτειες κυκλοφόρησαν πρώτη φορά το 1948 σε σενάρια του Gian Luigi Bonelli και σχέδια του Aurelio Galleppini. Από τότε μέχρι σήμερα δεκάδες σεναριογράφοι (Sergio Bonelli, Claudio Nizzi, Antonio Segura κ.ά.) και σχεδιαστές (Alfonso Font, Jordi Bernet, Joe Kubert, Massimo Rotundo κ.ά.) έχουν φιλοτεχνήσει ιστορίες του Τεξ διατηρώντας κατά κανόνα ατόφια τα βασικά θέματα και το περιβάλλον εντός του οποίου εκτυλίσσονται οι συναρπαστικές περιπέτειες. Σύμφωνα με την κεντρική ιδέα, ο Τεξ είναι ένας μοναχικός, σκληρός αλλά δίκαιος ρέιντζερ στην Άγρια Δύση που τάσσεται πάντα στο πλευρό των αδύναμων και των καταπιεσμένων, ιδιαίτερα των γηγενών Αμερικανών, απέναντι στον στρατό, τους διεφθαρμένους πολιτικούς και επιχειρηματίες, τους ρατσιστές. Σε κάποιες περιπέτειες μάλιστα, πήρε μέρος στον Αμερικανικό Εμφύλιο συμμετέχοντας στον στρατό των Βορείων, έστω κι αν αυτό τον έφερε σε σύγκρουση με τους Τεξανούς συμπατριώτες του. Μια παράξενη αλλά γοητευτική εκδοχή του μύθου του Τεξ παρουσιάζει και η νέα του περιπέτεια με τίτλο «Ο ήρωας και ο θρύλος» (εκδόσεις Μικρός Ήρως, μετάφραση: Γαβριήλ Τομπαλίδης, 50 σελίδες) την οποία υπογράφει ο Paolo Eleuteri Serpieri, ένας άλλος θρύλος των ευρωπαϊκών κόμικς, γνωστότερος για τις μετα-αποκαλυπτικές, βίαιες και ερωτικές ιστορίες επιστημονικής φαντασίας της Ντρούνα. Στην εκδοχή του Serpieri η οποία, καλλιτεχνική αδεία, συνδυάζει γεγονότα από διαφορετικές χρονικές περιόδους, η δράση του Τεξ ξετυλίγεται μέσα από τις αμφίβολης αλήθειας εξιστορήσεις του Κιτ Κάρσον στα βαθιά του γεράματα και, όπως επισημαίνει ο Mario Bocelli προλογίζοντας την έκδοση, «δεν είναι ο κανονικός Τεξ […] είναι κάποιος άλλος πιθανός Τεξ, ιδωμένος μέσα από τον παραμορφωτικό φακό του μύθου». Κι αυτό προσφέρει στους πιστούς αναγνώστες του ατρόμητου αλλά γήινου ήρωα ακόμη μια ενδιαφέρουσα οπτική προς έναν μυθικό χαρακτήρα που εξακολουθεί να ανανεώνεται. Και το σχετικό link...
  21. Οι πιο σημαντικές δεκαετίες στην μουσική ψυχαγωγία που έφεραν αλλαγες και σημάδεψαν τον μουσικό χώρο παγκοσμίως, κατά την αποψή μου, είναι δύο εκείνη του 1960 και της δεκαετίας του 1980. Και οι δύο είχαν ένα κοινό σημείο, την ''επέλαση'' της Βρετανίας στις Η.Π.Α. και απο εκεί την εξάπλωσή της σε όλο τον κόσμο. Αναμφιβολα το 1960 πρωτοστάτησε το γκρουπάκι απο το ΛΙΒΕΡΠΟΥΛ με το όνομα είδος εντομων οι BEΑTLES, που έμελλε να φέρει την ''επαναστάση'' και να επηρεάσει την μουσική σκηνή ακόμα και σήμερα. Με απλούς στίχους αλλά ''ψαγμένους'' και με μουσική που οι κριτικοί μετά απο καιρό την αποθέωσαν δίνοντας την θέση που της αξίζει. Αν και όλοι στο συγκρότημα αξίζαν, τα εύσημα τα παίρνουν δύο απο τα μέλη, ο Πωλ Μακ Κάρτνευ και ο Τζων Λένον με την σύνθεση τους σε μουσική όσο και σε στίχους . Το κομικ άλμπουμ επικεντρώνεται στην διαδρομή του Λένον. Βασισμένο στο Βιβλίο που έγραψε ο FOENKINOS, σεναριογράφησε ο Eric Corbeyran και σχεδιασε ο Horne το κομικ θέλει τον Λένον να κάθεται στον φανταστικο ψυχιατρικό καναπέ και να εξιστορεί τα γεγονότα της ζωής του. Το κόμικ θα κυκλοφορήσει σε 3 μέρη κάθε Σάββατο μέσω -οπως συνηθίζεται -της Εφημερίδος των Συντακτών. Κοστιζει 4,9 αλλά με την εφημερίδα το αγοράζεις 3,9. ΚΑΛΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗ ALL YOU NEED IS LOVE - LUSY IN SKY WITH DIAMONDS
  22. Το ποδοσφαιρικό κόμικς–φαινόμενο επιστρέφει με μια ιστορία έκπληξη από «δικούς» μας δημιουργούς και εμείς ρωτήσαμε τους Μι Δέλτα και Κώστα Φραγκιαδάκη για το πόσο εύκολο ήταν να φτιάξουν από την αρχή τον Μπεν Λήπερ. Το βρετανικής προέλευσης κόμικς Τερματοφύλακας Γιατρός αποτελούσε για δεκαετίες ολόκληρες το «Ιερό Τοτέμ» στο χώρο του αθλητικού κόμικς. Από την πρώτη στιγμή που κυκλοφόρησε, αγαπήθηκε από το αναγνωστικό κοινό τόσο στη Βρετανία, όσο και στην Ελλάδα όπου κυκλοφορούσε από το περιοδικό Μπλεκ. Ο ήρωας Μπεν Λήπερ ήταν ένας από τους αγαπημένους του ελληνικού κοινού και σήμερα, 43 χρόνια μετά, ξαναζωντανεύει. Αυτή τη φορά οι Έλληνες δημιουργοί Μι Δέλτα και Κώστας Φραγκιαδάκης παίρνουν τη σκυτάλη από τους Tom Tully και Tony Harding και επαναδημιουργούν τον Τερματοφύλακα Γιατρό, για τις Εκδόσεις Μικρός Ήρως. Λίγα λόγια για τον σημερινό Μπεν Λήπερ Ο Μπεν Λήπερ είναι ένας πολυάσχολος νέος. Μπορεί το απόγευμα να αγωνίζεται ως τερματοφύλακας της Μάνκαστορ Σίτυ, αλλά το πρωί είναι φοιτητής της Ιατρικής. Στη νέα ιστορία του ήρωα, ο Μπεν Λήπερ συμμετέχει σε μια ανθρωπιστική αποστολή των Γιατρών Χωρίς Σύνορα και προσγειώνεται το καλοκαίρι του 2014 στο Χαλέπι της Συρίας, το οποίο βιώνει τον τρόμο και τη δυστυχία του πολέμου. Ο Τερματοφύλακας Γιατρός σε αυτό το νέο τεύχος θα μας εξιστορήσει τη διττή σημασία του ποδοσφαίρου σήμερα. Ο σεναριογράφος του νέου Τερματοφύλακα Γιατρού Μι Δέλτα και ο σχεδιαστής του Κώστας Φραγκιαδάκης, μίλησαν στο OneMan για την πρόκληση του να επαναφέρουν το δημοφιλές κόμικς και για όλα όσα πέρασαν από το μυαλό τους φέρνοντας τις ιστορίες του Μπεν Λήπερ στο σήμερα. Πότε σας γεννήθηκε η ιδέα να δημιουργήσετε ξανά τον Μπεν Λήπερ και τον Τερματοφύλακα Γιατρό; Mι Δέλτα (ΜΔ): Αρχικά σας ευχαριστώ πολύ για την πρόσκληση. Στην πραγματικότητα ήρθε μέσα από μια εξελικτική διαδικασία. Ο Λεωκράτης Ανεμοδουράς, ύστερα από πολλαπλά αιτήματα του αναγνωστικού κοινού, πήρε την απόφαση να εκδώσει και πάλι τις παλιές ιστορίες του Τερματοφύλακα Γιατρού και μου πρότεινε να γράψω τις εισαγωγές. Είδαμε πως υπήρχε θετική ανταπόκριση από τον κόσμο και έτσι γεννήθηκε η ιδέα να γραφτεί μια καινούργια ιστορία. Η πρόταση έγινε από τον Λεωκράτη σε μια έκθεση βιβλίου κατά τη διάρκεια της δουλειάς και στην αρχή δεν κατάλαβα πως εννοούσε να γράψω το σενάριο, αλλά νόμιζα πως ήθελε μια ακόμη εισαγωγή από εμένα για το επερχόμενο κόμικς. Κώστας Φραγκιαδάκης (ΚΦ): H ιδέα δεν ήταν δική μου, αλλά όταν μου προτάθηκε να σχεδιάσω την ιστορία, συμφώνησα αμέσως πριν ακόμη την διαβάσω. Ήξερα ότι θα ήταν μια ακόμη πρόκληση, αλλά εκτός από αυτό ήμουνα πάντα φαν του Μπεν Λήπερ. Τι ξέρατε πιο πριν για το δημοφιλές κόμικ; Το είχατε διαβάσει; ΜΔ: Κοίταξε, επειδή είναι μέρος της ενασχόλησης μου, οτιδήποτε έχει να κάνει με τον αθλητισμό σε έντυπο το γνώριζα. Διαβάζω τα πάντα που έχουν να κάνουν με την κοινωνιολογία, την ανθρωπολογία και την ιστορία του αθλητισμού. Υπήρχαν άλλωστε φίλοι που ανήκαν σε παλαιότερη αναγνωστική γενιά οι οποίοι μου ζητούσαν συνεχώς να επανεκδοθούν οι παλιές ιστορίες. Το είχα διαβάσει αποσπασματικά μέσα από το παλιό Μπλεκ, όταν ήρθε όμως η ώρα της επανέκδοσης κάθισα και διάβασα ολόκληρη την ιστορία για να έχω πλήρη άποψη και να μπορώ να γράψω τις εισαγωγές των τευχών. ΚΦ: Ναι, το διάβαζα πριν από πολλά χρόνια στο Μπλεκ. Κυριολεκτικά μία από τις οκτώ με δέκα ιστορίες του περιοδικού που διάβαζα ανελλιπώς. Ποια ιστορία του παλιού Μπεν Λήπερ σας είχε αγγίξει περισσότερο; ΜΔ: Στα παλιότερα τεύχη εκείνο που με είχε αγγίξει περισσότερο ήταν η αγνότητα και ταπεινότητα που έδειχνε ο Μπεν Λήπερ ως ταλαντούχος τερματοφύλακας και ο αλτρουισμός που έδειχνε σα γιατρός. Στην καινούργια ιστορία προσπάθησα να κρατήσω αυτά τα δυο στοιχεία και να αναδείξω τις διαπροσωπικές σχέσεις, μέσα από ένα σύντομο ψυχογραφικό προφίλ του Μπέν Λήπερ με ένα νεαρό αγόρι που έχει βιώσει την φρίκη και τη θλίψη του πολέμου. ΚΦ: Αυτό που με είχε συναρπάσει περισσότερο ήταν η ιστορία εκείνη όπου ο Μπεν σώζει την ζωή του «φωνακλά/καραμούζα» Φλυν, και από τότε αυτός γίνεται ο πιο φανατικός οπαδός της ομάδας του. Ήμουν και μικρός τότε και με είχε συγκινήσει πολύ. Είναι εύκολο να σχεδιάζεις και να γράφεις για ρομαντισμό μιλώντας για ένα σπορ που τα τελευταία χρόνια έχει χάσει πλήρως αυτό το στοιχείο του; Πώς το κάνεις να φαίνεται πιστευτό το 2024; ΜΔ: Όχι, δεν είναι καθόλου εύκολο. Το ποδόσφαιρο τα τελευταία χρόνια έχει εργαλειοποιηθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό από τα οικονομικά συμφέροντα και χάνει συνεχώς κάτι από την λαϊκή αφετηρία του. Στον καιρό του ακραίου νεοφιλελευθερισμού βλέπουμε πως το ποδόσφαιρο λειτουργεί ως «πλυντήριο» μαύρου χρήματος και εξυπηρέτησης συμφερόντων. Θα σου πω κάτι το οποίο ήταν για εμένα η κόκκινη γραμμή μου για το πώς βλέπω και βιώνω το ποδόσφαιρο στις μέρες μας. Το σημείο μηδέν μου λοιπόν ήταν το Μουντιάλ του Κατάρ. Ένα Παγκόσμιο Κύπελλο το οποίο για να ανοίξει μια καινούργια αγορά στο «προϊόν» που ονομάζεται ποδόσφαιρο, διεξήχθη για πρώτη φορά φθινόπωρο-χειμώνα και κόστισε τη ζωή σε πέντε χιλιάδες εργάτες/τριες για να κατασκευαστούν τα στάδια. Όταν είδα λοιπόν πως το γεγονός της μαζικής αυτής δολοφονίας αποσιωπάται, κατάλαβα πως πλέον δεν με συνδέουν και δεν θέλω να με συνδέουν πολλά πράγματα με αυτή την εξέλιξη του ποδοσφαίρου. Αν δεις ανά τον πλανήτη εδώ και κάποια χρόνια από τους οπαδούς υπάρχει το μότο “Against Modern Football”. Αυτό σαν φράση εμένα προσωπικά δεν μου λέει και πολλά. Καλά τα σλόγκαν αλλά χωρίς πράξη είναι κενά περιεχομένου. Το να μποϊκοτάρουμε το Μουντιάλ στο Κατάρ ήταν μια πράξη που θα είχε ένα νόημα, στο βαθμό που μας αναλογεί πάντα, να μην το δούμε στην τηλεόραση, να μιλήσουμε ανοιχτά για τους ανθρώπους που δολοφονήθηκαν. Αυτό ναι, θα είχε νόημα. Δυστυχώς αυτά συνέβησαν από μειοψηφίες για ακόμη μια φορά. Και για να σου απαντήσω και στο δεύτερο σκέλος της ερώτησης, αυτό που κρατά μέσα μας το ποδόσφαιρο και τον αθλητισμό ρομαντικά είναι το συναίσθημα. Αυτό διαφοροποιεί τα πάντα. Είναι η ανάμνηση της μπάλας που προλάβαμε και παίξαμε στις αλάνες, τα ματωμένα γόνατα, η πρώτη φορά που πήγαμε γήπεδο να υποστηρίξουμε την ομάδα που αγαπάμε, η πρώτη εκδρομή που πήγαμε, τότε που επιτρεπόταν. Το συναίσθημα λοιπόν κινητοποιεί το ρομαντισμό και είναι το τελευταίο μας καταφύγιο, γνωρίζοντας φυσικά πάντα πως όλα αυτά περιέχουν μεγάλες αντιφάσεις με τις οποίες συμβιώνουμε ως άνθρωποι. ΚΦ: Το να σχεδιάζεις είναι αρκετά απαιτητικό. Ειδικά όταν έχεις να δημιουργήσεις κτίρια και τοποθεσίες που υπάρχουν στην πραγματικότητα, όπως π.χ. το αεροδρόμιο και το νοσοκομείο του Χαλεπίου. Τώρα για τον ρομαντισμό, δεν νομίζω ότι έχει χαθεί από το ποδόσφαιρο. Αν ψάξεις καλά, μπορείς να τον βρεις και εκεί. Πόσο δύσκολο ήταν να προσαρμόσεις το σενάριο του Τερματοφύλακα Γιατρού στο σήμερα; ΜΔ: Έγραψα και στην εισαγωγή πως είναι ευθύνη να γράψεις το σενάριο του Τερματοφύλακα Γιατρού γιατί οι ιστορίες του Μπέν Λήπερ αφορούν τις αναμνήσεις της παιδικής, προεφηβικής και εφηβικής ηλικίας μιας ολόκληρης γενιάς. Θα ήθελα πολύ οι άνθρωποι που θα πάρουν να διαβάσουν αυτό το κομιξάκι να θυμηθούν κάτι από τα παιδικά τους χρόνια. Αυτό θα ήταν για εμένα η καλύτερη ανταμοιβή και η μεγαλύτερη χαρά. Πιστεύω ακράδαντα πως η μοναδική πατρίδα του ανθρώπου είναι τα παιδικά του χρόνια, όπως λέει και το γνωστό σύνθημα. Είναι συγκινητικό να βλέπω ανθρώπους σαράντα, πενήντα, εξήντα ετών και να μου λένε «Ξέρεις τι μου θύμησες;» Το συναίσθημα και ο ρομαντισμός είναι καταφύγια σε μια τόσο απάνθρωπη εποχή όπως αυτή που ζούμε. Από εκεί και πέρα επειδή θεωρώ πως ο αθλητισμός και το ποδόσφαιρο έχουν πολλές κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές προεκτάσεις. Θέλησα να το μεταφέρω αυτό στην καινούργια ιστορία του Τερματοφύλακα Γιατρού. Υπήρξαν δύο πράγματα τα οποία με έκαναν να γράψω αυτό το σενάριο. Το πρώτο είναι αυτό που μόλις σου είπα σχετικά με την διεπιστημονικότητα του αθλητισμού. Το δεύτερο είναι η τεράστια έλευση προσφύγων στο λιμάνι του Πειραιά το 2016. Χιλιάδες άνθρωποι έζησαν στις πύλες του Λιμανιού του Πειραιά για μήνες μετά την γενίκευση του πολέμου στη Συρία. Αυτή η εμπειρία παραμένει μέχρι και σήμερα μια από τις σπουδαίες που έχω ζήσει και έχει χαραχτεί μέσα μου. Θέλησα λοιπόν να γράψω κάτι για όλους αυτούς τους ανθρώπους που οι εξουσίες τους θεωρούν «αόρατους», για να τους τιμήσω με τον δικό μου μικρό τρόπο. Αυτό λοιπόν που προσπάθησα να συνδυάσω ήταν ο σεβασμός στις παλιές ιστορίες με την σύνδεση των κοινωνικών προεκτάσεων του ποδοσφαίρου. Βλέπω ότι ο σημερινός Μπεν Λήπερ προσπαθεί να βοηθήσει παιδιά να επανέλθουν από το σοκ του πολέμου. Το ποδόσφαιρο έχει αλλάξει πολύ τα τελευταία 43 χρόνια. Η κοινωνία όμως; ΜΔ: Όπως είπα και πριν, το ποδόσφαιρο δεν είναι ένα αυτόνομο θεωρητικό αγαθό, αλλάζει και συνδιαμορφώνεται από την κοινωνία. Αντιφάσεις δεν ζούμε μόνο σε όσα έχουν να κάνουν με το γήπεδο και τον αθλητισμό, ζούμε σχεδόν στα πάντα. Φοράμε ρούχα, έχουμε ηλεκτρικές συσκευές, αυτοκίνητα, μηχανές, κινητά από πολυεθνικές εταιρείες οι οποίες καταστρέφουν το περιβάλλον, μειώνουν την εργατική μας δύναμη, έχουν κανονικοποίησει την παιδική εργασία. Πολλά από αυτά που ζούμε είναι αντιφάσεις, το θέμα είναι μέσα σε αυτό το πλαίσιο να κατανοούμε την αντίφαση και να ορθώνουμε λόγο απέναντι σε όλα αυτά και φυσικά να διαμαρτυρόμαστε, να βάζουμε όρια. Το ποδόσφαιρο ζει και αναπνέει σε ένα περιβάλλον καπιταλιστικό και αυτό το επηρεάζει. Το Μουντιάλ του Κατάρ ήταν ένα από τα δεκάδες παραδείγματα “sportswashing” το οποίο ώθησε τον κόσμο να δει τι συμβαίνει στο γήπεδο και να μην δει τις δολοφονίες εργατών-τριών. Ωστόσο αυτό δεν σημαίνει πως μέσα στον αθλητισμό δεν υπάρχουν και σπουδαίες ιστορίες αντίστασης. Το γήπεδο είναι ένα ακόμη σημείο κοινωνικής διαπάλης που ο εκάστοτε συσχετισμός δυνάμεων γέρνει προς την μια ή την άλλη πλευρά. Τα λεγόμενα νοσταλγικά κόμικς λοιπόν μπορούν να μιλήσουν για το ποδόσφαιρο που έχει στην καρδιά του ο απλός κόσμος, να μιλήσουν για το ποδόσφαιρο της αλληλεγγύης, της ελευθερίας και της αντίστασης. Ο Μπεν Λήπερ είναι ένας χάρτινος ήρωας, όμως έχουν υπάρξει ποδοσφαιριστές και ομάδες που έχουν ορθώσει το ανάστημά τους ανά διαστήματα σε αυτή την άκρατη εμπορευματοποίηση του αθλήματος. Δεν είναι λοιπόν ένα φανταστικό ρομαντικό σενάριο όλο αυτό αλλά και μια αποτύπωση όψεων της πραγματικότητας. Το ζήτημα είναι αυτά τα παραδείγματα να αγγίξουν όσο περισσότερο γίνεται τον κόσμο και να επαναφέρουν το ποδόσφαιρο σε μια τροχιά πιο ανθρώπινη και προσιτή. Και για να κλείσω με ένα παράδειγμα, αυτή τη στιγμή έχουμε δυο ενεργά πολεμικά μέτωπα. Θα ασχοληθώ με τον πόλεμο που διεξάγει το Ισραήλ στην Παλαιστίνη. Έχουν υπάρξει πολλές ενέργειες από ποδοσφαιριστές-στριες, αθλητές-τριες και οπαδούς που παίρνουν θέση απέναντι σε αυτή τη γενοκτονία. Το θέμα είναι αυτά τα παραδείγματα να πολλαπλασιάζονται. Πάνω σε αυτή τη λογική γράφτηκε και το σενάριο για τον Τερματοφύλακα Γιατρό. Ποια ήταν η κεντρική ιδέα ζωγραφίζοντας ξανά τον Μπεν Λήπερ; Πάτησες κάπως πάνω στο σχέδιο του Tony Harding; ΚΦ: Ναι, ξεκάθαρα. Δεν θα μπορούσε νομίζω να γίνει και διαφορετικά. Ασφαλώς και έβαλα και δικά μου στοιχεία, προσπάθησα να τον κάνω να φαίνεται λίγο πιο «σύγχρονος», αλλά ο ήρωας είναι δημιουργία του Harding και αυτό όφειλα να το σεβαστώ όσο περισσότερο μπορούσα. Είσαι 25 χρόνια στον χώρο, έχοντας σχεδιάσει μερικούς από τους πιο αγαπημένους ήρωες μικρών και μεγάλων. Τι ιδιαίτερο έχει ο συγκεκριμένος ήρωας; ΚΦ: Το ιδιαίτερο είναι ότι είναι ένας απλός άνθρωπος. Ένας καθημερινός απλός τύπος σαν όλους μας χωρίς καμία υπερδύναμη ή κάτι αντίστοιχο. Το ότι είναι ένας εξαιρετικός τερματοφύλακας (και ενδεχομένως και ένας καλός γιατρός) δεν είναι δα και τόσο ξεχωριστό. Ο Μπεν Λήπερ θα μπορούσε κάλλιστα να είναι π.χ. ο Παντελής Νικολάου, ο παλιός ποδοσφαιριστής της Α.Ε.Κ. ή οποιοσδήποτε άλλος. Και το σχετικό link...
  23. Ένας συνταξιούχος συμβολαιογράφος ανακαλύπτει αυτό που του έλειπε σε ολόκληρη τη ζωή του. Και ξεκινά ένα μεγάλο ταξίδι αυτογνωσίας προς τη μυθική Ταναναρίβη. Δυο ηλικιωμένοι φίλοι και γείτονες, ο Ζοζέφ και ο Αμεδαίος, συναντιούνται κάθε βράδυ για λίγα ποτήρια ρούμι. Ο πρώτος αφηγείται ιστορίες από την πολυτάραχη ζωή του. Και ο δεύτερος ακούει γοητευμένος και με θαυμασμό. Όταν ο Ζοζέφ πεθαίνει ξαφνικά, ο συνταξιούχος, χαμηλών τόνων και εύθραυστης υγείας Αμεδαίος χάνει το μόνο ενδιαφέρον του για τη ζωή, τις περιπέτειες του φίλου του. Μαθαίνει όμως πως αυτός έχει αφήσει μια ταπεινή αλλά συναισθηματικά πλούσια κληρονομιά στον γιο του. Και έτσι ξεκινά ένα μακρύ ταξίδι με την παροπλισμένη του αντίκα για να ξεπληρώσει στον φίλο του τις μοναδικές ιστορίες που του χάριζε και να βρει τον μοναδικό αλλά άγνωστο κληρονόμο του. Στον δρόμο βέβαια, θα ανακαλύψει ότι ο Ζοζέφ ίσως ήταν περισσότερο ένας μυθομανής και παραμυθάς πολυλογάς αλλά αυτό δεν έχει πια καμιά σημασία. Ο Αμεδαίος βρίσκει για πρώτη φορά ένα νόημα στη ζωή του και είναι αποφασισμένος να φτάσει μέχρι το τέλος, λίγο πριν από το δικό του τέλος. Η «Ταναναρίβη», σε σενάριο του Mark Eacersall και σχέδια του Sylvain Vallée (μετάφραση: Τατιάνα Ραπακούλια, εκδόσεις Μικρός Ήρως, 118 σελίδες), είναι το υπέροχο ταξίδι του ταλαιπωρημένου και κουρασμένου από τη ζωή Αμεδαίου στα χνάρια των αφηγήσεων του Ζοζέφ. Ένα ταξίδι που στο μεγαλύτερο μέρος της διάρκειάς του θα βρει τους δύο φίλους δίπλα δίπλα σε δύσκολες καταστάσεις και επικίνδυνα μέρη, τον έναν για πρώτη φορά κυριολεκτικά ζωντανό και ξανανιωμένο, έτοιμο να απολαύσει όσα του στέρησαν οι φοβίες του και οι κοινωνικές, επαγγελματικές και οικογενειακές υποχρεώσεις, και τον άλλον νεκρό αλλά παρόντα, σε ρόλο καθοδηγητή. Το ταξίδι θα τους πάει σε μέρη που μπορεί να μη θυμίζουν παραδείσους για τυχοδιώκτες, τρικυμισμένες θάλασσες ή εξωτικές ζούγκλες, αλλά για τον Αμεδαίο είναι η πρώτη και τελευταία του κατάδυση στην άβυσσο της πραγματικότητας, στην Καρδιά του Σκότους της καθημερινότητας πέρα από στενά γραφεία, σκονισμένα ντοσιέ, συμβόλαια αγοραπωλησιών, πολύχρωμα χαπάκια για τα αρθριτικά και ζεστά ροφήματα πριν από τον ύπνο. Το μποτιλιάρισμα στην εθνική οδό ισοδυναμεί με σαφάρι ανάμεσα σε άγρια θηρία, ένα παγκάκι στην ακροθαλασσιά γίνεται παρατηρητήριο ιστιοφόρων και ένα ποτό μεταξύ αγνώστων έξω από το Παρίσι μοιάζει με επικίνδυνη συνάντηση σε κακόφημο μπαρ του Βιετνάμ ή του Καράκας. Με επίκεντρο μια στοίβα από παλιά κόμικς που πρέπει να παραδοθούν στον νόμιμο κληρονόμο τους και πρωταγωνιστές δύο εντελώς ασυνήθιστους χαρακτήρες, οι Sylvain Vallée και Mark Eacersall φιλοτεχνούν μια γλυκύτατη και συγκινητική ιστορία για τα προδομένα όνειρα και τις χαμένες προσδοκίες, για την αφοσίωση και την πραγματική φιλία που παραμένει ζωντανή ακόμα και κάτω από τις πιο αντίξοες συνθήκες. Οι ιστορίες του Ζοζέφ – πραγματικές ή επινοημένες, δεν έχει σημασία – αποκτούν υπόσταση και γίνονται το υπόστρωμα για την περιπέτεια του Αμεδαίου μέσω του πανέξυπνου ντεκουπάζ και των εντυπωσιακών σχεδίων του Vallée που κρατούν αμείωτη την ένταση (ή έστω την παρωδία έντασης, δεδομένων των δυνατοτήτων του πρωταγωνιστή) μέχρι το τελευταίο καρέ και το πολλαπλών ερμηνειών τέλος. Μετατρέποντας την «Ταναναρίβη» σε ένα όμορφο αναγνωστικό ταξίδι ανεξαρτήτως προορισμού και έκβασης. Και το σχετικό link...
  24. Τα κόμικς με αθλητική θεματολογία δεν είναι πια δημοφιλή. Η υπερπροσφορά αθλητικού θεάματος στην τηλεόραση και το διαδίκτυο, καθώς και η επικράτηση χαρακτήρων στην ποπ κουλτούρα με ικανότητες πιο εντυπωσιακές από το κλότσημα μιας μπάλας, οδήγησαν τα κόμικς με πρωταγωνιστές τους αθλητές στην παρακμή. Κάποτε όμως, ιδιαίτερα στην Ευρώπη, αυτοί οι χαρακτήρες μεσουρανούσαν στα παιδικά περιοδικά. Από τις πιο αγαπημένες σειρές του είδους ήταν ο «Τερματοφύλακας Γιατρός» που ξεκίνησε να δημοσιεύεται στο «Μπλεκ» το 1981. Στην Αγγλία αποτελούσε τεράστια επιτυχία ήδη από το 1978 σε σενάρια των J. T. Robertson και Roy Bullen και σχέδια των Barry Mitchell και Tony Harding. Κεντρικός χαρακτήρας ήταν ο Μπεν Λίπερ, ένας νεαρός τερματοφύλακας και ταυτόχρονα φοιτητής Ιατρικής που πρωταγωνιστούσε τόσο στους αγώνες της ομάδας του όσο και βοηθώντας ασθενείς και τραυματίες κάθε είδους. Πρόσφατα ολοκληρώθηκε στην Ελλάδα η δημοσίευση της σειράς σε επτά πλούσιους τόμους των 120 σελίδων ο καθένας από τις εκδόσεις Μικρός Ήρως. Αλλά η ιστορία του Μπεν Λίπερ δεν τέλειωσε. Ο Μι Δέλτα έγραψε ένα νέο σενάριο και ο Κώστας Φραγκιαδάκης το σχεδίασε, δίνοντας συνέχεια στον μύθο του Τερματοφύλακα Γιατρού. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι η ιστορία, αντί να εκτυλίσσεται στα λασπωμένα γήπεδα των μικρών κατηγοριών της Αγγλίας, μεταφέρεται στο Χαλέπι της Συρίας του 2014, με τον Μπεν Λίπερ να επισκέπτεται την περιοχή σε συνθήκες πολέμου ως μέλος ανθρωπιστικής αποστολής των Γιατρών Χωρίς Σύνορα για να βοηθήσει τα παιδιά που έχουν βιώσει το τραύμα των βομβαρδισμών, του θανάτου των γονέων τους, του αναγκαστικού εκτοπισμού. Όπως επισημαίνει ο Μι Δέλτα στον πρόλογό του: «Η χρονική συγκυρία στην οποία δυστυχώς ζούμε, μας αναγκάζει να υπενθυμίζουμε το αυτονόητο και διαχρονικό αντιπολεμικό μήνυμα που θα πρέπει να έχει στην καρδιά του κάθε ελεύθερος άνθρωπος στον πλανήτη. Ο πόλεμος άλλωστε δεν έχει νικητές παρά μόνο ηττημένους». Έτσι, οι εντυπωσιακές φάσεις, τα εκπληκτικά πλονζόν, τα ριψοκίνδυνα τάκλιν, τα δυνατά βολέ και οι καρφωτές κεφαλιές που χαρακτήριζαν τις ιστορίες του Μπεν Λίπερ εδώ δεν έχουν ιδιαίτερη σημασία. Γιατί πρωταγωνιστές είναι τα παιδιά του πολέμου στην προσπάθειά τους να παραμείνουν παιδιά, παίζοντας ποδόσφαιρο με τη βοήθεια ενός σπουδαίου χαρακτήρα που ήταν πάντα παρών όταν οι συνάνθρωποί του τον είχαν ανάγκη. Και το σχετικό link...
  25. «Ο Πόλεμος των Άστρων», η εμβληματικότερη ταινία του κινηματογράφου επιστημονικής φαντασίας, αποτέλεσε το προσωπικό όραμα ενός μοναχικού σκηνοθέτη. Μια συναρπαστική βιογραφία του Τζορτζ Λούκας περιγράφει την πορεία του από τις νεανικές αποτυχίες μέχρι την παγκόσμια καταξίωση. «Αρνείται να ακολουθήσει οδηγίες. Απ’ το ένα αυτί μπαίνουν, απ’ το άλλο βγαίνουν. Δ στα μαθηματικά, Δ στη γραμματική, Δ στην ορθογραφία, Δ στην ιστορία. Μόνο στη μουσική και στο σχέδιο τα καταφέρνει. Αλλά δεν θα φτάσει μακριά μ’ αυτά!» λέει θυμωμένη η δασκάλα του δεκάχρονου Τζορτζ Λούκας στους απογοητευμένους γονείς του το 1954. Αυτοί τον θεωρούν τεμπέλη, ανυπάκουο και φυγόπονο. Μεγαλώνοντας, βαριέται αφάνταστα το σχολείο και προτιμά να ονειρεύεται. Δεν σκοπεύει να σπουδάσει, του αρέσει να γυρίζει με γρήγορα αυτοκίνητα και να αψηφά τους κανόνες. Το 1962 ένα πολύ σοβαρό αυτοκινητικό δυστύχημα τον κάνει να αναθεωρήσει αξίες κι επιλογές. Παρά τη θέληση των γονέων του, αποφασίζει να γραφτεί στο Πανεπιστήμιο για κινηματογραφικές σπουδές. Γυρίζει την πρώτη εκδοχή του «THX-1138», με το οποίο κατακτά το πρώτο βραβείο στο Εθνικό Φεστιβάλ Φοιτητικού Κινηματογράφου. Γνωρίζεται με τον Στίβεν Σπίλμπεργκ και λίγο αργότερα με τη Μάρσια Λου Γκρίφιν, που θα γίνει η μοντέρ του, η εμψυχώτριά του και η μελλοντική σύζυγός του. Θα γίνει φίλος με τον Φράνσις Φορντ Κόπολα ακριβώς όταν αυτός ξεκινά τον Νονό. «Ο Κόπολα είναι φωνακλάς, παρορμητικός και γλεντζές, ακριβώς το αντίθετο του Λούκας. Όπως και με τη Μάρσια όμως, τα αντίθετα έλκονται. Τον Δεκέμβριο του 1969 ιδρύουν την εταιρεία Zoetrope και κλείνουν συμβόλαιο για πολλές ταινίες με την Warner Bros» σύμφωνα με τον Laurent Hopman, σεναριογράφο της εξαιρετικής βιογραφίας «Ο Πόλεμος του Λούκας» (εκδόσεις Μικρός Ήρως, μετάφραση: Τατιάνα Ραπακούλια, 210 σελίδες) που εικονογραφεί ιδανικά ο Renaud Roche. Αυτή η ευκαιρία που δίνεται στον νεαρό Τζορτζ Λούκας, αντί να αποτελέσει την απελευθερωτική ώθηση στα πρώτα βήματα της καριέρας του, λειτουργεί εντελώς διαφορετικά. Τον φορτώνει με άγχος καθώς νιώθει πως τον αποσπά από το μακρόπνοο σχέδιο του, από μια ταινία με αστρομαχητές, φωτόσπαθα, γυαλιστερά ρομπότ και σκληρές αερομαχίες με ευφάνταστα διαστημόπλοια στις εσχατιές του γαλαξία. Αποφασίζει να αφιερωθεί στον στόχο του και αρχίζει να γράφει. Η οργιώδης φαντασία του όμως δεν συγκινεί τα μεγάλα στούντιο και τους συντηρητικούς παραγωγούς που βρίσκουν τα σενάριά του υπερφίαλα και ανερμάτιστα. Οι απορρίψεις διαδέχονται η μία την άλλη μέχρι που αποφασίζει να γυρίσει κάτι πιο συμβατικό για να γίνει γνωστός και να πείσει τους μελλοντικούς χρηματοδότες του ότι μπορεί να τα καταφέρει. Το 1973 βγαίνει στις αίθουσες το American Graffiti (στα ελληνικά προβλήθηκε ως «Νεανικά Συνθήματα») από την Universal με κόστος μικρότερο από 1 εκατομμύριο δολάρια και κέρδη που ξεπέρασαν τα 140 εκατομμύρια. Το Χόλιγουντ αρχίζει να τον υπολογίζει κι αυτός παρά τις παλινωδίες του και την δυσκολία του να συγκεντρωθεί στο γράψιμο, το 1974 παρουσιάζει την πρώτη ολοκληρωμένη σεναριακή εκδοχή από τον «Πόλεμο των Άστρων», εντελώς διαφορετική όμως από την περίληψη που είχε υποβάλλει ένα χρόνο νωρίτερα. Κεντρικοί ήρωες είναι ο Κέιν Σταρκίλερ και ο γέρος στρατηγός Λουκ Σκαϊγουόκερ, επιζώντες του τάγματος των Τζεντάι που το εξολόθρευσαν οι καταχθόνιοι ιππότες Σιθ. Ο Ανικίν, γιος του Κέιν Σταρκίλερ, αναλαμβάνει να βρει την πριγκίπισσα Λέια, ενώ ο Νταρθ Βέιντερ είναι ένας σκληρός στρατηγός στις υπηρεσίες του αυτοκράτορα που καταδιώκει την Λέια, μόνη κληρονόμο του θρόνου του πλανήτη Ακουίλα. Κι αν όλα αυτά φαίνονται πολύ διαφορετικά από όσα ξέρουν οι θεατές του «Πολέμου των Άστρων», είναι γιατί αφενός ο ίδιος ο Τζορτζ Λούκας ήταν μονίμως ανικανοποίητος από τα πολυδαίδαλα σενάρια του με αποτέλεσμα να τα αλλάζει διαρκώς προσθέτοντας και αφαιρώντας πρόσωπα και λεπτομέρειες, αλλάζοντας ονόματα κ.λ.π., αφετέρου τα στούντιο επί σειρά ετών δίσταζαν να τον υποστηρίξουν καθώς τα χρήματα που απαιτούνταν ήταν δυσανάλογα πολλά για έναν σχετικά άσημο σκηνοθέτη με χαώδεις ιδέες και αχαλίνωτες φιλοδοξίες. Μετά από αμέτρητες τροποποιήσεις και πολύ κόπο, η 20th Century Fox πείθεται εν μέρει να αναλάβει το εγχείρημα και αρχίζουν τα γυρίσματα, αν και οι περικοπές στον προϋπολογισμό είναι συνεχείς αναγκάζοντας τον Τζορτζ Λούκας να εφευρίσκει συνεχώς πατέντες για τα ειδικά εφέ και τις τοποθεσίες των γυρισμάτων ώστε να προσαρμοστεί στα δεδομένα. Όπως περιγράφουν οι Hopman και Roche, η πρώτη πρόκληση είναι «η κατασκευή της κάμερας που θα ελέγχεται με υπολογιστή, μια τεχνολογική καινοτομία στην οποία βασίζεται εξ ολοκλήρου το μέλλον του “Πολέμου των Άστρων”». Με αρκετό χιούμορ, αφηγούνται τις μεθόδους του Λούκας και του συνεργάτη του, Μπεν Μπαρτ για τη δημιουργία των «εντυπωσιακών και αξιομνημόνευτων ηχητικών εφέ»: ο ήχος των φωτόσπαθων δεν είναι τίποτα άλλο από «το βουητό μιας κινηματογραφικής μηχανής προβολής συνδυασμένο με τον ήχο της καθοδικής λυχνίας μιας τηλεόρασης», η φωνή του Τσουμπάκα δεν είναι παρά «η μίξη κραυγών διάφορων ζώων», τα μαχητικά σκάφη δανείζονται τον ήχο από «το σάλπισμα ενός ελέφαντα με επιβράδυνση και παραμόρφωση μαζί με τον θόρυβο ενός αυτοκινήτου σε δρόμο γεμάτο νερά», οι πόρτες των σκαφών είναι απλώς ο ήχος από το ανοιγόκλεισμα «των θυρών του μετρό της Φιλαδέλφειας», τα «μπιπ» του R2D2 είναι «οι ήχοι από ένα συνθεσάιζερ συνδυασμένοι με την φωνή του Μπεν Μπαρτ» και τα όπλα λέιζερ είναι απλώς κυριολεκτικά «σφυροκοπήματα πάνω στα καλώδια μιας κεραίας τηλεπικοινωνιών». Και λίγο αργότερα ξεκινά το εξαντλητικό κάστινγκ από το οποίο θα περάσουν αμέτρητοι/ες νεαροί/ες ηθοποιοί, ανάμεσά τους η Τζόντι Φόστερ, ο Τζον Τραβόλτα, ο Νικ Νόλτε, ο Τόμι Λι Τζόουνς, ο Κερτ Ράσελ, ο Κρίστοφερ Γουόκεν κ.ά. για να καταλήξει ο Τζορτζ Λούκας στον Μαρκ Χάμιλ για τον ρόλο του Λουκ, στον Χάρισον Φορντ, ο οποίος είχε παίξει και στο American Graffiti αλλά πλέον εργαζόταν ως ξυλουργός και βοηθητικό προσωπικό του κάστινγκ, για τον ρόλο του Χαν Σόλο και στην Κάρι Φίσερ για την πριγκίπισσα Λέια. Κατά την έναρξη των γυρισμάτων, στην ομάδα των ηθοποιών θα προστεθεί και ο Σερ Άλεκ Γκίνες στον ρόλο του Όμπι-Ουάν Κενόμπι για να προσφέρει τη μοναδική του εμπειρία στους άπειρους συναδέλφους του και λίγο μετά ο Πίτερ Κάσινγκ που εξομολογείται στον Γκίνες ότι «ξαναδιάβασα τρεις φορές το σενάριο και δεν κατάλαβα ούτε λέξη απ’ αυτά τα αλαμπουρνέζικα». Χαρακτηριστικά συγκινητική στο βιβλίο των Hopman και Roche είναι, μάλιστα, η στιγμή που ο Άλεκ Γκίνες μαθαίνει ότι ο χαρακτήρας του πεθαίνει στα μισά της ταινίας και παρά την εμφανή στενοχώρια του αντιμετωπίζει τη δυσάρεστη εξέλιξη με επαγγελματισμό και αξιοπρέπεια. Παράλληλα, ο Τζορτζ Λούκας σχεδιάζει τα φουτουριστικά όπλα, τις φανταχτερές στολές και τα απειλητικά αστρόπλοια, χτενίζει συνεχώς το σενάριο, διαχειρίζεται τους καυγάδες των ηθοποιών και των μελών του συνεργείου, επιλέγει χώρους και τοπία για τα γυρίσματα. Το δυσκολότερο όμως είναι να προσαρμοστεί στις οικονομικές περικοπές και τις παρεμβάσεις της FOX μέχρι την τελευταία στιγμή. Το συνεχές άγχος τον στέλνει στο νοσοκομείο με υποψίες για καρδιακή προσβολή. Ευτυχώς βγαίνει γρήγορα και συνεχίζει να δουλεύει με φρενήρεις ρυθμούς. Οι φίλοι του, ο Κόπολα, ο Σπίλμπεργκ, ο Μπράιαν ντε Πάλμα τον στηρίζουν και τελικά η ταινία, παρά τις επιφυλάξεις της FOX, βγαίνει σε μικρό αριθμό αιθουσών το 1977. Οι κριτικές είναι διθυραμβικές και σύντομα η ταινία προβάλλεται παντού. Αυτό το νέο είδος επιστημονικής φαντασίας συγκινεί εκατομμύρια θεατές, οι εικόνες της ταινίας καταλαμβάνουν όλα τα εξώφυλλα περιοδικών και εφημερίδων, οι εισπράξεις είναι τεράστιες. Από τις 10 υποψηφιότητες για Όσκαρ, κυρίως σε τεχνικές κατηγορίες, οι συνεργάτες του Τζορτζ Λούκας θα κερδίσουν τα επτά. «Σε λίγους μήνες, το πάθος για τον “Πόλεμο των Άστρων” γίνεται παγκόσμιο. Στη διάρκεια του 1978, η ταινία θα κάνει εισπράξεις 410 εκατομμύρια δολάρια σε όλο τον πλανήτη». Ένα νέο άστρο έχει γεννηθεί, το άστρο του Τζορτζ Λούκας που χρειάστηκε να πολεμήσει σκληρά για να λάμψει στο κινηματογραφικό στερέωμα. Τη διαδρομή αυτή καλύπτει με σαγηνευτικό τρόπο «Ο Πόλεμος του Λούκας» των Hopman και Roche, ένα βιβλίο γεμάτο ενδιαφέρουσες, άγνωστες λεπτομέρειες από την πορεία του Αμερικανού οραματιστή και εικονογραφημένο άψογα ώστε να αποδίδει με επιτυχία τα σκαμπανεβάσματα, τα διαδοχικά προβλήματα και τις λύσεις τους, τα ψυχολογικά αδιέξοδα, τα συναισθηματικά ξεσπάσματα και τις ατέλειωτες απογοητεύσεις στον δύσβατο δρόμο προς την κορυφή και τον θρίαμβο. Και το σχετικό link...
×
×
  • Create New...

Important Information

By using this site, you agree to our Terms of Use.