Jump to content

Search the Community

Showing results for tags 'δημήτρης παπαϊωάννου'.

  • Search By Tags

    Type tags separated by commas.
  • Search By Author

Content Type


Forums

  • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΝΕΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΝΕΑ
  • ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ
    • ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ
    • ΤΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙ
  • ΧΑΛΑΡΩΜΑ
    • ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ
    • ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΡΙΟ
    • ΤΟ ΠΑΖΑΡΙ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Διάφορα
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Ντόναλντ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Super Μίκυ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Κόμιξ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μίκυ Μάους
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μπλα μπλα
  • VINTAGE's Συζήτηση
  • VIDEO GAMES's Γεν. Συζήτηση για Video Games

Blogs

  • Valt's blog
  • Dr Paingiver's blog
  • GCF about comics
  • Vet in madness
  • Θέμα ελεύθερο
  • Film
  • Comics, Drugs and Brocc 'n' roll
  • I don't know karate, but i know ka-razy!
  • Γερμανίκεια
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • Κομικσόκοσμος
  • The Unstable Geek
  • Σκόρπιες Σκέψεις
  • Dhampyr Diaries
  • Περί ανέμων και υδάτων

Find results in...

Find results that contain...


Date Created

  • Start

    End


Last Updated

  • Start

    End


Filter by number of...

Joined

  • Start

    End


Group


Member Title


MSN


Website URL


Yahoo


Skype


City


Profession


Interests

Found 3 results

  1. Η πρώιμη Τέχνη του πλέον αγαπημένου Έλληνα καλλιτέχνη μέσα από τα ξεχωριστά, νεανικά σχέδιά του. Τον ξέρετε. Είναι ο Δημήτρης Παπαϊωάννου. Αυτό που λογικά δεν ξέρετε είναι ότι πριν συμβούν όλα αυτά που ήδη ξέρετε: η Ομάδα Εδάφους, η «Μήδεια», οι Ολυμπιακοί της Αθήνας, το «Δύο», το «The Great Tamer», ο «Εγκάρσιος προσανατολισμός» και τόσα άλλα, ο Δημήτρης Παπαϊωάννου εμφανίστηκε στα καλλιτεχνικά πράγματα κάνοντας κόμικς. Ήταν δεκαεπτά χρονών όταν εμφανίστηκε στις σελίδες του περιοδικού κόμικς Βαβέλ, αρχικά με ένα γελοιογραφικό κόμικς και κατόπιν με ένα εικαστικό και έναν πρόλογο από τον δάσκαλό του Γιάννη Τσαρούχη. Στις δεκαετίες του ’80 και του ’90 δημοσίευσε πολλά κόμικς στα περιοδικά Βαβέλ και Παρά Πέντε, αναπτύσσοντας το δικό του προσωπικό στιλ, το οποίο συνδυάζει πολλές αναφορές και μια αναπολογητική χρήση ζωγραφικής και ποιητικής γλώσσας. H σημαντική έκθεση «Wow! Pow! Bam!» τον περασμένο Ιούνιο στην Γκαλερί Ζουμπουλάκη, αφιερωμένη στα κόμικς και τη σχέση τους με τη ζωγραφική, στην οποία συμμετέιχε και ο ίδιος με παλαιότερες και νέες δουλειές του, ήρθε να μας θυμίσει τον Δημήτρη Παπαϊωάννου των κόμικς. Με αυτήν την αφορμή συναντηθήκαμε μαζί του. Ο Δημήτρης Παπαϊωάννου και οι ιστορίες των κόμικς του Προσωπικό αρχείο του Δημήτρη Παπαϊωάννου © Αλέξης Μπίτσικας ― Μέχρι να δω την έκθεση στην Γκαλερί Ζουμπουλάκη με ενοχλούσε που δεν μπορούσα να κατατάξω κάπου τα κόμικς σας. Δεν μπορούσα να τα προσδιορίσω ειδολογικά. Εσείς τα βαφτίζετε κάπως; Όχι, φυσικά και όχι. Τον Λουστάλ τον ξέρεις; ― Φυσικά. Τι είδος κάνει; Όχι, δεν τα βαφτίζω κάπως. Δεν είναι δική μου δουλειά αυτό. Ο Λουστάλ με είχε γοητεύσει πολύ. Ο τρόπος της αφήγησής του. ― Πότε ξεκινήσατε να φτιάχνετε κόμικς; Από πολύ μικρός. Έχω κρατήσει, από το δημοτικό ακόμα, κόμικς που έφτιαχνα με τη Σαμάνθα τη Μάγισσα, το οποίο τότε ήταν και μια σειρά στην τηλεόραση (σ.σ. «Η μάγισσα», σειρά του NBC, 1964-1972). Είχα μια δασκάλα αγγλικών, την κυρία Καραφύλη, η οποία με ενθάρρυνε. Τα έβγαζα φωτοτυπίες, τα έδενα σε τεύχη και τα κυκλοφορούσα στους συμμαθητές μου. Αστείο πράγμα. Σαν να τα έφτιαξε άλλος άνθρωπος. Ένα φεμινιστικό τεύχος, όπου έκαναν – και καλά – απεργία οι γυναίκες. Κάτι τέτοια. Αυτά ήταν κάπως σατιρικά και γελοιογραφικά. Με τον ίδιο τρόπο συνέχισα στα σχολικά μου χρόνια, μια και είχαμε μια μαθητική εφημερίδα στην οποία έκανα – τρομάρα μου! – art direction και δημοσίευα κόμικς και σχέδια, έφτιαχνα αφίσες κ.λ.π. Τα κόμικς μου τότε ήταν συνδεδεμένα με τη γελοιογραφία κατά κάποιον τρόπο κι όχι με κάτι άλλο. Όταν ήμουν δεκαέξι-δεκαέξι μισό, γνώρισα τον Τσαρούχη κι έγινα ανεπίσημα μαθητής του. Αυτό άλλαξε τη ζωή μου – η οποία είχε ήδη μετακινηθεί νωρίς από την παιδικότητα στην εφηβεία με την πρώτη ερωτική μου εμπειρία στα 13. Με τον Τσαρούχη επιχείρησα ζωγραφική με αυγό, που είναι η τεχνική της αγιογραφίας, κι έφτιαξα ένα κόμικς το οποίο παραμένει αδημοσίευτο ως τώρα με τον τίτλο «Κένταυρος», που ολοκλήρωσα λίγο αργότερα, στην ηλικία των δεκαεπτά. Αυτό το κόμικς δυστυχώς το έχω σε κακής ποιότητας σκαναρίσματα (είχε πουληθεί). Θα ψάξω να το βρω να το αρχειοθετήσω σε υψηλή ανάλυση. Ήταν ένα κόμικς από το οποίο κανείς μπορεί να καταλάβει πολλά για μένα. Αυτοπροσωπογραφία Δ.Π. © Προσωπικό αρχείο του Δημήτρη Παπαϊωάννου ― Γιατί; Νομίζω ότι εμπεριέχει πολλά από αυτά που θα γίνω αργότερα. ― Όπως; Είναι ευαίσθητο, εμποτισμένο με την ελληνική εμπειρία, ομοερωτικό – μ’ έναν λιγότερο απροκάλυπτο τρόπο από τα επόμενα κόμικς μου. Είναι μελαγχολικό. Δυστυχώς το έχω σκαναρισμένο από slides, είναι δηλαδή η ποιότητα γάμησέ τά, κάκιστη. Μπορεί να το επεξεργαστώ κάπως και να σου δώσω μερικές εικόνες. Αυτή ήταν η αρχή. Ήταν κόμικς με ιστορίες και εικόνες κάπως «βυζαντινοτσαρουχικές». Kάποια στιγμή πήγα στη Βαβέλ μ’ ένα απ’ αυτά τα κόμικς και το δημοσίευσαν. Ο Τσαρούχης έγραψε για να με τιμήσει ένα μικρό σημείωμα, προλογίζοντάς το. Δημοσιεύτηκε αυτό και μετά άρχισα να κάνω τα κόμικς με το προσωπικό μου ύφος, αυτό που ξέρετε. Δημοσίευσα την πρώτη μου μεγάλη ιστορία, ήταν 16 σελίδες και απροκάλυπτα ομοερωτική και αναρχική, που λέγεται «Ποιος μιλάει;» (σ.σ.: περιοδικό Παρά Πέντε, τχ.19) και από κει και πέρα επειδή είδα ότι αυτό έκανε γκελ, ένιωσα ότι υπήρχε μια πλατφόρμα – εμένα μ’ ενδιαφέρει να υπάρχει μια πλατφόρμα για να δουλεύω. Αυτός είναι και ο λόγος που δεν ζωγράφιζα τόσα χρόνια, ένιωθα ότι το περιβάλλον του μάρκετ των εικαστικών ήταν μια πλατφόρμα που δεν μ’ ενδιαφέρει. Ποιος μιλάει; © Προσωπικό αρχείο του Δημήτρη Παπαϊωάννου ― Τώρα έχει αλλάξει αυτό; Όχι, απλώς πλέον είμαι εξήντα ετών. Το θέατρο υπήρξε για μένα μια σούπερ πλατφόρμα με τεράστια διεισδυτικότητα στους συνανθρώπους μου και την είχα την επαφή με τη γενιά μου και τώρα πια, προς μεγάλη μου απόλαυση, με γενιές πολύ νεότερες από εμένα. Άρα δεν έχει και τόση σημασία πια. Έτσι κι αλλιώς τώρα δεν θα φτιάξω νέα θεατρική δουλειά, για δύο χρόνια τουλάχιστον. Οπότε η πρόταση της Δάφνης (Ζουμπουλάκη) ήταν μια ευχάριστη ευκαιρία για βόλτα στο αρχείο μου, και να ’μαι στο περιβάλλον μιας γκαλερί. Επίσης η έκδοση με τα σχέδια που έκανα στην Ανάφη είναι πολύ σημαντική για μένα γιατί βρήκαν τα γυμνά αυτά τρόπο να υπάρξουν σε αυτήν την πλατφόρμα και να τα έχει ο κόσμος. Το γεγονός ότι υπάρχει το Instagram και μπορούσα να τα μοιραστώ όταν τα πρωτοέκανα ακούγεται αστείο αλλά είναι σημαντικό για μένα. Δεν με φτιάχνει αυτό που δημιουργώ να είναι αποκλεισμένο σε περιορισμένη θέαση. Θέλω να μοιράζεται. Ανάφη, συλλεκτική έκδοση: Το φως και το σκοτάδι του σώματος δια χειρός Δημήτρη Παπαϊωάννου © Εκδόσεις NOMAS ― Καταλαβαίνω ότι τότε αντιλαμβανόσασταν τη διαδικασία του «φτιάχνω ένα κόμικς και το δημοσιεύω» ως έναν τρόπο επικοινωνίας. Εννοείται. Κατ’ αρχάς μου άρεσαν τα κόμικς, έπαιρνα τη Βαβέλ, ήταν μέρος της πολιτιστικής τροφής μου. Το βασικότερο ήταν πως αισθάνθηκα ότι μπορώ να επικοινωνήσω άμεσα με τη δική μου γενιά και να κάνω μια τέχνη προσβάσιμη, όπου το «original», το πρωτότυπο, είναι το τυπωμένο και είναι φτηνό. Αυτό έχει σημασία. Τα κόμικς είναι μια λαϊκή τέχνη. 1987, Περιοδικό Παρά Πέντε: «Ο τρομερός Μέβερ», κόμικ του Δ.Π. © Προσωπικό αρχείο του Δημήτρη Παπαϊωάννου ― Αναφέρατε πριν την εισαγωγή που είχε γράψει ο Γιάννης Τσαρούχης σ’ εκείνο το κόμικς που λεγόταν «Ευρύμαχος» (Βαβέλ, τχ. 32). Είχε δημιουργήσει μια ίντριγκα τότε όλο αυτό. Βέβαια, βέβαια. Γιατί ο Τσαρούχης είχε αρκετή άγνοια για την κουλτούρα των κόμικς, είχε μια γενικότερη αντίληψη και προφανώς δεν ήξερε ότι υπήρχαν ήδη ποιητικά και ζωγραφικά κόμικς και θεωρούσε κακοσχεδιασμένα τα κόμικς των superheroes της Μάρβελ, ενώ είναι θαυμάσια. Εκείνο όμως στο οποίο ήθελε να επιστήσει την προσοχή ήταν η αναπολογητική συμπερίληψη της ζωγραφικής και της ποιητικής γλώσσας. Αυτό νομίζω ότι τον συγκίνησε τον Τσαρούχη. Και ναι, δημιούργησε λίγη φασαρία, αλλά και τι μ’ αυτό; ― Τότε ήσασταν 17. Πώς νιώθει ένα παιδί σ’ εκείνη την ηλικία, που δημοσιεύεται το κόμικς του με εισαγωγή από τον Τσαρούχη και στο επόμενο τεύχος δημοσιεύεται μια έντονη αντίδραση από τον Αρκά; Δεν έγινε και τίποτα φοβερό. Με τα τωρινά μου μυαλά δεν θα δεχόμουν να μου γράψει εισαγωγή στο πρώτο μου κόμικς. Περιττό. Τότε ήταν φυσικό για μένα. Τον αγαπούσα πολύ, με αγαπούσε πολύ. Δεν σκέφτηκα ότι με αυτόν τον τρόπο θα κέρδιζα κάτι. Διάβασα και την αντίδραση και προχώρησα. (γέλια) Ο τρομερός Μέβερ – Το φιλί και το δάγκωμα © Προσωπικό αρχείο του Δημήτρη Παπαϊωάννου ― Μακάρι να αντιδρούσαμε όλοι τόσο ψύχραιμα. Δεν υπήρχαν σόσιαλ μίντια τότε. Αυτή η αντίδραση υπήρξε στους αναγνώστες της Βαβέλ. Δεν ήταν για να γίνει της πουτάνας. Αυτοί που ενδιαφερόντουσαν τη διάβασαν και όλοι συνεχίσαμε τις ζωές μας. Σε αυτούς απευθυνόταν. Μωρέ ξέρεις, τα πράγματα τότε ήταν πολύ διαφορετικά. Ήταν μια στιγμή που η ποπ κουλτούρα ακόμα αγωνιζόταν να εδραιωθεί, να αποκτήσει κύρος. Ακόμα και σήμερα, αυτό το κορίτσι, τη Σάττι, τη βρίζανε ότι είναι υποκουλτούρα. Λες και δεν είμαστε σε μια εποχή που έχουν απολύτως διευρυνθεί τα όρια και απενοχοποιηθεί τα πάντα – όχι πάντα με καλά αποτελέσματα, κατά τη γνώμη μου –, αλλά πάντως είναι όλα οκέι. Θεματοφύλακες της ποιότητας, cheer up darlings. Η ποιότητα βρίσκεται παντού και το trash επίσης. Υπάρχει άπειρο trash στη σύγχρονη κατοχυρωμένα επίσημη τέχνη. Rock n' Roll © Προσωπικό αρχείο του Δημήτρη Παπαϊωάννου ― Υποκρύπτει κάτι αυτή η αντίδραση που περιγράψατε απέναντι στη Σάττι; Τη μαλακία του κόσμου. Τι να υποκρύπτει; Ο κάθε μαλάκας θα πει τη γνώμη του. Όπως κι εγώ. ― Στο συγκείμενο της Βαβέλ, όταν ξεκινήσατε εσείς, το περιοδικό δεν είχε κάνει ακόμα «άνοιγμα» στο λεγόμενο εικαστικό κόμικς. Εσείς τι αναφορές είχατε για να κάνετε τέτοια κόμικς; Μόνο τη ζωγραφική. Εγώ γενικά, καλώς ή κακώς, είμαι ένας αυτοδίδακτος καλλιτέχνης, παρ’ ότι είχα δασκάλους και σπούδασα. Αλλά δεν σπούδασα σκηνοθεσία, δεν σπούδασα χορογραφία, δεν σπούδασα κόμικς. Οπότε με ό,τι είχα πραγματικά, έκανα ό,τι μπορούσα. Από παλιά έγραφα, ευτυχώς όμως δεν την προχώρησα αυτήν την τέχνη… (γέλια) Η αρχαία πόλις – Βαρύτητα – Μέδουσα – Η γη στο σχήμα της καρδιάς © Προσωπικό αρχείο του Δημήτρη Παπαϊωάννου ― Γιατί ευτυχώς; Ε, δεν ήμουν καλός… από μικρός έγραφα κι έτσι είχα να μοιραστώ κάποια πράγματα. Από πολύ μικρός ζωγράφιζα. Την εποχή που έκανα τα κόμικς σπούδαζα στην Καλών Τεχνών. Το είχα μόλις σκάσει από το σπίτι μου. Στα δεκαοκτώ το έσκασα από το σπίτι μου, στα δεκαεννιά ήμουν φοιτητής στην Καλών Τεχνών. Κυκλοφορούσα στα Εξάρχεια. Ήμουν ένας αυτοσυντήρητος νέος, ανοιχτά ομοφυλόφιλος. Απ’ τους ελάχιστους τότε. Και δίψαγα, όπως πάντα, όπως ακόμα και τώρα στην ηλικία που είμαι, για έκφραση. Ήθελα να τα λέω. Να λέω τι νομίζω και τι ζω. Ό,τι ζωγραφικό εργαλείο είχα το χρησιμοποίησα στα κόμικς. Φυσικά όντας με τους φωτισμένους συμφοιτητές που είχα, πλούτισα. Ήμουν συμφοιτητής με τον Ζάφο Ξαγοράρη, ο οποίος με επηρέασε με τη βιαιότητα των μαυρόασπρων μουντζούρων του. Αυτός προς τον εξπρεσιονισμό, εγώ το πήγα προς πανκ μεριά. Αλλά ήμασταν κολλητοί και επηρεάζαμε ο ένας τον άλλον. Είχα και μια ικανότητα να ζωγραφίζω από μνήμης. Τα περισσότερα κόμικς μου είναι από μνήμης. Υπάρχει ένα που εκτίθεται τώρα, «Η γη στο σχήμα της καρδιάς», στο οποίο υπάρχουν μονάχα τρεις εικόνες όπου είχα μπροστά μου αυτό που ζωγράφισα. Όλο το υπόλοιπο από μνήμης. Έχω φωτογραφική μνήμη. Αυτό που βλέπω μπορώ εύκολα να το αποτυπώσω μετά από κάποιες μέρες. Είναι αυτό το κόμικς, όπως και τα περισσότερα κόμικς μου, μια σύνθεση πραγμάτων που έχω ζήσει κι έχω δει ή έχω φανταστεί ενώ ζω μια εμπειρία. Αυτοπροσωπογραφία Δ.Π. © Προσωπικό αρχείο του Δημήτρη Παπαϊωάννου ― Είναι όμως κυριολεκτικά μια σύνθεση αυτό το κόμικς. Άναυδος διαπίστωσα στην έκθεση ότι το κάθε καρέ είναι δουλεμένο ξεχωριστά σε ένα άλλο κομμάτι ακουαρέλας και μόνο ύστερα συνέθεσαν όλα μαζί τις σελίδες του κόμικς. Έτσι τα έκανα πάντα. Επειδή είμαι και τσαπατσούλης και επειδή θέλω το πινέλο μου να τρέχει ελεύθερο, δεν μπορώ να δουλέψω σε πλαίσιο – αυτό εκφράζεται και σε μια χορογραφία μου που λέγεται «Primal mater», η οποία έχει ένα πλαίσιο για ένα σώμα. Πρέπει να είμαι ελεύθερος και μετά τα κόβω και τα βάζω στο πλαίσιο. Και μάλιστα τα έκοβα θεόστραβα μέσα στην προχειρότητά μου. ― Γιατί λείπει το σενάριο από το κόμικς που εκτίθεται στην έκθεση; Εννοώ το λέτερινγκ. Γιατί δεν μ’ ενδιαφέρει. Θέλω να πω, μ’ ενδιαφέρει όταν θα είναι τυπωμένο το κόμικς. Δεν μ’ αρέσει η σκέψη ότι κάποιος θα πάει στην γκαλερί, θα στηθεί μπροστά στον τοίχο και θα διαβάζει τις εικονίτσες. Προτιμώ απλώς να τις βλέπει. Φωνάζω και δεν βγαίνει η φωνή μου – Τρέχω και δεν φεύγει το έδαφος κάτω από τα πόδια μου © Προσωπικό αρχείο του Δημήτρη Παπαϊωάννου ― Δεν είναι όμως αδιαχώρητα αυτά τα δύο (σενάριο και σχέδιο) σ’ ένα κόμικς; Όχι ακριβώς. Κατ’ αρχάς, έτσι κι αλλιώς, τώρα που τα μαζεύω όλα αυτά και τα επιμελούμαι και θα τα μεταφράσω και θα τα κάνω restoration, θα δούμε τι θα γίνει… θέλω να επισκεφτώ τα κείμενα ξανά. Γιατί αυτό που λέω, και το ντεκουπάρισμα της ιστορίας αλλά και ο ρυθμός, με βρίσκουν σύμφωνο, αλλά είναι μερικές εικόνες και μερικές φράσεις που τις έκανα βιαστικά και θέλω να τα ξανακοιτάξω. Ας πούμε στο «Η γη στο σχήμα της καρδιάς», και είχε πολλή πλάκα αυτό, η τελευταία τελευταία εικόνα είναι καινούργια. Δεν φαίνεται, και είμαι πολύ περήφανος που δεν φαίνεται. Μετά από τριάντα χρόνια μιμήθηκα τον τότε εαυτό. Αναρωτιόμουν: θα τολμήσεις να το κάνεις; Και το έκανα και ήταν ολόιδιο, το στιλ και η γκάμα. Είχα κάνει μια μαλακία στην πρώτη βερσιόν που δεν άντεχα να τη βλέπω. ― …αυτή που έτρεχε στο νερό κρατώντας τη βαλίτσα και έγραφε «Τ Ε Λ Ο Σ» πάνω στα βήματα στο νερό; Ναι! Αυτήν. Την έβρισκα κακόγουστη, δεν άντεχα να τη βλέπω και έκανα αυτή τη μικρή διόρθωση. Είμαι πολύ περήφανος που την έκανα γιατί υπάρχει αυτό το δίλημμα: «Πρέπει να επέμβεις στη δική σου ιστορία;» Ναι, μπορείς να κάνεις ό,τι θες. Εφόσον εσύ είσαι ο αρχηγός, «κάνε ό,τι θες αγοράκι μου». Κι έτσι λοιπόν, μερικά από τα κείμενα και μερικές από τις εικόνες που έγιναν πρόχειρα για να τελειώσει το κόμικς θέλω να τα επιμεληθώ για να έχω μια οριστική μορφή τους που να υποστηρίζω. Ένας ακόμη λόγος που δεν θέλω να δεσμευτώ έχοντας τα κείμενα μέσα στις εικόνες. Πυρκαγιά – Ένα τσιγάρο – Ιστός © Προσωπικό αρχείο του Δημήτρη Παπαϊωάννου ― Σε ό,τι αφορά τα κόμικς, ποιες οι επιρροές σας; Νομίζω ο Jean Marc Reiser μ’ έναν τρόπο κρυφό με έχει επηρεάσει πολύ, όπως και ο Copi. Είναι από τους δύο πολύ αγαπημένους μου, δεν μοιάζουν καθόλου μ’ εμένα. Ο Copi μ’ έχει επηρεάσει στον ρυθμό και στις παύσεις του και στον μοναδικό τρόπο με τον οποίο εμπεριέχει το παράλογο. Ο Reiser μ’ έχει επηρεάσει στον τρόπο με τον οποίο το μελάνι πρέπει να φαίνεται ότι το έχεις φτύσει πάνω στο χαρτί. Σε κάποιες εικόνες μου αυτό είναι εμφανές αλλά κρυμμένο κάτω από το δικό μου στιλ. Μ’ έχει επηρεάσει πολύ ο Liberatore στον τρόπο με τον οποίο χειρίζεται μια αναγεννησιακή φωτοσκίαση σάρκας, που είναι σαν Μικελάντζελο. Κάπου είχα διαβάσει ότι χρησιμοποιεί και υλικά μέικ απ. ― Και κραγιόν. Και κραγιόν, ναι (γέλια). Ακόμη και τώρα στα σχέδια που έκανα στην Ανάφη, έλεγα από μέσα μου: «Για δες. Ο Tanino». Μ’ έχει επηρεάσει ο Jacques de Loustal στην ατμόσφαιρα και στην κινηματογραφικότητα της αφήγησης. Στα νεανικά μου χρόνια η Claire Bretécher. Οι υπόλοιπες επιρροές μου νομίζω πως είναι ζωγραφικές. Στο δισέλιδο της Μασσαλίας, στο «Η γη στο σχήμα της καρδιάς», είναι σαν να θέλω να μεταμορφωθώ σε Χόκνεϊ και μετά να μεταμορφωθώ ξανά σε μένα. Τον λατρεύω τον Χόκνεϊ. Είναι ένας καλλιτέχνης που με έχει συγκινήσει πολύ, τον έχω στην τριάδα Τσαρούχης-Κουνέλης-Χόκνεϊ. Αυτοί οι τρεις με έχουν επηρεάσει βαθιά. Ο προηγούμενος φίλος μου – Πόρτες © Προσωπικό αρχείο του Δημήτρη Παπαϊωάννου ― Τώρα φτιάχνετε κόμικς; Όχι, όχι δεν κάνω. Αλλά την τεχνική της αφήγησης τη χρησιμοποιώ. Πρόσφατα έφτιαξα κάποιες εικόνες που πλαισίωσαν ένα αφιέρωμα που μου έκανε το Dust Magazine, αλλά και στο βιβλίο Sketches for Life με σχέδια από την Ανάφη. Είναι μια τεχνική, ένας τρόπος αφήγησης που χρησιμοποιώ κρυφά. Πολλές φορές και στο προσωπικό μου Instagram μπορεί κάποιος να παρατηρήσει έναν τρόπο αφήγησης που έχει να κάνει με το πώς διαβάζεται μια σελίδα. Η περιπέτεια του βλέμματος πάνω στη σελίδα. Έχω πολύ περίσσευμα μέσα μου για να κάνω κόμικς, αλλά δεν αισθάνομαι ότι υπάρχει η πλατφόρμα. ― Γιατί δεν υπάρχει; Δεν υπάρχει. Ποιο περιοδικό κόμικς παίρνεις; ― Κανένα. Αυτό είναι η πλατφόρμα. Το περιοδικό. Τι; Να κάνω κόμικς για να κάνω εκδόσεις; Δεν είναι το ίδιο. Το ζώο επί σκηνής – Πρόσωπον προς Πρόσωπον – Soundtrack Nina Simone © Προσωπικό αρχείο του Δημήτρη Παπαϊωάννου ― Μπορείτε να το κάνετε σε ένα άλλο περιοδικό. Όχι απαραίτητα κόμικς θεματολογίας. Θέλετε, όπως καταλαβαίνω, να βρει το κοινό του, το κοινό των κόμικς, που κατανοεί την τέχνη και τις λειτουργίες της. Ναι. Και το οποίο την αγαπά αυτήν την τέχνη. Όπως υπάρχει το κοινό του θεάτρου, που πάει στις παραστάσεις για να τις δει. Αυτή είναι η πλατφόρμα του... τα θέατρα και τα φεστιβάλ. Εκεί προτείνουν κάποιοι τη δουλειά τους. Αντίστοιχα και το περιοδικό κόμικς είναι μια πλατφόρμα όπου οι κομίστες προτείνουν τη δουλειά τους. Να βάλω μια προσωπική ιστορία, λίγο πιο σκληρή ή με εικόνες σεξ ή μελαγχολική, σε ένα περιοδικό π.χ. πόλης... τι νόημα έχει; Τι δουλειά έχει ένας άνθρωπος να μας εκμυστηρεύεται το μακρύ του και το κοντό του εκεί που διαβάζουμε τα νέα; Δεν υπάρχει πλατφόρμα. Προσωπικό αρχείο του Δημήτρη Παπαϊωάννου © Julian Mommert Το βιβλίο του Δημήτρη Παπαϊωάννου με σχέδια από την Ανάφη, «SKETCHES FROM LIFE», κυκλοφορεί από τις εκδόσεις NOMAS, μπορείτε να το προμηθευτείτε από αυτόν ΕΔΩ τον σύνδεσμο. Και το σχετικό link...
  2. Στριπ του Δημήτρη Παπαϊωάννου από το τεύχος 19 της Βαβέλ, που έφτασε στην οθόνες μας χάρη στον cartonicos
  3. Κάποιες δικές μου διευκρινήσεις πρώτα. Ως γνωστόν ( ο διάσημος πλέον (και μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας) χορογράφος Δημήτρης Παπαϊωάννου είχε και καριέρα δημιουργού κόμικς με έργα του να δημοσιεύονται στη Βαβέλ. Με αφορμή μια ιστορία του Σπάιντερ Μαν, δημοσιευμένη στην Ελλάδα το 1986, ο αρθρογράφος κάνει μια ενδιαφέρουσα σύνδεση και μας δίνει ένα άρθρο διαφορετικό από τα συνηθισμένα. Ξεκαθαρίζω ότι λόγω της θεματολογίας, κάποιες εικόνες του άρθρου έχουν μπει σε spoiler και τις ανοίγετε με δική σας ευθύνη. Καλό είναι να είστε ενήλικες για να τις ανοίξετε. Σε κανέναν δεν αρέσει η (μερική έστω) λογοκρισία, αλλά πρέπει να είμαστε και προσεκτικοί. Κόμιξ, ομοφυλοφυλία και αναρχία στα 80s: οι προβοκάτσιες του Σπάιντερμαν και οι ερωτικές προκηρύξεις του Δημήτρη Παπαιωάννου. Ο Αλέξανδρος Παπαδόπουλος γράφει για τον αστρικό γαλαξία των κόμιξ του Δημήτρη Παπαιωάννου. Επιμέλεια Πάνος Μιχαήλ Στις 3 Ιουνίου του 1986 στο ‘εβδομαδιαίο εικονογραφημένο περιοδικό ΣΠΑΪΝΤΕΡ ΜΑΝ’ (sic), ο Άνθρωπος Αράχνη και το Γεράκι της Νύχτας πλακώνονται στο ξύλο με ένα πλήθος φοιτητών που διαδηλώνουν έξω από το πανεπιστήμιο Γκρέιμπουρν (ένα ίδρυμα που υποτίθεται ότι συγκεντρώνει ‘τα δυνατά μυαλά της Αμερικής’). Mπύρες, κιθάρες και πανό που γράφουν ‘Ειρήνη στον Κόσμο’ και ‘Power to the People’ μετατρέπονται ξαφνικά σε φονικά όπλα και εκτοξεύονται με λύσσα κατά των μασκοφόρων μαχητών. Τι συμβαίνει; Τι ζόρι τραβάνε οι διαδηλωτές με τους σούπερ ήρωες; Για ποιο λόγο ο Σπάιντερμαν εισπράττει από το πλήθος τη μεταχείριση που θα είχε σήμερα ο Πάγκαλος αν ντυνόταν μασκοφόρος μαχητής του εκσυγχρονισμού; Κυρίως, τι δουλειά έχουν οι χίπις στη δεκαετία του 80; Και πως συνδέονται όλα αυτά με το πολιτικό ταμπεραμέντο, την ερωτική παραβατικότητα και την ποιητική ενόραση του ελληνικού μικροαστισμού; ‘Αυτό είναι απίστευτο’ συλλογίζεται το Γεράκι της Νύχτας καθώς συγκρούεται με τους χίπις ‘είναι σα να βλέπουμε το Πανεπιστήμιο του ’60 μέσα από ένα καθρέφτη που παραποιεί τα είδωλα και τις εικόνες.’ Από αυτήν και μόνο την ατάκα είναι σαφές ότι η ελληνική έκδοση του κόμιξ δεν έχει καθυστερήσει είκοσι χρόνια: τα αντιεξουσιαστικά συνθήματα των χίπηδων δεν παρουσιάζονται σα μια νέα μόδα αλλά σα μια παράξενη πτυχή του πρόσφατου Αμερικανικού παρελθόντος. Έτσι το παιδάκι που διαβάζει το Σπάιντερμαν στην Ελλάδα του 80 παίρνει μια γεύση απ’ ό,τι δε θα διδαχθεί ποτέ στο σχολείο του, δηλαδή ένα στιγμιότυπο της σύγχρονης ιστορίας του δυτικού κόσμου και, πιο συγκεκριμένα, της πολιτισμικής ιστορίας της νεανικότητας. Μέσα στον εικονογραφικό ορυμαγδό της ιστορίας, το παρελθόν μετατρέπεται σε μια άσκηση εξωτισμού (και παράνοιας). Ο ιστορικός αναχρονισμός επιδιορθώνεται με μια εξόχως ψυχεδελική ανατροπή. Οι χίπηδες είναι ρομπότ(!) και τα ρομπότ ανήκουν σε ‘μια παραίσθηση’. Όλο το σκηνικό είναι το προϊόν μιας εκδικητικής - και επώδυνα ερωτικής – σκευωρίας. Ανακατεύοντας επιστημονική φαντασία με σαπουνόπερα, η εξήγηση απαιτεί μια μελοδραματική καταβύθιση στα νεανικά χρόνια του σούπερ ήρωα. Μαθαίνουμε, λοιπόν, ότι το Γεράκι υπήρξε χίπης, playboy και φοιτητής στο πανεπιστήμιο του Γκρέιμπουρν. Ήταν ένας ‘νεαρός αντικοινωνικός τύπος που μοιράζονταν απαγορευμένα πράγματα’. Μια μέρα τράκαρε το αυτοκίνητό του στέλνοντας στο θάνατο την πρώτη του φοιτητική αγάπη, τη Μίντι. Ύστερα από αυτό αποφάσισε να γίνει σούπερ εγκληματίας και μετά σούπερ ήρωας. Δεν κατάλαβε ποτέ ότι ο θάνατος της αγαπημένης του ήταν απάτη, ότι ο πάμπλουτος πατέρας του της έδωσε ένα αμύθητο ποσό για να εξαφανιστεί. Καθισμένη σε ένα αναπηρικό καροτσάκι, η Μίντι επένδυσε τα λεφτά της σε ηλεκτρονικές επιχειρήσεις κατασκευής ρομπότ. Με αυτόν τον τρόπο, κατάφερε, όπως το θέτει η ίδια στον πρώην εραστή της, να ‘γίνει μια της τάξης του, να μάθει τη δύναμη του χρήματος’. Και επιπλέον να καταστρώσει ένα σατανικό σχέδιο. Οι εξαγριωμένοι χίπηδες είναι στην ουσία μια τεχνολογική οπτασία, μια high-tec παγίδα αντεκδίκησης και χαμένων ονείρων. Μετά από διάφορα πολεμοχαρή επεισόδια (βλέπουμε το αναπηρικό καροτσάκι της Μίντι να εκτοξεύει ακτίνες λέιζερ) η ‘κατανόηση’ διαδέχεται τη ‘μανία’, οι παλιοί εραστές αγκαλιάζονται, ομονοούν και ζουν καλά και μεις… στο σήμερα. Τι ουσιαστικό μας διδάσκει λοιπόν αυτή η ιστορία για τα κόμιξ, τον έρωτα και την πολιτική τη δεκαετία του ’80; Κυρίως να μη βιαζόμαστε να βγάζουμε συμπεράσματα. Μπροστά μας έχουμε μια γιορτή νοηματικής αμφιθυμίας. Αντίθετα απ’ ό,τι θα περίμενε κανείς, οι σούπερ ήρωες της δεκαετίας του 80 δεν είναι μονοσήμαντες προσομοιώσεις παρακρατικής εξουσίας και πολιτικού συντηρητισμού. Ο Σπάιντερμαν δεν είναι ακριβώς ένας σούπερ μπάτσος. Για τη ακρίβεια είναι ένας διανοούμενος προλετάριος που δουλεύει ως free lance φωτογράφος, τα ακούει συνέχεια από τον τσιγκούνη αφεντικό του και περνά το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του ως αιώνιος φοιτητής φυσικής (μετέπειτα διδακτορικός) μένοντας συχνά στο ίδιο σπίτι με τη θεία του. Όσο για το Γεράκι, κάτω από τη μάσκα του συστεγάζονται μια σειρά από αντιστικτικές περσόνες: ο σούπερ ήρωας δίνει τη θέση του στον εγκληματία, ο εγκληματίας στον playboy, ο playboy στο χίπη, ο χίπης στο δυνατό μυαλό της Αμερικής και το δυνατό μυαλό στο ναρκομανή. Μέσα από αυτή τη φαντασμαγορική σύγκρουση ρόλων τα κοινωνικά στερεότυπα θολώνουν και αλληλοαναιρούνται. Η μάχη των σούπερ ηρώων με τους φοιτητές δεν είναι πια μια μάχη του καλού ενάντια στο κακό ή του νόμου ενάντια στην επαναστατική παρανομία. Ο εχθρός είναι μια τεχνολογική ανακατασκευή αναμνήσεων (αναμνήσεων που πονάνε). Μέσα σε αυτό το δραματικό περιβάλλον, η μνήμη ισοδυναμεί με μια τεχνολογία οδύνης, δηλαδή με μια τέχνη πολέμου και ερωτικής αντιδικίας. Η μηχανική φύση του ρομπότ παραπέμπει ταυτόχρονα στη δολοφονική ευρηματικότητα και στον παγωμένο ψυχισμό της Μίντι. Αν το κόμιξ ήταν εγχειρίδιο γυναικείας λογοτεχνίας θα είχε τίτλο: Πώς να μετατρέπετε τις νεανικές σας αναμνήσεις σε ρομπότ για να καταστρέψετε τον εραστή σας! (Κάτι σα βουντού της μεταβιομηχανικής εποχής). Ο τσαμπουκάς που ξεσπάει ανάμεσα στο σούπερ ήρωα και στους χίπηδες μεταμορφώνεται σε ένα είδος εσωτερικής σύγκρουσης, είναι η πάλη ενός τραυματισμένου ανθρώπου με το κατακερματισμένο τοπίο της μνήμης του. Χωρίς να χάσουν τίποτα από τη θεαματικό τους πλούτο, κραυγαλέα εμβλήματα καπιταλιστικού φουτουρισμού (ρομπότ, χειραφετημένες γυναίκες) μετουσιώνονται σε σύμβολα εσωτερικής πτώχευσης. Τεχνολογία, οικονομική επιτυχία και υπερφυσική δύναμη οριοθετούν ένα στραπατσαρισμένο ψυχικό τοπίο. Στην τελική λύση του δράματος, το ουτοπικό μέλλον (της καπιταλίστριας κακοποιού) και το δυστοπικό παρελθόν (του σούπερ ήρωα) αγκαλιάζονται σαν δυο ναυαγισμένοι εραστές. Κάπως έτσι, ένα κόμιξ της Μάρβελ γίνεται το χρονογράφημα μιας αμφιλεγόμενης δεκαετίας. Ζωγραφισμένα σε αυτό το στιλ, τα 80s μοιάζουν να παλινδρομούν ανάμεσα στις ξέγνοιαστες αναμνήσεις αναρχίας του ’60 και του ’70 και τα στοιχειωμένα όνειρα αυτοδημιούργητων γιάπηδων. Περνώντας από την ιστορία των εικόνων στην ιστορική εμπειρία της ανάγνωσης, το ιδεολογικό χάος πολλαπλασιάζεται. Πράγματι, η ηθική αμφισημία του σούπερ ήρωα δεν είναι μόνο θέμα πλοκής. Η εξωτερική εμφάνιση και το σχήμα του βιβλίου, η υλικότητα του, ο τρόπος που το εξώφυλλο χαμογελούσε στον αναγνώστη έχτιζαν ένα βαθύτερο πεδίο προβοκατόρικων αισθημάτων. Εκτυπωμένο σε μέγεθος τσέπης, το Σπάιντερμαν χωρούσε ανάμεσα στις σελίδες των σχολικών βιβλίων, μπορούσε να κρυφτεί κάτω από τη μπλούζα, να παραχωθεί κάπου στο δωμάτιο. Η τελετουργία της ανάγνωσης ήταν μια καθημερινή άσκηση καμουφλάζ. Για όλους αυτούς τους λόγους θα ήταν πολύ χρήσιμο σε αυτό το σημείο να καλέσουμε στη κουβέντα μας τον αναγνώστη. Από δω και πέρα όταν θα λέω ‘εσύ’ θα εννοώ κάτι ανάμεσα σε έμενα (τον παιδικό θεατή της δεκαετίας του ‘80) και σένα, το φανταστικό συν-αναγνώστη της δικής μου ανάμνησης (που ίσως είναι και δική σου). Εσύ, Εγώ και ο Αναγνώστης Εσύ λοιπόν αισθανόσουν γλυκά συνένοχος με τον πρωταγωνιστή που χοροπηδούσε στο εξώφυλλο. Ο Σπάιντερμαν ήξερε πως να ελίσσεται ανάμεσα στους ουρανοξύστες των αμερικανικών μητροπόλεων και τα πολυμορφικά διαστημικά τοπία. Παράλληλα έμενε αθέατος από τους κακοποιούς, τη θεία του, το αφεντικό του και την αστυνομία. Εσύ κατάφερνες να κρύβεσαι από τη διαρκή επιτήρηση του οικογενειακού και σχολικού περιβάλλοντος, χτίζοντας πάνω στα εξώφυλλα της Μάρβελ μια έγχρωμη προέκταση της μικροαστικής αρχιτεκτονικής. Οι ηλιακοί θερμοσίφωνες ήταν μηχανικά έντομα, οι πινακίδες στο δρόμο απολιθωμένα μνημεία τηλεπαθητικής δραστηριότητας, τα ψιλικατζίδικα κέντρα ψηφιακής κατασκοπείας. Οι εικόνες χοντρών πολιτικών κακοποιών στην τηλεόραση (π.χ Κοσκωτάς) ανακατεύονταν όμορφα με τις εικόνες σούπερ κακών: η Ελλάδα ήταν μια χάρτινη αποικία της Αμερικής. Όπου οι άλλοι έβλεπαν ένα παιδικό θρίαμβο δικαιοσύνης, ηρωισμού και δύναμης, εσύ έβλεπες ψυχεδελικές πλεκτάνες, αποσυναρμολογημένα ρομπότ και ερωτικά συνθήματα. Από κάποια στιγμή και πέρα δεν ήταν πια αρκετό να ατενίζεις το σώμα ενός ήρωα: ήθελες να μπορείς να το ζωγραφίσεις με τα χέρια σου. Και δεν ήσουν ο μόνος που σκεφτόταν έτσι: Μια μέρα λοιπόν ανακάλυψες ότι τα κόμιξ του Δημήτρη Παπαϊωάννου μπορούσαν να διαβάσουν τους σούπερ ήρωες όπως εσύ διάβαζες την πόλη. Αν το Σπάιντερμαν θέρμανε τη συγκινησιακή σου σχέση με το μικροαστικό τοπίο, η δουλειά του Παπαϊωάννου την απογείωσε. Η δεκαετία του ’80 που μόλις άφησες πίσω σου, επέστρεψε πίσω σαν ένας εικονογραφικός γρίφος: έψαξες να την ξαναβρείς στα μαγικά αρχεία χάρτου της πόλης, δηλαδή στα παλαιοπωλεία και τα βιβλιοπωλεία του Μοναστηρακίου. Έσκιζες σελίδες ολόκληρες από Βαβέλ και Παρα Πέντε του ’86 και του ’87. Στις ιστορίες εκείνες το ερωτικό πάθος για τους άνδρες εικονιζόταν σαν ένα σύνολο τεταμένων σχέσεων με τον κόσμο της φαντασίας. Η ομοφυλοφιλία έμοιαζε λιγότερο με ένα τρόπο σεξουαλικότητας, και περισσότερο με ένα τρόπο ονειρικής διαβίωσης. ‘Όταν μεγάλωσες δήλωσες σε έναν δρώμενο που ονόμασες ‘Disco Οιδίπους’ ότι κάθε βιβλίο (λαγνείας) συνιστά την επανανάγνωση ενός άλλου βιβλίου. Είναι κάτι που φαίνεται ευδιάκριτα στον Τρομερό Μεβέρ. Ένα κόμιξ ξεκλειδώνει τα μυστικά της ανάγνωσης ενός άλλου κόμιξ. Τι ακριβώς σε δίδαξε αυτός ο εικαστικός διάλογος; Ότι όπως υπάρχουν άνθρωποι που διαβάζουν φωναχτά (δηλαδή παράγοντας ήχο), έτσι υπάρχουν και άνθρωποι που διαβάζουν παράγοντας εικόνες. Στο Τρομερό Μεβέρ η ιστορία δυο σούπερ ηρώων αντιδιαστέλλεται προς την ιστορία δυο ανδρικών σωμάτων σε ένα διαμέρισμα της Αθήνας. Μια διαστημική περιπέτεια παραλληλίζεται με την έκσταση μιας ερωτικής συνάντησης. Η σωματική σύγκρουση των ιπτάμενων ηρώων στον διάστημα αντιπαραβάλλεται με μια σεξουαλική διείσδυση. Τέλος, η απόλαυση ενός φανταστικού τοπίου εξομοιώνεται με το φωτογραφικό αποτύπωμα μιας ερωτικής μνήμης: ο εραστής του αθηναϊκού διαμερίσματος παρατηρεί το φωτογραφικό πορτραίτο ενός άλλου αγοριού, ενός στο βάθος απλώνεται το νυχτερινό τοπίο. Στη απέναντι σελίδα οι διαστημικοί μαχητές συνεχίζουν το παιχνίδι τους. Η μια ανάγνωση (του σούπερ ήρωα) παρεισφρέει μέσα σε μια άλλη ανάγνωση (του ερωτικού σώματος). Όταν η ιστορία των σούπερ ηρώων διακόπτεται - για να συνεχιστεί υποτίθεται στο επόμενο τεύχος - ο νεαρός άνδρας βάζει τα παπούτσια του και ετοιμάζεται να αποχωρήσει από το δωμάτιο, αφήνοντας πίσω του ένα κοιμισμένο σώμα. Η ατελής κατάληξη της ιστορίας υπογραμμίζει τον ανεκπλήρωτο χαρακτήρα του ερωτικού παιχνιδιού. Αν οι σούπερ ήρωες είναι αχόρταγοι για περιπέτειες, οι άνδρες που αγαπούν άνδρες ψάχνουν ακατάπαυστα για νέες συγκινήσεις. Η Αθήνα των ’80s μετατρέπεται έτσι σε ένα μυθικό τόπο, ένα μέρος όπου η επιστημονική φαντασία τροφοδοτεί την αρχιτεκτονική της λαγνείας. Δίπλα στην πυκνοκατοικημένη κλειστοφοβία των συνοικιακών νοικοκυριών, η ιστορία του Παπαϊωάννου άνοιξε ένα αλλόκοτο πεδίο αισθησιακού λυρισμού. Αυτό το ύφος ερωτικής αισθητικής προσέφερε στα εφηβικά σου μάτια μια διαφορετική όραση της αστικής κακοφωνίας. Η σύγκρουση των εικόνων άπλωσε στο χαρτί την τεχνική ενός αλλεπάλληλου μοντάζ. Η οπτική αναρχία της Αθήνας εξυπηρετούσε τις αισθητικές απαιτήσεις του σεξουαλικού σασπένς. Τα κόμιξ ξεχείλωσαν την έννοια του κινηματογραφικού βιώματος και την άπλωσαν πολύ πέρα από την οθόνη. Έτσι η ερωτική ζωή άρχισε να εξισώνεται με την κινηματογραφική θέαση του κόσμου. Συμπέρασμα: η μελέτη της ελληνικής κινηματογραφικής κουλτούρας δεν πρέπει πια να περιορίζεται μόνο στις ταινίες. Μια νέα εικαστική και βιωματική ιστορία του κινηματογράφου περιμένει ακόμη να γραφτεί. Ο εθισμός σου σε αυτήν την οπτική επιδείνωσε την αίσθηση του εφηβικού εγκλωβισμού. Αναρωτιόσουν διαρκώς αν ήσουν στο λάθος σημείο της πόλης. ‘Όχι δεν είμαι’ έλεγες και περίμενες να συναντήσεις ένα εικαστικό πειραματιστή μέσα στο λεωφορείο Μενίδι-Πλατεία Βάθης. Περίμενες, ας πούμε, να δεις το Σπάιντερμαν να τεντώνει το σώμα του πάνω στα ηλεκτρικά καλώδια των τρόλεϊ σα να ’ναι ο ιστός ενός εναέριου τσίρκου – η ακατάστατη επιφάνεια της πόλης ήταν ένα τεράστιο φλιπεράκι. Κάποια στιγμή είδες μια γυναίκα να τεντώνει το σώμα της πάνω σε μια καρέκλα με την ίδια λύσσα που η Μίντυ πετούσε ακτίνες λέιζερ από την αναπηρικό της καροτσάκι. Το κωδικό της όνομα ήταν Μήδεια. Τότε είναι που κατάλαβες ότι η εικαστική χορογραφία των κόμιξ και η κινησιολογία της Ομάδας Εδάφους πίστευαν στο ίδιο μανιφέστο. Σούπερ ήρωας είναι αυτός που καταφέρνει να μετουσιώσει μια σωματική αδυναμία σε μαγική ιδιότητα. Μετά συνάντησες στο σχολείο ένα παιδί του άρεσε να ζωγραφίζει πολυκατοικίες και το όνομα του είχε φτερά, λεγόταν Ιάκωβος Ουρανός. Στα σχέδια του τα κτίρια λύγιζαν και ταλαντεύονταν στο κενό όπως η σιλουέτα μιας ανθρωπομορφικής αράχνης σε κατάσταση αμόκ. Το τσακισμένο σώμα της πόλης αποκτούσε την τσαχπινιά ενός ιπτάμενου μαχητή. Δεν χρειαζόταν πια να ψάξεις αλλού για το διαστημικό κέντρο της Αθήνας. Ήταν δίπλα σου. Δε συνάντησες ποτέ κάποιο θρυμματισμένο ήρωα μέσα στο λεωφορείο ή στο τρόλεϊ. Μια νύχτα όμως πέτυχες τον Παπαιωάννου σε ένα κλαμπ στη Συγγρού, το Λάμδα. Τον ρώτησες για το Κοντροσόλ στο Χάος… το φανζίν που έβγαζε μαζί με τον Αλέξανδρο Μπίστικα στη δεκαετία του ’80…. Το Κοντροσόλ ήταν μια τρελή νυχτερινή περιήγηση. Αν ο Τρομερός Μεβέρ έκανε τον αστρικό γαλαξία της πόλης να πάλλεται τόσο κοντά και τόσο μακριά, το Κοντροσόλ μαζί με μια σειρά από άλλες ιστορίες συνομιλούσαν με μια ευρύτερη ονειροφρένεια εκείνης της εποχής: το πανκ, την αναρχία, το ψωνιστήρι, την πορνεία και τον υπόκοσμο. Όλα όσα δηλαδή έκαναν τη Τελετή Έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 έναν εικαστικό θρίαμβο πολυσημίας, παραβατικής μνήμης και ηδονοθηρικής κρυπτογραφίας…. όμως για αυτά θα πρέπει μάλλον να επανέλθω με ένα ξεχωριστό κομμάτι… Ο Αλέξανδρος Παπαδόπουλος είναι πολιτισμικός ιστορικός και performing artist (του αρέσει επίσης να υπογράφει με το κωδικό όνομα Πόλις σε ένα υπερφυσικό πείραμα που οργάνωσε μαζί τον Ιάκωβο Ουρανό στο www.postnubilablog.blogspost.com) Πηγή: www.lifo.gr
×
×
  • Create New...

Important Information

By using this site, you agree to our Terms of Use.