Μετάβαση στο περιεχόμενο

Αναζήτηση στην Κοινότητα

Εμφάνιση αποτελεσμάτων για ετικέτες 'ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΡΟΪΔΗΣ'.

  • Αναζήτηση ανά ετικέτες

    Πληκτρολογήστε ετικέτες χωρισμένες με κόμματα.
  • Αναζήτηση ανά συγγραφέα

Τύπος περιεχομένου


Ενότητες

  • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΝΕΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΝΕΑ
  • ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ
    • ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ
    • ΤΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙ
  • ΧΑΛΑΡΩΜΑ
    • ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ
    • ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΡΙΟ
    • ΤΟ ΠΑΖΑΡΙ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Διάφορα
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Ντόναλντ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Super Μίκυ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Κόμιξ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μίκυ Μάους
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μπλα μπλα
  • VINTAGE's Συζήτηση
  • VIDEO GAMES's Γεν. Συζήτηση για Video Games

Blogs

  • Valt's blog
  • Dr Paingiver's blog
  • GCF about comics
  • Vet in madness
  • Θέμα ελεύθερο
  • Film
  • Comics, Drugs and Brocc 'n' roll
  • I don't know karate, but i know ka-razy!
  • Γερμανίκεια
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • Κομικσόκοσμος
  • The Unstable Geek
  • Σκόρπιες Σκέψεις
  • Dhampyr Diaries
  • Περί ανέμων και υδάτων

Βρείτε αποτελέσματα σε ...

Βρείτε αποτελέσματα που ...


Ημερομηνία Δημιουργίας

  • Αρχή

    Τέλος


Τελευταία ενημέρωση

  • Αρχή

    Τέλος


Φιλτράρετε με αριθμό ...

Εγγραφή

  • Αρχή

    Τέλος


Ομάδα


Member Title


MSN


Website URL


Yahoo


Skype


Πόλη


Επάγγελμα


Ενδιαφέροντα

  1. totally_wired

    Η ΠΑΠΙΣΣΑ ΙΩΑΝΝΑ

    Ονομαστική τιμή: 8.97 Μια νέα έκδοση από τις εκδόσεις ΚΨΜ όπου προσωπικά έχουν αρχίσει να γίνονται από τις αγαπημένες μου. Βασισμένο στο ομώνυμο έργο του Ροΐδη μια απολαυστική εικονογραφημένη μεταφορά! Δεν το έχω διαβάσει ακόμα αλλά φαίνεται εξαιρετικό! το σχέδιο πολύ καλό αλλά συνάμα και "χαβαλετζίδικο" (π.χ. όλα τα μάτια είναι τετράγωνα ) ενώ σε κάποια σημεία μάλιστα το μελάνωμα μου θυμίζει ξυλογραφία εποχής. Δύο εικόνες από μέσα από το άλμπουμ μέσα σε σποιλερ καθώς η μια περιέχει γυμνό και ενδέχεται να προκαλέσει και το θρησκευτικό σας αίσθημα.
  2. Ο θρύλος της Πάπισσας Ιωάννας είναι γνωστός. Πρόκειται για μια γυναίκα που κατόρθωσε, κάπου γύρω στα 855, μεταμφιεσμένη σε άνδρα, να αναρριχηθεί στα ανώτατα αξιώματα της Εκκλησίας και να γίνει για λίγο Πάπας. Μέχρι που γέννησε παιδί, το οποίο έκανε με τον θαλαμηπόλο της, οπότε αποκαλύφθηκε. Το τέλος ποικίλλει, δεν συμφωνούν οι πηγές: κατά μία εκδοχή τη λίντσαρε το πλήθος και πέθανε, κατά άλλη απλώς καθαιρέθηκε από το παπικό αξίωμα. Το ομώνυμο βιβλίο του Εμμανουήλ Ροΐδη που κυκλοφόρησε το 1866 με την ένδειξη «Μεσαιωνική μελέτη», είναι στην πραγματικότητα ένα από τα σπουδαιότερα ελληνικά μυθιστορήματα του 19ου αιώνα και το μόνο που έκανε και κάνει αδιαλείπτως διεθνή καριέρα. Και είναι σπουδαίο όχι μόνο γιατί σατιρίζει την εκκλησιαστική ιεραρχία, τη μεσαιωνική αλλά και της εποχής του, ούτε γιατί η σάτιρα αυτή είναι καυστική και απολαυστική. Είναι επίσης πολύ σημαντικό γιατί περιέχει τεχνικές πολύ μεταγενέστερες όπως οι σχολιαστικές παρεμβολές στην αφήγηση του ίδιου του συγγραφέα, ακόμη και με παρατηρήσεις για το πώς έγραψε κάτι συγκεκριμένο (κάτι που θεωρητικά ακυρώνει την αξιοπιστία της αφήγησης) και επειδή είναι γενικότερα ιδρυτικό ενός είδους που πολύ αργότερα θα ονομαστεί «μεταμυθιστόρημα» ή και «μυθιστόρημα-ντοκουμέντο», το οποίο θα ανθίσει πολύ αργότερα στον 20ό αιώνα. Στο μυθιστόρημα του Εμμανουήλ Ροΐδη, που επικαλείται μάλιστα πλήθος πηγών σε ειδικό παράρτημα, ο αναγνώστης παρακολουθεί την ιστορία αυτής της Πάπισσας από τότε που ήταν παιδί με μοναχό πατέρα μέχρι που έγινε και αυτή μοναχή, ερωτεύτηκε τον μοναχό Φρουμέντιο και ταξίδεψε μαζί του (ντυμένη άντρας) σε Γερμανία, Ελβετία, Γαλλία και τέλος στην Αθήνα όπου και εγκαταστάθηκαν για καιρό. Κάποτε η Ιωάννα παράτησε τον Φρουμέντιο προκειμένου να πάει στη Ρώμη όπου αναρριχήθηκε στον παπικό θρόνο, έμεινε έγκυος από τον θαλαμηπόλο της και εντέλει πέθανε. Το βιβλίο αποτέλεσε, πράγματι, καυστικότατη κριτική στα της Εκκλησίας - και της Ορθόδοξης, αφού στη διάρκεια της αθηναϊκής της ζωής η Ιωάννα συνάπτει ερωτικές σχέσεις με έναν ηγούμενο και δύο αρχιερείς, πράγματα που προκάλεσαν τη μήνιν της ελληνικής Εκκλησίας που κυνήγησε πολύ τον Ροΐδη, διαφημίζοντας ταυτόχρονα και το βιβλίο που διαβάστηκε πολύ. Ο γνωστός σκιτσογράφος Δημήτρης Χαντζόπουλος, που έχει εργαστεί επί πολλά έτη στα «ΝΕΑ», προχώρησε τώρα στο σημαντικό εγχείρημα να μετατρέψει το εμβληματικό αυτό βιβλίο σε graphic novel. Πρόκειται για είδος βιβλίου πολύ σύγχρονο που πιθανότατα θα επιδοκίμαζε και ο Ροΐδης αν ζούσε, όπως θα επιδοκίμαζε και τη διατήρηση της καθαρεύουσας και του αυθεντικού του κειμένου. Γιατί παρόλο που στα θεωρητικά του κείμενα εκδήλωνε την προτίμησή του στη δημοτική, στα λογοτεχνικά του έγραφε στην καθαρεύουσα γιατί μόνο αυτή είχε διδαχθεί, όπως έλεγε, και θεωρούσε πάντα πολύ παρακινδυνευμένη την ενδογλωσσική μετάφραση. Τα σκίτσα του Δημήτρη Χαντζόπουλου είναι εμπνευσμένα, στο γνώριμο ύφος του, και συχνά πολύ τολμηρά, σχολιάζοντας εικονογραφικά το σχόλιο του κειμένου ή και προβαίνοντας σε αποτύπωση ακόμα και μιας ακραίας εκδοχής της ερμηνείας του. Μένει πάντως πιστός τόσο στον μύθο όσο και στον τρόπο του Ροΐδη, κάνοντας ταυτόχρονα και εκείνος το δικό του σχόλιο στη σημερινή εποχή, όπως ο Ροΐδης έκανε σχόλιο στην εποχή του γράφοντας για τον Μεσαίωνα. Οι επιλογές των αποσπασμάτων εύστοχες, κρατούν το νήμα της ιστορίας, ενώ κάποτε είναι σπαρταριστές: «Η λύπη, ην αισθανόμεθα διά την στέρησιν φιλτάτου όντος, ομοιάζει την εκρίζωσιν οδόντος. Σφοδρός ο πόνος, αλλά στιγμιαίος. Μόνοι οι ζώντες προξενούσιν ημίν διαρκείς λύπας». Και το σχετικό link...
  3. Στο τέλος Μαρτίου κυκλοφόρησε ως graphic novel η «Πάπισσα Ιωάννα» του Εμμανουήλ Ροΐδη, με δημιουργό τον Δημήτρη Χαντζόπουλο, από τις εκδόσεις The Athens Review of Books. Λίγες μέρες μετά επισκέφθηκα την καθηγήτρια ιστορίας, την κυρία Μαρία Ευθυμίου, στο σπίτι της. Μόλις μπήκα κρατούσε αυτό το βιβλίο και άρχισε να το εκθειάζει. «Κοίτα τι διαβάζω. Είναι υπέροχο βιβλίο! Ο Χαντζόπουλος σέβεται τον Ροΐδη, τον έχει καταλάβει, τον έχει βιώσει και παίζει το παιχνίδι “παλαιότερο-καινούργιο” όπως εκείνος, αλλά με τη δικιά του έμπνευση. Προχώρησε στα χνάρια του Ροΐδη αλλά με τελείως αυθεντικό δικό του τρόπο. Και τα σκίτσα του… με τόσες ιστορικές λεπτομέρειες το καθένα». Χωρίς να της πω σε ποιον τηλεφωνώ, πήρα επιτόπου τον Δημήτρη. Γνωριζόμαστε και ήμουν σίγουρος ότι θα χαρεί να ακούσει από την ίδια την άποψή της. «Δημήτρη, είμαι στο σπίτι της κυρίας Ευθυμίου. Μου μιλάει με τρομερό ενθουσιασμό για το βιβλίο σου. Για να μη στα μεταφέρω και νομίζεις ότι υπερβάλλω, πάρε μισό λεπτό την ίδια να σου τα πει»… Του είπε πολύ θερμά λόγια, και στο τέλος συμφωνήσαμε να συναντηθούμε οι τρεις μας για συζήτηση γύρω από το βιβλίο. Προφανώς μια συζήτηση για την «Πάπισσα Ιωάννα» με τη Μαρία Ευθυμίου και τον Δ. Χαντζόπουλο θα ήταν πολύ ενδιαφέρουσα, και τι προνομιούχος εγώ ως ακροατής. Βρεθήκαμε Τετάρτη βράδυ σε έναν πεζόδρομο κοντά στο ΦΙΞ, για έναν καφέ, ένα καμπάρι και ένα τζιν. Τώρα τον Μάιο θα κλείσουν δύο χρόνια από τότε που ξεκίνησε να το δουλεύει, παρότι το έκανε με εξωφρενικά γρήγορους ρυθμούς. Η κυρία Ευθυμίου άνοιξε το αντίτυπο που είχε μαζί της. Άρχισε με ενθουσιασμό να περιγράφει και να μιλάει για τα σκίτσα με τον Ναπολέοντα, τον Μαρξ, τον Λένιν, τον Στάλιν και πολλούς άλλους. Μετά από λίγο καταλήξαμε και οι τρεις να μιλάμε για κάποιες ιστορικές λεπτομέρειες που έχει βάλει σε αυτά τα σκίτσα ο Δημήτρης Χαντζόπουλος. «Ξέρετε τι χαρά έχω τώρα; Έβαζα κάποιες λεπτομέρειες και αναρωτιόμουν αν θα τις δει ο αναγνώστης». Μ.Π. Κυρία Ευθυμίου, η αφορμή για να συζητάμε τώρα εδώ οι τρεις μας ήταν φυσικά το βιβλίο, αλλά και το πώς το είδατε εσείς ως ιστορικός. «Έχω εντυπωσιαστεί πάρα πολύ με αυτό το βιβλίο. Δηλαδή, το ότι υπάρχει μια αισθητική που τα δένει όλα κι ας παίζει με τόσα πολλά. Ένα αποτέλεσμα που αντιπροσωπεύει τον 9ο αιώνα και ταυτοχρόνως τον 21ο». Βέβαια, όπως συχνά συμβαίνει, ο Δημήτρης δεν ξέρει αν το βιβλίο έγινε όπως το φανταζόταν, αφού το τι φαντάζεσαι, το ξεχνάς, γιατί έρχεται η πραγματικότητα σιγά-σιγά. Μ.Ε. Δημήτρη, γι’ αυτό το βιβλίο λογικά πρέπει να έχεις ψάξει πολύ και να έχεις κάνει ιστορική έρευνα… Να έχεις αναζητήσει και θεολογικά θέματα, και ιστορία της τέχνης, και ιστορία… «Τίποτα δεν έχω κάνει». Βάζουμε τα γέλια, γιατί είναι αιφνιδιαστικά αστείος ο χαντζοπουλικός τρόπος που τα λέει ο Δημήτρης. Μ.Ε. Απλώς τα είχες προικιό από διάφορα διαβάσματα; Μέχρι και τον Άγιο Ιωάννη της Κλίμακας έχεις. Τον γνωρίζεις για να τον έχεις συμπεριλάβει. «Ακούστε. Αυτό που έκανα ήταν να ξεκινήσω με μία φορμαρισμένη ιδέα και με βάση αυτή έψαχνα να βρω λύσεις και η πρώτη που μου ήρθε ήταν να το κάνω σαν βυζαντινό χειρόγραφο. Μετά άρχισα να κάνω σκίτσα και σελίδες επί σελίδων. Δηλαδή, αυτό που λένε “μάθαινα δουλεύοντας”. Αρχικά είχα σκεφτεί να δουλέψω φτιάχνοντας πρώτη και τελευταία σελίδα, μετά δεύτερη και προτελευταία, και λοιπά, ώστε η κορύφωση να έρθει στη μέση του βιβλίου». Το προσπάθησε να το κάνει, αλλά δεν του βγήκε, γιατί έτσι κι αλλιώς όταν ξεκινάς ένα βιβλίο δεν είσαι ο ίδιος με αυτόν που είσαι όταν το τελειώσεις. «Πήρε δύο χρόνια, που σημαίνει ότι άλλαξα πολύ μέσα από αυτή την επαφή, επομένως χρειαζόταν να το “χτενίσω” οπότε ξανάφτιαχνα σελίδες. Δηλαδή υπάρχουν σελίδες οι οποίες είναι δευτερεύουσες και οι οποίες παρ’ όλα αυτά έχουν δουλευτεί πιο πολύ από τις άλλες». Μ.Ε. Αυτό το είδος ζωγραφικής σού είναι γρήγορο; «Μην ξεχνάς, Μαρία μου, ότι κάνω κάθε μέρα γελοιογραφία, οπότε έχω εξοικείωση. Με βοήθησε και η σκέψη “αφού κάθε μέρα λύνεις ένα πρόβλημα με το σκίτσο, γιατί αυτή τη λύση δεν τη χρησιμοποιείς εδώ;”» Μ.Ε. Εδώ, ας πούμε, η παράσταση των βράχων είναι καθαρά βυζαντινή και μάλιστα συγκεκριμένων αιώνων. «Είναι η λατρεία μου να φτιάχνω βουνά…» Ο πειρασμός να κάνει κάποιος άλλου τύπου πράγματα από αυτά που ήδη κάνει, στο σκίτσο στην προκειμένη περίπτωση, είναι πάντα εκεί τριγύρω, οπότε προέκυψε και στον Δημήτρη. «Έκανα πολλά διαφορετικά, τα οποία τελικά ήταν εικαστικοί εξυπνακισμοί. Είπα στον εαυτό μου: “Ωραίο εύρημα, και;”. Ο εξυπνακισμός δεν έχει να κάνει με το ότι θα σε καταλάβουν κάποιοι και θα ντρέπεσαι μετά. Δεν είναι αυτό. Το πρόβλημα είναι ότι τον εξυπνακισμό τον βαριέσαι μετά από λίγο». Μ.Ε. Επειδή δεν έχει ουσία, και εσύ, Δημήτρη, είσαι άνθρωπος ουσίας, αλλιώς θα τον δεχόσουν μια χαρά. «Κάποια στιγμή τον βαριέσαι και κάνεις αγγαρεία. Δεν είχα κανέναν λόγο να κάνω αγγαρεία». Κάποια στιγμή ήρθε η συζήτηση και στο κείμενο, αφού πρόκειται για ένα κείμενο που θεωρείται εμβληματικό. «Το κείμενο ήταν να το αναλάβει ο Δημήτρης Δημηρούλης, και θα ένιωθα ασφαλέστερος αν το είχε αναλάβει. αλλά εκείνον τον καιρό “πάλευε” με τον Καρυωτάκη. Όταν τηλεφωνηθήκαμε και μου είπε ότι ήθελε λίγο χρόνο για να καταπιαστεί, ήμουν στο χωριό, στην Κρήτη και είχα τόση λαχτάρα, δεν μπορούσα να κρατηθώ και λέω: θα αρχίσω να το κάνω μόνος μου. Εκείνες τις μέρες πήγα με τον γιο μου στην Αμερική, στη Βόρεια Καρολίνα. Είχε καύσωνα, και έτσι όσο εκείνος ασχολιόταν με το πανεπιστήμιο, εγώ καθόμουν στο ξενοδοχείο και δούλευα την “Πάπισσα”. Άρχισα να ξεσκαρτάρω. Είχε πολύ ενδιαφέρον γιατί αφαιρούσα λέξεις, αλλά ταυτόχρονα κρατούσα τη δομή. Από το κείμενο που κράτησα δεν πείραξα λέξη». Επίσης δεν μπήκε και στον άλλο πειρασμό, να αλλάξει κάποιες λέξεις, που ήταν ένας λογικός πειρασμός. «Απλά έχω μεταφέρει μερικές φράσεις κάπου όπου βοηθούσαν σε κάτι. Ο Μανώλης Βασιλάκης πήρε το κείμενο και το αντιμετώπισε φιλολογικά. Στη συνέχεια παρακάλεσε τον Σωτήρη Τσέλικα, που είναι εξαιρετικός Ροϊδιστής, να το διαβάσει κι εκείνος προσεκτικά. Εγώ το αντιμετώπισα σαν γελοιογράφος. Πήρα το κείμενο και το έβαλα σε μια τάξη». Μ.Ε. Ένα τέτοιο βιβλίο πιθανότατα θα έχει μια ενδιαφέρουσα ιστορία για το πώς ήρθε η ιδέα. «Με τον Μανώλη Βασιλάκη έχουμε φιλική σχέση. Μόλις είχε πραγματοποιήσει ένα όνειρό του, είχε εκδώσει το πρώτο μεγάλο αφιέρωμα της Athens Review of Books στον Ροΐδη. Κάναμε έναν περίπατο στου Παπάγου και κάποια στιγμή άρχισε να μου μιλάει για τον Ροΐδη. Άρχισε να με “κουρδίζει”. Δεν του είπα τίποτα εκείνη τη στιγμή. Είχα διαβάσει την “Πάπισσα” όταν ήμουν φοιτητής, που σημαίνει ότι ήταν σαν να μην την είχα διαβάσει καθόλου. Άρχισα, λοιπόν, να την ξαναδιαβάζω και “κακάριζα” στα γέλια. Δεν μπορείς να μη γελάσεις. Είδα το πόσο σύγχρονος είναι και πόσο υμνούσε τη ζωή. Το έχω πάθει και με τον “Στρατιώτη Σβέικ”, αλλά δεν τον ξαναδιαβάζω γιατί φοβάμαι ότι θα απογοητευτώ. Κι έτσι σιγά-σιγά άρχισα να το οργανώνω στο κεφάλι μου. Μετά αρχίζει ο έρωτας. Κοιμόμουν και σκεφτόμουν το βιβλίο. Η Μαρίνα (η σύζυγός του) ξέρει πώς βγήκε η “Πάπισσα”. Με σεβόταν. Με έβλεπε ερωτευμένο και το σεβόταν. Έχει τεράστια σημασία αυτό το πράγμα. Έχω ευγνωμοσύνη γιατί οι συνθήκες που έχεις στο σπίτι σου είναι βασικό στοιχείο για να βγει κάτι». Μ.Ε. Θέλω οπωσδήποτε να πω ότι σίγουρα ξέρεις και τα αντικείμενα, τα εκκλησιαστικά είδη και τα άμφια, όλα αυτά που αναπαρήγαγες με τόση ακρίβεια. Και τα χειρόγραφα που είναι του 9ου αιώνα… «Έψαχνα τα πάντα. Τα νομίσματα του ναού είναι της εποχής. Το φλωρίον που αστράπτει ο Νικήτας είναι της συγκεκριμένης περιόδου». Μ.Π. Κυρία Ευθυμίου, μία ιστορικός βλέποντας αυτό το βιβλίο το θεωρεί έναν παράλληλο, δόκιμο τρόπο να διδάσκεται η ιστορία; «Θέλω να το διδάξω στο πανεπιστήμιο. Να δουν οι φοιτητές τι θα πει καλλιέργεια, γιατί αυτό που δίνει ο Δημήτρης είναι καλλιέργεια. Έχει πληροφορίες από πίσω, τη μάθηση, την αισθητική, είναι βιωμένη». Δημήτρη, είδα ότι έχεις βάλει και τον Όσκαρ Γουάιλντ. «Τον αγαπώ τον Όσκαρ Γουάιλντ, δεν μπορούσα να μην τον βάλω». Μ.Ε. Στο σημείο αυτό του βιβλίου σκέφτηκα ότι είναι σαν οικογενειακές φωτογραφίες. Και μετά εδώ περνάς αιώνες και περιόδους, αλλά είναι τόσο καθαρά. Η αγγλική, των Αράβων κ.λ.π. «Μα το κάνει και ο Ροΐδης». Ο Δημήτρης λέει ότι δεν υπήρξε μέρα που να μη δουλέψει πάνω στο βιβλίο… «Μία σελίδα μπορεί να μου έπαιρνε δυο μέρες και μετά τις επόμενες δύο μέρες να έβγαζα τετρασέλιδα». Και βέβαια, για κάποιον που γράφει ένα βιβλίο έρχεται η στιγμή που εμφανίζεται το γνωστό πρόβλημα να νιώθει ότι δεν έχει τελειώσει, αλλά πρέπει να κλείσει το βιβλίο… «Θα μπορούσα να το είχα κλείσει από τα Χριστούγεννα, αλλά δεν ήθελα γιατί δεν ήξερα αν είχε κλείσει. Εγώ είχα τελειώσει, αλλά δεν ήξερα, είχε τελειώσει; Δηλαδή στην τουαλέτα πας κι αλλάζει η άποψή σου, γιατί ξεχνιέσαι για λίγο». Μ.Π. Κι ένας ιστορικός, κ. Ευθυμίου, πάντα χαίρεται όταν βλέπει τέτοιου επιπέδου δουλειές γύρω από την επιστήμη του. Μ.Ε. Νομίζω ότι αυτό το βιβλίο είναι πολιτισμικό γεγονός. Πάντοτε παίζεις με το παρελθόν και το σήμερα όταν ασχολείσαι με την ιστορία (γυρίζει προς τον Δημήτρη), συνομιλείς με το σήμερα, αυτό είναι που κάνεις εσύ, Δημήτρη. Αυτό το βιβλίο, εντέλει, είναι αποτέλεσμα και του χαρακτήρα του αφού, για παράδειγμα, δεν θα επέλεγε το προκλητικό… «Το προκλητικό έχει ευκολία». Μ.Ε. Ούτε τη φτηνή πρόκληση θα επέλεγες… Δεν είχες κάποιο λόγο… «Όταν αγγίξεις αυτό το έργο, παίζεις με το βέβηλο, γιατί είναι ένα ιερό κείμενο. Άρα λοιπόν πρέπει να ξέρεις αν σε παίρνει ή δεν σε παίρνει. Τρέμεις όταν αγγίζεις τέτοια κείμενα, και λες “το μόνο πράγμα που μπορώ να κάνω είναι αυτό που είμαι”». Μ.Ε. Είναι όλο παλμό και από όλες τις πλευρές ερωτικό. Εγώ νομίζω ότι αυτό το βιβλίο μπορεί να λειτουργήσει σε όλες τις χώρες. «Χαίρομαι ιδιαίτερα γιατί έλεγα πάντα ότι η δουλειά που κάνω είναι για δέκα πρόσωπα, άνθρωποι που εκτιμώ εγώ, απέναντι στα οποία δεν πρέπει να ντρέπομαι αν δούνε την όποια δουλειά μου. Έχω πάντα τον Καραπαναγιώτη τον οποίο τον ήξερα, και τον Χατζιδάκι που δεν τον είχα γνωρίσει, αλλά και οι δυο αυτοί αν έβλεπαν δουλειά μου δεν θα ήθελα να ντρέπομαι. Να σου πω, Μαρία μου, ότι με έχει επηρεάσει κάτι και από τη δουλειά τη δική σου. Ποτέ δεν είχα συλλάβει τι σημαίνει δράση στη σφαίρα, γιατί κοίταγα τον τόπο ξεκομμένο. Σε ένα μάθημα στη Νέα Ιωνία, δεν είχαμε συστηθεί ακόμα, όταν μίλησες για το 1821 και το τι γινόταν στον πλανήτη κατάλαβα πόσο σημαντικό είναι να ξέρεις τι γίνεται παντού. Αυτό που κάνει ο Ροΐδης, δηλαδή». Μ.Ε. Ναι, το σάρωμα. Και είναι και οι γεύσεις ζωής από κάθε περιοχή. «Έτσι ήταν κι αυτό το βιβλίο. Όταν το έφτιαχνα, ο κρυφός μου πόθος ήταν να καταλάβει κάποιος ότι αυτό είναι παρμένο από αυτόν τον πίνακα, ότι αυτό είναι από αυτά τα άμφια, ότι αυτή η πόλη είναι παρμένη από εκεί. Ενώ η αλήθεια είναι ότι δεν μου αρέσει η νοσταλγία». Μ.Ε. Δεν έχει νόημα η νοσταλγία. Πρέπει να είσαι πραγματικά ρομαντικός. Δηλαδή, να γυρνάς στο παλιό, το παρελθόν, για να εκτιναχθείς στο μέλλον. Και είναι άλλο επίπεδο επικοινωνίας αυτό το έργο και άλλη η σύλληψη του κόσμου τελικά. «Αυτό που κάνω όταν ακούω καλά λόγια και κινδυνεύω να καβαλήσω το καλάμι, χτυπάω στο google “New York galleries. New Αrtists” και βγαίνουν κάτι κωλοπαίδια 20 χρονών και με λιώνουν, με τσακίζουν, και λέω: ωραία, τους είδες; Ξαναγύρνα πάλι στα μέτρα σου. Αυτό με έμαθε και ο Ροΐδης». Και το σχετικό link... Και ένα σχετικό κείμενο από τις αρχές του μήνα που αναγγέλει το βιβλίο... Ο Δημήτρης Χαντζόπουλος σχεδιάζει την Πάπισσα Ιωάννα Η «Πάπισσα Ιωάννα» του Εμμανουήλ Ροΐδη, ένα κλασικό έργο της νεοελληνικής λογοτεχνίας, κυκλοφόρησε το 1866 δημιουργώντας σκάνδαλο με τη δριμεία σάτιρα των εκκλησιαστικών πραγμάτων και επισύροντας την αποκήρυξή της από την Εκκλησία και τη δικαστική δίωξη του συγγραφέα της από την ελληνική πολιτεία. Παρ’ όλα αυτά όμως το σατιρικό ύφος της κέρδισε τους αναγνώστες και το μυθιστόρημα γνώρισε τεράστια επιτυχία. Είναι το μόνο ελληνικό μυθιστόρημα του 19ου αι. που εξακολουθεί να μεταφράζεται σε πολλές γλώσσες και να βρίσκει ανταπόκριση σε ένα διεθνές αναγνωστικό κοινό. Το έργο φαινομενικά έχει τη μορφή ενός ιστορικού μυθιστορήματος που αφηγείται την περιπετειώδη ζωή μιας γυναίκας του Μεσαίωνα, η οποία κατάφερε να ανεβεί στον θρόνο του Αποστόλου Πέτρου. Ο Ροΐδης όμως, επίγονος των μεγάλων σατιρικών του 18ου αι., του Στερν, του Σουίφτ και του Βολταίρου (χαρακτηρίστηκε ως ο Έλληνας Βολταίρος), αλλά και θαυμαστής της σατιρικής γραφής του «Δον Ζουάν» του Βύρωνα, υπονομεύει σε κάθε βήμα τη συνοχή της ιστορικής αφήγησης με τη σάτιρά του. Οι αλλεπάλληλες ιδιότροπες παρομοιώσεις, οι αναλογίες και οι συγκρίσεις με τη σύγχρονη εποχή, οι απροσδόκητες παρεκβάσεις και τα σχόλια που απευθύνει ο αφηγητής στον αναγνώστη, διασπούν τη ροή της αφήγησης και μεταφέρουν τον αναγνώστη στο παρόν, καθιστώντας το έργο μια ανελέητη σάτιρα της κοινωνίας και των ηθών του 19ου αιώνα. Το άλμπουμ θα κυκλοφορήσει και στα αγγλικά σε μετάφραση του Πήτερ Μάκριτζ. Εκτός των άλλων για να αποκατασταθεί και η αδικία που συνέβη με την πιο διαδεδομένη αγγλική μετάφρασή του: παρουσιάζεται ως «δημιουργία» του Λώρενς Ντάρρελ. Στο κείμενο έγιναν ορισμένες απλοποιήσεις όπου η ορθογραφία του πρωτοτύπου θα ξένιζε πολύ ή θα προβλημάτιζε τον σημερινό αναγνώστη. Και το σχετικό link...
  4. Κυκλοφόρησε από την ATHENS REVIEW OF BOOKS μια διασκευή του μυθιστορήματος του Ροΐδη "Πάπισσα Ιωάννα" από τον Δημήτρη Χαντζόπουλο. Αντιγράφω από το site τους. === Graphic Novel / Φιλολογική φροντίδα: Μανώλης Βασιλάκης Έκδοση της ATHENS REVIEW OF BOOKS / Σελίδες: 208 έγχρωμες / Σχήμα: 18 x 25,5 cm / Κεντρική Διάθεση: Σ. Πατάκης ΑΕΕΔΕ Η «Πάπισσα Ιωάννα» του Εμμανουήλ Ροΐδη, ένα κλασικό έργο της νεοελληνικής λογοτεχνίας, κυκλοφόρησε το 1866 δημιουργώντας σκάνδαλο με τη δριμεία σάτιρα των εκκλησιαστικών πραγμάτων και επισύροντας την αποκήρυξή της από την Εκκλησία και τη δικαστική δίωξη του συγγραφέα της από την ελληνική πολιτεία. Παρ’ όλα αυτά όμως το σατιρικό ύφος της κέρδισε τους αναγνώστες και το μυθιστόρημα γνώρισε τεράστια επιτυχία. Είναι το μόνο ελληνικό μυθιστόρημα του 19ου αι. που εξακολουθεί να μεταφράζεται σε πολλές γλώσσες και να βρίσκει ανταπόκριση σε ένα διεθνές αναγνωστικό κοινό. Το έργο φαινομενικά έχει τη μορφή ενός ιστορικού μυθιστορήματος που αφηγείται την περιπετειώδη ζωή μιας γυναίκας του Μεσαίωνα, η οποία κατάφερε να ανεβεί στον θρόνο του Αποστόλου Πέτρου. Ο Ροΐδης όμως, επίγονος των μεγάλων σατιρικών του 18ου αι., του Στερν, του Σουίφτ και του Βολταίρου (χαρακτηρίστηκε ως ο Έλληνας Βολταίρος), αλλά και θαυμαστής της σατιρικής γραφής του «Δον Ζουάν» του Βύρωνα, υπονομεύει σε κάθε βήμα τη συνοχή της ιστορικής αφήγησης με τη σάτιρά του. Οι αλλεπάλληλες ιδιότροπες παρομοιώσεις, οι αναλογίες και οι συγκρίσεις με τη σύγχρονη εποχή, οι απροσδόκητες παρεκβάσεις και τα σχόλια που απευθύνει ο αφηγητής στον αναγνώστη, διασπούν τη ροή της αφήγησης και μεταφέρουν τον αναγνώστη στο παρόν, καθιστώντας το έργο μια ανελέητη σάτιρα της κοινωνίας και των ηθών του 19ου αι. Η παρούσα έκδοση θα κυκλοφορήσει και στα αγγλικά σε μετάφραση του Πήτερ Μάκριτζ. Εκτός των άλλων για να αποκατασταθεί και η αδικία που συνέβη με την πιο διαδεδομένη αγγλική μετάφρασή του: παρουσιάζεται ως «δημιουργία» του Λώρενς Ντάρρελ. === Στο σάητ παρατίθενται και κάποιες ενδεικτικές σελίδες καθώς και εικόνα ενός σελιδοδείκτη === Θυμίζω πως είχε κυκλοφορήσει το 2015 από τις εκδόσεις ΚΨΜ μια άλλη διασκευή από τον Λευτέρη Παπαθανάση
  5. Μεσαιωνικόν Εικονογραφημένον Συντάκτης: Γιάννης Κουκουλάς Σχεδόν 150 χρόνια μετά τη συγγραφή της «Πάπισσας Ιωάννας», το εμβληματικό λογοτεχνικό έργο του Εμμανουήλ Ροΐδη μεταφέρεται πρώτη φορά σε κόμικς (εκδ. ΚΨΜ) από έναν Ελληνα δημιουργό. Ο Λευτέρης Παπαθανάσης, με άφθονο χιούμορ και ευφυείς αναχρονισμούς παρουσιάζει την (φανταστική περιπέτεια μιας όμορφης και πιστής κοπέλας από την ανέχεια και τη μοναστική ζωή στο ύπατο θρησκευτικό αξίωμα. Και εντέλει στο απόλυτο σκάνδαλο. Ο Εμμανουήλ Ροΐδης υπήρξε ένας από τους πιο πνευματώδεις και πολιτικά αιχμηρούς Ελληνες συγγραφείς του δέκατου ένατου αιώνα. Η ταραγμένη πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα του νεοσυσταθέντος και ασταθούς ελληνικού κράτους πρόσφερε άλλωστε άφθονες πρώτες ύλες για σάτιρα σε όσους μπορούσαν να παραμένουν ανοιχτόμυαλοι και δηκτικοί. Ο Συριανός συγγραφέας, έχοντας ζήσει από μικρή ηλικία λόγω οικογενειακών υποχρεώσεων και προβλημάτων υγείας, στη Γένοβα, στο Ιάσιο, στο Βερολίνο και στην Αίγυπτο απέκτησε μια πλούσια παιδεία και μια καυστική γραφή που συχνά τον έφερε στο στόχαστρο συντηρητικών πολιτικών, λογοτεχνικών και θρησκευτικών κύκλων. Εγραψε την «Πάπισσα Ιωάννα» το 1866, σε ηλικία μόλις 30 ετών και προκάλεσε πάραυτα την οργή της εκκλησίας που τον αφόρισε. Το έργο βασίζεται σε έναν μεσαιωνικό θρύλο για μια γυναίκα που κατόρθωσε, μεταμφιεσμένη σε άντρα, να ανελιχθεί στα ανώτατα εκκλησιαστικά αξιώματα και τελικά να αναρριχηθεί στον παπικό θρόνο. Ο Λευτέρης Παπαθανάσης εξηγεί τους λόγους που τον ώθησαν στη μεταφορά της Πάπισσας Ιωάννας σε κόμικς Ο Ροΐδης, συνεπαρμένος από τη δύναμη αυτής της γυναίκας αλλά και αγανακτισμένος από τη θρησκευτική υποκρισία, μελέτησε σε βάθος τον θρύλο και τις διάφορες εκδοχές του, επισκέφτηκε βιβλιοθήκες και μοναστήρια και κατέληξε σε ένα αποτέλεσμα που στρέφεται με σφοδρότητα ενάντια στον κλήρο. Φυσικά όχι μόνο στον καθολικό ούτε μόνο στον μεσαιωνικό κλήρο αλλά στον απανταχού κλήρο και διαχρονικά. Γι’ αυτό ενόχλησε ιδιαίτερα την Ορθόδοξη Εκκλησία («αντιχριστιανικόν και κακόηθες» έργο χαρακτήρισε την Πάπισσα Ιωάννα) και απασχόλησε ακόμα και την ελληνική Δικαιοσύνη. Οχι άδικα, καθώς τόσο η Εκκλησία όσο και η Δικαιοσύνη ανέκαθεν ένιωθαν εαυτούς ικανούς να κρίνουν και να επικρίνουν την τέχνη με κριτήρια δογματικά, κοντόφθαλμα και εθνικοπατριωτικά. Οι επιθέσεις δεν πτόησαν τον Ροΐδη που δεν σταμάτησε ποτέ να τα βάζει με τις νεοελληνικές μικρότητες της εποχής του, να επιτίθεται στο συντηρητισμό, πολιτικό, κοινωνικό και λογοτεχνικό, να γράφει τολμηρά και αντιρομαντικά υπονομεύοντας τις καθιερωμένες λογοτεχνικές συμβάσεις με όπλα του την παρωδία, τη σάτιρα, την αυτοαναφορικότητα, τη διακειμενικότητα και το κωμικό στοιχείο. Αυτό το κωμικό στοιχείο αξιοποιεί στο έπακρο και ο σχεδιαστής της «Πάπισσας Ιωάννας», Λευτέρης Παπαθανάσης. Ενώ ο Ροΐδης χρησιμοποίησε για την «Πάπισσα Ιωάννα» τον επεξηγηματικό τίτλο «Μεσαιωνική Μελέτη», με μια δόση υπερβολής ίσως αλλά πεπεισμένος για το ότι η πρωταγωνίστριά του υπήρξε πραγματικό ιστορικό πρόσωπο όπως πιθανώς απέδειξαν και οι ενδελεχείς έρευνές του, ο Παπαθανάσης συνοδεύει τον δικό του τίτλο από την επισήμανση «Μεσαιωνικόν Εικονογραφημένον». Ακολουθεί πιστά τη χρονική εξέλιξη του πρωτοτύπου, δηλαδή εκτελεί μια γραμμική διαδρομή από τη γέννηση της Ιωάννας μέχρι τον τραγικό της θάνατο, ωστόσο, λόγω και της φύσης της τέχνης των κόμικς, εισάγει στην πλοκή πολλά διαλογικά μέρη που απουσιάζουν από το κείμενο του Ροΐδη. Αυτό προσδίδει στο κόμικς μια ιδιαίτερη ζωντάνια και επιτρέπει στον δημιουργό του να συνοψίσει, βοηθούντων των σχεδίων, σε μικρότερο χώρο και σε μικρότερη έκταση τις εκτενέστερες περιγραφές του Ροΐδη. Η Ιωάννα, φυσικά ως Ιωάννης, πήρε το χρίσμα αλλά αυτή ήταν η αρχή του τέλους μιας «βλάσφημης» πορείας Απολαυστικές είναι επίσης οι επεμβάσεις και οι προσθήκες του στην αφήγηση που «επικαιροποιούν» το έργο, αξιοποιώντας επιτυχημένους χιουμοριστικούς αναχρονισμούς ή εισάγοντας εικόνες από άλλα γνωστά κόμικς ή, ακόμα, και ενθέτοντας σύγχρονα πολιτικά συνθήματα. Για παράδειγμα, κατά την άφιξη της Ιωάννας στη μεσαιωνική Αθήνα, το ακρωνύμιο ACAB (All Cops Are Bastards) κοσμεί μια μαρμάρινη πλάκα, ενώ ταυτόχρονα κάποιος της φωνάζει «Rooms? Taverna?». Ενα κιβώτιο με εισαγόμενα προϊόντα φέρει την ένδειξη «Taiwan» και ο σοφός επίσκοπος των Αθηνών αποκαλεί τους Δυτικούς «Φραγκοχλεχλέδες». Σε μια έντονη ερωτική σκηνή ανάμεσα στην Ιωάννα και στον Φλώρο, ο Παπαθανάσης σχολιάζει ότι «ακολούθησαν πράξεις που ούτε ο Ροΐδης δεν τόλμησε να περιγράψει…», οδηγώντας το αυτοαναφορικό ύφος του συγγραφέα σε ένα δεύτερο επίπεδο μεταμυθοπλασίας, ενώ στην τελευταία του σελίδα χρησιμοποιεί έναν ακόμη αναχρονισμό, παρουσιάζοντας δυο σύγχρονους νέους σε μια καφετέρια να συζητούν για την «Πάπισσα Ιωάννα». Η συνύπαρξη, επίσης, της ιδιάζουσας γλώσσας του Ροΐδη («Η νυξ εξήπλουτο ασέληνος και ζοφερά επί του δάσους») με τη νεοελληνική («Μάνα μου, τι μουρμούριζες ρε γκομενάκι στον ύπνο σου») στην ίδια σελίδα, ακόμα και στο ίδιο καρέ, δημιουργεί αστεία αποτελέσματα που συχνά απομακρύνουν τον αναγνώστη από την αφήγηση για ένα χιουμοριστικό διάλειμμα που ανακουφίζει μέχρι την επιστροφή στην πορεία της Ιωάννας. Οι παραλληλισμοί, τέλος, με τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα είναι εύστοχοι («Θα μου εγκρίνει ένα μικρό δανειάκι για το γιο μου», «Μόλις ετοίμασα τη λίστα διορισμών του μήνα», «Χήρεψε μια θέση κουβικουλάριου»), όταν η Πάπισσα Ιωάννα αναγκάζεται να ανεχτεί τον εσμό των αυλοκολάκων της και τελικά να ενδώσει κι αυτή στα ρουσφέτια και τον αυταρχισμό της εξουσίας. Οπως κι αν τη δει κανείς, η «Πάπισσα Ιωάννη» του Λευτέρη Παπαθανάση είναι μια εξαιρετική αφορμή (επανα)προσέγγισης του έργου του Ροΐδη. Σε όσους είναι οικείο δίνεται η ευκαιρία να το δουν σε μια εικονογραφημένη εκδοχή, τροποποιημένη καταλλήλως ώστε να αποτελεί ένα νέο έργο με τη δική του αυταξία. Και σε όσους δεν είναι οικείο λειτουργεί ως προτροπή. Προς τον Ροΐδη και προς τα κόμικς. Μετά τον αφορισμό του από την Ιερά Σύνοδο το 1866, ο Εμμανουήλ Ροΐδης απάντησε αρχικά στις κατηγορίες εναντίον του με χιουμοριστικό ύφος μέσω των «Επιστολών ενός Αγρινιώτου» που δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα «Αυγή». Το ψευδώνυμο που χρησιμοποιούσε σε αυτές τις επιστολές ήταν Διονύσιος Σουρλής. Στους προσεκτικούς φίλους και μελετητές της ελληνικής γελοιογραφίας δεν πρέπει να έχει περάσει απαρατήρητο ότι ο «δικός μας» Γιάννης Καλαϊτζής, εκ των κορυφαίων σύγχρονων γελοιογράφων, σε ορισμένα τεύχη του περιοδικού «Γαλέρα» «υιοθέτησε» αυτό ακριβώς το ψευδώνυμο για να υπογράφει τα έργα του. Οι λόγοι προφανείς. Από το 1875 έως το 1885, ο Εμμανουήλ Ροΐδης και ο γελοιογράφος Θέμος Αννινος υπήρξαν οι βασικοί δημιουργοί ενός από τα πρώτα σατιρικά περιοδικά-εφημερίδες, του θρυλικού «Ασμοδαίου». Με όνομα βιβλικού δαίμονα αλλά με κοσμιότητα, πολύ προσεγμένη γλώσσα και εξαιρετικά ποιοτικά σκίτσα, ο «Ασμοδαίος» σατίριζε και καυτηρίαζε την πολιτική, θρησκευτική και κοινωνική ζωή του τόπου. Παρουσίαση της έκδοσης Πηγή
×
×
  • Δημιουργία νέου...

Σημαντικές πληροφορίες

Χρησιμοποιώντας αυτή τη σελίδα, αποδέχεστε τις Όρους χρήσης μας.