Μετάβαση στο περιεχόμενο

Προτεινόμενες Καταχωρήσεις


  • Member ID:  33354
  • Group:  Moderator
  • Topic Count:  671
  • Content Count:  4968
  • Reputation:   43167
  • Achievement Points:  2310
  • Days Won:  284
  • With Us For:  2498 Days
  • Status:  Offline
  • Last Seen:  
  • Age:  29

Δημοσιεύτηκε

O Τζεροκαλκάρε (Zerocalcare), κατά κόσμον Μικέλε Ρεκ, αυτή τη στιγμή μεσουρανεί στον κόσμο των fumetti, των Ιταλικών κόμικς.

 

mika.png

 

Ένα εκδοτικό φαινόμενο με πάνω από 300.000 πωλήσεις, που κατάφερε να ξεφύγει από τον σκληρό πυρήνα των underground κόμικς και να κατασκευάσει μια μοναδικά δική του τροχιά, αγγίζοντας όλον εκείνο τον κόσμο που τολμά ακόμα να ονειρεύεται πέρα από τα στενά και σκοτεινά όρια που επιβάλλει η Λίγκα του Βορρά, η ιταλική ακροδεξιά και μαφία και τα φίδια του νεοφασισμού που άφησε πίσω του η εποχή του Μπερλουσκόνι τα οποία δεν σταματούν να βασανίζουν και να δολοφονούν τους μετανάστες και την εργατική τάξη.

 

Ο Τζεροκαλκάρε είναι εκείνος ο δεκαοχτάχρονος νέος που γεννήθηκε ως πολιτική υπόσταση τις τρεις ημέρες που συγκλόνισαν τον σύγχρονο κόσμο, τις τρεις ημέρες του συνόδου της G8 στη Γένοβα. Και αν εκείνα τα σπουδαία όνειρα ενός άλλου κόσμου, ενός κόσμου εκτός του καπιταλισμού, έτσι όπως εκφράστηκαν και διοχετεύτηκαν στις καρδιές όσων βρέθηκαν στη Γένοβα εκείνες τις ημέρες, ξεσκίστηκαν από τις ρόδες του τεθωρακισμένου των καραμπινιέρων που δολοφόνησαν εν ψυχρώ τον Κάρλο Τζουλιάνι μπροστά στα μάτια όλου του πλανήτη, ο Τζεροκαλκάρε κατάφερε με τον δικό του τρόπο να διαφυλάξει τη συλλογική μνήμη των κινημάτων και του αγώνα, σε μια προσπάθεια να διαχειριστεί και τα δικά του προσωπικά τραύματα.

 

«Να θυμάσαι, πάντα να θυμάσαι…», άλλοτε σαν ψίθυρος, άλλοτε σαν το ουρλιαχτό μιας συνείδησης που προσπαθεί διαρκώς να βγει από αυτό το καταραμένο «τούνελ της διασκέδασης», να βρει την εναλλακτική εκεί που δεν υπάρχει, να απεγκλωβιστεί από τις αγχόνες του νεοφιλελευθερισμού.

 

mika2.png

 

«Έξω από το τούνελ της διασκέδασης, είμαι πιο χαρούμενος όταν βαριέμαι»

 

Ή, τουλάχιστον, αυτό μας τραγουδούσε μια δεκαετία νωρίτερα ο Ιταλός ράπερ Caparezza με καταγωγή από το Μπάρι της Νότιας Ιταλίας, κάνοντας μια έμμεση κριτική στον αδιανόητα υλιστικό σύγχρονο τρόπο ζωής έτσι όπως αυτός παρουσιάζεται από τα κοινωνικά δίκτυα και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης σαν ένα διαρκές κυνήγι εκπλήρωσης κάθε επιθυμίας. «Ζούμε μέσα από τις αναμνήσεις μας, καλές ή κακές, μέσα από τρυφερές αγκαλιές, φιλιά και φωτιές όχι μέσα από τις στιγμές που αναγκαστήκαμε να διασκεδάσουμε λυπημένοι», ανακοινώνει ο Caparezza στο τέλος του τραγουδιού του, πείθοντας τον εαυτό του μαζί με εμάς, πως κατάφερε να βγει από το «τούνελ της διασκέδασης», από τη σύγχρονη μορφή της «σπηλιάς του Πλάτωνα».

 

Ο Τζεροκαλκάρε, πράγματι, δεν διασκεδάζει ποτέ όταν είναι λυπημένος και θεωρεί πως η βαρεμάρα, εκτός από δικαίωμα, είναι και αναπόφευκτη για τους ανθρώπους της τάξης του, μιας και οι επιλογές λιγοστεύουν όταν ο τραπεζικός λογαριασμός σου είναι μονίμως άδειος. Από την άλλη, όμως, δεν πιστεύει ότι μπορεί εύκολα να βγει από αυτό το τούνελ, μιας και επιστρέφει πάντα με λελογισμένες τύψεις πίσω στη θαλπωρή μιας αμερικανικής αλυσίδας γρήγορου φαγητού ή μιας τηλεοπτικής σειράς της μαζικής κουλτούρας. Δεν αρνείται ποτέ αυτό τον κυκεώνα των αντιφάσεων στον οποίο έχει εξαναγκαστεί να βουλιάζει διαρκώς η γενιά του, η οποία ακροβατεί, από τη μια, ανάμεσα στα κινήματα των αυτόνομων, στις καταλήψεις και τις μαζικές αντικαπιταλιστικές διαδηλώσεις και, από την άλλη, στον ανεξέλεγκτο καταναλωτισμό, την κοινωνική απομόνωση και την αριστερή μελαγχολία της καθολικής αποδοχής του δόγματος ΤΙΝΑ.

 

Μια γενιά που της έταξαν τα πάντα και την άφησαν με το απόλυτο τίποτα, να σέρνεται από οικονομική κρίση σε οικονομική κρίση, να παλεύει με την άνοδο του φασισμού είτε αυτός έχει το πρόσωπο του Σίλβιο Μπερλουσκόνι, είτε της Τζόρτζια Μελόνι, στελεχώνοντας, ταυτόχρονα, το περιβόητο «πρεκαριάτο». Μια στρατιά από αποφοίτους πανεπιστημίου, μορφωμένους και ταλαντούχους νέους που δεν βρίσκουν δουλειά στο αντικείμενό τους και αναγκάζονται να εργαστούν στις ίδιες «σκατοδουλειές» με εκείνες των γονιών τους, θρυμματίζοντας κάθε όνειρο κοινωνικής ανέλιξης με το οποίο μας γαλούχησαν οι προηγούμενες γενιές για μια προκαθορισμένη επιτυχία στη ζωή εφόσον δεν ξεστρατίσουμε ποτέ από τις διακεκομμένες γραμμές.

 

Ο Μικέλε Ρεκ, ο δημιουργός του Τζεροκαλκάρε, γεννημένος στο λαϊκό προάστιο της Ρεμπίμπια της βόρειας Ρώμης στο οποίο βρίσκεται και μια από τις πιο διαβόητες φυλακές της Ιταλίας (Carcere di Rebibbia), εργάστηκε σε πολλές κακοπληρωμένες δουλειές συναφείς με το επάγγελμά του, προτού γνωρίσει την επιτυχία μετά την έκδοση του πρώτου τεύχους του Τζεροκαλκάρε το 2011. Μια επιτυχία που την οφείλει ακριβώς στο γεγονός ότι ο ίδιος προσπάθησε να βάλει σε σειρά την παρανοϊκά βαρετή καθημερινότητα ενός πρεκάριου, ενός νέου που προσπαθεί να ζήσει σχετικά αξιοπρεπώς στον καπιταλισμό, με βασικά βέλη στη φαρέτρα του το χιούμορ και τον αυτοσαρκασμό ενός ανθρώπου που έχει χωνέψει μέσα του πολλά λίτρα ιταλικής και παγκόσμιας μαζικής κουλτούρας, όπως σχεδόν όλοι της γενιάς του. Παρ’ όλα αυτά, είναι η ίδια καθημερινότητα που μπορεί να γίνει από ανυπόφορα βαρετή μέχρι καταιγιστικά συγκλονιστική, αφήνοντας μετέωρο εκείνον που τη βιώνει χωρίς τη δυνατότητα να ξεφύγει από αυτή και, ταυτοχρόνως, δίνει τη δυνατότητα σε τόσο ποικιλόμορφο και διαφορετικό κόσμο να ταυτιστεί με αυτόν τον ξερακιανό γκρινιάρη τύπο που περιφέρει τις σκέψεις του στα προάστια της Ρώμης.

 

Ίσως αυτός να είναι και ένας από τους βασικούς λόγους που οι ιστορίες του Τζεροκαλκάρε αγαπήθηκαν και έξω από τα ιταλικά σύνορα, με το έργο του να μεταφράζεται και να εκδίδεται σε πολλές χώρες, να καταλήγει μέχρι και σε τηλεοπτική σειρά στη διαδικτυακή πλατφόρμα streaming του Netflix. Να αποτελεί αυτό που όλοι ονομάζουν ως ένα «εκδοτικό φαινόμενο» που ξεκίνησε να πουλιέται χέρι με χέρι για να καταλήξει να εκδίδεται στους πιο δημοφιλείς εκδοτικούς οίκους του πλανήτη.

 

mika3-1024x944.png

 

«Η προφητεία του Αρμαντίλλο», η εκδίκηση της «χειρότερης γενιάς»

 

Με αφορμή την απώλεια μιας αγαπημένης του παιδικής φίλης, ο Τζεροκαλκάρε ξετυλίγει την «Προφητεία του Αρμαντίλλο», μια ευρηματική δική του εκδοχή αυτοκριτικής και αυτοψυχοθεραπείας. Μια δική του προσπάθεια να διαχειριστεί τον θάνατο της φίλης του, να βάλει σε σειρά τις αναμνήσεις του ώστε να εγκολπωθούν στο παρόν του, να κατασκευάσουν ψηφίδα-ψηφίδα όχι μόνο την αφήγηση της ιστορίας του, αλλά της ίδιας του της προσωπικότητας, της ίδιας της ζωής του. Γιατί όλα να πάνε καλά, εφόσον μπορούν να πάνε χειρότερα, του υπενθυμίζει συνεχώς το τεθωρακισμένο θηλαστικό που έχει λάβει τη μορφή της συνείδησής του και προσπαθεί να τον επαναφέρει στην σκληρή πραγματικότητα διαλύοντας χαριτωμένα την οποιαδήποτε αισιόδοξη αυταπάτη κάνει τον κόπο να αναδυθεί στη σκέψη του Τζεροκαλκάρε. Η Καμίλ πέθανε και το μόνο που άφησε είναι «ιστορίες και καναδυό φωτογραφίες», την ίδια στιγμή που οι φίλοι της ακόμα παλεύουν να βρουν το νόημα στις δικές τους ιστορίες καθημερινής τρέλας, άλλοτε αληθινές άλλοτε δημιουργήματα της δικής τους φαντασίας.

 

mika4.png

 

Η Ρεμπίμπια, αυτή η χοάνη ανθρώπων, κοινωνικών τάξεων και ιθαγενειών, είναι ο καμβάς πάνω στον οποίο ο Τζεροκαλκάρε φτιάχνει έναν αναπόδραστο κόσμο, όπου το μόνο μέσο με το οποίο μπορεί να ξεφύγει κανείς είναι η πολύχρωμη φαντασία και το ευρηματικό, φλεγματικό χιούμορ. Η εργατική τάξη σίγουρα δεν πηγαίνει στον παράδεισο, μάλλον καταλήγει να αγωνιά για το επόμενο νοίκι, να πεθαίνει από μια υπερβολική δόση πρέζας ή να βλέπει με τις ώρες τηλεόραση επιβιώνοντας τον εικονικό θάνατο ενός κλειστοφοβικού δωματίου μιας φτωχικής συνοικίας που περιμένει να εξυγιανθεί για να γεμίσει τουρίστες και σπίτια βραχύβιας μίσθωσης. Αλλά τα πράγματα δεν είναι ποτέ τόσο άσχημα, ποτέ τόσο μίζερα και απογοητευτικά όπως τα παρουσιάζει το δόγμα του βρετανικού kitchen sink realism. Ακόμα και την «χρυσή εποχή της Λίγκας», η αλληλεγγύη έβρισκε τρόπους να τρυπώνει πίσω από τις κλειστές πόρτες των ασφυκτικών διαμερισμάτων, κάτω από τα γκλομπ των καραμπινιέρων και τα λουκέτα των κλειστών εργοστασίων.

 

Ο Τζεροκαλκάρε θα χρωματίσει εκείνα τα κλειστά δωμάτια όπου το στρες και η μοναξιά γιγαντώνονται στην αγωνία της επόμενης ημέρας, χωρίς να ξεχνάει ποτέ όλα εκείνα που τον συναρθρώνουν, που έφτιαξαν τον άνθρωπο που είναι. Η Ρεμπίμπια, η οικογένειά του, οι φίλοι, οι ταινίες και τα βιντεοπαιχνίδια, τα κόμικς και η πανκ, το αριστερό αυτόνομο κίνημα και οι καταλήψεις. Αλλά και η βία του κράτους, η βία μιας κοινωνίας που της έχουν μάθει να μισεί το διαφορετικό, να δημιουργεί τροφικές αλυσίδες, δυνατούς και αδύναμους κάθε είδους. Την ίδια βία που θα κάνει την Καμίλ να «φύγει» από νευρική ανορεξία, που θα δολοφονήσει τον Τζουλιάνι, που θα βάλει φωτιά σε ένα κέντρο κράτησης μεταναστών.

 

«Η μόνη μας πατρίδα», έλεγε ένα παλιό σύνθημα, «είναι τα παιδικά μας χρόνια», μη λαμβάνοντας υπόψη πως και αυτό αποτελεί κάποιου είδους προνόμιο των παιδιών που μεγάλωσαν στα τέλη του 20ου αιώνα, τα χρόνια της ευμάρειας και του εφήμερου πλούτου. Ο Τζεροκαλκάρε βρίσκει την εφήμερη λύτρωση στο παρελθόν του, σε μια προσπάθεια να ενηλικιωθεί στο σύγχρονο παρόν του, να αποδεχθεί την απώλεια όχι μόνο της φίλης του αλλά και της παγωμένης σκοτεινιάς που θα αφήσουν πίσω τους οι μελλοντικές αναμνήσεις χωρίς αυτήν εντός τους. Διαπραγματεύεται διαρκώς με τη συνείδησή του τη δημιουργία ενός μελλοντικού εαυτού που δεν θα προδώσει εκείνο το παράξενο παιδί που ακόμα ζει κάπου στο μέσα του.

 

Το ίδιο και ο δημιουργός του, ο Μικέλε Ρεκ, που δεν έχει φύγει ποτέ από την πλευρά των κινημάτων, από τη συλλογική αντιμετώπιση του πόνου και του τραύματος, των διακρίσεων και της κοινωνικής απομόνωσης. Σε κάθε σελίδα του κόμικς προσπαθεί να μας οδηγήσει να κατανοήσουμε πως είμαστε αναγκασμένοι να ζούμε διαρκώς το ίδιο τέλος της ιστορίας και του κόσμου, κάθε φορά επιστρέφοντας σε ένα διαφορετικό μηδέν, αναγκασμένοι να επαναπροσδιορίσουμε τις εργοστασιακές μας ρυθμίσεις ξανά και ξανά ώστε να αντιληφθούμε τι συμβαίνει πέρα από τα προσωπικά μας όρια, τι συμβαίνει στο κοινωνικό και στο συλλογικό.

 

Ο Τζεροκαλκάρε μας υπενθυμίζει πως ο μόνος τρόπος πραγματικής επιβίωσης είναι αυτή η διαρκής επιστροφή στο συλλογικό, η κοινωνικοποίηση της κοινής μας πραγματικότητας, της κοινής μιζέριας των πρεκάριων της γενιάς που μεγάλωσε με Disney και Κάρολο Μαρξ, φαστφουντάδικα, πανκ, χιπ χοπ, φτηνές μπύρες και Ερρίκο Μαλατέστα μήπως και τελικά σταματήσει κάποτε να βγαίνει αληθινή η «προφητεία του Αρμαντίλο».

 

Από τη Ροζάβα μέχρι τη Γένοβα, από την Αθήνα του Δεκέμβρη του 2008 μέχρι τη γενοκτονία της Παλαιστίνης, η γενιά του Τζεροκαλκάρε ήταν και θα είναι πάντα εδώ για νέες ήττες και για νέες συντριβές και ξανά πάλι από την αρχή, μέχρι «ο εχθρός να μάθει την αξία του αίματος και των δακρύων».

 

Y.Γ. Και αυτό μάλλον αποτελεί το καλύτερο κίνητρο για να διαβαστεί η έντυπη έκδοση του Τζεροκαλκάρε που προσφάτως εκδόθηκε στα ελληνικά από τις εκδόσεις DOCMZ σε συνεργασία με τις εκδόσεις Chaniartoon Press, και ας έχει κυκλοφορήσει ήδη η σειρά του Netflix. Γιατί κάποια πράγματα θα λέγονται πάντα καλύτερα μέσα σε σελίδες, παρά σε τηλεοπτικούς δέκτες.

 

Πηγή

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Επισκέπτης
Απάντηση σε αυτό το θέμα ...

×   Έχετε επικολλήσει περιεχόμενο με μορφοποίηση.   Κατάργηση μορφοποίησης

  Επιτρέπονται μόνο 75 emoticons maximum.

×   Ο σύνδεσμός σας έχει ενσωματωθεί αυτόματα.   Εμφάνιση ως σύνδεσμος

×   Το προηγούμενο περιεχόμενό σας έχει αποκατασταθεί.   Διαγραφή εκδότη

×   Δεν μπορείτε να επικολλήσετε εικόνες απευθείας. Ανεβάστε ή εισάγετε εικόνες από URL

×
×
  • Δημιουργία νέου...

Σημαντικές πληροφορίες

Χρησιμοποιώντας αυτή τη σελίδα, αποδέχεστε τις Όρους χρήσης μας.