Μετάβαση στο περιεχόμενο

THAT'S - NOT - ALL FOLKS! [?, cine7, 27/7/2012 ]


DJO

Προτεινόμενες Καταχωρήσεις


  • Member ID:  556
  • Group:  Veterans
  • Topic Count:  1537
  • Content Count:  22474
  • Reputation:   120978
  • Achievement Points:  22479
  • Days Won:  791
  • With Us For:  6339 Days
  • Status:  Offline
  • Last Seen:  

 

post-556-0-64307800-1344349425_thumb.jpg

 

 

Φέτος ο Μπαγκς Μπάννυ έγινε 72, ο Ντάφφυ Ντακ 75, ο Πόρκυ Πιγκ 77, Έλμερ Φάντ 72 και ο Συλβέστερ 67. Και η φήμη τους και η δόξα τους είναι ίσως σήμερα ακόμα μεγαλύτερες από όσο ήταν στα χρόνια της κινηματογραφικής του καριέρας στη δεκαετία του σαράντα και του πενήντα.

Η συνεχής προβολή τους από την τηλεόραση αντί τον κορεσμό τους έφερε την καταξίωση και την αναγνώριση, πέρα από τις νέες γενιές των παιδιών, και από τους ενήλικους θεατές, τους ίδιους που είχαν πρωτοδεί τις ταινίες τους στον κινηματογράφο και που τώρα ξαναβλέποντάς τις, διαβάζουν και το δεύτερο επίπεδο τους πέρα από τα φανταχτερά καρτουνίστικα αστεία, την τέλεια σκηνοθεσία, τους βαθύτατα διαρθρωμένους χαρακτήρες, το οξύτατο διαβρωτικό τους χιούμορ, τον οπτιμισμό και την αισιοδοξία που τους διακρίνει παρά τις δυσκολότατες αντιξοότητες που αντιμετωπίζουν ακόμα και για καρτούν.

Γιατί ο Μπαγκς και ο Ντάφφυ και όλοι οι συμπρωταγωνιστές τους δεν είναι απλά σχέδια αλλά όντα ζωντανά με ψυχή και πνεύμα και ανησυχίες και συμπλέγματα. Όλα τα συναισθήματα και τα ταλέντα του Τσάκ Τζόουνς, του Μπομπ Κλάμπετ του Φριζ Φρίλενγκ, του Ρόμπερτ ΜακΚίμσον, του Φράνκ Τάσλιν, κορυφαίων σκηνοθετών και όλων των συνεργατών τους, εμψυχωτών (animators), σεναριογράφων, μουσικών καθώς και του κορυφαίου φωνητικού καλλιτέχνη Μελ Μπλανκ. Αλλά πως έφτασαν σε αυτό το απόγειο της δόξας τους; Η ιστορία αρχίζει κάπως έτσι…

1930 Ο ομιλών κινηματογράφος έχει πλέον καθιερωθεί και το κοινό δε χορταίνει να βλέπει κάθε είδους ταινία, αρκεί να υπάρχει θόρυβος, ομιλίες και μουσική. Η τεράστια επιτυχία του Μίκυ Μάους, πρώτου σταρ του ομιλούντος έδωσε μια μεγάλη ώθηση στο κινούμενο σχέδιο και έκανε πολλές εταιρίες ν’ αρχίσουν δικά τους τμήματα παραγωγής. Και η Γουώρνερ Μπρος για ένα λόγο περισσότερο, εφόσον εκτός από τις πολυάριθμες μουσικές ταινίες που γύριζε, είχε και το δικό της μουσικό εκδοτικό οίκο, οπότε μια σειρά μουσικών καρτούνς θα διαφήμιζε τα τραγούδια τους, ακόμα περισσότερο και χωρίς επιπλέον πληρωμή δικαιωμάτων.

 

post-556-0-37326900-1344349470_thumb.jpg

 

Ο Χιού Χάρμαν και Ρούντολφ Ιτινγκ, πρώην συνεργάτες του Γουώλτ Ντίσνεϋ από το 1922, κάνουν μια ενδιαφέρουσα πρόταση στους αδερφούς Γουώρνερ με ένα ήρωα, που τον βαπτίζουν Μπόσκο. Ο Μπόσκο είναι μια καρικατούρα ενός μικρού νέγρου που μιλάει και τραγουδάει. Δεν χρειάζεται και περισσότερη ανάλυση σ’ εκείνα τα πρώτα χρόνια. Η πρώτη του ταινία SINKIN’ IN THE BATHTUB (βουλιάζοντας στην μπανιέρα) τίτλος παρωδία του τραγουδιού “Singing in the bathtub”, έχει μεγάλη επιτυχία και οι συνέχειες έρχονται απανωτά:

CONCO JAZZ, ΟΙ ΔΙΑΚΟΠΕΣ ΤΟΥ ΜΠΟΣΚΟ, ΜΠΟΣΚΟ Ο ΦΑΝΤΑΡΟΣ, ΤΟ ΠΑΡΤΥ ΤΟΥ ΜΠΟΣΚΟ, Ο ΜΠΟΣΚΟ ΣΤΗΝ ΑΚΡΟΓΙΑΛΙΑ… πολυάριθμοι τίτλοι που δηλώνουν το περιεχόμενό τους. Οι υποθέσεις είναι κάτι λιγότερο από σχηματικές. Ο Μπόσκο και η παρέα του, η αγαπημένη του Χάνυ, ο σκύλος του Μπρούνο και διάφορα άλλα χαριτωμένα ζωάκια και ανθρωπάκια διασκεδάζουν και τραγουδάνε χαρούμενα στα τρία τέταρτα της ταινίας, ενώ το τελευταίο τέταρτο εμφανίζεται το κακό: μια καταιγίδα, ένα άγριο ζώο, μια φωτιά κ.τ.λ., από το οποίο οι ήρωες προσπαθούν να ξεφύγουν, πράγμα που στο τέλος καταφέρνουν για να συνεχίσουν το τραγούδι και το χορό το ίδιο ξένοιαστα όπως και στην αρχή. Η σειρά που έχει τον τίτλο LOONEY TUNES (Παλαβοί Ρυθμοί) εναλλάσσεται με μία δεύτερη που τιτλοφορείται MERRIF MELODIES (Χαρούμενες Μελωδίες) και δεν έχει σταθερούς πρωταγωνιστές, αλλά ακολουθεί πάλι την ίδια συνταγή, περισσότερη μουσική και περισσότερο τραγούδι σε ταινίες με ελάχιστη υπόθεση. Οι ταινίες αυτές στα μάτια του σημερινού θεατή έχουν μια αρκετή χάρη και φαντασία, αλλά και κάτι το χοντροκομμένο και απλοϊκό στην τεχνική του. Ήταν η εποχή που ακόμα το κινούμενο σχέδιο των άλλων, ακολουθούσε από μακριά τη Ντισνεϋκή πρωτοπορία προσπαθώντας να την μιμηθεί μάλλον, παρά να τη φθάσει ή να την ανταγωνισθεί.

 

post-556-0-72602500-1344349531_thumb.jpg

 

 

Το 1933 ο Χάρμαν και Ιτινγκ δέχονται μια δελεαστική πρόταση από την Μέτρο Μάγερ και φεύγουν, παίρνοντας και τον Μπόσκο μαζί τους. Ο Λίον Σλέσσιντζερ γίνεται παραγωγός και αναδιοργανώνει το τμήμα. Ο Φρέντ «Τεξ» Εϊβερι έρχεται από τον Ουώλτερ Λαντζ. Ο Μπεν «Μπάγκς» Χαρνταουαίη, ο Ιζαντορ «Φριζ» Φρήλενγκ, ο Τζακ Κινγκ, και αργότερα ο Φράνκ Τάσλιν προάγονται από εμψυχωτές σε σκηνοθέτες. Τη θέση του Μπόσκο παίρνει ένα λευκό του αντίγραφο, ο Μπάντυ για να συνεχίσει την επιτυχημένη σειρά. Μεγαλύτερη όμως επιτυχία από τον άχρωμο Μπάντυ φαίνεται να έχει ένα τραυλό γουρουνάκι που προσπαθεί απεγνωσμένα να απαγγείλει ένα ποίημα σε μία παράσταση, στο I HAVEN’T GOT A HAT (Δεν έχω καπέλο, 1935) του Φρήλενγκ. Μέσα στην επόμενη χρονιά και στα χέρια διάφορων σκηνοθετών, ο Πόρκυ αλλάζει μέγεθος και σχήμα, από μικρό παιδί σε υπέρχοντρο ώριμο γουρούνι, μέχρι να βρει το γνωστό του εαυτό, κύρια μέσα από τις ταινίες του Τεξ Εϊβερι. Η έμφαση των ταινιών, μετατίθεται από τις μουσικές επιθεωρήσεις σε ιστορίες με πλοκή, αρχή μέση και τέλος. Από μία πληθώρα ταινιών του Πόρκυ, περίπου μία κάθε μήνα μετά τις αρχές της δεκαετίας του ’40, αρκετές ξεχωρίζουν με κορυφαία το

PORKY IN WACKYLAND (Ο Πόρκυ στην Παλαβοχώρα 1935) του Κλάμπετ. Μια κλασσική ταινία όπου ο Πόρκυ κυνηγώντας το περίεργο πουλί Ντο-Ντο, βρίσκεται σε ένα παράξενο μέρος που ξεπερνάει κατά πολύ τη χώρα των θαυμάτων της Αλίκης. Σφυριά κυνηγάνε καρφιά, λαγοί κάνουν κούνια κρεμασμένοι από τα αυτιά τους, στον αέρα (!) και φυλακισμένοι τρέχουνε κρατώντας μπροστά τους τα σίδερα της φυλακής. Ο Κλάμπετ είχε δείξει από την αρχή ότι διέθετε μια εντελώς αχαλίνωτη φαντασία και στα γκαγκς και στην εκτέλεσή τους, καθώς και στο σχεδιασμό των προσώπων. Τα σώματα των ηρώων του διαθέτουν μια απόλυτη ελαστικότητα, τα μέλη τους μπορούν να επιμηκυνθούν για πολλές δεκάδες μέτρα και όταν κάποιος γελάει, όλο του το κεφάλι μετατρέπεται σε ένα τεράστιο χαμόγελο, όλο χείλια και δόντια.

Στο PORKY’S DUCK HUNT (Το κυνήγι της Πάπιας του Πόρκυ, 1937) του Εϊβερι, συν-γραμμένο από τον Μπεν Χαρνταουαίη, ο δυστυχής κυνηγός Πόρκυ βρίσκεται αντιμέτωπος με μια θεοπάλαβη μαύρη πάπια που του κάνει ένα σωρό φάρσες και χοροπηδάει σε όλο τον βάλτο και σε όλη την ταινία, ακόμα και πέρα από τους τίτλους τέλους, φωνάζοντας «γου-γου-γου»!!

Σε μια άλλη έκδοση παρόμοιου θέματος, το PORKY’S HARE HUNT (Το κυνήγι του Λαγού του Πόρκυ, 1938) των Χαρνταουαίη και Καλ Ντάλτον, ο στόχος του Πόρκυ είναι ένας επίσης θεοπάλαβος άσπρος λαγός που του κάνει διάφορες φάρσες και γελάει με ένα ιδιαίτερα ενοχλητικό γέλιο.

Αν προχωρήσουμε λίγο παραπέρα θα δούμε ότι το 1940 ο Χαρνταουαίη γράφει το σενάριο για την ταινία του Ουόλτερ Λαντζ KNOCK KNOCK (1940) όπου ένας ενοχλητικός τρυποκάρυδος επιμένει να γεμίζει τρύπες τη στέγη του σπιτιού του άτυχου Αντυ Πάντα. Οι ενοχλητικοί τύποι φαίνεται ότι ασκούσαν μια ιδιαίτερη έλξη στον Χαρνταουαίη, αν και ο ίδιος δεν ανέπτυξε παραπέρα τους χαρακτήρες τους, αλλά είναι αναμφισβήτητα ο παραγνωρισμένος δημιουργός τριών από τους μεγαλύτερους ήρωες του αμερικανικού κινουμένου σχεδίου, του Ντάφφυ Ντακ, του Μπαγκς Μπάννυ, που πήρε το όνομά του από το παρατσούκλι του, και του Γούντυ Γουντπέκερ.

Η αναφορά στη δεκαετία του ’30 δεν θα ήταν πλήρης χωρίς να σημειώσουμε την πρόσληψη ενός ακόμη μοναδικού κορυφαίου ταλέντου στις αρχές του 1937. ο Μελ Μπλανκ, ηθοποιός του ραδιοφώνου με ένα εκπληκτικό εύρος φωνητικών μεταμορφώσεων αναλαμβάνει σχεδόν αποκλειστικά την ερμηνεία των φωνών όλων των ηρώων της Γουώρνερ μέχρι το θάνατό του, το 1989. Η συμβολή του στην τελειοποίηση της προσωπικότητάς τους είναι ανεκτίμητη.

Η δεκαετία του ’40 είναι η περίοδος της τελειοποίησης και της ποιοτικής αποκορύφωση των καρτούνς της Γουώρνερ. Η σκληρή πραγματικότητα του πολέμου θέλει πιο άμεσους και λαϊκούς τύπους και οι ήρωες της Γουώρνερ προσφέρουν ακριβώς αυτό. Ο Πόρκυ Πιγκ σιγά σιγά χάνει την πρωτοκαθεδρία για τον ίδιο λόγο που ο Μίκυ Μάους τη χάνει επίσης, στον Ντίσνεϋ. Πέρα από τον τραυλισμό του, είναι ένα καλοκάγαθο πρόσωπο, αρκούντως έξυπνο και ήρεμο χωρίς όμως κάτι το ιδιαίτερο, που θα τον κάνει να ξεχωρίζει.

Ήδη πολλές ταινίες του τις μοιράζεται με άλλους όπως το CALLING DR PORKY (Καλώντας τον δρ. Πόρκυ 1940) του Φρήλενγκ στο οποίο ουσιαστικά πρωταγωνιστεί ένας μεθυσμένος που πηγαίνει στο νοσοκομείο, όπου εργάζεται ο δρ. Πόρκυ.

 

post-556-0-76891800-1344349574_thumb.jpg

 

 

Συχνά συμπρωταγωνιστεί με τον Ντάφφυ σε ταινίες μερικές από τις οποίες είναι κλασσικές. Στο YOU OUGHT BE IN PICTURES (Θα έπρεπε να παίξεις στο σινεμά, 1940) του Φρήλενγκ, ο Ντάφφυ πείθει τον Πόρκυ να διακόψει μια συνεργασία του με τα καρτούνς, «για να συμπρωταγωνιστήσει με την Μπέττυ Ντέηβις» και μετά προσπαθεί να πείσει τον Λιόν Σλέσιντζερ να τον προσλάβει στη θέση του.

Ενώ στο BABY BOTTLRNECK (Μωρουδιακή Συμφόρηση 1946) του Κλάμπετ, οι δυο τους αναλαμβάνουν τη βιομηχανία μεταπολεμικής υπερπαραγωγής μωρών που ο πελαργός έχει εγκαταλείψει εξαντλημένος. Όλα πηγαίνουν ομαλά στην αρχή, μέχρις ότου μαλώνουν και πέφτουν πάνω στην ταινία μεταφοράς με αποτέλεσμα να συσκευαστούν μαζί, σαν ένα γκροτέσκο σύνθετο μωρό και να σταλούν σε μία γορίλλαινα.

Στο PORKY PIG’S FEAT (Ο Άθλος του Πόρκυ Πιγκ, 1943) του Τάσλιν, προσπαθούν με κάθε τρόπο να φύγουν από ένα ξενοδοχείο χωρίς να πληρώσουν, και χωρίς να το καταφέρουν! Σε όλες αυτές τις ταινίες ο Πόρκυ είναι η φωνή της λογικής σε αντίθεση με τις υπερβολές και τα ξεσπάσματα του παρανοϊκού συνεργάτη του.

Ο Ντάφφυ στις σόλο εμφανίσεις του εξακολουθεί να είναι παλαβός, όπως πάντα.

Στο PLANE DAFFY (Ο Αεροπόρος Ντάφφυ, 1944) του Τάσλιν είναι ο μισογύνης πιλότος του τίτλου που προσπαθεί να αποσπάσει ένα μυστικό από τη σαγηνευτική κατάσκοπο Χάτα Μάρι. Και εκείνη το ίδιο. Παρόλο που τα φιλιά της κυριολεκτικά τον λιώνουν, δεν καταφέρνει να τον λυγίσει οπότε τον κυνηγάει με ένα τσεκούρι! Από την αρχή της ταινίας του Τάσλιν ήταν γεμάτες στοιχεία του «ζωντανού» κινηματογράφου περίπλοκα μοντάζ, διάφορες γωνίες λήψεως και πολλές φωτοσκιάσεις, και αυτή η ταινία είναι ένα τυπικό, παράδειγμά. Και βέβαια ο Τάσλιν σε τρία χρόνια εγκαταλείπει εντελώς το κινούμενο σχέδιο και ασχολείται συστηματικά με την συγγραφή σεναρίων και γκαγκς για μεγάλου μήκους κωμωδίες, όπου τελικά θα διαπρέψει στη δεκαετία του ’50 και σαν σκηνοθέτης, με μερικές κλασσικές κωμωδίες με τον Μπομπ Χοοουπ και τον Τζέρρυ Λιούις., οι οποίοι διαθέτουν έντονα καρτουνίστικα χαρακτηριστικά και γκάκς!!!

 

post-556-0-87183400-1344349612_thumb.jpg

 

 

Ο Μπαγκς Μπάννυ παίρνει μετά από μερικά μεταβατικά στάδια, την τελική του μορφή στην ταινία του Εϊβερι A WILD HARE (Ένας Τρελός Λαγός, 1940), άλλη μία κυνηγετική ταινία με τον Έλμερ Φαντ στο ρόλο του κυνηγού. Η ταινία είναι μια σύνοψη όλων των κυνηγετικών γκαγκς που θα αναπτυχθούν και θα τελειοποιηθούν στο μέλλον. Στις πρώτες του ταινίες ο χαρακτήρας του, διαμορφώνεται σε ένα οξυδερκέστατο τύπο που δε χάνει ψυχραιμία του μπροστά στον κίνδυνο, αλλά τον αντιμετωπίζει με τι μυαλό, παρά με τη δύναμη. Ουσιαστικά είναι ένα αντίγραφο του Γκράουτσο Μαρξ του οποίου μιμείται το περπάτημα και τη φράση όταν παραενοχληθεί: «Βέβαια καταλαβαίνεις ότι αυτό σημαίνει πόλεμο». Γρήγορα όμως αποβάλει αυτά τα Μαρξιστικά χαρακτηριστικά, καθώς ο τύπος του αποκτά τα δικά του αντίνομα χαρακτηριστικά. Πολλές ταινίες του έχουν κυνηγετικό θέμα με αντίπαλο συνήθως τον Ελμερ, αλλά αργότερα τα θέματα του διαφοροποιούνται αρκετά.

Στο UTTLE RED RIDING RABBIT (Ο Κοκκινοσκούφης Λαγός, 1943) του Φρήλενγκ, μια αντιπαθέστατη κοκκινοσκουφίτσα φέρνει δώρο στη γιαγιά ένα λαγό. Στη θέση της γιαγιάς βέβαια έχει ήδη πάει ο λύκος που κυνηγάει τον Μπαγκς για να τον φάει αλλά η Κοκκινοσκουφίτσα είναι τόσο πολυλογού που στο τέλος ο Μπαγκς και ο λύκος συμφιλιώνονται για να την ξεκάνουν!

Στο RACKETEER RABIT (Ο Γκάνγκστερ Λαγός, 1946) του Φρήλενγκ, ο Μπαγκς μπαίνει σε ένα εγκαταλελειμμένο σπίτι που είναι όμως κρησφύγετο των γκάνγκστερς Ρόκυ και Χιούγκο (καρικατούρες του Έντουαρτ Ρόμπισον και του Πήτερ Λόρρε). Καταφέρνει να τους πιάσει υποδυόμενος ένα διάλογο και μία μάχη μεταξύ του και της αστυνομίας.

Στο RABBIT OF SEVILIE (Ο Λαγός της Σεβίλλης, 1950) του Τζόουνς, κυνηγημένος από τον Έλμερ, μπαίνει στην Όπερα όπου μεταμφιέζεται σε σενιορίτα, κάνει μασάζ στη φαλάκρα του Έλμερ με «Λίπασμα Φίγκαρο» που έχει σαν αποτέλεσμα να τη γεμίσει λουλούδια αντί μαλλιά, και ακόμα παραλίγο να τον παντρευτεί!

Στο GORILLA MY DREAMS (Ο Γορίλλας των Ονείρων μου, 1948) του Μακ Κίμσον, ναυαγεί στο «Μπίνγκζι – Μπάνγκζι, τη γη των άγριων πιθήκων» όπου τον υιοθετεί μια άτεκνη γορίλλαινα, παρά την άγρια αντίθεση του άντρα της που προσπαθεί να τον σκοτώσει.

 

post-556-0-90051800-1344349653_thumb.jpg

 

 

Στα μέσα της δεκαετίας εγκαταλείπει το στούντιο και ο Μπομπ Κλάμπεττ, όχι όμως πριν δώσει δύο από τις (πολλές) καλύτερες δημιουργίες του. Η «Καρβουνάτη και οι εφτά νάνοι» (COAL BLACK AND DE SEBBEN DWARDS, 1942), είναι μια ξεκαρδιστική μαύρη παρωδία της Χιονάτης του Ντίσνεϋ μεταφερμένη στη σύγχρονη εποχή. Όταν ο χαρτοπαίκτης «Ωραίος Πρίγκιπας» προτιμάει τη σεξοβόμβα Καρβουνάτη, η χοντρή «Κακιά Βασίλισσα» καλεί την Μαφία για την «καθαρίσει». Αλλά οι μαφιόζοι, γεμάτοι φιλιά την αφήνουν στο δάσος όπου τη βρίσκουν οι Εφτά Νάνοι που είναι τώρα στο στρατό. Όταν τρώει το δηλητηριασμένο μήλο, ούτε τα δυνατότερα και ρουφιχτηκότερα φιλιά του «Ωραίου Πρίγκιπα» δεν μπορούν να τη συνεφέρουν. Όλα αυτά πλημμυρισμένα με μια θαυμάσια τζαζ μουσική και διάχυτο σεξουαλισμό.

Στο ίδιο στιλ είναι και «Οι Γάτες του Τιν Παν Αλλεϋ» (TIN PAN ALLEY CATS, 1943) ένας σουρεαλιστικός εφιάλτης, όπου ο ήρωας αντί για τον στρατό της σωτηρίας προτιμάει το Κιτ Κατ Κλάμπ που έχει «ποτό, γυναίκες και τραγούδι». Εκεί μέσα «φτιάχνεται» τόσο πολύ που βρίσκεται «έξω από αυτόν τον κόσμο» σε μια νέα εκδοχή του Disneyland. Κατατρομαγμένος από αυτά βλέπει «γυρίζει πίσω» και τρέχει στο στρατό της σωτηρίας.

Ο μακροβιότερος σκηνοθέτης της Γουώρνερ, Φριζ Φρήλενγκ είχε επίσης μια προτίμηση στις ταινίες με μουσικά θέματα. Στους «Τόπους Καθαρούς» (CLEAN PASTURES, 1937), μια παρωδία των «Τόπων Χλοερών» μιας μεγάλης θεατρικής και κινηματογραφικής επιτυχίας που αναφερόταν σε έναν ουρανό που κατοικείται από έναν μαύρο θεό και μαύρους αγγέλους, είχε μια ακόμη ευκαιρία να παρωδήσει τους μεγάλους τζαζίστες της εποχής. Οι δουλειές του Παραδείσου δεν πάνε καθόλου καλά, ενώ αντίθετα η Κόλαση κάνει χρυσές δουλειές. Ο Θεός στέλνει έναν ηλίθιο άγγελο (παρωδία του ηθοποιού Στέπιν Φέτσιτ, τυποποιημένου στο ρόλο του υπερβολικά αργόστροφου και τεμπέλη μαύρου) στο Χάρλεμ, κέντρο της αμαρτίας και του γλεντιού, για να τραβήξει κόσμο, αλλά κανείς δεν του δίνει σημασία. Συγκαλείται έκτακτο συμβούλιο και οι άγγελοι αποφασίζουν να εκσυγχρονίσουν τις μεθόδους προπαγάνδισης. Γι’ αυτό στέλνουν κάτω μια ορχήστρα που παίζει καυτή τζαζ με μουσικούς όπως ο Λουίς Άρμστρονγκ, ο Φατς Γουώλτερ και ο Καμπ Κάλοουει, και καταφέρνει να τραβήξει όλο τον κόσμο και να γεμίσει τον παράδεισο!

Το 1943 με τα «Γουρουνάκια σε Πόλκα» (PIGS IN A POLKA) παρωδεί συγχρόνως το κλασσικό παραμύθι του Ντίσνεϋ (1933) και την «Φαντασία» (1940), συγχρονίζοντας την ιστορία πάνω στους «Ουγγρικούς Χορούς» του Μπράμς. Ακολουθώντας πιστά το βασικό μύθο, μέχρι περίπου τη μέση, ο Φρήλενγκ φτιάχνει μια σπινθηροβόλα νέα έκδοση που δένει απόλυτα με τη μουσική σε ένα, θαυμάσιο σύνολο.

Στο HARE TRIGGER (1945), ο Φρήλενγκ παρουσιάζει ένα νέο αντίπαλο του Μπαγκς Μπάννυ. Ένα κυριολεκτικά εκρηκτικό κουτό κακούργο με ένα τεράστιο μουστάκι, τον Γιοσέμιτυ Σαμ. Ο Σαμ είναι τόσο εγωιστής, όσο και φωνακλάς και για να πετύχει αυτό που θέλει, δεν αρνείται καμία πρόκληση χωρίς να σκεφθεί τα επακόλουθα. Όταν ο Μπαγκς τον προκαλεί «να περάσει τη γραμμή αν τολμάει», εκείνος την περνάει, χωρίς να προσέξει ότι το επόμενο βήμα είναι γκρεμός. Ο Σαμ εμφανίζεται και σαν πειρατής ή χρυσοθήρας ή απλός προικοθήρας, αλλά είναι πάντα ο ίδιος, είναι πιο ισχυρός χαρακτήρας που δίνει στον Μπαγκς περισσότερα ερεθίσματα από τον αγαθό Έλμερ.

Τη θέση του Φρανκ Τάσλιν παίρνει ο Ρόμπερτ Μακ Κίμσον, κορυφαίος εμψυχωτής από το 1930. Οι ταινίες του είναι γεμάτες ζωή και κίνηση κάτι που δείχνεται περισσότερο στο προσωπικό του δημιούργημα, τον Φογκχορν Λεγκχορν, τον μεγάλο άσπρο κόκκορα με την ασυγκράτητη λογοδιάρροια που η μόνη του ασχολία είναι να κάνει φάρσες στον άσπονδο φίλο του το σκύλο, στέλνοντάς του, μεταξύ άλλων το μικτό σπιθαμιαίο γεράκι, τον Χένερυ Χοκ, που έχει βγει για να κυνηγήσει κότες, χωρίς καν να ξέρει μια κότα! Άλλα δημιουργήματά του είναι: ο Χίππετυ Χόππερ, το μικρό καγκουρό που το έχει σκάσει και το οποίο ο Συλβέστερ νομίζει ότι είναι ένα γιγαντιαίο ποντίκι με αποτέλεσμα να ρεζιλευτεί στα μάτια του μικρού του γιου στον οποίο, προσπαθεί να δώσει μαθήματα ποντικοκυνηγιού. Ο Δαίμονας της Τασμανίας, ένα κυριολεκτικά παμφάγο τέρας με ένα τεράστιο στόμα και ένα ελάχιστο μυαλό που κινείται με ταχύτητα ανεμοστρόβιλου και τρώει τα πάντα, από πέτρες μέχρι σίδερα. Αλλά με μια ιδιαίτερη προτίμηση για κρέας λαγού αναγκάζοντας τον Μπαγκς, στο DEVIL MAY HARE (1945), σαν μόνη λύση που θα τον αποσπάσει από την έμμονη ιδέα του, να του βρει μια Δαιμόνισσα από τις «μικρές αγγελίες» και να τον παντρέψει γρήγορα! Ο Σπήντυ Γκονζάλες, το γρηγορότερο ποντίκι σε όλο το Μεξικό, παρά τη φήμη του είναι ένας μονοδιάστατος τύπος ήσσονος σημασίας.

 

post-556-0-42177700-1344349702_thumb.gif

 

 

Στη δεκαετία του ’50 κυρίαρχος σκηνοθέτης είναι ο Τσακ Τζόουνς. Ο Τζόουνς έχει αρχίσει να σκηνοθετεί το 1938 και οι πρώτες του ταινίες προσπαθούν υπερβολικά να μιμηθούν τις λυρικότερες στιγμές του Ντίσνεϋ. Έχουν ένα αργό ρυθμό και υπερβολική σημασία στην κάθε λεπτομέρεια, έκφραση και φωτοσκίαση.

Στο GOODNIGHT ELMER (Καληνύχτα Έλμερ, 1940) όλη η ταινία αναφέρεται στις προσπάθειες του ήρωα να βγάλει τα ρούχα του, να πέσει στο κρεβάτι και να σβήσει το κερί.

Οι DOVER BOYS (1942) είναι ένα άλλο πείραμα του Τζόουνς, πρωτοποριακό για την εποχή του, περιορισμένης και μονοδιάστατης εμψύχωσης και αποκρυσταλώνει το στυλ του εμβαθύνοντας περισσότερο στη ψυχολογία των ηρώων του. Ακολουθώντας την αρχή των μεγάλων κωμικών Τσάπλιν και Κήτον, αφαιρεί όλες τις περιττές κινήσεις περιορίζοντας την αντίδραση των ηρώων του σε ένα σήκωμα του φρυδιού ή μια κίνηση του ώμου ή ένα πέσιμο του αυτιού. Ο Τζόουνς μεταμορφώνει τον Ντάφφυ σε ένα νευρωτικό μικρόψυχο εγωιστή, σε μια σειρά ταινιών μαζί με το Μπαγκς, όπου ο ζηλιάρης Ντάφφυ προσπαθεί να υποσκελίσει τον ψύχραιμο λαγό, χωρίς όμως καμία επιτυχία αφού τις περισσότερες φορές την παθαίνει από την ανικανότητά του και τη βιασύνη του. Θαυμάσια παραμένει μια μικρή σειρά τριών ταινιών “RABIT FIRE(1951), RABBIT SEASONING (1952), DUCK RABBIT (1953)” με τον Ελμερ να βγαίνει για κυνήγι και τον Ντάφφυ και τον Μπαγκς να προσπαθούν να τον πείσουν ο καθένας ότι τώρα είναι εποχή κυνηγιού λαγού ή της πάπιας. Μια φορά μάλιστα τον πείθουν ότι είναι εποχή του Ελμερ! Από τους ήρωες του Τζόουνς την μεγαλύτερη κριτκή επιτυχία έχουν κάνει ο Δρομέας και το Καγιότ. Μια μελέτη πάνω στην έμμονη ιδέα, καθός όλη η ζωή του Καγιότ στρέφεται γύρω από τις προσπάθειές του να πιάσει αυτό το πουλί που τρέχει με υπερηχητική ταχύτητα στους δρόμους της αμερικανικής ερήμου. Αναλύοντας το γκαγκ και τις αντιδράσεις του στα ελάχιστα απαραίτητα, κάνει μια σειρά εκπληκτικής και ξεκαρδιστικής λιτότητας καθώς το Καγιότ, που φαίνεται ότι έχει έναν απεριόριστο ανοιχτό λογαριασμό με την εταιρία «Ακμή» από την οποία προμηθεύεται τα πιο απίθανα κατασκευάσματα για να επιτύχει το σκοπό του, δοκιμάζει από αεριωθούμενα ποντίκια και «χάπια σεισμού» μέχρι γιγαντιαίες σφεντόνες και ελατήρια, οτιδήποτε θα μπορούσε να τον φέρει πιο κοντά στο σκοπό του και που πάντα αποτυχαίνει.

Αξίζει να αναφέρουμε μερικά από τα αριστουργήματα του Τζόουνς.

THE SCARIET PUMPERNICKEL (1950), όπου ο Ντάφφυ προσπαθεί να πείσει τον Τζ. Λ. (Γουώρνερ) να πρωταγωνιστήσει σε ένα Ερρολφλυνικό σενάριο που έχει γράψει, με ένα τέλος που ξεπερνάει όλα τα άλλα «… το φράγμα έσπασε, η θύελλα ξέσπασε, το ιππικό ξεκίνησε αλλά έφτασε αργά, το ηφαίστειο έσκασε και η τιμή του φαγητού πήγε στα ύψη…!»

DUCK AMUCK (1953), όπου ο Ντάφφυ αντιμετωπίζει τον εμψυχωτή, που του αλλάζει συνεχώς τα σκηνικά, τον βάφει με παρδαλά χρώματα, του αλλάζει τη φωνή του, τον διπλασιάζει κ.τ.λ, κ.τ.λ.

WHAT’S OPERA DOC? (1957). Ο Μπαγκς ως Μπρούνχίλντα και ο Ελμερ ως Ζίγκφριντ σε μια εξάλεπτη σύνθλιψη της δεκαπεντάωρης τετραλογίας των Νιμπελούγκεν του Βάγκνερ. Μια μεταφορά του κλασσικού μοτίβου του Ζίγκφριντ – Ελμερ που κυνηγάει τον Μπαγκς με το ακόντιο και το μαγικό του κράνος και τον Μπαγκς που αναγκάζεται να παίξει το ρόλο της Μπρουνχίλντα, σε ένα βαρύ Βαγκνερικό τοπίο και όπου ο Ελμερ τελικά πετυχαίνει το σκοπό του.

ONE FROGGY EVENING (Ένα Βατραχίσιο Απόγευμα, 1955), όπου ένας εργάτης βρίσκει ένα κουτί με έναν βάτραχο μέσα που χορεύει και τραγουδάει, αλλά μόνο όταν βρίσκονται μόνοι.

Τα τέλη της δεκαετίας του ’50 είναι και χρόνια καλλιτεχνικής πτώσης του καρτούν. Η τηλεόραση προσφέρει απεριόριστες ώρες δωρεάν και τα στούντιο λίγο- λίγο περιορίζουν και σταματούν την παραγωγή των μικρού μήκους ταινιών. Η Γουώρνερ συνεχίζει αλλά με περιορισμένους προϋπολογισμούς. Οι σκηνοθέτες αναγκάζονται να απλοποιήσουν το στυλ και τις τεχνικές του κάτι που δεν πετυχαίνουν, ιδιαίτερα όταν η τωρινή τους δουλειά συγκριθεί με αυτή πριν από πέντε ή δέκα χρόνια. Μόνον ο Τζοουνς καταφέρνει να προσαρμοσθεί ενώ τα έργα των άλλων γίνονται όλο και πιο τυπικά και αδιάφορα. Το 1964 η Γουώρνερ κλείνει το στούντιο κινουμένων σχεδίων. Ο Τζοουνς πηγαίνει στην MGM ενώ ο Φρήλενγκ κάνει δική του εταιρία μαζί με τον Νέηβιντ Ντε Πέκτι αγοράζοντας τον εξοπλισμό του στούντιο. Σχεδόν αμέσως η Γουώρνερ αλλάζει γνώμη και κάνει συμφωνία με τη νέα εταιρία για να τους γυρίσουν μια νέα σειρά καρτούνς. Παρά την φτήνια σε ποιότητα και παραγωγή, έχουν αρκετή επιτυχία (οι περισσότερες με πρωταγωνιστή τον Σπήντυ Γκονζάλες και «κακό» τον Ντάφφυ) και κάνουν την Γουώρνερ να ξανανοίξει δικό της τμήμα παραγωγής, με ακόμα χειρότερες ταινίες. Η παραγωγή σταματάει εντελώς το 1969. Εντωμεταξύ η τηλεόραση έχει κάνει καλή δουλειά. Στις αρχές της δεκαετίας του ’50 η Γουώρνερ είχε πουλήσει όλες τις μικρού μήκους ταινίες της που είχαν γυριστεί πριν το 1948. αυτές άρχισαν να παίζονται συνέχεια στην τηλεόραση με μεγάλη επιτυχία.

 

post-556-0-69323100-1344349754_thumb.jpg

 

 

Βλέποντας το αυτό η Γουώρνερ αποφασίζει να γυρίσει το δικό της τηλεοπτικό πρόγραμμα για να επωφεληθεί και αυτή από τα μεγάλα κέρδη που τόσο κοντόφθαλμα είχε αποποιηθεί. Έτσι γιεννιέται το 1960 το BUGS BANNY SHOW, σε πενήντα δύο επεισόδια ημίωρα, με νέες συνδετικές σκηνές και τρεις ταινίες, ανά επεισόδιο. Το δύο τρίτα των επεισοδίων σκηνοθετούν μαζί ο Τζόουνς και ο Φρήλενγκ ενώ τα υπόλοιπα ο Μακ Κίμσον και τα θέματά τους βασίζονται και επεκτείνουν τα θέματα τους βασίζονται και επεκτείνουν τα θέματα που είχαν αναπτύξει την τελευταία δεκαετία., όπως την προσπάθεια του Ντάφφυ να πάρει τη θέση του Μπαγκς στην παρουσίαση του προγράμματος ή το Συλβέστερ να πιάσει τον Τουίτι. Το πρόγραμμα προβάλλεται ασταμάτητα μέχρι σήμερα και κάνει την Γουώρνερ να συγκεντρώσει και τις κατοπινές της ταινίες σε ενότητες, χωρίς όμως την προσθήκη νέων σκηνών.

Το 1975 αποφασίζει να γυρίσει νέα ημίωρα «σπεσιαλς» για την τηλεόραση, και απευθύνεται πάλι σε παλιούς δημιουργούς, τον Τζοουνς και Φρήλενγκ. Τα περισσότερα είναι αναμίξεις κομματιών από παλιές ταινίες και νέων σκηνών σε μια προσπάθεια να παρουσιαστεί μια ημίωρη ιστορία ομοιγενής.

 

BAGS BUNNY’S EASTER SPECIAL (Το Πασχαλικό σπέσιαλ του Μπαγκς Μπάννυ, 1977) των Μακ Κίμσον και Γκέρι Τσινίκι με επίβλεψη Φρήλενγκ.

 

BAGS BUNNY'S THANKS GIVING DIET (Η Δίαιτα της Ημέρας των Ευχαριστιών του Μπαγκς Μπάννυ, 1979) του Τζιμ Νταίηβις,

 

THE BUGS BANNY MYSTERY SPECIAL (1980) του Τσικίνι.

 

BUGS BUNNY ALL- AMERICAN HERO (1981) του Φρήλενγκ. Όλα αυτά αφήνουν μια γεύση απογοήτευσης με την παράλληλη σύγκριση των νέων με τις παλιές σκηνές όπου οι νέες σαφώς υστερούν σε στυλ και σε ποιότητα.

Πολύ καλύτερα είναι τα εντελώς πρωτότυπα αν και πάλι δεν φτάνουν στο ύψος των παλιών:

 

CARNIVAL OF THE ANIMALS (Το καρναβάλι των ζώων, 1976) του Τζοουνς, όπου οι πιανίστες Μπάγκς και Ντάφφυ συνοδεύουν τον Μάικλ Τίλσον Τόμας στην εκτέλεση της μουσικής του Σαιν-Σανς και την ποίηση του Ιγκνερ Νας.

 

A CONNECTICUT RABBIT IN KING ARTHUR’S COURT (Ένας λαγός του Κονέκτικατ στην Αυλή του Βασιλιά Αρθούρου, 1978) του Τζοουνς. Η μοναδική, ημίωρη ιστορία με τον Ντάφφυ ως Βασιλιά, τον Ελμερ και τον Σαμ κακούς, τον Πόρκυ υπηρέτη και τον Μπαγκς στο ρόλο του τίτλου.

 

BUGS BUNNY’S LOONEY GHRISTMAS TALES (Παλαβές Χριστουγεννιάτικες ιστορίες του Μπαγκς Μπάννυ, 1979) των Τζόουνς και Φρήλενγκ. Τρεις νέες ιστορίες από τις οποίες η πρώτη, μια απόδοση του Ντίκενς με όλους τους πρωταγωνιστές στους διάφορους ρόλους. Και η επιτυχία, ή η εκμετάλλευση της επιτυχίας συνεχίζονται στη δεκαετία του ’80 γυρίζοντας και μερικές κινηματογραφικές ανθολογίες στο ίδιο στυλ, λίγες νέες σκηνές και πλήθος παλιών.

 

THE BUGS BUNNY ROAD RUNNER MOVIE (1979) του Τζοουνς,

 

DAFFY DUCK’S MOVIE: FANTASTIC ISLAND (1983) του Φρήλενγκ κ.λπ. Και η ιστορία συνεχίζεται. Με την αναβίωση του ενδιαφέροντος για την τέχνη του κινουμένου σχεδίου, ο Μπαγκς και ο Ντάφφυ και ο Ελμερ και όλη η παρέα θα συνεχίσουν να μας διασκεδάζουν και, πιο σημαντικό, να μας ψυχαγωγούν με όλη την έννοια που έχει η λέξη.

 

 

THAT’S –NOT– ALL FOLKS!

 

 

 

Σύνδεσμος για σχολιασμό
Μοιραστείτε με άλλους ιστότοπους

  • Valtasar changed the title to THAT'S - NOT - ALL FOLKS! [?, cine7, 27/7/2012 ]

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Επισκέπτης
Απάντηση σε αυτό το θέμα ...

×   Έχετε επικολλήσει περιεχόμενο με μορφοποίηση.   Κατάργηση μορφοποίησης

  Επιτρέπονται μόνο 75 emoticons maximum.

×   Ο σύνδεσμός σας έχει ενσωματωθεί αυτόματα.   Εμφάνιση ως σύνδεσμος

×   Το προηγούμενο περιεχόμενό σας έχει αποκατασταθεί.   Διαγραφή εκδότη

×   Δεν μπορείτε να επικολλήσετε εικόνες απευθείας. Ανεβάστε ή εισάγετε εικόνες από URL

×
×
  • Δημιουργία νέου...

Σημαντικές πληροφορίες

Χρησιμοποιώντας αυτή τη σελίδα, αποδέχεστε τις Όρους χρήσης μας.