Μετάβαση στο περιεχόμενο

Αναζήτηση στην Κοινότητα

Εμφάνιση αποτελεσμάτων για ετικέτες 'ληστές'.

  • Αναζήτηση ανά ετικέτες

    Πληκτρολογήστε ετικέτες χωρισμένες με κόμματα.
  • Αναζήτηση ανά συγγραφέα

Τύπος περιεχομένου


Ενότητες

  • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΝΕΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΝΕΑ
  • ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ
    • ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ
    • ΤΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙ
  • ΧΑΛΑΡΩΜΑ
    • ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ
    • ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΡΙΟ
    • ΤΟ ΠΑΖΑΡΙ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Διάφορα
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Ντόναλντ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Super Μίκυ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Κόμιξ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μίκυ Μάους
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μπλα μπλα
  • VINTAGE's Συζήτηση
  • VIDEO GAMES's Γεν. Συζήτηση για Video Games

Blogs

  • Valt's blog
  • Dr Paingiver's blog
  • GCF about comics
  • Vet in madness
  • Θέμα ελεύθερο
  • Film
  • Comics, Drugs and Brocc 'n' roll
  • I don't know karate, but i know ka-razy!
  • Γερμανίκεια
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • Κομικσόκοσμος
  • The Unstable Geek
  • Σκόρπιες Σκέψεις
  • Dhampyr Diaries
  • Περί ανέμων και υδάτων

Βρείτε αποτελέσματα σε ...

Βρείτε αποτελέσματα που ...


Ημερομηνία Δημιουργίας

  • Αρχή

    Τέλος


Τελευταία ενημέρωση

  • Αρχή

    Τέλος


Φιλτράρετε με αριθμό ...

Εγγραφή

  • Αρχή

    Τέλος


Ομάδα


Member Title


MSN


Website URL


Yahoo


Skype


Πόλη


Επάγγελμα


Ενδιαφέροντα

  1. Δεν ήταν μια συνηθισμένη, φυσιολογική χρονιά αυτή που φεύγει. Μια από τις πολλές συνέπειες της κυριαρχίας του ιού επί των ζωών μας ήταν και η ελάττωση της παραγωγής κόμικς. Λίγο πριν από το νέο έτος ξαναθυμόμαστε τα σημαντικότερα έργα του 2020 με την ευχή του χρόνου τέτοιες μέρες τα πράγματα να είναι καλύτερα. «Οι Όμηροι του Γκαίρλιτς» του Θανάση Πέτρου (εκδόσεις Ίκαρος) Ήρωες ή προδότες; Οι Όμηροι του Γκαίρλιτς στο περιθώριο (ή στην καρδιά;) του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου γίνονται οι ανώνυμοι πρωταγωνιστές σε μια ιστορία διχασμού και πολέμου. Ξεχασμένοι από όλους, έρμαια των παλινωδιών και της αναποφασιστικότητας της ελληνικής κυβέρνησης, οι Έλληνες φαντάροι ένιωσαν στο πετσί τους την έννοια της εγκατάλειψης. Ο Θανάσης Πέτρου παρουσιάζει έπειτα από εξαντλητική έρευνα και τεκμηρίωση τις ζωές αυτών των ανθρώπων σε μια από τις ελάχιστα γνωστές πτυχές της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, στην οποία αντικατοπτρίζονται μοναδικά οι πολιτικές συνθήκες της εποχής. «Ληστές» των Γιάννη Ράγκου και Γιώργου Γούση (εκδόσεις Polaris) Στην Ήπειρο των πρώτων δεκαετιών του εικοστού αιώνα, με κεντρικά πρόσωπα τους ληστές που λυμαίνονταν την ύπαιθρο αλλά και τις πόλεις, τοποθετείται η μυθοπλασία των Γιάννη Ράγκου (σενάριο) και Γιώργου Γούση (σχέδια). Μια ιστορία που μπορεί να έχει φανταστικούς πρωταγωνιστές, αλλά βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα και είναι εμπνευσμένη από τη ζωή των αδελφών Ρέντζου. Νουάρ ατμόσφαιρα, ηθογραφία, ακρίβεια σε όλα τα πραγματολογικά στοιχεία και τα ιστορικά δεδομένα χαρακτηρίζουν αυτή την ιδιότυπη βιογραφία, από την οποία αναδύονται όλες οι κλασικές παθογένειες του νεοελληνικού κράτους και η διαχρονικά αμετάβλητη διαφθορά της εξουσίας. «Berlin» των Κυριάκου Αθανασιάδη και Νικόλα Κούρτη (εκδόσεις Jemma Press) Ένας λιγόλογος και φλεγματικός ιδιωτικός ντετέκτιβ που ασχολείται με μικροϋποθέσεις δέχεται μια δελεαστική πρόταση που μπορεί να αλλάξει (ή να τερματίσει) τη ζωή του. Αναλαμβάνει τη δουλειά αδιαφορώντας για τους κινδύνους. Αλλά αυτοί θα είναι τελικά απρόβλεπτοι και πολύ περισσότεροι σε μια θηριώδη, επιβλητική και απάνθρωπη μητρόπολη που λέγεται Μπερλίν. Σε μια πνιγηρή και κλειστοφοβική ατμόσφαιρα και με πολλά στοιχεία εξπρεσιονιστικού και παραφυσικού τρόμου, η αυτοτελής νουάρ ιστορία των Αθανασιάδη και Κούρτη αποτελεί την αρχή μιας σειράς που αναμένεται να έχει πολλές ακόμη συνέχειες. «Στο δάσος» των Σπύρου Γιαννακόπουλου και Στέλλας Στεργίου (εκδόσεις Πατάκη) Ένα μοντέρνο παραμύθι που πλάθεται με σκοπό να ανατρέψει κάθε στερεότυπο και κάθε σύμβαση του είδους φιλοτεχνούν ο συγγραφέας παιδικής λογοτεχνίας Σπύρος Γιαννακόπουλος και η γνωστή από την υπέροχη εκδοχή του «Μικρού Πρίγκιπα» Στέλλα Στεργίου. Η συνταγή τα έχει όλα: μάγισσες, γίγαντες, τέρατα, νάνους, μαγεμένες βατραχίνες, πρίγκιπες και σκουπόξυλα. Αλλά τίποτα δεν πηγαίνει όπως συνηθίζεται σε παρόμοιες ιστορίες. Οι ανατροπές κρύβονται σε κάθε γωνιά αυτού του γοητευτικού δάσους που διαβάζεται εξίσου απολαυστικά από μικρούς και μεγάλους. «1800» του Θανάση Καραμπάλιου (εκδόσεις Jemma Press) Στο τέταρτο μέρος της βραβευμένης σειράς «1800», με τίτλο «Χάκι» (= εκδίκηση στα αρβανίτικα) ο Θανάσης Καραμπάλιος παρακολουθεί και καταγράφει τα επόμενα βήματα της οικογένειας των Καραμάνων λίγο πριν από την Ελληνική Επανάσταση του 1821. Κλέφτες και αρματολοί, Έλληνες και Τούρκοι, στρατιώτες και χωρικοί, πλούσιοι και φτωχοί στην ακόμα ρευστή, σαν καζάνι που κοχλάζει, ελληνική ύπαιθρο, παρουσιάζονται με τη μέγιστη δυνατή ακρίβεια σε μια μυθοπλασία που κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον μπλέκοντας πραγματικά πρόσωπα και fiction χαρακτήρες και προχωρώντας βήμα βήμα προς τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα που θα ακολουθήσουν σε λίγα χρόνια. «Η γυναίκα με τα τραπουλόχαρτα» της Αλέξιας Οθωναίου (εκδόσεις Jemma Press) Μια σειρά από εγκλήματα με θύματα επιτυχημένους άνδρες στοιχειώνουν τη σκέψη και τη ζωή ενός ντετέκτιβ που πασχίζει να λύσει το μυστήριο στη βροχερή και αφιλόξενη Αθήνα μιας νουάρ και σκοτεινής ιστορίας. Σε κάθε κατακρεουργημένο πτώμα κρύβεται και ένα διαφορετικό τραπουλόχαρτο που οδηγεί στην επόμενη κίνηση σε μια παράδοξη και εφιαλτική παρτίδα πόκερ. Κι όλα αυτά στη βαριά σκιά ενός μεγάλου και μοιραίου έρωτα που αποτελεί μέρος της ίδιας παρτίδας, από την οποία κανείς από τους παίκτες δεν μπορεί να βγει. «Ο Μεγάλος Περίπατος του Πέτρου» των Αγγελικής Δαρλάση και Δημήτρη Μαστώρου (εκδόσεις Μεταίχμιο) Ένα κλασικό βιβλίο της Άλκης Ζέη, μιας από τις σπουδαιότερες εκπροσώπους της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας, προσαρμόζουν σε κόμικς η συγγραφέας Αγγελική Δαρλάση και ο Δημήτρης Μαστώρος. Η ιστορία ξεκινά μια μέρα πριν οι Ιταλοί κηρύξουν τον πόλεμο στην Ελλάδα το 1940 και εξελίσσεται μέχρι τη λήξη του πολέμου μέσα από τα μάτια και τη ζωή του μικρού Πέτρου που βλέπει τον εαυτό του να «ενηλικιώνεται» απότομα υπό καθεστώς κατοχής. Κι ας είναι μόνο εννιά χρονών όταν ακούει τις πρώτες σειρήνες. Η πείνα, οι διωγμοί, ο φόβος, ο θάνατος αλλά και η φιλία, η Αντίσταση, η αλληλεγγύη και η ανθρωπιά εναλλάσσονται σε ένα υπέροχο βιβλίο που γεννά σπάνια συναισθήματα στον αναγνώστη. «Μετεωρίτες» των Τάκη Θεοδοσίου και John Antono (εκδόσεις Λόγος Slovo Α-Ω) Διευθυντής του Ελληνικού Μουσείου Μετεωριτών ο Τάκης Θεοδοσίου και πολιτικός γελοιογράφος και δημιουργός κόμικς με επιστημονικές ανησυχίες ο Γιάννης Αντωνόπουλος, συνεργάζονται σε ένα σπάνιο για τα ελληνικά δεδομένα βιβλίο εκλαΐκευσης της επιστημονικής γνώσης. «Ταξίδι στη Γνώση» είναι ο υπότιτλός του και πράγματι προσφέρει μια μοναδική ευκαιρία στον αναγνώστη του να μάθει τι ακριβώς είναι οι μετεωρίτες, από πού έρχονται, ποιες οι διαφορές τους, τι μας διηγούνται για την ιστορία του ηλιακού συστήματος, πόσο κινδυνεύουμε από αυτούς, πώς θα εκμεταλλευτούμε την ύπαρξή τους. «Τετράς η Ξακουστή του Πειραιώς» των Γιώργου Σκαμπαρδώνη και Δημήτρη Κερασίδη (εκδόσεις Μικρός Ήρως) Τέσσερις ρεμπέτες που μετέπειτα έγραψαν ιστορία, ο Μάρκος Βαμβακάρης, ο Γιώργος Μπάτης, ο Ανέστος Δελιάς και ο Στράτος Παγιουμτζής αποτέλεσαν την Τετράδα την Ξακουστή του Πειραιώς, μια ρεμπέτικη κομπανία που σχηματίστηκε το 1934. Η ιστορία τους βασίζεται στο βιβλίο «Όλα βαίνουν καλώς εναντίον μας» του συγγραφέα Γιώργου Σκαμπαρδώνη, ενώ τα σχέδια φιλοτεχνεί ο Δημήτρης Κερασίδης και το εξώφυλλο ο Κωνσταντίνος Σκλαβενίτης. Στο επίκεντρο βρίσκεται η ιστορία μιας παρέας που άφησε εποχή και μέσω αυτής η ιστορία του ρεμπέτικου ως κοινωνικού και καλλιτεχνικού φαινομένου αλλά και η κατάσταση της Ελλάδας την προπολεμική περίοδο. «All Hell Broke Loose» των Αντώνη Β. και Λέανδρου (εκδόσεις Skewed Press) Η Κόλαση στις εικόνες του Λέανδρου και τα κείμενα του Αντώνη Β. είναι οι σύγχρονες βρόμικες, εχθρικές και σκοτεινές μητροπόλεις και οι κολασμένοι πολίτες καίγονται στα καζάνια της. Αλλά δεν έχουν συνθηκολογήσει. Και κάποια μέρα ξεχύνονται στους δρόμους για να πάρουν εκδίκηση. Πάνω στις φωτογραφίες του Αντώνη Β. από το Όκλαντ της Νέας Ζηλανδίας, το Χονγκ Κονγκ και το Λος Αντζελες που θα μπορούσαν να έχουν ληφθεί από κάθε μεγαλούπολη της Δύσης, ο Λέανδρος στήνει τα δικά του σχέδια και παρουσιάζει ένα «πριν» απελπισίας και ένα φωτεινό «μετά» από το ξέσπασμα της βίας και της επανάκτησης της αξιοπρέπειας έστω κι αν το μέλλον θα είναι πάντα αβέβαιο και υπό διαμόρφωση. «Scary Tales» του Πάνου Ζάχαρη (εκδόσεις Jemma Press) Ο Κακός Λύκος, τα Τρία Γουρουνάκια, ο Κοντορεβιθούλης, η Κοκκινοσκουφίτσα, ο Πίτερ Παν, ο Πινόκιο, ο Λαγός κι η Χελώνα συμπρωταγωνιστούν στα «τρομακτικά παραμύθια» του Πάνου Ζάχαρη που δημοσιεύονται κάθε εβδομάδα στις σελίδες της Εφ. Συν. Ο τρόμος ωστόσο δεν προκύπτει από το περιεχόμενο των πρωτότυπων παραμυθιών αλλά από τις απολαυστικές παρωδίες του δημιουργού τους, από τους ευφυέστατους αναχρονισμούς του, από τη σύγχρονη πολιτική πραγματικότητα στην οποία παραπέμπουν. Όλα τα στριπάκια του Ζάχαρη αποτελούν μοναδικά χιουμοριστικά σχόλια πάνω στην εξοργιστική γύμνια των βασιλιάδων αλλά και την κομφορμιστική σιωπή των υπηκόων τους. «Καραντινιέροι» του Κλήμη Κεραμιτσόπουλου (αυτοέκδοση) Ως «μια αφ’ υψηλού και εκ του ασφαλούς θεώρηση καταστάσεων εγκλεισμού» χαρακτηρίζει σαρκαστικά και αυτοσαρκαστικά ο ίδιος ο δημιουργός το έργο του. Και καταγράφει τη διόλου αρμονική συμβίωση δύο συγκατοίκων στα χρόνια της καραντίνας και του κορονοϊού. «Τι μέρα είπαμε ότι είναι;» είναι η λιτή και λακωνική φράση που παίζει τον ρόλο του προλόγου για να ξεκινήσει ένα χιουμοριστικό «πιτζάμα πάρτι», με μόνους πρωταγωνιστές δύο φίλους σε κατάσταση απομόνωσης και σε διαρκή ανταγωνισμό για το ποιος θα ξεστομίσει την πιο απαισιόδοξη και φαρμακερή ατάκα. Αν όλα αυτά κάτι θυμίζουν στους περισσότερους από εμάς, δεν είναι τυχαίο. Όπως δεν είναι τυχαίο ότι τα ζούμε ακόμα και απ’ ότι φαίνεται θα συνεχίσουμε για πολύ ακόμα. Και το σχετικό link...
  2. Η ιστορία των αδερφών Ρεντζαίων, των «βασιλιάδων της Ηπείρου», γίνεται έμπνευση για το ατμοσφαιρικό κόμικ «Ληστές», από τους δημιουργούς του Ερωτόκριτου. Μιλήσαμε με τον σεναριογράφο και σχεδιαστή Γιώργο Γούση για το μύθο και την αλήθεια αυτών των θρυλικών ιστοριών. Το φαινόμενο της ληστοκρατίας κυριάρχησε στο νεοελληνικό κράτος σχεδόν για έναν αιώνα, μέχρι και τα μέσα των 30s, με τη σύγκρουση παράδοσης και νεωτερικότητας να βρίσκεται στην καρδιά του. Από τη μία, έχεις το κράτος που σταδιακά οργανώνεται ως κάτι πιο σύγχρονο και κεντρικό, από την άλλη έχεις τις μικρές αυτόνομες κοινότητες των απομακρυσμένων βουνών. Σε αυτό το σκηνικό της Ελληνικής υπαίθρου των αρχών του αιώνα βλέπουμε πολλούς ληστές να εξαπλώνουν τη δράση τους, ανάμεσά τους αρκετοί ξακουστοί. Δύο εξ αυτών, τα αδέρφια Ρέντζου, δίνουν την έμπνευση σε δύο δημιουργούς να αναπτύξουν μια συναρπαστική, επική ιστορία κάπου ανάμεσα στο νουάρ, το γουέστερν, τη μαφιόζικη περιπέτεια και την ηθογραφία, με φόντο την Ήπειρο της γέννησης του 20ου αιώνα. Στο κόμικ Ληστές: Η Ζωή και ο Θάνατος των Γιάννη και Θύμιου Ντόβα (Εκδόσεις Polaris), οι Γιώργος Γούσης και Γιάννης Ράγκος εμπνέονται από τους Ρεντζαίους για να αφηγηθούν μια ιστορία κοντά μεν στην αλήθεια, αλλά και μακριά την ίδια στιγμή. Όπως εξάλλου συμβαίνει και με τους ίδιους τους πρωταγωνιστές αυτών των ιστοριών, τους ίδιους τους λήσταρχους, που βάσιζαν μεγάλο μέρος της φήμης τους σε μύθους γύρω από το όνομα και τη δράση τους στα απομονωμένα χωριά. Οι δημιουργοί του υπερ-επιτυχημένου Ερωτόκριτου επιστρέφουν με μια ακόμα εξαιρετική δουλειά, όπου το ασπρόμαυρο, ατμοσφαιρικό σχέδιο του Γούση ντύνει λεπτομερώς μελετημένα σκηνικά και μια μοναδική εκδοχή γλώσσας της εποχής, για να απολαύσουμε τελικά μια ιστορία χαρακτήρων και δράσης σε ένα βαθιά Ελληνικό σκηνικό, βγαλμένο από την καρδιά της νεοελληνικής παράδοσης. Το πρώτο από τα δύο προβλεπόμενα μέρη των Ληστών κυκλοφορεί ήδη στα βιβλιοπωλεία κι εμείς μιλήσαμε με τον δημιουργό Γιώργο Γούση για το φαινόμενο των ληστών, τι ήταν αυτό που βρήκε συναρπαστικό σε αυτές τις ιστορίες, και το ρόλο του μύθου και της προπαγάνδας σε κάθε τοπικό θρύλο. Για την σχέση του κόμικ με την αληθινή ιστορία των Ρεντζαίων Δεν είναι βασισμένο 100% στους Ρεντζαίους, θεωρούσα πως το να έχουμε τα ονόματα θα οδηγούσε κάποιον να πιστεύει ότι είναι ντοκουμέντο, ότι διαβάζει ιστορική έρευνα. Θέλαμε να μπορούμε να αυθαιρετήσουμε και να εξυπηρετήσουμε τη δική μας ιστορία εν τέλει. Στην αρχή η ιδέα ήταν να δούμε την ιστορία αυτών των 2 ανθρώπων. Συνειδητοποιήσαμε καταρχάς ότι δε μπορούσαμε να ξέρουμε διάφορα κομβικά σημεία της ζωής και των αποφάσεων που πήραν, δεν ξέραμε τους λόγους και δε μπορούσαμε καν να τους υποψιαστούμε. Οπότε γνωρίζαμε πως αναγκαστικά θα αυθαιρετούσαμε με έναν τρόπο. Οπότε αποφασίσαμε αφού δεν θέλαμε να εγκλωβιστούμε στην πραγματικότητα, να αλλάξουμε τα ονόματα ώστε να δικαιολογείται η αυθαιρεσία. Και το άλλο πρόβλημα όταν κάνεις ιστορική έρευνα είναι ότι δεν πρέπει να χαθείς. Υπάρχει δηλαδή και το αντίθετο, να διαβάζεις για αληθινά περιστατικά και να πεις, Αφού αυτό έγινε έτσι, γιατί να μην το βάλω κι αυτό μέσα; Γιατί δεν είναι μουσείο με εκθέματα. Μία ιστορία πρέπει να έχει αρχή, μέση και τέλος. Για το πώς ήρθε σε επαφή με την ιστορία των Ρεντζαίων Πριν πολλά χρόνια είχε φτάσει σπίτι ένα βιβλίο, μια αυτοέκδοση του Νίκου Πάνου, ενός ανθρώπου που έκανε την έρευνά του από μεράκι. Λεγόταν Ρεντζαίοι: Οι Βασιλείς της Ηπείρου, και μου κίνησε την περιέργεια. Ήταν μια σκόρπια έρευνα, όχι δηλαδή μυθιστόρημα, αλλά διαβάζοντας την ιστορία με κέρδισε αγνά η αφήγηση και η εξέλιξη των χαρακτήρων. Ήταν συναρπαστική η ίδια η εξέλιξη της ζωής τους. Και είχε πολλά στοιχεία πολιτικά στο φόντο, πώς αλλάζανε τάξη, πώς από παράνομοι γίνονταν νόμιμοι, πως εγκολπίζονταν από πολιτικά στελέχη, από την αστυνομία. Ήταν από αυτές τις ιστορίες που μου αρέσει να βλέπω, έναν Scorsese ή ένα Κάποτε στην Αμερική. Είχε τέτοια στοιχεία η ίδια η ιστορία, οπότε με γοήτευσε και αποφάσισα να προσπαθήσω να το κάνω. Το χωριό των Ρεντζαίων είναι κοντά στο δικό μου αλλά δεν είναι ότι ήμουν ιστοριοδίφης. Θεώρησα είναι bigger than life η ιστορία, απλά αισθανόμουν κοντά στη νοοτροπία των ανθρώπων. Και υπάρχει μια σωματοδομή συγκεκριμένη, είναι πολύ Βαλκάνια. Κι έπειτα υπάρχει η ατμόσφαιρα της περιοχής, ομίχλη, υγρασία, που προσπάθησα να αναδείξω. Αυτοί οι άνθρωποι είναι κάπως βγαλμένοι από την πέτρα, από τη λάσπη, την ομίχλη. Αλλά όλα αυτά διαισθητικά, σαν μνήμες. Για το πώς πλέχτηκε η αλήθεια και η μυθοπλασία γύρω από τη μυθολογία των ληστών Όπου διαβάσαμε για ένα περιστατικό που μπορεί να φαινόταν όχι ρεαλιστικό αλλά ταίριαζε, το βάλαμε. Αλλά εφευρέθηκαν και τελείως σκηνές. Η σκηνή ας πούμε με τα αδέρφια στο ποτάμι είναι fiction, δεν έγινε έτσι. Με κάποιο τρόπο όμως σκότωσαν τους άλλους, οπότε εφηύραμε αυτή τη σκηνή που είναι πολύ δραματική και τελείως πάνω στους χαρακτήρες. Τρομερή πράξη βίας που λέει πράγματα όμως για αυτούς τους δύο. Το νόημα ήταν κάθε σκηνή να εξυπηρετεί και την πλοκή και τους χαρακτήρες. Σίγουρα δεν γύρισαν ας πούμε τον γιο από την απαγωγή με αυτό τον τρόπο, αλλά αυτή η σκηνή μου ήρθε στο μυαλό και λέω, Πρέπει να είναι έτσι! Εφηύραμε πολλά, που όμως έρχονταν εμπνευσμένα από αυτό τον κόσμο και από την ιστορία. Οι ίδιοι ληστές έχουν έτσι κι αλλιώς μια μυθολογία, οπότε έχει ενδιαφέρον τι είναι αλήθεια και τι είναι ψέματα. Για τη διάσταση του μύθου και της προπαγάνδας στις ιστορίες των ληστών Ακόμα κι αυτό το βιβλίο έχει μέσα συνεντεύξεις από βοσκούς ας πούμε, που ο καθένας λέει τη δική του εκδοχή της ιστορίας. Οι ίδιοι οι ληστές βασίζουν ένα μεγάλο κομμάτι της φήμης και της δράσης τους σε προπαγάνδα. Ο άλλος ο φοβισμένος ο βοσκός έχει ακούσει μια ιστορία από τη γιαγιά του κλπ. Έχει ενδιαφέρον και για το ίδιο το είδος. Το ληστρικό είναι genre, έχει συγκεκριμένους κανόνες και χαρακτήρες, και μεγάλο κομμάτι βασίζεται στο πώς οι ληστές μυθοποιούνται και γίνονται λαϊκοί ήρωες. Δε μπορείς λοιπόν να κάνεις ένα ντοκουμέντο, αλλά για μένα δεν έχει και νόημα να το κάνεις. Γιατί από τη φύση της ιστορίας υπάρχει το μυθικό στοιχείο. Είναι δυο άγριοι άνθρωποι που ζουν στα βουνά, είναι μυθικά πλάσματα. Οπότε σίγουρα βλέπεις και αντικρουόμενες αφηγήσεις αν διαβάσεις υλικό, αλλά και παραφουσκωμένα πράγματα, ο ένας τον βλέπει ως άγριο, ο άλλος ανθρώπινο. Αλλά εμείς επειδή αποφασίσαμε να είμαστε με τους χαρακτήρες, αποφασίσαμε να τους παρουσιάσουμε προσγειωμένους στη γη και να δούμε την ψυχανάλυσή τους. Δεν τους δικαιολογούμε δηλαδή, απλώς προσπαθούμε να τους κατανοήσουμε και να τους παρουσιάσουμε. Καταλαβαίνεις από πού προέρχονται τα τραύματά τους, ποια είναι τα κίνητρά τους κλπ. Για την έρευνα, από τη γλώσσα μέχρι τα περιστατικά της εποχής Με τον Γιάννη έπρεπε να εφεύρουμε μια γλώσσα που να μην είναι η πραγματική, γιατί η αληθινά πραγματική είναι δυσνόητη, έχει πολλές κοψιές. Κι έπειτα υπάρχει το διφορούμενο στοιχείο ότι στο κόμικ είναι γραπτός λόγος γιατί τον διαβάζεις γραπτό, αλλά είναι προφορικός γιατί είναι μέσα σε κάποια μπαλονάκια. Νομίζω βρήκαμε μια χρυσή τομή. Με λέξεις που σε πηγαίνουν στην εποχή, στη σύνταξη δεν υπάρχουν νεολογισμοί, δεν υπάρχει αργκό. Και ταυτόχρονα είναι δημοτική, δηλαδή καταλαβαίνει ο καθένας τι συμβαίνει. Το άλλο στην έρευνα είχε να κάνει με την ίδια την ιστορία που έπρεπε να βρούμε κάθε πτυχή, ακόμα και ψεύτικες μαρτυρίες ή δημοσιεύματα. Αυτό που γινόταν τότε ήταν ότι οι εφημερίδες στέλναν ανταποκριτές να πάρουν μια συνέντευξη ας πούμε, και ο ανταποκριτής γύρναγε πίσω με μια ψιλο-νουβέλα. Πήγα εκεί, τους συνάντησα, το μέρος μύριζε υγρασία… Κατάλαβες, έβαζαν σίγουρα μέσα και δικά τους, που αρκετά από αυτά όμως είχαν ενδιαφέρον μυθοπλαστικό. Τα κρατήσαμε, ακόμα και στοιχεία που δεν ήταν διασταυρωμένα από πολλές πλευρές. Τέλος το τρίτο στάδιο της έρευνας ήταν η αρχιτεκτονική, τα ρούχα, τα αντικείμενα. Εκεί με βοήθησε και η Ιουλία Σταυρίδου, που δυστυχώς πέθανε πρόσφατα. Είχε πολύ εκτενές υλικό από την εποχή. Την γνώριζα από τον Γιάννη Οικονομίδη με τον οποίο είχε δουλέψει, και επειδή έψαχνα υλικό εκείνης της εποχής, μου είπε ότι έχει κάνει κι η ίδια μεγάλη έρευνα λόγω των ταινιών του Αγγελόπουλου στις οποίες είχε δουλέψει. Έτσι έγινε κι αυτό το κομμάτι, που πιστεύω πάντα πρέπει να μένει αόρατο. Η σκηνογραφία είναι εκεί για να μην την παρατηρείς. Για να νιώθεις ότι είσαι σε ένα κόσμο πραγματικό, μια άλλη εποχή. Αφού κάναμε όλη την έρευνα βρισκόμασταν με τον Γιάννη Ράγκο και γράψαμε τη σκαλέτα, τη ροή, πώς εξελίσσεται η ιστορία σκηνή-σκηνή. Και προέκυψαν 4 μεγάλα κεφάλαια. Φαίνεται κι από τους τίτλους: Ριζά, δηλαδή οι πρόποδες του βουνού, Κορμί, η πλαγιά δηλαδή, το τρίτο είναι η Κορυφή και το τέταρτο ο Γκρεμός. Είναι η δομική εξέλιξη της ιστορίας. Και χωρίστηκε σε 2 κομμάτια που το πρώτο είναι η προέλευση και μετά η δράση στο βουνό και η παρανομία, και τα άλλα δύο είναι η δράση στην πόλη και η φυγή μέχρι τη σύλληψη – ένα πιο αστικό μέρος. Επειδή τραβάει πολλά χρόνια αυτό, θεώρησα ότι πρέπει να βγει και να φύγει από πάνω μου και να νιώθω ότι έχω κάτι που χρωστάω. Αλλά και επειδή από μόνο του θεωρώ ότι στέκει σαν ανάγνωσμα. Απλώς περιμένεις να διαβάσεις και τη συνέχεια. Για τη διαχρονικότητα του φαινομένου των ληστών Το φαινόμενο των ληστών έχει μια διαχρονικότητα και το είδαμε στην έρευνα διαβάζοντας το βιβλίο του Χόμπσμπαουμ, που λέγεται Ληστές. Παρατηρεί πως με έναν τρόπο είναι παγκόσμιο το φαινόμενο, έχει ακριβώς τα ίδια χαρακτηριστικά από τη Γη του Πυρός μέχρι τη Μογγολία. Είτε σε μέρη τόσο απομονωμένα που δε μπορεί να φτάσει ο νόμος, και συνήθως μετά από μεγάλες καταστροφές, πλημμύρες κλπ, ή σε πάμφτωχα μέρη, όπου δεν υπάρχουν πόροι. Οι ληστές δρουν με τον ίδιο τρόπο, εμφανίζονται για τους ίδιους λόγους και υπάρχουν 3 διαφορετικές μορφές, ίδια χαρακτηριστικά που δρουν αντίστοιχα. Υπάρχουν οι Ρομπέν των Δασών, χρησιμοποιούν την προπαγάνδα του καλού και ίσως και από τη φύση τους έχουν τέτοια στοιχεία. Υπάρχουν οι ληστές-εκδικητές, σαν τους δικούς μου, που γίνονται ληστές από μια εκδίκηση κι έπειτα εξελίσσονται σε επαγγελματίες. Και οι ληστές-επαναστάτες, που σύντομα μετατρέπουν την δράση τους σε πολιτική, επαναστατική. Ταυτόχρονα καθένας μπορεί να έχει λίγο από όλα τα στοιχεία. Οι δικοί μου είναι πιο πολύ εγκληματίες, αλλά υπάρχει το ενδιαφέρον στοιχείο ότι αρχίζουν κι αυτοί προς το τέλος να αποκτούν την υπόσταση του… όχι επαναστάση, δεν κάνουν επαναστατική κίνηση, αλλά από το πώς φέρονται υπάρχει μια αποστροφή απέναντι στην εξουσία. Καταλαβαίνουν ότι χρησιμοποιήθηκαν. Και προκύπτει μέσα από αυτούς ένα σχόλιο για την εξουσία και το πώς δρα. Για την εξουσία μέσα από τα μάτια των χωρικών Η χωροφυλακή για πολλά χρόνια δεν έφτανε καν εκεί πάνω. Είχανε κέντρα αλλά στο βουνό που θες 5 ώρες μες στα χιόνια να πας, δεν πήγαιναν. Ο χωροφύλακας από την πλευρά των χωρικών ήταν αυτός που έρχεται καμιά φορά και μας δέρνει γιατί θέλει να μας ανακρίνει. Δεν υπάρχει καμία άλλη σχέση, γι’ αυτό και η κοντινότερη εξουσία που έχουν είναι ο ληστής. Αν θέλω κάποιος να μου λύσει το πρόβλημα, πάω στον ληστή. Αυτός είναι δικός μας. Για τη σύγκρουση δύο κόσμων, για τον παλιό απέναντι στον νέο Ενδιαφέρον στην ιστορία αυτή είναι ότι περνάνε στη νομιμότητα και μετά ξανά στην παρανομία, κι αυτό μου δίνει μια τεράστια γκάμα μυθοπλαστική και δραματουργική, αλλά έχει ενδιαφέρον και το να δεις πώς πάνε από το ένα στο άλλο. Εκεί υπάρχει ένα μεγάλο ερώτημα που δεν το λύσαμε στην έρευνα: Γιατί αφού είναι νόμιμοι, πλούσιοι και έχουν εξουσία, γίνονται ξανά κυνηγοί οι ίδιοι και ξαναβγαίνουν στην παρανομία; Είναι κάτι που έρχεται στο δεύτερο μέρος και σε εμάς έχει να κάνει με τους χαρακτήρες. Το πρώτο μέρος είναι πιο πολύ γουέστερν και το δεύτερο πιο πολύ μαφιόζικο, με περισσότερο αστικό τοπίο. Αλλά και τα δύο είναι το ίδιο πράγμα όσο αφορά το ότι βασίζεται στους χαρακτήρες. Είναι δύο κόσμοι που σίγουρα θα συγκρουστούν, το παρελθόν με το μέλλον, το σύγχρονο με το παλιό. Αλλά αυτοί είναι στη μέση. Μέχρι ένα σημείο το ισορροπούν καλά αλλά μετά αρχίζουν να αποκτούν περισσότερη δύναμη από όσοι οι άλλοι περίμεναν ότι θα αποκτούσαν. Οι ίδιοι ανήκουν σε έναν παλιό κόσμο, με μια άλλη ηθική, κάποια δεδομένα, κανόνες κλπ. Ο Κολοβός είναι από έναν πιο σύγχρονο κόσμο, είναι ένας μελλοντικός καπιταλιστής, έχει τρόπους να ελίσσεται. Επίσης οι δυο τους είναι αδέρφια κι έχει ενδιαφέρον ψυχαναλυτικό που συναντάμε δυο ανθρώπους που δεν συγκρούονται, αλλά δρουν σαν ένας. Οπότε μου φαινόταν σα να ήταν ο ληστής και το alter ego του, σα να βλέπει τον καθρέφτη και κάποιες φορές είναι σαν ο ένας να είναι ο καλός κι ο άλλος η κακή του πλευρά ή το ανάποδο. Μαζί δεν κάνουνε και χώρια δεν μπορούνε. Και υπάρχει συνεχώς ένα δίπολο που επιτρέπει κάποια πράγματα, σε μια σκηνή που πρέπει ας πούμε να πάρει μια μεγάλη απόφαση, αν ήταν ένας θα τον έβλεπες απλά σκεπτικό. Ενώ τώρα θα μιλήσει με τον «εαυτό» του. Έχει συνέχεια απέναντί του έναν καθρέφτη. Και το σχετικό link...
  3. Λίγα χρόνια μετά το graphic novel του Ερωτόκριτου, οι Γιώργος Γούσης και Γιάννης Ράγκος καταπιάνονται ξανά με το ελληνικό παρελθόν. Είναι πολύ εντυπωσιακό αυτό που συμβαίνει τα τελευταία χρόνια με τα ελληνικά κόμιξ. Κι όχι, δεν αναφέρομαι μόνο στην επανάκτηση της δημοτικότητας και του κούλνες τους, στην δημιουργική κι εκδοτική άνθιση της σκηνής, στην έκδοση περιοδικών που επιχειρούν να αποτυπώσουν αυτήν την στιγμή και να την προχωρήσουν παρακάτω. Όλα αυτά ισχύουν φυσικά, κι είναι πολύ όμορφες εξελίξεις τόσο για τους ανθρώπους που αγαπήσαμε το μέσο του κόμικ σε μια προηγούμενη περίοδο της ζωής μας και της ζωής του, όσο και για αυτούς που το ανακαλύπτουν και το αγαπούν τώρα, στη νέα του άνοιξη. Εδώ όμως αναφέρομαι σε κάτι πιο συγκεκριμένο, σε ένα ιδιαίτερο ρεύμα που ενυπάρχει εντός της διαδικασίας που περιγράψαμε παραπάνω και το οποίο την ωθεί στα πιο φιλόδοξά της όρια. Μιλάω λοιπόν για μια τάση κόμιξ που αναπτύσσεται, με αξιοσημείωτη συνοχή και φροντίδα, μέσα από μια διαρκή επεξεργασία του βαθέως ελληνικού παρελθόντος, των γενικών εθνικών και ειδικών τοπικών αφηγήσεων, αλλά και της ίδιας της εξέλιξης της ελληνικής κοινωνίας κατά το πέρασμά της στην νεωτερικότητα. Πριν από 4 χρόνια κυκλοφορεί μια φαινομενικά παράξενη έκδοση. Ο δημιουργός κόμιξ Γιώργος Γούσης μαζί με τον συγγραφέα Δημοσθένη Παπαμάρκο και τον δημοσιογράφο και συγγραφέα Γιάννη Ράγκο διασκευάζουν σε κόμικ τον Ερωτόκριτο του Βιτσέντζου Κορνάρου. Η έκδοση που προκύπτει δεν έχει τίποτα από την ξεραΐλα και τη μιζέρια που συνήθως περιβάλλει ως αύρα την επαφή με τις απαρχές της νεοελληνικής λογοτεχνίας μέσω της σχολικής εκπαίδευσης ή της ακαδημίας. Αντιθέτως, πρόκειται για ένα ζωηρό fantasy ιπποτικό έπος που όσο πηγάζει από μια ερευνητική αφοσίωση στο κείμενο και την εποχή του, άλλο τόσο προέρχεται από ένα genre πάθος που θέλει να επικοινωνήσει με την pop κουλτούρα του φανταστικού η οποία μοιραία διαμόρφωσε εμάς και την εποχή μας. Έπειτα οι εκδόσεις Polaris μετά την τεράστια απήχηση του Ερωτόκριτου, προχωρούν στην έκδοση δύο ακόμα τίτλων που εμβαθύνουν στο πρότζεκτ «νεοελληνική λογοτεχνία σε graphic novel», τα Μυστικά του Βάλτου της Πηνελόπης Δέλτα που διασκευάζουν οι Παναγιώτης Πανταζής και Γιάννης Ράγκος, και τον Ζητιάνο του Ανδρέα Καρκαβίτσα από τον Kanellos Cob με τον Γιάννη Ράγκο στην επιμέλεια του σεναρίου. Όπως ίσως έχετε παρατηρήσει ακόμα κι οι λιγότερο παρατηρητικοί, το όνομα του Ράγκου διατρέχει όλη αυτήν την υπο-διαδρομή του σύγχρονου ελληνικού κόμικ. Και τώρα ξανά στις εκδόσεις Polaris, o Ράγκος συνεργάζεται εκ νέου με τον Γιώργο Γούση (κάτι που είχαν ξανακάνει πρόσφατα όχι μόνο στον Ερωτόκριτο αλλά και στον Μπλε Κομήτη) για το graphic novel Ληστές: Η ζωή και ο θάνατος των Γιάννη και Θύμιου Ντόβα που κυκλοφόρησε πρόσφατα, τον Οκτώβριο του 2020. Οι Ληστές λοιπόν αποτελούν με έναν τρόπο τομή και συνέχεια όσον αφορά την προαναφερθείσα πορεία. Από τη μία πλευρά δεν αποτελούν μεταφορά κάποιου λογοτεχνικού κειμένου, αλλά βασίζονται στην ιστορική έρευνα που έκαναν οι δύο δημιουργοί τους πάνω στο φαινόμενο της ληστείας στην Ήπειρο κατά τις αρχές του 20ού αιώνα κι ειδικότερα πάνω στη ζωή και τη δράση των αδερφών Ρέτζου, των Ρετζαίων, οι οποίοι αποτέλεσαν την πραγματική βάση για την δημιουργία της ιστορίας του Γιάννη και του Θύμιου Ντόβα που αφηγείται το κόμικ. Μ’ αυτήν την έννοια τυπικά δεν αποτελούν συνέχεια του πρότζεκτ μεταφοράς νεοελληνικής λογοτεχνίας σε κόμιξ. Από την άλλη πλευρά, όσον αφορά την θεματολογία και την προβληματική που αναπτύσσουν οι Ληστές, αποτελούν όχι μόνο συνέχεια αλλά και δημιουργικό ξεπέρασμα του ήδη τρομερά ενδιαφέροντος πρότζεκτ προς την κατεύθυνση της πρωτότυπης ιστορικής έρευνας κι επακόλουθα της πρωτότυπης μυθοπλαστικής αφήγησης. Τα Μυστικά του Βάλτου και ο Ζητιάνος αφορούν αμφότερα την κοινωνική κατάσταση στη Μακεδονία και την Θεσσαλία λίγο πριν και λίγο αφότου αυτές προσαρτηθούν στο ελληνικό κράτος κατά το μεταίχμιο ανάμεσα στον 19ο και τον 20ό αιώνα. Μ’ αυτήν την έννοια αποκαλύπτουν ένα πολύπλοκο κοινωνικό, γλωσσικό, πολιτικό, οικονομικό και πολιτιστικό περιβάλλον που φωτίζει με έναν διαφορετικό τρόπο τις μέχρι τώρα κυρίαρχες εθνικές αφηγήσεις πάνω στην εδραίωση της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας μέσα από τη σχέση της με το έθνος-κράτος. Στους Ληστές, αυτή η διαδικασία προχωράει παρακάτω, στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, όταν η σύγκρουση παράδοσης και νεωτερικότητας εκδηλωνόταν σε ένα διπλό επίπεδο: αφενός στη σχέση του κράτους και του νόμου με τα προϋπάρχοντα δίκτυα κοινωνικής και οικονομικής εξουσίας στην ελληνική επικράτεια, κι αφετέρου στη σχέση ανάμεσα στους παλιότερους κώδικες τιμής/επικοινωνίας ή τρόπους ζωής και τις απαιτήσεις συμμόρφωσης στα ήθη ή ενσωμάτωσης στους θεσμούς της σύγχρονης εποχής. Όπως καταλαβαίνετε οι Ληστές είναι ένα εικονογραφημένο αφήγημα αντιθέσεων και συγκρούσεων. Αυτές οι αντιθέσεις και συγκρούσεις όμως δεν αναπαριστώνται με κάποια ακαδημαϊκή τυπικότητα ή τακτοποίηση ούτε με κάποια λαογραφική φολκλόρ διάθεση. Αντιθέτως ξεδιπλώνονται με την παλλόμενη ένταση της αναμπουμπούλας και της μανούρας, ενώ εικονογραφούνται με την καυλερή genre αισθητική ενός σκληροτράχηλου, ασπρόμαυρου, βίαιου western (κυκλοφορώντας σχεδόν ταυτόχρονα με το κινηματογραφικό Digger, υπέροχη σύμπτωση). Σ’ αυτό εδώ το παράδοξο western η παρουσία του frontier, του ρευστού συνόρου προς κατάκτηση και ξεπέρασμα από τις δυνάμεις του καινούριου είναι φυσικά κομβική. Εδώ το frontier είναι διαρκώς κινούμενο, με τους αδερφούς Ντόβα να διαπραγματεύονται την ύπαρξή τους στον καινούριο εκμοντερνισμένο κόσμο μέσα από μια σειρά λυκοσυμμαχιών και λυκοσυμπράξεων με τους νέους θεσμούς της σύγχρονης πολιτικής και οικονομικής εξουσίας. Ταυτόχρονα, όπως και στην Άγρια Συμμορία του Sam Peckinpah που διαδραματίζεται την ίδια ακριβώς εποχή στην άλλη πλευρά του πλανήτη, το frontier στενεύει γύρω τους και πνίγει τους τραγικούς ληστές σαν θηλιά: ο θαυμαστός νέος κόσμος δεν είναι γι’ αυτούς. Μπορεί η ζωή των Ντοβαίων να αναπαρίσταται με τρόπο συναρπαστικό, αλλά οι Ράγκος και Γούσης είναι προσεκτικοί στο να μην τους μυθοποιήσουν και δοξολογήσουν παραπάνω απ’ όσο τους αντιστοιχεί και τους πρέπει. Μ’ αυτήν την έννοια, η ισορροπία ανάμεσα στην αισθητικοποίηση και την αποστασιοποίηση είναι πολύ πετυχημένη κι αποτελεί ίσως την σημαντικότερη αρετή του κόμικ. Παρόλα αυτά, οι δημιουργοί κάθε άλλο παρά κρύβονται από τον αντιφατικό αλλά πραγματικό κοινωνικό χαρακτήρα της ληστείας στον ελλαδικό χώρο από την ίδρυση του ελληνικού κράτους μέχρι και την εποχή που χοντρικά ολοκληρώνεται η αφήγηση, δηλαδή έναν ολόκληρο αιώνα σχεδόν (1830-1930). Υπάρχει μια αποσιωπημένη παράδοση ανταρσίας και παραβατικότητας που συχνά συναντήθηκαν μεταξύ τους μέσα από το φαινόμενο της ληστείας. Η Ήπειρος εκείνης της περιόδου, ως άγριος και παραμεθόριος τόπος, είχε πολύ έντονη ληστρική δραστηριότητα μέχρι και αρκετά μετά από την κατάκτησή της από τον ελληνικό στρατό. Οι κλέφτες έβγαιναν στο βουνό κι άλλαζαν σύνορα σαν τα πουκάμισα προκειμένου να μην τους πιάσουν. Την εποχή που διαδραματίζονται οι Ληστές, το ελληνικό κράτος αναγκάζεται να προχωρήσει στην πικρή διαπίστωση ότι οι απόπειρες εκσυγχρονισμού του προσκρούουν στα αναχρονιστικά δίκτυα εξουσίας που έχουν εγκαθιδρύσει οι ληστές με τους ντόπιους πολιτευτές. Έτσι οι κάτοικοι της περιοχής πολύ συχνά προτιμούν την εξουσία των ληστών από αυτήν του κράτους. Κατά μία έννοια, η Ήπειρος του μεσοπολέμου που αφηγείται το κόμικ στιγματίστηκε από τη σχέση του ληστή και του σταυρωτή (όπως χαρακτήριζαν τους κρατικούς αξιωματούχους), με τους ληστές της εποχής να διχάζονται ανάμεσα στις συμμαχίες με τους Φιλελεύθερους ή τους Εθνικόφρονες, και πιο συγκεκριμένα τους Ρετζαίους να συντάσσονται με το Βενιζέλο και τους Κουμπαίους να συντάσσονται με το Λαϊκό Κόμμα. Κι ενώ αυτή η ψυχρή υπολογιστική πλευρά της δύναμης των ληστών είναι πέρα για πέρα τεκμηριωμένη και χειροπιαστή, από την άλλη η ληστρική μυθολογία συνεχίζει να ασκεί επίμονα τη γοητεία της. Ο μεγάλος ιστορικός Eric Hobsbawm έχει δείξει πολύ αναλυτικά τις κοινωνικές και ηθικές ρίζες της λατρείας των ληστών, αφού πρόκειται για εχθρούς του νόμου αλλά φίλους των ηθικών κανόνων των λαϊκών τάξεων. Ως σημάδι της παρακμής των φεουδαρχικών θεσμών και της ηθικής τους, αλλά κι ως μορφή αντίδρασης στον αναδυόμενο καπιταλιστικό εκμοντερνισμό, οι ληστές αποτέλεσαν πολύ συχνά την πρώτη ύλη για τους μύθους και τους θρύλους μιας ρομαντικής αντίστασης προς τον σύγχρονο κόσμο (γι’ αυτό και θα τους συναντήσουμε εξίσου συχνά στα λαϊκά τραγούδια των ανώνυμων δημιουργών αλλά και στους εκλεπτυσμένους στίχους των ρομαντικών ποιητών). Το είπαμε και πριν: οι Ληστές αφηγούνται μια σκοτεινή και συγκρουσιακή ιστορία. Κι όπως φαίνεται ήταν αναπόφευκτο, αφού οι σελίδες της μετάβασης στο σύγχρονο, καπιταλιστικό, εθνικά ομογενοποιημένο ελληνικό κράτος είναι βαμμένες με πολύ αίμα. Όλα αυτά με ενδιαφέρουν προσωπικά πάρα πολύ από ιστορική και πολιτική σκοπιά, αλλά δεν υπονοώ ότι το κόμικ αποτελεί κάποιου είδους ιδεολογική ιστορική δήλωση. Αντίθετα προσπαθεί μάλλον να απελευθερώσει τις κρυμμένες δυνάμεις της ιστορικής πραγματικότητας μέσα από την εικόνα και το δράμα, χωρίς να φλυαρεί γι’ αυτές με κυριολεκτικό τρόπο, όπως κάνω εγώ ας πούμε εδώ από την σκοπιά του αρθρογράφου. Παρόλα αυτά, η παλιά Ελλάδα του μεσοπολέμου που αποκαλύπτουν οι Ληστές δεν έχει καμία σχέση με την εξιδανικευμένη απεικόνιση του παρελθόντος που προσφέρουν οι κυρίαρχες αφηγήσεις, απ’ τις οποίες θα μπουχτίσουμε από το νέο έτος που θα γιορτάζεται πλουσιοπάροχα (ή και όχι) η 200ή επέτειος από το 1821. Μ’ αυτήν την έννοια, το κόμικ των Γούση και Ράγκου επικοινωνεί με την πολύ ενδιαφέρουσα άτυπη καλλιτεχνική συνομοταξία που μοιάζει να καταπιάνεται με μια επανεπινόηση του παρελθόντος και της παράδοσης (όπως έχει σημειωθεί πετυχημένα ξανά και ξανά) μέσα από νέα αισθητικά εργαλεία. Όχι πια σαν επανανακάλυψη μιας δήθεν χαμένης κι ευγενούς αυθεντικότητας που επικυρώνει εκ νέου την αδιαμφισβήτητη ομοψυχία του έθνους, όπως έκαναν αμέτρητες φουρνιές καλλιτεχνών που στράφηκαν προς την παράδοση κατά τις προηγούμενες δεκαετίες, αλλά περισσότερο σαν εξερεύνηση των παραδόσεων και των ιστοριών που ανθίζουν στο περιθώριο της κυρίαρχης εθνικής αφήγησης. Έτσι θα μπορούσαμε να βάλουμε τους Ληστές δίπλα στο Γκιακ του Δημοσθένη Παπαμάρκου και τις Παγανιστικές Δοξασίες του Χρυσόστομου Τσαπραΐλη (αμφότερα των εκδόσεων Αντίποδες), που τα τελευταία χρόνια αποτέλεσαν σημεία αναφοράς για τις υπο-εθνικές παραδόσεις που πριμοδοτούν το αλλόκοτο, το αποκλίνον, το φυγόκεντρο και το ετερόδοξο (κάτι που στα κόμιξ ξανάκανε τρόπον τινά πριν χρόνια ο Γιάννης Καλαϊτζής στα σπουδαία Μαύρο Είδωλο της Αφροδίτης και Τυφών). Και όπως είπαμε και πριν, αυτό δεν συμβαίνει μέσα από τα μουχλιασμένα εργαλεία της χασμουρητής πατριδογνωσίας αλλά με μια οργανική ενσωμάτωση των πιο παθιάρικων πλευρών της pop κουλτούρας, από τη λογοτεχνία και τα video games μέχρι το σινεμά και την τηλεόραση: το horror, το fantasy, το noir, το western. Όλα τα όμορφα πράγματα δηλαδή. Με αφορμή την κυκλοφορία των Ληστών λοιπόν, ζήτησα από τον Γιώργο Γούση και τον Γιάννη Ράγκο να φτιάξουν μια λίστα με 5 ελληνικές ταινίες και 5 ελληνικά βιβλία για όσους θέλουν να εντρυφήσουν περισσότερο σε μια σκοτεινή ιστορική/λαογραφική ματιά πάνω στο εθνικό παρελθόν που να περιβάλλεται από μια ιδιαίτερη genre αύρα. Αυτοί ανταποκρίθηκαν κι έτσι μου έστειλαν τα εξής: ΤΑΙΝΙΕΣ – «Οι βοσκοί» του Νίκου Παπατάκη (1967) Τα πρόσωπα, οι ερμηνείες, και η σκηνοθεσία μιας βαθιά ανατρεπτικής και μοντέρνας ταινίας. Κλασικό παράδειγμα όπου η ηθογραφία δεν είναι απλά η επιδερμική αναπαράσταση μιας εποχής. – «Ο φόβος» του Κώστα Μανουσάκη (1966) Θρίλερ στην ελληνική επαρχία, στην ουσία του υπαρξιακό, άρα και πολιτικό. Καλλιτεχνικό επίτευγμα σε κάθε του πεδίο (σκηνοθεσία, σενάριο, φωτογραφία, μουσική) με το κάθε ένα από αυτά να αναδεικνύει τα υπόλοιπα. – «Αναπαράσταση» του Θόδωρου Αγγελόπουλου (1970) Το ντεμπούτο του πιο αναγνωρισμένου Έλληνα σκηνοθέτη με ένα μη γραμμικό «αστυνομικό» στα χωριά της Ηπείρου, βασισμένο σε αληθινό έγκλημα. Ταινία σταθμός για το νέο Ελληνικό σινεμά, αλλά και για τον ίδιο τον Αγγελόπουλο που ανακαλύπτει εδώ το κινηματογραφικό του σύμπαν στην πιο ανεπιτήδευτη μορφή του. – «Λόλα» του Ντίνου Δημόπουλου (1964) Στην εποχή που το εμπορικό ελληνικό σινεμά βρίσκεται στο ζενίθ του, παράγει την «Λόλα», ένα κλασικό νουάρ το οποίο ενώ πατάει στα πρότυπα του αμερικάνικου κινηματογράφου, δεν πέφτει στην παγίδα της αντιγραφής. Παρά τις μικρές δόσεις “μελό”, παραμένει μία από τις κορυφαίες νουάρ ταινίες της εγχώριας κινηματογραφικής παραγωγής με ένα σούπερ καστ της εποχής (Κούρκουλος, Καρέζη, Παπαγιαννόπουλος). – «Το χώμα βάφτηκε κόκκινο» του Βασίλη Γεωργιάδη (1966) Βασισμένος στα πρότυπα του γουέστερν, ο Νίκος Φώσκολος γράφει ένα από τα καλύτερά του σενάρια με φόντο την αγροτική εξέγερση του Κιλελέρ (αρχές 20ου αιώνα) και τον πρωτεργάτη της Μαρίνο Αντύπα ως έναν από τους χαρακτήρες. Ο Γεωργιάδης σκηνοθετεί το σενάριο και παρουσιάζει μια εμβληματική ταινία με σκηνές ανθολογίας για το ελληνικό σινεμά και φτάνει ως τα Όσκαρ του 1966, υποψήφια για καλύτερη ξενόγλωσση ταινία. ΒΙΒΛΙΑ – “Πίστομα” (διήγημα από τις “Κορφιάτικες ιστορίες”) του Κωνσταντίνου Θεοτόκη (1899) Πυκνό (μόλις 650 λέξεις), νατουραλιστικό, βαθύ ψυχογράφημα ενός ληστή που, μετά από την χορήγηση αμνηστίας, επιστρέφει στο χωριό του και βυθίζεται στην ανθρώπινη κτηνωδία. Ένα αληθινό αριστούργημα της νεοελληνικής λογοτεχνίας. – “Οι λησταί στα πρόθυρα των Αθηνών” του Μ. Καραγάτση (1952/2001) Ληστρικό μυθιστόρημα, βασισμένο στην υπόθεση της σφαγής στο Δήλεσι (1870), αλλά με σαφείς συνδηλώσεις για την (τότε) ιστορική και πολιτική συνθήκη (Εμφύλιος πόλεμος και πρώτα μετεμφυλιακά χρόνια). – “Το μυστικό του Άσπρου Βράχου” του Γιάννη Μαρή (1959) Το πρώτο ιστορικό αστυνομικό μυθιστόρημα στην Ελλάδα, γραμμένο από τον εισηγητή της αστυνομικής λογοτεχνίας στην Ελλάδα και “εμποτισμένο” με στοιχεία από την παράδοση των λαϊκών ληστρικών αφηγημάτων. – “Το κιβώτιο” του Άρη Αλεξάνδρου (1975) “Ορεινή” πολιτική περιπέτεια στα χρόνια του Εμφυλίου, με εντελώς αυτόφωτη σύλληψη και δομή, αλληγορία – μεταξύ άλλων – της σταθερής οδύνης της ύπαρξης. – “Μπέσα για μπέσα ή ο άλλος Φώτης” του Νίκου Μπακόλα (1998) Το φαινόμενο των “ληστών των ορέων”, κοιταγμένο μέσα από την “κουλτούρα της ανταρσίας”, μαζί με το δημιουργικό “αναποδογύρισμα” των αρχετυπικών μοτίβων της ληστρικής φιλολογίας. Και το σχετικό link...
  4. Μια χορταστικότατη συνέντευξη του σεναριογράφου των Ερωτόκριτος, Στα μυστικά του βάλτου και Ληστές στη Lifo ==== Γιάννης Ράγκος: Ο δημοσιογράφος που μελετά τα ελληνικά εγκλήματα των τελευταίων δύο αιώνων «Πάντα με είλκυαν, όχι μόνο στην πραγματική ζωή αλλά και στα διαβάσματά μου, οι ιστορίες ανθρώπων με τραγικό πεπρωμένο». M. HULOT 8.12.2020 Ο Γιάννης Ράγκος είναι βέρος Αθηναίος και κάτοικος του ιστορικού κέντρου εδώ και χρόνια. Είναι δημοσιογράφος από πολύ νεαρή ηλικία – έχει εργαστεί ως έμμισθος ή freelance δημοσιογράφος σε περιοδικά, εφημερίδες, ραδιοφωνικούς σταθμούς, τηλεοπτικές εκπομπές, ντοκιμαντέρ και blog/sites, καλύπτοντας ποικίλα ρεπορτάζ. Έχει συνεργαστεί με μερικές από τις πιο δημοφιλείς σειρές της ελληνικής τηλεόρασης και από το 2000 είναι συγγραφέας λογοτεχνικών βιβλίων, βιβλίων έρευνας, αλλά και ταξιδιωτικών οδηγών. Με τον συγγραφέα Δημοσθένη Παπαμάρκο έκαναν τη σεναριακή διασκευή για το graphic novel «Ερωτόκριτος», σε σχέδια του Γιώργου Γούση, το οποίο απέσπασε πέντε βραβεία (Καλύτερο Κόμικ, Καλύτερο Σχέδιο, Καλύτερη Καλλιτεχνική Επιμέλεια, Καλύτερο Σενάριο και Καλύτερο Εξώφυλλο) στα Ελληνικά Βραβεία Κόμικς 2017, καθώς και για το κόμικ «Στα μυστικά του βάλτου», σε σχέδια Παναγιώτη Πανταζή. Πρόσφατα κυκλοφόρησε το «Ληστές – Η ζωή και ο θάνατος των Γιάννη και Θύμιου Ντόβα», συνεργαζόμενος στο σενάριο με τον Γιώργο Γούση, και ξαναδουλεμένο το «Μυρίζει Αίμα», το non-fiction crime novel που είχε κυκλοφορήσει το 2008. Είναι τακτικό μέλος της Ένωσης Συντακτών Περιοδικού-Ηλεκτρονικού Τύπου (ΕΣΠΗΤ) και της Διεθνούς Ομοσπονδίας Δημοσιογράφων (IFJ), ιδρυτικό μέλος της Ελληνικής Λέσχης Συγγραφέων Αστυνομικής Λογοτεχνίας (ΕΛΣΑΛ) και μέλος της Διεθνούς Ομοσπονδίας Αστυνομικών Συγγραφέων (IACW). — Με τον Γιάννη Ράγκο, τον ήρωα της Επανάστασης, έχεις συγγένεια; Είναι μακρινός πρόγονός μου. Μάλιστα, έχω όλο το αρχείο του, που έχει κυκλοφορήσει σε μια έκδοση από το Εθνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο, αλλά είναι πολύ μακρινή η καταγωγή. Ήταν από τον Βάλτο της Αιτωλοακαρνανίας, είχε το αρματολίκι εκεί και ήταν αντίπαλος και αντίζηλος του Καραϊσκάκη. Έγινε και στρατηγός μετά. — Γιατί έγινες δημοσιογράφος; Δεν υπάρχει συγκεκριμένη αιτία, αλλά θα σου πω πώς το αποφάσισα. Το 1981, όταν έγιναν οι σεισμοί στις Αλκυονίδες, είχαν οι γονείς μου κάποιους φίλους με εξοχικό έξω απ' την Κόρινθο, στο Βραχάτι. Πήγαμε, λοιπόν, μια βόλτα όλοι μαζί να δουν σε τι κατάσταση ήταν το σπίτι τους, και επειδή η περιοχή είχε πληγεί πάρα πολύ, ό,τι έβλεπα το κατέγραφα. Έκανα ένα είδος ρεπορτάζ. Τότε, στο σχολείο όπου πήγαινα, στο Παλαιό Φάληρο, βγάζαμε ένα μαθητικό περιοδικό και έγραψα εκεί τι είδα στο επιτόπιο ρεπορτάζ που είχα κάνει. Μου άρεσε τόσο πολύ η διαδικασία της καταγραφής και της αποτύπωσης, που στα 15 μου είπα «θέλω να γίνω δημοσιογράφος». Και πράγματι, από τα 19 μου χρόνια, πρωτοετής στο πανεπιστήμιο –μπήκα στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών στην Πάντειο σχολή τότε–, ξεκίνησα να δουλεύω στη «Ναυτεμπορική», ως νεαρός ρεπόρτερ. Έκανα πειραϊκό και ναυτιλιακό ρεπορτάζ, ως βοηθός του συντάκτη. Μου άρεσε το στοιχείο της έρευνας, της αποτύπωσης και της καταγραφής το γεγονότος, επειδή μου άρεσαν η γλώσσα και το γράψιμο. — Κι αυτό σε οδήγησε στη συγγραφή; Το πρώτο μου βιβλίο το έβγαλα το 2000, όταν ήμουν πια 34 χρονών. Ήταν μια δημοσιογραφική έρευνα που έκανα για πέντε χρόνια, από το '94 έως το '99, για την περίφημη υπόθεση της νάρκης στον Γοργοπόταμο το '64, όταν γιορτάστηκε για πρώτη φορά η επέτειος του σαμποτάζ του '42. Τότε είχε γίνει επίσημος εορτασμός από την κυβέρνηση Κέντρου, με εκπροσώπους κομμάτων κ.λπ., και με τη λήξη του εορτασμού εξερράγη μια νάρκη στο σημείο. Σκοτώθηκαν 13 άνθρωποι και τραυματίστηκαν 100. Η επίσημη εκδοχή ήταν ότι ήταν μια παλιά νάρκη από ένα ναρκοπέδιο κάτω από τη Γέφυρα του Γοργοποτάμου. Έκανα ένα θέμα στο «Ποντίκι», αλλά το υλικό που συγκεντρώθηκε ήταν τόσο πολύ, που σκέφτηκα να το κάνω βιβλίο. Αναδρομικά, μετά την κυκλοφορία του βιβλίου, μπορώ να πω ότι δεν ήθελα να γίνω δημοσιογράφος, ήθελα συγγραφέας, και παραστράτησα. Ωστόσο, μου αρέσει η ερευνητική δημοσιογραφία, γι' αυτό κι έχω κάνει διάφορα ρεπορτάζ. Εκτός από πειραϊκό και ναυτιλιακό, έχω κάνει πολύ ελεύθερο, καλλιτεχνικό, πολιτικό, κοινοβουλευτικό... — Το ενδιαφέρον σου για το έγκλημα πώς προέκυψε; Δεν αγαπώ το έγκλημα ως έγκλημα, αυτό το λέω με μεθύστερη γνώση. Αυτό που διαπίστωσα είναι πάντα με είλκυαν, όχι μόνο στην πραγματική ζωή αλλά και στα διαβάσματά μου, οι ιστορίες ανθρώπων με τραγικό πεπρωμένο. Ένα γαλλικό γνωμικό λέει ότι «οι ευτυχισμένοι άνθρωποι δεν έχουν ιστορία». Ένας «ευτυχισμένος» άνθρωπος μπορεί να είναι πολύ καλά με τον εαυτό του και μπράβο του, αλλά για μένα, που τον παρατηρώ απέξω, είναι ένας πληκτικός άνθρωπος. Δεν μου λέει τίποτα. Οι άνθρωποι που μας ελκύουν το ενδιαφέρον είναι αυτοί που έχουν τις αντιφάσεις τους, που φτάνουν στα όριά τους και τα υπερβαίνουν, που δοκιμάζουν πράγματα, που έχουν δηλαδή ένα είδος τραγικού πεπρωμένου. Αυτός ήταν ο λόγος, συν η γοητεία που ασκεί η εξιχνίαση ενός μυστηρίου, το ερευνητικό στοιχείο δηλαδή, που με οδήγησε στην αστυνομική λογοτεχνία, πρωτίστως ως αναγνώστη. Η μεθοδολογία της έρευνας που ακολουθείται και στην αστυνομική λογοτεχνία από την πλευρά του ερευνητή με γοήτευε. Όταν ήμουν στην εφηβεία μου, 15-16 χρονών, και διάβαζα Άγκαθα Κρίστι, μου είπε ο πατέρας μου –που διάβαζε και ήταν ένας πολύ καλλιεργημένος άνθρωπος–, «διάβασε Χάμετ, Τσάντλερ, Χάισμιθ και Σιμενόν, κορυφαίους συγγραφείς». Και τους διαβάζω και πέφτω ξερός, μου αποκαλύπτεται ένας ολόκληρος νέος κόσμος. Στα βιβλία τους υπήρχε και μια βαθιά λογοτεχνικότητα, εκτός των άλλων. Αυτό το στοιχείο, λοιπόν, το ότι οι άνθρωποι που κάνουν ένα έγκλημα είναι άνθρωποι που οικειοθελώς προσχωρούν στο ταξίδι προς την κόλαση, με ενδιέφερε και άρχισα να ερευνώ υποθέσεις αληθινών εγκλημάτων. Η βασική μου εμπλοκή ξεκίνησε ως εξής. Τέλη του '90 ήμουν ένας πολύ νεαρός δημοσιογράφος – τότε δούλευα ως ξένος ανταποκριτής, ήμουν στο γραφείο Τύπου του Φεστιβάλ Αθηνών και έκανα καλλιτεχνικό ρεπορτάζ. Μου γίνεται μια πρόταση από τον Πάνο τον Κοκκινόπουλο για μια εκπομπή που ετοίμαζε στον ΑΝΤ1 τότε, την περίφημη «Ανατομία ενός Εγκλήματος». Ήταν ένα concept που είχε φέρει ο Μαστοράκης, ο οποίος ήταν υπεύθυνος προγράμματος του ΑΝΤ1, το docudrama, μια σειρά βασισμένη σε αληθινές ιστορίες. Ήθελαν έναν δημοσιογράφο και με ρώτησε αν με ενδιέφερε. Ήταν έγκλημα και έρευνα και με ενδιέφερε. Και αληθινές ιστορίες. Ξεκίνησα την έρευνα για να παραδώσω υλικό στους σεναριογράφους και τους σκηνοθέτες, για να μετατραπεί αυτό σε σενάριο, να γίνουν τα γυρίσματα κ.λπ., οπότε, αν και η εκπομπή ξεκίνησε το '91, εγώ δούλεψα στον ΑΝΤ1 από τα τέλη του '90 μέχρι το '95. Η σειρά έκανε πάταγο στην εποχή της, ήταν ένα concept πολύ καινούργιο για την Ελλάδα, με εξαιρετικούς συντελεστές και καστ. Δεν ήταν μόνο ο Πάνος ο Κοκκινόπουλος, ήταν κι άλλοι σκηνοθέτες σημαντικοί, και ο Πέτρος ο Μάρκαρης στο σενάριο... Υπήρχαν περιπτώσεις που χρειάστηκε να κάνω και οκτώ μήνες έρευνα για να μαζέψουμε το υλικό. Αυτό το πράγμα, λοιπόν, που διήρκεσε τέσσερα χρόνια, με οδήγησε στη συγκέντρωση ενός υλικού, γύρω στις 90 με 100 υποθέσεις εγκλημάτων που διέτρεχαν όλο τον 19ο και τον 20ό αιώνα. Το κριτήριό μας στην «Ανατομία ενός Εγκλήματος» ήταν να είναι υποθέσεις που έχουν τελεσιδικήσει από δικαστικής πλευράς, και για λόγους ηθικής τάξης αλλά και για λόγους τυπικής κάλυψης. Πηγαίναμε με την απόφαση του δικαστηρίου. Αν το δικαστήριο είχε καταδικάσει κάποιον, ήταν ένοχος. Το λέω γιατί υπήρχαν περιπτώσεις που οι καταδικασμένοι ένοχοι δεν είχαν αποδεχτεί ακόμα την απόφαση και όταν εμείς παρουσιάζαμε την υπόθεσή τους, μάς έστελναν επιστολές και μας έλεγαν «είμαι αθώος, γιατί με παρουσιάζεις ένοχο;». Πάντα, όμως, είχαμε τη δικαστική απόφαση ως οδηγό. Η συνεργασία με τον Πάνο Κοκκινόπουλο συνεχίστηκε το '96 και το '97 στη «Διπλή Αλήθεια», μια εκπομπή παρόμοιου χαρακτήρα στην ΕΡΤ, και το 2000-2002 στον Alpha κάναμε τον «Κόκκινο Κύκλο». Όλο αυτό το δυσεύρετο υλικό της δικής μου δεκαετούς ερευνητικής δουλειάς, δημοσιογραφικής και όχι επιστημονικής, κατέληξε να είναι 150 υποθέσεις στο αρχείο μου. Επομένως, με αυτή την έννοια ταυτίστηκα με το έγκλημα, χωρίς να έχω κάνει ποτέ μου αστυνομικό ρεπορτάζ. Και, βέβαια, σε αυτήν τη διαδικασία συνάντησα συγκλονιστικά γεγονότα, μάλιστα το μυθιστόρημα που γράφω τώρα βασίζεται σε όλο αυτό το υλικό που έχω στο αρχείο μου. Είναι ένα non-fiction novel πάλι, όπως και το «Μυρίζει Αίμα», απλώς διατρέχει πια όλο τον 20ό αιώνα. Πρέπει να σου πω το εξής: το υλικό που έχω, δηλαδή φάκελοι σε ένα μέρος της βιβλιοθήκης στο γραφείο μου, και κάθε φάκελος είναι και μία υπόθεση, περιλαμβάνει δημοσιεύματα εφημερίδων, δικαστικά έγγραφα, προανακριτικό υλικό, ανάλογα με την κάθε περίπτωση, απομαγνητοφωνημένες συνεντεύξεις, οπτικοακουστικό υλικό που έχω πάρει από τα αρχεία των καναλιών στα οποία δούλευα, υλικό που είτε έχει παίξει είτε όχι, αμοντάριστο, που το έχω σε VHS. Αυτό το υλικό, λοιπόν, είναι πραγματολογικού ενδιαφέροντος, αφορά κάποιον που θέλει να κάνει μια μελέτη σε ένα φαινόμενο εγκληματολογικό. Έχουν έρθει πάρα πολλές φορές φοιτητές του Παντείου και της Νομικής Σχολής να πάρουν πρωτογενές υλικό για να δουλέψουν πάνω σ' αυτό. Ένας αστυνομικός συντάκτης πιθανόν να έχει ένα ακόμα μεγαλύτερο αρχείο, με τις υποθέσεις με τις οποίες έχει ασχοληθεί προφανώς, αλλά πιάνουν αυτά τα 20-30χρόνια που έκανε στο αστυνομικό ρεπορτάζ. Το δικό μου αρχείο, επειδή ήταν έτσι η φύση της δουλειάς μου, έχει επεκταθεί σε σχεδόν δύο αιώνες. Ξεκινάω από το 1830 και φτάνω μέχρι το 2005. — Από κει προέκυψαν και τα «Ξεχασμένα Πρωτοσέλιδα»; Αυτό το βιβλίο δεν έχει μόνο εγκλήματα, είναι δημοσιογραφικό. Το 2000 κυκλοφόρησα το πρώτο μου βιβλίο και το πρώτο λογοτεχνικό το έβγαλα το 2004, τη «Στάση του Εμβρύου» – ήταν το πρώτο μου μυθιστόρημα. Το 2000 είπα ότι θέλω να γίνω συγγραφέας κι εκείνη την περίοδο, που κράτησε ίσως και έναν χρόνο, έτυχε να λυθούν κάποιες συμβάσεις εργασίας, να σταματήσουν κάποιες συνεργασίες κ.λπ. και τότε έκανα μια επιλογή – γιατί ήταν χρυσή εποχή εκείνη, και είχα φτάσει να έχω δέκα δουλειές ταυτόχρονα ως δημοσιογράφος. Έβγαζα σχεδόν τρεις φορές περισσότερα απ' όσα χρειαζόμουν για να ζω καλά και είπα «όχι, θα περιορίσω τις δημοσιογραφικές μου δουλειές, άρα και το εισόδημά μου, για να ελευθερώσω χρόνο για να γράψω». Είμαι 35 χρόνια επαγγελματίας δημοσιογράφος και 20 χρόνια επαγγελματίας συγγραφέας, και παρότι το βασικό μου εισόδημα προέρχεται από τη δημοσιογραφία, αν με ρωτήσεις τι δουλειά κάνω, λέω πρώτα ότι είμαι συγγραφέας και μετά ότι είμαι δημοσιογράφος πια. Επειδή αποφάσισα να μην κάνω πια ρεπορτάζ της τρέχουσας επικαιρότητας, άρχισα να κάνω άλλα θέματα, που ήταν πιο ερευνητικά και δεν απαιτούσαν τόσο πολύ χρόνο και deadlines, οπότε στράφηκα σε δύο πράγματα που μου άρεσαν πολύ και τα έκανα και νωρίτερα, το ταξιδιωτικό και το ιστορικό ρεπορτάζ, μια δημοσιογραφικού τύπου προσέγγιση σε άγνωστες πτυχές της Ιστορίας, που συνίσταται στην ανακάλυψη άγνωστων ντοκουμέντων ή μιας πτυχής ενός ήδη γνωστού γεγονότος που δεν έχει φωτιστεί πολύ, με κάποια νέα στοιχεία. Διεξάγοντας αυτά τα ρεπορτάζ, έκανα πρωτότυπες ιστορικές έρευνες για διάφορα γεγονότα που ήταν άγνωστα. Συνεργάζομαι πολλά χρόνια τώρα, δεκατέσσερα για την ακρίβεια, με την «Ιστορία Εικονογραφημένη» του Πάπυρου, που τώρα, βέβαια, έχει αλλάξει ιδιοκτησία. Είναι το παλιότερο περιοδικό που κυκλοφορεί στην Ελλάδα σήμερα, από το 1968 συγκεκριμένα. Και από αυτό το υλικό, 30 κομμάτια –πολλά θέματα, κυρίως της μικροϊστορίας, τα μικρά γεγονότα, και κάποια εγκλήματα μεταξύ αυτών–, έκανα μια επιλογή και έβγαλα το 2016 τα «Ξεχασμένα Πρωτοσέλιδα». Είναι θέματα που στην εποχή τους έκαναν αίσθηση και έγιναν πρωτοσέλιδα, όμως στην πορεία του χρόνου ξεχάστηκαν. Επίσης, οι έρευνες για τα εγκλήματα που έκανα πιο παλιά έχουν και το στοιχείο της ιστορικής έρευνας, διότι ένα έγκλημα, πέρα από το καθαρά αστυνομικό του κομμάτι, πώς έγινε, πώς αποκαλύφθηκε, πώς συνελήφθη ο δράστης, πόσο δικάστηκε, αποκαλύπτει όλη την εποχή του. Είναι ένας καθρέφτης της. Ακόμα και ένα έγκλημα πάθους αποκαλύπτει την εποχή του, αρκεί να θέλεις να το δεις έτσι, να ψάξεις τα στοιχεία που σχετίζονται με το κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο έγινε το έγκλημα και με το οποίο το έγκλημα συνδέεται. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η υπόθεση Αθανασόπουλου, το 1931. Συμμετέχουν στον φόνο η γυναίκα του, η μάνα της (η πεθερά του), η υπηρέτρια και ένας ανιψιός της πεθεράς, ο Μοσκιός. Και ως ηθικός αυτουργός εμφανίζεται ο Μοσκιός, που καταδικάζεται σε ισόβια επειδή είχε ένα θέμα ψυχολογικό και έπεσε λίγο στα μαλακά. Οι γυναίκες, ενώ η πρόταση ήταν για θανατική ποινή, καταδικάζονται σε ισόβια δεσμά και μάλιστα βγήκαν το '41, με την είσοδο των Γερμανών στην Ελλάδα και την έναρξη της Κατοχής, επειδή μέχρι τότε οι γυναίκες θεωρούνταν ότι είχαν μειωμένο καταλογισμό! Άρα, είχαν ένα ελαφρυντικό στοιχείο και μειωνόταν η ποινή τους μόνο και μόνο επειδή ήταν γυναίκες. Να μια αντίληψη της κοινωνίας πώς επιδρούσε στην ποινή. Είναι κοινωνικό γεγονός το έγκλημα και εντάσσεται πλήρως στην κοινωνία. Το ιστορικό ρεπορτάζ είναι αυτό που λένε οι Αγγλοσάξονες «historical feature stories». Στη δυτική Ευρώπη και στην Αμερική υπάρχουν δημοσιογράφοι που ειδικεύονται σε αυτά τα θέματα και ψάχνουν ένα θέμα και για έναν χρόνο. Εκεί όμως υπάρχουν τα μέσα που τους διαθέτουν χρόνο και χρήμα για να κάνουν μια έρευνα, γι' αυτό και γίνονται δημοσιογραφικές αποκαλύψεις συγκλονιστικές για γεγονότα που έχουν γίνει πριν από '30 και '40 χρόνια. Στην Ελλάδα είναι πάρα πολύ υποβαθμισμένο αυτό, το κάνουν κάποιοι λίγοι δημοσιογράφοι τα τελευταία χρόνια, αλλά δεν είναι είδος που χαίρει ιδιαίτερης εκτίμησης. — Πες μου για τη «Στάση του Εμβρύου». Πριν από το 2000 είχα γράψει σενάρια για μικρού μήκους ταινίες που έκαναν φίλοι μου. Γύρω στο 2002 σχεδιάζαμε με έναν φίλο σκηνοθέτη να προτείνουμε μια ιδέα για σειρά σε ένα κανάλι, έπεσε η ιδέα, αλλά δεν έγινε τελικά. Είχα στο μυαλό μου αυτό το σενάριο κι ένα βράδυ που είμαστε καλεσμένοι με τη γυναίκα μου για φαγητό, γύρω στις 5 μου χτυπάει μια φλασιά και μου έρχεται όλη η ιστορία με πυρήνα αυτό που είχαμε σκεφτεί. Και γράφω πυρετωδώς 15 σελίδες. Έγραψα μια σκαλέτα σε ένα βράδυ. Κι αυτός ο σκελετός οδήγησε στο πρώτο μου μυθιστόρημα που λεγόταν «Η στάση του εμβρύου», ένα κλασικό whodunit αστυνομικό μυθιστόρημα. Υπάρχει ένας φόνος στην αρχή, υπάρχει κι ένας ερευνητής, που είναι αστυνομικός, και κάνω κι ένα tribute στον Γιάννη Μαρή, γιατί η δολοφονία γίνεται με τον τρόπο που γίνεται στο «Έγκλημα στο Κολωνάκι», με ένα αγαλματίδιο με το οποίο σπάνε το κεφάλι κάποιου. Ερευνώντας την υπόθεση, ο αστυνομικός ανακαλύπτει και κομμάτια του δικού του εαυτού. Κάνει κι ένα υπαρξιακό ταξίδι ψυχαναλυτικό, και από κει προκύπτει και η στάση του εμβρύου. Είχε ατέλειες τεχνικές, αλλά είχε καλές κριτικές και το 2016 είχα την τιμή να χαρακτηριστεί ως ένα από 40 αντιπροσωπευτικότερα ελληνικά αστυνομικά μυθιστορήματα από το 1953 μέχρι τότε. Τη χρονιά εκείνη, για την Παγκόσμια Έκθεση Βιβλίου της Φρανκφούρτης βγήκε από το ελληνικό περίπτερο ένας τόμος για την ιστορία του ελληνικού μυθιστορήματος και είχε κι ένα αφιέρωμα στα αστυνομικά μυθιστορήματα από το «Έγκλημα στο Κολωνάκι» του Μαρή μέχρι το 2016. Είχαν συμπεριλάβει και τη «Στάση του Εμβρύου». Το 2008 έγραψα το δεύτερο βιβλίο, το «Μυρίζει αίμα», το οποίο ξανακυκλοφόρησε τώρα... — Έχεις προσθέσει κάτι στη νέα έκδοση; Ένα 10%. Έχω αλλάξει, έχω προσθέσει κι έχω αφαιρέσει. Όταν κάνω ένα θέμα δεν σημαίνει ότι τελειώνει η προσέγγισή μου σε αυτό. Όταν ανακαλύψω μετά ένα επιπλέον στοιχείο ή πληροφορία γι' αυτό, το κρατάω και σε μια ενδεχομένως επαναδημοσίευση ή επαναπροσέγγιση του θέματος το συμπληρώνω. Η υπόθεση του «Μυρίζει αίμα» είναι βασισμένη σε αληθινό γεγονός, στην ιστορία των δύο Γερμανών, Χέρμαν Ντουφτ και Χανς Μπασενάουερ, που ήταν οι πρώτοι serial killers επί ελληνικού εδάφους το 1969, οι οποίοι σε διάστημα μερικών ημερών έκαναν έξι φόνους και πέντε ληστείες. Κάνω την έρευνα για την υπόθεση για την «Ανατομία ενός Εγκλήματος», το δίνω για την εκπομπή, γίνεται το επεισόδιο, που λεγόταν «Εν Ψυχρώ» και το είχε σκηνοθετήσει ο Μπάμπης ο Σπανός, γράφω γι' αυτό σε διάφορα sites και κάποια στιγμή, το 2007, λέω ότι αυτό είναι καταπληκτικό υλικό για να γίνει λογοτεχνία. Εκεί, λοιπόν, κάνω επιπλέον έρευνα και ανακαλύπτω λεπτομέρειες που προσθέτουν ακόμα μία απόχρωση στην εικόνα που ήδη υπήρχε, και όλο αυτό το χρησιμοποίησα το 2008 για να βγάλω το «Μυρίζει αίμα». Τώρα, από το '08 μέχρι το '19, προστέθηκε κάποιο καινούργιο υλικό, όπως μια μαρτυρία της Ελληνίδας αρραβωνιαστικιάς του Μπασενάουερ, όταν τον επισκέφτηκε στη φυλακή της Αίγινας, η οποία έγινε μια ολόκληρη νέα σκηνή στο βιβλίο. Ξαναδουλεύτηκε και λογοτεχνικά. Είναι το πρώτο βιβλίο αστυνομικής λογοτεχνίας που βασίζεται σε αληθινή ιστορία (δηλωμένα) και είναι και από τα λίγα ελληνικά μυθιστορήματα που ανήκουν σε αυτό που λέμε non-fiction novel. Τώρα δουλεύω το τρίτο μου μυθιστόρημα, που πάλι βασίζεται σε αληθινά εγκλήματα, με τη διαφορά ότι εδώ κάνω ένα βήμα παρακάτω. Η ιστορία εξελίσσεται στο σήμερα, αλλά ψηλαφώ όλη την ελληνική Ιστορία του 20ού αιώνα μέσα από υποθέσεις αληθινών εγκλημάτων. Δεν είναι ντοκουμέντο, μέσα από τη λογοτεχνική φόρμα γίνεται αυτό. Είναι ένας αναστοχασμός του 20ού αιώνα από μια άλλη σκοπιά, όχι από την πλευρά των πολιτικών ή των διπλωματικών γεγονότων αλλά από τη σκοπιά των πραγματικών εγκλημάτων. Εδώ πρωταγωνιστής είμαι κατ' ουσίαν εγώ, πρωταγωνιστής είναι το άλτερ έγκο μου με έναν τρόπο. Ενδιάμεσα, από το 2008 μέχρι σήμερα, έχω γράψει διηγήματα που έχουν δημοσιευτεί σε διάφορους συλλογικούς τόμους. — Το «Balkan Noir» τι είναι; Το 2010 ιδρύθηκε η Ελληνική Λέσχη Συγγραφέων Αστυνομικής Λογοτεχνίας (ΕΛΣΑΛ) – ήμασταν 25 συγγραφείς, τώρα έχουμε φτάσει τους 45. Ως ΕΛΣΑΛ έχουμε επαφή με τη διεθνή ομοσπονδία αστυνομικών συγγραφέων, την Ιnternational Αssociation of Crime Writers. Κάποια στιγμή είχα πάει μόνος μου στην ετήσια συνάντηση της Διεθνούς Ομοσπονδίας το 2011 στην Ελβετία, στη Ζυρίχη, και στις συζητήσεις εκεί με έναν Ρουμάνο κι έναν Βούλγαρο, συγγραφείς και οι δύο, μεταξύ κρασιού και φαγητού, λέμε «δεν κάνουμε το Balkan Νoir;». Το 2016 αναφέρω αυτήν τη κουβέντα σε έναν φίλο, εξαιρετικό συγγραφέα, το Βασίλη τον Δανέλλη, και του λέω «γιατί δεν το κάνουμε αλήθεια αυτό; Ξέρουμε τι γίνεται στην τελευταία χώρα της Σκανδιναβίας, της Ασίας και της Αμερικής και δεν ξέρουμε τι γίνεται δίπλα μας». Και με αυτούς που ήξερα αρχικά, τον Βούλγαρο και τον Ρουμάνο, κάναμε μια έρευνα δύο ετών και καταλήξαμε να κυκλοφορήσει ένας τόμος το 2018 με τίτλο «Balkan Noir», όπου 3 συγγραφείς από κάθε χώρα, με διηγήματα γραμμένα επί τούτου, πρωτότυπα. Έπρεπε να διαδραματίζονται στη χώρα του καθενός και στη σύγχρονη εποχή, έτσι τρεις Σέρβοι, τρεις Κροάτες, τρεις Βούλγαροι, τρεις Έλληνες (ο Δανέλλης, εγώ και ο Αντρέας ο Αποστολίδης), τρεις Τούρκοι, τρεις Ρουμάνοι και τρεις Σλοβένοι έγραψαν 21 διηγήματα από 7 διαφορετικές χώρες. Επίσης, ένας τέταρτος από κάθε χώρα, πανεπιστημιακός, ιστορικός ή κριτικός, έχει γράψει μια εισαγωγή για την αστυνομική λογοτεχνία στη χώρα του. Το ιστορικό κομμάτι, τι γίνεται σήμερα κ.λπ. Είναι η πρώτη φορά στα διεθνή εκδοτικά χρονικά που υπάρχει ένας τόμος με έργα σύγχρονα. Τώρα γίνονται συζητήσεις να μεταφραστεί στα ρουμανικά και στα αγγλικά και στόχος είναι να βγει σε όλες τις χώρες που συμμετέχουν. — Τι άλλο κάνεις αυτή την περίοδο; Στο τεύχος της «Ιστορίας» του Νοεμβρίου έχω κάνει ένα θέμα για τον περίφημο Πέτρο Κουλαξίδη, τον οποίον, αν τον τσεκάρεις Google, θα σου βγάλει ότι είναι ο πρώτος Έλληνας serial killer. Είναι ψευδές εν μέρει. Λέει ότι σκότωσε οκτώ γυναίκες τη δεκαετία του '20. Αρχίζω να ψάχνω για τέσσερις μήνες σε εφημερίδες και, πράγματι, υπήρχε ένας Κουλαξίδης που το '20 ομολόγησε ότι σκότωσε την τελευταία του γυναίκα, αλλά δύο πρώην σύζυγοί του και άλλες 6-7 ερωμένες του είχαν μυστηριωδώς εξαφανιστεί ή πεθάνει. Αυτός δεν αποδέχτηκε ότι τις σκότωσε, μόνο τη δολοφονία της γυναίκας του ομολόγησε, την οποία διέπραξε για λόγους τιμής, επειδή τον κεράτωνε με τον κουμπάρο. Το δικαστήριο δεν μπόρεσε ποτέ να τεκμηριώσει ότι όλες τις γυναίκες τις είχε σκοτώσει ο ίδιος, αλλά ήταν μυστηριώδεις οι συνθήκες του θανάτου τους και θεωρήθηκε ύποπτος. Ήταν πολλές συμπτώσεις μαζί. Αυτός καταδικάστηκε σε θάνατο και εκτελέστηκε το '30. Επειδή ήταν Ρωσοπόντιος, από την τότε Σοβιετική Ένωση, θεωρούνταν και κουμουνιστής, και συνέδεαν τη δράση του ως «βρικόλακα», επειδή ήταν κουμουνιστής. Να, πάλι, το κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο που λέγαμε. Έχει μεγάλο ενδιαφέρον όλο αυτό, το ότι έμεινε στην ιστορία ως «ο κόκκινος βρικόλακας». Πηγή: www.lifo.gr ===
  5. Αν υποφέρεις κι εσύ από reader 's block, έχουμε μερικές εξαιρετικές λύσεις για εσένα. Είναι μια αλήθεια: Πολλοί αναγνώστες βρίσκονται σε reader ’s block αυτές τις τελευταίες εβδομάδες και αυτούς τους τελευταίους μήνες. Μέσα στο lockdown, παρά το γεγονός πως θεωρητικά υπάρχει περισσότερος ελεύθερος χρόνος, αρκετοί από εμάς δυσκολευόμαστε να αφοσιωθούμε σε ένα βιβλίο. Και είναι λογικό. Με όλα όσα συμβαίνουν γύρω μας και την καθημερινότητά μας να έχει πάει περίπατο όλο αυτόν τον καιρό, σε πολλούς μοιάζει αδύνατο το να ξεκινήσουν ένα νέο μυθιστόρημα 500, 400 ή έστω και 300 σελίδων. Θα μπορούσα λοιπόν να κάτσω εδώ και να σας αραδιάσω μπόλικους τίτλους βιβλίων κατάλληλων για την καραντίνα, αλλά όλοι ξέρουμε πως θα καταλήξετε πάλι να σκρολάρετε στο Instagram και στο Twitter και η λίστα μου θα πάει χαμένη. Άλλωστε το Βιβλιοφαγικό mashup σας δίνει αρκετές ιδέες για νέα βιβλία από μόνο του. Σκέφτηκα λοιπόν να σας παρουσιάσω σε αυτήν εδώ τη λίστα μερικές προτάσεις κόμικς Ελλήνων δημιουργών που κυκλοφόρησαν τους τελευταίους 12 μήνες, λίγων έως πολλών σελίδων, που μπορείτε να διαβάσετε σε λίγη ώρα, στηρίζοντας ταυτόχρονα την εγχώρια παραγωγή κόμικς και τους μικρούς εκδοτικούς, τα μικρά κομιξάδικα και τα μικρά βιβλιοπωλεία. Ληστές: Η ζωή και ο θάνατος των Γιάννη και Θύμιου Ντόβα Από τους συνδημιουργούς του ‘Ερωτόκριτου’ και του ‘Στα μυστικά του βάλτου’ μας έρχεται το ‘Ληστές: Η ζωή και ο θάνατος των Γιάννη και Θύμιου Ντόβα’ (Μέρος α’), ένα κόμικ που διαδραματίζεται στην Ήπειρο των πρώτων δεκαετιών του 20ου αιώνα, με τα αδέρφια Ντόβα να εκδικούνται τη δολοφονία του πατέρα τους και να ακολουθούν στη συνέχεια το δρόμο της βίας και της παρανομίας, σε μια ιστορία εμπνευσμένη από αληθινά γεγονότα, γεμάτη δράση, νουάρ ατμόσφαιρα και κώδικες τιμής, με επίκεντρο δύο τραγικούς χαρακτήρες βγαλμένους από την ελληνική ληστοκρατία μιας άλλης εποχής. Η ιστορία του κόμικ ξεκίνησε να εκδίδεται στο περιοδικό Μπλε Κομήτης, η κυκλοφορία του οποίου έχει ανασταλεί, αλλά ευτυχώς θα τη δούμε να ολοκληρώνεται ως αυτοτελής έκδοση από τις Εκδόσεις Polaris. Ο συνδυασμός της πένας του Γιώργου Γούση με το σενάριο του Γιάννη Ράγκου δημιουργεί ένα ασπρόμαυρο, moody, ελληνικό western αριστούργημα και παραδίδει μια ισχυρότατη υποψηφιότητα για το καλύτερο κόμικ που είδαμε στην Ελλάδα μέσα στο 2020. Η Γυναίκα με τα Τραπουλόχαρτα Μόλις πριν λίγες ημέρες κυκλοφόρησε από την Jemma Press η νέα δουλειά της Αλεξίας Οθωναίου, μια σύντομη νουάρ ιστορία που βασίζεται σε ένα αδημοσίευτο διήγημα του Ratchet και πρωτοδημοσιεύτηκε στο socomic.gr ως webcomic. Ένας αστυνομικός προσπαθεί να λύσει το μυστήριο της δολοφόνου που είναι γνωστής με το όνομα «Γυναίκα με τα Τραπουλόχαρτα», αφού έχει τη συνήθεια να αφήνει ένα τραπουλόχαρτο πάνω στα πτώματα των θυμάτων. Στην Αθήνα του 2008, εν μέσω του κοινωνικού αναβρασμού μετά τη δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου, ο πρωταγωνιστής αναζητά την αλήθεια, ενώ η Οθωναίου μας σπρώχνει όλο και πιο βαθιά στις σκέψεις, την ψυχολογία και την εμμονή του να ανακαλύψει τη δολοφόνο. Παρά τις λίγες του σελίδες, το κόμικ επιτυγχάνει να μας βάλει στην ιστορία του και η δημιουργός να μας μεταδώσει την ένταση του σκηνικού της, κλειστοφοβικού και ατμοσφαιρικού, όπως πρέπει σε κάθε νουάρ αστυνομικό διήγημα. Τετράς η Ξακουστή του Πειραιώς Τη μεταφορά ενός από τα γνωστότερα βιβλία του συγγραφέα Γιώργου Σκαμπαρδώνη μας παραδίδουν οι Εκδόσεις Μικρός Ήρως. Το ‘Όλα βαίνουν καλώς εναντίον μας’ έγινε κόμικ από τον Δημήτρη Κερασίδη και ασχολείται με τη δημιουργία της κομπανίας του Μάρκου Βαμβακάρη, Γιώργου Μπάτη, Στράτου Παγιουμτζή και Ανέστου Δελιά που δημιουργήθηκε το 1934 και ονομάστηκε «Τετράς η Ξακουστή του Πειραιώς». Ένα σημαντικό κομμάτι της ιστορίας του ρεμπέτικου, η περίφημη Τετράς άφησε εποχή στην μουσική της χώρας και έπαιξε τεράστιο ρόλο στο μύθο του Μάρκου Βαμβακάρη. Ο έρωτάς του για τη Ζιγκοάλα, οι άγνωστες πτυχές της ζωής του, τα ναρκωτικά και όλα όσα διαμόρφωσαν το ρεμπέτικο που γνωρίζουμε σήμερα, βρίσκονται στις σελίδες του κόμικ που αξίζει να πάρετε στα χέρια σας αν ενδιαφέρεστε για τη μουσική ή για την πολιτιστική κληρονομιά της Ελλάδας. Στο δάσος Η συνεργασία του Σπύρου Γιαννακόπουλου με την Στέλλα Στεργίου στις Εκδόσεις Πατάκη μας έδωσε φέτος ένα αστείο, γλυκό κόμικ που θυμίζει τα κλασικά παραμύθια και το target group του ξεκινά από τα παιδιά του Δημοτικού και καταλήγει στα παιδιά κάθε ηλικίας. Γεμάτη ανατροπές και δράση και μακριά από τα στερεότυπα αντίστοιχων παραμυθιών, η ιστορία ξεκινά με τον Τζακ, ένα ήσυχο αγόρι που ζει με τους γονείς του στο δάσος και βοηθά τον πατέρα του για να πουλήσουν τα προϊόντα τους στην πόλη, να τρέχει να γλιτώσει από τους κινδύνους του δάσους και να χάνεται. Τότε θα συναντήσει μια βατραχίνα που ισχυρίζεται πως είναι πριγκίπισσα, κάποιους αξιαγάπητους νάνους και μια μάγισσα που αναζητά ένα ασημένιο μήλο από την Κοιλάδα των Γιγάντων. Πολύχρωμο και παιχνιδιάρικο, το σχέδιο της Στεργίου είναι και πάλι εξαιρετικό μετά το Ο Μικρός Πρίγκιπας που δημιούργησε το 2017 και ταιριάζει γάντι στο σενάριο του Γιαννακόπουλου. Θα σας κάνει να χαμογελάσετε, να γελάσετε και το ίδιο ακριβώς θα κάνει και στα παιδάκια σας. Μάης 1936 Με τα γεγονότα του Μάη του 1936 στη Θεσσαλονίκη και την αιματηρή καταστολή της διαδήλωσης των απεργών καπνεργατών από τη Χωροφυλακή, που άφησε πίσω της 12 νεκρούς και περισσότερους από 250 τραυματίες, ασχολείται το κόμικ του Aspalax που βγήκε από τις Εκδόσεις red n’ noir και θα βρείτε στο eshop του μικρού εκδοτικού και βιβλιοπωλείου. Με έναυσμα τη γνωστή φωτογραφία της μητέρας του Τάσου Τούση, πρώτου νεκρού από τη μεγάλη απεργία, να θρηνεί πάνω από το νεκρό σώμα του γιου της, φωτογραφία που ενέπνευσε τον Γιάννη Ρίτσο να γράψει τον Επιτάφιο του που στη συνέχεια θα μελοποιήσει ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Aspalax ακολουθεί το νεαρό αγόρι που βρίσκεται μάρτυρας του γεγονότος στο κάδρο της φωτογραφίας, για να περιγράψει τα όσα συνέβησαν στις 8, 9 και 10 Μαΐου 1936. ΦΕΣΤΙΒΑΛ Για τα περσινά 60 χρόνια του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης οι Γιώργος Γούσης, Γεωργία Ζάχαρη και Παναγιώτης Πανταζής δημιούργησαν το ‘ΦΕΣΤΙΒΑΛ’, ένα κόμικ 180 σελίδων που μιλάει για το ΦΚΘ μέσα από την ερωτική ιστορία μιας κριτικού κινηματογράφου και ενός σκηνοθέτη. Η Ντάρια γνωρίζει τον Σωτήρη στους χώρους του φεστιβάλ, οι δύο νέοι ερωτεύονται στις κινηματογραφικές αίθουσες του Ολύμπιον και του λιμανιού και στα πάρτι της Αποθήκης Γ’, η σχέση τους περνά από τα σαράντα κύματα του Θερμαϊκού και μεταμορφώνεται, εξελίσσεται και αλλάζει με φόντο την ερωτική Θεσσαλονίκη του παρόντος και του μέλλοντος. Με παρέα 70 προσωπικότητες της πόλης, του φεστιβάλ, του ελληνικού και του παγκόσμιου κινηματογράφου, από τον Γιάννη Μπακογιαννόπουλο μέχρι την Ανιές Βαρντά και από τον Γιώργο Λάνθιμο μέχρι τον, επισκέπτη του περσινού ΦΘΚ, Τζον Γουότερς, οι δύο ήρωες κινούνται στα πιο αναγνωρίσιμα σημεία της πόλης και του αγαπημένου της κινηματογραφικού δεκαημέρου. Οι ήρωες και οι σκηνές των φιλμικών μας ονείρων, από το ‘Όλα είναι δρόμος’ στο ‘Αποκάλυψη Τώρα’, βρίσκονται στην καρδιά του ‘ΦΕΣΤΙΒΑΛ’ και μπλέκονται γλυκά στην ιστορία της Ντάρια και του Σωτήρη. Ναι, αλλά έτσι δεν κάνουμε δουλίτσα… Ένα “πρωτοχρονιάτικο ερωτικό δράμα” λέει ο Σταύρος Κιουτσιούκης πως είναι το νέο του κόμικ, που θα βρείτε αποκλειστικά στο eshop της Jemma Press, και όσοι γνωρίζετε τη δουλειά του δημιουργού είμαι σίγουρος πως ξέρετε τι να περιμένετε. Η 20χρονη φοιτήτρια Χριστίνα επιστρέφει στο σπίτι της για τις διακοπές των Χριστουγέννων και βρίσκει ιδιαίτερα δύσκολο το να αυνανιστεί, ενώ ο εφηβικός της έρωτας και μια παιδική της φίλη παίζουν το δικό τους ρόλο στην ιστορία της. Θα τα καταφέρει άραγε; Ο Κιουτσιούκης έχει σίγουρα αναπτύξει το δικό του brand ερωτικών/χιουμοριστικών κόμικς και το ‘Ναι, αλλά έτσι δεν κάνουμε δουλίτσα’ μοιάζει για ένα καλό entry point αν δεν έχει τύχει να πιάσετε κάποιο από τα προηγούμενα κόμικ του δημιουργού. Οι όμηροι του Γκαίρλιτς Το πιο πρόσφατο κόμικ του Θανάση Πέτρου, τη δουλειά του οποίου είδαμε στα ‘Η Μεγάλη Βδομάδα του πρεζάκη’, ‘Γιαννούλης Χαλεπάς’ και ‘Γρα-Γρου’, μας έρχεται από τις Εκδόσεις Ίκαρος με τίτλο ‘Οι όμηροι του Γκαίρλιτς’. Το κόμικ αφηγείται μια αληθινή ιστορία που μας γυρνά στο 1916, όταν η Ελλάδα προσπαθεί να κρατήσει ουδέτερη στάση κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μετά την εισβολή της Βουλγαρίας στην Ανατολική Μακεδονία, το Δ’ Σώμα Στρατού βρίσκεται αποκλεισμένο, αλλά ταυτόχρονα δεν έχει δικαίωμα να αντισταθεί στους Βούλγαρους στρατιώτες. Όλο και περισσότερα στιγμιότυπα της ελληνικής ιστορίας μετατρέπονται σε κόμικς τα τελευταία χρόνια (άλλωστε τα μισά από τα κόμικς της λίστας που διαβάζετε έχουν να κάνουν με ιστορικά γεγονότα) και στους ‘Ομήρους’ ο Πέτρου μελετά ένα άγνωστο σε πολλούς κομμάτι του Εθνικού Διχασμού με πρωταγωνιστές στρατιώτες του ελληνικού στρατού. Παρόλα αυτά το έργο του δημιουργού δεν είναι πολεμικό, αφού από το κόμικ λείπουν οι μάχες και οι αιματηρές συγκρούσεις και στο επίκεντρο βρίσκονται οι απλοί άνθρωποι που βρίσκονται σε εξωπραγματικές συνθήκες. Ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου Ένα από τα πολυαγαπημένα βιβλία της ελληνικής λογοτεχνίας γίνεται κόμικ: Το μυθιστόρημα της Άλκη Ζέη, που διαδραματίζεται στην Αθήνα της κατοχής με πρωταγωνιστή τον εννιάχρονο Πέτρο που μεγαλώνει μαζί με τους γονείς του, την αδερφή του και τον παππού του στα δύσκολα χρόνια του φόβου, της πείνας αλλά και της Εθνικής Αντίστασης, στην οποία δε διστάζει να ενταχθεί, παλεύοντας για τη λευτεριά. Το κόμικ, τη διασκευή του οποίου ανέλαβε η Αγγελική Δαρλάση και σχεδίασε ο Δημήτρης Μαστώρος, μεταφέρει στα κόμικς την ιστορία ενός από τα σημαντικότερα βιβλία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, λίγους μήνες μόλις μετά το θάνατο της μεγάλης συγγραφέα. ‘Ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου’ κυκλοφορεί στις 7 Δεκεμβρίου από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο. Και το σχετικό link...
  6. Οι Ληστές δέσποζαν στην ελληνική επαρχία για σχεδόν έναν αιώνα εγκαθιδρύοντας ανάλογα με τις συνθήκες σχέσεις αγάπης και μίσους με το νεοελληνικό κράτος, με τους χωρικούς, με τη χωροφυλακή αλλά και μεταξύ τους. Οι Γιάννης Ράγκος και Γιώργος Γούσης μιλούν στην «Εφ. Συν.» για τους εμπνευσμένους από αληθινά γεγονότα δικούς τους «Ληστές». «Οι Ντοβαίοι έχουν δικούς τους ανθρώπους παντού. Κανείς δε λέει λέξη, άλλοι γιατί τους αγαπούν και άλλοι γιατί τους φοβούνται», λέει ο ένστολος εκπρόσωπος του ελληνικού κράτους για να εξηγήσει το πώς παραμένουν ασύλληπτα τα δυο αδέρφια που πρωταγωνιστούν στους «Ληστές» (εκδόσεις Polaris) των Γιάννη Ράγκου (σενάριο) και Γιώργου Γούση (σχέδιο). Για να πάρει την απάντηση: «Τότε, αγαπητέ, την εξουσία έχουν αυτοί, κι όχι οι δικοί σου». Γι’ αυτή την εξουσία οι Ντοβαίοι, βασισμένοι στη ζωή των αδελφών Ρεντζαίων που έγιναν θρύλος της Ηπείρου με τη δράση τους, τις πράξεις τους και τη βία που τους χαρακτήριζε, έζησαν στα άκρα. «Μπας και πλαστήκαμε να ζούμε για πάντα;» φωνάζει ο ένας απ’ αυτούς αψηφώντας τον θάνατο και τους νόμους. Στον πρώτο τόμο των «Ληστών», που αποτελεί μια ελεύθερη μυθοπλασία και ταυτόχρονα μια συναρπαστική και καθηλωτική ιστορία κόμικς στην Ήπειρο των πρώτων δεκαετιών του προηγούμενου αιώνα, οι Ράγκος και Γούσης, μετά από εξαντλητική τεκμηρίωση και σχεδόν δεκαετή έρευνα και εργασία, καταγράφουν τη ζωή (και τον θάνατο) των Γιάννη και Θύμιου Ντόβα και παράλληλα τις σκοτεινές διαστάσεις της ληστοκρατίας στην Ελλάδα. Τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότερα ελληνικά κόμικς («1800», «Όμηροι του Γκαίρλιτς», «Αϊβαλί» κ.ά.) ασχολούνται με τη νεότερη ελληνική Ιστορία. Πώς ξεκίνησε η δική σας ιδέα, τι νέο έχει να κομίσει; Γιώργος Γούσης: Η ιδέα ξεκίνησε δέκα χρόνια νωρίτερα, πριν από κάθε άλλο ελληνικό κόμικς για το παρελθόν. Και τα πρώτα κριτήρια ήταν εντελώς αφηγηματικά. Είχαν να κάνουν με την ίδια την ιστορία των Ληστών και όχι τόσο με το ότι η καταγωγή τους ήταν από την πατρίδα μου. Ούτε εμπορικά ήταν τα κίνητρα, μια και τότε στους εκδότες και τους δημιουργούς δεν είχε ακόμα επικρατήσει η τάση της επιστροφής στην ελληνική επαρχία του παρελθόντος. Γιάννης Ράγκος: Ο Γιώργος μού έστειλε ένα mail το 2011, δεν γνωριζόμασταν τότε, και μου έλεγε ότι ήθελε να φτιάξει μια ιστορία για τους ληστές σε μια περιοχή κοντά στο χωριό του κι αν με ενδιέφερε να συνεργαστούμε. Με ενδιέφερε πολύ γιατί γνώριζα την ιστορία και επιπλέον είχε μόλις κυκλοφορήσει το non fiction αστυνομικό μυθιστόρημά μου «Μυρίζει Αίμα», με παρόμοια μέθοδο εργασίας που βασίζεται επίσης σε πραγματικά περιστατικά, αλλά πάνω απ’ όλα γιατί πάντα ήθελα να ασχοληθώ με το σενάριο των κόμικς. Έτσι όταν ήρθε η πρόταση του Γιώργου ήταν σαν να απαντούσε σε μια δική μου ανάγκη πολλών ετών. Αυτή η επιστροφή στο παρελθόν μήπως γίνεται υπερβολή και εμμονή πια; Γιάννης Ράγκος: Νομίζω πως επιστρέφουμε σε μια νέου τύπου ηθογραφία. Η οικονομική και κοινωνική κρίση στην Ελλάδα μάς ανάγκασε να πιαστούμε από έναν κορμό σταθερών σημείων, να βρούμε ένα σημείο αναφοράς, να ξαναδούμε το παρελθόν μας και το εθνικό και το ατομικό. Στο πλαίσιο αυτό εξηγείται αυτή η στροφή στην ιστορία μας και την ηθογραφία μας, όχι όμως με ένα βλέμμα πατριδολαγνικό, προγονολατρικό ή νοσταλγικό, αλλά με ένα νέο κοίταγμα. Αυτή είναι μια τάση γενικότερη, δεν αφορά μόνο την Ελλάδα. Γιώργος Γούσης: Κάτι τέτοιο ισχύει και από την άποψη της εικόνας. Της εικόνας που δεν μπορεί να σου προσφέρει, ας πούμε, το ελληνικό σινεμά για λόγους μπάτζετ. «Ληστές - Η ζωή και ο θάνατος των Γιάννη και Θύμιου Ντόβα» είναι ο τίτλος σας. Χωρίς καμιά διευκρίνιση αν πρόκειται για φανταστική ιστορία, για μυθοπλασία, για ντοκουμέντο, για βιβλίο τεκμηρίωσης. Ήταν συνειδητή επιλογή να προτιμήσετε την ασάφεια από το να χαρακτηρίσετε το βιβλίο σας; Σε ποια προθήκη βιβλιοπωλείου θα θέλατε να τοποθετείται; Γιώργος Γούσης: Προτιμήσαμε να αναφέρεται το «η ζωή και ο θάνατος» για να δηλώνεται πως είναι μια ολοκληρωμένη ιστορία που σηματοδοτεί και το τέλος του φαινομένου της Ληστείας. Η αλήθεια είναι πως είχαμε πολλές συζητήσεις και με τον εκδότη για το αν πρέπει να αναφέρεται κάτι όπως «εμπνευσμένο από αληθινά περιστατικά», αλλά αποφασίσαμε να μπει κάτι τέτοιο μόνο στο οπισθόφυλλο. Δεν αισθάνομαι ότι είναι κάτι πιο συγκεκριμένο. Ούτε αισθάνομαι ότι είναι ένα ιστορικό βιβλίο. Σκοπός του δεν είναι να μιλήσει για την ελληνική Ιστορία. Κατά βάση είναι ένα έργο για δυο χαρακτήρες, έχει μια προσωποκεντρική πλοκή. Μάλλον μυθιστόρημα θα ήταν αν δεν επρόκειτο για κόμικς. Επιλέξαμε να μην του βάλουμε ταμπέλες γιατί αφορά όλον τον κόσμο και όχι μόνο αναγνώστες συγκεκριμένων ειδών. Γιάννης Ράγκος: Πρόκειται για μια μυθοπλασία. Κρατάμε κάποια κεντρικά σημεία της ζωής των αδελφών Ρέντζου, όμως παίρνουμε ελευθερίες. Δεν είναι ένα docudrama για τη ζωή των Ρεντζαίων. Παίρνουμε αφορμή από τη ζωή τους για να κάνουμε μια δική μας ιστορία. Δεν κάνουμε βιογραφία. Είναι σαν να παίρνεις ένα βάζο, να το σπας σε χίλια κομμάτια και στη συνέχεια να τα ξανακολλάς, όχι όμως ξαναφτιάχνοντας το ίδιο βάζο αλλά ένα άλλο πρωτότυπο βάζο από τα ίδια κομμάτια. Άρα είναι μια μυθοπλασία που διαδραματίζεται σε έναν συγκεκριμένο ιστορικό χρόνο και σε συγκεκριμένο κοινωνικό, πολιτικό, οικονομικό και ηθογραφικό περιβάλλον το οποίο θέλουμε να αποδώσουμε. Δεν διεκδικεί δάφνες ιστορικού τεκμηρίου, αλλά το πραγματολογικό κομμάτι είναι απολύτως τεκμηριωμένο, τα ρούχα, τα όπλα, ο τρόπος ομιλίας, τα πάντα είναι αποτέλεσμα μεγάλης έρευνας και των δυο μας. Πώς προσεγγίσατε μεθοδολογικά την έρευνά σας; Γιώργος Γούσης: Βασιστήκαμε πολύ στο βιβλίο του Νίκου Πάνου, ενός ιστοριοδίφη από το χωριό που κατάγονταν οι Ρεντζαίοι, «Ρεντζαίοι, οι βασιλείς της Ηπείρου», με μαρτυρίες έστω κι αν πολλές φορές ήταν αντικρουόμενες, υπερβολικές ή μυθοπλαστικού τύπου, με άρθρα από την εποχή κ.λ.π. Χρησιμοποιήσαμε συνεντεύξεις των Ρεντζαίων μετά τη σύλληψή τους που σίγουρα ήταν διανθισμένες και με φανταστικά στοιχεία. Αξιοποιήσαμε πάρα πολλά ακόμα βιβλία. Συγκεντρώσαμε ένα μεγάλο υλικό και αρχίσαμε τις συζητήσεις πάνω σε μια σκαλέτα. Όταν καταλήξαμε στην αλληλουχία των σκηνών, ο Γιάννης έφτιαξε ένα πρώτο κείμενο, εγώ τα πρώτα σχέδια, το ξανασυζητήσαμε και εντέλει φτιάχτηκε το τελικό πάνω στο οποίο δούλεψα, πάντα σε επαφή με τον Γιάννη. Γιάννης Ράγκος: Όπως κάθε κόμικς, έτσι και το δικό μας ήταν ένα work in progress μέχρι να φτάσει στο τυπογραφείο. Άλλες πηγές που χρησιμοποιήσατε; Γιώργος Γούσης: Μας βοήθησε πολύ και η Ιουλία Σταυρίδου που έφυγε πρόσφατα από κοντά μας, ενδυματολόγος και σκηνογράφος του Αγγελόπουλου, του Παπαστάθη, του Βούλγαρη, του Οικονομίδη μεταξύ άλλων. Μας συμβούλευσε με τα βιβλία και τα αρχεία της ως προς τις φορεσιές, τα σπίτια κ.λ.π. Κι έτσι συγκεντρώθηκε ένα τεράστιο υλικό από φωτογραφίες και ντοκουμέντα. Για να επιλέξουμε μορφές, φυσιογνωμίες κ.λ.π. κάναμε ένα ιδιότυπο casting μέσω φωτογραφιών. Αλλά όλα αυτά είναι εκεί με σκοπό να περνούν απαρατήρητα για να μην αποσπούν τον αναγνώστη από την πλοκή. Γιάννης Ράγκος: Ο Γιώργος άλλωστε έχει και μια σχέση βιωματική με τον χώρο, με το περιβάλλον, με το τοπίο καθώς κατάγεται από κει. Ένα περιβάλλον που υπάρχει αλλά πρέπει να περνά απαρατήρητο. Όπως η σκηνή μετά τη δολοφονία ενός ομήρου που διαδραματίζεται στο αρχαίο θέατρο της Δωδώνης. Βρήκαμε από την αρχαιολογική υπηρεσία φωτογραφίες του θεάτρου της εποχής και τοποθετήσαμε εκεί τους ληστές ως μια υπόμνηση, ένα υπόρρητο κείμενο ότι αυτοί οι άνθρωποι γνώριζαν ότι είχαν μια σχέση με το κλέος και το κάλλος της αρχαίας Ελλάδας, ζούσαν στα ερείπιά της έστω κι αν δεν ήξεραν πολλά γι’ αυτήν. Πολύτιμα ήταν επίσης και κάποια φωτογραφικά λευκώματα του Κώστα Μπαλάφα από κοντινές εποχές με αυτή του βιβλίου που μας βοήθησαν στην ατμόσφαιρα. Έχει κάποιο «ηθικό δίδαγμα» ή πολιτικό πρόταγμα το βιβλίο; Συνιστά κάποια προτροπή προς τον αναγνώστη; Αποτελεί κάποια μεταφορά, παραπομπή ή αλληγορία; Γιάννης Ράγκος: Είναι ένα βιβλίο για το σήμερα, μια αλληγορία για το κάθε σήμερα. Αφού η ανθρώπινη φύση παραμένει ίδια στο βάθος των αιώνων κι εμείς προσπαθούμε να μπούμε στην ψυχή δυο ανθρώπων, γράφουμε μια ιστορία για την ανθρώπινη φύση. Για το τι σημαίνει σε κάθε εποχή νομιμότητα και παρανομία, για το σε ποιους νόμους οφείλει να υπακούει ο άνθρωπος όπως έχει τεθεί από την Αντιγόνη και τον Οιδίποδα Τύραννο μέχρι τον Ντοστογιέφσκι. Για τα ηθικά διλήμματα και τους κώδικες τιμής, για τον έρωτα, για τις σχέσεις διαπλοκής μεταξύ εξουσίας και παραεξουσίας. Ηθικό δίδαγμα όμως σαφώς δεν υπάρχει και δε μας ενδιέφερε να υπάρχει. Η τέχνη οφείλει να θέτει τις επίμαχες ερωτήσεις. Όχι να δίνει απαντήσεις. Απαντήσεις μπορεί να δώσει η επιστήμη, η φιλοσοφία και ενδεχομένως η θρησκεία. Ο τρόπος όμως που θα τεθούν τα ερωτήματα εμπεριέχει και το σπέρμα της άποψης του καλλιτέχνη. Εμείς δεν προσπαθούμε να ηθικολογήσουμε. Ούτε να δικαιολογήσουμε ή να καταδικάσουμε κανέναν. Προσπαθούμε να ερμηνεύσουμε τα ιστορικά, κοινωνικά, ψυχαναλυτικά και υπαρξιακά αίτια που συνόδευαν αυτούς τους ανθρώπους. Γιώργος Γούσης: Πάνω απ’ όλα είναι ένα έργο πλοκής. Δεν είχαμε στόχο να μιλήσουμε π.χ. μόνο για τη φτώχεια ή για τον χρηματισμό ή για την εμπλοκή της πολιτικής. Όμως όλα αυτά περνούν από την πλοκή, από τη σχέση, για παράδειγμα, των ληστών με την άρχουσα τάξη και με τον καπιταλισμό. Από το πώς αυτοί οι Ληστές κατάφερναν τόσα χρόνια να επιβιώνουν και μάλιστα να γίνουν μέρος της εξουσίας, να συνεργαστούν με οικονομικούς παράγοντες, ακόμα και με βουλευτές. Κάποια στιγμή όμως έγιναν πιο ισχυροί από την κρατική και οικονομική εξουσία, εντέλει έγιναν και ρέμπελοι, όχι επαναστάτες ή ιδεολόγοι, αλλά με την έννοια της σιχαμάρας γι’ αυτό που έβλεπαν και αναπόφευκτα ήρθε η σύγκρουση που σήμανε και το τέλος τους. Αλλά η άρχουσα τάξη λειτουργεί πάντα υπόγεια και δεν θα τιμωρηθεί ποτέ για τέτοιες σχέσεις. Κι αυτή είναι ακόμα μία σαφής σχέση με το σήμερα. Από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της νέας γενιάς Ελλήνων δημιουργών κόμικς, ο Γιώργος Γούσης («Ερωτόκριτος», «Ιστορίες από τις αθώες εποχές» κ.ά.) έχει δημοσιεύσει δουλειές του σε πλήθος εντύπων και συλλογικών εκδόσεων ενώ υπήρξε αρχισυντάκτης στο περιοδικό κόμικς «Μπλε Κομήτης». Πρόσφατα σκηνοθέτησε την ταινία μικρού μήκους «Χειροπαλαιστής» που βραβεύτηκε στις «Νύχτες Πρεμιέρας» και κατέκτησε το βραβείο ΙΡΙΣ της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου. Δημοσιογράφος, ερευνητής και συγγραφέας αστυνομικής λογοτεχνίας, ο Γιάννης Ράγκος έχει συνεργαστεί με τον Γιώργο Γούση και τον Δημοσθένη Παπαμάρκο στον «Ερωτόκριτο», με τον Παναγιώτη Πανταζή στα «Μυστικά του Βάλτου» και με τον Canellos Cob στον «Ζητιάνο», έχει γράψει σενάρια για κινηματογραφικές ταινίες, τηλεοπτικές σειρές και θεατρικές παραστάσεις, ενώ έρευνές του έχουν μεταφερθεί στη λογοτεχνία και έχουν περιληφθεί σε ιστορικές εκδόσεις και επιστημονικά συγγράμματα. Και το σχετικό link...
  7. O σχεδιαστής κόμιξ και σκηνοθέτης Γιώργος Γούσης υπέγραψε στη διάρκεια του τελευταίου χρόνου δύο από τις καλύτερες ελληνικές δουλειές στα πεδία του κόμιξ και του σινεμά. Το graphic novel «Ληστές» εξιστορεί και «αναπαριστά» δεξιοτεχνικά την ιστορία των τελευταίων λήσταρχων της ελληνικής υπαίθρου, των αδελφών Ρετζαίων που έδρασαν στο πρώτο τέταρτο του 20ου αι. στην Ήπειρο. Στο κόμιξ οι Ληστές αλλάζουν όνομα – οι δημιουργοί πήραν έτσι την ελευθερία να προσθέσουν δικά τους, fiction στοιχεία σε ένα έργο που, όμως, βασίζεται με μεγάλη ακρίβεια στην πραγματική ιστορία. Ο Γούσης, μαζί με τον δημοσιογράφο και συγγραφέα Γιάννη Ράγκο που συνεργάστηκε στο σενάριο, δούλευαν αυτό το βιβλίο αρκετό καιρό – είχαμε ξαναμιλήσει στη HuffPostGreece πριν από περίπου ενάμιση χρόνο. Τα κόμιξ του Γούση μοιάζουν ήδη με φιλμ στο χαρτί, hard copy σινεμά – το πέρασμά του στον κινηματογράφο και η επιτυχία του πρώτου του μικρού μήκους ντοκιμαντέρ «Ο Χειροπαλαιστής», ούτε τυχαία ούτε πρόσκαιρα είναι. Οι «Ληστές (μέρος α΄)» κυκλοφόρησαν στα βιβλιοπωλεία στις 7 Οκτωβρίου (εκδόσεις Polaris) σε έναν καλαίσθητο τόμο που μπορεί να αποτελεί item για κάθε βιβλιοθήκη. Και τα δυο ιστορίες ηπειρώτικες: λόγια σταράτα και συννεφιασμένα χρώματα. «Η ιστορία των Ληστών ξεκινάει στην Ήπειρο που βρίσκεται ακόμα υπό οθωμανική κατοχή, το 1909: σε μια φτωχή, αγροτική οικογένεια, δολοφονείται ο πατέρας», λέει ο Γιώργος Γούσης όταν του ζητάω να περιγράψουμε τον πυρήνα, να πιάσουμε τον μίτο της ιστορίας. «Τα δυο ανήλικα αγόρια βρίσκονται ορφανά και ζούνε με τη μάνα τους σε μεγάλη φτώχεια. Λίγα χρόνια μετά, 18-19 χρονών πλέον, μαθαίνουνε ποιος σκότωσε τον πατέρα τους. Και αποφασίζουν να εκδικηθούν – είναι τέτοια η φύση των χαρακτήρων τους, αλλά και πολύ μεγάλες οι δυσκολίες που τους έχουν διαμορφώσει. Υλοποιώντας αυτή την εκδίκηση, βρίσκονται μπροστά στο δίλημμα της παρανομίας: ή θα συλληφθούν από την αστυνομία ή θα φύγουν στα βουνά». «Εκεί αρχίζουν να δρουν ως επαγγελματίες ληστές και περνάνε τα επόμενα 8- 9 χρόνια κρυμμένοι. Το όνομά τους, η φήμη τους, αλλά κι ο φόβος και το δέος απέναντί τους γιγαντώνονται. Διάφοροι τοπικοί οικονομικοί παράγοντες τους εγκολπώνουν και τους χρησιμοποιούν – στη σπείρα που δημιουργείται αυτοί οι τυπικά νομοταγείς, ευυπόληπτοι πολίτες λειτούργησαν ως εγκέφαλοι ενώ οι Ρετζαίοι ήταν τα εκτελεστικά όργανα στο πεδίο της δράσης». Γιώργος Γούσης «Το 1925 ο δικτάτορας Θ. Πάγκαλος προσπάθησε να δώσει τέλος στο φαινόμενο της ληστοκρατίας, εκδίδοντας έναν νόμο που αμνήστευε όποιον ληστή παρέδιδε στις αρχές το κεφάλι ενός άλλου παράνομου. Ο σκοπός προφανής: να αλληλοεξοντωθούν οι σπείρες. Αυτό έπραξαν και τα δύο αδέλφια, με έναν τρόπο που βλέπουμε στο βιβλίο». Με έναν πολύ σκληρό τρόπο. Χαρακτηριολογικό θα έλεγα. Γιατί απεικονίζει πολύ παραστατικά πλέον τη δομή αυτών των δύο χαρακτήρων. Αγαθά (ή υπεραισιόδοξα όσον αφορά το σήμερα) σκεπτόμενος μπορεί κάποιος να πει «αυτά δεν συμβαίνουν σήμερα», δύο εγκληματίες που βαρύνονται με δεκάδες δολοφονίες να αμνηστεύονται. Μάλιστα με μόνη προϋπόθεση να φέρουν πεσκέσι στις αρχές ένα ανθρώπινο κεφάλι... Το φοβερό είναι ότι αμνηστεύονται βάσει νόμου, ούτε με μπαξίσι, δάχτυλο κάποιου βουλευτή ή θεόσταλτη επέμβαση. Οι Ληστές, τόσο στο κόμιξ όσο και οι Ρετζαίοι στην πραγματικότητα ήταν από τους τελευταίους πρωταγωνιστές του ληστρικού φαινομένου. Ζουν και δρούνε σε μια μεταιχμιακή περίοδο, οπότε το έγκλημα από ληστρικό, «του βουνού», αρχίζει να γίνεται αστικό. Και ταυτόχρονα καπιταλιστικό. Πρώην παράνομοι στο περιβάλλον της πόλης αναδεικνύονται σε «παράγοντες»: σταδιοδρομούν ως αστυνομικοί, πρόεδροι επιχειρήσεων, εργολάβοι. Το έγκλημα ως εικόνα λειαίνεται: μπαίνει κάτω από το χαλί κομψών σαλονιών. Πολύ επίκαιρα όλα αυτά. Ναι, νομίζω μοιάζουν πολύ σημερινά, εύκολα έχουμε σύγχρονες προβολές τους σε αντίστοιχους τέτοιους ανθρώπους. Καθαρίζουν κόσμο αλλά μπορεί να είναι εξαιρετικά αγαπητοί σε μεγάλη μερίδα του κοινού. Τα παραδείγματα κάνουνε μπαμ. Όσον αφορά τους Ληστές, εσύ που εντρύφησες τόσο στην ιστορία τους, πόσο μπορεί να ταυτίστηκες μαζί τους προσπαθώντας να μπεις στο πετσί των χαρακτήρων τους; Εννοώ να τους συμπάθησες κάπως, ακόμα κι αν είναι/ ήταν καθάρματα; Κάθε άνθρωπος έχει περισσότερες πλευρές από το καλός/ κακός. Σίγουρα εμπεριέχει «ρίσκο» και είναι ενδιαφέρον να καταπιάνεται όποιος δημιουργός με «κακούς», αμφιλεγόμενους πρωταγωνιστές αλλά αυτό το ζήτημα η δραματουργία το έχει λύσει από τον καιρό του Σαίξπηρ μέχρι το πιο πρόσφατο αμερικάνικο σινεμά (βλ. Ο Νονός, Scarface). Ναι, προσπαθούμε να «μπούμε» στους χαρακτήρες αλλά δεν τους καθαγιάζουμε – είναι ενδιαφέροντες γιατί κινούνται εκτός ορίων αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι είναι συμπαθητικοί κιόλας. Δεν τους δικαιολογούμε λοιπόν – φτιάχνουμε μόνο έναν χάρτη του κόσμου τους και αφήνουμε τον αναγνώστη να σκεφτεί. Να μιλήσουμε λίγο για το σχέδιο του κόμιξ; Σε μένα φάνηκε να χρωματίζεις τέλεια τον τόπο και την εποχή της δράσης. Και οι άνθρωποι, σα να τους φόρες στολή παραλλαγής για να είναι ενταγμένοι στο τοπίο, μέρος του. Αποφάσισα πολύ γρήγορα το ύφος του σχεδίου, αυτό το ασπρόμαυρο σχέδιο με τους τόνους να έχουν την αίσθηση της ακουαρέλας, του γκρι. Αυτό προφανώς είναι και μια επιρροή που έχουμε όλοι μας από τις ασπρόμαυρες εικόνες αυτής της εποχής, μεταφερόμαστε μέσω αυτών των χρωμάτων πιο εύκολα στο τότε. Αλλά και τα στοιχεία του νουάρ και του μπάλκαν γουέστερν που έχει η ιστορία των Ληστών με κατεύθυναν στο ασπρόμαυρο. Ειδικά όταν ο τόπος, το σκηνικό της ιστορίας είναι η Ήπειρος όπου τα τοπία είναι συχνά ομιχλώδη και άχρωμα. Οι άνθρωποι με τη μίξη αυτών των τριών χρωμάτων – άσπρο, μαύρο, γκρι – μετατρέπονται κάπως σε σύμβολα, φαίνονται πέτρινοι, κομμένοι με γωνίες. Το χρώμα μπορεί να τους έκανε πιο ρεαλιστικούς τυπικά αλλά θα αποδυνάμωνε το κοντράστ των χαρακτήρων τους. Μου έκανε εντύπωση ότι οι Ληστές θα ολοκληρωθούν ως δίτομη έκδοση. Μαζί με τον δεύτερο τόμο θα είναι περίπου 260 σελίδες συνολικά. Ο πρώτος τόμος τελειώνει όταν οι Ληστές μπαίνουν στα Γιάννενα, νομιμοποιούνται και παύουν (για κάποιον καιρό) να είναι ληστές. Αυτό λειτουργεί σαν ένα πρώτο κλείσιμο της ιστορίας – μετά αρχίζει μια δεύτερη περίοδος της ζωής τους. Φαντάζομαι η μεγάλη έκταση του κόμιξ είναι ανάλογη της «πόρωσής» σου με τη δημιουργία του. Προέκυψε αυθόρμητα, φυσικά. Γιατί αυτό το κόμιξ εξιστορεί όλη τη ζωή των δύο βασικών χαρακτήρων του, έχει την (κινηματογραφική) λογική του «Κάποτε στην Αμερική». Ξέραμε από την αρχή ότι θα είναι μεγάλο. Θεωρήσαμε ότι θα έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον να ασχοληθούμε με όλη τη γκάμα της ζωής αυτών των ανθρώπων και πως οι ίδιοι εξελίσσονται σαν χαρακτήρες, παρά να επικεντρωθούμε σε ένα γεγονός. «Η δουλειά για να βγει αυτό το βιβλίο κράτησε περίπου τρία χρόνια. Αλλά το είχα στο μυαλό μου από το 2012 – το «πάγωνα» για να κάνω άλλα πράγματα, τον Ερωτόκριτο, τον Μπλε Κομήτη». «Με τον Γιάννη (Ράγκο) γράφουμε τώρα το σενάριο για τον δεύτερο τόμο και σύντομα θα ξεκινήσω να σχεδιάζω», λέει ο Γ. Γούσης. «Καλό θα είναι να κυκλοφορήσει κι αυτός σχετικά σύντομα, ίσως μέσα στα επόμενα δύο χρόνια για να ολοκληρωθεί το πρότζεκτ των Ληστών. Δεν με «καίει» η εμπορική του συνέχεια πάντως, θέλω μόνο να βγει όπως πρέπει». Νομίζω ότι οι «Ληστές» είναι ένα σενάριο που θα μπορούσε να μεταφερθεί εξαιρετικά στον κινηματογράφο. Δεν θελήσαμε να φτιάξουμε ένα κόμιξ για να γίνει μετά ταινία. Παρόλα αυτά η υπόθεσή του και ο τρόπος που έχουμε αφηγηθεί την ιστορία – με σκηνές, χωρίς αφηγητή και voiceover – είναι τέτοιος που θα μπορούσε να μεταφερθεί και στην οθόνη, ίσως σαν σειρά δέκα επεισοδίων. Ένα τέτοιο εγχείρημα θα ήταν κοστοβόρο, αλλά αν γινόταν σωστά θα μπορούσε να είναι και εμπορικό. Και το σχετικό link...
  8. Επιχειρώντας να καλύψει το κενό στις ανθολογίες σύγχρονων, ποιοτικών εναλλακτικών κόμικς για ενηλίκους, ο Μπλε Κομήτης έβαλε ψηλά τον πήχη από την πρώτη μέρα της έκδοσής του. Φτάνοντας στο έβδομο τεύχος του, αποδεικνύει ότι μπορεί να φτάσει ακόμα ψηλότερα. Απόσπασμα από το εξώφυλλο του τεύχους 6 του «Μπλε Κομήτη», σχεδιασμένο από τον Ηλία Κυριαζή Τα πρώτα τεύχη μιας περιοδικής έκδοσης είναι τα δυσκολότερα. Η θλιβερή οικονομική κατάσταση στην οποία βρίσκεται η ελληνική εκδοτική παραγωγή τα κάνει ακόμη πιο δύσκολα. Κάθε έντυπο στην αρχή του πρέπει να βρει τα βήματά του, να διαμορφώσει το προφίλ του, να επιλέξει τους συνεργάτες του, να αποδείξει τη συνέπειά του και, πάνω απ’ όλα, να πείσει τους αναγνώστες του. Ο Μπλε Κομήτης (εκδόσεις Polaris), διμηνιαίος πλέον και έχοντας ήδη συμπληρώσει έξι τεύχη (το έβδομο θα βρίσκεται σε λίγες ημέρες στα βιβλιοπωλεία και τα περίπτερα όλης της Ελλάδας), υπό την αρχισυνταξία του δημιουργού κόμικς Γιώργου Γούση («Ιστορίες από τις Αθώες Εποχές», «Ερωτόκριτος» κ.ά.), πάει από το καλό στο καλύτερο, πείθοντας ακόμα και τους πιο δύσπιστους και επιφυλακτικούς για την αναγκαιότητα ενός περιοδικού με σύγχρονα κόμικς για ενήλικο κοινό μετά τη Βαβέλ, το Παρά Πέντε, τη Γαλέρα, το Mov, το Εννέα κ.ά. Ιδιαίτερα τα νέα κόμικς που εγκαινιάστηκαν στο έκτο τεύχος αφήνουν πολλές υποσχέσεις για τη νέα μορφή του περιοδικού, που μπαίνει στη δεύτερη περίοδό του και, όπως σημειώνεται στο editorial, «ξεκινά με νέες ελληνικές και ξένες μεγάλες σειρές, χωρίς, ωστόσο, να αγνοούνται οι μικρότερες αυτοτελείς ιστορίες αλλά και οι νέοι καλλιτέχνες». Απόσπασμα από τη σειρά «Ληστές» των Γιάννη Ράγκου και Γιώργου Γούση Βαθιά πολιτικό και οδυνηρά σπαρακτικό μέσα στο πικρό του χιούμορ, το «Kobane Calling» του Ιταλού δημιουργού Zerocalcare είναι μια συγκλονιστική αυτοβιογραφική σειρά και παράλληλα ένα οδοιπορικό στο κουρδικό Κομπάνι και στην αυτόνομη δημοκρατική Ροζάβα εν καιρώ πολέμου. Η έναρξη της σειράς, μάλιστα, συνοδεύεται και από μια κατατοπιστική συνέντευξη του Ιταλού καλλιτέχνη στον Θοδωρή Παπαδημητρόπουλο. Η «Σατανία» των Kerascoet και Fabien Vehlmann, από την άλλη, είναι μια ιστορία τρόμου που εξελίσσεται στα έγκατα της Γης, με πρωταγωνιστές μια ομάδα σπηλαιολόγων κατά την αναζήτηση ενός εξαφανισμένου φίλου τους. Τη ζωή και τον θάνατο των Γιάννη και Θύμιου Ντόβα, περιβόητων και δημοφιλών παρανόμων στην Ήπειρο των αρχών του εικοστού αιώνα, περιγράφει η σειρά «Ληστές» των Γιάννη Ράγκου και Γιώργου Γούση, ενώ η «Άρπη» των Ηλία Κυριαζή και Έλενας Γώγου αποτελεί μια δυστοπική, μετααποκαλυπτική σειρά, με την έννοια της Θεοκτονίας στο επίκεντρο. Οι «Μέρες Λατρείας» των Στρατή Ρέλλου και Παναγιώτη Πανταζή επαναφέρουν τον αναγνώστη στη σύγχρονη εποχή και στις εφηβικές ανησυχίες κάπου στην ελληνική επαρχία, ενώ τον Μπλε Κομήτη συμπληρώνουν ο Αντώνης Βαβαγιάννης με δύο προσωπικές σειρές του («Ο Θάνατος» και «Αληθινά Κουραφέλκυθρα»), η Γεωργία Ζάχαρη με τη γλυκιά, αυτοβιογραφική «Ζάχαρη» και η Ίριδα Μούζου με τη «Ραλλού». Στο εξώφυλλο του τεύχους 6 του «Μπλε Κομήτη» ο Ηλίας Κυριαζής σχεδιάζει την «Άρπη», την ηρωίδα του ομώνυμου κόμικ σε σενάριο του Κυριαζή και σχέδιο της Έλενας Γώγου Με τέτοια έργα που καλύπτουν σχεδόν όλα τα είδη της πλούσιας σύγχρονης παραγωγής κόμικς, ο Μπλε Κομήτης φαίνεται να φτάνει, μόλις έξι τεύχη μετά την πρώτη κυκλοφορία του, σε επίπεδα σπάνιας ωριμότητας. Έτσι, θα παραμείνει σίγουρα για καιρό ακόμη «στην τροχιά των κόμικς», όπως λέει και ο επιτυχημένος υπότιτλός του. Και το σχετικό link...
×
×
  • Δημιουργία νέου...

Σημαντικές πληροφορίες

Χρησιμοποιώντας αυτή τη σελίδα, αποδέχεστε τις Όρους χρήσης μας.