Jump to content

Search the Community

Showing results for tags 'εκδόσεις διόπτρα'.

  • Search By Tags

    Type tags separated by commas.
  • Search By Author

Content Type


Forums

  • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΝΕΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΝΕΑ
  • ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ
    • ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ
    • ΤΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙ
  • ΧΑΛΑΡΩΜΑ
    • ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ
    • ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΡΙΟ
    • ΤΟ ΠΑΖΑΡΙ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Διάφορα
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Ντόναλντ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Super Μίκυ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Κόμιξ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μίκυ Μάους
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μπλα μπλα
  • VINTAGE's Συζήτηση
  • VIDEO GAMES's Γεν. Συζήτηση για Video Games

Blogs

  • Γερμανίκεια
  • Ιστορική/ φιλολογική γωνιά
  • Περί ανέμων και υδάτων
  • Dhampyr Diaries
  • Σκόρπιες Σκέψεις
  • The Unstable Geek
  • Κομικσόκοσμος
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • Valt's blog
  • I don't know karate, but i know ka-razy!
  • Comics, Drugs and Brocc 'n' roll
  • Film
  • Θέμα ελεύθερο
  • Vet in madness
  • GCF about comics
  • Dr Paingiver's blog

Find results in...

Find results that contain...


Date Created

  • Start

    End


Last Updated

  • Start

    End


Filter by number of...

Joined

  • Start

    End


Group


Member Title


MSN


Website URL


Yahoo


Skype


City


Profession


Interests

Found 19 results

  1. Το «ΝΣυν» προδημοσιεύει αποσπάσματα από το εγχειρίδιο «Με οδηγό το Αϊβαλί – τα κόμικς στην εκπαίδευση» των Soloup και Ευαγγελίας Μουλά για τη χρησιμότητα που μπορούν να αποκτήσουν τα εικονογραφηγήματα μέσα στη σχολική τάξη. Από μια άποψη, η έκδοση ενός εγχειριδίου για την αξιοποίηση των κόμικς στην εκπαίδευση δεν θα μπορούσε να έχει καλύτερη αφορμή: τη συμπλήρωση 10 χρόνων από τότε που ο Soloup (Αντώνης Νικολόπουλος) εξέδωσε το «Αϊβαλί» στον «Κέδρο». Το graphic novel διέγραψε ήδη έναν πρώτο κύκλο ως μία από τις πληρέστερες δημιουργίες που αντλεί έμπνευση από την ελληνική Ιστορία και μπορεί να περάσει στις νεότερες γενιές. Αποτελεί, λοιπόν, και το επίκεντρο στο εγχειρίδιο «Με οδηγό το Αϊβαλί – τα κόμικς στην εκπαίδευση», που κυκλοφορεί από αύριο η «Διόπτρα», με τις υπογραφές των Soloup και Ευαγγελίας Μουλά (από τον ίδιο οίκο κυκλοφορεί πλέον και η επετειακή έκδοση για το «Αϊβαλί»). Το βιβλίο χρησιμοποιεί συγκεκριμένα παραδείγματα από πραγματικά κόμικς και διαβάζεται σαν ένα δυνητικό βοήθημα για εκπαιδευτικούς που μπορεί να σταθεί μέσα σε μια σχολική τάξη (αλλά και σε ομάδες δημιουργικής γραφής). Στο πρώτο, θεωρητικό μέρος του, ο Soloup επιχειρεί μία αναδρομή στο μέσο των κόμικς και της φόρμας των graphic novels. Στο δεύτερο μέρος οι δύο συγγραφείς «μπαίνουν στην τάξη». Ειδικά η Ευαγγελία Μουλά, φιλόλογος και εκπαιδευτικός, εξοικειωμένη με τη διαδικασία συγγραφής εκπαιδευτικών υλικών, αναδεικνύει την έκδοση σε οδηγό για εκπαιδευτικούς και γονείς, όσο και σε χρήσιμο εργαλείο σε εργαστήρια, βιβλιοθήκες και ομάδες ανάγνωσης, δημιουργικής γραφής, forum συζητήσεων κ.ά. Το τρίτο μέρος αφορά το πρακτικό κομμάτι: την ίδια τη συνεργασία των συντονιστών/εκπαιδευτικών με την ομάδα τους και τον τρόπο που μπορούν να ξεκλειδώσουν την προσοχή των συμμετεχόντων καθώς δουλεύουν πάνω σε ένα συγκεκριμένο εικονογραφήγημα. Και, ακόμα περισσότερο, πώς μέσα από ένα εργαστήριο κόμικς μέσα στην τάξη μπορούν οι ίδιοι οι μαθητές να φτιάξουν τις δικές τους ιστορίες συνδυάζοντας τα λόγια με τις εικόνες. Από το εγχειρίδιο προδημοσιεύουμε δύο αποσπάσματα, το πρώτο του Soloup, το δεύτερο της Ευαγγελίας Μουλά. «Δεν είναι όλα τα κόμικς graphic novels» Τα εικονογραφηγήματα δεν αντιμετωπίζονταν πάντα με τον ίδιο τρόπο (και) στην Ελλάδα. Σε βάθος δεκαετιών παρατηρούμε σημαντικές διαφοροποιήσεις στη θεώρηση, πρόσληψη και ευρύτερη αποδοχή του μέσου. Μέχρι και τη δεκαετία του 1980 γονείς και εκπαιδευτικοί αντιλαμβάνονταν τα κόμικς ως ευτελή αναγνώσματα που απευθύνονταν σε ένα παιδικό/εφηβικό κοινό, τα οποία όχι μόνο δεν είχαν να προσφέρουν τίποτα χρήσιμο στους μαθητές, αντίθετα τους αποσπούσαν από τα μαθήματα του σχολείου και άλλες δημιουργικές δραστηριότητες. Μοναδική ίσως εξαίρεση τα «Κλασσικά Εικονογραφημένα». Η αναφορά και μόνο σε λογοτεχνικούς τίτλους, ονόματα σημαντικών συγγραφέων ή πρόσωπα της ένδοξης ελληνικής ιστορίας και μυθολογίας αρκούσε για να αμβλύνει κάπως το αρνητικό κλίμα εναντίον τους. Τα ειδικά περιοδικά κόμικς, όπως η «Βαβέλ» και το «Παρά Πέντε», που εμφανίζονται γύρω στο 1980 και απευθύνονται πλέον ξεκάθαρα – με το ανατρεπτικό ύφος των ιστοριών που δημοσιεύουν και το ακραίο σαρκαστικό χιούμορ – σε ενήλικες αναγνώστες, αλλάζουν την έως τότε κυρίαρχη αντίληψη. Τα κόμικς περιγράφονται πλέον ως η «ένατη τέχνη» και σταδιακά αρχίζουν να αντιμετωπίζονται ως διακριτό έντεχνο μέσο. Τις τελευταίες δύο δεκαετίες η κυκλοφορία σημαντικών – μεταφρασμένων ή εγχώριων – τίτλων κόμικς, που εστιάζουν συχνά με ερευνητική επάρκεια και εικαστική αρτιότητα σε πιο σύνθετα ζητήματα (κοινωνία, πολιτική, βία, οικολογία κ.λ.π.), ανέτρεψε πλήρως την αρνητική εικόνα του παρελθόντος. Η εμφάνιση εικονογραφηγημάτων, τα οποία αντλούν τα θέματά τους όχι μόνο από τη μακρινή (και σε κάποιο βαθμό ιδεολογικά ανώδυνη) ιστορία, αλλά και από πιο πρόσφατα τραυματικά γεγονότα, την ίδια ώρα που αρκετά κόμικς μεταφέρουν στη γλώσσα τους γνωστά λογοτεχνικά έργα, κερδίζει σταδιακά το ενδιαφέρον του ευρύτερου αναγνωστικού κοινού. Έτσι, σιγά σιγά, πλάι σε εκείνους όσους διάβαζαν κόμικς από πιτσιρικάδες προστέθηκαν και άλλοι – από την ευρύτερη κοινότητα των αναγνωστών λογοτεχνίας, ιστορικών δοκιμίων κ.λ.π. – οι οποίοι δεν είχαν προγενέστερα κάποια εξοικείωση με τη γλώσσα και τις συμβάσεις τους. Η φόρμα των graphic novels, η οποία μέσα από μια πιο σύνθετη αφηγηματική προσέγγιση βρέθηκε να εστιάζει με μεγαλύτερη συχνότητα σε σύγχρονα θέματα και προβληματισμούς απ’ ότι άλλες φόρμες και ομαδοποιήσεις των κόμικς – για παράδειγμα, τα comic strips ή τα υπερηρωικά κόμικς –, είχε εκείνα ακριβώς τα χαρακτηριστικά της «ωριμότητας» που επιθυμούσαν πλέον να αναγνωρίσουν όλοι (γονείς, εκπαιδευτικοί, κριτικοί, δημοσιογράφοι, πανεπιστημιακοί, εκδότες, δημιουργοί) στα σύγχρονα εικονογραφηγήματα. Το γεγονός ότι πλέον τα κόμικς αφορούν όλο και πιο πολλούς – καθώς όλες οι επιμέρους φόρμες και τα υποείδη τους εξελίσσονται – και η συνειδητοποίηση πως η υβριδική τους γλώσσα (Λόγος και Εικόνα) μπορεί να αξιοποιηθεί άμεσα ή έμμεσα στην εκπαίδευση είναι τα στοιχεία εκείνα που επιτάχυναν τη μεταστροφή αυτή, οδήγησαν στην αλλαγή στάσης απέναντί τους και στην ανάγκη να διαχωριστούν τα σύγχρονα κόμικς από τις προκαταλήψεις που κουβαλούσαν στο παρελθόν. Εκείνο που συνέβη τελικά ήταν να ταυτιστούν όλα τα «ώριμα» σύγχρονα κόμικς με τα GN. Η σύγχυση του Μέσου (κόμικς) και της Φόρμας (graphic novels), η οποία αποδίδει μάλιστα στο όνομα της δεύτερης ποιοτικά/αξιολογικά χαρακτηριστικά για τα σύγχρονα κόμικς, είναι πλέον κυρίαρχη. Έχει αποκτήσει τη δική της δυναμική, με νέες πλαισιώσεις του όρου «GN», εντάσσοντας σε αυτόν οποιοδήποτε κόμικ θεωρούμε ή αντιλαμβανόμαστε ως «ώριμο» και «άξιο λόγου». Ποια είναι αυτά τα «ώριμα» και «άξια» κόμικς; Μα εκείνα που σε μεγάλο βαθμό συνδέονται με την «υψηλή» λογοτεχνία – η λέξη novel/μυθιστόρημα έπαιξε σημαντικό ρόλο σε αυτή την κατεύθυνση – και τη «σοβαρή» ενασχόληση με σύγχρονα ιστορικά ζητήματα. Όμως, σε καμία τέχνη μια επιμέρους φόρμα δεν εξασφαλίζει από μόνη της την ποιοτική ανωτερότητα. Και όπως στη μουσική υπάρχουν συμφωνίες, φούγκες, μενουέτα αριστουργήματα, έτσι υπήρξαν στην ιστορική της εξέλιξη και συμφωνίες, φούγκες, μενουέτα αδιάφορα, μέτρια ή και κακά. Το να βαφτίσουμε λοιπόν κάποιο κόμικ ως GN επειδή και μόνο ασχολείται με ένα ιστορικό θέμα ή επειδή μεταφέρει στη γλώσσα των εικονογραφηγημάτων ένα αγαπημένο μας λογοτεχνικό έργο δεν του εξασφαλίζει αυτόματα ποιοτική ανωτερότητα. Θα λέγαμε λοιπόν απλά πως υπάρχουν πολλά αξιόλογα κόμικς (comic strips, comic books, graphic novels, albums, ολιγοσέλιδες ιστορίες, manga κ.λ.π.), αλλά όλα τα αξιόλογα κόμικς δεν είναι graphic novels. Μια άσκηση μέσα στην τάξη Φτιάξτε ένα πρωτοσέλιδο εφημερίδας για τα «Λεσβιακά Νέα», με ημερομηνία 8 Νοεμβρίου 1912. Στις 8 Νοεμβρίου 1912, κατά τη διάρκεια του Α’ Βαλκανικού Πολέμου, μοίρα του ελληνικού στόλου υπό τη διοίκηση του ναυάρχου Παύλου Κουντουριώτη, μετά την απελευθέρωση της Λήμνου (8 Οκτωβρίου 1912), κατέπλευσε στη Μυτιλήνη και απαίτησε από τις οθωμανικές Αρχές την παράδοση της πρωτεύουσας του νησιού, όπερ και εγένετο. Αν θέλετε, διενεργήστε έρευνα σχετικά με τα πολιτικά γεγονότα της ημέρας. Στο άρθρο να εκφράζετε την έξαψη του λαού για την επικείμενη απελευθέρωση. Επικουρικά, διαβάστε την πρώτη στήλη του άρθρου: Η υπό του ελληνικού στόλου κατάληψις της Μυτιλήνης, στη δεύτερη σελίδα του Λαϊκού Αγώνος στην αμέσως προηγούμενη σελίδα (η αξιοποίηση του πρότυπου που σας δίνεται είναι προαιρετική). Μετατρέψτε το κείμενο που ακολουθεί σε κόμικς, το πολύ δύο σελίδων. Επιλέξτε ανάμεσα σε έναν παντογνώστη εξωδιηγητικό αφηγητή και σε έναν ενδοδιηγητικό, που θα καθιστά την παρουσία του οπτικά αισθητή και θα εντάσσεται στα πλάνα. Στη συνέχεια δικαιολογήστε την επιλογή σας (και οι δύο επιλογές είναι εξίσου θεμιτές). Συμβουλευτείτε το τρίτο μέρος του βιβλίου. Στο λιμάνι χθες, συνωστισμός! Παιδάκια ντυμένα νησιώτες και τσολιαδάκια, τα σχολεία στη σειρά, οι πρόσκοποι, οι σύλλογοι, οι επίσημοι… τα εμβατήρια, η μπάντα,ο στρατός του νησιού. Όλοι! Κόσμος στους δρόμους. Γεμάτες οι καφετέριες. Οι Μυτιληνιοί χειροκροτούσαν τα παιδιά τους. Κι ανάμεσά τους, τι παράξενο, Τούρκοι τουρίστες! Εκδρομείς απ’ το Αϊβαλί. Μου ζήτησαν να τους φωτογραφίσω. Μια «οικογενειακή», όλους μαζί. Σημάδεψα τα χαμόγελά τους όσο καλύτερα μπορούσα. CHEESE! Μοιράζονταν άθελά τους την εθνική μας χαρά. Την απελευθέρωσή μας από τους βάρβαρους Τούρκους. Και το σχετικό link...
  2. Η πρώτη κυκλοφορία graphic novel από τις εκδόσεις Αντίποδες είναι ένα ασπρόμαυρο διαμάντι 288 σελίδων, το οποίο παρουσιάζει με ιδιοφυή τρόπο τις πολιτικές, οικονομικές και ψυχολογικές προεκτάσεις των ιδεών του Πιερ Μπουρντιέ. Η Διάκριση, ένα από τα σημαντικότερα έργα του Γάλλου κοινωνιολόγου, εμπνέει την Τιφέν Ριβιέρ να σχεδιάσει μια ιστορία στην οποία ένας καθηγητής Κοινωνιολογίας προσπαθεί να εξηγήσει σε μαθητές Λυκείου βασικές έννοιες του μεγάλου στοχαστή. Κοινωνιολογία για αρχάριους λοιπόν ή, ακόμη καλύτερα, ένας απολαυστικός τρόπος να διακρίνουμε τους πολιτισμικούς μηχανισμούς αναπαραγωγής της κοινωνικής ανισότητας στην καθημερινότητά μας. Η Διάκριση Ο Θανάσης Πέτρου επιστρέφει με το πέμπτο μέρος της πολύ επιτυχημένης ιστορικής του σειράς, το οποίο τιτλοφορείται 1941 – Αυστηρά συσκότισις (εκδ. Ίκαρος)· μια αξιέπαινη, δηλαδή, συνέχεια ενός έργου που έχει ήδη εντυπωσιάσει με την ποιότητά του. Αυτή τη φορά, ο Πέτρου μάς μεταφέρει στη Μακεδονία της τριπλής κατοχής – γεμάτη έριδες, βία και πόλεμο – σε ένα αφήγημα από το οποίο αναβλύζει ο πόνος μιας εποχής που ακόμη στοιχειώνει τη συλλογική μνήμη. 1941 – Αυστηρά συσκότισις Μετά τις προηγούμενες κυκλοφορίες, Καπετάν Μιχάλης του Παναγιώτη Πανταζή και Ζορμπάς του Soloup, τα δύο νέα graphic novels για τον Καζαντζάκη, Η κρητική ματιά 1883-1919 και Ο πολύβουος κόσμος 1921-1957 (εκδ. Διόπτρα), επιβεβαιώνουν το επιτυχημένο άνοιγμα του εκδοτικού στο εικονογραφημένο μυθιστόρημα. Σε σενάριο του Αλέν Γλυκός και εικονογράφηση του Αντονέν, οι δύο τόμοι αποτελούν μια ανοιχτή συνομιλία με τα παιδικά χρόνια, τη φιλοσοφία και τα ταξίδια του μεγάλου Έλληνα συγγραφέα, προσφέροντας μια απολαυστική και γεμάτη χρώμα ματιά στη ζωή του. Ο πολύβουος κόσμος 1921-1957 Αυτό που πετυχαίνει η Τζάκι Φλέμινγκ στο σατιρικό και εύπεπτο Το πρόβλημα με τις γυναίκες (εκδ. Μεταίχμιο) είναι να ξαναζωγραφίσει την Ιστορία. Πρόκειται για ένα κόμικ που αποκαλύπτει την απουσία των γυναικών από τα βιβλία της Ιστορίας και σατιρίζει τις αλλοπρόσαλλες θεωρίες που διατυπώθηκαν μέσα στους αιώνες – ακόμη και από σπουδαίους στοχαστές – σχετικά με τις γυναίκες και τον ρόλο τους. Η έννοια της συμπερίληψης βρίσκεται στον πυρήνα του Όσα επιθυμήσαμε (εκδ. Μικρός Ήρως) του Ηλία Κυριαζή. Η παρέα ηρώων με απόλυτα διαφορετικούς μεταξύ τους χαρακτήρες ζωντανεύει μέσα από σχέδια γεμάτα χρώμα και κίνηση. Όταν ένας μυστηριώδης κομήτης περνά από τη Γη και ένα υπερφυσικό ον προσφέρεται να πραγματοποιήσει μία ευχή στον καθένα, η καθημερινή (;) ιστορία «μεταμορφώνεται» σε συναρπαστική περιπέτεια. Όσα επιθυμήσαμε Στην άλλη κυκλοφορία των ίδιων εκδόσεων, συναντάμε την Ομήρου Βατραχομυομαχία (η ταυτότητα του δημιουργού παραμένει στην πραγματικότητα μυστήριο) σε μια εικονογραφημένη διασκευή ενός έμμετρου έργου της αρχαιότητας, 303 στίχων, γραμμένου τον 4ο αι. π.Χ. στην αττική διάλεκτο. Το έργο περιγράφει τον κωμικοτραγικό πόλεμο μιας μέρας ανάμεσα σε βατράχια και ποντίκια στην άκρη μιας λίμνης. Πρόκειται για μια ελεύθερη, διασκεδαστική παρωδία, που γίνεται graphic novel μέσα από την εικονογράφηση της Ειρήνης Σκούρα και τη μεταφορά του Γιώργου Βλάχου. Και το σχετικό link...
  3. Τόσο ο συγγραφέας Allain Glykos όσο και ο σκιτσογράφος Antonin δεν συνεργάζονται για πρώτη φορά και μάλιστα με ελληνικό θέμα. Ήδη έχουν εμφανιστεί στην ελληνική αγορά από κοινού με τα «Μίλα μου για τον Μανώλη» (Ωκεανίδα, 2001) και «Μανώλης» (Μικρός Ήρωας, 2022). Βασικό θέμα του η Μικρασιατική Καταστροφή σε μια μορφή όπου η Μεγάλη Ιστορία μεταμορφώνεται σε προσωπικό εσωτερικό δράμα. Ο Allain Glykos, που είναι γεννημένος το 1948, έχει ελληνική καταγωγή και είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μπορντό. Μαζί με τον εικονογράφο Antonin έχουν δημιουργήσει άλλα δύο εικονογραφημένα μυθιστορήματα. Εκτός από την επανέκδοση του έργου του Νίκου Καζαντζάκη, οι εκδόσεις Διόπτρα έχουν ήδη κυκλοφορήσει το 2023 δυο graphic novel με βάση αντίστοιχα εμβληματικά του έργα, τον «Καπετάν Μιχάλη» και το «Ζορμπάς – Πράσινη πέτρα ωραιότατη». Πρόσφατα κυκλοφόρησαν άλλοι δυο τόμοι του Allain Glykos, σε εικονογράφηση του Antonin και μετάφραση της Κατερίνας Ζωγραφιστού: «Η κρητική ματιά, 1883-1919» και «Ο πολύβουος κόσμος, 1921-1957», που αυτή τη φορά βασίζονται σε μια φανταστική συνομιλία του Allain Glykos με τον Νίκο Καζαντζάκη. Στους δυο αυτούς τόμους περιγράφεται η ζωή, τα έργα και οι ημέρες του συγγραφέα και φυσικά η πλούσια συγγραφική του δράση και οι πνευματικές του καταβολές και συγγένειες. Στον πρώτο τόμο, λοιπόν, ο αναγνώστης παρακολουθεί τα πρώτα χρόνια της ζωής του συγγραφέα στα πάτρια εδάφη της Κρήτης, με την έντονη πολιτισμική επίδραση του τόπου, την πατριαρχική επιρροή του πατέρα του και τον δυναμικό χαρακτήρα της μάνας του. Βασική πηγή αναφοράς και έμπνευσης στον πρώτο τόμο είναι το εμβληματικό «Αναφορά στον Γκρέκο». Παρακολουθούμε τις σπουδές του στην Αθήνα και στη συνέχεια στο Παρίσι, μαζί με τους πρώτους νεανικούς του έρωτες και τον γάμο του με τη Γαλάτεια Καζαντζάκη. Ταυτόχρονα με τον ιδιωτικό του βίο παρακολουθούμε και το πλαίσιο της εποχής, από τους Βαλκανικούς Πολέμους έως τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στον πρώτο τόμο ξεχωρίζει κανείς την επίσκεψη του Καζαντζάκη στο Άγιον Όρος μαζί με τον Άγγελο Σικελιανό, όπως και την έντονη επίδραση της φιλοσοφίας του Μπερξόν και την ενασχόλησή του με τον Νίτσε που κατέληξε σε διδακτορική εργασία – και τέλος, μια σύντομη συνάντησή του με τον Καβάφη. Ο δεύτερος τόμος παρακολουθεί την κοσμοπολίτικη συγκρότηση του συγγραφέα καθώς προβάλλεται μέσα από μια σειρά ταξιδιών που θα αποτυπωθούν σε αντίστοιχα βιβλία. Τα ταξίδια αυτά επέδρασαν καταλυτικά στη διαμόρφωση της προσωπικότητάς του. Πελαγωμένος με μια σειρά υπαρξιακών και φιλοσοφιών διλλημάτων, βρίσκεται αντιμέτωπος με μεγάλες αντιφάσεις που εκδηλώνονται έντονα στο κατοπινό συγγραφικό του έργο. Αυτές οι βίαιες πνευματικές συγκρούσεις αποτυπώνονται όχι μόνο στη διαμόρφωση της προσωπικότητάς του αλλά και στην υγεία του. Όλη αυτή η παρουσίαση της ζωής του Καζαντζάκη λαμβάνει έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα καθώς δεν πρόκειται για μια κλασική βιογραφική εξιστόρηση και καταγραφή. Αντίθετα, αυτός ο Καζαντζάκης μας δίνεται μέσα από έναν φανταστικό διάλογο του Allain Glykos μαζί του όπως και με τις χρωματικές αποτυπώσεις προσώπων, εκφράσεων και τοπίων που εικονογραφούν τον βίο ενός συγγραφέα που έφτασε την αναζήτηση της αλήθειας μέχρι τα άκρα. Allain Glykos Antonin Καζαντζάκης 1 – Η Κρητική ματιά, 1883-1919 2 – Ο πολύβουος κόσμος, 1921-1957 Εκδόσεις: Διόπτρα Σελ.: 212 Και το σχετικό link...
  4. Ο Ελληνογάλλος Αλέν Γλυκός μιλάει στην «Κ» για το graphic novel που δημιούργησε για τον Νίκο Καζαντζάκη προκειμένου να μάθει τελικά λίγο καλύτερα τον συγγραφέα αλλά και τον εαυτό του. Στo δίτομο graphic novel του, ο Αλέν Γλυκός συναντά τον Καζαντζάκη για να τον ρωτήσει όλα εκείνα που θέλει. «Δεν ελπίζω τίποτα, δεν φοβάμαι τίποτα, είμαι ελεύθερος». Από τη στιγμή που ο Αλέν Γλυκός άκουσε για πρώτη φορά τη φράση του Νίκου Καζαντζάκη, έμεινε για πάντα μέσα του και τον έκανε να διερωτάται ξανά και ξανά: Πώς είναι δυνατόν να ζει κανείς χωρίς ελπίδα και χωρίς φόβο; Είναι αυτό επαρκής προϋπόθεση για να είναι κανείς ελεύθερος; Για ποια ελευθερία μιλάει ο Καζαντζάκης; Όλες αυτές τις σκέψεις τις έκανε και με την ιδιότητα του καθηγητή φιλοσοφίας έχοντας διδάξει φιλοσοφία των επιστημών στο Πανεπιστήμιο του Μπορντώ. Είναι μισός Γάλλος και μισός Έλληνας, όπως μαρτυρά και το όνομά του. Η πρώτη του συνάντηση με τον Καζαντζάκη ήταν κοινότοπη, όπως λέει. Διάβασε και είδε τον «Ζορμπά» και στη συνέχεια την «Αναφορά στον Γκρέκο». Στο δεύτερο βιβλίο, βρήκε και κοινά σημεία της ζωής του Καζαντζάκη με τη δική του αφού η οικογένεια του ήταν Έλληνες της Μικράς Ασίας που εκδιώχθηκαν από τους Τούρκους. Ο Ζορμπάς ξεκίνησε από την Κρήτη και έφτασε στα πέρατα του κόσμου. Κάπως έτσι, χρόνια μετά, η πιο πρόσφατη ώς τώρα συνάντηση του Αλέν Γλυκός με τον Καζαντζάκη πήρε τη μορφή ενός graphic novel. Το «Καζαντζάκης» είναι ένα δίτομο έργο (κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Διόπτρα) που έγραψε ο Αλέν Γλυκός και εικονογράφησε ο Αντονέν. Ένα έργο που ακολουθεί την πορεία του συγγραφέα από τα πρώτα χρόνια στην Κρήτη μέχρι τα πολυάριθμα ταξίδια του στον κόσμο και τον τρόπο που όλα αυτά τον διαμόρφωσαν. «Μισός Έλληνας, ίσον Έλληνας» Το αφηγηματικό εύρημα που το διαφοροποιεί από μια απλή βιογραφία είναι πως εδώ ο Γλυκός μπαίνει στον ρόλο ενός αξιοπερίεργου «μισού Έλληνα», όπως γράφει, που στέλνει γράμμα στον Καζαντζάκη. «Μισός Έλληνας, ίσον Έλληνας», του απαντά εκείνος πριν αρχίσει να τού αφηγείται την ιστορία του. Ήταν μια ιδέα που ήρθε στον δημιουργό του graphic novel όταν αναρωτιόταν πώς μπορεί να κάνει ενδιαφέρουσα μια ιστορία τόσο σε αυτόν που είναι εξοικειωμένος με το έργο του Καζαντζάκη, όσο και σε κάποιον που τώρα τη μαθαίνει. «Και τότε ξαφνικά μου ήρθε η ιδέα να συνομιλήσω με τον Καζαντζάκη, για να τον υποχρεώσω να διευκρινίσει και να εξηγήσει ορισμένες από τις θεωρίες του. Δεν συμφωνούσα πάντοτε μαζί του. Σκέφτηκα ότι αυτό θα ήταν κάτι πιο ζωντανό και θα μας επέτρεπε να ξεφύγουμε από μια απλή, γραμμική και κουραστική βιογραφία», λέει. «Με τον Αντονέν μοιραστήκαμε την άγνοιά μας» Ο Καζαντζάκης φτάνει στην Αθήνα. Δεν είναι η πρώτη φορά που Γλυκός και Αντονέν συνεργάζονται, το έχουν κάνει για δύο ακόμα graphic novels και πάλι ελληνικού ενδιαφέροντος: το «Μανώλης» που γυρνάει τον χρόνο πίσω στη Μικρασιατική Καταστροφή και το «Gilets de sauvetage» που πιάνει το νήμα από τις ροές προσφύγων που έφτασαν στο Αιγαίο προ δεκαετίας και το ενώνει νοητά με το 1922. Ο «Καζαντζάκης» πήρε δύο χρόνια για να γίνει, περίπου έναν για κάθε τόμο του. «Με τον Αντονέν είχαμε συνηθίσει να συνεργαζόμαστε στενά, ανταλλάσσοντας συνεχώς απόψεις και δίνοντας ο ένας στον άλλο συμβουλές. Το σχέδιο επηρέαζε το κείμενο και αντίστροφα. Για αυτό το graphic novel έγραψα ένα (υπερβολικά μακροσκελές) σενάριο, και κυρίως ο Αντονέν έκανε τις επιλογές», εξηγεί ο Γλυκός. «Συναντήσεις» με τον Νίτσε. Μπορεί ο Γάλλος εικονογράφος να μην έχει αντίστοιχα κάποιο προσωπικό, «ελληνικό» βίωμα, πάντως, αυτή ακριβώς η «εξωτερική» του ματιά στα πράγματα ήταν που βοήθησε στο φιλτράρισμα όσων κατέληξαν στο graphic novel. Δεν ήταν μια διαδικασία εύκολη, μιας και ο Καζαντζάκης ήταν μια περίπλοκη προσωπικότητα: μπορούσε συγχρόνως να αγκαλιάσει την εντοπιότητα της Κρήτης και να είναι «παγκόσμιος πολίτης», να βλέπει τον Χριστό και τον Λένιν με το ίδιο ενδιαφέρον, όντας όμως επιλεκτικός και ασκώντας την κριτική του στα επιμέρους σημεία. Περιπλανήσεις με τον Άγγελο Σικελιανό. Μπορεί ο Γάλλος εικονογράφος να μην έχει αντίστοιχα κάποιο προσωπικό, «ελληνικό» βίωμα, πάντως αυτή ακριβώς η «εξωτερική» του ματιά στα πράγματα ήταν που βοήθησε στο φιλτράρισμα όσων κατέληξαν στο graphic novel. Δεν ήταν μια διαδικασία εύκολη, μιας και ο Καζαντζάκης ήταν μια περίπλοκη προσωπικότητα: μπορούσε συγχρόνως να αγκαλιάσει την εντοπιότητα της Κρήτης και να είναι «παγκόσμιος πολίτης», να βλέπει τον Χριστό και τον Λένιν με το ίδιο ενδιαφέρον, όντας όμως επιλεκτικός και ασκώντας την κριτική του στα επιμέρους σημεία. «Μου έκανε πολλές ερωτήσεις, με ανάγκασε να διευκρινίσω πράγματα που μου φαίνονταν αυτονόητα. Μπορώ να πω ότι μοιραστήκαμε την άγνοιά μας. Επιπλέον, η διάταξη των κειμένων μου αποτελεί μια σκηνογραφία. Κατάφερε να αποφύγει ένα στυλ που θα μπορούσε να είναι βαρετό», εξηγεί ο Γλυκός για τον Αντονέν, που συγχρόνως θεωρεί πως έφερε στη διαδικασία «τη νεανικότητά του, την ευαισθησία και την ευφυΐα του, αλλά και την αυστηρότητά του». «Θα ήταν εξαιρετικά ευφυής όποιος θα μπορούσε να ορίσει ποιος είναι ο Καζαντζάκης» Όπως είναι χωρισμένοι οι τόμοι του «Καζαντζάκη», έτσι είναι τρόπον τινά και η ζωή του Αλέν Γλυκός: από τη μία η Ελλάδα και από την άλλη ο κόσμος. «Μέσα μου συνυπάρχουν δύο Αλέν Γλυκός που δεν μιλούν την ίδια γλώσσα. Η Ελλάδα είναι για μένα μια εσωτερική εξορία», σχολιάζει χαρακτηριστικά. Με το να καταπιάνεται όμως στα βιβλία του με ζητήματα του τόπου καταγωγής του, σκάβει βαθύτερα στην ελληνική καταγωγή του. «Συνειδητοποίησα πραγματικά τις ρίζες μου όταν έγραψα το πρώτο μου έργο, το “Parle-moi de Manolis” (Μίλα μου για τον Μανώλη. Αισθάνθηκα ότι (ξανα)έγινα Έλληνας», συνεχίζει. Ο Νίκος Καζαντζάκης στη Βιέννη, μέσα σε ένα σινεμά. Για τον ίδιο, η εύρεση ενός προσωπικού παρελθόντος είναι ενδεχομένως και ο λόγος που οι βιογραφίες κερδίζουν συνεχώς έδαφος σε διαφόρων μορφών αφηγήσεις τα τελευταία χρόνια. «Ίσως οι άνθρωποι νιώθουν την ανάγκη να γράφουν και να διαβάζουν βιογραφίες ώστε το παρελθόν να τους βοηθά να δώσουν νόημα σε ένα τόσο χαοτικό παρόν. Ίσως βρίσκουν τον εαυτό τους και ανασυγκροτούνται μέσα από αυτές τις βιογραφίες, που συχνά μιλούν τόσο για τους ίδιους όσο και για τους συγγραφείς». Αναμνήσεις γύρω από την Κόκκινη Πλατεία. Από την Αίγυπτο του Καβάφη, στην Αίγινα. Και τελικά, διαβάζοντας, γράφοντας, «συνομιλώντας» με τον Καζαντζάκη, ο Αλέν Γλυκός βρήκε απαντήσεις; «Θα ήταν εξαιρετικά ευφυής όποιος θα μπορούσε να ορίσει ποιος είναι ο Καζαντζάκης. Η ζωή, το έργο και η σκέψη του είναι τόσο πολυμορφικά και σύνθετα. Αυτό που κρατώ από αυτόν είναι το θέμα της αναζήτησης του εαυτού, της πορείας και του ανήφορου. Μου άρεσε που βρήκα τόσο τον Νίτσε όσο και τον Καμύ στις αναζητήσεις του. Με βοήθησε να αλλάξω οπτική σε ορισμένα ερωτήματα που με απασχολούσαν, όχι για να τους δώσω απαντήσεις, αλλά για να συνυπάρχω πιο ήρεμα μαζί τους». Ο κινηματογραφικός Καζαντζάκης. Οι δύο τόμοι του graphic novel «Καζαντζάκης» («Η Κρητική Ματιά 1883-1919» & «Ο Πολύβουος Κόσμος 1921-1957») σε κείμενο του Αλέν Γλυκός και εικονογράφηση του Αντονέν κυκλοφορούν στα ελληνικά από τις εκδόσεις Διόπτρα. Και το σχετικό link...
  5. Ο ΚΥΡ μιλάει για τη ζωή του στο NEWS 247. Τα χρόνια της Χούντας, η μεταπολίτευση, οι άνθρωποι που τον σημάδεψαν και η ιστορία της ελληνικής γελοιογραφίας μέσα από τα λόγια ενός από τους σπουδαιότερους σκιτσογράφους του τόπου μας. Δείτε τα νέα του σκίτσα για την "πρώτη φορά αριστερή" εποχή του ΣΥΡΙΖΑ. Η ιστορία του ελληνικού τόπου επαναλαμβάνεται ως φάρσα τελικά; Ίσως. Το μόνο σίγουρο είναι πως επαναλαμβάνεται ως πολιτική γελοιογραφία. Ένας από τους ανθρώπους που έβαλαν το πολιτικό σκίτσο στην καθημερινότητα του Έλληνα είναι ο Ιωάννης Κυριακόπουλος. Το 1961 ούτε ο ίδιος ήξερε πως θα καθιερωνόταν μέσα από τις εφημερίδες και τα περιοδικά ως ΚΥΡ, με το ψευδώνυμο δηλαδή που του χάρισε η “νονά” του, η Ελένη Βλάχου. Λίγες ημέρες μετά τη βράβευση του από τον Προκόπη Παυλόπουλο και λίγο πριν την κυκλοφορία του νέου του ημερολογίου από τις εκδόσεις Διόπτρα, ο ΚΥΡ άνοιξε το γραφείο του στο news247. Καθισμένος μπροστά από τα κάδρα που φιλοξενούν το πρόσωπο του όπως το έχουν φιλοτεχνήσει άλλα ιερά τέρατα της ελληνικής και όχι μόνο γελοιογραφίας, ο Ιωάννης Κυριακόπουλος μας μίλησε για την καριέρα του κάνοντας στάσεις σε στιγμιότυπα της μεταπολίτευσης, της προμνημονιακής εποχής, αλλά και της εποχής των μνημονίων. Η αρχή της κουβέντας μας έγινε από το μετάλλιο που έλαβε από τον πρόεδρο της Δημοκρατίας για το σύνολο του έργου του. Μια βράβευση που δεν ήταν η πρώτη για τον ίδιο. “Είχε προηγηθεί η βράβευση μου στον Καναδά. Ήταν το 1ο βραβείο στην Παγκόσμια Έκθεση Χιούμορ στο Μόντρεαλ το 1981. Ακολούθησε η βράβευση από την Ακαδημία Αθηνών το 2012 και τώρα ήρθε το παράσημο του Χρυσού Σταυρού του Τάγματος του Φοίνικος στο προεδρικό Μέγαρο. Αυτά είναι τα τρία αστέρια που μου έχουν χαρίσει. Τίποτα από τα τρία δεν περίμενα, αλλά αφού ήρθε η βράβευση από τον Προκόπη Παυλόπουλο, καλοδεχούμενη είναι”, μας λέει ο ΚΥΡ. Την τελευταία του βράβευση τη σχολίασε μάλιστα όπως εκείνος ξέρει, με ένα καρέ αφιερωμένο στον πρόεδρο της Δημοκρατίας. “Δεν είναι οξύμωρο, σε μια χώρα ανέργων, ο πρόεδρος της Δημοκρατίας να λέγεται ΠΡΟΚΟΠΗΣ” ανέφερε σχετικά σε σκιτσάκι του που αναρτήθηκε στο προσωπικό του site i-kyr.gr. “Κάναμε τον αστεϊσμό μας όταν πίναμε μαζί μια πορτοκαλάδα και ο πρόεδρος γέλασε. Άλλωστε στο παρελθόν όταν ήταν υπουργός του είχα αφιερώσει κι άλλα σκίτσα. Πάντα όμως είχε και έχει χιούμορ”. Μέρος Πρώτο ΑΝΑΔΡΟΜΗ ΣΤΗΝ ΚΑΡΙΕΡΑ ΕΝΟΣ ΣΠΟΥΔΑΙΟΥ ΓΕΛΟΙΟΓΡΑΦΟΥ Εν έτει 2016, ο ΚΥΡ έχει αποχωριστεί από την αγαπημένη του πίπα και τη θέση της έχει πάρει ένα ηλεκτρονικό τσιγάρο. Δεν έχει αποχωριστεί όμως το χιούμορ του, και πώς να το κάνει, αφού οι εξελίξεις “ζητούν” απεγνωσμένα το σχόλιο του καθημερινά – ένα σχόλιο που καταθέτει εδώ και 55 χρόνια. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή και στην πορεία, θα κάνουμε πολλά μπρος – πίσω στον χρόνο, όπως πηγαίνουν κι έρχονται οι μνήμες δηλαδή. Μπορεί πολλοί να μην το γνωρίζουν, όμως τα πρωτόλεια έργα του ΚΥΡ δεν ήταν πολιτικά. “Πολιτικό σκίτσο άρχισα να κάνω με την έκδοση της Μεσημβρινής από την Ελένη Βλάχου το 1961. Μέχρι τότε έδινα σκίτσα στον Ταχυδρόμο και στις Εικόνες και παραμονές της έκδοσης της Μεσημβρινής, με κάλεσαν εκεί και με ρώτησαν αν μπορώ να κάνω σκίτσο κοινωνικοπολιτικό. Μου είπαν, “κάντε μια προσπάθεια και φέρτε μας να δούμε”. Τους έδωσα λοιπόν τα δείγματα μου, τους άρεσαν και άρχισε η συνεργασία μου όταν και είδα ότι πλέον λεγόμουν ΚΥΡ. Με βάφτισε έτσι η ίδια η Ελένη Βλάχου που ήταν η “νονά” μου. Δεν το ήξερα, ούτε το είχα επιλέξει αυτό το όνομα, το είδα στο πρώτο φύλλο της Μεσημβρινής. Μου άρεσε, ήταν σύντομο και με βόλεψε σε σχέση με το Κυριακόπουλος που είναι μεγαλύτερο”. Τα πρώτα σχέδια του ΚΥΡ σε Ταχυδρόμο και Εικόνες ήταν λοιπόν χιουμοριστικά δισέλιδα καρτούν. Η αφορμή όμως για να ασχοληθεί με τα σκίτσα, ήταν ο Soul Steinberg και το έργο του. “Από το σχολείο δεν μπορεί να πει κανείς ότι ήμουν ο καλός ο μαθητής που θα έμπαινε στο Πανεπιστήμιο ή στο Πολυτεχνείο. Μόνο στα τεχνικά ήμουν καλός. Έτσι βρέθηκα στην Ιταλία, στη σχολή Καλών Τεχνών και το βράδυ παρακολουθούσα σχολές γραφικών τεχνών. Η στιγμή που μου χτύπησαν οι “καμπάνες” ήταν όταν είδα ένα βιβλίο του γελοιογράφου Steinberg. Από τότε άρχισα να κάνω σκίτσα που αρχικά δημοσιεύθηκαν στο Ιταλικό περιοδικό IL TRAVASO και στην Κυριακάτικη CORRIERE DELLA SERA”. Όταν ο ΚΥΡ έγινε ο Σκωτσέζος MAC PAPA Τη μαύρη εποχή της χούντας το καθεστώς είχε απαγορεύσει στον ΚΥΡ να δημοσιεύει σκίτσα. Την περίοδο εκείνη έστελνε στο Λονδίνο αντιστασιακά έργα του στο περιοδικό Hellenic Review που εξέδιδε η Ελένη Βλάχου με το ψευδώνυμο MAC PAPA (Ήταν τα αρχικά ΜΑΚαρέζου, Παπαδόπουλο, ΠΑτακού). “Στις 21 Απριλίου του 1967 η Μεσημβρινή έκλεισε και εγώ έμεινα άνεργος χωρίς εφημερίδα. Στην πορεία οι Εικόνες που εντάσσονταν στο συγκρότημα Βλάχου άνοιξαν υπό τη διεύθυνση του Τάκη του Λαμπρία που ήταν και υπασπιστής του Καραμανλή στο Παρίσι. Όταν κυκλοφόρησαν και πάλι οι Εικόνες έφτιαξα ένα κόμικ, τον Τρωικό Πόλεμο που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό. Εκεί υπήρχαν πολλά υπονοούμενα για τη Χούντα. Όταν το μυρίστηκαν αυτό, άρχισαν να διαγράφουν όλα τα σκίτσα μου. Εν συνεχεία πήγα στην Απογευματινή, όταν ο Παπαδόπουλος είπε ότι θα αμβλύνει τη λογοκρισία και μπόρεσα να δημοσιεύσω πάλι κάποια σκίτσα. Σε όλη τη διάρκεια της Χούντας όμως έστελνα αντιστασιακά σκίτσα στο Λονδίνο, στην Ελένη Βλάχου που εξέδιδε το περιοδικό Hellenic Review. Αυτά τα υπέγραφα με το ψευδώνυμο MAC PAPA”. Γελώντας, ο ΚΥΡ θυμάται που τον περνούσαν για Σκωτσέζο γελοιογράφο. “Μετά την απελευθέρωση είχε γίνει στην Κηφισιά μια έκθεση κόμικ κατά του φασισμού. Εκεί είχαν στήσει ένα περίπτερο ξένων γελοιογράφων όπου υπήρχε και ο Σκωτσέζος σκιτσογράφος MAC PAPA με έργα του που είχε κάνει κατά την επταετία”. Τα πρόσωπα που σημάδεψαν τη ζωή του Συνεχίζοντας περί ελευθεροτυπίας και ελεύθερης έκφρασης, κάνουμε μια στάση σε παλαιότερες δηλώσεις του Σεραφείμ Φυντανίδη: “Ο Σκουλάς, ο ΚΥΡ, ο Μητρόπουλος. Θυμάμαι τον Γιάννη τον ΚΥΡ είχε ένα κόμικ, την Γενοβέφα. Όλοι καταλάβανε ότι η Γενοβέφα ήταν η Ελλάδα και ο Γεώργιος Γκόλος που τον έλεγε γκολ, ήταν ο Παπαδόπουλος με μουστάκι. Το τι πέρναγε από κάτω δε λέγεται. Και ο Μητρόπουλος με τους 2 τύπους που κάθονται στο παγκάκι και ο ένας δε μιλάει ποτέ. Το τι πέρναγε από κάτω!”. Ρωτάω τον ΚΥΡ πώς θυμάται τον Σεραφείμ Φυντανίδη, έναν άνθρωπο με τον οποίο συνδέθηκε με στενή σχέσης φιλίας. “Ο Φυντανίδης εκτός από διευθυντής μου ήταν και πάρα πολύ φίλος μου. Κάθε Σάββατο πρωί ερχόταν εδώ, καθόταν εκεί που κάθεσαι εσύ τώρα. Κουτσομπολεύαμε τις εφημερίδες και μιλούσαμε για όλα. Έχω περάσει πολλά μαζί του και τον αγαπούσα, τον αγαπώ και θα τον αγαπώ πάντοτε γιατί πέραν από αξιολογότατος δημοσιογράφος ήταν και ένας σπουδαίος άνθρωπος, αυτός που θα ήθελε κανείς να έχει για φίλο”. Σαν άνθρωπος των media, μας αναφέρει πως ουδέποτε αισθάνθηκε κάποια στιγμή ότι περιορίζεται η ελευθερία έκφρασης του μετά τη Χούντα. Η απάντηση του ΚΥΡ απεικονίζει λίγο πολύ το πώς λειτουργούσαν οι εφημερίδες της μεταπολίτευσης, ανεξαρτήτως πολιτικού χρώματος, σε ό,τι αφορά πάντα την πολιτική γελοιογραφία που βρήκε χώρο να ανδρωθεί και να ενηλικιωθεί μαζί με το κοινό του Τύπου. Σαν “πανηγύρι της ελεύθερης έκφρασης”. “Πολλές φορές, όταν κάποιος διευθυντής μου έλεγε κάτι για ένα σκίτσο, δεν το έκανε για να με λογοκρίνει αλλά για να με προστατέψει. Μου ανέφερε ότι δεν είναι έτσι τα πράγματα όπως τα απεικόνιζα. Δεν είπε αυτό ο Παπαληγούρας ας πούμε, δεν ήταν ακριβώς έτσι η φράση του. Αυτό ήταν προστασία τόσο από το συγκρότημα Λαμπράκη, όσο και από την Ελευθεροτυπία ή την Ελένη Βλάχου. Η Βλάχου μάλιστα έλεγε πως το σκίτσο δεν λογοκρίνεται. Το κείμενο μπορεί να τροποποιηθεί. Το σκίτσο πώς να το λογοκρίνεις; Ή το βάζεις ή δεν το βάζεις”. Ο διάλογος μας στη συνέχεια πηγαίνει σε έναν άλλον άνθρωπο που σημάδεψε τη ζωή του ΚΥΡ. Τον Φρέντυ Γερμανό. Μεταξύ άλλων είχαν συνεργαστεί για την εκπομπή “Αλάτι και Πιπέρι”, ωστόσο όπως αναφέρει ο σκιτσογράφος, δεν θα επέλεγε να κάνει πλέον τηλεόραση καθώς δεν τον εκφράζει το μέσο. “Ο Φρέντυ Γερμανός ήταν και φίλος και κουμπάρος μου. Τον είχα και με είχε παντρέψει. Ήταν ένας πολύ αξιόλογος άνθρωπος. Όταν είχε πάρει την εκπομπή αυτή ήθελε κάποιον άνθρωπο για να την προετοιμάζει με ατάκες. Επρόκειτο για ζωντανή εκπομπή κάθε Δευτέρα. Τις Κυριακές δουλεύαμε μαζί πάνω στα κείμενα, ακούγαμε την προηχογραφημένη συνέντευξη από το άτομο που θα παρουσίαζε και ψάχναμε πράγματα για να τη διανθίσουμε. Εγώ ήμουν πάντα πίσω από τις κάμερες. Σήμερα δεν θα έκανα σε καμία περίπτωση τηλεόραση. Ξέρεις, οι παλιές γελοιογραφίες έβγαιναν στο Ρομάντζο, στον Θησαυρό και σε άλλα έντυπα. Όλο αυτό δεν υπάρχει πια και το χιούμορ έχει μεταφερθεί στην τηλεόραση με έναν τρόπο χυδαίο και εν τέλει δεν καταλαβαίνεις ποιος και γιατί γελάνε”. Μέρος Δεύτερο ΚΥΡ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ Περί επικαιρότητας των σκίτσων, εστιάζουμε σε ένα έργο του ΚΥΡ που περιλαμβάνεται στο βιβλίο της Ελένης Βλάχου, “Ο αγώνας των Ανθελλήνων”. Επίκαιρο όσο ποτέ. Ο Έλληνας ψηφοφόρος απέναντι στη χαρτορίχτρα – μάγισσα αναρωτιέται τί ψήφισε τελικά. Γελοιογραφία που θα μπορούσε να έχει δημιουργηθεί για τις εκλογικές διαδικασίες του 2015. “Η Ελλάδα δεν αλλάζει. Από αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι σήμερα, ο Έλληνας είναι πάντα ίδιος. Με τις καλές του και τις ανάποδες του, με τα ξεπετάγματα του και τα κάτω του. Αυτός είναι ο Έλληνας τον οποίο αγαπάμε”. Συζητώντας φτάνουμε στο 2011, στο κίνημα των Αγανακτισμένων και στις μαζικές αντιμνημονιακές αντιδράσεις. Ο ΚΥΡ τότε δήλωνε κι ο ίδιος αγανακτισμένος. Σήμερα τί αισθάνεται για την πολιτική τύχη του τόπου; “Δεν θέλω να τοποθετηθώ ως αντιπολιτευόμενος, αλλά δεν πιστεύω πως αυτή τη στιγμή υπάρχουν ικανοί για να οδηγήσουν το αυτοκίνητο και να το βγάλουν από τα στενά. Μπορεί να έχουν καλές διαθέσεις, αλλά δεν πιστεύω πως έχουν την ικανότητα. Δεν σημαίνει ότι κάποιος επειδή είναι υπουργός Οικονομικών είναι και ταυτόχρονα ικανός για να διαχειριστεί μια κατάσταση. Δεν βλέπω άμεση λύση, ίσως επειδή οι ξένοι επενδυτές δεν έχουν εμπιστοσύνη ακόμα στην κυβέρνηση, ίσως και επειδή επίσης υπάρχει έντονη γραφειοκρατία για να μπει περισσότερο χρήμα. Θα αρχίσουν σε λίγο να φορολογούν και τα σπίτια που πωλήθηκαν πριν από δέκα χρόνια. Χωρίς όμως επενδύσεις και ανάπτυξη, πώς θα έχεις ρευστό;”. Βλέπετε μια φθίνουσα πορεία στην πολιτική της χώρας; “Η πολιτική στην Ελλάδα έχει μεγάλα σκαμπανεβάσματα. Η Ελλάδα μετά τον εμφύλιο ήταν ένα οικόπεδο που πέρασε ελληνοϊταλικό πόλεμο, κατοχή, εμφύλιες συγκρούσεις και στην πορεία έκανε ένα ξετίναγμα προς τα πάνω. Δεν ξέρεις τί μπορεί να γίνει και από ποιόν. Το θέμα είναι να ξεμπλέξουμε με αυτό το χαλινάρι που μας έχουν περάσει οι ξένοι και να συγυρίσουμε τα οικονομικά μας. Αυτή τη στιγμή, όπως προείπα, δεν βλέπω μια ομάδα από ικανούς ανθρώπους που να μπορούν να το κάνουν αυτό”. Η επόμενη ερώτηση είναι ένα εύλογο ερώτημα που πολλοί θα έχουν θέσει και στον εαυτό τους. Γιατί δεν αντιδρά ο Έλληνας με τη νέα κυβέρνηση; “Εάν όλα αυτά γίνονταν με μία κυβέρνηση δεξιά, η μισή Αθήνα θα ήταν καμένη. Τώρα δεν έγινε αυτό. Ίσως επειδή είναι μια αριστερή κυβέρνηση και ο κόσμος ελπίζει ακόμη, βλέποντας όμως παράλληλα πως δεν υπάρχει άλλη διέξοδος. Αναγκαστικά έχει ησυχάσει, μέχρι ενδεχομένως όλο αυτό να ανατιναχτεί πάλι στον αέρα. Αυτή τη στιγμή πάντως ο κόσμος παρακολουθεί καρτερικά, δεν έχει γίνει κάτι ανάλογο με τα capital controls της Αργεντινής. Εδώ έγιναν τα capital controls και ο κόσμος ψήφισε ξανά αυτούς που τα έβαλαν τα capital controls. Άγνωσται αι βουλαί των Ελλήνων”. Τα σκίτσα που κάνατε το 1981 θα λέγατε πως τρόπο τινά μοιάζουν με αυτά που κάνετε εν έτει 2016; “Το 1981 είχαμε ένα καινούργιο κόμμα με τον τίτλο του Σοσιαλιστικού Κόμματος. Βέβαια δεν ήταν σοσιαλιστικό πέραν του ότι έβγαλαν κι εκείνοι τις γραβάτες κι έβαλαν ζιβάγκο. Οι του ΣΥΡΙΖΑ έβγαλαν τις γραβάτες αλλά δεν έβαλαν ζιβάγκο, το άφησαν ξεκούμπωτο το πουκάμισο. Με τη διακυβέρνηση ΠΑΣΟΚ βγήκαν σιγά σιγά και τα σκάνδαλα του στη φόρα. Σήμερα η αλήθεια είναι πως δεν έχουν γίνει σκάνδαλα, απλώς επαναλαμβάνω πως βλέπω μια ανικανότητα και μία αρπαγή της εξουσίας με ψέματα. Οι υποσχέσεις για να πάρεις την ψήφο είναι αυτό που με ενοχλεί περισσότερο σαν πολίτη, όχι σαν κεντρώο ή ως αριστερό”. ”Τους δανειστές πολλοί εμίσησαν. Τα δανεικά ουδείς”. Ο τίτλος του προηγούμενου ημερολογίου του ΚΥΡ. Είναι τα δανεικά τελικά τρόπος ζωής του Έλληνα, μέρος της κουλτούρας του; “Πάντοτε ο Έλληνας ήταν μαθημένος στα δανεικά. Από όταν δημιουργήθηκε το ανεξάρτητο ελληνικό κράτος παίρναμε δανεικά. Προσωπικά από όταν ήμουν ακόμη στρατιώτης, θυμάμαι τα σπίρτα που ήταν με φόρο για τα δάνεια της χώρας. Το δανεικό ήταν ανέκαθεν ένα μέρος της ζωής μας. Μιας και μιλήσαμε για το ΠΑΣΟΚ, ρίχνω ευθύνη σε εκείνους που παρανοίξαν τα ντουλάπια για να μπει δανεικό χρήμα. Ο Ανδρέας πήρε χρήμα, το μοίρασε στους Έλληνες αλλά δεν τους εξήγησε πώς πρέπει να το αξιοποιήσουν. Και οι Έλληνες πήγαν και πήραν εξοχικά, αυτοκίνητα και τζιπ και επιδόθηκαν στην σπατάλη. Δεν τους εξήγησε κανείς πως αυτά τα χρήματα που έλαβαν έπρεπε να τα αξιοποιήσουν. Από την άλλη έδωσε και λεφτά για να ικανοποιήσει κάποιες κοινωνικές τάξεις – ομάδες ανθρώπων και παράγινε το κακό”. “ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ… ΠΟΥΘΕΝΑ!”. Το νέο ημερολόγιο του ΚΥΡ που αναμένεται να κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Διόπτρα περιλαμβάνει ακόμη περισσότερο επίκαιρο σχολιασμό. “Πάντοτε στο ημερολόγιο μου βάζω τα τεκταινόμενα της περασμένης χρονιάς. Είναι η ιστορία της νεοτέρας Ελλάδος χιουμοριστικά. Πολλοί τα έχουν αρχειοθετημένα και γυρίζουν πίσω στις χρονιές για να δουν τί έγινε τότε. Φέτος στο νέο ημερολόγιο, κατά 3/4 θα έχουμε ΣΥΡΙΖΑ”. Μέρος Τρίτο ΔΙΝΟΝΤΑΣ ΦΩΝΗ ΣΤΟΝ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ Όπως αναφέραμε και παραπάνω, στον προσωπικό του χώρο, στο γραφείο απ’ όπου “στέλνει” τα σκίτσα του στον έξω κόσμο, φιγουράρουν κάδρα άλλων σπουδαίων συναδέλφων του που του έχουν αφιερώσει μια προσωπογραφία. Ορνεράκης, Ιωάννου, Αρκάς, Καλαϊτζής, Μποστ, αλλά μεταξύ άλλων και ο Ζωρζ Βολίνσκυ που εκτελέστηκε στα γραφεία του Charlie Hebdo. Ορνεράκης και Μποστ για τον ΚΥΡ Μιλώντας για τη φύση της γελοιογραφίας, ο ΚΥΡ μας λέει: “Ο γελοιογράφος είναι ένας παίχτης της δημοσιογραφικής ομάδας. Όπως υπάρχει ο αρθρογράφος, όπως υπάρχει ο χρονογράφος, ο αθλητικογράφος, έτσι υπάρχει και ο γελοιογράφος, ο οποίος με μια εικόνα και πέντε έξι λέξεις, πρέπει να πει τί συμβαίνει”, μας λέει ο ΚΥΡ. “Στην Αμερική οι εκδότες λένε πως το πρώτο που κοιτάζει ο αναγνώστης είναι η γελοιογραφία. Προφανώς γιατί είναι ευανάγνωστη και δεύτερον γιατί είναι πιθανόν να γελάσει. Το επάγγελμα βέβαια του γελοιογράφου είναι σαν το πένταθλο. Ο δημοσιογράφος που ασχολείται με τη γελοιογραφία πρέπει να έχει χιούμορ, σχέδιο, να είναι γρήγορος, να ασκεί κριτική όχι φανατική και να είναι ενημερωμένος. Ας πούμε πως μέσα στη δημοσιογραφική ομάδα, ο γελοιογράφος είναι ο τερματοφύλακας. Να πούμε επίσης πως η γελοιογραφία είναι για την εφημερίδα ή για το ίντερνετ, για να είναι κοντά της ο αναγνώστης, να έχει άμεση επαφή. Δεν μπορεί να φιλοξενηθεί σε άλλο Μέσο Ενημέρωσης”. “Προσωπικά επιδιώκω να πάρω την επικαιρότητα και να φέρω την αγανάκτηση του πολίτη για να τη μεταφέρω στην εξουσία με χιουμοριστικό τρόπο. Έτσι ο αναγνώστης, είτε είναι ο συνταξιούχος, είτε είναι η νοικοκυρά, είτε ο μισθωτός, μπορεί να δει το παράπονο του να εκσφενδονίζεται προς την κυβέρνηση με μια γλώσσα της αγοράς, στην καθομιλουμένη. Με αυτόν τον τρόπο λυτρώνεται, πετάει μια “πέτρα” στην εξουσία για όσα έγιναν”. Ως προς την ανάρτηση σκίτσων στο ίντερνετ και στα social media. Είναι κάτι που αρχικά σας φόβιζε; Το συνηθίσατε; “Προσπάθησα να εξοικειωθώ, έκανα κάποια μαθήματα, συμφιλιώθηκα με το διαδίκτυο. Τώρα ως προς την κριτική. Ας υποθέσουμε πως σε όλη μου τη δημοσιογραφική καριέρα, ζήτημα ήταν αν έλαβα δέκα επιστολές παραπόνων, σαν κάποιες που είχα πάρει από φιλοβασιλικούς που με εξύβριζαν για το δημοψήφισμα τότε. Πλέον βλέπεις άμεση αντίδραση στο ίντερνετ. Οι αριστεροί είναι πιο επιθετικοί μάλιστα, θεωρούν την αριστερά ως κάτι που δεν επιδέχεται κριτική. Σε πολλούς απαντώ και τελικά συμφωνούν. Κυρίως όμως απολαμβάνω την αγάπη των φίλων που μου στέλνουν μηνύματα”. Πώς κρίνετε διαδικτυακές επιθέσεις σαν αυτή που έχει δεχθεί τελευταία ο Αρκάς; “Ο Αρκάς είναι πολύ μεγάλος και πολύ καλός στη δουλειά και στη σκέψη του. Μπήκε στον χώρο της πολιτικής γελοιογραφίας και ίσως ακόμα να μην έχει την πείρα για να καταλάβει τί ενοχλεί, αλλά έχει κάνει αριστουργήματα. Πίσω μου έχω μια θαυμάσια συλλογή με όλους τους γελοιογράφους που έχουν κάνει το σκίτσο μου. Εκεί θα δείτε και δύο έργα του Αρκά. Είναι πολύ καλό παιδί. Δεν τον έχω γνωρίσει βέβαια ποτέ μου, έχει επιλέξει να μην εμφανίζεται”. Και ο ΚΥΡ όμως δεν έχει εμφανιστεί ποτέ στο ραδιόφωνο και στην τηλεόραση. “Πράγματι, μου έχουν προτείνει πολλές φορές να βγω σε τηλεοπτική εκπομπή αλλά κατάλαβαν πως δεν θα βγω ποτέ και σταμάτησαν να επιμένουν, ευτυχώς. Δεν έχω λόγο να βγω στην τηλεόραση. Ό,τι έχω να πω το λέω με τα σκίτσα μου. Άλλωστε σου είπα, η τηλεόραση έχει ένα χιούμορ χυδαίο μακριά από τα δικά μου δεδομένα”. Η επιλογή του να απευθυνθεί στον αναγνώστη Τύπου Ο καθημερινός πρωταγωνιστής του ΚΥΡ ήταν πάντοτε ένας από εμάς. Ένας από τους αναγνώστες εφημερίδας τότε, διαδικτύου και εφημερίδας σήμερα. Σε αυτόν απευθυνόταν άλλωστε και για αυτόν δουλεύει ακόμη. “Επέλεγα πάντα να βάζω στα καρέ μου απλούς ανθρώπους, καθημερινούς που σχολιάζουν την επικαιρότητα με κάποια ατάκα. Απέφευγα να βάζω εντός πολιτικούς, αυτό το έκανα μόνο όταν δεν μπορούσα να πράξω αλλιώς, όταν δεν γινόταν διαφορετικά. Με ενδιαφέρει να απεικονίζω απλούς ανθρώπους που σχολιάζουν τον εαυτό τους αλλά κυρίως αυτό που τους καίει. Το αν τους έκοψαν τη σύνταξη για παράδειγμα και άλλα ζητήματα κοινωνικά”. Λίγο πριν κλείσουμε τη συνέντευξη, ρωτάω τον ΚΥΡ αν υπήρξε φορά που φοβήθηκε πως δεν θα είχε έμπνευση για να σκιτσάρει για την επόμενη ημέρα. “Αυτό στην Ελλάδα δεν μπορεί να γίνει ποτέ. Μέχρι να στεγνώσει το μελάνι έχουν προκύψει άλλα τρία θέματα. Δεν υπάρχει Έλληνας γελοιογράφος που δεν θα έχει ιδέα για το τί θα κάνει για αύριο. Υπάρχουν βέβαια χώρες σαν τη Φινλανδία που ο κόσμος δεν ξέρει καν ποιον έχει πρωθυπουργό. Εκεί ναι, θα ήταν δύσκολο να κάνεις γελοιογραφία. Όμως η Ελλάδα είναι ο παράδεισος του γελοιογράφου. Ο Έλληνας παραμένει πολιτικοποιημένος γιατί όλη του η ζωή εξαρτάται από την πολιτική. Όλα. Τα 2/5 είναι δημόσιοι υπάλληλοι, άλλοι είναι εξαρτημένοι από την κυβέρνηση ή την αντιπολίτευση, όλοι είμαστε δεμένοι πίσω από το άρμα της πολιτικής. Εγώ τα βλέπω όλα αυτά και τα απεικονίζω με τον τρόπο μου”. Σε κάθε περίπτωση, ποτέ κανείς πολιτικός δεν πήρε τηλέφωνο τον ΚΥΡ για να παραπονεθεί. “Μια φορά στην Αγγλία ήταν ένας υπουργός που τον καυτηρίαζαν συνέχεια. Και έλεγε, γράψτε ό,τι θέλετε για μένα, αρκεί να γράφετε το όνομα μου σωστά”. Πώς ενημερώνεται ο ΚΥΡ; “Από τις ειδήσεις σε ραδιόφωνο και τηλεόραση, από τις δύο εφημερίδες που διαβάζω καθημερινά, από το διαδίκτυο και βεβαίως από τη γυναίκα και τα παιδιά μου. Επίσης έχω μια πολύ καλή παρέα που ανάμεσα τους είναι ο Σαββόπουλος, ο Βαρώτσος ο γλύπτης, ο Μάτσας που βγαίνουμε, μιλάμε και έχουμε συνεχώς επαφή με τις καθημερινές εξελίξεις. Από εκεί και πέρα, πιάνεις το γενικό κλίμα και επιλέγεις”. Φυσικά δεν θα μπορούσε να μείνει εκτός συζήτησης και το προσφυγικό μιας και ο ίδιος ο ΚΥΡ είναι προσφυγικής καταγωγής, κρατώντας από τη Μικρά Ασία. “Οι πρόσφυγες είναι οι δυστυχισμένοι της εποχής μας. Από τις εμπειρίες των γονιών μου ξέρω πως είναι φοβερός τραυματισμός το να αφήσεις το σπίτι σου και να φύγεις. Η διαφορά με τότε είναι πως επρόκειτο για Έλληνες που έρχονταν στην Ελλάδα. Ωστόσο τότε και αυτούς οι μεν Τούρκοι τους έλεγαν Ραγιάδες, οι δε Έλληνες τους έλεγαν τουρκόσπορους. Παρόλα αυτά, έμειναν εδώ και πρόκοψαν. Οι πρόσφυγες που έχουν εγκλωβιστεί στην Ελλάδα είναι εδώ και υποφέρουν, θέλοντας να φύγουν. Βλέπω πάντως αλληλεγγύη από συμπατριώτες μας και χαίρομαι γιατί για αυτούς τους ανθρώπους είναι μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα”. Και τέλος, ποιος είναι ο άνθρωπος που εμπιστεύεται ο ΚΥΡ για να πάρει μια γνώμη για τα σχέδια του; “Όταν ξεκινούσα την καριέρα μου και σκίτσαρα με μολύβι, πήγαινα τα δισέλιδα μου και τα έδειχνα στον διευθυντή μου και στον κλητήρα. Γιατί η εφημερίδα διαβάζεται και από μορφωμένους και από μη μορφωμένους. Τώρα πια η γυναίκα μου είναι αυτή που τα βλέπει. Έχει χιούμορ, είναι δημοσιογράφος και την εμπιστεύομαι απόλυτα. Επίσης είναι εκείνη που με διορθώνει, γιατί ακόμα κάνω ορθογραφικά λάθη”. Ένας φόρος τιμής από άλλους μεγάλους γελοιογράφους προς τον ΚΥΡ Παρακάτω με σειρά παρουσίασης: Ζωρζ Βολίνσκυ, Γιάννης Ιωάννου, Γιάννης Καλαϊτζής και Αρκάς. Κλείνουμε με προδημοσίευση νέων σκίτσων του ΚΥΡ για το ημερολόγιο του που αναμένουμε τις επόμενες ημέρες. Ευχαριστούμε τις εκδόσεις Διόπτρα για την παραχώρηση των καρέ. Στις 26 Οκτωβρίου αναμένεται η κυκλοφορία του νέου ημερολογίου του ΚΥΡ για το 2017 με τίτλο “ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ… ΠΟΥΘΕΝΑ!” από τις εκδόσεις Διόπτρα. Όλες οι φωτογραφίες που δημοσιεύονται στο άρθρο είναι πνευματικής ιδιοκτησίας του NEWS 247 και απαγορεύεται η αναδημοσίευση τους χωρίς αναφορά στην πηγή. Και το σχετικό link...
  6. Η Αϊμέ ντε Γιον περιγράφει τις προκλήσεις της μεταφοράς του «Άρχοντα των μυγών» σε γκράφικ νόβελ. Καρέ από το γκράφικ νόβελ «Άρχοντας των μυγών», δημοσιεύονται αποκλειστικά στην «Κ». Το 1954, ο Άγγλος συγγραφέας Ουίλιαμ Γκόλντινγκ κάνει το ντεμπούτο με τον «Άρχοντα των μυγών», ένα από τα «τρομερά» βιβλία της παγκόσμιας λογοτεχνίας, με πρωταγωνιστές μια παρέα σχολειαρόπαιδων που ναυαγούν σε ένα ερημικό νησί. Σηματοδοτώντας τα 70 χρόνια από την αρχική έκδοση, η Αϊμέ ντε Γιον (Aimée de Jongh), μια βραβευμένη και γεμάτη περγαμηνές Ολλανδή εικονογράφος και animator, μας το προσφέρει στη μορφή ενός γκράφικ νόβελ μεγάλης μαεστρίας που τιμά το πρωτότυπο υλικό και του δίνει μια νέα ζωή. Έχοντας κυκλοφορήσει τον Σεπτέμβριο σε 35 χώρες με μεγάλη εκδοτική επιτυχία, αναμένεται και η ελληνική του έκδοση στις 23 Οκτωβρίου από τις εκδόσεις Διόπτρα. Σε μια αποκλειστική προδημοσίευση, παρουσιάζουμε μερικές από τις εντυπωσιακές εικόνες της επερχόμενης έκδοσης και κάνουμε μια συζήτηση με τη δημιουργό τους. – Ποια είναι η προσωπική σας σχέση με τον «Άρχοντα των μυγών»; Πώς νιώσατε αναλαμβάνοντας την απόδοσή του σε γκράφικ νόβελ; – Διάβασα το βιβλίο στο σχολείο στα 14 μου, όταν στα μαθήματα αγγλικών μάς ζητήθηκε να διαλέξουμε ένα κλασικό αγγλικό μυθιστόρημα και να γράψουμε γι’ αυτό μια ανάλυση. Διάλεξα τον «Άρχοντα των μυγών» γιατί ήταν μια αρκετά λεπτή έκδοση – μου φαινόταν τέλεια ιδέα, γιατί έτσι θα γλίτωνα χρόνο! Το βιβλίο αυτό όμως παραπλανά: μπορεί να είναι σύντομο, αλλά έχει τεράστιο αντίκτυπο. Δεν περίμενα ότι θα ήταν ένα τόσο εφιαλτικό, βίαιο μυθιστόρημα. Και οι περιγραφές ήταν τόσο καλοδουλεμένες, τόσο οπτικά γραμμένες. Ένιωθα λες και είχα δει ταινία! Το λάτρεψα, και παραμένει ακόμη ένα από τα αγαπημένα μου μυθιστορήματα, επηρεάζοντας και τη δουλειά μου: στο ντεμπούτο μου, το γκράφικ νόβελ «The Return of the Honey Buzzard», είχα παρόμοια θεματολογία. Και ναι, σίγουρα ένιωσα τρομοκρατημένη, έχοντας πάρει στα χέρια μου ένα κλασικό έργο ενός μεγάλου συγγραφέα για να το αποδώσω με τη ματιά μου. Πρόκειται για ένα πολύ σημαντικό και πολύ δημοφιλές βιβλίο: αμέτρητοι γνωρίζουν απ’ έξω τις σκηνές του, πολλές από τις οποίες έχουν γίνει εμβληματικές. – Ο τρόπος σχεδίασής σας είναι χαμαιλεοντικός. Μπορείτε να αλλάζετε το στυλ σας μεταξύ διαφορετικών πρότζεκτ ή ακόμη και εντός του ίδιου έργου. – Αυτό είναι αλήθεια. Δουλεύοντας σε στούντιο κινουμένων σχεδίων ως animator, έπρεπε να προσαρμόζομαι στο στυλ σχεδίασης του σκηνοθέτη. Αυτό με έμαθε να αλλάζω τα σχέδιά μου για κάθε έργο – το να είμαι ευέλικτη ήταν απλώς μέρος της δουλειάς μου. Στα κόμικς, αυτό βοηθάει πολύ στο να τονίσεις ένα συναίσθημα, όπως η αθωότητα ή ο τρόμος. – Όντως, στον «Άρχοντα των μυγών», οι σεκάνς που είναι έντονες σε συναισθήματα, αυτές του ονείρου ή της βίας, ξεχωρίζουν σε εικονογραφικό στυλ από την υπόλοιπη ροή της ιστορίας. Αντιμετωπίζονται σαν μικρά έργα τέχνης. – Για μένα, κάθε καρέ είναι ένα έργο τέχνης από μόνο του. Πρέπει όμως να λειτουργεί και μέσα στη σελίδα. Αυτή είναι η ομορφιά των κόμικς! Σε μια ταινία βλέπουμε μόνο ένα καρέ τη φορά, αλλά στα κόμικς μπορούν να υπάρχουν πολλές εικόνες σε μια σελίδα. Μπορώ να επιβραδύνω τον χρόνο ή να τον επιταχύνω, ή να εκπλήξω τον αναγνώστη με την επιλογή των εικόνων μου. – Ο τρόπος που σχεδιάζετε και σκηνοθετείτε τις ιστορίες σας μοιάζει σαν φόρος τιμής σε μερικούς από τους προσωπικούς σας «ήρωες» από το σύμπαν των κόμικς – τόσο από την Ιαπωνία όσο και από την Ευρώπη. Το άνοιγμα ενός κεφαλαίου του βιβλίου, μια πανοραμική σκηνή στη ζούγκλα, φέρνει στον νου τον Moebius. – Πράγματι, αγαπώ πολύ τη δουλειά του Moebius, νομίζω ότι είναι ένας από τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες στην ιστορία των κόμικς. Οι γονείς μου αγόραζαν τα κλασικά ευρωπαϊκά κόμικς όπως ο Τεν-Τεν, τα οποία ως μικρό παιδί απολάμβανα. Σύντομα όμως τα manga βρήκαν τον δρόμο τους προς την Ευρώπη και άρχισα να θαυμάζω καλλιτέχνες όπως ο Kατσουχίρο Oτόμο, o δημιουργός του «Akira». Ένας από τους αγαπημένους μου Αμερικανούς κομίστες είναι ο Γουίλ Άϊσνερ, ο οποίος σχεδίασε τις πιο εφευρετικές διατάξεις σελίδων, όλες σε μαύρο και άσπρο. – Σε όλο σας το έργο υπάρχει ένα μοτίβο: οι μελέτες χαρακτήρων με έμφαση στο συναίσθημα, στο τραύμα, στην ψυχολογία ή στις σχέσεις. – Πραγματικά, μου αρέσει να γράφω για τις ανθρώπινες σχέσεις, αλλά και την ιστορία και τη μετανάστευση. Όλα αυτά τα θέματα έρχονται φυσικά μέσα στη δουλειά μου. Προέρχομαι από οικογένεια μεταναστών και οι περισσότεροι φίλοι και η οικογένειά μου ζουν σε διαφορετικές χώρες: μου αρέσει να παρατηρώ πώς διαφέρουν, πώς μοιάζουν, ποιες είναι οι ζωές και οι σχέσεις τους. – Το 2017 βρεθήκατε στην Ελλάδα, δουλεύοντας ως graphic journalist στον προσφυγικό καταυλισμό στη Λέσβο. Το αποτέλεσμα ήταν το κόμικ «Europe ’s Waiting Room». Μπορείτε να μας πείτε για την εμπειρία σας στην Ελλάδα και το έργο αυτό; – Ως καλλιτέχνις, μπόρεσα να παρατηρήσω και να ζωγραφίσω τους προσφυγικούς καταυλισμούς από μέσα και να δημιουργήσω μια νέα, δική μου προοπτική. Μπόρεσα να δω πώς αντιμετωπίζει η Ευρώπη τους μετανάστες και τους πρόσφυγες και, ομολογώ, αυτό που είδα ήταν άσχημο. Ελπίζω ότι οι ζωγραφιές μου από την καθημερινή ζωή στους καταυλισμούς να δείχνουν ότι οι άνθρωποι εκεί είναι άτομα με τη δική τους ιστορία, τα δικά τους όνειρα, τις δικές τους φιλοδοξίες. – Ο Γκόλντινγκ συχνά λάμβανε την εξής ερώτηση: γιατί δεν συμπεριέλαβε κανένα κορίτσι στο μυθιστόρημά του; Τώρα, 70 χρόνια μετά, μια γυναίκα εικονογραφεί μια ιστορία αντρών. – Ναι, και νομίζω αυτό είναι που κάνει τη διασκευή ενδιαφέρουσα. Οι προηγούμενες προσαρμογές του «Άρχοντα των μυγών» έγιναν από άνδρες και τώρα επιτέλους έχουμε την οπτική μιας γυναίκας. Και ενώ μου πέρασε από το μυαλό, αποφάσισα ότι δεν θα ήταν καλή ιδέα να συμπεριλάβω κορίτσια στην εκδοχή μου. Προφανώς υπάρχει λόγος που ο Γκόλντινγκ επέλεξε αγόρια. Πολέμησε στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο κατά τη διάρκεια της D-Day, εκεί όπου τα αγόρια πολεμούν με τα αγόρια. Οι εμπειρίες του τον οδήγησαν σε αυτό το μυθιστόρημα, που είναι ένα σχόλιο πάνω στο πώς οι άνδρες θέλουν να ξεκινούν και να κάνουν πολέμους. Και το σχετικό link...
  7. Το μυθιστόρημα του Καζαντζάκη και η ταινία ''Ο άνθρωπος που έπεσε στη Γη'' ανάμεσα στις νέες αφίξεις. Τα νέα graphic novels της πρόσφατης βιβλιοπαραγωγής είναι υψηλών προδιαγραφών – είτε πρόκειται για μυθιστορήματα που μορφοποιούνται σε κόμικς, είτε για ταινίες που διασκευάζονται, είτε ακόμη για πρωτογενείς ιστορίες που γίνονται απευθείας graphic novels. Επιλέξαμε και προτείνουμε μερικά από αυτά… Ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον εγχείρημα είναι το «Ο άνθρωπος που έπεσε στη Γη» (εκδόσεις Anubis) των Dan Watters – Dev Pramanik. Βασίζεται στην ομώνυμη ταινία του Νίκολας Ρεγκ με πρωταγωνιστή τον αξέχαστο Ντέιβιντ Μπάουι. Διαθέτει δυνατή, ατμοσφαιρική εικονογράφηση, που αποδίδει την ιστορία εξωγήινου που «σκάει» έτσι ξαφνικά στη Γη. Από την άλλη, στη διασκευή του θρυλικού μυθιστορήματος «Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά» του Νίκου Καζαντζάκη προχώρησαν οι εκδόσεις Διόπτρα, με πλούσια εικονογράφηση του Soloup, προτείνοντας έτσι – εκ νέου – το έργο του κορυφαίου συγγραφέα. Με υπέροχα πολύχρωμα σκίτσα πάλι, ο Fred Fordham παρουσίασε την απόδοση του διαχρονικού μυθιστορήματος «Θαυμαστός καινούργιος κόσμος» του Άλντους Χάξλεϊ σε μορφή graphic novel (εκδόσεις Οξύ). Στον διάσημο δε Αμερικανό καρτουνίστα Τιμ Χάμιλτον ο Ρέι Μπράντμπερι είχε εμπιστευτεί τη διασκευή του θρυλικού του μυθιστορήματος «Φαρενάιτ 451» (εκδόσεις Μεταίχμιο). Και πολύ καλά έκανε, αν κρίνουμε από το αποτέλεσμα. Όσο για το «1936: Ετοιμόρροπη δημοκρατία» του Θανάση Πέτρου (εκδόσεις Ίκαρος) είναι έξοχο επίτευγμα με θέμα τον στρατιώτη Αμπατζή στην Ελλάδα του 1936, τη χρονιά κατά την οποία η δημοκρατία καταλύθηκε από τη δικτατορία του Μεταξά – πρόκειται για καθηλωτική τοιχογραφία μιας ολόκληρης εποχής. Και, βέβαια, δεν γίνεται να μην αναφέρει κανείς το κομψοτέχνημα «Η πύλη της Ανατολής». Ένα θανάσιμο παιχνίδι κατασκόπων εκτυλίσσεται στην Κωνσταντινούπολη του 1938, μέσα από πανέμορφες εικόνες, μυστικά, πάθη, ίντριγκες και σασπένς. Εδώ ο Ιταλός βιρτουόζος Βιτόριο Τζαρντίνο απλώς αποθεώνει την τέχνη των κόμικς. Και εμείς δεν έχουμε καλύτερο. Και το σχετικό link...
  8. Μιλήσαμε με τον γνωστό κομίστα για το φιλόδοξο εγχείρημα που έφερε εις πέρας, τη διαχρονικότητα του μυθιστορήματος αλλά και τον πάντα αιρετικό λόγο του Νίκου Καζαντζάκη. O Ζορμπάς να κοιτά μέσα από το τζάμι του καφενείου σαν αδέσποτο σκυλί, να φτιάχνει με ξυλαράκια στην άμμο ένα προσχέδιο για ένα πρωτόγονο τελεφερίκ, να πίνει κρασί δίχως αύριο, να χορεύει για να διώξει τον χάρο, να θυμάται απίθανες περιπέτειες από τα χίλια μέρη που έζησε, να αγκαλιάζει παθιασμένα Μαντάμ Ορτάνς, να φαίνεται με τη λαϊκή του ματιά πολύ πιο σοφός από τον πολυδιαβασμένο φίλο του· οι σκηνές που έχουν χαραχτεί στο μυαλό μας διαβάζοντας το εμβληματικό μυθιστόρημα του Νίκου Καζαντζάκη είναι δεκάδες. Δεν πρόκειται απλά για έναν καλογραμμένο χαρακτήρα – είναι ένα σύμβολο, όχι απλά λογοτεχνικό αλλά πανανθρώπινο. Πώς λοιπόν μπορεί να αναμετρηθεί κανείς με ένα τέτοιο μέγεθος; Κι όμως, κάποιοι τολμούν και μάλιστα τα καταφέρνουν εξαιρετικά. Όπως δηλαδή έκανε ο Soloup για τις ανάγκες του graphic novel με τίτλο «Ζοrμπάς – Πράσινη Πέτρα Ωραιοτάτη», που κυκλοφόρησε πριν κάποιο καιρό από τις εκδόσεις Διόπτρα. Έτσι, δημοσιεύουμε μία γραπτή συζήτηση μαζί του για το δύσκολο εγχείρημα που έφερε εις πέρας, για το πώς είναι να ετοιμάζεις ένα κόμικ 500 σελίδων, για τη διαχρονικότητα του Ζορμπά, τον πάντα αιρετικό λόγο του Νίκου Καζαντζάκη αλλά και για το πόσο απλό πράγμα είναι τελικά η ευτυχία. Στις πρώτες σελίδες του graphic novel βλέπουμε θρησκευτικά σύμβολα (ο Χριστός, ο Βούδας, ένας περιστρεφόμενος Δερβίσης) να γίνονται ένα με τον Ζορμπά και αυτός με τη σειρά του να γίνεται ένα με το γυναικείο αναπαραγωγικό όργανο. Μπορεί ακόμα και σήμερα να σπάει τα ταμπού ο Καζαντζάκης; Σίγουρα μπορεί. Όταν ξαναθέτεις, όπως εκείνος, πρωτογενή ερωτήματα σε αυτά που θεωρούνται πλέον δεδομένα και θέσφατα – ας πούμε για την κοινωνία, τη θρησκεία ή τις ανθρώπινες σχέσεις – μπορείς να θεωρηθείς ακόμα και αιρετικός. Αυτό συμβαίνει με τον Καζαντζάκη: Το έργο του είναι γεμάτο από τέτοιες πρωτογενείς σκέψεις και αγωνίες. Καθώς λοιπόν προσπαθούσα να τις επαναφηγηθώ στον δικό μου Ζορμπά, συνειδητοποιούσα πόσο δύσκολο είναι κάποιες ιδέες να διατυπωθούν ή να γίνουν εικόνες, ακόμα και σήμερα. Τι είναι εκείνο που κάνει το συγκεκριμένο μυθιστόρημα τόσο διαχρονικό; Σε όλα τα έργα του ο Καζαντζάκης θέτει αυτές ακριβώς τις πρωτογενείς αγωνίες και τα ερωτήματα. Όμως εδώ στον Ζορμπά, η φιλοσοφία, η μεταφυσική, η αγωνία της ύπαρξης, παντρεύονται με έναν ξεχωριστό τρόπο. Υπάρχουν τόσες εμβόλιμες ιστορίες, αφηγήσεις, αναμνήσεις και σκέψεις, οι οποίες άλλοτε διατυπώνονται με σκληρό, τραγικό τρόπο, άλλοτε με σχετική αποστασιοποίηση, άλλοτε με χιούμορ, αυτοσαρκασμό κι ένα μοναδικό γκροτέσκο ύφος. Κι όλα ετούτα με επίκεντρο τη ζωή, τον έρωτα, τον θεό και τον θάνατο. Θέματα τα οποία, πέρα από τις προφάσεις, τις διασκεδάσεις και τις σιωπές της καθημερινής μας ζωής, απασχολούν οποιονδήποτε άνθρωπο σε κάθε εποχή όταν βρίσκεται στον πυρήνα της υπαρξιακής μοναξιάς του. Έχει τη φήμη που του αρμόζει ή με τα χρόνια έχει αποκτήσει μία καλτ υπόσταση όμοια με τις δεκάδες ταβέρνες που κουβαλούν το όνομά του; Κάθε εποχή προσλαμβάνει τα ίδια ερεθίσματα με διαφορετικό τρόπο. Είναι αυτός ο τρομερός χρονότοπος που περιγράφει ο Μιχαήλ Μπαχτίν και κάνει τα ίδια πράγματα, τα ίδια βουνά, τα ίδια συναισθήματα να φαντάζουν κάθε φορά τόσο διαφορετικά. Εμείς επιλέγουμε να ντύσουμε έναν ήρωα ή μία κοινωνική συνθήκη με τα δικά μας ρούχα. Προσαρμόζουμε τα πάντα από το παρελθόν στις δικές μας ανάγκες και διερωτήσεις. Ο Ζορμπάς είναι πάντα εκεί και μας περιμένει. Και δεν είναι μόνο ο Ζορμπάς του Καζαντζάκη με την αγωνία της ζωής αλλά και του Κακογιάννη με τα στερεότυπα που του φόρτωσε με την ταινία του, χωρίς κατ’ ανάγκη να το επιδιώκει. Ο Ζορμπάς είναι ιδεότυπος. Ένας αρχετυπικός χαρακτήρας όπως ο Δον Κιχώτης του Θερβάντες ή ο Γαργαντούας του Ραμπελέ. Δεν μπορεί να είσαι λοιπόν μια τόσο ξεχωριστή φιγούρα, τόσο ιδιαίτερος με τα καμώματα και τις ιδέες σου, και να μην υπάρχει μια ταβέρνα, κάποιο μαγαζί με τ’ όνομά σου. «Άμα πεθαίνω εγώ, όλα πεθαίνουν», λέει ο Ζορμπάς σε μία από τις πρώτες του κουβέντες με τον ήρωα-αφηγητή. Υπήρξαν στιγμές που οι απόψεις και τα λόγια του τον έκαναν αντιπαθητικό στα μάτια σας; Δεν συμφωνώ με όλα όσα γράφονται μέσα στο μυθιστόρημα. Αλλά νομίζω πως με κανένα μυθιστόρημα ή ταινία ή έντεχνη αφήγηση δεν συμφωνούμε σε όλα. Εδώ καλά-καλά δεν συμφωνούμε σε όλα ούτε με τους καλύτερους φίλους μας ή τους συντρόφους μας. Κρατάμε όμως, και μάλλον έτσι είναι το σοφό, τα καλά και ουσιαστικά. Καμιά φορά βέβαια, φωλιάζουν σε αυτά που δεν μας αρέσουν και μερικές ενοχλητικές αλήθειες, κάπως βαριές για το στομάχι μας. Είναι δύσκολο να τις καταπιείς, να τις αποδεχτείς, αλλά δεν είναι κακό να τις έχεις εκεί διατυπωμένες, στις σελίδες ενός βιβλίου, και να τις αντικρίζεις κάθε τόσο. «Κάθε χωριό έχει τον παλαβό του. Και αν δεν έχει παλαβό τον φτιάχνει για να περνά την ώρα του». Η φράση αυτή ισχύει και για τον σημερινό κόσμο των social media; Ίσχυε πάντα και ισχύει και στο σημερινό μας «χωρίο», το Facebook, το Tik Tok και το Instagram. Αυτό που γεννάει σε κάθε εποχή τους τρελούς και τους παλαβούς, είναι η ανάγκη των υπολοίπων της κοινωνικής ομάδας να αισθανθούν φυσιολογικοί βγάζοντας κάποιους λιγότερο προσαρμοσμένους στη σέντρα. Τους κουνάμε το δάχτυλο σαν εισαγγελείς ή γελάμε μαζί τους. Το χιούμορ εκτός των άλλων, όπως το διατυπώνει πολύ όμορφα και ο Μπερκσόν – ο «Μπέρξονας» του Καζαντζάκη – έχει και αυτή την τιμωρητική διάσταση. Φωτογραφίες, αποφθέγματα, ιστορίες∙ ο Καζαντζάκης «πουλάει» μέχρι σήμερα τόσο στις κατ’ ιδίαν συζητήσεις όσο και στα κοινωνικά δίκτυα. Ποιο είναι το μυστικό του; Από τη μια βρίσκουμε στο έργο του διατυπωμένες τις πρωτογενείς υπαρξιακές αγωνίες κάθε ανθρώπου. Από την άλλη ο ίδιος ο συγγραφέας κατάφερε να προσπεράσει τα διάφορα σινάφια και κουτσομπολιά, κλεισμένος πάντα σε μια κάμαρα πλάι στη θάλασσα ή σκαρφαλωμένος στις Άλπεις, παλεύοντας τις εμμονές του. Ταυτόχρονα οι σκέψεις του τσιγκλούσαν πολύ τους σύγχρονούς του. Τσιγκλούσαν πολιτικούς, ιερείς, συντηρητικούς και προοδευτικούς. Κανείς δεν μπορούσε να τον κατατάξει με σιγουριά σε μια κατηγορία, να τον ταυτίσει με μια ιδεολογία ή να του βάλει μια ξεκάθαρη ταμπέλα. Ακόμα και σήμερα ακούγονται τόσα πολλά αντικρουόμενα πράγματα γι’ αυτόν. Έχετε κάποια εξήγηση γιατί ο ήρωας-αφηγητής συγχωρεί τις συνεχείς ατασθαλίες του Ζορμπά; Ο Καζαντζάκης δεν τοποθετεί τίποτα στην τύχη. Προσπάθησα έτσι κάποια στιγμή ενώ δούλευα τον δικό μου Ζορμπά, να καταλάβω τι μπορεί να σημαίνει η αναφορά, η παρομοίωση της περιπέτειας στο κρητικό ακρογιάλι με την Τρικυμία του Σαίξπηρ. Επέστρεψα σε αυτήν κι εκεί βρήκα ένα ακόμα από τα κλειδιά του μυθιστορήματος: Την έννοια της συγχώρεσης, που λέτε. Τόσο ο Σαίξπηρ όσο και ο Καζαντζάκης, στο μυαλό και στη στάση του Πρόσπερο διατυπώνουν μια τεράστια ανθρώπινη αξία, τη συγχώρεση. Άλλωστε, καθόλου τυχαία, τη στιγμή που γράφουν οι δυο συγγραφείς βρίσκονται σε μια ηλικία που μπορούν να κατανοήσουν τη ματαιότητα ενός τιμωρητικού κύκλου που δεν οδηγεί πουθενά. Στα χνάρια των Ευμενίδων του Αισχύλου λοιπόν, σπάνε τον κύκλο και πάνε παραπέρα, για τα σημαντικά αλλά και για τα πιο ασήμαντα. Το graphic novel είναι πραγματικά τεράστιο και ιδιαίτερα πυκνό σε νοήματα. Πόσο πολύ σας δυσκόλεψε και πόσο χρόνο χρειάστηκε για να ολοκληρωθεί; Ενάμιση χρόνο. Παρά τα τρελά ξενύχτια και την εντατική δουλειά, το διάστημα αυτό για ένα κόμικς με όγκο δουλειάς 500 σελίδων είναι ελάχιστο. Σκεφτείτε μόνο τι απαιτείται για να ολοκληρωθεί ένα τόσο εκτενές έργο: την έρευνα και τα διαβάσματα, τις οκτώ διαφορετικές γραφές του σεναρίου, τα storyboards, τα μολύβια, τα μελάνια και τα χρώματα. Συνήθως τα άλλα graphic novel μου, το Αϊβαλί και Η μάχη της πλατείας, χρειάστηκαν τουλάχιστον τρία χρόνια δουλειάς, ενώ ο Συλλέκτης που είναι λίγο πιο μικρός, άλλα δυόμιση. «Ένα ποτήρι κρασί, ένα κάστανο, η βουή της θάλασσας. Βεβαιώθηκα πάλι πόσο η ευτυχία είναι πράγμα απλό και λιτοδίαιτο». Είναι άραγε απλή έννοια η ευτυχία ή τρομερά πολύπλοκη; Είναι απλή, πολύ απλή. Περίπλοκο είναι το πώς καταφέρνουμε να σπαταλάμε μια ολόκληρη ζωή για να το καταλάβουμε και για να εκτιμήσουμε στο τέλος το ελάχιστο. «Να ζεις μακριά από τους ανθρώπους». Ο Καζαντζάκης αποζητά τον μοναχικό βίο και την ίδια στιγμή οι ήρωές του στον Ζορμπά δείχνουν να κάνουν τα πάντα για λίγη συντροφιά. Τελικά, ήταν αντιφατικός ως άνθρωπος και ως συγγραφέας; Ή μήπως γνώριζε κάτι περισσότερο; Είναι αντίφαση στο ίδιο εικοσιτετράωρο να υπάρχει και μέρα και νύχτα; Άλλωστε πώς ορίζεται η μέρα αν δεν υπάρχει η νύχτα; Βρίσκω απόλυτα φυσιολογικό και υγιές ένας άνθρωπος που σκέφτεται να συνειδητοποιεί και να αναζητά τη μοναχικότητά του και ταυτόχρονα να επιδιώκει και να χαίρεται τη ζεστασιά των άλλων. Υπάρχει μια μελαγχολία αλλά και μια τεράστια ομορφιά στο να μπορείς να ζεις με αυτόν τον τρόπο. Χωρίς να θέλω να κάνω σπόιλερ, σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη του έργου παίζει μία γυναικτονία. Ήταν άραγε ο τρόπος του συγγραφέα να στηλιτεύσει τη βία της επαρχίας ενάντια στις γυναίκες; Ισχύει αυτό που λέτε. Κι έχει ενδιαφέρον να κάνουμε μια τέτοια κουβέντα σε μέρες που ακούμε καθημερινά για γυναικοκτονίες. Είναι ένα ακόμα παράδειγμα για το πόσο επίκαιρο μπορεί να είναι το έργο του Καζαντζάκη, πηγαίνοντας μάλιστα και τον γενικότερο συλλογισμό παρακάτω. Στον Ζορμπά δεν απομονώνει το έγκλημα στον θύτη, αλλά το συνδέει και με την ευρύτερη κοινωνική στάση, αποστασιοποίηση και αδιαφορία. Ξέρετε, όπως στην Τρικυμία του Σαίξπηρ που σας ανέφερα προηγουμένως, ξεκλειδώνει και αυτή ακριβώς την κοινωνική στάση, την έμμεση συμμετοχή σε τέτοια εγκλήματα, παρομοιάζοντας τους κατοίκους του κρητικού χωριού, τον «λαό», με τον Κάλιμπαν, τον άξεστο εκείνο αγροίκο κάτοικο του νησιού, παιδί μιας μάγισσας με τον διάβολο. Τι ειρωνεία λοιπόν, αργότερα στο μυθιστόρημα, τη στιγμή της δολοφονίας της Χήρας, αυτός ο άξεστος «Κάλιμπαν-λαός» γίνεται με τη στάση του συνένοχος. Υπάρχει περίπτωση να μεταφέρεις κάποιο άλλο έργο του σπουδαίου Κρητικού σε μορφή κόμικς; Από πολύ νωρίς στη νεότητά μου διάβασα τα περισσότερα έργα του Καζαντζάκη, οπότε νομίζω πως τον γνωρίζω σε αρκετό βάθος. Θα μπορούσα να ασχοληθώ και με αλλά έργα του, αλλά όπως ίσως είδατε και στον Ζορμπά, με ιντριγκάρουν τα δύσκολα στη σκέψη του συγγραφέα. Το πώς δηλαδή θα περιγράψεις μεταφέροντας ένα βιβλίο σε κόμικς, όχι τόσο τα όσα συμβαίνουν σε αυτό σε γραμμική αφήγηση, αλλά πρωτίστως τα όσα σημαίνουν. Μην εκπλαγείτε λοιπόν αν κάποια στιγμή με δείτε να προσπαθώ μεταφέρω σε εικονογραφήγημα την Ασκητική, που δεν σου δίνει ούτε μια ευκαιρία για γραμμική εξιστόρηση και αφήγηση. Εμφανίζονται στην αγορά όλο και περισσότερα νέα graphic novels τα οποία μεταφέρουν «κλασικά» μυθιστορήματα σε κόμικς. Πιστεύετε ότι συμβαίνει επειδή ο κόσμος θέλει να διαβάσει πιο «γρήγορα» κάτι κλασικό ή επειδή έχουμε ανάγκη ως αναγνώστες να επιστρέψουμε σε σταθερές αξίες; Αυτό είναι πραγματικά ένα τεράστιο ζήτημα, που θα χρειάζονταν πολλές συνεντεύξεις και συνέδρια για να το αναλύσουμε. Τι είναι και ποια θεωρούνται graphic novels; Μπορούν να θεωρηθούν λογοτεχνία; Πώς εφαρμόζονται στην εκπαίδευση; Το σίγουρο είναι πως το αυξανόμενο ενδιαφέρον για τα κόμικς κάτι σημαίνει. Δεν είναι άσχετο από τα σύγχρονα πολιτισμικά πρότυπα όπως διαμορφώνονται μέσα από τις οθόνες των κινητών και τα social media, από την απομάκρυνση των νέων από ερεθίσματα και «αξίες» παλαιότερων γενεών. Και τελικά ότι οι τελευταίοι, από τη θέση των γονιών ή των εκπαιδευτικών, αναζητούν διαύλους επικοινωνίας με τις νεότερες γενιές, επιστρατεύοντας μέχρι και τα κόμικς, που κάποτε στην εποχή τους θεωρούνταν ευτελή αναγνώσματα – πιθανότατα ακόμα και από τους ίδιους. Επόμενα σχέδια; Πολλά. Τα σενάρια και οι ιδέες όσο μεγαλώνουμε πληθαίνουν κι αυτά. Τώρα είμαι στη φάση του Σίσυφου στη βάση του βουνού, που εξετάζει ποια πέτρα θα είναι η πιο κατάλληλη για να τη σπρώξει πάλι στον ανήφορο. Υγεία και τύχη να έχουμε! Και το σχετικό link...
  9. Ο «Καπετάν Μιχάλης», ένα από τα πιο διαχρονικά έργα του Νίκου Καζαντζάκη, μεταφέρεται σε κόμικς από τον Παναγιώτη Πανταζή και τις εκδόσεις «Διόπτρα». «Όταν άρχισα τώρα στα γεράματα να γράφω τον Καπετάν Μιχάλη, ο κρυφός μου σκοπός ήταν τούτος: να σώσω, ντύνοντάς το με λέξεις, τ’ όραμα του κόσμου όπως το πρωταντίκρισαν και το δημιούργησαν τα παιδικά μου μάτια. Κι όταν λέω τ’ όραμα του κόσμου, θέλω να πω το όραμα της Κρήτης». Με αυτά τα λόγια ξεκινάει να προλογίζει ο Νίκος Καζαντζάκης τον «Καπετάν Μιχάλη» του. Ένα από τα τελευταία έργα του, το οποίο κυκλοφόρησε το 1953, όταν εκείνος ήταν 70 χρόνων. Το πολυδιαβασμένο αυτό βιβλίο του, το οποίο από τη δεύτερη έκδοση έλαβε τον υπότιτλο «Ελευτερία ή θάνατος», επικεντρώνει στον κρητικό ξεσηκωμό του 1889 – μία από τις οκτώ επαναστάσεις που έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια του οθωμανικού ζυγού. Ο Καζαντζάκης δεν το έγραψε αποστασιοποιημένα. Όντας γεννημένος στο Ηράκλειο (τότε Χάνδακα) της Κρήτης το 1883, βίωσε ως παιδί τα γεγονότα του ξεσηκωμού, στον απόηχο μιας σειράς επαναστάσεων που τροφοδοτούνταν από τη φλόγα που άναψε το 1821, οδήγησαν στην πολιτική αυτονόμηση του νησιού το 1896 και τελικά στην ενσωμάτωσή του το 1913 στο ελληνικό κράτος. Ένας άνεμος ελευθερίας, λοιπόν, πνέει σε ολόκληρο τον «Καπετάν Μιχάλη». Μιας ελευθερίας που δεν εξαντλείται στην πολιτική, αλλά εστιάζει εξίσου στην εσωτερική. Η δίψα για αυτή την ελευθερία καθόρισε όλη τη ζωή του Καζαντζάκη, όλες τις – συχνά τρικυμιώδεις – φιλοσοφικές αναζητήσεις του. Και είναι αυτή ακριβώς η συνισταμένη που διαπερνάει το κόμικ που φιλοτέχνησε ο Παναγιώτης Πανταζής, βασισμένος στη διασκευή που έκανε ο ίδιος στο μυθιστόρημα. Ο «Καπετάν Μιχάλης» είναι το δεύτερο κόμικ που κυκλοφόρησαν οι εκδόσεις «Διόπτρα» (μετά τον «Ζορμπά» του Soloup) στο πλαίσιο του φετινού εκδοτικού προγράμματός τους για τον Νίκο Καζαντζάκη. Στις 168 σελίδες του, ο ταλαντούχος δημιουργός – γνωστός και ως μουσικός καλλιτέχνης με το όνομα Pan Pan – αφηγείται, αρκετά πιστά στο πρωτότυπο, την ιστορία του βλοσυρού Καπετάν Μιχάλη, του ορκισμένου να μη γελάσει αν δεν ελευθερωθεί η Κρήτη. Σε μια ατμόσφαιρα που μυρίζει μπαρούτι, με τις θρησκευτικές ηγεσίες να αδυνατούν να εμποδίσουν τις κλιμακούμενες συγκρούσεις μεταξύ Οθωμανών και χριστιανών, ο πρωταγωνιστής κυριεύεται από μια δαιμονική ορμή ενάντια στην τυραννία και την αδικία, αποφασισμένος ακόμα και να πεθάνει προκειμένου να κατακτήσει την ελευθερία. Με μια σύγχρονη σκηνοθετική ματιά που δίνει προτεραιότητα στη χρονική ροή, με κοφτούς διαλόγους που διατηρούν την καζαντζακική ιδιόλεκτο και με υπέροχες παλέτες που καθιστούν την ανάγνωση απολαυστική εμπειρία, ο Πανταζής καταφέρνει να αποτυπώσει τον κόσμο του Καπετάν Μιχάλη όπως τον κατέγραψε ο Καζαντζάκης. Έναν κόσμο αντρικής «τιμής», όπου «ξηγιούνται» τα μαχαίρια και η ζωή παύει να λογιέται ως κάτι σημαντικό όταν χάνονται η δικαιοσύνη και η αξιοπρέπεια. Και το σχετικό link...
  10. Soloup και Παναγιώτης Πανταζής επανασυστήνουν στο κοινό τον Ζορμπά και τον Καπετάν Μιχάλη, δύο ξακουστά έργα του πιο δημοφιλούς και πολυμεταφρασμένου Έλληνα συγγραφέα, δύο αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Οι ταλαντούχοι δημιουργοί μιλούν στο OneMan. Δύο χρόνια συμπληρώνονται αυτές τις μέρες από την επίσημη ανακοίνωση των εκδόσεων Διόπτρα για την απόκτηση των δικαιωμάτων του συνόλου του έργου του Νίκου Καζαντζάκη και μετά από την επανακυκλοφορία των βιβλίων του με επανασχεδιασμένα εξώφυλλα και σύγχρονη αισθητική, την πολυσυζητημένη κυκλοφορία του ανέκδοτου, άγνωστου μυθιστορήματος Ανήφορος, αλλά και τις διασκευές του σε παιδικά παραμύθια που παρέμεναν άγνωστες για δεκαετίες στο ευρύ κοινό, δύο από τα πλέον ξακουστά και διαχρονικά έργα του πιο δημοφιλούς και πολυμεταφρασμένου Έλληνα συγγραφέα – Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά και Καπετάν Μιχάλης – μεταφέρονται για πρώτη φορά σε graphic novel με την υπογραφή δύο καθιερωμένων ονομάτων του συγκεκριμένου χώρου. Ο μεν Soloup (Ζοrμπάς – Πράσινη πέτρα ωραιοτάτη) τονίζει ότι προσπάθησε να επαναφηγηθεί τον Ζορμπά «με μια άλλη σειρά των επεισοδίων από αυτή του καζαντζακικού κειμένου. Ουσιαστικά, να κάνω ένα νέο μοντάζ, ώστε να αποκτήσει τον ρυθμό και τη ροή ενός σύγχρονου έργου στον κινηματογράφο ή μιας τηλεοπτικής σειράς, κρατώντας όμως τον λόγο και τις ιδέες του πρωτοτύπου». Ο δε Παναγιώτης Πανταζής (Καπετάν Μιχάλης) ότι έγραψε και σχεδίασε ένα κόμικ «με βάση ένα κλασικό έργο, αλλά το έφτιαξα έτσι ώστε να στέκεται μόνο του, να είναι η δική μου εκδοχή και να αποτελεί ένα καλοδουλεμένο κόμικ, το οποίο βγάζει νόημα ως αυτόνομο έργο». Οι δύο ταλαντούχοι δημιουργοί μιλούν στο OneMan για τη βιωματική τους σχέση με τις λέξεις του Καζαντζάκη, για τα θεμελιώδη ζητήματα που πραγματεύονται ο Ζορμπάς και ο Καπετάν Μιχάλης, και φυσικά για την έρευνα που έκαναν πριν πιάσουν, με σεβασμό και τόλμη, μολύβι και χαρτί. Ο Soloup Πριν από την προσωπική σας εμπλοκή, ποια ήταν η σχέση σας με το έργο του Καζαντζάκη; Εννοώ γενικά αλλά και ειδικά, όσον αφορά τα συγκεκριμένα έργα. Soloup: Στην εφηβεία αλλά και αργότερα, είχα ήδη κολλήσει με τον Καζαντζάκη. Είχα διαβάσει όλα τα μυθιστορήματά του, τον Ζορμπά, τον Φτωχούλη του Θεού, την Αναφορά στον Γκρέκο, τον Καπετάν Μιχάλη, τις Αδερφοφάδες… αλλά και τα πιο αναστοχαστικά, όπως ας πούμε την Ασκητική και τον Βραχόκηπο. Κι ανάμεσα σε αυτά και την απαιτητική Οδύσσεια. Στη συνέχεια βέβαια, καθώς ανακάλυπτα άλλες σκέψεις και άλλα κείμενα, απομακρύνθηκα από τον λόγο του Καζαντζάκη, που τον θεωρούσα πλέον υπερβολικό και κάπως παρωχημένο. Έλα όμως που κάποια πράγματα κάνουν κύκλους στις ζωές μας. Έτσι, πριν από δυο χρόνια και με αφορμή την πρόταση της Διόπτρας, όπως ξανάπιασα να μελετώ τον Ζορμπά, συνειδητοποίησα πόσα ουσιαστικά πράγματα έχει ακόμα να πει και στους σύγχρονους αναγνώστες. Τα πρωτογενή, υπαρξιακά ερωτήματα παραμένουν πάντα επίκαιρα. Παναγιώτης Πανταζής: Στο δημοτικό είχα εντυπωσιαστεί από το απόσπασμα που είχαμε στα Κείμενα. Αν δεν κάνω λάθος ήταν από το Αναφορά στον Γκρέκο. Βέβαια, απέτυχα παταγωδώς όταν προσπάθησα να το διαβάσω ολόκληρο. Ξαναδιάβασα Καζαντζάκη στον στρατό, την περίοδο δηλαδή που προσπαθούσα να γεμίσω τα νεκρά τρίωρα στους θαλάμους με όσο περισσότερα βιβλία γινόταν. Η αλήθεια είναι πως τα πήγα πολύ καλά. Δεν κατάφερα να ξαναδιαβάσω τόσο πολύ στην ενήλικη ζωή μου όσο τότε. Τον Καπετάν Μιχάλη τον διάβασα μετά από την πρόταση των εκδόσεων Διόπτρα για συνεργασία. Ποια θεωρείτε ότι είναι τα κεντρικά ζητήματα που πραγματεύεται ο Καζαντζάκης αφενός στον Ζορμπά, αφετέρου στον Καπετάν Μιχάλη; Soloup: Ο Καζαντζάκης έχει ασχοληθεί με διαφορετικά είδη κειμένων: δοκίμια, άρθρα σε εφημερίδες, σενάρια, ένα ιδιόμορφο μυθιστόρημα, το Τόντα Ράμπα, μεταφράσεις, κείμενα σε περιοδικά, πολυσέλιδα ποιήματα, θεατρικά, ταξιδιωτικά. Μόνο στα τελευταία χρόνια της ζωής του καταπιάστηκε πιο συστηματικά με τα μυθιστορήματα που τον έκαναν ευρύτερα γνωστό. Και το πρώτο χρονολογικά υπήρξε ο Ζορμπάς. Ένα βιβλίο κομβικό για το σύνολο του δικού του έργου αλλά, όπως φάνηκε και στην πορεία, και για τα Ελληνικά γράμματα, αφού ο Ζορμπάς αποτελεί το πλέον πολυμεταφρασμένο ελληνικό λογοτεχνικό έργο. Σε αυτό συνυπάρχουν συμπυκνωμένες οι συγγραφικές και αναγνωστικές αναζητήσεις του Καζαντζάκη, αποδοσμένες με έναν ιδιόμορφο αφηγηματικό τρόπο, όπου το ψέμα και η αλήθεια παντρεύονται μοναδικά. Διαμορφώνουν έτσι ένα μυθιστόρημα που διαφέρει και απ’ όσα ακολούθησαν, αφού το σατιρικό και το γκροτέσκο στοιχείο πλέκονται με το τραγικό, σε μια σύνθεση που τη συναντούμε μόνο σε αρχετυπικά μυθιστορήματα, όπως για παράδειγμα στον Δον Κιχώτη του Θερβάντες ή στο Γαργαντούας και Πανταγκρυέλ του Ραμπελαί. Παναγιώτης Πανταζής: Με κεντρική φιγούρα μια εκδοχή του πατέρα του – πιο άγρια και ηρωοποιημένη από τον άνθρωπο στον οποίο βασίστηκε – ο Καζαντζάκης περιγράφει με χορταστικό τρόπο τη ζωή στην Κρήτη το 1889, δηλαδή πριν και κατά τη διάρκεια μιας ακόμη εξέγερσης των Χριστιανών απέναντι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η ακατάπαυστη και εξουθενωτική αίσθηση του καθήκοντος, τα ανθρώπινα πάθη από τα οποία δεν μπορούν να ξεφύγουν ούτε οι ατσάλινοι μαχητές, οι μικρές χαρές που συντηρούν τους ανθρώπους ακόμη και σε καταστάσεις συντριπτικής πίεσης, είναι κάποια από τα θέματα που έχουν απασχολήσει τους ανθρώπους από πάντα, και τα οποία στον Καπετάν Μιχάλη βλέπουμε να δίνουν ζωή ή να βασανίζουν τους χαρακτήρες του. O Παναγιώτης Πανταζής Σε τι είδους προετοιμασία και έρευνα επιδοθήκατε; Ήταν ξεκάθαρη εξαρχής η εικόνα για το τι σκοπεύατε να κάνετε – ο οδικός, αν θέλετε, χάρτης για να φτάσετε στον τελικό προορισμό; Soloup: Όπως σας είπα και πιο πριν, ο Ζορμπάς έχει πολλές αναφορές σε λογοτεχνικά ή φιλοσοφικά κείμενα ή και σε ρεύματα ιδεών (Χριστιανισμός, Βουδισμός, Κομμουνισμός). Χρειάστηκε λοιπόν μια πραγματικά μεγάλη αναζήτηση σε αυτές τις κατευθύνσεις, η οποία αποτυπώνεται και στη βιβλιογραφία που παραθέτουμε στο τέλος του graphic novel. Ακόμα, για να μπω και στη σκέψη του συγγραφέα ανέτρεξα και σε άλλα κείμενά του, όπως για παράδειγμα στα ημερολόγιά του από το Άγιον Όρος, αλλά και στην αλληλογραφία του με στενούς του ανθρώπους – κυρίως με τον Πρεβελάκη. Στο οπτικό κομμάτι τώρα, εκμεταλλεύτηκα όσο καλύτερα μπορούσα τις αναφορές του σε έργα τέχνης, όπως ας πούμε στο «χέρι του Θεού», ενός συγκεκριμένου αγάλματος του Ροντέν, ώστε να αποδώσω με γραμμές και εικόνες τις δύσκολα μεταφερόμενες οπτικά, έννοιες και ιδέες του. Επιδίωξα όμως να βρεθώ και ο ίδιος σε τόπους του Ζορμπά ή της ευρύτερης Καζαντζακικής μυθοπλασίας: στο ορυχείο στην Καλογριά της Μάνης, στα βουνά και στις παραλίες της Κρήτης, στο μουσείο Ροντέν στο Παρίσι, στα μοναστήρια του Υμηττού και στο Τολέδο, όχι για μια «πιστή» αποτύπωση των όσων περιγράφει, όσο περισσότερο για να υποθέσω τις δικές του εντυπώσεις καθώς τα έβλεπε όλα αυτά. Παναγιώτης Πανταζής: Ένα ελεύθερο και απολαυστικό διάβασμα σαν αναγνώστης, για να γνωρίσω το έργο. Ένα ακόμη, αλλά αυτή τη φορά κρατώντας σημειώσεις για τα πάντα, προκειμένου να βγει η σκαλέτα του σεναρίου μου. Αμέτρητες ώρες στο ίντερνετ και στα βιβλία, ψάχνοντας για φορεσιές, χτενίσματα, αρχιτεκτονική και τοπία. Και δυο επισκέψεις στο Ηράκλειο, γιατί ο ψυχολογικός τόνος ενός τόπου είναι κάτι που βιώνεται. Ποιες ήταν οι σημαντικότερες δυσκολίες που αντιμετωπίσατε; Υπήρξαν συγκεκριμένες ζόρικες στιγμές που σας φάνηκαν βουνό; Από την άλλη, υπήρξαν στιγμές που σας έκαναν να εκπλαγείτε με το πόσο απρόσμενα αβίαστη ήταν η διαδικασία; Soloup: Στον Ζορμπά, όπως ίσως μπορείτε να φανταστείτε, η μεγαλύτερη δυσκολία ήταν το να παλέψω με τα στερεότυπα που έχουν δημιουργηθεί από την ταινία του Κακογιάννη, Zorba the Greek. Η εικόνα του Ζορμπά σήμερα έχει ταυτιστεί τόσο πολύ με τη φιγούρα του Άντονι Κουίν αλλά και με την ευρύτερη μυθολογία της ταινίας, όπως το συρτάκι. Όμως από τη στιγμή που διαμορφώθηκε στα σχέδια η δική μου εκδοχή για την εικόνα του Ζορμπά, ο ήρωας άρχισε να αυτονομείται και να παίρνει, θα έλεγα, ακόμα και την πρωτοβουλία των κινήσεών του μέσα στα σκίτσα. Παναγιώτης Πανταζής: Το έργο είναι πλούσιο σε εικόνες, αλλά σχεδόν από την αρχή και σχετικά εύκολα ήξερα τι θα κρατήσω και τι θα μείνει έξω από τη δική μου εκδοχή. Αυτό που δεν υπολόγιζα όταν ξεκινούσα να δουλεύω, ήταν πως στην τελική ευθεία του project θα είχαμε κι ένα νεογέννητο στο σπίτι. Βέβαια, όπως γίνεται πάντα, αφού έχουν περάσει τα δύσκολα, κοιτάς με τι έχεις μείνει και σβήνεις το ζόρικο κομμάτι. Εγώ έχω μείνει με ένα κόμικ και μια κόρη, άρα όλα πήγαν καλά. Τελικά ο στόχος σας είναι να συστηθεί ο Καζαντζάκης σε ένα νεότερο κοινό, που δεν τον γνώριζε μέχρι σήμερα, ή να τον δει με μια νέα ματιά το ήδη υπάρχον κοινό; Soloup: Η δική μου προσπάθεια ήταν να επαναφηγηθώ τον Ζορμπά με μια άλλη σειρά των επεισοδίων από αυτή του καζαντζακικού κειμένου. Ουσιαστικά, να κάνω ένα νέο μοντάζ, ώστε να αποκτήσει τον ρυθμό και τη ροή ενός σύγχρονου έργου στον κινηματογράφο ή μιας τηλεοπτικής σειράς, κρατώντας όμως τον λόγο και τις ιδέες του πρωτοτύπου. Μια επαναφήγηση που νομίζω πως αφορά τόσο εκείνους που έχουν διαβάσει ήδη το έργο, όσο και εκείνους που το προσεγγίζουν για πρώτη φορά. Παναγιώτης Πανταζής: Για εμένα τίποτα από τα δύο. Σε καθετί που καταπιάνομαι, στόχος είναι να μείνει μια καλή δουλειά, για την οποία εγώ θα είμαι περήφανος και ο κόσμος θα έχει νιώσει κάτι. Εν προκειμένω, είναι ένα κόμικ που έγραψα και σχεδίασα με βάση ένα κλασικό έργο, αλλά το έφτιαξα έτσι ώστε να στέκεται μόνο του, να είναι η δική μου εκδοχή και να αποτελεί ένα καλοδουλεμένο κόμικ, το οποίο βγάζει νόημα ως αυτόνομο έργο. Ο Καζαντζάκης θα συστηθεί σε νεότερο κοινό – επειδή τα κόμικς απευθύνονται στατιστικά σε νεότερους ανθρώπους – και ταυτόχρονα θα ιδωθεί με νέα ματιά και από αυτούς που ήδη τον γνώριζαν. Ωστόσο, δεν ένιωσα ποτέ πως κάτι από τα δύο είναι ο στόχος μου. Και αν κάποιος δεν είχε ιδέα πριν, και με αφορμή το κόμικ μου διαβάσει και το πρωτότυπο, αυτό θα είναι τέλειο, καθώς μιλάμε για ένα αριστούργημα. Έχοντας πια εμβαθύνει στον Καζαντζάκη και ως δημιουργοί, υπάρχει κατά τη γνώμη σας κάποια παρεξήγηση ή/και παρερμηνεία για εκείνον και το έργο του, που καλό θα ήταν επιτέλους να αποσαφηνιστεί; Εν πάση περιπτώσει, σχετικά με ότι σας αφορά, ποιο κρατάτε ως το σημαντικότερο μάθημα που πήρατε για τον Καζαντζάκη μέσα από αυτή τη δημιουργική διαδικασία; Soloup: Η επαναφήγηση και η επανερμηνεία ενός κλασικού κειμένου όπως είναι ο Καπετάν Μιχάλης ή ο Ζορμπάς από τον Παναγιώτη κι εμένα, είναι ταυτόχρονα μια σύγχρονη ανάγνωση που γίνεται προφανώς με σεβασμό προς τον συγγραφέα. Και αυτός ο σεβασμός αποτυπώνεται με την ανάδειξη στοιχείων των κειμένων που μιλούν στον σημερινό αναγνώστη για τις δικές του προβολές. Αυτή ακριβώς η προσέγγιση είναι, νομίζω, που ξαναζωντανεύει τόσο τα κλασικά κείμενα όσο και το ενδιαφέρον του κοινού. Ειδικά όταν αυτά πλαισιώνονται από μια παράλληλη, προσεγμένη επανασύσταση του συνόλου του έργου του Καζαντζάκη, όπως αυτήν που πραγματοποιούν εδώ και δυο χρόνια οι εκδόσεις Διόπτρα. Παναγιώτης Πανταζής: Με συγκλόνισε ανά στιγμές ο τρόπος που σκάβει στα πιο κρυφά σημεία των ψυχών των χαρακτήρων του. Θα ήθελα να μπορώ να το κάνω κι εγώ σε δικά μου έργα, να δημιουργώ τρισδιάστατους χαρακτήρες με τόση άνεση. Τα graphic novels Ζοrμπάς – Πράσινη πέτρα ωραιοτάτη του Soloup και Καπετάν Μιχάλης του Παναγιώτη Πανταζή κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Διόπτρα. Και το σχετικό link...
  11. Ιστορικά κόμικς, βιογραφίες, έμπνευση από τη λογοτεχνία, ακόμα και καινούργιος Αστερίξ. Zorμπάς – Πράσινη πέτρα ωραιότατη, Soloup (εκδ. Διόπτρα): Επειδή η επαναφήγηση του Έλληνα κομίστα αφαιρεί τα στερεότυπα που βαραίνουν την πλάτη του εμβληματικού ήρωα. Κάτω ο Χίτλερ! Ή γιατί ο Καρλ δεν ήθελε να γίνει ποδηλάτης, Γιόκεν Βόιτ (εκδ. Ποταμός): Για την ελπίδα που δίνει μια νεανική ιστορία θάρρους ενάντια στον βάρβαρο κόσμο της ναζιστικής Γερμανίας. Η Κόλαση του Δάντη, Πολ και Γκαετάν Μπριζί (εκδ. Οξύ): Γιατί είναι σημαντικό τα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας να παίρνουν νέα πνοή, διατηρώντας την αρχική – μεσαιωνική – τους ατμόσφαιρα. Ο κόσμος της σοφίας, Νικομπί & Βενσάν Ζαμπού (εκδ. Μεταίχμιο-Αλεξάνδρεια): Για να ταξιδέψετε στον κόσμο της φιλοσοφίας, όπως τον αφηγήθηκε ο Γιοστέιν Γκάαρντερ, και τον συστήνουν ξανά με τον δικό τους τρόπο δύο κορυφαίοι δημιουργοί των ευρωπαϊκών κόμικς. Κοντά στις ράγιες, Στέλλα Στεργίου & Γεωργία Ζάχαρη (εκδ. Μεταίχμιο): Επειδή οι δύο ταλαντούχες εικονογράφοι μεταφέρουν με μεράκι και φροντίδα άλλο ένα πολυαγαπημένο μυθιστόρημα της Άλκης Ζέη. Καπετάν Μιχάλης, Παναγιώτης Πανταζής (εκδ. Διόπτρα): Για να γνωρίσετε το πλέον επικό έργο του Νίκου Καζαντζάκη μέσα από το συναρπαστικό πενάκι του Pan Pan. Ερντογάν: Η άνοδος ενός σύγχρονου σουλτάνου, Τσαν Ντουντάρ (εκδ. Anubis): Επειδή δεν συναντάμε συχνά μια τόσο πειστική βιογραφία από έναν πολέμιο του βιογραφούμενου προσώπου. Θαυμαστός καινούργιος κόσμος, Φρεντ Φόρντχαμ (εκδ. Οξύ): Γιατί η προσέγγιση θυμίζει Blade Runner, αναδεικνύοντας τις προφητικές σκέψεις του Άλντους Χάξλεϊ. Αστερίξ: Η λευκή ίριδα, Ντιντιέ Κονράν & Φαμπκαρό (εκδ. Μαμούθ κόμιξ): Επειδή σατιρίζει σύγχρονα φαινόμενα τόσο επιτυχημένα, ώστε οι Γκοσινί και Ουντερζό θα ήταν περήφανοι. Το Ινκάλ, Moebius & Αλεχάντρο Γιοντορόφσκι (εκδ. Anubis): Για τον απλούστατο λόγο ότι, αν υπάρχει ένα graphic novel εκεί έξω που άλλαξε την ποπ κουλτούρα, τότε είναι αυτό. Και το σχετικό link...
  12. Το εικονογραφημένο μυθιστόρημα, ή διεθνώς graphic novel, ανθίζει ιδιαιτέρως τα τελευταία χρόνια και στην Ελλάδα κι ένας από τους πιο συζητημένους εκπροσώπους του είναι ο Soloup (κατά κόσμον Αντώνης Νικολόπουλος), πολιτικός γελοιογράφος και δημιουργός κόμικς. O Soloup έγινε πολύ γνωστός με το πρώτο του graphic novel που ήταν το «Αϊβαλί» (2014), ένα αφήγημα για τη Μικρασιατική Καταστροφή και τη Συνθήκη της Λοζάννης με παραπομπές, μεταξύ άλλων, στον Φώτη Κόντογλου και τον Ηλία Βενέζη. Το δεύτερο γραφιστικό μυθιστόρημα του Soloup τιτλοφορείται «Ο συλλέκτης» (2018) και προκάλεσε μια έκθεση με τα εικαστικά υλικά του στο Μουσείο Μπενάκη της Πειραιώς. Το θέμα αυτή τη φορά θα είναι εντελώς διαφορετικό, την αδυναμία του πατέρα να αποκτήσει μια ισορροπία με το παιδί του όταν έχει χωρίσει από τη μητέρα του και η επιμέλεια ανήκει στη ίδια. «Η μάχη της πλατείας» (2021), το τρίτο εικονογραφημένο μυθιστόρημα του Soloup, είναι για την Επανάσταση του 1821 με κέντρο το πρόσωπο του Κολοκοτρώνη και πεδίο αναφοράς όλα τα σημαντικά γεγονότα (στρατιωτικά και πολιτικά) του Αγώνα για την εθνική ανεξαρτησία. Το έργο κέρδισε την πρώτη θέση στον διαγωνισμό «200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση» του Ελληνικού Ιδρύματος Έρευνας και Καινοτομίας (ΕΛΙΔΕΚ). Οι εικόνες του κόμικ του Soloup κινούνται συνεχώς εδώ ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν. Μετά από μια πορεία σαν και την προηγούμενη, ο Soloup επανέρχεται στην τέχνη του με ένα πολυσέλιδο graphic novel που τιτλοφορείται «Ζοrμπάς – Πράσινη πέτρα ωραιοτάτη» και μόλις κυκλοφόρησε από τη Διόπτρα στο πλαίσιο της συστηματικής επανέκδοσης του καζαντζακικού έργου, όπως και του πρώτου, άγνωστου μέχρι προ τίνος καζαντζακικού μυθιστορήματος «Ο ανήφορος». Το κόμικ Πώς θα μετατραπεί ο μυθιστορηματικός λόγος σε γλώσσα των εικόνων, πολλώ δε μάλλον αν ο κομίστας έχει να αναμετρηθεί και με την εμβληματική κινηματογραφική μεταφορά του Μιχάλη Κακογιάννη; Είναι φανερό πως ο Soloup έχει εργαστεί πολύ και με κόπο. Ως προς την κινηματογραφική μεταφορά, οι δικές του εικόνες επιδιώκουν να επανέλθουν εγγύτερα στο πρωτότυπο κείμενο του «Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά» (1946), αναδιατάσσοντας παρόλα αυτά με ριζικό τρόπο τη διαδοχή και τη λογική των επιμέρους ιστοριών του που θα προκύψουν ως αυτόνομα επεισόδια της συνεχούς και ενιαίας αφήγησης του κόμικ. Σκοπός αυτής της επιλογής είναι να αποσπαστεί ο Ζορμπάς από το πρότυπο ενός τοπικού και κατά τεκμήριον αφελούς και απλοϊκού γλεντζέ, το οποίο κυριάρχησε διεθνώς μέσω της ταινίας, και να επανέλθει στο πνεύμα του Καζαντζάκη και στα κεφαλαιώδη μοτίβα-αναρωτήσεις που έχουν εγγραφεί στην ταυτότητά του: ποια είναι η σχέση του έρωτα με τον θάνατο, τι απαιτεί ο Θεός από τους ανθρώπους και από τον εαυτό του, πού συναντιέται η σάρκα με το πνεύμα, πώς αντιμετωπίζουν οι αρσενικοί τις θηλυκές, τι σημαίνει ανδρική τόλμη και παρρησία, πώς είναι δυνατόν να υπάρξει μια κοινοβιακή ζωή ικανή να θρέψει τις αυθεντικότερες ανάγκες της ύπαρξης, πώς να απαντήσουμε στον τρόμο του θανάτου δίχως να παραβλέψουμε την ακατανίκητη παρόρμηση της ελευθερίας; Ο Soloup δεν θα περιοριστεί σε εικόνες που ανασταίνουν την καζαντζακική έκφραση Εστιάζοντας την προσοχή του σε απαρατήρητες λεπτομέρειες του «Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά» θα εντάξει στο σκηνικό του τοπίο τις γλυπτικές μορφές του Ροντέν, θα αναδείξει τις σκιτσογραφικές επιδόσεις του Ζορμπά, θα μετασχηματίσει σε υπότιτλο του μυθιστορήματός του μια ανύποπτη ρήση του προλόγου του Καζαντζάκη («Πράσινη πέτρα ωραιοτάτη») ενώ παράλληλα θα επιμείνει στις κλασικές αναγνώσεις του τελευταίου (Νίτσε και Μπερξόν), χωρίς να παραλείψει επιστολές του, την αυτοβιογραφική «Αναφορά στον Γκρέκο» (1961) και άλλες παρόμοιες πηγές. Η ενδελεχής έρευνα των κειμενικών διαθεσίμων που σχετίζονται με πρόσωπα και εποχές του ιστορικού χρόνου του κόμικ τροφοδοτεί για άλλη μια φορά την εικονογράφηση του Soloup, χωρίς να της επιτρέψει ποτέ να φιλολογήσει ή να φλυαρήσει. Όσο για τον ίδιο τον εικονογραφικό του λόγο, ο Soloup θα μοιράσει τα επεισόδια του μυθιστορήματός του σε ποικίλα χρώματα (ανάλογα με τα αισθήματα και τις καταστάσεις που περιγράφονται). Το γκρι, το πράσινο, το μαύρο και το λευκό των προηγούμενων μυθιστορημάτων του θα δώσουν τώρα τη θέση του στο μπλε, στο κόκκινο και στο κίτρινο (με τα μπλε να τείνει να επικρατήσει). Τα χρώματα υποβοηθούνται από φωτογραφικά και άλλα ετερογενή εικαστικά υλικά. Και όλα αυτά επιστρατεύονται και συντονίζονται πυρετικά όποτε χρειάζεται να υποστηρίξουν όσα φαντάζονται, επιθυμούν ή συλλογιούνται οι ήρωες (από τον Ζορμπά και τον στενό του φίλο και σύντροφο, που δεν είναι άλλος από το συγγραφικό προσωπείο του Καζαντζάκη, μέχρι την αγία Γαλλίδα πόρνη Μαντάμ Ορτάνς και τους κατοίκους και τους μοναχούς της Κρήτης, ή και τον Soloup που αιφνιδίως θα εμφανιστεί αυτοπροσώπως στη δράση). Εκείνο που πρωτίστως αποδεικνύει ο Soloup με τη δουλειά του είναι η αυτονομία και οι εγγενείς δυνατότητες του graphic novel, που δεν χρειάζεται όταν συνομιλεί με τη λογοτεχνία να καταλήξει με τη σειρά του σε κάποιο είδος λογοτεχνίας: αρκεί να οργανώσει τη χρωματική του σύνθεση και τη σκηνογραφική γραμμή του με έναν τρόπο που θα μας παροτρύνει να επιστρέψουμε στη λογοτεχνία μέσα από τη δύναμη, τη φαντασία και την ελευθερία του σκίτσου – του σκίτσου όταν χτίζει ένα αυτοδύναμο, απολύτως πλέον ξεχωριστό σύμπαν. Και το σχετικό link...
  13. Οι εκδόσεις «Διόπτρα» μάς ξανασυστήνουν τον Καζαντζάκη και ο Soloup μάς ξανασυστήνει τον Ζορμπά, μέσα από το ολοκαίνουργιο ογκωδέστατο κόμικς «ΖORΜΠΑΣ – Πράσινη πέτρα ωραιοτάτη». 140 χρόνια μετά τη γέννηση του Νίκου Καζαντζάκη, το ογκώδες έργο του επανεκδίδεται, ξαναδιαβάζεται και συζητιέται από νέες γενιές αναγνωστών και αναγνωστριών. Στο πλαίσιο, λοιπόν, του πλούσιου εκδοτικού τους προγράμματος που φέρνει το καζαντζακικό έργο στο επίκεντρο, οι εκδόσεις «Διόπτρα» μας συστήνουν τον σπουδαίο Κρητικό συγγραφέα από την αρχή, με τη μεταφορά δύο κορυφαίων βιβλίων του σε κόμικς. Το πρώτο είναι «Ο Βίος και η Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά» και το δεύτερο «Ο Καπετάν Μιχάλης». Καθώς ο «Καπετάν Μιχάλης» διά χειρός Παν Παν βρίσκεται υπό έκδοση και αναμένεται να κυκλοφορήσει προσεχώς, το ενδιαφέρον μας σε αυτό το φύλλο επικεντρώνεται εξ ολοκλήρου στον «Ζορμπά», που μόλις τις προηγούμενες μέρες σάλπαρε για το μεγάλο εκδοτικό του ταξίδι. Πρόκειται για το πολυαναμενόμενο κόμικς 500 και πλέον σελίδων, με την υπογραφή του Soloup (Αντώνη Νικολόπουλου), ο οποίος διασκεύασε με την εικονογραφική γλώσσα ένα από τα πλέον εμβληματικά και δημοφιλή μυθιστορήματα του Καζαντζάκη. «Πώς ν’ αναμετρηθείς με αυτόν τον Δράκο;» είχε γράψει ο Καζαντζάκης για τον Ζορμπά. Όμως η δουλειά του Soloup ήταν ακόμα πιο δύσκολη, καθώς είχε να αναμετρηθεί με δύο δράκους: τόσο με τον εκρηκτικό αυτό λογοτεχνικό ήρωα, όσο και με τον Νίκο Καζαντζάκη. Το να πούμε απλώς ότι τα κατάφερε θα αδικούσε τον γνωστό γελοιογράφο, δημιουργό κόμικς, αλλά και διδάκτορα του Πανεπιστημίου Αιγαίου. Και αυτό γιατί ο καταξιωμένος καλλιτέχνης δεν έκανε απλώς μια μεταφορά και μια προσαρμογή του βιβλίου για τον Αλέξη Ζορμπά στη δομή και τη φόρμα των κόμικς. Ο Soloup ουσιαστικά μας επαναφηγήθηκε την ιστορία του, τον προσέγγισε μέσα από ένα πολυσύνθετο πρίσμα και μας πρότεινε έναν νέο τρόπο να τον διαβάζουμε, αλλά και να τον... «διαβάζουμε». Ήταν λοιπόν εύστοχη, κατά τη γνώμη μας, η επιλογή των ανθρώπων της «Διόπτρας» να αναθέσουν στον συγκεκριμένο δημιουργό την εικονογραφηγηματική διασκευή του μυθιστορήματος. Έχοντάς μας χαρίσει στο πρόσφατο παρελθόν έργα όπως το «Αϊβαλί» και «Η Μάχη της Πλατείας», ο Soloup έχει αποδείξει ότι επιθυμεί να «συνομιλήσει» και να αναμετρηθεί με τα Μεγάλα Αφηγήματα (της ιστορίας, της λογοτεχνίας, της συλλογικής μνήμης) με ένα πνεύμα ελεύθερο και αδέσμευτο από εθνοκεντρικές ή άλλου είδους συμβάσεις, κρατώντας παράλληλα επαφή τόσο με τα σύγχρονα προβλήματα της εποχής μας, όσο και με τα δικά του ερευνητικά ενδιαφέροντα. Αρχικά, ο δημιουργός αναδιέταξε την αυθεντική αφηγηματική ροή και κατηγοριοποίησε το βιβλίο σε 17 κεφάλαια με θεματικούς τίτλους (και με διαφορετικές χρωματικές παλέτες), στη λογική των επεισοδίων των σίριαλ. Από την άλλη μεριά, διατήρησε αυτούσιους σε πολλά σημεία τους μυθιστορηματικούς διαλόγους με την καζαντζακική ιδιόλεκτο. Στη συνέχεια επαναπροσέγγισε δημιουργικά τον «Ζορμπά» μέσα από τις φιλοσοφικές συνισταμένες της σκέψης του Καζαντζάκη: Βούδας, Νίτσε, Μπερξόν, Σέξπιρ, Δάντης, Ροντέν κ.ά. Πρόκειται λοιπόν για έναν συνεχή διάλογο του συγγραφέα με τον λογοτεχνικό του ήρωα, ένα αέναο φιλοσοφικό ταξίδι, που τροφοδοτείται ξανά και ξανά μέσα από γόνιμα αντιθετικά σχήματα όπως: ζωή-θάνατος, πνεύμα-ύλη, διονυσιακό-απολλώνιο, πίστη στον Θεό-αθεΐα. Ενώ από τη μέση του βιβλίου παρεμβάλλεται και ο ίδιος ο Soloup, προσθέτοντας τη σύγχρονη κριτική ματιά μιας εποχής που έχει αναθεωρήσει αρκετές από τις παλιότερες «αξίες», οι οποίες θεωρούνταν αδιαμφισβήτητες στα χρόνια του Καζαντζάκη. Ο πιο επικίνδυνος σκόπελος πάντως που ο σκιτσογράφος έπρεπε να αποφύγει, ήταν ο κινηματογραφικός Ζορμπάς με όλες τις συνδηλώσεις που αυτός δημιούργησε τη δεκαετία του ’60: συρτάκι, ούζο, θάλασσα, «ελληνική λεβεντιά». Αν και το βιβλίο του Καζαντζάκη είναι από τα πιο πολυδιαβασμένα της νεοελληνικής πεζογραφίας, γεγονός παραμένει ότι η πρόσληψη που έχει τόσο το ελληνικό κοινό, όσο και πολύ περισσότερο το διεθνές, βασίζεται κυρίως στα ισχυρά στερεότυπα που μας κληροδότησε η ταινία του Μιχάλη Κακογιάννη «Zorba the Greek» (1964), με πρωταγωνιστή τον Άντονι Κουίν. «Τρομερή η ταινία του Κακογιάννη […], αλλά εκεί, νομίζω, αρχίζει η παρεξήγηση», λέει ο ίδιος ο Soloup, διά στόματος του... χάρτινου εαυτού του (σ. 188). «Ο Καζαντζάκης δεν μιλάει για τον Ζορμπά τον “γραφικό Έλληνα”, αλλά για έναν άνθρωπο που αναζητά την ελευθερία». Και το σχετικό link...
  14. Το ιστορικό μυθιστόρημα του σπουδαίου Έλληνα λογοτέχνη κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διόπτρα σε έναν εξαιρετικά καλοφτιαγμένο τόμο, σε σχέδιο και σενάριο του Παναγιώτη Πανταζή. Ο Καπετάν Μιχάλης, ένα από τα τελευταία έργα του Καζαντζάκη, είναι από τα κορυφαία μυθιστορήματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Το βιβλίο κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1953, ενώ το 2022 κυκλοφόρησε σε μια εξαιρετική έκδοση από τη Διόπτρα με νέο εξώφυλλο, ειδικά σχεδιασμένη γραμματοσειρά, εισαγωγικά κείμενα και επίμετρο που προσφέρουν περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με το ίδιο το έργο και την εποχή στην οποία γράφτηκε. Από τις εκδόσεις Διόπτρα κυκλοφορεί και το graphic novel που έφτιαξε ο Παναγιώτης Πανταζής (Pan Pan) σε δικό του σκίτσο και σενάριο, μία από τις πιο ολοκληρωμένες κυκλοφορίες του είδους που έχουν γίνει ποτέ στην Ελλάδα. Ο Καπετάν Μιχάλης, ο κεντρικός ήρωας του βιβλίου, είναι ένας άγριος και ανυπότακτος πολεμιστής που έχει ορκιστεί να είναι μαυροντυμένος, αξύριστος και αγέλαστος μέχρι να ελευθερωθεί η Κρήτη. Όταν όμως συναντά την Εμινέ, τη γυναίκα του αδελφοποιτού του, του Νουρήμπεη, τον κυριεύει «ένας δαίμονας» που παρά τις προσπάθειές του δεν καταφέρνει να τον βγάλει από το μυαλό του. Καθώς η τεταμένη κατάσταση μεταξύ Οθωμανών και χριστιανών στο νησί προκαλεί γεγονότα που θα οδηγήσουν στην επανάσταση του 1889, ο Καπετάν Μιχάλης βρίσκεται να αναζητά την ελευθερία σε έναν ακόμη τομέα… Παναγιώτης Πανταζής (Pan Pan) Η υπόθεση τοποθετείται το 1889, την περίοδο της Κρητικής Επανάστασης, σε έναν κόσμο αγριότητας, του οποίου η ηθική εντελώς διαφορετική από τη σημερινή, οι κανόνες του ορίζονται από τον αγώνα ενάντια στην υποδούλωση και τη βαναυσότητα, όπως επιβάλλει η έννοια της επανάστασης· τα γεγονότα είναι πραγματικά (ο Καπετάν Μιχάλης φτιάχτηκε κατ’ εικόνα του πατέρα του συγγραφέα), αρκετά είναι φανταστικά, όλα όμως δημιουργούν δυνατούς χαρακτήρες. Ως σύνολο, ο Καπετάν Μιχάλης είναι το πιο ολοκληρωμένο graphic novel που έχει δημιουργήσει μέχρι τώρα ο Pan Pan, με εκπληκτική ροή και καρέ συναρπαστικά που μεταφέρουν ιδανικά τον κόσμο και την ατμόσφαιρα που πλάθει στο βιβλίο του ο Καζαντζάκης. — Έχεις μεταφέρει κι άλλα μυθιστορήματα στη φόρμα του graphic novel. Πόσο διαφορετικό ήταν αυτήν τη φορά; H βασικότερη διαφορά είναι πως στα Μυστικά του Βάλτου έκανε τη σεναριακή διασκευή ο Γιάννης Ράγκος. Για τον Καπετάν Μιχάλη δούλεψα όχι μόνο το σχέδιο αλλά και το σενάριο με editor τον Γιώργο Γούση. Δεν υπάρχει λόγος σύγκρισης, ωστόσο απόλαυσα περισσότερο το να σχεδιάζω τα ρούχα των Ελλήνων και των Τούρκων. — Ποια ήταν τα στοιχεία που σου τράβηξαν το ενδιαφέρον; Η ευκολία του Καζαντζάκη να χτίζει χαρακτήρες μέσα από λεπτές αποχρώσεις της συμπεριφοράς τους. Αυτή ήταν και η μεγαλύτερη πρόκληση ως προς τη μεταφορά του μυθιστορήματος σε κόμικ: οι μύχιες σκέψεις, τα πάθη που δρουν παρασκηνιακά και κόντρα στις αρχές που διέπουν τις συμπεριφορές όλων σε πρώτο επίπεδο. Κάποιες σκηνές είναι τόσο πλούσιες που θα ήθελα να είχα την πολυτέλεια να τους αφιερώσω το δικό τους βιβλίο. — Τι προετοιμασία έπρεπε να κάνεις για να σχεδιάσεις το σκηνικό της Κρήτης της εποχής; Διάβασα για την περίοδο, για τη συμπεριφορά των ανθρώπων, την καθημερινότητά τους, για να καταλάβω τι είναι η fiction εκδοχή του Καζαντζάκη και τι ιστορικά ακριβές· όχι για να ακολουθήσω το δεύτερο, αλλά για να έχω μια πιο σφαιρική εικόνα ώστε να μπορέσω να φτιάξω το σύμπαν του κόμικ μου. Αναζήτησα βιβλία με φωτογραφίες της εποχής και ομάδες στο Facebook. Μεγάλη ανακούφιση μου έδωσε το γεγονός πως ο Κούλες και τα εντυπωσιακά τείχη του Ηρακλείου διατηρούνται σε εξαιρετική κατάσταση – το σχήμα των προμαχώνων θα μπορούσε να είναι βγαλμένο από κάποια καμπάνια του Aphex Twin. Και φυσικά επισκέφθηκα το Ηράκλειο δύο φορές, γιατί καμία έρευνα δεν συγκρίνεται με το να περπατάς και να ανασαίνεις τον αέρα της περιοχής. — Τι ήταν αυτό που σου έκανε μεγαλύτερη εντύπωση στον Καπετάν Μιχάλη ως χαρακτήρα; Είναι καλός ή κακός ήρως με τα σημερινά δεδομένα; Με τα σημερινά δεδομένα είναι ένας... απαράδεκτος τύπος. Είναι μια ακραία πατριαρχική μορφή που ισοπεδώνει τα πάντα στο πέρασμά της. Έχει μόνο έναν κανόνα: είναι αποδεκτό μόνο ό,τι μπορεί να συμβάλει στην ελευθερία της Κρήτης, καμία απόλαυση δεν δικαιολογείται. Ο Καζαντζάκης δείχνει να μην μπορεί να αποφασίσει μεταξύ του θαυμασμού του για τους ηρωισμούς του πατέρα του και της κριτικής απέναντί του. — Τι θέματα πραγματεύεται το έργο του Καζαντζάκη; Έκανες αλλαγές στο δικό σου έργο; Βλέπουμε μια δραματοποιημένη εκδοχή του πατέρα του Νίκου Καζαντζάκη στο κατώφλι της Κρητικής Επανάστασης του 1889. Τα πάντα περιστρέφονται γύρω από το γεγονός ότι η Κρήτη δεν είναι ελεύθερη, μέχρι που ο Καπετάν Μιχάλης γνωρίζει πρώτη φορά στη ζωή του τον έρωτα, που φυσικά ποτέ δεν κατονομάζεται ως τέτοιος αλλά ως «δαίμονας» στην καλύτερη. Εκεί περιπλέκονται τα πράματα γιατί ο πόθος του στρέφεται προς τη γυναίκα του «αδελφοχτού» και αντίπαλο δέους του στους Οθωμανούς, του Νουρήμπεη. Στη συνέχεια γίνεται όλο και πιο πολύπλοκο. Το πρωτότυπο μυθιστόρημα δίνει ένα συνολικότερο context της κατάστασης στην Κρήτη της εποχής, εγώ, για λόγους οικονομίας – μία σελίδα μυθιστορήματος συνήθως αντιστοιχεί σε περισσότερες σελίδες κόμικ –, χρειάστηκε να μοντάρω αρκετά. Έμεινα πιστός στην πλοκή, απλώς κοιτάζω τα γεγονότα από το 2023 και επιλέγω να τα φωτίσω αναλόγως. — Υπάρχει δική σου ερμηνεία στο βιβλίο του Καζαντζάκη; Ναι, αλλά το μόνο που μπορώ να πω χωρίς να κάνω spoiler είναι πως για μένα είναι σαφές πως ο Καπετάν Μιχάλης δεν είναι ήρωας αλλά ένας καταπιεσμένος από την πατριαρχία άνθρωπος που με τη σειρά του καταπιέζει. — Πόσο καιρό σού πήρε να το ολοκληρώσεις; Περίπου δεκαπέντε μήνες. Και το σχετικό link...
  15. Ο Soloup συστήνει τον Ζορμπά στο σύγχρονο κοινό μέσα από μια νέα αφήγηση λόγου και εικόνας. — Το graphic novel είναι μια σύγχρονη αφηγηματική τέχνη. Πώς μπορεί να προσεγγίσει τους κλασικούς κώδικες της πεζογραφίας; Τα graphic novels είναι, όπως λέτε, μια αυτόνομη αφηγηματική τέχνη που συνδυάζει και χρησιμοποιεί στοιχεία από τον κινηματογράφο, τη λογοτεχνία, το θέατρο, τη γραφιστική, τη ζωγραφική. Έτσι, η δυνατότητα που έχουν να χρησιμοποιούν στοιχεία από όλες αυτές τις τέχνες, συνδυάζοντας ταυτόχρονα τον λόγο και την εικόνα στην αφήγηση, είναι και η δύναμή τους να προσεγγίζουν δημιουργικά τις άλλες μορφές τέχνης, προσθέτοντας στοιχεία σε αυτές. Κάτι τέτοιο συμβαίνει λοιπόν και με τη μεταφορά λογοτεχνικών έργων σε κόμικς, μεταφορές που είναι ιδιαίτερα δημοφιλείς τα τελευταία χρόνια. Όμως σε κάθε τέτοια μεταφορά θα πρέπει αφηγηματικά να ακολουθούμε τις δυνατότητες και τους κώδικες του νέου μέσου, για παράδειγμα των κόμικς ή του κινηματογράφου, αν θέλουμε να κάνουμε κάτι πραγματικά ενδιαφέρον και πρωτότυπο και όχι ένα «υποπροϊόν» του πρωτότυπου κειμένου. Τα κόμικς και η φόρμα των graphic novels δεν είναι «λογοτεχνία». Είναι μια αυτόνομη τέχνη κι έτσι, με τα δικά της μέσα και τη συνδυαστική δυνατότητα αφήγησης που έχει, θα πρέπει να τα προσεγγίζουμε. Όχι ως μια «σχεδόν-λογοτεχία», «εικονογραφημένη-λογοτεχνία» ή «παρα-λογοτεχνία». — Δεν είναι η πρώτη φορά που ασχολείστε με τη μεταφορά μυθιστορημάτων στη φόρμα του graphic novel. Στο συγκεκριμένο, ποια είναι τα στοιχεία που σας τράβηξαν το ενδιαφέρον; Ποιος είναι ο στόχος, το αποτέλεσμα που επιθυμείτε να πετύχετε; Πράγματι, κάτι τέτοιο είχα αρχικά επιχειρήσει με λογοτεχνικά κείμενα των Κόντογλου και Βενέζη στο Αϊβαλί. Αλλά και τότε, το ζητούμενο για μένα δεν ήταν να μεταφέρω το Νούμερο 31328 ή το Αϊβαλί, η πατρίδα μου σε κόμικ. Ήταν να συνομιλήσω με τα κείμενα, τοποθετώντας τα μάλιστα παράλληλα και σε αντιπαράθεση, παράγοντας έτσι μια νέα αφήγηση και νέες προσλήψεις, παραπέμποντας στα αρχικά κείμενα και όχι παρακάμπτοντας ή διασκευάζοντάς τα. Αυτό, νομίζω, μπορεί να παράγει στις κόμικ μεταφορές λογοτεχνικών έργων κάτι πραγματικά νέο και ενδιαφέρον. Με την ίδια λογική κινούμαι και τώρα στον Ζορμπά. Εδώ η πρόκληση ήταν να πάρω το πλέον διάσημο έργο του Καζαντζάκη και, ακολουθώντας το πνεύμα αλλά και τις διακειμενικές παραπομπές του, να φτιάξω κάτι οικείο για το σύγχρονο κοινό. Ουσιαστικά επιχείρησα μια επαναφήγηση του έργου, προτείνοντας μια νέα ματιά για το έργο του Καζαντζάκη στους σημερινούς αναγνώστες, σίγουρα μακριά από τα στερεότυπα που έχει προσθέσει η, κατά τα άλλα, αδιαμφισβήτητα επιτυχημένη κινηματογραφική μεταφορά του Κακογιάννη. Σε αυτό το σημείο είμαι πραγματικά ευγνώμων γιατί οι εκδόσεις Διόπτρα με άφησαν να κινηθώ ελεύθερα στην αναζήτηση μιας τέτοιας επαναφήγησης. Ο Ζορμπάς είναι ένα πολυεπίπεδο έργο με πολλές διακειμενικές αναφορές, που απαιτεί έναν αντίστοιχο χειρισμό, αν θέλουμε να αναδείξουμε τον πλούτο του. — Το μυθιστόρημα «Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά» πραγματεύεται έννοιες όπως ο έρωτας, η ζωή, ο θάνατος, ο Θεός. Πώς έχουν αποτυπωθεί στον δικό σας «Zoρμπά»; Προσπάθησα να μείνω πιστός στο πνεύμα και τις ανησυχίες του συγγραφέα, εκμεταλλευόμενος ταυτόχρονα τις σύνθετες δυνατότητες οπτικής και λεκτικής αφήγησης των κόμικς. Έννοιες όπως ο έρωτας, ο θάνατος, ο Θεός, αποδόθηκαν με διάφορους τρόπους οπτικών μεταφορών ή παραπομπών σε πολιτισμικά φορτισμένες εικόνες. Για παράδειγμα, στον σχεδιασμό των ερωτικών σκέψεων του «αφεντικού» για τη Χήρα εκμεταλλεύτηκα τις αναφορές του Καζαντζάκη στα γλυπτά του Ροντέν. Έτσι η αποτύπωση των γραμμών των αγαλμάτων του συγκεκριμένου γλύπτη έγιναν το οπτικό όχημα για μια τέτοια εικαστική απόδοση. Απαιτήθηκαν μάλιστα δύο ταξίδια στο μουσείο Ροντέν στο Παρίσι για να μπορέσω να αντλήσω το υλικό αυτό, με φωτογραφίες, επιτόπια σκίτσα αλλά και τη σχετική βιβλιογραφία. — Ο «Ζορμπάς», όπως και συνολικά ο Καζαντζάκης, έχει μελετηθεί εκτενώς. Στην κινηματογραφική του μεταφορά το έργο έχει δεχθεί την ερμηνεία της σκηνοθετικής ματιάς του Μιχάλη Κακογιάννη. Στην εκδοχή του graphic novel επιχειρείτε κι εσείς, ως δημιουργός, μια δική σας ερμηνεία; Ναι, βέβαια. Ζητούμενο και σ’ εμένα από την αρχή ήταν η δημιουργία ενός νέου πρωτότυπου έργου που θα συνομιλεί με το κείμενο του Καζαντζάκη, όχι αποτελώντας ένα πάρεργο αλλά, αντίθετα, προσθέτοντας στοιχεία, σκέψεις και αναφορές σε αυτό, προσδίδοντάς του ταυτόχρονα μια πιο σύγχρονη ροή αφήγησης. — Είχατε προηγούμενη επαφή με το έργο του Καζαντζάκη; Ποια ήταν η προετοιμασία σας, σε θεωρητικό ή άλλο επίπεδο, προκειμένου να ασχοληθείτε με τον «Ζορμπά»; Στη νεότητά μου είχα διαβάσει τα περισσότερα βιβλία του Καζαντζάκη, και εκείνα τα χρόνια με είχαν επηρεάσει σημαντικά. Τώρα βέβαια, για τη δημιουργία του δικού μου Ζορμπά, χρειάστηκε κάτι πολύ περισσότερο από μια απλή ανάγνωση. Έτσι, όπως και σε όλα μου τα graphic novels, προηγήθηκε σοβαρή έρευνα και μελέτη. Και σε αυτό το κομμάτι είμαι ιδιαίτερα τυχερός γιατί, λόγω και της ακαδημαϊκής μου εμπειρίας, η συστηματοποίηση της έρευνας και η διαχείριση της βιβλιογραφίας μού είναι ιδιαίτερα οικείες διαδικασίες. Ανέτρεξα έτσι σε φιλολογικά ή άλλα σχετικά κείμενα (για παράδειγμα, για την κινηματογραφική αφήγηση του Ζορμπά), στην αλληλογραφία του ίδιου του συγγραφέα αλλά και σε πλήθος άλλων έργων που αναφέρονται ή υπονοούνται στο μυθιστόρημα του Καζαντζάκη. Αναφέρω ενδεικτικά την Τρικυμία του Σαίξπηρ ή τη Θεία Κωμωδία του Δάντη. Είναι δουλειά επίπονη και χρονοβόρα αλλά ταυτόχρονα και μια εξαιρετικά όμορφη εμπειρία, αφού σε ταξιδεύει σε τόπους και σου γνωρίζει πράγματα που ούτε καν φανταζόσουν όταν ξεκινούσες. Και αυτό ίσως είναι το μεγαλύτερο προσωπικό κέρδος απ’ όλη ετούτη την καταβύθιση σε ένα τόσο πλούσιο κείμενο, όπως το συγκεκριμένο του Ζορμπά. Και το σχετικό link...
  16. Ο εφηβικός έρωτας του Heartstopper που κατέκτησε τις καρδιές του νεανικού αναγνωστικού κοινού, πλέον και στα ελληνικά από τις εκδόσεις Διόπτρα. O Τσαρλς Σπρινγκ είναι ένα ανοιχτά γκέι αγόρι που πηγαίνει την πρώτη Λυκείου. Ο Νίκολας Νέλσον, δημοφιλής παίκτης του ράγκμπι, είναι έναν χρόνο μεγαλύτερος από τον Τσαρλς. Ο Τσάρλι και ο Νικ – όπως τους αποκαλούν – είναι δύο έφηβα αγόρια που φοιτούν στο βρετανικό Λύκειο Αρρένων Τρούχαμ. Όλα ξεκινούν όταν στις αρχές του δευτέρου τριμήνου όλοι οι μαθητές του Τρούχαμ καλούνται να συμμετάσχουν σε νέα, μεικτά προπαρασκευαστικά τμήματα που περιλαμβάνουν 5-6 μαθητές από κάθε τάξη του Λυκείου. Σε ένα τέτοιο τμήμα, ο Τσάρλι κάθεται στο ίδιο θρανίο με τον Νικ. Και εκεί για πρώτη φορά τα δύο αγόρια γνωρίζονται. Όλα ξεκινούν όταν ένα αγόρι γνωρίζει ένα αγόρι. Πρόκειται για την αρχή μιας φιλίας που σύντομα εξελίσσεται σε έρωτα, καθώς ο Νικ, αναπτύσσοντας ρομαντικά αισθήματα για τον Τσάρλι, συνειδητοποιεί ότι είναι αμφιφυλόφιλος. Και αυτή είναι μόνο η αρχή πάνω στην οποία χτίζεται η πλοκή του Heartstopper, του ΛΟΑΤΚΙ+ θεματικής γκράφικ νόβελ που έγραψε και εικονογράφησε η Alice Oseman και το οποίο πρόσφατα μεταφέρθηκε σε τηλεοπτική σειρά στο Netflix. Το κόμικς Heartstopper αποτελεί επέκταση του διηγήματος της Oseman με τίτλο «Nick and Charlie», όταν εκείνη ανέπτυξε ουσιαστικά τους λογοτεχνικούς χαρακτήρες που πρωτοεμφανίστηκαν το 2014 στο διήγημά της «Solitaire». Η σειρά ξεκίνησε το 2016 ως webcomic σε Tumblr, Tapas και Webtoon, για να τυπωθεί δύο χρόνια αργότερα μέσω crowdfunding. Έχοντας πουλήσει πάνω από ένα εκατομμύριο αντίτυπα παγκοσμίως, οι τέσσερις τόμοι του Heartstopper είναι πλέον διαθέσιμοι και στα ελληνικά, από τις εκδόσεις Διόπτρα. Η, γεννημένη το 1994 Αγγλίδα συγγραφέας και εικονογράφος Alice Oseman, επηρεασμένη από τη σχεδιαστική αισθητική των manga, αφηγείται μέσα από τα όμορφα, λιτά σε απεικονίσεις και διαλόγους καρεδάκια μια εφηβική ιστορία αγάπης, με φόντο όλες τις θετικές και αρνητικές πτυχές της νεανικής ηλικίας: στο σχολικό περιβάλλον, στο σπίτι, στους χώρους όπου συχνάζουν τα νεαρά άτομα που διέρχονται τη μετάβαση προς την ενηλικίωση. Η διαφορά του Heartstopper με αναρίθμητες άλλες παρόμοιες ιστορίες είναι ότι δίνει ορατότητα σε χιλιάδες παιδιών με ομοερωτικό προσανατολισμό, τα οποία βιώνουν τα ίδια με τους στρέιτ συνομηλίκους τους αισθήματα συστολής, ρομαντισμού, αγάπης και απογοήτευσης. Όμως, στις συντριπτικά περισσότερες περιοχές του κόσμου η φανερή βίωση μιας τέτοιας εμπειρίας συνεπάγεται μια κατάσταση κόλασης για τα νεαρά ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα. Στον κόσμο του Heartstopper, ο έρωτας των δύο αγοριών δεν αντιμετωπίζεται ως κάτι περίεργο, αλλά ως μια κλασική εφηβική ιστορία αγάπης. Ως κάτι περιθωριακό και αποκρουστικό εμφανίζεται μάλλον η ομοφοβία, όπου κι όποτε αυτή εκδηλώνεται μέσα από τις συνήθεις λεκτικές διατυπώσεις και συμπεριφορές. Και αυτοί είναι οι λόγοι που η σειρά κατέκτησε τις καρδιές των εφήβων και των νεαρών ενηλίκων, εκφράζοντας την ανάγκη για μια κοινωνία απαλλαγμένη από διακρίσεις, προκαταλήψεις, ρητορική μίσους και στερεότυπα. Μια κοινωνία όμως που σε αρκετές χώρες βρίσκεται ακόμη μακριά. Όπως στην Ουγγαρία του Όρμπαν, όπου τον περασμένο Ιούλιο, στο πλαίσιο εφαρμογής του νόμου για την «καταπολέμηση της ομοφυλοφιλίας σε παιδιά και εφήβους» που ψηφίστηκε το 2021, επιβλήθηκε πρόστιμο 32.000 ευρώ στη μεγαλύτερη αλυσίδα βιβλιοπωλείων της χώρας, καθώς διέθετε στα ράφια της τους τόμους του Heartstopper χωρίς πλαστικό περιτύλιγμα, με τον… κίνδυνο να «μολυνθούν» τα άτομα κάτω των 18 από ακραίες σκηνές εφηβικών φιλιών! Γεγονός βέβαια που αποδεικνύει το πόσο ενοχλεί τους υπερσυντηρητικούς η απομάκρυνση των νεότερων γενιών από την ομοφοβική ατζέντα. Και το σχετικό link...
  17. Το βιβλίο είναι για μικρούς, μεγάλους, ήδη αναγνώστες του έργου του Ουγκό ή μη. Βικτόρ Ουγκό: Οι άθλιοι, Εκδόσεις Διόπτρα Γαλλική Επανάσταση. Τα χρόνια που ακολούθησαν. Διωγμοί και διαψεύσεις. Κινήματα και βίαιες συγκρούσεις. Ο Γιάννης Αγιάννης πεινάει. Ο Γιάννης Αγιάννης κλέβει μία φραντζόλα ψωμί. Ο Γιάννης Αγιάννης φυλακίζεται για 19 ολόκληρα χρόνια. Και πάλι Παρίσι. Και πάλι οδοφράγματα. Παρισινή εξέγερση του 1832, Ιούνιος ήταν ο μήνας, λαϊκή ήταν η εξέγερση, καθώς οι άνθρωποι πέθαιναν από την έλλειψη τροφίμων, καθαρού νερού και την επιδημία χολέρας. Και βγήκαν στους δρόμους. Και έστησαν οδοφράγματα. Και η εθνοφρουρά του Λουδοβίκου-Φίλιππου τους αποτελείωσε – μα έδωσαν απίστευτο αγώνα. Και όλα αυτά, ο Ουγκό τα έκανε ένα λογοτεχνικό αριστούργημα. Που έχει γίνει θεατρικό και μιούζικαλ και ταινία. Και που κυκλοφόρησε και σε κόμικς από τις εκδόσεις Διόπτρα, σε κείμενο Μιχάλη Μακρόπουλου και εικονογράφηση (στα όρια σχεδόν του φοβισμού ως καλλιτεχνικού ρεύματος) Βασίλη Κουτσογιάννη. Ο πρώτος είναι και ο ίδιος συγγραφέας και μεταφραστής και ο δεύτερος είναι ένας νέος εικονογράφος, με δυνατή «πένα» και έντονο αισθητικό κριτήριο. Το βιβλίο είναι για όλους. Μικρούς, μεγάλους, ήδη αναγνώστες του έργου του Ουγκό ή μη. Οι «Σημειώσεις για το έργο» που υπάρχουν στο τέλος του κόμικς αποδεικνύουν τη σοβαρότητα του εγχειρήματος, καθώς αποτυπώνουν την ιστορική και κοινωνική πραγματικότητα της εποχής. Και το σχετικό link...
  18. Η αστυνομική λογοτεχνία γνωρίζει τα τελευταία χρόνια πρωτοφανή άνθηση και όλο και περισσότεροι συγγραφείς στρέφονται προς αυτήν για να αφηγηθούν τις ιστορίες τους. Οι κλασικές αξίες όμως, όπως τα έργα της Άγκαθα Κρίστι, παραμένουν αμετάβλητες στον χρόνο. Σε μια πρόσφατη κουβέντα που είχα με τον συγγραφέα, σεναριογράφο και ερευνητή της αστυνομικής λογοτεχνίας Γιάννη Ράγκο, με έπεισε ότι το αστυνομικό μυθιστόρημα αποτελεί το πιο ραγδαία εξελισσόμενο είδος της λογοτεχνίας, τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά. Την ίδια μέρα ανακάλυψα δύο νέες, πολυτελείς εκδόσεις με έργα της εμβληματικής Αγγλίδας συγγραφέως Άγκαθα Κρίστι (1890-1976) μεταφερμένα σε κόμικς και μεταφρασμένα στα ελληνικά (εκδόσεις Διόπτρα, μετάφραση Τατιάνα Γαλάτουλα), δύο χρόνια μετά από το «Ηρακλής Πουαρώ - Έγκλημα στο Όριεντ Εξπρές» σε σενάριο του Benjamin von Eckartsberg και σχέδια του Chaiko από τις ίδιες εκδόσεις. Και κατάλαβα ότι ο Ράγκος πρέπει να έχει δίκιο. Γιατί, άλλωστε, να δημιουργούνται σήμερα, τόσες δεκαετίες μετά τη συγγραφή των πρωτοτύπων, τέτοια έργα σε άλλες μορφές τέχνης, σε άλλες γλώσσες; Προφανώς γιατί πάντα προκύπτει μια νέα οπτική και προσέγγιση πάνω στα κλασικά έργα. Και επιπλέον, γιατί υπάρχει πρόσφορο έδαφος καθώς το αναγνωστικό κοινό είναι δεκτικό στις προσαρμογές και τις διασκευές, ιδιαίτερα διασημειωτικών μεταφράσεων και μεταγραφών από μία τέχνη σε μία άλλη. Το «Μια Σκιά στην Ομίχλη» (πρώτη κυκλοφορία, 1922), σε διασκευή και σχέδια του Emilio Van der Zuiden, εξελίσσεται το 1915 και αφορά μια υπόθεση διεθνούς κατασκοπίας στα χρόνια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Το ζευγάρι των δύο νέων φιλόδοξων και ριψοκίνδυνων τυχοδιωκτών που προσπαθούν να εξιχνιάσουν το μυστήριο θα πρέπει να μείνει ενωμένο. Και μαζί να ξεπεράσουν τους κινδύνους και τις προκλήσεις, να κατανοήσουν την ταραγμένη πολιτική πραγματικότητα της εποχής και να διατηρήσουν ζωντανή, πάνω απ’ όλα, τη δική τους σχέση. Το «Μις Μαρπλ - Ένα Πτώμα στη Βιβλιοθήκη» (πρώτη κυκλοφορία, 1942) σε διασκευή κειμένου του Dominique Ziegler και σχέδια του Olivier Dauger, αφορά ακόμη μία υπόθεση με πρωταγωνίστρια την ερασιτέχνη και ηλικιωμένη ντετέκτιβ που καλείται να ανακαλύψει τι κρύβεται πίσω από τον φόνο μιας νέας γυναίκας, το άψυχο σώμα της οποίας βρίσκεται στη βιβλιοθήκη της οικίας ενός συνταγματάρχη και της συζύγου του. Και όπως πάντα, στις υποθέσεις που αναλαμβάνει η Μις Μαρπλ, τα πράματα είναι πολύ πιο περίπλοκα απ’ ό,τι φαίνονται και οι ύποπτοι αρκετοί. Και στα δύο έργα, παρά την αναπόφευκτη συμπύκνωση της πλοκής, οι δημιουργοί τους εκμεταλλεύονται στο έπακρο τις δυνατότητες του μέσου τους, υποκαθιστώντας με επιτυχία τη λεκτική συρρίκνωση με τα σχέδια και τις εικόνες. Τα πρόσωπα και οι πλούσιες εκφράσεις τους, οι λεπτομερώς σχεδιασμένοι και επαγγελματικά χρωματισμένοι χώροι, οι σύντομοι αλλά απολύτως ορθά επιλεγμένοι διάλογοι, δεν συνθέτουν ένα υποκατάστατο των πρωτοτύπων για όσους βαριούνται να τα διαβάσουν, αλλά νέα έργα με τη δική τους αυταξία που μπορεί επιπλέον να λειτουργήσουν και ως έξυπνες εικονοποιήσεις τους για όσους τα έχουν διαβάσει ή σκοπεύουν να το πράξουν. Σε μια δύσκολη εποχή για το βιβλίο, όπως και για κάθε τέχνη, τέτοιες εκδοτικές επιλογές είναι αξιέπαινες και προσφέρουν πολλά στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό των κόμικς αλλά και της αστυνομικής λογοτεχνίας. Και το σχετικό link...
  19. Η ετήσια συλλογή γελοιογραφιών του ΚΥΡ, με την οποία ευελπιστεί να μας κάνει να γελάσουμε, όταν γύρω μας όλα είναι ζοφερά. Καλή προσπάθεια! VAIOS
×
×
  • Create New...

Important Information

By using this site, you agree to our Terms of Use.