Μετάβαση στο περιεχόμενο

Αναζήτηση στην Κοινότητα

Εμφάνιση αποτελεσμάτων για ετικέτες 'Το Μαύρο Είδωλο της Αφροδίτης'.

  • Αναζήτηση ανά ετικέτες

    Πληκτρολογήστε ετικέτες χωρισμένες με κόμματα.
  • Αναζήτηση ανά συγγραφέα

Τύπος περιεχομένου


Ενότητες

  • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΝΕΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΝΕΑ
  • ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ
    • ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ
    • ΤΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙ
  • ΧΑΛΑΡΩΜΑ
    • ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ
    • ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΡΙΟ
    • ΤΟ ΠΑΖΑΡΙ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Διάφορα
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Ντόναλντ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Super Μίκυ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Κόμιξ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μίκυ Μάους
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μπλα μπλα
  • VINTAGE's Συζήτηση
  • VIDEO GAMES's Γεν. Συζήτηση για Video Games

Blogs

  • Valt's blog
  • Dr Paingiver's blog
  • GCF about comics
  • Vet in madness
  • Θέμα ελεύθερο
  • Film
  • Comics, Drugs and Brocc 'n' roll
  • I don't know karate, but i know ka-razy!
  • Γερμανίκεια
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • Κομικσόκοσμος
  • The Unstable Geek
  • Σκόρπιες Σκέψεις
  • Dhampyr Diaries
  • Περί ανέμων και υδάτων

Βρείτε αποτελέσματα σε ...

Βρείτε αποτελέσματα που ...


Ημερομηνία Δημιουργίας

  • Αρχή

    Τέλος


Τελευταία ενημέρωση

  • Αρχή

    Τέλος


Φιλτράρετε με αριθμό ...

Εγγραφή

  • Αρχή

    Τέλος


Ομάδα


Member Title


MSN


Website URL


Yahoo


Skype


Πόλη


Επάγγελμα


Ενδιαφέροντα

  1. Από το εξώφυλλο της «Τσιγγάνικης Ορχήστρας» - Εκδόσεις Πολύτυπο, 1984 Σκάρωνε σκίτσα όπου κι αν βρισκόταν. Οι ταβερνιάρηδες κι οι καφετζήδες τσατίζονταν όταν τον έβλεπαν να «λερώνει» τα τραπέζια τους. Μόλις έβλεπαν με τι τα «λέρωνε», του ζήταγαν πορτρέτο. Δήλωνε απλώς «σκιτσογράφος». Αυτή ήταν η φύση του. Τα κόμικς ήταν το διάλειμμά του, έστω και αν κάθε τέτοιο διάλειμμα του έτρωγε μερικά χρόνια λεπτομερούς έρευνας και χειρουργικής ακρίβειας ως προς την αφηγηματική και εικαστική αρτιότητα. Τα λάτρευε τα κόμικς, όχι μόνο ως δημιουργός αλλά και ως αναγνώστης και ως δάσκαλος. Το μαρτυρούν οι συμβουλές που απλόχερα πρόσφερε σε κάθε νέο δημιουργό, η επιλογή του να αφιερώσει σχεδόν τη μισή «Γαλέρα» που διηύθυνε στα κόμικς, στα φεστιβάλ που ως καπετάνιος της διοργάνωσε. Στο περιοδικό «Τέταρτο» φιλοτεχνούσε μια σελίδα με «Συνειρμικά Ντεκουπάζ», όπως τα αποκαλούσε. Ο Χατζιδάκις ήταν ενθουσιασμένος με αυτά. Στη «Βαβέλ», αρχές της δεκαετίας του ’80 ξεκίνησε την «Τσιγγάνικη Ορχήστρα», που κυκλοφόρησε ολοκληρωμένη το 1984. Ήταν το πρώτο ελληνικό «graphic novel», όπως το χαρακτηρίζουν όσοι αρέσκονται στη νέα -όχι άμοιρη προθέσεων- ορολογία. Στην πρώτη σελίδα της «Τσιγγάνικης Ορχήστρας», ο δημοσιογράφος Κώστας Φαναρτζής παρουσιάζεται να φορά ένα λευκό πουκάμισο επί οκτώ καρέ. Στο ένατο καρέ, στην ίδια σκηνή, το πουκάμισό του γίνεται μαύρο, «ανακοινώνοντας» στον αναγνώστη ότι αυτό που θα ακολουθήσει δεν υποτάσσεται σε κάποια συμβατική λογική. Η λέξη «Τέλος» φαίνεται να μην του άρεσε και πολύ. Απουσιάζει άλλωστε και από τα τρία μεγάλα βιβλία του. Στην «Τσιγγάνικη Ορχήστρα» το τελευταίο καρέ συνοδεύεται από την επισήμανση «Τέλος στο πρώτο βιβλίο» με σαφή τον υπαινιγμό ότι θα υπάρξει συνέχεια. Δεν υπήρξε. Στα δύο επόμενα, το Μεγάλο μας Τσίρκο, η μεταπολιτευτική Αθήνα του καυσαερίου, των ΜΑΤ και των ξενοδοχείων ημιδιαμονής μεταφέρθηκε λίγους αιώνες πιο πίσω. Το 1990 ξαναχτύπησε με «Το Μαύρο Είδωλο της Αφροδίτης», ένα διονυσιακό αντάμωμα πειρατών, τυχοδιωκτών, σκλάβων και αρχόντων στη Σαντορίνη, διακόσια χρόνια μετά την άλωση της Πόλης. Το «Μαύρο Είδωλο της Αφροδίτης» έχει ως πρωταγωνιστές τον Αλέκο τον Τράκα, κάλπη άρχοντα, και τον Καράμπαμπα, δούλο κι αφέντη του εαυτού του. Ο πρώτος με «μοντέλο» τον παλιό ποδοσφαιριστή Τάσο Μητρόπουλο και ο δεύτερος ως προϊόν «διασταύρωσης» του Στέλιου Καζαντζίδη και του Καραγκιόζη. Οι ομοιότητες, φυσικά, εντοπίζονται μόνο στην εμφάνιση. Ο Διόνυσος σε ένα από τα ταξίδια του δέχτηκε επίθεση από Τυρρηνούς πειρατές. Για να ξεφύγει μεταμόρφωσε τα κατάρτια του πλοίου του σε κληματαριές και τους πειρατές σε δελφίνια. Τη σκηνή απέδωσε σε μελανόμορφη κύλικα ο Εξηκίας (περ. 530 π.Χ.). Στο ίδιο (οινό)πνεύμα και ο Καλαϊτζής στο «Μαύρο Είδωλο της Αφροδίτης». «Ο Τυφώνας», το επόμενο βιβλίο του, διαδραματίζεται σε άλλο τόπο του νησιού, την ίδια νύχτα. Γυμνόστηθες καλλονές καβάλα σε γαϊδούρια εφορμούν από το εξώφυλλο του «Τυφώνα» ωσάν αποφασισμένες να αποδράσουν από τη χάρτινη φυλακή. Η ιδέα προέκυψε από ένα πόστερ του Jules Cheret από τα τέλη του 19ου αι. που διαφήμιζε το περιβόητο καμπαρέ «Μουλέν Ρουζ». Ο Περικλής Κοροβέσης είναι το πιο αγαπημένο «μοντέλο» του Καλαϊτζή. Συμμετέχει σε πληθώρα γελοιογραφιών αλλά ο πιο απρόσμενος ρόλος του είναι αυτός του γενίτσαρου Σουλεϊμάν Σαλίκ στον «Τυφώνα». Ως μπράβος σπέρνει τον τρόμο και δολοφονεί τον Κολαούζο λίγο πριν κι αυτός ουσιαστικά αυτοκτονήσει στα κοχλάζοντα νερά από την έκρηξη του ηφαιστείου. Ο Κολαούζος θα επανέλθει στις τελευταίες σελίδες. Ο Σαλίκ, όχι. Το δισέλιδο που κλείνει τον «Τυφώνα» είναι η παρουσίαση των εικονικών επόμενων τευχών. Οι «τίτλοι» που παρουσιάζονται είναι απολαυστικοί: «Ουρμπάν ο Προφήτης», «Άμλετ, ο Μπαρμπέρης της Ελσινόρης», «Το Μονοπάτι της Δύσεως» (με τα κεφάλαια: Γκογκόσης ο Κατακτητής, Γκογκόσης Εναντίον Γκογκόση, Η Επιστροφή του Γκογκόση κ.ά.). Είχαν προηγηθεί τα «Χαμένα Δάση», εκπαιδευτικό κόμικς για τα δάση της Ευρώπης σε ανάθεση της περιφέρειας της Προβηγκίας, που δεν κυκλοφόρησε ποτέ στα ελληνικά, μια και η τότε κυβέρνηση απαίτησε την απόσυρσή του επειδή σε κάποιον χάρτη αναγραφόταν το όνομα «Μακεδονία». Στα «Χαμένα Δάση» οι χαρακτήρες αποτελούν τις χάρτινες μεταφορές τεσσάρων φίλων του Γιάννη Καλαϊτζή: ο συγγραφέας Περικλής Κοροβέσης, ο μουσικοσυνθέτης Γιάννης–Μπαχ Σπυρόπουλος, ο δημοσιογράφος Τέλης Σαμαντάς και ο δημοσιογράφος Γιώργος Μασσαβέτας δανείζουν τις μορφές τους σε αρχαίους Έλληνες. Στο «Έψιλον» της «Ελευθεροτυπίας» δημιουργούσε αποσπασματικά στριπ ενώ όταν κυκλοφόρησε το «Εννέα» ανέλαβε την τελευταία σελίδα με τα μεθυσμένα ταξίδια στο «Πέλαγος της Μποτίλιας» και στη συνέχεια με τα παραληρηματικά «Έκτακτα Περιστατικά». Ως αρχικωπηλάτης της «Γαλέρας» δημιούργησε ακόμη έναν παιγνιώδη τίτλο: «Μαρξ και Σπένσερ». Mια ιδιαιτερότητα στα έργα του ήταν τα συνεχή λογοπαίγνια, η εσκεμμένη γλωσσική σύγχυση, οι νεολογισμοί και τα αρκτικόλεξα. Από κοντά οι μεταμορφώσεις των χαρακτήρων του, οι αλλαγές στα ονόματα και στην όψη τους. Σε ένα από τα «Έκτακτα Περιστατικά» του, πριν επινοήσει τους «Μαρξ και Σπένσερ», η ιστορία τελειώνει με το μπέρδεμα ανάμεσα στον Γκράουτσο Μαρξ και τον Καρλ Μαρξ. Ο Μαρξ του τελευταίου καρέ δεν μοιάζει λίγο και του Καλαϊτζή; Κόμικς του δημοσιεύτηκαν στο «Ντέφι», στην «Αυγή» και αλλού. Η τελευταία του σειρά δημοσιεύτηκε σε τούτην εδώ την εφημερίδα, στο «Καρέ Καρέ», με τους άστεγους «Μπον και Βιβέρ» να φαντασιώνονται λαβράκι πανέ στην όψη ενός σάπιου κρεμμυδιού. Οι Κοροβέσης και Σπυρόπουλος γίνονται οι «Μπον και Βιβέρ», που αναζητούν σκουπίδια και ονειρεύονται συνταγές με εξωτικά ονόματα και γεύσεις. Αν δεις μαζεμένα όλα αυτά τα κόμικς καταλαβαίνεις πως δεν αποτελούσαν πάρεργο της καλλιτεχνικής του διαδρομής αλλά αναπόσπαστο μέρος της. Κι αν τα δεις εκ του σύνεγγυς, θα ανακαλύψεις τόσες λεπτομέρειες, τόσες ψηφίδες ευφυΐας και χιούμορ που πολλαπλασιάζουν την αξία ενός έργου πάντα ζωντανού, επίκαιρου και προκλητικού στην εξερεύνηση. Ένας αντιεξουσιαστής... ΕΔΑΐτης ➀ Πανσπουδαστική τχ. 45-46, Μάρτιος-Απρίλιος 1963 - ➁ The New Yorker, 13-20.2.2017, εξώφυλλο του John W. Tomac με τίτλο «Liberty’s Flameout» (1-2) Σε ένα από τα πρώτα του σκίτσα στην «Πανσπουδαστική» ο Γιάννης Καλαϊτζής φαντάστηκε το Άγαλμα της Ελευθερίας με τον πυρσό να σβήνει, αφήνοντας να βγαίνει μόνο καπνός (1). Ήταν η περίοδος που ενισχύθηκε η ιμπεριαλιστική εμπλοκή των ΗΠΑ σ' όλο τον κόσμο και οξύνθηκαν οι φυλετικές αντιθέσεις στο εσωτερικό τους. Αλλά ακριβώς την ίδια έμπνευση είχε την περασμένη βδομάδα στο εξώφυλλό του το αμερικανικό περιοδικό «The New Yorker», προκειμένου να εικονογραφήσει τις πρόσφατες αποφάσεις του νέου προέδρου των ΗΠΑ (2). Ποιο είναι αυτό το στοιχείο που κάνει τις δημιουργίες του Καλαϊτζή τόσο επίκαιρες; Το δίχως άλλο η ιδιαίτερη σχέση του με την πολιτική. Μπορεί να μην περιορίστηκε στο πολιτικό σκίτσο η πολύχρονη παρουσία του στον ελληνικό Τύπο, αλλά δεν υπάρχει καμιά πτυχή της τόσο πληθωρικής δημιουργίας του που να μην έχει συνδεθεί άμεσα ή έμμεσα με την πολιτική. Από την εμφάνισή του «με κοντά παντελονάκια», όπως θυμάται ο Γιάνης Γιανουλόπουλος στην πρωτοποριακή προδικτατορική «Πανσπουδαστική» των αρχών της δεκαετίας του 1960, έως τα τελευταία του σκίτσα στην «Εφ.Συν.», η πολιτική στράτευση του Καλαϊτζή ξεχειλίζει. Δεν αναφέρομαι στον προφανή πολιτικό χαρακτήρα των σκίτσων και των γελοιογραφιών κάθε εφημερίδας. Η «στράτευση» του Καλαϊτζή υπηρετούσε εξαρχής μια προσωπική τοποθέτηση στον χώρο της Αριστεράς, όπως ο ίδιος την καταλάβαινε, χωρίς τους περιορισμούς της κομματικής ορθοδοξίας και χωρίς τα ταμπού του αριστερού συντηρητισμού. Την περίοδο που οι σκιτσογράφοι των εντύπων της Αριστεράς ήταν εγκλωβισμένοι σε ένα είδος γελοιογραφικού «σοσιαλιστικού ρεαλισμού» και κομματικής αυτοσυγκράτησης, ο Καλαϊτζής πειραματιζόταν με τα «απαγορευμένα»: τον αντικληρικαλισμό, το γυμνό, τις ερωτικές σχέσεις, την απόρριψη των ταμπού και της ηθικολογίας. Αυτός είναι ο λόγος που τα σκίτσα του Καλαϊτζή παραμένουν και σήμερα εξαιρετικά επίκαιρα, ακόμα κι εκείνα που είναι ολοφάνερα σημαδεμένα από τη συγκυρία που τα ενέπνευσε. Κάποιες φορές, μάλιστα, ξενίζει η πολιτική γραμμή του σκίτσου του, αν τη συγκρίνει κανείς με τη γενική κατεύθυνση του εντύπου που τον φιλοξενεί, αλλά ακόμα και με την κυρίαρχη άποψη του πολιτικού φορέα που τον εκφράζει τη δεδομένη στιγμή. Από το ξεκίνημά του διαφαίνεται αυτή η ιδιαίτερη προσωπική σκοπιά και το χωρίς όρια χιούμορ του, το οποίο αποδεικνύεται διαχρονικό και υπερτοπικό. Περιοδικό «Αντί», τεύχος 155, 4.7.1980 Το διαπιστώνουμε στην προδικτατορική «Αυγή» της ΕΔΑ, στους «Δρόμους της Ειρήνης», και μετά την πτώση της χούντας πάλι στην «Αυγή» του ΚΚΕ Εσωτερικού, στο «Αντί», στην «Ελευθεροτυπία», στον «Σχολιαστή», στο «Ντέφι», στη «Βαβέλ» και άλλα. Σε όλη αυτή την πορεία διακρίνεται μια πρωτοφανής πολιτική συνέπεια. Μπορεί η γραμμή του σκίτσου να εξελίσσεται, αλλά η γραμμή του σκιτσογράφου συνεχίζει να εδράζεται στις ίδιες αρχές. Παραμένει σημαδεμένη από την εποχή των μεγάλων προσδοκιών της δεκαετίας του '60, αλλά ταυτόχρονα είναι έτοιμη να ξεφύγει από κάθε εύκολο καλούπι. Όπως επιχειρήσαμε να δείξουμε και στο ειδικό αφιέρωμα της «Εφ.Συν.» πριν από έναν χρόνο, η αριστερή ματιά στο σκίτσο του Καλαϊτζή δεν χωρά σε κανένα στερεότυπο. Και φυσικά ο ίδιος ουδέποτε ταυτίστηκε με το έντυπο με το οποίο συνεργαζόταν, όπως συμβαίνει με άλλους ομοτέχνους του, παρά το γεγονός ότι σε όλα υπήρξε κορυφαίος και σημείο αναφοράς των αναγνωστών. Για την ακρίβεια, ταυτίστηκε με δύο απ' αυτά. Μόνο που και τα δύο ήταν και δικά του δημιουργήματα. Πρώτα πρώτα η «Γαλέρα», το περιοδικό που ο ίδιος εμπνεύστηκε και σχεδίασε, και βέβαια η «Εφ.Συν.», η εφημερίδα που δεν θα είχε εκδοθεί χωρίς τη δική του παρότρυνση, επιμονή και συμβολή. Για να αντιληφθεί κανείς τη σχέση των σκίτσων του Γιάννη Καλαϊτζή με την πολιτική είναι χρήσιμη η αναδρομή στην περίοδο που κατέρρεε η «Ελευθεροτυπία» και οι εργαζόμενοι της Χ.Κ. Τεγόπουλος αναζητούσαν τρόπους να αντιδράσουν. Ο Γιάννης, αντίθετα με άλλες γνωστές υπογραφές της εφημερίδας, έδινε εξαρχής το «παρών» στις γενικές συνελεύσεις και υποστήριζε κάθε είδους συλλογική προσπάθεια ανασύνταξης της επιχείρησης, προτείνοντας μορφές αυτοδιαχείρισης. Και όταν φάνηκε ότι το μόνο μέλημα της εργοδοσίας ήταν να «προστατευτεί» από τους εργαζομένους και να εξασφαλίσει τη δική της οικονομική επιβίωση σε βάρος τους, ο Καλαϊτζής έθεσε εξαρχής το σκίτσο του στο πλευρό του αγώνα των εργαζομένων. Δεν ακολούθησε τον δρόμο άλλων επιφανών στελεχών της επιχείρησης (ανάμεσά τους και... αριστεροί σκιτσογράφοι) που προτίμησαν να λουφάξουν ή έσπευδαν να βρουν σωτηρία σε άλλα εκδοτικά συγκροτήματα. Έμεινε μαζί μας και πρωτοστάτησε στις απεργιακές μας κινητοποιήσεις, προσφέροντας ακόμα και το γραφείο του για την έκδοση των δύο ιστορικών απεργιακών φύλλων που κυκλοφόρησαν στις 15 και 22 Φεβρουαρίου 2012. Η αφίσα του για την έκδοση του δεύτερου απεργιακού φύλλου έγινε πρωτοσέλιδο στη γερμανική «Tageszeitung» σε αφιέρωμα για το «Ελληνικό Comeback», δηλαδή τον αγώνα των εργαζομένων για μια συνεταιριστική απάντηση στην κρίση (3). 3. To πρωτοσέλιδο της γερμανικής «Tageszeitung» (15.2.2012) Απολύτως χαρακτηριστικό για τον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπιζε τη δουλειά του ο Καλαϊτζής είναι το γεγονός ότι στο πολύμηνο διάστημα που μεσολάβησε από το κλείσιμο της «Ελευθεροτυπίας» μέχρι το άνοιγμα της «Εφ.Συν.» δεν σταμάτησε να σκιτσάρει κάθε μέρα και να αναρτά τη δουλειά του στον ιστότοπό του (gianniskalaitzis.gr). Όσο για την ιδιαιτερότητα της ματιάς του και την ανεξαρτησία της σκέψης του, αρκεί κανείς να φυλλομετρήσει τις εκδόσεις της «Εφ.Συν.» για να διαπιστώσει ότι δεν έπαψε μέχρι το τέλος να υπηρετεί τις ίδιες αρχές. Μόνιμος στόχος του, ο εγχώριος ναζισμός (4) και η (παρα)εξουσία της Εκκλησίας και των δανειστών (5). 4. «Εφ.Συν.», 1.9.2014 5. «Εφ.Συν.», 9.11.2015 Υποστήριζε την κυβέρνηση της Αριστεράς σε σύγκριση με τους προκατόχους της (6), αλλά χωρίς να παύει να σχολιάζει τα δικά της πεπραγμένα (7 και 8). 6. «Εφ.Συν.», 19.1.2016 7. «Εφ.Συν.», 24.10.2015 8. «Εφ.Συν.», 31.10.2015 Μετά το καλοκαίρι του 2015 από το πενάκι του δεν γλίτωσαν ούτε αυτοί που ονόμαζε «πολύ αριστεροί» (9). 9. «Εφ.Συν.», 16.7.2015 Αλλά το σημαντικότερο είναι ότι ποτέ δεν δίστασε να ασχοληθεί και με τα πιο επικίνδυνα θέματα (10), ενώ ακόμα και για το συνεταιριστικό εγχείρημα της «Εφ.Συν.», που υποστήριζε με τόση ζέση, ποτέ δεν έπαψε να μας θυμίζει τις δυσκολίες (11). 10. «Εφ.Συν.», 6.10.2015 11. «Εφ.Συν.», 22.7.2014 Αυτοί είναι οι λόγοι που καθιστούν την απώλειά του τόσο δυσβάστακτη για όλους μας. Και το σχετικά links εδώ κι εδώ...
  2. Τα διονυσιακά και πρωτοπόρα κόμικς του Γιάννη Καλαϊτζή Στην Τσιγγάνικη Ορχήστρα, ο σκιτσογράφος – πρωταγωνιστής περιφέρεται στην Αθήνα της μεταπολιτευτικής περιόδου, δίπλα σε Ντάτσουν και μέλη κομματικών οργανώσεων, στη σκιά του Αρη, «ακούγοντας» Διονύση Σαββόπουλο Συντάκτης: Γιάννης Κουκουλάς Ηταν γνωστός κυρίως ως πολιτικός γελοιογράφος. Τα ρηξικέλευθα σκίτσα του επί σχεδόν πενήντα χρόνια δημοσιεύονταν σε πληθώρα εντύπων της Αριστεράς. Ομως, παράλληλα, ήταν και δημιουργός κόμικς. Και το έργο που αφήνει πίσω του είναι μοναδικό. Οταν πριν από περίπου δύο χρόνια ξεκινούσαμε αυτό το ένθετο τετρασέλιδο για τα κόμικς, ο Γιάννης Καλαϊτζής ήταν από τους πιο ένθερμους υποστηρικτές του. Η συμβολή του σε ιδέες και προτάσεις ήταν καθοριστική. Οταν είχαμε δυσκολίες τον συμβουλευόμασταν πάντα. Κάθε στιγμή ήταν έτοιμος να καταθέσει τις απόψεις του, να επαινέσει όταν τον ικανοποιούσε το αποτέλεσμα αλλά και να ασκήσει καλόπιστη, πολλές φορές σκληρή, κριτική. Είναι αυτονόητο ότι δεν θα καταφέρουμε να πούμε όλα όσα θα θέλαμε σε τέσσερις μόνο σελίδες. Αλλωστε τις τελευταίες ημέρες, μίλησαν πολλοί και πολλές για κάθε πτυχή του πολύπλευρου έργου του. Το «Καρέ Καρέ» είναι σήμερα εξ ολοκλήρου αφιερωμένο στα κόμικς του συνάδελφου, συνεργάτη, δάσκαλου, καλλιτέχνη,και μοναδικού δημιουργού, Γιάννη Καλαϊτζή (1945-2016) Αριστερά η «Τσιγγάνικη Ορχήστρα» (Εκδόσεις Πολύτυπο, 1984). Δεξιά, εξώφυλλο του περιοδικού «Eψιλον» με σκίτσο του Καλαϊτζή (1994) Στην πρώτη σελίδα της Τσιγγάνικης Ορχήστρας, στο πρώτο πρώτο καρέ φιγουράρει ένα Ντάτσουν με την επιγραφή «Ιχθυεμπορικόν – έδρα Οινόφυτα» ως σύμβολο των πρώτων ετών της μεταπολιτευτικής Ελλάδας που πάσχιζε να ισορροπήσει ανάμεσα στη φενάκη της εισόδου της στην ΕΟΚ και τη βαλκανική της καταγωγή και μοίρα. Στα επόμενα οκτώ καρέ, ο πρωταγωνιστής Κώστας Φαναρτζής, σκιτσογράφος στη «Σημαία – καθημερινή εφημερίδα του λαού», φορά ένα λευκό πουκάμισο και καπνίζει, περιμένοντας τον καφέ του. Και ξαφνικά στο ένατο καρέ και για όλο το υπόλοιπο βιβλίο, το πουκάμισο χωρίς κανέναν προφανή λόγο μεταμορφώνεται σε μαύρο. Δεν χρειάζεται να επιχειρήσει κάποιος να ερμηνεύσει αυτή την αλλαγή. Ετσι βόλευε τον δημιουργό της, έτσι έκρινε ότι εξυπηρετεί τις αισθητικές του απαιτήσεις, έτσι έπραξε. Και έτσι έπραττε ο Γιάννης Καλαϊτζής σε όλα του τα κόμικς. Εστηνε πανηγύρια με εικόνες και λέξεις που παρέπεμπαν σε διονυσιακά γλέντια. Εκεί που η λογική δίνει, συχνά, τη θέση της στο παραλήρημα, στην πνευματική και σωματική απελευθέρωση από κάθε σύμβαση. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν ήταν μελετημένα με αυστηρότητα και μεστά σενάρια. Το ένα δεν αποκλείει το άλλο. Αντιθέτως. Στα κόμικς του Γιάννη Καλαϊτζή το ένα συμβαδίζει με το άλλο. Το επιβεβαιώνουν η απολλώνια σοβαρότητα και η προσήλωσή του όταν δημιουργούσε σε συνδυασμό με το γκροτέσκο και καρναβαλικό στοιχείο που αποτύπωνε. Η κυκλοφορία της Τσιγγάνικης Ορχήστρας σε ενιαίο τόμο το 1984 (εκδόσεις Πολύτυπο, μέρη της είχαν δημοσιευτεί νωρίτερα στη «Βαβέλ») δεν ήταν κάτι αναμενόμενο για την κατάσταση των ελληνικών κόμικς. Σε μια εποχή που ο όρος graphic novel ήταν σχεδόν άγνωστος στην Ελλάδα και ίσως στον περισσότερο κόσμο, μια ασπρόμαυρη «περιπέτεια» αστικής επιβίωσης στην γκρίζα μεταπολιτευτική Αθήνα, ένα road movie ανάμεσα σε διαδηλώσεις, ΜΑΤατζήδες, παλαιοπωλεία, σκυλάδικα, ξενοδοχεία ημιδιαμονής, ρυζόγαλα, ταξιτζήδες και βοσκοπούλες, έτυχε απρόσμενα αλλά απολύτως δικαιολογημένα υμνητικής υποδοχής. Με γραμμή που έφερνε στον νου τις πολυπληθείς συνθέσεις των Munoz-Sampayo και με σενάριο βγαλμένο μέσα από τη ζούγκλα της Αθήνας, υπό το βλέμμα του Βελουχιώτη, τους στίχους του Σαββόπουλου και τα συνθήματα ενάντια στον ιμπεριαλισμό, η Τσιγγάνικη Ορχήστρα ήταν η καταγραφή μιας ατελέσφορης απόπειρας ενός ζευγαριού να κάνει σεξ όταν δίπλα σφάζονται κοτόπουλα και, ταυτόχρονα, το ψυχογράφημα μιας πόλης που αργοπέθαινε, πιστεύοντας πως έτσι συντηρεί το φολκλόρ για να έλκει τους τουρίστες. Το Μαύρο Είδωλο της Αφροδίτης (Εκδόσεις Ars Longa, 1990) και ο Τυφών (Εκδόσεις Κώμος, 1997) Το 1990, κάνει την εμφάνισή του το επόμενο έπος του Καλαϊτζή, το Μαύρο Είδωλο της Αφροδίτης (εκδόσεις Ars Longa). Το θέατρο της δράσης μεταφέρεται στη Σαντορίνη, διακόσια τόσα χρόνια μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης και πρωταγωνιστές είναι ο Αλέκος ο Τράκας, ένας «κάλπης» άρχοντας, κι ο Καράμπαμπας, δούλος κι αφέντης του εαυτού του σε μάταιη αναζήτηση του made in Greece άγιου δισκοπότηρου. Ο πρώτος σχεδιάζεται με πρότυπο τον, μεσουρανούντα τότε, ποδοσφαιριστή Τάσο Μητρόπουλο και ο δεύτερος είναι ένα υβρίδιο του Στέλιου Καζαντζίδη και του Καραγκιόζη. Και γύρω τους αμπέλια και σταφύλια που προσφέρουν την πρώτη ύλη για το «όργιο», παπάδες που αφορίζουν, πόρνες που κολάζουν, δελφίνια που αναδύονται στον αφρό και μια οσμή πανούκλας στην ατμόσφαιρα. Στο ίδιο κλίμα, «την ίδια μέρα, ή μάλλον την ίδια νύχτα σε διαφορετικό τόπο της Σαντορίνης» του 1707, κατά τον Καλαϊτζή, διαδραματίζεται ο Τυφών (εκδόσεις Κώμος, 1997). Οι ημίγυμνες Καλλονές καβάλα στους γαϊδάρους του εξωφύλλου προδιαθέτουν για το περιεχόμενο. Ενα νέο δίδυμο, ο Καπετάν Γκρέκο και ο Γκογκόσης, και δίπλα τους αδίστακτοι κυνηγοί αρχαιοτήτων επιδίδονται «σε μια πλειοδοσία κυνισμού και αρπαγής» με αντίπαλό τους «το φρικτότερο τέρας που γέννησε ποτέ η γη: τον Τυφώνα». Ο Τζελεπή-Γιαννάκης, η μάγισσα Τζατζαμίλια, ο καλόγερος Ταντέους Στάνισλας, ο Κολαούζος και πάνω απ’ όλους, ο γενίτσαρος Σουλεϊμάν Σαλίκ με το πρόσωπο του Περικλή Κοροβέση, αγαπημένου φίλου του Καλαϊτζή, μπλέκονται σε μια περιπέτεια χωρίς τέλος, την ώρα που σκάει το ηφαίστειο «εκεί που σμίγουν τα νερά με τους παλιούς κουρσάρους». Στο Μαύρο Είδωλο της Αφροδίτης, ο Αλέκος Τράκας κι ο Καράμπαμπας αψηφούν την πανούκλα Εκτός από τα μεγάλου μήκους κόμικς όμως, ο Γιάννης Καλαϊτζής φιλοτέχνησε και μια σειρά από μικρότερα, όχι λιγότερο σημαντικά. Το Πέλαγος της Μποτίλιας στο «9» της «Ελευθεροτυπίας», το Μαρξ και Σπένσερ στη «Γαλέρα», τα Συνειρμικά Ντεκουπάζ που λάτρευε ο Μάνος Χατζιδάκις στο «Τέταρτο», τα λογοκριμένα Χαμένα Δάση, τα Εκτακτα Περιστατικά, μικρά ή μονοσέλιδα στην «Αυγή», στο «Ντέφι», στο «Αντί», στο «Ενα», στο «Εψιλον». Και τη σειρά Μπον και Βιβέρ, για την οποία είμαστε τόσο περήφανοι, εδώ στο «Καρέ Καρέ». Επειδή είναι αβάσταχτο και αμήχανα άβολο να σκέφτεσαι ορθολογικά την «τελευταία φράση» που «πρέπει» να χρησιμοποιήσεις εν είδει κατακλείδας σε ένα τέτοιο αφιέρωμα, θα χρησιμοποιήσω την πιο αυθόρμητη σκέψη μου. Γιάννη, σε ευχαριστούμε για το έργο που μας πρόσφερες. Θα είναι για πάντα αξέχαστο. Οπως αξέχαστος θα μας μείνεις κι εσύ. Περισσότερα κόμικς του Γιάννη Καλαϊτζή θα βρείτε στην προσωπική του ιστοσελίδα: http://gianniskalaitzis.gr/index.php/comics Ο Γκογκόσης του Τυφώνα, μια φαινομενικά λούμπεν φιγούρα, είναι πιο θαρραλέος και ευθύς από τον εσμό που τον περιτριγυρίζει Επιτρέψτε μου και κάτι προσωπικό που άπτεται του δημοσίου, πέρα από τις ατέλειωτες προσωπικές στιγμές που θα κρατήσω για πάντα στη μνήμη μου με ατέλειωτη αγάπη προς τον άνθρωπο και δέος προς το έργο του. ▪ Οταν χτύπησε το τηλέφωνό μου, στις αρχές του 2005 και άκουσα τον Γιάννη να μου ζητά να συναντηθούμε γιατί σκέφτεται να δημιουργήσει ένα νέο περιοδικό, δεν μπορούσα καν να φανταστώ αυτά που θα ακολουθούσαν. Η «Γαλέρα» υπήρξε ένα μοναδικό κι ανεπανάληπτο, απολύτως ανεξάρτητο από κάθε διαπλοκή, συνεργατικό εγχείρημα. Μια σύμπραξη λόγου και εικόνας, κειμένων και κόμικς, ρεπορτάζ και γελοιογραφιών που άφησε εποχή. Γιάννη, σε ευχαριστώ που με έκανες μέλος αυτής της κωπηλατικής ομάδας προς τις Ακυβέρνητες Πολιτείες. Μπορεί να μη φτάσαμε μέχρι το τέλος αλλά, όπως πάντα, το ταξίδι ήταν συναρπαστικό. ▪ Τον Νοέμβριο του 2008, κανονίστηκε η ραδιοφωνική εκπομπή Γαλέρα στους Πέρα Κάμπους (καπετάνιος ο Γιάννης Καλαϊτζής και δίπλα του οι Νίκος Κουνενής, Μελίνα Χαριτάτου, Αλέκα Ζουμή, Νέστορας Πουλάκος και ο γράφων) στο «Κόκκινο» (σε έναν αγωνιστικό και αντιπολιτευόμενο τότε, απολύτως διαφορετικό από τον σημερινό κυβερνητικό ραδιοσταθμό). Η έναρξη ορίστηκε για τις 7 Δεκεμβρίου. Σε συνεργασία με τους αείμνηστους Γιώργο Ανανδρανιστάκη και Βαγγέλη Βέκιο, διευθυντικά στελέχη του σταθμού, συμφωνήθηκε οι πρώτες εκπομπές να είναι μαγνητοφωνημένες. Επειτα από ατέλειωτες, εξοντωτικές ηχογραφήσεις και δοκιμές όλα ήταν έτοιμα. Και ξαφνικά, λίγες ώρες πριν από την έναρξη, πέφτει νεκρός ο Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος και ξεκινούν τα εξεγερσιακά σύγχρονα Δεκεμβριανά. Ολες οι ηχογραφήσεις πήγαν στα σκουπίδια και η εκπομπή έγινε live. Δεν ξαναηχογραφήσαμε ποτέ. Πηγή
×
×
  • Δημιουργία νέου...

Σημαντικές πληροφορίες

Χρησιμοποιώντας αυτή τη σελίδα, αποδέχεστε τις Όρους χρήσης μας.