Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ματιόλι - Καζ συνεντεύξεις[Παπαδημητρίου Λένα, tovima.gr, 24/9/2000]


thebadpainter

Προτεινόμενες Καταχωρήσεις


  • Member ID:  5268
  • Group:  Members
  • Topic Count:  101
  • Content Count:  679
  • Reputation:   1596
  • Achievement Points:  679
  • Days Won:  2
  • With Us For:  5869 Days
  • Status:  Offline
  • Last Seen:  
  • Age:  53

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

 

Ματιόλι - Καζ

Δύο μετρ της χάρτινης τέχνης μιλούν στο «Αλλο Βήμα»

για τον βίο και την πολιτεία των κόμικς τους

 

ΛΕΝΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ | Κυριακή 24 Σεπτεμβρίου 2000

 

Αφιερώματα των δημιουργών αυτών στο Greek Comics Paradice

(erma jaguar) Massimo Mattioli: http://www.greekcomics.gr/forums/index.php?showtopic=11176

(zellen) Kaz: http://www.greekcomics.gr/forums/index.php?showtopic=619

 

Μάσιμο Ματιόλι

 

«Ο κόσμος είναι αυτό που βλέπουμε και αγγίζουμε. Δεν είναι όλα αυτά τα σπιριτουαλιστικά σκουπίδια που μας πουλάνε. Δεν πιστεύω σε γιγάντιους Γκοντζίλα από το πουθενά αλλά σε αυτό που είναι δίπλα μου». Κάπως έτσι επιχειρεί να με προϊδεάσει ο Μάσιμο Ματιόλι για τη ροή που επιθυμεί να έχει η συζήτησή μας, την ώρα όπου ο σερβιτόρος μάς φέρνει έναν καπουτσίνο (για εκείνον) και μια παγωμένη μπίρα (για εμένα), σερβίροντάς τα φυσικά... από την ανάποδη. «Ημουν σίγουρος ότι θα τα σέρβιραν λάθος» γελάει. Στα 57 του χρόνια ο πρωτοπόρος του ιταλικού εναλλακτικού κόμικ δείχνει να προτιμά τις γκριμάτσες από τις λέξεις. Μου περιγράφει (με μια αυτοσχέδια Μπάστερ Κίτον παντομίμα) ολόκληρα στριπ από τις ιστορίες κόμικς του. Αγωνίζεται να διανθίσει την κουβέντα μας με όλες τις κραυγές, τα αίματα, τις νεκραναστάσεις... όλο αυτό το «οπτικό μακελειό» (όπως αναφέρει χαρακτηριστικά το άλμπουμ-οδηγός που συνόδευσε το εφετινό Φεστιβάλ της «Βαβέλ»), που είναι εδώ και 27 χρόνια το σήμα κατατεθέν του. «Οχι πολύ ψυχαναλυτικές ερωτήσεις, σας παρακαλώ. Δεν τα αντέχω αυτά» επιμένει και εγώ αισθάνομαι προς στιγμήν σαν τον Squeak τον ποντικό, λίγο προτού συνθλιβεί κάτω από την υπερμεγέθη πατούσα ενός γάτου με παράξενες διαθέσεις. "­ Πότε ανακαλύψατε για πρώτη φορά ότι τα κόμικς είναι για εσάς ο καλύτερος τρόπος έκφρασης;

 

«Οι δικοί μου με έχουν πληροφορήσει ότι ήδη από τις πρώτες πρώτες τάξεις του Δημοτικού έφτιαχνα συνεχώς σκίτσα... βρίσκοντας σε μόνιμη βάση τον μπελά μου. Τις πιο πολλές φορές ο δάσκαλος αναγκαζόταν να με βγάλει άρον άρον έξω από την τάξη. Μια από τις πολλές φορές που συνέβη αυτό έγινε το μοιραίο. Η ώρα περνούσε και είχα αρχίσει να βαριέμαι. Φορούσα το κοντό παντελονάκι μου και το παπιγιόν μου. Ξάφνου αντίκρισα δίπλα μου έναν λευκό τοίχο. Πήρα δύο κραγιόνια που μου είχε χαρίσει ο πατέρας μου ­ ένα κόκκινο και ένα μπλε ­ και άρχισα να ζωγραφίζω. Τριάντα λεπτά αργότερα συνέχιζα πάνω στο μάρμαρο. Κάλυψα αρκετά μέτρα. Νομίζω ότι αυτό ήταν στην πραγματικότητα το πρώτο κόμικ στριπ και ταυτόχρονα το πρώτο γκραφίτι μου. Δεν θυμάμαι ποια ήταν ακριβώς η θεματολογία μου! Θυμάμαι όμως ότι λίγα λεπτά προτού χτυπήσει το κουδούνι εμφανίστηκε εν εξάλλω καταστάσει ο επιστάτης του σχολείου. Μόλις είδε τα δημιουργήματά μου στον τοίχο κόντεψε να πάθει εγκεφαλικό. Φώναξε αμέσως μια καθαρίστρια. Οταν χτύπησε το κουδούνι κάλεσε και άλλα παιδιά να βοηθήσουν την κατάσταση. Τους ζήτησε να πάρουν σφουγγάρια και νερό από την τουαλέτα και να πιάσουν δουλειά. Αν έβλεπε τον τοίχο ο διευθυντής του σχολείου, δεν θα τη γλίτωνα την αποβολή. Τελικά "έφαγα" μόνο μία μέρα».

 

­ Και πότε αυτός ο τρόπος έκφρασης έγινε και τρόπος ζωής;

 

«Οταν ήμουν 15 χρόνων αποφάσισα ότι είχε έρθει η στιγμή να πάρω την όλη υπόθεση στα σοβαρά. Στην αρχή έστελνα κάποιες γελοιογραφίες μου σε περιοδικά. Σιγά σιγά έδωσα και τα πρώτα στριπ μου και άρχισα να βγάζω το χαρτζιλίκι του μήνα. Στα 22 μου δημοσιεύτηκε στο "Vitti" ο Βερμέτο, το σκουληκάκι μου. Οταν τελείωσα το λύκειο, γνώριζα καλά μέσα μου ότι δεν ήθελα να πάω στο πανεπιστήμιο, είπα αντίο στην Ιταλία, πήγα στο Λονδίνο, μετά στο Παρίσι. Και τότε δεν ήταν ένα οποιοδήποτε καλοκαίρι. Ηταν το καυτό καλοκαίρι του '68».

 

­ Και πολιτογραφηθήκατε στη γενιά της αμφισβήτησης...

 

«Υπό μία έννοια ναι. Γενικά, και ίσως σας φανεί κάπως παράξενο αυτό, ποτέ δεν μπόρεσα να πω ότι κατάφερα να τοποθετήσω χρονικά τον εαυτό μου. Θα έλεγα ότι ο τρόπος με τον οποίο η συνείδηση, το ίδιο το σώμα μου, αντιλαμβάνεται τον χρόνο είναι λίγο ιδιάζουσα. Πιστεύω, και γελάστε όσο θέλετε, ότι είμαι άχρονος. Πάλι καλά που πέτυχα να προσδιορίσω την ταύτισή μου με κάποιους κορυφαίους όσο και παλαβούς τύπους των αρχών του αιώνα, τον Μαν Ρέι, τον Μαρσέλ Ντυσάν, όλους εκείνους που ζήτησαν να αναποδογυρίσουν τις συμβάσεις της τέχνης, εκείνους που έδιναν στους πίνακές τους τίτλους παντελώς άσχετους με το θέμα τους, σχεδόν ουρανοκατέβατους. Νομίζω ότι συμφωνώ απόλυτα με αυτό που είχε πει κάποτε ο Μαν Ρέι: "Ποτέ μου δεν δημιούργησα κάτι που να έχει την παραμικρή λογική". Ναι, αυτοί οι τύποι του παρελθόντος είχαν χιούμορ. Βέβαια είχαν την τύχη να ζήσουν σε μια περίοδο που έσφυζε από εξτρεμιστική ενέργεια, σε μια εποχή όπου οι καλλιτέχνες δήλωναν αποφασισμένοι να σπάσουν τα δεσμά. Οι ίδιες οι ζωές τους ήταν όπως τα έργα τους: υπερρεαλιστικές. Είχαν το προνόμιο να είναι οι πρώτοι που ήρθαν αντιμέτωποι με την πρόκληση».

 

­ Η δική σας ζωή είναι το ίδιο υπερρεαλιστική με τα σκίτσα σας;

 

«Δεν γνωρίζω αν ισχύει κάτι τέτοιο. Τώρα που το λέτε ίσως, αν σκεφτεί κανείς ότι δεν έχω κινητό, παιδιά, σκύλο, αυτοκίνητο (με αυτή τη σειρά!). Για τον τρόπο που διάγω τον βίο μου θα τολμούσα μονάχα να πω ότι δεν αγαπώ την τάξη. Από την άλλη δεν μπορώ να υποφέρω και την αταξία. Εχω κουραστεί να κοιτάζω γύρω μου και να βλέπω ένα χάος εν πλήρει τάξει!».

 

­ Ποια θα λέγατε ότι είναι σήμερα για εσάς η μεγάλη πρόκληση;

 

«Σας διαβεβαιώνω ότι η ίδια η ζωή μου είναι επαρκής πρόκληση. Η ζωή, όχι η επιβίωση. Δεν πιστεύω στην επιβίωση. Εγώ ζω γιατί έχω το δικό μου κίνητρο να ζω, να κάνω ό,τι καλύτερο για τις μέρες και τις νύχτες μου σε αυτόν τον κόσμο. Και φυσικά δεν αναφέρομαι μόνο στην ιδιότητά μου (σ.σ.: με πομπώδες, περιπαιχτικό ύφος) ως μεγάλου καλλιτέχνη».

 

­ Πώς γίνονται, αλήθεια, καλύτερες οι μέρες και οι νύχτες σας σε αυτόν τον κόσμο;

 

«Διά του αιφνιδιασμού! Πάρτε για παράδειγμα τη δουλειά μου. Ακόμη και σήμερα που είμαι 57 χρόνων δεν έχω πάψει να μένω εμβρόντητος μπροστά στα αναρίθμητα κουνέλια που ξεφυτρώνουν μέσα από το καπέλο μου. Τίποτε δεν με συγκινεί περισσότερο από το να μην ξέρω τι παραμονεύει μέσα σε αυτό το θεόρατο καπέλο. Ο,τι θες μπορείς να δεις να βγαίνει από εκεί μέσα. Ετσι, δεν βαριέμαι ποτέ αυτό που κάνω. Και είναι μαγικό να αιφνιδιάζεσαι. Τώρα μου έρχεται στο μυαλό ο πρώτος νόμος της κλασικής μηχανικής. Αυτός που λέει ότι "αν σε ένα σώμα δεν ασκούνται εξωτερικές δυνάμεις αυτό παραμένει σε κατάσταση ηρεμίας· και στην περίπτωση που βρίσκεται σε κίνηση συνεχίζει να κινείται σε ευθεία γραμμή με σταθερή ταχύτητα". Μπορούμε κάλλιστα να δούμε την εφαρμογή του νόμου αυτού στην ίδια τη ζωή μας. Λατρεύω αυτές τις "εξωτερικές δυνάμεις" που προκαλούν το αιφνίδιο. Δεν θέλω να είμαι συνέχεια πάνω σε ένα τρένο που δεν αλλάζει κατεύθυνση».

 

­ Υπάρχει κάποια έμπνευσή σας που να πήρε σάρκα και οστά έπειτα από μια τέτοια αιφνίδια αλλαγή κατεύθυνσης;

 

«Αυτό ακριβώς μου συνέβη με τον Squeak. Ετσι χωρίς να το καλοσκεφτώ άρχισα μια μέρα ­ έτσι, για πλάκα ­ να σχεδιάζω μια γάτα να καταδιώκει ένα ποντίκι. Δούλευα πάνω στο κλασικό Τομ & Τζέρι μοτίβο. Και εκεί στο τέλος του πρώτου επεισοδίου σκαρφίστηκα το τραγικό τέλος του ποντικού. Η σκηνοθεσία άλλαξε εκεί που δεν το περίμενα, οι ισορροπίες διαταράχτηκαν με έναν υπέροχο τρόπο. Ενιωθα σαν να μου είχε μεταφυτευτεί η ιδέα από κάποιο άλλο σύμπαν. Δεν άφησα να γίνουν τα πράγματα όπως στα παραδοσιακά κόμικς όπου οι ήρωες στραπατσάρονται και μετά δείχνουν σαν να μην τρέχει τίποτε. Εβαλα τον εξ ορισμού κεντρικό ήρωα του κόμικ, τον καλό τύπο της ιστορίας, να πεθαίνει με τον πιο σκληρό, τον πιο... ιμπεριαλιστικό τρόπο. Ο γάτος τρώει το ποντίκι και ο τόπος γεμίζει αίματα. Και εκεί που νομίζω ότι πάει, αυτό το κόμικ τελείωσε, έρχεται μια μέρα ένας φίλος και μου λέει: "Μα καλά, γιατί δεν βρίσκεις έναν τρόπο να το συνεχίσεις;". Σκέφτηκα "γιατί όχι;". Ετσι λοιπόν στο δεύτερο επεισόδιο βλέπουμε το ποντίκι, που κανονικά θα έπρεπε να βρίσκεται στον πάτο του στομαχιού τού γάτου, να πρωταγωνιστεί ξανά στην ιστορία. Εχουμε δηλαδή να κάνουμε με ένα ποντίκι-ζόμπι που έχει έρθει να πάρει την εκδίκησή του».

 

­ Πώς γίνεται να δημιουργείτε κόμικς που παραπέμπουν εξίσου στον Τεξ Εϊβερι και στις ταινίες σπλάτερ;

 

«Είναι λίγο μυστήρια αυτή η ιστορία με τον Τεξ Εϊβερι. Εχω όμως βάσιμες υποψίες ότι βομβαρδίστηκα με Μπαγκς Μπάνι και Ντάφι Ντακ σε πολύ τρυφερή ηλικία. Τόσο τρυφερή που ούτε πήρα χαμπάρι πώς κατασκήνωσαν όλοι αυτοί στο υποσυνείδητό μου. Ολα αυτά βγήκαν στην επιφάνεια πολύ αργότερα, όταν κάποιοι ήρθαν και μου είπαν: "Το ξέρεις ότι αυτά που φτιάχνεις θυμίζουν πολύ Εϊβερι;". Ετσι χρειάστηκε να τον ανακαλύψω εκ νέου, αγόρασα κασέτες με καρτούν του και στρώθηκα στον καναπέ. Τρελαίνομαι με τα 40s, τον Μπάστερ Κίτον, τον Χάρολντ Λόιντ κ.ο.κ., τότε που το χιούμορ ήταν μόνο δράση χωρίς πολυλογίες. Οσο για τις ταινίες σπλάτερ, από μικρός πετούσα τη σκούφια μου για αυτές. Οπως και για ταινίες με ζόμπι, γενικά για όλα τα είδη της Β κινηματογραφικής παραγωγής. Είναι ένα αλλόκοτο παιχνίδι το να φοβάσαι (σ.σ.: αρχίζει να κάνει διάφορες γκροτέσκες γκριμάτσες). Δεν θεωρώ ότι οι ταινίες σπλάτερ θίγουν, όπως λένε πολλοί, την "αξιοπρέπειά" μας. Απλώς μας εκθέτουν σε ένα πιο δραματικό, πιο διογκωμένο χιούμορ».

 

­ Ποιος είναι ο μεγαλύτερος εχθρός της δημιουργικότητας;

 

«Η υπερτίμηση της σπουδαιότητάς μας. Αυτό το πολυκέφαλο τέρας που μας κάνει να παίρνουμε τον εαυτό μας πολύ στα σοβαρά. Είναι αυτός ο ίδιος και απαράλλαχτος μηχανισμός που συναντούμε στον χώρο των κόμικς, στην τηλεόραση, στον κινηματογράφο, στη μόδα ­ ειδικά στην τελευταία λαμβάνουν χώρα αγριότητες. Αγωνίζομαι να μην πάψω να πιστεύω στη δημιουργικότητα. Και δεν αναφέρομαι στη δημιουργικότητα των "καλλιτεχνών", αλλά σε εκείνη που ενυπάρχει στον καθένα μας. Οι περισσότεροι αρνούνται ότι είναι δημιουργικά όντα. Ετσι επαναπαύονται και "εξουσιοδοτούν" τους επαγγελματίες».

 

­ Εσείς πώς καταφέρνετε να μην παίρνετε τον εαυτό σας στα σοβαρά;

 

«Απλούστατα: παραμένω ignorant, ανίδεος. Φροντίζω να διατηρώ κάποιο τμήμα του μυαλού μου εντελώς άδειο. Αυτό το παλιρροϊκό κύμα πληροφοριών που μας κατακλύζει νυχθημερόν μάς δίνει το άλλοθι να νιώσουμε πιο σημαντικοί από ό,τι είμαστε... Βλέπω όμως ότι και οι ερωτήσεις σας και οι απαντήσεις μου ολισθαίνουν προς ψυχαναλυτικά τοπία και αυτό δεν μου αρέσει καθόλου! (σ.σ.: συνοφρυώνεται, δήθεν εκνευρισμένος...) Σαν πολύ δεν σοβαρέψαμε;».

 

­ Ας προχωρήσουμε τότε σε μια πιο ανάλαφρη ερώτηση. Ποιο είναι το πιο παράλογο σχόλιο που έχετε ακούσει ποτέ για τα στριπ σας;

 

«Πριν από μερικά χρόνια ένας μπαμπάς με πήγε στα δικαστήρια για τον Pinky, τον κούνελο που είχα επινοήσει για παιδιά. Διάβασε, κατά τη γνώμη του, κάτι εξαιρετικά απρεπές σε μία από τις εκατοντάδες ιστορίες του ροζ ήρωα. Στη συγκεκριμένη ιστορία ο Pinky ο δαιμόνιος φωτορεπόρτερ δουλεύει νυχτερινή βάρδια ψάχνοντας στους δρόμους το καυτό ρεπορτάζ που θα δώσει για το φύλλο της επόμενης ημέρας. Κάποια στιγμή ακούει από μακριά δύο φωνές. Η μία, η πιο δυνατή, είναι γυναικεία: "Αφησέ με ήσυχη. Κάτω τα χέρια σου". Η άλλη κουτοπόνηρη, ανδρική: "Ελα τώρα, δώσε μου ένα φιλάκι". Τρέχει να δει τι γίνεται, αρπάζει τη φωτογραφική μηχανή του και αντικρίζει μια χοντρή κυρία-κοτόπουλο (αυτή είναι που ωρύεται) και έναν ανθρωπόμορφο αρουραίο, έναν πολύ κακό τύπο τέλος πάντων, στο πεζοδρόμιο. Η κυρία-κοτόπουλο δίνει μπουνιές στον εν λόγω αρουραίο. Τελικά το κοτόπουλο γυρνάει στον Pinky και του λέει: "Κάθε μέρα η ίδια ιστορία. Πρέπει να διώχνω έναν pappagallo" (σε ελεύθερη απόδοση το "καμάκι" σε ιταλικό έδαφος). Ο κύριος λοιπόν που υπέβαλε τη μήνυση θεώρησε ότι αυτή η κυρία ήταν πόρνη! Σε ένα άλλο πάλι στριπ μου με είχαν κατηγορήσει ότι επινοώ ακατάλληλες δι' ανηλίκους ήρωες μόνο και μόνο επειδή σχεδίασα έναν τύπου Τζέρι Λούις πάπιο που επιχειρεί να βάλει εκρηκτικά σε μια τράπεζα. Είναι λυπηρό αλλά εμείς οι σχεδιαστές κόμικς περιστοιχιζόμαστε διαρκώς από καχύποπτους ανθρώπους. Ποτέ βέβαια δεν θα ξεχάσω την περιπέτεια που είχε η γαλλική έκδοση του Squeak, του ποντικού, όταν έφτασε με όλα τα μπαγκάζια της στο τελωνείο της Νέας Υόρκης. Θυμάμαι πώς πήγαν και τη "μύριζαν". "Μμμ... " έλεγαν "αυτό είναι σαν Μίκι Μάους αλλά, για μια στιγμή, αυτό είναι γεμάτο αίμα και πορνογραφία". Ηταν ένα αληθινό πολιτισμικό σοκ για εκείνους γιατί ήταν ένα ζωάκι που έμοιαζε με έναν διάσημο ήρωα της αμερικανής ποπ κουλτούρας αλλά... κάτι δεν πήγαινε καλά. Δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι ακριβώς γινόταν. Η δίκη που έγινε τελικά για αυτό το θέμα ήταν μεγάλη νίκη για μένα. Ολη η ιντελιγκέντσια της Νέας Υόρκης ήταν εκεί· όλοι ήρθαν να με υπερασπιστούν».

 

­ Τι είναι εκείνο που έπειτα από 27 ολόκληρα χρόνια παρουσίας στα κόμικς θεωρείτε ότι καθορίζει τελικά τον τρόπο που δημιουργείτε;

 

«Η συνείδησή μου και το σώμα μου. Σίγουρα όχι το μυαλό μου. Αν αφήσεις τα εγκεφαλικά σου κύτταρα να εμπλακούν στο τελετουργικό της δημιουργίας, το έχεις χάσει το παιχνίδι»."

 

 

================================================================================

==

 

Kaz

 

Ο λιθουανικής καταγωγής (Kaz)imieras Prapuolenis, γέννημα θρέμμα του... Νιου Τζέρσι, πρόλαβε να αντιληφθεί εγκαίρως ότι το χιούμορ του είναι ένα μεταμοντέρνο πολυπολιτισμικό χάος και ας τον σάπιζε στο ξύλο ο πατέρας του. Χα, χα, σαν να βουτάς το ένα πόδι σου στα υφάλμυρα νερά της Βαλτικής και το άλλο

 

στο μητροπολιτικό έλος του ποταμού Χάντσον. Αυτό το χάος μετέφερε σχεδόν αυτούσιο στα κόμικς του, στελεχώνοντάς τα με διάφορα ζοφερά αποκυήματα της φαντασίας του: κυρίες που αντί για σκύλους βγάζουν στον δρόμο βόλτα σκελετούς, παιδάκια - αντεροβγάλτες, γιατρούς - αποκεφαλιστές, αποβράσματα της κοινωνίας με κινητά τηλέφωνα, περιφερόμενες γουρουνοκεφαλές. Για δεύτερη φορά ο ­ συντετμημένος ­ Kaz προσεκλήθη στο ετήσιο Διεθνές Φεστιβάλ Κόμικς της «Βαβέλ» που εξέπνευσε προ ημερών. Και μίλησε για τις κινητήριες δυνάμεις ενός εντελώς underground, κυνικού και αυστηρώς προσωπικού κόμικ.

 

 

Πώς αντέδρασαν οι εκ Λιθουανίας γονείς σας στην πλήρη αφομοίωσή σας από την αμερικανική ποπ κουλτούρα;

 

«Δεν νομίζω ότι είχαν την παραμικρή ιδέα για το τι εστί αμερικανική ποπ κουλτούρα ή πώς λειτουργεί. Μετανάστες ήταν, δούλευαν και οι δύο εργάτες σε εργοστάσιο, ζούσαμε σε μια τρισάθλια πολυκατοικία στο Χομπόκεν του Νιου Τζέρσι, πάλι καλά δηλαδή που ο Σταυρός Σωτηρίας πουλούσε και μεταχειρισμένα παιχνίδια. Για να σας δώσω να καταλάβετε τι εννοώ, οι γονείς μου δεν μπορούσαν να διανοηθούν ότι μπορεί κάποιος να βγάλει το ψωμί του γράφοντας ή αραδιάζοντας σκίτσα με λόγια. Ηταν πέρα από τη λογική τους. Από τη δική μου πλευρά δεν μπόρεσα ποτέ να αποποιηθώ την καταγωγή μου. Οσο και αν τινέιτζερ στο σχολείο πατούσα κάτω το πόδι και φώναζα "πάρτε το απόφαση, εγώ είμαι Αμερικανός", η γλυκόπικρη, ανατολικοευρωπαϊκή κουλτούρα ελλόχευε μέσα μου. Και όσο και αν γαλουχήθηκα με Μπαγκς Μπάνι, αμερικανικά καρτούν και κόμικς, εκείνο το ζοφερό στοιχείο που υφέρπη στον πολιτισμό της Ανατολικής Ευρώπης ενυπήρχε στη σκέψη, στο χιούμορ μου χωρίς καλά καλά να το γνωρίζω. Ημουν και είμαι ένα πολυπολιτιστικό μείγμα. Και δεν το συνειδητοποίησα αυτό παρά πολλά χρόνια αργότερα».

 

­ Από αυτά που λέτε η μετάβασή σας στον κόσμο των κόμικς δεν πρέπει να ήταν ιδιαίτερα επώδυνη...

 

«Οχι, γιατί ήξερα από πολύ νωρίς τι ήθελα να κάνω στη ζωή μου. Νομίζω μάλιστα ότι τα σκληρά παιδικά μου χρόνια κατά έναν παράδοξο τρόπο συνετέλεσαν σε αυτό. Βλέπετε, οι γονείς μου ήταν της παλιάς σχολής και κάθε φορά που πήγαινα να καταργήσω κάποιον άγραφο δικό τους νόμο με σάπιζαν στο ξύλο! Ετσι ξεκαθάρισα τα πράγματα από νωρίς μέσα στο μυαλό μου, ακολούθησα τον δρόμο μου χωρίς λοξοδρομήσεις. Για να είμαι ειλικρινής, το μόνο εμπόδιο που βρήκα εμπρός μου ήταν η επαγγελματική καταξίωση, το να κάνω "όνομα" στην αυλή των κομιξάδων. Μου πήρε πολύ χρόνο. Αλλά αυτό ήταν το τίμημα που αναγκάστηκα να πληρώσω, έχοντας επιλέξει ένα εντελώς προσωπικό, άγριο, underground κόμικ».

 

­ Με ποια κόμικς γαλουχήθηκε αυτό το άγριο προσωπικό στυλ;

 

«Πιτσιρίκος διάβαζα ό,τι έπεφτε στα χέρια μου. Τους κλασικούς σουπερήρωες ­ Σούπερμαν, Σπάιντερμαν ­, ξέρετε τώρα, όλα αυτά τα σκουπίδια. Εκανα πολλές απόπειρες να τους αντιγράψω αλλά στάθηκε αδύνατον! Απλούστατα εγώ δεν ζωγραφίζω με αυτή τη λογική. Και αίφνης μια ωραία πρωία σκόνταψα στα underground κόμικς. Μπήκα σε ένα μαγαζί και είδα για πρώτη φορά σκίτσα του Ρόμπερτ Κραμ και τεύχη του "Zap". Οποία αποκάλυψη για μένα! Από τη μια πλευρά μού φαίνονταν τελείως ερασιτεχνικά, από την άλλη οι ιδέες και η αφήγηση ήταν τόσο αποστομωτικά προσωπικές και ταυτόχρονα τόσο ριζοσπαστικές. Βρήκα αμέσως ένα σημείο επαφής γιατί αυτό ήταν πάντα το στυλ του χιούμορ μου ­ θα μπορούσατε να το πείτε ολίγον τι "σαδιστικό". Ανέκαθεν έβρισκα ξεκαρδιστικά τα πλέον αποκρουστικά πράγματα. Και όταν λέω αποκρουστικά, εννοώ τα σκληρά, τα βίαια, τα σόκινγκ, τα επαναστατικά, οτιδήποτε πηγαίνει κόντρα».

 

­ Γιατί χρησιμοποιείτε τόση βία στα κόμικς σας τη στιγμή που η πραγματικότητα είναι γεμάτη βία από μόνη της; Μήπως πρόκειται για ένα είδος... ομοιοπαθητικής;

 

«Ακριβώς! Ο λόγος που τη χρησιμοποιώ κατά κόρον στη δουλειά μου είναι γιατί για μένα είναι ένα είδος εξαγνισμού, ο ασφαλέστερος τρόπος να αντιμετωπίσω τη φρίκη του κόσμου. Κάποια στιγμή ένιωσα ότι, αν βάλω τα δυνατά μου και παίξω μαζί της, θα αποκτήσω τον πλήρη έλεγχό της. Ομολογώ βέβαια ότι σπάνια αντικρίζω την αληθινή βία. Τα πιο πολλά ερεθίσματά μου τα αντλώ από τα μέσα ενημέρωσης».

 

­ Δεν σας ενοχλεί ποτέ το γεγονός ότι έχετε ταυτιστεί με το κόμικ... φρίκης;

 

«Αυτή είναι η μεγαλύτερη παρανόηση γύρω από τη δουλειά μου. Ο κόσμος σε συνδέει αενάως με κάτι που "τρυπώνει" στο μυαλό σου το πολύ για έναν χρόνο, δημιουργώντας την εξωφρενική εντύπωση ότι αυτό είσαι και τίποτε άλλο. Οταν, π.χ., ξεκίνησα το χιουμοριστικό στριπ μου "Underworld", διοχέτευσα σε αυτό όλες τις σκοτεινές εμμονές μου, όλη τη φρίκη και την "ω τι πλάκα που αυτού του κόψανε το κεφάλι" βία και πολλοί νόμισαν ότι αυτό που είχα να πω ως καλλιτέχνης σταματούσε εκεί. Πολύ αδυνατούν να το πιστέψουν αλλά κάνω και παιδικά κόμικς για το περιοδικό "Nickelodeon". Μου αρέσει πολύ αυτή η αλλαγή γιατί έτσι έχω πρόσβαση σε ένα πολύ διαφορετικό τμήμα του εγκεφάλου μου. Μπορώ να γίνω αθώα αστείος. Στην αρχή ψιλοντρεπόμουν για αυτά τα παιδιάστικα αποκυήματα της φαντασίας μου. Ηταν μια πιο αγαθιάρικη πλευρά της προσωπικότητάς μου και φοβόμουν λίγο να την εκθέσω. Αρεσε όμως στον κόσμο, με πλησίαζαν κάθε τόσο και μου έλεγαν "αχ, τι ωραίο που είναι αυτό! " και έτσι δεν θέλησα να τα παρατήσω».

 

­ Σας δίδαξε κάτι η μαθητεία σας αυτή δίπλα στο παιδικό χιούμορ;

 

«Εκείνο που συνειδητοποίησα αμέσως είναι ότι κάποια πράγματα που τα ίδια τα παιδιά είναι σε θέση να χειριστούν δημιουργούν πλήρη σύγχυση στους γονείς τους. Και αυτό είναι ανησυχητικό, δεδομένου ότι το περιοδικό κόμικς δεν το αγοράζουν τα ίδια τα παιδιά αλλά οι γονείς για τα παιδιά τους. Θα σας πω μόνο τούτο: Σε κάποιες από τις παιδικές ιστορίες μου φροντίζω να αφήνω μερικά τετραγωνάκια κενά, έτσι ώστε οι μπόμπιρες να νιώσουν ελεύθερα να αυτοσχεδιάσουν. Μερικές φορές μάλιστα διοργανώνονται και διαγωνισμοί ­ μας στέλνουν στο περιοδικό τα δικά τους δημιουργήματα. Και αυτά που σχεδιάζουν σας διαβεβαιώνω ότι είναι πολύ πιο βίαια και πολύ πιο βάρβαρα στη σύλληψή τους από οτιδήποτε θα μπορούσε να περάσει από το δικό μου μυαλό. Τα έδειχνα στους υπεύθυνους του περιοδικού και τους έλεγα: "Τα βλέπετε; Βλέπετε τι φτιάχνουν τα παιδάκια;". Και εκείνοι πήραν το σοβαροφανές ύφος τους: "Ναι, εμείς δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να ενθαρρύνουμε αυτές τις τάσεις τους"».

 

­ Ποια εξήγηση δίνετε εσείς σε αυτή τη βορβορώδη παιδική φαντασία;

 

«Και στα παιδιά ισχύει αυτό που σας έλεγα πρωτύτερα. Χρησιμοποιούν και αυτά την καρικατουρίστικη βία σαν αντίδοτο στον κόσμο που τα περιβάλλει, σαν έναν τρόπο να ελέγξουν τα συναισθήματά τους. Για να καταλάβετε τι εννοώ θα σας δώσω το αρκετά εύγλωττο παράδειγμα της κοπέλας μου, η οποία έχει αναλάβει τη στήλη της βιβλιοκριτικής σε ένα περιοδικό... τρόμου. Γενικά τρελαίνεται για νουβέλες τρόμου, για ταινίες φρίκης κτλ. Και εμένα μου αρέσουν αυτά αλλά όχι σε τέτοιο βαθμό, φθάνει κάποια στιγμή που τα βαριέμαι. Το παράδοξο όμως είναι ότι όταν η φίλη μου κάθεται τελικά να δει ένα θρίλερ, βάζει τα χέρια της μπροστά από τα μάτια της και φωνάζει: "Οχ, δεν αντέχω να το δω αυτό με τίποτα...". Γυρίζω λοιπόν και εγώ ο φτωχός και τη ρωτάω: "Τι εννοείς δεν αντέχεις να το δεις; Εσύ τα λατρεύεις αυτά!". Και η απάντηση που μου δίνει είναι: "Αυτό που λατρεύω είναι να τρομάζω με αυτά γιατί είναι όλα φαντασία. Θέλω να αγγίξω αυτό το κομμάτι του εαυτού μου που φοβάται. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι θέλω να μου συμβούν αυτά στην πραγματική μου ζωή". Η ίδια είναι και μάγισσα(!), έτσι μιλάμε συχνά για αυτά, για το πόσο αναγκαίο είναι να πλησιάσεις τη σκοτεινή σου πλευρά. Αν κατορθώσεις και την υποτάξεις, αν "παίξεις" μαζί της σαν να είναι κουδουνίστρα, δεν υπάρχει κανένας απολύτως λόγος να την αφήσεις να εισβάλει στην πραγματικότητά σου, να γίνεις αληθινά "κακός". Φτάνει να αναγνωρίζεις την ύπαρξή της, να δεχτείς ότι είναι εκεί και μπορεί να σε πληγώσει».

 

­ Μπορείτε να μου πείτε τις βασικές αρχές που διέπουν το σύμπαν των κόμικς σας;

 

«Μμμ... σε αυτό είναι κάπως δύσκολο να απαντήσω. Διότι τις περισσότερες φορές, όταν κάθομαι να σχεδιάσω, είναι σαν να ξεκινώ τα πάντα από την αρχή. Και ενώ, π.χ., είχα επιβάλει στους ήρωές μου να πεθαίνουν με όλη τη σημασία της έννοιας, τέζα, finito, βρίσκομαι να καταργώ τον κανόνα εγώ ο ίδιος. Το ερώτημά σας μου θύμισε κάποιον που επέμενε κάποτε να μάθει αν θα ήθελα ποτέ να ζω στον κόσμο που σκιτσάρω και αναγκάστηκα να απαντήσω: "Τις περισσότερες φορές όχι!". Αφομοιώνομαι από το σύμπαν το οποίο δημιουργώ, αλλά ταυτόχρονα είμαι και ο κυρίαρχος αυτού του σύμπαντος, δεν πρόκειται να του επιτρέψω να με βλάψει».

 

­ Εχετε νιώσει ποτέ ένας χαρακτήρας που σχεδιάσατε να ανοίγει το χάρτινο στόμα του και να σας... αποστομώνει με μια αλήθεια;

 

«Πολλές φορές. Βέβαια δεν το ανακαλύπτω παρά κάμποσα χρόνια αργότερα. Εχω μάλιστα παρατηρήσει ότι αυτό συνήθως συμβαίνει με τις μεγαλύτερες ιστορίες μου. Στα πιο σύντομα στριπ μου αντιδρώ πιο άμεσα, η ιδέα είναι "γρήγορη", "στρώνομαι" στο γραφείο μου και σε μία μέρα είναι έτοιμα. Οταν πάλι δουλεύω πάνω σε κάτι, ας πούμε, για ένα-δύο χρόνια και δεν ξέρω πού θα με οδηγήσει, όταν δηλαδή το τέλος της ιστορίας είναι καθ' όλα ανοιχτό, συνειδητοποιώ ότι πάντα προδίδει κάτι για μένα τον ίδιο, είναι ένα είδος λανθάνουσας προφητείας, σαν να προβλέπω ερήμην μου το μέλλον μου. Και συνήθως ανασύρεται στην επιφάνεια κάτι που κατοικοεδρεύει ήδη μέσα μου. Και αυτό με αιφνιδιάζει, με τρομάζει σχεδόν».

 

­ Κάποιο συγκεκριμένο δείγμα αυτής της προφητικής ικανότητας;

 

«Θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι μου έχει συμβεί με τη μεγαλύτερη σε έκταση ιστορία που έχω κάνει ποτέ, τη "Sidetrack City" (είχε εκδοθεί με τον τίτλο "Sidetrack City and other stories"). Υπάρχει, που λέτε, ένας ήρωας που χάνει με πολύ τραγικό τρόπο έναν πολύ στενό του φίλο. Για την ακρίβεια, τον παρασύρει ένας μικρής εμβέλειας ανεμοστρόβιλος. Ο ήρωας όμως το παρακάμπτει, αποφασίζει να μη δώσει δεκάρα τι απέγινε ο φίλος του και να ασχοληθεί με τη δική του ζωούλα. Στη συνέχεια όμως όλα αυτά τα συναισθήματα που θέλησε να παρακάμψει επιστρέφουν εντελώς απροειδοποίητα. Αρχίζει να νιώθει ένοχος που δεν ένιωσε άσχημα τότε που έπρεπε. Κάτι παρόμοιο μου συνέβη δύο χρόνια αργότερα, όταν τα "χάλασα" με μια κοπέλα. Θέλησα να παραστήσω στον εαυτό μου ότι δεν "τρέχει" τίποτε και ξαφνικά λέω στον εαυτό μου: "Μα τι στο καλό κάνεις, ρε φίλε;". Ενα κομμάτι μέσα στο κεφάλι μου άρχισε να διηγείται κάτι που το υπόλοιπο κεφάλι μου αρνιόταν πεισματικά να παραδεχτεί. Ηταν φρικτό! Με ικανοποίησε όμως το γεγονός ότι είχα καταφέρει να το αποτυπώσω κάποτε με τέτοια σατανική ακρίβεια στο χαρτί!».

 

­ Ποιον θεωρείτε μεγαλύτερο εχθρό της δημιουργικότητας;

 

«Θα έλεγα την "κριτική", αλλά για να είμαι ειλικρινής δεν είμαι απολύτως σίγουρος για αυτό. Μάλλον τη "λογοκρισία". Βλέπεις τα πλοκάμια της παντού. Βλέπεις παιδιά να παύουν να είναι δημιουργικά γιατί έρχεται κάποιος επιτήδειος να τους πει "όχι, εσύ δεν μπορείς να το κάνεις αυτό, πρέπει να είσαι ειδήμων για να το κάνεις". Και η αυτολογοκρισία είναι επικίνδυνη και έχω πέσει και εγώ θύμα της στο παρελθόν. Τώρα τη βλέπω περισσότερο σαν ένα "φιλτράρισμα" ­ προσαρμόζεσαι εκ των πραγμάτων στο κοινό στο οποίο απευθύνεσαι. Οταν, π.χ., σχεδιάζω το εβδομαδιαίο στριπ μου, είμαι ανεξέλεγκτος. Προβλήματα αντιμετώπισα από τότε που άρχισα να δημοσιεύω σκίτσα σε μια άκρως συντηρητική εφημερίδα της Αριζόνας. Ο εκδότης της λατρεύει τη δουλειά μου, αλλά αναγκαστικά απορρίπτει κάμποσα έργα μου για... ευνόητους λόγους. Πρόσφατα φαίνεται ότι προσέβαλα τα χρηστά ήθη της τοπικής κοινωνίας γιατί μια χριστιανική ομάδα οργάνωσε ολόκληρη εκστρατεία εναντίον μου. Ο εκδότης μου ενθουσιάστηκε με τον θόρυβο! Μου έδωσε μάλιστα τις επιστολές που του έστειλαν σε κατάσταση παροξυσμού κάτι γηραιές κυρίες. Ανέφεραν σοκαρισμένες ότι είχα τολμήσει να δημοσιεύσω τη λέξη "αυνανίζεται". Παρεμπιπτόντως τα σκίτσα που εκστόμιζαν την "κακή" αυτή λέξη ήταν δύο παντελώς άκακα αρκουδάκια. Σπάσαμε πλάκα με την όλη υπόθεση. Γνωρίζω βέβαια ότι, αν απολυθεί για κάτι τέτοιο ο εκδότης μου, θα απολυθώ και εγώ μαζί του. Και αυτό δεν το θέλουμε, έτσι δεν είναι;»."

 

http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&amp...26283&ct=34

Επεξεργασία από thebadpainter
Σύνδεσμος για σχολιασμό
Μοιραστείτε με άλλους ιστότοπους

  • Valtasar changed the title to Ματιόλι - Καζ συνεντεύξεις[Παπαδημητρίου Λένα, tovima.gr, 24/9/2000]

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Επισκέπτης
Απάντηση σε αυτό το θέμα ...

×   Έχετε επικολλήσει περιεχόμενο με μορφοποίηση.   Κατάργηση μορφοποίησης

  Επιτρέπονται μόνο 75 emoticons maximum.

×   Ο σύνδεσμός σας έχει ενσωματωθεί αυτόματα.   Εμφάνιση ως σύνδεσμος

×   Το προηγούμενο περιεχόμενό σας έχει αποκατασταθεί.   Διαγραφή εκδότη

×   Δεν μπορείτε να επικολλήσετε εικόνες απευθείας. Ανεβάστε ή εισάγετε εικόνες από URL

×
×
  • Δημιουργία νέου...

Σημαντικές πληροφορίες

Χρησιμοποιώντας αυτή τη σελίδα, αποδέχεστε τις Όρους χρήσης μας.