μπίζνα. wiktionary
Ετυμολογία
μπίζνα < μπίζνες < αγγλική business
Ουσιαστικό
μπίζνα θηλυκό μόνο στον ενικό
1. (οικείο) (λαϊκότροπο) δουλειά, εργασία
Eκανε μπίζνα την... αμαρτία (Εφημερίδα Το Έθνος, 10/2/2013)
2. (οικείο) (λαϊκότροπο) κομπίνα, εξαπάτηση
Τελική καταδίκη για μπίζνα με διορισμούς (Εφημερίδα Ελευθεροτυπία, 22/2/2013)
===
Dave Pollot. Νεοϋορκέζος γεννηθείς το 1979. Ζωγράφος. Βρίσκει πίνακες στα παλαιοπωλεία, τους τσιμπάει, κοτσάρει pop icons πάνω τους και βγάζει το ψωμάκι του, το αστακουδάκι του και το χαβιαράκι του. Τα λόγια είναι φτώχεια και οι εικόνες λένε 1000 λέξεις έκαστη.
Official site (έχει και eshop για να αγοράσετε είτε ολόκληρο πίνακα, είτε μικρό πριντάκι)
insta
fb
αρθράκι στο boredpanda