Μετάβαση στο περιεχόμενο

Αναζήτηση στην Κοινότητα

Εμφάνιση αποτελεσμάτων για ετικέτες 'cinobo'.

  • Αναζήτηση ανά ετικέτες

    Πληκτρολογήστε ετικέτες χωρισμένες με κόμματα.
  • Αναζήτηση ανά συγγραφέα

Τύπος περιεχομένου


Ενότητες

  • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΝΕΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΝΕΑ
  • ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ
    • ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ
    • ΤΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙ
  • ΧΑΛΑΡΩΜΑ
    • ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ
    • ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΡΙΟ
    • ΤΟ ΠΑΖΑΡΙ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Διάφορα
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Ντόναλντ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Super Μίκυ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Κόμιξ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μίκυ Μάους
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μπλα μπλα
  • VINTAGE's Συζήτηση
  • VIDEO GAMES's Γεν. Συζήτηση για Video Games

Blogs

  • Valt's blog
  • Dr Paingiver's blog
  • GCF about comics
  • Vet in madness
  • Θέμα ελεύθερο
  • Film
  • Comics, Drugs and Brocc 'n' roll
  • I don't know karate, but i know ka-razy!
  • Γερμανίκεια
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • Κομικσόκοσμος
  • The Unstable Geek
  • Σκόρπιες Σκέψεις
  • Dhampyr Diaries
  • Περί ανέμων και υδάτων

Βρείτε αποτελέσματα σε ...

Βρείτε αποτελέσματα που ...


Ημερομηνία Δημιουργίας

  • Αρχή

    Τέλος


Τελευταία ενημέρωση

  • Αρχή

    Τέλος


Φιλτράρετε με αριθμό ...

Εγγραφή

  • Αρχή

    Τέλος


Ομάδα


Member Title


MSN


Website URL


Yahoo


Skype


Πόλη


Επάγγελμα


Ενδιαφέροντα

  1. Η πετυχημένη σειρά κόμικς Κουραφέλκυθρα έγινε για πρώτη φορά animation μικρού μήκους από το Cinobo, φτάνοντας μέχρι και στη μεγάλη οθόνη. Μια ιδανική αφορμή για να μιλήσουμε για όλα με τον Αντώνη Βαβαγιάννη, τον άνθρωπο πίσω από το αστειότερο κόμικ του ελληνικού ίντερνετ. Είναι κάπως εκπληκτικό: Τα πράγματα που υπάρχουν για τόσο πολύ καιρό όσο τα Κουραφέλκυθρα δύσκολα συντηρούν τέτοιο επίπεδο ενθουσιασμού όσο το σύγχρονο κλασικό πια κόμικ του Αντώνη Βαβαγιάννη. Όμως αυτό το σουρεαλιστικό κόμικ είναι ακόμα εκεί, κάπου 17 χρόνια από όταν ξεκίνησε δειλά-δειλά, σε μια άλλη εποχή, σε ένα άλλο ίντερνετ. Στο ίντερνετ των blogs, χωρίς social media, όταν έψαχνες να βρεις κάτι επειδή το ήθελες κι όχι επειδή βρέθηκε τυχαία μπροστά σου. Μέχρι σήμερα, όπου το χιούμορ είναι διαφορετικό, και το ίντερνετ επίσης – όμως πολύ συχνά θα γίνει viral κάποιο από τα παράλογα σκετσάκια του Βαβαγιάννη, και δεν είναι λίγες οι φορές που διάφοροι φίλοι θα αναπαράγουμε μεταξύ μας. Δείχνω στον Αντώνη ένα καρέ από ένα «Καλή Ιδέα Αφεντικό» (ένα από μοτίβα που επανέρχονται στη σειρά) όπου το αφεντικό φωνάζει σπαρακτικά «Γιατί Μισείς Τόσο Πολύ Την Ελλάδα Μας;;;» σε μια σύμβουλο που πιστεύει πως το να μαθαίνουμε Ιστορία είναι πιο ουσιαστικό από τις συμβολικές παρελάσεις. Του λέω πως το έχουμε σαν μόνιμο injoke με κάποιους φίλους, και βάζουμε κι οι δυο μας τα γέλια. «Είναι φτιαγμένο για αυτό», μου λέει γελώντας. Το χιούμορ των Κουραφέλκυθρων μοιάζει όντως κομμένο και ραμμένο για μια διάδοση-αστραπή μέσω των social, καθώς πρόκειται για καταστάσεις του παραλόγου που δεν χρειάζονται ιδιαίτερο context για να τις πιάσεις. Μια ατάκα, μια παρατήρηση, μια σουρεαλιστική συνεπαγωγή. Αν και σίγουρα, στο πέρασμα των χρόνων το κοινό (είτε το παλιότερο, είτε το καινούριο που έρχεται αλλά μένει στην παρέα) οπωσδήποτε αναπτύσσει μια σχέση γνωριμίας και φυσικά αγάπης με κάποια στοιχεία που επανέρχονται – αλλά φυσικά και χαρακτήρες. Όπως ο θείος Αιμίλιος που διαρκώς αναπολεί τις Παλιές Καλές Εποχές μέσα σε κρεσέντα παραλογισμού, η μικρή Ζοζεφίνα που έχει πολλές απορίες, ο κύριος Κλιάφας, ο Λούθερ. Έχει υπάρξει μάλιστα μια επική στιγμή στα χρονικά, όπου αναγνώστης-φαν έχει γράψει κάποιο από τα παραληρήματα του Αιμίλιου και το έχει στείλει στην εκπομπή του Βασίλη Λεβέντη ως γράμμα τηλεθεατή, με εκείνον να το σχολιάζει σοβαρά. «ΤΩΡΑ ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟΣ Ο ΤΥΠΟΣ; ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΕΙΠΕ;» Ακόμα όμως και πριν ο Βαβαγιάννης δημιουργήσει τα Κουραφέλκυθρα, η αγάπη του βρισκόταν σε αυτού του είδους το χιούμορ, που συχνά μπορεί να μοιάζει με σχετικά ειδικού γούστου – ή τελοσπάντων, με κάτι που ομολογουμένως μπορεί να ενθουσιάσει πέντε ανθρώπους στους δέκα, και τους άλλους πέντε να τους αφήσει εμβρόντητους. Γελώντας παραδέχεται πως έχει υπάρξει αυτό σα συνθήκη και στη ζωή του: «Έχω βρεθεί σε παρέες που θα πω κάποιο αστείο και ξαφνικά με κοιτάνε σα να λένε… “τώρα τι είναι αυτός ο τύπος, τι είναι αυτό που είπε;”». «Πάντα μου άρεσαν τα αστεία που όταν τα λέει κάποιος θα πεις “μα πώς του ήρθε, πώς το σκέφτηκε;”. Πολλές φορές θα γελάσω με κάτι που μπορώ να ακολουθήσω το συλλογισμό, αλλά τα αγαπημένα μου είναι αυτά που αναρωτιέσαι από πού ήρθε, πώς προέκυψε», εξηγεί. «Από μικρό με γοήτευε το χιούμορ το πιο εναλλακτικό, το πιο περίεργο. Αδελφοί Μαρξ, Monty Python, Black Books, Blackadder… ήθελα να βρω κάτι έξω από το συνηθισμένο, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι σνομπάρω το mainstream», διευκρινίζει. Οι επιρροές που διακρίνει πάνω του είναι από πράγματα σαν τους Monty Python και τους Simpsons. «Και νομίζω φαίνεται», λέει χαμογελώντας. «Σίγουρα σε ελάχιστα παιδιά της ηλικίας μου όταν ήμουν μικρός θα τους είχε δοθεί πρώτα απ’ όλα η ίδια η ευκαιρία να δουν ταινίες των Μαρξ. Ένα χιούμορ τόσο προχωρημένο που, παρότι το βρίσκουμε σε κάτι παλιό, στην ουσία είναι τόσο προχωρημένο που δεν προλαβαίνεις να το πιάσεις». «Είναι διαχρονικό. Πώς είναι η μουσική των Beatles, που πολλοί προσπάθησαν αλλά κανείς δε μπόρεσε να τους αντιγράψει, κανείς δε μπόρεσε να βρει αυτό που είχαν βρει. Έτσι και με τους Μαρξ. Κανείς δεν το έκανε αυτό ξανά. Επηρέασαν ένα σωρό κόσμο που πήρε πράγματα από αυτούς – αλλά κάποιος που να κάνει αυτό που κάνουν εκείνοι; Δε μπορεί, κανένας». Μια άλλη τεράστια επιρροή; Η ίδια η καθημερινότητα. «Θεωρώ #1 εργαλείο μου σαν συγγραφέας πως είναι αυτό, ότι αν μου έρθει κάτι καλό ή το ακούσω, θα το σημειώσω. Στο κινητό, στο σημειωματάριο – ό,τι γίνεται το κρατάς εκείνη τη στιγμή και μετά το δουλεύεις», εξηγεί. «Με ιντριγκάρει πολύ να σκέφτομαι τις συμπεριφορές που έχουμε αναπτύξει και κάποια στιγμή να βγαίνει απ’ έξω και να αναρωτιέμαι “τώρα αυτό γιατί το κάνουμε έτσι;” Τα πράγματα που θεωρούμε δεδομένα… και σε κάποια φάση λες, κάτσε ρε συ, αφού το λεωφορείο μοιάζει με ακορντεόν, τότε γιατί το λέμε φυσαρμόνικα;», λέει και σκάμε στα γέλια. «Δεν μοιάζει ΚΑΘΟΛΟΥ με φυσαρμόνικα». Δεν είναι Seinfeld τύπου παρατήρηση φυσικά το χιούμορ των Κουραφέλκυθρων. Αλλά έχει μέσα του σύμφωνα με τον Βαβαγιάννη «πολλή παρατήρηση του παραλογισμού της καθημερινότητας». Τον ρωτάω αν έχει ένα από αυτά τα περίφημα τα συρτάρια γεμάτα ιδέες. «Μακάρι…», λέει ξεφυσώντας και μετά γελάει. Εξηγεί ότι κάνοντας πλέον το κόμικ του, μιας ραδιοφωνική εκπομπή, έναν σχολιασμό της επικαιρότητας, και διάφορα άλλα που του αρέσει να δοκιμάζει κατά καιρούς, η αναζήτηση ιδεών είναι εκ των πραγμάτων μια συνεχής, ζωντανή διαδικασία. Αλλά είπαμε. Σημειωματάριο και καθημερινότητα. «Οι πιο ωραίες ιδέες είναι που έρχονται πάνω σε μια συζήτηση, ή ακολουθώντας μια σκέψη», λέει. Ναι – η σουρεαλιστική διάσταση της καθημερινότητας δεν εξαντλείται ποτέ. «ΔΕΝ ΜΕ ΝΟΙΑΖΕΙ ΤΟ VIRAL, ΜΕ ΝΟΙΑΖΕΙ Η ΣΥΝΟΧΗ» Το 2007 ο Αντώνης ανέβασε τα Κουραφέλκυθρα αρχικά σε ένα δικό του σάιτ, το vamvax, παρέα με διάφορα σουρεαλιστικά κείμενα. Με τι στόχο άραγε; Ήταν κάπως σαν Άγρια Δύση τότε το ίντερνετ, χωρίς συγκεντρωμένη πληροφορία των social, με τα blogs να ξεφυτρώνουν εδώ κι εκεί και τον κόσμο να ανακαλύπτει (πώς;;;) εκείνα που τον ενδιέφεραν, που τον εξέφραζαν. Γελάμε καθώς θυμόμαστε εκείνη την περίοδο που σήμερα μοιάζει κάπως αδιανόητη. «Το παρακολουθούσε το κόμικ κόσμος που για να δει έπρεπε να ξέρει τη διεύθυνση, να τη βάλει, να πει “θα μπω σήμερα να δω μπας κι έχει βάλει κάτι αυτός”. Ήταν πολύ πιο δύσκολο να το μάθει κάτι πολύς κόσμος, αλλά από την άλλη αυτοί που το ήξεραν είχαν μια αφοσίωση. Αλλά σήμερα φαίνεται τρελό». Εκεί έρχεται και μια φοβερή οικειότητα. «Όταν μου λέει κανείς ότι με διάβαζε από το vamvax μου φαίνεται σα να έχουμε πάει μαζί στον πόλεμο», λέει γελώντας. «Δεν του πέταξε το κόμικ ένας αλγόριθμος. Το έψαξε, το βρήκε, το ακολούθησε». Είναι μια εντελώς διαφορετική λογική σήμερα. Σημειώνει ο Βαβαγιάννης πόσο τεράστια διαφορά μπορεί να κάνει αν κάποιο κόμικ το πάρει ο αλγόριθμος – μπορεί κάτι μέσα από το TikTok να το δουν περισσότεροι άνθρωποι από ότι στο instagram όπου έχει πάνω από 70.000 followers. «Το ξεκίνησα σε μια εποχή που στην Ελλάδα υπήρχαν πολύ λίγα ονλάιν κόμικς, οπότε όταν μπήκαν στο παιχνίδι τα social, ήταν από τα λίγα που ο κόσμος το γνώριζε ήδη», εξηγεί. «Δεν ξέρω αν ξεκινούσε σήμερα αν θα είχε την ίδια πορεία. Ευτυχώς είχε ήδη χτίσει κοινό. Μεγάλο μέρος του κοινού των Κουραφέλκυθρων ξέρει ατάκες, ξέρει χαρακτήρες, αγοράζουν μια έκδοση, έχουν δεθεί κάπως με αυτό το πράγμα». Αναρωτιέται εύλογα κανείς αν θα είχαν χτίσει εξίσου στιβαρά θεμέλια σήμερα τα Κουραφέλκυθρα, όπως το έκαναν το ‘07. «Ήταν παράγωγο εκείνου του καιρού. Σήμερα θα δεις ένα viral βιντεάκι με το οποίο γίνεται χαμός και δεν θα ξέρει ποτέ κανείς ποιος το έκανε, αύριο θα το έχουμε ξεχάσει. Δεν υπάρχει τόσο έντονη η σύνδεση του ότι παρακολουθώ αυτόν που μου αρέσει αυτό που κάνει». «Βέβαια… δε θα μάθουμε ποτέ, κιόλας», συμπληρώνει. Είναι μια εντελώς υποθετική συλλογιστική άσκηση, όμως έχει ενδιαφέρον να αναλογίζεται κανείς την διαχρονικότητα ενός κόμικ φτιαγμένου από τόσο εφήμερα υλικά και φόρμα. Ακόμα κι η δημιουργική διαδικασία είναι συχνά διαφορετική. Είναι ας πούμε λογικό να επηρεάζεται πολύ περισσότερο ένας δημιουργός από την τόσο άμεση και τόσο εμφατική αντίδραση σε κάθε τι που βγάζει – αν κάτι γίνει viral και κάτι το καταπιεί ο αλγόριθμος, ας πούμε. Αν κάτι μαζέψει ένα σωρό από ενθουσιώδη σχόλια και κάτι άλλο, όχι. «Εννοείται πως επηρεάζει, είναι δύσκολο να μην σε επηρεάζει όταν κάτι μου λένε όπου πάω ότι το είδαν, ή όταν μπαίνω στα social και το βλέπω παντού ποσταρισμένο, και μετά κάνω κάτι άλλο και πάει άπατο. Προσπαθώ να το καταπολεμήσω. Δε με νοιάζει τόσο το viral, με νοιάζει η συνοχή, να είναι σταθερά καλό αυτό το πράγμα. Στοχεύω σε αυτούς που θα αγαπήσουν το σύνολο», λέει. «Το ότι αντιδράει ο κόσμος σε κάτι δε σημαίνει απαραίτητα ότι πραγματικά του μιλάει. Μπορεί να αντιδρούμε σε κάτι επειδή συμφωνούμε, επειδή διαφωνούμε, επειδή δημιουργείται ένα controversy. Εγώ προσπαθώ να έχω έναν εσωτερικό κριτή. Που αν πάω να κάνω κάτι για το viral θα μου πει: Αυτό εσένα σου αρέσει;». Δεν υπάρχει συνταγή σε αυτό ή σιγουριά, πέρα από την προσωπική πεποίθηση που έχει καθένας μέσα του. «Το ξέρω πως είναι κάτι που δεν θα αρέσει σε όλο τον κόσμο», μου λέει. «Είμαι πολύ εντάξει με αυτό». Η ΠΡΩΤΗ ΤΑΙΝΙΑ ΚΟΥΡΑΦΕΛΚΥΘΡΑ ΞΕΚΙΝΗΣΕ ΑΠΟ ΜΙΑ ΦΑΡΣΑ «Μου αρέσουν πολύ οι αλλαγές. Μου αρέσει να δοκιμάζω διαφορετικά πράγματα», λέει, εξηγώντας αυτή την πολύ κεντρική αντίφαση – του ότι δημιουργεί αυτό το κόμικ εδώ και τόσα χρόνια, όμως γύρω από αυτό διαρκώς κινείται. Μουσική, ραδιόφωνο, διδασκαλία, κόμικ πολιτικής επικαιρότητας. (Κάθε φορά που ένα σκίτσο του στο News24/7 έχει αναφορές σε θρησκεία ή εθνικά θέματα γίνεται χαμός. «Γιατί μισείς την ορθοδοξία μας, κλπ. Εντάξει, μέρος του παιχνιδιού κι αυτό», λέει.) Όλα διαφορετικές ανάγκες, όλα εξασκούν διαφορετικούς μύες. «Γι’ αυτό το συγκεκριμένο κόμικ μπόρεσε να διατηρηθεί, γιατί ακριβώς εμπεριέχει μέσα του πολύ διαφορετικά στοιχεία. Γι’ αυτό δεν το βαριέμαι. Αν όλα είχαν κοινούς χαρακτήρες ή έλεγαν μια κοινή ιστορία, δε θα μπορούσα να το έχω κρατήσει. Κάθε στριπ έχει μια δική του ζωή, είναι κάτι καινούριο. Ταυτόχρονα δοκιμάζω διαφορετικά πράγματα κι έχω κρατήσει αυτό σαν σταθερά – με βοηθάει». Εδώ έρχεται και η σαν φάρσα (επειδή ήταν φάρσα) εξέλιξη με το Cinobo. Ο Αντώνης είχε προτείνει στους ανθρώπους της κινηματογραφικής πλατφόρμας να κάνουν κάτι μαζί γιατί του άρεσε το Cinobo. «Τους λέω, να πούμε για πρωταπριλιάτικη φάρσα ότι θα κάνουμε τα Κουραφέλκυθρα σειρά, όπου θα παίζει ο Τάσος Κωστής τον Λούθερ, η Ηρώ Μπέζου τη Ζοζεφίνα και η Χρύσα Ρώπα τον εαυτό της». Αρχίζουμε να γελάμε. Γέλασαν και στo Cinobo με την ιδέα προφανώς, γιατί έγινε όντως η φάρσα. Ήταν τόσο πετυχημένη μάλιστα, που επανήλθε – ως πραγματικότητα. Η πλατφόρμα επέστρεψε φέτος και πρότεινε στον Βαβαγιάννη να κάνουν μια κόντρα φάρσα. «Θα πούμε ότι είναι φάρσα, αλλά θα είναι αλήθεια. Κι έτσι βγήκε το ταινιάκι αυτό που είναι η πρώτη τους παραγωγή… και η πρώτη ταινία Κουραφέλκυθρα. Κι είναι κάτι που βασίστηκε απλώς σε μια φάρσα!», λέει. «Ότι θα κάναμε μια μικρή ταινία όπου η Γιάμαλη διαβάζει στις ειδήσεις για του Μανώλη την ταβέρνα που έπεσε μια τουφεκιά… δε μπορώ να το πιστέψω ακόμα!» Το μικρού μήκους animation που προέκυψε ήταν μια ένωση αγαπητών αστείων και επεισοδίων από την ιστορία του κόμικ, δες το και σαν best of. «Ήθελα πάρα πολύ κάποια από αυτά που έχω κάνει να τα δω animated και ξέρω ότι το κοινό που παρακολουθεί το κόμικ για χρόνια θα χαρεί», λέει. «Οπότε φτιάξαμε μια μικρή ιστορία που περιλαμβάνει διάφορα γνωστά κι αγαπημένα στριπ των Κουραφέλκυθρων». Η ταινία παίχτηκε για κάποιες προβολές στο Cinobo Όπερα πριν από κάποιες προβολές μιας ταινίας μεγάλου μήκους. Και φυσικά έξω από την πρεμιέρα, στήθηκε κόκκινο χαλί. Ή μάλλον, όχι ακριβώς κόκκινο χαλί. «Επειδή είναι μικρή η ταινία δεν πατήσαμε κόκκινο χαλί, αλλά κόκκινο πατάκι», λέει ο Βαβαγιάννης και γελάμε δυνατά κοιτάζοντας το βίντεο. Συνεπές: Σαν σκετσάκι από το κόμικ του. Ίσως τελικά όλα να εξηγούνται με την παραδοχή πως, κάποιες φορές, είναι η ζωή που αντιγράφει τα Κουραφέλκυθρα. Info: Φωτογραφίες: Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου-Watkinson // Ευχαριστούμε το ΤΙΓΡΕ (Μαυρομιχάλη 98, Αθήνα) για τη φιλοξενία. Και το σχετικό link...
  2. Ο Αντώνης Βαβαγιάννης, ο κομίστας πίσω από τα «Κουραφέλκυθρα», που κάποτε τα είχαν απορρίψει όλα τα έντυπα ενώ τώρα έγιναν ταινία στο Cinobo, λαμβάνει για τα πολιτικά του σκίτσα μηνύματα σύμφωνα με τα οποία κάθε εβδομάδα τα παίρνει από άλλο κόμμα. Γεννήθηκα στα ‘80s στην Κυψέλη, στην οδό Σπετσών, σε μία από τις ελάχιστες μονοκατοικίες με κήπο, που δεν υπάρχει πια και σήμερα ακούγεται σαν κάτι το σπάνιο. Είχα χαρούμενα παιδικά χρόνια σε αυτό το σπίτι, θα ήθελα πολύ δηλαδή να υπήρχε μια χρονομηχανή ώστε να μπορέσω να ξαναμπώ σε αυτό, να το ξαναδώ. Στα ‘90s μετακομίσαμε στην Πλατεία Αμερικής. Πιο ζόρικη η περιοχή, πιο ζόρικα και τα χρόνια αυτά για μένα, αφού ήμουν στην εφηβεία που έχει σκαμπανεβάσματα και οι αναμνήσεις μου έχουν τα δικά τους. • Οι γονείς μου ήταν πανεπιστημιακοί, χημικοί και οι δύο. Ο πατέρας μου προερχόταν από καλλιτεχνική οικογένεια – η γιαγιά μου ήταν χορεύτρια και ο παππούς βιολοντσελίστας στην Κρατική Ορχήστρα – που όμως του είχε απαγορεύσει να ασχοληθεί με οποιονδήποτε τρόπο με τη μουσική, θεωρούσαν πως οι καλλιτέχνες έχουν δύσκολη ζωή. Και παρόλο που ο πατέρας μου είχε κλίση στη μουσική, ποτέ δεν καταπιάστηκε με αυτή, μόνο έπαιζε κρυφά ντραμς σε κάτι ροκ συγκροτήματα της εποχής και αγόραζε πάρα πολλούς δίσκους. Βρισκόμουν λοιπόν σε ένα σπίτι στο οποίο ακουγόταν πολλή μουσική, από τον πατέρα μου rock ‘n’ roll και soul, από τον αδελφό μου punk και ψυχεδελική ροκ, αλλά έπρεπε να μεγαλώσω για να καταλάβω ότι αυτά που ακούγαμε εμείς δεν ήταν αυτά που άκουγε ο υπόλοιπος κόσμος, είχα πάρα πολλά ερεθίσματα, αλλά υπήρχε ένα κενό μεταξύ της πραγματικής ζωής και όσων ήξερα εγώ. • Αν με έβαζαν μπροστά στο αρμόνιο, θα έπαιζα όλη μέρα. Και όταν έβγαιναν οι γονείς μου με τους φίλους τους για φαγητό μού έφερναν ένα μπλοκ, μαρκαδόρους και περνούσα τέλεια. Οτιδήποτε δημιουργικό μού τραβούσε την προσοχή. Πήγαινα ωδείο, έκανα πιάνο, από πιτσιρικάς μπήκα σε μπάντες, το πρώτο μου λάιβ σε μπαρ το έκανα στα δεκαπέντε, θεωρούσα δεδομένο ότι στη ζωή μου θα ασχοληθώ με τη μουσική, ένιωθα ότι αυτό ήταν το μεγάλο μου κόλλημα. Όταν ήρθε η ώρα των Πανελληνίων, ειπώθηκε αυτό το κλασικό «να κάνεις και τη μουσική σου, και ό,τι σου αρέσει, αλλά να βγάλεις και μια σχολή». Κάπως έτσι οδηγήθηκα στο Παιδαγωγικό Τμήμα Αθήνας, δεν ήταν ακριβώς η πρώτη μου επιλογή, αλλά δεν ήταν κάτι το τελείως άσχετο για μένα, έβλεπα αυτήν τη δουλειά με καλό μάτι. • Είχα αρχίσει να κάνω κομιξάκια με έναν φίλο μου ήδη από το δημοτικό, τραβούσαμε ο ένας τον άλλον σε αυτό, όμως δυστυχώς η κινητήρια δύναμη που μας έσπρωχνε ήταν ότι κοροϊδεύαμε έναν άλλον φίλο μας σε αυτά, όχι πολύ ευγενικά κιόλας. Ευτυχώς τα είχαμε δείξει σε λίγους. Και μας έχουν συγχωρήσει όλοι αυτοί που σατιρίζαμε από την τάξη μας σε εκείνη την ηλικία. • Με το που τελειώνω τη σχολή, ξεκινάω να δουλεύω στη Σχολή Χιλλ. Από τη μία, είναι απίστευτο συναίσθημα να ξέρεις ότι έχεις δώσει κάτι στα παιδιά, να συναντάς μαθητές σου μετά από χρόνια και να σε χαιρετάνε. Από την άλλη, είναι μια δουλειά φοβερά αγχωτική και πιεστική, έχεις τεράστια ευθύνη, δεν είναι ότι έκανες ένα λάθος και δεν τρέχει τίποτα. Ταυτόχρονα με τη δουλειά στο σχολείο παίζω στους Empty Frame, που ήταν η μπάντα μου για πολλά χρόνια και μια πολύ όμορφη ιστορία για μένα, σε μια περίοδο που υπήρχε ως σκηνή το alternative ελληνικό ροκ. Παράλληλα, ξεκινάω δειλά-δειλά και το κόμικ. Πρώτα ασχολούμαι με αυτό ως σεναριογράφος σε συνεργασία με τον Σπύρο Δερβενιώτη και το 2007 αποφασίζω ότι πρέπει να κάνω κάτι πιο προσωπικό, κάτι εντελώς δικό μου. Τότε δεν είχαμε social media, όμως υπήρχαν ακόμα περιοδικά, η πρώτη μου σκέψη λοιπόν ήταν να φτιάξω ένα demo με δέκα στριπάκια και να τα στείλω σε ό,τι περιοδικό υπήρχε. Κανείς δεν ενδιαφέρθηκε, και δεν το λέω με πικρία, ήταν πολύ πρωτόλεια τα σχέδιά μου, σε μια εποχή που για να σε βάλουν σε έντυπο θα έπρεπε να έχεις ένα σχεδιαστικό επίπεδο. • Ανεβάζω ό,τι κάνω σε ένα δικό μου site και τα «Κουραφέλκυθρα» αρχίζουν να αποκτούν κοινό, που εκείνη την εποχή σήμαινε ότι κάποιος έπρεπε να σκέφτεται «ανέβασε κάτι αυτός ο τύπος;» και να μπαίνει κάθε εβδομάδα να δει αν όντως το έκανα. Να τα διάβαζαν εκατό άτομα; Αλλά φανατικά, σταθερά, κάτι τους είπε αυτό το πράγμα. Στην αρχή είχαν συγκεκριμένους χαρακτήρες, ενώ όσο περνάει ο καιρός είναι πιο ανεξάρτητα, κάτι που δείχνει πόσο έχει αλλάξει ο κόσμος, πόσο δύσκολα επενδύει σήμερα σε κάτι που έχει συνέχεια. • Αργότερα τα «Κουραφέλκυθρα» μπήκαν στο Comicdom Press και στο So Comic, στο σάιτ από όπου πέρασαν σχεδόν όλοι οι Έλληνες κομιξάδες εκείνης της εποχής, το οποίο σε πλήρωνε μάλιστα για να κάνεις κόμικ, κάτι που ήταν αδιανόητο. Στην παρουσίαση του πρώτου μου βιβλίου σε κομιξάδικο της Αθήνας πρέπει να έδωσα δέκα τεύχη, εκ των οποίων τα πέντε πρέπει να τα πήρε η μάνα μου. Μετά μπήκα στο Facebook. Κακά τα ψέματα, αυτό βοήθησε να φτάσει η δουλειά μου και σε εκείνους που δεν είχαν ακούσει για τα «Κουραφέλκυθρα» από κάποιον φίλο τους. Σήμερα θεωρώ πως έχουν γίνει κάπως γνωστά σε έναν συγκεκριμένο κόσμο, όμως παραμένουν ακόμα ένα underground κόμικ. • Έρχεται το μεγάλο break down για μένα όταν έχω μια δουλειά στην οποία πρέπει να πηγαίνω κάθε μέρα προετοιμασμένος, είμαι σε μια μπάντα που έχει πρόβες, ηχογραφήσεις, περιοδείες, και από εκεί που έκανα ένα στριπάκι μία φορά την εβδομάδα, ξαφνικά διαχειρίζομαι τα social media για το κόμικ μου, τρέχω σε όλα τα φεστιβάλ για να δείξω τα βιβλία μου, φτιάχνω μπλουζάκια και κούπες, συνεργάζομαι με site. Ωραία αυτή η ιστορία του πολυπράγμονα και του πολυτάλαντου, αλλά έπρεπε να επιβιώσω κιόλας. Οπότε αποφασίζω ότι κάτι θα σταματήσω. Έφυγα από τους Empty Frame, τα παιδιά συνεχίζουν ακόμα και είναι πολύ φίλοι μου, ήταν μία από τις πιο δύσκολες αποφάσεις που πήρα, αλλά δεν έβγαιναν οι χρόνοι και κάπως είχε χαθεί η μαγεία για μένα στη μουσική. Ξεκινάω να ασχολούμαι και με τη γελοιογραφία και μετά ήρθε η ώρα του σχολείου, από το οποίο είμαι τρία χρόνια τώρα σε άδεια άνευ αποδοχών. Μετά προέκυψε και το ραδιόφωνο από το πουθενά, δεν είναι κάτι που το κυνήγησα. Είχα πάει να δώσω μια συνέντευξη στο Nostos 100.6, κάπως τους έκανα και την επόμενη χρονιά μού πρότειναν να έχω τη δική μου εκπομπή. Σε κάθε τι καινούργιο και δημιουργικό λέω «πάμε». Οπότε και πάλι δεν έχω ζωή, γιατί στην Ελλάδα, αν θες να επιβιώσεις από αυτά που σου αρέσουν, πρέπει να δουλεύεις άπειρες ώρες. • Κανείς από τους χαρακτήρες με τους οποίους ξεκίνησαν τα «Κουραφέλκυθρα» δεν βασίζεται σε κάποιο συγκεκριμένο πρόσωπο. Ο θείος Αιμίλιος εμφανισιακά μοιάζει με έναν αδελφό του παππού μου, τον θείο Νάκο, που τον αγαπούσα πολύ και έζησε μέχρι τα εκατό. Μόνο που ο θείος Νάκος είχε απίστευτο χιούμορ και οι ιστορίες που έλεγε είχαν πάντα ενδιαφέρον, ήταν ένας συναρπαστικός αφηγητής, σε αντίθεση με τον θείο Αιμίλιο που βασίζεται στη μορφή του Έλληνα θείου ο οποίος ξεκινάει να μιλάει στο τραπέζι, πάει από το ένα θέμα στο άλλο και εσύ αναρωτιέσαι πότε θα τελειώσει αυτό το μαρτύριο. Όσο για το ότι μοιάζει ο τρόπος που μιλάει με τον Λευτέρη Παπαδόπουλο, στην αρχή δεν το είχα σκεφτεί, αργότερα όμως όταν μου το επισήμαναν, εννοείται ότι πήρα και εγώ στοιχεία από αυτόν, αλλά κυρίως άνοιγα βιβλία του Καρκαβίτσα, του Καραγάτση, του Βενέζη, του Μυριβήλη, μάζευα ωραίες λέξεις που έχουν χαθεί και τις έβαζα όλες στον θείο Αιμίλιο. • Στο κόμικ – στο δικό μου τουλάχιστον – το μεγαλύτερο κομμάτι της δουλειάς και το πιο δύσκολο είναι το σενάριο, όταν με ρωτάνε δηλαδή πόση ώρα μου παίρνει να το φτιάξω, δεν έχω ιδέα τι να απαντήσω. Μπορεί να μου έρθει τώρα μια ιδέα και να μη μου πάρει χρόνο, να πάω σπίτι και να κάτσω να τη φτιάξω, και είναι και άλλα στριπάκια που κάθομαι και ζυγίζω την κάθε λέξη τους, που κοιτάω να δω πώς θα βάλω και στο background κανένα αστειάκι. Το χειρότερο είναι να μη σου έρχεται τίποτα, αυτό είναι βασανιστικό μέχρι αηδίας. • Έχω διατηρήσει το στυλ μου μέσα στα χρόνια, είναι κάπως… αφαιρετικό να το πω; Παιδικό; Αλλά δεν μπορώ και καλύτερα. Πάντως νομίζω πως έχει εξελιχθεί, αν πάρεις το πρώτο στριπάκι που έκανα και το τελευταίο, δεν είναι το ίδιο πράγμα, σε καμία περίπτωση, ωστόσο υπάρχει μια συνέχεια. • Πώς προέκυψε η λέξη «Κουραφέλκυθρα»: Υπάρχει η εκδοχή ότι είναι απλώς μια λέξη που εκφράζει απόλυτα το συγκεκριμένο κόμικ, δεν σημαίνει τίποτα, δεν θέλει να σου περάσει κάποιο μήνυμα, θέλει απλώς να γελάσεις. Υπάρχει και μια άλλη θεωρία, αφορά ένα όραμα που είχα δει με τον Αδαμάντιο Κοραή, ο οποίος εμφανίστηκε μπροστά μου και μου είπε «σε παρακολουθώ από ψηλά, παιδί μου, και με αυτό το όνομα θα πας μπροστά, θα διαπρέψεις στα γράμματα αν το χρησιμοποιήσεις», και από τότε το χρησιμοποιώ. Μόνο την τοποθεσία στην οποία μου εμφανίστηκε δεν έχω βρει ακόμα, το δουλεύω όμως. • Δεν θεωρώ ότι πρέπει να υπάρχει λογοκρισία, όμως δεν θα κάνω ένα στριπ το οποίο να είναι ενάντια σε ομάδες που διεκδικούν δικαιώματα, δεν θέλω, δεν μου βγαίνει. Έχει να κάνει με τον τρόπο που βλέπω τον κόσμο, με κάποια εσωτερικά όρια, δεν θα το έκανα ακόμα και σε εποχές που δεν ήμασταν τόσο προσεκτικοί. Κάποια λίγα παλιότερα σκίτσα μου που τα βλέπω τώρα δεν θα τα αφαιρέσω από τα παλιά βιβλία γιατί είναι κομμάτι της ιστορίας των «Κουραφέλκυθρων», αλλά μπορεί να βάλω πια ένα σχόλιο από κάτω ότι δεν πέτυχαν τον σκοπό τους γιατί σήμερα μπορεί να ερμηνευτούν διαφορετικά. Επίσης ξέρω ότι πια θα υπάρξουν κάποιες αντιδράσεις που είναι υπερβολικές και του ίντερνετ, όχι της πραγματικής ζωής, όπως αυτές που είδα σε ένα στριπάκι που χρησιμοποιούσε το τραγούδι «Είσαι Κινεζάκι; Τρως πολύ ρυζάκι;». Αν θες να βρεις κάτι για να παραπονεθείς, θα το βρεις. Για τα πολιτικά μου σκίτσα μού στέλνουν μηνύματα σύμφωνα με τα οποία κάθε εβδομάδα τα παίρνω από άλλο κόμμα. Δεν γίνεται να έχεις άποψη, κάποιο κόμμα θα σε πληρώνει. • Είμαστε σε μια εποχή στην οποία είναι πολύ εύκολο να κριθείς για το έργο σου. Ο καθένας θα έπρεπε να εκφράζεται και να κάνει αυτό που θέλει και να κρίνεται γι’ αυτό. Το κακό είναι ότι είμαστε άσπρο ή μαύρο, δεν υπάρχουν πια αποχρώσεις ώστε αν κάποιος κάνει ένα λάθος να μπορείς να πεις «εντάξει, έκανε μια μαλακία». Παρ’ όλα αυτά, δεν είναι ότι προσέχω κάθε λέξη μου, ακολουθώ το ένστικτό μου, οι άνθρωποι που με παρακολουθούν ξέρουν και τις προθέσεις μου. Εννοείται πως θα υπάρξει κοινό που θα σε μισήσει, ειδικά όσον αφορά το πολιτικό σκίτσο. Αν δεν σε μισήσουν οι φασίστες, τι κάνεις σε αυτήν τη ζωή; Και τα «Κουραφέλκυθρα» όμως υπάρχει κόσμος που τα μισεί, που δεν τα πιάνει με τίποτα. Όταν ανέβαιναν στο Luben, υπήρχαν και εκείνοι που έλεγαν «πότε θα τον διώξετε αυτόν;». Έτσι είναι τα social media. • Τελευταία γελάω πάρα πολύ με ένα αυτοσχεδιαστικό κωμικό podcast, το «Comedy Bang! Bang!». • Είναι περίεργο πράγμα η έμπνευση. Το πιο σύνηθες για μένα είναι να μου έρθει κάτι πάνω σε συζήτηση ή παρατηρώντας πράγματα της καθημερινότητας. Θα σου πω πώς σκέφτηκα δυο αστεία αυτή την εβδομάδα: Το ένα προέκυψε μιλώντας με κάποιους φίλους μου από το δημοτικό· λέγαμε ότι όταν ήμασταν μικροί και παίζαμε μπάλα συνηθίζαμε να φωνάζουμε ο ένας στον άλλον «είσαι ατομιστής», που για εμάς σήμαινε «δεν δίνεις πάσες», αν και ο ατομισμός είναι μια σοβαρή φιλοσοφική έννοια, άρα θα μπορούσαμε να λέμε και «είσαι υπαρξιστής/ μανιχαϊστής/ γιατί δίνεις τόσες πάσες, είσαι αλτρουιστής;». Μετά, είχα ένα θέμα με τον αυχένα μου, πονούσα και έτυχε να πετύχω σε ένα μαγαζί μια αφίσα με το «Φιλί» του Κλιμτ. Βλέποντας λοιπόν τη σκυφτή φιγούρα του πίνακα, έκανα τη σύνδεση με το δικό μου πρόβλημα, σκέφτηκα ότι και αυτός ο τύπος θα μπορούσε να έχει αυχενικό. Και μετά είπα «ποιον πας να φιλήσεις και πρέπει να σκύψεις κατά αυτόν τον τρόπο; Τις γάτες σου που δεν γουστάρουν», και έτσι βγήκε ένα στριπάκι. Συνήθως αυτά που έρχονται φυσικά είναι και τα πιο αστεία. Όταν μου έρθει μια καλή ιδέα, είναι φοβερό το συναίσθημα, θα ξυπνήσω την επόμενη μέρα και θα φτιάξω ένα «Κουραφέλκυθρο» με μια τεράστια χαρά που για καμία άλλη δουλειά δεν θα είχα. • Ο καλλιτέχνης Λαχταριστός Σαβαγιάρ έχει προκύψει από όταν είχα πάει σε μια Μπιενάλε και είχα δει ένα έργο που ήταν ένας κενός χώρος και είχε για τίτλο κάτι του στυλ «Η αγάπη». Με τον χαρακτήρα της Ζοζεφίνας ταυτίζονται πάρα πολλοί – και κρύβει και την πιο ωραία ιστορία. Όλοι λίγο-πολύ στο σχολείο ήμασταν σαν εκείνη ή ξέραμε κάποιον που ήταν έτσι. Όταν δούλευα σε τάξη, ήταν πάρα πολύ συνηθισμένο το να προσπαθώ να εξηγήσω κάτι, να λέω «έχετε απορίες;», και να σηκώνει ένα παιδάκι το χέρι για να ρωτήσει κάτι τελείως άσχετο. Θυμάμαι χαρακτηριστικά πως όταν τη σχεδίαζα είχα στο μυαλό μου μια μέρα εκδρομής σε ένα μουσείο, που πάλευε η ξεναγός να μιλήσει στα παιδιά για μια επιτύμβια στήλη η οποία αποτύπωνε ένα άθλημα. Ρωτούσε τα παιδιά «τι σας θυμίζει αυτό, μήπως κάτι από το σήμερα;». Και σηκώνει ένα πιτσιρίκι το χέρι του και λέει «κυρία-κυρία, αυτό το λαμπατέρ που έχετε εκεί το έχουμε και στο σπίτι μας». Αυτή η παιδικότητα τού «πρέπει να πω αυτό που έχω στο μυαλό μου και χέστηκα για το τι μου λες εσύ» οδήγησε στον χαρακτήρα της Ζοζεφίνας. • Κάνω μεγάλο αγώνα προκειμένου να μη με απασχολεί ποιο «Κουραφέλκυθρο» πήρε like και πιο όχι τόσα, δυστυχώς δεν τα καταφέρνω, μου είναι πολύ δύσκολο. Αλλά προσπαθώ, γιατί αυτό που θέλω στ’ αλήθεια δεν είναι το να γίνει κάτι viral σήμερα και αύριο να μην ασχολείται κανείς μαζί του. Ήθελα τα «Κουραφέλκυθρα» του 2007 να διαβάζονται και σήμερα, να έχουν μια συνοχή, και ο μόνος τρόπος για να την εξασφαλίσω είναι να κάνω πράγματα που πιστεύω, ακόμα και αν κάποια δεν πάνε καλά στα like. Υπάρχει κόσμος που έρχεται σε όλα τα φεστιβάλ, που με στηρίζει στο Patreon, που αγοράζει τα βιβλία ενώ μπορεί να βρει όλα σχεδόν τα «Κουραφέλκυθρα» δωρεάν στο ίντερνετ πια. Θεωρώ ότι αυτό είναι το κοινό που έχτισα ακολουθώντας πάντα αυτό που εμένα μου φαίνεται true και αστείο. • Αν με έχει απογοητεύσει κάποιος σκιτσογράφος που παρακολουθούσα; Σίγουρα πάρα πολύς κόσμος έχει απογοητευτεί από τον Αρκά. Ήταν μια επιρροή μου και προσωπικά με έχει βοηθήσει, έχουμε μιλήσει τηλεφωνικά σε μια φάση που ήμουνα έτοιμος να τα παρατήσω, και εκείνος με είχε ενθαρρύνει να συνεχίσω. Προφανώς με έχουν στεναχωρήσει σκίτσα του, θα ήθελα να μην τα είχα δει, να μην τα ήξερα, μου έχουν δημιουργήσει φοβερό εσωτερικό conflict. Αλλά δεν θεωρώ ούτε ότι σβήνουν το έργο του ούτε ότι τον κάνουν απαραίτητα κακό άνθρωπο. Είναι μέρος της ζωής μου πολύ μεγάλο η δουλειά του, γι’ αυτό και πάντα σε σχέση με άλλους δείχνω μια επιείκεια. • Tα Κουραφέλκυθρα: The Movie προέκυψαν από μια φάρσα. Δυο Πρωταπριλιές πίσω, στέλνω στο Cinobo – χωρίς να ξέρω κάποιον εκεί – και τους προτείνω να κάνουμε μαζί ένα post και να πούμε ότι θα γυρίσουμε μια σειρά βασισμένη στο κόμικ, στην οποία θα παίζουν ο Τάσος Κωστής, η Ηρώ Μπέζου και η Χρύσα Ρώπα, που θα κάνει τον εαυτό της. Ποστάρουμε όντως ένα αφισάκι και γίνεται χαμός, το «έφαγαν» πολλοί και ενθουσιάστηκαν. Την επόμενη χρονιά μού είπαν από το Cinobo «θες αυτή την Πρωταπριλιά να ξανακάνουμε την ίδια φάρσα, αλλά αυτήν τη φορά να είναι αλήθεια;». Αντί για μια σειρά animation, που θέλει τρελό budget και δύσκολα μπορεί να τη στηρίξει κάποιος στην Ελλάδα, κάναμε τελικά μια μικρού μήκους που το σενάριό της είναι ουσιαστικά όσο πιο πολλά αστεία από στριπάκια μπορούσα να μπλέξω σε ένα πεντάλεπτο, γιατί μπορεί να είναι η μόνη μου ευκαιρία να δω τα «Κουραφέλκυθρα» να ζωντανεύουν. • Υπάρχει μια πολύ μεγάλη τάση στην Ελλάδα που θέλει οτιδήποτε κωμικό να έχει κάποιο νόημα. Δεν μπορεί κάτι απλώς να είναι αστείο, έτσι είναι χαμηλότερου επιπέδου, αν όμως θέλει κάποιο μήνυμα να περάσει, το δεχόμαστε. Μπήκα στο TikTok τελευταία, που δεν το πολυκαταλαβαίνω, ούτε μου πολυαρέσει ως πλατφόρμα, το οποίο έχει την ιδιαιτερότητα να στέλνει τη δουλειά σου σε πολύ κόσμο που δεν έχει ιδέα τι και ποιος είσαι. Ανεβάζω ένα στριπάκι που μας δείχνει το σχολείο της Μοντεσόρι στη Ρώμη του 1910 και όλο το αστείο είναι στο τελευταίο καρέ και στην ατάκα «Μοντεσόρι νοτ σόρι», είχα χτίσει δηλαδή μια ιστορία για να γραφτεί αυτή η ηλιθιότητα στο τέλος. Και ξεκινάει στα σχόλια μια συζήτηση ότι «επιτέλους, κάποιος τα είπε για τα μοντεσοριανά σχολεία, είναι άθεοι, είναι μασόνοι» από τη μία, και από την άλλη μου λένε ότι προσπαθώ να υποβαθμίσω και αδικώ τη μέθοδο, ο καθένας το δικό του. Απλώς δεν έβρισκα άλλη λέξη να μου κάνει ομοιοκαταληξία με το «σόρι», αναρωτήθηκα δηλαδή αν το διάβασαν όλο. Μπορεί κάτι απλώς να είναι αστείο, ίσως και χαζό, και αν σε κάνει να γελάσεις έχει πετύχει τον σκοπό του. Αυτό που με απωθεί γύρω μας είναι ότι βλέπω μια φοβερή άνοδο του συντηρητισμού, ως αντίδραση σε καθετί καινούργιο, προοδευτικό, σε οτιδήποτε πρόκειται να βελτιώσει τη ζωή ανθρώπων που έχουν αδικηθεί και διεκδικούν ίσα δικαιώματα. Όσο βλέπω ότι από τη μία προχωράνε τα πράγματα τόσο υπάρχει μια αντίθετη δύναμη που τα τραβάει στα άκρα και αυτή μου χαλάει τη διάθεση και τη μέρα. • Το πιο ριψοκίνδυνο πράγμα που κάνω είναι να περπατάω στην Αθήνα, όπου μπορεί ακόμα και στο πεζοδρόμιο να σε πατήσει μηχανάκι που πηγαίνει ανάποδα. Και έχω κάνει και σκίτσα με τα οποία τα έχω χώσει σε ανθρώπους οι οποίοι ευχαρίστως θα μου άνοιγαν το κεφάλι, αν είχαν την ευκαιρία. Έχω πάρει μηνύματα απειλητικά, και δημόσια και ιδιωτικά, κάτι το οποίο δεν είναι καθόλου ευχάριστο. • Δυστυχώς τον τελευταίο καιρό δεν μου δίνει τίποτα ελπίδα ότι τα πράγματα θα πάνε καλύτερα. Είμαι σίγουρος ότι μέσα στη νέα γενιά θα υπάρχουν κάποιοι μικροί πυρήνες διαφορετικότητας που θα φέρουν κάποιες θετικές αλλαγές, γιατί πάντα από εκεί τις περιμένεις αυτές, από τους νέους και τους «περίεργους», αλλά σε ένα επίπεδο πιο γενικό και παγκόσμιο, η πορεία που παίρνει ο κόσμος δεν μου δίνει καμία αίσθηση ότι θα γίνουν καλύτερα τα πράγματα. • Είμαι 42 τώρα. Νομίζω πως η μεγαλύτερη δυσκολία της γενιάς μου είναι να καταλάβει το τραπ και το γιατί αρέσει στον κόσμο. Μπορείτε να βρείτε τα Κουραφέλκυθρα και τις γελοιογραφίες που κάνει ο Αντώνης Βαβαγιάννης για το News 24/7 στο Facebook και στο Instagram (@kourafelkythros) ενώ μπορείτε να τον ακούσετε καθημερινά 11.00 π.μ.-12.00 μ.μ. στον Nostos 100.6. Τα Κουραφέλκυθρα: The Movie μπορείτε να τα παρακολουθήσετε αποκλειστικά στο cinobo.com. Και το σχετικό link...
  3. Τα «Κουραφέλκυθρα» του Αντώνη Βαβαγιάννη έγιναν πεντάλεπτη ταινία animation σε συνεργασία με το Cinobo και εμείς δεν μπορούμε παρά να αναφωνήσουμε: «Καλή ιδέα, αφεντικό!». Ήταν Πρωταπριλιά του 2022, όταν o δημιουργός των «Κουραφέλκυθρων» Αντώνης Βαβαγιάννης ανέβασε στο facebook το εξής: «Τα Κουραφέλκυθρα θα γίνουν η πρώτη animated σειρά παραγωγής του Cinobo! Η πρώτη σεζόν θα αποτελείται από 6 επεισόδια των 18 λεπτών και θα περιλαμβάνουν γνωστές και άγνωστες ιστορίες από το αγαπημένο κόμικς. Οι χαρακτήρες των Κουραφέλκυθρων αποκτούν επιτέλους φωνή! Ακούστε τις αγαπημένες σας ατάκες από τους: Σπύρο Μπιμπίλα, Τάσο Κωστή, Ελένη Ράντου, Ηρώ Μπέζου, Χρύσα Ρώπα στον ρόλο της Χρύσας Ρώπα και πολλoύς άλλους νέους, ταλαντούχους ηθοποιούς». Τα περισσότερα σχόλια που ακολούθησαν κάτω από το ποστ ήταν του στιλ «πολύ καλό για να είναι αληθινό...», ενώ δεν έλειψαν και αυτά των απογοητευμένων τρου φανς: «ρε, για λίγο το πίστεψα και τώρα έχω νεύρα, άντε χέσου», «0.67 δευτερόλεπτα πηγαίας χαράς αυτή τη μουντή σκονισμένη μέρα πανάθεμά σε», «ωχ, αντε ρε, και χάρηκα και μετά είδα το ημερολόγιο... Δεν κάνουν πλάκα με αυτά...». Όμως η φάρσα είχε plot twist. Γιατί ότι ξεκίνησε ως ένα πρωταπριλιάτικο αστείο, τελικά έγινε πραγματικότητα. Έτσι, έναν χρόνο μετά, η ίδια είδηση αναγγέλθηκε εκ νέου, μόνο που αυτή τη φορά θα ήταν πέρα για πέρα αληθινή: η ταινία «Κουραφέλκυθρα: The Movie» βρισκόταν ήδη στο στάδιο παραγωγής σε συνεργασία με το Cinobo! Η δημοφιλέστερη και μακροβιότερη διαδικτυακή ελληνική σειρά κόμικς με τους δεκάδες χιλιάδες ακολούθους έμελλε να γίνει animation. Επιτέλους, θα βλέπαμε ήρωες αγαπημένων στριπ, όπως ο Λούθερ, ο κύριος Κλιάφας, η Ζοζεφίνα, ο Σπόιλερ Τζακ και η Οικογένεια Δαπόντε, να πρωταγωνιστούν στη μεγάλη οθόνη. Σύμφωνα με τον Βαβαγιάννη: «Το σενάριο είχε ήδη γραφτεί. Η λογική του ήταν λίγο πειραματική. Ήθελα να δω τα σκίτσα μου να παίρνουν φωνή και κίνηση. Οπότε η ιδέα του σεναρίου ήταν, μέσα στα 5 λεπτά χρόνου που είχαμε, να στριμώξω όσο το δυνατόν περισσότερα αγαπημένα στριπ, ένα μικρό ερωτικό γράμμα σε όλους τους φίλους που ακολουθούν φανατικά τη σελίδα και τα βιβλία των Κουραφέλκυθρων τόσα χρόνια». Το σπαρταριστό φιλμ έμελλε να αποτελέσει την πρώτη παραγωγή του Cinobo. Τη δημιουργία του ανέλαβε η γνωστή animator Δάφνη Ξουράφη («Mine»). Σε μουσική και ήχο συνέβαλαν οι Rabbeats και ο Στέφανος Δουβίτσας. Τις φωνές τους «δάνεισαν» οι: Άννη Θεοχάρη, Μιχάλης Μαθιουδάκης, Θανάσης Πετρόπουλος, Νατάσα Γιάμαλη, Μάκης Παπασημακόπουλος, Αντώνης Βαβαγιάννης και Λία Χατζηγιάννη. Το «Κουραφέλκυθρα: The Movie» έκανε πρεμιέρα στις 18/1/24 στο Cinobo Όπερα, ενώ από τις 24/1 είναι αποκλειστικά διαθέσιμο στη συνδρομητική πλατφόρμα του Cinobo. Και το σχετικό link...
×
×
  • Δημιουργία νέου...

Σημαντικές πληροφορίες

Χρησιμοποιώντας αυτή τη σελίδα, αποδέχεστε τις Όρους χρήσης μας.