Search the Community
Showing results for tags 'bianca bagnarelli'.
-
Η Ιταλίδα εικονογράφος Μπιάνκα Μπανιαρέλι και η Αμερικανίδα σκιτσογράφος Λίσα Ντόνελι μιλούν στην «Κ» για τα έργα τους και τη συνεργασία με ένα από τα πιο εμβληματικά περιοδικά στον κόσμο. Είναι παραμονή πρωτοχρονιάς, το ρολόι χτυπά μεσάνυχτα και τα πρώτα πυροτεχνήματα φωτίζουν τον ουρανό. Στους δρόμους φασαρία, αγκαλιές και χαρά. Όμως μέσα σε ένα σκοτεινό δωμάτιο ενός ψηλού κτιρίου, μια νεαρή γυναίκα κοιτά το θέαμα από το παράθυρο, συμμετέχοντας σιωπηλά στους εορτασμούς. Κάθεται μπροστά από τον υπολογιστή, γύρω της χαρτιά και μόνη συντροφιά η γάτα της. Πρέπει να προλάβει την προθεσμία στη δουλειά και έτσι χάνει ακόμα μια σημαντική αργία. Το εξώφυλλο του περιοδικού The New Yorker για τα τεύχη των δύο πρώτων εβδομάδων του 2024, με τίτλο «Deadline», απεικόνισε μια κατάσταση που στις μέρες μας είναι πια συνηθισμένη. Οι ρυθμοί της καθημερινότητας είναι ιλιγγιώδεις, ο τρόπος εργασίας έχει αλλάξει κυρίως μετά την πανδημία και οι νεότερες γενιές περνούν ατελείωτες ώρες σε ένα γραφείο. Η Μπιάνκα Μπανιαρέλι δημιούργησε μια εικονογράφηση αποτυπώνοντας τα ανάμεικτα συναισθήματα που επικρατούν στον επαγγελματικό χώρο, ένα σκίτσο που γνώρισε επιτυχία για το μήνυμά του και κοινοποιείται ακόμα και σήμερα πολύ στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. «Στην πραγματικότητα είναι μια πολύ προσωπική, μια αυτοβιογραφική ιστορία με την έννοια ότι έχω δουλέψει κατά τη διάρκεια πολλών εορτών. Κάνοντας μια αναδρομή στις παραμονές πρωτοχρονιάς των τελευταίων 10 χρόνων, πιθανότατα έχω περάσει τις μισές από αυτές στο γραφείο. Φυσικά γνωρίζω ότι αυτό δεν είναι πολύ υγιές», λέει η Μπανιαρέλι στην «Κ». Η νεαρή Ιταλίδα freelance εικονογράφος τονίζει ότι, σε αντίθεση με έναν μεγάλο αριθμό εξώφυλλων του εμβληματικού αμερικανικού περιοδικού που κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1925 συστήνοντας τη φιγούρα – σήμα κατατεθέν Γιούστας Τίλι, η ίδια δεν επιθυμούσε το έργο της να αντικατοπτρίζει ηθικά ή πολιτικά ζητήματα. «Δεν υπάρχει κάποια κριτική πίσω από την ιστορία του εξωφύλλου, πρόκειται απλά για την εμπειρία μου», εξηγεί και συμπληρώνει ότι «η τέχνη μπορεί να πάει προς κάθε δυνατή κατεύθυνση, όσον αφορά τη δημιουργία μου νομίζω ότι έχει απήχηση στους ανθρώπους επειδή υπάρχει άμεση αναγνώριση μιας συνθήκης που έχουν βιώσει». Η καλλιτέχνις κόμικς, που ασχολείται με την αφηγηματική εικονογράφηση σε βιβλία όπως τα «Crooner» και «The Summer We Crossed Europe in the Rain: Lyrics for Stacey Kent» του μυθιστοριογράφου Καζούο Ισιγκούρο, δεν είναι η πρώτη Ιταλίδα που αναλαμβάνει ένα τέτοιο έργο. Στο παρελθόν, άλλοι εικονογράφοι από τη γειτονική χώρα όπως οι Ολίμπια Ζανιόλι και Λορέντζο Ματότι, ξεχώρισαν για τα πρωτότυπα έργα τους. Με φόντο το δωμάτιο του σπιτιού της από όπου εργάζεται στη Μπολόνια, η Μπανιαρέλι μιλά στην κάμερα ενθουσιασμένη για τη συμμετοχή της σε ένα τόσο σημαντικό πρότζεκτ, πόσο μάλλον για το New Yorker. «Όταν έλαβα το μέιλ όπου με ρωτούσαν αν ενδιαφέρομαι να στείλω το σκίτσο μου, ένιωσα καταπληκτικά. Ήταν σουρεαλιστικό και αναμφισβήτητα ένα προνόμιο. Πρόκειται για ένα όνειρο που γίνεται πραγματικότητα, όχι μόνο για εμένα αλλά για κάθε εικονογράφο στον κόσμο». Πάντα γοητευμένη από το περιεχόμενο και ιδιαίτερα τα κλασικά ασπρόμαυρα σκίτσα, δηλώνει και η Αμερικανίδα σκιτσογράφος και συγγραφέας Λίσα Ντόνελι. «Καθώς μεγάλωνα, θυμάμαι τους γονείς μου να διαβάζουν το περιοδικό. Σε ηλικία 7 ετών, άρχισα να ασχολούμαι με τα κινούμενα σχέδια για να κάνω τη μητέρα μου να χαμογελάσει. Ήμουν πολύ ντροπαλό παιδί και αυτός ήταν ένας πολύ καλός τρόπος επικοινωνίας», λέει. Πώς προέκυψε η συνεργασία της με το New Yorker; «Στα πρώτα μου επαγγελματικά βήματα, έστελνα 8 με 10 σκίτσα την εβδομάδα στο καλλιτεχνικό τμήμα, ώστε να αξιολογηθούν προς δημοσίευση. Πήγαινα τακτικά στα γραφεία και συνήθως επέστρεφα για να τα παραλάβω αφού δεν είχαν επιλεχθεί. Δύο χρόνια μετά, “πούλησα” το πρώτο μου σκίτσο». Όταν ξεκίνησε να εργάζεται εκεί και επίσημα, το περιοδικό ήταν μια μικρή και ανεξάρτητη έντυπη έκδοση. «Πλέον ανήκει σε μεγάλη εταιρεία, όμως ορισμένες φορές εξακολουθεί να λειτουργεί ως μια μικρή επιχείρηση». Τα καρτούν που σχεδιάζει η Ντόνελι διακρίνονται για το χιούμορ, όχι μόνο στην εικόνα αλλά και στη λεζάντα που τη συνοδεύει. Τη ρωτάω ποια είναι η διαδικασία από τη στιγμή που συλλαμβάνεται μια ιδέα μέχρι την υλοποίησή της. «Οι συντάκτες δεν μας προτείνουν ποτέ κάποιο θέμα για το σκίτσο και δεν εγγυώνται ότι θα το αγοράσουν. Η απόφαση είναι του καλλιτέχνη, υπάρχει ελευθερία. Σε περίπτωση που θα ενδιαφερθούν για ένα σκίτσο, τότε θα το ξανασχεδιάσω χρησιμοποιώντας μολύβι με λεπτή μύτη και χαρτί ακουαρέλας, ενώ το χρώμα θα είναι στην απόχρωση του απαλού γκρίζου». Οι προκλήσεις Η δουλειά ακούγεται πιεστική και πάντα υπάρχει ο κίνδυνος έλλειψης ιδεών. Ποιες είναι οι προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι δύο δημιουργοί; «Σίγουρα η αναζήτηση θεμάτων. Ύστερα, στις μέρες μας κυκλοφορούν λιγότερα περιοδικά και εφημερίδες που προβάλλουν κινούμενα σχέδια, επομένως είναι δύσκολο να βγάλεις τα προς το ζην», τονίζει η Ντόνελι. «Πολλοί από εμάς έχουμε κι άλλες επαγγελματικές ασχολίες – διδάσκουμε, γράφουμε βιβλία, είμαστε πρόθυμοι να εργαστούμε σε νέα πρότζεκτ εικονογράφησης για πελάτες που ενδιαφέρονται να πληρώσουν τη δουλειά μας». Η Μπανιαρέλι θεωρεί ότι η αυτοαμφισβήτηση είναι το μεγαλύτερο της εμπόδιο. «Πάντα νιώθεις ότι ίσως δεν είσαι αρκετά καλή ή έξυπνη. Δεν είναι εύκολο να ζεις ως ελεύθερος επαγγελματίας, υπάρχει μια οικονομική επισφάλεια που δεν μπορεί να αγνοηθεί». Το New Yorker είναι από τα λίγα έντυπα διεθνώς που συνεχίζει να στηρίζει σκιτσογράφους και εικονογράφους, οι δημιουργίες των οποίων αποτελούν ορόσημα για τις σελίδες του. Ωστόσο, όπως λέει η Ντόνελι, το μέλλον των εικονογραφήσεων μοιάζει δυσοίωνο. «Δεν είναι σαφές γιατί οι εκδόσεις είναι επιφυλακτικές στη δημοσίευση “οπτικού χιούμορ”, μπορεί να οφείλεται σε οικονομικό θέμα ή στο ότι οι συντάκτες φοβούνται μήπως προσβάλλουν τους αναγνώστες. Αναρωτιέμαι μερικές φορές αν το χιούμορ θεωρείται λιγότερο σημαντικό, κάτι που φυσικά δεν ισχύει». Και το σχετικό link...
-
- 4
-
- new yorker
- μπιάνκα μπανιαρέλι
- (and 3 more)