Jump to content

Search the Community

Showing results for tags 'νίκος καζαντζάκης'.

  • Search By Tags

    Type tags separated by commas.
  • Search By Author

Content Type


Forums

  • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΝΕΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΝΕΑ
  • ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ
    • ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ
    • ΤΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙ
  • ΧΑΛΑΡΩΜΑ
    • ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ
    • ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΡΙΟ
    • ΤΟ ΠΑΖΑΡΙ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Διάφορα
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Ντόναλντ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Super Μίκυ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Κόμιξ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μίκυ Μάους
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μπλα μπλα
  • VINTAGE's Συζήτηση
  • VIDEO GAMES's Γεν. Συζήτηση για Video Games

Blogs

  • Valt's blog
  • Dr Paingiver's blog
  • GCF about comics
  • Vet in madness
  • Θέμα ελεύθερο
  • Film
  • Comics, Drugs and Brocc 'n' roll
  • I don't know karate, but i know ka-razy!
  • Γερμανίκεια
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • Κομικσόκοσμος
  • The Unstable Geek
  • Σκόρπιες Σκέψεις
  • Dhampyr Diaries
  • Περί ανέμων και υδάτων

Find results in...

Find results that contain...


Date Created

  • Start

    End


Last Updated

  • Start

    End


Filter by number of...

Joined

  • Start

    End


Group


Member Title


MSN


Website URL


Yahoo


Skype


City


Profession


Interests

Found 8 results

  1. Μιλήσαμε με τον γνωστό κομίστα για το φιλόδοξο εγχείρημα που έφερε εις πέρας, τη διαχρονικότητα του μυθιστορήματος αλλά και τον πάντα αιρετικό λόγο του Νίκου Καζαντζάκη. O Ζορμπάς να κοιτά μέσα από το τζάμι του καφενείου σαν αδέσποτο σκυλί, να φτιάχνει με ξυλαράκια στην άμμο ένα προσχέδιο για ένα πρωτόγονο τελεφερίκ, να πίνει κρασί δίχως αύριο, να χορεύει για να διώξει τον χάρο, να θυμάται απίθανες περιπέτειες από τα χίλια μέρη που έζησε, να αγκαλιάζει παθιασμένα Μαντάμ Ορτάνς, να φαίνεται με τη λαϊκή του ματιά πολύ πιο σοφός από τον πολυδιαβασμένο φίλο του· οι σκηνές που έχουν χαραχτεί στο μυαλό μας διαβάζοντας το εμβληματικό μυθιστόρημα του Νίκου Καζαντζάκη είναι δεκάδες. Δεν πρόκειται απλά για έναν καλογραμμένο χαρακτήρα – είναι ένα σύμβολο, όχι απλά λογοτεχνικό αλλά πανανθρώπινο. Πώς λοιπόν μπορεί να αναμετρηθεί κανείς με ένα τέτοιο μέγεθος; Κι όμως, κάποιοι τολμούν και μάλιστα τα καταφέρνουν εξαιρετικά. Όπως δηλαδή έκανε ο Soloup για τις ανάγκες του graphic novel με τίτλο «Ζοrμπάς – Πράσινη Πέτρα Ωραιοτάτη», που κυκλοφόρησε πριν κάποιο καιρό από τις εκδόσεις Διόπτρα. Έτσι, δημοσιεύουμε μία γραπτή συζήτηση μαζί του για το δύσκολο εγχείρημα που έφερε εις πέρας, για το πώς είναι να ετοιμάζεις ένα κόμικ 500 σελίδων, για τη διαχρονικότητα του Ζορμπά, τον πάντα αιρετικό λόγο του Νίκου Καζαντζάκη αλλά και για το πόσο απλό πράγμα είναι τελικά η ευτυχία. Στις πρώτες σελίδες του graphic novel βλέπουμε θρησκευτικά σύμβολα (ο Χριστός, ο Βούδας, ένας περιστρεφόμενος Δερβίσης) να γίνονται ένα με τον Ζορμπά και αυτός με τη σειρά του να γίνεται ένα με το γυναικείο αναπαραγωγικό όργανο. Μπορεί ακόμα και σήμερα να σπάει τα ταμπού ο Καζαντζάκης; Σίγουρα μπορεί. Όταν ξαναθέτεις, όπως εκείνος, πρωτογενή ερωτήματα σε αυτά που θεωρούνται πλέον δεδομένα και θέσφατα – ας πούμε για την κοινωνία, τη θρησκεία ή τις ανθρώπινες σχέσεις – μπορείς να θεωρηθείς ακόμα και αιρετικός. Αυτό συμβαίνει με τον Καζαντζάκη: Το έργο του είναι γεμάτο από τέτοιες πρωτογενείς σκέψεις και αγωνίες. Καθώς λοιπόν προσπαθούσα να τις επαναφηγηθώ στον δικό μου Ζορμπά, συνειδητοποιούσα πόσο δύσκολο είναι κάποιες ιδέες να διατυπωθούν ή να γίνουν εικόνες, ακόμα και σήμερα. Τι είναι εκείνο που κάνει το συγκεκριμένο μυθιστόρημα τόσο διαχρονικό; Σε όλα τα έργα του ο Καζαντζάκης θέτει αυτές ακριβώς τις πρωτογενείς αγωνίες και τα ερωτήματα. Όμως εδώ στον Ζορμπά, η φιλοσοφία, η μεταφυσική, η αγωνία της ύπαρξης, παντρεύονται με έναν ξεχωριστό τρόπο. Υπάρχουν τόσες εμβόλιμες ιστορίες, αφηγήσεις, αναμνήσεις και σκέψεις, οι οποίες άλλοτε διατυπώνονται με σκληρό, τραγικό τρόπο, άλλοτε με σχετική αποστασιοποίηση, άλλοτε με χιούμορ, αυτοσαρκασμό κι ένα μοναδικό γκροτέσκο ύφος. Κι όλα ετούτα με επίκεντρο τη ζωή, τον έρωτα, τον θεό και τον θάνατο. Θέματα τα οποία, πέρα από τις προφάσεις, τις διασκεδάσεις και τις σιωπές της καθημερινής μας ζωής, απασχολούν οποιονδήποτε άνθρωπο σε κάθε εποχή όταν βρίσκεται στον πυρήνα της υπαρξιακής μοναξιάς του. Έχει τη φήμη που του αρμόζει ή με τα χρόνια έχει αποκτήσει μία καλτ υπόσταση όμοια με τις δεκάδες ταβέρνες που κουβαλούν το όνομά του; Κάθε εποχή προσλαμβάνει τα ίδια ερεθίσματα με διαφορετικό τρόπο. Είναι αυτός ο τρομερός χρονότοπος που περιγράφει ο Μιχαήλ Μπαχτίν και κάνει τα ίδια πράγματα, τα ίδια βουνά, τα ίδια συναισθήματα να φαντάζουν κάθε φορά τόσο διαφορετικά. Εμείς επιλέγουμε να ντύσουμε έναν ήρωα ή μία κοινωνική συνθήκη με τα δικά μας ρούχα. Προσαρμόζουμε τα πάντα από το παρελθόν στις δικές μας ανάγκες και διερωτήσεις. Ο Ζορμπάς είναι πάντα εκεί και μας περιμένει. Και δεν είναι μόνο ο Ζορμπάς του Καζαντζάκη με την αγωνία της ζωής αλλά και του Κακογιάννη με τα στερεότυπα που του φόρτωσε με την ταινία του, χωρίς κατ’ ανάγκη να το επιδιώκει. Ο Ζορμπάς είναι ιδεότυπος. Ένας αρχετυπικός χαρακτήρας όπως ο Δον Κιχώτης του Θερβάντες ή ο Γαργαντούας του Ραμπελέ. Δεν μπορεί να είσαι λοιπόν μια τόσο ξεχωριστή φιγούρα, τόσο ιδιαίτερος με τα καμώματα και τις ιδέες σου, και να μην υπάρχει μια ταβέρνα, κάποιο μαγαζί με τ’ όνομά σου. «Άμα πεθαίνω εγώ, όλα πεθαίνουν», λέει ο Ζορμπάς σε μία από τις πρώτες του κουβέντες με τον ήρωα-αφηγητή. Υπήρξαν στιγμές που οι απόψεις και τα λόγια του τον έκαναν αντιπαθητικό στα μάτια σας; Δεν συμφωνώ με όλα όσα γράφονται μέσα στο μυθιστόρημα. Αλλά νομίζω πως με κανένα μυθιστόρημα ή ταινία ή έντεχνη αφήγηση δεν συμφωνούμε σε όλα. Εδώ καλά-καλά δεν συμφωνούμε σε όλα ούτε με τους καλύτερους φίλους μας ή τους συντρόφους μας. Κρατάμε όμως, και μάλλον έτσι είναι το σοφό, τα καλά και ουσιαστικά. Καμιά φορά βέβαια, φωλιάζουν σε αυτά που δεν μας αρέσουν και μερικές ενοχλητικές αλήθειες, κάπως βαριές για το στομάχι μας. Είναι δύσκολο να τις καταπιείς, να τις αποδεχτείς, αλλά δεν είναι κακό να τις έχεις εκεί διατυπωμένες, στις σελίδες ενός βιβλίου, και να τις αντικρίζεις κάθε τόσο. «Κάθε χωριό έχει τον παλαβό του. Και αν δεν έχει παλαβό τον φτιάχνει για να περνά την ώρα του». Η φράση αυτή ισχύει και για τον σημερινό κόσμο των social media; Ίσχυε πάντα και ισχύει και στο σημερινό μας «χωρίο», το Facebook, το Tik Tok και το Instagram. Αυτό που γεννάει σε κάθε εποχή τους τρελούς και τους παλαβούς, είναι η ανάγκη των υπολοίπων της κοινωνικής ομάδας να αισθανθούν φυσιολογικοί βγάζοντας κάποιους λιγότερο προσαρμοσμένους στη σέντρα. Τους κουνάμε το δάχτυλο σαν εισαγγελείς ή γελάμε μαζί τους. Το χιούμορ εκτός των άλλων, όπως το διατυπώνει πολύ όμορφα και ο Μπερκσόν – ο «Μπέρξονας» του Καζαντζάκη – έχει και αυτή την τιμωρητική διάσταση. Φωτογραφίες, αποφθέγματα, ιστορίες∙ ο Καζαντζάκης «πουλάει» μέχρι σήμερα τόσο στις κατ’ ιδίαν συζητήσεις όσο και στα κοινωνικά δίκτυα. Ποιο είναι το μυστικό του; Από τη μια βρίσκουμε στο έργο του διατυπωμένες τις πρωτογενείς υπαρξιακές αγωνίες κάθε ανθρώπου. Από την άλλη ο ίδιος ο συγγραφέας κατάφερε να προσπεράσει τα διάφορα σινάφια και κουτσομπολιά, κλεισμένος πάντα σε μια κάμαρα πλάι στη θάλασσα ή σκαρφαλωμένος στις Άλπεις, παλεύοντας τις εμμονές του. Ταυτόχρονα οι σκέψεις του τσιγκλούσαν πολύ τους σύγχρονούς του. Τσιγκλούσαν πολιτικούς, ιερείς, συντηρητικούς και προοδευτικούς. Κανείς δεν μπορούσε να τον κατατάξει με σιγουριά σε μια κατηγορία, να τον ταυτίσει με μια ιδεολογία ή να του βάλει μια ξεκάθαρη ταμπέλα. Ακόμα και σήμερα ακούγονται τόσα πολλά αντικρουόμενα πράγματα γι’ αυτόν. Έχετε κάποια εξήγηση γιατί ο ήρωας-αφηγητής συγχωρεί τις συνεχείς ατασθαλίες του Ζορμπά; Ο Καζαντζάκης δεν τοποθετεί τίποτα στην τύχη. Προσπάθησα έτσι κάποια στιγμή ενώ δούλευα τον δικό μου Ζορμπά, να καταλάβω τι μπορεί να σημαίνει η αναφορά, η παρομοίωση της περιπέτειας στο κρητικό ακρογιάλι με την Τρικυμία του Σαίξπηρ. Επέστρεψα σε αυτήν κι εκεί βρήκα ένα ακόμα από τα κλειδιά του μυθιστορήματος: Την έννοια της συγχώρεσης, που λέτε. Τόσο ο Σαίξπηρ όσο και ο Καζαντζάκης, στο μυαλό και στη στάση του Πρόσπερο διατυπώνουν μια τεράστια ανθρώπινη αξία, τη συγχώρεση. Άλλωστε, καθόλου τυχαία, τη στιγμή που γράφουν οι δυο συγγραφείς βρίσκονται σε μια ηλικία που μπορούν να κατανοήσουν τη ματαιότητα ενός τιμωρητικού κύκλου που δεν οδηγεί πουθενά. Στα χνάρια των Ευμενίδων του Αισχύλου λοιπόν, σπάνε τον κύκλο και πάνε παραπέρα, για τα σημαντικά αλλά και για τα πιο ασήμαντα. Το graphic novel είναι πραγματικά τεράστιο και ιδιαίτερα πυκνό σε νοήματα. Πόσο πολύ σας δυσκόλεψε και πόσο χρόνο χρειάστηκε για να ολοκληρωθεί; Ενάμιση χρόνο. Παρά τα τρελά ξενύχτια και την εντατική δουλειά, το διάστημα αυτό για ένα κόμικς με όγκο δουλειάς 500 σελίδων είναι ελάχιστο. Σκεφτείτε μόνο τι απαιτείται για να ολοκληρωθεί ένα τόσο εκτενές έργο: την έρευνα και τα διαβάσματα, τις οκτώ διαφορετικές γραφές του σεναρίου, τα storyboards, τα μολύβια, τα μελάνια και τα χρώματα. Συνήθως τα άλλα graphic novel μου, το Αϊβαλί και Η μάχη της πλατείας, χρειάστηκαν τουλάχιστον τρία χρόνια δουλειάς, ενώ ο Συλλέκτης που είναι λίγο πιο μικρός, άλλα δυόμιση. «Ένα ποτήρι κρασί, ένα κάστανο, η βουή της θάλασσας. Βεβαιώθηκα πάλι πόσο η ευτυχία είναι πράγμα απλό και λιτοδίαιτο». Είναι άραγε απλή έννοια η ευτυχία ή τρομερά πολύπλοκη; Είναι απλή, πολύ απλή. Περίπλοκο είναι το πώς καταφέρνουμε να σπαταλάμε μια ολόκληρη ζωή για να το καταλάβουμε και για να εκτιμήσουμε στο τέλος το ελάχιστο. «Να ζεις μακριά από τους ανθρώπους». Ο Καζαντζάκης αποζητά τον μοναχικό βίο και την ίδια στιγμή οι ήρωές του στον Ζορμπά δείχνουν να κάνουν τα πάντα για λίγη συντροφιά. Τελικά, ήταν αντιφατικός ως άνθρωπος και ως συγγραφέας; Ή μήπως γνώριζε κάτι περισσότερο; Είναι αντίφαση στο ίδιο εικοσιτετράωρο να υπάρχει και μέρα και νύχτα; Άλλωστε πώς ορίζεται η μέρα αν δεν υπάρχει η νύχτα; Βρίσκω απόλυτα φυσιολογικό και υγιές ένας άνθρωπος που σκέφτεται να συνειδητοποιεί και να αναζητά τη μοναχικότητά του και ταυτόχρονα να επιδιώκει και να χαίρεται τη ζεστασιά των άλλων. Υπάρχει μια μελαγχολία αλλά και μια τεράστια ομορφιά στο να μπορείς να ζεις με αυτόν τον τρόπο. Χωρίς να θέλω να κάνω σπόιλερ, σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη του έργου παίζει μία γυναικτονία. Ήταν άραγε ο τρόπος του συγγραφέα να στηλιτεύσει τη βία της επαρχίας ενάντια στις γυναίκες; Ισχύει αυτό που λέτε. Κι έχει ενδιαφέρον να κάνουμε μια τέτοια κουβέντα σε μέρες που ακούμε καθημερινά για γυναικοκτονίες. Είναι ένα ακόμα παράδειγμα για το πόσο επίκαιρο μπορεί να είναι το έργο του Καζαντζάκη, πηγαίνοντας μάλιστα και τον γενικότερο συλλογισμό παρακάτω. Στον Ζορμπά δεν απομονώνει το έγκλημα στον θύτη, αλλά το συνδέει και με την ευρύτερη κοινωνική στάση, αποστασιοποίηση και αδιαφορία. Ξέρετε, όπως στην Τρικυμία του Σαίξπηρ που σας ανέφερα προηγουμένως, ξεκλειδώνει και αυτή ακριβώς την κοινωνική στάση, την έμμεση συμμετοχή σε τέτοια εγκλήματα, παρομοιάζοντας τους κατοίκους του κρητικού χωριού, τον «λαό», με τον Κάλιμπαν, τον άξεστο εκείνο αγροίκο κάτοικο του νησιού, παιδί μιας μάγισσας με τον διάβολο. Τι ειρωνεία λοιπόν, αργότερα στο μυθιστόρημα, τη στιγμή της δολοφονίας της Χήρας, αυτός ο άξεστος «Κάλιμπαν-λαός» γίνεται με τη στάση του συνένοχος. Υπάρχει περίπτωση να μεταφέρεις κάποιο άλλο έργο του σπουδαίου Κρητικού σε μορφή κόμικς; Από πολύ νωρίς στη νεότητά μου διάβασα τα περισσότερα έργα του Καζαντζάκη, οπότε νομίζω πως τον γνωρίζω σε αρκετό βάθος. Θα μπορούσα να ασχοληθώ και με αλλά έργα του, αλλά όπως ίσως είδατε και στον Ζορμπά, με ιντριγκάρουν τα δύσκολα στη σκέψη του συγγραφέα. Το πώς δηλαδή θα περιγράψεις μεταφέροντας ένα βιβλίο σε κόμικς, όχι τόσο τα όσα συμβαίνουν σε αυτό σε γραμμική αφήγηση, αλλά πρωτίστως τα όσα σημαίνουν. Μην εκπλαγείτε λοιπόν αν κάποια στιγμή με δείτε να προσπαθώ μεταφέρω σε εικονογραφήγημα την Ασκητική, που δεν σου δίνει ούτε μια ευκαιρία για γραμμική εξιστόρηση και αφήγηση. Εμφανίζονται στην αγορά όλο και περισσότερα νέα graphic novels τα οποία μεταφέρουν «κλασικά» μυθιστορήματα σε κόμικς. Πιστεύετε ότι συμβαίνει επειδή ο κόσμος θέλει να διαβάσει πιο «γρήγορα» κάτι κλασικό ή επειδή έχουμε ανάγκη ως αναγνώστες να επιστρέψουμε σε σταθερές αξίες; Αυτό είναι πραγματικά ένα τεράστιο ζήτημα, που θα χρειάζονταν πολλές συνεντεύξεις και συνέδρια για να το αναλύσουμε. Τι είναι και ποια θεωρούνται graphic novels; Μπορούν να θεωρηθούν λογοτεχνία; Πώς εφαρμόζονται στην εκπαίδευση; Το σίγουρο είναι πως το αυξανόμενο ενδιαφέρον για τα κόμικς κάτι σημαίνει. Δεν είναι άσχετο από τα σύγχρονα πολιτισμικά πρότυπα όπως διαμορφώνονται μέσα από τις οθόνες των κινητών και τα social media, από την απομάκρυνση των νέων από ερεθίσματα και «αξίες» παλαιότερων γενεών. Και τελικά ότι οι τελευταίοι, από τη θέση των γονιών ή των εκπαιδευτικών, αναζητούν διαύλους επικοινωνίας με τις νεότερες γενιές, επιστρατεύοντας μέχρι και τα κόμικς, που κάποτε στην εποχή τους θεωρούνταν ευτελή αναγνώσματα – πιθανότατα ακόμα και από τους ίδιους. Επόμενα σχέδια; Πολλά. Τα σενάρια και οι ιδέες όσο μεγαλώνουμε πληθαίνουν κι αυτά. Τώρα είμαι στη φάση του Σίσυφου στη βάση του βουνού, που εξετάζει ποια πέτρα θα είναι η πιο κατάλληλη για να τη σπρώξει πάλι στον ανήφορο. Υγεία και τύχη να έχουμε! Και το σχετικό link...
  2. Ο «Καπετάν Μιχάλης», ένα από τα πιο διαχρονικά έργα του Νίκου Καζαντζάκη, μεταφέρεται σε κόμικς από τον Παναγιώτη Πανταζή και τις εκδόσεις «Διόπτρα». «Όταν άρχισα τώρα στα γεράματα να γράφω τον Καπετάν Μιχάλη, ο κρυφός μου σκοπός ήταν τούτος: να σώσω, ντύνοντάς το με λέξεις, τ’ όραμα του κόσμου όπως το πρωταντίκρισαν και το δημιούργησαν τα παιδικά μου μάτια. Κι όταν λέω τ’ όραμα του κόσμου, θέλω να πω το όραμα της Κρήτης». Με αυτά τα λόγια ξεκινάει να προλογίζει ο Νίκος Καζαντζάκης τον «Καπετάν Μιχάλη» του. Ένα από τα τελευταία έργα του, το οποίο κυκλοφόρησε το 1953, όταν εκείνος ήταν 70 χρόνων. Το πολυδιαβασμένο αυτό βιβλίο του, το οποίο από τη δεύτερη έκδοση έλαβε τον υπότιτλο «Ελευτερία ή θάνατος», επικεντρώνει στον κρητικό ξεσηκωμό του 1889 – μία από τις οκτώ επαναστάσεις που έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια του οθωμανικού ζυγού. Ο Καζαντζάκης δεν το έγραψε αποστασιοποιημένα. Όντας γεννημένος στο Ηράκλειο (τότε Χάνδακα) της Κρήτης το 1883, βίωσε ως παιδί τα γεγονότα του ξεσηκωμού, στον απόηχο μιας σειράς επαναστάσεων που τροφοδοτούνταν από τη φλόγα που άναψε το 1821, οδήγησαν στην πολιτική αυτονόμηση του νησιού το 1896 και τελικά στην ενσωμάτωσή του το 1913 στο ελληνικό κράτος. Ένας άνεμος ελευθερίας, λοιπόν, πνέει σε ολόκληρο τον «Καπετάν Μιχάλη». Μιας ελευθερίας που δεν εξαντλείται στην πολιτική, αλλά εστιάζει εξίσου στην εσωτερική. Η δίψα για αυτή την ελευθερία καθόρισε όλη τη ζωή του Καζαντζάκη, όλες τις – συχνά τρικυμιώδεις – φιλοσοφικές αναζητήσεις του. Και είναι αυτή ακριβώς η συνισταμένη που διαπερνάει το κόμικ που φιλοτέχνησε ο Παναγιώτης Πανταζής, βασισμένος στη διασκευή που έκανε ο ίδιος στο μυθιστόρημα. Ο «Καπετάν Μιχάλης» είναι το δεύτερο κόμικ που κυκλοφόρησαν οι εκδόσεις «Διόπτρα» (μετά τον «Ζορμπά» του Soloup) στο πλαίσιο του φετινού εκδοτικού προγράμματός τους για τον Νίκο Καζαντζάκη. Στις 168 σελίδες του, ο ταλαντούχος δημιουργός – γνωστός και ως μουσικός καλλιτέχνης με το όνομα Pan Pan – αφηγείται, αρκετά πιστά στο πρωτότυπο, την ιστορία του βλοσυρού Καπετάν Μιχάλη, του ορκισμένου να μη γελάσει αν δεν ελευθερωθεί η Κρήτη. Σε μια ατμόσφαιρα που μυρίζει μπαρούτι, με τις θρησκευτικές ηγεσίες να αδυνατούν να εμποδίσουν τις κλιμακούμενες συγκρούσεις μεταξύ Οθωμανών και χριστιανών, ο πρωταγωνιστής κυριεύεται από μια δαιμονική ορμή ενάντια στην τυραννία και την αδικία, αποφασισμένος ακόμα και να πεθάνει προκειμένου να κατακτήσει την ελευθερία. Με μια σύγχρονη σκηνοθετική ματιά που δίνει προτεραιότητα στη χρονική ροή, με κοφτούς διαλόγους που διατηρούν την καζαντζακική ιδιόλεκτο και με υπέροχες παλέτες που καθιστούν την ανάγνωση απολαυστική εμπειρία, ο Πανταζής καταφέρνει να αποτυπώσει τον κόσμο του Καπετάν Μιχάλη όπως τον κατέγραψε ο Καζαντζάκης. Έναν κόσμο αντρικής «τιμής», όπου «ξηγιούνται» τα μαχαίρια και η ζωή παύει να λογιέται ως κάτι σημαντικό όταν χάνονται η δικαιοσύνη και η αξιοπρέπεια. Και το σχετικό link...
  3. Soloup και Παναγιώτης Πανταζής επανασυστήνουν στο κοινό τον Ζορμπά και τον Καπετάν Μιχάλη, δύο ξακουστά έργα του πιο δημοφιλούς και πολυμεταφρασμένου Έλληνα συγγραφέα, δύο αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Οι ταλαντούχοι δημιουργοί μιλούν στο OneMan. Δύο χρόνια συμπληρώνονται αυτές τις μέρες από την επίσημη ανακοίνωση των εκδόσεων Διόπτρα για την απόκτηση των δικαιωμάτων του συνόλου του έργου του Νίκου Καζαντζάκη και μετά από την επανακυκλοφορία των βιβλίων του με επανασχεδιασμένα εξώφυλλα και σύγχρονη αισθητική, την πολυσυζητημένη κυκλοφορία του ανέκδοτου, άγνωστου μυθιστορήματος Ανήφορος, αλλά και τις διασκευές του σε παιδικά παραμύθια που παρέμεναν άγνωστες για δεκαετίες στο ευρύ κοινό, δύο από τα πλέον ξακουστά και διαχρονικά έργα του πιο δημοφιλούς και πολυμεταφρασμένου Έλληνα συγγραφέα – Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά και Καπετάν Μιχάλης – μεταφέρονται για πρώτη φορά σε graphic novel με την υπογραφή δύο καθιερωμένων ονομάτων του συγκεκριμένου χώρου. Ο μεν Soloup (Ζοrμπάς – Πράσινη πέτρα ωραιοτάτη) τονίζει ότι προσπάθησε να επαναφηγηθεί τον Ζορμπά «με μια άλλη σειρά των επεισοδίων από αυτή του καζαντζακικού κειμένου. Ουσιαστικά, να κάνω ένα νέο μοντάζ, ώστε να αποκτήσει τον ρυθμό και τη ροή ενός σύγχρονου έργου στον κινηματογράφο ή μιας τηλεοπτικής σειράς, κρατώντας όμως τον λόγο και τις ιδέες του πρωτοτύπου». Ο δε Παναγιώτης Πανταζής (Καπετάν Μιχάλης) ότι έγραψε και σχεδίασε ένα κόμικ «με βάση ένα κλασικό έργο, αλλά το έφτιαξα έτσι ώστε να στέκεται μόνο του, να είναι η δική μου εκδοχή και να αποτελεί ένα καλοδουλεμένο κόμικ, το οποίο βγάζει νόημα ως αυτόνομο έργο». Οι δύο ταλαντούχοι δημιουργοί μιλούν στο OneMan για τη βιωματική τους σχέση με τις λέξεις του Καζαντζάκη, για τα θεμελιώδη ζητήματα που πραγματεύονται ο Ζορμπάς και ο Καπετάν Μιχάλης, και φυσικά για την έρευνα που έκαναν πριν πιάσουν, με σεβασμό και τόλμη, μολύβι και χαρτί. Ο Soloup Πριν από την προσωπική σας εμπλοκή, ποια ήταν η σχέση σας με το έργο του Καζαντζάκη; Εννοώ γενικά αλλά και ειδικά, όσον αφορά τα συγκεκριμένα έργα. Soloup: Στην εφηβεία αλλά και αργότερα, είχα ήδη κολλήσει με τον Καζαντζάκη. Είχα διαβάσει όλα τα μυθιστορήματά του, τον Ζορμπά, τον Φτωχούλη του Θεού, την Αναφορά στον Γκρέκο, τον Καπετάν Μιχάλη, τις Αδερφοφάδες… αλλά και τα πιο αναστοχαστικά, όπως ας πούμε την Ασκητική και τον Βραχόκηπο. Κι ανάμεσα σε αυτά και την απαιτητική Οδύσσεια. Στη συνέχεια βέβαια, καθώς ανακάλυπτα άλλες σκέψεις και άλλα κείμενα, απομακρύνθηκα από τον λόγο του Καζαντζάκη, που τον θεωρούσα πλέον υπερβολικό και κάπως παρωχημένο. Έλα όμως που κάποια πράγματα κάνουν κύκλους στις ζωές μας. Έτσι, πριν από δυο χρόνια και με αφορμή την πρόταση της Διόπτρας, όπως ξανάπιασα να μελετώ τον Ζορμπά, συνειδητοποίησα πόσα ουσιαστικά πράγματα έχει ακόμα να πει και στους σύγχρονους αναγνώστες. Τα πρωτογενή, υπαρξιακά ερωτήματα παραμένουν πάντα επίκαιρα. Παναγιώτης Πανταζής: Στο δημοτικό είχα εντυπωσιαστεί από το απόσπασμα που είχαμε στα Κείμενα. Αν δεν κάνω λάθος ήταν από το Αναφορά στον Γκρέκο. Βέβαια, απέτυχα παταγωδώς όταν προσπάθησα να το διαβάσω ολόκληρο. Ξαναδιάβασα Καζαντζάκη στον στρατό, την περίοδο δηλαδή που προσπαθούσα να γεμίσω τα νεκρά τρίωρα στους θαλάμους με όσο περισσότερα βιβλία γινόταν. Η αλήθεια είναι πως τα πήγα πολύ καλά. Δεν κατάφερα να ξαναδιαβάσω τόσο πολύ στην ενήλικη ζωή μου όσο τότε. Τον Καπετάν Μιχάλη τον διάβασα μετά από την πρόταση των εκδόσεων Διόπτρα για συνεργασία. Ποια θεωρείτε ότι είναι τα κεντρικά ζητήματα που πραγματεύεται ο Καζαντζάκης αφενός στον Ζορμπά, αφετέρου στον Καπετάν Μιχάλη; Soloup: Ο Καζαντζάκης έχει ασχοληθεί με διαφορετικά είδη κειμένων: δοκίμια, άρθρα σε εφημερίδες, σενάρια, ένα ιδιόμορφο μυθιστόρημα, το Τόντα Ράμπα, μεταφράσεις, κείμενα σε περιοδικά, πολυσέλιδα ποιήματα, θεατρικά, ταξιδιωτικά. Μόνο στα τελευταία χρόνια της ζωής του καταπιάστηκε πιο συστηματικά με τα μυθιστορήματα που τον έκαναν ευρύτερα γνωστό. Και το πρώτο χρονολογικά υπήρξε ο Ζορμπάς. Ένα βιβλίο κομβικό για το σύνολο του δικού του έργου αλλά, όπως φάνηκε και στην πορεία, και για τα Ελληνικά γράμματα, αφού ο Ζορμπάς αποτελεί το πλέον πολυμεταφρασμένο ελληνικό λογοτεχνικό έργο. Σε αυτό συνυπάρχουν συμπυκνωμένες οι συγγραφικές και αναγνωστικές αναζητήσεις του Καζαντζάκη, αποδοσμένες με έναν ιδιόμορφο αφηγηματικό τρόπο, όπου το ψέμα και η αλήθεια παντρεύονται μοναδικά. Διαμορφώνουν έτσι ένα μυθιστόρημα που διαφέρει και απ’ όσα ακολούθησαν, αφού το σατιρικό και το γκροτέσκο στοιχείο πλέκονται με το τραγικό, σε μια σύνθεση που τη συναντούμε μόνο σε αρχετυπικά μυθιστορήματα, όπως για παράδειγμα στον Δον Κιχώτη του Θερβάντες ή στο Γαργαντούας και Πανταγκρυέλ του Ραμπελαί. Παναγιώτης Πανταζής: Με κεντρική φιγούρα μια εκδοχή του πατέρα του – πιο άγρια και ηρωοποιημένη από τον άνθρωπο στον οποίο βασίστηκε – ο Καζαντζάκης περιγράφει με χορταστικό τρόπο τη ζωή στην Κρήτη το 1889, δηλαδή πριν και κατά τη διάρκεια μιας ακόμη εξέγερσης των Χριστιανών απέναντι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η ακατάπαυστη και εξουθενωτική αίσθηση του καθήκοντος, τα ανθρώπινα πάθη από τα οποία δεν μπορούν να ξεφύγουν ούτε οι ατσάλινοι μαχητές, οι μικρές χαρές που συντηρούν τους ανθρώπους ακόμη και σε καταστάσεις συντριπτικής πίεσης, είναι κάποια από τα θέματα που έχουν απασχολήσει τους ανθρώπους από πάντα, και τα οποία στον Καπετάν Μιχάλη βλέπουμε να δίνουν ζωή ή να βασανίζουν τους χαρακτήρες του. O Παναγιώτης Πανταζής Σε τι είδους προετοιμασία και έρευνα επιδοθήκατε; Ήταν ξεκάθαρη εξαρχής η εικόνα για το τι σκοπεύατε να κάνετε – ο οδικός, αν θέλετε, χάρτης για να φτάσετε στον τελικό προορισμό; Soloup: Όπως σας είπα και πιο πριν, ο Ζορμπάς έχει πολλές αναφορές σε λογοτεχνικά ή φιλοσοφικά κείμενα ή και σε ρεύματα ιδεών (Χριστιανισμός, Βουδισμός, Κομμουνισμός). Χρειάστηκε λοιπόν μια πραγματικά μεγάλη αναζήτηση σε αυτές τις κατευθύνσεις, η οποία αποτυπώνεται και στη βιβλιογραφία που παραθέτουμε στο τέλος του graphic novel. Ακόμα, για να μπω και στη σκέψη του συγγραφέα ανέτρεξα και σε άλλα κείμενά του, όπως για παράδειγμα στα ημερολόγιά του από το Άγιον Όρος, αλλά και στην αλληλογραφία του με στενούς του ανθρώπους – κυρίως με τον Πρεβελάκη. Στο οπτικό κομμάτι τώρα, εκμεταλλεύτηκα όσο καλύτερα μπορούσα τις αναφορές του σε έργα τέχνης, όπως ας πούμε στο «χέρι του Θεού», ενός συγκεκριμένου αγάλματος του Ροντέν, ώστε να αποδώσω με γραμμές και εικόνες τις δύσκολα μεταφερόμενες οπτικά, έννοιες και ιδέες του. Επιδίωξα όμως να βρεθώ και ο ίδιος σε τόπους του Ζορμπά ή της ευρύτερης Καζαντζακικής μυθοπλασίας: στο ορυχείο στην Καλογριά της Μάνης, στα βουνά και στις παραλίες της Κρήτης, στο μουσείο Ροντέν στο Παρίσι, στα μοναστήρια του Υμηττού και στο Τολέδο, όχι για μια «πιστή» αποτύπωση των όσων περιγράφει, όσο περισσότερο για να υποθέσω τις δικές του εντυπώσεις καθώς τα έβλεπε όλα αυτά. Παναγιώτης Πανταζής: Ένα ελεύθερο και απολαυστικό διάβασμα σαν αναγνώστης, για να γνωρίσω το έργο. Ένα ακόμη, αλλά αυτή τη φορά κρατώντας σημειώσεις για τα πάντα, προκειμένου να βγει η σκαλέτα του σεναρίου μου. Αμέτρητες ώρες στο ίντερνετ και στα βιβλία, ψάχνοντας για φορεσιές, χτενίσματα, αρχιτεκτονική και τοπία. Και δυο επισκέψεις στο Ηράκλειο, γιατί ο ψυχολογικός τόνος ενός τόπου είναι κάτι που βιώνεται. Ποιες ήταν οι σημαντικότερες δυσκολίες που αντιμετωπίσατε; Υπήρξαν συγκεκριμένες ζόρικες στιγμές που σας φάνηκαν βουνό; Από την άλλη, υπήρξαν στιγμές που σας έκαναν να εκπλαγείτε με το πόσο απρόσμενα αβίαστη ήταν η διαδικασία; Soloup: Στον Ζορμπά, όπως ίσως μπορείτε να φανταστείτε, η μεγαλύτερη δυσκολία ήταν το να παλέψω με τα στερεότυπα που έχουν δημιουργηθεί από την ταινία του Κακογιάννη, Zorba the Greek. Η εικόνα του Ζορμπά σήμερα έχει ταυτιστεί τόσο πολύ με τη φιγούρα του Άντονι Κουίν αλλά και με την ευρύτερη μυθολογία της ταινίας, όπως το συρτάκι. Όμως από τη στιγμή που διαμορφώθηκε στα σχέδια η δική μου εκδοχή για την εικόνα του Ζορμπά, ο ήρωας άρχισε να αυτονομείται και να παίρνει, θα έλεγα, ακόμα και την πρωτοβουλία των κινήσεών του μέσα στα σκίτσα. Παναγιώτης Πανταζής: Το έργο είναι πλούσιο σε εικόνες, αλλά σχεδόν από την αρχή και σχετικά εύκολα ήξερα τι θα κρατήσω και τι θα μείνει έξω από τη δική μου εκδοχή. Αυτό που δεν υπολόγιζα όταν ξεκινούσα να δουλεύω, ήταν πως στην τελική ευθεία του project θα είχαμε κι ένα νεογέννητο στο σπίτι. Βέβαια, όπως γίνεται πάντα, αφού έχουν περάσει τα δύσκολα, κοιτάς με τι έχεις μείνει και σβήνεις το ζόρικο κομμάτι. Εγώ έχω μείνει με ένα κόμικ και μια κόρη, άρα όλα πήγαν καλά. Τελικά ο στόχος σας είναι να συστηθεί ο Καζαντζάκης σε ένα νεότερο κοινό, που δεν τον γνώριζε μέχρι σήμερα, ή να τον δει με μια νέα ματιά το ήδη υπάρχον κοινό; Soloup: Η δική μου προσπάθεια ήταν να επαναφηγηθώ τον Ζορμπά με μια άλλη σειρά των επεισοδίων από αυτή του καζαντζακικού κειμένου. Ουσιαστικά, να κάνω ένα νέο μοντάζ, ώστε να αποκτήσει τον ρυθμό και τη ροή ενός σύγχρονου έργου στον κινηματογράφο ή μιας τηλεοπτικής σειράς, κρατώντας όμως τον λόγο και τις ιδέες του πρωτοτύπου. Μια επαναφήγηση που νομίζω πως αφορά τόσο εκείνους που έχουν διαβάσει ήδη το έργο, όσο και εκείνους που το προσεγγίζουν για πρώτη φορά. Παναγιώτης Πανταζής: Για εμένα τίποτα από τα δύο. Σε καθετί που καταπιάνομαι, στόχος είναι να μείνει μια καλή δουλειά, για την οποία εγώ θα είμαι περήφανος και ο κόσμος θα έχει νιώσει κάτι. Εν προκειμένω, είναι ένα κόμικ που έγραψα και σχεδίασα με βάση ένα κλασικό έργο, αλλά το έφτιαξα έτσι ώστε να στέκεται μόνο του, να είναι η δική μου εκδοχή και να αποτελεί ένα καλοδουλεμένο κόμικ, το οποίο βγάζει νόημα ως αυτόνομο έργο. Ο Καζαντζάκης θα συστηθεί σε νεότερο κοινό – επειδή τα κόμικς απευθύνονται στατιστικά σε νεότερους ανθρώπους – και ταυτόχρονα θα ιδωθεί με νέα ματιά και από αυτούς που ήδη τον γνώριζαν. Ωστόσο, δεν ένιωσα ποτέ πως κάτι από τα δύο είναι ο στόχος μου. Και αν κάποιος δεν είχε ιδέα πριν, και με αφορμή το κόμικ μου διαβάσει και το πρωτότυπο, αυτό θα είναι τέλειο, καθώς μιλάμε για ένα αριστούργημα. Έχοντας πια εμβαθύνει στον Καζαντζάκη και ως δημιουργοί, υπάρχει κατά τη γνώμη σας κάποια παρεξήγηση ή/και παρερμηνεία για εκείνον και το έργο του, που καλό θα ήταν επιτέλους να αποσαφηνιστεί; Εν πάση περιπτώσει, σχετικά με ότι σας αφορά, ποιο κρατάτε ως το σημαντικότερο μάθημα που πήρατε για τον Καζαντζάκη μέσα από αυτή τη δημιουργική διαδικασία; Soloup: Η επαναφήγηση και η επανερμηνεία ενός κλασικού κειμένου όπως είναι ο Καπετάν Μιχάλης ή ο Ζορμπάς από τον Παναγιώτη κι εμένα, είναι ταυτόχρονα μια σύγχρονη ανάγνωση που γίνεται προφανώς με σεβασμό προς τον συγγραφέα. Και αυτός ο σεβασμός αποτυπώνεται με την ανάδειξη στοιχείων των κειμένων που μιλούν στον σημερινό αναγνώστη για τις δικές του προβολές. Αυτή ακριβώς η προσέγγιση είναι, νομίζω, που ξαναζωντανεύει τόσο τα κλασικά κείμενα όσο και το ενδιαφέρον του κοινού. Ειδικά όταν αυτά πλαισιώνονται από μια παράλληλη, προσεγμένη επανασύσταση του συνόλου του έργου του Καζαντζάκη, όπως αυτήν που πραγματοποιούν εδώ και δυο χρόνια οι εκδόσεις Διόπτρα. Παναγιώτης Πανταζής: Με συγκλόνισε ανά στιγμές ο τρόπος που σκάβει στα πιο κρυφά σημεία των ψυχών των χαρακτήρων του. Θα ήθελα να μπορώ να το κάνω κι εγώ σε δικά μου έργα, να δημιουργώ τρισδιάστατους χαρακτήρες με τόση άνεση. Τα graphic novels Ζοrμπάς – Πράσινη πέτρα ωραιοτάτη του Soloup και Καπετάν Μιχάλης του Παναγιώτη Πανταζή κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Διόπτρα. Και το σχετικό link...
  4. Οι δημιουργοί μιλούν στην «Κ» για την πρόκληση να εικονογραφήσουν σαν «ανθρώπους της διπλανής πόρτας» εμβληματικά πρόσωπα του παρελθόντος. Εμβληματικά πρόσωπα του παρελθόντος υπαρκτά ή μη σε σύγχρονο αφηγηματικό καμβά. Η Μήδεια, ο Αριστοτέλης, και ο Καπετάν Μιχάλης «ζωντανεύουν» ξανά χάρη σε νέες δημιουργίες. Τα υλικά, αναγνωρισμένα και διαχρονικά. Η τεχνοτροπία παρουσίασης είναι εμπνευσμένη από το αποτύπωμα των καιρών. Τα graphic novels (μυθιστορήματα–κόμικς) μας ξανασυστήνουν εμβληματικές μορφές, με συναρπαστικές πινελιές. Τετραγωνάκια με ασπρόμαυρες ή πολύχρωμες εικόνες, φυσαλίδες και συννεφάκια με διαλόγους, αλλά και σκίτσα που τα «ακούς» καθώς αναπαριστούν με εύστοχο τρόπο ηχητικά εφέ, όπως έναν δυνατό κρότο ή μια έκρηξη. Το αναπτυσσόμενο αφηγηματικό αυτό είδος συμβάλλει στη σύνδεση του τότε με το σήμερα, μέσω μιας κατανοητής και διασκεδαστικής προσέγγισης ιστορικών γεγονότων. Από το graphic novel «Καπετάν Μιχάλης» του Παναγιώτη Πανταζή. Ο Παναγιώτης Πανταζής (Pan Pan) είχε πλούσια πρώτη ύλη για το σενάριο του νέου του βιβλίου «Καπετάν Μιχάλης» (εκδ. Διόπτρα). Η ιστορία ακολουθεί τον πατέρα του Νίκου Καζαντζάκη στα τέλη του 19ου αιώνα. Η τεταμένη κατάσταση ανάμεσα σε Οθωμανούς και χριστιανούς στην Κρήτη θα οδηγήσει στην επανάσταση του 1889 και ο ήρωας θα αγωνιστεί για την ελευθερία του. «Οι εκδόσεις απέκτησαν τα δικαιώματα του Καζαντζάκη και μου πρότειναν να κάνω ένα κόμικ που λαμβάνει χώρα σε αυτή τη χρονική περίοδο. Ήταν μια τεράστια αλλά ενδιαφέρουσα πρόκληση για μένα», λέει στην «Κ» ο κ. Πανταζής. «Έπρεπε να προετοιμαστώ ανάλογα, να διαβάσω, να αναζητήσω πηγές για το πώς φέρονταν οι άνθρωποι, πώς ζούσαν, πώς μιλούσαν, τι θεωρούσαν φυσιολογικό και τι όχι σε σχέση με την κανονικότητα της εποχής». Από το graphic novel «Μήδεια» της Σοφίας Κομηνέα και του Ανδρέα Γιοβάνου. Για τη δημιουργία της «Μήδειας» (η δεύτερη έκδοση κυκλοφόρησε το 2023 από την Comicdom Press), η Σοφία Κομηνέα διασκεύασε με προσμείξεις τα ομώνυμα έργα των Σενέκα, Ζαν Ανούιγ και Χάινερ Μιούλερ. «Προσπάθησα να μεταφέρω το έργο στο σήμερα. Επέλεξα μια πιο σύγχρονη εκδοχή του λόγου, μια πιο γρήγορη και κοφτή γραφή σε συνδυασμό με την εικονογραφική απόδοση του Ανδρέα Γιοβάνου. Ναι μεν αποτυπώνει την εποχή αλλά με έναν τρόπο μινιμαλιστικό, με τα ελάχιστα απαραίτητα στοιχεία καθώς και με πιο σύγχρονες οπτικές λήψεις ως προς τη σκηνοθεσία», εξηγεί η ίδια. Όπως αναφέρει, σκοπός των δημιουργών είναι να τονίσουν τη θεατρική του ατμόσφαιρα αλλά και να εμβαθύνουν στην ψυχοσύνθεση της Μήδειας. «Θεωρώ ότι η ιστορία πραγματεύεται διαχρονικά θέματα. Η Μήδεια έχει έναν πολυδιάστατο χαρακτήρα τον οποίο θέλησα να παρουσιάσω μέσα από το graphic novel. Η ίδια αντιδρά στα κοινωνικά στερεότυπα της εποχής της και προσπαθεί να προασπίσει την τιμή της. Θα λέγαμε ότι είναι ένα μανιφέστο ενάντια στις φυλετικές διακρίσεις. Mια κραυγή κατά της φαλλοκρατίας της εποχής, κατά της δυσμενούς θέσης της γυναίκας. Εκτός από αυτό, η ιστορία θίγει και θέματα της προσφυγιάς, της εξορίας». Από το graphic novel «Αριστοτέλης» σε δημιουργία Τάσου Αποστολίδη και Αλέκου Παπαδάτου. Στοιχεία επικαιρότητας στο βιβλίο του «Αριστοτέλης» (εκδ. Ίκαρος) ήθελε να δώσει και ο σκιτσογράφος Αλέκος Παπαδάτος. Μαζί με τον συγγραφέα Τάσο Αποστολίδη, ξεκίνησαν να εργάζονται πάνω στο βιβλίο ένα χρόνο πριν την πανδημία. «Υπάρχει μια σεμνοτυφία, μια συντηρητική αντιμετώπιση του πώς θα αναπαρασταθεί ένας τέτοιος άνθρωπος. Zήτησα από τον Τάσο Αποστολίδη να μειώσει το κείμενο όσο γίνεται περισσότερο, να δώσουμε περισσότερο χώρο στην εικόνα αφενός και αφετέρου να εξανθρωπίσουμε λίγο αυτόν τον χαρακτήρα», λέει ο κ. Παπαδάτος. Και συμπληρώνει: «Πήραμε έναν αρχαίο Έλληνα που όμως δεν θέλαμε να είναι απλός ήρωας. Τον κάναμε λίγο πιο καθημερινό, πιο δικό μας, πιο “άνθρωπο της διπλανής πόρτας”. Έχει την περιέργεια, τη φιλομάθεια, την τρομακτική ενέργεια να διαβάζει από μικρός τα πάντα σε μια εποχή όπου μόνο άκουγαν για να μαθαίνουν». Αξίες του παρελθόντος… στο σήμερα Η μαζική αυτή τάση των graphic novels που βασίζονται σε κάποιο παλιό λογοτεχνικό κείμενο και διασκευάζονται για ένα διαφορετικό κοινό, υπάρχει τουλάχιστον εδώ και οκτώ χρόνια. Έχει ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε το πώς προβάλλονται οι αξίες του παρελθόντος στο σήμερα. Για παράδειγμα, ο «Καπετάν Μιχάλης» είναι ένας ορμητικός χαρακτήρας με στοιχεία ενός τυπικού – για την εποχή – άνδρα. «Στο 2023, οι συμπεριφορές του αποτελούν στοιχεία ενός άνδρα ο οποίος αφού έχει κάνει κάποια εγκλήματα βρίσκεται δικαίως στη φυλακή. Από την άλλη, υπάρχουν και καλά στοιχεία που είναι ωραίο να τονιστούν με τον ανάλογο τρόπο», λέει ο κ. Πανταζής. Αν ανατρέξουμε πίσω στις δεκαετίες του 1980 και του 1990, μυθιστορηματικά κόμικς όπως το «Maus» και αργότερα το «Persepolis» ήταν περισσότερο non-fiction και όχι εκτεταμένα fantasy μυθιστορήματα. «Τα ιστορικά τοποθετούνται στην ομάδα που κάποιοι ονομάζουν reality comics. Ένα κομμάτι τους αναφέρεται σε βιώματα και όχι σε καθαρά fiction ιστορίες. Δεν είναι άσχημο να μάθει ο αναγνώστης κάτι καινούργιο μέσα από τη ματιά ενός κόμικ με τα εργαλεία, τα μέσα που προσφέρει. Όλο αυτό έχει και γνωσιακό ενδιαφέρον. Χωρίς να θέλουμε να υπονοήσουμε ότι τα graphic novels μπορούν να αντικαταστήσουν την ακαδημαϊκή γνώση», τονίζει ο κ. Παπαδάτος. Σύμφωνα με τον κ. Πανταζή, όταν ένας εικονογράφος ή συγγραφέας καταπιάνεται με έργο που αφορά μια διαφορετική εποχή, «νιώθω ότι θα πρέπει λίγο να το κοιτάμε καθαρά από το σήμερα για να μπορέσουμε να κρατήσουμε τι αξίζει και τι πρέπει να τεθεί υπό κρίση ώστε να έχει νόημα. Αλλιώς, ας το αφήσουμε εκεί που ήταν». Και το σχετικό link...
  5. Το εικονογραφημένο μυθιστόρημα, ή διεθνώς graphic novel, ανθίζει ιδιαιτέρως τα τελευταία χρόνια και στην Ελλάδα κι ένας από τους πιο συζητημένους εκπροσώπους του είναι ο Soloup (κατά κόσμον Αντώνης Νικολόπουλος), πολιτικός γελοιογράφος και δημιουργός κόμικς. O Soloup έγινε πολύ γνωστός με το πρώτο του graphic novel που ήταν το «Αϊβαλί» (2014), ένα αφήγημα για τη Μικρασιατική Καταστροφή και τη Συνθήκη της Λοζάννης με παραπομπές, μεταξύ άλλων, στον Φώτη Κόντογλου και τον Ηλία Βενέζη. Το δεύτερο γραφιστικό μυθιστόρημα του Soloup τιτλοφορείται «Ο συλλέκτης» (2018) και προκάλεσε μια έκθεση με τα εικαστικά υλικά του στο Μουσείο Μπενάκη της Πειραιώς. Το θέμα αυτή τη φορά θα είναι εντελώς διαφορετικό, την αδυναμία του πατέρα να αποκτήσει μια ισορροπία με το παιδί του όταν έχει χωρίσει από τη μητέρα του και η επιμέλεια ανήκει στη ίδια. «Η μάχη της πλατείας» (2021), το τρίτο εικονογραφημένο μυθιστόρημα του Soloup, είναι για την Επανάσταση του 1821 με κέντρο το πρόσωπο του Κολοκοτρώνη και πεδίο αναφοράς όλα τα σημαντικά γεγονότα (στρατιωτικά και πολιτικά) του Αγώνα για την εθνική ανεξαρτησία. Το έργο κέρδισε την πρώτη θέση στον διαγωνισμό «200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση» του Ελληνικού Ιδρύματος Έρευνας και Καινοτομίας (ΕΛΙΔΕΚ). Οι εικόνες του κόμικ του Soloup κινούνται συνεχώς εδώ ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν. Μετά από μια πορεία σαν και την προηγούμενη, ο Soloup επανέρχεται στην τέχνη του με ένα πολυσέλιδο graphic novel που τιτλοφορείται «Ζοrμπάς – Πράσινη πέτρα ωραιοτάτη» και μόλις κυκλοφόρησε από τη Διόπτρα στο πλαίσιο της συστηματικής επανέκδοσης του καζαντζακικού έργου, όπως και του πρώτου, άγνωστου μέχρι προ τίνος καζαντζακικού μυθιστορήματος «Ο ανήφορος». Το κόμικ Πώς θα μετατραπεί ο μυθιστορηματικός λόγος σε γλώσσα των εικόνων, πολλώ δε μάλλον αν ο κομίστας έχει να αναμετρηθεί και με την εμβληματική κινηματογραφική μεταφορά του Μιχάλη Κακογιάννη; Είναι φανερό πως ο Soloup έχει εργαστεί πολύ και με κόπο. Ως προς την κινηματογραφική μεταφορά, οι δικές του εικόνες επιδιώκουν να επανέλθουν εγγύτερα στο πρωτότυπο κείμενο του «Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά» (1946), αναδιατάσσοντας παρόλα αυτά με ριζικό τρόπο τη διαδοχή και τη λογική των επιμέρους ιστοριών του που θα προκύψουν ως αυτόνομα επεισόδια της συνεχούς και ενιαίας αφήγησης του κόμικ. Σκοπός αυτής της επιλογής είναι να αποσπαστεί ο Ζορμπάς από το πρότυπο ενός τοπικού και κατά τεκμήριον αφελούς και απλοϊκού γλεντζέ, το οποίο κυριάρχησε διεθνώς μέσω της ταινίας, και να επανέλθει στο πνεύμα του Καζαντζάκη και στα κεφαλαιώδη μοτίβα-αναρωτήσεις που έχουν εγγραφεί στην ταυτότητά του: ποια είναι η σχέση του έρωτα με τον θάνατο, τι απαιτεί ο Θεός από τους ανθρώπους και από τον εαυτό του, πού συναντιέται η σάρκα με το πνεύμα, πώς αντιμετωπίζουν οι αρσενικοί τις θηλυκές, τι σημαίνει ανδρική τόλμη και παρρησία, πώς είναι δυνατόν να υπάρξει μια κοινοβιακή ζωή ικανή να θρέψει τις αυθεντικότερες ανάγκες της ύπαρξης, πώς να απαντήσουμε στον τρόμο του θανάτου δίχως να παραβλέψουμε την ακατανίκητη παρόρμηση της ελευθερίας; Ο Soloup δεν θα περιοριστεί σε εικόνες που ανασταίνουν την καζαντζακική έκφραση Εστιάζοντας την προσοχή του σε απαρατήρητες λεπτομέρειες του «Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά» θα εντάξει στο σκηνικό του τοπίο τις γλυπτικές μορφές του Ροντέν, θα αναδείξει τις σκιτσογραφικές επιδόσεις του Ζορμπά, θα μετασχηματίσει σε υπότιτλο του μυθιστορήματός του μια ανύποπτη ρήση του προλόγου του Καζαντζάκη («Πράσινη πέτρα ωραιοτάτη») ενώ παράλληλα θα επιμείνει στις κλασικές αναγνώσεις του τελευταίου (Νίτσε και Μπερξόν), χωρίς να παραλείψει επιστολές του, την αυτοβιογραφική «Αναφορά στον Γκρέκο» (1961) και άλλες παρόμοιες πηγές. Η ενδελεχής έρευνα των κειμενικών διαθεσίμων που σχετίζονται με πρόσωπα και εποχές του ιστορικού χρόνου του κόμικ τροφοδοτεί για άλλη μια φορά την εικονογράφηση του Soloup, χωρίς να της επιτρέψει ποτέ να φιλολογήσει ή να φλυαρήσει. Όσο για τον ίδιο τον εικονογραφικό του λόγο, ο Soloup θα μοιράσει τα επεισόδια του μυθιστορήματός του σε ποικίλα χρώματα (ανάλογα με τα αισθήματα και τις καταστάσεις που περιγράφονται). Το γκρι, το πράσινο, το μαύρο και το λευκό των προηγούμενων μυθιστορημάτων του θα δώσουν τώρα τη θέση του στο μπλε, στο κόκκινο και στο κίτρινο (με τα μπλε να τείνει να επικρατήσει). Τα χρώματα υποβοηθούνται από φωτογραφικά και άλλα ετερογενή εικαστικά υλικά. Και όλα αυτά επιστρατεύονται και συντονίζονται πυρετικά όποτε χρειάζεται να υποστηρίξουν όσα φαντάζονται, επιθυμούν ή συλλογιούνται οι ήρωες (από τον Ζορμπά και τον στενό του φίλο και σύντροφο, που δεν είναι άλλος από το συγγραφικό προσωπείο του Καζαντζάκη, μέχρι την αγία Γαλλίδα πόρνη Μαντάμ Ορτάνς και τους κατοίκους και τους μοναχούς της Κρήτης, ή και τον Soloup που αιφνιδίως θα εμφανιστεί αυτοπροσώπως στη δράση). Εκείνο που πρωτίστως αποδεικνύει ο Soloup με τη δουλειά του είναι η αυτονομία και οι εγγενείς δυνατότητες του graphic novel, που δεν χρειάζεται όταν συνομιλεί με τη λογοτεχνία να καταλήξει με τη σειρά του σε κάποιο είδος λογοτεχνίας: αρκεί να οργανώσει τη χρωματική του σύνθεση και τη σκηνογραφική γραμμή του με έναν τρόπο που θα μας παροτρύνει να επιστρέψουμε στη λογοτεχνία μέσα από τη δύναμη, τη φαντασία και την ελευθερία του σκίτσου – του σκίτσου όταν χτίζει ένα αυτοδύναμο, απολύτως πλέον ξεχωριστό σύμπαν. Και το σχετικό link...
  6. Οι εκδόσεις «Διόπτρα» μάς ξανασυστήνουν τον Καζαντζάκη και ο Soloup μάς ξανασυστήνει τον Ζορμπά, μέσα από το ολοκαίνουργιο ογκωδέστατο κόμικς «ΖORΜΠΑΣ – Πράσινη πέτρα ωραιοτάτη». 140 χρόνια μετά τη γέννηση του Νίκου Καζαντζάκη, το ογκώδες έργο του επανεκδίδεται, ξαναδιαβάζεται και συζητιέται από νέες γενιές αναγνωστών και αναγνωστριών. Στο πλαίσιο, λοιπόν, του πλούσιου εκδοτικού τους προγράμματος που φέρνει το καζαντζακικό έργο στο επίκεντρο, οι εκδόσεις «Διόπτρα» μας συστήνουν τον σπουδαίο Κρητικό συγγραφέα από την αρχή, με τη μεταφορά δύο κορυφαίων βιβλίων του σε κόμικς. Το πρώτο είναι «Ο Βίος και η Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά» και το δεύτερο «Ο Καπετάν Μιχάλης». Καθώς ο «Καπετάν Μιχάλης» διά χειρός Παν Παν βρίσκεται υπό έκδοση και αναμένεται να κυκλοφορήσει προσεχώς, το ενδιαφέρον μας σε αυτό το φύλλο επικεντρώνεται εξ ολοκλήρου στον «Ζορμπά», που μόλις τις προηγούμενες μέρες σάλπαρε για το μεγάλο εκδοτικό του ταξίδι. Πρόκειται για το πολυαναμενόμενο κόμικς 500 και πλέον σελίδων, με την υπογραφή του Soloup (Αντώνη Νικολόπουλου), ο οποίος διασκεύασε με την εικονογραφική γλώσσα ένα από τα πλέον εμβληματικά και δημοφιλή μυθιστορήματα του Καζαντζάκη. «Πώς ν’ αναμετρηθείς με αυτόν τον Δράκο;» είχε γράψει ο Καζαντζάκης για τον Ζορμπά. Όμως η δουλειά του Soloup ήταν ακόμα πιο δύσκολη, καθώς είχε να αναμετρηθεί με δύο δράκους: τόσο με τον εκρηκτικό αυτό λογοτεχνικό ήρωα, όσο και με τον Νίκο Καζαντζάκη. Το να πούμε απλώς ότι τα κατάφερε θα αδικούσε τον γνωστό γελοιογράφο, δημιουργό κόμικς, αλλά και διδάκτορα του Πανεπιστημίου Αιγαίου. Και αυτό γιατί ο καταξιωμένος καλλιτέχνης δεν έκανε απλώς μια μεταφορά και μια προσαρμογή του βιβλίου για τον Αλέξη Ζορμπά στη δομή και τη φόρμα των κόμικς. Ο Soloup ουσιαστικά μας επαναφηγήθηκε την ιστορία του, τον προσέγγισε μέσα από ένα πολυσύνθετο πρίσμα και μας πρότεινε έναν νέο τρόπο να τον διαβάζουμε, αλλά και να τον... «διαβάζουμε». Ήταν λοιπόν εύστοχη, κατά τη γνώμη μας, η επιλογή των ανθρώπων της «Διόπτρας» να αναθέσουν στον συγκεκριμένο δημιουργό την εικονογραφηγηματική διασκευή του μυθιστορήματος. Έχοντάς μας χαρίσει στο πρόσφατο παρελθόν έργα όπως το «Αϊβαλί» και «Η Μάχη της Πλατείας», ο Soloup έχει αποδείξει ότι επιθυμεί να «συνομιλήσει» και να αναμετρηθεί με τα Μεγάλα Αφηγήματα (της ιστορίας, της λογοτεχνίας, της συλλογικής μνήμης) με ένα πνεύμα ελεύθερο και αδέσμευτο από εθνοκεντρικές ή άλλου είδους συμβάσεις, κρατώντας παράλληλα επαφή τόσο με τα σύγχρονα προβλήματα της εποχής μας, όσο και με τα δικά του ερευνητικά ενδιαφέροντα. Αρχικά, ο δημιουργός αναδιέταξε την αυθεντική αφηγηματική ροή και κατηγοριοποίησε το βιβλίο σε 17 κεφάλαια με θεματικούς τίτλους (και με διαφορετικές χρωματικές παλέτες), στη λογική των επεισοδίων των σίριαλ. Από την άλλη μεριά, διατήρησε αυτούσιους σε πολλά σημεία τους μυθιστορηματικούς διαλόγους με την καζαντζακική ιδιόλεκτο. Στη συνέχεια επαναπροσέγγισε δημιουργικά τον «Ζορμπά» μέσα από τις φιλοσοφικές συνισταμένες της σκέψης του Καζαντζάκη: Βούδας, Νίτσε, Μπερξόν, Σέξπιρ, Δάντης, Ροντέν κ.ά. Πρόκειται λοιπόν για έναν συνεχή διάλογο του συγγραφέα με τον λογοτεχνικό του ήρωα, ένα αέναο φιλοσοφικό ταξίδι, που τροφοδοτείται ξανά και ξανά μέσα από γόνιμα αντιθετικά σχήματα όπως: ζωή-θάνατος, πνεύμα-ύλη, διονυσιακό-απολλώνιο, πίστη στον Θεό-αθεΐα. Ενώ από τη μέση του βιβλίου παρεμβάλλεται και ο ίδιος ο Soloup, προσθέτοντας τη σύγχρονη κριτική ματιά μιας εποχής που έχει αναθεωρήσει αρκετές από τις παλιότερες «αξίες», οι οποίες θεωρούνταν αδιαμφισβήτητες στα χρόνια του Καζαντζάκη. Ο πιο επικίνδυνος σκόπελος πάντως που ο σκιτσογράφος έπρεπε να αποφύγει, ήταν ο κινηματογραφικός Ζορμπάς με όλες τις συνδηλώσεις που αυτός δημιούργησε τη δεκαετία του ’60: συρτάκι, ούζο, θάλασσα, «ελληνική λεβεντιά». Αν και το βιβλίο του Καζαντζάκη είναι από τα πιο πολυδιαβασμένα της νεοελληνικής πεζογραφίας, γεγονός παραμένει ότι η πρόσληψη που έχει τόσο το ελληνικό κοινό, όσο και πολύ περισσότερο το διεθνές, βασίζεται κυρίως στα ισχυρά στερεότυπα που μας κληροδότησε η ταινία του Μιχάλη Κακογιάννη «Zorba the Greek» (1964), με πρωταγωνιστή τον Άντονι Κουίν. «Τρομερή η ταινία του Κακογιάννη […], αλλά εκεί, νομίζω, αρχίζει η παρεξήγηση», λέει ο ίδιος ο Soloup, διά στόματος του... χάρτινου εαυτού του (σ. 188). «Ο Καζαντζάκης δεν μιλάει για τον Ζορμπά τον “γραφικό Έλληνα”, αλλά για έναν άνθρωπο που αναζητά την ελευθερία». Και το σχετικό link...
  7. Το ιστορικό μυθιστόρημα του σπουδαίου Έλληνα λογοτέχνη κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διόπτρα σε έναν εξαιρετικά καλοφτιαγμένο τόμο, σε σχέδιο και σενάριο του Παναγιώτη Πανταζή. Ο Καπετάν Μιχάλης, ένα από τα τελευταία έργα του Καζαντζάκη, είναι από τα κορυφαία μυθιστορήματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Το βιβλίο κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1953, ενώ το 2022 κυκλοφόρησε σε μια εξαιρετική έκδοση από τη Διόπτρα με νέο εξώφυλλο, ειδικά σχεδιασμένη γραμματοσειρά, εισαγωγικά κείμενα και επίμετρο που προσφέρουν περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με το ίδιο το έργο και την εποχή στην οποία γράφτηκε. Από τις εκδόσεις Διόπτρα κυκλοφορεί και το graphic novel που έφτιαξε ο Παναγιώτης Πανταζής (Pan Pan) σε δικό του σκίτσο και σενάριο, μία από τις πιο ολοκληρωμένες κυκλοφορίες του είδους που έχουν γίνει ποτέ στην Ελλάδα. Ο Καπετάν Μιχάλης, ο κεντρικός ήρωας του βιβλίου, είναι ένας άγριος και ανυπότακτος πολεμιστής που έχει ορκιστεί να είναι μαυροντυμένος, αξύριστος και αγέλαστος μέχρι να ελευθερωθεί η Κρήτη. Όταν όμως συναντά την Εμινέ, τη γυναίκα του αδελφοποιτού του, του Νουρήμπεη, τον κυριεύει «ένας δαίμονας» που παρά τις προσπάθειές του δεν καταφέρνει να τον βγάλει από το μυαλό του. Καθώς η τεταμένη κατάσταση μεταξύ Οθωμανών και χριστιανών στο νησί προκαλεί γεγονότα που θα οδηγήσουν στην επανάσταση του 1889, ο Καπετάν Μιχάλης βρίσκεται να αναζητά την ελευθερία σε έναν ακόμη τομέα… Παναγιώτης Πανταζής (Pan Pan) Η υπόθεση τοποθετείται το 1889, την περίοδο της Κρητικής Επανάστασης, σε έναν κόσμο αγριότητας, του οποίου η ηθική εντελώς διαφορετική από τη σημερινή, οι κανόνες του ορίζονται από τον αγώνα ενάντια στην υποδούλωση και τη βαναυσότητα, όπως επιβάλλει η έννοια της επανάστασης· τα γεγονότα είναι πραγματικά (ο Καπετάν Μιχάλης φτιάχτηκε κατ’ εικόνα του πατέρα του συγγραφέα), αρκετά είναι φανταστικά, όλα όμως δημιουργούν δυνατούς χαρακτήρες. Ως σύνολο, ο Καπετάν Μιχάλης είναι το πιο ολοκληρωμένο graphic novel που έχει δημιουργήσει μέχρι τώρα ο Pan Pan, με εκπληκτική ροή και καρέ συναρπαστικά που μεταφέρουν ιδανικά τον κόσμο και την ατμόσφαιρα που πλάθει στο βιβλίο του ο Καζαντζάκης. — Έχεις μεταφέρει κι άλλα μυθιστορήματα στη φόρμα του graphic novel. Πόσο διαφορετικό ήταν αυτήν τη φορά; H βασικότερη διαφορά είναι πως στα Μυστικά του Βάλτου έκανε τη σεναριακή διασκευή ο Γιάννης Ράγκος. Για τον Καπετάν Μιχάλη δούλεψα όχι μόνο το σχέδιο αλλά και το σενάριο με editor τον Γιώργο Γούση. Δεν υπάρχει λόγος σύγκρισης, ωστόσο απόλαυσα περισσότερο το να σχεδιάζω τα ρούχα των Ελλήνων και των Τούρκων. — Ποια ήταν τα στοιχεία που σου τράβηξαν το ενδιαφέρον; Η ευκολία του Καζαντζάκη να χτίζει χαρακτήρες μέσα από λεπτές αποχρώσεις της συμπεριφοράς τους. Αυτή ήταν και η μεγαλύτερη πρόκληση ως προς τη μεταφορά του μυθιστορήματος σε κόμικ: οι μύχιες σκέψεις, τα πάθη που δρουν παρασκηνιακά και κόντρα στις αρχές που διέπουν τις συμπεριφορές όλων σε πρώτο επίπεδο. Κάποιες σκηνές είναι τόσο πλούσιες που θα ήθελα να είχα την πολυτέλεια να τους αφιερώσω το δικό τους βιβλίο. — Τι προετοιμασία έπρεπε να κάνεις για να σχεδιάσεις το σκηνικό της Κρήτης της εποχής; Διάβασα για την περίοδο, για τη συμπεριφορά των ανθρώπων, την καθημερινότητά τους, για να καταλάβω τι είναι η fiction εκδοχή του Καζαντζάκη και τι ιστορικά ακριβές· όχι για να ακολουθήσω το δεύτερο, αλλά για να έχω μια πιο σφαιρική εικόνα ώστε να μπορέσω να φτιάξω το σύμπαν του κόμικ μου. Αναζήτησα βιβλία με φωτογραφίες της εποχής και ομάδες στο Facebook. Μεγάλη ανακούφιση μου έδωσε το γεγονός πως ο Κούλες και τα εντυπωσιακά τείχη του Ηρακλείου διατηρούνται σε εξαιρετική κατάσταση – το σχήμα των προμαχώνων θα μπορούσε να είναι βγαλμένο από κάποια καμπάνια του Aphex Twin. Και φυσικά επισκέφθηκα το Ηράκλειο δύο φορές, γιατί καμία έρευνα δεν συγκρίνεται με το να περπατάς και να ανασαίνεις τον αέρα της περιοχής. — Τι ήταν αυτό που σου έκανε μεγαλύτερη εντύπωση στον Καπετάν Μιχάλη ως χαρακτήρα; Είναι καλός ή κακός ήρως με τα σημερινά δεδομένα; Με τα σημερινά δεδομένα είναι ένας... απαράδεκτος τύπος. Είναι μια ακραία πατριαρχική μορφή που ισοπεδώνει τα πάντα στο πέρασμά της. Έχει μόνο έναν κανόνα: είναι αποδεκτό μόνο ό,τι μπορεί να συμβάλει στην ελευθερία της Κρήτης, καμία απόλαυση δεν δικαιολογείται. Ο Καζαντζάκης δείχνει να μην μπορεί να αποφασίσει μεταξύ του θαυμασμού του για τους ηρωισμούς του πατέρα του και της κριτικής απέναντί του. — Τι θέματα πραγματεύεται το έργο του Καζαντζάκη; Έκανες αλλαγές στο δικό σου έργο; Βλέπουμε μια δραματοποιημένη εκδοχή του πατέρα του Νίκου Καζαντζάκη στο κατώφλι της Κρητικής Επανάστασης του 1889. Τα πάντα περιστρέφονται γύρω από το γεγονός ότι η Κρήτη δεν είναι ελεύθερη, μέχρι που ο Καπετάν Μιχάλης γνωρίζει πρώτη φορά στη ζωή του τον έρωτα, που φυσικά ποτέ δεν κατονομάζεται ως τέτοιος αλλά ως «δαίμονας» στην καλύτερη. Εκεί περιπλέκονται τα πράματα γιατί ο πόθος του στρέφεται προς τη γυναίκα του «αδελφοχτού» και αντίπαλο δέους του στους Οθωμανούς, του Νουρήμπεη. Στη συνέχεια γίνεται όλο και πιο πολύπλοκο. Το πρωτότυπο μυθιστόρημα δίνει ένα συνολικότερο context της κατάστασης στην Κρήτη της εποχής, εγώ, για λόγους οικονομίας – μία σελίδα μυθιστορήματος συνήθως αντιστοιχεί σε περισσότερες σελίδες κόμικ –, χρειάστηκε να μοντάρω αρκετά. Έμεινα πιστός στην πλοκή, απλώς κοιτάζω τα γεγονότα από το 2023 και επιλέγω να τα φωτίσω αναλόγως. — Υπάρχει δική σου ερμηνεία στο βιβλίο του Καζαντζάκη; Ναι, αλλά το μόνο που μπορώ να πω χωρίς να κάνω spoiler είναι πως για μένα είναι σαφές πως ο Καπετάν Μιχάλης δεν είναι ήρωας αλλά ένας καταπιεσμένος από την πατριαρχία άνθρωπος που με τη σειρά του καταπιέζει. — Πόσο καιρό σού πήρε να το ολοκληρώσεις; Περίπου δεκαπέντε μήνες. Και το σχετικό link...
  8. Ο Soloup συστήνει τον Ζορμπά στο σύγχρονο κοινό μέσα από μια νέα αφήγηση λόγου και εικόνας. — Το graphic novel είναι μια σύγχρονη αφηγηματική τέχνη. Πώς μπορεί να προσεγγίσει τους κλασικούς κώδικες της πεζογραφίας; Τα graphic novels είναι, όπως λέτε, μια αυτόνομη αφηγηματική τέχνη που συνδυάζει και χρησιμοποιεί στοιχεία από τον κινηματογράφο, τη λογοτεχνία, το θέατρο, τη γραφιστική, τη ζωγραφική. Έτσι, η δυνατότητα που έχουν να χρησιμοποιούν στοιχεία από όλες αυτές τις τέχνες, συνδυάζοντας ταυτόχρονα τον λόγο και την εικόνα στην αφήγηση, είναι και η δύναμή τους να προσεγγίζουν δημιουργικά τις άλλες μορφές τέχνης, προσθέτοντας στοιχεία σε αυτές. Κάτι τέτοιο συμβαίνει λοιπόν και με τη μεταφορά λογοτεχνικών έργων σε κόμικς, μεταφορές που είναι ιδιαίτερα δημοφιλείς τα τελευταία χρόνια. Όμως σε κάθε τέτοια μεταφορά θα πρέπει αφηγηματικά να ακολουθούμε τις δυνατότητες και τους κώδικες του νέου μέσου, για παράδειγμα των κόμικς ή του κινηματογράφου, αν θέλουμε να κάνουμε κάτι πραγματικά ενδιαφέρον και πρωτότυπο και όχι ένα «υποπροϊόν» του πρωτότυπου κειμένου. Τα κόμικς και η φόρμα των graphic novels δεν είναι «λογοτεχνία». Είναι μια αυτόνομη τέχνη κι έτσι, με τα δικά της μέσα και τη συνδυαστική δυνατότητα αφήγησης που έχει, θα πρέπει να τα προσεγγίζουμε. Όχι ως μια «σχεδόν-λογοτεχία», «εικονογραφημένη-λογοτεχνία» ή «παρα-λογοτεχνία». — Δεν είναι η πρώτη φορά που ασχολείστε με τη μεταφορά μυθιστορημάτων στη φόρμα του graphic novel. Στο συγκεκριμένο, ποια είναι τα στοιχεία που σας τράβηξαν το ενδιαφέρον; Ποιος είναι ο στόχος, το αποτέλεσμα που επιθυμείτε να πετύχετε; Πράγματι, κάτι τέτοιο είχα αρχικά επιχειρήσει με λογοτεχνικά κείμενα των Κόντογλου και Βενέζη στο Αϊβαλί. Αλλά και τότε, το ζητούμενο για μένα δεν ήταν να μεταφέρω το Νούμερο 31328 ή το Αϊβαλί, η πατρίδα μου σε κόμικ. Ήταν να συνομιλήσω με τα κείμενα, τοποθετώντας τα μάλιστα παράλληλα και σε αντιπαράθεση, παράγοντας έτσι μια νέα αφήγηση και νέες προσλήψεις, παραπέμποντας στα αρχικά κείμενα και όχι παρακάμπτοντας ή διασκευάζοντάς τα. Αυτό, νομίζω, μπορεί να παράγει στις κόμικ μεταφορές λογοτεχνικών έργων κάτι πραγματικά νέο και ενδιαφέρον. Με την ίδια λογική κινούμαι και τώρα στον Ζορμπά. Εδώ η πρόκληση ήταν να πάρω το πλέον διάσημο έργο του Καζαντζάκη και, ακολουθώντας το πνεύμα αλλά και τις διακειμενικές παραπομπές του, να φτιάξω κάτι οικείο για το σύγχρονο κοινό. Ουσιαστικά επιχείρησα μια επαναφήγηση του έργου, προτείνοντας μια νέα ματιά για το έργο του Καζαντζάκη στους σημερινούς αναγνώστες, σίγουρα μακριά από τα στερεότυπα που έχει προσθέσει η, κατά τα άλλα, αδιαμφισβήτητα επιτυχημένη κινηματογραφική μεταφορά του Κακογιάννη. Σε αυτό το σημείο είμαι πραγματικά ευγνώμων γιατί οι εκδόσεις Διόπτρα με άφησαν να κινηθώ ελεύθερα στην αναζήτηση μιας τέτοιας επαναφήγησης. Ο Ζορμπάς είναι ένα πολυεπίπεδο έργο με πολλές διακειμενικές αναφορές, που απαιτεί έναν αντίστοιχο χειρισμό, αν θέλουμε να αναδείξουμε τον πλούτο του. — Το μυθιστόρημα «Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά» πραγματεύεται έννοιες όπως ο έρωτας, η ζωή, ο θάνατος, ο Θεός. Πώς έχουν αποτυπωθεί στον δικό σας «Zoρμπά»; Προσπάθησα να μείνω πιστός στο πνεύμα και τις ανησυχίες του συγγραφέα, εκμεταλλευόμενος ταυτόχρονα τις σύνθετες δυνατότητες οπτικής και λεκτικής αφήγησης των κόμικς. Έννοιες όπως ο έρωτας, ο θάνατος, ο Θεός, αποδόθηκαν με διάφορους τρόπους οπτικών μεταφορών ή παραπομπών σε πολιτισμικά φορτισμένες εικόνες. Για παράδειγμα, στον σχεδιασμό των ερωτικών σκέψεων του «αφεντικού» για τη Χήρα εκμεταλλεύτηκα τις αναφορές του Καζαντζάκη στα γλυπτά του Ροντέν. Έτσι η αποτύπωση των γραμμών των αγαλμάτων του συγκεκριμένου γλύπτη έγιναν το οπτικό όχημα για μια τέτοια εικαστική απόδοση. Απαιτήθηκαν μάλιστα δύο ταξίδια στο μουσείο Ροντέν στο Παρίσι για να μπορέσω να αντλήσω το υλικό αυτό, με φωτογραφίες, επιτόπια σκίτσα αλλά και τη σχετική βιβλιογραφία. — Ο «Ζορμπάς», όπως και συνολικά ο Καζαντζάκης, έχει μελετηθεί εκτενώς. Στην κινηματογραφική του μεταφορά το έργο έχει δεχθεί την ερμηνεία της σκηνοθετικής ματιάς του Μιχάλη Κακογιάννη. Στην εκδοχή του graphic novel επιχειρείτε κι εσείς, ως δημιουργός, μια δική σας ερμηνεία; Ναι, βέβαια. Ζητούμενο και σ’ εμένα από την αρχή ήταν η δημιουργία ενός νέου πρωτότυπου έργου που θα συνομιλεί με το κείμενο του Καζαντζάκη, όχι αποτελώντας ένα πάρεργο αλλά, αντίθετα, προσθέτοντας στοιχεία, σκέψεις και αναφορές σε αυτό, προσδίδοντάς του ταυτόχρονα μια πιο σύγχρονη ροή αφήγησης. — Είχατε προηγούμενη επαφή με το έργο του Καζαντζάκη; Ποια ήταν η προετοιμασία σας, σε θεωρητικό ή άλλο επίπεδο, προκειμένου να ασχοληθείτε με τον «Ζορμπά»; Στη νεότητά μου είχα διαβάσει τα περισσότερα βιβλία του Καζαντζάκη, και εκείνα τα χρόνια με είχαν επηρεάσει σημαντικά. Τώρα βέβαια, για τη δημιουργία του δικού μου Ζορμπά, χρειάστηκε κάτι πολύ περισσότερο από μια απλή ανάγνωση. Έτσι, όπως και σε όλα μου τα graphic novels, προηγήθηκε σοβαρή έρευνα και μελέτη. Και σε αυτό το κομμάτι είμαι ιδιαίτερα τυχερός γιατί, λόγω και της ακαδημαϊκής μου εμπειρίας, η συστηματοποίηση της έρευνας και η διαχείριση της βιβλιογραφίας μού είναι ιδιαίτερα οικείες διαδικασίες. Ανέτρεξα έτσι σε φιλολογικά ή άλλα σχετικά κείμενα (για παράδειγμα, για την κινηματογραφική αφήγηση του Ζορμπά), στην αλληλογραφία του ίδιου του συγγραφέα αλλά και σε πλήθος άλλων έργων που αναφέρονται ή υπονοούνται στο μυθιστόρημα του Καζαντζάκη. Αναφέρω ενδεικτικά την Τρικυμία του Σαίξπηρ ή τη Θεία Κωμωδία του Δάντη. Είναι δουλειά επίπονη και χρονοβόρα αλλά ταυτόχρονα και μια εξαιρετικά όμορφη εμπειρία, αφού σε ταξιδεύει σε τόπους και σου γνωρίζει πράγματα που ούτε καν φανταζόσουν όταν ξεκινούσες. Και αυτό ίσως είναι το μεγαλύτερο προσωπικό κέρδος απ’ όλη ετούτη την καταβύθιση σε ένα τόσο πλούσιο κείμενο, όπως το συγκεκριμένο του Ζορμπά. Και το σχετικό link...
×
×
  • Create New...

Important Information

By using this site, you agree to our Terms of Use.