Μετάβαση στο περιεχόμενο

Αναζήτηση στην Κοινότητα

Εμφάνιση αποτελεσμάτων για ετικέτες 'κώστας μπέζος'.

  • Αναζήτηση ανά ετικέτες

    Πληκτρολογήστε ετικέτες χωρισμένες με κόμματα.
  • Αναζήτηση ανά συγγραφέα

Τύπος περιεχομένου


Ενότητες

  • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΝΕΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΝΕΑ
  • ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ
    • ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ
    • ΤΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙ
  • ΧΑΛΑΡΩΜΑ
    • ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ
    • ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΡΙΟ
    • ΤΟ ΠΑΖΑΡΙ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Διάφορα
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Ντόναλντ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Super Μίκυ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Κόμιξ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μίκυ Μάους
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μπλα μπλα
  • VINTAGE's Συζήτηση
  • VIDEO GAMES's Γεν. Συζήτηση για Video Games

Blogs

  • Valt's blog
  • Dr Paingiver's blog
  • GCF about comics
  • Vet in madness
  • Θέμα ελεύθερο
  • Film
  • Comics, Drugs and Brocc 'n' roll
  • I don't know karate, but i know ka-razy!
  • Γερμανίκεια
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • Κομικσόκοσμος
  • The Unstable Geek
  • Σκόρπιες Σκέψεις
  • Dhampyr Diaries
  • Περί ανέμων και υδάτων

Βρείτε αποτελέσματα σε ...

Βρείτε αποτελέσματα που ...


Ημερομηνία Δημιουργίας

  • Αρχή

    Τέλος


Τελευταία ενημέρωση

  • Αρχή

    Τέλος


Φιλτράρετε με αριθμό ...

Εγγραφή

  • Αρχή

    Τέλος


Ομάδα


Member Title


MSN


Website URL


Yahoo


Skype


Πόλη


Επάγγελμα


Ενδιαφέροντα

  1. 80 χρόνια συμπληρώνονται φέτος από τον θάνατο του μποέμ μουσικού και σκιτσογράφου Κώστα Μπέζου, του ανθρώπου που τυποποίησε τη φιγούρα του Μουσολίνι στις γελοιογραφίες του ’40. O Γενάρης του ’43 ήταν από τους δυσκολότερους της σύγχρονης Αθήνας. Ανάμεσα στους δεκάδες της νεκρούς εκείνο τον μήνα βρισκόταν κι ένας που υπέκυψε στη φυματίωση, εκείνος που ο συνεργάτης του Κώστας Βάρναλης αποκάλεσε «τελευταίο της γενεάς των βοημών»: ο μόλις 38 χρόνων τραγουδοποιός, ηθοποιός, αρθρογράφος και σκιτσογράφος Κώστας Μπέζος. Κώστας Μπέζος (1905-1943) Ο Μπέζος ήταν μια πολυτάλαντη προσωπικότητα που ασχολήθηκε με πολλές τέχνες, έζησε μια ξέφρενη ζωή και σημείωσε λαμπρή πορεία στη γελοιογραφία, τυποποιώντας τη γελοιογραφική φιγούρα του Μουσολίνι. Σε αυτό το αφιέρωμα το Καρέ Καρέ ιχνηλατεί το σκιτσογραφικό του έργο. Ένας μποέμ σίφουνας H ζωή και το έργο του Κώστα (ή Κωστή) Μπέζου είναι γεμάτα γοητεία κι ερωτηματικά, γιατί ενώ πέρασε σαν σίφουνας και σάρωσε την καλλιτεχνική ζωή της Ελλάδας της δεκαετίας του ’30, μετά τον θάνατό του ξεχάστηκε παντελώς. Πτυχές του έργου του ανακαλύπτονται ακόμα και σήμερα. Γεννήθηκε το 1905 στο Μπολάτι Κορινθίας και σπούδασε στην ΑΣΚΤ, την οποία δεν ολοκλήρωσε ποτέ για χάρη της μουσικής. Το 1930 ηχογραφεί με το ψευδώνυμο Α. Κωστής τα περίφημα 12 ρεμπέτικά του, όπως το «Ήσουνα ξυπόλητη» – τη διάσημη «Παξιμαδοκλέφτρα». Ύστερα, παρατά εντελώς το ρεμπέτικο και συστήνει το συγκρότημα «Άσπρα Πουλιά» που ερμηνεύει ελαφρά τραγούδια και χαβάγιες. Περιοδεύει σε όλη την Ελλάδα και την ανατολική Μεσόγειο και συνεργάζεται με καλλιτέχνες του θεάματος όπως οι Αττίκ, Νίκος Χατζηαποστόλου κ.ά. Παράλληλα εργάζεται στις εφημερίδες «Ακρόπολη» και «Πρωία» ως αρθρογράφος/ευθυμογράφος και σκιτσογράφος. Τέλος, μέσα στην Κατοχή, εμφανίζεται ως ηθοποιός στις χαμένες πια ταινίες «Μάγια η Τσιγγάνα» και «Διπλή Θυσία». Αεικίνητος χαρακτήρας, γοητευτικός και κομψός, ζούσε στο τώρα και ποτέ στο αύριο. Η ζωή του ήταν γεμάτη δημιουργία, γλέντι, γυναίκες και ταξίδια. «Ο σκιτσογράφος μας κ. Μπέζος στρατευθείς αποχαιρετά τους προσωπικούς του… φίλους» γράφει η λεζάντα της γελοιογραφίας. Για τη συνεργασία του με την εφημερίδα «Πρωία», μας πληροφορεί ο Δημήτρης Σαπρανίδης στο βιβλίο του «Η Ιστορία της Ελληνικής Γελοιογραφίας». Ο εκδότης της «Πρωίας» Στέφανος Πεσμαζόγλου, ενδιαφέρθηκε προσωπικά για τον Μπέζο και τον προσέλαβε ως βασικό σκιτσογράφο με μισθό 5.000 δραχμών. Στις γελοιογραφίες του πρωταγωνιστούσαν καθημερινοί χαρακτήρες σε κωμικές καταστάσεις αποδομένοι με γραμμή απλή, μοντέρνα, μερικές φορές «βρόμικη», γεμάτη καμπύλες. Ο Βάρναλης στο επικήδειο άρθρο του για τον Μπέζο διασώζει τη διαδικασία γέννησης των σκίτσων του: «Όταν ερχότανε τα βράδια στα γραφεία της “Πρωίας” για να φκιάσει το καθημερινό του σκίτσο, ήτανε άθυμος σα να τον είχανε καταδικάσει σε καταναγκαστικά έργα. – Τι να φκιάσω; έλεγε, το κεφάλι μου είναι άδειο. – Κάτσε και πάρε χαρτί και πένα. Κάτι θα βγει. Και πραγματικά, σε λίγη ώρα το σκίτσο ήτανε έτοιμο, φρέσκο και σπαρταριστό κι απορούσες πούθε βγήκε όλο αυτό το κέφι». Ο ίδιος δεν ήταν και ο τυπικότερος συνεργάτης. Η τραγουδίστρια Δανάη Στρατηγοπούλου ανέφερε πως κάποτε στην εφημερίδα τον αναζητούσαν επί εβδομάδες για τη γελοιογραφία του ενώ αυτός βρισκόταν – χωρίς να ενημερώσει – σε περιοδεία στη Βηρυτό! Σημειώνει και ο Βάρναλης πως «αυτήν τη δουλειά (σ.σ. τη σκιτσογραφία) τη θεωρούσε ρουτινιέρικη. Κι αν μπορούσε, θα πλήρωνε όσα είχε για να την αποφύγει!» Σίγουρα το μπρίο των σκίτσων του περνάει αντίθετο μήνυμα. Γελοιογραφώντας το ’40 Ο Σαπρανίδης σημειώνει πως ο Μπέζος δημιουργούσε γελοιογραφίες του Μουσολίνι πριν από το 1940, τις οποίες η μεταξική λογοκρισία που απαγόρευε «καθ’ οιονδήποτε τρόπον προσβολή αρχηγών μεγάλων δυνάμεων» έκοβε συνεχώς. Αναφέρει πως μέχρι την ιταλική εισβολή είχαν κοπεί 40 γελοιογραφίες του! Όταν πια ο ελληνοϊταλικός πόλεμος ήταν γεγονός και στους γελοιογράφους επιτράπηκε από τη λογοκρισία να διακωμωδήσουν τον εχθρό, ο Μπέζος έγινε πρωτοστάτης του «γελοιογραφικού έπους του ’40». Αυτοπορτρέτο του Κώστα Μπέζου με την κιθάρα του Στον Κορίνθιο σκιτσογράφο χρεώνει ο Σαπρανίδης τη γελοιογραφική τυποποίηση του Μουσολίνι: κοντό σώμα, στρογγυλό πρόσωπο με προγούλι, προτεταμένα χείλη και μικρά ολοστρόγγυλα μάτια. Η λιτή του γραμμή αποδόμησε ευφυώς την άγρια όψη που ο φασίστας δικτάτορας διαφήμιζε για τον εαυτό του και τον μετέτρεψε σε γελοίο ανθρωπάκο. Αυτή τη μορφή μιμήθηκαν οι περισσότεροι γελοιογράφοι συντελώντας στο εύθυμο κλίμα των ελληνικών μετόπισθεν. Στα χέρια του Μπέζου ο Μουσολίνι πέρασε τα πάνδεινα: έγινε Τσάρλι Τσάπλιν, τσοπάνης, ημίγυμνος «ναυαγός της Μεσογείου» και φυσικά έφαγε πολλές κλοτσιές, τσαρούχια, ακόμα και ολόκληρη την ιταλική χερσόνησο! Γελοιογραφικό του αποκορύφωμα είναι, αναμφίβολα, το σκίτσο στο οποίο απεικονίζει τον ίδιο του τον εαυτό, ντυμένο φαντάρο, να φιλά τον Ντούτσε στο μάγουλο. Η λεζάντα γράφει: «Ο σκιτσογράφος μας κ. Μπέζος στρατευθείς αποχαιρετά τους προσωπικούς του… φίλους». Τι χειρότερο να πάθει ο «νέος Καίσαρας» από το να φιληθεί από τον ίδιο του τον γελοιογράφο; Ο Μουσολίνι υπό τους στίχους του «Τραγουδιού του φθινοπώρου» του Βερλέν. Όλως τυχαίως, τρία χρόνια μετά, το ποίημα αποτέλεσε το κωδικοποιημένο μήνυμα για την ημερομηνία της απόβασης στη Νορμανδία. Απρίλη του ’41 ο Μπέζος με τον Μιχάλη Παπαγεωργίου σχεδίασαν μια σειρά γελοιογραφικών καρτ ποστάλ με τους Μουσολίνι και Χίτλερ οι οποίες με την κάθοδο των Γερμανών καταστράφηκαν από τον εκδότη τους λίγο πριν κυκλοφορήσουν. Στην Κατοχή, ο Μπέζος συνέχισε να σκιτσάρει και να αρθρογραφεί – φυσικά χωρίς πολιτική χροιά. Άδοξο τέλος «Αυτή η μποέμικη αταξία της ζωής του τον έφαγε. Διαρκώς αδυνάτιζε. Έβηχε» γράφει ο Βάρναλης. Το 1938 διαγνώστηκε με φυματίωση. Δεν σταματά εξαιτίας της την ξέφρενη ζωή του ώσπου το 1942 χειροτερεύει κρίσιμα. Φτάνει 14 Ιανουαρίου του 1943. Μέσα στο σκοτάδι της Κατοχής, ο φωτεινός Μπέζος ξεψυχά σε ένα υγρό δωμάτιο νοσοκομείου. Μεγάλη η θλίψη στον καλλιτεχνικό κόσμο της Αθήνας, με επικήδειους στις εφημερίδες από τον Βάρναλη, τον θεατρικό συγγραφέα Σπύρο Μελά και τον γελοιογράφο και φίλο του Φωκίωνα Δημητριάδη, ενώ η Ένωση Σκιτσογράφων διοργάνωσε «έκθεση καλλιτεχνικών ενθυμημάτων» του. Περιττό να αναφερθεί πως δεν εκτέθηκαν οι πολεμικές του γελοιογραφίες. Ο Μουσολίνι τσοπάνης του στόλου του αναρωτιέται «Με τον ήλιο τα βγάζω, με τον ήλιο τα μπάζω, τι τα πιάνει τα έρμα και βουλιάζουνε;» Πριν από 80 χρόνια η Ελλάδα στερήθηκε έναν ταλαντούχο καλλιτέχνη που είχε μύρια τόσα ακόμα να προσφέρει. Ενόν καλλιτέχνη που, τουλάχιστον, πρόλαβε να αποδείξει πως οι Έλληνες γελοιογράφοι είχαν το θράσος ακόμα και να φιλούν υποτιμητικά τον ιδρυτή του φασισμού στο μάγουλο. Και το σχετικό link...
  2. Από ημίθεος καίσαρας σε φανφαρόνο γελωτοποιό, οι σχεδιαστικές απεικονίσεις του φασίστα δικτάτορα από τις ιταλικές αφίσες στις ελληνικές γελοιογραφίες με κοινό παρονομαστή την προπαγάνδα. Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος καθορίστηκε από τη δύναμη των μηχανών, της τεχνολογίας, του ανθρώπινου θάρρους και κτηνωδίας. Δεν πρέπει όμως να υποτιμάται και η δράση ενός ακόμα όπλου: της εικόνας. Με τις μορφές της προπαγανδιστικής αφίσας, της πολιτικής γελοιογραφίας, των κινηματογραφημένων ντοκουμέντων και των σατιρικών κινουμένων σχεδίων, οι εικόνες υπηρέτησαν πιστά την προπαγάνδα του κάθε εμπόλεμου κράτους. Γελοιοποιούσαν τον εχθρό, αποθέωναν τον υπερασπιστή και με τη μαζική τους παραγωγή επικοινωνούσαν το μήνυμά τους καθορίζοντας στο μυαλό του λαού την εικόνα του για τον πόλεμο. Αυτός ο άλλος μα φανερός – πιο φανερός κι από τον πραγματικό ίσως – «πόλεμος της εικόνας» μπορεί να εξεταστεί εύκολα από ένα από τα μέτωπά του: τις οπτικές απεικονίσεις του Μπενίτο Μουσολίνι από την Ιταλία στην Ελλάδα. Η ιδέα πολλών σύγχρονων Ελλήνων για τον Μουσολίνι έρχεται κατευθείαν από τις σχολικές γιορτές της 28ης Οκτωβρίου. Είναι η εικόνα εκείνου του παχουλού μεγαλομανή με το φουσκωτό πιγούνι που ξεφτιλίζεται από τους τσολιάδες στην Πίνδο. Είναι ένας παλιάτσος, ίσως και λίγο συμπαθής μέσα στη γελοιότητά του, ένας άνθρωπος που στο άκουσμα του ονόματός του ακολουθεί συνειρμικά η λέξη «κορόιδο», το «κορόιδο Μουσολίνι». Αυτή είναι η εικόνα που μας παραδόθηκε από τα σατιρικά τραγούδια και από τα πενάκια των γελοιογράφων εκείνης της εποχής, και αυτή του η ταυτότητα είναι ένα μεγάλο επίτευγμα αυτών των δημιουργών! Γιατί όσοι έχουν διαβάσει παραπάνω ιστορία ξέρουν πως δεν ήταν αυτή ακριβώς η αλήθεια. Ο Μουσολίνι ήταν ένας πανέξυπνος άνθρωπος, ένας δαιμόνιος ρήτορας, ο πατέρας της νοσηρής ιδεολογίας του φασισμού, που μάστιζε και ακόμα μαστίζει τον δυτικό κόσμο. Ήθελε να δημιουργήσει μια μοντέρνα ρωμαϊκή αυτοκρατορία, θεμελιωμένη στη φυλετική καθαρότητα, στον ολοκληρωτισμό και στη σύγχρονη τεχνολογία. Επίκεντρό της θα ήταν ο ίδιος, ο νέος Καίσαρας, ο μέγας Ντούτσε. Για να γίνει όμως το επίκεντρό της, έπρεπε να μεταδώσει στις μάζες την προσωπικότητά του ως έμπιστου και δυνατού ηγέτη. Για να το καταφέρει, εκείνος και το φασιστικό κόμμα επιστράτευσαν κάθε δυνατό μέσο έως τις τελευταίες λέξεις της τεχνολογίας, όπως τον κινηματογράφο και την αφίσα. Ο Μουσολίνι ως «Ντούτσε» και «Ιδρυτής της Αυτοκρατορίας» Η αφίσα ήταν καινούργιο Μέσο εκείνη την εποχή, συνδύαζε εικόνα και λόγο, τυπωνόταν μαζικά με φτηνό τρόπο και μπορούσε να κατακλύσει τους τοίχους μιας ολόκληρης πόλης. Σε αυτήν, ο Ντούτσε είδε τις δυνατότητες προβολής του προσώπου του σε κάθε κατοικημένη γωνιά της Ιταλίας. Έτσι, επιστράτευσε κάθε μεγάλο όνομα της ιταλικής γραφιστικής για τη δημιουργία του προπαγανδιστικού του πορτρέτου. Ονόματα όπως οι Luigi Martinati, Gino Boccasile και Walter Resentera παράλληλα με τις διαφημιστικές τους παραγγελίες εξύφαιναν υπό την εποπτεία του φασιστικού καθεστώτος την εικόνα του Ντούτσε. Ενδιαφέρον προκαλεί πως, σε αντίθεση με τις προπαγανδιστικές απεικονίσεις του Χίτλερ και του Στάλιν της ίδιας εποχής που ακολουθούν έναν αυστηρό ρεαλισμό, τα πορτρέτα του Μουσολίνι ποικίλλουν από ακαδημαϊκά κλασικά σε μοντερνιστικά και φουτουριστικά, μια και το φασιστικό καθεστώς δεν επέβαλε ή απαγόρευσε κάποιο καλλιτεχνικό στιλ. Πλαισιωμένος από εργάτες, μηχανές, φάσκες και γιγαντιαία γράμματα, ο «μοντέρνος Καίσαρας» αποδίδεται μνημειώδης κι αρρενωπός, χωρίς όμως εν τέλει να κρύβεται η – ομολογουμένως – τρομερή κωμικότητα του παρουσιαστικού του! Η γιγάντια αφίσα στο Palazzo Braschi του 1934 Ίσως το μεγαλύτερο δείγμα φασιστικής προσωπολατρικής αφίσας ήταν η γιγαντιαία εγκατάσταση στο Palazzo Braschi στη Ρώμη το 1934 όπου, σαν βγαλμένο από την πιο νοσηρή αράδα του Όργουελ, δέσποζε ένα βλοσυρό πρόσωπο του Ντούτσε με το βλέμμα στους διαβάτες, περιστοιχισμένο από την επαναλαμβανόμενη λέξη «Ναι». Στον αντίποδα αυτής της μεγαλομανούς φανφάρας βρίσκεται η ελληνική γελοιογραφία του 1940-41. Σημαντικές φυσικά είναι και οι βρετανικές γελοιογραφίες που όμως δεν θα εξεταστούν εδώ. Πριν το τελεσίγραφο, η γελοιογράφηση του Μουσολίνι απαγορευόταν από τη δικτατορία Μεταξά. Άλλωστε, καθ’ όλη τη διάρκεια του Μεσοπολέμου η συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων πολιτικών εξέφραζε τον θαυμασμό της προς το «φασιστικό θαύμα» που πάταξε τον κομμουνισμό και αναπτέρωσε το εθνικό φρόνημα των Ιταλών! Οι ελληνοϊταλικές σχέσεις, όμως, χρόνο με τον χρόνο έφθιναν κι όταν πια θρυμματίστηκαν την 28η Οκτωβρίου 1940, όλα έπρεπε να αλλάξουν. Ο Μουσολίνι ως «Παληάτσος του 1941» Η μεταξική λογοκρισία δίνει το πράσινο φως σε ευθυμογράφους, συγγραφείς και σκιτσογράφους να κάνουν τον μέγα Μουσολίνι «κορόιδο» και την Ιταλία «πατρίδα του γελοία»! Έπειτα από τέσσερα χρόνια λογοκρισίας, η παλιά γενιά γελοιογράφων (Δημητριάδης, Καστανάκης, Γκεϊβέλης, Βώττης κ.ά.) και η νέα (Πολενάκης, Μπέζος, Παυλίδης, κ.α.) ξεσπαθώνουν και βγάζουν τα απωθημένα τους πάνω στον κατακτητή, εκφράζοντας και τροφοδοτώντας το λαϊκό κλίμα ενθουσιασμού και κρύβοντας έναν υποσκάπτοντα καταπιεσμένο αντιφασισμό. Ο γρανιτένιος Ντούτσε μεταμορφώνεται σε κοντόχοντρο με φουσκωτά χείλη και πηγούνι, μικρά μάτια και απαστράπτουσα φαλάκρα. Κατά τον Σαπρανίδη, ο νεαρός σκιτσογράφος και τραγουδοποιός Κώστας Μπέζος ήταν ο δημιουργός του γελοιογραφικού τύπου του Μουσολίνι που καθιερώθηκε στις ελληνικές γελοιογραφίες. Υπερφίαλος μα και θρασύδειλος, όταν ο γελοιογραφικός Μπενίτο δεν συνοδευόταν από κάποιον εύζωνα που τον «έβαζε στη θέση του», πήγαινε παρέα με το σύμβολο της ήττας του, το τσαρούχι, συνδεδεμένο με την ελληνικότητα και το μνημειώδες του φιάσκο. Η λογοκρισία όμως, ακόμα κι αν χαλαρώνει, πάντα καραδοκεί και βάζει τα όριά της. Επέβαλε στους γελοιογράφους αποκλειστικά την διακωμώδηση του Ιταλού ηγέτη και του στρατού του, κόβοντας οποιαδήποτε νύξη στον φασισμό και ειδικά στη Γερμανία και στον Χίτλερ. Υπήρχαν όμως και οι γελοιογράφοι που ξέφευγαν και τοποθετούσαν συνειδητά τον αντιφασισμό στα σκίτσα τους, όπως ο Φωκίων Δημητριάδης και ο Νίκος Καστανάκης που κατονόμαζε τον φασισμό ως εχθρό μέσα στο ίδιο το «Ημερολόγιο Νεολαίας» της φασιστικής ΕΟΝ! Ο Μπέζος (πάνω αριστερά) βάζει τον Μουσολίνι πάνω από τον τάφο του φασισμού, ενώ ο Καστανάκης (πάνω δεξιά) «αποδεσμεύει» τη δαμόκλειο σπάθη/φάσκες πάνω από τον δικτάτορα! Ίσως η απόλυτη γελοιογραφία του Μουσολίνι, διαμετρικά αντίθετη της αφίσας στο Palazzo Braschi, δημιουργήθηκε από τον Μπέζο. Σε αυτήν ο γελοιογράφος, σε έναν αυτοαναφορικό οίστρο, απεικονίζει τον εαυτό του φαντάρο με τα μολύβια στην τσέπη της χλαίνης, να αγκαλιάζει τον σαστισμένο Ντούτσε φέροντας τη λεζάντα «Ο σκιτσογράφος μας κ. Μπέζος στρατευθείς αποχαιρετά τους προσωπικούς του… φίλους». Ο Κώστας Μπέζος γελοιογραφεί τον εαυτό του να αποχαιρετά τον «ήρωά του» Μουσολίνι για να πολεμήσει στο μέτωπο! Ο Μουσολίνι δεν είναι πια ούτε ο μεγαλόσχημος ηγέτης ούτε ο απειλητικός εχθρός. Είναι σε τέτοιο πλέον σημείο διασκεδαστής του λαού που ο ίδιος του ο «δημιουργός» τον φιλά στο μάγουλο σαν οικείο του, το σκιτσογραφικό του «παιδί». Ο Μουσολίνι δεν ήταν πια άνθρωπος ή τέρας, ήταν ένας χάρτινος κλόουν, ένα μεγάλο καλό ανέκδοτο που, παρά τη φασιστική αναζωπύρωση που ζούμε τώρα στην Ευρώπη, κάνει τον κόσμο να γελά εδώ και 80 χρόνια… Και το σχετικό link...
×
×
  • Δημιουργία νέου...

Σημαντικές πληροφορίες

Χρησιμοποιώντας αυτή τη σελίδα, αποδέχεστε τις Όρους χρήσης μας.