Search the Community
Showing results for tags 'εκδόσεις ars longa'.
-
50 χρόνια συμπληρώνονται από τότε που ο Altan φιλοτέχνησε τις πρώτες ιστορίες του Τρίνο, του παράξενου προλετάριου πλάστη του Σύμπαντος στις υπηρεσίες ενός αργόσχολου και κυνικού μάνατζερ. O Francesco Tulio Altan θεωρείται, όχι άδικα, ένας από τους θρύλους των ιταλικών κόμικς. Ο Colombo, μια οπορτουνιστική αποικιοκρατική εκδοχή του Χριστόφορου Κολόμβου, η φιλάρεσκη τυχοδιώκτρια Ada, ο φιλόσοφος βιομηχανικός εργάτης Τσιπούτι και πολλοί ακόμα χαρακτήρες των κόμικς και των γελοιογραφιών του φιλοξενήθηκαν στα σημαντικότερα ευρωπαϊκά περιοδικά από τη δεκαετία του 1970 μέχρι σήμερα. Στην Ελλάδα οι ιστορίες του δημοσιεύονταν από τη δεκαετία του 1980 στο περιοδικό «Βαβέλ», σε έξοχες μεταφράσεις της Νίκης Τζούδα και του Γιώργου Σιούνα και με το μοναδικό λέτερινγκ της Παυλίνας Καλλίδου. Πάντα με κυνισμό και φαρμακερές ατάκες ο Altan σχολίασε την πολιτική και κοινωνική κατάσταση με ένα ιδιότυπο, πικρό χιούμορ που δεν προκαλεί δυνατό γέλιο, αλλά καρφώνεται στο μυαλό. Ιδιαίτερα από τότε που εισήγαγε στα κόμικς του την πατέντα του εκτός καρέ σχολιασμού, ωσάν ο ίδιος ο δημιουργός να παρατηρεί την ιστορία και να κρίνει τις πράξεις των πρωταγωνιστών του, το όνομά του έγινε συνώνυμο του σαρκασμού. Η τεράστια καριέρα του είχε βέβαια ξεκινήσει πολύ διαφορετικά, από τα παιδικά κόμικς και τον κινηματογράφο, αλλά απογειώθηκε όταν το 1974 στο εμβληματικό περιοδικό «Linus» ξεκίνησε τη σειρά Τρίνο (εκδόσεις Ars Longa, μετάφραση: Πέτρος Λεκαπηνός, λέτερινγκ: Εύα Ματσούκα). Με ένα ανορθόδοξο σενάριο και με αδιάκοπους ειρωνικούς διαλόγους μεταξύ δύο χαρακτήρων που στέκονται σχεδόν πάντα αντικριστά, σαν ακίνητοι, φέρνοντας στον νου τα κόμικς του Copi αλλά και του Feiffer, ο Altan δημιούργησε μια σειρά που σήμερα θεωρείται καλτ. Όπως επισημαίνει ο Γιάννης Μιχαηλίδης σε άρθρο του στο περιοδικό «Πολύφιλος» για την καλλιτεχνική συγγένεια του Altan με τον Feiffer: «Η αφήγηση του Feiffer στηρίζεται περισσότερο στις συνομιλίες και στις ατάκες δύο πρωταγωνιστών και λιγότερο στην αφήγηση που επιτυγχάνεται μέσω της παράστασης. Οι εικόνες είναι σαν μια επαναλαμβανόμενη σταθερή σκηνή που εμφανίζει δύο άτομα που μιλάνε, με τις μικρές παραλλαγές, που αφορούν τις χειρονομίες και τους μορφασμούς τους. Η ανάπτυξη της σελίδας είναι συμβατική, δηλαδή εξελίσσεται παρατακτικά, χωρίς όμως καρέ και βάθος. Το έργο Τρίνο αναπτύσσεται με την παραπάνω μορφή: το σχέδιο είναι απλουστευμένο και στηρίζεται επίσης στους διαλόγους και τις ατάκες των χαρακτήρων. Έχει ως πρωταγωνιστή έναν αδέξιο αγχωμένο θεό, τον Τρίνο, που καταγίνεται με τη δημιουργία του κόσμου. Ο πρωταγωνιστής συνομιλεί με μια ευτραφή φιγούρα, συχνά με τσιγάρο, που εμφανίζεται ως ανώτερη και εντολέας του. Είναι ένα είδος μάνατζερ που τον επιβλέπει στις εργασίες, αλλά ουσιαστικά είναι αυτός που καθορίζει το ηθικό υπόβαθρο της γένεσης. Για παράδειγμα, όταν ο μάνατζερ-εντολέας ακούει ότι ο Τρίνο θα ταΐζει τα ζώα που με δυσκολίες δημιούργησε με μπισκότα, ψωμί και μαρμελάδα, του απαντά: Ξύπνα! Βάλτα να φαγώνονται μεταξύ τους!». Αυτή είναι και η μεγάλη ιδιαιτερότητα του Τρίνο. Ως πρωταγωνιστή δεν έχει ούτε κάποιον αρρενωπό ήρωα, ούτε κάποιον βασανισμένο μεσήλικα σε κρίση ταυτότητας, αλλά έναν θεό (με θήτα μικρό) με ένα τριγωνικό φωτοστέφανο πάνω από το κεφάλι του που αναλαμβάνει απρόθυμα να δημιουργήσει τον κόσμο κατ’ εντολή ενός βαριεστημένου, μονίμως καθιστού και γυμνού τύπου που ηδονίζεται να επιπλήττει τον υφιστάμενό του. Οι διάλογοι μεταξύ των δύο είναι εξοργιστικά αδιέξοδοι με τον «μάνατζερ» να έχει παράλογες απαιτήσεις και τον Τρίνο να προσπαθεί να ανταποκριθεί, αλλά να μην τα καταφέρνει με συνέπεια να δέχεται σφοδρή κριτική για τις αναποτελεσματικές μεθόδους του μέχρι που αρχίζει να ξεγελά το «αφεντικό» του για να ξεγλιστρήσει. Και κάποτε, συνειδητοποιώντας την κενότητα και τη ματαιότητα των πράξεών του αλλά και την τυχαιότητα των επιλογών του, αρχίζει να πειραματίζεται και να το διασκεδάζει μέχρι να ακούσει τη φωνή του «ιδιοκτήτη» της Πλάσης που ως αυστηρός εργοδότης τον επαναφέρει στην τάξη. Σ’ αυτό το μοτίβο απολαυστικοί είναι οι θεολογικού τύπου διάλογοι ως προς τη θεϊκή υπόσταση και την τριαδικότητα του Τρίνο, ως προς τη μορφή των πλασμάτων που δημιουργεί με αποκορύφωμα την κότα, τη ζέβρα και τη χελώνα και κυρίως ως προς την προσπάθεια του «αφεντικού», το οποίο προκύπτει πως έχει και αυτό «προϊστάμενο», να πείσει τον «υπάλληλό» του πως πρέπει με τη σειρά του να πείσει τον κόσμο ότι υπάρχει! Κι αφού ο απελπισμένος Τρίνο δυσκολεύεται ακόμα κι ο ίδιος να πιστέψει την ύπαρξη του εαυτού του και την αναγκαιότητα του ρόλου του, το αφεντικό τον κατακεραυνώνει: «Εγώ σας πληρώνω, άρα υπάρχετε». Με αυτή την ασεβή ερμηνεία της δημιουργίας του κόσμου και με διάχυτη, τουλάχιστον σεναριακά, σουρεαλιστική διάθεση ο Francesco Tulio Altan ξεκίνησε τη μεγάλη διαδρομή του στον χώρο των ενήλικων κόμικς πριν από 50 χρόνια. Αν λάβουμε υπόψη τον κόσμο που ζούμε βέβαια, η εκδοχή του δεν είναι περισσότερο σουρεαλιστική συγκριτικά με αυτή των επίσημων θρησκειών όλου του κόσμου. Και το σχετικό link...
-
- 4
-
- francesco tulio altan
- τρίνο
-
(and 4 more)
Tagged with:
-
Στις ιστορίες της μικρής Μαφάλντα, στις γελοιογραφίες του και στα μονοσέλιδα, συνήθως χωρίς λόγια, κόμικς του ο Κίνο σατίρισε κάθε εξουσιαστική δομή, κάθε υποκριτικό καθωσπρεπισμό, κάθε αστική σύμβαση. Και κάθε σούπα. Η μικρή Σουζανίτα διαβάζει την εφημερίδα των γονιών της. Πόλεμοι, βόμβες, διαδηλώσεις, σεισμοί, λιμοί και καταποντισμοί περνούν από μπροστά της. Δείχνει θλιμμένη. Πετάει κάτω την εφημερίδα. Και ανακουφισμένη αναφωνεί: «Ααααχ! Ευτυχώς ο κόσμος βρίσκεται πολύ πολύ μακριά!». Αυτή είναι η μία στάση που μπορεί να κρατήσει κάποιος. Η στάση του εφησυχασμού και του ωχαδερφισμού. Της πλαστής ασφάλειας που παρέχει η απόσταση από τα γεγονότα. Η στάση που σάρκαζε ο Κίνο στο σύνολο της καριέρας του. Κι υπάρχει και η άλλη στάση. Η στάση της Μαφάλντα, που κάθεται δίπλα στη Σουζανίτα προβληματισμένη και ανήσυχη γιατί ζει στον ίδιο κόσμο με τη Σουζανίτα. Η στάση του Κίνο που με τα έργα του ήθελε να αλλάξει αυτόν τον κόσμο. Κι αν δεν τα κατάφερνε, τουλάχιστον να μας κάνει να τον δούμε με τα μάτια ενός παιδιού. Και να μην επαναπαυτούμε. Ο Joaquin Salvador Lavado που μεγαλούργησε ως Κίνο γεννήθηκε το 1932 στη Μεντόζα της Αργεντινής, γιος Ανδαλουσιανών μεταναστών με δημοκρατικές αρχές. Έχασε και τους δυο γονείς του πριν προλάβει να ενηλικιωθεί και σπούδασε καλές τέχνες χωρίς να ολοκληρώσει τις σπουδές του. Από μικρή ηλικία εργάστηκε ως γελοιογράφος σε περιοδικά και εφημερίδες ενώ ανέλαβε το σχεδιαστικό και εικονογραφικό μέρος σε πολλές διαφημιστικές καμπάνιες. Όταν το 1963 αποδέχτηκε την πρόταση μιας εταιρείας ηλεκτρικών συσκευών να επινοήσει έναν χαρακτήρα που θα γινόταν το σήμα κατατεθέν της, γεννήθηκε η Μαφάλντα. Οι πρώτες της ιστορίες δημοσιεύτηκαν στις 29 Σεπτεμβρίου του 1964 στο περιοδικό «Primera Plana» ενώ λίγους μήνες αργότερα μετακόμισαν στην εφημερίδα «El Mundo», σε εθνικό επίπεδο πια. Η συνταγή ήταν πολύ απλή: μια μεσοαστική οικογένεια της Αργεντινής, ένα κοριτσάκι, ένας μπαμπάς, μια μαμά, πολλοί συμμαθητές. Και τριγύρω ένας κόσμος που βράζει. Σ’ αυτόν τον κόσμο, η Μαφάλντα με την αφοπλιστική της ειλικρίνεια και τις ενοχλητικές ερωτήσεις της προς τους μεγάλους γίνεται ο πιο αυστηρός κριτής. Συνήθως απογοητευμένη, συχνά οργισμένη, απελπισμένη όταν το μεσημεριανό γεύμα περιλαμβάνει σούπα, θυμωμένη όταν βλέπει τις χούντες στη Λατινική Αμερική να ανεβοκατεβαίνουν η μια μετά την άλλη. Ονειροπόλα όταν σκέφτεται πώς θα μπορούσαν να είναι τα πράγματα, απαισιόδοξη όταν βλέπει πώς είναι τα πράγματα. Επηρεασμένος από τα «Peanuts» του Charles Schulz, στα οποία όμως δεν συμμετείχαν ποτέ ενήλικοι καθώς όλες τις νευρώσεις τους και τον διαταραγμένο ψυχισμό τους είχαν αναλάβει τα παιδιά, τη λιτότητα των σχεδίων του Saul Steinberg, το πικρό πολιτικό χιούμορ του Chaval, την καθαρή ασπρόμαυρη γραμμή του Sempe και με μια πλούσια εικαστική παιδεία, ο Κίνο υιοθέτησε ένα δοκιμασμένο και επιτυχημένο στιλ για τις ιστορίες του: ασπρόμαυρα στριπ των τριών ή τεσσάρων καρέ, ένα σταθερό καστ χαρακτήρων, λίγα λόγια, πλούσιες εκφράσεις. Και ένα περιεχόμενο που με πρωταγωνίστρια μια εξάχρονη μικρούλα σχολίαζε όλη την πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα των δεκαετιών του 1960 και του 1970. Η Μαφάλντα που απορεί και μελαγχολεί, ο πεσιμιστής Φελίπε (με πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία του Κίνο όπως είχε δηλώσει) που βρίσκεται πάντα σε αδιέξοδο, ο φιλοχρήματος Μανολίτο που ανυπομονεί να αναλάβει το μπακάλικο του μετανάστη πατέρα του, η συντηρητική μικροαστή Σουζανίτα που ονειρεύεται να παντρευτεί και να γίνει μητέρα, ο παράξενος Μιγκελίτο που νιώθει πως δεν τον καταλαβαίνουν, η μικροσκοπική Λιμπερτάδ με την αριστερή ιδεολογία να αποτυπώνεται σε κάθε φράση της, ο αδερφούλης Γκιγέρμε που βαδίζει στα χνάρια της Μαφάλντα συνθέτουν έναν συνοικιακό μικρόκοσμο από λιλιπούτειους κοινωνικούς, πολιτικούς και οικονομικούς αναλυτές, ο οποίος αντανακλά τη μεγάλη εικόνα της φτώχειας, της αποξένωσης, της πολιτικής αστάθειας, των ανισοτήτων. Σ’ αυτό το πλαίσιο οι ιστορίες της Μαφάλντα ήταν πάντα βαθιά πολιτικές, έμμεσα ή άμεσα. Στα περισσότερα από τα εκατοντάδες στριπ που δημιούργησε ο Κίνο, στο επίκεντρο του χιούμορ βρισκόταν η τρέχουσα πολιτική κατάσταση της χώρας του, των ΗΠΑ, της Κίνας, της Κούβας, σχολιάζονταν η αστυνομική βία και η καταστολή, κατακρίνονταν οι λογοκριτικές μέθοδοι, σαρκάζονταν ο μιλιταρισμός, ο ιμπεριαλισμός και η αποικιοκρατία, στηλιτευόταν η αθλιότητα του εκπαιδευτικού συστήματος. Και αυτό συνεχίστηκε με συνέπεια μέχρι το 1973 όταν ο Κίνο, με την προσωρινή επιστροφή της δημοκρατίας στη χώρα του, αποφάσισε να αποχαιρετήσει τη Μαφάλντα ενώ λίγο αργότερα μετακόμισε στην Ευρώπη και πέρασε μεγάλο μέρος της ζωής του στο Μιλάνο και τη Μαδρίτη για να επιστρέψει στο Μπουένος Άϊρες πολύ μετά. Στα ελληνικά έχουν κυκλοφορήσει τα βιβλία «Η Μαφάλντα και ο κόσμος της» (εκδ. Κολούμπρα, 1978), 12 τόμοι με το σύνολο των ιστοριών της από τις εκδόσεις Βαβέλ και Ars Longa, «Μαφάλντα 25» (εκδ. Βαβέλ, 1991), «Ο κόσμος ανάποδα» (εκδ. Βαβέλ, 1983), «Κινολογίες» (εκδ. Ars Longa, 1987) και «Σκληρός που είναι ο έρωτας» (εκδ. Ars Longa, 1988). Στη Μαφάλντα επέστρεψε ελάχιστες φορές και μόνο για κοινωφελείς σκοπούς, όπως η Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Παιδιού της UNICEF το 1973. Συνέχισε όμως να δημιουργεί μικρά μονοσέλιδα κόμικς και γελοιογραφίες που δημοσιεύονταν πλέον στα σημαντικότερα έντυπα της Ευρώπης και της Νότιας Αμερικής. Στην πλειονότητά τους αυτά χαρακτηρίζονται από μια διάχυτη απαισιοδοξία και από ένα βαθύ, υπόγειο χιούμορ που δεν οδηγεί σε γέλια αλλά σε περισυλλογή. Το χιούμορ του Κίνο λειτουργεί περισσότερο ως υπόμνηση, ως παρατήρηση, ως μομφή παρά ως απελευθερωτική προτροπή. Στις σιωπηλές σελίδες του, το τελευταίο καρέ, που ανατρέπει το συμβατικά αναμενόμενο φινάλε, επαναφέρει τον αναγνώστη σε μια σκληρή πραγματικότητα από την οποία προσπαθούσε να διαφύγει μέσω των κόμικς, όπως και οι χαρακτήρες του Κίνο προσπαθούν από κάτι να διαφύγουν για να προσγειωθούν απότομα και οδυνηρά. Αυτό το δυσάρεστο αίσθημα της απότομης προσγείωσης μαζί με μια απαισιοδοξία (που ποτέ όμως δεν μεταστρέφεται σε ηττοπάθεια και παραίτηση) είναι που χαρακτηρίζουν το σύνολο του έργου του μεγάλου Αργεντινού δημιουργού. Η Μαφάλντα, παρά τη θλίψη και την οργή της, δεν συνθηκολόγησε ποτέ και δεν παραιτήθηκε. «Η Μαφάλντα ζει σε μια συνεχή διαλεκτική με τον κόσμο των ενηλίκων που δεν τον εκτιμά, δεν τον σέβεται, του αντιτίθεται, τον ταπεινώνει και τον απορρίπτει ασκώντας το δικαίωμά της να παραμείνει ένα παιδί που δεν θέλει να αφομοιωθεί σε έναν κόσμο διεφθαρμένο από τους μεγάλους», όπως είχε γράψει ο Ουμπέρτο Έκο (όπως αναπαράγεται στο «Μαφάλντα 25», εκδόσεις Βαβέλ, 1991). Αυτόν τον κόσμο καυτηρίασε και «πολέμησε» με τα σκίτσα του, τα κόμικς του, τις γελοιογραφίες ο Κίνο για περισσότερα από πενήντα χρόνια. Όχι για να τον καταστρέψει, αλλά για να τον αλλάξει. Και το σχετικό link...