Μετάβαση στο περιεχόμενο

Παιδική Λογοτεχνία και Παραλογοτεχνία [ Χατζηβασιλείου Βασίλης, Δια-Κείμενα τ. 7, 2005 ]


mits63

Προτεινόμενες Καταχωρήσεις


  • Member ID:  7341
  • Group:  Veterans
  • Topic Count:  101
  • Content Count:  1379
  • Reputation:   6443
  • Achievement Points:  1379
  • Days Won:  5
  • With Us For:  5639 Days
  • Status:  Offline
  • Last Seen:  
  • Age:  60

Χαρη στον johnny βρήκα σήμερα αυτό το πολύ ενδιαφέρον άρθρο εδω: http://www.chatzivasileiou.gr/main.php?id=90&lang=el. Ο Χατζηβασιλείου ειναι ο συγγραφέας μεταξύ άλλων και του Καραγκίοζη.

 

ΠΑΙΔΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΠΑΡΑΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

 

Έχω την αίσθηση ότι η δική μου γενιά μεγάλωσε με την παραλογοτεχνία και τα απαγορευμένα παραμάσχαλα.

Μέσα στην γενική έλλειψη τροφίμων και βιβλίων, στα απομεινάρια της κατοχής και του εμφυλίου των μεγάλων, προστέθηκαν περιέργως ταχύτατα τα «Κλασικά Εικονογραφημένα» των παιδιών, «ο Μικρός ήρωας» των πιτσιρικάδων και η«Μάσκα» των εφήβων.

Περάσανε αρκετά χρόνια μέχρι να συνειδητοποιήσω ότι καθένας από «αυτούς που ήθελαν το καλό μου» είχε διαφορετική αντίληψη για το τι θα έπρεπε και τι δεν θα έπρεπε να διαβάζω.

Όταν ήμουν στο δημοτικό η μάνα μου με έδερνε γιατί διάβαζα «Μίκυ Μάους» ,ο δάσκαλος με μάλωνε γιατί δεν αγόραζα τον «Ερυθρό Σταυρό» και ο κατηχητής της εκκλησίας, δεν με άφηνε να παίξω με τον γιο του, γιατί όχι μόνο δεν μελετούσα την «Ζωή του παιδιού», αλλά αρνιόμουν και να την πουλήσω.

Όταν πήγα στο γυμνάσιο ο πατέρας μου βρήκε το «Καρδιοκτύπι» κάτω από το στρώμα και το έκαψε. Ο καθηγητής μέσα στην τσάντα μου «το Μυστήριο» και με πέταξε έξω από την τάξη και μια γειτόνισσα με κάρφωσε στην αστυνομία γιατί αγόρασα λέει το βιβλίο ενός ρωσο- κομμουνιστή συγγραφέα με περίεργο όνομα για να γίνω χαρτοπαίχτης.

Η παρεξήγηση λύθηκε όταν έδειξα τον «Παίχτη» του Ντοστογιέφσκι .

Κάποια μέρα με απέβαλε ο Λυκειάρχης γιατί σκανδάλιζα τους συμμαθητές μου με τις περιγραφές που τους διάβαζα από το «Τροπικό του αιγόκερου», ένα βράδυ με μπουζούριασε ο ασφαλίτης γιατί έκρυβα στην τσέπη τού παλτό μου τους « Δρόμους της Ειρήνης» και ένα Κυριακάτικο πρωινό χρεώθηκα το εγκεφαλικό του θειου μου που αντιλήφθη την σχέση μου με το «Εραστή της λαίδης Τσάτερλιν»

Στα φοιτητικά χρόνια όλα τα απωθημένα ήρθαν στην επιφάνεια. Πάνω που άρχισα να ξεχωρίζω τον Νίτσε από τις αναρχικές προκηρύξεις , τον Μπέκετ από τις εφημερίδες τοίχου, την «Ιθάκη» από το «Κεφάλαιο» και προβληματιζόμουν σε πια γωνιά θα κρεμούσα τον Τσε και σε πια τον Ντίλαν , πλάκωσαν οι συνταγματάρχες και με κόλλησαν στον τοίχο .

Ευτυχώς ήταν σε έξαρση οι επαναστάσεις και με συνέφεραν.

Η επανάσταση του Μάο, η επανάσταση του Μάη, η επανάσταση των λουλουδιών, η επανάσταση των φοιτητών...η επανάσταση η δική μου

Αργότερα φυσικά μεγάλωσα, νοικοκυρεύτηκα, βολεύτηκα... και τώρα καμαρώνω τα επιτεύγματα μου σαν γνήσιος μικροαστός που ενώ ήτανε αριστερός του ήρθανε όλα δεξιά και ορισμένα δεξιότερα..

Πολλοί ήτανε αυτοί που πιστεύανε ότι στα ράφια της βιβλιοθήκης μου με τα καθώς πρέπει βιβλία της θα ήτανε συσσωρευμένη η σοφία του κόσμο. Ένας παπάς που ήρθε κάποτε για να διώξει του Καλικάτζαρους μου είπε «...βλέπω έχετε και πολλά αντιχριστιανικά» και ένας αναγνώστης μου που με επισκέφθηκε για να μου δώσει την ποιητική του συλλογή, με υποτιμητικό ύφος και απογοητευμένος πιθανόν από την γνωριμία, παρατήρησε με δυσφορία « Μα πως είναι δυνατόν να γράφεται για παιδιά και να κοσμούν την βιβλιοθήκη σας τα έργα του Μαρκήσιο ντε Σάντ ?» Τις προάλλες ο γιατρός μου με στραβοκοίταξε σαν είδε ανάμεσα στα «σοβαρά» βιβλία το « Κάμα -σούτρα» ,το κράτησε όμως για να το διαβάσει. Πριν λίγο καιρό, ο γιος μου ενθουσιάστηκε που βρήκε στο μπαούλο μου την πρώτη έκδοση της σειράς του «Αστερίξ» και μια φίλη μου μολονότι στραβομουτσούνιασε σαν αντίκρισε την συλλογή των αστυνομικών μυθιστορημάτων, δανείστηκε πέντε και ακόμα να μου τα επιστρέψει.

Ένα τόμο με εικοσι τεύχη του «Γκαούρ- Ταρζάν» που είχα μου το πείρε πριν 3 χρόνια ένας λέκτορας της φιλοσοφικής και όλο μου λέει κάθε που τον συναντώ «...να θυμηθώ να στο επιστρέψω»

Σήμερα, αν εξαιρέσει κανείς την ρομαντική ανάμνηση με όσα από τα παιδικά αναγνώσματα με ενθουσίαζαν ,δεν μπορώ να βρω άλλο σημείο προσέγγισης με την παραλογοτεχνία και τα «απαγορευμένα» βιβλία των νεανικών μου χρόνων. Και ενώ μέχρι χθες ήξερα τι δεν είναι λογοτεχνία ανοίγοντας σήμερα από περιέργεια το λεξικό - μην και εμφανιστώ ανημέρωτος μπροστά σας- έμαθα το τι είναι .

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ λοιπόν είναι η καλλιέργεια του έντεχνου λόγου του οποίου τα γραπτά κείμενα δεν περιορίζονται στην επικοινωνία, αλλά παράγονται με αισθητικές αξίες και αναζητήσεις ποιοτήτων και αξιών ζωής.

Όπως αντιλαμβάνεσθε ο ορισμός μπάζει από παντού, αφού τόσο οι αισθητικές αξίες όσο και οι ποιοτικές είναι θέμα παιδείας του καθενός. Και φυσικά ο ρόλος του συγγραφέα δεν μπορεί και δεν πρέπει να είναι ιεραποστολικός, ουτε και συναινετικός του κατεστημένου. Θα έλεγα λοιπόν ότι αυτό που σε γενικές γραμμές ονομάζεται λογοτεχνία, είναι ένα αυθαίρετο νοητικό κατασκεύασμα ελαστικό και ευμετάβλητο και καλό θα ήτανε κάθε φορά που πάμε να προσεγγίσουμε κριτικά ένα βιβλίο να έχουμε κατά νου ,ότι ένα κείμενο είναι λογοτεχνικό όταν καμιά ερμηνεία δεν μπορεί να το εξαντλήσει. Οι δογματικές απαντήσεις αναιρούν την ίδια την φύση της λογοτεχνίας

Στον αντίποδα αυτών των λογοτεχνικών κειμένων μπορούμε να τοποθετήσουμε την

ΠΑΡΑΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ κατηγορία έργων που δεν ανήκουν σε αυτό που θεωρείται κανόνας, δηλαδή σε αυτό που η εκπαίδευση και ο πολιτισμός πιστεύουν ως τον κύριο όγκο της καθαυτού λογοτεχνίας. π.χ. Διάφορα λαϊκά αφηγήματα, ή αυτά που μας μιλούν για την ζωή και τις περιπέτειες ληστών ή άλλων ηρώων, τα κόμιξ κ.ά. ανήκουν στην παραλογοτεχνία.

Με άλλα λόγια δηλαδή αφού η εκπαίδευση είναι κατευθυνόμενη και ελεγχόμενη ,ο δε πολιτισμός διαφόρων βαθμίδων και κατηγοριών, ότι μπορεί να είναι λογοτεχνία για τους βεδουίνους του Σινά, δεν μπορεί να είναι για τους απόφοιτους της Σορβόννης και ότι ισχύει για τους Μουζαχεντίν του Ιράκ ,να μην ισχύει για τους Προτεστάντες της Ιρλανδίας.

Και επόμενο είναι, αν εγώ γνωρίζω πέντε και εσείς δέκα, τα κριτήρια μας να είναι διαφορετικά και οι απόψεις μας συγκρουόμενες.

Γιαυτό δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι κάθε βιβλίο είναι γραμμένο πάντα για τον αναγνώστη που θα το οικειοποιηθεί και πως το λογοτεχνικό φαινόμενο δεν είναι μόνο το κείμενο αλλά και ο αναγνώστης του και όλες οι πιθανές αντιδράσεις του αναγνώστη για το κείμενο.

 

Νομίζω πως αν κάτι διαφοροποιεί την λογοτεχνία από την παραλογοτεχνία ,είτε αυτή απευθύνεται σε παιδεία είτε σε ενήλικες, είναι ότι η δεύτερη είναι εύπεπτη ,απλοϊκή, παιδαριώδη, ρηχή ,πικάντικη ,υπερτονίζοντας αναλόγως των περιστάσεων και το ύφος του κειμένου ,άλλοτε το θρησκευτικό, άλλοτε το πατριωτικό άλλοτε το ηρωικό και άλλοτε το ερωτικό συναίσθημα.

Απευθύνεται σε ένα κοινό ευάλωτο σε αυτά τα στοιχεία με ελάχιστη, ως μηδαμινή επαφή με λογοτεχνικά κείμενα υψηλής αισθητικής και πνευματικής στάθμης.

Διατηρεί πάντα τις ιδιότητες του υδράργυρου. Δηλαδή προσαρμόζεται κάθε φορά άριστα με τα ισχύοντα δεδομένα και τηρουμένων των αναλογιών, έχει κοινά χαρακτηριστικά σε όλους τους λαούς με ισοδύναμη κουλτούρα, σε όλα τα μήκη και πλάτη της υφηλίου.

 

Εργάσθηκα πολλά χρόνια σαν σύμβουλος εκδόσεων και έχουν περάσει από τα χέρια μου εκτός των άλλων βιβλίων και πλήθος από κακά παραλογοτεχνικά κείμενα.

Έχοντας μάλιστα γνωρίσει αρκετούς από τους συγγραφείς τους, οδηγούμαι στο συμπέρασμα ότι τρία πράγματα μπορούν να συμβαίνουν στους δημιουργούς τους.

Πρώτον ότι οι προσλαμβάνουσες παραστάσεις τους είναι ελλιπείς και ισχνές.

Δεύτερο ότι οι ευαισθησίες τους είναι περιορισμένης εμβέλειας και

Τρίτον ότι η μεταφορά των ευαισθησιών τους ή εμπειριών τους στο χαρτί υπό την μορφή έντεχνου λόγου , παρουσιάζουν έντονα φαινόμενα λεξιπενίας, κακής δομής, τετριμμένου ύφους, φτωχής μυθοπλασίας και ρηχών νοημάτων.

Το σημαντικότερο όμως που παρατήρησα είναι , ότι όλοι τους δεν είχανε την δυνατότητα να αντιληφθούν την ανεπάρκεια του έργου τους.

Η σχέση τους με την λογοτεχνία και το βιβλίο ήτανε ακόμα σε εμβρυϊκή μορφή και αιτιολογούσαν την αποχή τους από την ανάγνωση με το πρόσχημα του «θέλω να είμαι ανεπηρέαστος»

 

Όμως, κάτω απ΄ οποιεσδήποτε συνθήκες, το ενδιαφέρον των αναγνωστών είναι αυτό που κρατά ή απορρίπτει από την κυκλοφορία ένα βιβλίο, ανεξάρτητα αν ο χαρακτηρισμός της παραλογοτεχνίας, του έχει επιδοθεί από τους «ειδήμονες». Π.χ. Το λογοτεχνικό είδος που συλλήβδην ονομάζεται «αστυνομικό μυθιστόρημα» ή «μυθιστόρημα νουάρ» και επί χρόνια εθεωρείτο αμφιβόλου λογοτεχνικής αξίας ως είδος κατώτερης πνευματικής δημιουργίας και χαρακτηρισμένο εν τη γενέσει του ως παραλογοτεχνία ,εδώ και λίγα χρόνια έχει αρχίσει να αντιμετωπίζεται σαν είδος λογοτεχνικό ,με τους δικούς του συγκεκριμένους κώδικες και την δική του δομή .

Το ίδιο και αυτό που κάποτε ήτανε υπό διωγμό ως πορνογράφημα σήμερα να αντιμετωπίζεται απλώς ως τολμηρό...και ίσως αύριο ως παιδικό ανάγνωσμα.

Μεταξύ όμως των εκδοτών ,οι οποίοι ως καλοί έμποροι αποβλέπουν σε επικερδείς επενδύσεις, των συγγραφέων που ως φιλόδοξοι δημιουργοί ευελπιστούν τα βιβλία τους να κατακλείσουν την αγορά , των κριτικών οι οποίοι έχοντας ως δεδομένο το Παπικό αλάθητο, αποσκοπούνε να κατευθύνουν τις προτιμήσεις των βιβλιόφιλων, των φιλολόγων που θεωρούν υποχρέωσή τους να αποδυναμώνουν με τις ατέρμονες και ανούσιες αναλύσεις τους την ζωντάνια του βιβλίου και των αναγνωστών που αφήνουν τα λεφτά τους στο ταμείο του βιβλιοπωλείο, τα πράγματα ανέκαθεν ήτανε ρευστά και συγκεχυμένα.

Οι αιτίες γνωστές και σχεδόν πάντα ίδιες.

Είτε το κοινό δεν είναι ακόμα ώριμο να δεχθεί το έργο, είτε το κείμενο δεν χωρά εύκολα σε κάποιο λογοτεχνικό είδος, είτε η κριτική αδιαφορώντας το απαξιώνει, είτε πολιτικά ή οικονομικά συμφέροντα επιβάλουν την καταβαράθρωσή του.

Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι, ορισμένα βιβλία να δημιουργούν οικονομικά προβλήματα στους εκδότες, ανασφάλεια στους συγγραφείς τους, μικροδονήσεις στην συνείδηση των κριτικών ,πονοκεφάλους στους μαθητές και ερωτηματικά στους αναγνώστες.

( Τώρα που το σκέφτομαι δεν αποκλείω το γεγονός οι δύο τελευταίοι να το ρίχνουνε στην παραλογοτεχνία για να μην ακούν τις αναλύσεις κριτικών και φιλολόγων και οι δύο πρώτοι για να έχουνε τα κέρδη τους εξασφαλισμένα από τις σίγουρες πωλήσεις. )

 

Είναι γνωστό ότι πολλές φορές χρησιμοποιήθηκε ως πρόσχημα η παραλογοτεχνία για να σπιλωθούν συγγραφείς, να κλείσουν στόματα και να εξαφανιστούν βιβλία. Δίκες στήθηκαν, πέτρες έπεσαν, φωτιές άναψαν και αίμα χύθηκε στην προσπάθεια να επιβληθεί η άποψη του ισχυρότερου.

Η ρετσινιά της παραλογοτεχνίας εύκολα μεθοδεύεται και ακόμα ποιο εύκολα επικολλάται.

Αρκεί να χαρακτηρισθεί - αναλόγως των συνθηκών και των περιστάσεων - ένα κείμενο αντεθνικό, αντικαθεστωτικό, αντιθρησκευτικό, φρικαλέο, ανήθικο, αντιπαιδαγωγικό, βλάστημο, χυδαίο, φτηνό ή ότι άλλο επίθετο κατεβάσει ο δόλιος νους του διώκτη, ή η γραφίδα του κριτή και το βιβλίο είναι έτοιμο να πάρει την άγουσα της πολτοποίησης, της πυρράς ή της απόσυρσης.

Βέβαια η παρέμβαση είναι ποιο δυναμική, ποιο μεθοδευμένη και ποιο ουσιαστική όταν πρόκειται για το παιδικό ανάγνωσμα.

Η ευαισθησία και το ευάλωτο της ηλικίας των παιδιών ήταν και είναι η αιτία του ενδιαφέροντος όχι μόνο για την επίδραση πάνω στην διαμόρφωση του χαρακτήρα τους, αλλά και για οικονομική τους εκμετάλλευση.

Το ερώτημα τι διαβάζουν και τι πρέπει να διαβάζουν τα παιδιά και οι νέοι δεν είναι σημερινό.

Πολύ πριν από μας το θέμα της επιρροής του γραπτού και προφορικού λόγου, καθώς και της εικόνας, στην διαμόρφωση του χαρακτήρας του παιδιού απασχόλησε τις οργανωμένες κοινωνίες.

Από τον Σωκράτη που θεωρούσε το παραμύθι ακατάλληλο για ανηλίκους, γιατί κατά την άποψή του οδηγεί το παιδί σε ένα κόσμο τελείως διαφορετικό από αυτόν που έχει να αντιμετωπίσει μεγαλώνοντας, μέχρι στις μέρες μας που η Coca Cola μας επέβαλε το δικό της παραμύθι με την χαζοχαρούμενη φάτσα του ερυθρόλευκου Αϊ Βασίλη, το μόνο που δείχνει να άλλαξε είναι ο τρόπος μετάδοσης του μηνύματος.

Αν η τοιχογραφία μεταλλάχθηκε σε ψηφιακή εικόνα και ο πάπυρος αντικαταστάθηκε με το C.D. αυτό ελάχιστα έως καθόλου διαφοροποίησε τα δεδομένα.

Το βιβλίο ανέκαθεν ως κυρίαρχο στοιχείο μετάγγισης γνώσεων και επιρροής ήτανε ο πρώτος στόχος παρέμβασης πολιτείας και εκκλησίας στην πνευματική ανάπτυξη και καθοδήγηση του παιδιού.

Η κάθε μια εξυπηρετούσε ιδία συμφέροντα τα οποία σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να ήταν αλληλοσυγκρουόμενα, αυτό όμως δεν τις απέτρεπε στο να βρουν κοινή συνιστώσα και να συμπλεύσουν, συμβάλλοντας ποικιλοτρόπως στην ανάπτυξη της παραλογοτεχνίας.

Επόμενο φυσικά ήτανε κάθε φορά το «κουστούμι» να κόβεται και ράβεται κατά το δοκούν, σύμφωνα πάντα με τις ισχύουσες πρωτίστως ηθικές αξίες της εποχής αφήνοντας κατά μέρος την λογοτεχνική βαρύτητα του κειμένου, καθώς αυτό ελάχιστα έως καθόλου απασχολούσε τους ρυθμιστές.

Σκοπός του βιβλίου έπρεπε να είναι η διάπλαση του παιδιού σε ένα ηθικό και νομοταγή πολίτη που θα υπηρετούσε με σεβασμό και αυτοθυσία το τρίπτυχο πατρίς - θρησκεία - οικογένεια.

Στο κυνήγι μαγισσών που ακολούθησε με τις ευλογίες κράτους και εκκλησίας, άρχισε να βαπτίζεται παραλογοτεχνία και επικίνδυνο ανάγνωσμα, οτιδήποτε δεν βόλευε την εκάστοτε άρχουσα τάξη.

Στην Ευρώπη το πρόβλημα της κρατικής παρεμβολής στην διαπαιδαγώγηση του παιδιού πρωτοεμφανίστηκε, όταν η απαίτηση για μια κρατική παιδεία στην Γερμανία 17ου αιώνα, δημιούργησε την ανάγκη και κρατικού ελέγχου της ανατροφής του παιδιού με παρέμβαση στα αναγνώσματά του.

Έτσι επί εκατό σχεδόν χρόνια το εικονογραφημένο βιβλίο « Ο Ζωγραφισμένος κόσμος» του Jan Amos Comenius (1658) παρέμενε το πιο διαδεδομένο βιβλίο για νέους και αποτέλεσε βασικό εργαλείο της παιδαγωγικής σε όλες τις Γερμανόφωνες χώρες.

Πολύ αργότερα, το 1782, ο Γιοαχίμ Χάινριχ Κάμπε, θεμελιώνει ένα νέο είδος λογοτεχνίας κατάλληλο για νέους με το βιβλίο του « Η ανακάλυψη της Αμερικής».

Ένα δωδεκάτομο έργο γεμάτο ταξιδιωτικές περιπέτειες γραμμένο κατάλληλα για να προσελκύει την νεολαία της εποχής του. Το κείμενο αυτό με τα ισχύοντα σήμερα δεδομένα και τον ορισμό που προανέφερα κάλλιστα θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως παραλογοτεχνία.

Οι αδελφοί Grimm το 1812 εκδίδουν το βιβλίο τους « Παιδικά παραμύθια» μια συλλογή από παλιά λαϊκά τραγούδια και μύθους της Γερμανίας, και καθώς δεν γίνονται αποδεκτά από τους παιδαγωγούς της εποχής ,οι οποίοι τα θεώρησαν ως παραλογοτεχνία λόγω των φρικαλέων περιγραφών που περιείχαν, υποχρεώνονται να τα ξαναγράψουν αφαιρώντας ή τροποποιώντας τα επίμαχα τμήματα σε τέτοιο σημείο που σήμερα να αμφισβητείται η ακρίβεια των μύθων τους.

Κατ΄ αυτούς ο σκοπός όλων των παιδικών και νεανικών βιβλίων ήταν να διαμορφώσουν το παιδί σε ένα καλό και αγαθό πολίτη, προσαρμοσμένο στους ισχύοντας κανόνες της αστικής ηθικής.

Αυτοκυριαρχία, φειδώ, αγάπη, υπακοή, σεβασμός, πειθαρχία και θρησκευτική ευλάβεια ήτανε απαραβίαστες αξίες που δεν επιδέχονταν καμία αμφισβήτηση. Οτιδήποτε παρέκκλινε από αυτά ήτανε απαγορευμένο και παραλογοτεχνία.

Το κατεστημένο φαίνεται να σπάζει και να ανοίγει ο δρόμος στην παιδικής παραλογοτεχνίας το 1904, όταν ο Κάρλ Μάιγ ακολουθώντας την γνωστή συνταγή του Κάμπε επαναλαμβάνει με μεγάλη επιτυχία το «εγχείρημα» εκδίδοντας τις ταξιδιωτικές του περιπέτειες σε 65 τόμους με περιγραφές και περιπέτειες από την ’γρια Δύση και την ’πω Ανατολή.

Οι ήρωες του (Σάτερχαντ και Βιννετού ) με τις υπερφυσικές τους ικανότητες και την αγνότητα των χαρακτήρων τους, δεν αργούν να γίνουν ινδάλματα των νέων της εποχής προς μεγάλη τέρψη συγγραφέα και εκδότη .

Οι κριτικοί τις εποχής περιέργως τα αποδέχθηκαν, οι μεταγενέστεροι όμως τα καταδίκασαν ομόφωνα ως παραλογοτεχνικά.

Τον καιρό του μεσοπολέμου τα πράγματα πήραν άλλη τροπή. Η επιθυμία της νεολαίας για ελευθερία γκρέμισε τους φράκτες του αστικού κόσμου. Τα ιδανικά τους τώρα ήτανε η απελευθέρωση, η αυτονομία και η ζωή πέρα από όρια και απαγορεύσεις.

Για τους κρατούντες αυτό σημαίνει αντιστροφή της οπτικής γωνίας, αλλαγή κανόνων συμπεριφοράς και αντιμετώπισης πρωτόγνωρων προβλημάτων, πράγματα που δυστυχώς ελάχιστοι ήτανε διατεθειμένοι να κάνουν.

Έτσι άλλοτε από άγνοια, άλλοτε από φόβο και άλλοτε από σκοπιμότητα, η μάθηση περιορίζεται στα προεπιλεγμένα πλαίσια, με αποτέλεσμα γονείς και δάσκαλοι που ήταν οι βασικοί παράγοντες για την ανάπτυξη της κριτικής σκέψης και της ελεύθερης βούλησης των παιδιών, να βρίσκονται υπό την επιτήρηση κράτους και εκκλησίας και μαζί με αυτούς όλοι οι μαθητές, αφήνοντας ελεύθερο πεδίο στην παραλογοτεχνία να δράσει, αφού δεν υπήρχε ουτε η υποδομή να την αναχαιτίσουν, ουτε και η κρατική βούληση, καθώς την συνέφερε να έχει υπό έλεγχο την γνώση.

Στο παιχνίδι αυτό μη θαρρεί κανείς πως οι διανοούμενοι ήτανε απόντες. Κάθε άλλο μάλιστα ,συνέβαλλαν με όσα μέσα διαθέτανε ο καθένας να συμπράξουν και να συμπαρασταθούν στους προστάτες τους.

Όταν ο αναμορφωτής του παγκόσμιου Θεάτρου, Κοσταντίν Στανισλάβσκι ,διακήρυσσε την απρόσκοπτη και συνεχή ύπαρξη της Τραγωδίας στην Σοβιετική Ένωση, ο Στάλιν φιλικά αμφισβητώντας τον, έδωσε εντολή να εξεταστεί το θέμα. Μετά από λίγες μέρες οι θεατρολόγοι του κόμματος αποφάνθηκαν ότι στο θέατρο μετά την επανάσταση του προλεταριάτου, ανθεί η... «Αισιόδοξη Τραγωδία»

Δεν είχανε όμως τα πράγματα πάντα την αστεία πλευρά τους

Αρκεί να ανατρέξει κανείς στις εφημερίδες της εποχής (1919) για να δει τι γράφτηκε και από ποιους για τον Ζαχαρίας Παπαντωνίου και τα βιβλία του (αναφέρομαι μόνο σε αυτόν λόγο της μεγάλης του σχέσης με το παιδικό βιβλίο) για να καταλάβει τον παρωπιδισμό και τον ηλίθιο εγωισμό που κουβαλούσαν ορισμένοι και το πόσο εύκολο είναι ,όταν η συνθήκες το επιτρέπουν, κάποιο λογοτεχνικό βιβλίο να βαπτισθεί ως παραλογοτεχνικό.

 

Το τοπίο άλλαξε ριζικά για την παιδική λογοτεχνία στην αρχή του 20ου αιώνα. Μετά μάλιστα το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο όπου δυο νέα είδη νεανικής λογοτεχνίας, η ρεαλιστική και η φανταστική έρχονται να εμπλουτίσουν την παιδική λογοτεχνία, η παραγωγή των παιδικών βιβλίων αυξάνεται κατακόρυφα ,ενώ πλάι τους τα παραλογοτεχνικά των περιπτέρων ζουν ημέρες δόξας και αφάνταστου μεγαλείου.

Καταμεσής του ψυχρού πολέμου, παρέα με την εγχώρια παραγωγή του «Μικρού Ήρωα» και του «Γκαούρ- Ταρζάν» όλη η αμερικάνικη υποκουλτούρα από τον Σούπερμαν μέχρι τον Μπάτμαν και από τον Ποπάι μέχρι την «Μικρή Λουλού» στοιβάζονται με τους τόνους στα παιδικά δωμάτια , ενώ από την άλλη μεριά ανθεί η προπαγάνδα της πολιτικής καθοδήγησης, με εντολή απόρριψης κάθε εντύπου καπιταλιστικής προέλευσης που εισβάλει στα σπίτια του προλεταριάτου.

Και τότε ήτανε που άρχισε να μπερδεύεται για καλά το σκοινί με την γραβάτα και να πυροβολούν ότι πετάει αρχίζοντας από τα παιδικά και καταλήγοντας στα «λαϊκά» αναγνώσματα...

Τι σχέση μπορούσανε να έχουνε τα κόμιξ με την λογοτεχνία για να βαπτιστούν παραλογοτεχνικά , και για ποιο λόγο τα φωτορομάντζα δεν έπρεπε να ενταχθούν μέσα στον λογοτεχνικό χώρο, αυτό κανείς δεν κατόρθωσε να μου το εξηγήσει.

Αφού ποτέ και κανείς από όλους όσους έγραφαν τις λεζάντες για αυτά τα έργα δεν ισχυρίσθηκε ότι κάνει λογοτεχνία, γιατί γινότανε τόσος ντόρος ποτέ μου δεν το κατάλαβα.

Τέλος πάντων...

 

Σήμερα η παιδική λογοτεχνία, (και αναφέρομαι πάντα για αυτή που απευθύνεται σε παιδιά άνω των οκτώ ετών) είναι ενταγμένη στον ευρύτερο λογοτεχνικό χώρο και ασκεί την ίδια επιρροή, όπως κάθε λογοτεχνικό έργο καθώς έχει τα ίδια κίνητρα , η δε παραλογοτεχνία της είναι ποικιλόμορφη και καθόλου ευκαταφρόνητη.

Εγκυκλοπαιδισμός, νοησιαρχία, κατήχηση, διδασκαλισμός, οικολογία ,φιλοζωία κ.α. κάνουν ένα αξιόλογο πάνθεο ιδανικό για διδακτορική διατριβή.

Εκείνο όμως που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι να δούμε και κάποιους άλλους από τους συντελεστές αυτής της παραλογοτεχνίας. Και εννοώ τους συγγραφείς της.

Γιατί μπορεί η λογοτεχνία για παιδιά να είναι κάτι το ιδιόμορφο τόσο από πλευράς κειμένου όσο και από πλευράς δημιουργών της - οι οποίοι αισθάνονται παιδιά και είναι υπέρμετρα ευαισθητοποιημένοι από το παιδικό συναίσθημα- ορισμένοι όμως εξ αυτών πιστεύουν, ότι γράφοντας για τα παιδιά επιτελούν λειτούργημα, γιατί όπως ισχυρίζονται συμβάλουν ενεργά στην σωστή διαπαιδαγώγηση του νέου. Χρησιμοποιούν μάλιστα αυτή τους την άποψη, σαν το σημαντικότερο στοιχείο διαφοράς ανάμεσα στους συγγραφείς για παιδιά και για ενήλικες.

Η παιδική λογοτεχνία έχει τις ιδιομορφίες της ,τους φραγμούς και τους κώδικές της, όμως δεν μπορώ να δεχθώ τον συγγραφέα της μπροστάρη της οποιαδήποτε ηθικής διαπαιδαγώγησης.

Διότι παγιδευμένος μέσα στα πλαίσια του καθωσπρεπισμού είναι καταδικασμένος αργά ή γρήγορα να πέσει στην αγκαλιά της παραλογοτεχνίας ,αφού πρωτεύοντα ρόλο στο έργο του θα έχει η προσπάθεια της καθοδήγησης.

Από την άλλη δεν είναι λίγοι κι αυτοί που αποβλέποντας στα εύσημα με μελοδραματικό ύφος διακηρύσσουν, πως η αγάπη τους για το παιδί, τους οδηγεί στο να πιάσουν χαρτί και μολύβι.

Αγνοούν δυστυχώς ότι ο συγγραφέας πρέπει να είναι ερωτευμένος με το γράψιμο, όχι με τον αναγνώστη.

Σέβομαι την θέση τους χωρίς να γνωρίζω το πόσο ειλικρινείς είναι.

Πιστεύω όμως ότι υπάρχουν πολύ πιο ωφέλιμοι και ουσιαστικότεροι τρόποι για να εκδηλώσει κάποιος την αγάπη του στα παιδιά, από το να απομονωθεί σε ένα δωμάτιο γράφοντας για αυτά.

Αλίμονο αν η αξία ενός κειμένου κρινότανε με την ποσότητα αγάπης που έχει στην καρδιά του ο συγγραφέας για τον αναγνώστη.

Φυσικά δεν είναι δυνατόν μέσα στην χώρο της παιδικής λογοτεχνίας να απουσιάζουν οι «κυνηγοί».

Δηλαδή, φιλόδοξοι συγγραφείς οι οποίοι με παρότρυνση των εκδοτών τους στοχεύουν σε υψηλές πωλήσεις, ποντάροντας σε θέματα που απασχολούν την επικαιρότητα,

(ναρκωτικά , ΑΙDS, οικολογία κ.τ.λ.) λησμονώντας τον χρυσό κανόνα που λεει ότι αν ο συγγραφέας παγιδευτεί αναζητώντας τον αναγνώστη κινδυνεύει ψάχνοντας το δένδρο να χάσει το δάσος.

Καλό είναι ο συγγραφέας να θίγει τα εκάστοτε κοινωνικά προβλήματα και να περνάει τα μηνύματα των καιρών, αλλά όταν αυτό γίνεται αυτοσκοπός του, τότε μοιραία κατατάσσει το έργο του στην παραλογοτεχνία.

Θα προτιμούσα τον συγγραφέα σε κάθε περίπτωση να είναι το θήραμα και όχι ο κυνηγός , για να έχει το βιβλίο του την απαιτούμενη διαχρονικότητα και όχι τον πρόσκαιρο εντυπωσιασμό.

Γιατί ο αναγνώστης είναι αυτός που πρέπει να ψάχνει τον συγγραφέα και όχι ο συγγραφέας αυτόν.

 

Σήμερα με την κρίση ποιότητας και τον όγκο των εκδόσεων που πλημμυρίζουν την παιδική λογοτεχνία αυθαιρετώντας

( κι ας με συγχωρέσουν οι φιλόλογοι για την άκομψη πρωτοβουλία), θα κατέτασσα την παιδική παραλογοτεχνία σε δύο κατηγορίες

Του Βιβλιοπωλείου και του Περιπτέρου.

Σε δυο στρατηγικής σημασίας σημεία διάθεσης που διεκδικούνται από διανομείς και εκδότες και ορισμένες φορές συνυπάρχουν δημιουργώντας μια ιδιόμορφη κατάσταση .

 

Η πρώτη κατηγορία που συνδυάζει τον εγκυκλοπαιδισμό με την νοησιαρχία έχει ως σκοπό και στόχο την επιστημονική γνώση και την νοητική αξιολόγηση του παιδιού.

Εδώ η αδιαφορία για τον ψυχοσυναισθηματικό κόσμο του παιδιού είναι εμφανής και η συμμετοχή της λογοτεχνικής γραφής από μηδαμινή έως ανύπαρκτη. Οι συγγραφείς ακολουθούν κατά γράμμα όλες τις επίκαιρες οδηγίες γύρω από την παιδαγωγική και ψυχολογική μελέτη συνδυάζοντας ηθικολογισμό και αφήγηση.

Έτσι έρχονται σε δεύτερη μοίρα ,συγκινησιακές, συναισθηματικές, κοινωνικές και πολιτικές καταστάσεις μέσα στις οποίες μεγαλώνει το παιδί προς χάρη του νοητικού καθορισμού, του θρησκευτικού καθωσπρεπισμού και της εγκυκλοπαιδικής γνώσης .

Πρωτεύοντα ρόλο εκτός από τον διδασκαλισμό παίζει ο ορθολογισμός και η ακριβής οριοθέτηση του ηθικού και του ανήθικου.

Γνώρισμα της δεύτερης κατηγορίας τα περιπετειώδη και φανταστικά αφηγήματα με ήρωες που καλύπτουν όλο το φάσμα της συγγραφικής φαντασίας ,από ιπτάμενους ιππότες μέχρι τερατόμορφα ΟΥΦΟ τα οποία μόνο εντυπωσιασμό επιδιώκουν να προκαλέσουν και ρίγη ανατριχίλας.

Εδώ παρατηρείται το φαινόμενο να έχουμε τόνους γραπτού λόγου και γραμμάρια λογοτεχνίας.

Τώρα γιατί οι διάφορες δρακουλοϊστορίες και οι υπερφυσικές ικανότητες κάποιων ηρώων δεν κρέμονται στα μανταλάκια των περιπτέρων, αλλά διακοσμούνε τα ράφια των βιβλιοπωλείων, σας διαβεβαιώνω ότι γιαυτό δεν φταινε οι περιπτεράδες αλλά το μάρκετινγκ και η ταυτότητα του εκδοτικού οίκου.

Όσο αφορά τα κόμιξ , ανεξάρτητα αν κάποια από αυτά τα διαβάζω ευχάριστα ακόμα και σήμερα, νομίζω ότι μόνο εικαστική εκτίμηση επιδέχονται και καμιά παραλογοτεχνική, πολύ δε περισσότερο λογοτεχνική ματιά μπορεί να τα προσεγγίσει.

Όση σχέση έχει το θέατρο σκιών με τον κινηματογράφο, άλλη τόση έχει και το κόμιξ με την λογοτεχνία.

Είναι ένα άλλο είδος τέχνης , ή καλύτερα έντυπης τεχνικής αφήγησης με την χρήση πολλών εικόνων και ελαχίστων λέξεων που αποσκοπεί στο να περάσει το «στόρι» στον αναγνώστη με τον ποιο εντυπωσιακό γραφίστικο τρόπο αποφεύγοντας όσο το δυνατόν περισσότερο τον γραπτό λόγο.

Αποτελούν εξειδικευμένο είδος σεναριογραφίας με γνώση πάνω στο στήσιμο των καρέ και των κωδικών της εικονογράφησης όπου οι λεζάντες τους απαιτείται να είναι απλές, λακωνικές και βοηθητικές της εικόνας για να κυλήσει ευκολότερα η ιστορία.

 

Όπως αντιλαμβάνεστε η παραλογοτεχνία δεν είναι φαινόμενο εποχής, ουτε φυσικά η Ελλάδα έχει την αποκλειστικότητα παρεμφερών εκδόσεων. Συνόδευε, συνοδεύει και θα συνοδεύει την λογοτεχνία ως αναπόφευκτο κακό και αναπόσπαστο μέλος της.

Με την ακατέργαστη γραφή, την συναισθηματική διόγκωση και την απλοϊκότητα του λόγου της, έλκει τους αδαείς αναγνώστες, όπως το φως της λάμπας τα έντομα και τους παγιδεύει στην πνευματική νωθρότητα.

Ποντάρει στο συναίσθημα και τον πρόσκαιρο εντυπωσιασμό, χωρίς να καλλιεργεί αισθητικές αξίες και κοινωνικούς προβληματισμούς.

Και φυσικά δεν γίνεται λόγος για επίπεδα πολλαπλής ανάγνωσης και φιλοσοφικού στοχασμού.

Γράφεται για να διασκεδάζει, όχι για να ψυχαγωγήσει.

Από την άλλη όμως πλευρά ,δεν μπορεί κανείς να ισχυρισθεί, ότι όλα αυτά που ονομάζουμε παραλογοτεχνικά βιβλία είναι εκ προοιμίου και κακά κείμενα.

Απλώς είναι βιβλία που δεν συνάδουν με τους ισχύοντας κανόνες της αγοράς, της θρησκείας, της ηθικής, της παιδαγωγικής και του πολιτικού καθεστώτος.

Ωστόσο ,εξαιρουμένων των κλασικών κειμένων, η σκοπιμότητα και η χρονική συγκυρία καθόριζαν και καθορίζουν πολλές φορές την πορεία ενός βιβλίου περισσότερο από ότι η λογοτεχνική αξία του έργου και η προσωπικότητα του συγγραφέα το επιτρέπει.

Καθώς είναι διαπιστωμένο, ότι η κουλτούρα ενός λαού ,οι πολιτικοκοινωνικές συνθήκες, η πολιτισμική εξέλιξη και αυτό που σήμερα ελληνικά ονομάζουμε ... «το μάρκετινγκ», να προδιαγράφουν και τον χρόνο βιωσιμότητας ενός βιβλίου, με αποτέλεσμα πολλά από αυτά που χθες ήτανε απορριπτέα, σήμερα να θεωρούνται κοινώς αποδεκτά.

 

Θεωρώ ,ότι για την λογοτεχνία το σπουδαιότερο ζήτημα είναι οι επιρροές που διαμορφώνουν την ευαισθησία του συγγραφέα και ο τρόπος διατύπωσης της ευαισθησίας αυτής στο χαρτί, υπό την μορφή του έντεχνου λόγου παρά ο καθορισμός και η περιτοίχιση των ορίων της .

 

Γιατί όπως έλεγε και ο Κάφκα

 

«Κάθε συμπαγής τοίχος δεν είναι παρά μια ψευδαίσθηση η οποία αργά ή γρήγορα καταρρέει. Γιατί το εντός και το εκτός ανήκουν το ένα στο άλλο. Διαχωρισμένα γίνονται δύο περιπεπλεγμένες όψεις ενός μυστηρίου το οποίο μπορούμε να υπομένουμε, αλλά ποτέ να λύσουμε»

Βασίλης Γ. Χατζηβασιλείου

 

Για το περιοδικό

ΔΙΑ-ΚΕΙΜΕΝΑ

Ετήσια έκδοση Εργαστηρίου Συγκριτικής Λογοτεχνίας Α.Π.Θ.

Θέμα: ΟΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ - ΠΑΡΑΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

Τεύχος 7

Θεσσαλονίκη 2005

Επεξεργασία από bonadrug
Σύνδεσμος για σχολιασμό
Μοιραστείτε με άλλους ιστότοπους

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Επισκέπτης
Απάντηση σε αυτό το θέμα ...

×   Έχετε επικολλήσει περιεχόμενο με μορφοποίηση.   Κατάργηση μορφοποίησης

  Επιτρέπονται μόνο 75 emoticons maximum.

×   Ο σύνδεσμός σας έχει ενσωματωθεί αυτόματα.   Εμφάνιση ως σύνδεσμος

×   Το προηγούμενο περιεχόμενό σας έχει αποκατασταθεί.   Διαγραφή εκδότη

×   Δεν μπορείτε να επικολλήσετε εικόνες απευθείας. Ανεβάστε ή εισάγετε εικόνες από URL

×
×
  • Δημιουργία νέου...

Σημαντικές πληροφορίες

Χρησιμοποιώντας αυτή τη σελίδα, αποδέχεστε τις Όρους χρήσης μας.