Μετάβαση στο περιεχόμενο

Η όχθη, των Φαντασμάτων. Μέρος Α.


ΤασίαΚούτ

Προτεινόμενες Καταχωρήσεις


  • Member ID:  31587
  • Group:  Members
  • Topic Count:  62
  • Content Count:  574
  • Reputation:   1131
  • Achievement Points:  574
  • Days Won:  0
  • With Us For:  2888 Days
  • Status:  Offline
  • Last Seen:  
  • Age:  49

  • Ένας "άπιστος Θωμάς" στα παραφυσικά φαινόμενα δημόσιος υπάλληλος κατά την διαδρομή προς το χωριό του, χάνει τον δρόμο του και βρίσκεται σε ένα μέρος όπου....

 

  • Μια επιτυχημένη και άκρως  εμμονική  χρηματίστρια του Σίτι, καταφέρνει να ζήσει το πιο τρελό της όνειρο.Αλλά, με το ανάλογο τίμημα....

 

 

 

Ιστορία πρώτη. Ο δημόσιος υπάλληλος (Δ.Υ)που ζωγράφιζε γάτες.

 

                  Ο Γιώργος Δημητρίου δεν πίστευε στα φαντάσματα των νεκρών, ή σε άλλα μεταφυσικά υποκείμενα τα οποία στοίχειωναν ή σπίτια ή μέρη. Παρά μονάχα σε εκείνα των ζωντανών.Μάλιστα η πεποίθηση του αυτή ενισχύθηκε ακόμα περισσότερο μετά, από τον πρόσφατο και δύσκολο χωρισμό του που είχε με την κοπέλα του  ύστερα από πέντε χρόνια σχέσης.

              Ευτυχώς είχε την δουλειά του. Ήταν μόνιμος υπάλληλος στο Υπουργείο Υγείας. Η υψηλόβαθμη θέση του όπως και η κάπως καλύτερη μισθολογική του κατάσταση,του επέτρεπε να ζει όπως ήθελε. Τις μπύρες με την παρέα του στο δώμα που είχε κληρονομήσει από την γιαγιά του στη περιοχή του Γκύζη,τις εξόδους του καθώς επίσης και την συντροφιά με τις γάτες του. Τις λάτρευε τις γάτες και μάλιστα, παρά πολύ. Τις θεωρούσε έμπιστες.Όπως επίσης, έξυπνες και ανεξάρτητες. Μόνο σε εκείνες, έβρισκε παρηγοριά και ηρεμία. Μάλιστα, η τωρινή του γάτα ονόματι Μίμι ήταν η καλύτερη πού είχε ως τότε.

                 Όμως, είχε ένα κουσούρι. Ζωγράφιζε γάτες και μάλιστα σε μέρη όπου δεν έπρεπε. Σε συστατικές επιστολές του υπουργείου, σε εγκυκλίους,σε αναφορές και σε άλλα συναφή έγγραφα. Μια μέρα ο γενικός διευθυντής, τον κάλεσε στο γραφείο του και του συνέστησε να μην το κάνει. Όμως, οι ζωγραφισμένες γάτες του έγιναν πασίγνωστες στα γραφεία και έτσι ο Γιώργος, έγινε γνωστός ως ο Δ.Υ που ζωγράφιζε γάτες.

               Μια Παρασκευή του Οκτωβρίου, έλαβε ένα μήνυμα στον τηλεφωνητή του σπιτιού του. Ήταν ο πατέρας του από το χωριό που τον ενημέρωσε ότι την Κυριακή θα παντρευόταν μια από τις εξαδέλφες του και επομένως, εκείνος θα έπρεπε να παραστεί. Ο Γιώργος το θεώρησε μεγάλη ευκαιρία, για να ξεχάσει τον πρόσφατο χωρισμό του και να πάρει το κεφάλι του λίγο αέρα. Έτσι την ίδια μέρα, έδωσε την γάτα του στο ζευγάρι ηλικιωμένων που έμεναν στο ρετιρέ από κάτω προκειμένου να την φροντίζουν όσο εκείνος θα έλειπε, έβαλε δυο ρούχα στη βαλίτσα του και με το αυτοκίνητο του ξεκίνησε για το χωριό..................

 

                                                                                                      ...........................................................................................

 

                 Η κίνηση στους δρόμους της Αθήνας ήταν μεγάλη, όμως εκείνον δεν τον ένοιαζε. Αντιθέτως η κυκλοφοριακή συμφόρηση της ημέρας, του έδωσε την ευκαιρία να σκεφτεί ποια διαδρομή θα έπρεπε να πάρει. Από την νέα διαπολιτειακή λεωφόρο; Ή τους κλασσικούς παράδρομους που γνώριζε από παρελθόν; Οπότε εκείνη την στιγμή αποφάσισε, ότι δεν θα έπαιρνε την διαδρομή μέσω της νέας οδού Αθηνών/Κορίνθου. Αλλά εκείνη που ήξερε από τα νεανικά του χρόνια •Τότε, που ήταν φοιτητής και πηγαινοερχόταν με το ΚΤΕΛ από το χωριό του στην Πρωτεύουσα και αυτό έκανε. Θα τού έπαιρνε μεν πολύ χρόνο, αλλά δεν καιγόταν να φτάσει γρήγορα στα πατρώα εδάφη.Έτσι με αυτόν τον τρόπο, θα του δινόταν η ευκαιρία να απολαύσει λίγο καθαρό αέρα όπως και πραγματικό πράσινο.

           Μετά από μισής ώρας αναμονή οι σηματοδότες άλλαξαν την ένδειξη από κόκκινο σε πράσινο, δίνοντας επιτέλους την άδεια στους οδηγούς για να ξεκινήσουν. Όπως επίσης άμεση και δη μεγάλη ανακούφιση σε αρκετούς από αυτούς ανάμεσα στους οποίους ήταν και ο Γιώργος (που εν το μεταξύ, είχε ήδη αρχίσει να κουράζεται από τη αναμονή)•Έτσι, αφού είπε σιγανά «φτου ξε- ελευθερία» έπιασε το τιμόνι, άνοιξε το ραδιόφωνο και ξεκίνησε για να παραστεί στο γάμο τεσσάρων έως και πέντε ωρών απόσταση.

 

                                                                                                      ......................................................................................................

 

                 Αργά το απόγευμα, κάπου κοντά στο Αίγιο έπιασε βροχή.Η νεροποντή ήταν δυνατή και οι καθαριστές στο παρμπρίζ του αυτοκινήτου κινούνταν ασταμάτητα. Όμως εκείνος ήταν βυθισμένος στις σκέψεις του και χωρίς να το καταλάβει, βρέθηκε πολύ μακριά και βαθιά μέσα σε έναν δρόμο που δεν τον είχε δει ποτέ του.Μπροστά του, ήταν μια πινακίδα με μισό σβησμένο το όνομα ενός χωριού ονόματι Κρίστενα. Μα, τι στο διάβολο συνέβη; αναρωτήθηκε ο Γιώργος συνειδητοποιώντας την ίδια στιγμή ότι χάθηκε. Να ήταν η βροχή; Η αφηρημάδα του; Η χαλαρωτική χροιά της φωνής του εκφωνητή της ΕΡΑ Sport;Όποιος λόγος και να ήταν αυτός,θα έπρεπε να βρει έναν τρόπο για να γυρίσει πίσω. Όμως, κοιτώντας τις ενδείξεις για την ποσότητα βενζίνης κατάλαβε, ότι θα έπρεπε να φουλάρει ξανά το αυτοκίνητο του. Αλλιώς, θα έμενε στην μέση του πουθενά. Οπότε, θα πήγαινε σε εκείνο το χωριό, θα ρωτούσε αν υπάρχει κοντά κάποιο βενζινάδικο και ύστερα,θα οδηγούσε προς τον προορισμό του.

                 Κατά τα μέσα της διαδρομής όντως συνάντησε ένα πρατήριο βενζίνης. Αλλά εκείνο πού πρόσεξε σε αυτό ήταν: κάτι παλιές αντλίες, μια σειρά μπάζα από σίδερα παρατημένη παραδίπλα, ένα κακορίζικο σκυλί δεμένο με σκοινί σε -ένα αγνώστου χρήσης- σιδερένιο πάσσαλο και δυο άνδρες•Οι οποίοι καθόταν κάτω από μια αυτοσχέδια τσίγκινη τέντα, για να προφυλαχθούν από τον καιρό. Ένας γέρος ο οποίος, θα πρέπει να ήταν ο ιδιοκτήτης και ένας πολύ νεότερος άνδρας -προφανώς αλλοδαπός-που ήταν ντυμένος με παλιά,βρώμικα και κουρελιασμένα ρούχα. Ο Γιώργος μόλις τον είδε τον λυπήθηκε.

               Αμέσως σταμάτησε το αυτοκίνητο του,κάλυψε το κεφάλι του με μια ζακέτα που είχε μαζί του για να μην βραχεί και ύστερα βγήκε. Στην συνέχεια, ζήτησε ευγενικά από τον ηλικιωμένο να του φουλάρει το αυτοκίνητο. Αμέσως ο άλλος, διέταξε απότομα τον νεαρό να γεμίσει το ντεπόζιτο του οχήματος. Έτσι και έγινε •και περιμένοντας να τελειώσει το γέμισμα ο νεαρός αλλοδαπός ο Γιώργος, άρχισε να ρωτά ποια διαδρομή θα έπρεπε να πάρει για να βγει στην Παλιά Εθνική Οδό διότι είχε χαθεί.

 

              «Φίλε μου, θα ήταν καλύτερα να περιμένεις μέχρι το επόμενο πρωί γιατί έχει ήδη σκοτεινιάσει και ο καιρός είναι χάλια •Όπως βλέπεις, απόψε το πάει για μεγάλη καταιγίδα. Και επειδή δεν είσαι από τα μέρη μας, δεν ξέρεις τις εδώ διαδρομές και έτσι μπορείς να χαθείς. Εκτός αυτού, θα μπορούσες να πάθεις κάτι γιατί οι δρόμοι εδώ,είναι κακοτράχαλοι «Τώρα» τον πλησίασε ο ιδιοκτήτης «σου προτείνω κάτι. Να μείνεις σε ένα πανδοχείο που έχουμε, έως ότου εγώ να έρθω το πρωί για να σε συνοδέψω μέχρι την άκρη του δρόμου που σε βγάζει στην Εθνική Οδό. Και όσο για το πανδοχείο; Μην φανταστείς τίποτα σπουδαίο. Είναι ένα απλό οίκημα το οποίο είναι πολύ καθαρό,παρέχει ζεστό φαγητό και κρεβάτι.»

«Πως θα το βρω;»

«Θα πάρεις ίσια τον δρόμο που περνά μέσα από το χωριό μας και ύστερα, από μισή και βάλε ώρα διαδρομής θα το δεις μπροστά σου. Είναι μια απομονωμένη οικία, η οποία ανήκει σε μια χήρα.Την κυρά Σώμαινα. Εκεί μένει και φροντίζει για όλα εκείνα που χρειάζονται. Θα το δεις. Είναι καλυμμένο με τριανταφυλλιές και τα βράδια καλή ώρα όπως τώρα, είναι φωταγωγημένο από παντού.»

«Πόσο θα κοστίσει η διαμονή;»

«Όσα έχεις ευχαρίστηση. Μόνο,να μην χτυπήσεις δυνατά την πόρτα• Ούτε, να φωνάξεις ή να μιλήσεις δυνατά μήπως και ξυπνήσεις την ιδιοκτήτρια. Είναι μεγάλης ηλικίας και καταλαβαίνεις..... Θα έχει πάρει φάρμακα και θα έχει κοιμηθεί. Δύσκολο πράγμα τα γηρατειά. Όμως να μη ανησυχήσεις, στο ότι θα μείνεις έξω. Απεναντίας, δεν θα δυσκολευτείς να μπεις..........Μέχρι τις δώδεκα το βράδυ, το σπίτι είναι ξεκλείδωτο.»

«Μάλιστα, κατάλαβα. Σας ευχαριστώ.»

«Και κοίταξε! Περίμενε με το πρωί να έρθω,για να σε συνοδέψω μέχρι το δρόμο. Εντάξει ;»

«Μια χαρά.»

«Έτσι παλικάρι μου» απάντησε ο γέρος στον Γιώργο με ένα χαμόγελο το οποίο, για μια στιγμή φάνηκε στο νεαρό οδηγό σαν μειδίαμα αρπακτικού λίγο πριν κατασπαράξει το θύμα του. Αμέσως ο Γιώργος, ένιωσε ένα ρίγος να περνά την ραχοκοκαλιά του. Ψυχραιμία, έλεγε από μέσα του. Μην πανικοβάλλεσαι Άλλωστε, όταν σε καταβάλλει η κούραση,σου φαίνονται διάφορα.

«Πόσο στοιχίζει η βενζίνη;»

«Τίποτε παλικάρι μου.Είναι κέρασμα από μένα, επειδή έρχεσαι για πρώτη φορά στα μέρη μας.»

Ο Γιώργος, πήγε να διαμαρτυρηθεί. Τζάμπα βενζίνη; Κάτι έπρεπε να δώσει. Έφερε το χέρι του προς την τσέπη του παντελονιού του εκεί, που είχε το πορτοφόλι του Όμως ο γέρος τον σταμάτησε.

«Κέρασμα είναι.»

 Ο ταξιδιώτης, τον ευχαρίστησε ξανά με ένα νεύμα. Αμέσως μετά, έτρεξε στο αυτοκίνητο του για να μην βραχεί, μπήκε μέσα και έβαλε εμπρός την μηχανή. Λίγο πριν φύγει άκουσε τον γέρο να του φωνάζει: «Και όπως είπαμε,εντάξει;»

Ο οδηγός του αυτοκινήτου κορνάρισε, δείχνοντας με αυτό τον τρόπο ότι συμφωνούσε και χάθηκε στη στροφή..

 

                                                                      .......................................................................................

 

                Λίγη ώρα μετά, ο Γιώργος περνούσε μέσα από το χωριό και η εντύπωση που αποκόμισε από αυτό ήταν, ότι φαινόταν κάπως.... αλλόκοτο • Αίφνης, ένιωσε ένα παράξενο αίσθημα το οποίο, δεν μπορούσε επακριβώς να προσδιορίσει. Ήταν κάτι ανάμεικτο μεταξύ ανησυχίας και φόβου. Με αποτέλεσμα, να του προκαλέσει πρωτοφανή δυσφορία.Μια άσχημη, βαριά και ζοφερή ατμόσφαιρα  επικρατούσε εκεί πέρα. Όλα ήταν κλειστά και παντού επικρατούσε νεκρική ηρεμία. Παρότι που ήταν ακόμα νωρίς εντούτοις, δεν είδε ούτε έναν άνθρωπο ή ενα ζώο στους δρόμους ενώ παράλληλα, δεν υπήρχαν αναμμένα φώτα στα σπίτια.«Μα τι μέρος είναι αυτό;» αναρωτήθηκε. Ακόμα και τα πιο απομακρυσμένα χωριουδάκια όπως για παράδειγμα το δικό του, είναι κατοικημένα με κόσμο. Τα σπίτια τους είναι φωτισμένα,ενώ τα μαγαζάκια τους όπως και οι καφετέριες τους είναι γεμάτα με ζωή. Ανεξάρτητα αν ο καιρός, είναι καλός ή όχι. Ετούτο εδώ όμως...Αυτοστιγμεί το μόνο πού ήθελε, ήταν να πάει στο πανδοχείο όσο πιο γρήγορα γινόταν για να περάσει την νύχτα και την επόμενη μέρα, όπου φύγει φύγει. Έτσι, πάτησε με δύναμη το γκάζι αυξάνοντας την ταχύτητα στο μέγιστο προκειμένου, να απομακρυνθεί στο κατά δύναμη από εκείνη την αφιλόξενη περιοχή.

 

                                                                                            ………………………………………………………………………

 

              Ο ήχος της ξαφνικής βροντής που ξέσπασε από τα δυτικά, τον έκανε να αναπηδήσει από την τρομάρα του. Όπως και να του τσιτώσει ακόμα πιο πολύ τα νεύρα, φέρνοντας τον σε οριακή κατάσταση. Κοίταξε στο πλάι, για να διαπιστώσει αν έφυγε τελείως από την επικράτεια του χωριού έχοντας συνεχώς πατημένο το γκάζι. Δεν είδε τίποτε. Ούτε μια χαμοκέλα και αυτό σήμαινε, ότι πλέον το είχε αφήσει πίσω. Αμέσως, ένοιωσε κάπως καλύτερα• Σαν να έφυγε ένα βάρος από επάνω του. Στη συνέχεια, κοίταξε το καντράν της βενζίνης. Ευτυχώς είχε πολύ ακόμη. Στιγμιαία ανακουφίστηκε. Αλλά όχι για πολύ. Διότι η κατάσταση του, του υπενθύμιζε ότι ήταν ακόμη εγκλωβισμένος στο ψυχοπλάκωμα της Κρίστενας. Εν το μεταξύ, στην προσπάθεια του να διώξει από το μυαλό του εκείνη την δυσάρεστη εντύπωση που αποκόμισε από εκεί, άνοιξε το ραδιόφωνο μπας και ηρεμούσε λιγάκι. Όμως παρότι που έψαχνε για σταθμό, δεν μπορούσε να βρει κανένα. Γύριζε το κουμπί από τα αριστερά, από τα δεξιά, από πάνω, από κάτω αλλά τίποτε δεν ακουγόταν. Παρά μονάχα, ο θόρυβος που κάνουν οι οπτικοακουστικές συσκευές όταν δεν λαμβάνουν σήμα. «Τέλεια» είπε μονολογώντας νευριασμένα. «Δεν έφτανε ότι έχασα τον δρόμο μου και ξέμεινα εδώ, δεν έχω ούτε και ραδιόφωνο».Έτσι,παράτησε την προσπάθεια να ψάχνει για σταθμούς και επικεντρώθηκε στον προορισμό του.

 

                                                                                              ................................................................................

 

        Ο ρυθμικός ήχος των υαλοκαθαριστήρων που απομάκρυναν τις ψιχάλες της βροχής από το παρμπρίζ, ήταν το μόνο που ακουγόταν• ενώ, οι ακτίνες των μπροστινών φακών φώτιζαν αδύναμα τον χωμάτινο δρόμο που ξετυλιγόταν μπροστά του. Παράλληλα, ολόκληρη η πλάση ολόγυρα του είχε καλυφθεί με πυκνή ομίχλη η οποία, μαζί με το σκοτάδι έκαναν την οδήγηση ακόμη πιο κουραστική. Όμως, διάφορες -σαν λαγωνικά- σκέψεις κυνηγούσαν τον Γιώργο και δεν τον άφηναν σε ησυχία. Πλήθος από δαύτες κατέκλυζαν το μυαλό του προερχόμενες από τις πληροφορίες που του δόθηκαν και δη από τις εντυπώσεις, που αποκόμισε από τις εικόνες του χωριού •Όπως και των μοναδικών ανθρώπινων πλασμάτων που είχε συναντήσει, από την στιγμή που έχασε τον δρόμο του και βρέθηκε εκεί.• Μπάζα και σκελετωμένα σκυλιά, όπως και άνθρωποι χωμένοι στην λάσπη της μιζέριας,της βρωμιάς,της εκμετάλλευσης και δη της εξαθλίωσης. Για γυναίκες μεγάλης ηλικίας, που παρά την αύξηση της εγκληματικότητας έμεναν μόνες τους χωρίς να φοβούνται, μέσα σε αφύλακτα και απομονωμένα σπίτια/πανδοχεία στο μέσω των ερημιών .Κατοικημένες περιοχές χωρίς  την παραμικρή ένδειξη ζωής  όμως

         Κάτι άλλο, πολύ περίεργο παιζόταν εκεί και ότι και να ήταν μα το Θεό, δεν θα ήθελε να βρίσκεται • Όχι μονάχα σε μεγάλη απόσταση από αυτό. Αλλά ούτε, και σε ακτίνα 2000 χιλιομέτρων μακριά από δαύτο και βάλε..Αλλά έτη φωτός. Ενώ το πρόσωπο του γερό -βενζινά παρότι την συμπαθητική όψη και την ευγενική φωνή που το συνόδευε για μια στιγμή του φάνηκε, ότι είχε μεταμορφωθεί σε κάτι πολύ εχθρικό και συνάμα πολύ επικίνδυνο. Σαν εκείνο ενός δολοφόνου. Ναι έτσι ήταν. «Σταμάτα να σκέφτεσαι, τέτοιες μαλακίες» έλεγε στον εαυτό του. «Απλά ο ντόπιος ξαφνιάστηκε, που είδε έναν ξενομερίτη. Το μόνο πού χρειάζεσαι αυτή τη στιγμή, είναι ένας καλός ύπνος» Ξαφνικά,κάτι ανάμεσα από τους θάμνους ξεπετάχτηκε μπροστά του και στιγμιαία ο οδηγός φρενάρισε απότομα.

        Αμέσως βγήκε έξω, για να δει τι ήταν αυτό. Ήταν άνθρωπος ο οποίος κειτόταν κάτω. Ο Γιώργος έσκυψε άμεσα επί τόπου για να κοιτάξει, μήπως τον χτύπησε. Στην συνέχεια τον ρώτησε, αν ήταν καλά και ο άλλος του απάντησε σε σπαστά ελληνικά, ότι ήταν. Ο Γιώργος τον αναγνώρισε. Ήταν ο νεαρός που δούλευε στο βενζινάδικο. Αν από μακριά- τότε, που τον είχε δει για πρώτη φορά στο πρατήριο βενζίνης - τα ρούχα εκείνου του πλάσματος του είχαν φανεί φτωχικά από κοντά, ήταν τουλάχιστον οικτρά.

«Μπες μέσα μην κρυώσεις. Θα σου δώσω να φορέσεις ένα επιπλέον ζευγάρι παπούτσια που έχω, ένα πουλόβερ, ένα παντελόνι και κάλτσες. Δεν θέλω να αρρωστήσεις. Πώς σε λένε;»

«Χουσεΐν. Είμαι από Συρία.»

«Γιώργος.»

«Ναι, σε ξέρω. Είσαι εκείνος, που χάθηκε σήμερα.»

«Πόσο καιρό, είσαι εδώ;»

«Τρεις μήνες.»

Ο Γιώργος δεν ρώτησε αν του Χουσεΐν του άρεσε να δουλεύει σε αυτό το μέρος, γιατί θα ακουγόταν ηλίθιος.Άλλωστε, η ποιότητα των εργασιακών συνθηκών δεν είχε σημασία για εκείνον τον άτυχο άνθρωπο. Αν η ζωή είναι σκατά για άλλους στερώντας ταυτόχρονα το δικαίωμα επιλογών το μόνο πού μετρά, είναι η επιβίωση και τίποτε άλλο.

«Πεινάς; Έχω σάντουιτς.»

«Όχι ευχαριστώ. Έφαγα. Εσύ, πού πας τώρα;»

«Σε ένα πανδοχείο ή κάτι τέτοιο, που μου είπε το αφεντικό σου. Πρέπει να περάσω την νύχτα εδώ, διότι βρέχει και δεν ξέρω τον δρόμο για να γυρίσω πίσω. Θα πρέπει να περιμένω μέχρι το πρωί. Τότε, θα έρθει το αφεντικό σου για να μου δείξει προς τα πού θα πάω.»

«Εκεί που πας, θα είναι άλλοι ή μόνος;»

«Δεν ξέρω. Μου είπε ότι μένει μια γριά ή κάτι τέτοιο.»

Ο ξένος πού λεγόταν Χουσεΐν δεν μίλησε. Από την άλλη ο Γιώργος, αναρωτήθηκε αν έκανε καλά πού είχε ανοιχτεί σε έναν άγνωστο. Τόσα γίνονταν τελευταία. Παρά ταύτα, παρότι την έντονη και δη ενδόμυχη επιφυλακτικότητα που ένιωθε, θα τον ρωτούσε που έμενε για να τον πάει τουλάχιστον στο σπίτι του. Δεν θα το άντεχε η συνείδηση του, στο να τον αφήσει να περπατά μονάχος του μέσα σε εκείνα τα σκοτάδια, σαπίζοντας ταυτόχρονα στη βροχή.

 

                                   .................................................... ......................................................................................     ........................................................

    

            Το όχημα συνέχιζε την μοναχική του πορεία, μέσα στην νύχτα και στην νεροποντή που ολοένα και δυνάμωνε. Μέσα σε αυτό, οι επιβάτες του έμεναν σιωπηλοί και απορροφημένοι στους προβληματισμούς τους και στην εικόνα της κακοκαιρίας που λυσσομανούσε κτυπώντας με σφοδρότητα το παρμπρίζ . Ξαφνικά,ο Χουσεΐν γύρισε προς την μεριά του οδηγού και του είπε : «Σε ευχαριστώ πολύ που με ρώτησε, αν εγώ είμαι καλά. Σε ευχαριστώ για τα λόγια σου. Άκου καλά. Οκ; »

«Οκ Χουσεΐν, ακούω και για τα άλλα, δεν έκανα τίποτε.»

Ο άλλος κούνησε το κεφάλι του, ως βουβή ένδειξη ευγνωμοσύνης για την καλοσύνη του οδηγού. Όπως και για την προσοχή του προς εκείνον και στην συνέχεια, του μίλησε σιγανά. Σχεδόν ψιθυριστά.

«Το μέρος είναι κακό. Οι άνθρωποι, όχι καλοί. Εκεί πού θα πας, μην φας.Φαΐ είναι όχι καλό. Οκ; Μην κοιμηθείς εκεί σε κρεβάτι. Αλλά, να κρυφτείς σε μικρό μέρος.Έτσι, δεν θα σε βρουν.»

«Μα..»

«Άκου με. Οκ; Κάτι παραπάνω ξέρω από σένα κύριο Γιώργο. Ζω εδώ, πολύ καιρό. Εσύ, σήμερα ήρθες. Είναι κακοί. Οκ;»

Ο Γιώργος δεν επέμεινε άλλο.Άλλωστε, ο συνεπιβάτης του είχε δίκιο. Ήξερε τους ανθρώπους εκείνου του μέρους• ενώ εκείνος, δεν ήταν παρά ένας τυχαίος περαστικός. Έπρεπε να τον ακούσει.Ύστερα από μια παρατεταμένη σιωπή, ο Χουσεΐν του είπε:

«Άσε με εδώ.»

«Μα εδώ είναι ερημιά. Πού,πως θα γυρίσεις με αυτή την βροχή;»

«Μην ανησυχείτε κύριο Γιώργο. Όλα καλά. Να εδώ.»

Ο οδηγός του αυτοκινήτου σταμάτησε αμέσως. Μετά, ο άλλος άνδρας βγήκε από το όχημα και έκλεισε την πόρτα. Ύστερα, χτύπησε το τζάμι και ο Γιώργος το κατέβασε. Ο Χουσεΐν του έδωσε το χέρι του. Ο Γιώργος, έκανε το ίδιο.

«Ευχαριστώ. Α, έχω και ένα μήλο. Δεν έχω κάτι άλλο.»

Ο Γιώργος πήγε να πει κάτι, αλλά ο ξένος τον διέκοψε. «Προσοχή, μην ξεχάσεις.»

        Ο οδηγός, πήρε το φτωχικό δώρο του ξένου και το έβαλε στην θέση του συνοδηγού.Όταν όμως σήκωσε το κεφάλι του, ο άνδρας είχε εξαφανιστεί. Σαν να άνοιξε η γη και τον κατάπιε. Το μόνο που πρόλαβε να δει, ήταν η ασπρόμαυρη ουρά ενός γατιού !!!που χωνόταν πίσω από έναν θάμνο.Ο Γιώργος δεν πίστευε στα μάτια του. Από την άλλη μεριά όμως, μία τέτοια ζωή όπως εκείνη που βίωνε ο Χουσεΐν, τον έκανε να κρύβεται καλά. Αυτό είχε καταλάβει ο οδηγός και ξεκίνησε για το πανδοχείο. Τίποτε άλλο δεν έπαιζε.. Άλλωστε, δεν πίστευε σε μεταφυσικές αρλούμπες.

 

                                                                                            ..........................................................................

 

         Έφτασε εκεί, γύρω στις 11 το βράδυ. Όντως, ήταν όπως του το είχαν περιγράψει. Φωτεινό, με μια τεράστια - χρώματος κόκκινου-όμορφη τριανταφυλλιά να καλύπτει μεγάλα μέρη των τοίχων. Χτύπησε την πόρτα.Αλλά έξαφνα θυμήθηκε, ότι το πανδοχείο ήταν ανοικτό έως τα μεσάνυχτα και αμέσως την έσπρωξε. Ήταν όντως ανοικτά, όπως του είχαν αναφέρει. Μπήκε μέσα και αμέσως τον κατέκλυσε ένα κύμα ζέστης. Φώναξε το όνομα της γηραιάς κυρίας. Αλλά, δεν έλαβε καμία απάντηση.Μονομιάς, θυμήθηκε εκείνα που του είχε πει νωρίτερα ο ιδιοκτήτης του βενζινάδικου για την οικοδέσποινα της αγροικίας. Η ηλικιωμένη ιδιοκτήτρια είχε πέσει νωρίς για ύπνο.

           Μπήκε στο σαλόνι όπου εκεί υπήρχε ένα μεγάλο ,ογκώδες ξύλινο τραπέζι με όλες τις λιχουδιές της κουζίνας ενός χωριού. Πίτες γλυκές και αλμυρές, συνοδευμένες από πιάτα γεμάτα με διάφορα τυριά•Όπως επίσης και πιατέλες, με βραστό και ψητό κρέας. Πήγε να φάει. Αλλά σκέφτηκε, ότι μήπως πολλά από αυτά ήταν ληγμένα και έτσι δεν το έκανε. Αντίθετα, παρόλο που το στομάχι του αντιδρούσε σφοδρά από την πείνα -μιας και οι μεθυστικές μυρωδιές την είχαν ξυπνήσει- έφαγε το μήλο, που του είχε δώσει ο συμπαθής νεαρός. Όμως.. Αμέσως η κούραση και το στρες τον κατέβαλλαν. Οπότε, ο μόνος τρόπος για να χαλαρώσει ήταν στο να ζωγραφίσει μερικές γάτες. Αλλά, δεν είχε μαζί του γραφική ύλη για να το κάνει.

          Καθώς προσπαθούσε να βρει κάτι, έστω και μια χαρτοπετσέτα να ζωγραφίσει η ματιά του περί εργάστηκε τους τοίχους και δη τον υπόλοιπο χώρο του σπιτιού. Τότε πρόσεξε ότι μερικά σημεία της πέτρινης επιφάνειας ήταν καλυμμένα με μούχλα, μαζί με κάποιες μεγάλες και παράξενες κηλίδες χρώματος καφέ. Παράλληλα σε κάποια άλλα σημεία του σπιτιού υπήρχαν πολλές ρωγμές κατά μήκος και διαγώνια. Όπως και κάτι άλλα περίεργα πράγματα, που ήταν μαζεμένα στις γωνίες των πατωμάτων. Εκείνα έμοιαζαν με χωμάτινους σβόλους, για τους οποίους ο Γιώργος δεν ήθελε να μάθει.(Παρότι ενδόμυχα είχε ήδη καταλάβει το τι επακριβώς ήταν)•ενώ οι γωνίες του ταβανιού, όπως επίσης και μέρη του πολυελαίου ήταν καλυμμένες με πυκνούς και βρώμικους ιστούς αράχνης. Μάλλον η ρουστίκ πανσιόν της περιοχής, δεν ήταν τόσο γερή και τόσο τακτική όσο φαινόταν απέξω. Σκέφτηκε γελώντας από μέσα του νιώθοντας παράλληλα κάπως ενοχλημένος, για την κουτοπονηριά ορισμένων κατοίκων της επαρχίας.

          Μετά από λίγα λεπτά αναζήτησης, βρήκε δίπλα από μια πολυθρόνα μια πλαστική σακούλα γεμάτη με κάρβουνο που προοριζόταν για το τζάκι και στην συνέχεια, πήρε ένα κομμάτι από εκεί και άρχισε να σχεδιάζει τα αγαπημένα του αιλουροειδή. Εκείνη την στιγμή δεν ήθελε τίποτε άλλο, παρά να ηρεμήσει και δη να χαλαρώσει. Άλλωστε, δεν ήταν λίγη η ταλαιπωρία που πέρασε. Κάποια στιγμή όμως του την έδωσε  και πέταξε με δύναμη το κάρβουνο στο πάτωμα, όπου και έγινε θρυψαλλα. Στο ότι βρέθηκε εκεί στην μέση του απόλυτου πουθενά. Για τον περίεργο ιδιοκτήτη του πρατηρίου βενζίνης, για την δυστυχία του Χουσεΐν όπως και για εκείνο το βρώμικο με ποντικό κούραδα πανδοχείο. (Τουλάχιστον, είχαν την ευγένεια να μην ζητήσουν Τα Ποσά όπως γινόταν αλλού, με τις ίδιες προδιαγραφές).

           Τέλος, τα έβαλε και με τον εαυτό του. Κυρίως με αυτόν. Αν δεν ήταν τόσο αφηρημένος στο να σκέφτεται τα παλιά, δεν θα βρισκόταν σε εκείνη την κατάσταση. Έτσι για να σταματήσει τις σκέψεις που τον ενοχλούσαν και δη τον νευρίαζαν, ξανακοίταξε τους τοίχους ψάχνοντας για ενα νέο σημείο από όπου θα ξανάάρχιζε να ζωγραφίζει τις γάτες.Αν όμως προέκυπτε θέμα με την ιδιοκτήτρια; Παραδόξως, αυτή η πιθανότητα δεν τον απασχολούσε και πολύ. Έτσι και αλλιώς,δεν θα έκανε κάτι επιλήψιμο. Απεναντίας οι γάτες του και θα κάλυπταν τα παλαιά και λεκιασμένα ντουβάρια και θα ομόρφυναν τον χώρο. Συν των άλλων, θα άφηνε αρκετά χρήματα. Όπως επίσης και τον αριθμό τηλεφώνου του, σε περίπτωση που θα γινόταν κάτι. Αλλά και πάλι… Τέλος πάντων.

 

             ......................................................................................

 

           Ζωγράφιζε για αρκετή ώρα και του φαινόταν ότι βρισκόταν ξανά πίσω στο υπουργείο.Την ίδια στιγμή, οι τοίχοι μετατρεπόταν νοερά σε γραφική-έντυπη ύλη του Δημοσίου και οι οποίοι καλυπτόταν σταδιακά με γάτες διαφόρων σχημάτων, στάσεων, μεγεθών και χρωμάτων της κλίμακας του Γκρι. Χοντρές,λεπτές, φουντωτές,μαύρες,άσπρες, ασπρόμαυρες. Σιγά σιγά, άρχισε να νυστάζει και αποφάσισε να πάει στο υπνοδωμάτιο, ώσπου θυμήθηκε έξαφνα τα λόγια του Χουσεΐν. Μικρά μέρη. Έψαξε και βρήκε ένα τέτοιο μέρος. Μια καλά κρυμμένη αποθήκη, πίσω από την τουαλέτα. Όπου μπήκε μέσα σε αυτή και αφότου έκλεισε σιγανά και καλά την πόρτα, την κλείδωσε σύροντας τον σύρτη και ύστερα ξάπλωσε αποκαμωμένος, από την κούραση και την ταλαιπωρία της ημέρας που πέρασε.

 

       ................................................................................................................................................

 

          Κατά τις δύο η ώρα το πρωί, ξύπνησε τρομαγμένος από κάτι περίεργους θορύβους οι οποίοι ολοένα και δυνάμωναν. Ήταν βογκητά και στριγκλιές, σαν να σφαγιάζονταν  ζώα. Παράλληλα το οίκημα κουνιόταν συθέμελα, σαν να γινόταν σεισμός. Ο Γιώργος είχε παραλύσει από τον φόβο του και λουσμένος από τον ιδρώτα, από πάνω μέχρι κάτω έλεγε από μέσα του όλες τις προσευχές που ήξερε από μικρό παιδί. Έτρεμε και το μόνο που έκανε, ήταν να κλείσει τα μάτια του, να κάμψει το σώμα του σε εμβρυϊκή στάση και να προσευχηθεί ακόμα πιο πολύ.

 

     .....................................................................................................................................................................

 

         Δεν ήξερε πόσες ώρες πέρασαν. Αλλά κάποια στιγμή, οι θόρυβοι σταμάτησαν. Όπως και το ταρακούνημα του σπιτιού. Ο Γιώργος κάθιδρος, κοίταξε το ρολόι του.Ήταν 5 η ώρα και έτσι αποφάσισε να παραμείνει στην κρυψώνα του μέχρι να ξημερώσει• Και αν έβγαινε σώος από όλο αυτό, θα έφευγε σφουρεκι από εκείνο το κωλό-μερος και στην πρώτη εκκλησία που θα συναντούσε,θα άναβε λαμπάδα.

         Πέρασε αρκετή ώρα ακόμη και ο οδηγός, δεν έβγαινε από την αποθήκη παρά μονάχα όταν  είδε -από τις γρίλιες των εξώφυλλων του παραθύρου της τουαλέτας, ότι ο ήλιος είχε φτάσει αρκετά ψηλά .Τότε το τόλμησε και άνοιξε αθόρυβα την πόρτα του μέρους και  στην συνέχεια βγήκε από την κρυψώνα του. Περπάτησε με τις μύτες των ποδιών του και τότε θυμήθηκε την γατούλα του την Μίμη που έκανε το ίδιο. Αχ και να ήταν πίσω στο διαμέρισμα του, στην Αθήνα. Οπότε, βρήκε το θάρρος να προχωρήσει και άλλο. Βάδισε προσεκτικά προς στο σαλόνι,μπήκε μέσα σε αυτό και εκείνο που είδε τον σόκαρε μέχρι θανάτου.

          Το τραπέζι με τα πλούσια εδέσματα που είχε δει το προηγούμενο βράδυ δεν υπήρχε πλέον. Σαν ως δια μαγείας εκείνο να είχε εξαφανιστεί. Την ίδια στιγμή επάνω στο ξύλινο πάτωμα του σαλονιού, κειτόταν τα πτώματα κάποιων πλασμάτων που έμοιαζαν με ανθρώπους. Πλησίασε για να τα περιεργαστεί από κοντά.Τα πρόσωπα τους ήταν κάτι, μεταξύ ανθρώπων και ποντικών. Επίσης το στόμα ορισμένων από αυτών πλαισιωμένο με σειρές σουβλερών δοντιών, έχασκε ανοικτό σε ένα μακάβριο χλευασμό. Επιπρόσθετα, μαύρες και βρώμικες μουσούδες υπήρχαν στην θέση της ανθρώπινης ρινικής περιοχής. Ανάμεσα σε αυτά τα νεκρά αλλόκοτα ανθρωποειδή αναγνώρισε και τον ιδιοκτήτη του βενζινάδικου, πού του είχε υποδείξει το πανδοχείο. Εκτός αυτού, στα χέρια όλων τους υπήρχαν μαχαίρια και τσεκούρια. Μήπως ερχόταν για να τον σκοτώσουν; Αμέσως συνειδητοποίησε, τι επρόκειτο να πάθει.

         Θεέ μου, σκέφτηκε. Άγιο είχε. Πήγαινε σε ένα γάμο και κατέληξε μάρτυρας της μάχης μεταξύ Καλού και κακού, σε μεταφυσικό επίπεδο. Ύστερα ρώτησε από μέσα του. “Τότε τι τα σκότωσε και πως;” Ξαφνικά ο Γιώργος, σήκωσε το κεφάλι του από το αποτρόπαιο θέαμα που υπήρχε στο πάτωμα και κοίταξε τις ζωγραφιές του στον τοίχο και τότε, αυτό που είδε τον έφερε στα πρόθυρα τής λιποθυμίας. Τα στόματα των γατιών του, ήταν μουσκεμένα στο αίμα. Αίφνης, ένοιωσε σκοτοδίνη. Πήρε βαθιές αναπνοές. “Ψυχραιμία αγόρι μου”, έλεγε στον εαυτό του και έχει ο Θεός. Στην συνέχεια, έκανε τον σταυρό του και βγήκε έξω.

         Η όμορφη τριανταφυλλιά που κάλυπτε τον μπροστινό τοίχο δεν υπήρχε πλέον.Σαν εκείνη να είχε χαθεί μυστηριωδώς ,όπως η ροτόντα με τα φαγητά στο σαλόνι. Στην θέση της υπήρχε ένα πράμα που έμοιαζε σε κάτι μεταξύ αγριόχορτου, ακανθώδους φυτού και κισσού με άνθη στο χρώμα ενός αρρωστιάρικου κίτρινου. Δεν είχε ξαναδεί τέτοιο φυτό στην ζωή του. Παράλληλα, εκείνη η περιποιημένη οικία με τα ωραία φώτα είχε μετατραπεί σε ένα γκριζωπό με ρωγμές παλιόσπιτο. Δεν πίστευε εκείνο που έβλεπε ενώπιόν του. Ίσως,όσα είχε δει και βιώσει το προηγούμενο βράδυ να ήταν πάρα πολλά για να το αντέξει και έτσι ο εγκέφαλός του, δεν δεχόταν αυτό που πραγματικά έστεκε μπροστά του.

         Περπάτησε βιαστικά προς το πίσω μέρος του σπιτιού και τότε, σε μια εσοχή ενός τοίχου είδε μια στοίβα από σπασμένα ανθρώπινα κόκαλα, ολόκληρους σκελετούς και σκισμένα ρούχα. Στα χέρια μερικών εξ αυτών, υπήρχαν τσάντες διαφόρων ειδών και χρωμάτων. Ήθελε να ουρλιάξει. Αλλά δεν μπορούσε να βγάλει άχνα. Τόσο μεγάλο ήταν το κλαζάκ που υπέστη. Πλησίασε κοντά σε εκείνο το μακάβριο λόφο και με ένα μαντίλι που είχε μαζί του, άνοιξε μια από τις τσάντες που ήταν εγκλωβισμένη, μέσα στη κλειστή παλάμη ενός εκ των θυμάτων. Ήταν αντρική •και ο Γιώργος αναρωτιόταν, τι ηλικία είχε εκείνος ο άτυχος άνθρωπος. Ήταν νέος, γέρος. Τι; Τότε με το μαντίλι του,άνοιξε προσεκτικά εκείνο το αξεσουάρ και είδε διάφορα μικροαντικείμενα που υπήρχαν μέσα σε αυτό. Μια χτένα, τα κλειδιά ενός αυτοκινήτου τα οποία φαινόταν πολύ παλιά και ένας πλαστικός αναπτήρας με σκουριασμένο το στόμιο, από όπου έβγαινε η φλόγα. Ένοιωθε παράξενα που το έκανε, σαν να είχε εισβάλει στην ιδιωτική ζωή κάποιου άλλου. Όμως το έκανε από περιέργεια. Στο να μάθει, τι ήθελαν να πάρουν από εκείνον τα τέρατα που είδε στο πάτωμα του σπιτιού. Χρήματα, ή κάτι άλλο; Βρήκε ένα πορτοφόλι και εκείνο δερμάτινο.

           Το άνοιξε •Και εκεί βρήκε μια στοίβα από χαρτονομίσματα. Ήταν οι παλιές, ελληνικές δραχμές.Εκείνες με την προτομή του Ποσειδώνα. Ύστερα, άγγιξε το μέρος του πορτοφολιού που είναι για την ταυτότητα, μήπως και την έβρισκε έτσι ώστε να ενημερώσει τις Αρχές και την οικογένεια του νεκρού. Αν αυτή υπήρχε ακόμη. Τελικά την είδε και την έβγαλε προσεκτικά από την θέση της. Ήταν αρκετά ξεθωριασμένη. Αλλά μπόρεσε να διαβάσει τα στοιχεία, που είχαν γραφτεί με το χέρι. Όπως και να δει την φωτογραφία, που απεικόνιζε το πρόσωπο ενός νεαρού άνδρα. Στην συνέχεια, είδε την ημερομηνία γέννησης.25/8/1955. Ύστερα έριξε την ματιά του, στην ημερομηνία έκδοσης της ταυτότητας που αναγραφόταν πιο κάτω. Ήταν 18/3/1982!!Τόσο παλιά •Και μετά από έναν πρόχειρο υπολογισμό, κατέληξε στο ότι ο άνθρωπος αυτός ήταν τότε 27 χρονών. Αυτό το παιδί είχε γονείς και αδέλφια αν είχε. Προφανώς θα είχε ή καμιά φιλενάδα ή, να ήταν παντρεμένος.

          Επίσης, θα είχε φίλους• Και όλοι εκείνοι οι άνθρωποι του, θα τον περίμεναν να γυρίσει κοντά τους. Καλή ώρα, όπως οι δικοί του εκείνον. Επιπρόσθετα, θα πρέπει να εργαζόταν. Όπως επίσης θα είχε και όνειρα. Πολλά όνειρα, για ένα μέλλον το οποίο δεν ήρθε ποτέ. Αμέσως, ένοιωσε πόνο και άρχισε σιγανά να ξεσπά σε λυγμούς. Για μια ζωή που είχε χαθεί τόσο άδικα και με τέτοιο τρόπο, σε εκείνα τα γ@ μημενα βρομοχώραφα. Εκείνη την στιγμή, ένοιωσε οργή για εκείνους τους αλήτες που διέλυσαν τα πάντα και δεν άφησαν τίποτε. Μόνο να αναλογιστεί κανείς, την αγωνία των οικείων του νεκρού αναμειγμένη με ελπίδες,στην διάρκεια των τριάντα επτά ολόκληρων χρόνων. “Απίστευτο” μονολόγησε δυνατά.Α ρε π@υστηδες.37 ολόκληρα χρόνια.

         Τότε ο Γιώργος κατάλαβε, τι συνέβαινε σε εκείνο το χωριό του Τρόμου. Άνθρωποι χανόντουσαν και στην συνέχεια, βρισκόταν εκεί και ζητούσαν βοήθεια. Μετά ή ο ιδιοκτήτης του πρατηρίου βενζίνης ή κάποιοι άλλοι, τους έστελναν στο πανδοχείο. Πεινασμένοι και κουρασμένοι όπως ήταν οι ταξιδιώτες, έτρωγαν τα φαγητά που υπήρχαν στο σαλόνι τα οποία, θα πρέπει να είχαν κάποιου είδους υπνωτική ουσία. Έτσι, τα μισοκοιμισμένα και ναρκωμένα θύματα μην έχοντας πλέον τις αισθήσεις τους οξυμένες για οποιοδήποτε ενδεχόμενο, έπεφταν στο κρεβάτι όπου και πέθαιναν. Με φρικτό τρόπο, που εκείνα τα τέρατα της κολάσεως τον είχαν ετοιμάσει πρωτύτερα με πανουργία •Και από ότι  φάνηκε εκ των πραγμάτων δεν ήθελαν ούτε χρήματα, ούτε άλλα τιμαλφή. Αλλά κρέας και μάλιστα, ανθρώπινο. Το οποίο και κατακρεουργούσαν με αιχμηρά αντικείμενα, μέχρι εκείνο να ξεψυχήσει. Μα τι πλάσματα ήταν τούτα; σκέφτηκε. Πάντως,από τον Θεό δεν ήταν. Αυτό ήταν σίγουρο.

          Έπρεπε να φύγει οπωσδήποτε από εκεί και εκείνη την στιγμή θυμήθηκε τον Χουσεΐν. Τον πρόσφυγα που με την συμβουλή του, του έσωσε την ζωή. Θα έπρεπε, να τον βρει και να τον πάρει από κει πέρα.Μετά, θα έπαιρνε τηλέφωνο την αστυνομία για να αναφέρει την ύπαρξη των πτωμάτων. Πρώτα όμως, θα έπρεπε να βρει τον Χουσεΐν και γρήγορα. Ξαφνικά, άκουσε ένα νιαούρισμα. Γύρισε και είδε μια ασπρόμαυρη γάτα. Πρόσεξε την ουρά της και θυμήθηκε ότι ήταν η ίδια ουρά που είχε δει στο δρόμο. Τότε, που κατευθυνόταν προς το πανδοχείο του τρόμου. Ύστερα, πρόσεξε το πρόσωπο της. Ήταν λεκιασμένο με αίματα.

       Δεν ήθελε να σκεφτεί παραπάνω, διότι δεν ήθελε να χάσει ούτε λεπτό σε αναζητήσεις απαντήσεων. Άλλωστε η κατάσταση δεν σήκωνε περαιτέρω καθυστερήσεις. Επιπλέον, θα έπαιρνε και την γάτα μαζί του για να κάνει παρέα στην δική του. Την πλησίασε. Ήταν γάτος με ωραία κεχριμπαρένια μάτια. Τον κάλεσε να έρθει κοντά του. Όμως εκείνος δεν ερχόταν. Παρά στεκόταν εκεί που ήταν και τον κοιτούσε επίμονα. Τον πλησίασε. Όμως ο γάτος έτρεξε μακριά και κρύφτηκε πίσω από κάτι χαμόκλαδα. Ο Γιώργος αναστέναξε με λύπη, διότι δεν ήθελε να αφήσει ένα άλλο ζωντανό και συνάμα, αθώο πλάσμα εκεί πέρα. Αν υπήρχαν και αλλά τέρατα, σαν εκείνα που είχε δει πρωτύτερα στο πάτωμα του πανδοχείου και το σκότωναν; Σηκώθηκε αμέσως τρεκλίζοντας και τρέχοντας προς το όχημα, η σκέψη που έκανε για την γάτα .Στο ότι μπορεί να υπήρχαν και άλλα φρικιά τα οποία για διάφορους λόγους δεν είχαν εμφανιστεί ακόμη, τον γέμισε με νέα φρίκη. Έπρεπε, να το σκάσει άμεσα. Προτού ξυπνήσουν οι υπόλοιποι νοματαίοι του χωριού και τον πάρουν στο κατόπι.

 

                                                                                                           ..........................................................................................................................

 

          Αμέσως, άρχισε να ψάχνει με ζέση για το αυτοκίνητο του. Όμως από το άγχος, δεν μπορούσε να θυμηθεί που το είχε παρκάρει. Ξαφνικά, είδε κάτι που έμοιαζε με μονοπάτι. Το ακολούθησε και βρέθηκε μπροστά σε ένα ξέφωτο. Όπου εκεί, υπήρχε ένας ολόκληρος λόφος από στοιβαγμένα οχήματα περασμένων ετών. Ένα νεκροταφείο ψυχών σκέφτηκε. Προφανώς, μόλις τα θύματα έμπαιναν στο σπίτι εκείνης της γριάς και δη για τον αγύριστο τότε εκείνα τα τέρατα, με κάποιο τρόπο έκλεβαν τα οχήματα και ύστερα, τα έφερναν εκεί.Στο ξέφωτο. Όπου και τα έκρυβαν έτσι ώστε σε περίπτωση που οι οικείοι θα αναζητούσαν τους αγνοούμενους τους, να μην υπήρχαν ίχνη τα οποία θα υποδήλωναν, το πέρασμά των δικών τους ανθρώπων από εκεί. Το ίδιο θα έκαναν και σε εκείνον. Αμέσως, ουρλιάζοντας από το νέο κύμα φρίκης που τον κατέκλυσε έτρεξε γρήγορα από εκεί. Έπρεπε να βρει το αυτοκίνητο του και άμεσα• Αλλιώς,δεν θα ήξερε από που και από ποιους, θα έπρεπε να κρυφτεί. Εξάλλου δεν ήθελε να μάθει περαιτέρω,τι άλλα φοβερότερα κακά κρυβόταν σε εκείνο το μέρος.Τελικά βρήκε το όχημά του και αμέσως δόξαζε το Θεό. Ήταν εκεί όπου το έχει αφήσει και ευτυχώς ήταν άθικτο.

          Μπήκε γρήγορα μέσα σε αυτό, άνοιξε αμέσως την μηχανή με τα κλειδιά του (που τα είχε φυλάξει πολύ προσεκτικά,μέσα σε μια τσέπη του παντελονιού του) και στην συνέχεια ξεκίνησε πατώντας με δύναμη το γκάζι, αφήνοντας για πάντα πίσω του το χωριό- εφιάλτη και όλα εκείνα που βίωσε σε αυτό. Βρήκε ένα παράδρομο, που τον οδήγησε πίσω στην παλιά Εθνική Οδό. Εκεί,στην άκρη της τελευταίας στροφής λίγο πριν μπει για τα καλά στο Εθνικό Οδικό Δίκτυο είδε τον Χουσεΐν έχοντας παραδίπλα του το σκυλί, που είχε δει δεμένο στο βενζινάδικο. Τον κάλεσε να μπει μέσα και εκείνος δέχθηκε.Έκατσε δίπλα στον οδηγό, ενώ στα πίσω καθίσματα το σκυλί γρύλιζε από χαρά που γλύτωσε από του Χάρου τα δόντια. Μετά ο Γιώργος, ανέπτυξε μεγάλη ταχύτητα και έφυγε προς το χωριό του, όπου τον περίμενε η ζωή και ότι αγαπούσε. Οι γονείς του, οι συγγενείς του και οι φίλοι του.

 

           ...........................................................................................................................

 

           Λίγες ώρες μετά και αφού άφησαν το Αίγιο ο Γιώργος, άρχισε να εξιστορεί στον Χουσεΐν αυτά που συνέβησαν στο πανδοχείο. Μιλούσε πολύ ώρα και απορροφημένος όπως ήταν, δεν πρόσεξε ότι στη θέση του συνοδηγού επικρατούσε ησυχία. Στο μεταξύ στο πίσω κάθισμα, ο σκύλος κοιμόταν ξέγνοιαστος και ήρεμος. Γύρισε να δει αν ο φίλος του ήταν καλά. Όμως αντί για τον Χουσεΐν είδε τον γάτο !!!Ήταν ο ίδιος που είχε αφήσει -πίσω- στη αυλή του πανδοχείου.Νέο σοκ κατέκλυσε τον οδηγό, ο οποίος δεν μπορούσε να διανοηθεί εκείνο που μόλις συνέβη. Ένα γατί σε μορφή ανθρώπου !!!!!.Παράλληλα η συνείδησή του έθετε πληθώρες νέων ερωτημάτων, όπως τότε που κατευθυνόταν προς το πανδοχείο.Μήπως, ο ξένος φίλος του ήταν η  μετεμψύχωση -ενός νεκρού από χρόνια- δικού του ανθρώπου σε γάτο ο οποίος ήθελε να τον προστατεύσει;Μήπως τον Χουσεΐν, τον έστειλαν εκείνες οι χαμένες στα έρμα και σκότεινα- ψυχές προκειμένου να εκδικηθούν για τον θάνατό τους ;Μήπως εκείνος ο πρόσφυγας δεν ήταν τίποτε άλλο, παρά ένα πνεύμα. Ένας άγγελος σε μορφή γατιού, που έστειλαν η γατούλα του και όλες οι γάτες που εκείνος αγάπησε έτσι ώστε, να τον φυλάξει από  τις φρικτές παγίδες του βενζινά και των υπολοίπων κατοίκων της Κρίστενας;Δεν μπορούσε να απαντήσει, δεν ήξερε. Όμως εκείνο που κατάλαβε, από αυτήν την ιστορία ήταν στο υπάρχουν διαστάσεις, πέρα από την αντίληψη αυτού του κόσμου .Όπως και στο ότι η Ζωή είναι τόσο πολύτιμη και εύθραυστη, η οποία μπορεί να χαθεί ανά πάσα στιγμή.... 

       Έξαφνα το αιλουροειδές, ακούμπησε το ποδαράκι του στο τζάμι του συνοδηγού. Αμέσως ο οδηγός, σταμάτησε το αυτοκίνητο και άνοιξε την πόρτα. Τότε με ένα τελευταίο νιαούρισμα ο γάτος, πήδηξε από το όχημα και έτρεξε προς κάτι κοντινά χωράφια με ελιές που βρισκόταν στην απέναντι μεριά του δρόμου. ”Έχε γεια φίλε μου”.Μουρμούρισε βραχνιασμένα ο οδηγός κοιτώντας προς το μέρος που έφυγε ο γάτος, ενώ καυτά δάκρυα μούσκευαν το πρόσωπό του. ”Μακάρι κάποια μέρα να συναντηθούμε και πάλι και υπό καλύτερες συνθήκες. Πρόσεχε.” Ύστερα, κούνησε το χέρι του φωνάζοντας δυνατά το όνομα του Σύρου πρόσφυγα στέκοντας παράμερα και για αρκετή ώρα στην άκρη του δρόμου μαζί με τον σκύλο. Ο οποίος, ούρλιαζε με πόνο κλαίγοντας για τον σωτήρα του που δεν θα ξανά έβλεπε ποτέ. Ο Γιώργος κοιτούσε συνεχώς,προς την κατεύθυνση των χωραφιών μέχρι, που το επίμονο κορνάρισμα ενός διερχόμενου αυτοκινήτου τον επανέφερε στον πραγματικό χρόνο και δη, τον επανακινητοποίησε. Οπότε έκλεισε την πόρτα, άνοιξε την μηχανή και συνέχισε το ταξίδι του.

 

             ………………………………………………………….

 

           Πέρασε πολύ ωραία στον γάμο. Χόρεψε και τραγούδησε με την καρδιά του. Ήταν, μια από τις πιο ευτυχισμένες μέρες της ζωής του• Και την επόμενη της αναχώρησης του, άφησε τον σκύλο στους γονείς του για παρέα. Εκείνοι, το δέχθηκαν με χαρά. Άλλωστε, ήθελαν την παρέα, ενός όμορφου λυκόσκυλου. Τέλος κατά την επιστροφή του, αποφάσισε να πάει από το νέο οδικό δίκτυο. Όσο ακριβά και να στοίχιζαν τα διόδια.

             ………………………………………………..

 

          Λίγο πριν φτάσει στην Αθήνα, κάπου κοντά στην Ελευσίνα πήρε τηλέφωνο την αστυνομία και τους ανέφερε τα καθέκαστα. Τον κάλεσαν στο τμήμα της περιοχής, για να δώσει κατάθεση. Ο Γιώργος Δημητρίου, ανέφερε τα πάντα στους αστυνομικούς. Ότι πηγαίνοντας στο χωριό του δια μέσω του Παλαιού Οδικού Δικτύου, χάθηκε και βρέθηκε εκεί που βρέθηκε. Ωστόσο, παρέλειψε επίτηδες να αναφέρει την ύπαρξη των από κόσμων πλασμάτων που πήγαιναν να τον σκοτώσουν. Δεν ήθελε να τον θεωρήσουν, ή τρελό ή τύπο, που ενοχλεί άσκοπα τις Αρχές. Αφού τελείωσε την κατάθεση, πήγε σε μια εκκλησία και άναψε λαμπάδα παρακαλώντας παράλληλα τον Θεό και τους πολιούχους Αγίους του ναού, για τον Χουσεΐν. Λίγες ώρες μετά, βρισκόταν πίσω στην ασφάλεια του διαμερίσματος του και στην αγαπημένη του γάτα. Την Μίμη.

 

   .......................................................................................................................................

 

Μερικές μέρες αργότερα, το κυρίαρχο θέμα των ειδήσεων ήταν η εύρεση των πτωμάτων σε μια ερημική περιοχή ονόματι Κρίστενα.

 

Σημείωση.

Το χωριό όπως και οι χαρακτήρες, είναι προϊόντα φαντασίας και ουδεμία σχέση δεν έχουν με πραγματικά πρόσωπα ή τοποθεσίες. Τυχόν συνωνυμία, είναι καθαρά συμπτωματική. Τέλος, εμπνεύστηκα την ιστορία από ένα παραμύθι του Λευκάδιου Χέρν με τίτλο: Το αγόρι, που ζωγράφιζε γάτες.

Κλαζάκ=σοκ.

 

 

Ιστορία δεύτερη. Ο καθρέπτης της Αλίκης.

 

            «Πρόσεξε τι τάζεις, γιατί παίζει να το πιάσεις.» Αυτό έλεγε ο εκφωνητής της διαφήμισης του ΟΠΑΠ η οποία ακουγόταν από την οθόνη της πανάκριβης σουίτας του Χίλτον όπου διέμενε η Αλίκη Τζανέτου, πασίγνωστη και άκρως πετυχημένη χρηματιστής του City του Λονδίνου. Είχε έρθει νωρίτερα το μεσημέρι της ίδιας ημέρας στη Αθήνα, για να διευθετήσει τις τελευταίες λεπτομέρειες για την πώληση του πατρικού της σπιτιού • Ένα μικρό διαμέρισμα κάπου στα Κάτω Πετράλωνα και στην συνέχεια, να σηκωθεί να φύγει από την χώρα. Δεν ήθελε καμία σχέση με το παρελθόν •και το διαμέρισμα που το εκπροσωπούσε, της θύμιζε τον βίαιο πατέρα της και το ξύλο που έδινε στην μητέρα της, εξαιτίας της φτώχειας και των γυναικών. Έτσι με την πώληση του, θα απαλλασσόταν μια και καλή από εκείνες τις νοσηρές εποχές, που κατά καιρούς την στοίχειωναν.

          Ξαφνικά, χτύπησε το κινητό της. Ήταν μια φίλη της με την οποία τις συνέδεαν δύο πράγματα. Οι αποτυχημένες σχέσεις τους, με τους άνδρες και οι αντίκες. Ήταν και οι δύο φιλότεχνες και δεν άφηναν εκθέσεις για εκθέσεις. Όπως και Antiquery, για Antiquery. Άρχισαν να συζητούν για πολύ ώρα για διάφορα θέματα, ώσπου η φίλη της της συνέστησε μιας και που ήταν στην Αθήνα -να επισκεφτεί μια νέα antiquery που είχε ανοίξει πρόσφατα, κάπου στο Μοναστηράκι. Θα ήταν μεγάλη ευκαιρία για εκείνη, προκειμένου να βρει αυτό που έψαχνε για καιρό. Η Αλίκη, θεώρησε πολύ ωραία την ιδέα τής φίλης της και της ζήτησε την διεύθυνση. Έτσι το πρωί της επόμενης μέρας, η χρηματιστής πήρε το μετρό και ύστερα από μια στάση κατέβηκε στον προορισμό της.

       …………………………………..

         Αν δεν είχε ανάγκη για κάτι, ή δεν ενδιαφερόταν για αυτό τότε δεν ασχολούνταν με δαύτο διότι, το θεωρούσε χάσιμο χρόνου. Όμως ετούτο, δεν ίσχυε σε αυτήν την περίπτωση. Διότι εκείνη την φορά, γύρευε ένα συγκεκριμένο αντικείμενο. Έναν μεγάλο καθρέφτη για το καθιστικό, του πανάκριβου διαμερίσματος που έβλεπε στον Τάμεση. Μετά από λίγη ώρα περπάτημα, βρήκε το μέρος που ήθελε. Ήταν ένα μικρό κατάστημα αλλά όταν μπήκε μέσα, αυτό που είδε την εξέπληξε. Τα αντικείμενα που υπήρχαν εκεί ήταν απαράμιλλης ομορφιάς, φινέτσας και σπανιότητας. Εντύπωση η οποία, την έκανε να εκτιμήσει θετικά την ποιότητα του συγκεκριμένου antique shop.

            Ο ιδιοκτήτης, ένα μικροκαμωμένο αλλά οξυδερκή γεροντάκι την ρώτησε ευγενικά τι ζητούσε. Εκείνη του απάντησε, ότι γύρευε έναν μεγάλο καθρέφτη για το σαλόνι της. Αμέσως ο γέρος την οδήγησε σε ένα απομονωμένο σημείο του καταστήματος, όπου υπήρχε ένας μεγάλος ορθογώνιου σχήματος καθρέπτης. Η Αλίκη μόλις τον είδε, έπαθε την πλάκα της. Ήταν εκείνο που έψαχνε από καιρό. Σαν εκείνος ο καθρέφτης την περίμενε, για να τον αποκτήσει. Ένιωθε, ότι το αντικείμενο της μιλούσε και έλεγε ότι ήταν μονάχα για αυτήν. (Όπως και ο Darien με τον τρόπο του. Εκείνος ο σέξι λυκάνθρωπος- καουμπόι του Όρεγκον. Ο οποίος, ήταν ο κεντρικός ήρωας ενός on Line ρομαντικού μυθιστορήματος που διάβαζε τελευταία.)Αποφάσισε ότι θα τον αγοράσει και έτσι έπραξε.

            Αργά το απόγευμα, ένας υπάλληλος του ξενοδοχείου έφερε την συσκευασία στο δωμάτιο της Αλίκης. Ήταν πολύ χαρούμενη και ήθελε να το γιορτάσει. Παρήγγειλε ένα πλούσιο γεύμα για βραδινό και στην συνέχεια, άνοιξε τον φορητό υπολογιστή της και άρχισε να διαβάζει το μυθιστόρημα από το σημείο που το είχε αφήσει.

 

            ………………………………….................................................................................

 

                 Η οθόνη της τηλεόρασης ήταν ανοικτή, αλλά η χρηματιστής δεν έβλεπε. Αντιθέτως, ήταν απορροφημένη στο on line βιβλίο της•Και στο αγαπημένο της καουμπόι με το υπέροχο χαμόγελο του, την αξιοσημείωτη κορμοστασιά του κάπου στο 1.95 ύψος και την άγρια ομορφιά του στοιχεία, που την έκαναν να τον λατρέψει παθολογικά. Μάλιστα, ο έρωτας που είχε για εκείνον ήταν τόσο βαθύς που την έκανε αδύνατο να καταλάβει, ότι ο Darien δεν ήταν παρά ένα αποκύημα της φαντασίας μίας ξένης συγγραφέως. Παράλληλα, την εκνεύριζε η ύπαρξη μια άλλης ηρωίδας. Μια κοκκινομάλλα ονόματι Lelandi.Η Αλίκη δεν άντεχε το γεγονός, ότι η όμορφη σγουρομάλλα του παραμυθιού που διάβαζε (για να περάσει την ώρα της. Αλλά κυρίως, για να καλύψει το μεγάλο συναισθηματικό κενό που την βασάνιζε) ήταν γύρω από τον Darien.Δεν μπορούσε, δεν άντεχε, της την έδινε.Εκείνο δεν ήταν απλά ένα μαρτύριο. Αλλά η ίδια η κόλαση και αυτό την έκανε να την μισήσει ακόμη πιο πολύ.

                      Εκτός αυτού ήταν το γεγονός στο ότι η Lelandi, της θύμιζε και την πραγματική αιτία που χώρισε με τον πρώην της. Μια άλλη γυναίκα συνάδελφός της,μια σκρόφα η οποία ενεργούσε ακριβώς με τον ίδιο τρόπο όπως και η ηρωίδα του ρομάντζου!!!! Όμως στο τέλος, όπως συνήθως συμβαίνουν με αυτά τα πράγματα ο πρώην και το τσουλί παντρεύτηκαν• Και έζησαν αυτοί καλύτερα και η Αλίκη έμεινε με το πουλί στο χέρι. Φτάνει ως εκεί,με τις αλήθειες και ψέματα τέτοιου τύπου όπως και με τους άντρες που τα έλεγαν και έκαναν. Δεν ήθελε άλλο από δαύτα. Μόνο εκείνον ήθελε, διότι διέφερε από τους άλλους πού είχε γνωρίσει ως τότε. Πίστευε, ότι ήταν η αδελφή ψυχή το άλλο της μισό. Και όχι η άλλη, που σκόπευε να της τον πάρει μακριά από αυτήν!!Που να την έπαιρνε ο διάβολος και να την έθαβε ζωντανή, δέκα μέτρα βαθιά.

           Όμως ο παροξυσμός της για τον κεντρικό ήρωα, δεν επέτρεπε χώρο για την λογική.Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να κάνει πρωτοφανή, τραγελαφικά και ανεκδιήγητα πράγματα • Όπως, στο να αναφέρει τον Darien στις φίλες της ως ένα πραγματικό άνθρωπο, με τον οποίο είχε σχέση !!! Ότι εκείνος την προσκαλούσε στην πόλη του και δη, στην πέτρινη βίλα του στην Αμερική τα σαββατοκύριακα και στις γιορτές πληρώνοντας της τα εισιτήρια ή, ότι την βολτάριζε με το πανάκριβο SUV του με τα δερμάτινα καθίσματα γύρω από τα χωράφια με τις παχυλές ασπρόμαυρες αγελάδες.Ή την ξεναγούσε στο εργοστάσιο επεξεργασίας δέρματος, ή στο ορυχείο ασημιού που κατείχε ζητώντας παράλληλα τις συμβουλές της, στα περί των οικονομικών και των δυο του επιχειρήσεων. Όπως, και για διάφορα επενδυτικά σχέδια και άλλα τέτοια.

            Υπήρχαν δε φορές, που όταν τηλεφωνούσε στις φίλες της και η κουβέντα το έφερνε στα της καθημερινότητας των σχέσεων με το άλλο φύλο τότε τους εξιστορούσε χαρούμενη και με μεγάλη λεπτομέρεια, τα γεγονότα του έργου όπως φλογέρα λόγια και φιλιά του ήρωα ή, οι γενναίες του πράξεις ως αληθινές καταστάσεις που της τύχαιναν!!! Από την άλλη μεριά οι φίλες της, δεν έκαναν τίποτε άλλο παρά να την μακαρίζουν λέγοντας της ότι πόσο τυχερή ήταν που είχε έναν τέτοιο άνδρα και ότι επιτέλους, είχε βρεθεί ο κατάλληλος για αυτή ζηλεύοντας  παράλληλα  και προφανώς φθονώντας  -και γιατί όχι;- για το κελεπούρι που της έλαχε. Που να ήξεραν ότι απέναντι τους δεν είχαν την Επιτομή,την Απόδειξη και την Ύπαρξη του Απόλυτου Έρωτα με σάρκα και οστά. Αλλά, τον μουρλό φίλο του Βασίλη Λογοθετίδη στη ταινία “ο Ζηλιαρόγατος” που ότι έβλεπε στον κινηματογράφο το πίστευε για αληθινό και το έκανε πράξη.

 

                                                                                                                         ………………   ……………….. ……………… ................................

 

             Όταν τα σύνορα, μεταξύ της λογικής και της παράνοιας παραβιάζονται συστηματικά βάση θελήσεως και πεποιθήσεων τότε, αρχίζουν τα δύσκολα για όλους εκείνους τους ζουρλούς ήρωες του "Ζηλιαρόγατου" (συμπεριλαμβανομένης σε αυτούς και η Αλίκη). Όπως, η οριστική ρήξη και δη η κατάρρευση της σχέσης του νου με την πραγματικότητα  η οποία συνοδεύεται, από τις ανάλογες επιπτώσεις στην ψυχοσύνθεση του ατόμου. Στην περίπτωση της χρηματιστή και Ιδιαίτερα αφότου διάβαζε τις ερωτικές περιπτύξεις των ηρώων του έργου- ο κανόνας αυτός επιβεβαιωνόταν, με άγριες και απανωτές κρίσεις υστερίας συνοδευμένες με ατελείωτο κλάμα. Φοβερές εκρήξεις θυμού τις οποίες υφίστατο οι υφιστάμενοι της κυρίως, οι αναλυτές στην χρηματιστηριακή εταιρεία όπου και δούλευε. Αμέτρητα πακέτα ακριβής μάρκας τσιγάρων που κάπνιζε τις νύχτες και δη, βρογχικά. Σπασμένα ποτήρια και πιάτα Baccarat, βρίζοντας και βλαστημώντας ταυτόχρονα τον μακαρίτη τον πατέρα της. Ανάλωση ποτού μαζί με ντουζίνες αντικαταθλιπτικά χάπια με τις ψευδαισθήσεις των οποίων, εξαφάνιζε την κεντρική ηρωίδα και στην συνέχεια, έπαιρνε την θέση της στα πάντα και δη στην καρδιά του Darien. Όμως.....................

            Δεν πάει να την εξαΰλωνε, με ότι τρόπο μπορούσε να φανταστεί. Με πιστόλια, με μαχαίρια, με λέιζερ, με ραδιουργίες •Και να σου πάλι, εκείνη η ριμάδα η αλήθεια βρισκόταν συνεχώς μπροστά της, με το πρόσωπο της Lelandi. Ήταν σαν ένας μεγάλος και επίμονος λεκές, επάνω στο αγαπημένο της φόρεμα ο οποίος δεν έφευγε με τίποτε. Όσο και αν πάλευε λυσσαλέα για να τον βγάλει. Μάλιστα, όταν διάβασε μια παράγραφο στην οποία η ηρωίδα βάζει με γερά σκαμπίλια κάποιες άλλες στην θέση τους γιατί την ενοχλούσαν τότε, έκλεισε με δύναμη τον φορητό της υπολογιστή, πήρε το πακέτο με τα τσιγάρα (που είχε νωρίτερα αγοράσει, από ένα περίπτερο στο κέντρο)άνοιξε οοολα τα παράθυρα της σουίτας και άρχισε τρέμοντας από οργή, να καπνίζει με μανία το ένα τσιγάρο μετά το άλλο. Ακούς εκεί, το θρασίμι να σηκώσει το χέρι σε εκείνες τις 3 κυρίες, επειδή οι τελευταίες είχαν πρωτύτερα τολμήσει να πουν την γνώμη τούς για το ποιόν της!!! Αν ήταν εκεί, θα τις βοηθούσε εκείνες τις κακομοίρες. Στην συνέχεια, θα έδινε μια δυο ανάποδες σε εκείνο το κοκκινομάλλικο τσουλί δίνοντας με αυτόν τον τρόπο και σε εκείνο το χαμένο •Αλλά και σε ολόκληρη την Πολιτεία του Όρεγκον !!!! μια γεύση, το τι πραγματικά εστί Κάτω Πετράλωνα!!!

            Αμ το άλλο; Επειδή η ακατονόμαστη έψαχνε τον φονιά της δίδυμης αδελφής της που ήταν παντρεμένη άκουσον, άκουσον με Εκείνον!!!!!! –(άλλη τσούλα από κει Φαίνεται, ότι το έχουν οικογενειακώς -)είναι η νέα ατρόμητη αγωνίστρια, που θα ταίριαζε στον Darien για σύζυγος του; Να δεις η Τζανέτου τι μάχες έχει δώσει μέχρι τώραMrs Spears( η συγγραφέας του έργου) και όχι απλά μπατσάκια, που έδωσε η Lelandi σου σε εκείνες τις αδικημένες φτωχούλες του Θεού. Αλλά κάτι χαστούκια. Μα κάτι χαστούκια, που σε κάνουν να βλέπεις τον ουρανό σφοντύλι. Στιγμιαία η χρηματιστής κατάλαβε ότι θα έπρεπε να δράσει και μάλιστα γρήγορα. Γιατί το κακό είχε παραγίνει με δαύτη εκεί πέρα. Το πώς θα γινόταν αυτό, ήταν ένα θέμα. Αλλά εκείνη, θα έβρισκε τον τρόπο. Εδώ, αναστήθηκε ο Λάζαρος που ήταν νεκρός. Εδώ ζώα γίνονται αρχηγοί κρατών και δεν μπορούσε εκείνη, να βρει τον καλό της και να στείλει την άλλη από κει που ήρθε;(Με βαρύτατες, ξεγυρισμένες, ultra σκαμπιλάτες ανάποδες παρακαλώ!!!).

   

          …………………………………….................................................................................................................

 

           Δεν κατάλαβε πόσο γρήγορα πέρασε η ώρα και άρχισε να πεινά.Έτσι, πλησίασε το καροτσάκι με το φαγητό το οποίο στο μεταξύ είχε ήδη κρυώσει και άρχισε να τρώει. Ενώ απολάμβανε το γεύμα της, η Αλίκη σκεφτόταν το πώς θα πάει στον Άνδρα των Ονείρων της. Δηλαδή, μέσα στην φωλιά του Κούκου.Όμως, στο διαταραγμένο της πλέον μυαλό ετούτος ο άντρας υπήρχε και ότι η απόσταση, μεταξύ του Darien και αυτής ήταν απλώς ένα ζήτημα όχι μεταξύ χώρο χρόνου και διάστασης. Όχι. Αλλά 11 ωρών πτήση, μεταξύ Αθήνας και Νέας Υόρκης. Οπότε το θέμα αυτό θα επιλύονταν, γρήγορα και εύκολα!!!Πίστευε, ότι όλα ήταν δυνατά, ότι λύσεις υπάρχουν και όταν ήθελε κάτι το έπαιρνε. Αλλιώς, θα έμενε σε εκείνο το διαμέρισμα στα Κάτω Πετράλωνα με όλες εκείνες τις δυσάρεστες αναμνήσεις που εκείνο κουβαλούσε και θα ζούσε κ@λοζωή, κλαίγοντας την μοίρα της.

          -Αχ και τι δεν θα έδινα για να είμαι αυτήν την στιγμή μαζί του- μονολόγησε με πόνο, σε μια από τις σπάνιες αναλαμπές της θρυμματισμένης λογικής της. Εν το μεταξύ επάνω σε έναν από τους καναπέδες, ήταν προσεκτικά τοποθετημένος ο αγαπημένος της καθρέπτης. Γύρισε το κεφάλι της προς σε αυτόν και τον κοίταξε •Και στην συνέχεια του είπε, παραφράζοντας τα λόγια της κακιάς μητριάς της Χιονάτης: -« Καθρέφτη,καθρεφτάκι μου!! Μακάρι να ήσουν μαγικός και με τις δυνάμεις που εσύ θα διέθετες, να με οδηγούσες σε εκείνον. Διότι τον αγαπώ και να το ξέρεις, είναι μόνο για εμένα.» -Αλλά το μόνο που πήρε η Αλίκη από την συσκευασμένη αντίκα ήταν σιωπή. Έξαφνα, ξανάκουσε την ατάκα από την διαφήμιση της Λοταρίας «Πρόσεχε τι τάζεις, διότι παίζει να το πιάσεις.» Ήταν πολύ κουρασμένη. Έπρεπε να κοιμηθεί. Έτσι, έβαλε τον αυτόματο τηλεφωνητή και ενεργοποίησε το ξυπνητήρι,για τις 9 το επόμενο πρωί. Άλλωστε, είχε και δουλειές….

 

       …………………..............................................................................................................................................................

 

             Εκείνος την επισκέφθηκε κατά το μέσο της νυκτός κρατώντας την ανάμεσα στα δυνατά, με γραμμωμένους μύες μπράτσα του. Ύστερα,πήρε μια βαθιά ανάσα και βύθισε το πρόσωπό του εκεί. Στην γούβα, πίσω από το δεξί τις αυτί προσπαθώντας με αυτόν τον τρόπο, να περιεργαστεί την μυρωδιά της. Εκείνη κατάλαβε που το πήγαινε αυτός, αλλά σιγά μωρέ και τι έγινε; Μετά με το δάκτυλό του, χάιδεψε τον γυμνό της ώμο - είπαμε στα όνειρα όλα γίνονται αληθινά- και στην συνέχεια, της έκλεισε το πρόσωπο με τις μεγάλες και τραχιές παλάμες του και την φίλησε με έναν τρόπο, σοκαριστικά ερωτικό.

            Παράλληλα της έλεγε πώς ήταν δυνατό, η υπέροχη ύπαρξη της να συνεχίζει να τον βασανίζει στα όνειρα του; !!Διότι δεν άντεχε να είναι άλλο μόνος. Περιτριγυρισμένος παράλληλα από ακατάλληλες, όπως διαπίστωσε με πικρία γυναίκες!!!!. Αλλά ήθελε εκείνη !! «Αλίκη. Εσύ είσαι ο ψυχικός μου δεσμός και τα όνειρα που βλέπω κάθε βράδυ, μου δείχνουν τον δρόμο προς σε εσένα!!»Συνέχιζε να της μιλά, κοιτώντας την ταυτόχρονα με εκείνο το σκοτεινό βλέμμα του που προκαλούσε ρίγη απόλαυσης. «Εσύ»!!Της ψιθύριζε για μια ακόμη φορά στο αυτί της, έχοντάς την μέσα στην καυτή αγκαλιά του. Όμως όταν εκείνη ρώτησε για την Lelandi και τι έπαιζε με τούτη, εκείνος από τραβήχτηκε απότομα από κοντά της και η έκφραση του άλλαξε σε αυτή, που έχει ένας αγριεμένος λύκος. Η χρηματιστής το ερμήνευσε ως απέχθεια προς την άλλη.

            Ξύπνησε απότομα, ενώ βαθύ σκοτάδι επικρατούσε στο δωμάτιο. Το μόνο πράγμα που φωτιζόταν αχνά από τα φώτα της πόλης ήταν ο συσκευασμένος καθρέφτης. Ανακάθισε στο κρεβάτι της, φέρνοντας για αρκετά λεπτά στο νου της, τις εικόνες του ονείρου που μόλις είχε δει. Θεέ μου, ήταν τόσο ζωντανός που σχεδόν ένοιωθε τόσο το άγγιγμα του. Όσο, και την ανάσα του. Τότε, ύστερα από μια αναλυτική ερμηνεία του νοήματος των ιστοριών που πλάθει ο εγκέφαλος και δη το ασυνείδητο κατά την διάρκεια του ύπνου κατάλαβε ότι αυτό, ήταν η απάντηση του σύμπαντος στις προσευχές της. Αλλά και στους σκληρούς αγώνες που είχε δώσει ως τότε. Ο Θεός δεν επιβραβεύει τους τεμπέληδες. Το τελευταίο, το πίστευε ανέκαθεν.

   

            .......................................................................................................

 

              Δυο μέρες μετά στο διαμέρισμα τής στο Λονδίνο, η Αλίκη τοποθέτησε επιτέλους τον καθρέπτη σε περίοπτη θέση του σαλονιού. Πόσο χαρούμενη ήταν. Και ο καθρέπτης. Αχ πόσο αρχοντικός και μεγαλόπρεπος φαινόταν από εκείνο το σημείο, με την ωραία του σκαλισμένη κορνίζα από μασίφ ξύλο καρυδιάς. Το απόγευμα κατά τις 5, κάλεσε την φίλη της (εκείνη που της είχε συστήσει το μαγαζί με τις αντίκες στο Μοναστηράκι), προκειμένου να της δείξει το νέο απόκτημα. Η φίλη της ήρθε, αλλά όταν είδε το καθρέφτη ένοιωσε μια δυσάρεστη ανατριχίλα. Κάτι είχε εκείνο το αντικείμενο και ότι και να ήταν, δεν ήταν καλό.

                Η φίλη έκατσε και ήπιε καφέ, συνοδευμένο με κουλουράκια έχοντας απέναντι της το κάτοπτρο το οποίο της φαινόταν, σαν να ήταν κάτι ζωντανό που όμως την κοιτούσε απειλητικά. Με αποτέλεσμα το γλυκό έδεσμα,να της κατεβαίνει δύσκολα στο λαιμό. Από την άλλη, το στόμα της Αλίκης δεν έκλεινε με τίποτε. Η Αλίκη δεν έπαυε να της λέει τα πάντα. Ιδιαίτερα, όσον αφορά την απόκτηση του καθρέφτη. Η άλλη, κοιτούσε την φίλη της ρίχνοντας ταυτόχρονα κλεφτές ματιές στη νέο αποκτηθείσα αντίκα. Η οποία σε μια στιγμή της φάνηκε, ότι θα ξεκρεμαζόταν μόνη της από τον τοίχο και ύστερα,αιωρούμενη στον αέρα θα έπεφτε πάνω της και θα την πλάκωνε.

                 Στη συνέχεια η οικοδέσποινα σηκώθηκε για να φέρει χυμούς από την κουζίνα. Το ίδιο έκανε και η φίλη της αλλά, για να παρατηρήσει τον καθρέπτη από κοντά Όμως εκείνο που είδε, της πάγωσε το αίμα. Εκεί μέσα, υπήρχε η αντανάκλαση ενός μέρους που έμοιαζε με κάτι σαν ράντζο στο οποίο, βρισκόταν μια πέτρινη μεγαλόπρεπη οικία. Όμως εκείνη κατοικούνταν, από κάτι σκοτεινά και δύσμορφα πλάσματα με χαρακτηριστικά κυνοειδούς ντυμένα με ανθρώπινα ρούχα. Παράλληλα τα χέρια τους έμοιαζαν σαν πέλματα μεγάλου σκύλου, τα νύχια τους ήταν σουβλερά ενώ το μοχθηρό χαμόγελο τους, αποκάλυπτε μια σειρά από μακριά και μυτερά δόντια. Το τοπίο που περιέκλειε την κατοικημένη περιοχή φαινόταν ειδυλλιακό με μακρινά, πράσινα βουνά να στολίζουν τον ορίζοντα. Αλλά σε αντίθεση με την εικόνα του φυσικού περιβάλλοντος που προξενούσε ηρεμία και γαλήνη στον θεατή, τα ρούχα και τα χέρια των ανθρωποειδών ήταν λεκιασμένα με αίμα. Αμέσως, έβγαλε μια πνιχτή κραυγή.

               Η χρηματιστής την άκουσε και βγήκε αμέσως από την κουζίνα, για να δει τι συνέβη. Είδε την φίλη της να κάθεται τρεμάμενη στον καναπέ. Την ρώτησε αν είναι καλά αλλιώς, θα έπρεπε να καλέσουν τον γιατρό. Η γυναίκα αρνήθηκε ευγενικά. Τι να τις έλεγε άλλωστε; Ότι είχε δει, την εφιαλτική εκδοχή του Μικρού Σπιτιού στο Λιβάδι; Και μάλιστα, μέσα σε έναν καθρέπτη με μπορντούρα -τεχνοτροπίας Ροκοκό- της ύστερης περιόδου, του 18ου αιώνα;Έτσι σκαρφίστηκε μια δικαιολογία για να φύγει. Στο ότι περίμενε τον κούριερ, για κάτι σημαντικά έγγραφα και ότι το είχε ξεχάσει και όπου να ήταν εκείνος θα ερχόταν και δεν θα την έβρισκε, για να της τα παραδώσει. Η Αλίκη έδειξε κατανόηση. Δεν πειράζει, της απάντησε. Κάποια άλλη φορά που θα είχε χρόνο, θα καθόταν μαζί για να συζητούν με τις ώρες. Αυτοστιγμεί η άλλη πετάχτηκε σαν ελατήριο, φόρεσε βιαστικά το μπουφάν της και έφυγε γρήγορα από κει μέσα.

             

              ..................................................................................................

 

            Δεν την πείραξε που εκείνη έφυγε, άρον άρον. Απεναντίας ήθελε να ξεκουμπιστεί μια ώρα αρχύτερα διότι της φαινόταν βαρετή. Ακούς εκεί να της λες τα νέα και αυτή, να κάνει την μουγκή!!Τέτοια αδιαφορία και ιδιαίτερα για τον καθρέπτη!!! Ευτυχώς που ήταν μόνη είπε από μέσα της, στενάζοντας με ανακούφιση. Ύστερα, στράφηκε προς την μεριά του κατόπτρου. Πλησίασε ακόμη πιο κοντά και εκεί τον είδε. Εκείνον να της χαμογελά φορώντας το στέτσον του δηλαδή, το καουμπόικο καπέλο του,ένα θεόστενο μπλε ξεθωριασμένο τζιν που τόνιζε τους γυμνασμένους και καλοσχηματισμένους μηρούς του συνοδευμένο με ένα κολλητό λευκό και δη ιδρωμένο φανελάκι, που κάλυπτε το πλατύ στέρνο του. Μόλις τον είδε ντυμένο έτσι, της κόπηκε η ανάσα και ξαναμμένη από την εικόνα του του ανταπέδωσε το χαμόγελό του με το δικό της ακούγοντας στο μυαλό της εκείνον να της λέει ότι την περιμένει.

 

 

                 ……………………………………………………….

 

           Την νύχτα, είδε το ίδιο όνειρο. Εκείνος να την καλεί και στην συνέχεια να τής δίνει ένα από τα πιο συγκλονιστικά φιλιά τού. Εκείνη ένοιωθε, ότι έλιωνε σαν κερί μέσα στο σφιχτοδεμένο στέρνο του. Ύστερα, ξύπνησε κάθιδρη από τον ιδρώτα. Αμέσως μετά, σηκώθηκε από το κρεβάτι και βγήκε από το υπνοδωμάτιο. Ακολούθως, έτρεξε βιαστικά προς το σαλόνι και είδε ότι ο καθρέπτης εξέπεμπε ένα γλυκό φως. Πλησίασε περισσότερο και ύστερα, ακόμα πιο πολύ. Τότε είδε το ράντζο και το μεγάλο πέτρινο οίκημα με τους ολάνθιστους περιποιημένους κήπους ολόγυρά του, ακούγοντας παράλληλα φωνές να την καλούν λέγοντάς της ότι την περιμένουν. Άπλωσε το χέρι της στην επιφάνεια του γυαλιού και αμέσως,μια δύναμη την τράβηξε μέσα. Η Αλίκη ένοιωσε να βυθίζεται σε έναν στρόβιλο από διάφορα λαμπερά χρώματα και στην συνέχεια, την κάλυψε βαθύ σκοτάδι.

 

  ……………………………………………………………………..

 

       Η έντονη μυρωδιά αλόγων και κοπριάς, διαπέρασε τις κοιμισμένες της αισθήσεις. Εκείνη άνοιξε δειλά τα μάτια. Η όραση της καθάρισε σταδιακά αποκαλύπτοντας, ότι βρισκόταν ξαπλωμένη ανάμεσα σε στοίβες σανού. Βρισκόταν σε ένα στάβλο ενώ από έξω, ερχόταν φωνές στα αγγλικά η προφορά των οποίων ήταν τραχιά και δυνατή. Ανάμεσα σε αυτές, διέκρινε μια άλλη φωνή και μέσα της κάτι πετάρισε. Αυτός θα πρέπει να ήταν. Ο Darien!!!. Δεν είχε ξανακούσει, μια τέτοια δυναμική χροιά σε μπάσο τόνο. Δεν μπορούσε να το συλλάβει και δη να το πιστέψει. Βρισκόταν επιτέλους στο Όρεγκον. Στην γη των πιο κρυφών, των πιο τρελών και των πιο ονειρεμένων,επιθυμιών της• Και δη, στον άντρα που της άνηκε και που ήταν πλασμένος για αυτήν. Η Αλίκη, περπάτησε δειλά προς την είσοδο και βγήκε έξω. Αμέσως, το λαμπρό φως της χειμωνιάτικης λιακάδας και το παγωμένο σαν γυαλί μπλε του ουρανού την αγκάλιασαν και τότε τον είδε.

       Ήταν, όπως τον περίγραφε το μυθιστόρημα που διάβαζε. Κοντά καστανά μαλλιά σε πυκνή χαίτη τα οποία κυμάτιζαν στις άκρες, μελαγχολικό και ταυτόχρονα σκοτεινό βλέμμα στο χρώμα του βαθύ μπλε. Βλοσυρή έκφραση, έντονα πλατιά ζυγωματικά, λευκό δέρμα με φακίδες,ψαρά γένια και γενικά τραχιά υπέροχα χαρακτηριστικά, που θύμιζαν λύκο. Ταυτόχρονα, ο αέρας αυτοπεποίθησης που διέθετε όπως επίσης και ο αέρας εξουσίας που εξέπεμπε, επισκίαζαν τους υπόλοιπους που εκείνη την στιγμή ήταν κοντά του. Η Αλίκη, βγήκε τρέχοντας προς στο μέρος του. Εκείνος μόλις την είδε, φώναξε το όνομά της χαρούμενα και την αγκάλιασε αμέσως. Την ρωτούσε που ήταν και ενώ εκείνη προσπαθούσε να του απαντήσει, αυτός την διέκοπτε με φιλιά. Νωρίς το βράδυ, πήγαν στο τοπικό μπαρ της περιοχής όπου ο ιδιοκτήτης της, ένας τραχύς και μεγαλόσωμος άνδρας με γενειάδα ονόματι Sam τους κέρασε ουίσκι. Υπήρχαν και άλλα δυο άτομα εκεί. Η Silva,μια συμπαθέστατη γκαρσόνα και ο Jake που ήταν ο βοηθός του Sam.Ο Darien, τους συνέστησε σε αυτήν. Η χρηματιστής όμως τους ήξερε. Από το ίντερνετικό ρομάντζο που την κρατούσε ξύπνια, μέχρι αργά τα βράδια… Παρόλα αυτά, τους έδωσε μια εγκάρδια χειραψία.

          Της Αλίκης δεν της ένοιαζε, αν το μπαρ ήταν άδειο και βρώμικο. Ούτε την παραξένεψε η αλλόκοτη ερημιά που επικρατούσε στους δρόμους της μικρής πόλης, όπου ζούσαν οι αγαπημένοι της χαρακτήρες του on line μυθιστορήματος που διάβαζε τότε, που βρισκόταν στην άλλη πλευρά του καθρέφτη. Απεναντίας, ένοιωθε σαν το σπίτι της. Αργά την νύχτα της ίδιας μέρας, εκείνη και ο Darien έκαναν φλογερό έρωτα στο μεγάλο δρύινο υπέρ-διπλο κρεβάτι του υπερπολυτελούς πέτρινου σπιτιού, που άνηκε στον αρχηγό της αγέλης. Δηλαδή σε εκείνον.

 

            ……………………………………...................................................................

 

        Λίγες ώρες μετά, ησυχία επικρατούσε στο υπνοδωμάτιο. Δίπλα της, σε ύπτια θέση ο Darien κοιμόταν βαθιά. Εκείνη, κινήθηκε αθόρυβα και άγγιξε το στήθος του,με ένα απαλό φιλί. Εκείνος, αναδεύτηκε και γύρισε πλευρό ενώ εκείνη σκεφτόταν πόσο ευλογημένη ήταν. Αυτή, η Αλίκη Τζανέτου ένα φτωχό κορίτσι από τα Κάτω Πετράλωνα, που έφτασε τόσο ψηλά και τόσο μακριά. Ίσως εκείνον τον καθρέπτη, να τον είχε στείλει η συχωρεμένη η μάνα της για να έχει η κόρη της μια καλύτερη τύχη. Ποιος ήξερε;

        Ο καιρός περνούσε γρήγορα, αλλά εκείνη ζούσε στον παράδεισο. Τις ημέρες ασχολούνταν με τα οικονομικά του ράντζου, με τεράστια επιτυχία πράγμα που της το έλεγαν όλοι καθώς, και το βλέμμα του Darien το οποίο έδειχνε θαυμασμό για της ικανότητές της όπως και λατρεία και τις νύχτες, έκανε καυτό έρωτα με τον αγαπημένο της. Την προηγούμενη ζωή της, δεν την σκεφτόταν καθόλου. Την είχε ήδη ξεχάσει. Τελικά, τόσο ο παράδεισος όσο και η κόλαση έχουν την εξής ιδιότητα. Σε κάνουν να λησμονείς, την πρωτύτερη κατάσταση στην οποία και βρισκόσουν.

 

                .....................................................................................

 

           Μια νύχτα κατά την διάρκεια της ερωτικής πράξης, εκείνος την δάγκωσε δυνατά στον ώμο μπήγοντας βαθιά τα δόντια του μέσα στην σάρκα της προσπαθώντας με αυτόν τον τρόπο, να αποκολλήσει κομμάτια από το κρέας. Αμέσως εκείνη ούρλιαξε από τον πόνο και άρχισε να φωνάζει,ενώ μεγάλα ρυάκια αίματος έτρεχαν από το σημείο από όπου ο εραστής είχε προσπαθήσει να το αποκόψει με σφοδρότητα -•με τον τρόπο που κάνουν τα σαρκοβόρα θηρία, όταν κατασπαράζουν το θύμα με το στόμα τους. Όμως εκείνος προς μεγάλη της έκπληξη και δη απογοήτευση, αντί να της ζητήσει συγνώμη όπως όφειλε ξέσπασε σε ένα δυνατό •Αλλά παγερό και διαπεραστικό γέλιο το οποίο,της προξένησε ανησυχία ανάμεικτη, με κάτι πολύ δυσοίωνο. Έξαφνα, την τράβηξε κοντά του με μια απότομη κίνηση η οποία, της εξάρθρωσε σχεδόν ολόκληρο το χέρι της προξενώντας ταυτόχρονα, νέο κύμα πόνου.

           Ύστερα πλησίασε το πρόσωπο του κοντά στο δικό της και εκείνη πρόσεξε, ότι στο στόμα του δεν υπήρχε η ωραία οδοντοστοιχία η οποία, ομόρφυνε το χαμόγελο του. Αλλά μεγάλα, σουβλερά,βρόμικα και λεκιασμένα με ένα κόκκινο υγρό δόντια. Αμέσως άρχισε να τρέμει από τον φόβο της και τότε θυμήθηκε, την ερώτηση της Κοκκινοσκουφίτσας προς τον Κακό Λύκο-στο γιατί τα δόντια του ήταν μυτερά και μεγάλα-•Όπως, και το πνιχτό ουρλιαχτό της φίλης της την ημέρα που την είχε καλέσει, για να δει τον καθρέπτη. Έκανε να ξεφύγει από την αγκαλιά του, αλλά δεν τα κατάφερε. Ο Darien Silver, ο αρχηγός της αγέλης των λυκανθρώπων της Silver Town δηλαδή, της κωμόπολης όπου και ζούσε την τράβηξε βίαια από κάτω του. Αμέσως η Αλίκη, χτύπησε αδύναμα το μπράτσο του με το χέρι της προκειμένου να αμυνθεί. Όμως εκείνος, της το ανταπέδωσε με μια γροθιά στο πρόσωπο.

             Η πράξη του αυτή αναβίωσε αυτομάτως, τις δυσάρεστες αναμνήσεις που είχε από το πατρικό της. Όπως, το μωλωπισμένο πρόσωπο της μητέρας της καλυμμένο με δάκρυα και η βίαιη έκφραση του πατέρα της όταν την χτυπούσε. Αμέσως, η Αλίκη αγρίεψε και άρχισε να τον λούζει με μια σειρά από βρισιές στα ελληνικά και στα αγγλικά •Οι οποίες, στον αληθινό κόσμο θα έκαναν και τον πιο σκληροτράχηλο άνδρα να τραπεί νικημένος σε φυγή. Αλλά το αφτί του Darien, δεν ίδρωνε από κάτι τέτοια. Αντίθετα, σηκώθηκε αργά από το κρεβάτι,κρατώντας στο χέρι του ένα μακρύ ρόπαλο που φαινόταν βαρύ και το οποίο το είχε κάπου καλά κρυμμένο. Διότι δεν το είχε ξαναδεί όσο διάστημα βρισκόταν μαζί. Και τότε κατάλαβε τι επρόκειτο να συμβεί οπότε....

          Αμέσως άρχισε να ουρλιάζει- αυτή την φορά από τρόμο- και ύστερα, άρχισε να τρέχει προς την πόρτα. Πήγε να την ανοίξει, αλλά ήταν κλειδωμένη. Πίσω της, άκουγε τα βαριά βήματα και την βαθιά αναπνοή εκείνου -του μετατραπέντος σε εφιάλτη έρωτα- που ολοένα και πλησίαζε. Έξαφνα, δυνατά δάχτυλα την άρπαξαν από το λαιμό και αυτοστιγμεί η χρηματιστής, βρέθηκε σωριασμένη επάνω στο επενδυμένο με σπάνιο ξύλο πάτωμα. Προσπάθησε να σηκωθεί. Αλλά αμέσως, το μυώδες πόδι του την έσπρωξε με δύναμη κάτω. Μετά άρχισε να την κλωτσά έως ότου η Αλίκη έπαψε να αντιστέκεται.

 

          …………………………………………………….....................................................

 

      Το ξύλο των δέντρων, περιέχει μια πληθώρα αρωματικών ουσιών οι οποίες διαφέρουν ελάχιστα μεταξύ τους. Άλλες είναι γλυκές και άλλες είναι αψιές. Αυτό διαπίστωσε, όταν ήταν ακόμα πεσμένη στο πάτωμα απορώντας και η ίδια με τον εαυτό της πως μπόρεσε να σκεφτεί ένα τόσο γελοίο και συνάμα τόσο ηλίθιο πράγμα.Στο πως μύριζε το παρκέ του δωματίου ενός λυκανθρώπου!! Και μάλιστα όταν η ζωή της, βρισκόταν σε θανάσιμο κίνδυνο. Επιπρόσθετα, δεν γνώριζε πόση ώρα κείτονταν κάτω. Όμως αυτό δεν είχε πια σημασία. Άλλωστε σε εκείνον τον αλλόκοτο κόσμο στον οποίο και βρισκόταν, ο χρόνος λειτουργούσε διαφορετικά. Εκείνο το παράλληλο σύμπαν όπου την είχε στείλει ο καθρέπτης είχε τους δικούς του κανόνες.

       

        …………………………………………………………..................................................................................................

 

       Οξύς πόνος διαπερνούσε το σώμα της με αποτέλεσμα να κινεί τα μέλη της μόλις και με τα βίας. Παράλληλα το στόμα της, είχε την μεταλλική γεύση του αίματος που έτρεχε από την μύτη. Ωστόσο, αρνήθηκε να κλάψει. Δεν θα γινόταν όπως η μητέρα της. Μια αδύναμη σάρκινη μάζα βουτηγμένη στο κλάμα. Άνοιξε με δυσκολία τα μάτια της •και τότε, μέσα στο μισοσκόταδο που επικρατούσε στην κρεβατοκάμαρα διέκρινε το αχνό περίγραμμα της αρρενωπής κορμοστασιάς του, που τόσο την είχε μαγέψει όταν διάβαζε την νουβέλα. Ύστερα με βραχνή φωνή τον ρώτησε, γιατί ήθελε να την σκοτώσει.

        «Για τη Lelandi Διότι εκείνη είναι για εμένα, ο παράδεισος στην γη» της απάντησε εκείνος μέσα από τις σκιές με την βαθιά βελούδινη ερωτική φωνή του «Εσύ δεν σημαίνεις κάτι ούτε για εμένα, ούτε για κανέναν. Παρά ένα γεύμαγια όλους εμάς που σε φέραμε εδώ. Για την δική μου περίπτωση, για εκείνη, όπως και για τα φιλαράκια μου που συνάντησες στο μπαρ»πλησιάζοντας παράλληλα πιο κοντά σε εκείνη με το όμορφο πρόσωπό του -που φωτίζονταν από την πανσέληνο. Η Αλίκη παρατήρησε, ότι τα σουβλερά δόντια είχαν εξαφανιστεί και στην θέση αυτών, ήταν εκείνο το λευκό και τέλειο χαμόγελο του που όμως ήταν ειρωνικό. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα σιωπής εκείνος άρχισε να της λέει σε ουδέτερο τόνο το πως η Αλίκη, θα αναλώνονταν ως τροφή• ενώ εκείνη τον κοιτούσε αποσβολωμένη τόσο από την φρίκη που την περίμενε. Όσο, και από την συνταρακτική αλήθεια. Ότι, όλα τα περί υπάρξεως παραδεισένιας αγάπης του πρίγκιπα των παραμυθιών ήταν ψέματα. Άρα, πουθενά δεν υπήρχε διαφορά είτε σε αυτόν τον κόσμο, είτε στον κόσμο της, είτε κάπου αλλού. Διότι πολύ απλά παντού ήταν το ίδιο ακόμη και στον ίδιο τον Παράδεισο. Που πλέον, από ότι έδειχναν τα πράγματα εκείνη θα τον πλήρωνε πολύ ακριβά…..

« Lelandi» φώναξε εκείνος. «Πριγκίπισσα και Θεά μου έλα !! Σου έχω μια έκπληξη για απόψε.»

         Η χρηματιστής, σηκώθηκε από το πάτωμα και γύρισε αργά για να δει την αντίπαλο που την νίκησε. Μέσα από τις σκοτεινές γωνιές της κάμαρας, εμφανίστηκε μια πολύ αδύνατη σιλουέτα σχεδόν σκελετωμένη. Όταν η μορφή πλησίασε κοντά στο πιο φωτεινό σημείο του υπνοδωματίου, όπου έζησε τα πιο τρελά της ερωτικά όνειρα με τον ραντζιερη εκείνη πάγωσε από αυτό που είδε. Ήταν μια ζωντανή μούμια με ανακατεμένα μακριά και βρώμικα μαλλιά. Το κόκκινο χρώμα που την έκανε τόσο εντυπωσιακή στο μυθιστόρημα, ήταν ένα ξεθωριασμένο πορτοκαλί. Οι κόγχες ήταν άδειες. Δεν υπήρχαν πράσινα μάτια. Αλλά ζόφος και το είδος του σκοταδιού, που ακολουθεί την ταφή.

      «Αλίκη, από δω η γυναίκα μου και η πραγματική μου αγάπη. Την οποία και θα λατρεύω μέχρι το τέλος του κόσμου Για αυτήν,θα κάνω και αιματηρές θυσίες για να είναι ευτυχισμένη. Όπως για παράδειγμα την δική σου»-και λέγοντας αυτά ο άντρας των ονείρων της σήκωσε το ρόπαλο και στην συνέχεια, χτύπησε με δύναμη το κεφάλι, της Αλίκης.

 

     ......................................................................................................................................................................................................

 

             Μια φευγαλέα εικόνα, της πέρασε από το σχεδόν θρυμματισμένο κρανίο της. Ήταν μια απώτερη θύμηση από τα παιδικά της χρόνια με την μορφή, της δασκάλας των Θρησκευτικών στην τετάρτη Δημοτικού την φωνή της οποίας την άκουγε καθαρά. Με τον ίδιο αυστηρό τόνο που χρησιμοποιούσε,όταν δίδασκε της παραβολές του Θεανθρώπου! «Άλικη.Είπε ο Κύριος την παραβολή τούτη. Όταν πας σε έναν γάμο, μην καθίσεις σε ξένες θέσεις. Μήπως έρθει ο οικοδεσπότης και με την απειλή ροπάλου σου πει: Φύγε, ξεκουμπίσου και πήγαινε αλλού διότι ποτέ αυτή δεν ήταν για εσένα. Μα τόσο ανόητη είσαι τελικά;Να πιστεύεις στο κάθε παραμύθι περί του ιδεατού έρωτος και στον καθένα που σου χαμογελά,μέσα από καθρέπτες ;Και ας πούμε» συνέχισε η δασκάλα των Θρησκευτικών η οποία -νεκρή προ αμνημονεύτων χρόνων- βρισκόταν δίπλα της στο δωμάτιο σκύβοντας ταυτόχρονα προς το μέρος της «ότι ο Mr Arlekin υπάρχει. Ποιες είναι οι πιθανότητες να βρεθεί για κάθε μια από εμάς και στην συνέχεια, να εμφανιστεί μπροστά μας; Πως ήταν δυνατό να σου ξεφύγει αυτό το στοιχείο;Εσύ, που είσαι ειδήμων στην θεωρία των πιθανοτήτων και των παιγνίων κερδίζοντας συνεχώς από αυτές τσακίζοντας ταυτόχρονα τα διεθνή χρηματιστήρια;»

          Την ίδια στιγμή, η χρηματιστής κατέρρευσε και έπεσε κάτω. Αλλά παραδόξως, δεν έχασε τελείως τις αισθήσεις της. Ένοιωσε σουβλερά δόντια να βυθίζονται βαθιά στην σάρκα της και γλώσσες να γλείφουν το αίμα που έτρεχε από παντού. Από το πρόσωπο, από τα μπράτσα, από τους γλουτούς και από τους καρπούς των χεριών. Για μια στιγμή λίγο προτού ξεψυχήσει,είδε την πίσω όψη ενός πανέμορφου γυναικείου κορμιού με έναν χείμαρρο από φωτεινά και φλογερά κόκκινα μαλλιά να καλύπτουν την πλάτη και δύο όμορφα και γεροδεμένα ανδρικά χέρια, να το αγκαλιάζουν με πραγματική λατρεία…...

                ................................................................................

 

      Μερικές ώρες αργότερα -και υπό την καθοδήγηση του Darien- ο Sam, ο ιδιοκτήτης του μπαρ μαζί με τον Jake τον βοηθό του έσερναν το πτώμα της ατυχής γυναίκας πίσω στον στάβλο. Όταν έφτασαν εκεί κουβάλησαν τη σωρό μέχρι στο πιο σκοτεινό σημείο του όπου σε μια γωνιά υπήρχε κρυμμένη -ανάμεσα σε στοίβες από καναβάτσο και εργαλεία- μια τεράστια, δίφυλλη ντουλάπα Την άνοιξαν και εκεί, φάνηκε ένας καθρέπτης. Ύστερα, απίθωσαν το πτώμα μέσα σε αυτήν και στην συνέχεια έκλεισαν τα φύλλα του μεγάλου, δρύινου επίπλου. Από πίσω τους, στεκόταν η Silva η σερβιτόρα με μια άλλη, πολύ όμορφη γυναίκα με κόκκινα μαλλιά και με λαμπερά πράσινα μάτια. Η χαίτη της ήταν μακριά και σγουρή πιασμένη, με μια ανοικτού τόνου γαλάζια κορδέλα.

«Πάει και αυτό, τελείωσε»Είπε ο ιδιοκτήτης του μπαρ.

«Και τώρα, τι θα κάνουμε αρχηγέ; » Ρώτησε ο Jake.

«Σήμερα τίποτα» απάντησε αυτάρεσκα ο Darien.Τώρα που τα κορίτσια μας έχουν τραφεί καλά, δεν θα χρειαστούμε να το ξανά κάνουμε μέχρι τους επόμενους 6 μήνες. «Έως τότε, θα πρέπει να ετοιμαστούμε για το επόμενο βήμα. Που είναι στην Βραζιλία »

«Πάλι, θα είναι ο Trevor; » Ρώτησε ο Sam.

«Όχι» Απάντησε, ο αρχηγός των λυκανθρώπων. Δεν τον ξανα-στέλνω ως αντικέρ μεταμφιεσμένο σε γέρο, όπως έγινε στην Αθήνα στο πως το έλεγαν εκείνο το μέρος;»

«Μοναστηράκι.» Απάντησε κάποιος άλλος.

«Ναι αυτό. Συν των άλλων, δεν θα ήθελα να μας ψυλλιαστούν. Οπότε, αυτήν την φορά εσύ Jake θα κάνεις τον εκπρόσωπο,μιας μεγάλης εταιρίας επίπλων υψηλού ντιζάιν. Επιπλέον, οι περίοικοι της Ipanema είναι πολύ πλούσιοι, πολύ βαρετοί και πολύ ψώνια και έτσι, δεν θα έχουμε πρόβλημα. Εκτός αυτού, εσύ είσαι και φινετσάτος και πολύ υπομονετικός από όλους μας εδώ πέρα και συνεπώς δεν θα έχεις θέμα. Σε αντίθεση με τον Sam» δείχνοντας ταυτόχρονα τον άνθρωπο-γομάρι με τα ογκώδη τριχωτά χέρια ο οποίος, στεκόταν λίγο πιο δίπλα από τον Darien.

«Δηλαδή αρχηγέ, εγώ δεν είμαι ευπαρουσίαστος;» Ρώτησε με χιούμορ, ο γενειοφόρος γίγαντας.

«Δεν λέω ότι δεν είσαι» του απάντησε ο άλλος, με τον ίδιο τόνο. «Αλλά, δεν θα το έλεγα ότι θα μπορούσες να δουλέψεις σε γκαλερί. Προτιμώ, να σε βλέπω στο μπαρ».

Αμέσως όλοι τους, ξέσπασαν σε βροντερά γέλια και μετά ο αρχηγός τους ο Darien Silver,αγκάλιασε τρυφερά την Lelandi και την φίλησε παθιασμένα λέγοντας της ότι καμία άλλη δεν είχε θέση στην καρδιά του. Παρά μονάχα αυτή!!!

           ………………………………………………………............................................................................................

 

             Ο αστυνομικός βάρδιας,στο υποκατάστημα της Μητροπολιτικής Αστυνομίας του Λονδίνου δέχθηκε ένα τηλεφώνημα από μια ένοικο της πολυκατοικίας που ήταν δίπλα στον Τάμεση. Η κύρια μάλλον ξένη, έκανε παράπονα για μια έντονη μυρωδιά σήψης που ερχόταν από το διπλανό διαμέρισμα της διάσημης broker ονόματι Alice Janettos. Αμέσως,στάλθηκαν αστυνομικοί για να το ερευνήσουν.

           Χτύπησαν την πόρτα. Από μέσα δεν ακουγόταν τίποτε, παρά μονάχα ο επίμονος ήχος του τηλεφώνου που χτυπούσε ασταμάτητα. Οι αστυνομικοί, έσπασαν γρήγορα την θύρα και μπήκαν. Μπροστά τους, βρισκόταν το νεκρό σώμα της ιδιοκτήτριας που κειτόταν πάνω σε ένα πανάκριβο περσικό χαλί ,που κοσμούσε το ξύλινο από μαόνι πάτωμα του σαλονιού. Όμως, αυτά που είδαν στην συνέχεια τους σόκαρε. Το πτώμα δεν είχε επάνω του, ούτε την παραμικρή υποψία σάρκας. Παρά μονάχα οστά και το δέρμα που τα κάλυπτε. Το κεφάλι από την αριστερή μεριά έως και στο σημείο της μύτης, είχε σχεδόν πολτοποιηθεί ενώ η κάτω γνάθος προεξείχε αφύσικα εμφανίζοντας παράλληλα το εσωτερικό του στόματος. Ήρθε και ο ιατροδικαστής και έπαθε το ίδιο. Δεν είχε ξαναδεί κάτι παρόμοιο στην καριέρα του. Αφού συνήλθε από το αρχικό σοκ, έκατσε ανακούρκουδα και γύρισε απαλά το κρανίο για να το εξετάσει διεξοδικά. Το μεγαλύτερο τμήμα του οστού έλειπε ενώ μυαλά δεν υπήρχαν. Όμως, εκείνο που τον παραξένεψε ακόμη πιο πολύ( λες και τα υπόλοιπα, ήταν σαν και εκείνα που γνώριζε) ήταν οι δαγκωματιές που υπήρχαν στα διάφορα μέρη του σώματος. Σαν, η άτυχη γυναίκα να είχε πέσει θύμα αγέλης άγριων ζώων. Αλλά που; Στο Λονδίνο;Τέλος, με όση ψυχραιμία του απόμεινε έγραψε την γνωμάτευση του.

     Ύστερα από δέκα περίπου λεπτά, ήρθε το συνεργείο του Εγκληματολογικού και περισυνέλεξε την σωρό της Αλίκης Τζανέτου. Και λίγο πριν φύγουν όλοι οι αστυνομικοί, ένας από αυτούς κοίταξε προς την μεριά του τοίχου όπου φαινόταν αχνά το περίγραμμα ενός αντικειμένου. Πιθανότατα καθρέπτης που για κάποιον λόγο έλειπε από την θέση του. Ο αστυνομικός δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία και λίγο πριν κλείσει την πόρτα, έριξε μια τελευταία ματιά στη θέα με τον Τάμεση που έκοβε την ανάσα..

 

6 μήνες μετά. Ρίο ντε Τζανέιρο.

 

          Μουσική σε απαλούς ευρωπαϊκούς ρυθμούς, όπως και βαβούρα επικρατούσαν σε μια από τις πιο κομψές. Αλλά πανάκριβες γειτονιές της Ιπανέμα. Δημοσιογράφοι που ασχολούνταν με τα κοσμικά όπως και οι παπαράτσι φωτογράφιζαν τους διάσημους σελέμπριτι, όπως επίσης και τους διάφορους,πολιτικούς και οικονομικούς παράγοντες που παρήλαυναν μπροστά στις κάμερες. Οι «τυχεροί» δημοσιογράφοι κάλυπταν με συνεχείς λεπτομερειακές αναφορές, τα εγκαίνια ενός νέου καταστήματος με ντιζάιν έπιπλα. Προκειμένου να ταΐσουν(και δη να κοροϊδέψουν) με μάτια ψάρια, τόσο τον εαυτό τους. Όσο και τα εκατομμύρια των φτωχών και μικρομεσαίων κατοίκων της πόλης και της λοιπής χώρας που μαστιζόταν σκληρά, από την οικονομική κρίση.

             Όμως αυτά, δεν είχαν σημασία σε εκείνες τις περιοχές όπου οι τυχεροί και ευλογημένοι αυτού του κόσμου ζούσαν την δική τους πραγματικότητα. Ένας από αυτούς, ήταν και ο διεθνούς φήμης πλαστικός χειρουργός Fernando Tuffao ο οποίος, δεν δίσταζε να ταΐζει τα κουτσομπολίστικα περιοδικά με τα διάφορα σκάνδαλα του. Ωστόσο αυτό, δεν τον ένοιαζε και επομένως δεν προβληματιζόταν. Αλλά, κάτι τον βασάνιζε. Του άρεσαν οι κοκκινομάλλες,τις είχε μεγάλη αδυναμία. Όπως και στα μοντέρνα έπιπλα μεγάλων και διάσημων σχεδιαστών ντιζάιν. Έτσι λοιπόν, μαθαίνοντας το νέο από τα περιοδικά για σελέμπρ καταστάσεις αποφάσισε να παραστεί.

          Το κατάστημα ήταν λιτό,βαμμένο με απαλές γκάμες του γκρι και του μπεζ αναδεικνύοντας με αυτόν τον τρόπο την γραμμή των πανάκριβων επίπλων. Στην συνέχεια ο πλαστικός χειρουργός, ψάχνοντας για ένα έπιπλο που θα κοσμούσε το υπνοδωμάτιό του στην πανάκριβη μεζονέτα του, βρέθηκε μπροστά σε έναν ορθογώνιο καθρέπτη επενδυμένο με ένα απλό ξύλινο κάδρο από σπάνιο και άριστης ποιότητας ξύλο. «Τι υπέροχος που είναι» μονολόγησε φωναχτά.

«Το κάδρο του είναι φτιαγμένο από Ιαπωνικό ξύλο κερασιάς ενώ όσον αφορά το κρύσταλλο, αυτό είναι κατασκευασμένο στο νησί Μουράνο της Ιταλίας » Ακούστηκε πίσω από την πλάτη του,μια βαθιά αντρική φωνή με ξένη χροιά που ήταν μάλλον αμερικανική.

Αίφνης ο Tuffao, γύρισε έκπληκτος και ολίγον τι τρομαγμένος. Μπροστά του, στεκόταν ένας στιβαρός γεροδεμένος άνδρας με καστανόξανθα μαλλιά και με μπλε μάτια.Μόλις ο γιατρός τον είδε, έφερε στον νου του τα μοντέλα που κοσμούσαν μεγάλους οίκους μόδας. Πράγματι, η εμφάνιση του εν λόγω νεαρού ήταν πολύ προσεγμένη η οποία αναδείκνυε επαγγελματισμό ενώ παράλληλα, το σμόκιν που φορούσε έπεφτε τέλεια επάνω του. Ο πελάτης επικρότησε νοερά την συνολική εικόνα και συμπέρανε, ότι αυτό το κατάστημα άξιζε την φήμη του.

«Θα ήθελα να τον αγοράσω. Δεν με ενδιαφέρει το κόστος. »

Ο άλλος, χαμογέλασε αχνά και τον οδήγησε στο ταμείο στο οποίο υπήρχε μια ωραία θηλυκή ύπαρξη που τον εξυπηρέτησε αμέσως.

            Την επόμενη μέρα ο γιατρός είχε ρεπό και συν των άλλων η μεταφορική έφερε τον καθρέπτη τον οποίον και οι υπάλληλοί της, τον τοποθέτησαν στην κρεβατοκάμαρά του. Το βράδυ της ίδιας ημέρας ο πλαστικός χειρουργός Fernando Tuffao κοιτούσε τον εαυτό του μέσα στο νέο του απόκτημα.Ξαφνικά, το είδωλο του στην επιφάνεια του κατόπτρου χάθηκε και αντί αυτού, εμφανίστηκε ένα μεγάλο μαρμάρινο μπαλκόνι μιας ιταλικής Έπαυλης. Σαν εκείνη που είχε στο Αμάλφι στα Νότια της Ιταλίας όταν πήγαινε στην Ευρώπη για δουλειές, όπως επίσης και για διακοπές.  Εκεί, είδε την κοκκινομάλλα που πάντοτε επιθυμούσε να έχει δίπλα του. Ψιλή, ντυμένη με μια στράπλεξ μακριά μπλε τουαλέτα η οποία, αναδείκνυε τις τέλειες σωματικές της αναλογίες. Παράλληλα, τα χαρακτηριστικά του προσώπου της ήταν αξιοσημείωτα.Είχε έντονα αμυγδαλωτά σμαραγδένια μάτια, σε ένα τέλειο οβάλ πρόσωπο που του θύμιζε προσωπογραφίες των γυναικών του Ραφαήλ και του Μποτιτσέλι.Ταυτόχρονα τα μαλλιά της, ήταν πιασμένα σε ένα ψιλό σινιόν κότσο τα οποία, τα στόλιζε μια τιάρα από σμαράγδια.

            Την ρώτησε πως την λένε. Εκείνη του απάντησε κάτι σαν Λίλα. Στην συνέχεια, του σύστησε έναν εξίσου εντυπωσιακό στην όψη τύπο που στεκόταν λίγο παράμερα το όνομα του οποίου ο γιατρός, δεν μπόρεσε να συγκρατήσει στην μνήμη του. Με θεσπέσια βαθυγάλανα μάτια, με έντονα ζυγωματικά, με σκούρα καστανά μαλλιά κομμένα κοντά, ντυμένος με ένα μαύρο κοντομάνικο μπλουζάκι συνοδευμένο με ένα σκούρο μπλε τζιν και καουμπόικες μπότες, ο νεαρός άνδρας χαμογέλασε αχνά παρουσιάζοντας μια τέλεια λευκή οδοντοστοιχία. Μόλις ο Tuffao τον είδε θυμήθηκε τον καουμπόι της διαφήμισης της γνωστής μάρκας τσιγάρων Μάλμπορο ο οποίος, είχε πεθάνει αρκετά χρόνια πριν από τον καρκίνο του λάρυγγα.Όμως σε αντίθεση με το μοντέλο της αφίσας, εκείνος ο άντρας που υπήρχε στην διάσταση του κόσμου που αντανακλούσε ο καθρέπτης ήταν πολύ πιο ωραίος. Σχεδόν θεϊκός. Ακολούθως, η γυναικεία οπτασία του ψιθύρισε να έρθει κάνοντας και την ανάλογη χειρονομία με το λεπτό όλο χάρη χέρι της ενώ την ίδια στιγμή, ο καουμπόι κινήθηκε και στάθηκε από πίσω της. Αλλά τον γιατρό δεν τον ένοιαζε η παρουσία του άλλου ούτε, του προξένησε είτε απορία είτε τη παραμικρή υποψία. Μάλλον συμπέρανε ο Fernando Tuffao, ο άνδρας αυτός θα πρέπει να ήταν, ή στενός συγγενής της πχ αδελφός ή ξάδελφος. Ή απλά ένας άγνωστος και δη, άσχετος με την κυρία καλεσμένος που έτυχε εκείνη την στιγμή να βρίσκεται στο συγκεκριμένο σημείο και να έβλεπε τον γιατρό ίσως, από κάποιον άλλο καθρέπτη. Ποιος ήξερε; Τέλος πάντων. Το μόνο που ήθελε, ήταν να πάει στην γυναίκα –ιδεατό –και απόλυτο πόθο του. Οπότε, άγγιξε την επιφάνεια του καθρέπτη και ύστερα………………………………………….

 

 

Η ηρωίδα Αλίκη Τζανέτου είναι φανταστικό πρόσωπο και οποιαδήποτε ομοιότητα, με πραγματικά πρόσωπα είναι καθαρά συμπωματική. Ακολούθως, δεν ανέφερα την συγκεκριμένη περιοχή των Αθηνών με σκοπό να την ειρωνευτώ.Απεναντίας, την σέβομαι και την εκτιμώ. Τέλος, τους ξένους χαρακτήρες τους δανείστηκα από το μυθιστόρημα της Terry Spears με τίτλο: Destiny of the Wolf.Είναι μια πολύ ωραία ρομαντική ιστορία αγάπης μεταξύ δυο λυκανθρώπων. Και σε όσους αρέσουν οι έρωτες σε μεταφυσικό επίπεδο, θα ενθουσιαστούν πάρα πολύ. Δεν έχει αίματα, ούτε κακούς χαρακτήρες. Ούτε αλλοιώνω το περιεχόμενο της. Αντιθέτως, όλοι οι χαρακτήρες είναι υπέροχοι.Αυτό που ήθελα να τονίσω με την ιστορία μου αυτή είναι, στο που οδηγεί η παράλογη επιθυμία μας για κάτι που δεν μας ανήκει και τι συμβαίνει, όταν το αποκτούμε.


 

Επεξεργασία από ΤασίαΚούτ
Σύνδεσμος για σχολιασμό
Μοιραστείτε με άλλους ιστότοπους


  • Member ID:  29811
  • Group:  Members
  • Topic Count:  99
  • Content Count:  2130
  • Reputation:   23361
  • Achievement Points:  2130
  • Days Won:  6
  • With Us For:  3771 Days
  • Status:  Offline
  • Last Seen:  

Και εγώ ήθελα μια Αλίκη κάποτε :)

 

Το Αμάλφι είναι στα νότια της Ιταλίας και όχι στα Βόρεια. λίγο πιο κάτω από την Νάπολη.

 

Παρεπιμπτόντως είναι από τις ομορφότερες περιοχές του κόσμου και αξίζει να πάτε με Αλίκη ή χωρίς. Δίπλα είναι

 

 

Επεξεργασία από totally_wired
Σύνδεσμος για σχολιασμό
Μοιραστείτε με άλλους ιστότοπους

  • 2 years later...

  • Member ID:  37040
  • Group:  Members
  • Topic Count:  9
  • Content Count:  139
  • Reputation:   268
  • Achievement Points:  139
  • Days Won:  0
  • With Us For:  1193 Days
  • Status:  Offline
  • Last Seen:  
  • Age:  26

Ουαου και οι δύο ιστορίες είναι αρκετα ανατριχιαστικές.. :dadira:

Σύνδεσμος για σχολιασμό
Μοιραστείτε με άλλους ιστότοπους

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Επισκέπτης
Απάντηση σε αυτό το θέμα ...

×   Έχετε επικολλήσει περιεχόμενο με μορφοποίηση.   Κατάργηση μορφοποίησης

  Επιτρέπονται μόνο 75 emoticons maximum.

×   Ο σύνδεσμός σας έχει ενσωματωθεί αυτόματα.   Εμφάνιση ως σύνδεσμος

×   Το προηγούμενο περιεχόμενό σας έχει αποκατασταθεί.   Διαγραφή εκδότη

×   Δεν μπορείτε να επικολλήσετε εικόνες απευθείας. Ανεβάστε ή εισάγετε εικόνες από URL

×
×
  • Δημιουργία νέου...

Σημαντικές πληροφορίες

Χρησιμοποιώντας αυτή τη σελίδα, αποδέχεστε τις Όρους χρήσης μας.