Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ιστορίες με έντομα και με ζώα.


ΤασίαΚούτ

Προτεινόμενες Καταχωρήσεις


  • Member ID:  31587
  • Group:  Members
  • Topic Count:  62
  • Content Count:  574
  • Reputation:   1130
  • Achievement Points:  574
  • Days Won:  0
  • With Us For:  2866 Days
  • Status:  Offline
  • Last Seen:  
  • Age:  49

Πρώτη Ιστορία.

 

                    Πριν από πολλά χρόνια, κάπου στις αρχές της δεκαετίας του 80, σε ένα δάσος της μακρινής χώρας της Βορειοδυτικής Αμερικής  και συγκεκριμένα, στην Πολιτεία της Μοντάνα των Ηνωμένων Πολιτειών υπήρχε,ένας λύκος που ήταν γνωστός σε όλα τα πλάσματα της περιοχής ως ο Θάνατος με το Ωραίο Πρόσωπο. Υπερβολικά όμορφος, ως προς το παρουσιαστικό του με λευκό τρίχωμα, και με έντονα γαλανά μάτια ,διέθετε ικανότητες οι οποίες, τον είχαν μετατρέψει σε έναν από τους πλέον πιο επικίνδυνους κατοίκους του δρυμού. Γοητευτικός, πανούργος, ευφυέστατος, και οξυδερκής καθώς ήταν είχε καταφέρει, να ξεπεράσει όλους τους υπόλοιπους του είδους του σε δύναμη. Δεν άνηκε, σε αγέλη. Ήταν μόνος, και η περίπτωσή του αποκαλείτω από τους ειδικούς της εποχής του, ως A Lone Wolf .Όμως αυτό δεν τον πείραζε.Άλλωστε,ήταν συνηθισμένος σε αυτόν τον τρόπο ζωής και πίστευε, ότι όλα είναι θέμα προσαρμογής και συνήθειας. Μολαταύτα,  σε κάποιο απόμερο και βαθύ μέρος της καρδιάς του λαχταρούσε, να αποκτήσει και αυτός την δική του οικογένεια.και αν κάποτε γινόταν και αυτό τότε, δεν θα ήταν πια ένα μοναχικό, και σκοτεινό πλάσμα των σύδεντρων.Αλλά ένας γονέας ο οποίος, θα έδινε στα παιδιά του,ότι το καλύτερο είχε εκείνος.Που ήταν η πείρα, και η σοφία από την ζωή. Κάτι, που δεν πρόλαβαν να του δώσουν οι δικοί του.

                  Ορφανός από γονείς και αδέλφια, μιας και η αγέλη του είχε εξαφανιστεί- ύστερα, από διαμάχη με μια αντίπαλη φατρία για την άμυνα της περιοχής τους- ο συγκεκριμένος λύκος, γνώρισε την σκληρότητα της ζωής, από πολύ νωρίς. Ήταν κουτάβι δύο μηνών όταν, τον βρήκε κρυμμένο ανάμεσα στους θάμνους, μια περιπλανώμενη αγέλη λύκων η οποία, και τον υιοθέτησε. Αλλά  και εκεί τα πράγματα, δεν ήταν εύκολα για αυτόν. Έπρεπε, να αποδείξει αμέσως και γρήγορα την αξία του αλλιώς,κάποια στιγμή οι άλλοι λύκοι θα τον έτρωγαν. Διότι για έναν λύκο, η ζωή στο δάσος, δεν σηκώνει αποτυχίες. και όταν υπάρχει έλλειψη τροφής τότε η φατρία, στρέφεται στον κανιβαλισμό εις βάρος των φτωχών τω σώματι, και πνεύματι μελών της. Άλλωστε είχε δει σκηνές, όπου τα αδύναμα μέλη της, κατασπαράζονταν προκειμένου να ζήσουν, οι πιο ικανοί, και εκείνο το μάθημα δεν το ξέχασε ποτέ.Κάποια στιγμή όμως, ορισμένα μέλη της φατρίας κατάλαβαν ότι η δυναμική του, υπερτερούσε έναντι των υπολοίπων, και θεώρησαν ότι εκείνος έπρεπε να φύγει.Όμως για τον Λευκό Λύκο, αυτό δεν συνιστούσε προσβολή. Αντιθέτως, η πράξη τους αυτή, τον είχε κολακέψει απίστευτα διότι, κατάλαβαν την αξία του. Οσμιζόμενος τον φθόνο, και τον τρόμο τους για αυτόν, του είχε δώσει μεγάλη ευχαρίστηση και κυρίως, ικανοποίηση. Διότι, τους είχε κάνει να καταλάβουν ότι κάποια μέρα, θα αποκτούσε αυτά που δικαιωματικά του άνηκαν, και εκείνος ήξερε πως θα τα πάρει. Επιπρόσθετα, η αποπομπή του από την θετή του οικογένεια του έμαθε, ότι ο φθόνος, εκτός από ένσημο αποτελεί και μέγα κίνδυνο. Ιδιαίτερα όταν εσύ, μειονεκτείς αριθμητικά έναντι, των αντιπάλων σου. Οπότε, σε αυτήν την περίπτωση, θεώρησε ότι θα ήταν καλύτερο να υποχωρήσει. Έτσι ώστε,όταν θα ερχόταν το κατάλληλο timingθα τσάκιζε, τον καθένα τους ξεχωριστά με τρόπους, ανάλογα με την περίπτωση. Όπως, και έγινε. Έτσι, η ευελιξία που επέδειξε, έναντι των άλλων μελών, της δήθεν οικογένειάς του,οδήγησε την φατρία στον αφανισμό και εκείνον, για μια ακόμη φορά στην απομόνωση από τον υπόλοιπο κόσμο. 

              Την μοναξιά, δεν την φοβόταν. Αντιθέτως ήταν το καταφύγιό του, όπου έβρισκε ασφάλεια καθώς, και την δύναμη να στέκεται στα πόδια του.Δεν εμπιστευόταν, κανέναν και τίποτε και σε κάποιες στιγμές, δεν βασιζόταν ούτε στον ίδιο του τον εαυτό. Διότι η εμπιστοσύνη δηλαδή, στο να ανοίγεσαι στον οποιοδήποτε οδηγεί, στην καταστροφή και στον θάνατο.και συνεπώς, ήταν για εκείνον κάτι άχρηστο και επιβλαβές. Σαν τις καραμέλες οι οποίες, παρότι γλυκές και νόστιμες είναι, τοξικές για τα δόντια. Το ίδιο πίστευε, και για ορισμένα άλλα πράγματα όπως, η αγάπη, και η ομόνοια. Έννοιες οι οποίες, για την πρακτική του αντίληψη για τα πάντα ήταν και ασαφείς, και αδιάφορες. .Αλλά και περιττές.Εκτός, και αν  τις χρησιμοποιούσε ως εργαλεία εξαπάτησης, για να πάρει εκείνο που ήθελε αναρωτώμενος πάντοτε, γιατί τα υπόλοιπα πλάσματα, επαναπαύονταν σε ανύπαρκτες για την επιβίωση τους αξίες παλεύοντας παράλληλα, να τις βιώσουν ως εμπειρίες.

          Συν των άλλων, πίστευε σε δύο πράγματα. Το πρώτο, στο ότι τα πλάσματα από μόνα τους, καθορίζουν την μοίρα τους και για να την αλλάξουν, θα πρέπει να παλέψουν. Αλλιώς, γίνονται τροφή για άλλους. Το δεύτερο, στο ότι αν θέλεις να πετύχει η δουλειά, αν επιθυμείς αυτή να γίνει σωστά τότε, θα πρέπει να την κάνεις μόνος σου. Στοιχεία, τα οποία τον είχαν μετατρέψει, σε αυτό που έγινε.Ένας, επαγγελματίας εκτελεστής. Που σημαίνει, ότι σκότωνε άλλους,για λογαριασμό κάποιων. Αλλά, με το αζημίωτο.Όμως για εκείνον, η θανάτωση δεν ήταν απλώς, ένα μέσο επιβίωσης. Διότι, αν ήθελε απλά να ζήσει μέσω μιας μισθωτής δουλειάς θα βολευόταν, σε χιλιάδες άλλες απασχολήσεις που υπήρχαν στην αγορά εργασίας, της επικράτειας στην οποία και ζούσε. Ούτε, ήταν τα πολλά χρήματα, που τον είχαν κάνει να στραφεί, στον φόνο επί πληρωμής. Γιατί, δεν αποζητούσε την μεγάλη, και άνετη ζωή. Απεναντίας, θεωρούσε ότι η άνεση, είναι μια ύπουλη κατάσταση η οποία, μετατρέπει τα άτομα σε τρυφηλά όντα .και επομένως ευάλωτα, τόσο στις αντιξοότητες, όσο και σε εχθρούς. Ο πραγματικός λόγος, για τον οποίο σκότωνε ήταν, η πεποίθηση του στο ότι ο Θάνατος δεν θα πρέπει να λαμβάνεται, ούτε αψήφιστα, ούτε και μοιρολατρικά. Τον σεβόταν, και δη τον λάτρευε, ως τον πατέρα που τον είχε υποστηρίξει, και του είχε διδάξει πολλά. Εκτός των άλλων ένοιωθε, ότι είχε γεννηθεί μονάχα για αυτόν τον σκοπό και για αυτό έφτασε, στο να μην ήταν ο οποιοσδήποτε. Ήταν ο καλύτερος στην δουλειά του, και μοναδικός σε εκείνο που έκανε. Οι εργοδότες του τον εμπιστευόταν, διότι  ήταν ένας Michelangelo με πιστόλι. Έτσι τον αποκαλούσαν, τα άτομα της Νύχτας και τα μεγάλα στελέχη του Υποκόσμου, απευθύνονταν μονάχα σε αυτόν για να πετύχουν τους σκοπούς τους.

          Παρόλα αυτά, πως τα κατάφερνε να ξεμένει με λιγότερα χρήματα ήταν, ένα μυστήριο για πολλούς. Όμως εκείνος γνώριζε, ότι ανεξάρτητα στο ότι πρέσβευε ήταν,ένα πλάσμα με κάποιες αδυναμίες -οι όμορφες θηλυκές υπάρξεις και το ποτό -όπως όλα τα υπόλοιπα. Μα τι στο καλό!! Χάρις σε αυτές, περνούσε και εκείνος ευχάριστα Το άξιζε άλλωστε, μέσα στην κόλαση αυτού του κόσμου, που αποκαλούταν Ζωή. Μα ότι και να ήταν αυτή, θα έπρεπε να αποταμιεύει κάποιο ποσό. Γιατί όλα ήταν αβέβαια, και η αστάθεια της οικονομικής ζωής στο δάσος, ήταν δεδομένη.Η κατάσταση αυτή είχε ως αποτέλεσμα, την δημιουργία ενός αισθήματος ανασφάλειας, και τρόμου ανάμεσα στα πλάσματα του δρυμού, διότι θα προξενούσε δυσάρεστες καταστάσεις στην κοινωνία τους. Όπως κλείσιμο των επιχειρήσεων, αύξηση της ανεργίας και της φτώχειας. Καθώς επίσης ληστείες, δολοφονίες, και κλοπές .και μπορεί ο φόβος, που επικρατούσε στην κοινωνία του να καθιστούσε, την ψυχολογία των λοιπών νοικοκυραίων εύθραυστη αλλά για τον λύκο, το αίσθημα αυτό ήταν ένας άλλος δάσκαλος, που του διαμόρφωσε την προσωπικότητά του.Εκείνος, του είχε οξύνει τον νου, και τις αισθήσεις του, μαθαίνοντας τον να είναι πάντοτε έτοιμος για όλα τα ενδεχόμενα. Επίσης τον αναζωογονούσε,του έδινε ενέργεια στο να γίνει ένας σκληροτράχηλος μαχητής, όταν αυτό θα καθιστούσε αναγκαίο. Αλλά από την άλλη,δεν τον άφηνε να τον καταβάλλει, και δη να τον στοιχειώσει μετατρέποντας τον ταυτόχρονα, σε μια δειλή ζωντανή μάζα. Όμως,  όταν επρόκειτο για την πείνα, εκεί ένιωθε το άγγιγμα του. Διότι κακά τα ψέματα, το στομάχι είναι εκείνο, που πραγματικά κυβερνά αυτήν την πλάση, και όχι μια ανώτατη δύναμη. Εκείνο, δίνει το σθένος να προχωρήσεις αλλά, δύναται και να σε τσακίσει .  και μιας και υπήρχε έλλειψη τροφής, εξαιτίας της υπερβολικής ξυλείας από τους ανθρώπους, έτρωγε ελάχιστα περιμένοντας παράλληλα, να του δοθεί το ποσό των χρημάτων που του χρωστούσε ένας επιτυχημένος αλλά, διεφθαρμένος μαγαζάτορας ενός καφέ μπαρ για μια υπόθεση ρουτίνας(καθάρισμα αντιπάλου)που είχε διεκπεραιώσει με απόλυτη επιτυχία, λίγο καιρό πριν.Αλλά όπως και να είχε το ζήτημα, ορισμένα πράγματα, δεν έπαιρναν από λόγια .και η γκρίνια, στο ότι τα ανθρώπινα όντα έφταιγαν για όλα δεν βοηθούσε σε τίποτε.

 

                Παρότι που οι άνθρωποι, θεωρούταν από την πλειονότητα των κατοίκων του δρυμού ως φρικτή πληγή επειδή,τους έκλεβαν πολύτιμους πόρους τροφής εντούτοις, ο λύκος δεν τους κατηγορούσε.Αντιθέτως, θεωρούσε ως πηγές των δεινών τόσο την βλακεία, όσο και την απροσεξία .Όμως, τα λάθη δεν δικαιολογούταν, και τίποτε δεν χαριζόταν νόρμες οι οποίες, ίσχυαν για όλους ακόμα και για εκείνον όταν αυτός ενεργούσε απερίσκεφτα. πράγμα που ήταν σχεδόν μηδαμινό.αλλά, μια δυο φορές συνέβη με κίνδυνο να χάσει την ζωή του. (Τότε, με τις συμπλοκές με τους πύθωνες, για την επικράτηση για μια σπηλιά η οποία, θα χρησίμευε για κρυψώνα λαθραίων προϊόντων).Ούτε όμως τους φοβόταν. Αλλά, τους παρατηρούσε στο πως αυτοί ενεργούν, για να τους αντιμετωπίσει όταν θα έρθει ή ώρα. Η οποία, κάποια στιγμή θα έφτανε διότι έπρεπε να φάει .και οι άνθρωποι έχουν λαχταριστές λιχουδιές όπως επίσης, είναι και οι ίδιοι ως τέτοιες.

              Επομένως, εστίασε το μυαλό του στο μείζον πρόβλημα της στιγμής, που ήταν η πείνα. Γνώριζε, ότι έξω από τα δάση υπήρχαν αγροικίες με ανθρώπους οι οποίοι έχουν οικόσιτα όπως γουρούνια, κότες, αρνιά, κατσίκια και σκυλιά. Εύκολα θηράματα, αλλά η δυσκολία ήταν στο πως θα αποκτούσε πρόσβαση σε αυτά. Πολλά, κλωθογύριζαν στο μυαλό του. Αλλά, ως πρακτικός που ήταν, τα έθετε σε σειρά προτεραιότητας. Ένα πρόβλημα, την κάθε φορά έλεγε στον εαυτό του διότι έτσι, επιτυγχάνεται η καλύτερη δυνατή λύση. Αλλιώς, θα ένιωθε πανικό και ο πανικός- όπως άλλωστε, έχει αποδεχθεί παντού και πάντοτε- είναι κακός σύμβουλος.Αλλά προτού στραφεί, προς τους ανθρώπους για τροφή, θα πάλευε για λίγο καιρό ακόμη στο δάσος για την εύρεση φαγητού, δίνοντας έτσι την ανάλογη χρονική προθεσμία στον εαυτό του.έτσι ώστε να μπορέσει, να  χρησιμοποιήσει όλα τα χαρτιά που διέθετε, όπως και τις πιθανότητες που υπήρχαν, και εκείνο έπραξε.Ως εκ τούτου, για  πολλές ημέρες έψαχνε τροφή, από την μία άκρη του δρυμού στην άλλη. Λαγοί που του χρωστούσαν χάρη και αν δεν τους έτρωγε, θα του έδιναν φρούτα και καρπούς, όπως και ελάφια τα οποία του δινόταν έτσι και αλλιώς διότι τέτοια ήταν η φύση τους. αλλά ήξερε ότι, και άλλα πλάσματα αποζητούσαν τα ίδια με εκείνον. Όμως τα συνηθισμένα θηράματα, είχαν μεταναστεύσει για κάπου καλύτερα όπου, θα έβρισκαν άφθονη τροφή και αυτή η διαπίστωση, τον έκανε να ιδρώνει. Τι θα γινόταν αν, δεν έβρισκε έγκαιρα τροφή μιας, και δεν είχε και πολλά χρήματα ,να αγοράσει από την μαύρη αγορά; Θα αναγκαζόταν, να αντιμετωπίσει τους ανθρώπους. Αυτήν τη σκέψη την πάγωνε. Δεν την άφηνε να τον καταβάλλει αλλά, έπειθε τον εαυτό του να κάνει υπομονή. Παρά ταύτα, ο οργανισμός του μη καταλαβαίνοντας από κάτι τέτοια, δεν άντεξε για πολύ, και άρχισε να διαμαρτύρεται έντονα.

 

              Έτσι μια νύχτα λοιπόν, ύστερα από σπασμούς και πόνους στο στομάχι του, που υπέστη από την πολυήμερη νηστεία ο λύκος, αποφάσισε, να δώσει τέλος σε αυτήν την αφόρητη κατάσταση, και βγήκε στις παρυφές. Από εκεί,είδε μια κοιλάδα μέσα στην οποία βρισκόταν μια αγροικία-βουτηγμένη στα σκοτάδια, μιας και ο φωτισμός ήταν σβησμένος- όπου,στο ένα μέρος της ήταν αλυσοδεμένος ένας σκύλος. Τότε ο λύκος πλησίασε προς τα εκεί κρατώντας παράλληλα, και την ανάλογη απόσταση ασφαλείας, ώστε να έχει δυνατότητα διαφυγής.Αυτό διότι οι άνθρωποι, εκτός από σκυλιά είχαν και όπλα, και τα όπλα, είναι επικίνδυνα. Όμως, καλά έκαναν. Έτσι θα ενεργούσε και εκείνος, αν ήταν άνθρωπος συνειδητοποιώντας την ίδια στιγμή ότι εκείνος ως λύκος, είχε περισσότερα κοινά με τους ανθρώπους παρά, με άλλους του είδους του.Ωστόσο, εκείνα που τον ξάφνιασαν στην εικόνα που είδε ήταν, το βραχύ μάκρος των αλυσίδων οι οποίες ήταν σφηνωμένες επάνω στον τοίχο της αγροικίας,το μέγεθος των κρίκων που ήταν όντως χοντροί -σωστά υπέθεσε- όπως, και οι μώλωπες στο πρόσωπο και στο σώμα του σκυλιού.Το τελευταίο, σκέφτηκε προς στιγμή ήταν θέμα επιλογών.Αλλά, δεν θα σκοτιζόταν για την κατάσταση του άλλου ζωντανού. Άλλωστε, είχε δουλειά να κάνει και οι δουλειές έχουν προτεραιότητα.Οπότε,προκειμένου να αποσπάσει την προσοχή με το πρόσχημα, του αληθινού ενδιαφέροντος για την κατάσταση του σκύλου, άρχισε να τον ρωτά :

 

             «Δεν σε πειράζει, που είσαι αλυσοδεμένος;»θέτοντας την ερώτηση, για να διαπιστώσει αν το σκυλί, ήταν επιθετικό. Ο θηρευτής του δάσους γνώριζε από την πείρα του, ότι τα σκυλιά εκπαιδεύονται με αυτόν τον τρόπο, για να είναι, πιο ετοιμοπόλεμα, και πιο θαρραλέα.έτσι ώστε να μπορούν, να προασπίσουν τις περιουσίες των ανθρώπων από επίδοξους κλέφτες. Όμως, πίσω από όλα αυτά, είχε ήδη διακρίνει ότι η συμπεριφορά των σκύλων, δεν είναι ούτε εκείνη του αληθινού μαχητή, ούτε εκπορεύεται από την εκπαίδευση. Αλλά, πηγάζει κυρίως, από τον φόβο της τιμωρίας. Γεγονός που ίσχυε ακόμη, και για την πλειονότητα του κόσμου του. Πλην, των πραγματικά ικανών και συνετών, στους οποίους, άνηκε και εκείνος.νιώθοντας, για μια ακόμη φορά ευγνωμοσύνη για το αίσθημα του Τρόμου.Γιατί ο Τρόμος είναι μέγας δάσκαλος, επειδή μόνο αυτός σου βγάζει τον καλύτερό σου εαυτό.

 

                  «Α όχι, δεν με πειράζει» του απάντησε ο σκύλος. «Εδώ, είναι μια χαρά. Αμάκα μου δόθηκαν όλα. Φαγάκι ,έναν άνετο σπιτάκι, με τα παράθυρά του ,και με την όμορφη θέα του προς το φράκτη με τις αγελαδίτσες.» Ένα σωρό από σάπια ξύλα, σκέφτηκε ο λύκος όταν είδε το σπίτι ενώ για την θέα του αυτή ήταν, ένας ελεεινός φράκτης από τον οποίο ακουγόταν μουγκανητά, από το μελλοντικό γεύμα του.«Όσο για τις αλυσίδες; Δεν είναι τίποτε, γιατί έτσι κάνουν, οι αφέντες σε εμάς τα σκυλιά. Αλλά αφού έχω όλα εκείνα που επιθυμώ, όπως εγώ τα θέλω γιατί αυτό θα έπρεπε να με ενοχλεί;»Με αυτήν του την απάντηση ο λύκος κατάλαβε, ότι είχε να κάνει με έναν κουτό, και αμέσως ένιωσε ικανοποίηση. Στο ότι η ορθή, και η λεπτομερής παρατηρητικότητά του επιβραβευόταν."Πολύ ωραία" σκέφτηκε. "Είναι όπως το φαντάστηκα από εξαρχής."Μπορούσε, να διακρίνει έναν βλάκα από δέκα μίλια μακριά. Διότι οι βλάκες, εκπέμπουν ορισμένα σημάδια όπως: υπερβολική αυτοπεποίθηση, και θρασύτητα, συνοδευμένα από την νωθρότητα του προσώπου τους μαζί,με ένα άδειο βλέμμα στα μάτια."Τελικά" είπε από μέσα του ο λύκος,"όντας ανόητος σκύλε είσαι για την ζωή, μια σκέτη περιττή σπατάλη, και για όσους σε έχουν για μέλος τους, ένα επώδυνο βάρος. Όπως, και ζημιά".

 

                 «Και το αφεντικό σου;» ρώτησε στην συνέχεια ο λύκος, για να μάθει αν ο άνθρωπος, στον οποίο άνηκε ο σκύλος ήταν στο σπίτι, ή έλειπε, παλεύοντας παράλληλα τον πειρασμό, στο να επιτεθεί απευθείας και άμεσα στα γελάδια. Το σχέδιο, απαιτούσε υπομονή, και το ανάλογο τέχνασμα.Θα έφτανε η στιγμή, που θα βύθιζε τις σιαγόνες του βαθιά, στο παχύ κρέας των νωθρών, μαστοφόρων τετράποδων. Αλλά όχι τώρα!

«Το αφεντικό, είναι μια χαρά. Αν έχει τα κέφια του, μου δίνει φαγητό απευθείας από το πιάτο του. Η,κανένα ξεροκόμματο. Άλλες φορές, με κοροϊδεύει αλλά εγώ, δεν του δίνω σημασία.Την πάρτι μου να κοιτώ, και τα υπόλοιπα -όπως και εκείνον-τα γράφω, εκεί που δεν πιάνει μελάνι. Αλλά, όταν έχει τα νεύρα του, με χτυπά.»

 

              «Και όταν σου το κάνει αυτό, πως το αντιμετωπίζεις; Διότι φαντάζομαι, δεν μπορείς να αντισταθείς.Σωστά, ή κάνω λάθος;»Μία από τις αναμνήσεις του λύκου, από την παιδική του ηλικία ήταν, το ξύλο που υφίστατο τόσο εκείνος όσο, και τα υπόλοιπα λυκάκια της θετής του φατρίας, από τους μεγαλύτερους σε ηλικία λύκους προκειμένου, να γίνουν πιο αιμοσταγή.Το έκαναν αυτό, διότι γνώριζαν ότι, η συχνή άσκηση σωματικής βίας, προκαλεί απωθημένα .τα οποία, με την κατάλληλη χειραγώγηση, μετατρέπονται σε ένα ακόμη θανάσιμο όπλο, και αυτό ήθελε να διαπιστώσει. Στο εάν το σκυλί, ήταν αδίστακτο. Γιατί ο λύκος, δεν ξεγελιόταν από την επιφάνεια.Αντίθετα, κοιτούσε κάτω από αυτήν. 

 

«Δεν κάνω τίποτε, παρά τον αφήνω να με κτυπά μέχρι να ξεθυμάνει και όταν ηρεμήσει, τότε όλα επέρχονται σε ηρεμία.Την επόμενη μέρα, με χαϊδεύει στο κεφάλι, σαν να μην συνέβη τίποτε την προηγούμενη.Αλλά εγώ, δεν κρατώ κακίες, και ξέρεις γιατί; Διότι εδώ φίλε, βρήκα την καλή και αυτό, τα κάνει να τα ξεχνώ όλα.» 

 

             «Σε θαυμάζω, για την ψυχική σου δύναμη, και στωικότητα.Όπως, και για την κατανόηση που δείχνεις για τα αισθήματα του αφεντικού σου»λέγοντας αυτά ο λύκος, που στην ουσία τον δούλευε.«Όμως,παρότι που τον εκτιμάς, και του είσαι πιστός έχεις προσπαθήσει, να ψάξεις για απασχόληση, με καλύτερες συνθήκες για εσένα, κάπου αλλού;Ίσως, κάπου εκεί έξω η αξία σου, θα ανταμειβόταν δεόντως. Διότι, καλά είναι αυτά που διαθέτεις. Αλλά, αν δεν έχουν και την ανάλογη ανταπόκριση, τι να τα κάνεις;»Με αυτόν τον τρόπο, ξεψάχνιζε τον σκύλο για να διαπιστώσει, αν ο τελευταίος είχε έστω και την ελάχιστη αξιοπρέπεια.Η οποία, είναι μια από τις πηγές που κάνει κάποιον, να παλεύει λυσσαλέα ακόμη, και αν ήταν βλάκας.και αν ο σκύλος ήταν έστω και τέτοιος, ο λύκος θα έπρεπε να λάβει τα μέτρα του. Έστω, και αν εκείνος ήταν ακόμη σωματικά αδύναμος λόγω της πείνας.Διότι, η φειδωλή του φύση, του είχε διδάξει ότι, η καταβολή της ελάχιστης δύναμης που χρειάζεται, για να νικήσεις τον αντίπαλο, προσφέρει τα μέγιστα αποτελέσματα. Πάρα ταύτα όμως, μπορεί να αμφέβαλε για το ποιόν του συγκεκριμένου πλάσματος. Αλλά, δεν ήταν κακό να είναι ακόμη επιφυλακτικός μέχρι, να αποδειχθεί το αντίθετο.

  

      «Να ψάξω, αλλού για δουλειά; Χα!!!. Αστειεύεσαι φίλε μου. Έτσι; Που, να τρέχεις τώρα να τα ψάχνεις και μάλιστα, σε τέτοιους καιρούς που βρισκόμαστε; Ξέρω περιπτώσεις, που ιδρώνουν, και τι καταλαβαίνουν; Τους βλέπω, και λέω: Α τους χαζούς. Τρέχουν, από εδώ, και από εκεί και πιάνουν, ότι εργασία τους προσφέρουν. Να προχθές, ένας γρύλος ήρθε και μου είπε, ότι τον κάλεσαν για συνέντευξη για την θέση του πιανίστα/ τραγουδιστή, στο συγκρότημα Τζαζ Μουσικής ενός μπαρ, κάπου στο Μανχάταν.Του απαντώ: Ρε μεγάλε, θα πας εκεί μακριά όπου,θα κάθεσαι κάθε βράδυ και να ξελαρυγγιάζεσαι, με τρομπέτες περιμένοντας να έρθει ο κόσμος,για να σε ακούσει;»

«Και τι να κάνω;» με ρώτησε.

«Και εσύ, τι του απάντησες ;»

«Α Λύκε μάγκα, του απαντώ: Υπάρχουν δουλειές, εδώ στο βάλτο.Να εκεί στο μουσείο, που θέλουν μοντέλα για την γυάλα.Απλά, οι άνθρωποι σε τοποθετούν εκεί μέσα,για να σε παρατηρούν οι επισκέπτες ενώ εσύ,θα πληρώνεσαι χωρίς, να κάνεις απολύτως τίποτε.»

 

«Και ο γρύλος, σε άκουσε;» 

           «Όχι μόνο, δεν με άκουσε.Αλλά, μου είπε την εξυπνάδα του, και από επάνω. "Σιγά, που θα μπαίνω σε γυάλες. Για να με δώσουν, μια μέρα ως τροφή στα πουλιά; Όχι. Θα δουλεύω στο μπαρ, ως πιανίστας και τραγουδιστής και παράλληλα, θα εργάζομαι ως μέλος μιας τοπικής χορωδίας της Επισκοπικής Εκκλησίας, προκειμένου να πληρώσω τις σπουδές μου, στην Μουσική Ακαδημία. Διότι το όνειρό μου, είναι να γίνω δάσκαλος και είμαι διατεθειμένος, να παλέψω σκληρά για να το πραγματοποιήσω." «ΧΑχΑ.Ο τύπος Λύκε μου, είναι και τρελός. Άκου εκεί. Να ξέρουν, ότι υπάρχουν δουλειές με άνεση, και με λίγο κόπο χωρίς ταυτόχρονα, να απαιτούνται τρελά όνειρα. Αλλά αντί αυτού, τι κάνουν; Λιώνουν, για να τα υλοποιήσουν αρνούμενοι, να καταλάβουν ότι η Ζωή, είναι αβέβαιη και ότι όλα, είναι πιθανά.Μα τρώγονται, τα όνειρα βρε; και συνέχιζε ο σκύλος: «Ξέρεις τι είναι, κάθε μέρα τσάμπα μάσα και ξάπλα, χωρίς αγωνίες,δάκρυα και πόνο;»

 

                «Όμως»τον ρώτησε ο λύκος «παρόλα τα καλά, που αυτού του είδους η ζωή σου προσφέρει-όπως άλλωστε, μου τα ανέφερες προηγουμένως- αξίζουν, μπροστά σε εκείνα που περνάς; Αλυσοδεμένος, έξω στο κρύο μέρα/νύχτα με αποφάγια; Χωρίς όραμα, και αξιοπρέπεια; »Έθεσε αυτήν την ερώτηση διότι, η κατάσταση του σκυλιού, του προξένησε την απορία στο τι μετατρέπει κάποια πλάσματα, σε σκλάβους.Δεν ήταν φιλόσοφος, ούτε ενδιαφερόταν για τους άλλους διότι οι συνθήκες του βίου, απαιτούσαν ρεαλισμό.Αλλά γύρευε μια απάντηση  διότι εκείνη, θα τον έκανε πιο προσεκτικό στις συναναστροφές του, με τους ισχυρότερους από αυτόν.Αλλά μια φωνή μέσα του, τον ερώτησε μήπως και εκείνος, ήταν υποδεέστερος για κάποιους, και εξαρτώμενος από αυτούς, όπως ήταν ο συγκεκριμένος σκύλος;Ξαφνικά κατάλαβε, ότι ο χειρότερος εχθρός σου, δεν είναι μονάχα ο άλλος.Αλλά, και οι αδυναμίες σου.Αυτές,σε καθιστούν έρμαιο του εκάστοτε τυχαίου.Οπότε, εκείνη την στιγμή αποφάσισε να βελτιώσει τον εαυτό του, στο να γίνει πιο πολύ αυτάρκης.Έτσι, κανένας δεν θα τον όριζε.Ούτε, θα τον εξευτέλιζε, ούτε θα του έβαζε αλυσίδες στο λαιμό του(όποιες, και να ήταν αυτές). Λύκος ήταν, και όχι υποτακτικός.

 

             «Αμέ και με το παραπάνω, και να σου πω και κάτι άλλο; Μόνο, αυτού, του είδους η ζωή αξίζει. Διότι αυτή, δίνει ότι επιθυμεί κάθε ζωντανό στην γη, και με την ελαχιστότατη προσπάθεια παρακαλώ. Όχι, στο να γυρνάς από δω και από κει, γυρεύοντας να εργασθείς υπομένοντας, πόνους, και εξευτελισμούς, από τον κάθε προϊστάμενο. Έχοντας παράλληλα και την αγωνία, αν θα σε κρατήσει στην δούλεψή του.Τι να την κάνεις, την σκληρή εργασία; Για να κερδίζεις πενταροδεκάρες; Τέλος, τι να κάνεις την αξιοπρέπεια, χωρίς τίποτε να την στηρίζει; και στην τελική, η αξιοπρέπεια είναι άχρηστη στην ζωή. Άλλα μετρούν. Άκου εκεί αξιοπρέπεια. Μπφφφ».

 

               Εν το μεταξύ ο λύκος, έμενε άναυδος και θυμωμένος, από την απύθμενη ηλιθιότητα, και οκνηρία του σκυλιού.Διότι δεν σεβόταν τον εαυτό του, δεν κρατούσε την θέση του,και δεν πάλευε να βελτιωθεί.Ο χαρακτήρας του, τον είχε καταστήσει θρασύ και ζήτουλα. έτοιμο να προσφέρει, τα πισινά και το κεφάλι του, στις κλωτσιές, και στις σφαλιάρες οποιουδήποτε, που θα του προσέφερε ένα ξεροκόμματο, με την πρώτη ευκαιρία.Εκτός αυτών, του είχε ανατεθεί και ένα λειτούργημα που ήταν, η άγρυπνη φύλαξη της περιουσίας, από την οποία ζούσε παρασιτικά.Αν το σκυλί, ζούσε στο κόσμο του δάσους η τιμωρία,για αυτήν την τρομακτική αναλγησία, και ολιγωρία από μέρους του θα ήταν μια. Ο Θάνατος. Αλλά το κυνάριον, δεν ήταν ούτε δικό του θέμα ούτε και πρόβλημά.Αίφνης, ένιωσε ακόμη μια φορά δικαιωμένος στο θέμα της εμπιστοσύνης.Καλά να πάθουν, όσοι εμπιστεύονται άλλους.Ας πρόσεχαν, ας έψαχναν, ας ρωτούσαν.Αλλά,δεν έλεγε τίποτε παρά τον άφηνε να μιλά.

        «Μου ανέφερες, για τις αλυσίδες. Όπως επίσης, και για την συμπεριφορά του αφεντικού μου έναντι μου η οποία, όπως εσύ υπονόησες προηγουμένως, είναι προσβλητική και οδυνηρή.Ναι πονώ, για τον τρόπο που εκείνος μου φέρεται αλλά, η συχνότητα που αυτή ασκείται επάνω μου, είναι ελάχιστη.Όμως, δεν συμβαίνει το ίδιο και αλλού; Αλλά όμως εγώ, το ξεπερνώ, και δεν τα παρατώ.Διότι, το να τα παρατήσει κάποιος, στην πρώτη δυσκολία και στην συνέχεια, να τρέχει σε άγνωστες διαδρομές την κατάληξη των οποίων, δεν γνωρίζει το θεωρώ, και μέγιστη βλακεία .Αλλά, και καταστροφή. Γιατί η ζωή είναι μικρή, για να αναλώνεται κανείς, σε ανώφελα ρίσκα. Φιλαράκο μου χάνεις.Εδώ είναι, η αξιοπρέπεια όπως την εννοείς, μαζί με όλα τα καλά. Στο συνιστώ,ως αδελφός !!!. Κάνε το, και εσύ.»

                Τότε, ο λύκος, του απαντά. «Σε ευχαριστώ, για την προσφορά σου. Αλλά, δεν θα την δεχθώ. Προτιμώ, να είμαι πεινασμένος και ελεύθερος παρά, χορτάτος και σκλάβος. Όμως, πριν φύγω, θα ήθελα να σου πω κάτι.Ότι σε αυτόν τον κόσμο, τίποτε δεν δωρίζεται, και ότι όλα, έχουν ένα κόστος».Στην συνέχεια, αφού τελείωσε την πρότασή του, πήγε απευθείας προς το κοπάδι με τις γελάδες, κατασπάραξε μια από αυτές αποκολλώντας αυτοστιγμεί, ένα γενναίο κομμάτι πόδι και σπάλα.και με γεμάτο το στόμα του, από την επιθυμητή ποσότητα σάρκας, έφυγε γρήγορα από εκεί, αφήνοντας πίσω του έναν αποσβολωμένο σκυλί ,και τα ουρλιαχτά των υπόλοιπων οικόσιτων.

 

             Ύστερα από αρκετή ώρα, πολύ μακριά από την αγροικία. μέσα στην ασφάλεια, που του προσέφεραν το σκοτάδι της νύχτας, και το δάσοςκαι λίγο πριν μπει, μέσα στα ενδότερα μέρη της περιοχής άκουσε, τις βλαστήμιες του αφεντικού του σκύλου. Όπως, και τα ουρλιαχτά του θρήνου και του πόνου του τελευταίου καθώς,ο άνθρωπος με μία βαριοπούλα του τσάκιζε τα πλευρά, και κτυπώντας το βάναυσα στο κεφάλι.«Φίλε μου, προτού να εκφράσεις το δικαίωμα σου, να ζήσεις σε αυτή την πλάση θα έπρεπε πρώτα, να είχες μάθεις κάποια βασικά πράγματα, διότι αυτά, είναι οι νόμοι της.» σκέφτηκε ο λύκος, κοιτάζοντας ταυτόχρονα προς την μεριά της αγροικίας από όπου ερχόταν, οι φρικτοί ήχοι« και αν δεν ήσουν τέτοιος, τώρα, θα ήσουν ζωντανός και θα εργαζόσουν, ήσυχα και με αξιοπρέπεια στην δουλειά, που εσύ διάλεξες.»Οπότε,αναλογιζόμενος εκείνα, που του είχε πει ο άτυχος σκύλος. Όπως, και την τιμωρία που του έλαχε κατάλαβε, στο ότι σε αυτόν τον άδικο, και μάταιο κόσμο μόνο, η γενναιότητα, στο να ζεις πραγματικά είναι αυτό, που αξίζει παρότι τις δυσκολίες, που έχει η ζωή και τους κινδύνους που αυτή ελλοχεύει. 

 

 

Δεύτερη Ιστορία.

 

          Οι ήχοι των σειρήνων των περιπολικών, έκοβαν ως αιχμηρό ψαλίδι την νεκρική ησυχία η οποία -όπως και η ομίχλη- κάλυπτε τον βάλτο, σαν έναν πυκνό αλλά βρώμικο, ιστό αράχνης. Ο επικεφαλής της έρευνας, μια αλεπού ονόματι James κάπνιζε ενώ, έπινε την τελευταία γουλιά από τον δυνατό καφέ του. Είχε τα νεύρα του διότι το συμβάν, δεν είχε διαδραματιστεί σε κάποια πολυσύχναστη περιοχή όπου, και θα μπορούσε να πάρει ακόμη ένα κύπελλο καφέ. Αλλά, σε ένα έλος μίας ώρας μακριά από την πόλη. Ο καφές, όπως και το τσιγάρο, ήταν εκείνα που μπορούσαν να τον κρατήσουν ξύπνιο διότι έτσι, μπορούσε να σκεφτεί πιο καθαρά. Τι πρωινό ήταν και αυτό, σκέφτηκε ο ντετέκτιβ κοιτάζοντας στιγμιαία τον ουρανό, ο οποίος ήταν συννεφιασμένος. και αν οι δύτες, όπως και οι αστυνομικοί-δέκα τον αριθμό Οκτώ σκύλοι pit-bull, και δύο γάτοι - που έψαχναν πεζοί τις όχθες, δεν έβρισκαν έγκαιρα τα πτώματα θα έπιανε βροχή, που θα μετέτρεπε τον βάλτο σε έναν λασπώδη κωλότοπο. Οπότε, έπρεπε να βιαστούν.

 

«Εϊ Gimpson. Βρήκαν τίποτε ακόμη, τα παιδιά εκεί κάτω;»

«Όχι κύριε Frazer, αλλά ψάχνουν.»απάντησε ο Gimpson, ένα κοντόχοντρο χελιδόνι που εκείνη την στιγμή, μασουλούσε ένα κομμάτι σοκολάτα που είχε φυλάξει σε μια από τις τσέπες του. Γνώριζε, ότι δεν επιτρεπόταν να τρώει εν ώρα υπηρεσίας. Αλλά όπως και εκείνο έλεγε χαριτολογώντας, αν δεν έτρωγε δύο τρία κομμάτια σοκολάτα το πρωί, δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει άψογα. Όμως ο επικεφαλής της έρευνας, δεν του έλεγε τίποτε. Διότι ήξερε, ότι όταν οι υποθέσεις ήταν δύσκολες, και δη ψυχοφθόρες η ψυχολογία των αστυνομικών δύνατο, να επηρεαστεί και συνεπώς, κάτι τέτοια κολπάκια τους βοηθούσαν να ανταπεξέλθουν, αποτελεσματικά στις έρευνες. Έτσι και αλλιώς, δεν έκανε κάτι επιλήψιμο σε σχέση, με πρώην συναδέλφους του οι οποίοι, όντας διεφθαρμένοι είχαν καταπατήσει τον νόμο. Αλλά, ανεξαρτήτως των συνθηκών του επαγγέλματος, του Gimpson άρεσαν πολύ τα γλυκά.......

 

«Οι άλλοι, στις όχθες;»

«Ακόμη, δεν βρήκαν κάτι.»

«Πέρασαν περίπου τρία τέταρτα, και δεν βρήκαν τίποτε; Μα τον Θεό. Δεν ψάχνουμε, την Ερυθρά Θάλασσα. αλλά, την Βαλτούπολη που είναι, δύο επί τρία. 

«Έχετε δίκαιο, κύριε Frazer. Αλλά αυτό το μέρος, είναι πολύ ζόρικο. Ρείκια, λεύκες, ακανθώδεις θάμνοι, φύκια και το λασπώδες νερό μειώνουν, την ορατότητα, κάνοντας τα πράγματα ακόμη πιο δύσκολα.»

        «Δεν έχεις άδικο. Αλλά όπως και να έχει, θα πρέπει να βιαστούμε, λόγω του καιρού.» Μα τι στο διάολο, συμβαίνει με τα εγκλήματα τώρα τελευταία; σκέφτηκε με αγανάκτηση. Στην πόλη τα πράγματα, ήταν πιο εύκολα διότι, ήξερε κάθε σπιθαμή της ενώ εδώ; "Μάλλον, έχω κουραστεί" αναλογίστηκε ο Frazer" Είναι, και στο ότι αρχίζω και γερνώ. Μου το έλεγε η γυναίκα μου, να προσέχω και να φροντίσω, να πάρω την σύνταξη όσο το δυνατό γίνεται πιο γρήγορα". ‘Γιατί όσον περνά ο καιρός, οι δυνάμεις μας, μας εγκαταλείπουν’. Ο ίδιος συμφωνούσε. Ήθελε, να συνταξιοδοτηθεί  έτσι ώστε να πάει με την γυναίκα του, να ζήσουν στον τόπο καταγωγής των παππούδων του που ήταν η Σκωτία, και συγκεκριμένα στο χωρίο Broch Mordah. Εκεί, τα πράγματα, θα ήταν πιο ήρεμα και πιο γαλήνια παρά εδώ, στην Νέα Υόρκη.

        Η Claire, μια αξιαγάπητη λευκή αλεπού θωρακοχειρούργος στο επάγγελμα, η οποία ήταν πια συνταξιούχος,είχε δίκαιο. Πάντοτε είχε δίκαιο, και ανησυχούσε πολύ για εκείνον, μήπως πάθει τίποτε και εκείνη την στιγμή θυμήθηκε, ένα περιστατικό όπου παραλίγο να είχε χάσει την ζωή του. Ένα άγριο πιστολίδι, με κάποιους σκληροτράχηλους τύπους σε μια γειτονιά της συνοικίας Queen καθώς εκείνοι, προσπαθούσαν να κλέψουν, κάποιες τηλεοράσεις από ένα παράρτημα πολυκαταστήματος ηλεκτρονικών συσκευών.«Πως μπόρεσες, να μας το κάνεις αυτό παλιό -πεισματάρη μπούφε;» είχε ξεσπάσει η γυναίκα του, στον θάλαμο του νοσοκομείου όπου εκείνος, είχε διακομιστεί, όταν έμαθε ότι είχε τραυματιστεί στο στήθος. «Δεν σκέφτηκες τα παιδιά σου, την Brianna, και τον William; Εμένα; Είσαι γέρος James και πλέον, όχι τόσο αποτελεσματικός όσο ήσουν παλαιότερα. Για αυτό κακομοίρη μου, φρόντισε να φύγεις γρήγορα από εκεί μέσα αλλιώς, από εμένα δεν θα σε σώσουν, ούτε όλες οι αστυνομίες της Αμερικής. Το άκουσες αυτό;» αρχίζοντας αμέσως, τα κλάματα. Ευτυχώς, η σφαίρα δεν είχε διαπεράσει, ή κάποια αρτηρία, ή κάποιο ζωτικό όργανο.Διαφορετικά, τυχόν διάτρηση σε ένα από αυτά, θα καθιστούσε την κατάστασή του μοιραία. 

 

      «Κύριε Frazer» αντήχησε δυνατά η φωνή του Gimpson, αποσπώντας τον προϊστάμενο της έρευνας από την ροή των σκέψεών του «τα βρήκαν. Τα πτώματα, έχουν ξεβραστεί στην απέναντι όχθη, δύο μέτρα αναμεταξύ τους.»

"Επιτέλους", είπε από μέσα του ο James Frazer "προλάβαμε, πάνω στην ώρα". «Κάνε νόημα στους δύτες, να βγουν έξω και κάλεσε τον ιατροδικαστή Logan, να έρθει γρήγορα εδώ. Πείτε του, ότι είναι εξαιρετικά επείγον.»

« Μάλιστα κύριε, τώρα αμέσως.» 

Ύστερα από λίγα λεπτά, ένας άλλος αστυνομικός μια σαύρα ονόματι Pannos ήρθε τρέχοντας, προς τον ντετέκτιβ. «Κύριε, ο Logan μας ενημέρωσε, ότι θα αργήσει λίγο, λόγω κίνησης.»

« Εντάξει, θα τον περιμένουμε. Εν το μεταξύ, πετάξου εσύ με ένα δύο συναδέλφους να πάρετε καφέδες, για εσάς.Όπως, και για τα υπόλοιπα παιδιά από το εστιατόριο που δίπλα στο βενζινάδικο. Εκεί, κοντά στην λεωφόρο. Α μην ξεχάσεις, να μου πάρεις και για μένα έναν. Εντάξει;»

«Μάλιστα κύριε» απάντησε η σαύρα, και έτρεξε πρόθυμα. Άλλωστε, όλοι τους χρειαζόταν ένα ζεστό ρόφημα. Διότι, η πολύωρη αναμονή στο κρύο, και το έλος, τους είχε εξουθενώσει.

      "Ο κερατάς ο Logan, πάλι θα μου βγάλει την πίστη" γκρίνιαξε, από μέσα του ο Frazer και παρότι, τον θαύμαζε για την οξυδέρκειά του πίστευε, ότι ήταν λίγο τεμπέλης στο να σηκωθεί πρωί. Σιχαινόταν, το πρωινό ξύπνημα διότι, του θύμιζε το σχολείο. Έτσι του είχε πει ο ευφυέστατος, συμπαθής νεαρός, και καλόκαρδος αρκτικός λύκος καναδικής καταγωγής, προερχόμενος από την Alberta. Τι στο καλό, συνέβαινε με τους Καναδούς; Είχαν θέμα, με το πρωινό ξύπνημα; Αναρωτιόταν, όταν το είχε ακούσει αυτό. Αλλά, παρότι το νεαρό της ηλικίας του ήταν, ο καλύτερος που διέθετε η Αστυνομία της Νέας Υόρκης.Τότε, εκείνη την στιγμή απευθύνθηκε νευριασμένος, σε έναν από τους διερχόμενους, από τον τόπο του εγκλήματος,αστυνομικούς.

«Ξανακάλεσε τον Logan, και να του πείτε να τσακιστεί να έρθει, όσο πιο γρήγορα γίνεται,εδώ πέρα.Όπου να είναι, θα βρέξει.»

«Μάλιστα κύριε, θα του το διαβιβάσουμε.»

«Τώρα αμέσως.»

«Μάλιστα» απάντησε ο αστυνομικός, και έτρεξε απευθείας, προς στο κοντινότερο περιπολικό.

 

                 .......................................................................................................................................................................                 

 

             Αμέσως μετά, ο επικεφαλής ντετέκτιβ κατευθύνθηκε,προς το μέρος όπου είχαν βρεθεί τα πτώματα.Το σημείο, είχε περικυκλωθεί με κίτρινες ταινίες με την ειδική σήμανση, που απαγόρευε την πρόσβαση σε άλλους,προκειμένου να μην χαθούν ή,να αλλοιωθούν στοιχεία. Αστυνομικοί,τραβούσαν φωτογραφίες γράφοντας παράλληλα, και τις ανάλογες αναφορές. Μπήκε μέσα στον οριοθετημένο χώρο, και αυτό που είδε τον σόκαρε. Οι σωροί, άνηκαν σε έναν σκορπιό, και σε έναν βάτραχο αντίστοιχα. Τούς ήξερε και τους δύο αλλά, υπό διαφορετικές συνθήκες. Ο βάτραχος ο κύριος Robert Abernathy, που εργαζόταν ως security Stuff για μία ιδιωτική εταιρία. και ο σκορπιός, ο John Kelly γνωστός και ως Fred Aster λόγω της εμφάνισής του η οποία, παρέπεμπε στον γνωστό χορευτή. Ναι, τον τελευταίο τον γνώριζε πολύ καλά. Ήταν ένας, από τους χειρότερους εγκληματίες, αυτής της πόλης. Προμηθευτής ουσιών, μπράβος, διακομιστής διακινητών παράνομων μεταναστών, κοινώς ένα ελεεινό απόβρασμα. Αλλά ο Abernathy ο βάτραχος, τι δουλειά είχε με δαύτον; Αποκλείεται,να είχε σχέση.Αλλά, για καλό και για κακό, θα έπρεπε να διατάξει μια έρευνα. Όμως αμέσως, απέρριψε την συγκεκριμένη σκέψη διότι, αν ο βάτραχος είχε διαπράξει κάτι εκείνος, ως αστυνομικός θα το γνώριζε. Συν των άλλων ήξερε, ότι τα βατράχια- πλην ελάχιστων εξαιρέσεων- απέφευγαν τους σκορπιούς, και το συγκεκριμένο βατράχι ήταν, ένας από τους πιο νομοταγείς πολίτες που είχε γνωρίσει. Άρα, τι στο καλό γύρευε εδώ; 

            Κάποια κομμάτια του πάλζ, που αφορούσαν την περίπτωση του βατραχιού, δεν ταίριαζαν μεταξύ τους και αυτό, έκανε τον Frazer να προβληματιστεί ακόμα πιο πολύ.Αυτό διότι, η παρούσα κατάσταση, περιέπλεκε περισσότερο τα πράγματα. Ξαφνικά θυμήθηκε, ότι ο βάλτος χρησιμοποιούταν, για παράνομα ζευγαράκια. Όπως,και για ρομαντική βόλτα για τα περισσότερο, αθώα από αυτά  ή από εκείνους, τους μοναχικούς τύπους με απλοϊκή  καρδιά  .Όπως ήταν ο Abernathy ο βάτραχος, για τον οποίο ο ντετέκτιβ γνώριζε ότι είχε αγαπημένη . και δεδομένου, της ευαίσθητης φύσης του(την οποία, ο αστυνόμος την ήξερε) ίσως, σκόπευε να την φέρει σε τούτο το λιμνότοπο. Μάλλον-υπέθεσε- προτού το κάνει αυτό,ο βάτραχος θα πήγε εκεί να δει το έλος, για να διαπιστώσει αν όντως άξιζε την φήμη του.  Ήταν ωραίο μέρος, όταν ο καιρός ήταν καλός -όσο ωραίο θα μπορούσε να γίνει ένας λασπότοπος μιας πολύβουης πόλης .και όταν αυτό συνέβαινε τότε, όλοι οι ερωτο- χτυπημένοι και λοιποί με ευαίσθητη φύση, ερχόταν εδώ.Αλλά από ότι φάνηκε εκ των υστέρων,εκείνο το φυσικό περιβάλλον,με το ρομαντικό στοιχείο που το χαρακτήριζε, δεν φέρθηκε σωστά στον Robert Abernathy. Έτσι, κάποιο από εκείνα τα ζευγάρια, και συγκεκριμένα δύο περιστέρια, όταν ήρθαν σήμερα νωρίς το πρωί για να πιουν καφέ, είδαν τα πτώματα, ενημέρωσαν άμεσα την αστυνομία, και έτσι βρέθηκαν όλοι εδώ.

 

         «Κύριε Frazer» άκουσε μια φωνή, πίσω από την πλάτη του «’Ήρθα.»

Γύρισε, προς την μεριά του μονοπατιού όπου ήταν ο Logan ο οποίος, μόλις είχε έρθει με μία μηχανή Toyota.

«Δόξα τον Παντοδύναμο. Μα που στο διάολο, ήσουν Logan;» ρώτησε, ξεσπώντας θυμωμένα ο ντετέκτιβ. «Γιατί άργησες;» 

«Ξέρετε, πως είναι η κυκλοφορία στους δρόμους αυτήν την ώρα κύριε Frazer. Συν των άλλων, μόλις μπήκα στο σπίτι μου, ύστερα από μια ολονύκτια έρευνα, έλαβα την κλήση σας και ήρθα απευθείας εδώ. Τι συμβαίνει; Τι έχουμε αυτήν την φορά;»

«Αυτούς τους δύο.»

        Ο Dimitrious Logan, ή αλλιώς Jimmy έκατσε ανακούρκουδα, πρώτα στον βάτραχο και άρχισε να τον εξετάζει. Το πτώμα του άτυχου πλάσματος, είχε πρηστεί σε διάφορα σημεία και αλλού, είχε γεμίσει πληγές. Εν το μεταξύ, το πρόσωπο του βατράχου είχε αλλοιωθεί από το φούσκωμα, που προξένησαν τα αέρια της σήψης. Ταυτόχρονα, τα μέρη του σώματος που ήταν εκτεθειμένα ήταν, γεμάτα δαγκωματιές, προερχόμενες από τα έντομα. Αμέσως, γύρισε το πτώμα σε πρηνηδόν στάση και τότε, είδε μια μεγάλη πληγή στο κέντρο της πλάτης, ανάμεσα στις ωμοπλάτες.

«Χτυπήθηκε, από κεντρί σκορπιού»μίλησε ο ιατροδικαστής ενώ, περιεργαζόταν το πτώμα. «Το δηλητήριο παρέλυσε τον βάτραχο, ο οποίος ήταν στο νερό, με αποτέλεσμα να επέλθει ο πνιγμός.»

«Δηλαδή;»

       «Πέθανε, από ασφυξία. Όπως γνωρίζετε, το δηλητήριο των σκορπιών είναι άκρως δραστικό, και τοξικό. Όποιος χτυπηθεί από αυτό, θα πρέπει, να διακομιστεί αμέσως στο νοσοκομείο, και να λάβει άμεσα αντίδοτο. Αλλιώς, θα πεθάνει. Ταυτόχρονα, ο θάνατος που επέρχεται από την ισχυρά τοξική ουσία, είναι επώδυνος και βασανιστικά αργός. Διότι αδρανοποιεί, τόσο τους ιστούς των πνευμόνων όσο, και εκείνους των άκρων οδηγώντας παράλληλα τα πληγέντα όργανα, σε σταδιακή νέκρωση.»

Ο ντετέκτιβ συμφώνησε. Άλλωστε, είχε ακούσει από συναδέλφους του, τι είχαν περάσει με τα χτυπήματα, που είχαν λάβει από τους σκορπιούς. Αυτή η φάρα, όπως τα φίδια, και οι αρουραίοι ήταν αβάσταχτη πληγή. Όμως, έτσι είχε η τάξη των πραγμάτων στην Φύση. Δεν μπορούσαν, ή δεν ήθελαν όλοι, να είναι καλοί και νομοταγείς. Διαφορετικά, δεν θα υπήρχαν ούτε αστυνομία, ούτε δικαστήρια, ούτε φυλακές, ούτε και θύματα.

«Όμως, τι γύρευε μέσα στην λίμνη;»

«Τι να σας πω, δεν ξέρω. Αλλά πιστεύω, ότι ίσως ο βάτραχος κολυμπούσε κάπου απόμερα στην λίμνη, και δεν πρόσεξε ότι εδώ γύρω, γινόταν συναλλαγές μεταξύ παρανόμων. Βρέθηκαν τίποτε ίχνη, που να δηλώνουν ότι υπήρχαν και άλλοι, εκτός από αυτούς τους δύο;»

«Όχι, δεν βρέθηκε τίποτε τέτοιο.»

         «Τότε, σε αυτήν την περίπτωση νομίζω ότι ο βάτραχος, θα είδε κάτι που δεν θα έπρεπε εμείς να το μάθουμε και οι τύποι, θα τον καθάρισαν από μακριά. Ξέρουμε, ότι οι φατρίες του Εγκλήματος, συνεργάζονται με ορισμένους επαγγελματίες οι οποίοι, δραστηριοποιούνται παντού.Αυτοί,διαθέτουν την ικανότητα επικάλυψης. Όπως και  εκείνη, της εξαφάνισης των ιχνών τους κατέχοντας παράλληλα, και τον ανάλογο οπλισμό. Ιδιαίτερα, αν εκείνοι που τον χρησιμοποίησαν προκειμένου, να βγάλουν τον βάτραχο από την μέση είναι, άριστοι στην δουλεία τους.Επιπρόσθετα, επειδή το πλήγμα προήρθε από σκορπιό, πιστεύω, ότι εκείνος ήταν ένας από αυτούς. » 

«Κατάλαβα. Άρα, όσον αφορά τον Βάτραχο αυτός,βρέθηκε, στο λάθος τόπο στην λάθος στιγμή.»

           Όμως, εκείνο που προβλημάτιζε τον ντετέκτιβ ήταν, το πώς βρέθηκε ο John Kelly ο σκορπιός, σε αυτήν την θέση.Διότι, ήταν απίστευτα προσεκτικός, στην προσωπική του ασφάλεια, σε βαθμό παράνοιας.Αυτό υποδήλωναν, και τα διάφορα ευφάνταστα μέτρα που έπαιρνε, κάνοντας την αναζήτησή του από την Αστυνομία, αρκετά δύσκολη.Μήπως βρισκόταν, για κάποιο άλλο λόγο εδώ; Όπως, ερωτοδουλειές; Μπα, αποκλείεται.Αλλιώς, θα βρησκόντουσαν ίχνη θηλυκής παρουσίας. Όπως για παράδειγμα, ένα κομμάτι ύφασμα,προερχόμενο, από σκισμένο από τους θάμνους φόρεμα.Υπήρχαν,πολλές συστάδες, από εκείνα τα πυκνά, και ακανθώδη φυτά εδώ γύρω.Τότε,τι άλλο να ήταν; Ίσως οι τύποι, να είχαν διαφορά με τον σκορπιό, και αν αυτό ίσχυε, τότε τα πράγματα είχαν ως εξής:Πρώτα, τον είχαν τσακώσει. Μετά για να τον ξεγελάσουν,του έδωσαν άφεση αμαρτιών,με το να του χαρίσουν την ζωή.Αλλά, προτού το κάνουν τον είχαν βάλει, να σκοτώσει τον βάτραχο και τέλος, δολοφόνησαν τον σκορπιό για αντίποινα.Τόσα χρόνια πείρας, στην αντιμετώπιση του Υποκόσμου τον είχαν διδάξει, πως αυτός σκεφτόταν, και ενεργούσε. Ίσως αυτό έγινε, συμπέρανε η γέρικη αλεπού.Το μόνο που πιθανόν, θα έριχνε κάποιο φως στην υπόθεση του John ή Φρέντυ, να ήταν το πόρισμα του Ιατροδικαστή για τον τρόπο που φονεύτηκε .

 

         «Για να δούμε, ο άλλος τι λέει;»

Ο ιατροδικαστής, έσκυψε και μελέτησε τον νεκρό σκορπιό. «Μα αυτός, δεν είναι ο John Kelly, με το παρατσούκλι Fred Aster;»

Ο Frazer συμφώνησε, κουνώντας καταφατικά το κεφάλι του. «Ναι αυτός είναι.»

«Περίεργο μου φαίνεται. Δεν βλέπω στοιχεία, που υποδηλώνουν τραύματα είτε από πάλη,είτε από γροθιές ή, από χρήση όπλου» είπε ο Logan, μετά από λίγα λεπτά παρατήρησης.Απλώς,πέθανε από πνιγμό.»

«Πνιγμό; Πως ;»

«Τι να σας πω. Εξαρτάται, το τι πήρε χώρα εδώ. Όμως, εκείνο που μπορώ να πω είναι, στο ότι όποιος τον καθάρισε ήξερε πολύ καλά πως το έκανε. Έχω δει το έργο πολλές φορές, με τις σωρούς που λαμβάνουμε καθημερινά, στον Τομέα μου.»

Έξαφνα, ένα πρόσωπο πέρασε αστραπιαία, από  τον νου του ντετέκτιβ. Ο Κίθ το Μάμπα, ο οποίος ήταν ένας από τους καλύτερους δολοφόνους της περιφέρειας. Τα θύματά, του θύμιζαν την τρομερή ικανότητα του, να μην αφήνει ίχνη .Επίσης,ήταν γνωστός, και ως το Φάντασμα και τα μοναδικά στοιχεία της υπογραφής του, ήταν τα πτώματα των βάλτων...... 

Ύστερα από λίγα λεπτά, μίλησε ο Logan «Κύριε Frazer, μόλις θυμήθηκα κάτι.Θα μπορούσα, να το αναφέρω;»

«Για πες μου Jimmy, τι είναι εκείνο που θυμήθηκες;»

        «Όταν ήμουν σε περιπολία, λίγο καιρό αφότου τελείωσα την Αστυνομική Ακαδημαϊκή Σχολή ως Ιατροδικαστής είχα ακούσει, από έναν κρατούμενο ότι ο Aster, δεν ήξερε κολύμπι. και όταν η φατρία των Κόκκινων Σκορπιών, επρόκειτο να καθαρίσει κάποιους με πνιγμό τότε εκείνος, ως ένα από τα πρωτοπαλίκαρα της ομάδας, δεν θα αναλάμβανε να σκοτώσει απευθείας με αυτόν τον τρόπο. Αλλά, θα έβαζε υποτακτικούς του να κάνουν αυτή τη δουλειά.»

       «Κατάλαβα»Οπότε, δεν ήξερε να κολυμπήσει είπε από μέσα του ο Frazer και αίφνης, συνειδητοποίησε τι συνέβη.Ίσως, κάποια από αυτές  και μάλλον, θα πρέπει να ήταν η συμμορία του Λευκού Πύθωνα (διότι με εκείνη,είχε διαφορά η μαφία των Κόκκινων Σκορπιών) αποφάσισε, να καθαρίσει ένα από τα μέλη της αντίπαλης πλευράς, ως αντίποινα για άγνωστους προς στιγμή λόγους. Όμως, γνωρίζοντας πως ο Φρέντυ λειτουργούσε με βάση τον χαρακτήρα του ήξερε, ότι εκείνο το καθίκι εργαζόταν και ως πληροφοριοδότης για την αστυνομία. Όπως, και για κάποια άλλη συμμορία, εν αγνοία της δικής του. Ίσως η τελευταία, να το έμαθε και αποφάσισε, να τον καθαρίσει. Σίγουρα πάντως,κάποιοι είχαν υπόψη τους, στο ότι ο σκορπιός δεν ήξερε κολύμπι, και έτσι τον πέταξαν μέσα στο νερό. Όπου τον περίμενε ο Κίθ. Ο οποίος και τον ξεπάστρεψε Όσο, για τον Βάτραχο; Απλά, περνούσε τυχαία από εκεί, είδε τον Aster να φωνάζει βοήθεια, ο Abernathy δεν ήξερε ποιος ήταν μέσα, και προσπάθησε να τον σώσει, και έγινε αυτό που έγινε. Ναι, αυτό ήταν!!

         «Όμως» συνέχισε ο Logan «από ότι δείχνουν οι πρώτες ενδείξεις, τα πτώματα πέθαναν πάνω κάτω την ίδια ώρα». 

«Που σημαίνει, ότι ο John Kelly σκότωσε τον βάτραχο επειδή τον αναγνώρισε, για να μην τον καταδώσει σε εμάς και στην συνέχεια σκοτώθηκε από το μάμπα.»"Μήπως όμως το βατράχι, είχε πρωτύτερα αντισταθεί, στις απειλές του Fred;" σκέφτηκε ο Frazer."Τον βλάκα !Τι του ήρθε να τα βάλει, με έναν επικίνδυνο εγκληματία;"Εντούτοις, η οξυμένη αντίληψη του αναίρεσε στιγμιαία, την αυστηρή κριτική του για τον νεκρό Abernathy. Διότι, και να μην είχε ενεργήσει έτσι το θύμα πάλι,δεν θα μπορούσε να έχει την τύχη με το μέρος του. Γιατί ο σκορπιός, σκόπευε να τον δολοφονήσει, έτσι και αλλιώς. Κρίμα.

«Σε ευχαριστώ Jim, δεν ξέρεις πόσο με βοήθησες. Δώσε εντολή, να ετοιμαστούν τα εργαστήρια για τις ιατροδικαστικές εξετάσεις.»

«Εντάξει κύριε Frazer. Θα το κάνω» και έφυγε.

          Μένοντας μόνος, με τα καλυμμένα με λευκό σεντόνι πτώματα,ο ντετέκτιβ ένιωσε πόνο για τον αδικοχαμένο βάτραχο.Τον συμπαθούσε πολύ τον τύπο, και τον είχε σαν παιδί του.Τον γνώριζε από την εποχή, που ο Robert Abernathy ήταν έφηβος και μάλιστα ο τελευταίος, του είχε ανακοινώσει, ότι σκόπευε να αρραβωνιαστεί πολύ σύντομα.Λίγες στιγμές αργότερα, ήρθε το ειδικό όχημα της υπηρεσίας και παρέλαβε τους δύο νεκρούς,για να τους πάει στα εργαστήρια του Εγκληματολογικού.Ο James, άκουσε τις πόρτες του μεγάλου Van, να κλείνουν με δύναμη νιώθοντας την ίδια στιγμή, ότι βρισκόταν κοντά στα πρόθυρα, ψυχολογικής κατάρρευσης. Για μια ακόμη φορά, σκέφτηκε την συμβουλή της γυναίκας του. Είχε δίκαιο. Πλέον, ήταν καιρός να αποσυρθεί, από αυτήν την δουλειά.

 

Μια μέρα πριν.

 

             Ο σκορπιός, έτρεχε αφηνιασμένος στα έλη, εδώ και πολλές ώρες. Προσπαθούσε, να ξεφύγει από τους διώκτες του οι οποίοι, τον είχαν πάρει στο κατόπιν.Τα Φίδια, δεν ξεγελιόταν. Αργά η γρήγορα θα τον έβρισκαν αλλά, ο John Kelly ή αλλιώς Φρέντυ(για τους" φίλους" του), είχε την ελπίδα ότι ίσως αυτά, θα του έδιναν κάποια κάλυψη μέχρι, να περάσει η νύχτα. Από μέσα του περνούσαν πολλές σκέψεις όταν έτρεχε, αλλά η κυριότερη από αυτές ήταν η επιβίωση.Σε αυτήν, έπρεπε να επικεντρωθεί και όχι σε κάτι άλλο. Συνέχιζε να τρέχει.Αλλά,πιο αργά. Διότι,είχε κουραστεί και επειδή το μέρος, ήταν ένας δυσχερής υγρότοπος και ήταν μόνος σε αυτό-και επομένως- δεν ήθελε να τραυματιστεί στο απόλυτο πουθενά, στάθηκε για μια στιγμή να ξαποστάσει, πίσω από έναν μεγάλο κορμό δέντρου Μετά, κοίταξε από πίσω του.Δεν άκουσε, τίποτε. Ουφ,στέναξε με ανακούφιση."Πάλι καλά.Τους ξέφυγα" είπε σκεπτόμενος .

            Κοίταξε, τον ουρανό. Ο καιρός, ήταν ακόμη καλός,αλλά όπου να ήταν, θα έπεφτε το σκοτάδι.Ήδη,ήταν αρκετά αργά το απόγευμα, και ο ήλιος άρχισε να δύει. Επομένως, έπρεπε να κάνει κάτι και γρήγορα. Εν το μεταξύ,τα πόδια του, πονούσαν από την πολύωρη ταλαιπωρία. "Αυτό έλειπε"είπε, από μέσα του ο σκορπιός. Να πάθει κάτι, και να τον βρουν ως βορά, ή η δική του φατρία, που την πρόδωσε,ή η αστυνομία.Η το χειρότερο;Τα μέλη της φατρίας, του Λευκού Πύθωνα και πόσο φοβόταν τα τελευταία. Μεγάλη βλακεία,να αρχίσει από μόνος του,τα πάρε δώσε με δαύτους. Αλλά,τι να γίνει; Έτσι είναι οι δουλειές,με τα παράνομα-και νοθευμένα, στην πλειονότητά τους- ποτά. Είναι μεν ρισκαδόρικες, αλλά με τεράστια κέρδη. Όμως,όταν κάποιος αρχίσει να πιστεύει ότι τον κοροϊδεύουν, τότε ξεκινούν τα δύσκολα. Αλλά εκείνου,του είχαν στήσει παγίδα. Δεν είχε κλέψει,στην δοσοληψία.Ούτε, είχε αθετήσει τα συμφωνηθέντα.Αλλά, που θα πήγαινε;Θα έβρισκε τους υπευθύνους,για την ταλαιπωρία που υφίστατο εκείνη την στιγμή και τότε,θα τους έκανε να το πληρώσουν πολύ ακριβά.

               Μετά από ένα δίωρο,βρήκε ένα απόμερο μέρος .που στην ουσία ήταν μια συστάδα από θάμνους, και αποφάσισε να σταθεί εκεί ώστε, να ξαποστάσει για την νύχτα. Βεβαίως, δεν ήταν το κατάλληλο κρησφύγετο για να κρυφτεί από τα Φίδια μιας,και αυτά είναι ειδήμονες στο να ξετρυπώνουν, τα πάντα από τους θάμνους. Αυτό διότι,η ανεύρεση- των ζητούμενων-από τέτοιου είδους κρυψώνες ήταν για την συγκεκριμένη φάρα,ψωμοτύρι .και στην φατρία του Κόκκινου Σκορπιού, στην οποία και ήταν μέλος τα αποκαλούσαν,οι Ταχυδακτυλουργοί με τα Καπέλα. Μόνο που αντί για λαγούς, έβγαζαν τα θύματά τους. Αλλά τα τελευταία,δεν ήξεραν ότι τα Φίδια ήδη γνώριζαν και όταν,οι μελλοθάνατοι το μάθαιναν, ήταν συνήθως πολύ αργά. Όμως, γιατί εκείνος να ήταν, μαζί με τα κουνέλια; Σκεπτόταν με οργή.Πως κατάντησε αυτός. Ένας,αξιοσέβαστος αρχηγός μιας ομάδας αποστολών που προκαλούσε, τον τρόμο και τον φόβο στον κάθε βλακοπόνηρο,στο να ξεπέσει τόσο πολύ; Αλλά, στην προκειμένη στιγμή έπρεπε,να το αφήσει εκεί που ήταν. Διότι,όσο ανακάτευε τα κόπρανα,τόσο εκείνα μύριζαν.

              Ακολούθως, ακούμπησε την πλάτη του πάνω στα φυλλώδη κλαδιά ενός από τους θάμνους του προσωρινού κρυψώνα του και αμέσως, άρχισε να σχεδιάζει με ηρεμία τα επόμενα βήματα απόδρασής του.Έπρεπε,να το είχε σκάσει από την πόλη εδώ και πολύ καιρό,και να καταφύγει, ή στο Μοντεβιδέο της Παραγουάης,ή στην Αβάνα της Κούβας.Η,σε κάποια άλλη χώρα αυτού,του μίζερου και ελεεινού πλανήτη.Είχε κρύψει πολλά χρήματα.Κάπου,στα 20 εκατομμύρια δολάρια, σε διάφορους τραπεζικούς λογαριασμούς, σε ορισμένες από αυτές τις χώρες.Οπότε,με την βοήθεια του συγκεκριμένου ποσού,θα ερχόταν σε επαφή με κάποια δικά του άτομα,που τα είχε γνωρίσει από παλαιότερες συναλλαγές.Τα οποία, με το απαραίτητο λάδωμα, θα τον έφερναν σε επαφή με τις κατάλληλες διασυνδέσεις, για την έκδοση βίζας όπως, και για αλλαγή ταυτότητας.Αλλά και πάλι, όλους εκείνους δεν τους εμπιστευόταν.Διότι,ο κόσμος της Μαφίας είναι μικρός,και όλοι ξέρουν τους πάντες εκεί μέσα. Το τελευταίο που θα ήθελε, ήταν να βρεθούν τα ίχνη του από τους εχθρούς του,και ανάθεμα την μάνα του, είχε πάρα πολλούς από δαύτους. Άρα λοιπόν,το μόνο που έπρεπε να κάνει αφού πρώτα θα ξέφευγε από κει μέσα, μακριά από τα γνώριμα μέρη ήταν,να συνεχίσει μόνος του.Προσεκτικά, αργά,και μεθοδικά. Όπου και να τον έβγαζε, αυτή η ιστορία θα ζούσε κάπου ως άγνωστος,μεταξύ αγνώστων. Με άλλη ιδιότητα, με διαφορετικό επάγγελμα.Χωρίς,να τραβήξει την προσοχή.

             Έκλεισε για λίγο τα μάτια του, προκειμένου να ηρεμήσει.Η καρδιά του βροντοκοπούσε, ήταν καταϊδρωμένος, και τα πόδια του έτρεμαν και τότε,ήρθε στο νου του η εικόνα της νεκρής από καιρό μητέρας του. Μια άψυχη, σκληρόκαρδη διαβολογυναίκα η οποία, όταν επρόκειτο να πετύχει εκείνο που ήθελε, δεν δίσταζε σε τίποτε. Αντιθέτως, θα έκανε τα πάντα για να το αποκτήσει. Από την άλλη πλευρά ο πατέρας του, μια παρωδία, ένα αχαμνό πλάσμα με λειψό μυαλό για σκορπιό, δεν είχε κανέναν λόγο για τίποτε και αυτό, τον έπνιγε. Οπότε, για να ξεφύγει από κει μέσα κατέφευγε, στις βλαστήμιες, στα καπελειά και στο ποτό. Οι γονείς του, ήταν εργάτες σε ένα υφαντουργείο της περιοχής, και δύσκολα τα έβγαζαν πέρα. Ως αποτέλεσμα αυτών, είχε θεσπιστεί ένας άγραφος κανόνας, για όλα τα μέλη της οικογένειάς του. Οποιοσδήποτε που ήταν βάρος, θα έφευγε από το σπίτι και σε εκείνο το σημείο, θυμήθηκε ένα περιστατικό από τα παιδικά του χρόνια. Είχε έναν μεγαλύτερο αδελφό, ονόματι Σίμωνα. Δεν έκανε παρέα μαζί του διότι, για κάποιον λόγο δεν τον χώνευε.Εκείνο το παιδί, δεν ήταν ιδιαίτερα έξυπνο και ικανό και το οποίο, η μητέρα του τον έσπαγε συχνά στο ξύλο.Το αγόρι, ήταν δυστυχισμένο. αλλά η φύση, δεν δίνει φώτιση σε όλα της τα πλάσματα. Είναι,να σου λάχει και ευτυχώς, εκείνος ήταν πολύ τυχερός στο να μην του τύχει.

            Μια μέρα λοιπόν, ο Σίμωνας είχε πιαστεί από την δασκάλα της τάξης του να αντιγράφει από τον διπλανό του, και αμέσως τον σήκωσε τιμωρία. Όταν το έμαθε η μητέρα του, δεν έκανε κάτι άμεσα. Αντιθέτως, έκρυψε επιδέξια στην τσέπη του παιδιού της τα χρήματα που προοριζόταν, για το ποτό του πατέρα του ο οποίος, μετά την δουλειά θα πήγαινε νωρίς το βράδυ να τα σπαταλήσει, πάλι σε εκείνο το ελεεινό κουτούκι στο τέλος του δρόμου. Όταν λοιπόν ο πατέρας του,τα έψαχνε και δεν τα έβρισκε, άρχισε να φωνάζει και να βρίζει.Τότε, η μητέρα του,έκανε να εννοηθεί με τρόπο ότι, ο μικρός τα έκλεψε. Έτσι όταν ήρθε ο Σίμωνας από την αλάνα, όπου ήταν για παιχνίδι τότε, οι γονείς άρχισαν να ψάχνουν τις τσέπες του, και εκεί  σε μια γωνιά εξ αυτών βρέθηκε το ζητούμενο ποσό των χαρτονομισμάτων .Αμέσως ο πατέρας του, άρχισε να τον βλαστημά ενώ η μητέρα του, γράπωσε το καρπό του.Στην συνέχεια, αφού οδήγησε το αγόρι στην κουζίνα απίθωσε  με δύναμη το χέρι του επάνω στην επιφάνεια του τραπεζιού εξαναγκάζοντάς το να απλώσει τα δάκτυλα του. Ύστερα, με ένα αιχμηρό κουζινομάχαιρο που το είχε συνεχώς αφημένο εκεί για να κόβει μεγάλου μεγέθους φρούτα όπως, πεπόνια ,καρπούζια και μάνγκο  του έκοψε το μικρό του δάκτυλο. Εν τω μεταξύ, το παιδί ούρλιαζε από τον πόνο κάνοντας τον Ιωάννη, να χαμογελά από το μαρτύριο, του αδελφού του. Πολύ αργά την νύχτα, όταν όλοι είχαν κοιμηθεί η μητέρα του, ήρθε στο δωμάτιο του. Τον ξύπνησε και κάθοντας στην άκρη του κρεβατιού,του είπε χαμηλόφωνα το εξής: «Ιωάννη, είσαι ο ποιο έξυπνος από όλους τους άλλους εδώ μέσα, και αυτό το πήρες από εμένα. Για αυτό,είσαι και η αδυναμία μου. Αλλά πρόσεξε!!! Αν θελήσεις, να κάνεις κάτι κοίταξε, να το κάνεις καλά.»Την επόμενη η μητέρα του, εξήγησε στην γειτονιά τι συνέβη με τις κραυγές, λέγοντας βεβαίως ψέματα, στο ότι έπεσε καυτό νερό επάνω στο χέρι του αδελφού του, εξαιτίας ατυχήματος. και αργά το βράδυ της ίδιας ημέρας, έδιωξε το μεγαλύτερο παιδί. Έκτοτε, κανένας δεν έμαθε τι απέγινε και ούτε ενδιαφερόταν να μάθει.

            Ξαφνικά ο σκορπιός, άκουσε έναν θόρυβο προερχόμενος από την απέναντι πλευρά της λίμνης ο οποίος, και τον επαν έφερε πίσω στην πραγματική κατάσταση, στην οποία και βρισκόταν. Ανακάθισε λίγο καλύτερα, και τέντωσε τα αυτιά του. Ήταν ένα τραγούδι. Πανάθεμα σκέφτηκε, μάλλον με βρήκαν. Όμως, δεν ήθελε να πανικοβληθεί παρόλο, που άρχισε να τρέμει από τον φόβο του.Σταδιακά, βρήκε το θάρρος του παραμερίζοντας, προσεκτικά και αθόρυβα, το θαμνώδες κάλυμμα που τον έκρυβε. Αμέσως, ένοιωσε ανακούφιση. Διότι, αντί για τα Φίδια που περίμενε ήταν, ένας στρουμπουλός και αγαθιάρης βάτραχος. Ο Ιωάννης, τον περιεργαζόταν.Ο Βάτραχος,όντως φαινόταν αγαθιάρης.Αλλά τα φαινόμενα, δύνατο να απατούν. Διότι υπήρχαν, και βατράχια τα οποία έτρωγαν τους σκορπιούς, και είχε γνωρίσει ένα δύο από αυτά που είχαν στρατολογηθεί, από την φατρία του Λευκού Πύθωνα. Οπότε, θα έπρεπε να είναι προσεκτικός προκειμένου, να διαπιστώσει αν άνηκε σε εκείνο το είδος βατράχου.Τον παρατήρησε,λίγο ακόμη.Μπα, συμπέρανε από μέσα του. Δεν ήταν, τέτοιο βατράχι. Οπότε σε αυτήν την περίπτωση, θα τον χρησιμοποιούσε ως μέσο για να ξεφύγει. Αλλά για να το πετύχει αυτό, θα έπρεπε να σκαρφιστεί κάτι για να τον πείσει. Διότι οι λοιποί βάτραχοι, ήταν επιφυλακτικοί έναντι των σκορπιών επειδή οι τελευταίοι, τους θεωρούσαν εύκολους στόχους, και όντως ήταν. Απορροφημένος, από την εικόνα και τις σκέψεις του δεν πρόσεξε, ότι πατούσε σε γλιστερή περιοχή και αίφνης, βρέθηκε μέσα στο νερό. Τότε, άρχισε να φοβάται διότι, δεν ήξερε να κολυμπά, και στο σημείο που βρισκόταν, το νερό της λίμνης ήταν πολύ βαθύ. Οι θάμνοι τελικά,τον είχαν ξεγελάσει.

 

                      ......................................................................................................................................................

 

           Του Robert Abernathy, του άρεσαν πολύ τα παραμύθια. Από μικρό παιδί, τα διάβαζε μανιωδώς. Δεν άφηνε φανταστική ιστορία, για φανταστική ιστορία. Τίποτε δεν του ξέφευγε, και όταν έβγαινε ένα νέο βιβλίο με ιστορίες με ανύπαρκτους κόσμους και τα πλάσματα τους, το αγόραζε απευθείας.και ύστερα, πήγαινε στο σπίτι του ένα ταπεινό διαμέρισμα κάπου στο Brooklyn, και άρχισε να το διαβάζει μονορούφι. Του άρεσε να διαβάζει, ακόμη και ρομάντζα. Διότι πίστευε, ότι είναι ωραίο για κάποιον να νιώθει, λίγη ευγένεια και λεπτότητα στην ψυχή του.Παρά αυτό, που ίσχυε στις αληθινές διαπροσωπικές σχέσεις.Την πραγματικότητα την σιχαινόταν, και γιατί να μην ένοιωθε έτσι; Κάθε μέρα, τα πράγματα γινόταν ολοένα και χειρότερα ενώ,ο σκοπός των πλασμάτων ήταν, να πεθάνουν τον άλλο. Οπότε,δεν ήταν καλύτερα για κάποιον να ξεφεύγει, έστω και για λίγο σε ένα άλλο μέρος κάπου μακριά, και καλύτερα από εκείνη την νοσηρότητα;

          Συνεπώς, τα βιβλία του όπως, και η οργιώδης φαντασία του ιδίου ήταν, το λιμάνι, το μέρος, ή ο πλανήτης όπου το βατράχι μπορούσε να καταφύγει. Μέσα στον κόσμο του, τον οποίο και κρατούσε μυστικό ακόμη, και από την μέλλουσα αρραβωνιαστικιά του μεταμορφωνόταν, σε κάτι άλλο. Εκεί, ο υπάλληλος security γινόταν αυτόματα, ή ένας υπέρ-ήρωας, ή ένας ωραίος και πλούσιος σεΐχης playboy ή,ένας διάσημος τραγουδιστής ιδιότητες,οι οποίες τον έκαναν προσφιλή σε όλους.Σε εκείνο, το παράλληλο σύμπαν του μυαλού του, όλοι τον ήθελαν να τον κάνουν φίλο τους,και οι ωραιότερες γυναίκες της γης έπεφταν στα πόδια του. Τέλος πάντων εκεί, γινόταν οτιδήποτε, που να μην του θύμιζε την αλήθεια στο τι πραγματικά ήταν. Ένα στρουμπουλό αδιάφορο αμφίβιο,μια ασημαντότητα το οποίο, όσο βαθιά επιθυμούσε να μετατραπεί σε κάτι διαφορετικό ας πούμε πρίγκιπας, δεν θα γινόταν ποτέ.

          Όμως, δεν θα έπρεπε να έχει παράπονα.Διότι ο Πλάστης,τον θεωρούσε μοναδικό,και αναντικατάστατο. Έτσι του έλεγε,ο πάστορας της Επισκοπικής Εκκλησίας όταν καμιά φορά, ο Robert του εξέφραζε το παράπονό του για την φύση του,και κατέφευγε εκεί διότι δεν είχε οικογένεια.Οι γονείς του,τον είχαν εγκαταλείψει σε ένα ορφανοτροφείο,και συγγενείς δεν υπήρχαν, για να τον υιοθετήσουν.Αλλά και να υπήρχαν ήξερε, από περιπτώσεις φίλων του που είχαν μεγαλώσει σε συγγενικά πρόσωπα, ότι δεν ζούσαν με τις καλύτερες δυνατές συνθήκες.Μεν στην αρχή,οι συγγενείς ήταν καλοί.Αλλά στην συνέχεια,άλλαζαν γνώμη και έδιωχναν τα ορφανά βατράχια.Εκτός και αν το Κράτος,τους πλήρωνε για να τα κρατήσουν.Μόνο που,εκείνο το ελάχιστο χρηματικό ποσό δεν άλλαζε,την οικτρή κατάσταση στην οποία, βρησκόντουσαν πολλά από αυτά τα παιδιά.Το αντίθετο μάλιστα!Τότε άρχιζαν,οι κακομεταχειρίσεις,η μιζέρια και η δυστυχία για τα ορφανά, έως ότου τελειώσει το επίδομα. και αν αυτό γινόταν τότε,τα περίμενε ο δρόμος,και η εκμετάλλευση των συμμοριών.Ο Robert από την άλλη πλευρά, είχε διαφορετική τύχη με την μορφή,της Ανάδοχης Οικογένειας.

           Η Κρατική Πρόνοια,όταν ήταν ξύπνια ενεργούσε αποτελεσματικά. Όσο και αν αυτό, μπορούσε να θεωρηθεί ως τέτοιο, για μια δημόσια υπηρεσία. Έτσι το Κράτος, είχε αποφασίσει για την τύχη του Abernathy αλλά, το συγκεκριμένο βατράχι δεν περνούσε καλά. Η ανάδοχη οικογένεια του, ήταν μεν οικονομικά ευκατάστατη λόγω του επαγγέλματός των γονέων του.(Ήταν, και οι δύο γιατροί. Καρδιοχειρουργος και Πλαστικός Χειρουργός αντίστοιχα).Αλλά συνεχώς, τον μείωναν, και τον χρησιμοποιούσαν για τις βαριές δουλειές του σπιτιού. Σε αντίθεση με τα παιδιά τους, που δεν τα άφηναν να κάνουν τίποτε συνειδητοποιώντας, με πικρία  ότι η θετή του οικογένεια, δεν τον ήθελε ως μέλος της.Παρά μονάχα, για υποτακτικό, έναν χαμάλη για να τους υπηρετεί.Στο τέλος τον έδιωξαν επειδή, ένα από τα παιδιά τους ένα θηλυκό κακότροπο βατράχι, τον είχε κατηγορήσει, ότι είχε καταστρέψει, την αγαπημένη της κούκλα. Όμως,η μόνη παρηγοριά του σε όλη αυτήν την δυστυχία ήταν, μια αξιολάτρευτη γιατρός ονόματι, Claire Frazer η οποία και τον αγαπούσε. Ήταν παντρεμένη, με τον κύριο James διοικητή της αστυνομίας.Μάλιστα εκείνος, τον είχε βοηθήσει να βρει αυτήν την δουλεία, στην οποία και εργαζόταν εδώ και 4 χρόνια.Τους είχε γνωρίσει,σε ένα κοκτέιλ πάρτι, που είχε κάνει ο θετός πατέρας του, για τα γενέθλια της κόρης του.

           Παρά ταύτα, ο Abernathy δεν το είχε βάλει κάτω,και το όνειρό του ήταν,να γίνει αστυνομικός. Αλλά δυστυχώς,η πλατυποδία του δεν του είχε επιτρέψει να συμμετάσχει, στους τότε διαγωνισμούς εισαγωγής. και έτσι, κατέληξε ως μέλος του Προσωπικού Ασφαλείας για το πάρκινγκ, μιας μεγάλης εταιρείας,που ειδικεύονταν στα γυναικεία είδη. Δεν τον πείραζε, η δουλειά που έκανε. Ήταν ευτυχισμένος,και με λιγότερα και όμως! Υπήρχαν φορές,που ήθελε να είναι,έστω και κάτι άλλο,διαφορετικά καλύτερο.Τι να γίνει; Έτσι, το ήθελε ο Δημιουργός, όλων των Πλασμάτων, και έτσι θα έπρεπε να γίνει. Όλοι, δεν γινόντουσαν ούτε διάσημοι, ούτε πλούσιοι. Αλλά τόσος κόσμος,στην θάλασσα της Ζωής, δεν ήταν σαν και εκείνον;Ο Θεός να είχε καλά, τον κύριο James Frazer που του είχε βρει αυτήν την δουλειά. Αλλιώς, θα κατέληγε δεν ήξερε που. Συν των άλλων,εκείνος του αναβίωσε και την μεγαλύτερη επιθυμία, που είχε από μικρό παιδί. Έτσι,όταν με το καλό θα αρραβωνιαζόταν, θα ετοίμαζε τα απαραίτητα έγραφα για την Σχολή της Αστυνομίας, και ύστερα θα είχε ο Θεός…

          Αν τα όνειρά του, γινόντουσαν πραγματικότητα τότε,η ζωή του θα ήταν παραμυθένια, και η ιστορία του θα άρχιζε ως εξής: Μια φορά και έναν καιρό, στα πολύ παλιά τα χρόνια σε ένα τόπο μακρινό, και συγκεκριμένα, σε μια πολύβουη πολιτεία υπήρχε,ένας γενναίος,και καλόκαρδος βάτραχος. και η σκέψη αυτή, έκανε την καρδιά του Robert Abernathy να γεμίζει από ανείπωτη ευτυχία και γαλήνη. Σαν την λίμνη ενός έλους, η οποία βρισκόταν μία ώρα έξω, στις επαρχίες της Μεγάλης Πόλης. Την είχε ακουστά γιατί εκεί, ήταν πολύ ρομαντικά αν ήθελες, να κάνεις μια πρόποση. Αλλά ο συγκεκριμένος βάτραχος, την επισκεπτόταν αρκετά συχνά. Διότι, η θέα της τον έκανε χαρούμενο και μάλιστα, όταν ο καιρός ήταν καλός και το σούρουπο της ημέρας ήταν ασυννέφιαστο, η λίμνη έπαιρνε,το χρώμα του ήλιου που έδυε.Τότε, εκείνη την ώρα,όλα γινόντουσαν χρυσαφένια και ο βάτραχος, ένιωθε σαν ο πλουσιότερος και δυνατότερος βασιλιάς,όλων των βασιλείων της γης. Ήδη,είχε αποφασίσει. Θα έφερνε την αγαπημένη του εκεί,να απολαύσουν την ώρα που έβγαιναν τα αστέρια.

Μέχρι εκείνη την ημέρα…..

 

          Όπως είναι γνωστό, ο Θεός γελά όταν τα πλάσματα κάνουν σχέδια για το μέλλον τους, και ο βάτραχος ονόματι Robert Abernathy, δεν θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση. Όμως εκείνος δεν το ήξερε, παρότι θεοσεβούμενος. Αντιθέτως, είχε στον νου του μια λίστα από πράγματα που είχε να κάνει. Πρώτα,νωρίς το μεσημεράκι της ίδιας ημέρας, όταν θα τέλειωνε την βάρδια του, θα αγόραζε το δεύτερο βιβλίο μιας γνωστής συγγραφέως ονόματι Galbadron Diana με θέμα, τον έρωτα μιας νοσοκόμας γερακίνας του Δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου, με έναν αετό της Σκωτίας του 18ου αιώνα. Όλος ο κόσμος, είχε ξετρελαθεί με το εν λόγω σύγγραμμα της Ρομαντικής Λογοτεχνίας και εκείνος,δεν ήθελε να μείνει απέξω και επομένως, ήθελε να το αποκτήσει πάση θυσία. Ύστερα, θα αγόραζε μια πάστα σοκολατίνα, μαζί με ένα τεύχος κόμικς με τον αγαπημένο του ηρώα Serafino( τα οποία,και θα απολάμβανε πολύ αργά το βράδυ,μετά το ραντεβού του πριν πέσει για ύπνο).και μετά, θα πήγαινε στο σουπερμάρκετ να αγοράσει τα απαραίτητα για το σπίτι όπως γάλα, καφέ, και κακάο. Αργότερα το απογευματάκι, θα πήγαινε στην λιμνούλα και με το καφέ στο χέρι του, θα χαιρόταν το τέλος της ημέρας που τόσο λάτρευε .προσδοκώντας το ιδιαίτερο βράδυ όπου,θα ελάμβανε χώρα, μια από τις μεγαλύτερες καμπές της ζωής του.Η πρόταση του,στην αγαπημένη του στο να γίνει, ισόβια συμβία του. 

         Όμως όλα εκείνα άνηκαν στο επέκεινα, και θα γινόταν πραγματικότητα μετά τις 14.30 το μεσημέρι.Τότε,που θα τέλειωνε η βάρδια του για την Παρασκευή,και η σκέψη αυτή, δεν τον άφηνε σε ησυχία.Ο καιρός ήταν αίθριος, και ζεστός.Όχι πολύ πνιγηρός,αλλά ανοιξιάτικος.Ότι έπρεπε, για μια σύντομη απογευματινή βόλτα. Αλλά πρώτα, θα πήγαινε οπωσδήποτε στο σουπερμάρκετ και ύστερα,τα υπόλοιπα.Δεν μπορούσε να ηρεμήσει.Συνέχεια,κοιτούσε το ρολόι του τοίχου της υπηρεσίας του το οποίο, ήταν τοποθετημένο στον απέναντι τοίχο.Με το ζόρι συγκεντρωνόταν, στο μόνιτορ και στις κάμερες, αλλά το μυαλό του ήταν στα επακόλουθα. 

 

    ....................................................................................................................................................................................................

 

          Η ώρα ήταν 14.20. Επιτέλους, σκέφτηκε ανακουφισμένος. 'Σε δέκα λεπτά φεύγω γρήγορα για το σουπερμάρκετ,και ύστερα σβούρα για το βιβλιοπωλείο, για να προλάβω το βιβλίο να μην μου το πάρει κανένας άλλος΄.'Τι αγωνίες Θεέ μου', έλεγε από μέσα του. Δεν ήθελε το πρόγραμμά του, να τροποποιηθεί. Αλλιώς, θα ένιωθε χάλια, και θα ήταν κρίμα σε μια τέτοια ημέρα, να είναι έτσι. Τέλος, αφού το ρολόι της υπηρεσίας έδειξε την ακριβή ώρα σχολάσματος σηκώθηκε αμέσως, χαιρέτησε τους συναδέλφους του, και άρον άρον έφυγε από κει μέσα.Τους άλλους, δεν τους πείραξε αυτή του η συμπεριφορά. Άλλωστε, ήταν ιδιαίτερη μέρα για εκείνον. Διότι,θα έκανε πρόταση αρραβώνα και επομένως, έπρεπε να διαθέσει τον ανάλογο χρόνο να ετοιμαστεί .

         Μία ώρα μετά, βρισκόταν στο ταμείο του σουπερμάρκετ της γειτονιάς του, χτυπώντας ανυπόμονα τα δάχτυλα του, στον αυτόματο ιμάντα περιμένοντας μέχρι η Liza, μια κανελιά λεπτή τεμπελόγατα να περάσει τα προϊόντα του, στο μηχάνημα με τις τιμές.

«Δεν γίνεται, λίγο πιο γρήγορα Liza;»ρώτησε ο βάτραχος την ταμία, ανυπομονώντας να φύγει γρήγορα, για να προλάβει το βιβλίο.

«Βιάζεσαι να κρεμαστείς; Μην ανησυχείς, όλα θα γίνουν»του απάντησε πειρακτικά.

Τον Abernathy, δεν τον ένοιαζε το τελευταίο σχόλιό της το οποίο, ήταν αρκετά τσουχτερό. Αλλά ήξερε τι γάτα ήταν η συγκεκριμένη, και συνεπώς, δεν της κρατούσε κακία. Είχε μια αποτυχημένη σχέση και αυτό, την είχε κάνει κυνική. Αλλά η μέρα, δεν ήταν για τέτοια. Θα υπήρχε χρόνος να ασχοληθεί, και με την Liza. Αλλά όχι τότε.

«Πρέπει, να αγοράσω το βιβλίο μου»της απάντησε.«Και από ότι βλέπω, οι ουρές στο απέναντι βιβλιοπωλείο αρχίζουν, και μακραίνουν.»

«Δεν έκανες, κράτηση;»

«Πως, αλλά ξέρεις τον βοηθό βιβλιοπώλη .Ο γιος του είναι, ολίγον τι ράθυμος και αυτό, με κάνει να αγχώνομαι.»

         «Έλα μωρέ, μην σκας με αυτά.»του απάντησε η γάτα ενώ, περνούσε το τελευταίο τρόφιμο, και συγκεκριμένα το γάλα πάνω από την μηχανή, η οποία εμφάνιζε την τιμή.«Και αν δεν το πάρεις σήμερα, δεν χάθηκε ο κόσμος.»

«Α, μην μου λέτε τέτοια δεσποινίς Liza, διότι τρελαίνομαι. Ναι, έχετε δίκαιο αλλά καμιά φορά, δεν είναι ωραίο να τα έχουμε όλα, στην ώρα μας;»

«Τι να γίνει, δεν μπορούμε να τα έχουμε όλα κύριε Abernathy. Μην το ξεχνάτε αυτό». Του είπε εκείνη, κάπως ενοχλημένα.

«Ok έχετε δίκαιο»της απάντησε ο βάτραχος, θέλοντας με αυτόν τον τρόπο να διακόψει την συζήτηση η οποία, όπως και ο συνομιλητής του άρχιζαν, να του κάθονται βαριά στο στομάχι. Δεν θα άφηνε κανέναν να του χαλάσει την ημέρα, πόσο μάλλον μια ξινισμένη γάτα!!.

«Πόσο στοιχίζουν;»

«15 δολάρια, όλα και όλα.»

«Μάλιστα. Ορίστε και το ποσό.» Η γάτα έλαβε τα χρήματα, εμφανώς ενοχλημένη.’Τι στο καλό συνέβαινε με αυτήν;’ αναρωτιόταν ο βάτραχος. Μετά θύμωσε. ‘Σκασίλα μου, που θα κάτσω να σκάσω και από πάνω’ είπε στην συνέχεια από μέσα του, βάζοντας γρήγορα τα τρόφιμα, μέσα στις σακούλες. 

        «Σας ευχαριστώ πολύ, δεσποινίς Liza. Καλή συνέχεια»την χαιρέτησε και ως σφαίρα, βγήκε αμέσως από το κατάστημα κατευθυνόμενος, προς το βιβλιοπωλείο. Από όπου, και αγόρασε το αγαπημένο του βιβλίο. Ύστερα, έτρεξε φουριόζος στο σπίτι του, μπήκε απευθείας στο μπάνιο, μετά άλλαξε ρούχα και στο τέλος με την κρεμαστή του τσάντα, όπου είχε το πορτοφόλι και το κινητό του, πήγε γρήγορα γρήγορα, στην προκαθορισμένη στάση του λεωφορείου. Ευτυχώς, πρόλαβε επάνω στην ώρα. Μπήκε μέσα, πλήρωσε στον οδηγό το ανάλογο αντίτιμο, και έκατσε σε μια από τις καρέκλες της πίσω μεριάς, δίπλα στο παράθυρο. Οπότε, το λεωφορείο, το δρομολόγιό του οποίου συμπεριελάμβανε και το μέρος, όπου η λίμνη ήταν κοντά οδηγούσε τον βάτραχο εκεί. στο έλος με τις καλαμιές, αλλά με την υπέροχη θέα. Όμως, μην φανταστεί κανείς, ότι υπήρχε στάση με πινακίδα, που έγραφε λίμνη του Έρωτα και των Ονείρων. Αντί αυτού, υπήρχε ένα ταχυφαγείο δίπλα σε ένα βενζινάδικο και όταν το όχημα σταμάτησε εκεί, κατέβηκαν οι επιβάτες για τους δικούς τους λόγους και ο βάτραχος, είχε τους δικούς του. Όπως και το Σύμπαν, ονόματι John Kelly. Γνωστός τόσο στην Αστυνομία, όσο και στον υπόκοσμο ως Fred Aster.

 

                                         .............................................................................................................................

 

        Οι πυχαίοι τίτλοι των εφημερίδων, που εκτίθεντο στο Stand του βενζινάδικου της περιοχής δημοσίευαν την είδηση, ότι ένας επικίνδυνος απατεώνας σκορπιός, είχε διαφύγει από την πόλη της Νέας Υόρκης προκειμένου, να γλιτώσει από τα μέλη της συμμορίας του Λευκού Πύθωνα και κυκλοφορούσε, κάπου έξω σε κοντινές περιοχές. Η Αστυνομία, είχε βγάλει ανακοίνωση με την οποία, συνέστησε τους πολίτες να μην μετακινούνται, σε ερημικές περιοχές όπως έλη και λίμνες έως ότου, πιαστεί ο κακοποιός.Όμως ο νους του μεγαλόσωμου βατραχιού, δεν έδωσε καθόλου σημασία στις παλιοφυλλάδες που σκοπό τους ήταν, να συγχύζουν τον κόσμο με το ανάλογο χρηματικό ποσό. (Διότι, αυτό πίστευε ο βάτραχος για τον Έντυπο Τύπο). Αντιθέτως, ήταν απορροφημένος με την προσμονή τόσο του ηλιοβασιλέματος.Όπως,και για το ραντεβού με την βατραχίνα Sally Kingston η οποία, θα γινόταν και η μελλοντική σύζυγος του.

          Την είχε γνωρίσει, ένα βροχερό πρωινό μιας Παρασκευής πριν ένα χρόνο περίπου στο τμήμα, που εργαζόταν όταν εκείνη μπέρδεψε τυχαία τις διαδρομές και έτσι, άρχισαν όλα. Την αγαπούσε, και πίστευε, ότι επιτέλους είχε βρει την αδελφή ψυχή. Στοιχείο, το οποίο έβλεπε τόσο στο ζευγάρι των Frazer όσο, και σε εκείνα μερικών φίλων του, και που το λαχταρούσε τόσο πολύ. Ήθελε, να αποκτήσει την δική του οικογένεια κάτι, που δεν είχε και θα της έδινε, ασφάλεια, αγάπη και προστασία. και όλα εκείνα, θα γινόταν το βράδυ. ‘Κάνε υπομονή’ έλεγε στον εαυτό του, ‘και όλα θα γίνουν πραγματικότητα’. Που έτσι θα ήταν οπότε, γιατί θα έπρεπε να αγχωθεί; Ας απολάμβανε το σούρουπο, στο αγαπημένο του μέρος της όχθης της λίμνης και τότε, ήρθε στο μυαλό του οι στίχοι του τραγουδιού, της αγαπημένης του ταινίας με τον Fred Aster και της Ginger Rogers Top Hat που είχε γυριστεί αιώνες πριν, κάπου το 1935. Του άρεσε πολύ ιδιαίτερα, η Rogers με την αέρινη λευκή τουαλέτα της. Heaven, άρχισε να σιγοτραγουδά I'm in heaven, / And my heart beats so that I can hardly speak / And I seem to find the happiness I seek / When we're out together dancing, cheek to cheek και γιατί να μην ήταν στο παράδεισο;

          Ενώ ήταν βυθισμένος στις σκέψεις του, ο Robert άκουσε μια κραυγή βοήθειας και στράφηκε προς το μέρος όπου και προερχόταν. Σηκώθηκε γρήγορα, και έτρεξε προς τα εκεί και αντίκρισε … έναν σκορπιό. Ο οποίος, ήταν προς τα μέσα της λίμνης και χτυπιόταν,με τα χέρια και τα πόδια του πάνω κάτω κάνοντας, ταυτόχρονα θορυβώδεις παφλασμούς στην προσπάθειά του να μείνει, επάνω στην επιφάνειά της.Αίφνης, το αίμα του βατράχου, πάγωσε αυτοστιγμεί. Τι θα έπρεπε, να κάνει; Να μπει μέσα να τον βοηθήσει, ή να τρέξει να φέρει βοήθεια; Διότι, τους φοβόταν τους σκορπιούς. Αλλά από την άλλη, δεν μπορούσε να αφήσει, ένα ανήμπορο πλάσμα στην τύχη του. Το αποφάσισε. Θα πήγαινε, να τον βοηθήσει. Όμως εκείνη την στιγμή, θυμήθηκε τα λόγια συναδέλφων του, στο να μην εμπιστεύεται τους σκορπιούς. Διότι ήταν ύπουλοι,και κακοί και για αυτό, έκαναν παρέα με τα φίδια.Αλλά η συνείδησή του,δεν τον άφηνε να κάνει πίσω. Έτσι, κινήθηκε προσεκτικά προς τις όχθες της λίμνης, μήπως και πατήσει ή κανένα σκαντζόχοιρο, ή κάποιο άλλο από εκείνα τα πλάσματα που ζούσαν εκεί. και στην συνέχεια, φώναξε στο σκορπιό:

 

     « Κρατηθείτε κύριε. Τώρα, έρχομαι να σας σώσω.»

«Ο Θεός, να σας ευλογεί» ακούστηκε, η φωνή με μια εκλεπτυσμένη προφορά «Αλλά βιαστείτε. Δεν μπορώ, να κρατηθώ άλλο. Δεν ξέρω κολύμπι, και θα πνιγώ. Σας παρακαλώ, δεν θέλω να πεθάνω.»

Τότε ο βάτραχος, βούτηξε αμέσως μέσα και κατευθύνθηκε στο σημείο, όπου βρισκόταν ο σκορπιός. Όμως, λίγο πριν τον πλησιάσει σταμάτησε σε μια κοντινή απόσταση, και του απευθύνθηκε:

«Εγώ, θα κάνω τα πάντα για να σας σώσω. Όμως εσείς θα μου υποσχεθείτε, ότι δεν θα μου κάνετε κακό; Διότι είναι γνωστό, ότι εσείς οι σκορπιοί, μας εχθρεύεστε και δη,μας κτυπάτε.»

«Α, εγώ δεν είμαι τέτοιος.Τι νομίζετε;Ότι είμαι μέλος, της αναθεματισμένης της Μαφίας; Δεν πείραξα κανέναν στην ζωή μου, ούτε και θα το έκανα ποτέ.» απαντώντας, ξέπνοα ο σκορπιός. «Σας παρακαλώ, βοηθήστε με και υπόσχομαι ότι δεν θα πειράξω, ούτε μια φολίδα από το δέρμα σας.»

       «Εφόσον έχω το λόγο σας, τότε είμαστε εντάξει. Αλλά, αν προσπαθήσετε και μου κάνετε κάτι τότε, θα σας αφήσω εδώ και θα τρέξω στο πρώτο αστυνομικό τμήμα που θα βρω μπροστά μου, όπου και θα σας αναφέρω. Σύμφωνοι;»

Ο Φρέντυ, κούνησε το κεφάλι του καταφατικά. αλλά μέσα του, πήρε την απόφαση του. «Εντάξει» του είπε «σύμφωνοι. Όμως βιαστείτε διότι τα χέρια μου δεν με κρατούν πλέον.»

Ο βάτραχος ήρθε κοντά του, του έπιασε τα χέρια και τον έβαλε στην πλάτη του. Ήθελε να βιαστεί, να ξεμπλέξει με εκείνο το περίεργο πλάσμα και ύστερα, θα έφευγε για να ετοιμαστεί για το δείπνο.Τουλάχιστον εκεί, δεν θα υπήρχαν άλλες εκπλήξεις που θα του χαλούσαν την διάθεση, όπως εκείνη που βίωνε αυτήν την στιγμή. Έτσι έλπιζε.

 

      .............................................................................................................................................................................................

 

 

           Λίγες στιγμές αργότερα, στο κέντρο της λίμνης ο Abernathy πάσχιζε να βγει στις όχθες με τον σκορπιό στην πλάτη του, και παρότι την καλή του πράξη, μέσα του έτρεμε .Κάτι περίεργο και επικίνδυνο, είχε το πλάσμα που κουβαλούσε. Αλλά, όπως και να είχε θα έπρεπε να το κάνει. Δεν θα άντεχε, να αφήσει κάποιον στην μοίρα του.Δεν θα μπορούσε,να ζήσει με ένοχη συνείδηση. Αλλά και πάλι ...Ο σκορπιός του δημιουργούσε, ένα δυσοίωνο συναίσθημα. Οπότε για τα το ξεχάσει, και δη να ηρεμήσει μιας, και το απαιτούσαν οι περιστάσεις αποφάσισε, να του πιάσει κουβέντα μήπως,και τον καλοπιάσει για να μην του κάνει τίποτε κακό.Τότε,εκείνη την στιγμή κατηγόρησε τον εαυτό του, στο πόσο απερίσκεφτα έδρασε. Θα μπορούσε,να είχε καλέσει από το κινητό του τηλέφωνο τον αριθμό,για τις υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης για να έρθουν και να βγάλουν τον σκορπιό.Ακολούθως, θα έλεγε ψέματα  στον άλλο, στο ότι είχε χειρουργηθεί πρόσφατα, και δεν μπορούσε να τον βοηθήσει οπότε, θα έπρεπε να περιμένουν τους διασώστες.

        Γιατί, δεν τα είχε σκεφτεί αυτά προηγουμένως; Παρά πήγε και έμπλεξε, με τα χειρότερα φυράματα της κοινωνίας; Όμως εκείνη την στιγμή, τίποτε άλλο δεν είχε σημασία. Το μόνο που ήθελε,ήταν να βγει σώος και αβλαβής από αυτήν την περιπέτεια, στην οποία μπλέχτηκε ηλιθιοδώς. Ήθελε να ζήσει!! Ξαφνικά, ήθελε να γυρίσει πίσω στην πόλη, διότι η λίμνη δεν του φαινόταν πια τόσο ωραία. Αλλά, ως μια θανάσιμη αρπάγη οι δαγκάνες της οποίας,τον έζωναν από παντού.Τον έπιασε πανικός. Έπρεπε να φύγει, οπωσδήποτε από εκεί πέρα, και γρήγορα. Αχ να υπήρχαν και άλλοι εκεί κοντά.Τότε τα πράγματα, θα ήταν πιο εύκολα για εκείνον. Θα μπορούσε, να φωνάξει για βοήθεια.Αλλά η πραγματικότητα, ήταν εκείνη που ζούσε.

 

       «Τι επαγγέλλεστε;»ρώτησε τον άλλον.

 «Α, είμαι μουσικός και χορευτής του απάντησε ο Kelly, και δουλεύω κάπου στην Νέα Υόρκη.»

 «Α υπέροχα. Μου αρέσει και εμένα ο χορός. Αλλά πηγαίνω, και σε μια σχολή χορού για να τελειοποιηθώ, και μιας και το αναφέρατε σε ποιο μέρος της πόλης, εργαζόσαστε ; »

Ο Kelly του απάντησε σε μια περιοχή στο Brooklyn. Αλλά για να διακόψει τον βάτραχο, να τον ερωτήσει παραπέρα τον ρώτησε για εκείνον.

«Εσείς;»

«Εγώ, εργάζομαι για μια εταιρία Security.»

«Πολύ καιρό;»

«Αρκετό. Κάπου, τρία με τέσσερα χρόνια.»

«Είσαστε, ευχαριστημένος;»

«Να σας πω. Ωραία είναι η δουλειά αλλά, θα ήθελα και κάτι άλλο.»

«Σαν τι;»

«Να γίνω αστυνομικός.»

«Α, πολύ ωραία»του απάντησε ο σκορπιός. ενώ ταυτόχρονα, σκεπτόταν φρενιασμένος να ψάξει τον τρόπο με τον οποίο, θα ξέμπλεκε μια και καλή, και από την λίμνη, και από τον κίνδυνο που τον μετέφερε στην πλάτη του. 

«Είναι το όνειρό σας, προτού πάρετε την δουλειά ή, σας έχει επηρεάσει κάποιος φίλος σας;»

       «Εμ»δίσταζε σε μια στιγμή ο βάτραχος ενώ αγκομαχούσε, από το βάρος του σκορπιού μέσα στα νερά της λίμνης «Να σας πω, ήταν και το όνειρό μου. Αλλά, ήταν και ο κύριος James Frazer ο αστυνόμος, που μου το αναζωπύρωσε.Τον έχετε ακουστά. Σωστά;»

‘Αν δεν τον ξέρω;’, είπε από μέσα του ο σκορπιός «Α, βεβαίως τον ξέρω.Έχει κάνει,πολλά για την πόλη μας.» 

«Έτσι είναι, όπως τα είπατε.»

«Τι σχέση όμως έχετε εσείς, με τον αρχηγό της Αστυνομίας;»

«Φιλική. Με ξέρει αρκετά χρόνια. από όταν ήμουν νεαρός.»

«Τόσο παλιά;»

«Ναι όταν ήμουν έφηβος και μάλιστα, εκείνος μου βρήκε την δουλειά, στην οποία εργάζομαι τώρα.»

«Α κατάλαβα» απαντώντας, με υποκριτικό ενδιαφέρον ο John Kelly.«Οπότε, θα πρέπει να θεωρείτε τον εαυτό σας τυχερό, που έχετε δίπλα σας, τόσους φίλους να σας σταθούν.»Το τελευταίο, το είπε με μια δόση φθόνου. Αλλά αμέσως ο σκορπιός, θύμωσε με τον εαυτό του. Ακούς εκεί να ζηλεύει έναν άχρηστο, έναν βλάκα, έναν τιποτένιο.Αλλά από την άλλη, όσο και να είχε το πράγμα{το οποίο δεν ήθελε να παραδεχθεί) δεν έπαυε, να είναι η αλήθεια .Ότι σε αντίθεση, με τον ηλίθιο που τον κουβαλούσε στην πλάτη του στην ουσία αυτός ,ήταν μόνος. Χωρίς κανένα και τίποτε και εκείνο το συμπέρασμα, τον οδήγησε-ακόμη πιο πολύ - στην τελεσίδικη ολοκλήρωση του σχεδίου του.

 

               ............................................................................................................................................................................      

 

 

          Για πέντε λεπτά, κανείς τους δεν μιλούσε. Μονάχα ακουγόταν, ο ήχος του παφλασμού που έκαναν τα πόδια του βατράχου, στο στάσιμο νερό. Όπως, και οι βαριές ανάσες του επειδή,κουβαλούσε τον σκορπιό.Έξαφνα, ο τελευταίος τον ρώτησε:

 

«Ώστε θέλετε, να γίνετε αστυνομικός. Έτσι;»

«Ναι.» 

«Και δεν φοβάστε; Διότι αυτά τα επαγγέλματα,ενέχουν μεγάλους, και σοβαρούς κινδύνους.»

          «Όχι δεν θα έπρεπε.Παντού υπάρχει ο φόβος ακόμη,και στην δουλειά μου.Να για παράδειγμα μήπως,μου επιτεθεί ένας τρελάρας πελάτης. ή,συμβεί ένα ατύχημα με κάποιο μικρό απροστάτευτο παιδί,που το άφησαν οι γονείς του χωρίς επιτήρηση, δίπλα σε ένα μπαλκόνι,ή στην σκάλα.Τέτοια πράγματα.»

      «Αν όμως,θέλετε να μπείτε στα βαθιά δεν θα έπρεπε,να είστε επιφυλακτικός με τους αγνώστους;»

Σε μια στιγμή, ο τόνος της φωνής του σκορπιού,φάνηκε σκληρή και ύπουλη στον βάτραχο η οποία, ουδεμία σχέση είχε με εκείνη την ευγενική προσφώνηση, όταν ο άλλος τον παρακαλούσε. Έξαφνα, τον κατέκλυσε τρόμος.«Μα είμαι.»Του απάντησε φοβισμένα.

«Δεν είστε.Το αντίθετο μάλιστα.»Προέβαλε μειλίχια  ο Fred πιέζοντας,με την παλάμη του την πλάτη του Abernathy, και κινώντας ταυτόχρονα την ουρά με το κεντρί, με στόχο την σπονδυλική στήλη του άλλου πλάσματος. 

    «Γιατί, το λέτε αυτό;»Αλλά, όταν η ερώτηση βγήκε από το στόμα του, ήταν πλέον πολύ αργά για να την πάρει πίσω.Έστω, και να την δικαιολογήσει. Αυτό φάνηκε, και από την  έκφραση του σκορπιού όταν εκείνος, έσκυψε και τον κοίταξε στο πρόσωπο."Είσαι χαμένος από χέρι.Δεν έπρεπε να μου αντιμιλήσεις". Αυτό του έλεγαν, και δη του φανέρωναν τα μάτια του Fred.

«Διότι στην θέση σας, εγώ δεν θα ανοιγόμουν σε έναν άγνωστο όπως έκανες εσύ.Ούτε, θα απειλούσα κάποιον που δεν ξέρω,το πόσο ικανός είναι, για να μου το ανταποδώσει» και λέγοντας αυτά ο σκορπιός, έχωσε το κεντρί του πολύ βαθιά, ανάμεσα στις ωμοπλάτες του Robert.

 

            Τότε το βατράχι, ένοιωσε μια σουβλιά να το διαπερνά από την μια μεριά του θώρακα,προς την άλλη ενώ το σοκ που τον κατέκλυσε, ήταν πρωτοφανής.Ταυτόχρονα, ο πόνος που ένιωθε ήταν παρόμοιος σαν εκείνον, που προκαλούν τα σκάγια ενός τουφεκιού.

Έτσι, με όποιες δυνάμεις του είχαν απομείνει, ρώτησε τον σκορπιό:

      «Γιατί το έκανες αυτό; Γιατί με χτύπησες;Τι σου έκανα;»Παράλληλα, το δηλητήριο άρχισε να επιδρά σταδιακά ενώ,τα πρώτα σημάδια του γινόταν πιο εμφανείς. Τα πόδια, και τα χέρια του άρχισαν να παραλύουν.Επιπρόσθετα,ανέπνεε με μεγάλη δυσκολία.

«Νόμιζες, ότι ήμουν τόσο κρετίνος σαν και εσένα, στο να σε αφήσω να με καρφώσεις;»

       «Να σε καρφώσω; Είχα κάποιο λόγο; Εγώ έτρεξα για να σε σώσω.» του απάντησε φτύνοντας αίμα ο βάτραχος, εξαιτίας της τοξίνης που του έτρωγε τα σωθικά, παλεύοντας την ίδια στιγμή να ρίξει τον σκορπιό,μέσα στο νερό.Αλλά ο άλλος, είχε γραπωθεί στην πλάτη του για τα καλά.

«Διότι, είσαι τέτοιος.Το είχες μάλιστα διατυπώσει ενώ εγώ, ήμουν ανυπεράσπιστος μέσα στα νερά.»

«Μα το είπα, επειδή η φύση σας, είναι κακόβουλη σε εμάς τα βατράχια. Συνεπώς,όφειλα να προστατευτώ»απάντησε ασθμαίνοντας βαριά ο βάτραχος.Συγχρόνως,οι δυνάμεις του σταδιακά τον εγκατέλειπαν καθώς,το φαρμάκι αδρανοποιούσε,τα άκρα και τους πνεύμονες.

         «Λάθος τακτική, διάλεξες φίλε μου, και τι νόμιζες; Ας πούμε,στο ότι με έβγαζες έξω στις όχθες» συνέχιζε ο σκορπιός.Από κάτω του ο βάτραχος σπαρταρούσε ολόκληρος, κουνώντας σπασμωδικά τα πόδια του.«Νόμιζες,ότι θα σε άφηνα να ζήσεις;»

       «Όχι.Δεν θα σε αφήσω,να μου το κάνεις αυτό. Όχι.Τσακίσου κάθαρμα, και φύγε από πάνω μου.Τώρα!!» «Βοήθεια»φώναξε ακολούθως, και ξέπνοα ο Robert κάνοντας ταυτόχρονα, την ύστατη προσπάθεια να αμυνθεί.Με το να στραφεί ανάσκελα προς τον ουρανό, με σκοπό να βυθίσει τον σκορπιό, μια και καλή μέσα στον πάτο της λίμνης.Αλλά μάταια.Διότι κανένας, δεν υπήρχε εκεί γύρω, για να ακούσει την έκκληση του.Παρά μονάχα, ο Θάνατος.Ο οποίος, καθόταν γαντζωμένος επάνω στην πλάτη του,γελώντας αυτάρεσκα και σαρκαστικά.

      «Κόαζε, όσο θέλεις ηλίθιε» του αντιγύρισε ο άλλος.«Αφού κανείς, δεν είναι εδώ για να σε γλιτώσει. Ούτε καν ο φίλος σου,ο αρχηγός της Αστυνομίας.Ο James.Καλά, το είπα;Αλήθεια»συνέχισε κοροϊδευτικά,ο John Kelly« Που να είναι άραγε, αυτή η ξεκωλιασμένη η αλεπού;Να τον φωνάξουμε;James,James που βρίσκεσαι, ρε μπαγάσα;Ο φίλος σου,κινδυνεύει να πνιγεί,και είναι και βάτραχος.» ξεσπώντας, αμέσως μετά σε υστερικά γέλια.

«Θα σε καταγγείλω...στην Αστυνομία»του είπε ξεψυχισμένα ο Βάτραχος«Θα.. το πω....στον Frazer.Θα..φυλακιστείς...»και ύστερα σιώπησε. 

    Τότε ο Φρέντυ,θόλωσε μέσα του από οργή, και άρχισε να χτυπά λυσσαλέα, με το κεντρί του το βατράχι.«Όχι ρε π@@στη δεν θα σε αφήσω να μου το κάνεις αυτό. Θα πεθάνεις εδώ μέσα στα σκατά, και στη συνέχεια εγώ,θα χρησιμοποιήσω το χοντρό σου σώμα για σωσίβιο.και κάτι άλλο: Σωστά σου είπαν, ότι εμείς οι σκορπιοί, χτυπάμε τα βατράχια.»

            Όμως ο Robert Abernathy, ο βάτραχος με τα ωραία όνειρα και τις γλυκές ελπίδες για το μέλλον, δεν τον άκουγε πλέον. Διότι η ψυχή του -εκείνος δηλαδή-έβγαινε πια από το σώμα του.Ο οποίος, και αγωνιούσε για την αγαπημένη του, που δεν θα ξανα έβλεπε κλαίγοντας ταυτόχρονα, για εκείνα που θα έχανε.Την δουλειά του,τις σοκολατένιες πάστες μαζί με τα αγαπημένα του κόμικς,τα βιβλία φαντασίας,την ζωή του.Τους φίλους του,από την δουλειά.Τον πάστορα George, της Επισκοπικής Εκκλησίας που τον είχε στήριγμα.Το ζευγάρι των Frazer που τόσο πολύ,του είχαν σταθεί Όπως,και για τα όνειρα του. Εκείνη την στιγμή, λίγο πριν σβήσει οριστικά και αμετάκλητα,πέρασε από το μυαλό του, η μουσική της ταινίας με την Ginger Rogers,και τον Fred Aster με τίτλο, I am in Heaven….

 

               .........................................................................................................................................................................

 

           Σε μια άλλη σκοτεινή γωνιά της πολύβουης πόλης, κάποιοι είχαν μαζευτεί για την Έκτακτη Σύναξη. Η οποία, ελάμβανε χώρα, στο σπίτι του αρχηγού. Εκεί μέσα, σε ένα διαμέρισμα βουτηγμένο στην πολυτέλεια αλλά, βυθισμένο στα μισοσκότεινα μια διχαλωτή γλώσσα έβγαινε διαμέσω των καπνών, του πανάκριβου κουβανέζικου πούρου.Ο αρχηγός της φατρίας, ονομαζόμενη Λευκός Πύθωνας -ο οποίος αρχηγός ήταν ένας χονδρός γέρος στην ηλικία πύθωνας δικτυωτός- καθόταν, κουλουριασμένος στον δερμάτινο Cheserfield καναπέ χρώματος πράσινο διαβάζοντας τα νέα των πρωινών εφημερίδων, κοιτώντας ταυτόχρονα τους υφιστάμενους του.Φίδια απροσδιορίστου είδους, καθαρόαιμες κόμπρες, δηλητηριώδη μικρόσωμα βατράχια, όπως και πύθωνες.

         Τους κοίταζε. Ήταν, όλοι τους φοβισμένοι, και δικαίως. Διότι, δεν συγχωρούσε τα λάθη. (Άλλωστε και εκείνοι, γνώριζαν τι θα συνέβαινε αν αποτύγχαναν, στην απαίτησή του.Η οποία ήταν, η επίτευξη του άριστου αποτελέσματος από όλους.)Ήταν κακόκεφος σήμερα το πρωί, γιατί δεν είχε βρεθεί ακόμη ο John Kelly. Όμως, νωρίς το απόγευμα η διάθεσή του,άλλαξε προς το καλύτερο. Αυτό, διότι η γραμματέας του, μια ικανή και ωραία, στην εμφάνιση οχιά του έφερε τα ευχάριστα νέα. Ότι το άτομο που γύρευε,είχε βρεθεί σε ένα έλος κοντά στην πόλη, δηλαδή δίπλα. Εκείνος το γνώριζε, είχε γνωστούς εκεί.

          Όμως πρώτα, θα έπρεπε να πληρώσει τον καταδότη του Kelly έναν άλλο σκορπιό, ο οποίος τον εχθρευόταν. Θα επιβραβευόταν, για τις υπηρεσίες του. Όπως, και για τον κρίσιμο ρόλο, που έπαιξε στο να ρίξει τον Φρέντυ στην παγίδα με τα λαθραία ποτά, και με τις δοσοληψίες που ο πύθωνας είχε στήσει με μαεστρία. Μετά, θα άρχιζε τις διαπραγματεύσεις, με την συμμορία των Κόκκινων Σκορπιών, για να καλύπτει τα νώτα του. Όχι, ότι τους είχε και ανάγκη. Αλλά οι ανάγκες, πάντοτε προκύπτουν, η αστυνομία έχει γίνει πολύ έξυπνη τελευταία, και όλοι τους από κει και ύστερα θα έπρεπε να γίνουν πιο αποτελεσματικοί. Τέλος πάντων, είπε από μέσα του ο γέρο- πύθωνας ενώ, κάπνιζε το πούρο του έχοντας μπροστά του, την αναφορά της γραμματέας του.

       Αμέσως, απευθύνθηκε στο πρωτοπαλίκαρό του, έναν μικροσκοπικό αστρίτη (φίδι) «Bart σε παρακαλώ, φέρε τον φίλο μας τον Steve μέσα.»

«Μάλιστα.»Αμέσως μετά, μπήκε στο δωμάτιο φέρνοντας έναν ξερακιανό σκορπιό.Τα ρούχα του,ήταν τσαλακωμένα και ατημέλητα. ενώ, το πρόσωπο του, ήταν ωχρό από τον φόβο και την ταλαιπωρία. Αμέσως ο αστρίτης, μύρισε μια περίεργη μυρωδιά αμμωνίας. Ήταν ούρα, και από ότι φαινόταν ο σκορπιός, τα είχε κάνει πάνω του από τον φόβο. Του αλλουνού όμως, δεν τον ένοιαζε. Αντιθέτως, τον έριξε μπροστά, στο γραφείο του αρχηγού.

        «Steve»του απευθύνθηκε χαρωπά, ο γερό πύθωνας.«Πόσο χαίρομαι, που σε βλέπω.Τι έπαθες κακομοίρη μου, και φαίνεσαι ταλαιπωρημένος;»

«Τίποτε κύριε Dok. Απλά, είμαι πολύ κουρασμένος, και κοιμήθηκα άτσαλα.»

«Μην ανησυχείς. Όλα θα πάνε μια χαρά και επειδή, δεν είμαι αχάριστος, σου δίνω το ποσό των 200.000 δολαρίων. Bart, φέρε την βαλίτσα με τα χρήματα.»

Ο άλλος, έτρεξε γρήγορα στην απέναντι μεριά του δωματίου φέρνοντας στην συνέχεια, μια μαύρη βαλίτσα γραφείου την οποία, και πέταξε στα πόδια του σκορπιού.

         «Ορίστε κύριε Steve, το ποσό που συμφωνήθηκε.Να ξέρετε ότι εγώ,πληρώνω αδρά όταν μου κάνουν αυτά που θέλω,όπως τα θέλω.»

Ο σκορπιός απάντησε, με ένα ξέπνοο ευχαριστώ, παίρνοντας την βαλίτσα, με χέρια που έτρεμαν.

«Παιδιά, συνοδέψτε τον φίλο μας στην έξοδο. Κύριε  Steve, χάρηκα πολύ για την γνωριμία»δίνοντας την ουρά του, για χειραψία στο κοκαλιάρικο χέρι του εντόμου σφίγγοντας το,κάπως πολύ δυνατά από όσο θα έπρεπε.

 

           Δύο φίδια, συνόδεψαν τον Steve προς την έξοδο. Αλλά για ένα δευτερόλεπτο, ένας από εκείνους τους ιδιότυπους φρουρούς, πήρε το μήνυμα από τον αρχηγό, με την άκρη του ματιού γνέφοντας καταφατικά. Ενώ πίσω στην πλάτη, και συγκεκριμένα στην ζώνη του παντελονιού του, ήταν στερεωμένο ένα πιστόλι με σιγαστήρα.

Λίγες στιγμές μετά, ακούστηκε ένας πνιχτός ήχος, ακολουθούμενος από έναν υπόκωφο γδούπο. Ύστερα, οι μπράβοι, μπήκαν με την βαλίτσα στο χέρι.Το πτώμα του σκορπιού, κειτόταν στο πανάκριβο χαλί της εισόδου. Αμελητέο θέμα το οποίο, θα πεταγόταν σε έναν από τους χιλιάδες κάδους της πόλης, όταν η ώρα θα ήταν κατάλληλη. Αμέσως, η βαριά δίφυλλη μαονένια πόρτα, έκλεισε δυνατά αφήνοντας, δύο ακόμη φίδια- φρουρούς από έξω.

          « Κύριοι ομολογώ ότι αρχικά, ήμουν πολύ θυμωμένος με εσάς διότι αφήσατε τον Kelly, να γλιστρήσει μέσα από τα χέρια σας. Όμως η γραμματέας μου η Betsy, μου άλλαξε το κέφι διότι τον βρήκαμε .Όμως, δεν μπορώ να χωνέψω το πόσο ανίκανοι είσαστε. Περισσότερο ξύπνια, είναι η Betsy παρά εσείς. Άλλη φορά, αυτό να μην ξανασυμβεί. αλλιώς, θα κάνετε παρέα στον Steve. Έγινα κατανοητός;»

« Μάλιστα κύριε»απάντησαν οι υπόλοιποι, με χαμηλό, κακορίζικο τόνο λαμβάνοντας ταυτόχρονα το μήνυμα.

«Το λοιπόν στην δουλειά μας. Bart, ποιους ξέρουμε εκεί;»

Αμέσως το πρωτοπαλίκαρο απάντησε.«Ξέρουμε τα νερόφιδα, και τους δρυοκολάπτες. Ένας από εκείνους, ήταν που μας έφερε τα νέα. Όπως, και τον Κίθ το μάμπα.»

          «Α ναι ο Κιθ. Φοβερός τύπος,άριστος σε εκείνο που κάνει.Έλαβε την εντολή;»

«Μάλιστα. Ένα, από τα καλά μας τα πουλάκια του το είπαν.»

«Πολύ ωραία. Άψογα. Τώρα, να στείλεις σινιάλο να καθαρίσουν τον Kelly.»

«Δεν χρειάζεται.Πριν από λίγη ώρα, μου απάντησε το μάμπα ότι δεν θα του ξεφύγει. Διότι ο φίλος μας, έχει γαντζωθεί στο πτώμα ενός βατραχιού.»

«Βατραχιού; Πώς στο διάβολο, βρέθηκε το βατράχι εκεί πέρα;»

«Ήταν στην λίμνη, και είχε ακούσει τον σκορπιό να καλεί σε βοήθεια.Τότε,μπήκε ο βάτραχος, και τον βοήθησε.»

«Δεν ήταν, ούτε από τους δικούς μας, ούτε από την αστυνομία. Σωστά;»

«Όχι κύριε. Ήταν ένας ηλίθιος, που ερχόταν να απολαύσει την θέα του βάλτου.»

‘Την θέα με τα σκατά’, σκέφτηκε ο γερό πύθωνας και γέλασε. 

         «Ok. Η δουλειά να γίνει τώρα.Ούτε, ένα λεπτό χαμένο.»

Το πρωτοπαλίκαρο, κούνησε απλά το κεφάλι, και αμέσως ένευσε σε ένα κοράκι.

«Πήγαινε τώρα αμέσως, και πες του όπως και να έχει. Είτε, είναι έτοιμος ο άλλος, είτε όχι.Τσακίσου και Γρήγορα.»

«Μάλιστα κύριε» απάντησε εκείνο. Πετώντας, άμεσα και αστραπιαία, από εκεί μέσα σαν βολίδα.

‘Για να δούμε κύριε Φρέντυ,πως θα χορέψεις στην αγκαλιά μας’ σκεφτόταν ο Dok, ο γερό πύθωνας με μοχθηρό χιούμορ.

 

 

       .....................................................................................................................................................................................................

 

           Το τελευταίο φως της ημέρας,ξεθώριαζε δίνοντας σταδιακά την θέση του,στην νύχτα.Τα άστρα ως άλλες πυγολαμπίδες,έλαμπαν στον ξάστερο και σκοτεινό ουρανό όμως, ο σκορπιός δεν τα έβλεπε. Ήταν αγκιστρωμένος, στο πτώμα του βατραχιού βλαστημώντας την ίδια στιγμή, τον εαυτό του για το θανάσιμο λάθος που έκανε,στο να τον σκοτώσει.Έπρεπε, να τον είχε καλοπιάσει,ώστε να τον αφήσει στις όχθες και ύστερα, το μόνο που θα έκανε θα ήταν,μια γροθιά στο πρόσωπο για να τον αναισθητοποιήσει.Τέλος, αφού θα του έπαιρνε τα χρήματα, θα χρησιμοποιούσε, ή ένα λεωφορείο ή, κάποιο άλλο διερχόμενο όχημα, για να φύγει από τη λίμνη.

          Όμως,ότι έγινε έγινε.Οπότε,το μόνο που έπρεπε να κάνει εκείνη την ώρα, ήταν να βρει τρόπο να φύγει γρήγορα από εκεί πέρα. Ήταν, δυο ώρες μέσα στην λίμνη, και το κρύο άρχιζε να του πιρουνιάζει το κορμί.Παράλληλα, κάθε λεπτό που περνούσε, έβαινε εις βάρος του φέρνοντας τον, όλο και πιο κοντά στους διώκτες του. Επομένως, λίγες στιγμές μετά βρήκε την ιδέα, να σπρώξει τον βάτραχο προς τις όχθες. Σιγά, και με προσοχή διότι, δεν ήξερε κολύμπι.Έτσι,άρχισε να το κάνει βρίζοντας ταυτόχρονα,το νεκρό πλάσμα από το οποίο,άρχισαν να αναδύονται οι δυσάρεστες οσμές της σήψης.

         « Ηλίθιε, απύθμενε μαλάκα, αν με άφηνες δεν θα σε πείραζα. Ούτε καν δεν θα με θυμόσουν αλλά εσύ, συνέχιζες να μου την σπάς»ξεσπώντας άγρια ο σκορπιός, βαρώντας την ίδια στιγμή το πτώμα του βατραχιού με γροθιές. Εκτονώνοντας, με αυτόν τον τρόπο τον θυμό, που είχε για τον εαυτό του, λόγω της αποκοτιάς του.Αλλά, και για την θέση στην οποία και βρισκόταν.

 

»Μπορεί να σου άξιζε να πεθάνεις, αλλά εμένα όχι. Δεν θα με πάρεις μαζί σου στον τάφο. ακούς; και ήθελες να γίνεις αστυνομικός. Αν και δεν θα ήταν κακή ιδέα.Διότι αν η αστυνομία, είχε τέτοια βούρλα ως μέλη της, όπως εσύ τότε, τα πράγματα για εμάς θα ήταν καλύτερα. Είσαι και βαρύς ανάθεμα σε.»Έλεγε αυτά ο σκορπιός, προσπαθώντας με αγκομαχητά να σπρώξει το μακάβριο σωσίβιο, μαζί με αυτόν στις όχθες.

 

            Αίφνης άκουσε, ένα κρώξιμο στον ουρανό. Κοράκι σκέφτηκε, την είχε βαμμένη. Μάλλον, τα φίδια τον βρήκαν. Αλλά δεν ήταν και σίγουρο, ότι το πουλί ήταν ένας από τους πράκτορες τους. Μπορεί, να ήταν ένα άλλο βλαχαδερό που πετούσε, και πάλι έπρεπε, να ξεφύγει από αυτήν την παγίδα. Διότι αν τον έπιανε η αστυνομία, θα ήταν χαμένος. Όχι για την φυλακή. Αλλά επειδή γνώριζε, ότι τα αφεντικά του Υποκόσμου είχαν προσβάσεις παντού. Οπότε δεν θα ήταν προστατευμένος διότι, δεν θα ήταν απλά ένας άσημος κρατούμενος. Ευχόμενος εκείνη την στιγμή, να ήταν έστω και τέτοιος. Διότι, κακά τα ψέματα, ποιος ήθελε να πεθάνει και τότε κατάλαβε, την αξία της πραγματικής ζωής.   

           ‘Άσε τα αυτά. Μην,τα σκέφτεσαι τώρα ' έλεγε στον εαυτό του μέσα από τα δόντια του. Αλλά κοίτα,στο πως θα γλιτώσεις,κακομοίρη μου. Ουφ,και αυτό το πράμα δεν λέει να κινηθεί’ .«Πάρε μπρος, ρε ηλίθιε»φώναξε νευριασμένος στον νεκρό. Ξαφνικά, ένιωσε ένα τράβηγμα στο δεξί του πόδι και στιγμιαία του πέρασε από το μυαλό, ότι ήταν κράμπα. Δυστυχώς όμως, ήταν ο Κίθ. Ο οποίος,ξεπρόβαλε μέσα από το βρώμικο νερό του έλους.

 

«Μήπως έχεις, κάποιο πρόβλημα Kelly; Θα μπορούσα να σε βοηθήσω ;»ρώτησε το μάμπα με ευγενικό τόνο. Όμως, η χροιά της φωνής του παρότι ακουγόταν γλυκιά, ήταν χρωματισμένη, με μεγάλη δόση ειρωνείας.

«Άσε με ήσυχο Κιθ, το θέμα δεν σε αφορά.»

«Βεβαίως, και με αφορά όπως, και όλους μας εδώ μέσα στην παρέα. Δεν έπρεπε, να μας το κάνεις αυτό John. Εμείς, σε εμπιστευτήκαμε.»του αποκρίθηκε ο Κίθ.

 

         «Άκου»,του απάντησε ο σκορπιός «αν με βοηθήσεις, θα σου χρωστώ μεγάλη χάρη, και θα πω στα παιδιά, το τι παίζει με την φατρία μου.»

         «Αλήθεια; Μάθε λοιπόν, ότι οι Κόκκινοι Σκορπιοί ήδη ξέρουν τον ρόλο, που διαδραμάτισες εσύ εις βάρος τους. Εμείς,τους τα αναφέραμε.»λέγοντας το μάμπα στον σοκαρισμένο, από τα νέα σκορπιό σφίγγοντας,ακόμη πιο πολύ την γάμπα του τελευταίου.«Αλλά, μην αγωνιάς για τις ζημιές.Ήδη αυτές, επιδιορθώθηκαν. Έγινε συμφωνία αμφότερων και συνεπώς εσύ,δεν έχεις κανέναν ρόλο πλέον.Σε τίποτε.»

Ταυτόχρονα, ο συριγμός που έβγαινε από το στόμα του φιδιού, καθώς εκείνο απαντούσε ήταν διαπεραστικός.Όπως, και απίστευτα ανατριχιαστικός.«Δεν έχεις,καμία χρησιμότητα Φρέντυ,δυστυχώς.Αλλά, τι να γίνει.Έτσι είναι,τα πράγματα σε αυτήν την ζωή.»

 

         «Αποκλείεται, δεν ισχύουν αυτά που μου λες. Ξέρουν, ότι είμαι ένας από τους καλύτερους και κοίτα Κιθ, εγώ δεν θα γελούσα κανέναν στις συναλλαγές. Διότι, κρατώ τον λόγο μου. Αφού το ξέρεις» του είπε με απεγνωσμένο αλλά και με τρεμάμενο τόνο.

 

«Αμε, πως δεν τα ξέρουμε αυτά Φρέντυ boy. Άλλωστε, αυτά φάνηκαν από τις πράξεις. Αλλά και εμείς, κρατούμε τον λόγο μας. διότι, σε αντίθεση με εσένα,πιστεύουμε ότι ο δοθέντας λόγος είναι συμβόλαιο. Όμως, να μην ανησυχείς. Δεν θα σου αφήσω, κανένα σημάδι στο ωραίο σου ποδαράκι, διότι είμαι πολύ καλός σε αυτό. Εμπιστέψου με !!!»και λέγοντας αυτά το μάμπα, τράβηξε τον σκορπιό μέσα στα βάθη της λίμνης ενώ παράλληλα ο τελευταίος, χτυπούσε με απόγνωση και αγωνία τα χέρια και το ελεύθερο πόδι του. Συγχρόνως, το φίδι τον τραβούσε όλο πιο βαθιά μέχρι, που ακούμπησαν στην επιφάνεια του πάτου,περιμένοντας να ξεψυχήσει ο σκορπιός.

 

         Αρκετή ώρα μετά, αφού ο σκορπιός άφησε την τελευταία του πνοή ο Κιθ, ο σιωπηλός δολοφόνος άφησε το πτώμα, του John Kelly ή αλλιώς Fred Aster να βγει, ως μπαλόνι στην επιφάνεια του νερού.Παράλληλα,ενώ το φίδι παρακολουθούσε την σορό να ξεβράζεται σταδιακά στην επιφάνεια, του φάνηκε ότι ο νεκρός,επέπλεε σε ένα νοσηρό χορευτικό νούμερο.Ξαφνικά,εκείνο το μακάβριο θέαμα, θύμισε στο μάμπα μια ταινία, με τον -επίσης συνονόματο και μακαρίτη σκορπιό - ηθοποιό Fred Aster."Πως λεγόταν εκείνη; Α ναι.To βρήκα," είπε από μέσα του.Είναι το Top Hat."Φιλάρα μου, είσαι τώρα στο παράδεισο", σκέφτηκε χαμογελώντας ο εκτελεστής.Αμέσως μετά, βγήκε στην επιφάνεια, και έκανε νόημα στο κοράκι.«Πες στον Αρχηγό ότι η εντολή εξετελέσθη.»

 

            ..........................................................................................................................................................................................

 

 

     Λίγα λεπτά αργότερα, στο υπέρ πολυτελές διαμέρισμα ο Doc, ο αρχηγός της φατρίας Λευκός Πύθωνας, χαμογελούσε ευχαριστημένος( με τα νέα που μόλις είχε λάβει προηγουμένως από τον Bart ) ακούγοντας στο ραδιόφωνο, το διασκευασμένο μουσικό κομμάτι της δεκαετίας του Τριάντα  I am in Heaven.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Σημείωση.

 

      Φίλοι μου καλησπέρα σας.Αρκετά πρόσφατα, είδα βιβλία κόμικ με ζώα με ιστορίες για μικρούς φαν και όχι μόνο .Τα οποία τεύχη, μου άρεσαν πολύ. Αν όμως ήμουν ένας σκιτσογράφος, θα ήθελα να εργαστώ σε αυτές τις δύο ιστορίες οι οποίες, και συνιστούν διασκευές δύο συγκεκριμένων μύθων του Αισώπου.Η πρώτη ιστορία, είναι εκείνη του Λύκου και του Σκύλου ενώ η δεύτερη, με τον Βάτραχο και τον Σκορπιό. Επίσης, προς τιμήν της αγαπημένης μου συγγραφέας Diana Galbadron έβαλα, τους χαρακτήρες των σειρών Outlander στην δεύτερη ιστορία

     Συν των άλλων ,ζητώ συγνώμη από τους φίλους μου που άλλαξα, τη μάρκα της μηχανής που είχε ο ιατροδικαστής από Harley, σε Toyota διότι θεώρησα ότι, η πρώτη μηχανή είναι πανάκριβη για τους κοινούς θνητούς. Όσο για τις λεπτομέρειες; Δηλαδή, τι μοντέλο είναι η δεύτερη ιαπωνικής κατασκευής; Δεν χρησιμοποίησα, διότι δεν γνωρίζω από μηχανές και συνεπώς, δεν θα ήθελα να τις βάλω διότι, θα φαινόταν τραβηγμένο. Τέλος, ελπίζω να τις απολαύσετε.

Καλή Ανάγνωση.

 

 Επεξήγηση λέξεων.

 

Η λέξη αμάκα σημαίνει: τσάμπα.

Αναλγησία σημαίνει: αναισθησία.

Ολιγωρία σημαίνει: αμέλεια, αδιαφορία, παραμέληση.

Σύδεντρο είναι το πυκνό δάσος. Πλυθ. τα σύδεντρα,γεν.των σύδεντρων.

Εντούτοις = όμως.

φειδωλός=συγκρατημένος.

Πρηνηδόν στάση= μπρούμυτη στάση.

Ως εκ τούτου=έτσι λοιπόν.

Αίφνης =ξαφνικά.

Εντούτοις=όμως.

Κόαζε=προστακτική του ρήματος Κοάζω( Ο ήχος που παράγουν τα βατράχια).

Προέβαλε=αόριστος του ρήματος Προβάλω(εκφράζω αντίθετη γνώμη).

 

 

Επεξεργασία από ΤασίαΚούτ
Σύνδεσμος για σχολιασμό
Μοιραστείτε με άλλους ιστότοπους

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Επισκέπτης
Απάντηση σε αυτό το θέμα ...

×   Έχετε επικολλήσει περιεχόμενο με μορφοποίηση.   Κατάργηση μορφοποίησης

  Επιτρέπονται μόνο 75 emoticons maximum.

×   Ο σύνδεσμός σας έχει ενσωματωθεί αυτόματα.   Εμφάνιση ως σύνδεσμος

×   Το προηγούμενο περιεχόμενό σας έχει αποκατασταθεί.   Διαγραφή εκδότη

×   Δεν μπορείτε να επικολλήσετε εικόνες απευθείας. Ανεβάστε ή εισάγετε εικόνες από URL

×
×
  • Δημιουργία νέου...

Σημαντικές πληροφορίες

Χρησιμοποιώντας αυτή τη σελίδα, αποδέχεστε τις Όρους χρήσης μας.