Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ελληνική Μυθολογία του Τσιφόρου [Τα πρωτότυπα κείμενα]


Comics Fan

Προτεινόμενες Καταχωρήσεις


  • Member ID:  13632
  • Group:  Members
  • Topic Count:  157
  • Content Count:  1052
  • Reputation:   8469
  • Achievement Points:  1052
  • Days Won:  2
  • With Us For:  4900 Days
  • Status:  Offline
  • Last Seen:  
  • Age:  28

Μιας και την Κυριακή θα κυκλοφορήσει ο Θησέας από το Βήμα, ορίστε και το πρωτότυπο κείμενο για σύγκριση. Σκάναρα τις σελίδες και έπειτα το μετέτρεψα σε κείμενο μέσω OCR.

 

HTML   |||   TXT   |||   ePUB

Ορίστε και το κείμενο απευθείας στο φόρουμ:

 

Κεφάλαιο πρώτο:

 

 

ΤΟ ΠΑΛΙΚΑΡΑΚΙ ΝΟΥΜΕΡΟ ΔΥΟ

Στα χωριά όλα πάνε γλυκά, σεμνά, κοιμισμένα. Δουλεύουν οι άνθρωποι, κοιμούνται νωρίς, κάνουνε ως εκ τούτου πολλά παιδιά, που εξακολουθούνε την ίδια ζωή και πότε-πότε ένα απ’ αυτά τα παιδιά ξεχωρίζει, φεύγει και πάει στα ξένα.

Λοιπόν, όταν ήτανε μικρό τούτο το ξενιτεμένο που θα ξεχωρίσει, δεν του δίνανε παρά καρπαζές και παστέλι και συμβουλές, και καμιά σημασία. Το ρωτάγανε:

- Εσύ ’σαι, ρε, τ’ Γιώργη του Σπανού;

- Εγώ ’μαι μπάρμπα.

- Ά, μπράβο, τι κάν’ ο πατέρα σ’;

Κι άμα τους έκλεβε τίποτις τσάγαλα, το φοβερίζανε:

- Θα σ’ αφαλοκόψω, μπάσταρδε.

Έφευγε το παιδί, το ξεχνάγανε ή το κουτσομπολεύανε τίποτα παλιόγριες και, σαν μαθευόταν η προκοπή του, τούτες οι ίδιες παλιόγριες γινόντουσαν προξενήτρες και τρέχανε στη μάνα του.

- Ο Σταμάτ’ς! Αχ, κι έχω μια κοπέλα...

Τύχαινε, όμως, τούτος ο Σταμάτης να πάει ακόμα πιο μπροστά. Να γίνει διάσημος, πλούσιος, διαλεχτός. Να γίνει γνωστός σ’ όλη τη χώρα ή ακόμα και σ’ όλη τη Γη. Από τη στιγμή αυτή, το χωριό έπαυε να τον έχει σαν άνθρωπο καμαρωτό, τον προβίβαζε και τον έκανε τοπική προσωπικότητα. Ήρωά του. Άνθρωπό του. Καμάρι του. Και θυμόντουσαν όλοι...

- Α, ήτουνε μικρός και του τράβ’ξα τ’ αυτί...

- Αμ, τον κέρναγα παστέλι...

- Αμ, το ’δειχνε ότι αυτός θα γενεί μια μέρα μιγάλους...

Και λένε ακόμα:

- Αυτός; Δ’κός μας. Απ’ του χουριό μας...

Έτσι γίνεται.

Κι έτσι έγινε με το παλικαράκι νούμερο δύο. Τον Θησέα.

Τον Θησέα δεν τον γέννησε η φαντασία. Τον γέννησε η ίδια η Αττική. Η Αθήνα. Κι όχι μονοκόμματα. Σιγά-σιγά... Με υλικό τις αρετές των ίδιων των Αττικών ανθρώπων. Των Αθηναίων.

Ο Θησέας είναι η εξυπνάδα, τα νιάτα, η ομορφιά, η παλικαριά, η χαριτωμένη επιπολαιότητα, ίσως κι ένα κομμάτι από καλοτυχία. Είναι η σκέψη, το πνεύμα που παίρνει πολλές στροφές, η ανεμελιά, η ευθυμία με την οποία αντιμετωπίζεται η δύσκολη στιγμή. Είναι η γρηγοράδα, η αυτοκυριαρχία κι η κομψότητα. Είναι ό,τι καλό έχει μέσα του ο Αθηναίος, ο Έλληνας, ο ντόπιος.

Όλα τούτα τα υλικά τον γεννήσανε με δόσεις και τον φορτώσανε με άθλους και με κατορθώματα. Ο Θησέας δεν είναι «ένας». Είναι η ψυχή της Αθηνας. .. Κι ο ίδιος ο Αδριανός, ο αυτοκράτορας, το χάραξε σ’ επιγραφή: «Τούτη δω είναι η πόλις του Θησέα».

Φυσικό, λοιπόν, ήτανε πολλοί μύθοι να στεφανώνουνε τη γέννηση του. Ας ξεκινήσουμε από τον πιο γνωστό.

Μάνα του είναι η Αίθρα, ο καθαρός αέρας, η αιθρία που λέμε σήμερα, και πατέρας του ο Αιγέας, το κύμα του Αιγαίου που ξεσπάει γλυκά στην ακτή. Ο Παυσανίας τον θέλει γιο του Ποσειδώνα. Ο ήρωας που γεννήθηκε, είναι κι αυτός ο ήλιος, το φως, που κάθε πρωί το φέρνει πάνω στη θάλασσα η πρώτη αυγούλα.

Όλοι οι ήρωες είναι φως. Ο ηρωισμός είναι να πολεμάει το φως με το σκοτάδι...

Όταν η Αίθρα έμεινε έγκυος, ο κύριος Αιγεύς δεν σκοτίστηκε και πολύ, ως άλλωστε δεν σκοτίζεται κανένας μπαγάσας που φέρνει στην ίδια κατάσταση μια ζωηρούλα. Πήγε, λοιπόν, και σήκωσε έναν βράχο μεγάλο, κι έβαλε από κάτω τα σαντάλια του και το σπαθί του.

- Αιθράκι, της είπε, έτσι και γεννήσεις αγόρι, καλά θα ’ναι βεβαίως. Να του πεις λοιπόν του παιδιού, μόλις καρδαμώσει, να σηκώσει τον βράχο. Αν μπορέσει και πάρει από κάτω τα σαντάλια και το σπαθί μου, να ’ρθει να με βρει. Θα ’μαι στην Αθήνα.

- Καλά, εσείς φεύγετε ξυπόλητος;

- Και να χαίρεσαι που δεν φεύγω ξεβράκωτος.

Έφυγε ο Αιγέας κι έμεινε στην Τροιζήνα η Αίθρα, στο παλάτι του πατέρα της, του Πιτθέα. Και γέννησε. Αγόρι, φυσικά.

Το παιδί βγηκε θηριάκι. Μεγάλωνε δυνατό, ωραίο και άφοβο. Μια φορά, λέει, που πήγε κει ο Ηρακλής και κρέμασε το λιονταροτόμαρό του, τα άλλα παιδιά τα ’πιασε φόβος και λακίσανε. Ο Θησέας πήγε κοντά κι έπαιζε.

Έφτασε, λοιπόν, σε ηλικία ο Θησέας και τον πήγανε στον βράχο με το σπαθί.

- Μπορείς να τον σηκώσεις;

- Τον βράχο;

- Μπορείς;

- Αστείον πράγμα.

Έκανε έτσι μια και σήκωσε τον βράχο σα να ’τανε φουντούκι. Πήρε από κάτω τα πράγματα και η μάνα του θαύμασε.

- Άκου, παιδί μου, ο πατέρας σου είναι ο Αιγέας, βασιλιάς της Αθήνας.

- Μπα;

- Μπαμπά, όχι «μπα». Ο πατέρας σου είναι μεν βασιλιάς, αλλά έχει τρία αδέρφια...

- Θείους;

- Ναι. Τον θείο τον Πάλλαντα, τον θείο τον Νίσο και τον θείο τον Λύκο. Κι επειδή έγινε αυτός βασιλιάς, οι θείοι δεν τον χωνεύουνε. Περιμένουνε, λοιπόν, να πεθάνει, για να πάρει ο Πάλλαντας τη βασιλεία και να τη δώσει στους γιους του. Γιατί ο μπαμπάς σου, ο Αιγέας, δεν έχει παιδιά.

- Δεν έχει εμένα;

- Εσένα σ’ έχει. Αλλά δεν το ξέρουνε. Βλέπεις, ήτανε δυο φορές παντρεμένος, και με τη Μήτα και με τη Χαλκιόπη, αλλά δεν του κάνανε παιδί. Τότε, ήρθε σε μένα και...

- Καλά, δεν είμαι γιος του Ποσειδώνα; Τι λέει ο παππούς, ο Πιτθέας;

- Προπαγάνδα, παιδί μου. Το λέει επίτηδες, γιατί η Τροιζήνα είναι ιερά πόλη του Ποσειδώνα και πρέπει να δικαιολογήσουμε το μπασταρδιλίκι σου...

Εντάξει, έφηβος ήτανε το αγόρι και το πήγανε και στους Δελφούς να το κουρέψουνε και ν’ αφιερώσουνε τα μαλλιά του στον Απόλλωνα. Από τότε κάνανε αφιερώματα τέτοια στους Θεούς. Βέβαια. Αν και η αλήθεια είναι ότι δεν γινότανε για να αφιερώνουνε. Κόβανε τα μαλλιά κατά τη συνήθεια των Αβάντων (των κατοίκων της Ευβοίας), για να μην τους αρπάζουνε οι εχθροί από το τσουλούφι.

Τελείωσε κι αυτό, λέει η μάνα του:

- Τώρα, θα μπεις ά ένα καραβάκι και θα πας στην Αθήνα, στον μπαμπά σου. Σου ’χω πλυμένα εσώρουχα, στα ’χω όλα εντάξει, έλα να σε φιλήσω και πήγαινε.

Κείνη την εποχή, οι γονείς δεν βαστάγανε τ, αγόρια τους δεμένα κοντά τους, να διοριστούνε με δύο τετρακόσες και να φέρνουνε τον μισθό στο σπίτι. Ούτε είχανε την αξίωση να μένουν ανύπαντρα τ’ αγόρια μέχρι να παντρευτούνε πρώτα τα κορίτσια και μετά να σκυλοτρώγονται οι πεθερές με τις νύφες, γιατί τους πήρανε τ’ αγόρι και τον μισθό. Όχι. Τ’ αφήνανε να ζήσουνε τη ζωή τους.

Το αγόρι, όμως, δεν ήθελε να πάει από θάλασσα.

- Θα πάω ποδαράτα.

- Γιατί, ζαλίζεσαι;

- Σας περικαλώ. Ένας ήρωας δεν ζαλίζεται ποτέ. Αλλά θέλω να το περπατήσω και λιγάκι.

Κείνη την εποχή, οι δρόμοι δεν ήτανε ασφαλείς, γιατί ο Ηρακλής βρισκότανε στη Λυδία, σκλάβος της Ομφάλης, και οι κακοποιοί βρήκανε κι αλωνίζανε. Τρόμαξε, λοιπόν, η μάνα.

- Θα πέσεις σε τίποτα ληστές.

- Δε βαριέσαι, έκανε ο Θησέας, και σεις που μένετε εδώ με τους εφοριακούς, είσαστε πιο σίγουροι;

Και το πήρε ποδαράτα.

Στον δρόμο που πήγαινε καλά κι ωραία, πετάχτηκε ένας με ρόπαλο που τον λέγανε Περιφήτη. Αυτός ο παλιανθρωπος είχε ένα ρόπαλο και σκότωνε όσους περνάγανε, και για τούτο τον λέγανε και Κορυνίτη, από το «κορύνη», ρόπαλο. Ήτανε γιος του Ηφαίστου και έκανε τον παλικαρά.

Του λέει του Θησέα.

- Πού πας, μικρέ;

- Γιατί; έκανε ο Θησέας. Λογαριασμό θα σου δώσω;

Ο Περιφήτης, γίγαντας και θερίο, θύμωσε.

- Βρε μούλε...

Και τον μουντάρισε, αλλά έκανε πολύ άσχημα, διότι δεν περάσανε τρία λεπτά κι έγινε πτώμα. Πήρε, λοιπόν, ο Θησέας το ρόπαλο, που το ’χε αργότερα πάντα μαζί του, και ξεκίνησε ξανά.

Έφτασε στον Ισθμό, να σου και πετάγεται ένας άλλος ληστής, Σίνης τ’ όνομα - «Σίνης» θα πει «καταστροφέας». Αυτός ήτανε γιος του Ποσειδώνα και πολύ δυνατός. Όταν πέρναγε, λοιπόν, κανένας από τα μέρη του, τον έπιανε και έκανε ένα ωραίο σπορ.

Έπιανε ένα πεύκο κι έλεγε στον ξένο:

- Λύγισε το.

Πού να το λυγίσεις το πεύκο! Λυγίζει; Ο Σίνης, όμως, το λύγιζε, έβαζε απάνω τον ξένο, ύστερα το άφηνε απότομα, ξανάπαιρνε το πεύκο τη θέση του και τίναζε τον ξένο μακριά, πάνω στα βράχια, και τον σκότωνε.

Πιάνει, λοιπόν, και τον Θησέα.

- Λύγα το.

- Εγώ, είπε ο Θησέας σεμνά και ταπεινά, είμαι καλό παιδί και δεν πειράζω τα δέντρα. Δεν είδατε, κύριε, που γράφει, «Αγαπάτε το πράσινον»;

Γέλασε ο Σίνης.

- Θα σε τινάξω, ρε.

Κακώς, όμως, διότι ο Θησέας σήκωσε το ρόπαλο, του κατέβασε μια στη μέση της κεφαλής και πάει κι ο Σίνης. Τον χάσαμε, κι ας είναι ένα είδος δυνατού ανέμου, που εμποδίζει τους οδοιπόρους να περάσουνε, και τους ρίχνει και τους σακατεύει.

Φτάνει τώρα ο Θησέας στην Κακιά Σκάλα. Κει πέρα ήτανε άλλο καθίκι, κι αυτός γιος του Ποσειδώνα, ο Σκείρωνας.

Ο Σκείρωνας, άμα και πέρναγες, καλά και σώνει να πλύνεις τα ποδάρια σου.

-Γιατί, κύριε; Τζαμί είναι;

-Θα τα πλύνεις.

Μόλις, λοιπόν, καθόσουνα στον βράχο να τα πλύνεις, ερχότανε από πίσω, σου τράβαγε μια κλοτσιά και σε πέταγε στη θάλασσα. Από κάτου ήτανε μια χελώνα μεγάλη, ίσαμε τρία δωμάτια και κουζίνα, και περίμενε. Άνοιγε το στόμα της και «χλαπ», σε κατάπινε.

Λέει, λοιπόν, του Θησέα:

- Τα πόδια σας.

- Τα ,πλυνα προ δύο μηνών. Άσε με.

- Θα τα πλύνεις.

Καβγάς ισχυρός, πάει κι ο Σκείρων, τον χάσαμε...

Κι αυτό, να πούμε, είναι ένα είδος ανοίγματος της Κακιάς Σκάλας, που έτρωγε στο πέρασμά της πολλούς διαβάτες, γιατί ήτανε δύσκολο μέρος, έτσι που ο ήρωας έκανε πέρασμα και δεν πέφτανε πια οι διαβάτες.

Άντε, ξανά-μανά δρόμο, φτάνει μεταξύ Λεψίνας και Μεγάρων, να σου ένας άλλος γιος του Ποσειδώνα, ο Προκρούστης.

Όλα τα παιδιά του Ποσειδώνα ήτανε τεντυμπόυκα, απίθανα, ο Προκρούστης ήτανε το χειρότερο. Είχε ένα κρεβάτι. Φώναζε, λοιπόν, στον περαστικό.

- Ξαπλώστε.

- Δεν θέλω.

- Ξάπλω, ρε.

Τον ξάπλωνε. Άμα ήτανε κοντύτερος από το κρεβάτι, τον τράβαγε να μακρύνει και τον ξεμέριαζε. Άμα ήτανε μακρύτερος, τον... πριόνιζε, να ’ρθει ίσα-ίσα.

Ο Θησέας θύμωσε.

- Είσαι κάθαρμα και κρίμα τον πατέρα που ’χεις, που ’ναι και Θεός.

Και τον καθάρισε και τον Προκρούστη.

Όλους αυτούς τούς σκότωσε με τον ίδιο τρόπο που σκοτώνανε. Μάλιστα. Για να μη λέμε ότι «μάχαιραν έδωκες», είναι και πρωτότυπο πράμα. Κι έφτασε κοντά στην Αθήνα, αλλά, πριν φτάσει, να σταματήσουμε για μια ανάσα και να πούμε ότι όταν σκότωσε τον Σίνη, περιποιήθηκε με τον... τρόπο των ηρώων και την κόρη του, την Περιγούνη, που γέννησε αργότερα έναν γιο, τον Μελάνιππο... Όχι να κρύβουμε και την κατεργαριά του...

Κοντά στην Αθήνα ήτανε άλλος γιος του Ποσειδώνα, ένας Γίγαντας παλαιστής, Κερκύωνα τον λέγανε, που έβαζε να μαλώσεις μαζί του και σε σκότωνε, γιατί δεν νικιότανε. Λέει, λοιπόν, του Θησέα:

- Μαλώνουμε, ρε;

Λέει ο Θησέας:

- Άσε, βιάζουμαι.

Ο Κερκυώνας επέμενε:

- Όχι, θα μαλώσουμε.

- Φιρί-φιρί το πας, έκανε ο Θησέας. Ύστερα να μη λες ότι σου φταίω γω.

Αρπάζονται, λοιπόν, αλλά ο Κερκύωνας δεν τα κατάφερε. Εφονεύθη και απόθανε... Πάει κι αυτός.

Σκότωσε κι ένα τέρας, γουρούνα, τη Φαία, που τη λένε και πόρνη κι είχε χαντακώσει κόσμο, λευτέρωσε τους δρόμους κι ένα πρωινό με τη δροσούλα να σου τον στην Αθήνα.

Μαθεύτηκε τώρα ότι είχε κάνει καλά πράματα και, να σου άμα έφτασε στον Κηφισό, οι Φυταλίδες, μια καλή οικογένεια, τον καλέσανε, τον πλύνανε και κάνανε κάθαρση να καθαρίσει από τους φόνους που γίνανε. Τον χτενίσανε, λοιπόν, ωραία, του δώσανε κι ένα καλό χιτώνα, έμοιαζε το αγόρι, που ’χε και μακριά μαλλιά, περισσότερο για γυναικωτός παρά για ήρωας.

Ήτανε τώρα κάτι εργάτες και δουλεύανε να φτιάσουνε τη σκεπή σ” έναν ναό του Δελφινίου Απόλλωνα. Τον είδανε και τον βάλανε στο ψιλό.

- Που ’σαι; Μικρή... Για κοίτα δω.

Ο Θησέας δεν είπε λέξη. Πιάνει μόνον ένα κάρο πιο κει, ξεζεύει τα βόδια, αρπάζει το κάρο ολόκληρο και το πετάει πάνω από τον ναό, στην άλλη μεριά.

Οι εργάτες τα χάσανε.

- Α, δεν είναι γυναικωτός.

Και μολώσανε.

Ο Αιγέας εκείνη την εποχή ζούσε με τη Μήδεια, τη μάγισσα που τον είχε καταγοητεύσει και του έκανε και μαγικά. Έμαθε, λοιπόν, ότι ήρθε ένα παιδάκι που είχε κάνει του κόσμου τα κατορθώματα και καθάρισε τους δρόμους από τη ληστεία, και λέει:

-Να το καλέσουμε, να του κάνουμε ένα τραπέζι.

Η Μήδεια, σαν μάγισσα που ήτανε, διάβασε στα κιτάπια της ότι αυτό το παιδάκι ήτανε γιος του γκόμενού της και σου λέει, «άμα και μπει εδώ μέσα, εγώ θα χάσω τον λουφέ». Έπιασε, λοιπόν, κι έφτιαξε ένα δηλητήριο να το δηλητηριάσει το παιδί, να μην της κολλήσει άσχημα αύριο-μεθαύριο...

Ήρθε το παιδί στο παλάτι του πατέρα του, αλλά δεν είπε ότι είναι γιος του - ήθελε να του κάνει σουρπρίζ. Πλύνανε τα κουλάδια τους, φέρανε τα φαγιά και η Μήδεια του ’δωσε να πιει από το ποτήρι με το φαρμάκι.

Ο Θησέας, όμως, ήθελε πρώτα να σαβουρώσει.

- Να φάω κάτι, μήπως με πειράξει νηστικός.

- Φάτε.

Βγάζει το σπαθί του να κόψει το κρέας, βλέπει ο Αιγέας το σπαθί.

- Πού το βρήκες αυτό;

- Ποιο;

- Το σπαθί.

- Του πατέρα μου ήτανε.

- Ρε, από την Τροιζήνα έρχεσαι;

- Ν αι.

- Ρε, μήπως είσαι γιος της Αίθρας;

- Ναι.

Ο Αιγέας σηκώθηκε όρθιος και τον αγκάλιασε.

-Υιέ μου, υιέ μου!

Αγκαλιαστήκανε γιος και πατέρας, και βλέπει ο Αιγέας τη Μήδεια που πρασίνισε.

- Μωρή, εσύ κάτι έχεις κάνει.

- Όχι, μεγαλειότατε.

- Σε ξέρω, κάτι έχεις κάνει.

Και, πονηρός όπως ήτανε, παίρνει το ποτήρι.

-Πιέτο.

- Όχι.

- Πιέτο ή μίλα.

- Η Μήδεια τα ’πε.

- Ξέρεις, δηλαδή, ένα ελαφρύ δηλητηριάκι, έτσι, δια την δυσπεψίαν.

- Όξω, βρόμα.

Και την έδιωξε αυτήν και τα παιδιά της.

Ύστερα φώναξε τους κήρυκες.

- Καλέστε τον λαό.

Ήρθε ο χάνος ο λαός και βγήκε ο Αιγέας και βροντοφώνησε:

- Αυτός είναι ο γιος μου και διάδοχος μου.

- Ζήτωωωω!

- Αυτός σκότωσε τους ληστές.

- Ζήτωωωω, μανά.

- Αυτόν θα έχετε βασιλιά.

Οι Παλλαντίδες, όμως, οι γιοι του αδερφού του, του Πάλλαντα, θυμώσανε.

- Δηλαδή, θα πεθάνει ο Αιγέας και θα μας φάει τον θρόνο ο μπάσταρδος;

Και κάνανε ένα ρέμπελο να καθαρίσουνε τον Θησέα.

Κάποιος Αλεός το έμαθε και του το πρόλαβε του παιδιού. Σηκώνεται ο Θησέας, πάει, τους πιάνει τους Παλλαντίδες και, μετά μεγάλης συγχωρήσεως, ξεκαμωθήκανε κι οι Παλλαντίδες, δεν έμεινε ούτε ένας.

Κι ο Θησέας, πλέον, νόμιμος και μοναδικός διάδοχος του θρόνου, έμεινε κοντά στον μπαμπά του, που καμάρωνε. Δεν αναφέρεται, βέβαια, αν έγινε κανένας νόμος περί προστασίας της εξουσίας του, αλλά μπορεί και να ’γινε.

 

Κεφάλαιο δεύτερο:

 

 

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΜΕ ΤΑΥΡΟΥΣ

Στην πάμπα της Αρζεντίνας, μέσα σε μια πράσινη έρημο που απλώνεται δεκάδες χιλιάδες τετραγωνικά μίλια, μεγαλώνουνε πάλι χιλιάδες κεφάλια, τα κοπάδια τους, οι χτηματίες, οι «φατζεντιέρος». Όμως, δεν υπάρχουνε μήτε πολιτείες, μήτε συνοικισμοί, μόνο πρασινάδα χοντρή, νερά και φίδια. Κάθε τρακόσα, τετρακόσα χιλιόμετρα βρίσκεται ένα σπίτι που είναι μαζί ταβέρνα, καμπαρέ και πορνείο.

Άμα λέμε «εμπόριο λευκής σάρκας», θα πρέπει να θυμόμαστε πρώτη την αρζεντίνικια πάμπα. Στα μεγάλα κέντρα, σπείρες οργανωμένες σωματεμπόρων μαζεύουνε κοριτσόπουλα να τα κάνουνε «μπαλέτο » και να γυρίσουνε δήθεν μ’ αυτά τον κόσμο ολόκληρο. Ανύποπτες οι κοπέλες γυμνάζονται στον χορό και, αληθινά, κάνα χρόνο χορεύουνε σε τίποτα κέντρα, μετά φεύγουνε για τη Νότια Αφρική ή την Αραβία ή τη Νότια Αμερική -τούτα τα τρία είναι τα σημεία «καταναλώσεως του εμπορεύματος»- και στο τέλος πουλιούνται σε τίποτα Άραβες πλούσιους για να μπούνε στο χαρέμι τους ή σε τίποτα Άραβες «επαγγελματίες», που τις εγκαθιστούνε σε παλιόσπιτα απρόσιτα από την ευρωπαϊκή αστυνομία - η ντόπια κάνει τα στραβά μάτια. Κι όσες πέφτουνε στην Αρζεντίνα, πέφτουνε σε τούτα τα σπίτια της πάμπας, απ’ όπου δεν μπορούνε να ξεφύγουνε πια με κανέναν τρόπο.

Κει πέρα «δουλεύουνε» όσο έχουνε κάτι να προσφέρουνε, ύστερα, άμα μπαγιατέψουνε και τρώνε τζάμπα το ψωμί, «χάνονται μυστηριωδώς» και τις θάβουνε κάπου στην πράσινη έρημο. Μήτε γάτα, μήτε ζημιά. Κανένας δεν μπορεί να τις ανακαλύψει, γιατί, αν κάνει έφοδο η αστυνομία, το σπίτι ειδοποιείται αμέσως από τους ανθρώπους της πάμπας και τα κορίτσια, στη μεγάλη ανάγκη, πάλι εξαφανίζονται κάτω από τη γη. Και μένουνε καταδικασμένες σε θάνατο, πίνουνε το «ματέ », ένα φριχτό ποτό που γίνεται από σπίρτο καθαρό και καφέ, τραγουδάνε ή χορεύουνε και διασκεδάζουνε τους «γκάουχος».

Οι γκάουχος είναι οι άνθρωποι της πάμπας. Κάτι ανάμεσα σε ανθρώπινα όντα και σε Κενταύρους. Από παιδιά μεγαλώνουνε πάνω στ, άλογο, φοράνε κείνα τ’ αρζεντίνικα ρούχα που βλέπουμε στα βαριετέ, δεν πλένονται σχεδόν ποτέ, βρομοκοπάνε ταυρίσια βαρβατίλα και φυλάνε τα κοπάδια των αφεντάδων. Έχουν ένα πιστόλι -κι είναι δυνατοί στο πιστόλι-, ένα μαχαίρι -κι είναι δυνατοί στο μαχαίρι- κι ένα είδος λάσου, όχι θηλιά. Είναι ένα σκοινί που καταλήγει, σαν ξέφτι, σε καμιά δωδεκαριά άλλα σκοινιά, ένα μέτρο το καθένα. Και κάθε σκοινί του μέτρου έχει στην άκρη του μια σφαίρα. Άμα θέλουνε να πιάσουνε κάνα ζώο του κοπαδιού, του πετάνε το σκοινί στα πόδια, τα μικρά σκοινιά τυλίγονται στο πόδι και το πιάνουνε.

Οι γκάουχος είναι μιγάδες, με ντόπιο και σπανιόλικο αίμα στις φλέβες τους, καθολικοί, αλλά ειδωλολατρικά χριστιανοί, άγριοι, μαύροι σαν τους γύφτους και απολίτιστοι. Πληρώνονται κάμποσα πιάστρα τη βδομάδα και μια φορά τον μήνα παίρνουνε τα λεφτά τους και πάνε να τα φάνε σε κείνα τα σπίτια που είπαμε. Πίνουνε, χορεύουνε, ερωτεύονται τοις μετρητοίς, μεθάνε, μαχαιρώνονται και ξαναγυρίζουνε, αν γλιτώσουνε, στο κοπάδι τους. Άμα μεγαλώσουνε, γυρίζουνε στα χωριά τους και παντρεύονται, και τα παιδιά τους τα μαθαίνουνε και γίνονται κι αυτά «γκάουχος», πάει σόι το βασίλειο. Κι όλη τους η ζωή είναι τα βόδια.

Κει κάτου, το βόδι δεν έχει τη σημασία που ’χει εδώ, σε μας. Δεν είναι ο φίλος και ο σύντροφος του χωριάτη, που τον βοηθάει στο χωράφι και στη ζωή του. Τ’ αρζεντίνικα βόδια, έξω από τη γαλακτοκομική τους προσφορά, μεγαλώνουνε και πάνε στην Μπαχία Μπλάνκα, στα μεγάλα εργοστάσια, κατά χιλιάδες, να γίνουνε κονσέρβα τού κορν μπηφ. Οι γελάδες γλιτώνουνε, γιατί η προσφορά τους είναι πιο θετική, αλλά τα βόδια, έτσι που αναπτύσσονται, δεν κάνουν για τίποτ’ άλλο. Μόνο για κρέας φαγώσιμο... Κι όσοι έχουν πάει στην Αρζεντίνα, θα είδανε να πουλάνε μέσα στους δρόμους των πολιτειών, όπως οι δικοί μας οι καστανάδες, μεγάλα κομμάτια βρασμένου βοδινού, που το λένε «πουσέρος» και που το τρώει πάμφθηνα η φτωχολογιά.

Όμως, τούτα τα βόδια είναι άγρια και πολλές φορές καθαρίζουνε τον φύλακά τους, τον γκάουχο. Και γύρω από τέτοιους φόνους γεννιούνται χιλιάδες μύθοι και παραμύθια και θρύλοι, έτσι όπως χάνονται τα βρόμικα παλικαράκια μέσα στην πράσινη μοναξιά της πάμπας. Μύθοι, που παρουσιάζουνε τα καημένα τα βόδια για όντα τρομερά και εκδικητικά και υπεράνθρωπα...

Τίποτα απ’ αυτά δεν είναι αλήθεια. Το βόδι είναι ένα ζώο κι ο γκάουχος άλλο ένα ζώο. Και τα παραμύθια με ταύρους μένουνε και δοξάζουνε τη μυθολογία και τη... ζωολογία.

Στον Μαραθώνα δεν ήτανε χιλιάδες τα βόδια. Ήτανε ένας ταύρος, εκείνος ο ταύρος που τον έφερε από την Κρήτη ο Ηρακλής και τον άφησε ελεύθερο στην Αργολίδα. Κι ο ταύρος ανηφόρισε στον Μαραθώνα κι άρχισε να κάνει ζημιές μεγάλες.

Οι ήρωες είναι «φωτεινοί», «ηλιακοί», κι ο ταύρος είναι κάτι σαν θύελλα. Σαν σύννεφο θυέλλης. Πρέπει, λοιπόν, ο φωτεινός ήρωας να δαμάσει τη δύναμη του σύννεφου...

Ο ταύρος του Μαραθώνα τον είχε τρελάνει τον κόσμο. Δεν άφηνε τίποτα όρθιο, ούτε σπαστό, ούτε άνθρωπο, ούτε άλλο ζωντανό. Κι ο βασιλιάς της Αθήνας είδε κι απόειδε, και φώναζε ένα παλικαράκι που το λέγανε Ανδρόγεων.

- Ξέρετε καθόλου από ταυρομαχίας, Ανδρόγεως, παιδί μου;

- Νο θενόρ.

- Αυτό είναι κακόν, μουτσάτσο μίγιο.

- Πορκέ; Διατί θενόρ;

- Διότι πρέπει να φονεύσομεν τον ταύρον του Μαραθώνος.

- Όλε!

Τ’ αποφάσισε ο Ανδρόγεως, που δεν είχε καμιά σχέση με ματαντόρους και τορεαντόρους και πικαντόρους, πήρε μια «εσπάντα» (σπαθί, ισπανιστί) και ξεκίνησε. Έφτασε στον Μαραθώνα κι είδε τον ταύρο. Κάθισε, λοιπόν, μπροστά του και του είπε κινηματογραφικά:

- Τόρο! Τόρο... Βιένγκα... (Έλα ταύρε, ταύρε).

Τ’ άκουσε ο ταύρος, κάγχασε, και ξαφνικά τού τραβάει του Ανδρόγεως μια κερατιά που τον τάραξε. Και ο Ανδρόγεως απόθανε και δεν είχε ούτε μια θενορίτα να τον κλάψει και να τον σκεπάσει με τη μαντίγια της, και να προσευχηθεί στη Μαντόνα Ήρα για τη σωτηρία της ψυχής του.

Κι άμα τα ’κανε ο κερατόταυρος όλ’ αυτά, βάλθηκε να ξανακάνει τα άλλα, τα κακά και πονηρά και απαίσια.

Μόλις ο Θησέας έγινε βασιλόπουλο κι έφαγε τους Παλλαντίδες ήρθανε τα πρώτα μαντάτα από τον Μαραθώνα.

«Ανδρόγεως σανίδα. Στοπ. Ταύρος, τα ίδια Παντελάκη μου, τα ίδια Παντελή μου. Στοπ. Διαμαρτυρόμεθα διά κρατικήν αδιαφορίαν. Στοπ. Τι, κακό χρόνο να ’χει, κάνει βουλευτής περιφερείας μας; Κοπροσκυλιάζει εν Αθήναις, ξεκοκαλίζων αποζημίωσιν; Στοπ. Θα φάει μαύρο στις άλλες, που θα του πάρει διάβολος πατέρα. Στοπ. Ευπειθέστατοι Μαραθώνιοι».

Το ’δε ο Θησέας και λέει του πατέρα του:

- Πάππυ.

- Μμμ!

- Πάω.

- Πού, ρε;

- Φονεύσων ταύρον, γενόμενος ήρως.

- Ναι, ρε παιδάκι μου, αλλά άμα φονεύσει ταύρος εσένα, γενόμενος πτώμα.

Ο Θησέας σήκωσε το ανάστημά του.

- Είμαι Έλλην, το γνωρίζω, ξεύρω την καταγωγήν μου.

Και φίλησε τον πατέρα του στα δυο μαγουλα κι έφυγε μακριά, στον Μαραθώνα.

Όπως πήγαινε, έφτασε σ, ένα μέρος που ήτανε μια γριά που τη λέγανε Εκάλη... Και, παρακαλώ, να μη με ρωτήσει κανένας γιατί το μέρος εκείνο λέγεται και σήμερα Εκάλη και κάθονται γριές μερικές, αλλά λίαν αριστοκρατικές. Τον είδε η τσάτσα λεβένταρο και τον ρώτησε:

- Πού πας γιόκα μ’;

- Να φάω τον ταύρο.

- Αχ, γιόκα μ’... Κακό μπελιά έβαλες στην κεφαλή σ’. Δεν θα τουν φας, θα σ’ φάει, αλλά έτσι και τουν φας, ιγώ στον γυρισμό σ’ θα κανου θυσία στον Δία.

- Με καταϋποχρεώνεις, γιαγιά.

Έφτασε, καμιά φορά, στον Μαραθώνα ο Θησέας, να σου ο ταύρος.

- Ρε κερατά, του είπε το παλικαράκι, εσύ ’σαι που κάνεις τις ζημιές στον κόσμο και μας αναστατώνεις;

Ξανακάγχασε ο ταύρος και, μη εννοών τη σημασία της λέξεως «κερατάς», όρμησε να τον κερατίσει. .. Αλλά ο Θησέας τον αρπαξε, τον γονάτισε και μετά, ζωντανό, τον ζαλώθηκε στον ώμο και τον έφερε στην Αθήνα.

Όπως πέρναγε από την Εκάλη, θυμήθηκε τη γριά και πήγε να τη βρει, αλλά η γριά είχε πεθάνει και κακώς. Κι ο Θησέας φώναξε τον κόσμο κι έκανε μια γιορτή που έμεινε και λέγεται «Εκάλεια».

Μόλις ήρθε στην Αθήνα, του φωνάξανε «ούρα». Και τελειωσάντων των «ούρων», θυσιάσανε τον ταύρο στον Απόλλωνα και πάει, ησυχάσαμε από τον ταύρο νούμερο ένα.

Άκου τώρα, φίλε μου, τι μπορεί ν’ ανάψει ένας κερατάς ταύρος ή και μη ταύρος, και τι μπελά βάλανε στο κεφάλι τους οι Αθηναίοι.

Το παιδάκι, ο Ανδρόγεως, που είχε πάει να σκοτώσει τον ταύρο, ήτανε γιος του βασιλιά της Κρήτης, του Μίνωα. Όταν, λοιπόν, σκοτώθηκε, πάνε και λένε του Μίνωα κάτι ρουφιάνοι:

- Το παιδί σου δεν το καθάρισε ο ταύρος, αλλά σκοτώθηκε από τους Αθηναίους, δολοφονηθέν ανάνδρως.

Ο Μίνως ήτανε στην Πάρο κι έκανε θυσία στις Χάριτες. Πέταξε, λοιπόν, χάμου το στεφάνι που φορούσε στην κεφάλα του, την κασιδιάρα και βασιλικιά, ετοίμασε έναν στόλο και βγήκε πρώτα στα Μέγαρα της Αττικής. Τα ’κανε μαντάρα τα Μέγαρα και μετά βάδισε στην Αθήνα.

Στην Αθήνα δεν τα κατάφερε καλά, αλλά ο Ζευς, ο Θεός, που ήτανε φίλος του και παίζανε και πικέτο, έστειλε στην Αθήνα πανούκλα. Οι Αθηναίοι στενοχωρηθήκανε. Κάνανε, κάνανε, στο τέλος θυσιάσανε τις κόρες του Υακίνθου να περάσει το κακό, αλλά το κακό εκεί, ατού.

Τότε, τρέξανε στους Δελφούς.

- Τι να κάνουμε, κύριοι ιερείς;

- Ν’ αποζημιώσετε τον Μίνωα.

Ο Μίνωας γύρευε, επί εννιά χρόνια, να του στέλνουνε επτά αγόρια και επτα κορίτσια κάθε χρόνο για να ταίζει, λέει, τον ταύρο του, που τον λέγανε Μινώταυρο. .. Κι η Αθήνα, για να γλιτώσει από την πανούκλα, υπέγραψε τη συμφωνία.

Τελείωσαν, λοιπόν, πολιορκία και πανούκλα, κι οι Αθηναίοι παραπονεθήκανε στον Δία.

- Δεν είσθε εντάξει, κύριε Ζεψ.

Ο Δίας δεν είπε λέξη, διότι οι Θεοί, άμα έχουνε άδικο δεν λένε, συνήθως κάνουνε το κορόιδο. Και πλήρωνε η Αθήνα τα παιδιά της, που, μέσα στον μύθο, φανερώνει ότι αληθινά πληρώνανε κεφαλικό φόρο οι αδύνατες ακόμα σε ναυτικό πολιτείες στις δυνατές, όπως η Κρήτη (κουρσάροι ή φόρος σε πρόσωπα που γινόντουσαν δούλοι). Και τα παιδιά, λέει, τα κλείνανε μέσα στον Λαβύρινθο, ένα παλάτι πολύ μπλεγμένο, να τα φάει ο Μινώταυρος, ή δεν βρίσκανε την έξοδο και μένανε μέσα και πεθαίνανε.

Όταν ο Θησέας ήρθε στην Αθήνα, ήτανε ακριβώς η εποχή που έπρεπε να πληρωθεί η τρίτη δόση του φόρου. Βάλανε, λοιπόν, κλήρο, κλαίγανε οι μανάδες και ράισε η ψυχή του Θησέα.

- Θα πάω κι εγώ μέσα στους εφτά, είπε του πατέρα του.

- Τρελό είσαι, ρε;

- Θα πάω.

Και, χωρίς κλήρο, έγινε ο έβδομος.

Οι Αθηναίοι πια τον λατρέψανε.

- Τι αγόρι είν’ αυτό!

Και μονάχα ο Αιγέας έκλαιγε με μαύρο δάκρυ.

- Ρε πατέρα, είπε ο Θησέας, τι κάνεις έτσι, σαν παρθένα που έχασε το «πολύτιμο», και μετά που το ’χασε, το θυμήθηκε; Δεν συμφωνήσαμε ότι άμα πεθάνει ο Μινώταυρος, θα σταματήσει η φορολογία;

- Ναι.

- Ε, θα τον πεθάνω εγώ.

Λέξη δεν είπε ο δόλιος ο μπαμπάς του, αλλά συμφωνήσανε, αν σκοτώσει το θερίο, στον γυρισμό να σηκώσει άσπρα πανιά στο καράβι του, αν δεν... μαύρα κι άραχλα.

Φύγανε, λοιπόν, τα παιδιά, φτάσανε στην Κρήτη και ο Μίνως τα είδε, αγόρια και κορίτσια, και ξαφνικά ερωτεύτηκε μια από τα κορίτσια που τη λέγανε Ερίβοια, κι ήτανε κόρη του βασιλιά των Μεγάρων.

Η Ερίβοια έβαλε τα κλάματα.

- Εμένα με φέρατε να με φάτε, δεν με φέρατε να με...

Μπήκε, λοιπόν, ο Θησέας στη μέση και του λέει του Μίνωα:

- Άσ’ το κάτω, ρε, το κορίτσι.

- Ποιος είσαι συ; ρώτησε ο Μίνως.

- Είμαι γιος του Ποσειδώνα.

Ο Μίνως χαμογέλασε, έβγαλε το δαχτυλίδι του που είχε τ’ όνομά του και το πέταξε στη θάλασσα.

- Αφού είσαι γιος του, άει φέρ’ το. Απόρτ.

Μακροβούτηξε ο Θησέας, τον βοηθήσανε και οι Νηρηίδες, μάλιστα γνώρισε και την Αμφιτρίτη, αλλά το έφερε το δαχτυλίδι. Και ο Μίνως θαύμασε πολύ και το πίστεψε περί μπαμπά Ποσειδώνα και τέτοια. Και το περιποιήθηκε το παιδί, διότι ναι μεν να το φάει ο Μινώταυρος, αλλά να το φάει περιποιημένο.

Ο Μινώταυρος ήτανε μισός άνθρωπος, μισός ταύρος και τον είχε, λέει, γεννήσει η Πασιφάη, πονηρώς συνομιλήσασα με νεαρόν Κρήτα...

Μόλις ήρθε ο Θησέας στο παλάτι, η Πασιφάη και η κόρη του Μίνωα, Αριάδνη τ’ όνομα, αν έχετε ακουστά, τρελαθήκανε.

- Τι κούκλος είν’ αυτός!

- Παναγιά μου ένα παιδί!

Και πέσανε στο σιρόπι, πολύ περισσότερο η Αριάδνη, που ήτανε λυσσάρα και δεν κρατιότανε. .

Ένα βραδάκι, λοιπόν, μετά το φαγητό, την πήρε ο Θησέας στο περιβόλι και, κει δα πάνω στο γλυκό το βύσσινο, της σκάει το παραμύθι.

- Εγώ θα μπω στον Λαβύρινθο να σκοτώσω τον Μινώταυρο.

- Να μπεις, θα μπεις, είπε η Αριάδνη, αλλά πώς θα βγεις;

- Γιατί;

- Παιδί μου, ο Λαβύρινθος είναι σαν χρέος στην Εφορία. Μπαίνει εύκολα, δεν βγαίνει ποτέ.

Ξαφνικά, θυμήθηκε.

- Έχω μίτο.

Την κοίταξε ο Θησέας.

- Ε, όχι και μύτο. Καλή είναι η μύτη σου.

- Ρε, όχι μύτο. Μίτο. Ελληνικά σού μιλάω. Κουβάρι.

- Α, το πας στην καθαρεύουσα. Ε, λοιπόν;

- Θα τον πάρεις το μίτο, θα τον καρφώσεις στην πόρτα κι όσο προχωρείς, θα τον ξετυλίγεις. Κι άμα θες να γυρίσεις, κλωστή-κλωστή, θα βρεις τον δρόμο και θα ξαναβγείς στην πόρτα.

- Ρε Αριάδνη, τι να σου πω... Μπράβο μυαλό! Και δεν σου φαίνεται καθόλου.

Πήρε, λοιπόν, τον μίτο ο Θησέας, πήρε και το σπαθί του και μπήκε μέσα στον Λαβύρινθο. Αμόλα καλούμπα, έφτασε μέσα, βρήκε τον Μινώταυρο.

- Χαίρετε, του είπε ευγενέστατα.

Ο Μινώταυρος ρεύτηκε.

- Ήρθες να σε κολατσίσω;

- Όχι, ήρθα να σας φονεύσω.

Ο Μινώταυρος χασμουρήθηκε.

- Τώρα δεν μπορώ, διότι δεν είναι ώρα.

Και του έδειξε μια ταμπέλα, που έγραφε: «Ώραι φόνων 9-12 π.μ. ».

Ο Θησέας επέμενε.

- Σε παρακαλώ, άσε τώρα. Πού να ξανάρχομαι; Έχουμε, άλλωστε, και δουλειά.

- Τι δουλειά;

- Περιμένει η Αριάδνη.

Σηκώθηκε ο Μινώταυρος.

- Όχι τίποτ’ άλλο, αλλά είσαι ευγενέστατος και δεν μπορώ να σου χαλάσω χατίρι. Θέλετε να μαλώσουμε;

- Πολύ το ποθώ.

- Και όποιος φάει τον άλλον;

- Ούτω το λογαριάζω.

- Απάνω του, λοιπόν.

Και αρπαχτήκανε, κι εφονεύθη ο Μινώταυρος...

(Μια συμβολική ιστορία απαλλαγής της ηπειρωτικής Ελλάδος από την κρητική κηδεμονία).

Ύστερα από τον φόνο, χάρηκε πάρα πολύ κι ο ίδιος ο Μίνωας, που δεν τον χώνευε τον ταύρο. Βγήκε, λοιπόν, πάλι κλωστή-κλωστή όξω ο Θησέας και τον περίμενε η Αριάδνη, τα Αθηναιωτάκια που δεν τα ’φαγε ο ταύρος και άλλοι πολλοί.

Δεν του δώσανε παράσημο, διότι τι να το κάνει, αλλά τον βάλανε σ° ένα καράβι. Η Αριάδνη μπήκε κι αυτή.

- Εσύ πού πας; ρώτησε ο Θησέας.

- Μαζί.

- Γιατί;

- Ε, πώς, δεν θα με πάρεις;

Ο Θησέας σούφρωσε τα μούτρα.

- Ωχ, μπελάς.

Αλλά, ιππότης όπως ήτανε, δεν έδειξε δυσαρέσκεια. Μπα. Μάλιστα, την αγκάλιασε κιόλας.

- Αριαδνάκι μου εσύ!

Κι έφυγε το καράβι, δόξη και τιμή, και καμιά φορά έφτασε στη Νάξο, το νησί.

Βγήκανε όλοι να δούνε τον τουριστικό οδηγό του νησιού, η Αριάδνη όμως, κουρασμένη όπως ήτανε, νύσταξε.

- Να τον πάρω λιγάκι εδώ στη στεριά, που δεν κουνάει;

- Πάρ’ τόνε.

Κάνανε τη βόλτα τους, γύρισε ο Θησέας και την είδε που τράβαγε κάτι ροχαλητά ξεγυρισμένα.

- Να την ξυπνήσουμε, είπανε τα παιδιά, να φύγουμε.

Ο Θησέας έκλεισε το μάτι.

- Άστε την, μην την ξυπνάτε.

- Μα, δεν θα φύγουμε;

- Εμείς, ναι.

- Κι η Αριάδνη;

- Έρχεται με το επόμενο.

Και την κοπάνησε, αγαπητοί φίλοι, κι έμεινε η Αριάδνη στη Νάξο αμανάτι, διότι δεν είχε τα ναύλα της, κι εκεί τη βρήκε αργότερα ο Διόνυσος και την ερωτεύτηκε...

Που θα πει ότι μπορεί να είσαι ήρωας, αλλά άμα είναι να ξεταγαρώσεις από πάνω σου μια γυναίκα, φέρεσαι σκάρτος, και να μη λέμε ότι δεν είμαστε και απόγονοι του μάγκα τού Θησέα...

 

Κεφάλαιο τρίτο:

 

 

ΣΑΜΑΤΑΔΕΣ ΣΥΝΕΧΕΙΑ

Ωραίο είναι να γυρίζεις σπιτάκι σου. Φτάνει, βέβαια, να μη σε περιμένουν απ’ όξω τίποτις δοσατζηδες και εισπράχτορες. Να γυρίζεις, να σου ’χουν έτοιμες τις παντούφλες, να σου ’χουνε και κάνα ζεστό ζουμί, να ξαπλώσεις την αρίδα σου, «σπίτι μου, σπιτάκι μου», κι άμα δεν έχεις και γυναίκα να σε πιλατεύει με ψευτοχάδια και μαλαγανιές, ακόμα καλύτερα.

Το λοιπόν, την άφησε μπουκάλα ο Θησέας την Αριάδνη κι ανακουφίστηκε.

- Ωχ!

Έκανε και σκάλα στη Δήλο να θυσιάσει στον Απόλλωνα, που όλο και ζήταγε θυσίες, τρομάρα του, χόρεψε και τον χορό, το κέρτον, που έμεινε πια σαν χορός, όπως το τανγκό στους καθ’ ημάς χρόνους, έκανε και κάτι αγώνες και μετά ξεσηκώθηκε.

- Ε, πάμε κι αλλού;

Μπήκανε, λοιπόν, στο καράβι όλη η παλιοπαρέα, κάνανε πανί και σαλπάρανε.

Στην αφηρημάδα τους, όμως, και στη ζαλάδα τους -γιατί, ως φαίνεται, θα είχε και κυματάκι που τους ανακάτευε- ξεχάσανε να βγάλουνε το μαύρο πανί και να βάλουνε άσπρο.

Τότε, δεν είχε επικοινωνίες και ΟΤΕδες, και τέτοια φαιδρά. Και καλύτερα, δηλαδή, όσο πιο λίγα μαθαίνεις, τόσο πιο καλά βολεύεσαι. Ο πατέρας, λοιπόν, του Θησέα, ο Αιγεός, καθότανε και περίμενε, έπαιρνε την πολυθρονάρα του τη βασιλικιά, την έστηνε κοντά στη θάλασσα και κοίταζε να δει, έρχεται η δεν έρχεται ο γιος του... Βασιλιάς ήτανε, ό,τι ήθελε έκανε, δουλειά δεν είχε, γιατί να μη λιάζεται και κομμάτι περιμένοντας;

Όσο δεν ερχότανε το καΐκι, τον ταΐζανε τυροπιτάκια και μελίπηκτα οι σκλάβες του, του χαϊδεύανε και το γένι και του γελάγανε. Αλλά ο Αιγέας δεν ήτανε μονάχα βασιλιάς, ήτανε και πατέρας και, όσο να πεις, τον έδερνε ο σεβντάς. «Θα έρθει; Δεν θα έρθει; Μπας και μου το λιάνισε ο Μινώταυρος το παιδί;».

Μόλις, λοιπόν, και φάνηκε από μακριά το καράβι, κάνει έτσι, το βλέπει και κάνει το χέρι του αντήλιο.

- Καράβι δεν είναι, ρε παιδιά;

- Μάλιστα. Τι θα ’ναι μέσα στη θάλασσα; Ψυγείο;

Ο Αιγέας λαχτάρησε.

- Τι χρώμα έχει το πανί;

Κοιτάνε όλοι, κερώνουνε. Το πανί ήτουνε μαύρο.

- Δηλαδή;...

- Μαύρο είναι, ρε;

- Μαύρο, μεγαλειότατε.

Ο μεγαλειότατος έγινε ξαφνικά άνθρωπος. Πονεμένος άνθρωπος. Φώναξε «ωχ, γιόκα μου», τράβηξε μια ξαφνική βουτιά από πάνω από τον βράχο, έπεσε στη θάλασσα και πάει, πνίγηκε... Και εκ τούτου, δηλαδή, τη θάλασσα αυτήν την είπανε Αιγαίο πέλαγος. Να ξέρετε...

Ο Θησέας δεν το ’ξερε. Βγήκε στον Πειραιά, πέρασε από το τελωνείο, που ήθελε καλά και σώνει να του χρεώσει τα κέρατα του Μινώταυρου, κι έστειλε κάνα-δυο να ειδοποιήσουνε τον πατέρα του.

- Πες τού μπαμπά, ήρθαμε.

Μπήκε να κάνει και μια θυσία για το «καλώς ορίσαμε», αλλά βλέπει τον κήρυκα, που είχε στείλει, να γυρίζει με τα στεφάνια περασμένα στο κηρύκειό του.

Τον ζώσανε τα μαύρα φίδια.

- Τι έγινε, ρε;

- Ο μπαμπάς σας.

- Ε;

- Μπλουμ!

Βάζει το χοντρό κλάμα, ανεβαίνουνε όλοι στην Αθήνα και φωνάζανε στον δρόμο «ελελεύ ιού, ιού», που έμεινε μετά στον τόπο μας, όπως το «Καλέ, πατώνεις;» ή το «Αέρα! » αργότερα.

Άμα στεγνώσανε από τα δάκρυα, δεν είχανε και τον Αιγέα να τον θάψουνε με καραμούζες και τρικαντά, μαζευτήκανε όλοι και είπανε:

- Λε ρουά ε μορ, βιβ λε ρουά...

Και, ύστερα απ’ αυτό το σοφό, «ο βασιλεύς τέρμα, ζήτω ο καινούργιος», κάνανε βασιλιά τον Θησέα.

Πολλά και θαυμάσια λένε για την κυβέρνηση του Θησέα, που την έκανε πια την Αθήνα, Παρίσι. Έβαλε και χέρι στους Κορινθίους και τους επέβαλε να προτιμάνε τους Αθηναίους στους αγώνες των Ισθμίων, όπως σήμερα τα μέλη του ΠΟΚ, που παίρνουνε την καλή θέση στα ματς και οι άλλοι ταλαιπωρούνται, κι έφτιαξε ένα σωρό πράματα (τα γράφει ο Κουλάνζ στο έργο του, «Αρχαία πολιτεία»).

Από δω και πέρα αρχίζουνε οι άθλοι του Θησέα, που είχε φίλο και σύντροφο τον Πειρίθουν... Λεβεντόπαιδο κι αυτός, παλικαράκι και ψυχωμένος, πήγε, λέει, μια μέρα για να τον προκαλέσει και του ’κλεψε κάτι βόδια. Κι όταν βγήκε ο Θησέας, αντί για ν’ αρπαχτούνε, γελάσανε και γίνανε πια φίλοι αχώριστοι.

Να πούμε τώρα μια ιστορία με τις Αμαζόνες.

Δεν ξέρουμε τώρα αν αληθεύει ότι ο Θησέας πήγε στις Αμαζόνες μόνος του ή παρέα με τον Ηρακλή. Δεν το ξεχωρίζει μήτε ο Πλούταρχος στον «Βίο Θησέως» (26), μήτε ο Παυσανίας (Α' 2,1). Μια φορά πήγε, λέει, και την έκανε και τη βρομίτσα του.

Οι Αμαζόνες δεν ήτανε μόνο να πολεμάνε. Άμα βλέπανε και κάνα παλικαράκι γερό, πολύ τούς άρεσε να πάρουνε μεζέ... Μάθανε, λοιπόν, ότι έρχεται ο Θησέας, κι αντί να μαζευτούνε σαν καλά κορίτσια, καταχαρήκανε.

- Ωχ, θα περάσομεν έκτακτα!

Του στείλανε και πεσκέσια και τον δεχτήκανε, «άντε, ποια έχει σειρά;». Το κορίτσι που έφερε τα πεσκέσια, το λέγανε Αντιόπη και ήτανε ένας κόμματος είκοσι τεσσάρων καρατίων. Την είδε ο Θησέας και τη χαλβάδιασε αμέσως.

- Αντιοπάκι...

- Γες σερ.

- Ανέβα στο καράβι, να σε κεράσω ένα σοροπάκι.

Ανέβηκε το Αντιοπάκι, τα ’θελε κι αυτουνού ο αποτέτοιος του, και μόλις πήγανε στην κουκέτα για το σορόπιον, κάνει πανιά το πλοίον και φεύγει.

Οι Αμαζόνες στη στερια λυσσαξανε.

- Ουχί μόνον απήγαγε μίαν ιδικήν μας, αλλά μας αφήκε και κάγκελα, να αναμένωμεν την δρόσον του.

Στο μεταξύ, το καράβι τράβαγε, και μέσα ήτανε ένας άνθρωπος του Θησέα που λεγότανε Σολόεις... Κι αυτός ο Σολόεις έβλεπε το Αντιοπίδιον και έλιωνε σαν βούτυρο.

Του λέει ένας άλλος:

- Τι πάθαμε, Σολοειάκο;

- Άσ’ τα, την αγαπώ.

Πάει ο άλλος και πιάνει την Αντιόπη.

- Ο Σολόεις σε αγαπάει.

- Σκοτούρα μου.

Το ’μάθε το «σκοτούρα μου» ο Σολόεις, πέφτει και πνίγεται. Λένε σ’ ένα ποτάμι. Γιατί; Δεν τον έφτανε να πνιγεί ολόκληρη θάλασσα;

Μόλις το ’μάθε ο Θησέας, πάρα πολύ λυπήθηκε, αλλά δεν έκλαψε, γιατί βαριότανε.

Ήρθε, λοιπόν, στην Αθήνα, κι επειδή δεν είχε δουλειά μήτε μυαλό, την παντρεύτηκε την Αντιόπη κι έκανε κι έναν γιο, τον Ιππόλυτο, αυτόν που αργότερα τον χαντάκωσε εκείνη η βρόμα, η Φαίδρα.

Στο μεταξύ, οι Αμαζόνες, λίαν προσβεβλημένες που τους πήρε το κορίτσι, μάθανε και κάτι σουσούμια για τον Θησέα, που τώρα τελευταία παραμελούσε το σπίτι του και τα ’χε, λέει, με κάποια Φαίδρα, αδερφή της Αριάδνης, μαζευτήκανε στρατός και ήρθανε να βαρέσουνε την Αθήνα. Την πολιορκήσανε, δεν μπήκανε μέσα και στο τέλος το πράμα έγινε σαχλαμάρα, γιατί υπογράψανε ειρήνη κοντά στο Θησείο, και γι’ αυτό το μέρος το είπανε «Ορκωμόσιον » κι έμεινε μ’ αυτό το όνομα πάντα.

Αλλά, μέσα στις μάχες που κάνανε με τις Αμαζόνες, σκοτώθηκε η Αντιόπη, λόγω του ότι, ως Αμαζών, πολεμούσε κι αυτή με τον άντρα της παρέα, και έμεινε ο Θησέας χήρος και λίαν ευχαριστημένος.

Μοναχούλης του, ο καημένος, τα ’ριξε τώρα γεμάτα στη Φαίδρα.

- Φαίδρα, σε αγαπώ.

- Τούτ’ αυτό συμβαίνει και μετ’ εμέ, Θησέψ!

- Ε, τι λέτε, είσθε;

- Ειμί!

Και επανδρεύθησαν ανεπιστρεπτί.

Έλα, όμως, που ο Θησέας είχε έναν γιόκα από την Αντιόπη, τον Ιππόλυτο. Ωραίο παιδί, μελαγχολικό και ήρεμο. Και βρισκότανε το παιδί στην Τροιζήνα, στου βασιλιά Πιτθέα το σπίτι, και τον είδε η Φαίδρα τον πρόγονό της κι αλληθώρισε.

- Ω!

- Τι είναι, μαμά;

- Ξέρετε, Ιππόλυτε, πολύ με αρέζετε.

-Δυστυχώς, δεν είμαι διά τους οδόντας σας, καθότι εγώ είμαι αφιερωμένος στη Θεά Άρτεμιν. Και δεν πάει από αφιερωμένος να γίνω ερωτευμένος σκέτος.

Είδε, απόειδε η Φαίδρα και μετά φέρθηκε πολύ σκάρτα, ως ακριβώς η μαντάμ Πετεφρή με τον Ιωσαφάτ. Πάει στον άντρα της και του λέει ψέματα.

- Θα το μαζέψεις το Ιππολυτάκι; Πάει να μου βάλει χέρι.

Ο σύζυγος μπαμπάς σκύλιασε.

- Το εποίησεν αυτό;

- Νη Δι!

- Θα το ξαντεριάσω.

Και λέει του Ποσειδώνα, που του ’χε υποσχεθεί κάτι ρουσφέτια.

- Να μη φανώ εγώ, φά’ τον εσύ.

Ο Ποσειδώνας, πολύ υποχρεωμένος στον Θησέα, έκανε το θαύμα του. Πήγαινε, λοιπόν, με το άρμα του ο Ιππόλυτος για τσιγάρα, διότι πάντες οι έχοντες Γιώτα Χι με το ρημάδι πάνε και για τσιγάρα, και στέλνει ο Ποσειδών ένα τέρας στον δρόμο του. Βλέπουνε τ’ αλόγατα το τέρας, αγριεύουνε, παρασύρουνε το άρμα, δεν μπόρεσε να το κρατήσει ο Ιππόλυτος, έπεσε, τον παρασύρανε όπως μπερδεύτηκε με τα λουριά, και πάει, πέθανε «συρόμενος».

Έτσι και το ’μάθε η Φαίδρα, τρελάθηκε.

- Το ’φαγα, η βρόμα, το παιδί.

Και τα ’πε όλα τού Θησέα, ότι ήτανε ψεύτικη η κατηγόρια, και μετά πάει, πνίγηκε.

Ξανά χήρος ο Θησέας, βοήθησε εκείνον τον φίλο του, που λεγότανε Πειρίθους -μα, είναι όνομα αυτό;- να κλέψει και να παντρευτεί την Ιπποδάμεια. Μάλιστα, στον γάμο είχανε καλέσει και κάτι Κενταύρους -γιατί ο Πειρίθους ήτανε βασιλιάς της Θεσσαλίας και φαίνεται ότι εκεί οι άνθρωποι γυρίζανε πάνω στ, άλογα όλη μέρα, κι έτσι γεννήθηκε το κενταυρικό παραμύθι- που τα ’πιανε πολύ και κάνανε βρομιές. Τους λέει, λοιπόν, ο Πειρίθους:

- Φρόνιμα, μάγκες.

Οι Κένταυροι το ρίξανε στο νταηλίκι.

- Ρε, ά’ πάαινε.

Και, κουβέντα στην κουβέντα, πλακωθήκανε, και τότε μπήκε στη μέση ο Θησέας και τους πηρε ο διάολος τη μάνα των Κενταύρων.

Και, λοιπόν, οι δυο φίλοι δεν ξέρω τι τους ήρθε και κάνανε μια πλάκα.

- Να κλέψω, ρε, την Ελένη; λέει ο Θησέας. Την κόρη του Διός και της Λήδας;

- Δε βαριέσαι, λέει τώρα ο Πειρίθους. Εγώ ξέρω μιαν άλλην Ελένη, οδός Αχαρνών, που πάει με τρακόσες δραχμές.

- Όχι, αυτήνε λέω. Να την κλέψω;

- Κλέψ’ τηνε.

- Θα βοηθήσεις;

- Βοηθάω, αλλά κι εγώ έχω μια στο μάτι.

- Ποια;

- Την Περσεφόνα.

- Την κυρία Άδου;

- Μάλιστα.

- Τι λες μωρέ; Αυτή βρομάει χωματίλα, σαν γλυκοπατάτα.

- Βοηθάς μια φορά εσύ;

- Έγινε.

Δέκα ετών ήτανε η Βλένη κι ο Θησέας είχε πενηνταρίσει. Οι μικρές είναι που ξετρελαίνουνε τους μισότριβους, πάνε λοιπόν στη Σπάρτη οι δυο μάγκες.

Επειδή λένε πολλά για τούτη την απαγωγή, θα πάρουμε εκείνα που λέει ο Πλούταρχος, μεγαλύτερος ψευταράς από τους άλλους. Χόρευε, λοιπόν, η Ελένη στο κλαμπ... παρντόν, στον ναό της ορθίας Αρτέμιδος, και κάνουνε ντου οι δυο μακαντάσηδες και τη σηκώνουνε.

Έκανε -τι έκανε ο Θησέας με τη μικρά και μετά την πήγε στη μαμά του, την Αίθρα.

- Μου τη φυλάς αυτήνε;

Όλες οι μαμάδες είναι λίγο ρουφιάνες στους γιους τους και πολύ στις κόρες τους. Την πήρε, λοιπόν, η Αίθρα και τη φύλαγε, αλλά τ’ αδέρφια της, ο Κάστορας κι ο Πολυδεύκης, τη γυρεύανε.

- Ποιος σωματέμπορας μας πήρε το παιδί;

Τέλος πάντων, βρέθηκε ένας Ακάδημος και τους μαρτύρησε ότι το κορίτσι βρίσκεται στις Αφίδνες. Τρέχουνε τ’ αδέλφια, μαλώνουνε με τον Άφιδνο, τον βασιλιά του μέρους -μάλιστα ο Κάστορας πληγώθηκε στο ποδάρι-, αλλά νικήσανε, πήρανε την κοπέλα -δεν λέμε πια «το κορίτσι», διότι δεν ήτο- και κάνανε και ζημιά στην Αθήνα.

Ύστερα τη δώσανε στην αδελφή τους την άλλη, την Κλυταιμνήστρα, εκείνο το κάθαρμα, και λένε ότι η Ιφιγένεια δεν ήτανε κόρη της Κλυταιμνήστρας, αλλά της Ελένης με τον Θησέα. Πάντως, κακογλωσσιές είναι και δεν το πιστεύουμε, ίνα μη θίξωμεν την αρετήν της παιδούλας, τρομάρα της.

Ο Πειρίθους τώρα λέει του Θησέα:

- Βοήθησα; Θα βοηθήσεις.

- Περί Πέρσας;

- Ναι, ω ’γαθέ!

Πάνε κάτου στον Άδη, τους βλέπει ο Άδης, που σαν Θεός ήξερε τον σκοπό τους, τους δέχτηκε με τα γέλια.

- Ωσκελντίν, μακαντάς!

Τους κέρασε καφέ και τους έδωσε και δυο πολυθρόνες.

- Καθίστε.

Μόλις καθίσανε, όμως, κολλήσανε πάνω στις δυο πολυθρόνες και δεν ξεκολλάγανε. Και βγήκανε και κάτι φίδια, και τους δέσανε πάνω στο κάθισμα.

Και μείνανε κει, φίλε μου, μέχρι που ήρθε ο Ηρακλής και λευτέρωσε τον Θησέα, αλλά ο Πειρίθους έμεινε, γιατί, άμα και πήγε να τον λύσει, άρχισε κι έτρεμε η γη, κι αν πάει τώρα κανένας κάτου στον Άδη, εκεί θα τον βρει ακόμα, στην -πολυθρόνα, που σήμερα είναι δανέζικη.

Όσο που έλειπε ο Θησέας, στην Αθήνα έγινε επανάσταση. Μάλιστα, και δεν είναι και σπουδαίο φαινόμενο. Ήτανε, λέει, ένας Μνησθέας, εγγόνι του Ερεχθέα, κι ανέβηκε απάνω κι έβαλε τις φωνές.

- Έλληνες, τι καθόσαστε κι έχετε τον ήρωα τον τρελό; Εγώ θα σας κάνω τη ζωή περιβόλι, θα σας απαλλάξω από τους φόρους και θα σας πάω είκοσι τρεις τη βενζίνα κι εξήντα το βοδινό.

Και οι Έλληνες τον πιστέψανε και τον κάνανε βασιλιά τον Μνησθέα.

Όταν γύρισε ο Θησέας, πολύ πικράθηκε.

- Είσαστε αχάριστοι ρε και... θα εκπατρισθώ.

Έστειλε τους δυο γιους του απάνω στους Άβαντες, στην Εύβοια, στον βασιλιά Ελφήνορα, μάζεψε τις βαλίτσες του και την κοπάνησε. Πήγε, λοιπόν, σ’ ένα χωριό, το Αρατήριον, και μετά, άμα προσευχήθηκε πολύ, γιατί «Αρατήριον» θα πει «τόπος προσευχής», πήγε αντίκρυ, στη Σκύρο.

Στη Σκύρο ήτανε βασιλιάς κάποιο μούτρο ονόματι Λυκομήδης. Βέβαια. «Δόλωπες» τους λέγανε τους υπηκόους του, και ο Λυκομήδης τον δέχτηκε καλά και του πλήρωνε και το νοίκι. Έτσι έλεγε μόνος του ο Θησέας. Αλλά, επειδή κει πέρα ο Θησέας είχε κάτι χτηματάκια από τον πατέρα του, ο Λυκομήδης δεν ήθελε να του τα δώσει και φοβότανε κιόλας μην πάθει ζημιά από τον Θησέα, άρχισε να σκέφτεται πώς να τον ξεφορτωθεί.

Λένε τώρα οι άνθρωποι του Λυκομήδη:

- Τον σκοτώνουμε;

- Και δεν τον σκοτώνουμε;

- Ναι, αλλά πώς;

- Βάστα να δεις.

Ένα πρωινό, λοιπόν, αφού φάγανε καλά, του κάνει μια πρόταση ο Λυκομήδης.

- Θέλεις να σου δείξω τα χώματά σου;

- Βεβαίως.

- Ε, πάμε έναν περιπατάκο να στα δείξω, να χωνέψουμε κιόλας.

Τον ανέβασε, λοιπόν, στο βουνό πάνω από γκρεμό και του ’δειξε.

- Βλέπεις κει κάτου στον κάμπο αριστερά; Ε, αυτά είναι.

Έκανε να ξανακοιτάξει ο Θησέας, τρώει μια κλοτσιά στα πισινά από τον Λυκομήδη, έπεσε στον γκρεμό και σκοτώθηκε.

Τον θάψανε στη Σκύρο, άνευ τιμών. Και πολύ αργότερα, μετά τους Μηδικούς Πολέμους, είπε το Μαντείο το αληθινό στους Αθηναίους τούς αληθινούς:

-Να φέρετε τα οστά του και να τα θάψετε στην Αθήνα.

Δύσκολο πράμα, γιατί οι Σκυριανοί ήτανε γομάρια του κέρατά και δεν φιλοξενούσανε άνθρωπο. Και πήγε, παρακαλώ, ο ίδιος ο Κίμων, που τους υποχρέωσε να τον αφήσουνε να τα πάρει και δεν τα έβρισκε - πού να βρεις οστά σε κοτζάμου Σκύρο;

Και λέει τώρα ο Κίμων:

- Εκεί που ’ψαχνα είδα έναν αϊτό κι έσκαβε, και κατάλαβα το θαύμα κι έσκαψα στο ίδιο μέρος, και τα βρήκα. Μάλιστα, τα γνώρισα από το σπαθί του (πού το ’χε δει το σπαθί του Θησέα ο Κίμων ;).

Οι Αθηναίοι, όμως, ως πάντες οι κουτοί, οι φανατικοί, οι στραβοί και οι ηλίθιοι, το πιστέψανε, διότι ο Θησέας ήτανε ένα είδος αγίου της μυθολογίας.

Έγινε λιτανεία.

Δοξάσανε τον Δία.

Ευλογήσανε τον Κίμωνα.

Φάγανε οι ιερείς μετά της ψυχής τους.

Προσκυνήσανε οι μουστόγριες και τα γυναικάκια, που περιμένουνε πάντα την εξ ύψους καλυτέραν αύριον.

Επωφεληθήκανε οι κολλητηριτζήδες.

Είπανε λόγους οι επίσημοι.

Παίξανε ύμνους οι μουσικές.

Κατουρούσανε στους στύλους τα σκυλιά.

Και τον θάψανε εκεί που είναι το Γυμνάσιο. και τον προπονήσανε, και έγινε ιερός τόπος, μέχρι άσυλο των καταδιωκομένων...

Και σήμερα δεν τα βρίσκεις που να χτυπηθείς χάμου. ως συμβαίνει με πάντας τούς ήρωας.

Α, ναι! Και φάγανε όλοι την παραμύθα τού Κίμωνα. Που ποιος ξέρει τίνος σκελετό να κουβάλησε...

 

Σχόλια:

 

1. Μέσα στο κείμενο υπάρχει η έκφραση "τρία δωμάτια και κουζίνα", την οποία συναντάμε στο "Υπάρχει και Φιλότιμο" δια στόματος Κωνσταντάρα. Ο Σακελλάριος αντέγραψε τον Τσιφόρο. :D

2. Έχοντας διαβάσει σε ηλεκτρονική μορφή τον Θησέα σε κόμικς, αν μου ζητούσαν να βαθμολογήσω την αρχική μορφή και τη μετέπειτα διασκευή του, θα έβαζα 8 στο κείμενο και 4 στο κόμικ. :) Κατά τη γνώμη μου, το κόμικ έχει αρκετές γελοιότητες (Μπομπότα κτλ.). Περιμένω διαφωνίες. :P

 

:cheers5:

Σύνδεσμος για σχολιασμό
Μοιραστείτε με άλλους ιστότοπους

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Επισκέπτης
Απάντηση σε αυτό το θέμα ...

×   Έχετε επικολλήσει περιεχόμενο με μορφοποίηση.   Κατάργηση μορφοποίησης

  Επιτρέπονται μόνο 75 emoticons maximum.

×   Ο σύνδεσμός σας έχει ενσωματωθεί αυτόματα.   Εμφάνιση ως σύνδεσμος

×   Το προηγούμενο περιεχόμενό σας έχει αποκατασταθεί.   Διαγραφή εκδότη

×   Δεν μπορείτε να επικολλήσετε εικόνες απευθείας. Ανεβάστε ή εισάγετε εικόνες από URL

×
×
  • Δημιουργία νέου...

Σημαντικές πληροφορίες

Χρησιμοποιώντας αυτή τη σελίδα, αποδέχεστε τις Όρους χρήσης μας.