Μετάβαση στο περιεχόμενο

Αναζήτηση στην Κοινότητα

Εμφάνιση αποτελεσμάτων για ετικέτες 'harvey kurtzman'.

  • Αναζήτηση ανά ετικέτες

    Πληκτρολογήστε ετικέτες χωρισμένες με κόμματα.
  • Αναζήτηση ανά συγγραφέα

Τύπος περιεχομένου


Ενότητες

  • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΝΕΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΝΕΑ
  • ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ
    • ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ
    • ΤΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙ
  • ΧΑΛΑΡΩΜΑ
    • ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ
    • ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΡΙΟ
    • ΤΟ ΠΑΖΑΡΙ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Διάφορα
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Ντόναλντ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Super Μίκυ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Κόμιξ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μίκυ Μάους
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μπλα μπλα
  • VINTAGE's Συζήτηση
  • VIDEO GAMES's Γεν. Συζήτηση για Video Games

Blogs

  • Valt's blog
  • Dr Paingiver's blog
  • GCF about comics
  • Vet in madness
  • Θέμα ελεύθερο
  • Film
  • Comics, Drugs and Brocc 'n' roll
  • I don't know karate, but i know ka-razy!
  • Γερμανίκεια
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • Κομικσόκοσμος
  • The Unstable Geek
  • Σκόρπιες Σκέψεις
  • Dhampyr Diaries
  • Περί ανέμων και υδάτων

Βρείτε αποτελέσματα σε ...

Βρείτε αποτελέσματα που ...


Ημερομηνία Δημιουργίας

  • Αρχή

    Τέλος


Τελευταία ενημέρωση

  • Αρχή

    Τέλος


Φιλτράρετε με αριθμό ...

Εγγραφή

  • Αρχή

    Τέλος


Ομάδα


Member Title


MSN


Website URL


Yahoo


Skype


Πόλη


Επάγγελμα


Ενδιαφέροντα

  1. Βιογραφίες καλλιτεχνών έχουν γραφτεί αμέτρητες. Αυτοβιογραφίες λιγότερες. Αυτοβιογραφίες δημιουργών κόμικς ακόμα λιγότερες, ιδιαίτερα δημιουργών που είναι ενεργοί και έχουν πολλά ακόμη να δώσουν στην τέχνη των κόμικς. Μια σπάνια τέτοια αυτοβιογραφία κυκλοφόρησε πρόσφατα και είναι συναρπαστική. Με τίτλο «Confabulation, An Anecdotal Autobiography» (εκδόσεις Dark Horse, επιμέλεια: Tim Pilcher) ο 74χρονος Dave Gibbons, σχεδιαστής μεταξύ άλλων του εμβληματικού Watchmen σε σενάριο του Alan Moore, περιγράφει τη ζωή του, το έργο του και τους σημαντικότερους σταθμούς της καριέρας του σε 260 σελίδες που διαβάζονται μονορούφι, γεμάτες από χαρακτηριστικά έργα του, πρωτότυπα, ειδικές εικονογραφήσεις, εξώφυλλα, ανέκδοτες και σπάνιες εικόνες κ.λ.π. Επιλέγει γι’ αυτό τη μορφή των λημμάτων κατ’ αλφαβητική σειρά μέσω των οποίων στέκεται κυρίως σε πρόσωπα και καλλιτέχνες που διαμόρφωσαν τη δική του διαδρομή και σε τίτλους έργων του από το 1971 μέχρι σήμερα. Σε ένα από αυτά τα λήμματα αναφέρεται στη μοναδική συνεργασία που είχε στη ζωή του με το μεγαλύτερο είδωλό του, τον θρυλικό Harvey Kurtzman, ιδρυτή μεταξύ άλλων του περιοδικού MAD τη δεκαετία του 1950. Ο Gibbons και o Kurtzman συνεργάστηκαν το 1989 σε μια – τι άλλο; – υπερηρωική παρωδία με τίτλο «Harvey Kurtzman’s Strange Adventures», στο στιλ που λάτρευε και εφάρμοζε ο μεγάλος δάσκαλος σε ολόκληρη την καριέρα του. Παρά τη δεξιοτεχνία με την οποία ο Gibbons δούλεψε τα σχέδια και παρά τον κόπο που κατέβαλε ώστε να ικανοποιήσει τον άτυπο μέντορά του, δεν τα κατάφερε. Ο Kurtzman είχε πολλά παράπονα, έκανε ατέλειωτες παρατηρήσεις και διορθώσεις, γκρίνιαξε για το αποτέλεσμα και έστειλε τον Gibbons και πάλι στο σχεδιαστήριο. Η αναθεωρημένη εκδοχή ευτυχώς τον ικανοποίησε. Και έτσι η ιστορία, με πρωταγωνιστή τον Super Surfer (βλ. προηγούμενο τεύχος για τον Silver Surfer) να επισκέπτεται ένα φεστιβάλ κόμικς με την οικογένειά του, τον γερο-Σούπερμαν να αναπολεί τις εποχές που υπήρχαν παντού τηλεφωνικοί θάλαμοι για να αλλάζεις ρούχα και τον ηλικιωμένο Μπάτμαν να περπατά με Πι και να νοσταλγεί την τηλεοπτική σειρά του, δημοσιεύτηκε. Χιουμοριστική και αυθάδικη όπως το σύνολο του έργου του Harvey Kurtzman, και σχεδιαστικά μοναδική όπως το σύνολο του έργου του Dave Gibbons. Και το σχετικό link...
  2. Ο Κέρτζμαν υπέγραφε τα σενάρια και ο Γουίλ Έλντερ τα σχέδια, σε μια ιστορία της οποίας ο τίτλος παρέπεμπε άμεσα στη σειρά Little Orphan Annie του Χάρολντ Γκρέι. Θρυλική μορφή των κόμικς, ο Χάρβεϊ Κέρτζμαν ήταν ο εγκέφαλος που ίδρυσε το περιοδικό MAD στο οποίο αποθεώθηκε η παρωδία με στόχο τον κινηματογράφο, την πολιτική κατάσταση των ΗΠΑ, τις διαφημίσεις, την τέχνη, τη μαζική κουλτούρα. Λίγο νωρίτερα είχε δημιουργήσει τα αντιπολεμικά περιοδικά Two-Fisted Tales και Frontline Combat που περιέγραψαν τον πόλεμο χωρίς εξιδανικεύσεις, με ωμότητα και ρεαλισμό. Πριν από ακριβώς εξήντα χρόνια όμως, τον Οκτώβριο του 1962, εγκαινιάστηκε η σειρά του Little Annie Fanny στο αμερικανικό Playboy, μια σειρά που άφησε εποχή με την πρωτοτυπία της και το πολυεπίπεδο χιούμορ της. Ο Κέρτζμαν υπέγραφε τα σενάρια και ο Γουίλ Έλντερ τα σχέδια, σε μια ιστορία της οποίας ο τίτλος παρέπεμπε άμεσα σε ένα από τα πιο δημοφιλή κόμικ στριπς της ιστορίας, τη σειρά Little Orphan Annie του Χάρολντ Γκρέι. Αν όμως η Little Orphan Annie χαρακτηριζόταν από απροκάλυπτο πολιτικό συντηρητισμό στα όρια του ταξικού ρατσισμού και του κοινωνικού δαρβινισμού, η Little Annie Fanny ήταν το ακριβώς αντίθετο. Η πρωταγωνίστρια μπορεί να ήταν μια γυναίκα στα πρότυπα των ημίγυμνων κοριτσιών που φωτογραφίζονταν για το Playboy αλλά οι ιστορίες της μόνο προσχηματικές δεν μπορούν να χαρακτηριστούν. Σταδιακά η Little Annie Fanny απέδειξε ότι εκτός από εντυπωσιακό κορμί με βάση τα σεξιστικά στερεότυπα των soft πορνό περιοδικών, διέθετε μια πολυδιάστατη προσωπικότητα και όσο κι αν αντιμετώπιζε το σεξ απολύτως απενοχοποιημένα, οι περιπέτειές της «εναντίον» των λυσσασμένων αρσενικών είχαν ως στόχο της παρωδίας ακριβώς αυτήν τη λύσσα. Επί 26 ολόκληρα χρόνια, όχι με σταθερή περιοδικότητα ούτε με ίδιο μέγεθος ιστοριών – η έκταση ποίκιλλε από τις δύο ως τις επτά σελίδες ανά τεύχος, κάτι που αποδεικνύει την απόλυτη εμπιστοσύνη του εκδότη Χιου Χέφνερ – η Little Annie Fanny βρέθηκε «αντιμέτωπη» με δεκάδες σταρ του κινηματογράφου, της μουσικής, της διασκέδασης και με αμέτρητους «ανώνυμους» που έλιωναν μπροστά της. Και το χιούμορ προέκυπτε πάντα από τις γκάφες τους. Όχι από τις πράξεις της «ανεγκέφαλης ξανθιάς» όπως συνηθίζεται. Η Little Annie Fanny κλείνει αυτές τις μέρες τα 60. Μπορεί να έχει αποσυρθεί αλλά σίγουρα δεν έχει ξεχαστεί! Και το σχετικό link...
  3. Πριν από 70 χρόνια, ο Harvey Kurtzman δημιούργησε δυο αντιπολεμικά περιοδικά που πήγαν κόντρα στο ηρωικό κλίμα της εποχής. Στο ιστορικό εξώφυλλο του δέκατου τεύχους ενός από αυτά, του «Frontline Combat», ένα παιδί κλαίει στα ερείπια του σπιτιού του στη Βόρεια Κορέα. Κι οι Αμερικανοί φαντάροι προσπερνούν αδιάφοροι. Κλασική εικόνα σε πολλά υπερηρωικά και περιπετειώδη κόμικς είναι αυτή που ο πρωταγωνιστής σπεύδει να βοηθήσει ένα παιδί και να το αρπάξει από του Χάρου τα δόντια. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων το «καλό» κερδίζει, το παιδί σώζεται, ο ήρωας δικαιώνει την ύπαρξή του και το happy end τούς αφήνει όλους ικανοποιημένους και συγκινημένους. Στο 20ό τεύχος του «Captain Marvel» (1970) για παράδειγμα, ο γενναίος υπερήρωας σώζει ένα πανικόβλητο κοριτσάκι από μια ορδή τρομοκρατών, το καθησυχάζει αν και με ξεπερασμένες παιδαγωγικές μεθόδους («μόνο τα μικρά κοριτσάκια κλαίνε, δε θες να σε δει η μαμά σου να κλαις…») και το μεταφέρει σε ασφαλές περιβάλλον. Παρομοίως ο Superman βουτά σε μια φλεγόμενη πολυκατοικία και σώζει ένα μωρό στο 33ο τεύχος του «Superman: The Man of Steel» (1993), ενώ ο Spider-Man σε συνεργασία με τον Ηρακλή(!) θα σώσουν άλλο ένα μωρό από τα συντρίμμια γκρεμισμένων κτιρίων στη Νέα Υόρκη στο 28ο τεύχος του «Marvel Team-Up» (1974). Στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και μάλιστα στη βομβαρδισμένη Γερμανία, ο Λοχίας Φιούρι στο 94ο τεύχος του «Sgt. Fury and his Howling Commandos» (1972) σώζει με αυτοθυσία ένα παιδάκι φιλοσοφώντας: «Όσο και να προσπαθούν να χτυπούν μόνο στρατιωτικούς στόχους, πάντα κάποιοι πεθαίνουν. Αλλά όχι το παιδί... Όχι το παιδί!». Το παιδί στα κόμικς πάντα σωζόταν. Εκτός από μία φορά. Κι ήταν στην ιστορία του Harvey Kurtzman με τίτλο «A Baby» στο 10o τεύχος του περιοδικoύ «Frontline Combat» το 1953. Το «Frontline Combat» (1951-1954) ήταν το δεύτερο πνευματικό τέκνο του μεγάλου Harvey Kurtzman (1924-1993). Είχε προηγηθεί το «Two-Fisted Tales» (1950–1955) που εγκαινίασε τις πολεμικές ιστορίες με ξεκάθαρα αντιπολεμικό περιεχόμενο. Σε μια εποχή λίγο μετά τη λήξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, κατά την οποία οι πολεμικές ιστορίες στα κόμικς είχαν μεγάλη απήχηση στο αναγνωστικό κοινό, ο Harvey Kurtzman πρότεινε στον εκδότη της εταιρείας EC William Gaines την κυκλοφορία ενός περιοδικού που δεν θα εξωραΐζει τον πόλεμο, δεν θα εξιδανικεύει τους Αμερικανούς στρατιώτες και δεν θα έχει προπαγανδιστικό περιεχόμενο, αλλά θα παρουσιάζει τον πόλεμο με ρεαλισμό, με σκληρότητα, βία και αίμα. Ο Gaines, γιος του ιδρυτή της EC Max Gaines, ήταν πάντα ανοιχτός σε νέες ιδέες και πειραματισμούς και δέχτηκε αμέσως, τόσο γιατί ενθουσιάστηκε με την ιδέα όσο και για να επεκτείνει τα θεματικά ενδιαφέροντα των εκδόσεων της εταιρείας του που ως τότε περιορίζονταν σε ιστορίες τρόμου και σε κόμικς επιστημονικής φαντασίας. Η επιτυχία του «Two-Fisted Tales» ήταν μεγάλη από το πρώτο κιόλας τεύχος, το οποίο όμως είχε τον αριθμό 18 καθώς αποτέλεσε μετονομασία και μετεξέλιξη του περιοδικού τρόμου «The Haunt of Fear» που σταμάτησε στο 17ο τεύχος του. Η επιτυχία αυτή οδήγησε και σε μια αδελφή έκδοση, στο «Frontline Combat», του οποίου την επιμέλεια αλλά και την ευθύνη των σεναρίων είχε και πάλι ο Harvey Kurtzman. Και στα δύο περιοδικά ο Kurtzman επέλεξε μια πλειάδα εξαιρετικών σχεδιαστών (John Severin, Jack Davis, Wally Wood, George Evans, Will Elder, Alex Toth, Joe Kubert, Dave Berg κ.ά.) που εργάστηκαν υπό την καθοδήγησή του, ενώ σε ορισμένες ιστορίες φιλοτεχνούσε ο ίδιος τα σχέδια. Η πλειονότητα των ιστοριών αφορούσαν τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και τον εν εξελίξει εκείνη την εποχή πόλεμο στην Κορέα, αλλά υπήρξαν και πολλές ιστορίες από άλλους πολέμους ή μάχες του πρόσφατου ή και του πιο μακρινού παρελθόντος, όπως ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος, ο Αμερικανικός Εμφύλιος, η «Κατάκτηση της Δύσης», ακόμα και οι επεκτατικές εκστρατείες των αρχαίων Ρωμαίων. Το κοινό στοιχείο σε όλες ήταν η έμφαση στις ανθρώπινες τραγωδίες, η απόδοση των συναισθημάτων των αμάχων, η περιγραφή της ψυχολογικής συντριβής των στρατιωτών από κάθε πλευρά. Πρωταγωνιστές δεν ήταν μόνο γενναίοι, ριψοκίνδυνοι και αλτρουιστές Αμερικανοί φαντάροι, αλλά στρατιώτες που πληγώνονταν, φοβούνταν και πέθαιναν. Ο στόχος δεν ήταν να απολαύσουν τα παιδιά ανάλαφρες ιστορίες με πολεμική δράση και στη συνέχεια να φτιάξουν αυτοσχέδια όπλα και να ξεχυθούν στους δρόμους παίζοντας πόλεμο, αλλά να καταλάβουν ότι πόλεμος σημαίνει φρίκη, πόνος, θάνατος. Ουσιαστικά ο Kurtzman με τα δύο αυτά περιοδικά έκανε αυτό που ήξερε να κάνει καλύτερα σε όλη του την καριέρα, δηλαδή να παρωδεί την κυρίαρχη άποψη και να αντιτάσσει σ’ αυτήν την αιρετική δική του. Το έκανε μεταγενέστερα με το περιοδικό MAD, τη «βίβλο» της παρωδίας απέναντι σε κινηματογραφικές ταινίες, κόμικς, διαφημίσεις, λογοτεχνικά έργα, τραγούδια κ.ά., αργότερα με τα περιοδικά «Humbug» και «Help!» κι ακόμα πιο μετά με την παρωδία πορνογραφίας «Little Annie Fanny» στο περιοδικό Playboy. Όσο φρικτός κι αν ήταν ο πόλεμος στα αντιπολεμικά του περιοδικά, ο Kurtzman κατόρθωνε πάντα να αφήνει ανοιχτή μια ειρωνική χαραμάδα πλαισιωμένη από μαύρο, σαρκαστικό χιούμορ. Όπως στο εξώφυλλο όπου ο τηλεγραφητής των Αμερικανών πανηγυρίζει και μεταφέρει την είδηση για κατάπαυση του πυρός σε στρατιώτες που είναι ήδη νεκροί με μια σφαίρα στο κεφάλι, ή το εξώφυλλο με τον στρατιώτη να ζητά από τον συμπολεμιστή του να σβήσει τον αναπτήρα για να μην τους δουν οι αντίπαλοι τη στιγμή ακριβώς που πέφτει νεκρός από σφαίρες. Προφανώς δεν ειρωνευόταν τα θύματα των ιστοριών του. Ειρωνευόταν την παρουσίαση του πολέμου στα περισσότερα άλλα περιοδικά της εποχής και στις χολιγουντιανές ταινίες. Με τα δύο αντιπολεμικά περιοδικά του, εμμέσως παρώδησε και εξέθεσε όλα τα άλλα έντυπα της εποχής που ωραιοποιούσαν τον πόλεμο, λείαιναν τις συνέπειές του και μιλούσαν για δόξα και ανδρεία αποσιωπώντας τις ανθρώπινες απώλειες, τις ερειπωμένες πόλεις, την πληγωμένη φύση. Σε αυτά εστίαζε ο Kurtzman το ενδιαφέρον του. Στις ιστορίες του το αίμα δεν καμουφλάρεται αλλά τονίζεται, οι άνθρωποι κλαίνε, πονάνε, ψυχορραγούν και πεθαίνουν μόνοι ή στις αγκαλιές των δικών τους, σε κάποιες περιπτώσεις «πρωταγωνιστές» γίνονται τραυματισμένα ή φοβισμένα ζώα, ενώ οι πραγματικοί πρωταγωνιστές, ακόμα κι αν αυτοί είναι Αμερικανοί, το βάζουν στα πόδια μπρος στον εχθρό, ονειρεύονται εκεχειρίες και όχι ένδοξες μάχες, νοσταλγούν την πατρίδα τους και δεν είναι έτοιμοι να θυσιαστούν για κάποια μεγάλη ιδέα. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο δεν προκαλεί εντύπωση ένα μωρό που κλαίει μόνο του σε κάποια χαλάσματα κάπου στη Βόρεια Κορέα. Η ιστορία «A Baby» ξεκινά με τα λόγια του Kurtzman: «Τα όπλα αλλάζουν αλλά το σκηνικό μένει ίδιο! Πόσοι άνθρωποι δεν έχουν δει αυτή την εικόνα... Τόσο κοινή, σχεδόν μελό... Το ανατιναγμένο χωριό, ο καπνός, τα ερείπια και... ένα μωρό!» και εξελίσσεται όσο προχωρούν οι διαπραγματεύσεις μεταξύ Αμερικανών και Ρώσων για το ζήτημα της Κορέας, στον «38ο Παράλληλο». Ένα μωρό γεννιέται, μεγαλώνει αλλά οι διαπραγματεύσεις δεν έχουν αίσιο τέλος. Και οι συγκρούσεις θα συνεχιστούν αν και ο Kurtzman με τον Wally Wood στα σχέδια επιλέγουν αντί για τον πόλεμο στην Κορέα να αφηγηθούν τη ζωή της οικογένειας των Βορειοκορεατών γονέων του μικρού παιδιού στη σκιά μαχών, βομβαρδισμών και επιδρομών. Κι όταν ισοπεδωθεί το χωριό, το μωρό κλαίει γοερά. Οι Αμερικανοί στρατιώτες που περνούν έχουν την επιλογή να το βοηθήσουν. «Έϊ, άκουσες ένα παιδί να κλαίει πριν λίγο;» ρωτά ο ένας. «Όχι. Εσύ;» του απαντά ο άλλος στο σπαρακτικό εξώφυλλο του John Severin. Και το παιδί θα μείνει για πάντα στα ερείπια αλλά και στη μνήμη των αναγνωστών των συγκλονιστικών αντιπολεμικών κόμικς του Harvey Kurtzman. Και το σχετικό link...
  4. Από το 1952 το περιοδικό MAD παρώδησε χωρίς φραγμούς κάθε κοινωνική, καλλιτεχνική και πολιτική αξία στις ΗΠΑ. Πριν από λίγες μέρες ανακοινώθηκε ότι σύντομα θα κλείσει. Η παράδοση που εγκαινίασε και υπηρέτησε πιστά και με συνέπεια δεν θα ξεχαστεί ποτέ. Μεσούντος του μακαρθισμού και της απροκάλυπτης λογοκρισίας στις ΗΠΑ, λίγο μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και σε μια εποχή που ο κόσμος των κόμικς είχε αρχίσει να κατακλύζεται από μια νέα γενιά παράξενων πρωταγωνιστών με υπεράνθρωπες δυνάμεις και ευφάνταστα gadgets σε φανταστικές ιστορίες, εμφανίστηκε ένα περιοδικό διαφορετικό από οτιδήποτε είχε προηγηθεί. Το MAD με τον θρυλικό Harvey Kurtzman (1924-1993) στο τιμόνι και με εκδότη τον William Gaines (1922-1992), ιδιοκτήτη της εταιρείας EC, κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 1952 και άλλαξε για πάντα την ιστορία των κόμικς. Ο Gaines μέχρι τότε ειδικευόταν στην έκδοση κόμικς με βασική θεματολογία τον τρόμο, ενώ ο Kurtzman είχε δείξει το σπάνιο ταλέντο του στις αντιπολεμικές σειρές «Two-Fisted Tales» και «Frontline Combat». Με το MAD όμως εγκαινίασαν ένα νέο και ρηξικέλευθο στιλ που, προϊόντος του χρόνου, εξελίχθηκε σε ολόκληρο είδος: αυτό της ανελέητης παρωδίας και του καυστικού χιούμορ απέναντι στη μαζική κουλτούρα, τις χολιγουντιανές ταινίες, τους σελέμπριτις, τις διαφημίσεις, την τηλεόραση, τους πολιτικούς, ακόμα και τα υπόλοιπα κόμικς. Το MAD από το πρώτο κιόλας τεύχος του έδειξε τους στόχους του ξεκάθαρα: περιείχε τέσσερις ιστορίες που παρωδούσαν η καθεμιά ένα από τα κυρίαρχα, ως τότε, είδη στα κόμικς (τρόμος, επιστημονική φαντασία, αστυνομικό, γουέστερν). Αριστερά, το εξώφυλλο του πρώτου τεύχους (1952). Δεξιά, το πρώτο «fake» τέλος του MAD, 60 χρόνια πριν από το πραγματικό. Ο Kurtzman ήταν υπεύθυνος για το σύνολο σχεδόν των σεναρίων ενώ οι πρώτοι σχεδιαστές με τους οποίους συνεργάστηκε ήταν οι Wally Wood, Will Elder, John Severin και Jack Davis. Η επιτυχία ήταν μεγάλη και το MAD σύντομα επέκτεινε το πεδίο των παρωδούμενων «πρώτων υλών». Σύντομα επίσης σχεδόν το σύνολο της ύλης του περιοδικού ήταν μια παρωδία σε βαθμό που ο αναγνώστης δυσκολευόταν να καταλάβει ακόμα και αν οι διαφημίσεις που δημοσιεύονταν, οι ειδήσεις και οι συνεντεύξεις, η στήλη της αλληλογραφίας και τα μηνύματα των εκδοτών προς τους αναγνώστες ήταν αληθινά ή ψεύτικα. Στο τέταρτο τεύχος παρωδήθηκε ο Σούπερμαν («Superduperman»), στο έκτο ο Κινγκ Κονγκ («Ping Pong»), στο όγδοο ο Μπάτμαν κ.ο.κ. Αριστερά, το MAD σε μια επίδειξη πρόκλησης και σαρκασμού. Δεξιά, ο Alfred Neuman, μασκότ του περιοδικού για 60 και πλέον χρόνια, στρατολογεί για το MAD την περίοδο του πολέμου του Βιετνάμ. Ακολούθησαν οι πλαστές ειδήσεις σε άλλες γλώσσες, με πρώτη μάλιστα την ελληνική, σε κάποιο ακατάληπτο κείμενο συρραφής ειδήσεων από εφημερίδα της ελληνικής ομογένειας στις ΗΠΑ, οι παρωδίες κλασικών λογοτεχνικών έργων (από τα πρώτα ήταν το «Νησί των Θησαυρών» και το «Κοράκι») και μεγάλων μπλοκμπάστερ αλλά και η σάτιρα των διαφημίσεων της εποχής που υπόσχονταν στους καταναλωτές-μέλη των αμερικανικών πυρηνικών οικογενειών μια υπέροχη ζωή μέσω της αγοράς έξυπνων ηλεκτρικών συσκευών και μηχανών κουρέματος του γκαζόν. Στο ενδέκατο τεύχος ο Kurtzman προχώρησε ακόμα ένα βήμα εγκαινιάζοντας μια νέα σειρά, στην οποία η ίδια ιστορία δημοσιευόταν δύο φορές στο ίδιο τεύχος με πανομοιότυπα σχέδια, αλλά διαφορετικά σενάρια: το πρώτο ήταν το συμβατικό, όπως δηλαδή θα μπορούσε να δημοσιευτεί σε κάποιο «καθωσπρέπει» έντυπο και το δεύτερο ήταν το ανατρεπτικό, όπως μόνο στο MAD θα μπορούσε να υπάρξει. Το δωδέκατο τεύχος, με αρκετές δόσεις αυτοσαρκασμού, δεν είχε κανένα σκίτσο στο εξώφυλλό του και ενημέρωνε τους αναγνώστες ότι μπορούν άφοβα να το κρατάνε σε δημόσιο χώρο χωρίς να ντρέπονται επειδή διαβάζουν κόμικς, ενώ το δέκατο τρίτο είχε ένα σχεδόν αποκλειστικά μονόχρωμο κόκκινο εξώφυλλο με μια μικρή λεζάντα στο πάνω μέρος ως αντίδραση στον γιγαντισμό των τίτλων και τις υπερβολές άλλων περιοδικών. Ακολούθησαν τα έργα τέχνης, με πρώτη τη Μόνα Λίζα που παρουσιάστηκε στο εξώφυλλο να κρατά ένα τεύχος του MAD, ενώ στο εικοστό πρώτο τεύχος το εξώφυλλο ήταν ολόκληρο μια παρωδία διαφημίσεων όπλων μεταξύ των οποίων οπλοπολυβόλα, περίστροφα, πύραυλοι, βόμβες, ανθρωποφάγοι κροκόδειλοι και θηριώδεις ελέφαντες που είχαν μάλιστα και τιμή. Έτσι πορεύτηκε το MAD μέχρι το εικοστό τρίτο τεύχος του το 1955, αλλά από το εικοστό τέταρτο άλλαξε μορφή και εμπλούτισε το περιεχόμενό του, διατηρώντας όμως την παρωδία ως το βασικό συστατικό του. Ένας από τους λόγους της αλλαγής ήταν και η αποφυγή των υποχρεώσεων που απέρρεαν από τη θέσπιση των λογοκριτικών κανόνων της Comics Code Authority που ήδη είχαν αρχίσει να εφαρμόζονται λίγο νωρίτερα. Ο Kurtzman έμεινε για ακόμα έναν χρόνο στη διεύθυνση του περιοδικού και παραιτήθηκε το 1956. Από τότε τη διεύθυνση ανέλαβε ο Al Feldstein ως το 1984, o Nick Meglin ως το 2004, ο John Ficarra ώς το 2017 και τα τελευταία δύο χρόνια ο Bill Morrison. Όλα αυτά τα χρόνια το MAD ακολούθησε τη συνταγή του Kurtzman σατιρίζοντας σκληρά κάθε κατεστημένη κοινωνική, καλλιτεχνική και πολιτική αξία, χωρίς ταμπού και χωρίς φόβο. Ιδιαίτερα στο πολιτικό σκέλος η κριτική του ήταν απολαυστική με στόχο κάθε πρόεδρο των ΗΠΑ, περισσότερο όμως τους πιο πρόσφορους για πολιτική σάτιρα και «ευάλωτους» όπως ο Ρίτσαρντ Νίξον, ο Τζορτζ Μπους ο νεότερος και φυσικά ο Ντόναλντ Τραμπ. Με συνεργάτες ορισμένους από τους καλύτερους και πιο καυστικούς δημιουργούς κόμικς, όπως οι Sergio Aragones, Al Jaffee, Don Martin, Peter Kuper, Antonio Prohias, Dave Berg κ.ά., η κριτική του MAD, όσο σκληρή κι αν γινόταν, έβρισκε πάντα ευήκοα ώτα και αναγνωστικό κοινό. Οι πωλήσεις όμως σταδιακά έπεφταν. Το περιοδικό, που κάποτε ξεπερνούσε τα 2 εκατομμύρια αντίτυπα τον μήνα, έφτασε να πουλά λιγότερα από 150 χιλιάδες τεύχη. Οι υπεύθυνοί του, μετά από 67 ολόκληρα χρόνια, ανακοίνωσαν πριν από λίγες ημέρες το κλείσιμο του MAD. Το περιοδικό θα συνεχίσει να εκδίδεται για κάποιο διάστημα δημοσιεύοντας όμως μόνο προδημοσιευμένο υλικό από τη μεγάλη ιστορία του, ενώ θα κυκλοφορούν και κάποιοι ετήσιοι τόμοι, χωρίς σταθερή περιοδικότητα, με νέο υλικό πάνω σε συγκεκριμένα θέματα. Η απώλεια είναι μεγάλη, περισσότερο γιατί το MAD αποτελούσε πλέον ένα σύμβολο της ιστορίας των κόμικς και μια σταθερή αξία που βρισκόταν πάντα στην πρώτη γραμμή του χιούμορ και του πολιτικού σχολιασμού και όχι τόσο για την πρωτοτυπία του και την ευρηματικότητά του. Οι ανατρεπτικές ιδέες των εμπνευστών και ιδρυτών του και ειδικά η παρωδιακού τύπου σάτιρα και η εσκεμμένη πρόκληση σύγχυσης στους αναγνώστες μέσω επιτηδευμένα παραπλανητικών δημοσιευμάτων έχουν πλέον διαχυθεί στον χιουμοριστικό Τύπο σε τέτοιο βαθμό που θεωρούνται από πολλούς ήδη ξεπερασμένες καλλιτεχνικές μέθοδοι. Σε κάθε περίπτωση το κενό του MAD είναι δυσαναπλήρωτο, αλλά οι «διδαχές» του Kurtzman και του Gaines είναι πια τόσο διαδεδομένες που καθιστούν το «πείραμα» του 1952 απολύτως επιτυχημένο. Δυστυχώς και περαιωμένο. Και το σχετικό link...
  5. Υποτίθεται πως τα Χριστούγεννα τα πάθη καταλαγιάζουν, οι καρδιές μαλακώνουν, τα συναισθήματα γλυκαίνουν. Κοιτάζοντας τα χριστουγεννιάτικα κόμικς του περιοδικού MAD από το 1952 μέχρι σήμερα, αυτή η θεωρία καταρρίπτεται. Η σάτιρα του περιοδικού τα Χριστούγεννα γίνεται πιο σκληρή. Και αφορά πάνω απ’ όλα τα χριστουγεννιάτικα ήθη κι έθιμα. Το MAD κυκλοφόρησε το 1952 με διευθυντή τον Harvey Kurtzman και εκδότη τον William Gaines, δυο πρόσωπα που έπαιξαν καταλυτικό ρόλο στη σύγχρονη ιστορία των κόμικς. Ο πρώτος με τις ανεξάντλητες ιδέες του και τις συνεχείς καινοτομίες του και ο δεύτερος με τις πρωτοπόρες εκδόσεις του και τη στράτευσή του στον αγώνα για τα δικαιώματα των δημιουργών θεωρούνται οι θεμελιωτές της σχολής της παρωδίας μέσω των κόμικς. Μια παρωδία που από το πρώτο κιόλας τεύχος του MAD έγινε το βασικό εργαλείο πολιτικής, καλλιτεχνικής και κοινωνικής κριτικής με όχημα τα χιουμοριστικά κόμικς και με τρόπο που πάντα παρέκαμπτε τους αυστηρούς λογοκριτικούς κανόνες της Comics Code Authority. O Kurtzman συγκέντρωσε στο περιοδικό μια πλειάδα δημιουργών (Will Elder, Wally Wood, Jack Davis, John Severin κ.ά.) που εξυπηρέτησαν τον ίδιο σκοπό ακόμα και μετά την αποχώρησή του το 1956 και επηρέασαν καθοριστικά τις εξελίξεις στα κόμικς καθώς οι «απομιμήσεις» του MAD ήταν δεκάδες πάνω στα πρότυπα που αυτό εισήγαγε. Η παρωδία αφορούσε κάθε πιθανό θέμα και κυρίως κινηματογραφικές ταινίες, διαφημίσεις, λογοτεχνικά έργα, τηλεοπτικά σίριαλ, εμπορικές πρακτικές, καταναλωτικές συνήθειες, πολιτικές καταστάσεις, τη ζωή των διασημοτήτων. Ακόμα και τα Χριστούγεννα! Συνήθως με την παρουσία της εμβληματικής μορφής του Alfred Neuman, μασκότ του περιοδικού και προσωποποίηση της ηλιθιότητας, τα χριστουγεννιάτικα τεύχη εδώ και 66 χρόνια σατιρίζουν την επικαιρότητα της εποχής τους αλλά και τις παραδόσεις των Χριστουγέννων μαζί με τα αμερικανικά ήθη και έθιμα. Και φυσικά, τα γλυκανάλατα χριστουγεννιάτικα τραγουδάκια. Από το πρωτοχρονιάτικο τεύχος του 1958 κιόλας, το MAD δήλωσε την απαισιοδοξία του για τα πράγματα παρουσιάζοντας τον Alfred Neuman, ως προσωποποίηση του νέου έτους, να έρχεται στη θέση του απελθόντος και κουρασμένου παππού αλλά να «πηδάει» μια χρονιά. Έναν χρόνο αργότερα, σε μια τριπλή εμφάνιση, ο Alfred Neuman ήταν παρών και παρούσα ταυτοχρόνως σε εξώφυλλο και οπισθόφυλλο, ως χριστουγεννιάτικο στολίδι, αλλά και σε εσωτερική σελίδα όπου ντυμένος Άϊ-Βασίλης ευχόταν πικρόχολα «Καλά Χριστούγεννα» σε όλους τους απομιμητές του περιοδικού. Το 1960, ο πιτσιρίκος έγινε επικεφαλής μιας χορωδίας που τραγουδά τα κάλαντα, ενώ το 1962 παρακολουθούσε αφ’ υψηλού δυο Αγιοβασίληδες να τσακώνονται την ίδια στιγμή που κρατούσαν πινακίδες για την ειρήνη στη Γη και τη φιλία των ανθρώπων. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1967, έγινε ο ίδιος Άϊ-Βασίλης με στραβοβαλμένο μούσι και το κλασικό ηλίθιο χαμόγελο και «έπιασε δουλειά» δίπλα σε έναν «πραγματικό» Άϊ-Βασίλη αλλά χωρίς επιτυχία, ενώ το 1975, σχολιάζοντας τη μόδα των πλαστικών, φτηνών παιχνιδιών, έστησε το χριστουγεννιάτικο δέντρο του, απλώς φουσκώνοντάς το. Λίγο νωρίτερα, το 1970, είχε γίνει ο ίδιος μπάλα για χριστουγεννιάτικο δέντρο, κατακόκκινη και απαστράπτουσα αλλά όχι και τόσο ελκυστική γι’ αυτόν που την κρατά. Το 1984, στο προοίμιο της παρωδίας της κινηματογραφικής ταινίας «War Games», που δημοσιευόταν στο ίδιο τεύχος, έγινε υπεύθυνος στο κέντρο ελέγχου των πολεμικών επιχειρήσεων του στρατού και ήταν έτοιμος να πατήσει το κουμπί για την εκτόξευση των πυρηνικών με στόχο τον Άϊ-Βασίλη πάνω στο έλκηθρό του, ενώ το 1988 μπέρδεψε τα πράγματα και ήταν έτοιμος να μπουκάρει σε μια καμινάδα ντυμένος πασχαλινό λαγουδάκι. Το 1998 άφησε όλα τα προσχήματα και τα είπε, ντυμένος Άϊ-Βασίλης για ακόμη μία φορά, χύμα και σταράτα: «Χαρούμενες διακοπές σε όλους τους αναγνώστες μας. Και όλοι οι υπόλοιποι να πάτε στο διάολο». Επί σειρά ετών, επίσης, ο Alfred Neuman αποτελούσε το πρόσωπο της εμβληματικής διαφήμισης του MAD για να προσελκύσει νέους συνδρομητές και να πείσει τους αναγνώστες του να κάνουν δώρο στα αγαπημένα τους πρόσωπα μια συνδρομή του περιοδικού. Ως ένα από τα φαντάσματα της Χριστουγεννιάτικης Ιστορίας του Ντίκενς, επισκεπτόταν τον τσιγκούνη Εμπενίζερ Σκρουτζ για να τον πείσει να βάλει το χέρι στην τσέπη και να δωρίσει μια συνδρομή. Όλα αυτά τα χρόνια, επίσης, με θαυμαστή συνέπεια, οι υπεύθυνοι του MAD δημοσιεύουν παραφρασμένα με απολαυστικό τρόπο, συχνά προκαλώντας αντιδράσεις στο χριστεπώνυμο πλήθος, τα χριστουγεννιάτικα τραγούδια, κάθε φορά προσπαθώντας να παρωδούν τόσο τα τραγούδια όσο και τα ζητήματα που βρίσκονται στην επικαιρότητα. Γενικότερα, η πρακτική του MAD να παρωδεί με καυστικό τρόπο πρόσωπα και θέματα της επικαιρότητας πολλές φορές έχει φέρει αντιμέτωπους τους υπευθύνους του με προσβεβλημένους αναγνώστες, με τα «θύματα» της παρωδίας, ακόμα και με τη Δικαιοσύνη. Ευτυχώς, το MAD δεν το έβαλε ποτέ κάτω και συνεχίζει να κυκλοφορεί μέχρι σήμερα, 66 χρόνια μετά το πρώτο τεύχος του. Στις παρωδίες του, οι μύθοι, οι παραδόσεις, τα ήθη και τα έθιμα των Χριστουγέννων θα έχουν πάντα απ’ ότι φαίνεται μια ξεχωριστή θέση. Προσφέρονται άλλωστε για την απόλυτη παρωδία. Και το σχετικό link...
  6. GeoTrou

    Ο Τρελός και ο Πιλότος

    Ο ένας ήταν χιουμορίστας και με το περιοδικό που συνίδρυσε άλλαξε τα δεδομένα των κόμικς στη χώρα του. Ο άλλος… βασικά κι ο άλλος χιουμορίστας ήταν και έφερε επανάσταση στην κομιξική σκηνή της πατρίδας του. Ο λόγος για τους Harvey Kurtzman και René Goscinny, τεράστιες μορφές των αμερικανικών και γαλλικών κόμικς αντίστοιχα, τους οποίους έδενε μια μακρόχρονη φιλία. Ο Kurtzman βρισκόταν στο χώρο της 9ης τέχνης από το 1942 και δε σταμάτησε να σχεδιάζει ακόμα και όταν μπήκε στον στρατό το 1943 (ποτέ δε στάλθηκε στο μέτωπο βέβαια). Οι δουλειές του, ωστόσο, ήταν είτε βοηθητικές είτε πολύ μικρής αξίας και συχνά το portfolio του δε γινόταν δεκτό από τους εκδότες. Ακόμα κι έτσι, κατάφερνε να βγάζει το ψωμί του (και να πληρώνει τους λογαριασμούς). Ο Goscinny είχε μια μάλλον διαφορετική πορεία. Γεννημένος στο Παρίσι, πέρασε τα παιδικά του χρόνια στο Μπουένος Άιρες, λόγω της δουλειάς του πατέρα του. Το 1945, λίγα χρόνια αφότου αυτός πέθανε, ο Goscinny μετακόμισε με τη μητέρα του στη Νέα Υόρκη. Εξέτισε την στρατιωτική του θητεία στη Γαλλία, όπου μάλιστα φιλοτεχνούσε αφίσες για τον στρατό. Επιστρέφοντας, κάπου στα 1946 στη Νέα Υόρκη, πέρασε τη δυσκολότερη ίσως περίοδο της ζωής του, καθώς έμεινε χωρίς δουλειά για παραπάνω από έναν χρόνο. Οι Harvey Kurtzman, John Severin και René Goscinny το 1948 Το 1948 Goscinny αρχίζει να δουλεύει σε μια διαφημιστική εταιρεία, όπου γνωρίζεται με τους Harvey Kurtzman, John Severin και Will Elder. Λίγο αργότερα γίνεται μέλος του στούντιο που είχε ανοίξει ο Kurtzman και αναλάμβανε τη δημιουργία παιδικών βιβλίων για την εκδοτική Kunen Publishing. Συνεργάστηκαν μαζί για τέσσερα βιβλία, ο Goscinny ως σχεδιαστής των εσωτερικών σελίδων, ο Kurtzman φιλοτεχνώντας τα εξώφυλλα. Την ίδια περίοδο, ο Goscinny γνωρίζει τους Jijé και Morris, που τότε βρίσκονταν στις ΗΠΑ, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Έξω από το στούντιο, η επαφή μεταξύ των δύο αντρών ήταν επίσης διαρκής και γρήγορα ανέπτυξαν μια γερή φιλία. Τόσο ο Kurtzman, όσο και η σύζυγός του, Adele, απολάμβαναν την παρέα του Γάλλου. Οι επισκέψεις στα σπίτια και των δύο ήταν συνεχείς και η Adele Kurtzman είχε να το λέει για τη μαγειρική της μητέρας του Goscinny. Ο Goscinny κέρδισε πολλή εμπειρία από την εργασία του στην Αμερική («Από επαγγελματικής άποψης, είναι αυτά που έμαθα εκεί [σ.σ. ΗΠΑ] που μου επέτρεψαν να δουλέψω εδώ [σ.σ. Γαλλία]»), αλλά όχι και χρήματα. Έτσι, το 1951, μετά και από συνομιλίες με τον Georges Troisfontaines, διευθυντή του πρακτορείου τύπου World Press, εγκαθίσταται στο Παρίσι. Μπορείτε να βρείτε τον Kurtzman, τον Goscinny και τον Morris; Σιγά-σιγά, τα πράγματα και για τους δύο δημιουργούς παίρνουν τον δρόμο τους. Το 1952, ο Kurtzman έγινε ιδρυτικό μέλος και κύριος συντελεστής του Mad. Παρότι δεν είχε αμέσως μεγάλη ανταπόκριση, με τα χρόνια έγινε ένα αναπόσπαστο κομμάτι της αμερικανικής κουλτούρας χάρη στην αιχμηρή του σάτιρα. Από την άλλη, ο Goscinny αρχίζει να γράφει σενάρια για το Λούκυ Λουκ και, κυρίως, γνωρίζει τον Albert Uderzo. Γρήγορα ξεκινούν δειλά τα πρώτα τους κοινά βήματα, μέχρι το 1959, που μαζί με άλλους ιδρύουν το θρυλικό περιοδικό Pilote. Τα υπόλοιπα είναι ιστορία. Οι δύο φίλοι συνεχίζουν, όλο αυτόν τον καιρό, να είναι σε επαφή. Παρόλα αυτά, ο Kurtzman αγνοούσε την επιτυχία του Goscinny. Όταν, το 1966, τον επισκέφτηκε με την Adele στο Παρίσι, ξαφνιάστηκε από τη μεγαλοπρεπή φιλοξενία και τα γεύματα σε πολυτελή εστιατόρια. Ώσπου είδε τις ντάνες των Αστερίξ στα καταστήματα και κατάλαβε. Μερικά χρόνια αργότερα, σε ένα βιβλίο αφιερωμένο στον Goscinny, ο Kurtzman έγραψε στον πρόλογο: «Εγώ και μόνο εγώ είμαι η αιτία του René Goscinny στον κόσμο. Αυτός κι εγώ δουλεύαμε μαζί στη Νέα Υόρκη […]. Η επιρροή μου πάνω του ήταν τόσο μεγάλη, που οτιδήποτε και αν πιάσαμε, ήταν καταστροφικό κι έτσι δεν είχε άλλη επιλογή από το να αναζητήσει την τύχη του αλλού.» Το 1977, ο Goscinny πέθανε από καρδιακή ανακοπή, ενώ έκανε τεστ κοπώσεως στον γιατρό του. Ωστόσο, η φιλία τους «συνεχίστηκε» και μετά το γεγονός αυτό. Τον Σεπτέμβριο του 1985, η σύζυγος του Goscinny, Gilberte, κάλεσε τον Kurtzman στην έκθεση προς τιμή του εκλιπόντος, στο δεύτερο επίπεδο του Πύργου του Άιφελ. Ο Τρελός Αμερικανός έφυγε από τη ζωή το 1993. Λογικά, μέχρι σήμερα σκαρώνει στριπάκια με τον Γάλλο Πιλότο, σε κάποιο λερωμένο από το μελάνι σύννεφο. Πηγές Schelly, Bill (2015). Harvey Kurtzman: The Man Who Created Mad and Revolutionized Humor in America. Seattle: Fantagraphics.
  7. Από το Καρέ Καρέ της Εφημερίδας των Συντακτών: 15/08/14 Το βιβλίο της (μεταπολεμικής και μεταμακαρθικής) ζούγκλας Το λιγότερο γνωστό αλλά κατά πολλούς σημαντικότερο έργο του Harvey Kurtzman, το Jungle Book, επανακυκλοφορεί 55 χρόνια μετά την πρώτη έκδοσή του και εγκαινιάζει την επανέκδοση των απάντων του πιο επιδραστικού, ίσως, καλλιτέχνη της ιστορίας των κόμικς!. Κείμενα: Γιάννης Κουκουλάς Εμβληματική μορφή στην ιστορία των κόμικς και ένας από τους πιο επιδραστικούς καλλιτέχνες του είδους, ο Harvey Kurtzman (1924 – 1993) ήταν εμπνευστής του κλασικού, πλέον, περιοδικού MAD που πρωτοκυκλοφόρησε το 1952 με χιουμοριστικά κόμικς, παρωδίες κινηματογραφικών ταινιών, λογοτεχνικών έργων, διαφημίσεων, και υπερηρωικών κόμικς. Λίγο νωρίτερα είχε δημιουργήσει δύο συγκλονιστικές σειρές με αντιπολεμικό περιεχόμενο, τα Two-Fisted Tales και Frontline Combat, που εστίασαν στον άνθρωπο και τη φύση ως θύματα του πολέμου και όχι σε ανδραγαθήματα ατρόμητων στρατιωτών. Στα χρόνια που ακολούθησαν ο Kurtzman δεν έπαψε ποτέ να πειραματίζεται σχεδιαστικά και να πρωτοτυπεί σεναριακά και θεματικά. Δημιούργησε τα περιοδικά Trump, Humbug και Help με συνεργάτες όπως οι Wally Wood, Will Elder, Jack Davis, Gilbert Shelton, Robert Crumb, έφτιαξε photo-comics με τον John Cleese και τον Woody Allen, δημιούργησε τη σειρά Hey Look! από μονοσέλιδα κόμικς με ρηξικέλευθους φιλοσοφικούς προβληματισμούς πάνω στην έννοια της καλλιτεχνικής δημιουργίας και της αναπαράστασης. Η πιο διάσημη πρωταγωνίστριά του ήταν η Little Annie Fanny, μια αφελής αρχικά και ολοένα εξυπνότερη σεξοβόμβα που δημοσιευόταν επί σειρά ετών στο Playboy. Ανάμεσα στα αξεπέραστα έργα του συγκαταλέγεται και το λιγότερο γνωστό αλλά, κατά πολλούς, σημαντικότερο δημιούργημά του, το Jungle Book του 1959, λίγα χρόνια μετά τη μακαρθική υστερία και το κυνήγι καλλιτεχνών (και του Kurtzman!) εν είδει μεσαιωνικών μαγισσών. Το Jungle Book, που επανακυκλοφορεί 55 χρόνια μετά την πρώτη έκδοσή του, αποτελείται από τέσσερις ιστορίες φαινομενικά διαφορετικού είδους με κοινό παρονομαστή το παρωδιακό στοιχείο (αστυνομικό μυστήριο, κοινωνικός προβληματισμός, παραδοσιακό γουέστερν και σύγχρονο γουέστερν) και ασυνήθιστο, ανορθόδοξο format καθώς υπάρχουν πολλά ολοσέλιδα καρέ, ενώ πολλές σελίδες αρθρώνονται σε δύο ή τρία κατακόρυφα καρέ. Το χιούμορ του Kurtzman είναι όπως πάντα εγκεφαλικό με εξεζητημένους διαλόγους που ξεχειλίζουν από ειρωνεία και πλαστή σοβαροφάνεια. Πολλοί ιστορικοί θεωρούν το Jungle Book πρόδρομο των graphic novels καθώς κυκλοφόρησε κατευθείαν σε μορφή βιβλίου, χωρίς προηγουμένως να έχει δημοσιευτεί σε εφημερίδες ή περιοδικά, ενώ το περιοδικό The Comics Journal το έχει κατατάξει στην εικοστή έκτη θέση ανάμεσα στα εκατό πιο σημαντικά κόμικς όλων των εποχών! Το βιβλίο προλογίζεται από τον θρυλικό δημιουργό των Freak Brothers, Gilbert Shelton, τον πατριάρχη των underground κόμικς, Dennis Kitchen και τον Art Spiegelman. O εκδοτικός κολοσσός Dark Horse υπόσχεται να κυκλοφορήσει τα άπαντα του Harvey Kurtzman και η εγκαινίαση της σειράς Essential Kurtzman με το Jungle Book υπογραμμίζει την αξία αυτού του σχετικά άγνωστου αλλά σημαντικότατου έργου ενός από τους μεγαλύτερους εναλλακτικούς δημιουργούς κόμικς της Ιστορίας. ~ Μια ιστοριούλα του Jungle Book είχε δημοσιευτεί με τίτλο «Τελώνιος Βίας» σε ένθετο στο Παρά Πέντε #1.
  8. Dr Paingiver

    ΤΕΛΩΝΙΟΣ ΒΙΑΣ

    Αφού μετα από τόσους μήνες, και παρά την συζήτηση για τον Τελώνιο Βία που ξεκίνησε ο Dream Factory, δεν έγινε παρουσίαση, ας την κάνω εγώ. Ο Τελώνιος Βίας, είναι μία από τις ιστορίες που δημοσιεύτηκαν το 1959 υπό τον γενικό τίτλο "Jungle Book: Thelonious Violence" του Αμερικάνου δημιουργού Harvey Kurtzman. Για το έργο του Kurtzman που μεταξύ άλλων έγραψε για το Mad και συνεργάστηκε με τέρατα του χώρου όπως ο Crumb, μπορείτε να διαβάσετε εδώ. Το τεύχος δεν αναφέρει καμία πληροφορία, και η ημερομηνία έκδοσης είναι κατά προσέγγιση. Ανατρεπτικό χιούμορ εκδόθηκε σε 32σέλιδο φυλλάδιο, ένθετο στο τεύχος #1 του περιοδικού Παραπέντε.
×
×
  • Δημιουργία νέου...

Σημαντικές πληροφορίες

Χρησιμοποιώντας αυτή τη σελίδα, αποδέχεστε τις Όρους χρήσης μας.