Μετάβαση στο περιεχόμενο

Αναζήτηση στην Κοινότητα

Εμφάνιση αποτελεσμάτων για ετικέτες 'MAD'.

  • Αναζήτηση ανά ετικέτες

    Πληκτρολογήστε ετικέτες χωρισμένες με κόμματα.
  • Αναζήτηση ανά συγγραφέα

Τύπος περιεχομένου


Ενότητες

  • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΝΕΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΝΕΑ
  • ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ
    • ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ
    • ΤΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙ
  • ΧΑΛΑΡΩΜΑ
    • ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ
    • ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΡΙΟ
    • ΤΟ ΠΑΖΑΡΙ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Διάφορα
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Ντόναλντ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Super Μίκυ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Κόμιξ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μίκυ Μάους
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μπλα μπλα
  • VINTAGE's Συζήτηση
  • VIDEO GAMES's Γεν. Συζήτηση για Video Games

Blogs

  • Valt's blog
  • Dr Paingiver's blog
  • GCF about comics
  • Vet in madness
  • Θέμα ελεύθερο
  • Film
  • Comics, Drugs and Brocc 'n' roll
  • I don't know karate, but i know ka-razy!
  • Γερμανίκεια
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • Κομικσόκοσμος
  • The Unstable Geek
  • Σκόρπιες Σκέψεις
  • Dhampyr Diaries
  • Περί ανέμων και υδάτων

Ημερολόγια


Βρείτε αποτελέσματα σε ...

Βρείτε αποτελέσματα που ...


Ημερομηνία Δημιουργίας

  • Αρχή

    Τέλος


Τελευταία ενημέρωση

  • Αρχή

    Τέλος


Φιλτράρετε με αριθμό ...

Εγγραφή

  • Αρχή

    Τέλος


Ομάδα


Member Title


MSN


Website URL


Yahoo


Skype


Πόλη


Επάγγελμα


Ενδιαφέροντα

  1. Ένα εμβληματικό έργο της Ιστορίας της Τέχνης κλείνει 150 χρόνια από τη δημιουργία του. Ο πίνακας που έγινε γνωστός με τον τίτλο «Η Μητέρα του Γουίστλερ» αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα έργα του τέλους του 19ου αιώνα. Από τότε αναπαράγεται διαρκώς αλλά τροποποιημένος σε κόμικς και γελοιογραφίες για χιουμοριστικούς σκοπούς. Ένας από τους σπουδαιότερους ζωγράφους της γενιάς του, ο Τζέιμς Άμποτ ΜακΝιλ Γουίστλερ (1834-1903), γεννήθηκε στη Μασαχουσέτη και έζησε στο Κονέκτικατ, στην Αγία Πετρούπολη, στο Παρίσι και στο Λονδίνο για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Από νεαρή ηλικία είχε την ευκαιρία να έρθει σε επαφή με όλα τα ρεύματα της τέχνης της εποχής του για να καταλήξει σε μια έντονα συναισθηματική ζωγραφική με πολλά πορτρέτα και μεγάλη παρουσία της νύχτας στους πίνακές του. Το πιο διάσημο έργο του και ένα από τα πιο γνωστά και αναγνωρίσιμα έργα της Ιστορίας της Τέχνης είναι αναμφίβολα ο πίνακάς του που ολοκληρώθηκε το 1871 με τίτλο «Συμφωνία σε Γκρι και Μαύρο Νο. 1». Αυτός ο τίτλος όμως είναι ελάχιστα οικείος ακόμα και στους ιστορικούς της τέχνης, καθώς ο πίνακας έμεινε γνωστός στην Ιστορία ως «Η Μητέρα του Γουίστλερ». Ο Αμερικανός καλλιτέχνης είχε τη συνήθεια να δίνει στα έργα του ονομασίες που ξεκινούσαν με λέξεις όπως «Συμφωνία», «Αρμονία», «Νυχτερινό» κ.ά., χωρίς να περιλαμβάνεται το θέμα στον τίτλο. Επόμενο ήταν κάποια από τα έργα του να γίνουν γνωστά με άλλα ονόματα με πιο χαρακτηριστικό τη «Μητέρα του Γουίστλερ». Η Μητέρα του Γουίστλερ, 1871 Το έργο φιλοτεχνήθηκε κατά τη διάρκεια της παραμονής του Γουίστλερ στο Λονδίνο και παρουσιάστηκε το 1872 στη Βασιλική Ακαδημία, τοποθετούμενο όμως σε μια καθόλου προνομιούχο θέση του εκθεσιακού χώρου, καθώς αρχικά είχε απορριφθεί και είχε δεχτεί επιθέσεις από τους κριτικούς. Ήταν τελείως ασυνήθιστο το θέμα του και εντελώς ξένη προς την παραδοσιακή, ακαδημαϊκή αγγλική ζωγραφική η τεχνοτροπία του. Ο ωμός ρεαλισμός της εικόνας μιας ηλικιωμένης, καθιστής γυναίκας, παγερά ανέκφραστης και προσηλωμένης σε κάποιο αόριστο και αδιευκρίνιστο σημείο, έξω από το οπτικό πεδίο του θεατή, σε ένα κλειστό και σκοτεινό περιβάλλον που κυριαρχεί το μαύρο, το γκρι και η ώχρα, προκαλεί θλίψη και συνειρμικά ανακαλεί τη μελαγχολία, τα γηρατειά, τον θάνατο. Το έργο ωστόσο με κάποια καθυστέρηση γνώρισε παγκόσμια αναγνώριση για τους ίδιους ακριβώς λόγους που όταν δημιουργήθηκε προκάλεσε αποστροφή. Για τη δεξιοτεχνία δηλαδή του Γουίστλερ να αποδώσει το κλίμα σήψης και παρακμής με τόση απλότητα έστω κι αν, πιθανώς, δεν ήταν αυτοί οι στόχοι του. Ίσως μάλιστα να αποτελεί μια σύμπτωση ότι στο συγκεκριμένο έργο, μοντέλο ήταν η μητέρα του καλλιτέχνη, Άννα ΜακΝιλ Γουίστλερ. Σύμφωνα με μελετητές του έργου του Αμερικανού ζωγράφου, η Άννα Γουίστλερ πόζαρε για τον γιο της όταν το μοντέλο που έπρεπε να είναι στη θέση της δεν πήγε στο ραντεβού. Κι έτσι, η ηλικιωμένη γυναίκα έγινε ένα σύμβολο μιας συντηρητικής εποχής και χαρακτηρίστηκε από πολλούς ως η «Μόνα Λίζα» της βικτοριανής Αγγλίας. Kin-der-Kids, 1906 Τέτοια έργα αποτελούν «βούτυρο στο ψωμί» για γελοιογράφους και δημιουργούς κόμικς που με την παρωδιακή παρέμβασή τους εκμεταλλεύονται την αναγνωρισιμότητα του πρωτοτύπου και, αναπλαισιώνοντάς το, από τη μια το επανεπικαιροποιούν και από την άλλη το επανανοηματοδοτούν έτσι ώστε να καρπωθούν την υπεραξία του, σχεδόν πάντα για καλοπροαίρετους, χιουμοριστικούς σκοπούς. Μια τέτοια πρώιμη περίπτωση επανάχρησης του έργου προήλθε από τον Αμερικανογερμανό εξπρεσιονιστή ζωγράφο Lyonel Feininger που στα πρώτα χρόνια της καριέρας του εργάστηκε ως γελοιογράφος και δημιουργός κόμικς στις ΗΠΑ. Στη σειρά του «Kin-der-Kids», η πρωταγωνίστρια Θεία Jim-Jam, μια ηλικιωμένη υπερπροστατευτική γυναίκα για τα σκανδαλιάρικα ανίψια της, παρουσιάζεται ως μια διαφορετική εκδοχή της Μητέρας του Γουίστλερ, με παρόμοια αμφίεση αλλά σε ένα εντελώς ανοίκειο για την ηλικία της περιβάλλον. Σε μια από τις παρουσίες της μάλιστα, τοποθετείται από τον Feininger στην ίδια καθιστή στάση αλλά κοιτώντας προς την αντίθετη κατεύθυνση και μπροστά από ένα κατακόκκινο φόντο, σε αντιδιαστολή με τα μουντά χρώματα του πρωτοτύπου. Αν και παραμένει άγνωστο το αν ο Feininger επιδίωκε να παρωδήσει τον Γουίστλερ, να δηλώσει τις εκλεκτικές του συγγένειες και τις επιρροές του ή απλώς σκόπευε στη δημιουργία μιας χιουμοριστικής επανάχρησης, η Θεία Jim-Jam αποτελεί μάλλον την πρώτη μεταφορά της γνωστής εικόνας στο χώρο των κόμικς και των κινουμένων σχεδίων. Have You Got Any Castles, 1938 Τέτοιες μεταφορές υπήρξαν αμέτρητες στη συνέχεια. Το 1938 η Μητέρα του Γουίστλερ εμφανίστηκε σε ένα επεισόδιο της σειράς κινουμένων σχεδίων Merrie Melodies με τίτλο «Have You Got Any Castles», να ζωντανεύει και να κινείται στους ρυθμούς της μουσικής δίπλα στην Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων, το Τέρας του Φρανκενστάιν, τον Όλιβερ Τουίστ, τους Τρεις Σωματοφύλακες και άλλους χαρακτήρες της κλασικής λογοτεχνίας, έχοντας ήδη κατακτήσει μια ξεχωριστή θέση στην Ιστορία της Τέχνης. Book Revue, 1946 Σε ένα ριμέικ της ταινίας του 1946 με τίτλο «Book Revue», η ηλικιωμένη γυναίκα παρουσιάζεται στο εξώφυλλο ενός βιβλίου με τίτλο «Famous Paintings» να πέφτει από την καρέκλα της, ενώ το 1953 στη μικρού μήκους ταινία «No Hunting» με πρωταγωνιστή τον Ντόναλντ Ντακ, παίρνει τη μορφή της μητέρας του την ώρα που αυτός ετοιμάζεται για την πρώτη μέρα κυνηγιού. Πάλι δίπλα στον Ντόναλντ στην ταινία «Donald ’s Diary» του 1954, αλλά ως μητέρα της Ντέζι Ντακ αυτήν τη φορά, εμφανίζεται να κρατά έναν τηλεβόα προσπαθώντας να ακούσει τον μνηστήρα της κόρης της. Donald 's Diary, 1954 Ακόμα πιο παράδοξη είναι όμως η παρουσία της στην τηλεοπτική σειρά «The Simpsons», με πρώτη εμφάνιση στο επεισόδιο «The Mansion Family» του 2000 ως πίνακας στο σπίτι του αντιπαθητικού, κακότροπου, φιλοχρήματου, εκδικητικού και ζάμπλουτου ιδιοκτήτη του πυρηνικού εργοστασίου του Springfield κυρίου Μπερνς, που συχνά-πυκνά κάνει εφιαλτική τη ζωή του Homer Simpson και της οικογένειάς του. Κι εδώ η θέση της στο σπίτι ενός χιουμοριστικού «κακού» χρησιμεύει στην αποκάλυψη ενός ακόμα στοιχείου του χαρακτήρα του. The Simpsons, 1995 Μόνο ένας τέτοιος υπέργηρος μισάνθρωπος θα μπορούσε να επιλέξει να τοποθετήσει στον τοίχο του μια βλοσυρή και ηλικιωμένη γυναίκα στα όρια της αποσύνθεσης και της νεκρικής ακαμψίας. Λίγα χρόνια νωρίτερα, αλλά σε ένα ημερολόγιο με τα πρόσωπα των χαρακτήρων της σειράς σε αταίριαστους ρόλους, η Marge Simpson είχε ποζάρει και αυτή ως Μητέρα του Γουίστλερ την ώρα που ξεκουράζει τα πόδια της σε ζεστό νερό διαβάζοντας, τι άλλο, ένα περιοδικό με τίτλο «Μοντέρνα Μητρότητα». Περιοδικό MAD, 1963 Εξίσου χιουμοριστική αλλά και καυστική για επετειακού τύπου γιορτές όπως η «Ημέρα της Μητέρας» ήταν το 1963 η παρουσία της γηραιάς γυναίκας στο εξώφυλλο του περιοδικού MAD, «βίβλου» της παρωδίας και της ειρωνείας ενάντια σε κάθε τι κλασικό και παραδοσιακό, τη στιγμή που ετοιμάζεται να δεχτεί στο κεφάλι της το γράμμα «D» από τον τίτλο του περιοδικού. Λιγότερο αστεία και περισσότερο σοκαριστική ήταν όμως η «Μητέρα του Γουίστλερ» στο εξώφυλλο του περιοδικού «Army @ Love – The Art of War», σε μια σειρά με παρωδίες πολλών γνωστών έργων τέχνης όπως το «Πρόγευμα στη Χλόη» του Μανέ, η «Μόνα Λίζα» του Ντα Βίντσι, το Nighthawks του Χόπερ κ.ά. Κι αυτό γιατί η γηραιά κυρία, αντί να κάθεται ακίνητη σε ένα μουντό σαλόνι, έχει μόλις σπείρει τον τρόμο τριγύρω της και έχει γεμίσει το δωμάτιο με πτώματα από το πολυβόλο της που ακόμα καπνίζει. Army @ Love, 2008 Κι αυτές είναι λίγες μόνο από τις αμέτρητες παρουσίες της «Μητέρας του Γουίστλερ» έξω από το αυστηρό της πλαίσιο. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων οι μεταποιητές της δεν σαρκάζουν το έργο ούτε το θέμα του. Επισημαίνουν παραλληλισμούς και προκαλούν συνειρμούς. Αυτός είναι άλλωστε και ο βασικός σκοπός της μοντέρνας και μεταμοντέρνας παρωδίας που συνθέτει μεταμυθοπλασίες πάνω στα κλασικά έργα. Κι έτσι τα ξανακάνει επίκαιρα αρνούμενη την τοτεμοποίηση και τη μουσειοποίησή τους, αλλά δίνοντάς τους ένα εναλλακτικό νέο νόημα προσαρμοσμένο στις απαιτήσεις των καιρών. Τα κόμικς, η γελοιογραφία και τα κινούμενα σχέδια έχουν πολλά να προσφέρουν σ’ αυτόν τον τομέα, ιδιαίτερα όταν κάνουν χιούμορ. Αρκεί να τα αντιμετωπίζουμε με τη σοβαρότητα που αρμόζει στο χιούμορ. Και το σχετικό link...
  2. Η παρωδία ήταν το βασικό συστατικό στο οποίο στηρίχτηκε το περιοδικό MAD από το 1952 και για περισσότερες από 6 δεκαετίες. Μέρος αυτής ήταν και οι χιουμοριστικές κινηματογραφικές «προσαρμογές» των μεγάλων χολιγουντιανών ταινιών, στις οποίες διέπρεψε ο δεξιοτέχνης Mort Drucker. «Γέννηση στο Μπρούκλιν, Νέα Υόρκη. 55 χρόνια γάμου με τη Barbara, την αγάπη μου από το Γυμνάσιο. Δύο κόρες, τρία εγγόνια. Ελεύθερος συνεργάτης χιουμοριστικών εικονογραφήσεων. 50 χρόνια συνεργάτης του περιοδικού MAD. Εξώφυλλα αυτής της εποχής βρίσκονται στην Εθνική Πινακοθήκη Πορτρέτων του Smithsonian Institute της Ουάσινγκτον. Βραβείο Reuben Award της National Cartoonists’ Society. 45 χρόνια διαφημίσεις, εικονογραφήσεις σε βιβλία και περιοδικά, κινηματογραφικές αφίσες, κινούμενα σχέδια, παιδικά βιβλία. Τιμητικό διδακτορικό στις καλές τέχνες από το Ινστιτούτο Τεχνών της Βοστόνης. Πόστερ για το American Graffiti του George Lucas. Εικονογράφηση των coloring books για τον JFK, τον Ollie North, τον Ρόναλντ Ρέιγκαν. Η δημιουργικότητα, το σχέδιο, τα ταξίδια και η μάθηση είναι μερικά από τα πάθη μου. Ήταν και συνεχίζει να είναι ένα υπέροχο ταξίδι». Με αυτά τα λόγια παρουσίαζε τον εαυτό του ο Mort Drucker στους αναγνώστες της αναδρομικής έκδοσης «Mort Drucker: Five Decades of his Finest Works» (2012). Δυστυχώς, το ταξίδι τελείωσε. Ο Mort Drucker πέθανε πριν από λίγες μέρες σε ηλικία 91 ετών. Οι αναγνώστες του όμως θα τον θυμούνται πάντα για τις καρικατούρες του και το μοναδικό του χιούμορ, κυρίως για τα καταπληκτικά σχέδιά του στις παρωδίες κινηματογραφικών ταινιών του περιοδικού MAD. Η αναδρομική έκδοση του MAD για τις παρωδίες του Drucker επί πέντε ολόκληρες δεκαετίες Ο Drucker έγινε μέλος της δημιουργικής ομάδας του MAD το 1956, λίγο μετά την αποχώρηση του εμβληματικού δημιουργού Harvey Kurtzman, συνιδρυτή του περιοδικού μαζί με τον εκδότη William Gaines. Η πρώτη του δουλειά στο MAD δημοσιεύτηκε στο 32ο τεύχος τον Απρίλιο του 1957 και το όνομά του τοποθετήθηκε στη λίστα των συνεργατών του περιοδικού δίπλα σε αυτά των Will Elder, Wally Wood, Don Martin, Jack Davis κ.ά. Αφορούσε μια παρωδία διαφήμισης τσιγάρων, ενταγμένη στο πλαίσιο του περιοδικού που μέχρι τότε, στα σχεδόν πέντε χρόνια της κυκλοφορίας του, είχε προλάβει να παρωδήσει με καυστικό τρόπο δεκάδες διαφημίσεις, τηλεοπτικές εκπομπές, αθλητικά γεγονότα, λογοτεχνικά έργα, δημοφιλή κόμικς κ.ά. Σύντομα ο Mort Drucker θα γινόταν ένας από τους πανάξιους συνεχιστές της παρωδιακής διάθεσης που χαρακτήριζε το σύνολο της ύλης του MAD, αναλαμβάνοντας το μεγαλύτερο μέρος της παρωδίας των κινηματογραφικών ταινιών με έμφαση στις χολιγουντιανές υπερπαραγωγές και τα μπλοκμπάστερ. Η πρώτη του μεγάλη παρωδία ήταν το «Ο βασιλιάς κι εγώ», μια μεγάλη επιτυχία του 1956 με τον Γιουλ Μπρίνερ και την Ντέμπορα Κερ, που μετονομάστηκε σε «The Producer and I» σε σενάριο του Nick Meglin. Ακολούθησε την ίδια χρονιά το γουέστερν «Άλαμο», σε σκηνοθεσία του Τζον Γουέιν που κρατούσε και των πρωταγωνιστικό ρόλο, με τον τίτλο «Mad Visits John Wayde on the set of "At the Alamo"» σε σενάριο του Larry Siegel και το 1961 η τεράστια εισπρακτική επιτυχία «Τα κανόνια του Ναβαρόνε» με τον Γκρέγκορι Πεκ, τον Άντονι Κουίν, τον Ντέιβιντ Νίβεν, την Ειρήνη Παπά και άλλους μεγάλους σταρ της εποχής, στην οποία άλλαξαν τον τίτλο σε «The Guns of Minestrone». Το θρυλικό μιούζικαλ «West Side Story» του 1961 μεταφέρθηκε το 1963 σε παρωδιακή διασκευή σε ένα πολιτικό κόμικς με τον τίτλο «East Side Story», σε σενάριο του Frank Jacobs και πρωταγωνιστές τους ηγέτες του ανατολικού μπλοκ, τον Νικίτα Χρουτσόφ, τον Φιντέλ Κάστρο, τον Μάο Τσετούνγκ, τον Τζον Κένεντι κ.ά., ενώ το θρίλερ του Άλφρεντ Χίτσκοκ «Τα πουλιά» του 1963 μετονομάστηκε σε «For the Birds» και, αν και έχασε όλη την υπόγεια χιτσκοκική αγωνία του, ήταν μια απολαυστική σάτιρα ψυχολογικού τρόμου. Μετά από όλες αυτές τις τολμηρές «επαναδιατυπώσεις» πασίγνωστων κινηματογραφικών επιτυχιών - ας ληφθεί υπόψη ότι η παρωδία δεν αποτελούσε ως τότε μια καθιερωμένη, όπως σήμερα, μέθοδο πρόκλησης χιούμορ με πρώτη ύλη κάποιο επιτυχημένο έργο τέχνης του παρελθόντος - το όνομα του Mort Drucker είχε αρχίσει πια να γίνεται συνώνυμο της κινηματογραφικής παρωδίας. Τα υπόλοιπα χρόνια της δεκαετίας του 1960 κύλησαν με ανάλογες παρωδίες με πιο σημαντικές ίσως τον «Λόρενς της Αραβίας» του Ντέιβιντ Λιν με τον Πίτερ Ο’ Τουλ («Flawrence of Arabia», 1964), τον «Κατάσκοπο που γύρισε από το κρύο» («The Spy who Came in from the Gold», 1966), το «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;» («Who in Heck is Virginia Woolfe?», 1967), το «Μπόνι και Κλάιντ» («Balmy and Clod», 1968), το «Bullitt» («Bullbit», 1969), με αποκορύφωμα το «2001: Οδύσσεια του Διαστήματος» του Στάνλεϊ Κιούμπρικ που παρωδήθηκε ως «201 Minutes of a Space Idiocy». Το τέλος του «Πλανήτη των Πιθήκων» και οι πολιτικές προεκτάσεις των παρωδιών του MAD Από τους τίτλους και μόνο γίνεται προφανές ότι οι άνθρωποι του MAD και ακόμα περισσότερο οι σεναριογράφοι των παρωδιών και ο Mort Drucker, ως ο πιο επιτυχημένος σχεδιαστής τους, είχαν πλέον κατακτήσει το δικαίωμα να γίνονται όλο και πιο «βέβηλοι», όλο και πιο «ασεβείς» απέναντι σε ιερά τέρατα του σινεμά και σε αξέχαστες στιγμές των κινηματογραφικών ταινιών. Πρωταρχικός τους στόχος βέβαια ήταν το χιούμορ και τα χολιγουντιανά μπλοκμπάστερ έδιναν την αφορμή, αλλά οι παρωδίες δεν ήταν μόνο αυτό. Μέσω του ανελέητου σαρκασμού γινόταν σαφής κριτική στον ανεξέλεγκτο και παράλογο γιγαντισμό της κινηματογραφικής βιομηχανίας, στα μυθικά ποσά που διακινούνταν σε σταρ, σκηνοθέτες και άλλους εμπλεκόμενους στην παραγωγή ταινιών, στην διαφημιστική υπερβολή και στο παραπλανητικό λανσάρισμα, στα περιττά και συνεχή σίκουελ που αποδυνάμωναν την αξία των πρώτων ταινιών, στη σταδιακή εισαγωγή όλο και πιο εντυπωσιακών ειδικών εφέ που αλλοίωναν την πρότερη φύση της κινηματογράφησης, στα άνευρα και παρωχημένα ή υπερβολικά και δαιδαλώδη, ακατανόητα σενάρια κ.λπ. Και από την κριτική δεν ξέφευγαν ούτε οι ταινίες κοινωνικού και πολιτικού περιεχομένου, που μαζί με τις ταινίες επιστημονικής φαντασίας έγιναν τη δεκαετία του 1970 οι «αγαπημένες» στις ιστορίες του Mort Drucker. Ο Μάρλον Μπράντο, Νονός από την παρωδία της πρώτης ταινίας του Φράνσις Φορντ Κόπολα. Ακολούθησε η παρωδία για τον Νονό 2 και πάλι σε σχέδια του Mort Drucker (1975) και για τον Νονό 3 σε σχέδια του Angelo Torres (1991). Από τις μεγαλύτερες επιτυχίες ήταν «Ο «Νονός» («The Oddfather», 1972) με απολαυστικό τον Μάρλο Μπράντο-καρικατούρα, o «Πλανήτης των Πιθήκων» («The Planet that Went Ape», 1973) ως πολιτική παραβολή, το «Σέρπικο» («Serpicool», 1974) με τον Αλ Πατσίνο, o «Εξορκιστής» («The Ecchorcist», 1974) ως πλήρης αποδόμηση του τρόμου όπως και «Τα σαγόνια του καρχαρία» («Jaw’d», 1976), η «Φωλιά του Κούκου» («One Cuckoo Flew Over the Rest», 1976) με τον Τζακ Νίκολσον, o «Πυρετός το Σαββατόβραδο» («Saturday Night Feeble», 1978) με τον Τζον Τραβόλτα. Το 1973 ο νεαρός Τζορτζ Λούκας ζήτησε από τον Drucker να φιλοτεχνήσει την αφίσα της ταινίας «American Graffiti» Από τις πιο παράξενες εμπειρίες του Mort Drucker πρέπει να ήταν όμως η σχέση που ανάπτυξε άθελά του με τον Τζορτζ Λούκας. Το 1973 ο νεαρός Λούκας ζήτησε από τον Drucker να φιλοτεχνήσει την αφίσα της ταινίας «American Graffiti» και ο δεύτερος δημιούργησε μια συναρπαστική σύνθεση. Λίγους μήνες αργότερα οι υπεύθυνοι του MAD ζήτησαν από τον Drucker να σχεδιάσει την παρωδία της ταινίας με τίτλο «American Confetti» και αυτός χωρίς ενδοιασμούς το έπραξε χωρίς να προκαλέσει την αντίδραση του Τζορτζ Λούκας, που απ' ότι φαίνεται θαύμαζε τόσο τη δουλειά του εικονογράφου ώστε να μη νιώθει θιγμένος! Σκηνή από την παρωδία του «Η Αυτοκρατορία Αντεπιτίθεται», μια από τις πολλές που οδήγησαν τους δικηγόρους της εταιρείας του Τζορτζ Λούκας σε απειλές εναντίον του MAD. Με παρέμβαση του ίδιου του Λούκας, που «άδειασε» τους δικηγόρους του, η υπόθεση έκλεισε γρήγορα. Αυτό αποδείχτηκε λίγα χρόνια αργότερα, το 1980, όταν ο Drucker σχεδίασε την παρωδία της ταινίας «Πόλεμος των Αστρων – Η Αυτοκρατορία Αντεπιτίθεται» του Τζορτζ Λούκας με τίτλο «The Empire Strikes Out». Το MAD έλαβε τότε επιστολή από τους δικηγόρους του Τζορτζ Λούκας που ζητούσαν να αποσυρθεί το τεύχος, να καταστραφούν τα αντίτυπα κ.λ.π. απειλώντας με νομικές και οικονομικές συνέπειες. Την υπεράσπιση του Drucker «ανέλαβε» τότε ο ίδιος ο Τζορτζ Λούκας, που είχε στείλει λίγο νωρίτερα συγχαρητήρια επιστολή στο περιοδικό για την έξυπνη παρωδία του αποκαλώντας τον Drucker ως τον «Ντα Βίντσι της κωμικής σάτιρας». Όταν ο εκδότης William Gaines έστειλε την επιστολή του Λούκας στους δικηγόρους της εταιρείας Lucas Films, η υπόθεση έλαβε τέλος. Τις επόμενες δεκαετίες ο Mort Drucker εξακολούθησε να εικονογραφεί μοναδικές παρωδίες δεκάδων σπουδαίων ταινιών όπως οι «Άλιεν», «Ιντιάνα Τζόουνς», «Μπάτμαν», «Σταρ Τρεκ», «Επιστροφή στο Μέλλον», «Ο Ψαλιδοχέρης», «Χορεύοντας με τους λύκους», «Δράκουλας», «Τζουράσικ Παρκ», «Δικαστής Ντρεντ» κ.ά., αλλά από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 με όλο και μικρότερη συχνότητα. Τελευταίες του δουλειές ήταν οι «300» (2007), «American Gangster» (2008) και «Τα Χρονικά της Νάρνια» (2008) πλησιάζοντας τα 80 του χρόνια. Χιουμορίστας μέχρι τέλους και με μια μοναδική ικανότητα να σατιρίζει τη βιομηχανία του θεάματος, να αποκαθηλώνει τους σταρ από τους χολιγουντιανούς θρόνους τους και να υπενθυμίζει ότι κανείς δεν (πρέπει να) μένει στο απυρόβλητο της κριτικής. Και το σχετικό link...
  3. «Αναπαύσου εν ειρήνη Μορτ Ντράκερ, που τα σκίτσα σου αποκάλυπταν τόσα όσα περιγελούσαν. Στη μνήμη σου θα συνεχίζουμε να σατιρίζουμε ακόμη και σε σκοτεινές εποχές και να γελάμε σαν χαζοί κάθε φορά που το κάνουμε». Με αυτή τη μικρή παράγραφο αποχαιρέτισε στο Τwitter το σατιρικό περιοδικό «Mad» τον κορυφαίο και μακροβιότατο σκιτσογράφο του, που έφυγε από τη ζωή προχθές, πλήρης ημερών. Ήταν 91 ετών και ένας από τους σημαντικότερους εκφραστές της αμερικανικής ποπ κουλτούρας, την οποία σκιτσάριζε με οξυδέρκεια και τέχνη. Είχε ειδικότητα στις γελοιογραφίες που σατίριζαν κινηματογραφικές ταινίες και τηλεοπτικές σειρές, και υπήρξε έμπνευση για πολλές γενιές σκιτσογράφων. «Ο κόσμος δεν έχασε μόνον ένα εξαιρετικό ταλέντο, αλλά και ένα λαμπρό παράδειγμα καλοσύνης, ταπεινότητας και χιούμορ», σχολίασε η αμερικανική εθνική ένωση σκιτσογράφων. Αυτός ο αυτοδίδακτος γελοιογράφος, που ξεκίνησε να εργάζεται στα 18 του ως freelancer σε πολεμικά, επιστημονικής φαντασίας, γουέστερν και αισθηματικά βιβλία κόμικς, βρήκε ουσιαστικά την προσωπική του «γραφή» όταν έγινε μέλος της ομάδας του περιοδικού «Mad». Ήταν 1956, η χρονιά κατά την οποία ο ιδρυτής του περιοδικού Χάρβεϊ Κάρτζμαν ανέθεσε την έκδοση στον Αλ Φελντστάιν, ο οποίος παρέμεινε σε αυτή τη θέση, επιτυχημένος, ως το 1984. Μέχρι τότε το «Mad» παρουσίαζε κάποιες τηλεοπτικές σατιρικές εκπομπές, ενώ είχε ξεκινήσει ως comic book. Η άφιξη του Ντράκερ άλλαξε τα πάντα. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1960, κάθε τεύχος του περιοδικού περιείχε μια γελοιογραφία που παρωδούσε μια κινηματογραφική ταινία της εποχής και έως ότου βγει στη σύνταξη είχε σκιτσάρει 238 ταινίες, ενώ η τελευταία του γελοιογραφία παρουσιάστηκε το 2008. Σκηνοθετικό «μάτι» «Νομίζω ότι έχω σκιτσάρει σχεδόν τους πάντες στο Χόλιγουντ», δήλωσε ο Ντράκερ το 2000 στους Times, αν και υπήρξε πολύ σεμνός αναφορικά με τη δουλειά του. «Όταν άρχισα να δουλεύω για το “Mad”, μου ζήτησαν να κάνω τηλεοπτικές σάτιρες και να σκιτσάρω διάσημους», έλεγε. «Το έκανα και πραγματικά μου πήρε πολύ καιρό να αποκτήσω τις δεξιότητες που έχω τώρα. Για μένα τα πάντα είναι συνεχείς δοκιμές και λάθη». Ο τρόπος που «έστηνε» τα σκίτσα του έχει παρομοιαστεί με την εργασία ενός σκηνοθέτη που δημιουργεί το storyboard της ταινίας του: Υπάρχουν οι σωστές γωνίες, ο φωτισμός, τα κοντινά πλάνα, οι ευρυγώνιες λήψεις, όλα όσα χρειάζεται για να γίνει ελκυστική μια εικόνα. Έχαιρε μεγάλης εκτίμησης στον χώρο των δημιουργών και υπάρχει απόδειξη για αυτό: Όταν το νομικό τμήμα της Lucasfilm ζήτησε αποζημίωση από το «Mad» για το σκίτσο που παρωδούσε την ταινία «Η Αυτοκρατορία αντεπιτίθεται» (1981), το περιοδικό τους έστειλε αντίγραφο της επιστολής του σκηνοθέτη Τζορτζ Λούκας, που ζητούσε να αγοράσει την πρωτότυπη γελοιογραφία και συνέκρινε τον Ντράκερ με τον Λεονάρντο ντα Βίντσι. Και το σχετικό link...
  4. Από το 1952 το περιοδικό MAD παρώδησε χωρίς φραγμούς κάθε κοινωνική, καλλιτεχνική και πολιτική αξία στις ΗΠΑ. Πριν από λίγες μέρες ανακοινώθηκε ότι σύντομα θα κλείσει. Η παράδοση που εγκαινίασε και υπηρέτησε πιστά και με συνέπεια δεν θα ξεχαστεί ποτέ. Μεσούντος του μακαρθισμού και της απροκάλυπτης λογοκρισίας στις ΗΠΑ, λίγο μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και σε μια εποχή που ο κόσμος των κόμικς είχε αρχίσει να κατακλύζεται από μια νέα γενιά παράξενων πρωταγωνιστών με υπεράνθρωπες δυνάμεις και ευφάνταστα gadgets σε φανταστικές ιστορίες, εμφανίστηκε ένα περιοδικό διαφορετικό από οτιδήποτε είχε προηγηθεί. Το MAD με τον θρυλικό Harvey Kurtzman (1924-1993) στο τιμόνι και με εκδότη τον William Gaines (1922-1992), ιδιοκτήτη της εταιρείας EC, κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 1952 και άλλαξε για πάντα την ιστορία των κόμικς. Ο Gaines μέχρι τότε ειδικευόταν στην έκδοση κόμικς με βασική θεματολογία τον τρόμο, ενώ ο Kurtzman είχε δείξει το σπάνιο ταλέντο του στις αντιπολεμικές σειρές «Two-Fisted Tales» και «Frontline Combat». Με το MAD όμως εγκαινίασαν ένα νέο και ρηξικέλευθο στιλ που, προϊόντος του χρόνου, εξελίχθηκε σε ολόκληρο είδος: αυτό της ανελέητης παρωδίας και του καυστικού χιούμορ απέναντι στη μαζική κουλτούρα, τις χολιγουντιανές ταινίες, τους σελέμπριτις, τις διαφημίσεις, την τηλεόραση, τους πολιτικούς, ακόμα και τα υπόλοιπα κόμικς. Το MAD από το πρώτο κιόλας τεύχος του έδειξε τους στόχους του ξεκάθαρα: περιείχε τέσσερις ιστορίες που παρωδούσαν η καθεμιά ένα από τα κυρίαρχα, ως τότε, είδη στα κόμικς (τρόμος, επιστημονική φαντασία, αστυνομικό, γουέστερν). Αριστερά, το εξώφυλλο του πρώτου τεύχους (1952). Δεξιά, το πρώτο «fake» τέλος του MAD, 60 χρόνια πριν από το πραγματικό. Ο Kurtzman ήταν υπεύθυνος για το σύνολο σχεδόν των σεναρίων ενώ οι πρώτοι σχεδιαστές με τους οποίους συνεργάστηκε ήταν οι Wally Wood, Will Elder, John Severin και Jack Davis. Η επιτυχία ήταν μεγάλη και το MAD σύντομα επέκτεινε το πεδίο των παρωδούμενων «πρώτων υλών». Σύντομα επίσης σχεδόν το σύνολο της ύλης του περιοδικού ήταν μια παρωδία σε βαθμό που ο αναγνώστης δυσκολευόταν να καταλάβει ακόμα και αν οι διαφημίσεις που δημοσιεύονταν, οι ειδήσεις και οι συνεντεύξεις, η στήλη της αλληλογραφίας και τα μηνύματα των εκδοτών προς τους αναγνώστες ήταν αληθινά ή ψεύτικα. Στο τέταρτο τεύχος παρωδήθηκε ο Σούπερμαν («Superduperman»), στο έκτο ο Κινγκ Κονγκ («Ping Pong»), στο όγδοο ο Μπάτμαν κ.ο.κ. Αριστερά, το MAD σε μια επίδειξη πρόκλησης και σαρκασμού. Δεξιά, ο Alfred Neuman, μασκότ του περιοδικού για 60 και πλέον χρόνια, στρατολογεί για το MAD την περίοδο του πολέμου του Βιετνάμ. Ακολούθησαν οι πλαστές ειδήσεις σε άλλες γλώσσες, με πρώτη μάλιστα την ελληνική, σε κάποιο ακατάληπτο κείμενο συρραφής ειδήσεων από εφημερίδα της ελληνικής ομογένειας στις ΗΠΑ, οι παρωδίες κλασικών λογοτεχνικών έργων (από τα πρώτα ήταν το «Νησί των Θησαυρών» και το «Κοράκι») και μεγάλων μπλοκμπάστερ αλλά και η σάτιρα των διαφημίσεων της εποχής που υπόσχονταν στους καταναλωτές-μέλη των αμερικανικών πυρηνικών οικογενειών μια υπέροχη ζωή μέσω της αγοράς έξυπνων ηλεκτρικών συσκευών και μηχανών κουρέματος του γκαζόν. Στο ενδέκατο τεύχος ο Kurtzman προχώρησε ακόμα ένα βήμα εγκαινιάζοντας μια νέα σειρά, στην οποία η ίδια ιστορία δημοσιευόταν δύο φορές στο ίδιο τεύχος με πανομοιότυπα σχέδια, αλλά διαφορετικά σενάρια: το πρώτο ήταν το συμβατικό, όπως δηλαδή θα μπορούσε να δημοσιευτεί σε κάποιο «καθωσπρέπει» έντυπο και το δεύτερο ήταν το ανατρεπτικό, όπως μόνο στο MAD θα μπορούσε να υπάρξει. Το δωδέκατο τεύχος, με αρκετές δόσεις αυτοσαρκασμού, δεν είχε κανένα σκίτσο στο εξώφυλλό του και ενημέρωνε τους αναγνώστες ότι μπορούν άφοβα να το κρατάνε σε δημόσιο χώρο χωρίς να ντρέπονται επειδή διαβάζουν κόμικς, ενώ το δέκατο τρίτο είχε ένα σχεδόν αποκλειστικά μονόχρωμο κόκκινο εξώφυλλο με μια μικρή λεζάντα στο πάνω μέρος ως αντίδραση στον γιγαντισμό των τίτλων και τις υπερβολές άλλων περιοδικών. Ακολούθησαν τα έργα τέχνης, με πρώτη τη Μόνα Λίζα που παρουσιάστηκε στο εξώφυλλο να κρατά ένα τεύχος του MAD, ενώ στο εικοστό πρώτο τεύχος το εξώφυλλο ήταν ολόκληρο μια παρωδία διαφημίσεων όπλων μεταξύ των οποίων οπλοπολυβόλα, περίστροφα, πύραυλοι, βόμβες, ανθρωποφάγοι κροκόδειλοι και θηριώδεις ελέφαντες που είχαν μάλιστα και τιμή. Έτσι πορεύτηκε το MAD μέχρι το εικοστό τρίτο τεύχος του το 1955, αλλά από το εικοστό τέταρτο άλλαξε μορφή και εμπλούτισε το περιεχόμενό του, διατηρώντας όμως την παρωδία ως το βασικό συστατικό του. Ένας από τους λόγους της αλλαγής ήταν και η αποφυγή των υποχρεώσεων που απέρρεαν από τη θέσπιση των λογοκριτικών κανόνων της Comics Code Authority που ήδη είχαν αρχίσει να εφαρμόζονται λίγο νωρίτερα. Ο Kurtzman έμεινε για ακόμα έναν χρόνο στη διεύθυνση του περιοδικού και παραιτήθηκε το 1956. Από τότε τη διεύθυνση ανέλαβε ο Al Feldstein ως το 1984, o Nick Meglin ως το 2004, ο John Ficarra ώς το 2017 και τα τελευταία δύο χρόνια ο Bill Morrison. Όλα αυτά τα χρόνια το MAD ακολούθησε τη συνταγή του Kurtzman σατιρίζοντας σκληρά κάθε κατεστημένη κοινωνική, καλλιτεχνική και πολιτική αξία, χωρίς ταμπού και χωρίς φόβο. Ιδιαίτερα στο πολιτικό σκέλος η κριτική του ήταν απολαυστική με στόχο κάθε πρόεδρο των ΗΠΑ, περισσότερο όμως τους πιο πρόσφορους για πολιτική σάτιρα και «ευάλωτους» όπως ο Ρίτσαρντ Νίξον, ο Τζορτζ Μπους ο νεότερος και φυσικά ο Ντόναλντ Τραμπ. Με συνεργάτες ορισμένους από τους καλύτερους και πιο καυστικούς δημιουργούς κόμικς, όπως οι Sergio Aragones, Al Jaffee, Don Martin, Peter Kuper, Antonio Prohias, Dave Berg κ.ά., η κριτική του MAD, όσο σκληρή κι αν γινόταν, έβρισκε πάντα ευήκοα ώτα και αναγνωστικό κοινό. Οι πωλήσεις όμως σταδιακά έπεφταν. Το περιοδικό, που κάποτε ξεπερνούσε τα 2 εκατομμύρια αντίτυπα τον μήνα, έφτασε να πουλά λιγότερα από 150 χιλιάδες τεύχη. Οι υπεύθυνοί του, μετά από 67 ολόκληρα χρόνια, ανακοίνωσαν πριν από λίγες ημέρες το κλείσιμο του MAD. Το περιοδικό θα συνεχίσει να εκδίδεται για κάποιο διάστημα δημοσιεύοντας όμως μόνο προδημοσιευμένο υλικό από τη μεγάλη ιστορία του, ενώ θα κυκλοφορούν και κάποιοι ετήσιοι τόμοι, χωρίς σταθερή περιοδικότητα, με νέο υλικό πάνω σε συγκεκριμένα θέματα. Η απώλεια είναι μεγάλη, περισσότερο γιατί το MAD αποτελούσε πλέον ένα σύμβολο της ιστορίας των κόμικς και μια σταθερή αξία που βρισκόταν πάντα στην πρώτη γραμμή του χιούμορ και του πολιτικού σχολιασμού και όχι τόσο για την πρωτοτυπία του και την ευρηματικότητά του. Οι ανατρεπτικές ιδέες των εμπνευστών και ιδρυτών του και ειδικά η παρωδιακού τύπου σάτιρα και η εσκεμμένη πρόκληση σύγχυσης στους αναγνώστες μέσω επιτηδευμένα παραπλανητικών δημοσιευμάτων έχουν πλέον διαχυθεί στον χιουμοριστικό Τύπο σε τέτοιο βαθμό που θεωρούνται από πολλούς ήδη ξεπερασμένες καλλιτεχνικές μέθοδοι. Σε κάθε περίπτωση το κενό του MAD είναι δυσαναπλήρωτο, αλλά οι «διδαχές» του Kurtzman και του Gaines είναι πια τόσο διαδεδομένες που καθιστούν το «πείραμα» του 1952 απολύτως επιτυχημένο. Δυστυχώς και περαιωμένο. Και το σχετικό link...
  5. Το Tales of the Duck Side ήταν μια «στήλη» που σχεδίαζε ο Duck Edwing για το MAD. Το συγκεκριμένο είναι από το τεύχος 406
  6. Υποτίθεται πως τα Χριστούγεννα τα πάθη καταλαγιάζουν, οι καρδιές μαλακώνουν, τα συναισθήματα γλυκαίνουν. Κοιτάζοντας τα χριστουγεννιάτικα κόμικς του περιοδικού MAD από το 1952 μέχρι σήμερα, αυτή η θεωρία καταρρίπτεται. Η σάτιρα του περιοδικού τα Χριστούγεννα γίνεται πιο σκληρή. Και αφορά πάνω απ’ όλα τα χριστουγεννιάτικα ήθη κι έθιμα. Το MAD κυκλοφόρησε το 1952 με διευθυντή τον Harvey Kurtzman και εκδότη τον William Gaines, δυο πρόσωπα που έπαιξαν καταλυτικό ρόλο στη σύγχρονη ιστορία των κόμικς. Ο πρώτος με τις ανεξάντλητες ιδέες του και τις συνεχείς καινοτομίες του και ο δεύτερος με τις πρωτοπόρες εκδόσεις του και τη στράτευσή του στον αγώνα για τα δικαιώματα των δημιουργών θεωρούνται οι θεμελιωτές της σχολής της παρωδίας μέσω των κόμικς. Μια παρωδία που από το πρώτο κιόλας τεύχος του MAD έγινε το βασικό εργαλείο πολιτικής, καλλιτεχνικής και κοινωνικής κριτικής με όχημα τα χιουμοριστικά κόμικς και με τρόπο που πάντα παρέκαμπτε τους αυστηρούς λογοκριτικούς κανόνες της Comics Code Authority. O Kurtzman συγκέντρωσε στο περιοδικό μια πλειάδα δημιουργών (Will Elder, Wally Wood, Jack Davis, John Severin κ.ά.) που εξυπηρέτησαν τον ίδιο σκοπό ακόμα και μετά την αποχώρησή του το 1956 και επηρέασαν καθοριστικά τις εξελίξεις στα κόμικς καθώς οι «απομιμήσεις» του MAD ήταν δεκάδες πάνω στα πρότυπα που αυτό εισήγαγε. Η παρωδία αφορούσε κάθε πιθανό θέμα και κυρίως κινηματογραφικές ταινίες, διαφημίσεις, λογοτεχνικά έργα, τηλεοπτικά σίριαλ, εμπορικές πρακτικές, καταναλωτικές συνήθειες, πολιτικές καταστάσεις, τη ζωή των διασημοτήτων. Ακόμα και τα Χριστούγεννα! Συνήθως με την παρουσία της εμβληματικής μορφής του Alfred Neuman, μασκότ του περιοδικού και προσωποποίηση της ηλιθιότητας, τα χριστουγεννιάτικα τεύχη εδώ και 66 χρόνια σατιρίζουν την επικαιρότητα της εποχής τους αλλά και τις παραδόσεις των Χριστουγέννων μαζί με τα αμερικανικά ήθη και έθιμα. Και φυσικά, τα γλυκανάλατα χριστουγεννιάτικα τραγουδάκια. Από το πρωτοχρονιάτικο τεύχος του 1958 κιόλας, το MAD δήλωσε την απαισιοδοξία του για τα πράγματα παρουσιάζοντας τον Alfred Neuman, ως προσωποποίηση του νέου έτους, να έρχεται στη θέση του απελθόντος και κουρασμένου παππού αλλά να «πηδάει» μια χρονιά. Έναν χρόνο αργότερα, σε μια τριπλή εμφάνιση, ο Alfred Neuman ήταν παρών και παρούσα ταυτοχρόνως σε εξώφυλλο και οπισθόφυλλο, ως χριστουγεννιάτικο στολίδι, αλλά και σε εσωτερική σελίδα όπου ντυμένος Άϊ-Βασίλης ευχόταν πικρόχολα «Καλά Χριστούγεννα» σε όλους τους απομιμητές του περιοδικού. Το 1960, ο πιτσιρίκος έγινε επικεφαλής μιας χορωδίας που τραγουδά τα κάλαντα, ενώ το 1962 παρακολουθούσε αφ’ υψηλού δυο Αγιοβασίληδες να τσακώνονται την ίδια στιγμή που κρατούσαν πινακίδες για την ειρήνη στη Γη και τη φιλία των ανθρώπων. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1967, έγινε ο ίδιος Άϊ-Βασίλης με στραβοβαλμένο μούσι και το κλασικό ηλίθιο χαμόγελο και «έπιασε δουλειά» δίπλα σε έναν «πραγματικό» Άϊ-Βασίλη αλλά χωρίς επιτυχία, ενώ το 1975, σχολιάζοντας τη μόδα των πλαστικών, φτηνών παιχνιδιών, έστησε το χριστουγεννιάτικο δέντρο του, απλώς φουσκώνοντάς το. Λίγο νωρίτερα, το 1970, είχε γίνει ο ίδιος μπάλα για χριστουγεννιάτικο δέντρο, κατακόκκινη και απαστράπτουσα αλλά όχι και τόσο ελκυστική γι’ αυτόν που την κρατά. Το 1984, στο προοίμιο της παρωδίας της κινηματογραφικής ταινίας «War Games», που δημοσιευόταν στο ίδιο τεύχος, έγινε υπεύθυνος στο κέντρο ελέγχου των πολεμικών επιχειρήσεων του στρατού και ήταν έτοιμος να πατήσει το κουμπί για την εκτόξευση των πυρηνικών με στόχο τον Άϊ-Βασίλη πάνω στο έλκηθρό του, ενώ το 1988 μπέρδεψε τα πράγματα και ήταν έτοιμος να μπουκάρει σε μια καμινάδα ντυμένος πασχαλινό λαγουδάκι. Το 1998 άφησε όλα τα προσχήματα και τα είπε, ντυμένος Άϊ-Βασίλης για ακόμη μία φορά, χύμα και σταράτα: «Χαρούμενες διακοπές σε όλους τους αναγνώστες μας. Και όλοι οι υπόλοιποι να πάτε στο διάολο». Επί σειρά ετών, επίσης, ο Alfred Neuman αποτελούσε το πρόσωπο της εμβληματικής διαφήμισης του MAD για να προσελκύσει νέους συνδρομητές και να πείσει τους αναγνώστες του να κάνουν δώρο στα αγαπημένα τους πρόσωπα μια συνδρομή του περιοδικού. Ως ένα από τα φαντάσματα της Χριστουγεννιάτικης Ιστορίας του Ντίκενς, επισκεπτόταν τον τσιγκούνη Εμπενίζερ Σκρουτζ για να τον πείσει να βάλει το χέρι στην τσέπη και να δωρίσει μια συνδρομή. Όλα αυτά τα χρόνια, επίσης, με θαυμαστή συνέπεια, οι υπεύθυνοι του MAD δημοσιεύουν παραφρασμένα με απολαυστικό τρόπο, συχνά προκαλώντας αντιδράσεις στο χριστεπώνυμο πλήθος, τα χριστουγεννιάτικα τραγούδια, κάθε φορά προσπαθώντας να παρωδούν τόσο τα τραγούδια όσο και τα ζητήματα που βρίσκονται στην επικαιρότητα. Γενικότερα, η πρακτική του MAD να παρωδεί με καυστικό τρόπο πρόσωπα και θέματα της επικαιρότητας πολλές φορές έχει φέρει αντιμέτωπους τους υπευθύνους του με προσβεβλημένους αναγνώστες, με τα «θύματα» της παρωδίας, ακόμα και με τη Δικαιοσύνη. Ευτυχώς, το MAD δεν το έβαλε ποτέ κάτω και συνεχίζει να κυκλοφορεί μέχρι σήμερα, 66 χρόνια μετά το πρώτο τεύχος του. Στις παρωδίες του, οι μύθοι, οι παραδόσεις, τα ήθη και τα έθιμα των Χριστουγέννων θα έχουν πάντα απ’ ότι φαίνεται μια ξεχωριστή θέση. Προσφέρονται άλλωστε για την απόλυτη παρωδία. Και το σχετικό link...
  7. Πριν από λίγες ημέρες συμπληρώθηκαν 90 χρόνια από την πρώτη κινηματογραφική εμφάνιση του Μίκυ Μάους. Το γεγονός γιορτάζεται σε ολόκληρο τον κόσμο με σειρά εκδηλώσεων προς τιμήν του δημοφιλούς ποντικού. Ο Μίκυ, όμως, εκτός από αμέτρητους φίλους είχε και αρκετούς «εχθρούς» που τον έβαλαν στο στόχαστρο και τον παρώδησαν ανελέητα. Εδώ και 90 χρόνια αποτελεί έναν από τους πιο δημοφιλείς χαρακτήρες των κόμικς και των κινουμένων σχεδίων. Πρωτοεμφανίστηκε τον Νοέμβριο του 1928 στην ταινία «Steamboat Willie», μια χιουμοριστική προσαρμογή της κινηματογραφικής ταινίας «Steamboat Bill, Jr» με τον Μπάστερ Κίτον και από τότε οι επιτυχίες διαδέχονταν η μία την άλλη. O Μίκυ Μάους έγινε το σήμα κατατεθέν του Ντίσνεϊ, γυρίστηκαν αμέτρητες ταινίες, μεταφέρθηκε σε κόμικς που δημοσιεύονταν σε εφημερίδες και περιοδικά, λατρεύτηκε από μικρούς και μεγάλους για την τσαχπινιά και τη χαριτωμένη φατσούλα του. Σύντομα μετατράπηκε σε ένα πανίσχυρο brand name ενός συγκεκριμένου προτύπου ψυχαγωγίας και διασκέδασης και ταυτόχρονα σύμβολο της ολοένα αυξανόμενης αμερικανικής διείσδυσης στο παγκόσμιο πολιτιστικό γίγνεσθαι. Οι αντιδράσεις δεν άργησαν. Tijuana Bibles Από τη δεκαετία του 1930 κιόλας, ο Μίκυ πρωταγωνίστησε στα «βρόμικα» κόμικς των Tijuana Bibles, απολύτως παράνομα αλλά ευρέως διαδεδομένα αναγνώσματα με σεξουαλικές συνευρέσεις σταρ του Χόλιγουντ, προσωπικοτήτων της εποχής, πολιτικών προσώπων και διάσημων χαρακτήρων της ένατης τέχνης. Στην ιστορία «Μίκυ και Ντόναλντ», αγνώστου δημιουργού, ο Ντόναλντ μπαίνει απρόσμενα στο σπίτι του Μίκυ την ώρα που αυτός κάνει σεξ με τη Μίνι. Ο καβγάς που πάει να δημιουργηθεί τελειώνει αμέσως με την προθυμία της Μίνι να κάνει σεξ και με τον Ντόναλντ ώστε να του κατευνάσει τον θυμό. Και ο απατημένος ποντικός μένει εμβρόντητος μπρος σ’ αυτή τη συζυγική απιστία. Eduardo Paolozzi Αν τέτοιου είδους παρωδίες είχαν χιουμοριστικό περιεχόμενο και λειτουργούσαν και ως μαθήματα σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης, πολλοί εικαστικοί καλλιτέχνες που ακολούθησαν, προχώρησαν σε πιο βαθείς πολιτικούς σχολιασμούς. Ο Eduardo Paolozzi ήταν ένας από τους πρώτους που από τη δεκαετία του 1940 φιλοτέχνησε κολάζ με καταναλωτικά προϊόντα, ένα εκ των οποίων ήταν και ο Μίκυ, μια πρακτική που αποθέωσε αργότερα ο Andy Warhol με τα πολλαπλά πορτρέτα προσώπων όπως ο χαμογελαστός ποντικός. Harvey Kurtzman - Will Elder Το περιοδικό «MAD», ένα έντυπο καθ’ ολοκληρίαν αφιερωμένο στην παρωδία, συχνά-πυκνά «στοχοποιούσε» τους χαρακτήρες του Ντίσνεϊ τοποθετώντας τους σε ανοίκεια περιβάλλοντα και προσδίδοντάς τους λιγότερο αθώες από τις συνηθισμένες συμπεριφορές. Στην ιστορία «Mickey Rodent» των Harvey Kurtzman και Will Elder, το 1955, ο Μίκυ παρουσιάζεται αγνώριστος. Αξύριστος και μοχθηρός, εκδικείται τον Ντόναλντ επειδή είναι πιο δημοφιλής από αυτόν και τον κλείνει σε έναν ζωολογικό κήπο με πραγματικές πάπιες. Robert Armstrong Καλλιτέχνες του underground ρεύματος, επηρεασμένοι από τις «διδασκαλίες» του Kurtzman και την ασέβεια του «MAD», στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και στις αρχές της επόμενης, ασχολήθηκαν αρκετά με τον Μίκυ, κυρίως για να αντιδράσουν στην παντοκρατορία του ντισνεϊκού μοντέλου. Στο «The Disney Memorial Orgy», το 1967, λίγους μήνες μετά τον θάνατο του Ντίσνεϊ, o Wally Wood σε μια πολυπληθή σύνθεση παρουσίασε τον Μίκυ ως τοξικομανή με ένα τσιγάρο στο στόμα, να τρυπιέται την ώρα που η Μίνι έκανε σεξ με τον Γκούφυ, ενώ ο Robert Armstrong εγκαινίασε το 1972 τη σειρά «Mickey Rat» με πρωταγωνιστή έναν μισάνθρωπο ποντικό με διεσταλμένο κώδικα ηθικών αξιών που αναζητά μόνο τη βόλεψη και την καλοπέρασή του, υπηρετώντας τα ακριβώς αντίθετα ιδανικά από αυτά που (υποτίθεται πως) πρέσβευε ο Μίκυ Μάους. Lee Savage - Milton Glaser Είχε προηγηθεί η μικρού μήκους ταινία «Mickey Mouse in Vietnam» (1969) των Lee Savage και Milton Glaser, δύο ακτιβιστών του αντιπολεμικού κινήματος. Στην ταινία, ένας χαζοχαρούμενος Μίκυ πείθεται από μια αφίσα να καταταγεί στον στρατό για να πολεμήσει στο Βιετνάμ. Γεμάτος χαρά, παίρνει τ’ όπλο του, φορά το κράνος του, ταξιδεύει και μόλις αποβιβάζεται τρώει μια σφαίρα στο κεφάλι και πεθαίνει. Η ταινία τελειώνει με το αίμα να κυλά αργά στο πρόσωπό του. Στο ίδιο κλίμα, αφοσιωμένος στον αντιντισνεϊκό αγώνα, ο Dan O’ Neill μαζί με την καλλιτεχνική ομάδα των Air Pirates, επί σειρά ετών τη δεκαετία του 1970, παρωδούσαν τους χαρακτήρες του Ντίσνεϊ σε κάθε ευκαιρία και κυρίως μέσω του περιοδικού «Air Pirates Funnies». Η Disney δεν έμεινε απαθής και οδήγησε τον O’ Neill στα δικαστήρια. Οι καταδίκες ήταν διαδοχικές και ο επίμονος δημιουργός έφτασε να χρωστά εκατομμύρια δολάρια, τα οποία φυσικά ούτε διέθετε ούτε ήταν διατεθειμένος να πληρώσει. Τελικά, αφού οι υπεύθυνοι της εταιρείας του Ντίσνεϊ είδαν κι απόειδαν, απέσυραν τις κατηγορίες, μια και το μόνο που πετύχαιναν ήταν να κάνουν τον O’ Neill όλο και πιο συμπαθή και να «διαφημίζουν» τα βλάσφημα έργα του. Leo Ortolani Λιγότερο παρωδιακός ως προς τον Μίκυ Μάους και περισσότερο ως προς το υπερηρωικό είδος ήταν ο Rat-Man (1989-2017) του Leo Ortolani, με μάσκα που παρέπεμπε στον ντισνεϊκό χαρακτήρα και, φυσικά, ένα λιγότερο δάχτυλο στα χέρια, ενώ ο Rickey Rat στο «Three Fingers» (2002) του Rich Koslowski ήταν μια έντονα κριτική παρωδία του Μίκυ που, γηρασμένος και ξεχασμένος, αναπολεί τα παλαιά μεγαλεία και τις μέρες δόξας που γνώρισε στα χέρια του Dizzy Walters, άμεση παραπομπή στον Γουόλτ Ντίσνεϊ. Rich Koslowski Εξίσου κριτικές και συχνά αιχμηρά πολιτικές είναι οι χρήσεις του Μίκυ από σύγχρονους εικαστικούς καλλιτέχνες όπως ο Μπάνκσυ. Στο «Napalm» (2004), ο Βρετανός καλλιτέχνης του γκράφιτι συνθέτει ένα κολάζ με το γυμνό κοριτσάκι από τους βομβαρδισμούς στο Βιετνάμ του 1972 δίπλα στον Ronald McDonald, έμβλημα των McDonald's, και τον Μίκυ Μάους ως διαχρονικά πολιτισμικά σύμβολα αυτών που έριχναν τις ναπάλμ. Banksy Ο Ron English, που έχει σχεδιάσει δεκάδες φορές τον Μίκυ σε έργα–παρωδίες, επιλέγει να τον μεταφέρει στην Γκερνίκα και να τον αποδώσει ως πιλότο του βομβαρδιστικού που κατέστρεψε την ισπανική πόλη και έδωσε την έμπνευση στον Picasso για ένα από τα πιο γνωστά έργα της ιστορίας της τέχνης. Ron English Με θρησκευτικές συμπαραδηλώσεις, ο Alexander Savko τοποθετεί τον Μίκυ στη θέση του Ιησού, σε ένα έργο που αντιμετώπισε έντονες αντιδράσεις όταν πρωτοπαρουσιάστηκε το 2007 στη Ρωσία, ενώ ο Alexander Kosolapov στο «Hero, Leader, God» παρουσιάζει τον Μίκυ ανάμεσα στον Ιησού και τον Λένιν, σε ένα έργο που σε κάνει να αναρωτιέσαι για το ποιος απ’ όλους είναι ο Ήρωας, ποιος ο Ηγέτης και ποιος ο Θεός. Alexander Savko Γιατί ο Μίκυ Μάους, παρά τα 90 του χρόνια, είναι ένας ήρωας των κόμικς, ένας ηγέτης στη βιομηχανία της ψυχαγωγίας και λατρεύεται ως θεός από εκατομμύρια πιστούς πιτσιρίκους. Ένας ποντικός που όσο κι αν προκαλεί δέος η (ανεξήγητη;) επιτυχία του, άλλο τόσο προκαλεί τους καλλιτέχνες να τον παρωδήσουν και να του τσαλακώσουν έστω και λίγο το διαρκές (και επίσης ανεξήγητο) χαμόγελο. «Hero, Leader, God» του Alexander Kosolopov Και το σχετικό link...
  8. Ένα πρωΐ σ' ένα κατάστημα, από το Mad Δέλτα Γκραφ #29, του Don Martin.
  9. Από το Mad της Δέλτα Γκραφ #4, Μιά καλοκαιρινή μέρα στη ζούγκλα, του Don Martin.
  10. Του Sergio Aragoanes. Από το Αμερικάνικο Mad #205.
  11. Από το Mad Σαμούχου #39, των Don Martin και Don "Duck" Edwing.
  12. Από το Mad Σαμούχου #35, του Sergio Aragones.
  13. Ένα πρωϊνό στην Νότια Αμερική του Don Martin. Scanlation από το Αμερικάνικο Mad #205/1979.
  14. Από το Mad του Σαμούχου, τεύχος #47. Ο Al jaffee (Abraham Jaffee), έγραφε στο περιοδικό Mad από το 1951.
  15. I am a MAD collector in New York. I am currently looking for any of the 3 MAD paperback books sold in Greece, they are all from 1981. 1. ΚΑΤΑΣΚΟΠΟΣ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΚΑΤΑΣΚΟΠΟΥ 2. MAD - ΜΕ ΑΓΑΠΗ 3. Ο ΝΤΟΝ ΜΑΡΤΙΝ ΠΑΕΙ ΚΑΙ ΕΡΧΕΤΑΙ I have attached a photo. I am happy to purchase them or if you prefer we can trade. Any help is greatly appreciated. Thank you so much, Jason Γοογλε τρανσλατε. Hopefull αυτό έχει νόημα ... Είμαι ένας συλλέκτης MAD στη Νέα Υόρκη . Είμαι σήμερα ψάχνουν για κάποιο από τα 3 MAD βιβλία τσέπης που πωλούνται στην Ελλάδα , είναι όλα από το 1981 . 1. ΚΑΤΑΣΚΟΠΟΣ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΚΑΤΑΣΚΟΠΟΥ 2. MAD - ΜΕ ΑΓΑΠΗ 3. Ο ΝΤΟΝ ΜΑΡΤΙΝ ΠΑΕΙ ΚΑΙ ΕΡΧΕΤΑΙ Έχω επισυνάψει μια φωτογραφία . Είμαι χαρούμενος για την αγορά τους ή αν προτιμάτε μπορούμε να συναλλασσόμαστε . Κάθε βοήθεια είναι ευγνώμονες . Σ 'ευχαριστώ πολύ, Jason
  16. Thank you for letting me into the group! I am a longtime collector of MAD magazines from New York. I have collected the 1st issues from all around the world, along with many of the items from the United States. I am now looking for paperback books from each country. I will post more about that in the "wanted" group, but if you have any of the Greek paperbacks please let me know. If there are collectors that need things from the United States I am happy to try and help. I have attached a photo of some issues from around the world... Thank you, Jason Google Μετάφραση : Σας ευχαριστώ που επιτρέψατε μου στην ομάδα ! Είμαι ένας συλλέκτης πολύχρονη των MAD περιοδικά από τη Νέα Υόρκη . Έχω συλλέξει τις πρώτες περιοδικά από όλο τον κόσμο , μαζί με πολλά από τα στοιχεία από τις Ηνωμένες Πολιτείες . Είμαι τώρα ψάχνει για χαρτόδετο βιβλίο από κάθε χώρα . Εγώ θα δημοσιεύσει περισσότερες πληροφορίες σχετικά στο "ήθελε " ομάδα , αλλά αν έχετε κάποιο από τα ελληνικά βιβλία τσέπης παρακαλώ επιτρέψτε μου να ξέρω . Εάν υπάρχουν συλλέκτες που χρειάζονται πράγματα από τις Ηνωμένες Πολιτείες , είμαι στην ευχάριστη θέση να προσπαθήσουμε και να βοηθήσει . Έχω επισυνάψει μια φωτογραφία ορισμένα θέματα από όλο τον κόσμο ... Ευχαριστώ,
  17. Ένα ακόμα άρθρο για το αρχείο: «Αν ήσουν παιδί στα χρόνια του ’50 και έβλεπες εφιάλτες εξαιτίας των κόμικς τρόμου, ρίξε το φταίξιμο στον Al Feldstein. Αν ήσουν παιδί το ’60 ή το ’70 και γέλαγες με το σκανταλιάρικο πνεύμα του περιοδικού Mad, πρέπει να ευχαριστείς τον Feldstein. Και αν είσαι παιδί σήμερα, έχεις κληρονομήσει το γούστο -ή την έλλειψη γούστου- που εκείνος καλλιέργησε». Με αυτά τα λόγια αποχαιρέτησε το περιοδικό Time έναν μεγάλο αμερικανό δημιουργό των κόμικς, που πέθανε τον περασμένο μήνα. Ο Al Feldstein (1925-2014) υπήρξε σεναριογράφος και σχεδιαστής, γνωστός από τη δουλειά του στις εκδόσεις φρίκης και τρόμου της EC Comics (Tales from the Crypt, Vault of Horror, Weird Fantasy, Panic κ.ά.), καθώς και για τη διεύθυνση, αργότερα, του σατιρικού περιοδικού Mad. Ο Feldstein ανέλαβε τις τύχες του περιοδικού το 1956, όταν αποχώρησε ο ιδρυτής του, Harvey Kurtzman. Παρέμεινε σε αυτό το πόστο τα επόμενα 28 χρόνια, μέχρι τη συνταξιοδότησή του, αναδεικνύοντας το Mad σε πρωταθλητή με κυκλοφορίες που άγγιξαν τα 3 εκ. τεύχη μηνιαίως. Η ανάληψη καθηκόντων του δαιμόνιου διευθυντή σήμανε την είσοδο μιας νέας ομάδας σεναριογράφων και σχεδιαστών στην έκδοση. Ηταν ο Don Martin, «ο πιο τρελός από τους τρελούς καλλιτέχνες του Mad» σύμφωνα με το σλόγκαν του. Ο Mort Drucker με τις θεότρελες παρωδίες γνωστών ταινιών και ο Angelo Torres με τα ανάλογα κόμικς για τηλεοπτικές σειρές. Το λάτιν στοιχείο εκπροσωπούσαν ο Κουβανός Antonio Prohias («Spy vs. Spy» με τις διαρκείς συγκρούσεις, μέχρι τελικής εξόντωσης, δύο αντίπαλων κατασκόπων) και ο Ισπανο-Μεξικανός Sergio Aragones με την παλαβή ματιά, στη σειρά «A Mad look at…». Tο καστ της ομάδας συμπλήρωσε ο Dave Berg με το ανάλαφρο (και υποδόρια σαρκαστικό) χιούμορ της σειράς «"The Lighter Side”. Εκτός από ιδανικός κόουτς, ο Al Feldstein αποδείχθηκε και ευρηματικός νονός. Εκείνος έδωσε το όνομα στη φιγούρα που έγινε, έκτοτε, μασκότ και τακτικός θαμώνας στα εξώφυλλα του Mad. Ο λόγος για τον -διάσημο πλέον- Αλφρεντ Ε. Νιούμαν: το πειραχτήρι με τα πεταχτά αυτιά, το μπροστινό δόντι που λείπει και το ένα μάτι λίγο πιο χαμηλά από το άλλο. Επί των ημερών του Feldstein τα γραφεία του περιοδικού μετακόμισαν στη (σημειολογικά… ταυτόσημη) Madison Avenue. Επίσης, καθιερώθηκαν (με χρήματα του εκδότη William M. Gaines) οι διακοπές της ομάδας του Mad σε διάφορες χώρες, για αναψυχή και δημιουργικό brain storming. Ανάμεσα στα μέρη που επισκέφθηκαν και… ξεσάλωσαν (Κένυα, Ιαπωνία, Ταϊλάνδη, Ρωσία κ.ά.) συμπεριέλαβαν και την Ελλάδα. Η διαμονή τους στην Αθήνα, καλοκαίρι του 1969 και μεσούσης της χούντας, πέρασε απαρατήρητη. Εσπειραν, όμως, τον καρπό τους. Δέκα χρόνια αργότερα θα κυκλοφορούσε η πρώτη έκδοση του Mad στα ελληνικά, από τον Σαμούχο, και το 1996 θα επανερχόταν στα περίπτερα από την Delta Graph. Πηγή
×
×
  • Δημιουργία νέου...

Σημαντικές πληροφορίες

Χρησιμοποιώντας αυτή τη σελίδα, αποδέχεστε τις Όρους χρήσης μας.