Μετάβαση στο περιεχόμενο

Αναζήτηση στην Κοινότητα

Εμφάνιση αποτελεσμάτων για ετικέτες '9'.

  • Αναζήτηση ανά ετικέτες

    Πληκτρολογήστε ετικέτες χωρισμένες με κόμματα.
  • Αναζήτηση ανά συγγραφέα

Τύπος περιεχομένου


Ενότητες

  • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΝΕΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΝΕΑ
  • ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ
    • ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ
    • ΤΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙ
  • ΧΑΛΑΡΩΜΑ
    • ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ
    • ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΡΙΟ
    • ΤΟ ΠΑΖΑΡΙ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Διάφορα
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Ντόναλντ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Super Μίκυ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Κόμιξ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μίκυ Μάους
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μπλα μπλα
  • VINTAGE's Συζήτηση
  • VIDEO GAMES's Γεν. Συζήτηση για Video Games

Blogs

  • Valt's blog
  • Dr Paingiver's blog
  • GCF about comics
  • Vet in madness
  • Θέμα ελεύθερο
  • Film
  • Comics, Drugs and Brocc 'n' roll
  • I don't know karate, but i know ka-razy!
  • Γερμανίκεια
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • Κομικσόκοσμος
  • The Unstable Geek
  • Σκόρπιες Σκέψεις
  • Dhampyr Diaries
  • Περί ανέμων και υδάτων

Ημερολόγια


Βρείτε αποτελέσματα σε ...

Βρείτε αποτελέσματα που ...


Ημερομηνία Δημιουργίας

  • Αρχή

    Τέλος


Τελευταία ενημέρωση

  • Αρχή

    Τέλος


Φιλτράρετε με αριθμό ...

Εγγραφή

  • Αρχή

    Τέλος


Ομάδα


Member Title


MSN


Website URL


Yahoo


Skype


Πόλη


Επάγγελμα


Ενδιαφέροντα

  1. Τι κοινό έχουν οι ιστορίες του Κάφκα, του Μπάροουζ, του Μπρετόν, του Τζόις, του Καρυωτάκη; Και πώς είναι δυνατόν να εικονοποιηθούν τα γραπτά αυτών των συγγραφέων; Ο Γιώργος Τραγάκης, ένας από τους εμπειρότερους σύγχρονους Έλληνες δημιουργούς, το επιχειρεί με αριστοτεχνικό τρόπο συνθέτοντας μια μοναδική συλλογή από «Παράξενες Ιστορίες». Που συμπληρώνονται ιδανικά με πολλές δικές του, εξίσου «παράξενες», ιστορίες. ● Στις «Παράξενες Ιστορίες» σου κυριαρχούν ο θάνατος, ο εφιάλτης, η απελπισία. Πρόσωπα ανέκφραστα περιφέρουν την αβάσταχτη μοναξιά τους σε έναν μη γραμμικό χρόνο, σε τοπία σκοτεινά, μεταφυσικά, σιωπηλά και ταυτόχρονα τρομακτικά. Ποια ήταν η αφορμή γι’ αυτές τις «Παράξενες Ιστορίες»; Κάποια στιγμή, νομίζω τον χειμώνα του 2009, σκέφτηκα να κάνω μια κόμικς αυτοέκδοση βασισμένη σε κείμενα λογοτεχνών που δεν έγραφαν ιστορίες με συμβατικό τρόπο, δεν υπήρχε ο καλός και ο κακός, είχαν κάτι αποσπασματικό, η γλώσσα δεν υποδείκνυε μια συγκεκριμένη εικονογράφηση και το εσωτερικό στοιχείο ήταν ανώτερο από το φαινομενικό. Λέει ο Βόνεγκατ κάπου «να μη φοβάστε να αρχίσετε μια ιστορία από το τέλος επειδή χαλάει την έκπληξη» και μου έδωσε την ιδέα ότι το θέμα θα μπορούσε να είναι ο θάνατος, το οριστικό και αμετάκλητο τέλος και ταυτόχρονα την πρόκληση στο ποια θα μπορούσε να είναι η συνέχεια με μια τέτοια αρχή. ● Χρησιμοποιείς κείμενα του Κάφκα, του Τζόις, του Μπάροουζ, του Μπρετόν αλλά και του Καρυωτάκη, του Λαπαθιώτη, του Γονατά. Οι περισσότερες ιστορίες, που δεν είναι μάλιστα από τις πιο δημοφιλείς και γνωστές των συγκεκριμένων συγγραφέων, φαντάζομαι πως αποτελούν μεγάλη πρόκληση για όποιον επιχειρήσει να τους δώσει εικόνα και χρώμα. Δεν αισθάνθηκες κάποια ανασφάλεια, κάποιο δέος όταν αποπειράθηκες κάτι τέτοιο πρώτη φορά; Καθώς το μεγαλύτερο μέρος της σοβαρής λογοτεχνίας έχει δύο βασικά θέματα, τον έρωτα και τον θάνατο, ήταν εύκολο να διαλέξω τα πρώτα βήματα, που ήταν το «Καύκαλο» του Καρυωτάκη, το «Όνειρο» του Κάφκα και ένα απόσπασμα απ’ τον «Άδη» του Τζόις. Επειδή το κόστος της αυτοέκδοσης ήταν μεγάλο για μένα, η απόφαση να γίνουν οι ιστορίες ασπρόμαυρες ήταν αυτονόητη. Ενόσω δούλευα τις πρώτες ιστορίες συνάντησα ένα βράδυ τον Γιάννη Καλαϊτζή σε μια επίσκεψή του στη Θεσσαλονίκη κι όταν με ρώτησε τι φτιάχνω, άνοιξε διάπλατα τα μάτια του και είπε «επιτέλους, βρε παιδί μου, τόσα υπέροχα κείμενα έχουμε, μπράβο, συνέχισε». Με παρότρυνε να τα στείλω στον Άγγελο Μαστοράκη, που τότε ήταν διευθυντής του «9» της «Ελευθεροτυπίας», και τον γνώριζα από το '87, όταν μας είχε συστήσει ο Βάσος Γεώργας ένα ήσυχο μεσημέρι στα Εξάρχεια. Ο Άγγελος ενθουσιάστηκε όταν είδε τις πρώτες ιστορίες και μου είπε εκείνο το αξέχαστο «Θα δημοσιεύσω οτιδήποτε κάνεις» ενώ με πληροφόρησε ότι θα μπορούσα να έχω χρώμα αν το θέλω και δεν υπήρχε περιορισμός σ’ αυτό. ● Με ποιο μηχανισμό κατόρθωσες να ταιριάξεις τα κείμενα των εμβληματικών αυτών συγγραφέων με τρόπο που να δημιουργούν ένα ενιαίο και αρμονικό σύνολο; Και πώς ανάμεσα στις ιστορίες τους τοποθέτησες τις δικές σου εξίσου αρμονικά; Μία από αυτές, μάλιστα, είναι η «Στρατιά», ένα ιδιότυπο «μάθημα ιστορίας» για τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο και τη Μικρασιατική Καταστροφή… Οι ιστορίες έδιναν η μία στην άλλη τη σκυτάλη μ’ έναν «παράξενο» τρόπο. Ο θάνατος, ας πούμε, φλερτάριζε με το όνειρο και οι δυο έννοιες είχαν την υπόσταση και τα χαρακτηριστικά του εικοστού αιώνα. Ο εικοστός αιώνας βρίθει από ένα χάος ιστοριών που πολλές είναι σχεδόν άγνωστες και παραγκωνισμένες. Η Ιστορία, η πολιτικοκοινωνική ιστορία, είναι από πού θα την πιάσεις και με ποια ηθική θα αξιολογήσεις τη σημασία της. Δίπλα στη φωνή της Ιστορίας βρίσκεται και η φωνή της ποίησης και της λογοτεχνίας και δίπλα απ’ αυτήν, κάπου εκεί κοντά, η φωνή του μικρού ανθρώπου και έτσι πήρα το θάρρος να βάλω τις δικές μου «ιστορίες» μαζί μ’ αυτές των ιερών τεράτων. Ήταν βασισμένες σε παλιές ιδέες που εξακολουθούσαν να γυροφέρνουν μέσα μου, όχι τόσο με την ιδέα της εμμονής, όσο σαν μια προσωπική διαπίστωση που έπρεπε να ειπωθεί. ● Στον πρόλογό σου αναφέρεις ότι μέρος των ιστοριών σου δημιουργήθηκαν παράλληλα με την πολύπλευρη κρίση, οικονομική και όχι μόνο, στη χώρα μας. Μια κρίση που δημιούργησε μια εφιαλτικά σουρεαλιστική πραγματικότητα, η οποία εντέλει έγινε τρόπος ζωής. Τι ρόλο, πράγματι, έπαιξε η πολιτική και οικονομική πραγματικότητα στα έργα σου; Όσο οι έννοιες έδιναν η μία τη θέση της στην άλλη, όσο διαρκούσε αυτό το παιχνίδι της μεταμόρφωσης της σκέψης, έμοιαζε σαν το όλο εγχείρημα να λειτουργούσε και καθώς η κρίση, κοινωνική και οικονομική, χτυπούσε την Ελλάδα, φαινόταν να επαληθεύεται. Δεν υπήρχε κάτι προφητικό σ’ όλα αυτά, υπήρχε απλά μια λογική, σχεδόν μαθηματική, που οδηγούσε σε ανάλογα συμπεράσματα. Ταυτόχρονα με κινητήρια δύναμη τα κείμενα και την εναλλαγή των ιδεών συνέβαινε και η εναλλαγή της εικονοποίησής τους. Σουρεαλιστικές ιδέες, όνειρα και φαντασία με ξέβραζαν σ’ έναν ολοένα και πιο έντονο ρεαλισμό, μια πραγματικότητα, ένα κομμάτι της αλήθειας όπου αντικρίζεις τον άνθρωπο με όλα όσα κουβαλάει, ακόμα και με τα πιο περίεργα και ανεξήγητα... ● Τις ιστορίες σου συμπληρώνει ένας οιονεί επίλογος, μια συλλογή σχεδίων που τιτλοφορείς «Πινακοθήκη». Αποτελεί κάτι σαν «συμπέρασμα»; Σαν εικονογραφικό συμπλήρωμα; Ασχολιόμουν με τις ιστορίες αυτές μέχρι την παύση του «9» και όσες έμειναν αδημοσίευτες, τυπώθηκαν στον τόμο των «Παράξενων Ιστοριών». Η «Πινακοθήκη», κι αυτή μέσα στην επακόλουθη ανεξαρτησία της, συγγενεύει με αυτό το υλικό, είναι η «φυσική» του συνέχεια και καταλαβαίνω ότι δεν κλείνει μ’ ένα τέλος όλα όσα πρεσβεύει αυτή η συλλογή. ● Αν και είσαι ένας από τους παλαιότερους και εμπειρότερους Έλληνες δημιουργούς, είχαμε πολύ καιρό να δούμε κάποια δουλειά σου σε έκδοση μέχρι τις «Παράξενες Ιστορίες». Τώρα που έκλεισε αυτός ο κύκλος πώς προχωράς; Τους τελευταίους μήνες δουλεύω σε δύο εγχειρήματα. Το ένα είναι το γράψιμο. Είναι ένα είδος εσωτερικού μονολόγου αλλά ενίοτε «σκάνε» μικρές ιστορίες, πιο αφηγηματικές, όχι τόσο συμβατικές στη γλώσσα σαν κανονικά διηγήματα, αλλά αρκετά συγκροτημένες. Το δεύτερο είναι η ζωγραφική. Αν θα ενωθούν κάποια στιγμή, δεν ξέρω ακόμα. Είναι έργα σε εξέλιξη. ● Με την εμπειρία σου και τη συμμετοχή σου σε πολλά συλλογικά και εκδοτικά εγχειρήματα κατά το παρελθόν, πώς βλέπεις σήμερα την κατάσταση των ελληνικών κόμικς; Και ποια είναι η θέση σου σ’ αυτή τη σκηνή που όλο μεγαλώνει; Μου είναι δύσκολο να μιλήσω για την «κατάσταση» των ελληνικών κόμικς, γιατί κατά πολύ είναι κάτι που έβλεπα απ’ την αρχή τελείως υποκειμενικά. Το έβλεπα σαν μια μορφή τέχνης που ήθελε αφοσίωση, σεβασμό και τόλμη. Τα πρώτα χρόνια δεν τολμούσα να πω ότι είμαι ζωγράφος (ακόμα και τώρα δυσκολεύομαι) και το θέμα της δημοσίευσης ενός έργου ήταν κάτι ιερό – πόσο μάλλον η έκδοση ενός προσωπικού βιβλίου. Το σχέδιο έπρεπε να είναι κάτι περισσότερο από σταθερό και ευκολοανάγνωστο στυλ για τη διάρκεια μιας ιστορίας και η αφήγηση (εδώ θα θυμηθώ τον Μαστοράκη πάλι) έπρεπε να είχε κάτι να πει. Υπάρχει ένας προσωπικός αγώνας με οποιαδήποτε τέχνη κι αν ασχοληθείς και ένας ακόμα που έχει να κάνει με την κοινωνικοποίηση του έργου σου. Προσωπικά τον δεύτερο εγώ τον παραμερίζω συχνά. Δεν υπάρχουν πολλοί δρόμοι που να συμπορεύονται έναν καλλιτεχνικό δρόμο αναζήτησης. Μπορεί να υπάρξουν παραγγελίες, προσκλήσεις για συμμετοχές, ομαδικές εκθέσεις αλλά σπάνια λειτουργούν. Γενικώς τα πράγματα είναι μπερδεμένα. Ας πούμε, καμιά φορά αναρωτιέμαι γιατί ασχολούνται μαζί μου άνθρωποι που γουστάρουν υπερηρωικά κόμικς ή κάποιοι που απεχθάνονται την ποίηση. Δεν ξέρω, μπορεί να περίμεναν κάτι άλλο από μένα και τους απογοήτευσα. Θέλω να πω, δηλαδή, ότι δεν αισθάνομαι κομμάτι αυτού που λέγεται – πρόχειρα φοβάμαι – ελληνικά κόμικς και επειδή συχνά-πυκνά οι εκδόσεις που προκύπτουν απ’ τον «χώρο» είναι επιφανειακές, υποκριτικές ή εξ επί τούτου λογοτεχνικές ή μοντέρνες, δεν έχουν πραγματικά απήχηση. Δεν είναι ότι ο κόσμος πρέπει να εκπαιδευτεί σαν αναγνώστης των κόμικς, οι αναγνώστες είναι μια χαρά, και Σοπενχάουερ διαβάζουν και Θορό διαβάζουν και Σκαρίμπα και Αντόρνο. Εμείς πρέπει να διαβούμε το χάσμα... Και το σχετικό link...
  2. Ο Περικλής Κοροβέσης δεν είναι πια μαζί μας. Δεν θα ξεχάσουμε ποτέ την ευγένεια και το χιούμορ του, την πολιτική του σκέψη και δράση, τους ανυποχώρητους αγώνες του, τα βιβλία και τα κείμενά του, την παρέα του. Κι ένας λόγος ακόμα για να τον θυμόμαστε είναι τα κόμικς και οι γελοιογραφίες του Γιάννη Καλαϊτζή. Σε αυτά πρωταγωνίστησε κατ’ επανάληψη ο Περικλής σε αξέχαστους «ρόλους». Ήταν πολύ καλοί φίλοι. Μαζί συζητούσαν για την πολιτική, τη λογοτεχνία, την τέχνη. Μαζί πορεύτηκαν σε πολλούς από τους αγώνες της Αριστεράς. Συνεργάστηκαν στη «Γαλέρα» και αργότερα στην «Εφημερίδα των Συντακτών». Μα είχαν και κάτι ακόμα που τους ένωνε. Ο Περικλής Κοροβέσης ήταν ένα σταθερό «μοντέλο» στα κόμικς και τις γελοιογραφίες του Γιάννη Καλαϊτζή. Ο αγαπημένος μας Γιάννης συχνά-πυκνά στα έργα του επέλεγε τη μορφή του άλλου αγαπημένου μας, Περικλή. «Τυφών», εκδόσεις Κώμος, Θεσσαλονίκη, 1997 Ο Καλαϊτζής το συνήθιζε αυτό για πολλούς από τους φίλους του. Όπως γνωρίζουν πολλοί από τους σταθερούς αναγνώστες του, υπήρχαν κάποια πρόσωπα που λάτρευε να σχεδιάζει. Πολλά από αυτά τα αποκάλυπτε κατά καιρούς ο ίδιος, αλλά και όταν έστησε το εξαιρετικό site www.gianniskalaitzis.gr: ο Τέλης Σαμαντάς, ο Γιάννης Bach Σπυρόπουλος, ο Γιώργος Μασσαβέτας, ο Νίκος Προκόβας και φυσικά ο Περικλής Κοροβέσης δάνεισαν τη μορφή τους σε πρόσωπα των ιστοριών του Καλαϊτζή, σε απρόβλεπτους και παράδοξους ρόλους όπως άλλωστε συνέβη και με άλλους περιστασιακούς πρωταγωνιστές του, πραγματικά ή φανταστικά πρόσωπα (Τάσος Μητρόπουλος, Στέλιος Καζαντζίδης, Καραγκιόζης) ή και πιο μόνιμους που υποδύονταν τον γελοιογραφικό εαυτό τους κατά συγκεκριμένες πολιτικές περιόδους (Cabinet Man, Καρατζαφύρερ, Το Λούκι - Λουκάς Παπαδήμος, Κώστας Καραμανλής στη σειρά Μαρξ και Σπένσερ, Ευάγγελος Βενιζέλος και Γιάννα Αγγελοπούλου πριν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες κ.ά.). «Τυφών», εκδόσεις Κώμος, Θεσσαλονίκη, 1997 Όμως ο Περικλής Κοροβέσης ήταν μια σταθερή αξία που πάντα απολάμβανε την ακούσια συμμετοχή του σε κόμικς και γελοιογραφίες του καλού του φίλου. Στον «Τυφώνα» (1997), σε έναν από τους μεγαλύτερους ρόλους του, ο Περικλής ήταν ο Σουλεϊμάν Σαλίκ, «γενίτσαρος και μπράβος των προσκαλεσμένων του Αββά» που σπέρνει τον τρόμο λίγο πριν αυτοκτονήσει, σε ένα διονυσιακό παραλήρημα στη Σαντορίνη του 1707, την ώρα που εκρήγνυται το ηφαίστειο. Νωρίτερα, το 1990, ο Περικλής είχε γίνει αρχαίος Έλληνας για τις ανάγκες του εκπαιδευτικού κόμικς «Αναζητώντας τα Χαμένα Δάση», μια ιστορία σε ανάθεση της περιφέρειας της Προβηγκίας για τα δάση της Νότιας Ευρώπης που δεν κυκλοφόρησε ποτέ στα ελληνικά, καθώς η τότε ελληνική κυβέρνηση απαίτησε την απόσυρσή της επειδή σε κάποιον χάρτη του εσωφύλλου αναφερόταν η απαγορευμένη τότε λέξη «Μακεδονία» για τη γειτονική μας χώρα. «Αναζητώντας τα Χαμένα Δάση», ακυκλοφόρητο, 1990 Ένας από τους μεγαλύτερους ρόλους του σε κόμικς όμως, ήταν και ο τελευταίος του στην επίσης τελευταία σειρά κόμικς του Γιάννη Καλαϊτζή που είχαμε την τιμή να φιλοξενήσουμε στο Καρέ Καρέ. Στη σειρά «Μπον και Βιβέρ» ο Κοροβέσης έγινε ο Βιβέρ, ο ένας από τους δύο πένητες και περιπλανώμενους κλοσάρ που διατηρώντας τον σαρκασμό και το χιούμορ τους, φιλοσοφούν περί συνταγών και μαγειρικής δίπλα σε κάδους σκουπιδιών, αναζητώντας ένα σάπιο καρότο, ένα μισό κρεμμύδι, ένα σπασμένο πασχαλινό αυγό για να χορτάσουν. «Μπον και Βιβέρ», δημοσιευμένο στο «Καρέ Καρέ» της «Εφ.Συν.», 2014 Μια σύντομη εμφάνιση είχε κάνει και στο «Πέλαγος της Μποτίλιας», μια χιουμοριστική και πιο ενήλικη, ντελιριακή εκδοχή του «Little Nemo in Slumberland» του Winsor McCay αλλά με μπόλικο αλκοόλ, ως Βαζιβουζούκος φρουρός στο παλάτι της όμορφης Νουχτένα. «Πέλαγος της Μποτίλιας», δημοσιευμένο στο «Εννέα» της «Ελευθεροτυπίας», 2001 Τέτοιες «cameo» εμφανίσεις έκανε ο Περικλής και σε πολλές γελοιογραφίες του Καλαϊτζή. Σε μια από αυτές περίμενε στωικά στην ουρά, μαζί με άλλους αγωνιστές και διαμαρτυρόμενους, για να μπει στο «Θάλαμο Ελεύθερης Διαδήλωσης», σε μια σάτιρα των κατασταλτικών μηχανισμών που επιχείρησαν να ποινικοποιήσουν τις κοινωνικές διεκδικήσεις με πρόσχημα τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004. «Θάλαμος Ελεύθερης Διαδήλωσης», «Ελευθεροτυπία», 2003. Αναδημοσιεύεται στο «2000 στα 4», εκδόσεις Άγρα, 2003. Λίγο νωρίτερα, την περίοδο που μερίδα του ελληνικού Τύπου έπαιρνε γραμμή από το Υπουργείο Δημόσιας Τάξης για τα θέματα που αφορούσαν την οργάνωση «17 Νοέμβρη» και οι φυλλάδες (το «Στρατόπεδο Υλάρχου Τραγκαουνάκη» κατά Καλαϊτζή) «έδιναν», σωρηδόν και αναπόδεικτα, ονόματα αριστερών ως «τρομοκρατών», ο Περικλής μετατράπηκε σε «εμπόρευμα» μαζί με τη γραφομηχανή του για την «Ψώρα», την «SSpresso», το «Straffi News» και το «Α2 Τσάνελ», σε μια ακόμα από τις πολλές παρουσίες του στα έργα του μεγάλου γελοιογράφου και δημιουργού κόμικς. «Τι σε νοιάζει κυρά μου;», «Ελευθεροτυπία», 2002. Αναδημοσιεύεται στο «Γιαταλεφτά Νοέμβρη», εκδόσεις Λιβάνη, 2002. Ο Περικλής μπορεί να μας άφησε. Αλλά τα έργα του Γιάννη Καλαϊτζή αποτελούν μια ακόμη αφορμή για να τον θυμόμαστε. Πάντα χιουμορίστα. Πάντα αγωνιστή. Και κάποιες φορές πρωταγωνιστή σε υπέροχα κόμικς και μαχητικές γελοιογραφίες. Ευχαριστούμε θερμά την οικογένεια του Γιάννη Καλαϊτζή για την ευγενική παραχώρηση των δικαιωμάτων χρήσης των εικόνων αυτού του αφιερώματος. Και το σχετικό link...
  3. Πέθανε στις 2 Απριλίου ο Juan Gimenez, ένας πολύ μεγάλος σχεδιαστής, ένας σπουδαίος δημιουργός κόμικς. Ο Αργεντινός καλλιτέχνης είχε πρόσφατα επισκεφθεί την Ισπανία όπου κατά πάσα πιθανότητα μολύνθηκε με κορονοϊό. Πέθανε ύστερα από βραχεία νοσηλεία στη χώρα του σε ηλικία 77 ετών. Στην αρχή της καριέρας του εμπνεύστηκε από δημιουργούς όπως ο Hugo Pratt και ο Francisco Solano Lopez, ενώ μετέπειτα συνεργάστηκε με κορυφαίους σεναριογράφους όπως ο Carlos Trillo, ο Emilio Balcarce, ο Roberto Dal Pra κ.ά. Τα έργα του δημοσιεύτηκαν σε μεγάλα περιοδικά της Ευρώπης και της Νότιας Αμερικής, είχε κατ’ επανάληψη τιμηθεί με σημαντικά βραβεία και διακρίσεις μεταξύ των οποίων το βραβείο «Yellow Kid» του φεστιβάλ της Λούκα, ενώ είχε συμμετάσχει και στην εμβληματική ταινία animation «Heavy Metal» του 1981. Αναμφίβολα όμως, η σημαντικότερη δουλειά του που τον έκανε ευρύτερα γνωστό ήταν «Το Έπος των Μεταβαρόνων» που συνδημιουργούσε με τον Χιλιανό συγγραφέα Alejandro Jodorowsky από το 1992 ως το 2003 (δημοσιεύτηκε στα ελληνικά από το περιοδικό «9» από το 2000 έως το 2004 και κυκλοφόρησε σε αυτόνομες εκδόσεις από την «Ελευθεροτυπία»), μια τραγική και συνάμα επική ιστορία επιστημονικής φαντασίας και πολιτικής δυστοπίας. Ως φόρο τιμής και αποχαιρετισμό στον Juan Gimenez και στο ιδιαίτερα πλούσιο έργο του, το «Καρέ Καρέ» αναδημοσιεύει τον επίλογο του αείμνηστου Άγγελου Μαστοράκη, διευθυντή του περιοδικού «9», στην παρουσίασή του με τίτλο «Το Έπος των Μεταβαρόνων: τρεις βασικοί άξονες διήγησης και η δυναμική τους» από το συνέδριο «Αποχρώσεις δύο κόσμων: κόμικς και [επιστημονική] φαντασία» που πραγματοποιήθηκε στη Μυτιλήνη το 2005 (τα πρακτικά με τίτλο «Θέα από Ψηλά» κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Ηλίβατον): «Κι έπειτα ο τελευταίος Μεταβαρόνος, ο Ακατονόμαστος, θα λύσει όλα τα συμβόλαιά του και θα αποσυρθεί. Για ένα χρονικό διάστημα θα ασχοληθεί παίζοντας με τις τεράστιες δυνάμεις του, καταστρέφοντας ουράνια σώματα στις έρημες περιοχές του σύμπαντος. Ώσπου να φτάσει η στιγμή που θα αντιμετωπίσει το αδιέξοδο της ύπαρξής του. Θέλοντας να κλείσει τους λογαριασμούς του με την Κάστα θα ανακαλέσει τα ολογραφήματα των προγόνων του και θα τους καταραστεί. Θα αποφασίσει να μην καταστρέψει ποτέ ξανά κανένα είδος ζωής, επιστρέφοντας μετά από έναν πλήρη ανελικτικό κύκλο στην ισορροπία του προ-μεταβαρονικού παρελθόντος, στην ισορροπία των Καστάκα. Ο Ακατονόμαστος ανακαλύπτει τη μόνη δύναμη που μπορεί να τον επαναφέρει, αυτόν που είναι η υπέρτατη δύναμη της καταστροφής, πίσω στην υπηρεσία της ζωής. Τη Συμπόνια. Έτσι, επανασυνδέεται με το προαιώνιο προστατευτικό πνεύμα της φυλής του, το οποίο του ξαναζωντανεύει την απονεκρωμένη έως τότε Γεύση του, την πιο “σωματική” από τις αισθήσεις του. Με αυτή τη συμβολική κίνηση, το πνεύμα-τοτέμ των Καστάκα αποκαθιστά τον Ακατονόμαστο στην ανθρώπινή του ολότητα, του αποκαλύπτει το πραγματικό νόημα της αγάπης και επανακαθορίζει τα καθήκοντα της νέας του ελευθερίας. Και τότε, ο τελευταίος των Μεταβαρόνων συνειδητοποιεί ποιος είναι ο πραγματικός στόχος του Πολεμιστή. Είναι η απελευθέρωση της Ανθρωπότητας από τις εξουσιαστικές δομές. Ο Ακατονόμαστος θα τις διαλύσει, θα τις καταστρέψει, θα τις εξαφανίσει. Για να φτάσουμε έτσι στο τελευταίο καρέ του Έπους, που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το πρώτο αρχικό καρέ το οποίο ανοίγει την ιστορία των Μεταβαρόνων. Είναι και τα δύο ολοσέλιδα. Στο πρώτο, ένα γιγαντιαίο Μεταμπούνκερ δεσπόζει μέσα σε μια εφιαλτική και κλειστοφοβική υπόγεια πόλη. Στο τελευταίο, το Μεταμπούνκερ ταξιδεύει, μικροσκοπικό ανάμεσα σε εκατομμύρια άστρα, με μια μοναδική φράση να το συνοδεύει: “Για να απελευθερωθούν όλοι οι Γαλαξίες”». Και το σχετικό link...
  4. Αντίο σε έναν δημιουργό κόμιξ που αγαπήσαμε πολύ. Δεύτερη μεγάλη απώλεια για τον κόσμο των κόμιξ μέσα σε δύο βδομάδες. Μετά τον Albert Uderzo που έφυγε από τη ζωή στις 24 Μαρτίου, βυθίζοντας στο πένθος όσους μεγάλωσαν με Asterix, τώρα χάσαμε και τον Juan Gimenez. Ο σπουδαίος Αργεντινός δημιουργός κόμιξ έφυγε χτες από τη ζωή σε ηλικία 76 ετών μετά από επιπλοκές λόγω του κορονοϊού. O Gimenez, γεννημένος το 1943 στη Μεντόζα, σχεδίασε πλήθος κόμιξ κατά τη δεκαετία του ’70 στην Αργεντινή, την Ιταλία και την Ισπανία, δίνοντας έμφαση σε ιστορίες πολέμου και επιστημονικής φαντασίας. Ο κόσμος τον έμαθε ευρύτερα το 1981 μέσα από τη συμμετοχή του στην animated ταινία Heavy Metal αλλά και στο κόμικ Metal Hurlant που είχε δημιουργήσει ο σπουδαίος Moebius. Βέβαια το σημαντικότερο έργο του Gimenez ήρθε στις αρχές των 90s, όταν συνεργάστηκε με τον λατρεμένο Alejandro Jodorowsky προκειμένου να δημιουργήσουν από κοινού το Metabarons, δηλαδή το γαμιστερό spinoff κόμικ του Incal που γνωρίσαμε και αγαπήσαμε ως πιτσιρίκια διαβάζοντας το 9 της Ελευθεροτυπίας. Οι Μεταβαρώνοι κράτησαν από το 1992 μέχρι το 2003, ενώ έπειτα ακολούθησε πλήθος συγκεντρωτικών εκδόσεων σε διάφορες γλώσσες ανά τον κόσμο. Ελάχιστοι άλλοι κομιξάδες ερέθισαν τόσο πολύ την διαστημική μας φαντασία όσο ο Juan Gimenez. Η οπτική ταυτότητα των Μεταβαρώνων έμεινε για πάντα χαραγμένη στην αισθητική μας. Και μπορεί το όνομά του να μην είναι και το γνωστότερο στους ανθρώπους που δεν παρακολουθούν στενά τον χώρο των κόμιξ, αλλά από τη μεριά μας μπορούμε τουλάχιστον να πούμε ότι αυτό το site θα ήταν διαφορετικό χωρίς την επιρροή του. Αντίο λοιπόν, μεγάλε. Καλό ταξίδι. Με διαστημόπλοιο φυσικά. Και το σχετικό link...
  5. Κάποιοι θα πλήρωναν πολλά λεφτά για να πάρουν κάποια ιστορικά τεύχη... Η ανάγνωση των κόμιξ είναι μια διαδικασία που έχει τους δικούς της, πολύ φανατικούς πιστούς. Είναι μια διαδικασία τόσο διαχρονική που καταλήγει να είναι μόνιμο κομμάτι της φυσιογνωμίας σου: μπορεί να μεγαλώνεις και όσο μεγαλώνεις να αλλάζεις αλλά ποτέ δεν ξεμπλέκεις από αυτή. Απλά όσο αλλάζεις εμπλουτίζονται και τα αναγνώσματά σου. Η κυρίαρχη οπτική που θέλει την ανάγνωση κόμιξ να είναι μια παιδική ασχολία απέχει αιώνες από την πραγματικότητα. Διότι όσο και αν μεγαλώσεις ποτέ δεν σταματάς να τα διαβάζεις. Για την ακρίβεια, ποτέ δεν ξεπερνάς κανένα κόμιξ που έχεις διαβάσει και σου έχει αρέσει όσα χρόνια και αν περάσουν. Με καμία άλλη μορφή τέχνης δεν συμβαίνει αυτό: το να μπορείς δηλαδή να απολαύσεις στα 30φεύγα σου με τον ίδιο ενθουσιασμό μια κόμιξ ιστορία που είχες πρωτοθαυμάσει όταν ήσουν παιδί. Γι΄αυτό και όσο μεγαλώνεις η καρδιά σου γεμίζει με ισόποσες δόσεις από κόμιξ. Στην πραγματικότητα, όσο μεγαλώνεις απλά διευρύνεται ο χώρος των αγαπημένων δημιουργιών που χωράνε μέσα σου. Αν αναλογιστεί ο μέσος αναγνώστης κόμιξ το πόσο ετερόκλιτα κόμιξ περιοδικά έχει αγαπήσει μεγαλώνοντας δεν μπορεί παρά να εντυπωσιαστεί από την πολυμορφία. Για του λόγου το αληθές - και με μια μικρή δόση νοσταλγίας - θυμόμαστε 5 κόμιξ που μας μεγάλωσαν και δεν υπάρχουν πια και εντυπωσιαζόμαστε από την διαρκή και συνεχόμενη μεταπήδηση από το πιο παιδικό στο πιο ενήλικο είδος. Και όμως, αυτά τα κόμιξ μεγάλωσαν τους ίδιους ανθρώπους και αγαπήθηκαν από τους ίδιους ανθρώπους. Βαβέλ Έβγαινε στα περίπτερα από το 1981 μέχρι και το 2008 και μεγάλωσε γενιές και γενιές κομιξόφιλων. Κυκλοφορούσε κάθε μήνα και στο εσωτερικό των σελίδων του στοιβάζονταν πολλοί ξένοι και Έλληνες καλλιτέχνες. Όσοι ήταν τυχεροί και είχαν κάποιον μεγαλύτερο στο σόι τους (κάνα ξάδελφο, κάναν αδερφό κ.τ.λ.) που το αγόραζε είχαν πρόσβαση σε αυτό από μικρή ηλικία. Οι υπόλοιποι το αγάπησαν στα τελευταία του χρόνια. Σε ορισμένες γωνιές της Αθήνας πάντως ακόμα παίζει να βρεις παλιά τεύχη της «Βαβέλ». Μίκυ Μυστήριο Δεν είναι τυχαίο που για πάρα πολλούς από εμάς η φιγούρα του Μίκυ είναι συνδεδεμένη με την εικόνα ενός ιδιωτικού ντετέκτιβ που κινείται σε ένα νουάρ περιβάλλον. Το εμβληματικό «Μίκυ Μυστήριο» είναι η αιτία για αυτό, το κόμικ που πήρε έναν από τους πιο αγαπητούς και ανάλαφρους χαρακτήρες, τον έκανε πρωταγωνιστή υποθέσεων μυστηρίου και τον ωρίμασε. Αν βρεις πουθενά κανένα ξεχασμένο τεύχος του «Μίκυ Μυστήριο» άρπαξέ το όπως είναι, μιλάμε για μεγάλη σειρά. Αλμανάκο Πρωτοποριακό περιοδικό στα 90s που αν και ξεκίνησε σαν τυπική παιδική κυκλοφορία με ιστορίες από το σύμπαν της Disney, σύντομα έγινε το απόλυτο «αγορίστικο» εφηβικό περιοδικό καθώς εκτός από κόμιξ ιστορίες φιλοξενούσε στο εσωτερικό του και αφιερώματα για ταινίες, βιντεοπαιχνίδια, αθλητικά και γενικά πολλά άρθρα που το έκαναν να ξεφεύγει από το μέσο, τυπικό περιοδικό για παιδιά. Ή καλύτερα να επαναπροσδιορίζει τον χαρακτηρισμό. Το «Αλμανάκο» υπήρξε ιστορία ολόκληρη, αμιγώς συνδεδεμένη με τις παιδικές αναμνήσεις μιας ολόκληρης γενιάς. Την έχουμε ξαναπεί εδώ… Μπλεκ Από τα πιο παλιά ελληνικά κόμιξ περιοδικά. Ξεκίνησε ως ένα μονοθεματικό περιοδικό που αφηγούνταν τις περιπέτειες του ομώνυμου γουέστερν χαρακτήρα - ενός κυνηγού, βετεράνου της μάχης για την αμερικανική ανεξαρτησία από τους Βρετανούς αποικιοκράτες, κατά τα τέλη του 18ου αιώνα - αλλά από ένα σημείο και μετά, εμπλούτισε καθοριστικά την ύλη του εξελισσόμενο σε ευρύτερο «εφηβικό» ανάγνωσμα. Για πολλούς η κόντρα Αλμανάκο-Μπλεκ ήταν μεγάλο θέμα διχασμού. 9 Το αντίπαλον δέος της «Βαβέλ», παρά το γεγονός ότι συνυπήρξε μαζί της για μόλις οκτώ από τα 27 χρόνια κυκλοφορίας της τελευταίας, το «9» (που συνέχισε να βγαίνει και δυο χρόνια μετά το κλείσιμο της «Βαβέλ») υπήρξε αντικειμενικά ένα από τα πιο σημαντικά περιοδικά του χώρου. Ένθετο στην «Ελευθεροτυπία» για δέκα χρόνια, αποτέλεσε μια βαθιά πνοή για τις ενήλικες κυκλοφορίες κόμιξ. Άπειρες ελληνικές δημιουργίες φιλοξενήθηκαν στις σελίδες του με πιο χαρακτηριστική την ιστορική πλέον «Μάνα Ρέιβερ». Και το σχετικό link...
×
×
  • Δημιουργία νέου...

Σημαντικές πληροφορίες

Χρησιμοποιώντας αυτή τη σελίδα, αποδέχεστε τις Όρους χρήσης μας.