Μετάβαση στο περιεχόμενο

Αναζήτηση στην Κοινότητα

Εμφάνιση αποτελεσμάτων για ετικέτες 'πάπισσα ιωάννα'.

  • Αναζήτηση ανά ετικέτες

    Πληκτρολογήστε ετικέτες χωρισμένες με κόμματα.
  • Αναζήτηση ανά συγγραφέα

Τύπος περιεχομένου


Ενότητες

  • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΝΕΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΝΕΑ
  • ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ
    • ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ
    • ΤΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙ
  • ΧΑΛΑΡΩΜΑ
    • ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ
    • ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΡΙΟ
    • ΤΟ ΠΑΖΑΡΙ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Διάφορα
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Ντόναλντ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Super Μίκυ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Κόμιξ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μίκυ Μάους
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μπλα μπλα
  • VINTAGE's Συζήτηση
  • VIDEO GAMES's Γεν. Συζήτηση για Video Games

Blogs

  • Valt's blog
  • Dr Paingiver's blog
  • GCF about comics
  • Vet in madness
  • Θέμα ελεύθερο
  • Film
  • Comics, Drugs and Brocc 'n' roll
  • I don't know karate, but i know ka-razy!
  • Γερμανίκεια
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • Κομικσόκοσμος
  • The Unstable Geek
  • Σκόρπιες Σκέψεις
  • Dhampyr Diaries
  • Περί ανέμων και υδάτων

Βρείτε αποτελέσματα σε ...

Βρείτε αποτελέσματα που ...


Ημερομηνία Δημιουργίας

  • Αρχή

    Τέλος


Τελευταία ενημέρωση

  • Αρχή

    Τέλος


Φιλτράρετε με αριθμό ...

Εγγραφή

  • Αρχή

    Τέλος


Ομάδα


Member Title


MSN


Website URL


Yahoo


Skype


Πόλη


Επάγγελμα


Ενδιαφέροντα

  1. Με αφορμή την έκθεση «Και διηγώντας τα να γελάς» του γελοιογράφου της «Καθημερινής» Δημήτρη Χατζόπουλου στην Γκαλερί Ζουμπουλάκη, ο Ανδρέας Πετρουλάκης γράφει για τον συνάδελφό του. Έργο του Δημήτρη Χαντζόπουλου ζωγραφισμένο αποκλειστικά για το σημερινό εξώφυλλο της Athens Voice Ο Δημήτρης Χαντζόπουλος ανήκει στην κατηγορία «σταυρόλεξο για πολύ απαιτητικούς». Ίσως ο πιο δύσκολος από όλους μας, εννοώ είναι ο γελοιογράφος που απαιτεί τη μεγαλύτερη εγρήγορση και συμμετοχή του αναγνώστη στα σκίτσα του. Αν τον ρωτήσεις σου λέει ότι δεν πρέπει να υποτιμάμε τον αναγνώστη, ότι πρέπει να εμπιστευόμαστε το κριτήριο και την παιδεία του. Για αυτό ο ίδιος παίρνει καθημερινά ρίσκα. Η γελοιογραφία από τη φύση της έχει ούτως ή άλλως θεμελιώδες συστατικό το ρίσκο – η διαρκής αναζήτηση της πρωτοτυπίας και του χιούμορ εμπεριέχει πάντα το ρίσκο να βρεθούν τα ανθρωπάκια σου στο κενό. Αλλά εκείνος αυτή την επισφάλεια την πολλαπλασιάζει διότι θεωρεί εκ προοιμίου ότι ο αναγνώστης του έχει γερές γνώσεις εγκυκλοπαιδικές, εικαστικών τεχνών, σινεμά, ιστορίας κ.λ.π. και μπορεί να συνομιλήσει μαζί του με δύσκολες κοινές αναγωγές. Οι αναφορές των υπολοίπων από εμάς συνήθως είναι πιο κοινής λήψεως, πιο ποπ, ο φόβος μας μήπως δεν μας καταλάβουν οι αναγνώστες είναι μεγαλύτερος από του Χαντζόπουλου. Έχει και άλλη πρωτοτυπία ο Δημήτρης Χαντζόπουλος. Είναι ο γελοιογράφος των δύο εποχών. Όλοι οι υπόλοιποι είχαμε μια γραμμική πορεία εξέλιξης και βαθμιαίας ωρίμασης μέχρι να φτάσουμε στο, ας πούμε, οριστικό προσωπικό του ύφος ο καθένας. Ο Χαντζόπουλος έκανε το ίδιο πράγμα δύo φορές, έχοντας δημιουργήσει δύο εποχές καριέρας, σαφώς διακριτές μεταξύ τους, που αν δεν υπήρχε η κοινή χαρακτηριστική γραμματοσειρά και το αναγνωρίσιμο δαιμόνιο χιούμορ θα νόμιζες ότι αφορούν δύο διαφορετικούς δημιουργούς. Και αυτό ήταν μάλλον το μεγαλύτερο ρίσκο που πήρε. Εγκατέλειψε το πενάκι μετά από περίπου είκοσι χρόνια διαδρομής που τον είχε κατατάξει μεταξύ των κορυφαίων και μπήκε πρώτος στην ηλεκτρονική εποχή και μάλιστα ολοκληρωτικά, αναζητώντας ένα νέο ύφος, τεχνοτροπία ακόμα και φιλοσοφία γελοιογραφίας την οποία με τόλμη και αυτοπεποίθηση καθιέρωσε. Για παράδειγμα, ανέτρεψε τον θεμελιώδη κανόνα του σκίτσου, της οριακής οικονομίας των λέξεων – ο Χαντζόπουλος παρατάσσει γενναιόδωρα διαλόγους με προτάσεις που άλλοι δεν θα έκριναν απαραίτητες για τη λειτουργία του σκίτσου αλλά εκείνος θεωρεί σημαντικότερο το κλίμα από τον ρυθμό. Σχηματικά θα έλεγα ότι ενώ οι υπόλοιποι προσπαθούμε να μαγνητίσουμε ακαριαία το βλέμμα του αναγνώστη και μετά να τον κερδίσουμε, εκείνος του ζητά εξ αρχής χρόνο και προσοχή. Αν θέλει - αν δεν θέλει, πάλι καλώς, τα δικά του σκίτσα πάντως δεν τα παραχωρεί σε όρους ταχύτητας. Κλείνοντας μια πολιτική περίοδο της χώρας και πριν αρχίσει η επόμενη, ο γελοιογράφος της «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ» Δημήτρης Χαντζόπουλος παρουσιάζει μια επιλεγμένη σειρά πολιτικών γελοιογραφιών με καυστικό χιούμορ από τα πολιτικά και τα κοινωνικά γεγονότα που στιγμάτισαν την κρίση και τα μνημόνια της τετραετίας που πέρασε. Με έμφαση πάντα στην εικαστική διάσταση των σκίτσων του, η έκθεση στην γκαλερί Ζουμπουλάκη έχει άμεσες αναφορές και στο ζωγραφικό έργο του καλλιτέχνη-γελοιογράφου· τα σκίτσα λειτουργούν θαυμάσια σαν αυτόνομα έργα μικρών διαστάσεων. Με αυτό το σκεπτικό, παράλληλα με την έκθεση, θα παρουσιαστεί και το πρόσφατο Graphic Novel «Η Πάπισσα Ιωάννα» του Εμμ. Ροΐδη (έκδοση The Athens Review of Books) και ένα σχετικό video για το πάντα επίκαιρο έργο στο πέρασμα του χρόνου και των καιρών. Οι γελοιογραφίες εκδίδονται σε περιορισμένη έκδοση (1/6 έως 6/6), υπογεγραμμένες από τον καλλιτέχνη, σε ψηφιακή εκτύπωση Giclée από την Graphicon. Info: Εγκαίνια 3/10 στις 20.00, διάρκεια έκθεσης έως 12/10. Zoumboulakis Galleries, πλ. Κολωνακίου 20, 2103608278. Δείτε περισσότερες πληροφορίες για την έκθεση εδώ. O Δημήτρης Χαντζόπουλος γεννήθηκε το 1956 στην Πάτρα. Σπούδασε Φυσική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και κινούμενα σχέδια στο Emily Carr University of Art +Design στο Βανκούβερ του Καναδά. Εργάζεται ως σκιτσογράφος στην εφημερίδα «Καθημερινή». Στις Εκδόσεις Άγρα κυκλοφορούν τα βιβλία του: «Αι Αγαπώσαι» (1991), «Αχ, και να ’ξερες τι μου θύμισες» (1991), «Εις Άγραν Ρεθύμνου» (1999), «Στο Τούνελ - Σκίτσα 2010-2013» και το graphic novel «Πάπισσα Ιωάννα» από τις εκδόσεις «Τhe Athens Review of Books». Το σημερινό μας εξώφυλλο το σχεδίασε αποκλειστικά για την Α.V. με αφορμή την έκθεσή του στην Γκαλερί Ζουμπουλάκη. Και το σχετικό link...
  2. Ο θρύλος της Πάπισσας Ιωάννας είναι γνωστός. Πρόκειται για μια γυναίκα που κατόρθωσε, κάπου γύρω στα 855, μεταμφιεσμένη σε άνδρα, να αναρριχηθεί στα ανώτατα αξιώματα της Εκκλησίας και να γίνει για λίγο Πάπας. Μέχρι που γέννησε παιδί, το οποίο έκανε με τον θαλαμηπόλο της, οπότε αποκαλύφθηκε. Το τέλος ποικίλλει, δεν συμφωνούν οι πηγές: κατά μία εκδοχή τη λίντσαρε το πλήθος και πέθανε, κατά άλλη απλώς καθαιρέθηκε από το παπικό αξίωμα. Το ομώνυμο βιβλίο του Εμμανουήλ Ροΐδη που κυκλοφόρησε το 1866 με την ένδειξη «Μεσαιωνική μελέτη», είναι στην πραγματικότητα ένα από τα σπουδαιότερα ελληνικά μυθιστορήματα του 19ου αιώνα και το μόνο που έκανε και κάνει αδιαλείπτως διεθνή καριέρα. Και είναι σπουδαίο όχι μόνο γιατί σατιρίζει την εκκλησιαστική ιεραρχία, τη μεσαιωνική αλλά και της εποχής του, ούτε γιατί η σάτιρα αυτή είναι καυστική και απολαυστική. Είναι επίσης πολύ σημαντικό γιατί περιέχει τεχνικές πολύ μεταγενέστερες όπως οι σχολιαστικές παρεμβολές στην αφήγηση του ίδιου του συγγραφέα, ακόμη και με παρατηρήσεις για το πώς έγραψε κάτι συγκεκριμένο (κάτι που θεωρητικά ακυρώνει την αξιοπιστία της αφήγησης) και επειδή είναι γενικότερα ιδρυτικό ενός είδους που πολύ αργότερα θα ονομαστεί «μεταμυθιστόρημα» ή και «μυθιστόρημα-ντοκουμέντο», το οποίο θα ανθίσει πολύ αργότερα στον 20ό αιώνα. Στο μυθιστόρημα του Εμμανουήλ Ροΐδη, που επικαλείται μάλιστα πλήθος πηγών σε ειδικό παράρτημα, ο αναγνώστης παρακολουθεί την ιστορία αυτής της Πάπισσας από τότε που ήταν παιδί με μοναχό πατέρα μέχρι που έγινε και αυτή μοναχή, ερωτεύτηκε τον μοναχό Φρουμέντιο και ταξίδεψε μαζί του (ντυμένη άντρας) σε Γερμανία, Ελβετία, Γαλλία και τέλος στην Αθήνα όπου και εγκαταστάθηκαν για καιρό. Κάποτε η Ιωάννα παράτησε τον Φρουμέντιο προκειμένου να πάει στη Ρώμη όπου αναρριχήθηκε στον παπικό θρόνο, έμεινε έγκυος από τον θαλαμηπόλο της και εντέλει πέθανε. Το βιβλίο αποτέλεσε, πράγματι, καυστικότατη κριτική στα της Εκκλησίας - και της Ορθόδοξης, αφού στη διάρκεια της αθηναϊκής της ζωής η Ιωάννα συνάπτει ερωτικές σχέσεις με έναν ηγούμενο και δύο αρχιερείς, πράγματα που προκάλεσαν τη μήνιν της ελληνικής Εκκλησίας που κυνήγησε πολύ τον Ροΐδη, διαφημίζοντας ταυτόχρονα και το βιβλίο που διαβάστηκε πολύ. Ο γνωστός σκιτσογράφος Δημήτρης Χαντζόπουλος, που έχει εργαστεί επί πολλά έτη στα «ΝΕΑ», προχώρησε τώρα στο σημαντικό εγχείρημα να μετατρέψει το εμβληματικό αυτό βιβλίο σε graphic novel. Πρόκειται για είδος βιβλίου πολύ σύγχρονο που πιθανότατα θα επιδοκίμαζε και ο Ροΐδης αν ζούσε, όπως θα επιδοκίμαζε και τη διατήρηση της καθαρεύουσας και του αυθεντικού του κειμένου. Γιατί παρόλο που στα θεωρητικά του κείμενα εκδήλωνε την προτίμησή του στη δημοτική, στα λογοτεχνικά του έγραφε στην καθαρεύουσα γιατί μόνο αυτή είχε διδαχθεί, όπως έλεγε, και θεωρούσε πάντα πολύ παρακινδυνευμένη την ενδογλωσσική μετάφραση. Τα σκίτσα του Δημήτρη Χαντζόπουλου είναι εμπνευσμένα, στο γνώριμο ύφος του, και συχνά πολύ τολμηρά, σχολιάζοντας εικονογραφικά το σχόλιο του κειμένου ή και προβαίνοντας σε αποτύπωση ακόμα και μιας ακραίας εκδοχής της ερμηνείας του. Μένει πάντως πιστός τόσο στον μύθο όσο και στον τρόπο του Ροΐδη, κάνοντας ταυτόχρονα και εκείνος το δικό του σχόλιο στη σημερινή εποχή, όπως ο Ροΐδης έκανε σχόλιο στην εποχή του γράφοντας για τον Μεσαίωνα. Οι επιλογές των αποσπασμάτων εύστοχες, κρατούν το νήμα της ιστορίας, ενώ κάποτε είναι σπαρταριστές: «Η λύπη, ην αισθανόμεθα διά την στέρησιν φιλτάτου όντος, ομοιάζει την εκρίζωσιν οδόντος. Σφοδρός ο πόνος, αλλά στιγμιαίος. Μόνοι οι ζώντες προξενούσιν ημίν διαρκείς λύπας». Και το σχετικό link...
  3. Στο τέλος Μαρτίου κυκλοφόρησε ως graphic novel η «Πάπισσα Ιωάννα» του Εμμανουήλ Ροΐδη, με δημιουργό τον Δημήτρη Χαντζόπουλο, από τις εκδόσεις The Athens Review of Books. Λίγες μέρες μετά επισκέφθηκα την καθηγήτρια ιστορίας, την κυρία Μαρία Ευθυμίου, στο σπίτι της. Μόλις μπήκα κρατούσε αυτό το βιβλίο και άρχισε να το εκθειάζει. «Κοίτα τι διαβάζω. Είναι υπέροχο βιβλίο! Ο Χαντζόπουλος σέβεται τον Ροΐδη, τον έχει καταλάβει, τον έχει βιώσει και παίζει το παιχνίδι “παλαιότερο-καινούργιο” όπως εκείνος, αλλά με τη δικιά του έμπνευση. Προχώρησε στα χνάρια του Ροΐδη αλλά με τελείως αυθεντικό δικό του τρόπο. Και τα σκίτσα του… με τόσες ιστορικές λεπτομέρειες το καθένα». Χωρίς να της πω σε ποιον τηλεφωνώ, πήρα επιτόπου τον Δημήτρη. Γνωριζόμαστε και ήμουν σίγουρος ότι θα χαρεί να ακούσει από την ίδια την άποψή της. «Δημήτρη, είμαι στο σπίτι της κυρίας Ευθυμίου. Μου μιλάει με τρομερό ενθουσιασμό για το βιβλίο σου. Για να μη στα μεταφέρω και νομίζεις ότι υπερβάλλω, πάρε μισό λεπτό την ίδια να σου τα πει»… Του είπε πολύ θερμά λόγια, και στο τέλος συμφωνήσαμε να συναντηθούμε οι τρεις μας για συζήτηση γύρω από το βιβλίο. Προφανώς μια συζήτηση για την «Πάπισσα Ιωάννα» με τη Μαρία Ευθυμίου και τον Δ. Χαντζόπουλο θα ήταν πολύ ενδιαφέρουσα, και τι προνομιούχος εγώ ως ακροατής. Βρεθήκαμε Τετάρτη βράδυ σε έναν πεζόδρομο κοντά στο ΦΙΞ, για έναν καφέ, ένα καμπάρι και ένα τζιν. Τώρα τον Μάιο θα κλείσουν δύο χρόνια από τότε που ξεκίνησε να το δουλεύει, παρότι το έκανε με εξωφρενικά γρήγορους ρυθμούς. Η κυρία Ευθυμίου άνοιξε το αντίτυπο που είχε μαζί της. Άρχισε με ενθουσιασμό να περιγράφει και να μιλάει για τα σκίτσα με τον Ναπολέοντα, τον Μαρξ, τον Λένιν, τον Στάλιν και πολλούς άλλους. Μετά από λίγο καταλήξαμε και οι τρεις να μιλάμε για κάποιες ιστορικές λεπτομέρειες που έχει βάλει σε αυτά τα σκίτσα ο Δημήτρης Χαντζόπουλος. «Ξέρετε τι χαρά έχω τώρα; Έβαζα κάποιες λεπτομέρειες και αναρωτιόμουν αν θα τις δει ο αναγνώστης». Μ.Π. Κυρία Ευθυμίου, η αφορμή για να συζητάμε τώρα εδώ οι τρεις μας ήταν φυσικά το βιβλίο, αλλά και το πώς το είδατε εσείς ως ιστορικός. «Έχω εντυπωσιαστεί πάρα πολύ με αυτό το βιβλίο. Δηλαδή, το ότι υπάρχει μια αισθητική που τα δένει όλα κι ας παίζει με τόσα πολλά. Ένα αποτέλεσμα που αντιπροσωπεύει τον 9ο αιώνα και ταυτοχρόνως τον 21ο». Βέβαια, όπως συχνά συμβαίνει, ο Δημήτρης δεν ξέρει αν το βιβλίο έγινε όπως το φανταζόταν, αφού το τι φαντάζεσαι, το ξεχνάς, γιατί έρχεται η πραγματικότητα σιγά-σιγά. Μ.Ε. Δημήτρη, γι’ αυτό το βιβλίο λογικά πρέπει να έχεις ψάξει πολύ και να έχεις κάνει ιστορική έρευνα… Να έχεις αναζητήσει και θεολογικά θέματα, και ιστορία της τέχνης, και ιστορία… «Τίποτα δεν έχω κάνει». Βάζουμε τα γέλια, γιατί είναι αιφνιδιαστικά αστείος ο χαντζοπουλικός τρόπος που τα λέει ο Δημήτρης. Μ.Ε. Απλώς τα είχες προικιό από διάφορα διαβάσματα; Μέχρι και τον Άγιο Ιωάννη της Κλίμακας έχεις. Τον γνωρίζεις για να τον έχεις συμπεριλάβει. «Ακούστε. Αυτό που έκανα ήταν να ξεκινήσω με μία φορμαρισμένη ιδέα και με βάση αυτή έψαχνα να βρω λύσεις και η πρώτη που μου ήρθε ήταν να το κάνω σαν βυζαντινό χειρόγραφο. Μετά άρχισα να κάνω σκίτσα και σελίδες επί σελίδων. Δηλαδή, αυτό που λένε “μάθαινα δουλεύοντας”. Αρχικά είχα σκεφτεί να δουλέψω φτιάχνοντας πρώτη και τελευταία σελίδα, μετά δεύτερη και προτελευταία, και λοιπά, ώστε η κορύφωση να έρθει στη μέση του βιβλίου». Το προσπάθησε να το κάνει, αλλά δεν του βγήκε, γιατί έτσι κι αλλιώς όταν ξεκινάς ένα βιβλίο δεν είσαι ο ίδιος με αυτόν που είσαι όταν το τελειώσεις. «Πήρε δύο χρόνια, που σημαίνει ότι άλλαξα πολύ μέσα από αυτή την επαφή, επομένως χρειαζόταν να το “χτενίσω” οπότε ξανάφτιαχνα σελίδες. Δηλαδή υπάρχουν σελίδες οι οποίες είναι δευτερεύουσες και οι οποίες παρ’ όλα αυτά έχουν δουλευτεί πιο πολύ από τις άλλες». Μ.Ε. Αυτό το είδος ζωγραφικής σού είναι γρήγορο; «Μην ξεχνάς, Μαρία μου, ότι κάνω κάθε μέρα γελοιογραφία, οπότε έχω εξοικείωση. Με βοήθησε και η σκέψη “αφού κάθε μέρα λύνεις ένα πρόβλημα με το σκίτσο, γιατί αυτή τη λύση δεν τη χρησιμοποιείς εδώ;”» Μ.Ε. Εδώ, ας πούμε, η παράσταση των βράχων είναι καθαρά βυζαντινή και μάλιστα συγκεκριμένων αιώνων. «Είναι η λατρεία μου να φτιάχνω βουνά…» Ο πειρασμός να κάνει κάποιος άλλου τύπου πράγματα από αυτά που ήδη κάνει, στο σκίτσο στην προκειμένη περίπτωση, είναι πάντα εκεί τριγύρω, οπότε προέκυψε και στον Δημήτρη. «Έκανα πολλά διαφορετικά, τα οποία τελικά ήταν εικαστικοί εξυπνακισμοί. Είπα στον εαυτό μου: “Ωραίο εύρημα, και;”. Ο εξυπνακισμός δεν έχει να κάνει με το ότι θα σε καταλάβουν κάποιοι και θα ντρέπεσαι μετά. Δεν είναι αυτό. Το πρόβλημα είναι ότι τον εξυπνακισμό τον βαριέσαι μετά από λίγο». Μ.Ε. Επειδή δεν έχει ουσία, και εσύ, Δημήτρη, είσαι άνθρωπος ουσίας, αλλιώς θα τον δεχόσουν μια χαρά. «Κάποια στιγμή τον βαριέσαι και κάνεις αγγαρεία. Δεν είχα κανέναν λόγο να κάνω αγγαρεία». Κάποια στιγμή ήρθε η συζήτηση και στο κείμενο, αφού πρόκειται για ένα κείμενο που θεωρείται εμβληματικό. «Το κείμενο ήταν να το αναλάβει ο Δημήτρης Δημηρούλης, και θα ένιωθα ασφαλέστερος αν το είχε αναλάβει. αλλά εκείνον τον καιρό “πάλευε” με τον Καρυωτάκη. Όταν τηλεφωνηθήκαμε και μου είπε ότι ήθελε λίγο χρόνο για να καταπιαστεί, ήμουν στο χωριό, στην Κρήτη και είχα τόση λαχτάρα, δεν μπορούσα να κρατηθώ και λέω: θα αρχίσω να το κάνω μόνος μου. Εκείνες τις μέρες πήγα με τον γιο μου στην Αμερική, στη Βόρεια Καρολίνα. Είχε καύσωνα, και έτσι όσο εκείνος ασχολιόταν με το πανεπιστήμιο, εγώ καθόμουν στο ξενοδοχείο και δούλευα την “Πάπισσα”. Άρχισα να ξεσκαρτάρω. Είχε πολύ ενδιαφέρον γιατί αφαιρούσα λέξεις, αλλά ταυτόχρονα κρατούσα τη δομή. Από το κείμενο που κράτησα δεν πείραξα λέξη». Επίσης δεν μπήκε και στον άλλο πειρασμό, να αλλάξει κάποιες λέξεις, που ήταν ένας λογικός πειρασμός. «Απλά έχω μεταφέρει μερικές φράσεις κάπου όπου βοηθούσαν σε κάτι. Ο Μανώλης Βασιλάκης πήρε το κείμενο και το αντιμετώπισε φιλολογικά. Στη συνέχεια παρακάλεσε τον Σωτήρη Τσέλικα, που είναι εξαιρετικός Ροϊδιστής, να το διαβάσει κι εκείνος προσεκτικά. Εγώ το αντιμετώπισα σαν γελοιογράφος. Πήρα το κείμενο και το έβαλα σε μια τάξη». Μ.Ε. Ένα τέτοιο βιβλίο πιθανότατα θα έχει μια ενδιαφέρουσα ιστορία για το πώς ήρθε η ιδέα. «Με τον Μανώλη Βασιλάκη έχουμε φιλική σχέση. Μόλις είχε πραγματοποιήσει ένα όνειρό του, είχε εκδώσει το πρώτο μεγάλο αφιέρωμα της Athens Review of Books στον Ροΐδη. Κάναμε έναν περίπατο στου Παπάγου και κάποια στιγμή άρχισε να μου μιλάει για τον Ροΐδη. Άρχισε να με “κουρδίζει”. Δεν του είπα τίποτα εκείνη τη στιγμή. Είχα διαβάσει την “Πάπισσα” όταν ήμουν φοιτητής, που σημαίνει ότι ήταν σαν να μην την είχα διαβάσει καθόλου. Άρχισα, λοιπόν, να την ξαναδιαβάζω και “κακάριζα” στα γέλια. Δεν μπορείς να μη γελάσεις. Είδα το πόσο σύγχρονος είναι και πόσο υμνούσε τη ζωή. Το έχω πάθει και με τον “Στρατιώτη Σβέικ”, αλλά δεν τον ξαναδιαβάζω γιατί φοβάμαι ότι θα απογοητευτώ. Κι έτσι σιγά-σιγά άρχισα να το οργανώνω στο κεφάλι μου. Μετά αρχίζει ο έρωτας. Κοιμόμουν και σκεφτόμουν το βιβλίο. Η Μαρίνα (η σύζυγός του) ξέρει πώς βγήκε η “Πάπισσα”. Με σεβόταν. Με έβλεπε ερωτευμένο και το σεβόταν. Έχει τεράστια σημασία αυτό το πράγμα. Έχω ευγνωμοσύνη γιατί οι συνθήκες που έχεις στο σπίτι σου είναι βασικό στοιχείο για να βγει κάτι». Μ.Ε. Θέλω οπωσδήποτε να πω ότι σίγουρα ξέρεις και τα αντικείμενα, τα εκκλησιαστικά είδη και τα άμφια, όλα αυτά που αναπαρήγαγες με τόση ακρίβεια. Και τα χειρόγραφα που είναι του 9ου αιώνα… «Έψαχνα τα πάντα. Τα νομίσματα του ναού είναι της εποχής. Το φλωρίον που αστράπτει ο Νικήτας είναι της συγκεκριμένης περιόδου». Μ.Π. Κυρία Ευθυμίου, μία ιστορικός βλέποντας αυτό το βιβλίο το θεωρεί έναν παράλληλο, δόκιμο τρόπο να διδάσκεται η ιστορία; «Θέλω να το διδάξω στο πανεπιστήμιο. Να δουν οι φοιτητές τι θα πει καλλιέργεια, γιατί αυτό που δίνει ο Δημήτρης είναι καλλιέργεια. Έχει πληροφορίες από πίσω, τη μάθηση, την αισθητική, είναι βιωμένη». Δημήτρη, είδα ότι έχεις βάλει και τον Όσκαρ Γουάιλντ. «Τον αγαπώ τον Όσκαρ Γουάιλντ, δεν μπορούσα να μην τον βάλω». Μ.Ε. Στο σημείο αυτό του βιβλίου σκέφτηκα ότι είναι σαν οικογενειακές φωτογραφίες. Και μετά εδώ περνάς αιώνες και περιόδους, αλλά είναι τόσο καθαρά. Η αγγλική, των Αράβων κ.λ.π. «Μα το κάνει και ο Ροΐδης». Ο Δημήτρης λέει ότι δεν υπήρξε μέρα που να μη δουλέψει πάνω στο βιβλίο… «Μία σελίδα μπορεί να μου έπαιρνε δυο μέρες και μετά τις επόμενες δύο μέρες να έβγαζα τετρασέλιδα». Και βέβαια, για κάποιον που γράφει ένα βιβλίο έρχεται η στιγμή που εμφανίζεται το γνωστό πρόβλημα να νιώθει ότι δεν έχει τελειώσει, αλλά πρέπει να κλείσει το βιβλίο… «Θα μπορούσα να το είχα κλείσει από τα Χριστούγεννα, αλλά δεν ήθελα γιατί δεν ήξερα αν είχε κλείσει. Εγώ είχα τελειώσει, αλλά δεν ήξερα, είχε τελειώσει; Δηλαδή στην τουαλέτα πας κι αλλάζει η άποψή σου, γιατί ξεχνιέσαι για λίγο». Μ.Π. Κι ένας ιστορικός, κ. Ευθυμίου, πάντα χαίρεται όταν βλέπει τέτοιου επιπέδου δουλειές γύρω από την επιστήμη του. Μ.Ε. Νομίζω ότι αυτό το βιβλίο είναι πολιτισμικό γεγονός. Πάντοτε παίζεις με το παρελθόν και το σήμερα όταν ασχολείσαι με την ιστορία (γυρίζει προς τον Δημήτρη), συνομιλείς με το σήμερα, αυτό είναι που κάνεις εσύ, Δημήτρη. Αυτό το βιβλίο, εντέλει, είναι αποτέλεσμα και του χαρακτήρα του αφού, για παράδειγμα, δεν θα επέλεγε το προκλητικό… «Το προκλητικό έχει ευκολία». Μ.Ε. Ούτε τη φτηνή πρόκληση θα επέλεγες… Δεν είχες κάποιο λόγο… «Όταν αγγίξεις αυτό το έργο, παίζεις με το βέβηλο, γιατί είναι ένα ιερό κείμενο. Άρα λοιπόν πρέπει να ξέρεις αν σε παίρνει ή δεν σε παίρνει. Τρέμεις όταν αγγίζεις τέτοια κείμενα, και λες “το μόνο πράγμα που μπορώ να κάνω είναι αυτό που είμαι”». Μ.Ε. Είναι όλο παλμό και από όλες τις πλευρές ερωτικό. Εγώ νομίζω ότι αυτό το βιβλίο μπορεί να λειτουργήσει σε όλες τις χώρες. «Χαίρομαι ιδιαίτερα γιατί έλεγα πάντα ότι η δουλειά που κάνω είναι για δέκα πρόσωπα, άνθρωποι που εκτιμώ εγώ, απέναντι στα οποία δεν πρέπει να ντρέπομαι αν δούνε την όποια δουλειά μου. Έχω πάντα τον Καραπαναγιώτη τον οποίο τον ήξερα, και τον Χατζιδάκι που δεν τον είχα γνωρίσει, αλλά και οι δυο αυτοί αν έβλεπαν δουλειά μου δεν θα ήθελα να ντρέπομαι. Να σου πω, Μαρία μου, ότι με έχει επηρεάσει κάτι και από τη δουλειά τη δική σου. Ποτέ δεν είχα συλλάβει τι σημαίνει δράση στη σφαίρα, γιατί κοίταγα τον τόπο ξεκομμένο. Σε ένα μάθημα στη Νέα Ιωνία, δεν είχαμε συστηθεί ακόμα, όταν μίλησες για το 1821 και το τι γινόταν στον πλανήτη κατάλαβα πόσο σημαντικό είναι να ξέρεις τι γίνεται παντού. Αυτό που κάνει ο Ροΐδης, δηλαδή». Μ.Ε. Ναι, το σάρωμα. Και είναι και οι γεύσεις ζωής από κάθε περιοχή. «Έτσι ήταν κι αυτό το βιβλίο. Όταν το έφτιαχνα, ο κρυφός μου πόθος ήταν να καταλάβει κάποιος ότι αυτό είναι παρμένο από αυτόν τον πίνακα, ότι αυτό είναι από αυτά τα άμφια, ότι αυτή η πόλη είναι παρμένη από εκεί. Ενώ η αλήθεια είναι ότι δεν μου αρέσει η νοσταλγία». Μ.Ε. Δεν έχει νόημα η νοσταλγία. Πρέπει να είσαι πραγματικά ρομαντικός. Δηλαδή, να γυρνάς στο παλιό, το παρελθόν, για να εκτιναχθείς στο μέλλον. Και είναι άλλο επίπεδο επικοινωνίας αυτό το έργο και άλλη η σύλληψη του κόσμου τελικά. «Αυτό που κάνω όταν ακούω καλά λόγια και κινδυνεύω να καβαλήσω το καλάμι, χτυπάω στο google “New York galleries. New Αrtists” και βγαίνουν κάτι κωλοπαίδια 20 χρονών και με λιώνουν, με τσακίζουν, και λέω: ωραία, τους είδες; Ξαναγύρνα πάλι στα μέτρα σου. Αυτό με έμαθε και ο Ροΐδης». Και το σχετικό link... Και ένα σχετικό κείμενο από τις αρχές του μήνα που αναγγέλει το βιβλίο... Ο Δημήτρης Χαντζόπουλος σχεδιάζει την Πάπισσα Ιωάννα Η «Πάπισσα Ιωάννα» του Εμμανουήλ Ροΐδη, ένα κλασικό έργο της νεοελληνικής λογοτεχνίας, κυκλοφόρησε το 1866 δημιουργώντας σκάνδαλο με τη δριμεία σάτιρα των εκκλησιαστικών πραγμάτων και επισύροντας την αποκήρυξή της από την Εκκλησία και τη δικαστική δίωξη του συγγραφέα της από την ελληνική πολιτεία. Παρ’ όλα αυτά όμως το σατιρικό ύφος της κέρδισε τους αναγνώστες και το μυθιστόρημα γνώρισε τεράστια επιτυχία. Είναι το μόνο ελληνικό μυθιστόρημα του 19ου αι. που εξακολουθεί να μεταφράζεται σε πολλές γλώσσες και να βρίσκει ανταπόκριση σε ένα διεθνές αναγνωστικό κοινό. Το έργο φαινομενικά έχει τη μορφή ενός ιστορικού μυθιστορήματος που αφηγείται την περιπετειώδη ζωή μιας γυναίκας του Μεσαίωνα, η οποία κατάφερε να ανεβεί στον θρόνο του Αποστόλου Πέτρου. Ο Ροΐδης όμως, επίγονος των μεγάλων σατιρικών του 18ου αι., του Στερν, του Σουίφτ και του Βολταίρου (χαρακτηρίστηκε ως ο Έλληνας Βολταίρος), αλλά και θαυμαστής της σατιρικής γραφής του «Δον Ζουάν» του Βύρωνα, υπονομεύει σε κάθε βήμα τη συνοχή της ιστορικής αφήγησης με τη σάτιρά του. Οι αλλεπάλληλες ιδιότροπες παρομοιώσεις, οι αναλογίες και οι συγκρίσεις με τη σύγχρονη εποχή, οι απροσδόκητες παρεκβάσεις και τα σχόλια που απευθύνει ο αφηγητής στον αναγνώστη, διασπούν τη ροή της αφήγησης και μεταφέρουν τον αναγνώστη στο παρόν, καθιστώντας το έργο μια ανελέητη σάτιρα της κοινωνίας και των ηθών του 19ου αιώνα. Το άλμπουμ θα κυκλοφορήσει και στα αγγλικά σε μετάφραση του Πήτερ Μάκριτζ. Εκτός των άλλων για να αποκατασταθεί και η αδικία που συνέβη με την πιο διαδεδομένη αγγλική μετάφρασή του: παρουσιάζεται ως «δημιουργία» του Λώρενς Ντάρρελ. Στο κείμενο έγιναν ορισμένες απλοποιήσεις όπου η ορθογραφία του πρωτοτύπου θα ξένιζε πολύ ή θα προβλημάτιζε τον σημερινό αναγνώστη. Και το σχετικό link...
  4. Κυκλοφόρησε από την ATHENS REVIEW OF BOOKS μια διασκευή του μυθιστορήματος του Ροΐδη "Πάπισσα Ιωάννα" από τον Δημήτρη Χαντζόπουλο. Αντιγράφω από το site τους. === Graphic Novel / Φιλολογική φροντίδα: Μανώλης Βασιλάκης Έκδοση της ATHENS REVIEW OF BOOKS / Σελίδες: 208 έγχρωμες / Σχήμα: 18 x 25,5 cm / Κεντρική Διάθεση: Σ. Πατάκης ΑΕΕΔΕ Η «Πάπισσα Ιωάννα» του Εμμανουήλ Ροΐδη, ένα κλασικό έργο της νεοελληνικής λογοτεχνίας, κυκλοφόρησε το 1866 δημιουργώντας σκάνδαλο με τη δριμεία σάτιρα των εκκλησιαστικών πραγμάτων και επισύροντας την αποκήρυξή της από την Εκκλησία και τη δικαστική δίωξη του συγγραφέα της από την ελληνική πολιτεία. Παρ’ όλα αυτά όμως το σατιρικό ύφος της κέρδισε τους αναγνώστες και το μυθιστόρημα γνώρισε τεράστια επιτυχία. Είναι το μόνο ελληνικό μυθιστόρημα του 19ου αι. που εξακολουθεί να μεταφράζεται σε πολλές γλώσσες και να βρίσκει ανταπόκριση σε ένα διεθνές αναγνωστικό κοινό. Το έργο φαινομενικά έχει τη μορφή ενός ιστορικού μυθιστορήματος που αφηγείται την περιπετειώδη ζωή μιας γυναίκας του Μεσαίωνα, η οποία κατάφερε να ανεβεί στον θρόνο του Αποστόλου Πέτρου. Ο Ροΐδης όμως, επίγονος των μεγάλων σατιρικών του 18ου αι., του Στερν, του Σουίφτ και του Βολταίρου (χαρακτηρίστηκε ως ο Έλληνας Βολταίρος), αλλά και θαυμαστής της σατιρικής γραφής του «Δον Ζουάν» του Βύρωνα, υπονομεύει σε κάθε βήμα τη συνοχή της ιστορικής αφήγησης με τη σάτιρά του. Οι αλλεπάλληλες ιδιότροπες παρομοιώσεις, οι αναλογίες και οι συγκρίσεις με τη σύγχρονη εποχή, οι απροσδόκητες παρεκβάσεις και τα σχόλια που απευθύνει ο αφηγητής στον αναγνώστη, διασπούν τη ροή της αφήγησης και μεταφέρουν τον αναγνώστη στο παρόν, καθιστώντας το έργο μια ανελέητη σάτιρα της κοινωνίας και των ηθών του 19ου αι. Η παρούσα έκδοση θα κυκλοφορήσει και στα αγγλικά σε μετάφραση του Πήτερ Μάκριτζ. Εκτός των άλλων για να αποκατασταθεί και η αδικία που συνέβη με την πιο διαδεδομένη αγγλική μετάφρασή του: παρουσιάζεται ως «δημιουργία» του Λώρενς Ντάρρελ. === Στο σάητ παρατίθενται και κάποιες ενδεικτικές σελίδες καθώς και εικόνα ενός σελιδοδείκτη === Θυμίζω πως είχε κυκλοφορήσει το 2015 από τις εκδόσεις ΚΨΜ μια άλλη διασκευή από τον Λευτέρη Παπαθανάση
  5. «Ο Εμφύλιος θα είναι πάντα ένα θέμα επικίνδυνο, γιατί στην πραγματικότητα κάθε συζήτηση για τον Εμφύλιο είναι από μόνη της ένας μικρός εμφύλιος», λέει στο «New Page» ευθύς εξαρχής ο κομίστας Λευτέρης Παπαθανάσης στην επικοινωνιακή γέφυρα που προσπαθούμε να χτίσουμε Αθήνα – Γιάννενα. Καλό ξεκίνημα. Το «Τέρμινους», το πρώτο ελληνικό εικονογραφημένο αφήγημα με θέμα τον Εμφύλιο που κυκλοφορεί εδώ και λίγες εβδομάδες από τις εκδόσεις ΚΨΜ, είναι οι ιστορίες του Βασίλη, της Ουρανίας, του Μιχάλη στα βουνά των Τζουμέρκων της Ηπείρου, μα και χιλιάδων άλλων ανθρώπων που πλήρωσαν με τη ζωή τους την απόφασή τους να σταθούν απέναντι σε κάθε τύραννο. Αλλά να σας κάνουμε τις απαραίτητες συστάσεις. Ο κομίστας που εργάζεται ως χημικός στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση αγαπά να καταπιάνεται με δύσκολα ιστορικά εγχειρήματα και να τα φιλτράρει με τον αντισυμβατικό αέρα της ένατης τέχνης. Το πρώτο κόμικ του, «Άκου», κυκλοφόρησε το 2013 από τις Βορειοδυτικές Εκδόσεις, ενώ δύο χρόνια μετά ακολούθησε «Η Πάπισσα Ιωάννα – Μεσαιωνικόν Εικονογραφημένον» από τις εκδόσεις ΚΨΜ. Η συγκεκριμένη δουλειά κέρδισε από την πρώτη στιγμή της κυκλοφορίας της τις εντυπώσεις -καταρχάς για την ίδια τη δυσκολία του εγχειρήματος- και στη συνέχεια και το Βραβείο Κοινού στα Ελληνικά Βραβεία Κόμικς το 2016. Και το «Τέρμινους»; Πώς τα πηγαίνει στον σύντομο χρόνο της ζωής του από εντυπώσεις και κριτική; «Έχει ήδη πυροδοτήσει πολλές ενδιαφέρουσες συζητήσεις, πράγμα που με χαροποιεί. Εντάξει, υπάρχουν, βέβαια, και κάποιοι που αντλούν ικανοποίηση απ’ το να στείλουν ένα υβριστικό μήνυμα, αλλά δεν δίνω και ιδιαίτερη σημασία». Αλήθεια, δεν φοβήθηκε να πιάσει την «καυτή πατάτα» του Εμφυλίου; Την τελευταία φορά που είδαμε κάποιον να το κάνει μέσα από έργο που απευθυνόταν στο ευρύ κοινό -μιλάμε για τον Παντελή Βούλγαρη και την ταινία του «Ψυχή βαθιά»- η συζήτηση έκανε πολύ καιρό να κοπάσει. «Το “Τέρμινους” είναι κυρίως ιστορίες ανθρώπων του Εμφυλίου, όχι γενικώς η ιστορία του Εμφυλίου, και υπ’ αυτή την έννοια είναι ο δικός μου τρόπος να καταλάβω τους πρωταγωνιστές εκείνης της ιστορίας, το πώς αναμετρήθηκαν με τις επιλογές που ανοίχτηκαν μπροστά τους, αλλά και τους σημερινούς ανθρώπους, τις αγωνίες τους, τα κίνητρά τους, πώς στέκονται απέναντι στους δικούς τους καθημερινούς μικρούς εμφύλιους», μας εξηγεί ο Λευτέρης. «Η προσπάθεια των τελευταίων χρόνων είναι η κυρίαρχη αφήγηση για τον Εμφύλιο να γίνει η μοναδική αφήγηση. Η μάχη της Μνήμης όμως δεν είναι απλώς ακαδημαϊκή υπόθεση. Για εμένα το θέμα είναι να είσαι έντιμος απέναντι στους ανθρώπους που απευθύνεσαι. Γι’ αυτό τον λόγο στις πρώτες κιόλας σελίδες του “Τέρμινους” ξεκαθαρίζω ότι η αφήγησή μου έχει διαλέξει πλευρά. Νομίζω ότι τα περισσότερα έργα για εκείνη την περίοδο είναι παγιδευμένα στο επίπεδο του αφάνταστου πόνου, που έτσι κι αλλιώς χαρακτηρίζει τις εμφύλιες συγκρούσεις. Δεν μπορούμε όμως να πετάξουμε τα διλήμματα που σημάδεψαν εκείνη την εποχή κάτω από το χαλί του ανθρώπινου πόνου, αυτή είναι μια μάλλον εύκολη επιλογή. Πάντως, δεν πιστεύω ότι οι μεγάλες κοινωνικές διαιρέσεις επουλώνονται έτσι απλά και, για να είμαι απόλυτα ειλικρινής, δεν νομίζω ότι θα έπρεπε να αποζητούμε κάτι τέτοιο». «Τέρμινους» ονομάστηκε το σχέδιο του κυβερνητικού στρατού, υπό τις οδηγίες και την υλική στήριξη των ΗΠΑ, για τη διάλυση του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας την άνοιξη του 1947. Το σχέδιο αυτό ανατράπηκε χάρη στην αυτοθυσία των μαχητών του ΔΣΕ. Η αγάπη του Λευτέρη για τα ιδανικά και τις αξίες φάνηκε από το πρώτο του κόμικ το 2013, το «Άκου», με 37 εικόνες από στίχους του Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι. Πριν γίνει όμως επισήμως κομίστας, ο Λευτέρης σε κάθε ευκαιρία επιμελούνταν εξώφυλλα, εικονογραφήσεις για διηγήματα και fanzine επιστημονικής φαντασίας και δημιουργούσε γελοιογραφίες και ζωγραφιές για αφίσες πολιτικών συλλογικοτήτων. «Θυμάμαι να φτιάχνω, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, κόμικ από πάντα. Αυτή η ανάγκη των στιγμών μοναχικότητας, όπου με μερικά σκίτσα θα επεξεργαστείς τις καθημερινές σου ανησυχίες, πάντα υπήρχε μέσα μου. Αν κάτι άλλαξε τα τελευταία χρόνια, ίσως και ως αποτέλεσμα της κρίσης, είναι η ανάγκη μου να τα δημοσιεύσω, να επικοινωνήσω με άλλους ανθρώπους. Πρόκειται για λυτρωτική διαδικασία». Μια διαδικασία που φαίνεται να αποτέλεσε την πρώτη ύλη και στην προηγούμενη δουλειά του Λευτέρη, την εικονογραφημένη ιστορία της Πάπισσας Ιωάννας, βασισμένη στο γνωστό έργο του Εμμανουήλ Ροΐδη. Ο δημιουργός απέδωσε την ιστορία ως «μεσαιωνικόν εικονογραφημένον» μέσα από μια χαλαρή σειρά ασπρόμαυρων σκίτσων και με τη γλώσσα των κόμικς να μπερδεύεται ανατρεπτικά με την καθαρεύουσα. «Τι είναι αυτό που σε γοητεύει στα μεγάλα ιστορικά γεγονότα;» προέκυψε, λοιπόν, εύλογα η ερώτησή μας. «Η αφήγηση μιας ιστορίας που τοποθετείται μακριά μας χρονικά μάς δίνει μεγαλύτερες δυνατότητες και ασφάλεια να κοιτάξουμε μέσα μας. Ίσως τελικά αυτό να είναι και το νόημα του “μια φορά κι έναν καιρό” των παραμυθιών». Η εκπαιδευτική ιδιότητα του κομίστα δεν θα μπορούσε να μην αποτελέσει κι αυτή μέρος της κουβέντας μας. Αλήθεια, βλέπει ο Λευτέρης μια εκπαιδευτική πλευρά στο «Τέρμινους», δεδομένης της εκκωφαντικής απουσίας του ελληνικού Εμφύλιου στην επίσημη εκπαίδευση, ακόμα και 70 χρόνια μετά τη λήξη του; «Το κόμικ αναφέρει πολλά ιστορικά γεγονότα με άμεσο ή έμμεσο τρόπο, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι είναι σύγγραμμα Ιστορίας. Αν όμως ο αναγνώστης -και ειδικά τα πιο νέα παιδιά- βρει μέσα στις σελίδες του το ερέθισμα να ασχοληθεί με την ιστορία της περιόδου, αυτό είναι κάτι που θα με χαροποιήσει». Και οι σχολικές αίθουσες της επαρχίας; Τι συμβαίνει εντός τους; «Είχαν πάντα τις ιδιαιτερότητες της ίδιας της επαρχίας, όμως πλέον τα σχολεία σ’ ολόκληρη τη χώρα αντιμετωπίζουν τα ίδια κεντρικά προβλήματα, δίνοντας τη μάχη τους απέναντι στον “ρεαλισμό” της οικονομίας. Το κακό είναι ότι όλη αυτή η κατάσταση επηρεάζει πια βαθιά τα παιδιά και τους εκπαιδευτικούς, με αποτέλεσμα να κυριαρχεί η απογοήτευση. Ότι θετικό μπορούμε να ελπίζουμε θα έρθει μέσα από το φιλότιμο και τον αγώνα παιδιών και δασκάλων, που έτσι κι αλλιώς χάρη σ’ αυτά λειτουργούν τα σχολεία μας χρόνια τώρα». Λίγο πριν διακοπεί η σύνδεση 420 ολόκληρα χιλιόμετρα Αθήνα – Γιάννενα δεν κρατηθήκαμε να μην ρωτήσουμε τον Λευτέρη: «Τι έχετε εκεί στα Γιάννενα που δεν έχουμε εμείς στην Αθήνα;». H πόλη έχει έναν τρόπο να κάνει δικό της τον άνθρωπο που θα την περπατήσει. Αυτό, άλλωστε, συνέβη και σ’ εμένα, που δεν μεγάλωσα εδώ, μα έγινα τελικά Γιαννιώτης κανονικός». Και φυσικά μετά αντιστρέψαμε την ερώτηση: «Τι έχουμε εμείς στην Αθήνα που δεν έχετε εκεί;». «Γεγονότα. Ή, καλύτερα, την αίσθηση ότι βρίσκεται κανείς στο κέντρο των γεγονότων. Κατά τ’ άλλα, δεν μπορώ να πω ότι η σημερινή Αθήνα μού αρέσει όπως παλιότερα. Δεν μπορώ τον διάχυτο νομιμοποιημένο ρατσισμό, την ασφυκτική αστυνόμευση του κέντρου, την παρακμή των τελευταίων χρόνων, πράγματα, βέβαια, που πια τα συναντάς σε κάθε πόλη. Δεν είναι μια μάχη που έχει χαθεί οριστικά όμως». Και το σχετικό link...
  6. Στην «Πάπισσα Ιωάννα», ο Λευτέρης Παπαθανάσης έδωσε μια απολαυστική εκδοχή του εμβληματικού έργου του Εμμ. Ροΐδη. Δυο χρόνια αργότερα επιστρέφει με το «Τέρμινους» (εκδ. ΚΨΜ), μια συγκλονιστική ιστορία για τους ανθρώπους του Εμφυλίου στα βουνά της Ηπείρου. Αντί παρουσίασης, δημοσιεύουμε το κείμενο που παραχώρησε στο «Καρέ Καρέ» ο επίκουρος καθηγητής Ιστορίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Λάμπρος Φλιτούρης. Ενα κόμικς για τους ανθρώπους του Εμφυλίου: σκέψεις για το «Τέρμινους» του Λευτέρη Παπαθανάση Σε ένα θεμελιώδες κείμενό του για τη σχέση της τέχνης των κόμικς με τις ανθρωπιστικές επιστήμες, ο Ουμπέρτο Έκο προέτρεπε τους πανεπιστημιακούς και διανοούμενους να μελετήσουν μια σειρά από ανεξερεύνητους και αχαρτογράφητους έως τότε τομείς, όπως η κινηματογραφική διαδοχή της αφήγησης, ο νέος ρυθμός και ο νέος αφηγηματικός χρόνος, η γέννηση μιας νέας θεματικής, οι ιστορικές καταβολές και η οπτικοποίηση του μύθου. Έκτοτε, το κόμικς, ως ένα αυτόνομο είδος τέχνης, αποτελεί ένα βασικό εργαλείο μελέτης της εξέλιξης όχι μόνο της πολιτιστικής παραγωγής μιας εποχής αλλά και της αναπαράστασης των κοινωνικών προτύπων και αισθητικών τάσεων κάθε εποχής. Στην περίπτωση του νέου graphic novel του Λευτέρη Παπαθανάση, ο ρόλος της Ιστορίας είναι διπλά παρών. Από τη μια πλευρά η Ιστορία εμπνέει τον δημιουργό και τον οδηγεί σε έναν διάλογο με την εποχή του Εμφυλίου ή μάλλον καλύτερα με τους ανθρώπους του Εμφυλίου. Από την άλλη, η ανάγνωση του «Τέρμινους» σήμερα μας οδηγεί αναπόφευκτα στο να ξανασκεφτούμε τις συνθήκες που γέννησαν την επιθυμία ενός δόκιμου δημιουργού να καταπιαστεί με τον Εμφύλιο, μια πρώτη για την ελληνική ένατη τέχνη. Όπως ο δημιουργός αναφέρει από την προσεγμένη εισαγωγή του έργου του, το «Τέρμινους» δεν είναι μια ιστορία του Εμφυλίου αλλά ένα αφήγημα για τους ανθρώπους του Εμφυλίου. Για εκείνους που δεν είχαν τίποτα πέρα από τη ζωή τους και την αξιοπρέπειά τους και δεν δίστασαν στα δύσκολα χρόνια να βρεθούν με το όπλο στο χέρι, ελεύθεροι και αδούλωτοι. Ο εμφύλιος πόλεμος υπήρξε ίσως η πιο τραυματική στιγμή της ελληνικής ιστορίας. Ήταν ο τραγικός επίλογος μιας πρωτόγνωρης κοινωνικής αλλαγής, την οποία εξέφρασε το αντιστασιακό κίνημα την περίοδο της Κατοχής και ειδικότερα το ΕΑΜ και ο ΕΛΑΣ. Ο διχασμός στην ελληνική κοινωνία είχε δρομολογηθεί ήδη από τη δικτατορία του Μεταξά κατά τα προηγούμενα χρόνια, για να μην πούμε για τις προηγούμενες δεκαετίες από την αποτίναξη του Τούρκου. Ήταν ένας διχασμός βαθιά κοινωνικός και οι διώξεις των αριστερών είχαν θεσμοθετηθεί από την εποχή του βενιζελικού «ιδιώνυμου». Κατά τη δεκαετία του 1940, ο διχασμός αποκρυσταλλώθηκε μέσα από τις βίαιες συγκρούσεις και την ανθρωποθυσία που ακολούθησε τα έτη 1946-1949. Αυτή η σύγκρουση όμως ήταν -όπως μας λέει ο Δημήτρης Χατζής- «ένα δόκανο από το οποίο κανένας δεν μπορούσε να ξεφύγει», αν και οι περισσότεροι επιθυμούσαν (αλλά δεν μπορούσαν) την απεμπλοκή. Το «Τέρμινους» του Παπαθανάση δεν είναι η ιστορία της περίφημης στρατιωτικής επιχείρησης των κυβερνητικών και των Αμερικανών συμβούλων. Από αυτή όμως την καθοριστική εξέλιξη του πολέμου εμπνέεται η ιστορία και η αφηγηματική γραμμή που ακολουθεί ο συγγραφέας. Την άνοιξη του 1947 άρχισαν οι πρώτες μεγάλες εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του κυβερνητικού στρατού, στη Ρούμελη και στη συνέχεια στα Άγραφα, στα Τζουμέρκα, στα Χάσια, στον Όλυμπο, στα Πιέρια και στον Γράμμο. Στρατηγικός σκοπός των επιχειρήσεων ήταν ο εγκλωβισμός των τμημάτων του Δημοκρατικού Στρατού κατά περιοχές και ο εξαναγκασμός τους σε άτακτη φυγή, ώστε να επιτευχθεί έτσι η τμηματική εξόντωσή τους. Ο Παπαθανάσης ευφυώς χρησιμοποιεί ως τίτλο το «Τέρμινους» και μας μιλάει για την αρχή του τέλους της νικηφόρας επανάστασης που χάθηκε. Το «Τέρμινους» δεν μιλάει για σούπερ ήρωες. Άλλωστε οι σούπερ ήρωες δεν ταιριάζουν στους λαϊκούς αγώνες. Μιλάει για εκείνους που πάλεψαν αλλά και για κείνους που προδόθηκαν. Όχι για εκείνους που προδόθηκαν από τις ιδέες τους αλλά για όσους ένιωσαν να προδίδονται από τις ηγεσίες τους. Μιλάει για κείνους που σύρθηκαν στο μετεμφυλιακό πανηγύρι της «εθνικοφροσύνης», το οποίο κατάφερε να θεσμοθετήσει την πολιτική καταπίεση και τον κοινωνικό αποκλεισμό για ευρύτατα στρώματα του πληθυσμού. Μια «εθνικοφροσύνη» που δέχτηκε τους συνεργάτες των ναζί, τους ξέπλυνε και τους παρέδωσε στην «υγιή» κοινωνία των δεκαετιών του ’50 και του ’60. Μια «εθνικοφροσύνη» που, επιβάλλοντας την πολιτική και πολιτιστική οπισθοδρόμηση της ελληνικής κοινωνίας, οδήγησε μέσω των στρατοδικείων, των εξοριών, των εκτελέσεων, των πιστοποιητικών κοινωνικών φρονημάτων στη χούντα του 1967. Μια «εθνικοφροσύνη» που οδήγησε στη μετανάστευση όσους δεν έστειλε στα ξερονήσια, όσους δεν μπόρεσε να αναμορφώσει, όσους δεν φυλάκισε στις μπετοναρισμένες φυλακές των πόλεων. Όπως όλα τα μείζονα κοινωνικά και πολιτικά γεγονότα, ο Εμφύλιος δεν επιδέχεται μονοδιάστατες απαντήσεις. Η πορεία προς τον Εμφύλιο, η σφοδρότητα της σύγκρουσης και η διάρκειά της αποτέλεσαν τη συνισταμένη πολλών και διαφορετικών κοινωνικών και πολιτικών διεργασιών σε εθνικό αλλά και διεθνές επίπεδο. Οι κοινωνικές ανατροπές και οι οικονομικές ανακατατάξεις, οι κοσμογονικές αλλαγές στη φτωχή, άγονη ορεινή ύπαιθρο, στα Τζουμέρκα της ιστορίας του Παπαθανάση, που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια της Κατοχής, έμειναν ημιτελείς. Μετά την Απελευθέρωση, ιδιαίτερα στον αγροτικό χώρο, με την ολοκληρωτική επικράτηση της «λευκής τρομοκρατίας», η αντίδραση επανέκαμψε. Σαν να την ενοχλούσε βαθιά το ΕΑΜικό κήρυγμα για ισότητα του άντρα και της γυναίκας. Μια ισότητα βασισμένη όχι μόνο στην ίδια τη φύση αλλά και χάρη στον σεβασμό που κερδήθηκε από τον αγώνα της αντάρτισσας στο πλάι του αντάρτη. Σαν να την ενοχλούσε που η νεολαία λάμβανε τον ενεργό ρόλο που της ταίριαζε στην ανάσταση των νέων κοινωνιών. Σαν να την ενοχλούσε ο δάσκαλος που είχε και διατύπωνε χωρίς φόβο τη γνώμη του και ο μαθητής που είχε τη δική του άποψη. Σαν να την ενοχλούσε το βιβλίο που άνοιγε, η αυλαία που σηκωνόταν κι έφερνε το θέατρο στην κεντρική πλατεία του πιο απομακρυσμένου χωριού. Και φυσικά σαν να την ενοχλούσε το δίκαιο που αποδιδόταν απλά, άμεσα και κάτω από τον ελεύθερο ουρανό. Όπως αναφέρει ο Χατζής στη «Μουργκάνα»: «Σε κανένα άλλο μέρος στην Ελλάδα δεν είχαν υποφέρει τόσο πολύ όσο στην Ήπειρο, κάπου δυο χρόνια με τη φτώχεια και με τη γύμνια, με το κυνηγητό και το σκόρπισμα, όσο να μπορέσουνε να στερεωθούν. Ηρωικές αποτυχίες κι άτιμες προδοσίες στα πρώτα ξεκινήματα, το 1946, εμποδίσανε τον αγώνα στην Ήπειρο να αναπτυχθεί και δημιούργησαν παραπανιστές δυσκολίες. Όλο το χειμώνα του 1946, κι ως την άνοιξη του ’47, οι πρωτοπόροι ζήσανε σκορπισμένοι ομαδούλες-ομαδούλες μα πολλές φορές κι ολότελα μοναχοί τους σαν τ’ άγρια θερία στα βουνά». Αυτή η αντίδραση, μεθοδικά και εκμεταλλευόμενη την αδυναμία της Αριστεράς να αρθρώσει έναν σταθερό και πειστικό λόγο, επανακάμπτει παρά τη φαινομενική υποχώρησή της μετά το 1974. Δεν θα αναφερθώ στο διεθνές επίπεδο. Θα αρκεστώ στα δείγματα που κάνουν την εμφάνισή τους μετά το υποτιθέμενο τέλος της Ιστορίας το 1989. Στη δική μας μικρή και πολλές φορές δύσκαμπτη κοινότητα των ιστορικών, η αναθεώρηση έχει γίνει το «επιστημονικό εξαπτέρυγο» μιας λάιτ εθνικοφροσύνης. Μα στον δημόσιο λόγο και στη δημόσια ιστορία βρισκόμαστε μπροστά στην κλιμακούμενη επιστροφή των φαντασμάτων της Ιστορίας: είδαμε τους ταγματασφαλίτες να δικαιολογούνται από την ύπαρξη μιας κόκκινης τρομοκρατίας, είδαμε το ΕΑΜ και τους αγωνιστές του να κατηγορούνται συλλήβδην -αλλά με επιστημονικό λεξιλόγιο αυτή τη φορά- ως ενεργούμενα της Μόσχας, στα ερείπια της σοβιετικής γραφειοκρατίας, αλλά με τα υλικά που αφειδώς παρέχει ο ασθμαίνων καπιταλισμός για να χτίζεται το οικοδόμημα της αναθεώρησης της Ιστορίας, του Εμφυλίου ή και εσχάτως της επταετίας. Στο «Τέρμινους» ο Παπαθανάσης, πάλι με ευφυΐα, μεταφέρει το υποτιθέμενο τέλος της Ιστορίας σε ένα ονειρικό στρατοδικείο όπου κρίνονται ζώντες και νεκροί και τελικά κρίνεται η ίδια η Ιστορία. Η άρνηση της ήττας δεν είναι μια εμμονή. Δεν αντιτίθεται σπασμωδικά στην οικτρή διαπίστωση ενός «ευτυχώς ηττηθήκαμε, σύντροφοι». Είναι η συνειδητή άρνηση της ταύτισης της ιδέας για έναν δίκαιο και άρα καλύτερο κόσμο -δίκαιο… όχι δικαιότερο- με τη συμβιβασμένη ηγεσία, την κομματική γραφειοκρατία. Ο Παπαθανάσης μιλάει απλά γι' αυτό που είναι η ηγεσία της Αριστεράς: και η ηγεσία της είναι ο λαός, οι καταπιεσμένοι. Οι διωκόμενοι. Αυτοί που βλέπουν τον αγώνα για την κοινωνική δικαιοσύνη ως την πραγμάτωση της ιστορικής αποστολής τους. Σ’ αυτό το δικαστήριο της Ιστορίας -που κάλλιστα θα μπορούσε σήμερα να είναι ένα πανεπιστημιακό αμφιθέατρο όπου θα δίδασκαν κάποιοι από τους πολλούς οπαδούς μιας «θολής» αριστείας ή ένα τηλεδικείο που θα δίκαζε και θα καταδίκαζε εν μέσω διαφημίσεων για τα θαύματα του Παϊσίου και τις ιδιότητες του υαλουρονικού- οι ήρωες του Παπαθανάση, αν και κουρασμένοι, δεν υπογράφουν δήλωση, δεν δίνουν συγχωροχάρτι, δεν βάζουν άνω τελεία στην επαναστατική διαδικασία. Κι ας νιώθουν μόνοι. Είναι όμως μόνοι; Ο Παπαθανάσης προέρχεται από προγόνους που πάτησαν τη σκανδάλη του αγώνα και παρέδωσαν τη σκυτάλη στην επόμενη γενιά. Ο Παπαθανάσης δεν κρύβει ότι είναι στρατευμένος. Το «Τέρμινους» είναι στρατευμένο. Δεν το συνιστώ σε όποιον θεωρεί ότι πρέπει να προχωράμε ως κοινωνία με γνώμονα ένα άχρωμο κοινό καλό. Δεν το συνιστώ σε όσους αναζητούν μια αντικειμενική ματιά στην Ιστορία. Δεν υποστηρίζω εξάλλου την αναζήτηση της αντικειμενικότητας στην Ιστορία. Πώς θα τολμούσα λοιπόν να την απαιτήσω από την Τέχνη; Λάμπρος Φλιτούρης, επίκουρος καθηγητής Ιστορίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Και το σχετικό link...
  7. Αλιευθέν από εδώ. Για ευκολία σε κάθε τίτλο μπήκε λινκ στην παρουσίαση του κόμικ στο φόρουμ εφόσον αυτή υπάρχει. === Όταν το "σοβαρό" συναντά το graphic novel προκύπτουν ιδανικοί αναγνωστικοί συνδυασμοί για το καλοκαίρι Τον τελευταίο καιρό εκδίδονται όλο και περισσότερες βιογραφίες σημαντικών προσωπικοτήτων από κάθε χώρο σε κόμικς, αλλά και graphic novels, βασισμένα σε εμβληματικά έργα της ελληνικής και παγκόσμιας λογοτεχνίας. Διαλέξαμε τα δέκα πιο ενδιαφέροντα βιβλία εν όψει καλοκαιριού. Τζέημς Τζόυς - Το πορτρέτο ενός Δουβλινέζου (φόρουμ) Αλφόνσο Θαπίκο Εκδόσεις Γράμματα Ο Αλφόνσο Θαπίκο διηγείται με χρονολογική σειρά την πλούσια και γεμάτη τέχνη ζωή του Ιρλανδού πρωτοπόρου λογοτέχνη, συστήνοντάς τον στον αναγνώστη. Παράλληλα, αναφέρεται και στις αιτίες της σύγκρουσης ανάμεσα στην Ιρλανδία και στη Μεγάλη Βρετανία στο τέλος του 19ου αιώνα. Με χιούμορ, μέσα σε 220 σελίδες περιγράφει τις σημαντικότερες στιγμές της καριέρας του μεγάλου μοντερνιστή συγγραφέα, του οποίου το πολυδιάστατο έργο εξακολουθεί μέχρι σήμερα να είναι αντικείμενο μελέτης. Οι Βοργίες (φόρουμ) Αλεχάντρο Χοδορόφσκι, Μίλο Μανάρα Εκδόσεις Γνώση Ο Αλεχάντρο Χοδορόφσκι και ο Μίλο Μανάρα, δύο από τους σημαντικότερους δημιουργούς κόμικς στην Ευρώπη, καταπιάνονται με την ιστορία της οικογένειας των Βοργιών, που θεωρούνται οι πρώτοι «Νονοί» στην ιστορία της ανθρωπότητας. Η εξαιρετική εικονογράφηση, σε συνδυασμό με μια πλοκή γεμάτη βία, πάθος και προδοσία, ταξιδεύει τον αναγνώστη σε μια εποχή κατά την οποία, προκειμένου για την απόκτηση πλούτου και πολιτικής εξουσίας τίποτα δεν απαγορευόταν. Ρέμπραντ (φόρουμ) Typex Εκδόσεις Γράμματα Ο Ολλανδός σκιτσογράφος Typex (το ψευδώνυμο του Raymond Koot) είναι αυτός στον οποίο ανέθεσε το Rijksmuseum του Άμστερνταμ να δημιουργήσει τη βιογραφία του Ρέμπραντ σε κόμικς. Για τρία χρόνια ο σκιτσογράφος μελετούσε τη ζωή του μεγάλου ζωγράφου και το αποτέλεσμα της προσπάθειάς του τον δικαιώνει. Οι κριτικοί μιλούν για μια συγκλονιστικά εικονογραφημένη ιστορία, η οποία απέχει από τις συνηθισμένες «αγιογραφίες», και που, όπως χαρακτηριστικά γράφει η Rachel Cooke στην «Guardian», o Ρέμπραντ θα λάτρευε. Φάινμαν (φόρουμ) Τζιμ Οταβιάνι, Λέλαντ Μύρικ Εκδόσεις Γνώση Ο Ρίτσαρντ Φάινμαν, ένας από τους σπουδαιότερους θεωρητικούς φυσικούς και βραβευμένος με Νόμπελ για τη δουλειά του στην κβαντική μηχανική, ήταν αντισυμβατικός χαρακτήρας και ερασιτέχνης μουσικός, ενώ το graphic novel που αφηγείται τη ζωή του είναι γεμάτο χιούμορ. Διαβάζοντάς το υπάρχει ελπίδα να καταλάβουμε λίγα πράγματα για την κβαντική φυσική, κυρίως όμως θα γνωρίσουμε την ανθρώπινη πλευρά του επιστήμονα, για τον οποίο η μητέρα του είπε: «Αν αυτός είναι ο ευφυέστερος άνθρωπος του κόσμου, τότε ο Θεός να μας λυπηθεί». Γκάμπο Óscar Pantoja, Miguel Bustos, Felipe Camargo Rojas, Tatiana Córdoba Εκδόσεις Ίκαρος Όσοι δεν καταφέραμε να διαβάσουμε την ομολογουμένως ογκώδη αυτοβιογραφία του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες που κυκλοφόρησε το 2003, τώρα δεν θα δυσκολευτούμε καθόλου με το υπέροχο graphic novel που μόλις κυκλοφόρησε, και μάλιστα σε μετάφραση της μεταφράστριας των έργων του, Κλαίτης Σωτηριάδου. Το βιβλίο μάς ταξιδεύει σε διαφορετικές περιόδους της ζωής του μεγάλου συγγραφέα του μαγικού ρεαλισμού, συμπληρώνοντας ψηφίδα-ψηφίδα τα βιώματα που τον ενέπνευσαν να γράψει το αριστούργημά του «Εκατό Χρόνια Μοναξιά», για το οποίο βραβεύτηκε με Νόμπελ Λογοτεχνίας. Δον Κιχώτης (φόρουμ) Μιγκέλ ντε Θερβάντες, Rob Davis Εκδόσεις Χαραμάδα Έπειτα από πολλούς άλλους κομίστες που έχουν προηγηθεί, ο Άγγλος εικονογράφος Rob Davis αποφάσισε να αναμετρηθεί με το κλασικό έργο του Θερβάντες γιατί, όπως λέει χαρακτηριστικά: «Επιζητούσα μια μεγάλη πρόκληση και δεν υπάρχει μεγαλύτερη από τον Δον Κιχώτη. Τα θέματά του είναι παγκόσμια, το χιούμορ του και ο ανθρωπισμός του είναι παγκόσμια». Φαίνεται ότι τα κατάφερε, καθώς κοινό και κριτικοί λάτρεψαν το αποτέλεσμα που σέβεται και ταυτόχρονα ανανεώνει την ιστορία του αγαπημένου «Ιππότη της Ελεεινής Μορφής» και του αγαθού Σάντσο Πάντσα. Για όσους οι 729 σελίδες του μυθιστορήματος, χωρίς τις σημειώσεις, είναι πολλές, ιδού η λύση! Ο Ξένος Αλμπέρ Καμί, Ζακ Φερναντέζ Εκδόσεις Πατάκη Ο «Ξένος», το εμβληματικό έργο του Αλμπέρ Καμί, λόγω του σχετικά μικρού μεγέθους του, έδωσε τη δυνατότητα στον Ζακ Φερναντέζ, έναν από τους σημαντικότερους δημιουργούς κόμικ στη Γαλλία σήμερα, να μας χαρίσει ένα graphic novel που περιλαμβάνει όλα τα βασικά επεισόδια της ιστορίας. Τα σκίτσα του είναι πολύ δουλεμένα και ελκυστικά, ενώ διευκολύνουν ακόμα και τον αμύητο αναγνώστη να προσεγγίσει το έργο του Γάλλου υπαρξιστή. Ευκαιρία να γνωρίσουμε το βιβλίο που, σύμφωνα με τον Ζαν Πολ Σαρτρ, «γράφτηκε για το παράλογο και ενάντια σ' αυτό». «... καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς» (φόρουμ) Χρόνης Μίσσιος, Μυρτώ Ράις, Ricard Sylvain, Daniel Casanave Εκδόσεις Polaris Το ενδιαφέρον με το graphic novel που στηρίζεται στο συγκλονιστικό βιβλίο του Χρόνη Μίσσιου, όπου ο συγγραφέας περιγράφει τη βασανιστική του πορεία από τον Εμφύλιο μέχρι την αμνηστία του 1973, είναι ότι αρχικά κυκλοφόρησε στη Γαλλία με μεγάλη επιτυχία και παράλληλα μεταφράστηκε στα ελληνικά. Όλες οι φράσεις που χρησιμοποιούνται είναι βγαλμένες από το πρωτότυπο, ενώ η ελαφρώς καρτουνίστικη αισθητική του καταφέρνει να ισορροπήσει τη ζοφερότητα των γεγονότων που περιγράφονται. Αν έτυχε να διαβάσετε τον τίτλο του βιβλίου σε έναν τοίχο, τώρα θα μάθετε και την ιστορία του. Πάπισσα Ιωάννα (φόρουμ) Εμμανουήλ Ροΐδης, Λευτέρης Παπαθανάσης Εκδόσεις ΚΨΜ Σχεδόν 150 χρόνια μετά τη συγγραφή της, η «Πάπισσα Ιωάννα» γίνεται «μεσαιωνικόν εικονογραφημένον» από τον Λευτέρη Παπαθανάση, ο οποίος με χιούμορ και αναχρονισμούς παρουσιάζει τη (φανταστική περιπέτεια της Ιωάννας που έγινε... Πάπισσα. Σύμφωνα με τον δημιουργό που πρόσφατα κέρδισε το Βραβείο Κοινού στα Ελληνικά Βραβεία Κόμικς 2016 για το graphic novel του: «Ο Ροΐδης χρησιμοποίησε στο διήγημά του κάποια εκδοχή της λεγόμενης "καθαρεύουσας", με έναν χαρακτηριστικό για κείνον τρόπο. Η γλώσσα του περιέχει υπερβολές, κωμικά στοιχεία, μπόλικη ειρωνεία, με δυο λόγια πολλά από τα κατάλληλα υλικά για ένα ωραίο κόμικ!». Ερωτόκριτος (φόρουμ) Βιτσέντζος Κορνάρος, Γιώργος Γούσης, Δημοσθένης Παπαμάρκος, Γιάννης Ράγκος Εκδόσεις Polaris Ναι, ο Ερωτόκριτος είναι ερωτευμένος με την Αρετούσα, τι άλλο γνωρίζουμε όμως για την ιστορία τους, όπως αυτή περιγράφεται στην έμμετρη μυθιστορία του Βιτσέντζου Κορνάρου; «Ξέρουμε τον "Ερωτόκριτο", αλλά ουσιαστικά δεν τον ξέρουμε» λέει ο Δημοσθένης Παπαμάρκος στον Μ. Ηulot. «Δεν ξέρεις την πλοκή, τον πλούτο των περιστατικών, ξέρεις μόνο για τον έρωτα του Ερωτόκριτου και της Αρετούσας. Είναι ένα κλασικό ιπποτικό μυθιστόρημα με ανατροπές και εντάσεις, γρήγορες σκηνές, μονομαχίες, "αγωνία" για το τι θα γίνει στο τέλος, σαν να βλέπεις μια ταινία δράσης» συμπληρώνει. Νομίζω ότι δεν χρειάζεται να προσθέσω κάτι ακόμα, παρά μόνο ότι δεν θα σας μαυρίσει η καρδιά – αυτό συμβαίνει με την «Ερωφίλη». ===
  8. Πριν λίγους μήνες εκδόθηκε από τον εκδοτικό οίκο ΚΨΜ μια… άλλη Πάπισσα Ιωάννα. Ο Λευτέρης Παπαθανάσης υπογράφει ένα «Μεσαιωνικό εικονογραφημένο», βασισμένο στο γνωστό μυθιστόρημα του Εμμανουήλ Ροΐδη. Ο μεσαιωνικός θρύλος γίνεται ένα απολαυστικό κόμικ μέσω του μυθιστορήματος, το οποίο ο Λευτέρης Παπαθανάσης χρησιμοποιεί ως κορμό του έργου του. Ωστόσο το σήμερα εισβάλλει στην αφήγηση της ιστορίας του Εμμανουήλ Ροΐδη με αναχρονισμούς και παραλληλισμούς. Ανυπομονώντας για την παρουσίαση της Πάπισσας Ιωάννας και στην Αθήνα αποφασίσαμε να μιλήσουμε με τον δημιουργό. Για την αγάπη του για το σκίτσο και για την Πάπισσα Ιωάννα, για το ζήτημα του φύλου, όπως το θέτει η ιστορία αυτή, για το παιχνίδι με τη λογοτεχνία, για την ελληνική και διεθνή πορεία των κόμικ και για την παρουσίαση του βιβλίου στην Αθήνα μας τα λέει πολύ ωραία ο ίδιος. Με τιμή σας παρουσιάζουμε τη συνέντευξή που μας έδωσε: Μίλησέ μας λίγο για σένα. Είσαι καθηγητής χημείας και ταυτόχρονα σκιτσάρεις με το παρατσούκλι boban. Ποια η σχέση σου με το σχέδιο; Πώς ασχολήθηκες με αυτό; Η προσπάθεια κατανόησης των μεταβολών του φυσικού κόσμου καθώς και η κάθε είδους δημιουργική έκφραση, νομίζω είναι διαδικασίες που δεν μπορεί να λείπουν από τη ζωή των ανθρώπων. Δεν έχω αναρωτηθεί ποτέ αν “ταιριάζει” η Χημεία με το σχέδιο, και τα δυο καλύπτουν ζωτικές ανάγκες μου. Για το πώς ασχολήθηκα με το σχέδιο δεν μπορώ να απαντήσω, πάντως την ανάγκη της ζωγραφικής θυμάμαι να την έχω από πολύ μικρός. Εκείνο που άλλαξε στη λογική μου τα τελευταία χρόνια, είναι η απόφαση να δημοσιοποιώ τα project που ολοκληρώνω. Ίσως είναι και μια ανάγκη που αναδύθηκε μέσα στη μαυρίλα της εποχής μας. Η ιστορία της Πάπισσας Ιωάννας σίγουρα είναι μια πρωτότυπη επιλογή για θέμα κομικ. Πώς σε ενέπνευσε το κείμενο αλλά και τι θέλησες να προσφέρεις εσύ στους αναγνώστες με αυτή τη διασκευή; Σε ένα πρώτο επίπεδο μπορώ να πω ότι το διήγημα του Ροΐδη το καταδιασκέδασα κάθε φορά που το διάβασα, η ιστορία της Ιωάννας είναι έτσι κι αλλιώς ενδιαφέρουσα σε όλες τις εκδοχές της, άρα αυτός είναι ένας ισχυρός λόγος που επέλεξα το συγκεκριμένο έργο. Από κει και πέρα, επειδή έχω τη συνήθεια να παίζω εικονογραφικά σχεδόν με κάθε καλλιτεχνικό έργο που μου προκαλεί ενδιαφέρον, δοκιμάζοντας την Ιωάννα ένιωσα ότι το στυλ μου ταίριαζε με την ιστορία και κύλαγε φυσικά. Εννοείται ότι μεγάλο μέρος της γοητείας της ιστορίας είναι η διαχρονική -φανερή ή καλυμμένη- κριτική σε σκοτεινές πτυχές ανθρώπων και κοινωνικών θεσμών. Το έργο σου αποτελεί, μεταξύ άλλων, μία παρέμβαση στη συζήτηση που υπάρχει για τη σχέση εικόνας-λογοτεχνίας. Πώς βλέπεις αυτό το ζήτημα; Υπάρχει μια άποψη σύμφωνα με την οποία τα καλλιτεχνικά έργα δεν είναι σωστό να μεταγράφονται από τη μια μορφή τέχνης στην άλλη. Δεν συμφωνώ. Δεν είναι μόνο το ιστορικό προηγούμενο (τόσα και τόσα κλασικά έργα τέχνης είναι μεταγραφές παλιότερων έργων, μύθων, “ιερών” κειμένων κλπ), αλλά και το ότι ουσιαστικά η πετυχημένη μεταγραφή είναι ένα αυτόνομο έργο. Υπάρχουν κινηματογραφικές μεταφορές διηγημάτων που μοιάζουν εντελώς ασήμαντες μπροστά στο λογοτεχνικό έργο, όμως υπάρχουν και ταινίες που όχι μόνο στέκονται άξια δίπλα στο “μητρικό” έργο, αλλά τις απολαμβάνεις σαν κάτι διαφορετικό, εντελώς καινούργιο. Είναι φυσικά τεράστιο θέμα, όμως να πω προβοκατόρικα ότι αν κάποιος έχει επιφυλάξεις για το αν μπορεί να υπάρχει γνήσια εικονογραφική τέχνη βασισμένη στη λογοτεχνία, θα τις λύσει γράφοντας στο google το όνομα Gustave Doré (Ε, ναι. Τελικά χρειάστηκα το βαρύ πυροβολικό για να απαντήσω…) Στο κόμικ σου έδωσες ιδιαίτερη έμφαση στις δυσκολίες που συνάντησε η Ιωάννα λόγω του φύλου της. Πιστεύεις ότι το έργο του Ροΐδη έχει ακόμα δυναμική κοινωνικής κριτικής πάνω στο ζήτημα του φύλου και της ανισότητας; Νομίζω ότι, αν και δεν του ήταν καθόλου αδιάφορο του Ροΐδη αυτό το θέμα, στο κόμικ μου του δίνω περισσότερο βάρος απ’ ό,τι εκείνος. Αυτό βέβαια είναι φυσικό, αν δεν έβλεπα την ιστορία με τους δικούς μου φακούς, μάλλον δεν θα υπήρχε και λόγος να την αφηγηθώ απ’ την αρχή. Έχει σημασία να πούμε ότι η ιστορία της “Πάπισσας” δεν είναι του Ροΐδη. Κρατάει εδώ και περισσότερο από 800 χρόνια, είναι μια μεσαιωνική ιστορία, χωρίς να έχει χάσει την αιχμή της, πράγμα που σημαίνει ότι το ζήτημα του φύλου δεν έπαψε να απασχολεί τους ανθρώπους, έστω και σαν αφορμή για μια σατιρική κριτική στα ιερατεία. Πάντως, αν θέλουμε να το πάμε λίγο παραπέρα, σίγουρα σήμερα στο δικό μας κόσμο είναι λίγες οι κοπέλες που στερούνται τη μόρφωση, μα και πάλι είναι πολύ πίσω σε σχέση με τις ευκαιρίες και την αντιμετώπιση που έχουν τα αγόρια. Σε κάθε περίπτωση, η μεταφορά της Ιωάννας, μιας κοπέλας που για να ζήσει όπως ήθελε χρειάστηκε να κρύβει το φύλο της, δε νομίζω ότι αφήνει ασυγκίνητες τις σημερινές κοπέλες, ακόμη κι εκείνες που δεν αισθάνονται φεμινίστριες, κι αυτό δείχνει πολλά. Πώς βλέπεις την προοπτική του κόμικ σαν είδος τέχνης; Πιστεύεις ότι «κινδυνεύει» από τη διάδοση του ίντερνετ; Το ίντερνετ έφερε μια τρομακτική αλλαγή στη σχέση μας με την τέχνη. Κάποιος θα μπορούσε να εστιάσει στην πιθανή οικονομική ζημιά από την ανεξέλεγκτη διανομή, πράγμα που δεν το πολυπιστεύω (τα στοιχεία δείχνουν μάλλον το αντίθετο). Κάποιος άλλος θα μπορούσε να δει τις ευκαιρίες που ανοίγει το δίκτυο για τους δημιουργούς, για παράδειγμα θεωρώ πολύ προωθητικό το ότι κάποιος μέσα σε 5′ μπορεί να στήσει μια σελίδα που να ανεβάζει και να δημοσιοποιεί τα έργα του. Καταλαβαίνω ότι αυτό μπορεί να συσσωρεύει και “κακό” υλικό που παλιότερα -όταν υπήρχε το κόσκινο του εκδότη- μπορεί να μην έβγαινε ποτέ προς τα έξω, αλλά τελικά πιστεύω πως το ισοζύγιο είναι θετικό. Εγώ προσπαθώ να ενσωματώνω πλευρές των “μέσων κοινωνικής δικτύωσης” στη δημιουργία μου ψηλαφίζοντας έναν ημι-δημόσιο τρόπο δημιουργίας. Τόσο το project μου “Άκου!” (Βορειοδυτικές εκδόσεις, 2013), όσο κι ένα μικρό παραμύθι που σκαρώνω αυτές τις μέρες, ακολουθούν αυτή την αντίληψη. Τα τελευταία χρόνια βρίσκονται σε έξαρση οι κινηματογραφικές παραγωγές με έμφαση στους υπερήρωες. Νομίζεις ότι αυτό μπορεί να προσελκύσει νέους αναγνώστες για το συγκεκριμένο είδος κόμικ αλλά και για τα κόμικ γενικότερα; Θα ρισκάρω την κάθετη απάντηση “όχι”. Η λογική αυτών των ταινιών είναι εκείνη του έντονου κινηματογραφικού θεάματος, πράγμα που τα κόμικς δεν μπορούν να προσφέρουν. Θεωρώ δηλαδή απίθανο για τον θεατή που γοητεύτηκε από την καταιγίδα άτυχων κατά κανόνα ταινιών βασισμένων στους ήρωες/ηρωίδες της Marvel, να μπορέσει να βρει συνέχεια στην ανάγκη για θέαμα μέσα από τα ίδια τα κόμικς. Το αντίθετο όμως συμβαίνει με ταινίες άλλου ύφους, όπως πχ το Persepolis, όπου εκεί νομίζω ότι γεννιέται η ανάγκη να πας προς το αντίστοιχο graphic novel ή ακόμη το Watchmen, όπου το κόμικ μπορεί να μην έχει το θέαμα της ταινίας, αλλά προσφέρει ένα άλλο βάθος στον θεατή της ταινίας που ψυλλιάστηκε κάτι. Τον τελευταίο χρόνο έχουν αποκτήσει δυναμική παρουσία ελληνικά κόμικ σε μορφή στριπ που προωθούνται μέσω ίντερνετ ενώ πρόσφατα ορισμένες από αυτές τις σειρές έφτασαν και στα βιβλιοπωλεία. Βλέπεις κάποια αναγέννηση για το ελληνικό κόμικ; Το κόμικ στην Ελλάδα (όχι απαραίτητα το “ελληνικό κόμικ”) ζει τις καλύτερες στιγμές του από τότε που βυθίστηκαν οι φρεγάτες της “Βαβέλ” και του “Παρά πέντε”. Δεν θα έμενα τόσο στον όγκο της δουλειάς που δημοσιεύεται (που πράγματι είναι πολύ μεγάλος), όσο σε τρία σημαντικά ποιοτικά στοιχεία. Το πρώτο είναι η αποδοχή του κόμικ σαν εκφραστικό μέσο. Νομίζω ότι έχει μειωθεί πολύ ο αριθμός των ανθρώπων που σε κοιτάζουν καχύποπτα όταν τους λες ότι φτιάχνεις κόμικ. Το δεύτερο είναι ο “επαγγελματισμός” των ίδιων των έργων, που ξεφεύγει πια από μια λογική “να ξεπετάξω δυο-τρία σκίτσα, κι όποιος κατάλαβε”. Το τρίτο, και πολύ ενδιαφέρον, είναι τα κοινωνικά αντανακλαστικά των δημιουργών κόμικ τα πέντε τελευταία χρόνια της οικονομικής κρίσης. Οι δημιουργοί κόμικ στην Ελλάδα στάθηκαν με τον τρόπο τους όλα αυτά τα χρόνια στην πρώτη γραμμή της κριτικής, πράγμα που δείχνει γείωση και ζωντάνια και σπάει την εικόνα που έχουν αρκετοί για τους εικονογράφους και τους κομίστες, του “σπασίκλα” που χάνεται στα “μικυμάου” του και δεν ξέρει τι γίνεται γύρω του. Και κάτι τελευταίο, έχετε πραγματοποιήσει σειρά παρουσιάσεων για την Πάπισσα Ιωάννα . θα έχουμε την ευκαιρία το αμέσως επόμενο διάστημα να σας δούμε από κοντά στην Αθήνα; Σε λίγες μέρες η Ιωάννα θα ταξιδέψει στη Θεσσαλονίκη. Μέσα στο χειμώνα όμως σίγουρα θα βρεθούμε και στην Αθήνα για την κεντρική παρουσίαση του κόμικ. Αυτές οι παρουσιάσεις είναι πολύ σημαντικές για μένα μιας και αντισταθμίζουν κάπως τη σχετική απομόνωση που αντιμετωπίζει κάποιος που δουλεύει στην επαρχία. Για να μην πολυλογούμε όμως, ναι, η Ιωάννα θα έρθει σύντομα στην Αθήνα για μια παρουσίαση στην οποία θα είναι καλεσμένα όλα τα καλά παιδιά και φυσικά και η ομάδα του Smassing Culture! Η πάπισσα Ιωάννα δεν είναι το πρώτο έργο του Λευτέρη Παπαθανάση (ή boban). Πριν δυο χρόνια εκδόθηκε από τις Βορειοδυτικές Εκδόσεις το «Άκου», ένα παιχνίδι με κάρτες, που αποτελούν εικονογράφηση στίχων του Μαγιακόφσκι σε άσπρο και μαύρο χρώμα (όχι διαβαθμίσεις του γκρι) και κυκλοφόρησαν μαζί με το βιβλίο που περιλαμβάνει τόσο τις εικόνες όσο και τους στίχους. (Η ηλεκτρονική έκδοση του «Άκου» διατίθεται δωρεάν από τις Βορειοδυτικές εκδόσεις. (Κάντε κλικ εδώ)). Πριν λίγους μήνες κυκλοφόρησαν και οι Ιστορίες της Μανιταρολάνδης του Αριστείδη Σγατζού, με τα σκίτσα να φέρουν την υπογραφή του Λευτέρη Παπαθανάση. Άλλα έργα του θα βρείτε στην ιστοσελίδα του, http://bob-an.tumblr.com/ , ενώ μπορείτε να επισκεφτείτε και το ιστολόγιό του https://lefterisp.wordpress.com/ . Πηγή Επίσης μπορείτε να πάρετε μέρος σε διαγωνισμό για ένα δωρεάν αντίτυπο του graphic novel, μέσω της σελίδας του smassing culture στο facebook.
  9. Μεσαιωνικόν Εικονογραφημένον Συντάκτης: Γιάννης Κουκουλάς Σχεδόν 150 χρόνια μετά τη συγγραφή της «Πάπισσας Ιωάννας», το εμβληματικό λογοτεχνικό έργο του Εμμανουήλ Ροΐδη μεταφέρεται πρώτη φορά σε κόμικς (εκδ. ΚΨΜ) από έναν Ελληνα δημιουργό. Ο Λευτέρης Παπαθανάσης, με άφθονο χιούμορ και ευφυείς αναχρονισμούς παρουσιάζει την (φανταστική περιπέτεια μιας όμορφης και πιστής κοπέλας από την ανέχεια και τη μοναστική ζωή στο ύπατο θρησκευτικό αξίωμα. Και εντέλει στο απόλυτο σκάνδαλο. Ο Εμμανουήλ Ροΐδης υπήρξε ένας από τους πιο πνευματώδεις και πολιτικά αιχμηρούς Ελληνες συγγραφείς του δέκατου ένατου αιώνα. Η ταραγμένη πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα του νεοσυσταθέντος και ασταθούς ελληνικού κράτους πρόσφερε άλλωστε άφθονες πρώτες ύλες για σάτιρα σε όσους μπορούσαν να παραμένουν ανοιχτόμυαλοι και δηκτικοί. Ο Συριανός συγγραφέας, έχοντας ζήσει από μικρή ηλικία λόγω οικογενειακών υποχρεώσεων και προβλημάτων υγείας, στη Γένοβα, στο Ιάσιο, στο Βερολίνο και στην Αίγυπτο απέκτησε μια πλούσια παιδεία και μια καυστική γραφή που συχνά τον έφερε στο στόχαστρο συντηρητικών πολιτικών, λογοτεχνικών και θρησκευτικών κύκλων. Εγραψε την «Πάπισσα Ιωάννα» το 1866, σε ηλικία μόλις 30 ετών και προκάλεσε πάραυτα την οργή της εκκλησίας που τον αφόρισε. Το έργο βασίζεται σε έναν μεσαιωνικό θρύλο για μια γυναίκα που κατόρθωσε, μεταμφιεσμένη σε άντρα, να ανελιχθεί στα ανώτατα εκκλησιαστικά αξιώματα και τελικά να αναρριχηθεί στον παπικό θρόνο. Ο Λευτέρης Παπαθανάσης εξηγεί τους λόγους που τον ώθησαν στη μεταφορά της Πάπισσας Ιωάννας σε κόμικς Ο Ροΐδης, συνεπαρμένος από τη δύναμη αυτής της γυναίκας αλλά και αγανακτισμένος από τη θρησκευτική υποκρισία, μελέτησε σε βάθος τον θρύλο και τις διάφορες εκδοχές του, επισκέφτηκε βιβλιοθήκες και μοναστήρια και κατέληξε σε ένα αποτέλεσμα που στρέφεται με σφοδρότητα ενάντια στον κλήρο. Φυσικά όχι μόνο στον καθολικό ούτε μόνο στον μεσαιωνικό κλήρο αλλά στον απανταχού κλήρο και διαχρονικά. Γι’ αυτό ενόχλησε ιδιαίτερα την Ορθόδοξη Εκκλησία («αντιχριστιανικόν και κακόηθες» έργο χαρακτήρισε την Πάπισσα Ιωάννα) και απασχόλησε ακόμα και την ελληνική Δικαιοσύνη. Οχι άδικα, καθώς τόσο η Εκκλησία όσο και η Δικαιοσύνη ανέκαθεν ένιωθαν εαυτούς ικανούς να κρίνουν και να επικρίνουν την τέχνη με κριτήρια δογματικά, κοντόφθαλμα και εθνικοπατριωτικά. Οι επιθέσεις δεν πτόησαν τον Ροΐδη που δεν σταμάτησε ποτέ να τα βάζει με τις νεοελληνικές μικρότητες της εποχής του, να επιτίθεται στο συντηρητισμό, πολιτικό, κοινωνικό και λογοτεχνικό, να γράφει τολμηρά και αντιρομαντικά υπονομεύοντας τις καθιερωμένες λογοτεχνικές συμβάσεις με όπλα του την παρωδία, τη σάτιρα, την αυτοαναφορικότητα, τη διακειμενικότητα και το κωμικό στοιχείο. Αυτό το κωμικό στοιχείο αξιοποιεί στο έπακρο και ο σχεδιαστής της «Πάπισσας Ιωάννας», Λευτέρης Παπαθανάσης. Ενώ ο Ροΐδης χρησιμοποίησε για την «Πάπισσα Ιωάννα» τον επεξηγηματικό τίτλο «Μεσαιωνική Μελέτη», με μια δόση υπερβολής ίσως αλλά πεπεισμένος για το ότι η πρωταγωνίστριά του υπήρξε πραγματικό ιστορικό πρόσωπο όπως πιθανώς απέδειξαν και οι ενδελεχείς έρευνές του, ο Παπαθανάσης συνοδεύει τον δικό του τίτλο από την επισήμανση «Μεσαιωνικόν Εικονογραφημένον». Ακολουθεί πιστά τη χρονική εξέλιξη του πρωτοτύπου, δηλαδή εκτελεί μια γραμμική διαδρομή από τη γέννηση της Ιωάννας μέχρι τον τραγικό της θάνατο, ωστόσο, λόγω και της φύσης της τέχνης των κόμικς, εισάγει στην πλοκή πολλά διαλογικά μέρη που απουσιάζουν από το κείμενο του Ροΐδη. Αυτό προσδίδει στο κόμικς μια ιδιαίτερη ζωντάνια και επιτρέπει στον δημιουργό του να συνοψίσει, βοηθούντων των σχεδίων, σε μικρότερο χώρο και σε μικρότερη έκταση τις εκτενέστερες περιγραφές του Ροΐδη. Η Ιωάννα, φυσικά ως Ιωάννης, πήρε το χρίσμα αλλά αυτή ήταν η αρχή του τέλους μιας «βλάσφημης» πορείας Απολαυστικές είναι επίσης οι επεμβάσεις και οι προσθήκες του στην αφήγηση που «επικαιροποιούν» το έργο, αξιοποιώντας επιτυχημένους χιουμοριστικούς αναχρονισμούς ή εισάγοντας εικόνες από άλλα γνωστά κόμικς ή, ακόμα, και ενθέτοντας σύγχρονα πολιτικά συνθήματα. Για παράδειγμα, κατά την άφιξη της Ιωάννας στη μεσαιωνική Αθήνα, το ακρωνύμιο ACAB (All Cops Are Bastards) κοσμεί μια μαρμάρινη πλάκα, ενώ ταυτόχρονα κάποιος της φωνάζει «Rooms? Taverna?». Ενα κιβώτιο με εισαγόμενα προϊόντα φέρει την ένδειξη «Taiwan» και ο σοφός επίσκοπος των Αθηνών αποκαλεί τους Δυτικούς «Φραγκοχλεχλέδες». Σε μια έντονη ερωτική σκηνή ανάμεσα στην Ιωάννα και στον Φλώρο, ο Παπαθανάσης σχολιάζει ότι «ακολούθησαν πράξεις που ούτε ο Ροΐδης δεν τόλμησε να περιγράψει…», οδηγώντας το αυτοαναφορικό ύφος του συγγραφέα σε ένα δεύτερο επίπεδο μεταμυθοπλασίας, ενώ στην τελευταία του σελίδα χρησιμοποιεί έναν ακόμη αναχρονισμό, παρουσιάζοντας δυο σύγχρονους νέους σε μια καφετέρια να συζητούν για την «Πάπισσα Ιωάννα». Η συνύπαρξη, επίσης, της ιδιάζουσας γλώσσας του Ροΐδη («Η νυξ εξήπλουτο ασέληνος και ζοφερά επί του δάσους») με τη νεοελληνική («Μάνα μου, τι μουρμούριζες ρε γκομενάκι στον ύπνο σου») στην ίδια σελίδα, ακόμα και στο ίδιο καρέ, δημιουργεί αστεία αποτελέσματα που συχνά απομακρύνουν τον αναγνώστη από την αφήγηση για ένα χιουμοριστικό διάλειμμα που ανακουφίζει μέχρι την επιστροφή στην πορεία της Ιωάννας. Οι παραλληλισμοί, τέλος, με τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα είναι εύστοχοι («Θα μου εγκρίνει ένα μικρό δανειάκι για το γιο μου», «Μόλις ετοίμασα τη λίστα διορισμών του μήνα», «Χήρεψε μια θέση κουβικουλάριου»), όταν η Πάπισσα Ιωάννα αναγκάζεται να ανεχτεί τον εσμό των αυλοκολάκων της και τελικά να ενδώσει κι αυτή στα ρουσφέτια και τον αυταρχισμό της εξουσίας. Οπως κι αν τη δει κανείς, η «Πάπισσα Ιωάννη» του Λευτέρη Παπαθανάση είναι μια εξαιρετική αφορμή (επανα)προσέγγισης του έργου του Ροΐδη. Σε όσους είναι οικείο δίνεται η ευκαιρία να το δουν σε μια εικονογραφημένη εκδοχή, τροποποιημένη καταλλήλως ώστε να αποτελεί ένα νέο έργο με τη δική του αυταξία. Και σε όσους δεν είναι οικείο λειτουργεί ως προτροπή. Προς τον Ροΐδη και προς τα κόμικς. Μετά τον αφορισμό του από την Ιερά Σύνοδο το 1866, ο Εμμανουήλ Ροΐδης απάντησε αρχικά στις κατηγορίες εναντίον του με χιουμοριστικό ύφος μέσω των «Επιστολών ενός Αγρινιώτου» που δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα «Αυγή». Το ψευδώνυμο που χρησιμοποιούσε σε αυτές τις επιστολές ήταν Διονύσιος Σουρλής. Στους προσεκτικούς φίλους και μελετητές της ελληνικής γελοιογραφίας δεν πρέπει να έχει περάσει απαρατήρητο ότι ο «δικός μας» Γιάννης Καλαϊτζής, εκ των κορυφαίων σύγχρονων γελοιογράφων, σε ορισμένα τεύχη του περιοδικού «Γαλέρα» «υιοθέτησε» αυτό ακριβώς το ψευδώνυμο για να υπογράφει τα έργα του. Οι λόγοι προφανείς. Από το 1875 έως το 1885, ο Εμμανουήλ Ροΐδης και ο γελοιογράφος Θέμος Αννινος υπήρξαν οι βασικοί δημιουργοί ενός από τα πρώτα σατιρικά περιοδικά-εφημερίδες, του θρυλικού «Ασμοδαίου». Με όνομα βιβλικού δαίμονα αλλά με κοσμιότητα, πολύ προσεγμένη γλώσσα και εξαιρετικά ποιοτικά σκίτσα, ο «Ασμοδαίος» σατίριζε και καυτηρίαζε την πολιτική, θρησκευτική και κοινωνική ζωή του τόπου. Παρουσίαση της έκδοσης Πηγή
×
×
  • Δημιουργία νέου...

Σημαντικές πληροφορίες

Χρησιμοποιώντας αυτή τη σελίδα, αποδέχεστε τις Όρους χρήσης μας.