Μετάβαση στο περιεχόμενο

Αναζήτηση στην Κοινότητα

Εμφάνιση αποτελεσμάτων για ετικέτες 'εκδοσεις anubis'.

  • Αναζήτηση ανά ετικέτες

    Πληκτρολογήστε ετικέτες χωρισμένες με κόμματα.
  • Αναζήτηση ανά συγγραφέα

Τύπος περιεχομένου


Ενότητες

  • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΝΕΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΝΕΑ
  • ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ
    • ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ
    • ΤΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙ
  • ΧΑΛΑΡΩΜΑ
    • ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ
    • ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΡΙΟ
    • ΤΟ ΠΑΖΑΡΙ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Διάφορα
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Ντόναλντ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Super Μίκυ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Κόμιξ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μίκυ Μάους
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μπλα μπλα
  • VINTAGE's Συζήτηση
  • VIDEO GAMES's Γεν. Συζήτηση για Video Games

Blogs

  • Valt's blog
  • Dr Paingiver's blog
  • GCF about comics
  • Vet in madness
  • Θέμα ελεύθερο
  • Film
  • Comics, Drugs and Brocc 'n' roll
  • I don't know karate, but i know ka-razy!
  • Γερμανίκεια
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • Κομικσόκοσμος
  • The Unstable Geek
  • Σκόρπιες Σκέψεις
  • Dhampyr Diaries
  • Περί ανέμων και υδάτων

Βρείτε αποτελέσματα σε ...

Βρείτε αποτελέσματα που ...


Ημερομηνία Δημιουργίας

  • Αρχή

    Τέλος


Τελευταία ενημέρωση

  • Αρχή

    Τέλος


Φιλτράρετε με αριθμό ...

Εγγραφή

  • Αρχή

    Τέλος


Ομάδα


Member Title


MSN


Website URL


Yahoo


Skype


Πόλη


Επάγγελμα


Ενδιαφέροντα

  1. Η σειρά κόμικς του Neil Gaiman «The Sandman», μία από τις σημαντικότερες και πιο επιδραστικές που κυκλοφόρησαν ποτέ, γίνεται σειρά στο Netflix. Στις 5 Αυγούστου θα κάνει πρεμιέρα στο Netflix μία σειρά που περιμένουν πολλά-πολλά χρόνια τώρα οι ανά τον κόσμο φαν του «Sandman», της «καλύτερης σειράς κόμικς όλων των εποχών». Για την ακρίβεια, οι περισσότεροι πίστευαν πως τα κόμικς αυτά, το σύμπαν τους, ήταν αδύνατον να μεταφερθούν στην τηλεόραση για μία σειρά από λόγους. Είναι τόσο πλούσια, τόσο βαθιά, τόσο επαναστατικά και πολυδιάστατα, που μία τηλεοπτική τους απόδοση θα ωχριούσε μπροστά στην αφηγηματικά και «ψυχολογική» πολυπλοκότητά τους. Όμως ίσως πλέον η τεχνολογία αφενός, και το γεγονός ότι στη βιομηχανία του θεάματος δουλεύει μία στρατιά από geeks, να είναι η αναγκαία και ικανή συνθήκη για να δούμε κάτι πολύ περισσότερο από «ενδιαφέρον». Όμως πάντα έχουμε στα χέρια μας τα κόμικς, κι αυτό είναι πολύ σημαντικό από μόνο του. Και οι δύο πρώτοι τόμοι (το υλικό, ακριβώς, πάνω στο οποίο βασίζεται ο πρώτος κύκλος της σειράς) κυκλοφορούν σε εξαιρετικά επιμελημένες εκδόσεις και στα ελληνικά. Είναι όμως πράγματι το «Sandman» του Neil Gaiman η καλύτερη σειρά κόμικς όλων των εποχών; Μπορεί. Πάντως, πολλοί (λάθος: ΠΑΡΑ πολλοί) το πιστεύουν. Και οπωσδήποτε είναι στο Top-10 των κόμικς που ΠΡΕΠΕΙ να διαβάσει κανείς για να ξέρει για τι πράγμα μιλάμε όταν μιλάμε για την 9η Τέχνη. Σε κάθε περίπτωση, το 1988 είναι έτος-ορόσημο για την ιστορία – και την ψυχή – του μέσου, καθώς κυκλοφορεί για πρώτη φορά κάτι εντελώς επαναστατικό, κάτι ακατάτακτο, κάτι που δεν υπήρχε ποτέ πριν. Και κάτι που δεν μπορούσε να υπάρξει. Μέχρι τις αρχές του 1990, ΟΛΑ έχουν αλλάξει πια. Γιατί δεν μιλάμε για ένα «απλό» κόμικς. Μιλάμε για μία από τις πιο κορυφαίες στιγμές της καλλιτεχνικής δημιουργίας μίας ούτως ή άλλως τρομερά παραγωγικής και επιδραστικής δεκαετίας. Πετώντας από πάνω του σαν να μην υπήρχαν όλα όσα χαρακτήριζαν μέχρι τότε τα «συνηθισμένα» κόμικς (και εξαιρετικά, πολλά από αυτά βέβαια), και χαράσσοντας έναν δικό του δρόμο (ή καλύτερα: πολλούς δικούς του δρόμους), το «Sandman» είναι ο ορισμός της πρωτοπορίας. Αφού μας συστήσει το σύμπαν του και (κάποιους από) τους πρωταγωνιστές του, αρχίζει σιγά-σιγά και παρεμβάλλει στη μεγάλη, ενιαία αφήγηση εμβόλιμες ιστορίες, νέους ήρωες, καινούργια στοιχεία, σαν ξεχωριστά αστέρια σε έναν επιβλητικό αστερισμό που εμφανίζεται αργά-αργά στο στερέωμα. Ο Neil Gaiman, φτιαγμένος οπωσδήποτε από το υλικό των ονείρων, οργιάζει. Και όσο περνά ο καιρός, όσο μαθαίνει και ο ίδιος τον κόσμο που δημιουργεί, οργιάζει στο τετράγωνο. Και ο κόσμος μαγεύεται. Όχι αμέσως, αλλά με σταθερούς ρυθμούς. Μέχρι που τα πολλά-πολλά ρυάκια των αναγνωστών γίνονται ένας πελώριος ποταμός. Η επιτυχία είναι κολοσσιαία. Καλλιτεχνική και εμπορική. Το cult, σχεδόν στιγμιαίο – και πλέον μόνιμο. Η επίδραση στις τέχνες; Δεν μπορεί να αποτιμηθεί σε όλες της τις διαστάσεις. Μιλάμε για ένα φαινόμενο που δεν είχε προηγούμενο και δεν γίνεται να έχει επόμενο. Το «Sandman» γεννά άπειρα κόμικς, ντύνει ροκ μπάντες, φτιάχνει σχολή, γίνεται μια λογοτεχνική-εικαστική οντότητα που εισχωρεί παντού. «Η Τέχνη, κατά την προσωπική μου άποψη, είναι ένα αγαθό, ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο σημαντικό από τα υπόλοιπα. Και ο καλλιτέχνης; Ένας ακόμα εργαζόμενος. Δεν είναι μάντης. Δεν υπάρχει καμία μαγεία. Εκτός από… αυτό το βιβλίο. Και αυτόν τον σεναριογράφο. […] Στο SANDMAN βρήκα ένα βάλσαμο για μια πληγή που δεν θυμόμουν πως είχα. Κι όμως. Νιώθω καλύτερα τώρα. Έτσι απλά. Ως διά μαγείας. Κι έτσι, σου δίνω αυτή την ευλογία: μπες σε αυτές τις σελίδες σαν να πρόκειται για όνειρο. Θα ανακαλύψεις αυτό που χρειάζεσαι. Ο Μορφέας δημιούργησε το μέρος αυτό για σένα, και στο βασίλειό του τα πάντα είναι δυνατά. Κούνα πάνω-κάτω τα χέρια σου. Θα πετάξεις» – Kelly Sue De Connick («The Sandman», τόμος 2: «Το Κουκλόσπιτο», απόσπασμα από την Εισαγωγή). Και βέβαια τα εξώφυλλα. Ο DaveMcKean, που θα τα σχεδιάσει από το πρώτο μέχρι το τελευταίο τεύχος, αλλάζει άρδην ΟΛΟ το σκηνικό. Μια ματιά από μακριά, αρκεί για να καταλάβεις πως αυτό το φωτογραφικό-γραφιστικό-ζωγραφικό κολάζ ΕΙΝΑΙ McKean. Και πως είναι «Sandman». Το «Sandman» είναι το σκοτεινό, ή υποφωτισμένο, βασίλειο της Φαντασίας. Παρά ταύτα, με κάποιον σχεδόν ανεξήγητο τρόπο είναι πιο ρεαλιστικό από τα περισσότερα «ρεαλιστικά» κόμικς. Μπορεί ο Μορφέας, ο Βασιλιάς των Ονείρων, να είναι ένα πρόσωπο της Άλλης Πλευράς, μπορεί ο Τρόμος να είναι (σχεδόν) πανταχού παρών, μπορεί να πρωταγωνιστούν αρχαίοι θεοί, άγγελοι, νεράιδες και μάγισσες – αλλά και ο Σέξπιρ! –, μπορεί ο Gaiman να αντλεί το υλικό του από τη μυθολογία (και την κλασική λογοτεχνία) και να ταξιδεύει με άνεση στον χρόνο και στις εποχές επειδή έτσι πρέπει και έτσι μάς αρέσει, αλλά τα θέματα με τα οποία καταπιάνεται αγγίζουν τους πάντες. Και οι ήρωές του ΕΙΝΑΙ οι πάντες. «Το SANDMAN διεύρυνε τους ορίζοντές μου. Υπάρχουν ομοφυλόφιλοι χαρακτήρες. Τρανς χαρακτήρες. Κουίρ χαρακτήρες. Και στις περισσότερες περιστάσεις, δεν ήταν κάτι το φοβερό για τους πρωταγωνιστές της ιστορίας. Κανείς δεν έδινε ιδιαίτερη σημασία. Για ένα παιδί από το Γουισκόνσιν, αυτό ήταν σημαντικό τη δεκαετία του ’90. Δεν είχα τέτοια ερεθίσματα στη ζωή μου και έγινα καλύτερος άνθρωπος με την έκθεσή μου σε κάτι τέτοιο. Ξαναδιάβασα όλη τη σειρά πριν από περίπου τέσσερα χρόνια και μου έκανε εντύπωση πόσο πολλά θυμόμουν και πόσο πολλά είχα ξεχάσει. Με έκανε να κλάψω. Πάντα με κάνει να κλαίω». – Patrick Rothfuss («The Sandman», τόμος 1: «Πρελούδια και Νυχτωδίες», απόσπασμα από την Εισαγωγή). «Η απήχηση του “Sandman”», γράφει η ιδρύτρια της Vertigo, της πιο ενήλικης, θυγατρικής εκδοτικής εταιρίας της DC, που γεννήθηκε χάρη ακριβώς στην τεράστια επιτυχία του κομίζοντας έναν νέο αέρα στον χώρο, «ξεπερνά τα στενά όρια της παραδοσιακής αγοράς των κόμικς». Πράγματι, εδώ συναντιούνται άνθρωποι με τελείως διαφορετικές πολιτιστικές καταβολές και ποικίλα λογοτεχνικά γούστα. Ακόμη περισσότερο: το «Sandman» έχει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά γυναικών αναγνωστών ανάμεσα στους φαν του. Ας μην ξεχνάμε ότι τα κόμικς, με τις υπερηρωικές καταβολές, υπήρξαν (και εν πολλοίς εξακολουθούν να είναι) ένας τυπικά ανδροκρατούμενος χώρος. Από τις κλασικές σελίδες του πέρασαν μερικοί από τους σημαντικότερους σχεδιαστές κόμικς. Μάλιστα, όσο προχωρά η σειρά τόσο πιο Sandman γίνεται και το σχέδιο, ενώ όλα αυτά τα διαφορετικά χέρια όχι απλώς δεν ξενίζουν τον μαγεμένο αναγνώστη, αλλά του ανοίγουν περισσότερο την όρεξη – και διευρύνουν τους εικαστικούς του ορίζοντες. Σάμπως τα όνειρά μας μοιάζουν μεταξύ τους; Συνολικά από τον Ιανουάριο του 1989 (όπως αναγράφεται στο εξώφυλλο, αν και το τεύχος κυκλοφόρησε στις 29 Νοεμβρίου του 1988) μέχρι τον Μάρτιο του 1996 κυκλοφόρησαν 75 τεύχη της σειράς (DC/Vertigo). Το 1999 κυκλοφόρησε η μίνι σειρά «The Sandman: The Dream Hunters» με 4 επιπλέον τεύχη, ενώ από τον Οκτώβριο του 2013 μέχρι τον Νοέμβριο του 2015 κυκλοφόρησαν τα 6 τεύχη τής επίσης μίνι σειράς «The Sandman: Overture». Έχουν κυκλοφορήσει και διάφορα spin-off: κάθε Αιώνιος θα δει τη δική του ιστορία να ζωντανεύει – με πρώτο τον Θάνατο στο «Τίμημα της Ζωής» (στα ελληνικά, επίσης από τις Εκδόσεις Anubis). Ο 1ος συγκεντρωτικός τόμος του «Sandman» που κρατάμε στα χέρια μας με τίτλο «Πρελούδια και Νυχτωδίες», συγκεντρώνει τα τεύχη #1-#8 της σειράς και εισάγει τους αναγνώστες στον σκοτεινό και μαγευτικό κόσμο των ονείρων και των εφιαλτών: στη χώρα του Μορφέα, του Βασιλιά των Ονείρων, και της οικογένειάς του, των Αιώνιων. Ο 2ος τόμος που επίσης κυκλοφορεί με τίτλο «Το Κουκλόσπιτο», περιλαμβάνει τα τεύχη #9-#16 της σειράς και ακολουθεί μια νεαρή κοπέλα, τη Ρόουζ Γουόκερ, καθώς ανακαλύπτει το εκπληκτικό μυστικό της ταυτότητάς της – συνοδοιπόρος στο ταξίδι της είναι βέβαια ο Βασιλιάς των Ονείρων, για τον οποίο η ύπαρξή της αποτελεί ταυτόχρονα ένα σαγηνευτικό μυστήριο αλλά και μια τεράστια απειλή. Η ελληνική αυτή έκδοση από τη σειρά των Graphic Novels που διατηρούν οι Εκδόσεις Anubis, οριστική και καλά επιμελημένη από κάθε άποψη, είναι εξαίσια. Μια εκρηκτική απόλαυση, ένα όνειρο που βλέπουμε εν εγρηγόρσει, ένα μελαγχολικό έπος των καιρών μας, φρέσκο και επαναστατικό, πάντα έτοιμο να σαγηνεύσει και να γεμίσει το κεφάλι και την καρδιά μας με μαγεία. Παραδοθείτε στη μαγεία του, είναι βάλσαμο. «The Sandman». Σενάριο: Neil Gaiman. Εικονογράφηση εξωφύλλων: Dave McKean. Εικονογράφηση 1ου τόμου: Sam Kieth, Mike Dringenberg, Malcolm JonesIII. Εικονογράφηση 2ου τόμου: Mike Dringenberg, Malcolm Jones III, Chris Bachalo, Michael Zulli, Steve Parkhouse. Μετάφραση: Ηλίας Τσιάρας. Διαστάσεις: 17 x 26 εκ. Σελίδες: 240 + 232, Τιμή: 27,70 € + 29,40 € Και το σχετικό link...
  2. Σαρκαστικά χιουμοριστικό μέσα στην τραγικότητα του Β' Παγκόσμιου Πολέμου και βαθύτατα ειρωνικό για τους κυνηγούς του αμερικανικού ονείρου, το εν μέρει αυτοβιογραφικό «Σφαγείο Νούμερο 5» μεταφέρθηκε σε ένα συναρπαστικό κόμικς που επιβεβαιώνει τη διαχρονικότητα του έργου του Κερτ Βόνεγκατ. «Σφαγείο Νούμερο 5» ήταν το όνομα του κτιρίου της Δρέσδης στο οποίο οι ναζί φυλάκισαν τον Αμερικανό φαντάρο με ρίζες από τη Γερμανία Κερτ Βόνεγκατ (1922-2007), όταν συνελήφθη επί γερμανικού εδάφους λίγους μήνες πριν από τη λήξη του Β' Παγκόσμιου Πολέμου. Και ήταν ένα κυριολεκτικό σφαγείο, καθώς εκεί οδηγούνταν και θανατώνονταν ζώα για να καταναλωθούν ως κρέας. Το 1944, έπειτα από χρόνια πολέμου, το κρέας στη Γερμανία σπάνιζε και τα σφαγεία όπως και άλλα δημόσια ή βιομηχανικά κτίρια έγιναν φυλακές αιχμαλώτων, κυρίως Αγγλων, Αμερικανών και Σοβιετικών. Οι ναζί οδήγησαν σ’ αυτές τις αυτοσχέδιες φυλακές τους άτυχους στρατιώτες, μη ξέροντας τι να τους κάνουν. Κάποιους τους εκτέλεσαν αλλά τους περισσότερους, ειδικά αυτούς που έφτασαν στην ανοχύρωτη και χωρίς καθόλου στρατιωτικές υποδομές Δρέσδη, τους έβαλαν να δουλεύουν για τις ανάγκες της Γερμανίας, τους παρείχαν στοιχειώδη τροφή και τους άφηναν να κοιμούνται εκεί όπου μέχρι πριν από λίγους μήνες σφάζονταν μοσχάρια και γουρούνια. Η Δρέσδη, αποκαλούμενη και «Φλωρεντία του Έλβα», ήταν το τελευταίο μέρος της Γερμανίας που θα περίμενε κανείς να βομβαρδίσουν οι Σύμμαχοι, καθώς ήταν ένα ιστορικό και πολιτιστικό κέντρο με πολλά νοσοκομεία, αμέτρητα μνημεία, δεν αποτελούσε στρατιωτικό στόχο και επιπλέον φιλοξενούσε δεκάδες χιλιάδες πρόσφυγες, άμαχους και αιχμαλώτους. Κι εκεί ακριβώς χτύπησαν στις 13 με 15 Φεβρουαρίου του 1945 περισσότερα από χίλια αμερικανικά και βρετανικά αεροσκάφη, ρίχνοντας σχεδόν 3.500 βόμβες και ισοπεδώνοντας την πόλη. Σκοτώθηκαν περίπου 25.000 άνθρωποι, οι περισσότεροι εγκλωβισμένοι στα ερείπια, άλλοι καμένοι και άλλοι από ασφυξία λόγω του καπνού και του μονοξειδίου του άνθρακα που απλώθηκαν παντού. Ο Κερτ Βόνεγκατ κρυμμένος στα υπόγεια ήταν τυχερός, ήταν ένας από τους ελάχιστους επιζώντες στο κυριολεκτικό και μεταφορικό σφαγείο που τον στέγαζε. Κατόρθωσε να φτάσει στην Τσεχοσλοβακία και από κει στη Γαλλία από όπου και ταξίδεψε στις ΗΠΑ. Έγινε συγγραφέας με όχι και τόσο μεγάλη επιτυχία στην αρχή, αλλά το 1969 εν μέσω του Πολέμου του Βιετνάμ έγινε πασίγνωστος γράφοντας το «Σφαγείο Νούμερο 5» με υπότιτλο «Η Σταυροφορία των Παιδιών». «Η θηριωδία της Δρέσδης, λεπτομερώς σχεδιασμένη και με ανυπολόγιστο οικονομικό κόστος, αποδείχθηκε τελικά τόσο άσκοπη που μόνο ένα άτομο σε ολόκληρο τον πλανήτη ωφελήθηκε από εκείνη. Εγώ είμαι αυτό το άτομο. Έγραψα το συγκεκριμένο βιβλίο το οποίο μου χάρισε πολλά χρήματα και παγίωσε τη φήμη μου, όποια κι αν είναι αυτή. Όπως κι αν έχει, έβγαλα δύο με τρία δολάρια από κάθε νεκρό. Τι ωραία που είναι η δουλειά μου» είχε δηλώσει με σκληρό σαρκασμό και αυτοσαρκασμό για να καταγγείλει τη βαναυσότητα και την εκδικητικότητα του βομβαρδισμού αλλά και να στείλει το αντιπολεμικό του μήνυμα. Το βιβλίο του που είναι εν μέρει αυτοβιογραφικό, έχει ως πρωταγωνιστή έναν «συνηθισμένο» άνδρα με το όνομα Μπίλι Πίλγκριμ (pilgrim = προσκυνητής), ο οποίος περιφέρεται πίσω από τις γραμμές του εχθρού προσκολλημένος σε μια ομάδα επίσης αποπροσανατολισμένων ανιχνευτών, στο επίκεντρο των μαχών του Β' Παγκόσμιου Πολέμου έχοντας χάσει τη χλαίνη του, το κράνος του, το όπλο του, τις αρβύλες του («Οι ανιχνευτές ήταν ντυμένοι σαν μάχιμοι στρατιώτες. Ο Μπίλι ήταν ντυμένος σαν ηλίθιος»). Όταν τον συλλαμβάνει γερμανική περίπολος είναι τόσο αξιοθρήνητος που δεν θα τον πειράξει κανείς, θα τον φωτογραφίσουν όμως σε σκηνοθετημένη φωτογραφία για να «αποδειχθεί» η κατάντια των Αμερικανών, ο ελλιπής τους οπλισμός, η καταπόνησή τους που τους κάνει να δείχνουν σαν σκελετοί, το νεαρό της ηλικίας τους. Εξ ου και ο υπότιτλος του βιβλίου, «Η Σταυροφορία των Παιδιών». Ο Μπίλι θα ακολουθήσει τη διαδρομή που κάποτε είχε βαδίσει ο ίδιος ο Βόνεγκατ στον πόλεμο, όμως η δική του θα εμπλουτιστεί με μεταφυσικά απρόοπτα και θα εξελιχθεί από τη γέννησή του μέχρι τον θάνατό του και πάλι πίσω και από τη Γη μέχρι τον μακρινό πλανήτη Τραλφάμαντορ! Ο Βόνεγκατ, επιλέγοντας το μεταφυσικό τέχνασμα της απαγωγής του Μπίλι από μια εξωγήινη φυλή και την τοποθέτησή του σε ένα κλουβί του μακρινού πλανήτη ως εκθέματος δίπλα σε μια επίσης απαχθείσα πανέμορφη γυναίκα με την οποία πρέπει να ζευγαρώσει, βρίσκει την ευκαιρία να φιλοσοφήσει για την ανθρώπινη φύση όπως και οι ανώτεροι εξωγήινοι, να σχολιάσει τη φθαρτότητα της ύπαρξης και τη ματαιότητα των πράξεων όταν αυτές δεν επιδιώκουν την απόλαυση, όταν δεν χαρακτηρίζονται από τον αλληλοσεβασμό και τον αυτοσεβασμό. Ό,τι συμβαίνει στον Μπίλι έχει συμβεί και θα ξανασυμβεί. Και οι στιγμές του χρόνου έρχονται και επανέρχονται αδυσώπητες, τις ζούμε όλες ταυτόχρονα, άρα το μόνο που απομένει είναι να επιλέξουμε τις καλές. Δυστυχώς επιλέγουμε τις υπόλοιπες. Έχοντας κατανοήσει πλήρως τον Βόνεγκατ, ο Ryan North («Dinosaur Comics», «Adventure Time», «Machine of Death», «Unbeatable Squirrel Girl» κ.ά.) στο σενάριο και ο Albert Monteys («Carlitos Fax», «Univesre» κ.ά.) στα σχέδια, βραβευμένοι και οι δυο με Eisner κατά το παρελθόν, μεταφέρουν απολύτως επιτυχημένα το έργο του σε κόμικς (εκδόσεις Anubis, μετάφραση Ηλίας Τσιάρας). Οι North και Monteys έχουν διατηρήσει δεξιοτεχνικά τη λεπτή ειρωνεία του Βόνεγκατ που χαρακτηρίζει και άλλα έργα του όπως το «Πρόγευμα για πρωταθλητές» κι έχουν επιλέξει με μεγάλη προσοχή τις σκηνές που θα παρουσιάσουν ώστε από τη μια να μη χάνεται το νόημα και η συνέχεια κι από την άλλη να υπηρετείται ιδανικά το χωροχρονικό χάος στο μυαλό του ψυχικά κατεστραμμένου Μπίλι, να μεταφέρεται κατά το μέγιστο δυνατό η τρικυμία εν κρανίω, είτε στα χαρακώματα και στη συνέχεια στην αιχμαλωσία, είτε στη μετέπειτα ζωή του Μπίλι ως οπτομέτρη, είτε στην τύχη του ως μοναδικού επιζήσαντος αεροπορικού δυστυχήματος εν καιρώ ειρήνης, είτε κατά την ανάγνωση κόμικς και μυθιστορημάτων άγνωστων και άσημων συγγραφέων, είτε όταν επιχείρησε να απατήσει τη γυναίκα του και τα έκανε θάλασσα, είτε όταν στερούνταν την αξιοπρέπειά του στο όνομα της αγάπης της κόρης του, είτε κατά τις αμέτρητες προσβολές από συμπολεμιστές και αντιπάλους. Ο Μπίλι τα ζούσε όλα αυτά ταυτόχρονα, ξανά και ξανά χωρίς να ξεχωρίζει πάντα το πριν, το τώρα, το μετά. Για τους Τραλφαμαντοριανούς «φίλους» του κάτι τέτοιο είναι φυσιολογικό. Αν είσαι ένας γήινος οπτομέτρης, πρώην αιχμάλωτος των ναζί και μάρτυρας της θηριωδίας της Δρέσδης, είναι τραυματικό. Αλλάζοντας συχνά το σχεδιαστικό του στιλ, ο Monteys αποδίδει τις διαφορετικές φάσεις στη ζωή, στη φαντασία, στους εφιάλτες και στα όνειρα του Μπίλι με διαφορετικές τεχνοτροπίες, κάνοντας τον αναγνώστη ζαλισμένο μάρτυρα του μαρτυρίου που δεν κατανοεί πάντα τι συνέβη στη μυθιστορηματική πραγματικότητα του Μπίλι, τι στην «πραγματική πραγματικότητα» και τι στη ζωή του Κερτ Βόνεγκατ. Και ο North, με απόλυτο σεβασμό στο πρωτότυπο κείμενο, χρησιμοποιεί πολλές από τις φράσεις και τις εκφράσεις του Βόνεγκατ, με πιο χαρακτηριστική τη βασανιστικά επαναλαμβανόμενη και τάχα καθησυχαστική επωδό «έτσι είναι αυτά» σε κάθε τραγική κατάσταση, τους λιτούς διαλόγους που συνοδεύονται από τα φαρμακερά του σχόλια, τις περιγραφές της αιχμαλωσίας με τους ανώτερους να υποκρίνονται ότι όλα πάνε μια χαρά όταν έχει γκρεμιστεί κάθε κτίριο και κάθε ελπίδα, ακόμα και το σπαρακτικό μαύρο τέλος χωρίς λόγια ή, καλύτερα, με τα ακατανόητα για την ανθρώπινη λογική «λόγια» ενός αθώου πλάσματος από τον ουρανό. Ό,τι κι αν συμβαίνει, όσο φρικτό κι αποτρόπαιο κι αν είναι, ο Μπίλι έχει μάθει να το αντιμετωπίζει στωικά ή/και αδιάφορα λέγοντας «έτσι είναι αυτά». Με τη συγκινητική και ταυτόχρονα σατιρική ματιά τους στον τρόμο του πολέμου, στα εγκλήματα και τις θηριωδίες, στο μετατραυματικό στρες αλλά και στη μεταπολεμική μαγική εικόνα της ευδαιμονίας που διακόπηκε απότομα από νέους πολέμους όπως αυτός του Βιετνάμ, ο Κερτ Βόνεγκατ και οι Ryan North, Albert Monteys με το «Σφαγείο Νούμερο 5» μάς ζητούν να επιλέγουμε καλύτερα τις στιγμές που θέλουμε να ζούμε ξανά και ξανά. «Έτσι είναι αυτά», αλλά «δεν θα έπρεπε να είναι έτσι αυτά». Και το σχετικό link...
  3. Σε λίγους μήνες συμπληρώνονται 60 χρόνια από την πρώτη εμφάνιση του Spider-Man, ενός από τους πιο δημοφιλείς υπερήρωες του σύμπαντος της Marvel. Εν αναμονή των γενεθλίων, ο Άνθρωπος-Αράχνη τιμάται από ένα βιβλίο αναδρομής στη ζωή του και μια συναρπαστική ταινία. Ανάμεσα στους τόσους πολλούς και διαφορετικούς υπερήρωες της Marvel, που ξεπήδησαν στις αρχές της δεκαετίας του 1960 από την οργιώδη φαντασία του Stan Lee, ο πιο ξεχωριστός και πιθανώς ο πιο δημοφιλής μέχρι σήμερα είναι ο Spider-Man. Εύκολα μπορούσαν να ταυτιστούν μαζί του οι νεαροί αναγνώστες καθώς ήταν κι αυτός μικρός στην ηλικία και μάλιστα ιδιαίτερα συναισθηματικός και εύθραυστος, ένα παιδί που δεν δίσταζε να εκφράσει την αμηχανία του για όλα όσα του συνέβαιναν, να στενοχωριέται για το μπούλινγκ που δεχόταν από τους συμμαθητές του, να εξωτερικεύει το άγχος του και τις αδυναμίες του, να μετανιώνει για κάποιες από τις πράξεις του. Στις πρώτες ιστορίες, σχεδιασμένες από τον Steve Ditko, φαινόταν μάλιστα υπερβολικά παιδί, ένα δειλό, λιγνό και αγύμναστο ορφανό αγόρι με μικρή αυτοεκτίμηση που μεγαλώνει με τη θεία και τον θείο του, προσπαθώντας να είναι καλός μαθητής παρά τα πειράγματα των συνομηλίκων του και σε διαρκή απογοήτευση επειδή τα κορίτσια ούτε καν έστρεφαν το βλέμμα τους προς αυτόν. Όλα άλλαξαν όταν η μοίρα τού έπαιξε ένα άσχημο διπλό παιχνίδι. Πρώτα τον τσίμπησε μια ραδιενεργή αράχνη και τον μετέτρεψε σε υπερήρωα με μοναδική ευλυγισία και αίσθηση ισορροπίας, αλλά και την ικανότητα να σκαρφαλώνει σε μεγάλα ύψη, να πετάει ιστούς, να πηδάει από κτίριο σε κτίριο με ευκολία. Και στη συνέχεια πέθανε ο θείος Μπεν, ο «δεύτερος πατέρας» του, περιστατικό για το οποίο πάντα ένιωθε τύψεις καθώς, όπως πίστευε, μπορούσε και έπρεπε να το έχει αποτρέψει. Άργησε πολύ να κατορθώσει να διαχειριστεί αυτή την ανορθόδοξη ζωή ο Πίτερ Πάρκερ. Και μάλλον δεν τα κατάφερε ποτέ να ανταποκριθεί σε όσα ένιωθε ότι οφείλει να κάνει για τους συνανθρώπους του. Πάντα ζούσε μέσα σε αντιφάσεις, σε προσδοκίες που δεν εκπληρώνονταν, πασχίζοντας να παραμείνει ακέραιος, να ολοκληρώσει τις σπουδές του, να γίνει οικογενειάρχης και όταν οι περιστάσεις το απαιτούν να φορά τη στολή του και να αντιμετωπίζει μοχθηρούς και παράφρονες εγκληματίες. Τα χρόνια που ακολούθησαν βέβαια όλα έγιναν πιο περίπλοκα. Οι κόσμοι των υπερηρώων εμπλουτίστηκαν σε θέματα, οι κακοί έγιναν πιο ισχυροί και πιο βάναυσοι, οι απειλές πιο μεγάλες, οι υπερήρωες άρχισαν να συνεργάζονται αλλά και να διαφωνούν, η πολιτική να επηρεάζει όλο και πιο έντονα τις πράξεις τους. Από την άλλη η δημοφιλία του Spider-Man οδήγησε σε πολλές εκδόσεις που άρχισαν να μπλέκουν όλο και περισσότερο την κατάσταση με αναπόφευκτο αποτέλεσμα το χάος για τον αναγνώστη που δεν είχε τον χρόνο, τη διάθεση ή τα χρήματα να παρακολουθεί κάθε λεπτομέρεια για την καταγωγή, τις σχέσεις, τις συνεργασίες, τους αντίπαλους του Ανθρώπου-Αράχνη. Όλο αυτό το χάος έρχεται να βάλει σε μια τάξη το βιβλίο «Spider-Man, Η Ζωή μου» των Chip Zdarsky και Mark Bagley (εκδόσεις Anubis, μετάφραση: Χρήστος Κανελλόπουλος). Οι δύο δημιουργοί καταφέρνουν σε μόλις έναν τόμο να αφηγηθούν σε έξι κεφάλαια, ένα για κάθε δεκαετία από το 1960 μέχρι σήμερα, όλα τα σημαντικά γεγονότα της ζωής τού Spider-Man, επιτυγχάνοντας ταυτόχρονα να αποδώσουν κατάλληλα και μέρος του κλίματος της εκάστοτε εποχής εντός της οποίας αυτά συμβαίνουν. Επιπλέον λαμβάνουν υπόψη τους και εντάσσουν στις ιστορίες τους και πολλές από τις εξελίξεις στο σύμπαν των υπερηρώων της Marvel που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη ζωή του Spider-Man και επηρέασαν τις πράξεις και τις κινήσεις του. Η δεκαετία του 1960 φυσικά είναι αυτή της σχετικής «αθωότητας» που διακόπτεται από τα διλήμματα του Spider-Man ως προς τη συμμετοχή του στον Πόλεμο του Βιετνάμ και τη γνωριμία του με τον Captain America, ο οποίος αρνήθηκε να γίνει εργαλείο της πολεμικής μηχανής των ΗΠΑ σε αντίθεση με τον πάντα πειθήνιο και συνεργάσιμο Iron Man, κατά κόσμον κατασκευαστή και έμπορο όπλων Tony Stark.Τα χρόνια του ’70 και με τη συνοδεία ντίσκο μουσικής ο Spider-Man θα βιώσει ακόμη μια προσωπική τραγωδία με τον θάνατο της αγαπημένης του Gwen Stacy, γεγονός σπάνιο εκείνη την εποχή για πρωταγωνιστικά πρόσωπα σε υπερηρωικά κόμικς, αλλά θα καταφέρει να σώσει τον κλώνο του από θάνατο με αποτέλεσμα να γίνει «διπλός». Τις επόμενες δεκαετίες θα βιώσει κι άλλες τραγωδίες αλλά θα γίνει και πατέρας, θα συνεργαστεί με ομάδες υπερηρώων, ενώ με αμφιθυμία θα πάρει μέρος στον εμφύλιο πόλεμό τους («Civil War»), δεν θα σταματήσει να τα βάζει με τους διαχρονικούς εχθρούς του, τον Dr Octopus, τον Green Goblin, τον Mysterio, τον Kraven, τον Venom, αλλά θα δει και τους συντρόφους του έναν έναν να πεθαίνουν και τον εαυτό του να γερνάει, να φθείρεται, να επιθυμεί να αποσυρθεί αλλά να νιώθει πάντα το καθήκον να τον καλεί. Με ένα τέτοιο πολυδαίδαλο παρελθόν το έργο των Zdarsky και Bagley να περιλάβουν όσο περισσότερα στοιχεία μπορούσαν σε μια ενιαία ιστορία, που δεν θα ήταν θηριώδης σε μέγεθος αλλά ευσύνοπτη και θα λειτουργούσε ανεξάρτητα από τα διαβάσματα του κάθε αναγνώστη, ήταν εξ αρχής δύσκολο. Πριν κυκλοφορήσει το βιβλίο, από πολλές μεριές είχαν διατυπωθεί επιφυλάξεις και ειρωνικά σχόλια για τους «υπερφίαλους» δημιουργούς του και για τα «μεγαλεπήβολα» σχέδιά τους. Το αποτέλεσμα τελικά ήταν όχι απλώς ικανοποιητικό, αλλά εξαιρετικό. Η ελληνική έκδοση ήρθε με το σωστό timing δύο χρόνια σχεδόν μετά την αμερικανική, για να συμπέσει με την προβολή της ταινίας «Spider-Man: No Way Home» που παίζεται ακόμα στις ελληνικές αίθουσες. Η ταινία αποτελεί το τελευταίο μέρος της τριλογίας με πρωταγωνιστή τον Tom Holland και κλείνει τον κύκλο που ξεκίνησε με το «Homecoming» (2017) και συνεχίστηκε με το «Far From Home» (2019), όλα σε σκηνοθεσία του John Watts. Και αποτελεί μια θαυμάσια επιλογή ακόμα και για όσους είναι ανεξοικείωτοι με τον Spider-Man και τις περιπέτειές του, καθώς πέρα από τα εντυπωσιακά εφέ και την πλούσια δράση, παρουσιάζει μια πλειάδα κακών που μπορούν να λειτουργήσουν ως μια εισαγωγή στο αραχνο-σύμπαν και τα πολλαπλά πρόσωπα που το κατοικούν. Αξιοσημείωτη επίσης είναι και η καθοριστική εμφάνιση και παρουσία του Doctor Strange, που προσφέρει το απαραίτητο μεταφυσικό και μαγικό στοιχείο αλλά και τα έντονα ψυχολογικά κοντράστ των χαρακτήρων που ακροβατούν μεταξύ παράνοιας και μετάνοιας εντός λίγων λεπτών. Το πιο εντυπωσιακό και αρκούντως συγκινητικό όμως είναι η έμπνευση των δημιουργών της ταινίας να φέρουν ταυτόχρονα στη δράση τρεις διαφορετικούς Spider-Man των ταινιών της τελευταίας εικοσαετίας. Ο Tobby Maguire από τα «Spider-Man» 1, 2 και 3 (2002, 2004, 2007 αντιστοίχως) και ο Andrew Garfield από τα δύο «The Amazing Spider-Man» (2012 και 2014) εμφανίζονται μαζί με τον νέο Spider-Man, Tom Holland, σε μερικές απολαυστικές σκηνές που χαρακτηρίζονται από την έκπληξη των χαρακτήρων, την κατανόηση του ενός προς τους άλλους, την ενσυναίσθηση που εκφράζουν, τη συνειδητοποίηση της κοινής τους μοίρας αλλά και ένα διάχυτο σαρκαστικό και διακειμενικό χιούμορ. Δεν είναι ωστόσο απαραίτητο για κάποιον θεατή να έχει παρακολουθήσει τις προηγούμενες ταινίες, καθώς σύντομα μπαίνει στο κλίμα και κατανοεί τις διαφορές των τριών χαρακτήρων που είναι όμως ελάχιστες μπρος στις αμέτρητες ομοιότητές τους. Κι έτσι δημιουργείται μια πανέξυπνη και διασκεδαστική ταινία που με το τέλος της αφήνει την πιθανότητα συνέχειας ανοιχτή και προσθέτει στο κινηματογραφικό σύμπαν της Marvel (MCU) μια επιτυχία που δεν βασίζεται αποκλειστικά σε εκρήξεις, πολύχρωμες ευφάνταστες στολές και διαδοχικές επιδείξεις ηρωισμών, αλλά στο χιούμορ, το συναίσθημα και τον πολυσύνθετο ψυχισμό των χαρακτήρων. Και το σχετικό link...
  4. Οι δημιουργοί του «1453», Ορέστης Μανούσος και Νίκος Παγώνης, μιλάνε στην ATHENS VOICE για τη νέα έκδοση του συναρπαστικού graphic novel. 1453. H Bυζαντινή Aυτοκρατορία έχει παρακμάσει αλλά συνεχίζει να είναι το τελευταίο προπύργιο του χριστιανισμού στην Aνατολή. H πρωτεύουσά της, η Kωνσταντινούπολη – η πιο θαυμαστή πόλη του κόσμου, ο προαιώνιος πόθος χριστιανών και μουσουλμάνων – πολιορκείται από τους Oθωμανούς. O Nικηφόρος Kαλλέργης είναι ένας νεαρός τοξότης από τη Bενετοκρατούμενη Kρήτη που εντάσσεται εθελοντής στη δύναμη των Kρητών – φημισμένων τοξοτών – που φεύγουν για να υπερασπιστούν την Πόλη. Mέσα από το ημερολόγιό του, καταγράφει τα γεγονότα όπως τα έζησε ο ίδιος σαν απλός στρατιώτης κατά τη διάρκεια του πιο σημαντικού γεγονότος της εποχής του – της πτώσης της Bασιλεύουσας. Αυτή είναι η ιστορία του «1453» (εκδόσεις Anubis), ένα graphic novel που πρωτοδιαβάσαμε πριν από αρκετά χρόνια – πριν από την μεγάλη άνθιση των ελληνικών graphic novels – και το 2021 ξανασυστήνεται με νέα έκδοση. Μπορεί φέτος να γιορτάζουμε τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση αλλά τα πάντα συνδέονται – με τον τρόπο τους – με γεγονότα που άλλαξαν τον ρου της ιστορίας όπως ήταν η Άλωση της Κωνσταντινούπολης. Με φόντο μια από τις πιο τραγικές στιγμές της ελληνικής ιστορίας, οι δημιουργοί του «1453», ο Ορέστης Μανούσος στο σενάριο και ο σχεδιαστής Νίκος Παγώνης, μιλάνε στην ATHENS VOICE για τη νέα έκδοση. Μέσα από την ιστορία ενός νεαρού τοξότη, είναι το «1453» ένα graphic novel για την άλωση της Κωνσταντινούπολης; Oρέστης Μανούσος: Θα έλεγα το αντίστροφο. Πρόκειται για την ιστορία ενός νέου τοξότη της εποχής με φόντο την πολιορκία και την άλωση της Κωνσταντινούπολης. Δεν είναι ένα «ξερό» χρονικό της άλωσης, μολονότι η αλληλουχία των γεγονότων είναι ιστορικά ακριβής. Είναι μάλλον μια ανθρώπινη ιστορία η οποία εξελίσσεται εν μέσω ενός κοσμοϊστορικού γεγονότος. Νίκος Παγώνης: Να συμπληρώσω ότι το graphic novel δεν φιλοδοξεί να διδάξει ιστορία. Το 1453 είναι ένα graphic novel που χρησιμοποιώντας την ιστορία του νεαρού Κρητικού, μας δείχνει κάποιες όψεις από τις κοινωνικές συνθήκες την εποχή της Άλωσης. Οι εσωτερικές διαμάχες και διαφωνίες της κοινωνίας, η στρατιωτική κατάσταση, οι δεισιδαιμονίες, οι έχθρες και πολλά άλλα στοιχεία από τη ζωή του τότε παρελαύνουν στο σήμερα με έναν, κατά τη γνώμη μου, πολύ έντεχνο τρόπο. Η ιστορία του νεαρού τοξότη είναι η ιστορία της άλωσης κινηματογραφικά. Ο ελληνισμός «χάνει» τη Βασιλεύουσα του, την ίδια ώρα που ο ήρωας «χάνει» την αγάπη του. O νεαρός τοξότης Νικηφόρος Καλλέργης θα μπορούσε να ήταν ένα υπαρκτό ιστορικό πρόσωπο; Τι μας διδάσκει ή μας λέει η ιστορία του; Ορέστης Μανούσος: Παρ' όλο που ο ήρωας είναι φανταστικό πρόσωπο, το όνομα Καλλέργης απαντάται σε έγγραφα και μαρτυρίες από τον 12ο μ.Χ. αιώνα, καθώς ήταν από τις οικογένειες εκείνες των Βυζαντινών ευγενών που ο Αυτοκράτορας Αλέξιος Β' έστειλε στην Κρήτη. Οπότε υπό μια έννοια θα μπορούσε μέσα στο απόσπασμα εκείνο των Κρητών τοξοτών που έσπευσαν να υπερασπιστούν την Κωνσταντινούπολη το 1453, να βρίσκεται κάποιος νεαρός τοξότης με το όνομα Νικηφόρος Καλλέργης. Όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως, η ιστορία του Νικηφόρου είναι μια ανθρώπινη ιστορία. Ο ίδιος κι οι σύντροφοί του δεν είναι ούτε υπεράνθρωποι, ούτε άτρωτοι στους πειρασμούς κι οι αντιδράσεις τους, όταν έρχονται αντιμέτωποι με τον αναπόφευκτο χείμαρρο της ιστορίας, ποικίλουν, όπως θα διαπιστώσει ο αναγνώστης. Σκοπός ήταν να δημιουργηθεί μια ιστορία με «συνηθισμένους» χαρακτήρες (όσο μπορεί να ειπωθεί κάτι τέτοιο για ανθρώπους που μας χωρίζουν περίπου 600 χρόνια), οι οποίοι βρίσκονται εν μέσω ενός ασυνήθιστου γεγονότος, που ξεπερνά κατά πολύ τους ίδιους. Νίκος Παγώνης: Η παρουσία μιας ομάδας Κρητικών τοξοτών ιστορικά είναι τεκμηριωμένη. Η προσωπικότητα του πρωταγωνιστή είναι Κρητικής καταγωγής σίγουρα, εξάλλου την γράφει ένα βέρος Κρητικός που ξέρει και Ιστορία (γέλια). Ποιες ήταν οι προκλήσεις και δυσκολίες γράφοντας το «1453»; Κάνατε έρευνα γύρω από τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο; Ορέστης Μανούσος: Η μεγαλύτερη πρόκληση σε έργα που λαμβάνουν χώρα σε ιστορικές περιόδους είναι η μεταφορά μιας ατμόσφαιρας που απέχει πολύ από την δική μας εποχή και καθημερινότητα. Στην προκειμένη περίπτωση, ο χρόνος που χωρίζει την καθημερινότητα του Νικηφόρου και των συντρόφων του από την δική μας είναι περίπου 6 αιώνες. Η μεταφορά λοιπόν της ατμόσφαιρας αυτής, δεν γίνεται μόνο με την απεικόνιση κτισμάτων-ορόσημων (όπως π.χ. η Αγία Σοφία ή τα τείχη), αλλά με την όσο το δυνατόν πλησιέστερη απόδοση των λεπτομερειών που δεν παίζουν και τόσο μεγάλο ρόλο στην εξέλιξη της ιστορίας, αλλά έχουν ουσιαστικό ρόλο στην διαμόρφωση της εν λόγω ατμόσφαιρας. Έγινε εκτεταμένη έρευνα σε Ελληνική και ξένη βιβλιογραφία, τόσο για τις ενδυμασίες της εποχής (Οθωμανών, αλλά και Βυζαντινών), όσο και για τις συνοικίες της Πόλης, τα ονόματα και τις συνήθειες των ανθρώπων, μέχρι και για τις ιαχές των Οθωμανών. Γιατί διαλέξατε ένα graphic novel σαν εκφραστικό μέσο και όχι ένα βιβλίο; Ορέστης Μανούσος: Η επιλογή του μέσου έγινε σε συνεργασία με τον εκδότη. Ως ένας από τους πρωτοπόρους στον τομέα αυτόν, η εκδότρια εταιρεία αποφάσισε να επενδύσει πάνω στην δημιουργία ενός αμιγώς ελληνικού graphic novel στα πρότυπα αντίστοιχων παραγωγών του εξωτερικού. Σε προσωπικό επίπεδο – και ως λάτρης των κόμικς και των graphic novels γενικότερα – πιστεύω ότι το μέσο αυτό ταίριαζε τόσο στον δικό μου τρόπο έκφρασης όσο και στο προφίλ της εταιρείας. Ένας ακόμη λόγος που οδήγησε στην επιλογή του μέσου αυτού θεωρώ πως ήταν η έλλειψη εικονογραφημένων μυθιστορημάτων που εκτυλίσσονται την περίοδο αυτή, σε αντίθεση με τον αριθμό των μυθιστορημάτων (κι αυτά κυρίως από ξένους συγγραφείς). Ποιες ήταν και οι δικές σου προκλήσεις σχεδιάζοντας το «1453»; Έκανες και εσύ τη δική σου προσωπική έρευνα, ψάχνοντας στοιχεία όπως στολές και οπλισμός της εποχής, κτίρια κ.λ.π.; Νίκος Παγώνης: Η δουλειά που ρίξαμε στην έρευνα δεν περιγράφεται. Κατέβασα ότι οπτικό υλικό υπήρχε εκείνη τη στιγμή στο διαδίκτυο για μελέτη και reference. Το project κράτησε περίπου ένα χρόνο που ήταν καλό χρονικό διάστημα για να «χωνέψω» τη δομή της Πόλης. Σε κάθε σκηνή, σε κάθε κάδρο, ότι φαίνεται στο φόντο είναι μελετημένο, επειδή είχαμε αποφασίσει από πριν τα σημεία που θα εξελίσσονταν οι σκηνές. Το λιμάνι, ο Κεράτιος, οι συνοικίες, η αγορά, ο κόσμος, οι στρατιώτες, όλα «μυρίζουν» τη μυρωδιά της Πόλης. Οι αγαπημένες μου σκηνές ήταν γύρω και πάνω στα τείχη. Προσπάθησα να μεταφέρω την ένταση και την αγωνία των πολιορκημένων, την κούραση και τα ξενύχτια στις πολεμίστρες, τη βρώμα των καπνών και τις φωτιές, όλα όσα μπορούσα να φανταστώ και να αποτυπώσω όσο πιο ρεαλιστικά μπορούσα. Μετά την έκδοση βέβαια δεν ήθελα να ούτε να δω, ούτε να ακούσω για την Κωνσταντινούπολη για πολύ καιρό (γέλια). Ποια ήταν η σχέση ανάμεσα στον συγγραφέα κόμικς και τον σχεδιαστή; Πώς δουλέψατε μαζί και επήλθε η ισορροπία και επικοινωνία; Ορέστης Μανούσος: Η συνεργασία μας με τον Νίκο ήταν εξαιρετική. Ο σχεδιασμός της ιστορίας γινόταν από κοινού μετά από μελέτη, συζήτηση και ανάλυση της κάθε σκηνής. Χαρακτηριστικά θυμάμαι ότι συναντιόμαστε στο ατελιέ του, συζητούσαμε εξονυχιστικά τις σελίδες που επρόκειτο να σχεδιαστούν μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια, φτιάχνοντας ένα προσχέδιο της κάθε σκηνής. Μπορεί αυτό να κρατούσε ώρες αλλά ήταν μια πολύ δημιουργική κι ευχάριστη διαδικασία. Ο Νίκος είναι εξαιρετικός συνεργάτης, με τρομερό χιούμορ αλλά και πολύ εμπειρία και γνώσεις που του επέτρεπαν να αντιμετωπίζει με επιτυχία την κάθε δυσκολία που ενδεχομένως να προέκυπτε στον σχεδιασμό (είτε επρόκειτο για θέμα προοπτικής, φωτισμού, είτε οτιδήποτε άλλο). Νίκος Παγώνης: Η συνεργασία ήταν εξαιρετική γιατί είχε πολύ γέλιο και χαρά. Από την αρχή οι τρεις μας, σχεδιαστής, συγγραφέας και εκδότης αναπτύξαμε αυθόρμητα μια πολύ καλή σχέση εμπιστοσύνης και επαγγελματισμού. Πήραμε νωρίς, ομόφωνα, σημαντικές αποφάσεις για το ύφος, το στυλ, το μέγεθος κ.λ.π. και έτσι δεν είχαμε μπρος-πίσω. Αν θυμάμαι καλά, μόνο μία σκηνή αλλάξαμε και την ξαναστήσαμε (για το καλό της ιστορίας). Ακόμη κι όταν συνειδητοποιήσαμε ότι πρέπει να αυξήσουμε αρκετά τον αριθμό των σελίδων, ο εκδότης συμφώνησε. Υπάρχουν σχέδια για επόμενα κεφάλαια του «1453»; Ορέστης Μανούσος: Η αλήθεια είναι πως το 1453 σχεδιάστηκε εξ' αρχής ως αυτοτελής ιστορία. Είναι κι ο τύπος εκείνος της ιστορίας που δεν αφήνει περιθώρια για συνέχειες. Πρόκειται για το τέλος μιας ολόκληρης εποχής. Η ιστορία του Νικηφόρου Καλλέργη κλείνει με το τέλος ενός ιστορικού κύκλου που ξεκίνησε από την ύστερη αρχαιότητα και ολοκληρώθηκε κατά την Αναγέννηση. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι το 1453 είναι ένα απόσπασμα από τα απομνημονεύματα του Νικηφόρου Καλλέργη. Μας περιέγραψε το πώς βίωσε ο ίδιος το γεγονός που τον σημάδεψε όσο κανένα άλλο στην ζωή του. Η εποχή του έχει πια παρέλθει. Η ροή της ιστορίας όμως είναι συνεχής κι όπως ένας κύκλος κλείνει, έτσι ανοίγει ένας καινούριος. Ποιος ξέρει; Ίσως κάποιος απόγονος του Καλλέργη να έχει να μας διηγηθεί το πώς έζησε ο ίδιος κάποιο άλλο ιστορικό γεγονός... Και το σχετικό link...
  5. «Έτσι είναι αυτά». Τρεις απλές, άχρωμες και άοσμες λέξεις είναι ο αφορισμός που επαναλαμβάνει συνεχώς ο Κερτ Βόνεγκατ στο πιο γνωστό του μυθιστόρημα, το «Σφαγείο Νούμερο 5». Η φράση, όμως, σύμφωνα με μελετητές του έργου του συγγραφέα, κρύβει τη φιλοσοφία του φαταλισμού, δηλαδή μια στάση ζωής όπου τα πράγματα είναι προδιαγεγραμμένα και εμείς είμαστε παθητικοί δέκτες τους. Γόνος ευκατάστατης οικογένειας Γερμανών μεταναστών στις ΗΠΑ, ο Βόνεγκατ γεννήθηκε το 1922 στην Ιντιάνα. Η ποτοαπαγόρευση και η οικονομική κρίση στις ΗΠΑ προκάλεσαν την οικονομική καταστροφή της οικογένειάς του και λίγα χρόνια αργότερα, το 1944, η μητέρα του αυτοκτόνησε. Ο Βόνεγκατ ήταν τότε 22 ετών, απόφοιτος του πανεπιστημίου Κορνέλ αλλά και εθελοντής στο αμερικανικό πεζικό. Τρεις μήνες μετά τον θάνατο της μητέρας του έφυγε για το μέτωπο και βρέθηκε στη Μάχη των Αρδεννών, την τελευταία μεγάλης κλίμακας επίθεση των ναζιστικών δυνάμεων πριν από το τέλος του πολέμου. Ο ίδιος και περίπου 50 ακόμη Αμερικανοί ανιχνευτές πιάστηκαν αιχμάλωτοι και στάλθηκαν στη Δρέσδη. Ένα χρόνο μετά, η λεγόμενη «Φλωρεντία του Έλβα» ισοπεδώθηκε από τους συμμαχικούς βομβαρδισμούς σε μια επιχείρηση που άφησε πίσω της περίπου 25.000 νεκρούς. Το μέγεθος της καταστροφής προκάλεσε αντιδράσεις και θεωρήθηκε εγκληματικό, καθώς ο πόλεμος όδευε προς το τέλος του. Ο Βόνεγκατ και μερικοί ακόμα στρατιώτες επέζησαν επειδή κρύφτηκαν στο υπόγειο ενός παλιού σφαγείου. Οι εμπειρίες του συγγραφέα αποτέλεσαν το υλικό του βιβλίου που εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1969 και θεωρείται πλέον ένα από τα κλασικά αντιπολεμικά αμερικανικά μυθιστορήματα, με στοιχεία μαύρου χιούμορ και επιστημονικής φαντασίας. Η ιστορία μεταφέρθηκε στο σινεμά το 1972, πετυχαίνοντας διακρίσεις στις Κάννες αλλά αποτυγχάνοντας εμπορικά. Το 2013 ξεκίνησαν συζητήσεις για ένα ριμέικ από τον Γκιγέρμο ντελ Τόρο και τον Τσάρλι Κάουφμαν που όμως δεν κατέληξαν πουθενά. Ωστόσο, ο Καναδός σεναριογράφος Ράιαν Νορθ και ο Ισπανός εικονογράφος Αλμπέρτ Μοντέιθ πετυχαίνουν μια υποδειγματική μεταφορά τoυ «Σφαγείου Νούμερο 5» στη μορφή του graphic novel, που κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Anubis, διατηρώντας όλα τα στοιχεία που αποτυπώνουν τον παραλογισμό και τις συνέπειες του πολέμου στον ανθρώπινο ψυχισμό με άψογο, εφευρετικό σχεδιασμό και καρτουνίστικες πινελιές που προκαλούν αυθεντικό γέλιο και συγκίνηση. Το «Σφαγείο» αφηγείται την ιστορία του Αμερικανού οπτομέτρη Μπίλι Πίλγκριμ, βετεράνου του βομβαρδισμού της Δρέσδης, ο οποίος «έχει ξεκολλήσει από τη ροή του χρόνου» χάρη στους εξωγήινους Τραλφαμαντοριανούς. Η εξωγήινη φυλή δεν πιστεύει στην ελεύθερη βούληση, ενώ θεωρεί ότι παρόν, παρελθόν και μέλλον είναι κάτι ενιαίο που δεν εξηγείται ούτε αλλάζει. Σήμερα, θα λέγαμε ότι αυτό το εξωγήινο «χάσιμο» του Πίλγκριμ είναι μια αλληγορία του συγγραφέα για να περιγράψει το μετατραυματικό στρες των βετεράνων, οι οποίοι δεν μπορούν ποτέ να επιστρέψουν σε μια φυσιολογική ζωή. Το ενδιαφέρον με το κόμικ είναι ότι δεν χρειάζεται να έχει διαβάσει κανείς το βιβλίο του Βόνεγκατ για να ακολουθήσει την ιστορία. Σε μια πολύ έξυπνη κίνηση, οι δύο δημιουργοί δηλώνουν τις προθέσεις του συγγραφέα, την αρχή και το τέλος της ιστορίας και τους πρωταγωνιστές στις πρώτες σελίδες του βιβλίου. «Δεν θα υπάρχει κανένας Τζον Γουέιν στο δικό μου βιβλίο» βλέπουμε να λέει ο Βόνεγκατ στην πρώτη σελίδα και πράγματι, το δικό του βιβλίο δεν μιλάει για ήρωες και καθήκον, αλλά για τον πόλεμο που παίρνει ανθρώπους όπως τον Μπιλ Πίλγκριμ, ρουφάει την ανθρωπιά τους και τους αποκτηνώνει. Έτσι είναι αυτά. Καινοτομίες Η ιστορία δεν ακολουθεί γραμμική αφήγηση. Αντιθέτως, από τον χειμώνα του 1944 μεταφερόμαστε στην παιδική ηλικία του Πίλγκριμ, στην ψυχιατρική κλινική που νοσηλεύθηκε, στα χρόνια μιας πλασματικής ευτυχίας και ξανά στα τρένα της Δρέσδης, με εναλλαγές που γίνονται ομαλά σε αλλαγές σελίδων ή με διαφορετικούς χρωματισμούς. Στις καινοτομίες του κόμικ θα πρέπει να συμπεριλάβουμε τα σύντομα στριπάκια (των τριών καρέ) που χρησιμοποιούνται για ένα γρήγορο φλας μπακ στο παρελθόν ενός χαρακτήρα, τις σελίδες όπου ο Κερτ Βόνεγκατ υποτίθεται πως συναντάει τον Πίλγκριμ και κρατάει σημειώσεις για τον πόλεμο, αλλά και τη vintage εικονογράφηση των σελίδων που αναφέρονται στο alter ego του Βόνεγκατ, τον αποτυχημένο συγγραφέα επιστημονικής φαντασίας Κίλγκορ Τράουτ. Τίποτε από όλα αυτά ωστόσο δεν μειώνει την αίσθηση της φρίκης του πολέμου που κυριαρχεί στο κόμικ. Η καλλιτεχνική αρτιότητα και ομορφιά οξύνει τις αντιθέσεις ακόμη περισσότερο. Τέλος, πολύς λόγος έχει γίνει για τον υπότιτλο του βιβλίου «Η Σταυροφορία των Παιδιών», κάτι που εξηγείται μοναδικά μέσα στην ιστορία. Σε ένα στρατόπεδο αιχμαλώτων ο Πίλγκριμ νοσηλεύεται μετά το πρώτο του, μάλλον, ψυχωσικό επεισόδιο και οι δύο μεσήλικοι αξιωματικοί προσέχουν το νεαρό της ηλικίας του. «Είχαμε ξεχάσει πως τον πόλεμο τον έδιναν μωρά. Όταν είδα αυτά τα φρεσκοξυρισμένα πρόσωπα σοκαρίστηκα. “Θεέ μου, Θεέ μου”, μονολογούσα, “πρόκειται για τη Σταυροφορία των Παιδιών”». Και το σχετικό link...
×
×
  • Δημιουργία νέου...

Σημαντικές πληροφορίες

Χρησιμοποιώντας αυτή τη σελίδα, αποδέχεστε τις Όρους χρήσης μας.