Μετάβαση στο περιεχόμενο

Αναζήτηση στην Κοινότητα

Εμφάνιση αποτελεσμάτων για ετικέτες 'Στρουμφάκια'.

  • Αναζήτηση ανά ετικέτες

    Πληκτρολογήστε ετικέτες χωρισμένες με κόμματα.
  • Αναζήτηση ανά συγγραφέα

Τύπος περιεχομένου


Ενότητες

  • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΝΕΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΝΕΑ
  • ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ
    • ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ
    • ΤΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙ
  • ΧΑΛΑΡΩΜΑ
    • ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ
    • ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΡΙΟ
    • ΤΟ ΠΑΖΑΡΙ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Διάφορα
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Ντόναλντ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Super Μίκυ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Κόμιξ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μίκυ Μάους
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μπλα μπλα
  • VINTAGE's Συζήτηση
  • VIDEO GAMES's Γεν. Συζήτηση για Video Games

Blogs

  • Valt's blog
  • Dr Paingiver's blog
  • GCF about comics
  • Vet in madness
  • Θέμα ελεύθερο
  • Film
  • Comics, Drugs and Brocc 'n' roll
  • I don't know karate, but i know ka-razy!
  • Γερμανίκεια
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • Κομικσόκοσμος
  • The Unstable Geek
  • Σκόρπιες Σκέψεις
  • Dhampyr Diaries
  • Περί ανέμων και υδάτων

Βρείτε αποτελέσματα σε ...

Βρείτε αποτελέσματα που ...


Ημερομηνία Δημιουργίας

  • Αρχή

    Τέλος


Τελευταία ενημέρωση

  • Αρχή

    Τέλος


Φιλτράρετε με αριθμό ...

Εγγραφή

  • Αρχή

    Τέλος


Ομάδα


Member Title


MSN


Website URL


Yahoo


Skype


Πόλη


Επάγγελμα


Ενδιαφέροντα

  1. Η φωνή πίσω απ’ τους Θάντερκατς, τα Στρουμφάκια, τον Γουίνι και τόσους ακόμη ήρωες μιλάει στο Magazine για τα δικά του παιδικά χρόνια, το θέατρο και τη μεταγλώττιση. Κάπου στην αρχή της κουβέντας μας, ο Ακίνδυνος Γκίκας με σταμάτησε και μου ζήτησε να του μιλάω στον ενικό. Ήταν σαν να μου το ζητάει κάποιος καθηγητής που είχα στο Λύκειο. Θα έπρεπε να παριστάνω τον ενήλικο, με το να είμαι ασεβής απέναντι σε κάποιον που με ήξερε σε όλη τη ζωή του ως παιδάκι – χωρίς πράγματι να με ξέρει φυσικά. Κάποιες στιγμές το έκανα, τις περισσότερες όχι – ασχέτως αν το κείμενο που ακολουθεί έχει αποδοθεί εξ ολοκλήρου στον ενικό. Θα ‘ταν μια τρέλα διαφορετικά. Άσε που αυτή η γνώριμη φωνή που έβγαινε μέσα από ένα άγνωστο – σε μένα – πρόσωπο, με βραχυκύκλωνε και μου έφερνε μία ασυνείδητη αίσθηση οικειότητας από το παρελθόν. Και θα έπρεπε αυτό να το αφήσω στην άκρη και να κάνω ότι δεν συμβαίνει τίποτα όσο τον ρωτούσα για τα δικά του παιδικά χρόνια, τα καρτούν που έχει μεταγλωττίσει, το Εθνικό Θέατρο, τα αστεία λατινοαμερικάνικα σίριαλ και γενικά τις προκλήσεις της δουλειάς του. Είδα ότι ήταν και ο πατέρας σου ηθοποιός. (σ.σ. μου δείχνει τη φωτογραφία του στον τοίχο). Είναι πολύ νέος εκεί. Και πέθανε και πολύ νέος. 35 χρονών. Είχε παίξει σε κάποιες ταινίες ή ήταν θεατρικός; Ήταν κυρίως θεατρικός. Ήταν από τα ιδρυτικά μέλη του “Αμφι-Θέατρου” του Σπύρου Ευαγγελάτου. Πρόλαβε και έπαιξε στον “Ερωτόκριτο”, την πρώτη παράσταση που έκανε ο Ευαγγελάτος, έπαιξε και στη “Λυσιστράτη” και μετά “έφυγε”. Από τι αν επιτρέπεις; Ηλεκτροπληξία. Είχε διαρροή ένα πορτατίφ που ήταν δίπλα στο κρεβάτι του. Ετοιμαζόταν να πάει να πάρει την αδερφή του που ερχόταν απ’ το Κονγκό και εμένα με είχε αφήσει σε μία θεία μου. Μάλιστα, εκείνο το πρωί είχαμε πάει στο Μοναστηράκι να πάρουμε ρελέ διαφυγής γιατί φοβόταν που έπαιζα εγώ με τις πρίζες. Φοβόταν για σένα και το έπαθε ο ίδιος; Ναι. Και μόλις είχε κάνει μπάνιο, πήγε ο αδερφός του να τον πάρει για να πάνε στο αεροδρόμιο, του χτύπησε το κουδούνι, του λέει ο πατέρας μου “βάζω παπούτσια και κατεβαίνω” και δεν κατέβηκε ποτέ. Ακούμπησε στο πορτατίφ που ήταν μεταλλικό και τον χτύπησε το ρεύμα. Πόσο χρονών ήσουν; Δώδεκα. Α, τον είχες προλάβει. Ναι, τον έχω ζήσει. Και η μητέρα σου αν επιτρέπεις; Ο πατέρας μου ήταν χωρισμένος, ζούσα μαζί του. Η μητέρα που μεγάλωσα μαζί, που ζούσε μαζί με τον πατέρα μου και ήταν να παντρευτούν κιόλας, είναι η ηθοποιός Τιτίκα Βλαχοπούλου. Είχα διαβάσει ότι μεγάλωσες μέσα στο θέατρο. Ότι ήσουν συνέχεια μέσα στα παρασκήνια. Ναι, ο μπαμπάς μου με έπαιρνε συνέχεια στο θέατρο. Και τα βράδια όμως; Και τα βράδια. Αν δεν μπορούσε να με αφήσει κάπου γιατί έπαιζε και η Τιτίκα, με έπαιρνε στο καμαρίνι, και εκεί ο Ρήγας Αξελός, ο Ηλίας Λογοθέτης και άλλοι, μου ένωναν τις καρέκλες για να ξαπλώσω. Τους έβλεπα όσο άντεχα και μετά κοιμόμουν. Όπως κάνουν στα παιδάκια όταν τα παίρνουν οι γονείς μαζί σε κάτι ταβέρνες, σε κάτι γάμους και νυστάζουν; Το έκανε και αυτό γιατί με έπαιρνε έξω μαζί του. Και επειδή ήθελα την παρέα των μεγάλων, ήμουν τύπος και υπογραμμός. Θυμάμαι επί χούντας που έκαναν το “Παραμύθι χωρίς όνομα” που ήταν αντίσταση κανονική και με έπαιρνε στις ταβέρνες και σε κάτι καταγώγια που τραγουδούσαν, και στο τέλος κατέληγα να κοιμάμαι πάνω σε καρέκλες. Εντάξει, εγώ δεν μπορώ τώρα να κάνω ότι αυτό που συμβαίνει είναι φυσιολογικό, να ακούω δηλαδή αυτήν τη φωνή και να κάνω ότι δεν συμβαίνει τίποτα. Το εντυπωσιακό είναι ότι κατά έναν περίεργο λόγο ξέρουν και το όνομά μου. Δεν περίμενα ποτέ ότι η μεταγλώττιση θα μου φέρει και αναγνωρισιμότητα. Παρότι έχω κάνει πολλά άλλα πράγματα και στην τηλεόραση και ως παρουσιαστής παιδικών εκπομπών που ο άλλος θα μπορούσε από εκεί να με θυμάται, όχι, με αναγνωρίζει απ’ τη φωνή. Αν είναι δυνατόν. Έχει τύχει αυτό σε ντελίβερι; Ενώ έχεις πάρει τηλέφωνο για να παραγγείλεις φαγητό; Σε πάρα πολλά, όχι μόνο σε ντελίβερι αλλά και στο περίπτερο, και στον δρόμο και τώρα που έχω και μια υπέροχη κόρη 14άρων μηνών μού συμβαίνει και στην παιδική χαρά που την πηγαίνω. Γενικά η δουλειά σου έχει να κάνει πάρα πολύ με παιδιά και αναρωτιέμαι αν σε έχει βοηθήσει να τα καταλάβεις καλύτερα, να μπεις στον ψυχισμό τους. Νιώθω ότι και είσαι και δεν είσαι ηθοποιός για παιδιά, ότι είναι κάπου ανάμεσα αυτό που κάνεις. Είμαι ηθοποιός. Πάνω απ’ όλα. Ναι. Και σκηνοθέτης. Αυτό έχω σπουδάσει. Από εκεί και ύστερα η ενασχόληση με τα παιδιά και η τριβή αυτή σε κάνει να έρχεσαι πιο κοντά, σε κάνει να σέβεσαι και να μαθαίνεις κώδικες. Έχω μιλήσει πάρα πολύ με παιδοψυχολόγους για το πώς αντιμετωπίζεις ένα παιδί. Οπότε μπήκες κάπως στη ψυχολογία του παιδιού; Εννοείται, αν δεν μπεις μέσα στη ψυχολογία δεν μπορείς να μιλήσεις την αλήθεια του. Η τέχνη της υποκριτικής έτσι κι αλλιώς δεν είναι μέθοδοι. Ζήσαμε πολλές μεθόδους μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια και τελικά δεν έχουν να προσδώσουν τίποτα παραπάνω από τη βασική μεθοδολογία που είναι η αλήθεια. Όσο βγάζεις την αλήθεια τόσο μιλάει στον απέναντί σου. Πόσο μάλλον σε ένα παιδί που δεν επεξεργάζεται τα πράγματα, είναι direct. Ή το κερδίζεις ή το χάνεις. Θυμάμαι μία συνέντευξη που είχε δώσει ο Γιάννης Μπέζος και τον ρώτησαν “γιατί σε αγαπάνε τόσο πολύ τα παιδιά, βλέπουν πολύ τα σήριαλ σου” και τους είπε κάτι του τύπου γιατί “δεν τους συμπεριφέρομαι σαν να είναι χαζά, σαν να μην καταλαβαίνουν. Τους συμπεριφέρομαι όπως σε έναν μεγάλο άνθρωπο”. Έχει απόλυτο δίκιο ο Γιάννης, εμείς αντιμετωπίζουμε τα παιδιά σαν να είναι νοητικά κατώτερα από μας. Όχι. Στροφάρουν πάρα πολύ γρήγορα. Αυτό που πρέπει εμείς να τους δώσουμε είναι το σεβασμό μας, την αλήθεια μας και από εκεί και ύστερα, διαπαιδαγωγώντας, τα όρια που υπάρχουν γενικά. Δηλαδή να μην κάνεις ένα παιδί να νομίζει ότι είναι ο Θεός και μετά να βγει έξω στην κοινωνία και να τρώει συνέχεια σφαλιάρες. Στον κινηματογράφο που έχω κάνει πολλές ταινίες και για να δω αν θα “έπιανε” η ταινία πήγαινα στην πρώτη προβολή και έλεγα δύο είναι τα τινά: ή τα πιτσιρίκια θα μείνουν με το στόμα ανοιχτό και θα παρακολουθούν ή στο πρώτο πεντάλεπτο έχουν πάρει τα πατατάκια και έχουν αρχίσει και τρέχουν γύρω-γύρω, που σημαίνει ότι η ταινία είναι αδιάφορη. Ή υπάρχουν ταινίες που απευθύνονται στη μαμά και τον μπαμπά και είναι καθηλωμένη η μαμά και ο μπαμπάς και τα πιτσιρίκια τρέχουν γύρω τριγύρω. Ναι, ο Σρεκ ας πούμε νομίζω ότι είναι πιο πολύ για μεγάλους παρά για παιδιά. Ναι, έχει ηλικιακές διαφοροποιήσεις το καρτούν. Να φέρω και ένα πολύ συγκεκριμένο παράδειγμα: τα ιαπωνικά τα άνιμε τα κάψαμε παλιά στην Ελλάδα γιατί τα παίζαμε σαν να απευθύνονται σε εξάχρονα, ενώ υπάρχουν ηλικιακές διαφορές εκεί. Κάποια είναι για παιδιά πάνω από οκτώ χρονών, άλλα είναι για παιδιά πάνω από 14 και άλλα είναι πλέον και για μεγάλους. Τώρα με τη σήμανση μπορούμε να το κάνουμε σωστά. Ο Καμπαμαρού για τι ηλικία ήταν; Νομίζω ότι είναι για παιδιά πάνω από 10 χρονών. Το κάψαμε; Ναι γιατί υπήρχαν κάποια παιδιά που αγαπούσαν τα άνιμε και πιθανότατα να τα διάβαζαν κιόλας. Υπήρχαν κυρίως φανς γονείς, αυτοί δηλαδή που διάβαζαν Βαβέλ, Παρά Πέντε και όλα αυτά, και όταν ξαφνικά ήρθαν στην Ελλάδα τα άνιμε προσπάθησαν να τα περάσουν και στα παιδιά τους. Αλλά ήταν κακά παιγμένα. Υπήρχε και ένα άλλο, το “Τζουμαρού”, το θυμάσαι; Όχι, αν και έχω παίξει και εγώ σε κάποια – παρότι νόμιζα ότι δεν είχα. Έχει τύχει να μου στείλουν μήνυμα “θυμάσαι ποια φωνή είχες κάνει σ’ αυτό”, να τους λέω “δεν έχω παίξει ποτέ σε γιαπωνέζικο” και να μου απαντούν “μα πώς; Δες το” και να μου στέλνουν ένα με τη φωνή μου. Δεν το θυμόμουν καν. Το πρώτο παιδικό που μεταγλώττισες, ο πρώτος ήρωας που έδωσες τη φωνή σου; Ήταν στα “Στρουμφάκια” και νομίζω ήταν ο Χαχανούλης. Τώρα πια είμαι εγκεκριμένος Δρακουμέλ, στην τελευταία ταινία που βγήκε με τα Στρουμφάκια αυτόν κάνω. Χοντρικά, πόσα κινούμενα σχέδια έχεις κάνει; Δεν θυμάμαι. Σκέψου ότι τη δεκαετία του ‘90 έμπαινα μέσα σε ένα στούντιο το πρωί στις 10:00 και έφευγα στις 10:00 το βράδυ. Ή ήμουν τη μισή μέρα σε αυτό και έφευγα να πάω σε ένα άλλο στούντιο να δουλέψω. Ένα μικρόφωνο θυμάμαι. Πώς προετοιμάζεται κάποιος για να το κάνει αυτό; Δηλαδή τα διάβαζες τα κείμενα εκείνη τη στιγμή; Σου τα έδιναν, άκουγες τον ξένο ηθοποιό πώς τα έπαιζε και έλεγες “θα το κάνω παρόμοιο”; Πώς πήγαινε; Το μεγάλο σχολείο ήταν η ΕΡΤ, όταν κάναμε τα “Στρουμφάκια” και ό,τι άλλο πρόλαβα να κάνω εκεί, π.χ. τον “Πινόκιο”. Αυτή ήταν μια συγκλονιστική ιταλική παραγωγή, εγώ έκανα την αλεπού σ’ αυτό. Η διαδικασία ήταν: πήγαινες, έκανες πρώτα δύο πρόβες το κείμενο, ποιος πάει στο μικρόφωνο και ποιος φεύγει μαζί με τις ατάκες έτσι ώστε να μην υπάρχει στοπ, γιατί τότε γράφαμε στην ίντσα, και απαγορευόταν το στοπ. Αν έκανες λάθος δηλαδή στο 19ο λεπτό, ξαναγράφατε όλο το επεισόδιο απ’ την αρχή. Θάνατος. Το είχες κάνει αυτό πολλές φορές, τους είχες κάψει; Ποτέ. Ήσουν απ’ τους καλούς; Όλοι ήταν έτσι αλλιώς δεν γράφαμε. Δηλαδή οι σκηνοθέτες εκείνης της εποχής, όπως ο Γιώργος Πρωτόπαππας και ο Τάσος Μασμανίδης, σε καλούσαν για να σε δοκιμάσουν και σε καταλάβαιναν απ’ την πρόβα. Έκανες σαρδάμ; Κόλλαγες; Πιθανότατα να σε έδιωχναν. “Δεν πειράζει, άστο, θα κάνει ο άλλος συνάδελφος και τους δικούς σου ρόλους”. Γιατί έβλεπαν ότι θα το κάψεις. Εσύ έκανες ποτέ ορθοφωνία; Βέβαια, στη σχολή του Εθνικού και είχαμε και τον καλύτερο δάσκαλο, τον Νίκο Παπακωνσταντίνου. Έχει γράψει και το βιβλίο “Η αγωγή του λόγου” που είναι ευαγγέλιο πλέον. Το είχες και από μόνος σου φαντάζομαι το να μιλάς σωστά. Δεν ξέρω, πάντως το εξάσκησα πολύ εκεί. Δεν μπορούσες να βγεις ηθοποιός τότε – και όχι μονάχα ηθοποιός αλλά και δημοσιογράφος. Για να παρουσιάσεις δελτίο ειδήσεων στην ΕΡΤ έπρεπε να παρακολουθήσεις μαθήματα στη σχολή του Εθνικού. Θυμάμαι ερχόταν η Μαρία Χούκλη για να πάρει το OK από τον Νίκο Παπακωνσταντίνου. Τότε στις αρχές του ‘90 όταν έκανες αυτές τις μεταγλωττίσεις, τα λεφτά ήταν καλά; Δηλαδή σε σύγκριση με έναν ηθοποιό που τότε θα έπαιζε σε ένα σίριαλ. Τα λεφτά ήταν πάρα πολύ καλά όταν ήμασταν στην ΕΡΤ. Όταν όμως άνοιξε η ιδιωτική τηλεόραση πατήσαμε την μπανανόφλουδα και δεν το καταλάβαμε. Στην ΕΡΤ πηγαίναμε δύο φορές τη βδομάδα και γράφαμε κάθε φορά από ένα επεισόδιο μέσα σε τρεις ώρες, παίρνοντας ασύλληπτα ποσά για την εποχή εκείνη. Όταν άνοιξαν τα ιδιωτικά κανάλια, μας είπαν “ελάτε και θα βγάζετε πέντε επεισόδια στις ίδιες ώρες”. Έδιναν τα ίδια λεφτά; Ήταν λίγο παραπάνω αλλά δεν σκεφτήκαμε ότι αφού η σεζόν είναι 22-24 επεισόδια θα την τελειώναμε πολύ γρήγορα, θα παίρναμε αυτό το κάτι παραπάνω αλλά μετά από ένα χρονικό διάστημα θα μέναμε χωρίς δουλειά. Δεν έπεφτε και το επίπεδο της δουλειάς αφού γινόταν σε τόσο πυκνό χρόνο; Εννοείται. Δεν ήταν το ίδιο καλές οι μεταγλωττίσεις δηλαδή μετά στην ιδιωτική τηλεόραση; Τα ιδιωτικά κανάλια πήραν τους ανθρώπους που δούλευαν στην ΕΡΤ. Αυτό τι σήμαινε; Ότι ήμασταν όλοι εξασκημένοι και βγάζαμε παραγωγή νον στοπ. Δεν υπήρχε πρόβα, μπαίναμε μέσα και γράφαμε πρίμα βίστα. Εκείνη την εποχή υπήρχε ένα στοιχείο που σήμερα σιγά σιγά φεύγει: το παίξιμο. Ήμασταν όλοι θεατρικοί ηθοποιοί και ακουμπούσαμε τον εαυτό μας, το ευχαριστιόμασταν και αυτό περνούσε και στα πιτσιρίκια. Το lip sync ερχόταν σε δεύτερη μοίρα. Κάθομαι δηλαδή τώρα και βλέπω τον Λάιονο και λέω “πωωω, στου Κουτρούλη τον γάμο” μιλάμε. Είχε σταματήσει δηλαδή να μιλάει ο Λάιονο, είχε κλείσει το στόμα του και εσύ συνέχιζες; Λίγο. Μικρές διαφοροποιήσεις υπήρχαν, δεν ήταν όπως τώρα στο ψηφιακό που το κάνεις ό,τι θέλεις. Τότε έλεγες “έλα, περνάει”. Το “περνάει” όμως είχε τέτοιο παίξιμο μέσα που κανένα πιτσιρίκι δεν θα ‘λεγε “μαμά, ο κύριος Γκίκας μίλαγε τέσσερα καρέ μετά αφού είχε κλείσει το στόμα του ο Λάιονο”. Ενώ τώρα κοιτάνε δηλαδή το αντίθετο; Τώρα ένα μεγάλο κομμάτι είναι φλατ, χωρίς ενέργεια, χωρίς να καταλαβαίνουν τι λένε, με αποτέλεσμα το ίδιο να αισθάνεται και ο θεατής. Η γενιά μου λέμε μεταξύ μας ότι τα κινούμενα σχέδια του ‘90 ήταν τα καλύτερα, ότι δεν βγαίνουν αυτά σήμερα κ.λ.π. Προσπαθώ να καταλάβω αν είναι κάτι νοσταλγικό που το λέμε όπως κάνουν οι μπαρμπάδες ή αν έχει κάποια βάση, δηλαδή αν όντως ήταν καλύτερα απ’ τα αντίστοιχα που βλέπουν τα παιδάκια σήμερα. Ούτε εγώ μπορώ να αποστασιοποιηθώ γιατί μπάρμπας είμαι, κακά τα ψέματα. Νομίζω όμως όσο μου επιτρέπει ο εγκέφαλος μου να δημιουργήσω αυτήν την όποια επαγγελματική αποστασιοποίηση ότι μπορεί σήμερα να έχουμε – τεχνολογικά – συγκλονιστικά καρτούν, λείπουν όμως πάρα πολλά στοιχεία από εκείνα που κάναμε παλιότερα. Και έρχεται να συμπληρώσει αυτή μου την άποψη το ότι δεν είναι τυχαίο που βλέπουμε πολλά remake. Κάτι συμβαίνει. Γιατί; Δεν έχουν ιδέες; Οι άνθρωποι είναι πολύ πιο μορφωμένοι από την εποχή που μεγάλωνα εγώ. Δεν έχουν ιδέες για να φτιάξουν νέους ήρωες, νέες ιστορίες, και επιστρέφουν σε αυτά που έγιναν παλιά με άλλη τεχνολογική μεθοδολογία; Νομίζω ότι όντως κάτι συμβαίνει αν και δεν μπορώ να το προσδιορίσω ακριβώς. Εσείς που διαβάζετε τα σενάρια, διαβάζετε τα αστεία που έχουν μέσα, πώς τα βλέπετε σήμερα; Είναι καλύτερα ή χειρότερα; Να ρωτήσω κάτι εγώ; Και θα παρακαλούσα να βάλεις τη δική σου απάντηση. Monty Python υπάρχουν σήμερα; Όχι. Νομίζω μου απάντησες. Γιατί; Δεν θα μπορούσαν; Πού είναι; Τώρα το μυαλό μου πήγε κατευθείαν στην πολιτική ορθότητα. Υπάρχει στα καρτούν; Ή πάντα ήταν πολιτικώς ορθά, αναγκαστικά, λόγω των ηλικιών που απευθύνονταν; Πάντα είχαν πολιτική ορθότητα, νομίζω ότι τώρα δεν την έχουν. Και μεγάλη ευθύνη φέρουν τα video games. Πλέον τα παιδιά παίζουν έναν ρεαλισμό τον οποίο δεν οφείλουμε να τους τον δώσουμε. Αυτή η δυνατότητα κάποιου να μπορεί να μπαίνει σε ένα παιχνίδι και να σκοτώνει είτε ζώα είτε κύβους είτε ανθρώπους κατά χιλιάδες προκειμένου να περάσει στην επόμενη πίστα, τι σε διδάσκει; Το ότι αν κάποιον τον απομακρύνω από μπροστά μου, μέχρι και να τον σκοτώσω, με οδηγεί στο να προχωρήσω. Δεν θέλω να το παίξω ψυχολόγος αλλά δεν είναι τυχαίο που βλέπουμε σήμερα αυτήν την έξαρση της παιδικής βίας. Σήμερα τα παιδάκια κάθονται το πρωί του Σαββάτου να δουν έξι ώρες καρτούν όπως κάναμε εμείς το ‘90; Δεν νομίζω, είναι σε ένα κινητό από ότι βλέπω. Πιο πολύ βλέπουν παιδικά εκεί δηλαδή πια; Ναι, βλέπουν το κάθε αμφιβόλου προϊόν το οποίο ανεβαίνει στο YouTube. Οι γονείς μέσα σε αυτόν τον φαύλο κύκλο του να μπορέσω να επιβιώσω οικονομικά, να μπορέσω να προσφέρω κάτι στο παιδί μου, δεν έχουν τις αντοχές να διαπαιδαγωγήσουν λόγω της κούρασής τους, αφήνουν τα παιδιά μπροστά από ένα κινητό. Εσένα σου έχουν γκρινιάξει ποτέ γονείς ότι “τι είναι αυτό που μεταγλωττίζεις, δεν θέλω το παιδί μου να βλέπει τέτοια”. Όχι, δεν μου έχει τύχει γιατί είχα τη δυνατότητα πάντα να επιλέγω τι κάνω. Έχω επιλέξει π.χ. και δεν έχω κάνει ποτέ λατινοαμερικάνικο. Α, έχεις γλιτώσει αυτές τις αστείες μεταγλωττίσεις του ‘90; Έκαναν κακό και εξαιτίας τους είμαστε μία χώρα που δεν μεταγλωττίζει ούτε ταινίες ούτε σειρές, γεγονός που θα έδινε τη δυνατότητα σε ανθρώπους που δεν μπορούν να παρακολουθήσουν αγγλόφωνο/γαλλόφωνο/ρωσόφωνο προϊόν ή δεν μπορούν να διαβάσουν υπότιτλους λόγω ηλικίας π.χ., να δουν και αυτοί κάποιες ταινίες. Μία γιαγιά σε οποιοδήποτε χωριό της δυτικής Ευρώπης ξέρει ποιος είναι ο Κουροσάβα, εδώ γιατί να μην τον ξέρει; Γιατί να μη δίνουμε τη δυνατότητα σε αυτούς τους ανθρώπους να παρακολουθήσουν άνετα και όμορφα στον καναπέ τους το Game of Thrones; Μπορούμε να κάνουμε καλή δουλειά. Αυτό που θα σου πει κάποιος είναι ότι αν δούμε το GOT στα ελληνικά δεν θα είναι λίγο αστείο; Δεν θα είναι. Μου το έχουν πει και αντιπαραθέτω: τον “Υπαστυνόμο Ρεξ” γιατί τον παρακολουθούσαν όλοι; Γιατί ήταν καλή μεταγλώττιση. Αν κάνεις καλή μεταγλώττιση και όχι λατινοαμερικάνικη – “Χουάνα η παρθένα” – τότε πραγματικά ο άλλος θα το παρακολουθήσει. Γιατί τα βραζιλιάνικα ήρθαν μεταγλωττισμένα στην Ελλάδα και όχι όπως όλα τα υπόλοιπα; Γιατί αντικατέστησαν τις μεσημεριανές καθημερινές εκπομπές της εποχής εκείνης. Του Φώσκολου δηλαδή; Ναι. Οπότε απευθύνθηκαν σε αυτόν τον κόσμο; Στη νοικοκυρά δηλαδή που μαγειρεύει και δεν βλέπει τόσο τηλεόραση αλλά μόνο ακούει. Έτσι πίστευαν αυτοί που τα έκαναν. Τραγική άποψη. Ακόμα θεωρούνται πολύ αστεία αυτά, κυκλοφορούν τέτοια κλιπάκια στο ίντερνετ. Εννοείται. Τώρα είναι καλτ υποτίθεται, όπως καλτ ήταν και τα υποπροϊόντα βιντεοκασετών που βγήκαν το ‘80 και αντικατέστησαν τον ελληνικό κινηματογράφο. Γιατί όμως έπαιζαν τόσο χάλια εκεί; Δεν έπαιζαν χάλια, ήταν οι ίδιοι ηθοποιοί οι οποίοι έπαιζαν εξαιρετικά σε άλλες σειρές. Χάλια ήταν η παραγωγή και η κατεύθυνση που έδιναν οι σκηνοθέτες στους ηθοποιούς υπό την πίεση της παραγωγής. Ήταν μία πολύ λανθασμένη διαδικασία. Οπότε πιστεύεις ότι αυτό ήταν ένα σημείο τομής στο αν θα μπορούσαμε αργότερα να μεταγλωττίζουμε σειρές για ενηλίκους; Ότι εκεί γύρισε ο διακόπτης και είπαν “όχι, δεν μπορούμε να το κάνουμε σε κανονικές σειρές”; Ναι γιατί το ελληνικό κοινό προσεβλήθη – και πολύ καλά έκανε. Ήταν σαν να του έλεγαν “αυτό σου αξίζει”. Και το ξαναλέω: τον “Υπαστυνόμο Ρεξ” γιατί το παρακολουθούσαν και το απολάμβαναν; Γιατί αντιμετωπίστηκε με πολλή σοβαρότητα από την οικογένεια Σοφιανού και τον σκηνοθέτη όταν το έκαναν. Ο Αιμίλιος Χειλάκης που ήταν ο πρώτος ρόλος, έπαιζε δανείζοντας τη φωνή του χωρίς να προσπαθεί να αλλάξει τον Αυστριακό ηθοποιό που πρωταγωνιστούσε. Έλεγες ο πρωταγωνιστής μιλάει όντως ελληνικά. Και σε μια καλή μεταγλώττιση αυτό πρέπει να γίνει. Αν δανείσω τη φωνή μου στον Μάρλον Μπράντο πρέπει ο σκηνοθέτης να βρει τους κώδικες με τους οποίους παίζει και να καθοδηγήσει τον ηθοποιό του με τέτοιον τρόπο ώστε ο θεατής να μην πει “α, παίζει ο Γκίκας τον Μάρλον Μπράντο”. Αντίθετα να πει “ρε συ, μιλάει ελληνικά ο Μάρλον Μπράντο;”. Γιατί πάντα θα παίζει ο Μάρλον Μπράντο. Εγώ πάντα θεωρούσα ότι είμαστε και λίγο τυχεροί εδώ που έχουμε δει π.χ. τον “Νονό” με τη φωνή του Αλ Πατσίνο και δεν έχουμε δει κάποιον Έλληνα στη θέση του, όπως π.χ. κάνουν στην Ιταλία. Δεν είναι καλύτερα έτσι; Μα πάντα ο Αλ Πατσίνο θα είναι, αυτό προσπαθώ να σου πω, δεν αλλάζει σε τίποτα. Εγώ είδα τις “Γέφυρες του Μάντισον” στα γερμανικά και είπα “έμαθε ο Κλιντ Ίστγουντ γερμανικά;”. Και δεν είναι ότι μιμούνται τη φωνή, είναι η ενέργεια που βγάζουν, το ότι ο άλλος δεν προσπάθησε να δείξει τη δική του φωνή αλλά μπήκε στο πώς παίζει ο Κλιντ Ίστγουντ. Και πώς και δεν έχεις καταφέρει να πείσεις κάποιον, να του πεις “πάμε να κάνουμε αυτή τη σειρά στα ελληνικά, και αν δεν βγει καλή, την αφήνουμε”; Τώρα αυτό είναι πολιτικό θέμα. Πρέπει να το αποφασίσει το κράτος, να πει στην ΕΡΤ να το κάνει. Εγώ δεν λέω να μην μπορεί κανένας να ακούσει τον αγαπημένο του ήρωα στην κανονική του γλώσσα. Λέω να υπάρχει η επιλογή και στα ελληνικά. Πλέον με τα ψηφιακά μέσα βάζεις ό,τι γλώσσα θέλεις εσύ, μπορείς να επιλέξεις να το ακούσεις στα γαλλικά, στα τούρκικα, σε οτιδήποτε. Μήπως είναι οικονομικός ο λόγος; Είναι και οικονομικός. Γιατί όμως, μήπως ο υπότιτλος δεν τους στοιχίζει; Φαντάζομαι θα είναι πιο φτηνός. Φαντάζομαι, δεν ξέρω. Ε, δεν είναι όμως όλα στη ζωή οικονομικά, είναι και να φροντίζεις και τον λαό σου. Δεν πληρώνουμε φόρους; Α, επίσης και τα ΑΜΕΑ δεν τα βοηθάμε καθόλου. Τώρα αρχίζει να γίνεται κάτι. Και εδώ να πω και μια είδηση, ότι έχουμε την τύχη και τη χαρά να είμαστε το πρώτο στούντιο που θα συμμετάσχει σε ακουστική περιγραφή που θα γίνει για τη ΕΡΤ. Θα κάνουμε την πρώτη ελληνική σειρά όπου θα υπάρχει επιτέλους ακουστική περιγραφή για τους τυφλούς μας. Έχω ξεφύγει τελείως απ’ αυτά που ήθελα να ρωτήσω και φοβάμαι ότι θα διαβάσει κανείς τη συνέντευξη και θα πει: τι θα γίνει τώρα, πότε θα πουν για τους Θάντερκατς”; Ρώτα με ό,τι θες. Κάπου είδα ότι αρχικά οι Θάντερκατς παίζονταν στην ΕΡΤ αργά το βράδυ. Ναι, γιατί θεώρησαν ότι είναι για μεγάλους. Εσύ ήσουν ήδη σ’ αυτό; Όχι, ήμασταν οι αμέσως επόμενοι. Ήμουν ο δεύτερος άνθρωπος που έκανε στα ελληνικά τον Λάιονο. Και πόσα χρόνια ήταν αυτό, εμείς έχουμε την αίσθηση ότι συνέβαινε δέκα χρόνια αλλά πόσο κράτησε; Νομίζω ότι τα επεισόδια πρέπει να ήταν 45, κάπου εκεί. Α, τόσο λίγα. Και παίχτηκαν όλα στην Ελλάδα; Όλα. Και στο τελευταίο τι γίνεται; Δεν θυμάμαι πώς τελειώνει, αλήθεια. Να συμπληρώσω όμως κάτι εδώ; Ήταν τόσο λάθος η επιλογή που έκανε τότε η ΕΡΤ να τα βάλει βράδυ, γιατί αν το ψάξεις λιγάκι θα δεις ότι οι Θάντερκατς ήταν το πρώτο παγκοσμίως κινούμενο σχέδιο το οποίο είχε παιδοψυχολόγους. Τα σενάρια δηλαδή περνούσαν από ειδικούς προκειμένου οι εικόνες τους να μην προκαλούν εθισμό στην παρακολούθηση στα παιδιά. Και ταυτόχρονα, ό,τι λεγόταν μέσα να μην τους δημιουργεί την αίσθηση καλός-κακός, “πρέπει να εκδικηθώ τον κακό” ή “να τιμώ μόνο τον καλό”. Υπήρχε μία απόλυτη ισορροπία. Το σκέφτομαι τώρα λίγο αυτό που λες γιατί με θυμάμαι μικρό να μη φοβάμαι τον Μαμ Ρα, ενώ μάλλον θα έπρεπε. Ναι, ήταν ακόμη και συμπαθής μερικές φορές στις συναισθηματικές του στιγμές. Απ’ αυτό το κινούμενο σχέδιο, ποιος ήταν ο ρόλος που είχε τη μεγαλύτερη πρόκληση; Όλοι. Και όλοι διασκεδάζαμε ως team τόσο πολύ, το ευχαριστιόμασταν. Έχεις βίντεο από τότε που να είστε όλοι εσείς μέσα στο στούντιο; Στις εγγραφές; Ούτε καν το σκεφτόμασταν. Δεν υπήρχαν τα κινητά και δεν το σκεφτόταν κανένας να πάρει μία κάμερα και να έρθει στη δουλειά. Πάντως, ήταν ψυχανάλυση για μας η μεταγλώττιση. Τι εννοείς; Έβγαζε από μέσα σου αυτά τα στοιχεία που έχεις – και ειδικά ο καλλιτέχνης – όπως του εγωισμού και της φιλοδοξίας. Σε έκανε η ομάδα που δούλευες μαζί της να νιώθεις τόσο ίσος και προστατευτικός προς τον απέναντί σου που, ναι, ήταν ψυχανάλυση. Δούλευε ο ένας για τον άλλον. Πολλές φορές αν ξεχνούσε κανείς μια ατάκα, έμπαινε κάποιος άλλος με τη φωνή του για να τον καλύψει και να μη γίνει στοπ. Αν γινόταν παρατήρηση στον έναν, ήταν παρατήρηση σε όλους. Δεν υπήρχε σταρ, ούτε “είμαι ο καλύτερος, είναι ο χειρότερος”. Όλοι μας προσπαθούσαμε να προστατέψουμε ο ένας τον άλλον. Ήταν πολύ ωραίες εποχές. Πώς εξηγείς ότι μάλλον είσαι ο πιο γνωστός από εκείνη την εποχή; Δεν νομίζω ότι είμαι ο πιο γνωστός. Ε, νομίζω ότι είσαι. Ίσως φταίει το όνομά μου. Μόλις τελείωνε το επεισόδιο και λέγαμε “ακούστηκαν με αλφαβητική σειρά”, πάντα ήταν πρώτο το δικό μου. Μόνο όταν έπαιζε ο Μανώλης Γιούργος ήταν μπροστά από μένα. Αλλά είναι και άλλοι γνωστοί, δεν μπορώ να αφήσω απ’ έξω τον Αργύρη Παυλίδη, τον Τάσο Κωστή, τον Ντίνο Σούτη, τον Ηλία Ζερβό. Απλά πολλούς απ’ αυτούς κάποια στιγμή τους είδαμε και πως ήταν, π.χ. τον Τάσο Κωστή, τον βλέπαμε παράλληλα και στα σίριαλ. Εσένα σε βλέπαμε πιο λίγο. Άραγε δημιουργήθηκε ένας μύθος, ότι “ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος που ακούμε”; Ναι, έχει γίνει από ότι έμαθα και στο Πάντειο Πανεπιστήμιο μία μελέτη για “Φωνές που τις ξέρουμε καλά αλλά δεν ξέρουμε πώς είναι το πρόσωπό τους”. Μα δούλευα συνέχεια. Και παρότι την ίδια εποχή έπαιζα και στην τηλεόραση και στο θέατρο, κανένας δεν έκανε τον παραλληλισμό. Μα κανένας. Την ίδια εποχή ήμουν ο παρουσιαστής του Disney Club για τα δύο τελευταία του χρόνια. Έπαιζα σε σίριαλ όπως “Ακριβή μου Σοφία”, “Φρουροί της Αχαΐας”, έπαιξα πολλές φορές στην “Ανατομία ενός εγκλήματος”, μετά ήμουν παρουσιαστής στο “οι Κουκλομέγαλοι και τα Πολυσπόρια”, που ήταν μία καθημερινή τρίωρη εκπομπή στην ΕΡΤ. Και παρόλα αυτά συνέχιζαν να μην ταυτίζουν το πρόσωπο με αυτήν τη φωνή; Ναι. Έφταιξε και το ότι πολλές φορές σε αυτά που παρουσίαζα με φώναζαν “Άκη” και έτσι δεν έκανε κανένας τον συσχετισμό. Κανονικά πώς σε φωνάζουν; “Ακίνδυνο”. Δεν μπορώ να το αφήσω και να μη ρωτήσω πώς προέκυψε αυτό το όνομα. Υπάρχει γενικά; Βεβαίως. Και είχα και πρόσφατα γιορτή, στις 2 Νοεμβρίου. Είναι των Αγίων Ακινδύνων. Και ποια είναι η ιστορία τους; Είναι Μυτιληνιοί άγιοι – η καταγωγή μου είναι από εκεί. Τους έσφαξαν οι Τούρκοι όταν μπήκαν στο νησί και έτσι αγιοποιήθηκαν. Από τον παππού μου το πήρα το όνομα. Σε έχω δει πάρα πολλές φορές που μιλάς με πάρα πολύ καλά λόγια για τον Σπύρο Μπιμπίλα. Τον γνωρίζω κοντά στα 35 χρόνια, αυτός με έβαλε στη μεταγλώττιση, του χρωστάω πολλά. Ο Σπυράκος ακόμα και λάθος να κάνει, θα πει “φταίω”. Σπάνια το έχουν άνθρωποι αυτό το προσόν. Σε έχει υποτιμήσει ποτέ κάποιος ηθοποιός που δεν κάνει μεταγλώττιση αλλά κυρίως θέατρο ή κινηματογράφο; Να θεωρεί ότι δεν είστε 100% συνάδελφοι”. Προσωπικά όχι, δεν το ‘χω νιώσει ποτέ. Και νομίζω ότι κάλλιστα θα μπορούσα να το αντιστρέψω αυτό γιατί βγήκα αριστούχος της υποκριτικής από τη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου με έναν πολύ μεγάλο βαθμό, που λίγοι τον έχουν. Έδωσα εξετάσεις και είχα την ικανότητα να είμαι ανάμεσα στους δώδεκα που έπαιρνε τότε η δραματική σχολή του Εθνικού. Απλά αναρωτιόμουν αν κάποιος απ’ αυτούς που π.χ. κάνει κλασικό θέατρο, μπορεί να σνόμπαρε. Μα πώς να με σνομπάρει; Όχι, γιατί είναι κομμάτι της δουλειάς μας. Το αν κάποιοι μπορούν να το κάνουν ή όχι, ναι, αυτό ισχύει. Υπάρχουν πολλοί σπουδαίοι θεατρικοί ηθοποιοί που δεν θέλουν να κάνουν τηλεόραση και δεν τους πάει. Υπάρχουν και κάποιοι οι οποίοι είναι πολύ καλοί στην τηλεόραση αλλά πάρα πολύ κακοί στο θέατρο. Υπάρχουν και κάποιοι άλλοι που δεν μπορούν να κάνουν μεταγλώττιση και το σέβομαι απόλυτα. Και μια δεύτερη έτσι λίγο “δύσκολη” ερώτηση: κάποιος καλλιτέχνης που κάνει μόνο μεταγλωττίσεις, οι οποίες νιώθω ότι κάπως σου βάζουν κάποια όρια, ότι δεν μπορείς να εκφραστείς 100% καλλιτεχνικά όπως εσύ θέλεις, του αρκούν για να τον “γεμίσουν”; Μπορείς δηλαδή ως καλλιτέχνης να πεις ότι “έχω εκφραστεί 100% κάνοντας τις μεταγλωττίσεις, έχω πει αυτό που ήθελα”; Εννοείται. Εμείς εδώ κάνουμε πλέον και εργαστήριο πάνω στο live action. Βάζω στα παιδιά μου να παίξουν μία σκηνή του Τζουντ Λο με τον Μάλκοβιτς από το “Young Pope” όπου πρέπει να δουν τι έχουν κάνει οι συνάδελφοί τους. Αυτό είναι μελέτη, είναι σπουδή. Μου δίνει πράγματα, τα οποία εγώ μεθαύριο σε οποιοδήποτε άλλο κομμάτι της υποκριτικής μου ενασχόλησης θα τα χρησιμοποιήσω – όπως και όντως τα έχω χρησιμοποιήσει πολλές φορές, με τις τοποθετήσεις φωνής και τις εναλλαγές των συναισθημάτων. Γιατί ο ηθοποιός φωνής αυτό που κάνει είναι ότι προσπαθεί όλα τα συναισθήματα να τα βγάλει μέσα απ’ τη φωνή του. Ο ίδιος δεν φαίνεται, πρέπει όλα να βγουν απ’ τη φωνή του. Έχω παίξει σε θεατρική παράσταση όπου μόνο με τη φωνή έχω κλέψει τη μισή παράσταση. Κατάλαβα, απλά σκεφτόμουν εντελώς απλοϊκά ότι κάποιος είναι τραγουδοποιός, θέλει να μιλήσει για τον έρωτα, θα γράψει ένα τραγούδι για τον έρωτα, θα το πει και πάει, εκφράστηκε. Ένας άνθρωπος που κάνει μεταγλώττιση πώς μπορεί να πει ότι “και εγώ σήμερα εκφράστηκα”; Κάθε μέρα εκφράζομαι μέσα από τη μεταγλώττιση – με την παράνοια, με την τρέλα, με το πως φροντίζω να δίνω ένα υλικό που απευθύνεται σε παιδιά. Ε, δεν είναι σπουδαίο; Δεν είναι σπουδαίο όταν υπάρχουν τουλάχιστον τρεις γενιές που έρχονται και σου λένε “μεγαλώσαμε με τη φωνή σας, σας ευχαριστώ πολύ”; Δεν θέλω να ακούσω κάτι άλλο, ειλικρινά. Είναι τόσο πρόσκαιρα όλα γύρω μας, που όταν απολαμβάνω αυτό, μου αρκεί. Μιας και είπες τώρα ότι θέλει τρέλα και παράνοια όλη αυτή η δουλειά, φαίνεται σαν ο πιο τρελός σου ρόλος να είναι ο Ταζμάνια. Ή όχι; Όχι, έχουν υπάρξει πολλοί τρελοί ρόλοι. Έχω κάνει έναν οδηγό ταξί σε ένα διαστημικό καρτούν της Disney που ήταν σαν μεθυσμένος και ήταν απίστευτη παράνοια. Ο Ταζμάνια είναι μία φωνή όλο κι όλο (σ.σ. μου τον παριστάνει) και αν πέφτουν και κάποιες ατάκες, είναι επειδή τις προσθέτω εγώ. Κανονικά δεν έχει. Αυτό που κάνατε και στα Μινιόν δηλαδή; Αυτό το κάναμε στην πρώτη ταινία της σειράς, όπου τότε έλεγαν μόνο “νιενιενιενιε’. Αλλά είχε κάποιες σκηνές που όταν κάναμε τις εγγραφές λέγαμε ότι “εδώ πρέπει να μπει έστω μια ατάκα” και το δοκιμάσαμε. Και όντως πήγε πάρα πολύ καλά, κάτι που το εκτίμησε και η Universal και μετά είδατε τι έγινε. Έβαλαν τα Μινιόν να έχουν όντως ατάκες στις υπόλοιπες ταινίες; Ναι. Όταν έφυγε στο εξωτερικό το δείγμα εκτιμήθηκε η προσθήκη μας, πήραμε τα εύσημα. Υπάρχει και ένα e-mail με συγχαρητήρια γι’ αυτό που προτείναμε. Είναι και ένα άλλο καρτούν που εσύ είσαι περήφανος που το έκανες, το Duckula. Και εμένα μου άρεσε πάρα πολύ, δεν ξέρω γιατί έχει ψιλοξεχαστεί πια. Ασύλληπτη σειρά. Κείμενα Monty Python. Ένα παρανοϊκό καρτούν το οποίο στην εποχή του δεν το κατάλαβαν. Ήταν ασύλληπτο και ως ιδέα το να έχεις ως ήρωα έναν πάπιο δράκουλα, ο οποίος να είναι όμως βετζετέριαν, να έχει κληρονομήσει απ’ τον πατέρα του έναν πύργο και όλα αυτά, αλλά να μην πίνει αίμα με τίποτα. Ποιες άλλες σειρές κάνατε τότε; Πάρα πολλές, μη με ρωτάς, δεν θυμάμαι, αλήθεια (σ.σ. επιμένω εγώ λίγο). Ντάρκγουινγκ Ντακ έκανα. Τον Κάπτεν Πλάνετ. Έκανα τον γάτο τον Σάλεμ στις “Μάγισσες”. Πάρα πολλά. Δεν δημιουργήθηκε ποτέ πρόβλημα να σου πουν ότι “ξέρεις, έχουν ταυτίσει τη φωνή σου μ’ αυτούς τους ήρωες, δεν μπορώ να σε πάρω τώρα να κάνεις και αυτόν τον ήρωα”. Όχι. Αν δίνεις την ενέργεια και κάνεις focus στον ρόλο τον οποίον ερμηνεύεις, μια φωνή δεν μπορεί να ταυτιστεί πολύ εύκολα. Η χροιά θα μοιάζει – ο Ακίνδυνος ή ο Αργύρης Παυλίδης θα είναι πάντα – όμως άλλη είναι η ενέργεια του κάθε ήρωα. Και είναι αναλόγως και πώς σου πάει ο κάθε ήρωας φωνητικά και ενεργειακά. Δηλαδή δεν με φώναξαν ποτέ να παίξω τον Χαλκ ή τον Κάπτεν Αμέρικα, έχουν άλλη ιδιοσυγκρασία. Δεν ήταν οι ήρωες που θα μπορούσα να ακολουθήσω και πολύ καλά έκαναν οι σκηνοθέτες. Όλα αυτά τα κινούμενα σχέδια της Marvel που τώρα γίνονται ταινίες, πώς τα βλέπεις; Είσαι υπέρ ή κατά; Δεν είμαι υπέρ και πλέον δεν υπάρχει και εναλλακτική. Γιατί πρέπει να βλέπω μόνο Marvel; Ποια είναι η εναλλακτική, δώσε μου μία, κάτι που να μιλάει για τον σεβασμό, για τον ρομαντισμό, για τη φιλία… Κάτι ουσιαστικό. Μόνο ο ευρωπαϊκός κινηματογράφος το κάνει αυτό πια. Και προς τιμήν της η ΕΡΤ επιλέγει απ’ αυτά τα ευρωπαϊκά καρτούν που είναι εξαιρετικής ποιότητας. Τα σημερινά παιδιά (οι σημερινοί 8χρονοι, 10χρονοι) από ποια παιδικά σε ξέρουν; Ποια μεταγλωττίζεις αυτά τα χρόνια που βλέπουν οι νέες γενιές; Κοίτα, είμαι η φωνή του Γουίνι στην Ελλάδα, ό,τι βγαίνει το παίζω εγώ. Απ’ τον “Μίκι” που εξακολουθώ και κάνω τον φον Ντρέηκ, επίσης συμμετέχω σε πάρα πολλά που κάνουμε εδώ στο στούντιό μου, το Open, κυρίως για την κρατική τηλεόραση όπως το “Hey Duggee” που είναι του BBC. Κάναμε και τις ιστορίες του Andy, που είναι μια εξαιρετική σειρά όπου ενώνει ντοκιμαντέρ με CGI και έχω την τύχη να κάνω τον Andy εκεί. Οπότε οι σημερινοί δεκάχρονοι όταν έρθουν στην ηλικία μου θα σε ξέρουν για αυτά; Καλά, είναι πολλά ακόμη. Και είναι και κάποια άνιμε που σιγά σιγά τώρα μπαίνουν στην αγορά. Είπατε ότι είχατε παρουσιάσει και το Disney Club στα δύο τελευταία του χρόνια στην Ελλάδα. Ναι και είχα εμφανιστεί και στην πρώτη του σεζόν, στο πρώτο και δεύτερο επεισόδιο μαζί με τον Αργύρη Παυλίδη. Κάναμε δύο πειρατές για να βοηθήσουμε την Καρολίνα και τον Λυκούργο. Ήταν πολύ νέοι, δεν είχαν ενασχόληση με την υποκριτική ούτε ήξεραν τι είναι η τηλεόραση και μας έβαλαν ώστε να τους δώσουμε ένα πουσάρισμα. Και μια τελευταία ερώτηση: αν κάποιος δεν νιώθει καλά εκείνη τη μέρα που έχει μεταγλώττιση (όχι δεν είναι καλά επειδή στραβοξύπνησε αλλά επειδή του έχει συμβεί κάτι πραγματικά σοβαρό, έχει πένθος π.χ.), πώς μπορεί να ανταπεξέλθει; Μου μοιάζει λίγο σαν να πρέπει στη δική σας δουλειά να είναι μονίμως χαρούμενος κάποιος. Σε σένα έχει υπάρξει τέτοια στιγμή; Πολλές στιγμές. Χαίρομαι που θα κλείσουμε έτσι και θα απαντήσω με μια σπουδή που μας προσέφερε η δασκάλα μου στο Εθνικό Θέατρο, που την ευχαριστώ εκεί που ταξιδεύει τώρα και που θεωρώ ότι είναι μία από τις μεγαλύτερες Ελληνίδες ηθοποιούς που έχουν περάσει ποτέ: μιλάω για τη Μαίρη Αρώνη. Ως γνωστόν, είχε παίξει ίσως την καλύτερη Λυσιστράτη που έχει παιχτεί ποτέ στην Ελλάδα στο Ηρώδειο. Εκείνο το απόγευμα λοιπόν, έθαβε τον άντρα της και το βράδυ έδωσε αυτήν τη συγκλονιστική ερμηνεία. Όπως έχει πει η ίδια, αν δεν υπήρχε εκείνη η βραδιά που θα έπαιζε τον ρόλο ίσως να είχε μπει στην ίδια τρύπα που ήταν ο σύζυγός της. Αυτό της έδωσε τη δυνατότητα να ξεφύγει, να ψυχαναλυθεί η ίδια μέσα από έναν ρόλο, να ζήσει κάποιες άλλες στιγμές που έφεραν γαλήνη στην ψυχή της. Αυτή είναι η δουλειά του ηθοποιού. Και το σχετικό link...
  2. Indian

    ΣΤΡΟΥΜΦΑΚΙΑ: ΒΙΒΛΙΟ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗΣ

    Σε μία πρόσφατη εξόρμηση στο περίπτερο της γειτονιάς μου, έπεσε το μάτι μου σε ένα μικρό πακέτο, στο οποίο φιγουράριζε ένα μικρό μπλε ανθρωπάκι. Κοιτώντας το καλύτερα, διαπίστωσα ότι το εν λόγω πακέτο, περιλάμβανε ένα μικρό βιβλίο, που περιείχε ασπρόμαυρα σχέδια των Στρουμφ, προκειμένου να χρωματιστούν από τους μικρούς μας (κι όχι μόνο) φίλους, καθώς επίσης (που αυτό είναι και το σημαντικότερο) συνοδευόταν από μία φιγούρα από κάποιο Στρουμφάκι. Αν και η τιμή είναι κάπως τσιμπημένη για την εποχή που διανύουμε, εντούτοις υπέπεσα στον πειρασμό και πήρα το τεύχος (το οποίο είχε αρίθμηση #02). Το βιβλίο είναι αρκετά απλό, αλλά με παχιές σελίδες, οι οποίες υπόσχονται να αντέξουν κάθε είδους χρωματική τεχνοτροπία αποφασίσουν να κάνουν οι πιτσιρικάδες (από μαρκαδόρο και κηρομπογιά, μέχρι κι ακουαρέλα). Η φιγούρα (που σε εμένα μου έτυχε ο Γκρινιάρης) έχει καλή ποιότητα πλαστικού, είναι σχετικά εύκαμπτη κι έρχεται με μία αποσπώμενη βάση, η οποία όμως δεν απαιτείται για να στηριχθεί, όπως βλέπετε και στην φωτογραφία που παραθέτω. Άγνωστο το πόσα τεύχη έχουν κυκλοφορήσει συνολικά. Συμπερασματικά, πρόκειται για μία απλή έκδοση, που δεν διεκδικεί δάφνες ποιότητας και που αξίζει μόνο για την φιγούρα. Εξάλλου, εκεί έξω υπάρχουν άπειρα βιβλία ζωγραφικής για τους μικρούς μας φίλους. Προσωπικά θεωρώ ότι όλη η φιλοσοφία αυτής της έκδοσης έχει δανειστεί το εικαστικό μέρος ΑΥΤΗΣ της κυκλοφορίας (χωρίς να αποτελεί αντιγραφή), δίνοντας την φιγούρα ΑΥΤΗΣ της σειράς. Ας παραθέσουμε και δύο σελίδες από το εσωτερικό για να έχετε μία ιδέα. Ευχαριστούμε τον Ion για την διάθεση του τευχών #01, 03.
  3. Ion

    ΕΛΑΤΕ ΝΑ ΠΑΙΞΟΥΜΕ ΜΕ ΤΑ ΣΤΡΟΥΜΦΑΚΙΑ

    Το 2008, η Modern Time κυκλοφόρησε 2 τεύχη που περιείχαν γρίφους, παιχνίδια και σελίδες για ζωγραφική, με ήρωες τα Στρουμφάκια. Το 2ο τεύχος αναγράφει ημερομηνία κυκλοφορίας τον Σεπτέμβριο του 2008 και φέρει τον τίτλο "Απίθανα Στρουμφοπαιχνίδια", ενώ ο τίτλος του πρώτου τεύχους είναι "Χαρούμενα Στρουμφίσματα".
  4. Ένα από τα αγαπημένα θέματα των κόμικς ήταν πάντα τα τυχερά παιχνίδια. Αστείες ιστορίες των αγαπημένων μας ηρώων που συχνά διαδραματίζονται σε κάποιο καζίνο ή χαρτοπαικτική λέσχη κοσμούσαν τις σελίδες των αγαπημένων μας περιοδικών. Βέβαια εδώ και αρκετά χρόνια όλες οι αναφορές στα τυχερά παιχνίδια σταμάτησαν – και πολύ σωστά – καθώς πρόκειται για μία ενασχόληση καθαρά για ενήλικες. Να τονίσουμε εδώ ότι αυτό αφορά κυρίως στα γνωστά παιδικά κόμικς που όλοι γνωρίζουμε και διαβάζαμε από μικροί. Όσον αφορά σε κόμικς για ενήλικες, ιδιαίτερα στην Ιαπωνία με τη μεγάλη παράδοση των manga, οι αναφορές σε παιχνίδια καζίνο συνεχίζονται μέχρι και σήμερα. Αλλά σε αυτό θα αναφερθούμε σε επόμενο αφιέρωμά μας. Σήμερα, το SPORT24 και το casinohouse.gr σάς κάνουν μία μικρή αναδρομή στα αγαπημένα κόμικς που διαβάζαμε από μικροί – από τον Λούκι Λουκ ως τον Μπάτμαν – και θυμόμαστε ιστορίες και αναφορές σε παιχνίδια καζίνο. Λούκυ Λουκ: O ληστής με το ένα χέρι Αν υπάρχει ένας ήρωας που έχει σατιρίσει την άγρια δύση και το φαρ ουέστ αυτός σίγουρα είναι ο Λούκυ Λουκ. Γραφικοί ληστές, πολύβουα σαλούν και συμπαθείς Ινδιάνοι κοσμούν τις ιστορίες του ήρωά μας. Δεν θα μπορούσαν λοιπόν να λείπουν τα καζίνο και οι χαρτοπαικτικές λέσχες από αυτές τις ιστορίες. Παραπομπές και σκηνές με παιχνίδια πόκερ υπάρχουν σχεδόν σε όλα τα περιοδικά που έχουν εκδοθεί. Η ιστορία όμως "Ο ληστής με το ένα χέρι" είναι αφιερωμένο στο φαινόμενο των τυχερών παιχνιδιών στην "Άγρια Δύση". Στην ιστορία, δύο νεαρά αδέλφια που τους αρέσει να δημιουργούν εφευρέσεις, κατασκευάζουν τον πρώτο κουλοχέρη. Ένας φίλος τους γερουσιαστής, ο οποίος ενθουσιάζεται με το συγκεκριμένο μηχάνημα, ζητά από τον Λούκυ Λουκ να τους συνοδεύσει και να τους προστατεύσει στο ταξίδι τους ώστε να παρουσιάσουν την εφεύρεσή τους στην υπόλοιπη χώρα. Η συνέχεια είναι σπαρταριστή και θυελλώδης, καθώς οι ήρωες μας συναντούν κακόφημα σαλούν, φασαριόζους καουμπόηδες και κακοποιούς που ανησυχούν πως ο κουλοχέρης θα τους χαλάσει τα κέρδη που έχουν από το πόκερ. Στο τέλος και έπειτα από πολλές περιπέτειες ο Λούκυ Λουκ τούς οδηγεί με ασφάλεια σε μια αραιοκατοικημένη περιοχή που ονομάζεται… Λας Βέγκας! Για όσους ενδιαφέρονται να θυμηθούν την ιστορία μπορούν να δουν το σχετικό επεισόδιο από τη σειρά animation του Λούκυ Λουκ στο παρακάτω βίντεο: Μπάτμαν και οι "κακοί" που λατρεύουν τον τζόγο Ο σκοτεινός υπόκοσμος στον οποίο δραστηριοποιείται ο Μπάτμαν είναι βαθύτατα επηρεασμένος από τον τζόγο, τα καζίνο και τις παράνομες λέσχες. Σκεφτείτε απλά τον μεγαλύτερο του εχθρό, τον Τζόκερ, ο οποίος πήρε το όνομά του από το τραπουλόχαρτο και έχει όλα τα χαρακτηριστικά ενός έμπειρου παίκτη τυχερών παιχνιδιών: λατρεύει να μπλοφάρει, να σχεδιάζει και να ρισκάρει όποτε χρειαστεί. Και αν στον Τζόκερ η σχέση αυτή με τα τυχερά παιχνίδια υπονοείται, στον άλλον μεγάλο εχθρό του Μπάτμαν είναι σαφέστατη. Μιλάμε για τον Πιγκουίνο, ο οποίος διατηρεί καζίνο και club με το όνομα "The Iceberg Casino". Εκεί συχνάζουν τα παράνομα στοιχεία της Gotham City τα οποία ο Μπάτμαν προσπαθεί να ξεσκεπάσει. Όπως στην παρακάτω σκηνή από το Batman: The Animated Series όπου βρίσκουμε σε απαρτία όλους του "κακούς" να παίζουν πόκερ! Tα Στρουμφάκια… τζογάρουν Kαι ναι, ακόμα και τα Στρουμφάκια έχουν γνωρίσει τα τυχερά παιχνίδια. Σε σημείο μάλιστα να παίξουν την ύπαρξη του δάσους τους στα ζάρια! Η ιστορία στην οποία αναφερόμαστε ονομάζεται "Gambler Smurfs" (Τα Στρουμφάκια Τζογαδόροι) και έχει ως εξής: Δύο Στρουμφάκια επισκέπτονται κρυφά ένα χωριό ανθρώπων και εκεί παρακολουθούν έναν αγώνα ξιφομαχίας. Παρατηρούν δύο ανθρώπους οι οποίοι παίζουν στοίχημα για το ποιος θα κερδίσει τον αγώνα. Γυρνώντας πίσω στο στρουμφοχωριό, μοιράζονται τα νέα με τα υπόλοιπα Στρουμφάκια τα οποία επηρεασμένα αρχίζουν να στοιχηματίζουν σε διάφορα παιχνίδια. Το αποτέλεσμα είναι καταστροφικό. Τα Στρουμφάκια καταλαμβάνονται από το μικρόβιο του τζόγου και ποντάρουν σε ό,τι βρουν. Σύντομα ανακαλύπτουν τα ζαριά και τις… σαλιγγαροδρομίες και τα πράγματα πάνε από το κακό στο χειρότερο με τον Μπαρμπαστρούμφ να προσπαθεί εις μάτην να τα συνετίσει. Τα Στρουμφάκια μάλιστα σε σημείο να φτιάξουν και… παράνομο καζίνο! Σύντομα όμως η πραγματικότητα έρχεται να τους βάλει μυαλό. Μαθαίνουν πως οι άνθρωποι θέλουν να καταστρέψουν ένα μέρος του Δάσους προκειμένου να φτιάξουν καζίνο. Μπροστά σε αυτόν τον κίνδυνο επιστρατεύουν τον αιώνιο εχθρό τους Δρακουμέλ (ή Γκαρκαμέλ, χρησιμοποιείστε όποιο όνομα θέλετε) προκειμένου να τους βοηθήσει αφού και ο ίδιος απειλείται. Τον πείθουν να προκαλέσει σε αγώνες τον εμπνευστή αυτού του σχεδίου Comte d'Aubenas με έπαθλο τη διατήρηση του δάσους. Μάλιστα τον εκπαιδεύουν και ο Δρακουμέλ κάνει φιλότιμες προσπάθειές να κερδίσει. Τελικά έπειτα από ισοπαλία, παίζουν το δάσος στα ζάρια. Και εκεί ο Δρακουμέλ στέκεται τυχερός! Το δάσος σώζεται αλλά ο Δρακουμέλ αλλάζει γνώμη και αρχίζει να κυνηγά τα Στρουμφάκια. Πιάνει το Στρουμφάκι-Τυχερούλη και είναι έτοιμος να τον φάει. Όμως ο Τυχερούλης του προτείνει να παίξουν στα ζάρια. Επηρεασμένος ο Δρακουμέλ και σίγουρος για τη νίκη του, δέχεται και χάνει. Έτσι ο Τυχερούλης γυρνάει στο χωριό του και στα άλλα Στρουμφ. Δυστυχώς, όσο κι αν ψάξαμε, δεν βρήκαμε το συγκεκριμένο τεύχος στα ελληνικά. Παρόλα αυτά μπορείτε να το αναζητήσετε διαδικτυακά σε ξενόγλωσσα sites. Σπάιντερμαν και ο τζογαδόρος εχθρός του "Chance" Μπορεί να μην είναι ακριβώς ένας από τους μεγαλύτερους εχθρούς του Σπάιντερμαν, ωστόσο πρόκειται για έναν αρκετά ενδιαφέροντα χαρακτήρα "κακού" που έχει ταλαιπωρήσει ουκ ολίγες φορές τον ήρωά μας. Πρόκειται για τον Chance του οποίου όλη του η ύπαρξη είναι συνυφασμένη με τον τζόγο. Στην καθημερινή ζωή του ονομάζεται Nicholas Powell και είναι πρώην επαγγελματίας παίκτης τυχερών παιχνιδιών. Αμετανόητα εθισμένος στον τζόγο, μετατρέπεται στον villain Chance προκειμένου να ζήσει ακόμα μεγαλύτερες συγκινήσεις και να "τζογάρει" σε πιο επικίνδυνες καταστάσεις. Η ιδιαιτερότητά του είναι πως δεν πληρώνεται από τους εργοδότες του για τις υπηρεσίες του αλλά τζογάρει εναντίον τους: αν κερδίσει πληρώνεται ενώ αν χάσει τους πληρώνει ο ίδιος. Πρωτοεμφανίστηκε το 1986 στο Web Of Spider-Man Volume 1, έχει εμφανιστεί σε δεκάδες ιστορίες και αν είστε φανατικός αναγνώστης του Σπάιντερμαν σίγουρα τον έχετε συναντήσει στις σελίδες τους. Επίλογος Ο τζόγος, τα τυχερά παιχνίδια και τα καζίνο εμφανίζονταν με αρκετή συχνότητα στα mainstream παιδικά κόμικς, πάντα βέβαια με μία διδακτική προσέγγιση καθώς απευθύνονταν σε νεαρά άτομα με ιδιαίτερη ψυχολογία. Για αυτό κατά κανόνα στα κόμικς αναδεικνύονταν οι κακές συνέπειες του εθισμού στα τυχερά παιχνίδια. Παρόλα αυτά δεν λείπει και η σάτιρα και το – πολλές φορές – καυστικό χιούμορ όπως στις περιπτώσεις των Λούκυ Λουκ και Τα Στρουμφάκια. Σε επόμενο άρθρο μας θα προσεγγίζουμε τα πιο ενήλικα κόμικς, τα manga της Ιαπωνίας, όπου εκεί τα τυχερά παιχνίδια παρουσιάζονται σε ένα διαφορετικό πλαίσιο. Σε κάθε περίπτωση ελπίζουμε να απολαύσατε το άρθρο μας και θα σας προτείναμε ανεπιφύλακτα να περάσετε την ημέρα σας ευχάριστα διαβάζοντας ένα καλό κόμικ! Και το σχετικό link...
  5. Τα γεμάτα καλοσύνη, ευρηματικότητα και χαρούμενα μπλε πλασματάκια, τα αξιαγάπητα Στρουμφάκια, συντροφεύουν τα παιδικά χρόνια των θαυμαστών τους, εδώ και 60 χρόνια. Κινούμενα σχέδια, ταινίες με 3D ήρωες, θεατρικές παραστάσεις με ανθρώπους να φορούν κοστούμια στρούμφ, κασέτες και δίσκοι, παραμύθια, παιχνίδια και ό,τι άλλο συνθέτει το πολύχρωμο ψηφιδωτό της pop κουλτούρας, έχει μια δική του στρουμφοεκδοχή. Τα Στρουμφάκια είναι βελγικό franchise που επικεντρώνεται σε μια φανταστική κοινότητα μικρών γαλάζιων πλασμάτων τα οποία ζουν σε ένα χωριό, μέσα στο δάσος. Είναι δημιούργημα του Βέλγου καρτουνίστα Πεγιό και η πρώτη εμφάνισή τους έγινε στις 23 Οκτωβρίου του 1958 στο γαλλοβελγικό περιοδικό κόμικ Σπιρού και Φαντάζιο. Τα Στρουμφάκια έγιναν περισσότερο γνωστά στην Ελλάδα κατά τη δεκαετία του 1980, μέσα από την ομότιτλη τηλεοπτική σειρά κινουμένων σχεδίων. Εσείς σύμφωνα με το ζώδιό σας, ποιο Στρουμφάκι θα ήσασταν μέσα στο στρουμφοχωριό; Kριός: Mπαμπαστρούμφ Ο Μπαμπαστρούμφ είναι ο μόνος χαρακτήρας ανάμεσα στα στρουμφάκια που είναι ντυμένος με κόκκινα ρούχα και κόκκινο σκούφο. Είναι ο αρχηγός της κοινότητας και πατρική φιγούρα για τα υπόλοιπα στρουμφάκια. Γνωρίζει να φτιάχνει μαγικά φίλτρα αλλά δεν παρουσιάζεται ως μάγος. Ταύρος: Σπιρτούλης Ένας ξερόλας που όλο προσπαθεί να βοηθήσει τον Μπαμπαστρούμφ, αλλά ελάχιστες φορές τα καταφέρνει. Απαγγέλλει συνέχεια ποιήματα, αλλά και με αυτό προκαλεί μπελάδες. Συχνά τον βλέπουμε να εκτοξεύεται έξω από το χωριό από τα υπόλοιπα στρουμφάκια όταν πετάει εξυπνάδες. Ξεχωρίζει από τα μεγάλα στρογγυλά γυαλιά που φοράει. Γνωστή του φράση: Όπως θα έλεγε και ο Μπαμπαστρούμφ. Δίδυμος: Προκόπης Ξεχωρίζει από το τατουάζ με την καρδιά που έχει στο μπράτσο του. Είναι πάντα σε φόρμα, αφού ασχολείται σχεδόν με όλα τα σπορ. Αν και είναι λίγο άξεστος, πάντα έχει τη διάθεση να δώσει ένα χέρι βοηθείας. Καρκίνος: Χουζούρης Χαρακτηρίζεται ως το πιο τεμπέλικο στρουμφάκι. Νυστάζει συνεχώς και βαριέται να κάνει το οτιδήποτε. Λέων: Mελένιος Είναι το στρουμφάκι με τη πιο πολλή αυτοπεποίθηση, ουσιαστικά πάσχει από ναρκισσισμό. Κοιτάζεται συνεχώς στον καθρέφτη που έχει πάντα μαζί του και περιποιείται ίσως σε υπερβολικό βαθμό τον εαυτό του. Ξεχωρίζει από το λουλούδι που στολίζει τον σκούφο του. Παρθένος: Ξεφτέρης Ο Ξεφτέρης είναι ο μηχανικός του χωριού. Είναι το στρουμφάκι που μπορεί να κάνει τα πάντα στο χωριό. Όχι μόνο μπορεί να διορθώσει τα πάντα, αλλά μπορεί και να σκαρφιστεί δεκάδες διαφορετικές χρήσιμες εφευρέσεις. Καθώς είναι πάντα απασχολημένος, θα τον βρείτε με την μπλε φόρμα του και ένα μολύβι στο αφτί του. Ζυγός: Λουλούκος Γυρνά όλη μέρα στο χωριό και στο δάσος με ένα μολύβι στο ένα χέρι κι ένα χαρτί στο άλλο, ψάχνοντας για έμπνευση. Όλη τη μέρα προσπαθεί να βρει ρίμες με το μυαλό του στα σύννεφα. Η Στρουμφίτα είναι για αυτόν η κυριότερη πηγή έμπνευσης. Σκορπιός: Στρουμφίτα Η Στρουμφίτα είναι το μόνο ενήλικο θηλυκό στρουμφάκι. Δημιουργήθηκε από τον μάγο Δρακουμέλ, με σκοπό να διεισδύσει στο στρουμφοχωριό και να οδηγήσει τον Δρακουμέλ εκεί. Όταν ήταν υποχείριο του Δρακουμέλ ήταν μελαχρινή, άσχημη και ύπουλη, αλλά ο Παπαστρούμφ έλυσε τα μάγια και η Στρουμφίτα μετατράπηκε σε γοητευτική ξανθιά. Τοξότης: Χαχανούλης Το αστείο στρουμφάκι, που του αρέσει να πειράζει τους φίλους του κάνοντάς τους φάρσες όλη την ώρα. Σπαταλά όλο του το χρόνο ετοιμάζοντας σκανταλιές και κατασκευάζοντας δωράκια που ανατινάζονται όταν τα ανοίγεις. Αιγόκερως: Λιχούδης Είναι το πιο φαγανό στρουμφάκι. Καταβροχθίζει γλυκά, στρουμφόμουρα, πίτες και άλλες λιχουδιές, αμέσως και όπου τις βρει. Κάνει επιδρομές στην κουζίνα του Μάγειρα και αφανίζει ό,τι υπάρχει εκεί. Υδροχόος: Σκουντούφλης Είναι ο απρόσεκτος του στρουμφοχωριού. Σκοντάφτει συνέχεια πάνω σε πράγματα, προκαλεί καταστροφές και σύγχυση στα άλλα στρουμφάκια. Ιχθείς: Ντορεμί Είναι ο ατάλαντος καλλιτέχνης του χωριού. Οι ήχοι που καταφέρνει και βγάζει από την τρομπέτα του είναι πραγματικά φάλτσοι και εις βάρος των αφτιών των άλλων στρουμφ. Πηγή === να πάρω τοματίνια και γαλοτύρι. καυτερές πιπεριές δεν θέλω αυτή τη φορά. χάπια έχω και με το παραπάνω. άμα μου τελειώσουν αυτά που ήδη έχω, θα πάρω από τα άλλα. κάτι θα κάνουν. αλλιώς δεν θα μου τα έδιναν. φαΐ έχει ο γάτος. μπιφτέκια έχω στην κατάψυξη. λεμόνια έχω. θέλω κάτι άλλο; δε νομίζω. α, και κανά εβαπορέ. σωστό. και την εφσυν για τη μπαλάντα.
  6. Μονοσέλιδο του Peyo με τα Στρουμφάκια, δημοσιευμένο στο Super Μπόυ #2.
  7. Μιλήσαμε με μια απ’ τις πιο διάσημες φωνές της χώρας για τον Λάιονο, το κάστρο του Τακέσι, τις μεταγλωττίσεις, το θέατρο και τον Αλέξη Τσίπρα. Kάθε φορά που παίρνω τηλέφωνο ένα πρόσωπο που με ενδιαφέρει να ζητήσω σε συνέντευξη, αισθάνομαι λίγο (άντε, μεταξύ μας είμαστε, πολύ) μαγκωμένος. Αρχικά έχω άγχος για το πως θα υποδεχτεί την πρότασή μου αλλά και για το αν τελικά θα πει το ‘ναι’ για να κάνουμε το θέμα. Κάπως έτσι αισθανόμουν πριν καλέσω για πρώτη φορά και τον Ακίνδυνο Γκίκα. Μέχρι που σήκωσε το τηλέφωνο κι άκουσα τη φωνή του. Μια φωνή τόσο γνώριμη και χαρακτηριστική που με έκανε να νιώθω ότι μιλάω σε κάποιον που γνωρίζω χρόνια. Εντάξει, δεν θα σου πω ψέμματα, για λίγο έκλεισα και τα μάτια μου για να νομίζω ότι μιλάω στον Λάιονο. Τόσο γραφικός. Η φωνή του Ακίνδυνου Γκίκα βλέπεις, έχει μεγαλώσει και συνεχίζει να μεγαλώνει γενιές μικρών παιδιών που παρακολουθούν τα παιδικά στα οποία ‘πρωταγωνιστεί’. Ο ίδιος, όχι μόνο δεν ενοχλείται που έχει τόσο πολύ ταυτιστεί με τους παιδικούς μας ήρωες, αντίθετα, το αντιμετωπίζει με χαρά, τιμή αλλά και τεράστια ευθύνη. Κλείνοντας το τηλέφωνο, αφού αποδέχθηκε αμέσως με χαρά την πρόταση για τη συνέντευξη, είχα στο μυαλό μου ότι επιτέλους θα γνωρίσω μια απ’ τις φωνές που σημάδεψε τα παιδικά μου χρόνια. Μετά τη συνέντευξη όμως, συνειδητοποίησα ότι ο Ακίνδυνος Γκίκας είναι πολλά περισσότερο από μια αγαπητή κι αναγνωρίσιμη φωνή. Είναι ένας άνθρωπος που αγαπάει κι υπηρετεί την τέχνη του με ταπεινότητα και σεβασμό από πολλά μετερίζια και κυρίως έχει ισχυρή άποψη, την οποία δεν φοβάται να μοιραστεί. Α, και είναι όσο ευγενικός και καλόκαρδος τον φανταζόσουν. Λάιονο, συγγνώμη, αλλά ίσως ο Ακίνδυνος τελικά να είναι πιο κουλ από σένα. Μεγαλώνοντας μέσα στα καμαρίνια Πολύ πριν τις μεταγλωττίσεις, πολύ πριν τα χρόνια των σπουδών στο Εθνικό, ο Ακίνδυνος είχε την ευκαιρία να μεγαλώσει ανάμεσα σε θεατράνθρωπους. Ο πατέρας του Νικηφόρος βλέπεις, ήταν ένας σπουδαίος ηθοποιός της γενιάς του, κι έτσι η ένταξη του Ακίνδυνου στον καλλιτεχνικό κόσμο, ήρθε με απόλυτη φυσικότητα. “Η καλλιτεχνική μου ενασχόληση ξεκίνησε απ’ τη μέρα που γεννήθηκα. Μεγάλωσα μέσα στο θέατρο, στα καμαρίνια, άλλωστε όχι μόνο ο πατέρας μου αλλά κι η δεύτερη γυναίκα του, η Τιτίκα Βλαχοπούλου, με την οποία πέρασα τα παιδικά μου χρόνια, ήταν ηθοποιοί. Ήταν και διαφορετικά τότε τα χρόνια, ο πατέρας μου ήθελε να με έχει από κοντά, μεγάλωσα στα χρόνια της δικτατορίας κι ήταν περίεργο να με αφήσει, ήμασταν πάρα πολύ δεμένοι με αποτέλεσμα όποτε δεν είχα σχολείο να περνάω την ώρα μου παίζοντας με τους ηθοποιούς και τα αντικείμενα των παραστάσεων”. Επομένως, το ενδεχόμενο να ακολουθήσει διαφορετική πορεία στη ζωή του δεν υπήρξε ούτε καν σαν σκέψη; “Δεν νομίζω ότι θα έκανα κάτι άλλο στη ζωή μου, το έχω ξαναπεί αυτό και το εννοώ: θα έκανα ό,τι ονειρεύεται να κάνει κάθε αγοράκι. Όλα θέλουν δηλαδή να γίνουν καλλιτέχνες, λες και θα ζήσουν ποτέ απ’ αυτό, ή να γίνουν πιλότοι. Πιλότος δεν έγινα, δεν θα μπορούσα ποτέ να αντέξω την πειθαρχία μιας στρατιωτικής σχολής και οι ιδιωτικές σχολές που υπάρχουν στο Λονδίνο κόστιζαν κάτι εκατομμύρια δραχμές εκείνη την εποχή, οπότε δεν υπήρχε η οικονομική δυνατότητα”. Αφού δεν μπόρεσε να δοκιμάσει τις τύχες του στους αιθέρες, το θέατρο ήταν μονόδρομος. “Πριν απ’ το Εθνικό, η ενασχόλησή μου με το θέατρο ξεκίνησε στη Δευτέρα και την Τρίτη Λυκείου, όπου σκηνοθετούσα κι έπαιζα σε παραστάσεις. Επέλεξα κάποια παιδιά απ’ το σχολείο και κάναμε δύο παραστάσεις στο ασκητικό θέατρο του Κωνσταντίνου του Μάριου”. Χάνοντας τον πατέρα του σε μικρή ηλικία, αισθάνθηκε κι ένα βάρος παραπάνω, αυτό της συνέχισης του έργου και της κληρονομιάς του; “Πορεύτηκα από τότε μόνος μου, με τα όνειρά μου κι όλα τα εφόδια που μου άφησε ο πατέρας μου. Το έργο και τη δουλειά του πατέρα μου αισθάνομαι πως θα σε κοροϊδέψω αν σου πω ότι θα μπορούσα να τα συνεχίσω. Εκείνος ήταν ένας εξαιρετικός κατά γενική ομολογία ηθοποιός, ένας πολύ καλός άνθρωπος, θα ήθελα πολύ να του μοιάσω. Το σπίτι μας ήταν λίγο κέντρο διερχομένων, τον ξυπνούσανε συνάδελφοι και καθόταν σε μια πολυθρόνα που είχε φτιάξει μόνος του απ’ τα σκουπίδια, άναβε το τσιγάρο του και επί ώρες μιλούσε δίνοντας συμβουλές, πάντα όμως ξεκινώντας με τη λέξη νομίζω”. Απ’ το Εθνικό στον τρελό κόσμο των μεταγλωττίσεων Απ’ τα καμαρίνια ως παιδάκι στα χρόνια της Χούντας, στις σχολικές παραστάσεις κι από εκεί στο Εθνικό. Μια παράξενη, αλλά όμορφη διαδρομή, η οποία δεν άργησε να αποκτήσει την πρώτη της παράκαμψη. “Σπούδασα στο Εθνικό, απ’ όπου και αποφοίτησα ως αριστούχος. Ήταν να μείνω εκεί, τότε ήταν Δημόσιο το Εθνικό και τους αριστούχους τους προσλάμβανε αμέσως, εγώ όμως αρνήθηκα και πήγα με τον Γιώργο τον Μιχαηλίδη. Βλέπεις στο Εθνικό θα έπρεπε να περάσω από ‘κοντάρι’, να παίξω πολλούς μικρούς ρόλους μέχρι να έρθει η σειρά μου. Ο Μιχαηλίδης με είδε στις εξετάσεις μου, και μου πρότεινε να παίξω τον Σεβαστιανό στην ‘Τρικυμία’ του Σαίξπηρ, στο Ανοιχτό Θέατρο, ένα απ’ τα πιο καλτ θέατρα της εποχής, ήταν τιμή μου και αποδέχτηκα την πρόσκληση αμέσως, παραμένοντας εκεί για 7 χρόνια”. Και οι μεταγλωττίσεις, πώς προέκυψαν; “Η επαφή μου με το Ανοιχτό Θέατρο, έφερε αμέσως και τις μεταγλωττίσεις, αφού απ’ τις πρώτες ημέρες μου εκεί, γνώρισα τον Σπύρο τον Μπιμπίλα. Έκανα φωνές και μιμήσεις, τους έκανα διάφορες πλάκες στα καμαρίνια κι ειδικά στον Μηνά Χατζησάββα με τον οποίο μοιραζόμασταν το καμαρίνι αλλά και στην Καριοφυλλιά Καραμπέτη. Με τσίμπησε λοιπόν ο Σπύρος και με πήγε στην ΕΡΤ να με ακούσουν. Εκεί γνώρισα τον Γιώργο τον Πρωτοπαππά, μπήκα στα Στρουμφάκια κι από τότε είμαι στη μεταγλώττιση”. Μια εμπειρία σίγουρα διαφορετική. Αλήθεια, πώς είναι να είσαι πίσω απ’ το μικρόφωνο, παριστάνοντας μία ότι είσαι ο Λάιονο, μία ότι είσαι Στρουμφάκι και μία ένα χταπόδι; Τι χρειάζεται, πέρα από καλή προετοιμασία; “Δεν απαιτεί καμία προετοιμασία, τίποτα. Θέλει συγκέντρωση, θέλει τρέλα, παράνοια θα έλεγα. Όταν σου λένε να μπεις στο ρόλο του Οθέλλο, ξέρεις ότι έχεις έναν άνθρωπο απέναντί σου. Όταν θα μπεις σ’ ένα καρτούν που πέφτει απ’ τον εξηκοστό όροφο, κάνει ‘πουφ’, σηκώνεται, σκουπίζεται και συνεχίζει να περπατάει, πώς μπορείς να μπεις στο ρόλο; Θέλει τρέλα, τρέλα, τρέλα, είναι ένα υπέροχο πράγμα το οποίο με κρατάει ακόμη παιδί. Αυτό λέω σε όσους μπαίνουν τώρα στις μεταγλωττίσεις, να μην το αντιμετωπίζουν τόσο σοβαρά, αν δεν αφεθείς στην τρέλα, δεν μπορείς να μπεις στη λογική της. Αυτό είναι η μεταγλώττιση για μένα”. Περίμενε ποτέ ότι η διαδρομή του στην μεταγλώττιση θα είναι τόσο μακρά και πετυχημένη; “Δεν το περίμενα ποτέ. Έκανα από πολύ νωρίς πολύ θέατρο και πολλή τηλεόραση, ήμουν από τους τυχερούς που πρόλαβα την ΕΡΤ, έπαιξα σε σίριαλ τόσο εκεί όσο και τα πρώτα χρόνια της ιδιωτικής τηλεόρασης. Κάποια στιγμή, επειδή ακριβώς είχα τη μεταγλώττιση και δεν ήθελα να μπω σ’ αυτό το παραμύθι της αναγνωρισιμότητας και του ξεπουλήματος κάποιων δικών μου, μπορεί και χαζών ιδεών, απομακρύνθηκα απ’ την τηλεόραση και επικεντρώθηκα στη μεταγλώττιση”. Αυτή την αναγνωρισιμότητα την περίμενε; Πώς την υποδέχεται; “Η μεταγλώττιση μου έδωσε και μου δίνει πολύ καλά λεφτά και την ευχαριστώ, μ’ έχει κάνει ευτυχισμένο στη ζωή μου, αλλά το μόνο πράγμα που δεν πίστευα ποτέ είναι ότι θα γίνω αναγνωρίσιμος απ’ αυτήν. Δεν με ενδιέφερε, το είχα ξεχάσει. Έκανα πολύ, αυτό συνέβη, μεγάλωσα 3 γενιές και προλαβαίνω να μεγαλώσω άλλες 1-2. Δεν το περίμενα, ίσως να έκανα καλά τη δουλειά μου, έγινε βέβαια κι η σχετική πλύση εγκεφάλου, όταν σε κάθε αποφώνηση, την οποία μάλιστα συνήθως έκανα εγώ, άκουγες ‘πήραν μέρος οι ηθοποιοί’ και πρώτο τ’ όνομά μου, ε σου μένει”. Απ’ όλους αυτούς τους ρόλους, τις τόσες διαφορετικές φωνές, ξεχωρίζει κάποια; “Μεγαλώνοντας, ανακαλύπτω ότι μου άρεσε πολύ να κάνω τον Λάιονο απ’ τους Θάντερκατς, ήμουν 25 χρονών τότε κι ήταν κι ο πιο αναγνωρίσιμος στους πιτσιρικάδες. Κάθε ρόλος όμως, κι ο Κάπτεν Πλάνετ, κι ο Μάιτι Μαξ και τόσοι ακόμα που δεν θυμάμαι, μιλάμε για 12ωρα κάθε μέρα κλεισμένος μέσα σ’ ένα στούντιο και σειρές που ερχόντουσαν ανά πεντάδες. Ούτε που ήξερα τι θα γράψω, απλά μου το έφερναν κι έγραφα. 3 ώρες Λάιονο, 3 ώρες Police Academy, 3 ώρες Κάπτεν Πλάνετ και 3 ώρες Transformers. Αγάπησα όλους τους ρόλους, και τους μεγάλους και τους μικρούς. Ζεις σε μια τρέλα”. Σε εκείνο το σημείο, σκέφτηκα να του ζητήσω να μου κάνει λίγο τον Λάιονο, για να νιώσω κι εγώ πάλι λίγο παιδί. Τελικά κατάφερα να κρατήσω τον Κωνσταντίνο της παιδικής μου ηλικίας ήσυχο κι απλά να τον ρωτήσω αν του ζητάνε ποτέ να κάνει τις φωνές. “Συνέχεια κι αισθάνομαι σαν juke box. Δεν το κάνω όμως, αισθάνομαι και λίγο άσχημα, λιγάκι ντρέπομαι κιόλας”. Πάλι καλά που δεν το ζήτησα λοιπόν. Πώς είναι όμως να είσαι ένας σταρ σε ηλικίες τόσο ευαίσθητες όπως είναι οι παιδικές; “Είναι τρελή ευθύνη, έμπαινα μέσα στο σούπερ μάρκετ κι ένιωθα 30 ζευγάρια μάτια να με παρακολουθούν κρυφά, γιατί ντρεπόντουσαν κιόλας. Θα σου πω και μια ιστορία που με έκανε από τότε να προσέχω και να καταπιέζομαι, ενώ γενικά έχω μάθει να εκφράζομαι ελεύθερα κι έντονα πολλές φορές. Οδηγούσα στο ποτάμι κι είχε κίνηση και αρχίζω να βρίζω. Ανοίγει λοιπόν το παράθυρο μια κυρία από το δίπλα αυτοκίνητο και μου λέει ‘Ακίνδυνε, εσείς μιλάτε έτσι μπροστά στο παιδί;’ Ήθελα να ανοίξει η γη να με καταπιεί”. Περισσότερα από 20 χρόνια στις μεταγλωττίσεις, 25 χρόνια παντρεμένος, ο Ακίνδυνος είναι φαν της σταθερότητας; “Δεν ξέρω αν είμαι της σταθερότητας, νομίζω πως απλά με την πάροδο του χρόνου έμαθα να αναγνωρίζω αυτά που μου δόθηκαν. Δεν κατακτάμε πράγματα, μας δίδονται κι από εκεί και πέρα, ανάλογα με το σεβασμό που έχουμε, τα κερδίζουμε ή τα χάνουμε”. Μιας και είμαστε στα χωράφια της μεταγλώττισης, ως μεγάλος φαν του σούπερ καλτ Κάστρου του Τακέσι, δεν θα μπορούσα να μην το φέρω στην κουβέντα. Ο Ακίνδυνος αμέσως χαμογελά. “Τακέσι Κιτάνο, μαζί με τον Κουροσάβα θεωρείται απ’ τους μεγαλύτερους σκηνοθέτης της Ιαπωνίας, έχει κάνει εξαιρετικές δουλειές, υψηλοτάτου επιπέδου. Έφτιαξε λοιπόν σε ένα στούντιο θεματικό πάρκο κι αφού ανακάλυψε ότι πιάνει στον κόσμο, έγινε σειρά, την οποία μάλιστα πήρε κάποια στιγμή το BBC κι έγινε της μουρλής με αποτέλεσμα να καταλήξει στον ΣΚΑΪ. Μαζί με τον αγαπημένο μου, τον Κώστα Παπαγεωργίου, βλέπαμε και σχολιάζαμε εκείνη την ώρα, δεν υπήρχε κείμενο, αυτοσχεδιάζαμε, βάζαμε τα αστεία μας. Ξέραμε απλά τους ήρωες. Περνάγαμε πάρα πολύ ωραία στο στούντιο, ρίχναμε τρελό γέλιο στο στούντιο της οικογένειας Σοφιανού, στην οποία οφείλω πάρα πολλά, όπως και στον Σπύρο Μπιμπίλα, τον Τάσο Μασμανίδη και τον Γιώργο Μιχαηλίδη”. Του ζητάω να σταθεί λίγο παραπάνω σ’ έναν άνθρωπο για τον οποίο έχουν γραφτεί πολλά, τον Σπύρο Μπιμπίλα. “Τον Σπύρο τον αγαπώ πάρα πολύ, του χρωστάω ό,τι έχω κάνει στην μεταγλώττιση. Όταν μάλιστα του το είπα, και τον ρώτησα πώς μπορώ να τον ξεπληρώσω, μου είπε απλά να βάλω άλλους τρεις στη μεταγλώττιση. Είναι ένα σπάνιο πλάσμα για το χώρο μας κι αν εμείς ντρεπόμαστε να πούμε ότι είμαστε ηθοποιοί, γιατί δεν ποιούμε ήθος, ο Σπύρος είναι ηθοποιός, ποιεί ήθος, ομορφαίνει τον κλάδο μας, θα τρέξει δίπλα σε όλους, θα βοηθήσει, θα στηρίξει, με μεγάλη χαρά κι ενέργεια. Είναι λαμπρό παράδειγμα, θα έπρεπε το ήθος του να διδάσκεται στις δραματικές σχολές”. Η σκηνοθεσία κι ο πάτος της ιδιωτικής τηλεόρασης Η ενασχόληση με την μεταγλώττιση δεν σημαίνει πως ο Ακίνδυνος Γκίκας εγκατέλειψε το αγαπημένο του θέατρο. Άλλωστε, και μετά το Λύκειο, κατά τη διάρκεια των σπουδών του στο Εθνικό, συνέχισε τις σκηνοθετικές του απόπειρες. “Μετά το Λύκειο, η δεύτερη επαφή μου με τη σκηνοθεσία ήρθε στο δεύτερο έτος των σπουδών μου στο Εθνικό. Επειδή ζούσα μόνος μου κι έπρεπε να βγάλω τα προς το ζην, μαζευτήκαμε μια ομάδα απ’ το έτος μου κι ανεβάσαμε τα Στρουμφάκια στον κινηματογράφο Άλεξ στο Γουδί. Είχα κάνει ένα ταξίδι στο Βέλγιο κι έφερα το κόμικ, το οποίο τότε δεν υπήρχε στην Ελλάδα. Πήγε πάρα πολύ καλά”. Η επόμενη σκηνοθετική απόπειρα πάντως, άργησε αρκετά: “Η επόμενη ήρθε πολύ αργότερα, έκανα το αγροτικό μου σ’ ένα σχολείο στα Βριλήσσια, όπου ανεβάζαμε παραστάσεις με παιδιά Τρίτης ως Έκτης δημοτικού. Μετά για άλλα τρία χρόνια φτιάξαμε θεατρική ομάδα στο τμήμα της Ιατρικής κι ανεβάζαμε παραστάσεις. Δεν επρόκειτο για διδασκαλία, αλλά για θέατρο. Δοκιμαζόμουν ως σκηνοθέτης. Αν έψηνα έναν φοιτητή που δεν τον νοιάζει να κάνει πρόβες και να παίξει, ήξερα μετά τι να προσέξω και στον επαγγελματία. Σκηνοθέτης βέβαια έγινα πολύ πιο νωρίς στην μεταγλώττιση, όπου διάλεγα τους ηθοποιούς κι ήρθε και στο θέατρο”. Ο τρόπος που αναφέρεται στο θέατρο, δείχνει ότι το αγαπάει πολύ. “Οι Έλληνες είμαστε ηθοποιοί του θεάτρου. Δεν έχουμε ούτε την τηλεόραση, ούτε τον κινηματογράφο που πουλάει σ’ όλο τον κόσμο. Αντίθετα, το θέατρό μάς πουλάει σ’ όλο τον κόσμο. Εμείς τους δείξαμε τι είναι το θέατρο, έξω μας σέβονται περισσότερο απ’ ότι σεβόμαστε εμείς τον πολιτισμό μας. Η μεγάλη μου αγάπη είναι το θέατρο, να κοντραριστώ με κάποιους ρόλους έξω από μένα, για δύο ώρες πάνω στη σκηνή να νιώσω αυτή τη σύμβαση. Όλα τα αγαπώ όμως γιατί είναι κομμάτι της δουλειάς μου”. Και την τηλεόραση, την οποία εγκατέλειψε νωρίς; Πώς κρίνει αλήθεια όσα τραγελαφικά συμβαίνουν σήμερα στην ιδιωτική τηλεόραση; “Ήταν γνωστά όλα αυτά, άλλο αν πουλούσαμε στον κόσμο πως τα ιδιωτικά κανάλια ήταν κάτι άλλο απ’ αυτό που είναι. Όλοι γνωρίζαμε το παιχνίδι εξουσίας που παιζόταν. Η ιδιωτική τηλεόραση για μένα έδωσε μόνο τα πρώτα 10 χρόνια. Μετά διέλυσε στην κυριολεξία την ελληνική κοινωνία, δεν προσέφερε κανένα πολιτιστικό ή εκπαιδευτικό γεγονός, υποβίβασε τον ελληνικό λαό. Όλα χρειάζονται, όμως είχαμε φτάσει στο σημείο όλοι οι σταθμοί να παίζουν τα ίδια, δεν υπήρχαν διαφορετικές επιλογές, υπήρχε ένας συναγωνισμός του ίδιου, αναπαρήγαγαν σκουπίδια, σε μια προσπάθεια να δούνε ποιος θα φτάσει πιο βαθιά στον πάτο. Η τηλεόραση πρέπει να εκπαιδεύει, δεν γίνεται να είναι μόνο σκουπίδια και προπαγάνδα. Έπειτα, κατέστρεψε εργασιακά όλους τους κλάδους οι οποίοι ζούσαν μέσα απ’ αυτήν, σεναριογράφοι, τεχνικοί, σκηνοθέτες, ηθοποιοί”. Όσο για το ζήτημα των αδειών. “Αυτή η εικοσαετία της επίπλαστης ευημερίας ήταν τραγική για τον τόπο. Η αδειόδοτηση των καναλιών, έγινε με λάθος τρόπο, δεν θα έπρεπε να υπάρχει περιορισμός. Όχι ότι χρειαζόμαστε περισσότερα από 4 κανάλια, μην τρελαθούμε, στη Νιγηρία και τη Ζιμπάμπουε, γιατί σε αυτό το επίπεδο βρισκόμαστε, δεν έχει περισσότερα. Παρ’ όλα αυτά, ας ήταν απεριόριστος ο αριθμός, μ’ ένα σωστό και τίμημα και έλεγχο από εκεί και πέρα. Όποιος δεν τηρεί τα συμφωνηθέντα, τέλος. Αυτές θα έπρεπε να είναι οι αρμοδιότητες του ΕΣΡ κι όχι να ανοίγει συζητήσεις για το αν η σάτιρα πρέπει να έχει μέτρο”. Αν δεχόταν μια καλή πρόταση, θα επέστρεφε στην τηλεόραση, ή αυτή η πόρτα έχει κλείσει για τα καλά; “Πολύ δύσκολα, στο εξωτερικό βέβαια θα έπαιζα άνετα, είμαι μανιώδης φαν, βλέπω καμιά 40αριά ξένες σειρές. Και αμερικάνικες και γαλλικές και ιταλικές, αγγλικές. Οι Ιταλοί έχουν κάνει πρόσφατα για παράδειγμα μια συγκλονιστική σειρά η οποία είναι γυρισμένη στη Νάπολη και μιλάει για την Κόζα Νόστρα και τα μυστικά της. Εξαιρετικά γυρίσματα κι υπέροχοι ηθοποιοί. Θα μπορούσαμε άνετα να κάνουμε αντίστοιχο κι εδώ, αλλά προτιμάμε τα καραγκιοζιλίκια. Υποβιβάζουμε τους πάντες, τους άνδρες, τους γυναίκες, τους γκέι. Απορώ πως η κοινότητα των ομοφυλοφίλων δεν έχει ξεσηκωθεί μ’ αυτό το κοροϊδιλίκι και την ξεφτίλα της ελληνικής τηλεόρασης που τους παρουσιάζει μ’ αυτόν τον γελοίο τρόπο, σαν καρικατούρες. Στο εξωτερικό υπάρχει σεβασμός, μέτρο, όπως θα έπρεπε να είναι και στη ζωή. Είμαστε στο 2016, είμαστε μια ανεκτική κοινωνία, μαθαίνουμε γρήγορα, δεν γίνεται να υπάρχει ρατσισμός”. Η κρίση ταυτότητας κι ο συστημικός Τσίπρας Ακούγοντας τον Ακίνδυνο να αναφέρεται στα κακώς κείμενα της τηλεόρασης και της κοινωνίας γενικότερα, δεν ήθελε και πολύ να καταλάβω ότι έχει λόγο κι άποψη για όλα όσα συμβαίνουν στη χώρα μας. Θεωρεί ότι οι ηθοποιοί, οι οποίοι έχουν και μια ευκαιρία παραπάνω για δημόσιο λόγο, πρέπει να αναλαμβάνουν και λίγο το έργο της αφύπνισης της κοινωνίας; “Κοίτα να δεις, εγώ μεγάλωσα μαζί με σπουδαίους ηθοποιούς. Από πού ν’ αρχίσω και πού να τελειώσω. Βασίλης Διαμαντόπουλος, Γιώργος Λαζάνης, Ρένη Πιττακή, Μάγια Λυμπεροπούλου, Λευτέρης Βογιατζής, Δημήτρης Πιατάς, Ρήγας Αξελός, Αλέξης Σταυράκης. Οι ηθοποιοί τότε ήταν δεμένοι, αγαπημένοι, δεν υπήρχε ο σημερινός ανταγωνισμός, ήταν παρέες, κάνανε αντίσταση, διαπαιδαγωγούσαν όμως, δεν ξεσήκωναν χωρίς λόγο τους ανθρώπους, αλλά με ουσία. Προσπαθούσαν να δείξουν τι είναι χούντα, δικτατορία. Και τώρα το ζούμε, απλούστατα δεν ξέρουμε πώς να το μεταφράσουμε. Τότε ήταν γνωστά αυτά, υπήρχαν πολλές δικτατορίες στον κόσμο, ένας γενικός αναβρασμός”. Και σήμερα; “Τώρα περνάμε κρίση ταυτότητας, λες ότι είσαι αριστερός κι έχεις δεξιές πεποιθήσεις, δεν υπάρχουν ιδεολογίες. Την ημέρα που έσβησε ο κομμουνισμός, μαζί του έσβησε κι ο καπιταλισμός, απλώς ο δεύτερος έχει μια φοβερή ικανότητα να επιβιώνει στην πτώση του. Να νομίζεις ότι υπάρχει όσο χάνεται. Χρειαζόμαστε κάτι καινούριο ιδεολογικά, το οικονομικό σύστημα έχει πάψει να είναι ανθρωποκεντρικό, τα κράτη δεν είναι εταιρείες κι οι άνθρωποι δεν είναι εργαζόμενοι. Χρειάζεται κοινωνική πρόνοια, παιδεία. Κάτι κάνουμε λάθος”. Ο ίδιος θα συμμετείχε ενεργά στα κοινά, ως ένας αγαπητός άνθρωπος της τέχνης που έχει πράγματα να πει; Γελάει πριν καν τελειώσω τη φράση μου. "Δεν πιστεύω στους ανθρώπους της τέχνης, όλοι τέχνη κάνουν, ακόμη κι ο υδραυλικός, αρκεί να αγαπάει αυτό που κάνει. Πιστεύω πολύ στους νέους. Αυτοί που έχουν μεγαλώσει, έχουν μια τάση να τα καπελώνουν όλα κι εγώ αυτούς τους ανθρώπους τους φοβάμαι. Αν θέλουν να αναλάβουν οι νέοι και να έχουν ως συμβουλάτορες τους μεγαλύτερους, χωρίς όμως να τους δώσουν εξουσία, τότε ναι, θα ήμουν μαζί τους και μάλιστα πολύ ενεργά. Θα ήθελα έναν ακτιβιστή πιτσιρικά να αναλάβει τον Δήμο Αθηναίων και να πει ότι η Πανεπιστημίου θα γίνει πεζόδρομος". Κι ο Τσίπρας ως πιτσιρικάς στον Δήμο Αθηναίων ξεκίνησε πάντως. "Κι ο Τσίπρας μέσα στο σύστημα μεγάλωσε όμως, θέλω ακτιβιστές, ανθρώπους που δεν ξέρουν από πολιτική. Οι εκτός συστήματος μόνο μπορούν να φτιάξουν ένα νέο σύστημα. Δεν μπορώ άλλο αυτό με τις φοιτητικές παρατάξεις, όλα είναι κομματικοποιημένα στη ζωή μας. Επειδή έχω υπάρξει και γραμματέας του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών, συνδικαλιστής με λίγα λόγια, δεν έλεγα ποτέ ‘με έβγαλε αυτή η παράταξη’, ήμουν γραμματέας όλων των ηθοποιών. Δυστυχώς όμως, αυτό κάνουμε όλα αυτά τα χρόνια, μοιραζόμαστε σε Ολυμπιακούς-Παναθηναϊκούς, ΣΥΡΙΖΑ-ΚΚΕ, αριστερός-δεξιός, φτάνει πια". Τα βιβλία μέσα στο μυαλό του κι ο Αριστοφάνης Κλείνοντας, ζητάω απ’ τον Ακίνδυνο να μου αποκαλύψει τα μελλοντικά του πλάνα. “Θεατρικά είναι τα πλάνα μου, η μεταγλώττιση τρέχει, αν και περισσότερο σκηνοθετώ πλέον εκεί. Έπαιξα βέβαια πρόσφατα στο 'Ψάχνοντας τη Ντόρι' μετά από καιρό, έκανα το χταπόδι. Περιμένω να δω τι θα έρθει και όλη μου η θεατρική ψυχή έχει πέσει στην νέα ομάδα που φτιάξαμε. Έκλεισε μετά από 3 χρόνια τον κύκλο της η ομάδα ‘Θα Δούμε’ και τώρα ξεκίνησε τον κύκλο της το ‘Open Theater’, η τελευταία ομάδα στην οποία θα συμμετάσχω ως ιδρυτικό μέλος. Θα ανεβάσουμε τον ‘Χαρτοπαίκτη’ κι αυτό που μπορώ να πω είναι πως θα μπούμε υπό την αιγίδα του ιδρύματος Κακογιάννη, κάτι που μας τιμάει ιδιαίτερα. Ακόμη, έχουμε προτείνει στο φεστιβάλ Αθηνών-Επιδαύρου το καλοκαίρι να ανεβάσουμε την ‘Ειρήνη’, σεβόμενοι απόλυτα το κείμενο του Αριστοφάνη". Θα τον δούμε σύντομα και στο ιστορικό αρχαίο θέατρο δηλαδή; "Η αρχαία Επίδαυρος είναι ένα όνειρο για μένα, την αγαπώ πολύ, όμως σαν σκηνοθέτης θέλω να δοκιμαστώ πρώτα εδώ, πριν περάσω στο βαρύ πυροβολικό, να με αποδεχτεί περισσότερος κόσμος σε μικρότερους χώρους κι αν ο κόσμος δώσει το ΟΚ, το επόμενο βήμα θα είναι η Επίδαυρος”. Σκοπεύει να δοκιμάσει τις δυνάμεις του γράφοντας; “Σενάρια δεν γράφω, δεν θέλω να μπαίνω σε χωράφια άλλων, υπάρχουν πολλοί που το κάνουν καλύτερα από μένα. Το να γράψω όμως μυθιστορήματα είναι το αμέσως επόμενο πλάνο μου, έχω ήδη στο μυαλό μου 3-4 βιβλία, απλά θεωρώ πως παρόλο που έκλεισα μισό αιώνα ύπαρξης πάνω στον πλανήτη, ακόμα είμαι μικρός για να τα εξιστορήσω. Υπάρχουν μέσα μου ολοκληρωμένα, θα έρθουν και στο χαρτί. Ακόμη, σε λίγες μέρες θα βγει στον αερά το νέο πρόγραμμα του Toc-Radio, της συνεργασίας δηλαδή του Θεάτρου των Αλλαγών με το Stage Radio, εκεί όπου θα συνεχίσω να κάνω εκπομπή κάθε Δευτέρα και Τετάρτη βράδυ τα μεσάνυχτα, ενώ στο ζωντανό πρόγραμμα θα κάνουν εκπομπή πολλοί καθηγητές και μαθητές, μιλώντας για θέατρο κι όχι μόνο”. Και το σχετικό link...
  8. BATNICK

    ΣΤΡΟΥΜΦΑΚΙΑ [ SMURFS ]

    Μια φορά κι ένα καιρό, σε ένα μακρινό δάσος, υπήρχε ένα ξεχασμένο χωριουδάκι. Εκεί ζούσαν κάτι μικροσκοπικά πλασματάκια που τα έλεγαν Στρουμφ! Ήταν γεμάτα καλοσύνη! Αλλά στο ίδιο δάσος ζούσε και ο Δρακουμέλ, ο ταλαντούχος μάγος. Ήταν γεμάτος κακία και έλεγε συνεχώς: «Ω, πόσο σας μισώ απαίσια Στρουμφάκια! Δε γλιτώνετε, μια μέρα θα πέσετε στα χέρια μου και τότε αλίμονό σας! Θα σας πιάσω! Μια μέρα θα βρω το χωριό σας...» Μέχρι τώρα δε το βρήκε. Αν λοιπόν κάποια μέρα βρεθείτε στο δάσος αυτό, σίγουρα θα ακούσετε τις κραυγές του Δρακουμέλ κι αν είστε καλά παιδάκια, δεν αποκλείετε να συναντήσετε και τα Στρουμφάκια! Ήταν Τετάρτη, 2 Μαΐου 1984 όταν με αυτά τα λόγια και με τη φωνή της Χαράς Τσακίρη τα Ελληνόπουλα γνώρισαν για πρώτη φορά τα συμπαθέστατα Στρουμφάκια, μέσα από τη τηλεοπτική συχνότητα της ΕΡΤ. Από τότε έχουν περάσει σχεδόν τριάντα χρόνια, αλλά τα μικρά γαλάζια πλασματάκια εξακολουθούν να ζουν στις καρδιές όλων μας... μικρών και μεγάλων! Τα Στρουμφάκια (γαλλικά: Les Schtroumpfs, αγγλικά: The Smurfs) είναι μια φανταστική κοινότητα από μικρά γαλάζια πλάσματα τα οποία ζουν στο στρουμφοχωριό μέσα στο δάσος. Είναι δημιούργημα του Βέλγου καρτουνίστα Πιερ Καλιφόρντ, γνωστότερο ως Πεγιό (Peyo) ο οποίος παρουσίασε τα μικρά γαλάζια πλάσματα του δάσους στις 23 Οκτωβρίου 1958, σε μια λωρίδα στο περιοδικό κόμικ «Σπιρού (Le Journal de Spirou)». Μέχρι τον επόμενο χρόνο, τα Στρουμφάκια είχαν τη δική τους σειρά στο περιοδικό. Η πρώτη εμφάνιση των Στρουμφ Πολύ σύντομα τα Στρουμφάκια κυκλοφόρησαν σε παιχνίδια και κούκλες. Ενδιαφέρον όμως, παρουσιάζει η ιστορία για το πως έκαναν την εμφάνιση τους στην αμερικανική τηλεόραση. Ένα κοριτσάκι, που το όνομα της ήταν Μελίσσα Σίλβερμαν, σε διακοπές που ήταν με την οικογένεια της στο Κολοράντο, ζήτησε από τον πατέρα της - Φρεντ - να της αγοράσει μια κούκλα Στρουμφ. Εκείνη την εποχή, ο Φρεντ Σίλβερμαν ήταν πρόεδρος του NBC. Αυτό το γεγονός ήταν και η αφορμή που σύντομα το NBC αγόρασε τα δικαιώματα των Στρουμφ για να γίνουν εκπομπή. Η Hanna-Barbera (Φλίντστοουνς, Τζέτσονς, Σκούμπι-Ντου) ανέλαβε τη δημιουργία της σειράς. Τα Στρουμφάκια έκαναν την παρθενική τους εμφάνιση στην αμερικανική τηλεόραση το 1981. Η υψηλή ποιότητα της σειράς φάνηκε από την αρχή με το ευχάριστο σενάριο και το καλοσχεδιασμένο animation. Αποδεικνύοντας ότι η σειρά άξιζε την αναγνώριση, τα Στρουμφάκια κέρδισαν το βραβείο Emmy το 1983. Από τότε εξαπλώθηκαν σε ολόκληρο τον κόσμο, μεταγλωττιστήκαν σε δεκάδες γλώσσες και γνώρισαν τεράστια απήχηση. Μέχρι σήμερα έχουν υπάρξει 9 κύκλοι επεισοδίων με 256 συνολικά επεισόδια! Η ΣΤΡΟΥΜΦΟΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΤΩΝ ΣΤΡΟΥΜΦ Η λέξη «Schtroumpf» προφέρεται όπως η γερμανική λέξη «Strumpf» που σημαίνει «κάλτσα». Ωστόσο άλλη ήταν η αφορμή που ενέπνευσε τον Πεγιό... Κατά τη διάρκεια ενός γεύματος που είχε ο Πεγιό με τον συνάδελφο και φίλο του Αντρέ Φρανκέν προσπάθησε να ζητήσει να του περάσει το αλάτι. Για κάποιο λόγο, δεν μπορούσε να θυμηθεί πώς να πει την λέξη «sel (αλάτι)». Δεν ήταν ότι έπαθε εγκεφαλικό επεισόδιο, ούτε ότι έπασχε από κάποιο είδος νευρολογικής διαταραχής. Κοινώς μιλώντας, ο Πεγιό είχε κενό, και πρόφερε μια φαινομενικά ανόητη πρόταση: «Πέρασε μου... το στρουμφ (le schtroumpf)». Ο Φρανκέν, βρήκε την ευκαιρία να τον κοροϊδεύει και απάντησε: «Ορίστε το στρουμφ, όταν τελειώσεις με το στρούμφισμα, στρούμφισέ το πίσω». Οι δύο τους ήταν σε διακοπές σε κάποια ακτή του Βελγίου, έτσι βρήκαν ένα τρόπο να γελάνε με το νέο παιχνίδι και συνέχισαν να στρουμφίζουν για το υπόλοιπο του Σαββατοκύριακου. Η αρχική μορφή των Στρουμφ ΤΟ ΣΤΡΟΥΜΦΙΣΜΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ Τα Στρουμφάκια ήταν τόσο δημοφιλή στην Ελλάδα, που κατέκτησαν το σύνολο του τηλεοπτικού κοινού στα μέσα της δεκαετίας του '80, μικρούς και μεγάλους. Στην Ελλάδα μεταγλωττίστηκαν και προβλήθηκαν από την ΕΡΤ οι 4 πρώτοι μόνο κύκλοι της σειράς. Στο ξεκίνημα της λειτουργίας του, το 1989, το MEGA πρόβαλε τα Στρουμφάκια σε επανάληψη, αλλά είχε γίνει νέα μεταγλώττιση με φωνές άλλες από αυτές της μεταγλώττισης της ΕΡΤ. Στα χρόνια που ακολούθησαν τα Στρουμφάκια προβλήθηκαν πολλάκις σε επανάληψη τόσο από την δημοσία τηλεόραση, όσο και από ιδιωτικούς σταθμούς, όπως το JUNIOR'S TV και το STAR που πρόβαλε και τους 9 κύκλους της σειράς. Για πολλούς, η μεταγλώττιση που έγινε για την ΕΡΤ είναι η καλύτερη από όσες έγιναν μέχρι σήμερα και γι' αυτό αξίζει να γίνει μια αναφορά στους ηθοποιούς που δάνεισαν τις φωνές τους: Σοφοκλής Πέππας (Μπαμπαστρούμφ), Νίκος Σκιαδάς (Δρακουμέλ), Μπέτυ Αρβανίτη (Ψιψινέλ), Μαρία Κωνσταντάρου (Στρουμφίτα), Αννέτα Παπαθανασίου (Σπιρτούλης), Δημήτρης Λιγνάδης (Μελένιος), Γιάννης Ζωγράφος (Γκρινιάρης, Χαχανούλης κ.ά.), Βασίλης Καΐλας (Γοδεφρείδος κ.ά.), Πάρις Θεοφανίδης, Νίκος Λυκομήτρος, Γιώργος Φραντζεσκάκης, Χαρά Τσακίρη (αφηγήτρια), Σπύρος Μπιμπίλας, Σοφία Ολυμπίου, Άννα Παναγιωτοπούλου (Ψιψινέλ/αφηγήτρια), Λουίζα Μητσάκου (Σπιρτούλης), Γιάννης Ευδαίμων, Ζαχαρίας Ρόχας (Λαγούμης), Χρυσούλα Διαβάτη (Νεραϊδοβασίλισσα), Ναταλία Τσαλίκη, Πέτρος Δαμουλής, Έλντα Πανοπούλου (Μάτζικα) κλπ. ΟΙ ΣΤΡΟΥΜΦΟΧΑΡΑΚΤΗΡΕΣ Σύμφωνα με τα λεγόμενα του Μπαμπαστρούμφ στο επεισόδιο του πρώτου κύκλου με τίτλο «The Hundredth Smurf», τα Στρουμφάκια είναι 100 στο σύνολο. Τα περισσότερα Στρουμφάκια διακρίνονται μόνο από την προσωπικότητά ή το επάγγελμα τους. Οι λίγες εξαιρέσεις αποτελούν τους πιο ευδιάκριτους χαρακτήρες της σειράς: Μπαμπαστρούμφ (Papa Smurf) Ο Μπαμπαστρούμφ είναι ο μόνος χαρακτήρας ανάμεσα στα Στρουμφάκια που είναι ντυμένος με κόκκινα ρούχα και κόκκινο σκούφο. Είναι ο αρχηγός της κοινότητας και πατρική φιγούρα για τα υπόλοιπα Στρουμφάκια. Γνωρίζει να φτιάχνει μαγικά φίλτρα, αλλά δεν παρουσιάζεται ως μάγος. Στρουμφίτα (Smurfette) Η Στρουμφίτα είναι το μόνο θηλυκό Στρουμφάκι. Δημιουργήθηκε από τον μάγο Δρακουμέλ με σκοπό να διεισδύσει στο στρουμφοχωριό και να οδηγήσει τον Δρακουμέλ εκεί. Όταν ήταν υποχείριο του Δρακουμέλ ήταν μελαχρινή, άσχημη και ύπουλη, αλλά ο Μπαμπαστρούμφ έλυσε τα μάγια και η Στρουμφίτα μετατράπηκε σε γοητευτική ξανθιά. Σπιρτούλης (Brainy Smurf) Ένας παντογνώστης που όλο και προσπαθεί να βοηθάει τον Μπαμπαστρούμφ, αλλά ελάχιστες φορές τα καταφέρνει. Διαβάζει συνέχεια αποσπάσματα από διάφορα βιβλία, αλλά και με αυτό προκαλεί μπελάδες. Προκόπης (Hefty Smurf) Ξεχωρίζει από το τατουάζ με την καρδιά που έχει στο μπράτσο του. Είναι πάντα σε φόρμα, αφού ασχολείται σχεδόν με όλα τα σπορ! Αν υπάρχει κάποια δυσκολία μπορείς πάντα να βασιστείς σ' αυτόν. Αν και είναι λίγο άξεστος, πάντα θα έχει τη διάθεση να δώσει ένα χεράκι βοηθείας. Ξεφτέρης (Handy Smurf) Ο Ξεφτέρης είναι ο μηχανικός του χωριού. Είναι το Στρουμφάκι που μπορεί να κάνει τα πάντα στο χωριό. Όχι μόνο μπορεί να διορθώσει τα πάντα, αλλά μπορεί και να σκαρφιστεί δεκάδες διαφορετικές χρήσιμες εφευρέσεις. Ένα ρομπότ, ένα μικρό τρένο, ακόμα και ένα αεροπλάνο! Καθώς είναι πάντα απασχολημένος, θα τον βρείτε με την μπλε φόρμα του κι ένα μολύβι στο αφτί του. Χαχανούλης (Jokey Smurf) Το αστείο Στρουμφάκι, που του αρέσει να πειράζει τους φίλους του κάνοντάς τους πλάκες όλη την ώρα. Σπαταλά όλο του το χρόνο ετοιμάζοντας σκανταλιές και δωράκια που ανατινάζονται όταν τα ανοίγεις. Γκρινιάρης (Grouchy Smurf) Είναι το μοναδικό Στρουμφάκι που γκρινιάζει και παραπονιέται για τα πάντα που συμβαίνουν στα υπόλοιπα Στρουμφάκια, στο ίδιο αλλά και στο υπόλοιπο στρουμφοχωριό. Χουζούρης (Lazy Smurf) Θα το χαρακτηρίζαμε ως το πιο τεμπέλικο Στρουμφάκι. Νυστάζει συνεχώς και βαριέται να κάνει το οτιδήποτε. Μάγειρας (Chef Smurf) Ένας εξαιρετικός ζαχαροπλάστης. Αρέσκεται στο να φτιάχνει κάθε είδους λιχουδιές και να τις μοιράζει στο στρουμφοχωριό. Λιχούδης (Greedy Smurf) Είναι το πιο φαγανό Στρουμφάκι. Καταβροχθίζει γλυκά, στρουμφόμουρα, πίτες και άλλες λιχουδιές αμέσως και όπου τις βρει, κάνει επιδρομές στην κουζίνα του Μάγειρα και αφανίζει ότι υπάρχει εκεί. Ένα συχνό λάθος που γίνεται τόσο από τους οπαδούς των Στρουμφ όσο και από τους μεταγλωττιστές είναι ότι συγχέουν τον Λιχούδη με τον Μάγειρα. Στην πραγματικότητα όμως τα 2 Στρουμφάκια έχουν το καθένα την δική του ξεχωριστή προσωπικότητα. Σκουντούφλης (Clumsy Smurf) Είναι ο απρόσεχτος του στρουμφοχωριού. Σκοντάφτει συνέχεια πάνω σε πράγματα, προκαλεί καταστροφές και σύγχυση στα άλλα Στρουμφάκια. Μελένιος (Vanity Smurf) Είναι το Στρουμφάκι με την πιο μεγάλη αυτοπεποίθηση. Κοιτάζεται συνεχώς στο καθρέφτη και περιποιείται ίσως σε υπερβολικό βαθμό τον εαυτό του. Ντορεμί (Harmony Smurf) Είναι ο ατάλαντος καλλιτέχνης του χωριού. Οι ήχοι που καταφέρνει και βγάζει από την τρομπέτα του είναι πραγματικά φάλτσοι και εις βάρος των αφτιών των άλλων Στρουμφ. Μπιμπίκος (Poet Smurf) Γυρνάει όλη μέρα στο χωριό και στο δάσος με μια πένα στο ένα χέρι κι ένα χαρτί στο άλλο, ψάχνοντας για έμπνευση. Όλη τη μέρα προσπαθεί να βρει ρίμες με το μυαλό του στα σύννεφα. Η Στρουμφίτα είναι γι' αυτόν η κυριότερη πηγή έμπνευσης. Μπιζέλης (Farmer Smurf) Αναγνωρίζεται εύκολα από το αχυρένιο καπέλο και τα πράσινα ρούχα του. Γενικά δεν συμμετέχει πολύ στη ζωή του χωριού και προτιμάει να ασχολείται με τα φυτά και τα λαχανικά του. Μουσούδης (Tracker Smurf) Είναι ένα Στρουμφ με ανεπτυγμένη την αίσθηση της όσφρησης που του επιτρέπει να εντοπίζει διάφορα πράγματα, όπως στρουμφόμουρα, ανθρώπους, τα άλλα Στρουμφάκια και ουσιαστικά οτιδήποτε άλλο. Αναγνωρίζεται από ένα κόκκινο φτερό που φοράει στο καπέλο του. Λουλούκος (Painter Smurf) Είναι ο καλλιτέχνης του χωριού. Μιλάει με γαλλική προφορά και περιφέρεται κρατώντας ένα πινέλο και μια παλέτα με χρώματα. Μουτζούρης (Sloppy Smurf) Ένα βρώμικο Στρουμφάκι που ενδιαφέρεται για τη συλλογή παντός είδους δύσοσμων αντικειμένων. Εύκολα αναγνωρίζεται από τα κουρελιασμένα ρούχα. Ράφτης (Tailor Smurf) Σχεδιάζει, ράβει και επισκευάζει τα ρούχα όλων των Στρουμφ. Διακριτικό του οι καρφίτσες στο καπέλο του και η μεζούρα που κρέμεται γύρω από το λαιμό του. Γενναίος (Gutsy Smurf) Πρωτοεμφανίστηκε για τις ανάγκες της κινηματογραφικής μεταφοράς των Στρουμφ. Χαρακτηριστικά του είναι οι φαβορίτες, το κιλτ και η σκωτσέζικη προφορά του. Αυτοχαρακτηρίζεται ως το δυνατότερο και ανδρειότερο Στρουμφάκι. Αφηγητής (Narrator Smurf) Άλλος ένας χαρακτήρας που τον πρωτογνωρίσαμε μέσα από την κινηματογραφική μεταφορά της σειράς. Όπως υποδηλώνει το όνομά του είναι ο αφηγητής της ιστορίας και συνηθίζει να περιγράφει τα τεκταινόμενα, απευθυνόμενος σχεδόν πάντα στο κοινό. Διακρίνεται από τα γυαλιά, το πουλόβερ και το σακάκι που φοράει. Δόκτωρ Στρουμφ (Doctor Smurf) Ο γιατρός του χωριού έχει μια πολύ επιφανειακή γνώση της ιατρικής και τις περισσότερες φορές καταφεύγει σε φυσικές θεραπείες με εκχυλίσματα, ελιξίρια, βότανα κλπ. Ο ίδιος είναι πολύ περήφανος για το λειτούργημα που επιτελεί, αν και δε φέρνει πάντα τα επιθυμητά αποτελέσματα. Κουρέας (Barber Smurf) Είναι ο κομμωτής του χωριού και έχει μάλλον περιορισμένο αριθμό πελατών... Ο Μπαμπαστρούμφ, ο Παππούς και η Γιαγιά Στρουμφ, η Στρουμφίτα και η Κοτσιδούλα είναι τα μόνα Στρουμφάκια με κόμη και κατά συνέπεια οι μοναδικοί του πελάτες. Ρεπόρτερ (Reporter Smurf) Είναι ο δημοσιογράφος του χωριού. Του αρέσει να γράφει συγκλονιστικά άρθρα για την εφημερίδα του και έχει την τάση να ψάχνει για αμφιλεγόμενες ειδήσεις, που τελικά προξενούν προβλήματα. Κοιμήσης (Dreamy Smurf) Το ονειροπόλο Στρουμφάκι, φαντασιώνεται ότι μπλέκει σε περιπέτειες και ταξιδεύει σε μέρη που κανένα Στρουμφάκι δεν έχει πάει ποτέ στο παρελθόν. Άγριος (Wild Smurf) Όταν ήταν μωρό χάθηκε στο δάσος και για πολλά χρόνια ανατράφηκε από μια οικογένεια σκίουρων. Έχει ένα φύλλο τυλιγμένο στο κεφάλι του και μιλάει ως επί το πλείστον σκιουρίστικα. Παππούς Στρουμφ (Grandpa Smurf) Ο Παππούς Στρουμφ ήταν Μπαμπαστρούμφ όταν ο τωρινός Μπαμπαστρούμφ ήταν ακόμα ένα μικρό Στρουμφάκι. Για 500 χρόνια γύριζε ολόκληρο τον κόσμο αναζητώντας το πιο αγνό από τα τέσσερα αρχέγονα στοιχεία. Γιαγιά Στρουμφ (Nanny Smurf) Η Γιαγιά Στρουμφ φυλακίστηκε σε ένα στοιχειωμένο σπίτι για 500 χρόνια, όταν προσπάθησε να ακολουθήσει τον Παππού Στρουμφ στο ταξίδι του. Μωρό-Στρουμφ (Baby Smurf) Ένα βράδυ, κι ενώ το φεγγάρι ήταν μπλε, ένας πελαργός έφερε το Μωρό-Στρουμφ στο χωριό. Κανένας δεν ξέρει από που προήλθε αλλά υιοθετήθηκε αμέσως απ' όλο το χωριό. Άλλαξε τις ήσυχες ζωές τους, αλλά κανείς δεν παραπονιέται γι΄αυτό (ή σχεδόν κανείς). Όλοι το αγαπάνε παρόλες τις σκανταλιές του! ΤΑ ΣΤΡΟΥΜΦΟΜΙΚΡΑ Από αριστερά προς τα δεξιά: Αδέξιος (Slouchy), Κοτσιδούλα (Sassette), Νατ (Nat), Ξύπνιος (Snappy) Τα τρία αρσενικά Στρουμφομικρά αρχικά ήταν ενήλικά Στρουμφάκια, όταν εξαιτίας μιας δυσλειτουργίας στο ρολόι του Πατέρα-Χρόνου μεταμορφώθηκαν και επέστρεψαν πίσω στη παιδική τους ηλικία. Η Κοτσιδούλα δημιουργήθηκε από την ίδια μαγική φόρμουλα που χρησιμοποίησε ο Δρακουμέλ για να φτιάξει τη Στρουμφίτα. Ο Αδέξιος είναι το μικρότερο από τα Στρουμφομικρά, φοράει ένα κόκκινο μπλουζάκι και είναι πάντα χαλαρός. Η Κοτσιδούλα φοράει μια ροζ φόρμα και έχει κόκκινα κοτσιδάκια στα μαλλιά. Είναι το εξυπνότερο και πιο αισθηματικό από τα τέσσερα Στρουμφομικρά. Είναι αγοροκόριτσο και η Στρουμφίτα τη νιώθει σαν τη μικρή της αδελφή. Ο Νατ φοράει μια καφέ φόρμα και ένα ψάθινο καπέλο. Αγαπάει πολύ τα ζώα και τη φύση και είναι ο «εκ των πραγμάτων» ηγέτης των Στρουμφομικρών. Ολόκληρο το όνομά του είναι Νάτουραλ. Ο Ξύπνιος φοράει ένα κίτρινο μπλουζάκι με ένα σύννεφο βροντής ζωγραφισμένο πάνω. Είναι εξαιρετικά ευερέθιστος και αυτοαποκαλείται «αρχηγός των Στρουμφομικρών». ΤΑ ΜΗΧΑΝΙΚΑ ΣΤΡΟΥΜΦΑΚΙΑ Κουρδιστό Στρουμφάκι (Clockwork Smurf) Κατασκευάστηκε από τον Ξεφτέρη για να βοηθάει τα Στρουμφάκια στις καθημερινές τους ασχολίες. Όμως έπειτα από κάποια δυσλειτουργία ο Ξεφτέρης αναγκάστηκε να τον απενεργοποιήσει μέχρι να μπορέσει να τον επισκευάσει. Τελικά το Κουρδιστό Στρουμφάκι επανήλθε μυστηριωδώς στη ζωή έχοντας επίγνωση του εαυτού του και έκτοτε έγινε μόνιμο μέλος της στρουμφο-οικογένειας. Κουρδιστή Στρουμφίτα (Clockwork Smurfette) Δημιουργήθηκε από τον Ξεφτέρη και αμέσως τον ερωτεύτηκε σφόδρα, προκαλώντας πλήθος προβλημάτων στο χωριό. Τελικά αγάπησε το Κουρδιστό Στρουμφάκι και έγινε σύντροφος του στη ζωή. Ακολούθως παρατίθεται μια λίστα με τα υπόλοιπα Στρουμφάκια του χωριού: Ηθοποιός (Actor Smurf), Αρχιτέκτονας (Architect Smurf), Φούρναρης (Baker Smurf), Ξυλουργός (Carpenter Smurf), Μεταλλωρύχος (Miner Smurf), Εμβαλωματής (Cobbler Smurf), Ταχυδρόμος (Postman Smurf), Οδοντίατρος (Dentist Smurf), Τυμπανιστής (Drummer Smurf), Συντάκτης (Editor Smurf), Φοβητσιάρης (Panicky Smurf), Φευγάτος (Clueless Smurf), Σιδηρουργός (Blacksmith Smurf), Μυλωνάς (Miller Smurf), Νοσοκόμος (Nurse Smurf), Αγγειοπλάστης (Potter Smurf), Παλαιοντολόγος (Paleontologist Smurf), Γλύπτης (Sculptor Smurf), Καπνοδοχοκαθαριστής (Sweepy Smurf), Ξυλοκόπος (Lumberjack Smurf), Τυχερούλης (Lucky Smurf), Ψευτούλης (Liar Smurf), Ισορροπιστής (Equilibrist Smurf), Ψαράς (Fisher Smurf), Μετεωρολόγος (Weather Smurf), Γελωτοποιός (Jester Smurf), Κυνηγός (Hunter Smurf), Περίεργος (Nosey Smurf), Κλαψιάρης (Weepy Smurf), Σκληρός (Tuffy Smurf), Συναχωμένος (Sneezy Smurf), Αδύναμος (Weakling Smurf), Ταξιδευτής (Traveler Smurf), Πυροσβέστης (Fireman Smurf), Οικονομολόγος (Finance Smurf), Εξερευνητής (Explorer Smurf), Μάρκο Στρούμφο/Θαλασσοπόρος (Marco Smurfo/Mariner Smurf), Ερωτευμένος (Enamored Smurf), Φιλάσθενος (Sickly Smurf), Αθλητικός (Sporty Smurf), Παλαβούτσικος (Flighty Smurf), Φακίρης (Fakir Smurf), Γλεντζές (Reveler Smurf), Τρελιάρης (Crazy Smurf) Μάνγκο (Mango Smurf), Καταφατικός (Pushover Smurf), Επιδεικτικός (Showoff Smurf), Κανένας (Nobody Smurf), Καουμπόι (Wooly Smurf), Ιπτάμενος (Flying Smurf), Σ.Μ.Ε.Α.: Στρουμφ Με Ειδικές Ανάγκες (Disabled Smurf), Αλχημιστής (Alchemist Smurf), Βασιλιάς (King Smurf), Πλοηγός (Navigator Smurf), Καλοκακούλης (Passive-Aggressive Smurf), Κοινωνικός (Social Smurf), Απαλούλης (Smooth Smurf), Παρτυτιάρης (Party Planner Smurf), Γλυκούλης (Complimentary Smurf), Καχύποπτος (Suspicious Smurf), Χάκους (Hackus Smurf), Βέξι (Vexy Smurf), Εκατοστό Στρουμφ (Reflection Smurf/Hundredth) κ.ά. ΤΑ ΣΤΡΟΥΜΦΟΚΑΤΟΙΚΙΔΙΑ Όπως κάθε χωριό που σέβεται τον εαυτό του, έτσι και το στρουμφοχωριό έχει τα κατοικίδια του. Δυο είναι εκείνα που ξεχώρισαν και απέκτησαν σταθερή θέση στη σειρά και στις καρδιές μας. Κουτάβι (Puppy) Πρόκειται για ένα κουτάβι με ηλικία πάνω από χίλια έτη. Μένει πάντα νέο χάρη στο μαγικό μενταγιόν που φοράει στο κολάρο του. Κανείς δε γνωρίζει τι περιέχει το μενταγιόν, αλλά ονομάζεται «το κλειδί για κάθε μαγικό». Είναι ο καλύτερος φίλος του Μωρού-Στρουμφ και των Στρουμφομικρών. Σμουγκλ (Smoogle) Ο Σμουγκλ είναι ένα ροζ μαρσιποφόρο πλάσμα που παρουσιάζει μεγάλη ομοιότητα με ένα κουνέλι. Ήταν φυλακισμένο στο στοιχειωμένο σπίτι μαζί με τη Γιαγιά Στρουμφ και δραπέτευσε μαζί της όταν την έσωσαν ο Παππούς και τα άλλα Στρουμφάκια. Από τότε προσκολλήθηκε πάνω της και δεν την εγκατέλειψε ποτέ. Ο ΣΤΡΟΥΜΦΟΚΑΚΟΣ ΜΑΓΟΣ & Η ΣΥΝΟΔΕΙΑ ΤΟΥ Κατά καιρούς τα Στρουμφάκια έχουν έλθει αντιμέτωπα με πλήθος κακών χαρακτήρων (κυρίως μάγων και μαγισσών), αλλά ανάμεσα τους ένας μόνο ξεχωρίζει. Δρακουμέλ και Ψιψινέλ (Gargamel & Azrael) Η ηρεμία και η χαρωπή διάθεση των Στρουμφ ταράζεται από τα προβλήματα που προσπαθεί να δημιουργήσει ο μάγος Δρακουμέλ, τον οποίο σε ολόκληρη τη σειρά τον χαρακτηρίζει η αποστροφή που νιώθει για τα μικροσκοπικά πλασματάκια. Ο μαυροφορεμένος μάγος μαζί με την κακιά γάτα του, Ψιψινέλ, κάνει ατελείωτες προσπάθειες να πιάσει τα Στρουμφάκια, για να τα βάλει στη χύτρα του, προκειμένου να τα χρησιμοποιήσει για να φτιάξει χρυσό με ένα παλιό μαγικό ξόρκι. Αυτή η επιθυμία του για το χρυσό μετά τον 2ο-3ο κύκλο της σειράς ως δια μαγείας εξαφανίστηκε και απλώς μετά ήθελε να τα φάει. Σκράπας (Scruple) Ένας μαθητευόμενος μάγος που προκάλεσε τόσα προβλήματα στους καθηγητές του στη σχολή μαγείας, ώστε τον έστειλαν στον θείο του Δρακουμέλ για να τον εκπαιδεύσει. ΤΟ ΣΤΡΟΥΜΦΟΜΟΥΣΙΚΟ ΘΕΜΑ ΤΗΣ ΣΕΙΡΑΣ Με την αφήγηση της Χαράς Τσακίρη και τη ρετρό μεταγλώττιση της ΕΡΤ... https://www.youtube.com/watch?v=k0gn-NjO_KI ..με τη μεταγενέστερη μεταγλώττιση της ΠΑΡΒΙΔΙΑ... https://www.youtube.com/watch?v=1wXLadUfoU0 ...με τη νεότερη μεταγλώττιση του STAR... https://www.youtube.com/watch?v=f7zPG47eWn4 ...και με ένα εναλλακτικό μουσικό θέμα! https://www.youtube.com/watch?v=rCXYGOSwCEQ ΤΟ ΣΤΡΟΥΜΦΙΣΜΑ ΣΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΟΘΟΝΗ Η τεράστια επιτυχία της σειράς και η διαχρονικότητα της οδήγησαν στη μεταφορά της στη μεγάλη οθόνη μέσα από δυο κινηματογραφικές ταινίες. Τα Στρουμφάκια (2011) Ο κακός μάγος Δρακουμέλ και η γάτα του Ψιψινέλ, ανακαλύπτουν το χωριό που κατοικούν τα Στρουμφάκια και τα κυνηγάνε μέσα στο δάσος. Τα Στρουμφάκια σκορπίζονται και ο Σκουντούφλης περιπλανιέται μέσα στην απαγορευμένη σπηλιά και κάποια Στρουμφάκια τον ακολουθούν. Ο Μπαμπαστρούμφ τους είχε προειδοποιήσει να μην πάνε ποτέ στην σπηλιά και παράλληλα με την πανσέληνο που υπήρχε εκείνη τη νύχτα μια μαγική πύλη ανοίγει και μεταφέρονται στο Σέντραλ Παρκ της Νέας Υόρκης. Τα Στρουμφάκια βρίσκουν καταφύγιο σε ένα παντρεμένο ζευγάρι και θα προσπαθήσουν να βρουν ένα τρόπο να επιστρέψουν στο χωριό τους πριν τους βρει ο Δρακουμέλ... Τα Στρουμφάκια 2 (2013) Ο Δρακουμέλ, ο οποίος γνωρίζει επιτυχία στο Παρίσι ως μάγος-σόουμαν, απάγει τη Στρουμφίτα και προσπαθεί να της κλέψει το πολύτιμο ξόρκι των Στρουμφ. Έτσι ο Μπαμπαστρούμφ, ο Σκουντούφλης, ο Γκρινιάρης και ο Μελένιος ενώνουν τις δυνάμεις τους με τους Γουίνσλοου και ταξιδεύουν μέχρι την Πόλη του Φωτός για να τον σταματήσουν... ------------------------------------------------------- Πηγές: Wikipedia: The Smurfs Wikia: The Smurfs Βικιπαίδεια: Στρουμφάκια retroDB: Τα Στρουμφ sevenart
  9. Ο στρουμφο-δημιουργός Πιερ Καλιφόρ Ο βέλγος καρτουνίστας Πεγιό που σκάρωσε τα Στρουμφάκια! Τα εξαιρετικά δημοφιλή μπλε πλάσματα με την ιδιαίτερη στρουμφογλώσσα τους τα ξέρουν απέξω και ανακατωτά όλα τα παιδιά του πλανήτη εδώ και τουλάχιστον μισό αιώνα. Τα Στρουμφάκια παραμένουν από τα δημοφιλέστερα παιδικά προγράμματα της οικουμένης, έχοντας ακόμα και τη δική τους Παγκόσμια Ημέρα! Και βέβαια η Παγκόσμια Ημέρα των Στρουμφ, η 25η Ιουνίου, δεν είναι άλλη από τη μέρα που ήρθε στον κόσμο ο άνθρωπος που τα έκανε να στρουμφίζουν, ο βέλγος καρτουνίστας με το ψευδώνυμο «Πεγιό». Κατά κόσμο Πιερ Καλιφόρ (ή Καλιφόρντ, μιας και ήταν βρετανικής καταγωγής), ο σκιτσογράφος φιλοτέχνησε το μεσαιωνικό σύμπαν του στρουμφοχωριού στη δεκαετία του 1950, με τα Στρουμφ να κάνουν το ντεμπούτο τους σε κόμικ του εμβληματικού βελγικού περιοδικού «Spirou» την 23η Οκτωβρίου 1958. Παρά τον δευτεραγωνιστικό τους ρόλο στην ιστορία του Πεγιό «Johan et Pirlouit», τα Στρουμφάκια σύντομα θα ανεξαρτητοποιούνταν και θα αποκτούσαν τη δική τους υπόσταση, με τις πρώτες στρουμφο-ιστορίες να αποκτούν σταδιακά τη δική τους θέση στις σελίδες του κόμικ. Οι αναγνώστες λάτρεψαν φυσικά αμέσως τα χαρωπά μπλε πλάσματα που ζούσαν σε σπίτια σαν μανιτάρια μέσα στο δάσος και σύντομα τα Στρουμφάκια θα γίνονταν παγκόσμιο φαινόμενο της ποπ κουλτούρας! Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 η συμφωνία του Πεγιό με το στούντιο της Hanna Barbera θα έφερνε το μπλε σύμπαν στις ΗΠΑ και ένα κινούμενο σύμβολο του 20ού αιώνα είχε μόλις γεννηθεί! Ταινίες (η πρώτη το 1975), 3D ταινίες (2001), τηλεοπτικές σειρές, τραγούδια, θεματικά πάρκα και ανάρπαστα μπλε εμπορεύματα μετά, τα Στρουμφάκια απέκτησαν τη δική τους θέση στην ίδια την ιστορία των κόμικ, γεννώντας στην πορεία μια παγκόσμια στρουμφομανία. Όσο για το ιδιότυπο μπλε σύμπαν τους, η κόρη του δημιουργού, Βερονίκ Καλιφόρ, αποκάλυψε παλιότερα ότι οφείλουν την ονομασία τους σε μια αλατιέρα! Ο Πεγιό έτρωγε με έναν φίλο του και κάποια στιγμή εκείνος θέλησε το αλάτι, λέγοντας στον Καλιφόρ «δώσε μου το Στρουμφ» (αντί για το «αλατιέρα»). Η λέξη κόλλησε στον Πεγιό και τη θυμόταν ακόμα όταν έψαχνε όνομα για τα αξιολάτρευτα νανάκια του. Όσο για το μπλε χρώμα των Στρουμφ, αυτό ήταν λέει ιδέα της συζύγου του Πεγιό, την ίδια στιγμή που πρότυπο για τη δημιουργία της Στρουμφίτας υπήρξε η ίδια η Βερονίκ, κοριτσάκι ακόμη όταν ο πατέρας της άρχισε να δουλεύει το στρουμφοχωριό… Πρώτα χρόνια Ο Πιερ Καλιφόρ (ή Καλιφόρντ, ανάλογα αν ρωτάμε γαλλόφωνο ή αγγλόφωνο) γεννιέται στις 25 Ιουνίου 1928 στις Βρυξέλλες μέσα σε μεσοαστική οικογένεια βρετανο-βελγικής καταγωγής (άγγλος πατέρας, βελγίδα μητέρα). Όπως και κάθε άλλο παιδί, ο Πιερ μεγαλώνει με τα κόμικ της εποχής, που περιλαμβάνουν από τη δουλειά του Herge μέχρι και τις αμερικανικές περιπέτειες του Μίκι Μάους και της θεότρελης παρέας του. Η πρώτη του δουλειά, που ήρθε νωρίς στη ζωή του, ήταν βοηθός μηχανικού προβολής σε κινηματογράφο των Βρυξελλών κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Μετά την Απελευθέρωση, θα βρεθεί σε στούντιο animation (CBA) να μαθητεύει στο σκίτσο (καλοκαίρι του 1945). Παρά το γεγονός ότι το στούντιο έκλεισε λίγο αργότερα, ο Πιερ θα γνωρίσει εκεί μια σειρά από σπουδαίους καρτουνίστες της γενιάς του, όπως τον φοβερό και τρομερό Morris ας πούμε, που λίγο αργότερα θα σκάρωνε τον Λούκι Λουκ. Την ώρα λοιπόν που οι συνάδελφοί του άρχισαν να δουλεύουν για λογαριασμό των κόμικ που κυκλοφορούσαν από τον οίκο Editions Dupuis, ο Πιερ, ο μικρότερος της παρέας, γράφτηκε στη Σχολή Καλών Τεχνών των Βρυξελλών. Στα πανεπιστημιακά έδρανα θα παραμείνει ωστόσο μόλις 3 μήνες, καθώς το ταλέντο του άρχισε να αναγνωρίζεται και σύντομα θα έβρισκε δουλειά σε διαφημιστικές εταιρίες. Αυτή την εποχή είναι που υιοθετεί το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Πεγιό και βλέπει τις πρώτες ιστορίες του να κυκλοφορούν στην αγορά από το «Riquet», το ειδικό ένθετο της καθημερινής εφημερίδας «L'Occident», τον Απρίλιο του 1946. Η πένα του γέννησε την ινδιάνικη ιστορία «Pied-Tendre», η οποία έδωσε τη θέση της στην προσκοπίνα «Puce» (ένας χαρακτήρας που θα εμφανιζόταν λίγο αργότερα στον «Μόγλη»). Η πρώτη ολοκληρωμένη ιστορία του Πεγιό, το «Une Enquete de l'Inspecteur Pik», δημοσιεύτηκε στο παιδικό εφημεριδάκι του εμπορικού κέντρου Le Bon Marche, αν και η πραγματική εκκίνηση της καριέρας του ως καρτουνίστα θα ξεκινούσε με τη συνεργασία του με την εφημερίδα «La Derniere Heure». Εκεί θα εξοικειώσει το κοινό του με τη μεσαιωνική ιστορία «Johan» (1947). Την επόμενη χρονιά θα λανσάρει την πρώτη σειρά της άλλης γνωστής ιστορίας του «Poussy», που θα του φέρει ένα πρώτο όνομα. Σημαντικός σταθμός ήταν το 1952, όταν μετακινήθηκε στο περιοδικό «Spirou» και σκάρωσε τη σειρά περιπετειών «Le Chatiment de Basenhau». Ήταν στο περιοδικό αυτό που ο Johan του θα έπαιρνε την οριστική μορφή του, έγχρωμος πλέον (με τη βοήθεια της συζύγου του Nine) και με την ξεκαρδιστική Pirlouit τώρα στο πλευρό του. Το «Johan et Pirlouit» πια ήταν ένα από τα δημοφιλέστερα κόμικ του «Spirou», κάτι που ανάγκασε την εκδότρια εταιρία Dupuis να κυκλοφορήσει τις ιστορίες τους σε 13 ξεχωριστούς τόμους (μεταξύ 1954-1970)… Η γέννηση των Στρουμφ Ήταν σε επεισόδιο του «Johan et Pirlouit» το 1958 (με τίτλο «La Flute a Six Trous») που οι δύο ήρωες θα απαντούσαν για πρώτη φορά τα παράξενα μπλε πλασματάκια που ονομάστηκαν Στρουμφ (Schtroumpf). Όπως είπαμε, η ιστορία για τη γέννηση του ονόματος ήταν θρυλική: σε γεύμα του Πεγιό με τον συνάδελφο καρτουνίστα Franquin, ο τελευταίος του ζήτησε την αλατιέρα, κάνοντας ωστόσο ένα ευτυχές λάθος (αντί για «Passez-moi le sel», ο Franquin είπε «Passez-moi le schtroumpf»)! Ο εκδότης του «Spirou» Yvan Delporte αναγνώρισε σχεδόν αμέσως την προοπτική των Στρουμφ και έπεισε τελικά τον Πεγιό να σκαρώσει μια σύντομη ιστορία με πρωταγωνιστές τα μεσαιωνικά αλλόκοτα μπλε όντα. Οι πρώτες σόλο εμφανίσεις των «Les Schtroumpfs» έλαβαν χώρα μεταξύ 1959-1962 σε ειδικό τεύχος του «Spirou» και από το 1963 τα Στρουμφάκια είχαν βρει πια τον δρόμο για τις σελίδες του κανονικού περιοδικού. Παρά το γεγονός ότι από κάποια στιγμή τα Στρουμφάκια θα ήταν απλώς μια υπέροχη παιδική ιστορία, στα πρώτα αυτά χρόνια ο Πεγιό (με τη σύμφωνη πάντα γνώμη του εκδότη Yvan Delporte) ήθελε τα μπλε πλάσματα να παρωδούν καυτά κοινωνικά θέματα! Όσο για το «κόλλημα» του δημιουργού με τον Μεσαίωνα, ο γιος του Τιερί είπε χρόνια αργότερα ότι αυτό συνέβαινε γιατί απλώς ο πατέρας του δεν μπορούσε να σχεδιάσει αυτοκίνητα! Άλλες δουλειές Αστέρι πια του χώρου, παρά το γεγονός ότι ο Πεγιό γνώρισε απίστευτη φήμη και αναγνωρισιμότητα τόσο με τα Στρουμφάκια όσο και με το «Johan et Pirlouit», δεν έμεινε σε αυτά. Το 1960 δημιούργησε άλλον έναν δημοφιλέστατο χαρακτήρα, τον πιτσιρικά ήρωα με την υπεράνθρωπη δύναμη «Benoit Brisefer». Πέρα από τις πολλές ακόμα ιστορίες που γέννησε η ασίγαστη πένα του, ο Πεγιό ήταν ο επίσημος σκιτσογράφος της βελγικής προσκοπικής εταιρίας (1960-1965). Τα πολλά σχεδιαστικά μέτωπα που είχε όμως πλέον ανοιχτά καλούσαν σε συνεργασίες, κι έτσι μια μακρά σειρά σκιτσογράφων θα συνεργάζονταν μαζί του, παραμένοντας δάσκαλος για τις νεότερες ηλικίες. Κάποια στιγμή έφτιαξε το δικό του στούντιο, το Studio Peyo, και δημιούργησε κυριολεκτικά σχεδιαστική σχολή, αφήνοντας γερή παρακαταθήκη στις κατοπινές γενιές. Τον ίδιο τον απασχολούσαν τώρα σχεδόν αποκλειστικά τα Στρουμφάκια και οι ολοένα και περισσότερες απαιτήσεις τους, με τις άλλες ιστορίες του να είναι πια όλο και πιο σπάνιες. Ο Πεγιό μπλέχτηκε έτσι στον κυκεώνα της προώθησης και εμπορικής εκμετάλλευσης των Στρουμφ και δεν έβρισκε χρόνο να συγκεντρωθεί σε νέες περιπέτειες. Ακόμα και τα κόμικ με τα Στρουμφάκια ήταν τώρα πιο σύντομα και είχαν από καιρό απολέσει την κοινωνική σάτιρα που χαρακτήριζε τα πρώτα χρόνια. Το 1977 κυκλοφόρησε η πρώτη ποτέ στρουμφοταινία («La Flute a Six Trous»), με τα μπλε όντα να μεταγλωττίζονται σε πάμπολλες γλώσσες και να κατακτούν έτσι τον κόσμο. βίντεο Μέχρι τη δεκαετία του 1980, το γνωστότατο στούντιο Hanna Barbera είχε ήδη αγοράσει τα τηλεοπτικά δικαιώματα των Στρουμφ, κάνοντάς τα πια παγκόσμιο φαινόμενο! βίντεο Πλέον ο Πεγιό, με τον Yvan Delporte πάντα στο πλευρό του, επέβλεπε απλώς τα σενάρια που έφτιαχνε το στούντιο στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού και δεν ήταν σπάνιο οι δικές του ιστορίες που δημοσιεύονταν ακόμα στο «Spirou» να πηγάζουν από τα κινούμενα σχέδια της Hanna Barbera! Ακόμα και μια ολόκληρη σειρά από μπλε χαρακτήρες που εμφανίστηκαν σταδιακά ήταν ιδέες των δημιουργών της αμερικανικής φίρμας και όχι του ίδιου του Πεγιό, που οι κακές γλώσσες ισχυρίζονταν ότι πια δεν αναγνώριζε τη δουλειά του. Το στρουμφοχωριό είχε τώρα περισσότερους από 100 χαρακτήρες και αφορούσε αποκλειστικά στους μικρούς μας φίλους, καθώς η κοινωνική σάτιρα δεν χωρούσε σε αμερικανικό τηλεοπτικό προϊόν. Πάντοτε τελειομανής, ο «αργοκίνητος» (για τα αμερικανικά ήθη) Πεγιό συνέχισε να δημιουργεί σποραδικά νέες ιστορίες, εκχωρώντας ωστόσο την ευθύνη της παραγωγής σε συνεργάτες του, οι οποίοι έτρεχαν κυριολεκτικά να καλύψουν τη ζήτηση και να προλάβουν τις προθεσμίες… Τελευταία χρόνια Η διεθνής πια επιτυχία των Στρουμφ στη δεκαετία του 1980 αλλά και το γεγονός της εξαγοράς του εκδοτικού οίκου Dupuis από τραπεζικό όμιλο των Βρυξελλών ανάγκασαν τον Πεγιό να επανακαθορίσει τις προτεραιότητές του. Τα δύο του παιδιά, Τιερί και Βερονίκ, ήταν τώρα υπεύθυνα για την εμπορική εκμετάλλευση των Στρουμφ, περιλαμβάνοντας το franshise, το λανσάρισμα του ανεξάρτητου πια κόμικ αλλά και τη δημιουργία του θεματικού πάρκου των Στρουμφ στο Maizieres les Metz της Γαλλίας. Ένα νέο στούντιο φτιάχτηκε κατόπιν στις Βρυξέλλες για να στεγάσει τις πολυσχιδείς δραστηριότητες του Πεγιό, στο οποίο βρήκε δουλειά όλη η νέα γενιά των γαλλόφωνων δημιουργών. Ο Πεγιό ασχολούταν πια κυρίως με την εκπαίδευση των φιντανιών και όταν προλάβαινε (πολύ σπάνια πια) καθόταν στο σχεδιαστήριο για μια νέα ιστορία των Στρουμφ. Το 1990 οι δημιουργίες του Πεγιό βρήκαν νέα στέγη, τον εκδοτικό οίκο Le Lombard, ο οποίος αγόρασε όχι μόνο τα Στρουμφ αλλά και το σύνολο της δουλειάς του σπουδαίου δημιουργού. Ο ίδιος είχε χάσει όμως την επιχειρηματική πλευρά της δουλειάς του και η υγεία του έφθινε ολοταχώς. Με τη βοήθεια του γιου του και δύο καλών του συνεργατών, άρχισε πάντως να δουλεύει μια μακροσκελή στρουμφο-ιστορία: το επετειακό «Le Schtroumpf Financier» σηματοδότησε για τον δημιουργό την επιστροφή στην κοινωνική παρωδία των πρώτων ημερών. Ο Πεγιό πρόλαβε να δει και να χαρεί την έκδοση της νέας του δουλειάς, άφησε ωστόσο την τελευταία του πνοή λίγο αργότερα χτυπημένος από ανακοπή καρδιάς, την παραμονή των Χριστουγέννων (24 Δεκεμβρίου) του 1992, σε ηλικία 64 ετών. Και όπως το έλεγε και ο ίδιος, «κατά βάθος, είμαστε όλοι Στρουμφάκια»… πηγή
  10. ΑΥΤΟΚΟΛΗΤΑ ΣΤΡΟΥΜΦΑΚΙΑ Μέγεθος άλμπουμ: 22.0 x 23.0 Σελίδες: 16 Η σειρά αυτή εικάζω ότι κυκλοφόρησε το 1984 ή λίγο μετά. Δεν υπάρχουν πολλές πληροφορίες μέσα στην έκδοση, πέραν του ότι η εκδοτική λέγεται Καγκουρώ (τουλάχιστον σύμφωνα με το σήμα στο εξώφυλλο), και ότι προέρχεται από κάποια Ολλανδική έκδοση του 1984, οπότε λογικά δε θα άργησε ιδιαίτερα να έρθει και στη χώρα μας. Περιέχει 8 σελίδες που στο μεγαλύτερο μέρος τους υπάρχουν μικρά αριθμημένα τετραγωνάκια στα οποία τα παιδιά κολλάνε μικρά αυτοκόλλητα και φτιάχνουν ένα "Μωσαϊκό". Τα αυτοκόλλητα βρίσκονται στην 3η και 14η σελίδα. Οι 8 σελίδες με τα μωσαϊκά συνοδεύονται από σχέδια του Peyo με τα στρουμφάκια. Επίσης υπάρχουν 8 μεγαλύτερα αυτοκόλλητα για να τα κολλήσεις στη σάκα σου. Στο οπισθόφυλλο φαίνεται ότι κυκλοφόρησαν συνολικά 8 τεύχη. Τα δύο τελευταία θα μπορούσαν να θεωρηθούν ότι ανήκουν σε άλλη σειρά, καθώς ο τίτλος τους αλλάζει σε "Μίνι Αυτοκόλητα Στρουμφάκια", αλλά υπάρχει ενιαία αρίθμηση. 1. Στην εξοχή 2. Στη θάλασσα 3. Στην εκδρομή 4. Στη γιορτή 5. Στα σπορ 6. Στο πάρτυ 7. Στο μουσείο 8. Στις διακοπές Και για να δω πόσο δυνατοί είστε... PS: Έχω μόνο το τεύχος 4, και δυστυχώς το μέγεθος είναι λίγο πιο μεγάλο από το scanner μου, οπότε το αποτέλεσμα είναι λίγο προβληματικό.
  11. «Where the smurf are we?» Ευτυχία Μισαηλίδου ~ 10/09/2011 Κόμικ, βιβλία, cd, σειρές, ταινίες κινουμένων σχεδίων, φιγούρες, βιντεοπαιχνίδια και τώρα μια ταινία – υβρίδιο live action και animation, τα Στρουμφάκια είναι αναμφισβήτητα ένα φαινόμενο της σύγχρονης πολιτισμικής ιστορίας. Γιατί μια φορά κι έναν στρουμφοκαιρό…, το 1958 για την ακρίβεια ο βέλγος κομίστας Πιέρ Κουλιφόρ, αλλιώς γνωστός και ως Peyo εμπνεύστηκε την στρουμφοκοινωνία του Παπαστρουμφ και της Στρουμφίτας. Σημείωση: Aρκετοί κατηγόρησαν αυτήν την κοινωνία ως κομμουνιστικό πρότυπο. Δεν ξέρω αν το κόκκινο χρώμα των ρούχων του Παπαστρούμφ τους οδήγησε σ’ αυτήν την σκέψη. Τότε κι εγώ τους θεωρώ γαύρους και τους κατηγορώ. Θες να ακούσεις ή μάλλον να διαβάσεις κάτι παράξενο; Η τηλεοπτική σειρά κινουμένων σχεδίων έπαιζε μόλις 8 χρόνια κι ας μας φαίνεται μεγαλύτερο το διάστημα. Ίσως γιατί οι επαναλήψεις δεν έχουν τελειωμό! Υπεύθυνος για τη σειρά ήταν ο παραγωγός Τζόρνταν Κέρνερ, αλλά αν ο Μπράντον Τάκτικοφ του NBC δεν εξασφάλιζε τα δικαιώματα το 1980, ίσως να μιλούσαμε με διαφορετικά δεδομένα τώρα. Η ιδέα για την ταινία γεννήθηκε το 1997, όταν ο Κέρνερ ξεκίνησε μια σειρά αλληλογραφίας με την Lafig Belgium (την εταιρία – κάτοχο των δικαιωμάτων για τα Στρουμφάκια), αλλά ήταν η ταινία «Σάρλοτ, η Αραχνούλα» του Ε. Μπ. Γουάιτ, που έπεισε του κληρονόμους του Peyo να πουν το τελικό ναι. Σύμφωνα με τον Κέρνερ η διαχρονικότητα τους οφείλεται στο ότι «τα Στρουμφάκια βάζουν πάνω απ’ όλα τις έννοιες της οικογένειας και της ομαδικής εργασίας, ενώ πιστεύουν ακράδαντα στην καλοσύνη των ανθρώπων. Κυρίαρχο μέλημά τους, εξάλλου, είναι το να φροντίζει το ένα το άλλο». Ενώ η Βερονίκ Κουλιφόρ, κόρη του Peyo λέει «Μπορεί εμφανισιακά να είναι σχεδόν πανομοιότυπα, κάθε Στρουμφάκι, ωστόσο, είναι μοναδικό.Υπάρχει ένα Στρουμφάκι για κάθε τύπο προσωπικότητας, αλλά όλα τους είναι ευγενικά και πολύ κοινωνικά. Συγκεντρώνουν όλα εκείνα τα προτερήματα που ο καθένας μας θα επιθυμούσε να είχε. Ο Τζόρνταν τα αναγνωρίζει όλα αυτά και είναι ο πρώτος άνθρωπος που είχε στο μυαλό του ακριβώς την ίδια ταινία που θα θέλαμε κι εμείς να δούμε». Και επειδή απλά μας αρέσει η ατάκα – tagline της ταινίας: «Where the smurf are we?» σσ.Σχετικώς άσχετο, οι ημιανθρωπόμορφες φιγουρίτσες της ταινίας δε λένε ιδιαίτερα. Η Στρουμφίτα πχ είναι άσχημη αντί για κχιουτ.
×
×
  • Δημιουργία νέου...

Σημαντικές πληροφορίες

Χρησιμοποιώντας αυτή τη σελίδα, αποδέχεστε τις Όρους χρήσης μας.