Μετάβαση στο περιεχόμενο

Αναζήτηση στην Κοινότητα

Εμφάνιση αποτελεσμάτων για ετικέτες 'Κώστας Γραμματόπουλος'.

  • Αναζήτηση ανά ετικέτες

    Πληκτρολογήστε ετικέτες χωρισμένες με κόμματα.
  • Αναζήτηση ανά συγγραφέα

Τύπος περιεχομένου


Ενότητες

  • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΝΕΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΝΕΑ
  • ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ
    • ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ
    • ΤΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙ
  • ΧΑΛΑΡΩΜΑ
    • ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ
    • ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΡΙΟ
    • ΤΟ ΠΑΖΑΡΙ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Διάφορα
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Ντόναλντ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Super Μίκυ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Κόμιξ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μίκυ Μάους
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μπλα μπλα
  • VINTAGE's Συζήτηση
  • VIDEO GAMES's Γεν. Συζήτηση για Video Games

Blogs

  • Valt's blog
  • Dr Paingiver's blog
  • GCF about comics
  • Vet in madness
  • Θέμα ελεύθερο
  • Film
  • Comics, Drugs and Brocc 'n' roll
  • I don't know karate, but i know ka-razy!
  • Γερμανίκεια
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • Κομικσόκοσμος
  • The Unstable Geek
  • Σκόρπιες Σκέψεις
  • Dhampyr Diaries
  • Περί ανέμων και υδάτων

Βρείτε αποτελέσματα σε ...

Βρείτε αποτελέσματα που ...


Ημερομηνία Δημιουργίας

  • Αρχή

    Τέλος


Τελευταία ενημέρωση

  • Αρχή

    Τέλος


Φιλτράρετε με αριθμό ...

Εγγραφή

  • Αρχή

    Τέλος


Ομάδα


Member Title


MSN


Website URL


Yahoo


Skype


Πόλη


Επάγγελμα


Ενδιαφέροντα

  1. Στη μνήμη των 20 χρόνων από τον θάνατο του μεγάλου εικαστικού και δασκάλου Κώστα Γραμματόπουλου, το Καρέ Καρέ προβάλλει το έργο του για την 9η Τέχνη. Ο Κώστας Γραμματόπουλος Ζωγράφος, εικονογράφος, καθηγητής και πρύτανης της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών, πρωτοπόρος και ρηξικέλευθος χαράκτης, ο Κώστας Γραμματόπουλος (1916-2003) ήταν αναμφίβολα μια μεγάλη και πολυσχιδής προσωπικότητα της νεοελληνικής Τέχνης. Λαϊκός και προσιτός, καθώς γενιές Ελλήνων μεγάλωσαν με τις εικόνες που δημιούργησε για το περίφημο Αλφαβητάριο «Τα Καλά Παιδιά», αριστερός μέσα από τις δράσεις και τις αφίσες του για το ΕΑΜ και ταυτόχρονα εθνικός με τον ελληνοκεντρισμό των έργων του. Πολλά έχουν γραφτεί για εκείνον, μία όμως μικρή και ξεχωριστή γωνιά του έργου του έχει ελαφρώς περάσει στην αφάνεια: τα κόμικς του! Το διάσημο «Αλφαβητάριο» Συγκαταλέγονται – ή τσουβαλιάζονται – στον τομέα των εικονογραφήσεών του. Με τη σύγχρονη συζήτηση και μελέτη πάνω στα κόμικς, οφείλουμε να τα δούμε με άλλη οπτική, μιας και η εικονογράφηση ενός βιβλίου και ο σχεδιασμός ενός κόμικς αποτελούν δύο διαφορετικές μορφές Τέχνης με δικό τους λεξιλόγιο. Εξάλλου, ένας παρατηρητικός αναγνώστης θα αντιληφθεί πως με τον ζήλο που προσέγγισε τα εν λόγω κόμικς ο καλλιτέχνης πρέπει να είχε καταλάβει τη διαφορά ανάμεσα στις δύο αυτές τέχνες. Μα για ποια κόμικς μιλάμε; Αν και λίγα στον αριθμό, ο Κώστας Γραμματόπουλος σχεδίασε κάποια από τα πρώτα τεύχη της ελληνικής σειράς των Κλασικών Εικονογραφημένων σε σενάρια του μεγάλου Βασίλη Ρώτα. Το 1951, οι αδελφοί Πεχλιβανίδη με την εκδοτική τους «Ατλαντίς» φέρνουν στα ελληνικά περίπτερα τα αμερικανικά «Κλασικά Εικονογραφημένα». Τα κόμικς αυτά, παρά το κυνήγι μαγισσών που τα υποδέχτηκε, γίνονταν ανάρπαστα. Οι μεταφράσεις των κειμένων από λογοτέχνες/υποστηρικτές της δημοτικής και λαϊκής έκφρασης όπως ο Ρώτας και η Σοφία Μαυροειδή-Παπαδάκη κάνουν τη γλώσσα τους πιο απολαυστική και προσιτή στον φτωχό παιδόκοσμο του ’50. Το 1953, οι εκδότες αποφασίζουν μια νέα κατεύθυνση για τη σειρά: τη σειρά τευχών «Από την Μυθολογία και την Ιστορία της Ελλάδος», με πρωτότυπα σενάρια των μεταφραστών της σειράς, εικονογραφημένα από Έλληνες καλλιτέχνες και βασισμένα στο ελληνικό εθνικό αφήγημα. Θα ήταν η πρώτη μεγάλη ελληνική σειρά κόμικς. Εκείνον τον χρόνο, ο 37χρονος Γραμματόπουλος ήταν ένας πετυχημένος χαράκτης και εικονογράφος, βραβευμένος για την εικονογράφηση του Αλφαβηταρίου «Τα Καλά Παιδιά» και άρτι παντρεμένος με την Αλκμήνη Νικολαΐδου. O βιοπορισμός – πόσο μάλλον για έναν νιόπαντρο – θα στάθηκε κίνητρο για να εργαστεί στα «Κλασικά». Ο πολιτικός προσανατολισμός του μπορεί επίσης να έπαιξε ρόλο, μιας και οι υπόλοιποι καλλιτέχνες που κλήθηκαν πρώτοι στα «Κλασικά» (Ζήσης, Καστανάκης, Μποστ) ήταν ως επί το πλείστον, όπως και οι συγγραφείς τους, αριστεροί. Δεν αποκλείεται επιπλέον, ο Γραμματόπουλος να γνωριζόταν ήδη με τον Ρώτα και τη Μαυροειδή από την Αντίσταση. Κι έτσι, βρέθηκε να είναι σχεδιαστής του ιστορικού πρώτου τεύχους των ελληνικών «Κλασικών Εικονογραφημένων» που κυκλοφόρησε τον Οκτώβρη του 1953, του «Περσέας και Ανδρομέδα» σε κείμενο του Βασίλη Ρώτα. Σχεδόν χαρακτική σύνθεση από την πρώτη σελίδα του «Περσέας και Ανδρομέδα» Τα τεύχη των «Κλασικών» που σχεδίασε ο Γραμματόπουλος ήταν μονάχα πέντε. Τρία ενυπόγραφα («Περσέας και Ανδρομέδα» #43, «Κολοκοτρώνης» #55, «Θησέας και Μινώταυρος» #66) και δύο ανυπόγραφα. Όσον αφορά τα ανυπόγραφα, σύμφωνα με τον μελετητή Κυριάκο Κάσση, ο Γραμματόπουλος ξεπατίκωσε το σχέδιο του αμερικανικού τεύχους της «Ιλιάδας» για την ελληνική του δημοσίευση – κάτι που έκανε, κατά τη γνώμη μου, και με το αντίστοιχο τεύχος της «Οδύσσειας». Τα τεύχη που σχεδιάζει είναι ολόιδια στους διαλόγους και στη σκηνοθεσία με τα αυθεντικά αλλά με συγκεκριμένες διορθώσεις στις «αμερικανιές», ξανασχεδιάζοντας παραδείγματος χάριν, τον ξυρισμένο, χολιγουντιανό Οδυσσέα του αμερικανικού τεύχους με μαύρη αρχαιοελληνική γενειάδα και κώμη. Ο… Αμερικάνος Οδυσσέας (αριστερά) και ο Οδυσσέας του Γραμματόπουλου (δεξιά) από την «Οδύσσεια» Τα υπόλοιπα τρία, που φέρουν το όνομά του ως σχεδιαστή, είναι λαμπρά αποτελέσματα της χημείας του με τον Ρώτα. Ο 64χρονος τότε Κορίνθιος συγγραφέας, βαθύς γνώστης της Ιστορίας και ήδη 30 χρόνια βουτηγμένος στη θεατρική συγγραφή, ήξερε πώς να μεταφέρει μια ιστορία σε διαλόγους. Ήξερε επίσης πώς να γράψει για παιδιά, έχοντας γράψει ήδη θεατρικά και θεωρητικά κείμενα για το παιδικό θέατρο. Ο Γραμματόπουλος από τη μεριά του ανταποκρίνεται πλήρως στις περιστάσεις καθώς, χωρίς να έχει ασχοληθεί ποτέ με το Μέσο, καταφέρνει να προσαρμόσει στα κόμικς τα χαρακτηριστικά του στιλ του. Το σχέδιό του θυμίζει ξεκάθαρα χαρακτικά έργα, με έντονη παρουσία μαύρου και γραμμοσκιάσεων όπως στην τεχνική της ξυλογραφίας. Το σχέδιό του, δωρικό και μετρημένο, με κάθε καρέ να μοιάζει με αυτόνομο χαρακτικό έργο και ευθείες αναφορές στην αρχαία ελληνική Τέχνη, είναι εξιδανικευτικό αλλά και γκροτέσκο ή κωμικό όταν χρειάζεται. Χαρακτηριστική είναι η απόδοση της στρατιάς του Δράμαλη στον «Κολοκοτρώνη» που μοιάζει τρομακτική στην προέλασή της αλλά κωμική (σαν φιγούρες του Καραγκιόζη) στην ήττα στα Δερβενάκια. Πολλές από αυτές τις επιλογές ίσως έγιναν και υπό την καθοδήγηση του Ρώτα ή και των εκδοτών. Οι Τούρκοι στον «Κολοκοτρώνη» τσαλακώνονται στα Δερβενάκια σαν φιγούρες θεάτρου σκιών Ίσως πιο άτσαλα στον «Περσέα» και στον «Θησέα» αλλά πιο εύρυθμα και με περισσότερα σκηνοθετικά πειράματα στον «Κολοκοτρώνη», οι δύο δημιουργοί γράφουν ιστορία στο Μέσο. Οι εικόνες του Γραμματόπουλου που θυμίζουν ταυτόχρονα λαϊκή τέχνη και χαρακτική, δίνοντας κατάλληλη υπόσταση στον καθημερινό γάργαρο λόγο του Ρώτα, συνθέτουν ένα τρομερό δέσιμο σεναριογράφου-σχεδιαστή οι οποίοι γεννούν ευφάνταστες και διασκεδαστικές ιστορίες για παιδιά, αναπαράγοντας, βέβαια, τους εθνικούς μύθους της εποχής. Στους διαλόγους του Ρώτα και στα σχέδια του Γραμματόπουλου δεν πέφτει ο ίσκιος της μίμησης των αμερικανικών προτύπων ούτε υπάρχει η αναμενόμενη αδεξιότητα πρωτάρηδων σε ένα νέο Μέσο. Πρόκειται για ατόφια τέχνη για τον λαό, στα επίπεδα του θεάτρου σκιών του Σπαθάρη, των λαϊκών αναγνωσμάτων του «Μικρού Ήρωα» και των τραγουδιών του Τσιτσάνη. Αφίσα του Γραμματόπουλου για το ΕΑΜ Όμως η συνεργασία του Γραμματόπουλου με τα «Κλασικά» δεν μακροημέρευσε. Το 1954 φεύγει με υποτροφία για περαιτέρω σπουδές στο Παρίσι, απ’ όπου θα γυρίσει μετά από 4 χρόνια με καινούργιες ιδέες και με δική του έδρα στην ΑΣΚΤ. Η πορεία του θα έπαιρνε πια νέα τροχιά. Κανείς δεν μπορεί να ξέρει αν θα συνέχιζε την πορεία του στα «Κλασικά» αν δεν πήγαινε στο Παρίσι. Άξιο αναφοράς είναι πως η γυναίκα του, Αλκμήνη, σχεδίασε κι εκείνη ένα τεύχος της σειράς, το «Ορφέας και Ευρυδίκη», σε σενάριο Σοφίας Μαυροειδή-Παπαδάκη, το πρώτο ελληνικό κόμικς φτιαγμένο από γυναίκες δημιουργούς. Κι ας μη μάθουμε ποτέ τι μετέπειτα πορεία θα είχε ο Γραμματόπουλος στα κόμικς, θα έχουμε πάντα τους λιγοστούς καρπούς που έδωσε, από τα πρώτα έργα της νεαρής τότε ελληνικής 9ης Τέχνης. Και το σχετικό link...
  2. Αλιευθέν από εδώ Ποιός είναι ο καλλιτέχνης που ζωγράφιζε τα αλφαβητάρια της παιδικής μας ηλικίας; Το έργο του Κωνσταντίνου Γραμματόπουλου μας θυμίζει ωραία πράγματα μιας άλλης εποχής Ο Κώστας Γραμματόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1916 και καταγόταν από την Κωνσταντινούπολη. Σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών κατά τα έτη 1934-1940, έχοντας καθηγητή ζωγραφικής τον Ουμβέρτο Αργυρό και χαρακτικής τον Γιάννη Κεφαλληνό. Όταν ξέσπασε ο πόλεμος το 1940, ο Κεφαλληνός έθεσε το Εργαστήριο Χαρακτικής και τους μαθητές του στην υπηρεσία του Έθνους. Ο Γραμματόπουλος μαζί με τη Βάσω Κατράκη και τον Τάσσο (Αλεβίζο) τυπώνουν αφίσες με πατριωτικό περιεχόμενο, «εθνικής σκοπιμότητας», όπως τις αποκαλούσε το υπουργείο Στρατιωτικών που τις είχε παραγγείλει. Οι «Γυναίκες της Πίνδου» και «Εμπρός της Ελλάδος παιδιά» είναι από τις πιο γνωστές αφίσες που δημιούργησε. Το 1944 πραγματοποιεί την πρώτη του εργασία, μία σειρά προσωπογραφιών μεγάλων Ελλήνων λογοτεχνών για το περιοδικό «Νέα Εστία» – ανάμεσά τους ο Σικελιανός, ο Παλαμάς, ο Βενέζης, ο Τερζάκης. Το 1949 αναλαμβάνει να εικονογραφήσει το Αλφαβητάριο - Τα Καλά Παιδιά του Οργανισμού Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων, για το οποίο πήρε το πρώτο βραβείο, μεταξύ 44 χωρών, στη Διεθνή Έκθεση Διδακτικού Βιβλίου στο Λέκεν του Βελγίου και το 1956 το Αλφαβητάριο, που διδάχτηκε μέχρι το 1978, με εξαίρεση την περίοδο της δικτατορίας. Η Άννα, η Λόλα, η Έλλη και ο Μίμης θα συντροφέψουν χιλιάδες παιδιά και μέχρι σήμερα παραμένουν οικείοι και αγαπητοί, συνεχίζοντας την πορεία τους στον χρόνο. Ο ίδιος θα πει στην τελευταία του συνέντευξη στον Ντίνο Γιώτη: «… Τα αλφαβητάρια μιλάνε στην ψυχή των ανθρώπων. Αν τα ανοίξετε, θα καταλάβετε». Για το Αλφαβητάριο του 1949 ο Γιάννης Τσαρούχης έγραψε: «Αυτό το βιβλίο και μια αφίσα του ΕΑΜ μου έδωσαν χαρά κι ελπίδα. Ευχαριστώ τον Γραμματόπουλο». Το 1954 φεύγει με κρατική υποτροφία στο Παρίσι όπου παρακολουθεί μαθήματα στα École Supérieure des Beaux Arts, École Estienne και École Métίers d’ Αrt. Πραγματοποιεί την πρώτη του έκθεση στην γκαλερί Σαρλά το 1958 και επιστρέφει στην Ελλάδα το 1959. Θα πει γι’ αυτήν του την επιλογή: «Βλακεία μου! Δεν το θεωρώ εξυπνάδα που γύρισα. Έπρεπε να μείνω. Στο Παρίσι μου ανοίγονταν μεγάλες προοπτικές. Φυλάω ακόμα τα δημοσιεύματα των εφημερίδων της εποχής. Η Σουζάν ντι Κονέ, η τότε μεγαλύτερη γκαλερίστα του Παρισιού, μου ζητούσε επίμονα να μείνω. “Αν σε εμπνέει τόσο πολύ η Ελλάδα, πήγαινε δυο μήνες και ξαναέλα” μου έλεγε. Δεν την άκουσα. Σηκώθηκα κι έφυγα». Στην Ελλάδα τον καλούν «το ελληνικό τοπίο, το φως, οι θάλασσες, και ακόμα η ελληνική μυθολογία». Τη δεκαετία του ’50 η ελληνική χαρακτική γνωρίζει μεγάλη άνθηση, ακολουθώντας την ανάπτυξη της τυπογραφίας. Ο Γραμματόπουλος αρχίζει να εγκαταλείπει τις ασπρόμαυρες χαλκογραφίες και ξυλογραφίες, δημιουργώντας έγχρωμες ξυλογραφίες μεγάλων διαστάσεων. Τα χρώματά του είναι γαλάζια, γκρίζα και γεώδη, «χρώματα εγκεφαλικά» κατά τον Παντελή Πρεβελάκη, αυτό όμως που χαρακτηρίζει τα έργα του είναι η χρήση του λευκού. «Η καινοτομία στη δουλειά μου και στη ζωγραφική και στην ξυλογραφία είναι η ανακάλυψη του λευκού χρώματος. Ως τότε το χρησιμοποιούσαν σε ανάμειξη μαζί με άλλα χρώματα. Εγώ το χρησιμοποιώ αυτούσιο για πρώτη φορά στην Ελλάδα και στην Ευρώπη για να εκφράσω το ελληνικό φως και το ελληνικό τοπίο» λέει. Ο «λυρικός-αναλυτικός κυβισμός» του, όπως τον ονομάζει η Μαριλένα Κασιμάτη, εκφράζεται απόλυτα, όταν αντικαθιστά τις πλάκες από λειασμένο ξύλο με σανίδα, ένα φτηνό και μαλακό υλικό που του επιτρέπει να φτιάχνει ξυλογραφίες σε ασυνήθιστα μεγάλες διαστάσεις. «Με τις έγχρωμες χαράξεις κατάργησε τον διαχωρισμό ανάμεσα στη ζωγραφική και τη χαρακτική. Έκαμε έγχρωμες χαράξεις που είναι πραγματικοί ζωγραφικοί πίνακες» σημειώνει ο Νίκος Αλεξίου. Η μυθολογία και το ελληνικό τοπίο κυριαρχούν στο έργο του Γραμματόπουλου, ο οποίος δίνει, σύμφωνα με τη διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης, Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα, μια «πρωτότυπη εκδοχή της νεότερης ελληνικής τοπιογραφίας», από την οποία δεν απομένει «παρά μονάχα το απόσταγμα της αίσθησης, της συγκίνησης, μετουσιωμένο σε αφηρημένες γραμμές, ρυθμούς και χρώματα». Ο Γραμματόπουλος, παράλληλα με τη χαρακτική, ζωγραφίζει ελαιογραφίες, οι οποίες συνομιλούν άμεσα με το χαρακτικό του έργο. «Χαράκτη και ζωγράφο του Αιγαίου με ονειρικά πλάνα που αλληλοκαλύπτονται σαν πέπλα πάνω από τη θάλασσα μαζί με μυθικές μορφές» τον έχουν χαρακτηρίσει και, σύμφωνα με τον ίδιο, «το Αιγαίο ήταν μια πολύ μεγάλη πηγή έμπνευσης…». Γράφει ο Νίκος Αλεξίου: «Ο Γραμματόπουλος ψεύδεται όταν φιλοτεχνεί εκείνους τους απίθανους πίνακες που αποκαλεί “Αιγαίο”. Μέσα σε αυτό τον περιεκτικό τίτλο θέλησε να περικλείσει τον μυθοπλαστικό απόηχο τούτης της θάλασσας που προσδιόρισε τη μοίρα του τόπου μας και των ανθρώπων της. Να συλλάβει την αισθητική της συγκίνηση, από τους αιωνόβιους δρόμους που περπάτησαν περίλαμπρες μορφές τέχνης, πρωτόγνωροι φιλοσοφικοί στοχασμοί και διασταυρώθηκαν λαοί και πολιτισμοί. Εμπνεύστηκε ο Γραμματόπουλος από τα αιγαιοπελαγίτικα νησιά που ουσιαστικά ήταν πατήματα στη διακίνηση της Ιστορίας, που μετέφερε ρυθμούς και αρμονίες, στοχασμούς και θρησκείες, ανατάσεις και καταπτώσεις». «Με τόλμη και ευρηματικότητα προκαλεί την κοινή οπτική αίσθηση για να αγγίξει τον ήλιο, τη σοφία, τον ρυθμό, την αρμονία και το κάλλος. Παράλληλα, οι αιθέριες γυναικείες μορφές του, με την προσεκτική και ευαισθητοποιημένη απλοποίηση, αναδίδουν ένα δυνατό ερωτικό και τρυφερό ύφος, μια αισθησιακή γλυκύτητα. Η ζωγραφική και η χαρακτική του, λουσμένες από το μεσογειακό φως, το γαλάζιο του αιθέρα και τον ρόγχο του πελάγους αποκαλύπτουν το προσωπικό του αλφάβητο, μια εικονογραφία, η οποία προκαλεί το όνειρο της ποιητικής ενατένισης του πραγματικού» αναφέρει ο Τάκης Μαυρωτάς. Διορίστηκε καθηγητής του Εργαστηρίου Χαρακτικής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών το 1959, διαδεχόμενος τον δάσκαλό του και ανανεωτή της χαρακτικής, Γιάννη Κεφαλληνό. Θα παραμείνει καθηγητής ως το 1985. Σε αντίθεση με τη διδασκαλία του Κεφαλληνού, ο Γραμματόπουλος θεωρούσε ότι η ύλη και η τεχνική ενός έργου πρέπει να φαίνονται. «Εκείνο που θέλησα ήταν να ελευθερώσω τους μαθητές μου. Να τους δώσω να καταλάβουν ότι σε κάθε ύλη που θα επιλέγουμε θα πρέπει να εκφράζονται. Και όχι μ’ αυτή την ύλη αλλά να απομιμηθούν μια άλλη ύλη». Αντικατέστησε τον τίτλο «σπουδαστής» της Σχολής με αυτόν του «νέου καλλιτέχνη». Όπως έλεγε ,«καλλιτέχνης είναι κανείς από τη στιγμή που θα πιάσει το μολύβι στο χέρι του και σπουδαστής ως το τέλος της ζωής του». Το καλοκαίρι ο Γραμματόπουλος, με τη βοήθεια χορηγών, συνήθιζε να πηγαίνει με τους σπουδαστές του Εργαστηρίου του στον Μόλυβο, όπου περνούσαν την περίοδο των διακοπών ζωγραφίζοντας. Μαθητές του υπήρξαν σπουδαίοι ζωγράφοι και χαράκτες όπως ο Αχιλλέας Δρούγκας, ο Γιάννης Ψυχοπαίδης, ο Βασίλης Χάρος και η Άρια Κομιανού. Λέει για τον Γραμματόπουλο η Άρια Κομιανού στον Εμμανουήλ Μαυρομμάτη: «Μπήκα (σ.σ. στην ΑΣΚΤ) το ’60. Το ’59 μπήκε εκείνος – γινόταν γι’ αυτόν τότε πολύ μεγάλος ντόρος. Οι μαθητές του, που είχανε μπει πρώτοι, ήτανε κατενθουσιασμένοι, μιλούσανε με τα καλύτερα λόγια, ήτανε το καινούργιο πνεύμα. Ήτανε γλυκύτατος και στη διδασκαλία και στη συμπεριφορά απέναντί μας, διάβαζε, μας μετέφερε βιβλία γαλλικά, είχε πολύ μεγάλο ενδιαφέρον… Τελικά, δεν φεύγαμε ούτε ώρα από το εργαστήριο. Λατρεύαμε τη χαρακτική, απόδειξη ότι όλη αυτή η φουρνιά, η δική μου φουρνιά, όλοι έχουν δουλέψει, δεν εγκατέλειψε κανένας. Επειδή ο ίδιος ήτανε πολύ κοντά μας, όλοι διδαχθήκαμε, όλοι μάθαμε». Ανάμεσα στα έργα του Γραμματόπουλου θα συναντήσουμε και την εικονογράφηση εκατό και πλέον βιβλίων, όπως αυτά της Πηνελόπης Δέλτα, του Παντελή Πρεβελάκη και του Νικηφόρου Βρεττάκου. Φιλοτέχνησε και αρκετά από τα δημοφιλή, ακόμα και σήμερα, «Κλασσικά Εικονογραφημένα, όπως τα «Περσέας και Ανδρομέδα» και «Θησέας και Μινώταυρος». Το 1972 του απονέμεται το Χρυσό Μετάλλιο Χαρακτικής για το «Αιγαίο» στην Μπιενάλε της Φλωρεντίας,. Το 1974 φιλοτεχνεί το Εθνόσημο της Ελληνικής Δημοκρατίας, το οποίο εξακολουθεί να χρησιμοποιείται στις σφραγίδες των δημόσιων υπηρεσιών. Ένας από τους τελευταίους κορυφαίους Έλληνες καλλιτέχνες της γενιάς του ’30, ο Κώστας Γραμματόπουλος έφυγε από τη ζωή τον Οκτώβριο του 2003, σε ηλικία 87 ετών, ύστερα από πολύχρονη ασθένεια. Άφησε πίσω του σπουδαίο καλλιτεχνικό έργο και γενιές χαρακτών στις οποίες, όπως λέει η Άρια Κομιανού: «Εκείνος έδινε την πραγματική έννοια του δημιουργού…».
  3. Από τον Παπαφλέσσα (αριστερά) μέχρι τον Μιαούλη (δεξιά) η εικονογραφία βασίζεται σε ζωγραφικά έργα καλλιτεχνών του 19ου αιώνα, ενώ δεσπόζουν τα σύμβολα όπως η σημαία και κυριαρχούν η λεβεντιά και η γενναιότητα. Τα Κλασσικά Εικονογραφημένα των εκδόσεων Ατλαντίς (Πεχλιβανίδης) έφεραν τη δεκαετία του 1950 στην Ελλάδα μια πλειάδα έργων της παγκόσμιας κλασικής λογοτεχνίας (Οι Άθλιοι, Μεγάλες Προσδοκίες, Έγκλημα και Τιμωρία, Μόμπυ Ντικ, Η Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων, Δον Κιχώτης, Άμλετ κ.ά.) διασκευασμένων και προσαρμοσμένων σε κόμικς. Από τα μέσα της δεκαετίας όμως, επιχειρώντας να διευρύνουν το κοινό τους, εμπλούτισαν τη σειρά με θέματα ελληνικού ενδιαφέροντος και ιστορίες από την αρχαιότητα, το Βυζάντιο και το 1821, σε τεύχη που κυκλοφορούσαν αποκλειστικά στην ελληνική αγορά και ήταν δημιουργημένα από Έλληνες συγγραφείς, σεναριογράφους, ζωγράφους, εικονογράφους, χαράκτες κ.λπ. Έχοντας την κατάλληλη άδεια από τους Αμερικανούς εκδότες, ανέθεσαν σε σημαντικούς δημιουργούς το έργο αυτό (Βασίλης Ρώτας, Σοφία Μαυροειδή-Παπαδάκη, Νίκος Ρούτσος στα σενάρια, Κώστας Γραμματόπουλος, Άκης Αβαγιανός, Παύλος Βαλασάκης, Βασίλης Ζήσης, Νίκος Καστανάκης, Γιάννης Δραγώνας, Μέντης Μποσταντζόγλου στα σχέδια) και προχώρησαν στην έκδοση μιας σειράς τίτλων γύρω από την ελληνική επανάσταση που όλοι χαρακτηρίζονταν από την αποθέωση της ελληνικής ψυχής, τους ηρωισμούς, το απαράμιλλο θάρρος, το πάθος για την ελευθερία, το ακατάβλητο πνεύμα. Και, φυσικά, από τις αναγκαίες κορόνες περί του μεγαλείου της θρησκείας, της τρισχιλιετούς και αδιαιρέτου ελληνικής ιστορίας, της αυτοθυσίας και της αυταπάρνησης. Οι ήρωες της Επανάστασης στις εικόνες των εξωφύλλων, παραπέμπουν στη βυζαντινή αγιογραφία Ατσαλάκωτοι μπουρλοτιέρηδες Διάσημοι συγγραφείς, όπως ο Βασίλης Ρώτας, και δεξιοτέχνες εικονογράφοι, όπως ο Κώστας Γραμματόπουλος, είναι υπεύθυνοι για τον μεγαλύτερο αριθμό τευχών της σειράς Σχεδόν στο σύνολο των έργων που αφορούν την ελληνική επανάσταση επαναλαμβάνονται, είτε στα προλογικά σημειώματα είτε στα κείμενα του εκάστοτε αφηγητή, οι γνωστές ρητορείες περί αδάμαστου ελληνισμού, αναμασώνται ηθικοπλαστικού τύπου διδάγματα και επανέρχονται κλισέ εκφράσεις και στερεοτυπικά απαράλλαχτα υμνητικά λογύδρια για την ανδρεία, τη γενναιότητα, την αποφασιστικότητα, την αφοσίωση, την ανιδιοτέλεια, την πίστη, το έθνος, την πατρίδα, την ορθοδοξία, την εθνεγερσία. Η γλώσσα αυτή σε συνδυασμό με τις εικόνες που στηρίζονταν σε μια εύκολα χειραγωγήσιμη και διαχειρίσιμη σχεδιαστική «καθαρότητα» και απλοποίηση συνέθεταν σε κάθε αυτοτελή ιστορία ένα μικρό παραμύθι που, στην περιρρέουσα πολιτική ατμόσφαιρα της μετεμφυλιακής Ελλάδας και με τη Δεξιά να επικρατεί εξοντώνοντας και εξορίζοντας τους πολιτικούς αντιπάλους της, συνόδευε τον κυρίαρχο κρατικό λόγο όπως εκφραζόταν και επιβαλλόταν στα σχολικά βιβλία, στις γιορτές και στις παρελάσεις, στις εθνικές αφηγήσεις. Δεν είχαν σημασία και τόσο πολύ η ιστορική ακρίβεια, ο αναστοχασμός, η διαλεκτική, η τεκμηρίωση, η σχέση της ελληνικής επανάστασης με άλλες εξεγέρσεις της εποχής της, η σύνθεση του επαναστατικού υποκειμένου, το πολιτικό στοιχείο. Το μόνο ή ένα από τα λίγα που ενδιέφεραν τους συντελεστές των Κλασσικών Εικονογραφημένων ήταν να περιγράψουν σε αδρές γραμμές αυτά που, λίγο-πολύ, μάθαιναν τα παιδιά στα σχολεία χρησιμοποιώντας μια γλώσσα απλή και κατανοητή, χωρίς υπαινιγμούς και «κινδύνους» για παρεξηγήσεις. Δεν είναι τυχαίο ότι το μεγαλύτερο μέρος των εξωφύλλων των Κλασσικών Εικονογραφημένων που αφορούσαν το 1821 αποτελούσαν ταυτόχρονα τις αλήστου μνήμης εικόνες στις σχολικές αίθουσες (ορισμένες χρησιμοποιούνται μέχρι σήμερα!) που ανασύρονταν σε κάθε εθνική εορτή, καρφώνονταν με πινέζες ή στερεώνονταν με σελοτέιπ και κάλυπταν με τα βλοσυρά και αποφασιστικά πρόσωπα των ηρώων τοίχους και διαδρόμους, πάντα σε γαλανόλευκο φόντο, ανάμεσα σε καριοφίλια και αρχαιοπρεπή τσιτάτα προορισμένα να συντελούν στην εθνική ανάταση, με ισχυρές δόσεις κιτς. Παράδοξο ήταν, ωστόσο, το γεγονός ότι η πλειονότητα των δημιουργών που συνεργάστηκαν και φιλοτέχνησαν τα εγχώρια Κλασσικά Εικονογραφημένα ήταν προοδευτικοί καλλιτέχνες αριστερών καταβολών, με θητεία -προγενέστερα αλλά και μεταγενέστερα- σε εντελώς διαφορετικά έντυπα. Μια εξήγηση δίνει ο Γιάννης Σκαρπέλος, πρόεδρος του Τμήματος Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού του Παντείου Πανεπιστημίου, στο αναλυτικότατο και διεξοδικό βιβλίο του Ιστορική Μνήμη και Ελληνικότητα στα Κόμικς (εκδόσεις Κριτική, 2000): «Είναι επικίνδυνα απλουστευτική η στάση όσων καταδικάζουν τα Κλασσικά Εικονογραφημένα ως λιανοπωλητές του αμερικανικού πολιτιστικού ιμπεριαλισμού, επειδή τα διένεμε η σύζυγος του Αμερικανού Πρέσβη στα ορφανοτροφεία. Και την θεωρούμε ως επικίνδυνα απλουστευτική, διότι μέσα από την αξιολογική κρίση και απόρριψη τα διαγράφουν, παραβλέποντας το γεγονός ότι τα τεύχη των Κλασσικών Εικονογραφημένων επανεκδίδονταν ως τα τέλη τουλάχιστον της δεκαετίας του ’70, ενώ στις αρχές της δεκαετίας του ’90 επιχειρήθηκε μια ακόμη επανέκδοσή τους. Τα Κλασσικά Εικονογραφημένα μίλησαν για το παρελθόν σε πολλές γενιές, εξοικειώνοντάς τες με μια εκδοχή του η οποία μπορούσε να συμβαδίζει ταυτόχρονα με τις αριστερές πεποιθήσεις των δημιουργών και με τις δεξιές αντιλήψεις που επιβάλλονταν στην κοινωνία. »Πιστεύουμε ότι η ιδεολογική ισορροπία ανάμεσα στα δύο, αλλά και το γεγονός ότι είναι μία από τις λίγες σειρές με τόσο μακροχρόνια και συστηματική παρουσίαση του παρελθόντος, καθιστά εύλογη την ενασχόληση με αυτήν, και τη συσχέτιση με τις υπόλοιπες εκδοχές του παρελθόντος που αναπτύσσονται την ίδια περίοδο, τους υπόλοιπους λόγους για το παρελθόν – πολιτικούς ή εκπαιδευτικούς». Από την άλλη, δεν μπορεί κανείς να αγνοήσει το γεγονός ότι τα συγκεκριμένα τεύχη συνέβαλαν στη φιλαναγνωσία και είχαν μια αναμφισβήτητη εκπαιδευτική και παιδαγωγική διάσταση, καθώς έδιναν στα παιδιά την ευκαιρία να διαβάσουν ολοκληρωμένες ιστορίες και να παρακολουθήσουν εικονοποιημένα τα περιστατικά που λαμβάνουν χώρα σε αυτές. Οι εικόνες, τα πορτρέτα, οι τοπιογραφίες και οι πολυπληθείς σκηνές μάχης βασίζονταν εν πολλοίς στη διαδεδομένη εικονογραφία της ελληνικής επανάστασης, όπως την είχαν διαμορφώσει ζωγράφοι του δέκατου ένατου αιώνα, μεταξύ των οποίων ο Ευγένιος Ντελακρουά, ο Καρλ Κρατσάιζεν, ο Θεόδωρος Βρυζάκης, ο Διονύσιος Τσόκος, ο Πέτερ Φον Ες, ο Λουντοβίκο Λιπαρίνι, ο Τζοβάνι Μπότσι κ.ά., ορισμένοι μάλιστα εξ αυτών έχοντας ιδία πείρα, καθώς βρέθηκαν στην Ελλάδα το 1821 και τα χρόνια που ακολούθησαν. Ο εξωραϊσμός των πολεμικών σκηνών, η ωραιοποίηση των ηρώων, οι ευθυτενείς κορμοστασιές, οι ατσαλάκωτες και ολόλευκες φουστανέλες, τα γυαλιστερά καριοφίλια, τα φροντισμένα μουστάκια εν καιρώ πολέμου συνέβαλαν σε μια εικόνα εορταστικού πανηγυριού παρά θανατηφόρων μαχών σώμα με σώμα. Τα κείμενα, αν και υπέπιπταν συχνά σε έναν ηθικοδιδακτικό και πατερναλιστικό τρόπο αφήγησης, μιλώντας για ηρωισμούς, μαρτυρικούς θανάτους, θρυλικές εφορμήσεις και επικούς θριάμβους, ήταν πάντα προσεγμένα ως προς το γλωσσικό μέρος. Και με εξαίρεση ορισμένες υπερβολές, για παράδειγμα στον ρόλο της θρησκείας, εμφορούνταν από μια εξύμνηση του προτάγματος για ελευθερία, για αγώνα, για εξέγερση. Μέσα στις αντιφάσεις τους, τα Κλασσικά Εικονογραφημένα για την ελληνική επανάσταση προσφέρουν ψήγματα γνώσης για το ιστορικό παρελθόν αλλά, ακόμη περισσότερο, αποτελούν αποτυπώματα της χρονικής συγκυρίας κατά την οποία δημιουργήθηκαν, μιας ταραγμένης και σκοτεινής περιόδου της σύγχρονης Ελλάδας. Και το σχετικό link...
×
×
  • Δημιουργία νέου...

Σημαντικές πληροφορίες

Χρησιμοποιώντας αυτή τη σελίδα, αποδέχεστε τις Όρους χρήσης μας.