Μετάβαση στο περιεχόμενο

Αναζήτηση στην Κοινότητα

Εμφάνιση αποτελεσμάτων για ετικέτες 'Η Μεγάλη Βδομάδα του Πρεζάκη'.

  • Αναζήτηση ανά ετικέτες

    Πληκτρολογήστε ετικέτες χωρισμένες με κόμματα.
  • Αναζήτηση ανά συγγραφέα

Τύπος περιεχομένου


Ενότητες

  • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΝΕΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΝΕΑ
  • ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ
    • ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ
    • ΤΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙ
  • ΧΑΛΑΡΩΜΑ
    • ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ
    • ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΡΙΟ
    • ΤΟ ΠΑΖΑΡΙ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Διάφορα
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Ντόναλντ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Super Μίκυ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Κόμιξ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μίκυ Μάους
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μπλα μπλα
  • VINTAGE's Συζήτηση
  • VIDEO GAMES's Γεν. Συζήτηση για Video Games

Blogs

  • Valt's blog
  • Dr Paingiver's blog
  • GCF about comics
  • Vet in madness
  • Θέμα ελεύθερο
  • Film
  • Comics, Drugs and Brocc 'n' roll
  • I don't know karate, but i know ka-razy!
  • Γερμανίκεια
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • Κομικσόκοσμος
  • The Unstable Geek
  • Σκόρπιες Σκέψεις
  • Dhampyr Diaries
  • Περί ανέμων και υδάτων

Ημερολόγια


Βρείτε αποτελέσματα σε ...

Βρείτε αποτελέσματα που ...


Ημερομηνία Δημιουργίας

  • Αρχή

    Τέλος


Τελευταία ενημέρωση

  • Αρχή

    Τέλος


Φιλτράρετε με αριθμό ...

Εγγραφή

  • Αρχή

    Τέλος


Ομάδα


Member Title


MSN


Website URL


Yahoo


Skype


Πόλη


Επάγγελμα


Ενδιαφέροντα

  1. Τα κόμικς για να δημιουργήσουν αφηγήσεις και ιστορίες απαιτούν σενάριο και σχέδια. Συχνά, όμως, το πρώτο από αυτά τα θεμελιώδη συστατικά υποτιμάται. Ο σεναριογράφος κόμικς Δημήτρης Βανέλλης μιλά στην «Εφ.Συν.» για τη σημασία του σεναρίου και τη συνεργασία του με σπουδαίους Έλληνες σχεδιαστές. Ο Δημήτρης Βανέλλης είναι ένας από τους ελάχιστους Έλληνες σεναριογράφους κόμικς με συνέπεια και διάρκεια στη δουλειά του εδώ και περισσότερα από 25 χρόνια. Έχει συνεργαστεί με σημαντικούς σχεδιαστές (Σπύρος Δερβενιώτης, Ηλίας Κυριαζής, Λάζαρος Ζήκος, Μαρία-Ηλέκτρα Ζογλοπίτου κ.ά.) και ιστορικά έντυπα («Βαβέλ», «Σινεμά», «Εννέα» κ.ά.) ενώ επί σειρά ετών υπήρξε μέλος της πρωτοποριακής εικαστικής ομάδας ΜΜ με τον Ηλία Ταμπακέα, τον Σταύρο Ντίλιο, τον Γαβριήλ Παγώνη κ.ά. Τα τελευταία χρόνια προσαρμόζει σε κόμικς μικρές ή μεγαλύτερες ιστορίες σπουδαίων Ελλήνων λογοτεχνών («Παραρλάμα και άλλες Ιστορίες» του Δημοσθένη Βουτυρά, «Το Γιούσουρι και άλλες Φανταστικές Ιστορίες» των Κωνσταντίνου Καβάφη, Ανδρέα Καρκαβίτσα, Κώστα Καρυωτάκη, Πλάτωνα Ροδοκανάκη, Νίκου Νικολαΐδη, Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, «Η Μεγάλη Βδομάδα του Πρεζάκη» του Μ. Καραγάτση, όλα σε σχέδια του Θανάση Πέτρου) και τα σχέδιά του για το μέλλον είναι τολμηρά και μεγάλα. Ένα γνωστό αστείο μεταξύ των ανθρώπων που ασχολούνται με τα κόμικς είναι το πόσο «παραμελημένοι» είναι οι σεναριογράφοι. Νιώθετε έτσι μερικές φορές; Όχι και τόσο. Είναι αλήθεια ότι σχεδόν πάντα μπαίνει μπροστά το όνομα του σχεδιαστή. Είναι επίσης αλήθεια ότι στην πραγματικότητα η δουλειά είναι ακριβώς 50-50 και ότι προφανώς το κόμικς δεν θα υπήρχε αν δεν υπήρχε οποιοσδήποτε από τους δύο. Ωστόσο, αυτό το 50% του σχεδιαστή βρίσκεται τοποθετημένο στη «βιτρίνα». Δηλαδή, κάποιος που θα ξεφυλλίσει ένα κόμικς σε βιβλιοπωλείο θα δει σε πρώτη φάση μόνο την εικόνα (το σενάριο έρχεται αφού αρχίσεις να διαβάζεις), οπότε το αν θα τον τραβήξει και θα προχωρήσει παρακάτω, τις περισσότερες φορές εξαρτάται από την εικόνα. Άρα... Έχετε συνεργαστεί μέχρι τώρα με σημαντικούς Έλληνες σχεδιαστές, όπως ο Σπύρος Δερβενιώτης, ο Θανάσης Πέτρου και άλλοι. Πώς καταφέρνετε κάθε φορά να δημιουργείτε κάποιο σενάριο που να ταιριάζει σε συγκεκριμένο σχεδιαστή; Αυτό είναι μία πολυτέλεια που ισχύει σε μικρές και «φτωχές», σε μέγεθος αγοράς, χώρες όπως η Ελλάδα. Η πολυτέλεια, τουλάχιστον όσον αφορά εμένα, έγκειται στο ότι όλους τους κατά καιρούς συνεργάτες τούς γνώριζα από πριν, είχαμε φιλική σχέση και ήξερα και τη δουλειά και την αισθητική τους. Οπότε, γνωρίζοντάς τους, μπορώ, όταν έχω μια ιδέα, πριν καν αρχίσω να την αναπτύσσω, να ξέρω σε ποιον θέλω να την προτείνω, σε ποιον ταιριάζει. Ευτυχώς ή δυστυχώς δεν βρισκόμαστε απέναντι σε «βιομηχανίες» τύπου Marvel, όπου πληρώνεσαι για να εκτελείς παραγγελίες. Στην Ελλάδα δεν ζούμε που δεν ζούμε από τα κόμικς, οπότε ας μη στερούμαστε τουλάχιστον τη χαρά να έχουμε καλή και φιλική σχέση με τον συνεργάτη μας και να ξέρουμε τι του ταιριάζει. Και αυτό αποτελεί συμβουλή και για τους νέους Έλληνες δημιουργούς που ψάχνουν για συνεργάτη, σχεδιαστή ή σεναριογράφο. Απόσπασμα από «Το Γιούσουρι» σε σενάριο του Δημήτρη Βανέλλη και σχέδια του Θανάση Πέτρου (εκδ. Τόπος) Τα τελευταία χρόνια δείχνετε να έλκεστε περισσότερο από τις μεταφορές σε κόμικς γνωστών έργων Ελλήνων συγγραφέων του παρελθόντος. Πώς ξεκινήσατε να το κάνετε; Ξεκίνησε από μια ιδέα του επιμελητή των απάντων του Βουτυρά, του Βάσια Τσοκόπουλου, ο οποίος κάποια στιγμή πρότεινε: «Γιατί δεν κάνεις κόμικς το “Παραρλάμα;”» (πρόκειται για το γνωστότερο ίσως διήγημα του συγγραφέα). Η ιστορία δημοσιεύτηκε στο αείμνηστο «9», μετά δημοσιεύτηκε κι άλλη ιστορία του Βουτυρά και μετά ο Θανάσης Πέτρου λέει: «Δεν κάνουμε κι ένα άλμπουμ μόνο με ιστορίες του Βουτυρά;». Κι έτσι ξεκίνησε όλο αυτό. Δεν σας κρύβω ότι στη δημιουργία των δύο άλλων άλμπουμ που ακολούθησαν μας ώθησε η εξαιρετική υποδοχή που γνώρισε το «Παραρλάμα». Πόσο δύσκολο είναι να προσαρμοστούν στην εξ ανάγκης αφαιρετική και γλωσσικά λιτή φόρμα των κόμικς πασίγνωστα λογοτεχνικά έργα; Ποιοι κίνδυνοι ελλοχεύουν και πώς τους ξεπερνάτε; Είναι όντως δύσκολο. Αλλά για να είσαι καλός στη δουλειά σου, πρέπει απαραίτητα να διαθέτεις τη δυνατότητα αυτής ακριβώς της προσαρμογής. Το πρώτο πράγμα στο οποίο πρέπει να τα καταφέρνεις είναι να διακρίνεις τα σημαντικά σημεία της ιστορίας, τα απαραίτητα για τη ροή της αφήγησης και να αναδεικνύεις κυρίως αυτά. Και, φυσικά, σε καθαρά λεκτικό επίπεδο, να μπορείς να προσαρμόσεις με λιγότερα λόγια τα όσα εκτενώς περιγράφει ο συγγραφέας. Επίσης, να ισορροπείς σωστά ανάμεσα στο τι απ’ αυτά που γράφει θα γίνει εικόνα (δίχως να χρειάζεται λόγο) και τι απαιτεί και κείμενο, το οποίο πρέπει βέβαια να είναι λιτότερο, περιληπτικότερο και, όπως σωστά λέτε, αφαιρετικό, διατηρώντας όμως το νόημα και την ουσία τόσο της πλοκής όσο και της σκέψης του συγγραφέα. Αν δεν έχεις αυτές τις ικανότητες, μην κάνεις μεταφορά λογοτεχνικού έργου. Γράψε κάτι δικό σου. Βασικός κίνδυνος είναι το να πλατειάσεις προσπαθώντας να πεις όσα ακριβώς γράφει ο συγγραφέας, με τον τρόπο που τα γράφει, να μην καταφέρεις να βγάλεις την ουσία, να μην κάνεις τον σωστό συνδυασμό εικόνας – κειμένου από κάτι που αρχικά είναι μόνο κείμενο. Τότε υπάρχουν προβλήματα στη ροή ή μπορεί η ιστορία να γίνει βαρετή ή και ακατανόητη. «Φανούρης Άπλας» σε σενάριο Δ. Βανέλλη και Δ. Καλαϊτζή και σχέδια του Σ. Δερβενιώτη (εκδ. Μαμούθ) και «Το Γιούσουρι» σε σενάριο του Δημήτρη Βανέλλη και σχέδια του Θανάση Πέτρου (εκδ. Τόπος) Ποιο λογοτεχνικό έργο ξένου συγγραφέα θα θέλατε να προσαρμόσετε σε κόμικς και ποιο πιστεύετε ότι θα ήταν αδύνατο να προσαρμοστεί; Χμμμ… Πιθανώς κάποια από τα μυθιστορήματα ή διηγήματα συγγραφέων επιστημονικής φαντασίας που αγαπώ. Κάποια του Μπάλαρντ, του Μπράντμπερι, του Ντικ… Αδύνατη νομίζω ότι ίσως (και δώστε παρακαλώ ιδιαίτερο βάρος σ’ αυτό το «ίσως») είναι η προσαρμογή σχεδόν πειραματικών, σχεδόν μη αφηγηματικών κειμένων, όπως ας πούμε του Τζόις. Ποτέ δεν ξέρει όμως κανείς… Από τους μεγάλους συγγραφείς της ελληνικής λογοτεχνίας που έχετε προσαρμόσει έργα τους σε κόμικς (Βουτυράς, Καβάφης, Καραγάτσης, Καρκαβίτσας, Ροδοκανάκης, Παπαδιαμάντης κ.ά.) ποιος ήταν ο πιο δύσκολος; Φοβηθήκατε για κάποιον πως δεν θα τα καταφέρετε; Φοβηθήκατε πιθανές αντιδράσεις; Φυσικά ο Παπαδιαμάντης. Και ιερό τέρας είναι, και υπάρχει διάχυτη η άποψη «μην τον αγγίζετε αυτόν», και είναι το θέμα της ιδιαίτερης γλώσσας του, η οποία, κατά τη γνώμη μου τουλάχιστον, πρέπει να αλλάξει και να προσαρμοστεί σε σύγχρονα ελληνικά στα μπαλονάκια ενός κόμικς, πράγμα μη αποδεκτό από πολλούς… Δεν ξέρω αν τα καταφέραμε. Εσείς θα μας πείτε. Βιβλία των Δημήτρη Βανέλλη και Θανάση Πέτρου με έργα της ελληνικής λογοτεχνίας προσαρμοσμένα σε κόμικς (εκδ. Τόπος) Εκτός από σεναριογράφος κόμικς είστε και συγγραφέας επιστημονικής φαντασίας. Ποιες διαφορές υπάρχουν ανάμεσα στα δύο είδη; Πόσο διαφορετική είναι η μεθοδολογία εργασίας; Τεράστιες διαφορές. Ας πω επιγραμματικά (και κάπως απλοϊκά) ότι ο συγγραφέας «κάνει ό,τι γουστάρει» (ανεξάρτητα από το αν το αποτέλεσμα είναι τελικά καλό ή κακό), ενώ ο σεναριογράφος κόμικς έχει όλους αυτούς τους περιορισμούς λόγω της «αφαιρετικής και λιτής γλώσσας» που προαναφέρατε (επίσης ανεξαρτήτως του καλού ή κακού τελικού αποτελέσματος). Σε πρώτο επίπεδο απλώς και μόνο λόγω έλλειψης χώρου. Το σπουδαιότερο όμως είναι ότι ο σεναριογράφος είναι υποχρεωμένος να σκέφτεται με εικόνες, να περιγράφει την εικόνα που περιέχεται σε κάθε καρέ, είτε αυτό είναι βουβό είτε όχι, ενώ ο συγγραφέας ουδεμία τέτοια υποχρέωση έχει. Μπορεί κάλλιστα να γράψει, ας πούμε, μια εκτενέστατη συζήτηση δύο τύπων που απλώς κάθονται σε ένα καφέ και μιλάνε και αυτό να έχει τεράστιο λογοτεχνικό, ακόμα και φιλοσοφικό ενδιαφέρον. Άντε να το κάνεις κόμικς αυτό… Θεωρώ ότι ουσιαστικά συγγραφέας και σεναριογράφος αποτελούνται από διαφορετική «καλλιτεχνική στόφα», γι’ αυτό και στατιστικά είναι λίγοι αυτοί που τα κάνουν αμφότερα. Εργάζεστε επίσης ως βιβλιοθηκονόμος στην ΑΣΚΤ. Οι φοιτητές και διδάσκοντες της σχολής, εικαστικοί και θεωρητικοί, σας γνωρίζουν ως τον συμπαθέστατο και παντογνώστη άνθρωπο περί των βιβλίων τέχνης. Πώς κατορθώνετε να συνδυάζετε τόσο διαφορετικές ιδιότητες; Ή δεν είναι εντέλει πολύ διαφορετικές; Ελπίζω να είναι αλήθεια τα καλά σας λόγια. Στην πραγματικότητα είναι αρκετά απλό. Αρκεί να αγαπάς και να ενδιαφέρεσαι αληθινά για την τέχνη γενικά (εννοώ για αρκετές τέχνες, όχι μόνο μία). Από εκεί και πέρα, το να γνωρίζεις σε βάθος τα πράγματα που τις αφορούν είναι θέμα προσωπικής καλλιέργειας, η οποία –και αυτό είναι το σημαντικότερο– δεν προέρχεται από υποχρέωση, αλλά από προσωπικό ενδιαφέρον ή να είναι κάτι σαν παιχνίδι για σένα. Τότε μπορούν να συνδυαστούν πολλά πράγματα. Όσο για το «δεν είναι εντέλει πολύ διαφορετικές», ε, δεν είναι τυχαίο ότι η τέχνη των κόμικς συνδυάζει εικαστικό και λογοτεχνικό στοιχείο… Απλώς, και θα πρέπει να το τονίσω αυτό, παρά το ότι αυτές είναι οι δύο βασικές τέχνες στις οποίες πατά, ποτέ να μην ξεχνάμε ότι το τελικό αποτέλεσμα είναι κάτι εντελώς διαφορετικό και αυτόνομο ως τέχνη, είναι δηλαδή μια άλλη τέχνη και όχι το απλό άθροισμα των δύο. Άλλωστε σε καλλιτεχνικά θέματα, ποτέ ένα κι ένα δεν κάνει δύο. Κάνει κάτι διαφορετικό. Μερικές απλές σκέψεις για την τόσο σύνθετη τέχνη του κινηματογράφου θα σας πείσουν γι' αυτό. Απόσπασμα από το «Παραρλάμα» σε σενάριο του Δ. Βανέλλη και σχέδια του Θ. Πέτρου (εκδ. Τόπος) Και από δω και πέρα τι να περιμένουμε; Μετά από τόσες μεγάλες επιτυχίες ποια είναι τα μελλοντικά σας σχέδια; Τα όνειρά σας; Σχέδια αρκετά. Προχωράμε ήδη δύο κόμικς ταυτόχρονα, για τα οποία θα μου επιτρέψετε να μην πω τίποτα, αφού ακόμα αργεί η έκδοσή τους. Όνειρα; Εκτός από το προφανές, ότι θα επιθυμούσα να είμαι καλός σ’ αυτό που κάνω, θα κρατήσω τα υπόλοιπα για τυχόν ψυχαναλυτή (αν και, μεταξύ μας, δεν με βλέπω να πηγαίνω ποτέ σε τέτοιον). Και το σχετικό link...
  2. Όταν η λογοτεχνία γίνεται εικόνα Η λογοτεχνία τροφοδοτεί με σενάρια τα κόμικς. Βλέπουμε όχι μόνο ξένους, αλλά και εγχώριους δημιουργούς να καταπιάνονται με κάποιο αγαπημένο τους ανάγνωσμα, δημοφιλές και πολυδιαβασμένο, ή κάτι πιο προσωπικό, ένα λιγότερο γνωστό μυθιστόρημα ή διήγημα που σημαίνει πολλά γι’ αυτούς, και να το αποδίδουν ως γκράφικ νόβελ. Και τελευταία έχουμε δει αξιόλογες τέτοιες δουλειές. Πέρσι ο Γιώργος Τσιαμάντας διασκεύασε το διήγημα «Η Παναγιά η Χελιδονού» της Γαλλίδας συγγραφέως Μαργκερίτ Γιουρσενάρ. Το εγχείρημα ήταν πετυχημένο, ο δημιουργός με ένα προσωπικό στυλ, που αποτυπώνει το βουκολικό στοιχείο της ελληνικής φύσης, την παγανιστική μυθολογία και τις εκκλησιαστικές παραδόσεις, επέτρεψε να βγει μια όμορφη κόμικς ιστορία (εκδ. Comicdom Press). Την ίδια χρονιά, ο Soloup εξέπληξε τους πάντες με το «Αϊβαλί» (εκδ. Κέδρος), αυτό το αριστούργημα για τη μικρασιατική πόλη του τότε και του σήμερα, το οποίο «πάτησε» σε κείμενα των Αϊβαλιωτών λογοτεχνών, των Ελλήνων Φώτη Κόντογλου, Ηλία Βενέζη, Αγάπης Βενέζη-Μολυβιάτη και του Τούρκου Αχμέτ Γιορουλμάζ. Και, βέβαια, είναι ο σεναριογράφος Δημήτρης Βανέλλης και ο σχεδιαστής Θανάσης Πέτρου που έχουν ξεκινήσει μια σειρά κόμικς βασιζόμενοι στην ελληνική λογοτεχνία, μια πρωτοβουλία που εγκαινιάστηκε από τις εκδόσεις Τόπος. Με την πρώτη τους απόπειρα να κυκλοφορεί το 2011, με τίτλο «Παραρλάμα και άλλες ιστορίες του Δημοσθένη Βουτυρά», και τη δεύτερη το 2012, «Το Γιούσουρι και άλλες φανταστικές ιστορίες», βασισμένες σε κείμενα των Καβάφη, Καρυωτάκη, Καρκαβίτσα, Ροδοκανάκη, Νικολαΐδη του Κύπριου και Παπαδιαμάντη, τώρα, στην τρίτη τους προσπάθεια και σίγουρα πιο έμπειροι, δοκιμάζονται στον Μ. Καραγάτση. Ο Πέτρου και ο Βανέλλης μεταφέρουν σε κόμικς το λιγότερο γνωστό διήγημα του Καραγάτση «Η Μεγάλη Βδομάδα του Πρεζάκη» και κάνουν έξοχη δουλειά. Σε άρτια δουλεμένα και στημένα καρέ, και διατηρώντας τον ζωηρό, αληθοφανή λόγο και τον μυθοπλαστικό χαρακτήρα του Ελληνα λογοτέχνη, αφηγούνται τη αλληγορική περιπλάνηση ενός ανθρώπου εξαρτημένου από την ηρωίνη. Το σκηνικό είναι ο Πειραιάς τη δεκαετία του ’30. Ο ναρκομανής Χρήστος Νεζερίτης είναι ένας ανεπιθύμητος από την κοινωνία, ένας παρίας, που έχει τη δική του παράλληλη Εβδομάδα των Παθών. Οταν θα βρεθεί σε έναν καφενέ, για να τον περιγελάσουν, θα τον βάλουν να αφηγηθεί κάτι. Εκείνος θα πει μια παραβολή για έναν πλούσιο που πάντρευε την κόρη του, αλλά η υψηλή κοινωνία αρνείται την πρόσκληση. Και στο τραπέζι του γάμου, σε κάποιον άλλον Μυστικό Δείπνο, «μαζεύτηκαν λέτσοι και πειναλέοι και απένταροι αριστοκράτες». Αφού τελειώσει την αφήγησή του, ο Πρεζάκης διώκεται κλοτσηδόν από τον καφενέ. Τον περιμαζεύει η μητέρα του και του φέρεται στοργικά. Ομως εκείνος θα κυλήσει πάλι στην πρέζα, θα βρεθεί στη φυλακή και θα κατηγορηθεί από την αστυνομία ως κομμουνιστής, λόγω της ιστορίας που είχε πει στον καφενέ. Πεθαίνει στο κρατητήριο από υπερβολική δόση. Και ανασταίνεται. Εχει μια δεύτερη ευκαιρία να δει τη ζωή καθαρός πλέον, εξαγνισμένος. Κοινωνική σάτιρα Η «Μεγάλη Βδομάδα του Πρεζάκη» είναι μια σάτιρα απέναντι στην κοινωνία. Μια κριτική απέναντι στην υποκριτική φιλευσπλαχνία των θρησκόληπτων, στη στάση και τις διδαχές της Εκκλησίας, στον ρόλο της εξουσίας. Είναι η ιστορία ενός ανθρώπου που δεν άντεξε τις πληγές που του άφησε μια γυναίκα που ήταν «πολύ όμορφη και πολύ έξυπνη γι’ αυτόν», και βρήκε τη σκοτεινή λύτρωση στα ναρκωτικά. Και ο τρόπος που αυτό το διήγημα έχει περάσει στο χαρτί ως κόμικς είναι υποδειγματικός. Ο Βανέλλης φτιάχνει ένα ταχύ και συμπαγές σενάριο, με ουσία και αμεσότητα. Και ο Πέτρου, ένας χαρισματικός σχεδιαστής όπου τα καρέ του ξεχωρίζουν τόσο για τη λεπτομέρεια και τους χρωματισμούς όσο και για την εκφραστικότητα των πρόσωπων (ο οποίος πρόσφατα είδε το «Πτώμα» που είχε συνδημιουργήσει με τους Τάσο Ζαφειριάδη και Γιάννη Παλαβό να μεταφράζεται στα γαλλικά), υφαίνει εικόνες γεμάτες ζωντάνια. Είτε πρόκειται για ρεαλιστικές σκηνές όπου πετυχαίνει το πνεύμα της εποχής, είτε για τη διάσταση του ονειρικού κατά το καταραμένο γαλήνεμα του ήρωα από την πρέζα. Πηγή
  3. Δεν ήταν και πολύ συνηθισμένη η μεταφορά κειμένων της νεοελληνικής λογοτεχνίας σε κόμικς. Μέχρι που ανέλαβαν δράση οι Δημήτρης Βανέλλης (σενάρια) και Θανάσης Πέτρου (σχέδια). Μετά το «Παραρλάμα» του Δημοσθένη Βουτυρά και το «Γιούσουρι», βασισμένο σε διηγήματα των Καβάφη, Καρυωτάκη, Παπαδιαμάντη κ.ά., οι δύο καλλιτέχνες επιστρέφουν με το «Η Μεγάλη Βδομάδα του Πρεζάκη», του Μ. Καραγάτση (εκδ. Τόπος). Ο Θανάσης Πέτρου μάς εξηγεί τα πώς και τα γιατί. O «Μυστικός Δείπνος» των απόκληρων, με τον Πρεζάκη ανάμεσά τους, θα έχει άσχημη κατάληξη. Και έτσι ξεκινά η Μεγάλη Εβδομάδα των παθών του. • Μετά τη μεταφορά σε κόμικς των έργων του Δημοσθένη Βουτυρά, του Καβάφη, του Καρυωτάκη, του Παπαδιαμάντη, ακολουθεί τώρα ο Μ. Καραγάτσης. Πώς έγινε η επιλογή αυτή; Και μάλιστα για ένα από τα λιγότερο γνωστά διηγήματά του; Το καλοκαίρι του 2014, συζητούσαμε με τον Δημήτρη Βανέλλη και τους υπεύθυνους των εκδόσεων Τόπος για τη δεύτερη έκδοση από το «Γιούσουρι», το οποίο ήταν εξαντλημένο, και για το ενδεχόμενο να συνεχίσουμε με ένα τρίτο άλμπουμ στην ίδια σειρά με διασκευές λογοτεχνικών κειμένων σε κόμικς. Συμφωνήσαμε ότι όλους μάς ενδιέφερε μια τρίτη προσπάθεια. Ο Βανέλλης μού πρότεινε κάποια κείμενα και ανάμεσά τους ήταν «Η Μεγάλη Βδομάδα του Πρεζάκη» του Μ. Καραγάτση, το διάβασα, μου άρεσε. Το προτείναμε στους εκδότες, στους οποίους επίσης άρεσε και ξεκινήσαμε να δουλεύουμε. Βασική προϋπόθεση για την επιλογή μας ήταν το κείμενο να είναι κατάλληλο ώστε να διασκευαστεί σε κόμικς και νομίζω ότι το διήγημα του Καραγάτση ήταν απολύτως ταιριαστό. Για να έλθει η λύτρωση και η «απελευθέρωση» του Πρεζάκη προηγήθηκε το ταξίδι του στον Παράδεισο και στην Κόλαση. Και η απόρριψή του από παντού. • Στα προηγούμενα έργα σας με τον Δ. Βανέλλη προτιμούσατε ολιγοσέλιδες ιστορίες με πιο συμπυκνωμένη αφήγηση. Τώρα ξετυλίγετε την ιστορία σε 64 σελίδες. Γιατί αυτή η «αλλαγή»; Στο «Παραρλάμα» κάναμε πολλά διηγήματα ενός συγγραφέα, στο «Γιούσουρι» είχαμε πολλούς συγγραφείς με ένα διήγημα, ο συνδυασμός που μας έλειπε ήταν ένα διήγημα και ένας συγγραφέας. Για να απαντήσω πιο σοβαρά, το να διαχειριστείς μια αφήγηση που εκτείνεται πέρα από τις 15-20 σελίδες είναι μια πολύ ωραία πρόκληση. Πρέπει να ψάξεις αρκετά τον ρυθμό της αφήγησης, τη σχεδιαστική ομοιογένεια, την ατμόσφαιρα που καλείσαι να δημιουργήσεις. Επιπλέον έχουμε κατά νου να χτυπήσουμε κάποιες πόρτες στο εξωτερικό, οπότε είναι πιο εύκολο να έχεις θετική ανταπόκριση με μια ενιαία ιστορία, παρά με μια συλλογή από ολιγοσέλιδα κόμικς, κάτι που δεν συνηθίζεται εκδοτικά στην Ευρώπη. • Δεν φοβηθήκατε μήπως κατηγορηθείτε για ασέβεια και προσβολή προς τα θεία, ιδιαίτερα με την κυκλοφορία του βιβλίου τη Μεγάλη Εβδομάδα; Όχι, τι και ποιον να φοβηθούμε; Πρόκειται για μια σάτιρα. Ενδεχομένως, κάποιοι να ενοχληθούν, αλλά υπάρχει άραγε μη ενοχλητική σάτιρα; Εάν δεν ενοχληθεί κανένας, μάλλον πρόκειται για σαπουνόπερα και όχι για σάτιρα. • Ο Πρεζάκης είναι ένας «δε-χωράω-πουθενά» τύπος, γι' αυτό γίνεται συμπαθής και παραμένει ανθρώπινος. Πώς προσέγγισες τη σχεδιαστική του απόδοση; Ο Πρεζάκης του Καραγάτση μού έγινε ιδιαίτερα συμπαθής διαβάζοντας το διήγημα. Ναι, είναι ένας χαρακτήρας που έχει απογοητευτεί, που έχει παραστρατήσει και βουλιάζει μέσα στον κοινωνικό του περίγυρο, αλλά ακόμα κι όταν προσπαθεί να κλέψει δεν γίνεται ένας άνθρωπος που κυριαρχείται από κακία, δεν το κάνει από ιδιοτέλεια, θέλει να ικανοποιήσει την παρέα του. Επομένως και σχεδιαστικά ήθελα να στήσω έναν ήρωα που ναι μεν είναι ταλαιπωρημένος αλλά, παρά τις ανομίες του, δεν γίνεται αποκρουστικός. • Τελικά πόσο δύσκολο είναι να εικονοποιείς ένα λογοτεχνικό κείμενο; Επιζητείς την ιστορική ακρίβεια (ρούχα εποχής, τοποθεσίες κ.λπ.) ή είναι πιο ελεύθερη η μεταφορά; Σε κάθε περίπτωση, πριν ξεκινήσω το σχέδιο, υπάρχει μια μεγάλη φάση αναζήτησης τεκμηρίων, φωτογραφιών, εικόνων. Ο «Πρεζάκης» διαδραματίζεται στον Πειραιά. Είναι μια πόλη που δεν την ξέρω, δεν ξέρω τη χωροταξία της, δεν έχω ζήσει εκεί. Επιπλέον η αφήγηση είναι τοποθετημένη αρκετές δεκαετίες πίσω, οπότε έπρεπε με κάποιο τρόπο να βρω σχετικό υλικό, όχι τόσο για την τοπογραφική ακρίβεια, αλλά για να δημιουργήσω μια αληθοφανή ατμόσφαιρα. Δεν ξέρω αν έχω κάνει μεγάλες αστοχίες, άλλωστε κάποια τοπωνύμια ουσιαστικά ήταν αδύνατον να τα πιστοποιήσω με φωτογραφικό υλικό της εποχής. Για παράδειγμα, δεν βρήκα τίποτε για τη γέφυρα όπου ήταν ο φόρος στο Μοσχάτο, πέρα από κάποιες περιγραφές, οπότε αναγκαστικά αυτοσχεδίασα. • Στα έργα σου συχνά συνεργάζεσαι με άλλους σεναριογράφους και κυρίως με τον Δημήτρη Βανέλλη. Λειτουργείς καλύτερα όταν σχεδιάζεις τα σενάρια άλλων δημιουργών. Ναι, προτιμώ να σχεδιάζω με σενάρια άλλων. Τα σενάρια που έχω ξεκινήσει μόνος μου τα τελευταία χρόνια είναι πολύ μεγάλα και θέλουν πολλούς μήνες αφιέρωσης και δουλειάς, οπότε, προς το παρόν, τα έχω στο ψυγείο. Προτιμώ την έκπληξη που θα μου προσφέρει η ανάγνωση ενός έτοιμου σεναρίου, το οποίο θα με βάλει στο δικό του σύμπαν. Με τον Βανέλλη έχουμε μια ιδιαίτερη σχέση, επόμενο είναι. Έχουμε φτιάξει πάνω-κάτω 300 σελίδες κόμικς παρέα. Έχουμε βρει το δικό μας modus operandi. Στο σενάριο τον πρώτο λόγο τον έχει φυσικά αυτός, χωρίς όμως κάτι τέτοιο να σημαίνει ότι και εγώ δεν εκφράζω την άποψή μου. Το ίδιο ισχύει αντίστοιχα και για το σχέδιο. Εγώ σχεδιάζω, βλέπουμε τις σελίδες και τις συζητάμε. Πρόκειται για μια διαδικασία αλληλεπίδρασης και επικοινωνίας. Στην περίπτωση του «Πρεζάκη», ο Βανέλλης έκανε από μόνος του κάποια σκαριφήματα με το στήσιμο της κάθε σελίδας, πριν μου στείλει το σενάριο. Κάποια στιγμή μού τα έδωσε και τελικά το δικό του προσχέδιο έμοιαζε πολύ με τη δική μου σελίδα. Η Μεγάλη Βδομάδα του Πρεζάκη, βασισμένη στο ομότιτλο διήγημα του Μ. Καραγάτση, σε σενάριο του Δημήτρη Βανέλλη και σχέδια του Θανάση Πέτρου κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Τόπος. • Είσαι πτυχιούχος της Γαλλικής Φιλολογίας και γλωσσολόγος, παίζεις μπουζούκι, κάνεις μεταφράσεις και εικονογραφήσεις. Ποια πτυχή του εαυτού σου συμπληρώνει η δημιουργία κόμικς; Τα κόμικς υπάρχουν στη ζωή μου απ' τα παιδικά μου χρόνια αδιάκοπα, παλιότερα ως αναγνώσματα και πλέον ως μια δημιουργική διαδικασία. Έχω ασχοληθεί με πολλά και ετερόκλητα πράγματα στη ζωή μου, αλλά η δημιουργία κόμικς εδώ και αρκετό καιρό απορροφά ένα πολύ μεγάλο μέρος της ενέργειας και της διάθεσής μου, χωρίς να χάνεται η ερωτική έλξη που νιώθω για την ίδια την τέχνη των κόμικς. • Και ως αναγνώστης ποια κόμικς προτιμάς; Σαφώς η προτίμησή μου ήταν και είναι τα ευρωπαϊκά κόμικς. Αλλά οφείλω να ομολογήσω ότι όσο περνάει ο καιρός διαβάζω όλο και λιγότερα κόμικς. Πάντως, πρόσφατα κατενθουσιάστηκα με τις «Τρεις Σκιές» του Cyril Pedrosa. Εξαιρετική αφήγηση και πολύ όμορφο σχέδιο. • Στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα εξακολουθούν, παρά την κρίση, να δημιουργούνται, να πωλούνται και να διαβάζονται κόμικς. Πού αποδίδεις αυτήν την ανθεκτικότητα του είδους; Το ότι «δημιουργούνται και διαβάζονται κόμικς στην Ελλάδα» είναι σίγουρο, το ότι «πωλούνται» είναι υπό συζήτηση. Τα κόμικς μοιάζουν να ευημερούν στην Ελλάδα κυρίως γιατί υπάρχουν ακόμα δημιουργοί που επιμένουν να δουλεύουν με ελάχιστα έως ανύπαρκτα έσοδα, ενώ ταυτόχρονα εμφανίζονται διαρκώς νέοι και ορεξάτοι δημιουργοί που καταπιάνονται κυρίως με τις αυτοεκδόσεις. • Ως δάσκαλος τι συμβουλεύεις τους φοιτητές σου για να γίνουν επιτυχημένοι δημιουργοί, πέραν των τεχνικών ικανοτήτων και δεξιοτήτων; Λίγες είναι οι συμβουλές μου: πολλή δουλειά, πολύ διάβασμα, όχι μόνο κόμικς, κριτική ματιά και αυτοκριτική. Ποιος είναι Ο Θανάσης Πέτρου. Φωτογραφία: Δήμητρα Παντούλια Ο Θανάσης Πέτρου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1971. Σπούδασε Γαλλική Φιλολογία και έκανε μεταπτυχιακό στην Κοινωνιογλωσσολογία. Το 2002 κέρδισε το πρώτο βραβείο στον Διαγωνισμό Κόμικς (κατηγορία Νέα Ταλέντα) που διοργανωνόταν από το «9» της «Ελευθεροτυπίας» και από το 2004 έγινε μόνιμος συνεργάτης του «9». Το 2005 αποφοίτησε με άριστα από τον ΑΚΤΟ και πλέον διδάσκει στο τμήμα Sketch-Comics-Cartoon. Κόμικς του έχουν δημοσιευτεί στο «9», στη «Γαλέρα», στη «Βαβέλ», στη «Σχεδία» και αλλού. Έργα του είναι «Ο Τυμπανιστής και οι Φίλοι του», σε σενάρια των Δ. Βανέλλη, Π. Ζερβού, Π. Κούστα, Α. Παπαδόπουλου και δικά του (εκδ. Βιβλιοπέλαγος, 2008), «Παραρλάμα και Αλλες Ιστορίες» του Δημοσθένη Βουτυρά, σε σενάριο του Δ. Βανέλλη (εκδ. Τόπος, 2011), «Το Πτώμα», σε σενάριο των Τ. Ζαφειριάδη και Γ. Παλαβού (εκδ. Jemma Press), «Το Γιούσουρι και άλλες Φανταστικές Ιστορίες» σε σενάρια του Δ. Βανέλλη, βασισμένα σε διηγήματα των Καβάφη, Καρυωτάκη, Παπαδιαμάντη κ.ά. (εκδ. Τόπος, 2012), «Αctors», (εκδ. Cartoonark, 2013). Έχει βραβευτεί στα Comicdom Awards και στα βραβεία ΕΒΓΕ. Και το σχετικό link...
×
×
  • Δημιουργία νέου...

Σημαντικές πληροφορίες

Χρησιμοποιώντας αυτή τη σελίδα, αποδέχεστε τις Όρους χρήσης μας.