Μετάβαση στο περιεχόμενο

Αναζήτηση στην Κοινότητα

Εμφάνιση αποτελεσμάτων για ετικέτες 'Εκδόσεις ΚΨΜ'.

  • Αναζήτηση ανά ετικέτες

    Πληκτρολογήστε ετικέτες χωρισμένες με κόμματα.
  • Αναζήτηση ανά συγγραφέα

Τύπος περιεχομένου


Ενότητες

  • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΝΕΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΝΕΑ
  • ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ
    • ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ
    • ΤΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙ
  • ΧΑΛΑΡΩΜΑ
    • ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ
    • ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΡΙΟ
    • ΤΟ ΠΑΖΑΡΙ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Διάφορα
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Ντόναλντ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Super Μίκυ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Κόμιξ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μίκυ Μάους
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μπλα μπλα
  • VINTAGE's Συζήτηση
  • VIDEO GAMES's Γεν. Συζήτηση για Video Games

Blogs

  • Valt's blog
  • Dr Paingiver's blog
  • GCF about comics
  • Vet in madness
  • Θέμα ελεύθερο
  • Film
  • Comics, Drugs and Brocc 'n' roll
  • I don't know karate, but i know ka-razy!
  • Γερμανίκεια
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • Κομικσόκοσμος
  • The Unstable Geek
  • Σκόρπιες Σκέψεις
  • Dhampyr Diaries
  • Περί ανέμων και υδάτων

Ημερολόγια


Βρείτε αποτελέσματα σε ...

Βρείτε αποτελέσματα που ...


Ημερομηνία Δημιουργίας

  • Αρχή

    Τέλος


Τελευταία ενημέρωση

  • Αρχή

    Τέλος


Φιλτράρετε με αριθμό ...

Εγγραφή

  • Αρχή

    Τέλος


Ομάδα


Member Title


MSN


Website URL


Yahoo


Skype


Πόλη


Επάγγελμα


Ενδιαφέροντα

  1. 32 χρόνια μετά το «Palestine», 15 μετά το «Footnotes in Gaza» και ύστερα από μια σειρά πολεμικές συρράξεις στον πλανήτη που κάλυψε με τα κόμικς του, ο Τζο Σάκο επανέρχεται στην πολύπαθη Παλαιστίνη με τη νέα σειρά του «The War on Gaza». Σαν να μην πέρασε μια μέρα… «Πριν από πολύ καιρό, όταν ήμουν στη Γάζα, είπα στον φίλο μου τι θα έπρεπε να κάνουν οι Παλαιστίνιοι. Θα έπρεπε να παραδειγματιστούν από τον Γκάντι. Και να διαδηλώσουν μαζικά και ειρηνικά στον ισραηλινό φράχτη που περιβάλλει τη Γάζα ώστε ο κόσμος να επιδοκιμάσει τη μη βία τους και να υποχρεώσει τους ντροπιασμένους Ισραηλινούς να βάλουν τέλος στην καταπίεση. Ο φίλος με κοίταξε σαν ούφο. “Τζο, θα μας πυροβολήσουν”. Λίγα χρόνια αργότερα, το 2018 και 2019, οι κάτοικοι της Γάζας έκαναν κάτι παρόμοιο με αυτό που είχα προτείνει. Στη “Μεγάλη Πορεία της Επιστροφής”, πέρασαν βδομάδες επί βδομάδων στον οχυρωμένο φράχτη διαμαρτυρόμενοι για τον αποκλεισμό της Γάζας και διεκδικώντας τα δικαιώματά τους όπως καθορίζονταν από τα επί μακρόν αγνοημένα ψηφίσματα του ΟΗΕ. Οι διαδηλωτές ήταν εντυπωσιακά ειρηνικοί (αν και ορισμένοι πετούσαν πέτρες στα κάγκελα). Και όπως είχε προβλέψει ο φίλος μου, άρχισαν να πυροβολούνται μαζικά. Μερικές εκατοντάδες σκοτώθηκαν και χιλιάδες τραυματίστηκαν. Η Διεθνής Αμνηστία ισχυρίστηκε ότι οι Ισραηλινοί ελεύθεροι σκοπευτές στόχευαν σκόπιμα στα κάτω άκρα ώστε να προκαλέσουν ανεπανόρθωτες βλάβες όπως ακρωτηριασμούς. Ο υπόλοιπος κόσμος χασμουρήθηκε και πήγε παρακάτω. Έπειτα από αυτό δεν είχα άλλες προτάσεις για το τι θα έπρεπε να κάνουν οι Παλαιστίνιοι». Έτσι περιγράφει ο Τζο Σάκο το αδιέξοδο του Δυτικού, εκ του ασφαλούς ειρηνιστή, πολίτη απέναντι στην κατάσταση της Παλαιστίνης. Αυτές τις ωραίες σκέψεις τις κάνουμε όλοι. Η πραγματικότητα όμως είναι πολύ πιο σκληρή από τις σκέψεις μας. Και οι Παλαιστίνιοι δεν μπορούν να περιμένουν την έγκρισή μας. Κάπου εκεί, ο «υπόλοιπος κόσμος» χασμουριέται και αλλάζει κανάλι. Ο Τζο Σάκο πιάνει τα μολύβια του και κάνει κόμικς. Η νέα εβδομαδιαία σειρά του με τίτλο The War on Gaza ξεκίνησε πριν από λίγες εβδομάδες στη διαδικτυακή πλατφόρμα του περιοδικού The Comics Journal και είναι ελεύθερα προσβάσιμη (https://www.tcj.com/topic/the-war-on-gaza/). Σε μια σπάνια και ριψοκίνδυνη κίνηση μάλιστα, με δεδομένη την εν γένει φιλοϊσραηλινή αμερικανική στάση παρά τις εξαιρέσεις, ο εκδότης του The Comics Journal και της εταιρείας Fantagraphics Gary Groth, και ο αναπληρωτής εκδότης Eric Reynolds, προλόγισαν τη σειρά με μια εκτενή δήλωση σαφούς υποστήριξης στον παλαιστινιακό λαό, στην οποία κατέληγαν σε μια σειρά αιτημάτων και ζητούσαν «άμεση κατάπαυση του πυρός», «να επιτραπεί άμεσα η ανθρωπιστική βοήθεια προς τη Γάζα», «να μπει τέλος στο ισραηλινό καθεστώς του απαρτχάιντ», «να διαλυθούν οι παράνομοι οικισμοί των εποίκων του Ισραήλ στη Δυτική Όχθη», «να απελευθερωθούν οι φυλακισμένοι/όμηροι από το Ισραήλ και από τη Χαμάς», «να διερευνηθούν τα εγκλήματα πολέμου από το Διεθνές Δικαστήριο» κ.ά., χρησιμοποιώντας ως κατακλείδα τα λόγια του Αλμπέρ Καμί από το 1945 υπέρ της ειρήνης και ενάντια στη συνέχιση του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου: «Δεν πρόκειται πια για προσευχή αλλά για απαίτηση που πρέπει να εκφραστεί από όλους τους λαούς προς τις κυβερνήσεις τους – μια απαίτηση να επιλέξουν με σαφήνεια μεταξύ της κόλασης και της λογικής». Στο Palestine (κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις ΚΨΜ) που ξεκίνησε να φιλοτεχνεί το 1992, ο Τζο Σάκο κατέγραψε με συγκλονιστικό τρόπο τις προσωπικές του μαρτυρίες από την παραμονή του στην Παλαιστίνη για μεγάλο χρονικό διάστημα. Όπως ο ίδιος έχει επανειλημμένα δηλώσει, το κίνητρο για την επίσκεψή του ήταν αρχικά καθαρά προσωπικό, ήθελε να δει με τα μάτια του τι ακριβώς συμβαίνει εκεί. Στην πορεία ωστόσο, ένιωσε την υποχρέωση να μεταφέρει σε κόμικς αυτά που έβλεπε και να τα μεταδώσει σε όσους και όσες δεν αρκούνταν στη σκόπιμη παραπληροφόρηση των ΜΜΕ και της κυβέρνησης αναφορικά με το παλαιστινιακό ζήτημα. «Στον κόσμο του Τζο Σάκο δεν υπάρχουν εικόνες αποκομμένες από κάθε ιστορική ή κοινωνική πηγή, από κάθε ζώσα πραγματικότητα, δεν υπάρχουν γλυκομίλητοι εκφωνητές και παρουσιαστές ούτε γλοιώδεις αφηγήσεις ισραηλινών θριάμβων, δημοκρατίας και επιτευγμάτων ούτε υποκριτικές και εγκεκριμένες απεικονίσεις Παλαιστινίων που πετάνε πέτρες και απαρνούνται τα πάντα, καθώς και εικόνες κακών φονταμενταλιστών, των οποίων ο βασικός σκοπός είναι να κάνουν τη ζωή δύσκολη στους φιλειρηνικούς και κατατρεγμένους Ισραηλινούς […] Ο Σάκο πουθενά δεν πλησιάζει πιο κοντά στην πραγματικότητα της ύπαρξης ενός μέσου Παλαιστινίου από όταν απεικονίζει τη ζωή στη Γάζα, στην εθνική τους Κόλαση», έγραφε ο Έντουαρντ Σαΐντ στην εισαγωγή του στο Palestine. Σε αυτή την κόλαση επέστρεψε ο Σάκο χρόνια αργότερα καθώς τα πράγματα στη Λωρίδα της Γάζας, αντί να βελτιώνονται, πήγαιναν ακόμη χειρότερα. «Οι Παλαιστίνιοι ποτέ δεν φαίνεται να έχουν την πολυτέλεια να αφομοιώσουν μια τραγωδία πριν τους χτυπήσει η επόμενη», έγραφε ο ίδιος προλογίζοντας το ογκώδες (418 σελίδες) Footnotes in Gaza, ένα σπαρακτικό οδοιπορικό στο παρελθόν και το (τότε) παρόν του πιο μεγάλου και πυκνοκατοικημένου γκέτο στην ιστορία της ανθρωπότητας. Με μαρτυρίες και αφηγήσεις Παλαιστινίων και με τη δική του αυτοψία, με επισκέψεις σε σπίτια χωρίς στέγες, ξερά χωράφια, λασπωμένους χωματόδρομους, κατεστραμμένα νοσοκομεία και γεμάτα νεκροταφεία, ο Σάκο, απαισιόδοξος και οργισμένος, με μια εξαντλητική τεκμηρίωση και πολλά αποδεικτικά στοιχεία, αποδίδει μια πραγματικότητα διαρκώς αποσιωπημένη στον δυτικό κόσμο. Τα χρόνια που προηγήθηκαν αλλά και αυτά που ακολούθησαν τη δεύτερη επίσκεψή του στην Παλαιστίνη, κάλυψε με τα δημοσιογραφικά του κόμικς τα γεγονότα σε πολλές ακόμα θερμές περιοχές του πλανήτη: τη Βοσνία κατά τον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας (Safe Area Gorazde, The Fixer), το κατεχόμενο από τους Αμερικανούς Ιράκ, την Ινδία, την Τσετσενία (Journalism), τη γενέτειρά του Μάλτα (The Unwanted), ακόμα και τις ΗΠΑ της ανεργίας, της φτώχειας και του ρατσισμού (Days of Destruction, Days of Revolt). Περισσότερες από τρεις δεκαετίες ωστόσο, μετά την πρώτη του μεγάλη αποστολή στην Παλαιστίνη, φαίνεται ότι τίποτα από τότε δεν έχει αλλάξει. Γι’ αυτό και ο Τζο Σάκο επανέρχεται στη Γάζα, πιο σαρκαστικός, αγανακτισμένος και θυμωμένος από ποτέ. Θυμωμένος με την εγκληματική πολιτική του Ισραήλ, με το διαρκές χασμουρητό της Δύσης, με την αδιαφορία των πολιτών και περισσότερο απ’ όλα, με την υποκρισία της κυβέρνησης των ΗΠΑ. Στην πιο πρόσφατη από τις ιστορίες του της σειράς The War on Gaza αναφέρεται στη διγλωσσία του Τζο Μπάιντεν και στην προσπάθεια των Αμερικανών από τη μια να εξοπλίζουν και να στηρίζουν διαρκώς το Ισραήλ, αλλά από την άλλη να παρουσιάζονται ως ανθρωπιστές. Με αφορμή τα λόγια του εκπροσώπου Τύπου του Λευκού Οίκου John Kirby προς τους διαμαρτυρόμενους δημοσιογράφους («Δείξτε μου ακόμα ένα έθνος, οποιοδήποτε έθνος που κάνει τόσα πολλά όσα οι Ηνωμένες Πολιτείες για να ανακουφίσει τους ανθρώπους της Γάζας από τον πόνο και την οδύνη»), καταλήγει στο δικό του πικρό σχόλιο: «Η Αμερική είχε μόλις εφεύρει τη Γενοκτονία με πιο ανθρώπινο πρόσωπο. Η πατέντα εκκρεμεί». Και το σχετικό link...
  2. Εξαιρετικό γκράφικ νόβελ για την προσωπικότητα ενός ξεχασμένου επαναστάτη στην εποχή της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Ο λόγος για το γκράφικ νόβελ των νέων Αμερικανών Mπέα Ντέιβις (1990) και Πάτρικ Σπετ (1982), εκ των οποίων η πρώτη είναι ανεξάρτητη εικονογράφος και σχεδιάστρια κόμικς, που σπούδασε Οπτική Επικοινωνία στη Σχολή Παραστατικών Τεχνών της Νέας Υόρκης και στη Σχολή Καλών Τεχνών «Βάισενζεε» στο Βερολίνο, ένθα και εργάζεται. Στην ίδια πόλη ζει και ο Σπετ ως συγγραφέας και επιμελητής. Μάλιστα το 2010 πήρε διδακτορικό δίπλωμα στη Φιλοσοφία, ενώ συχνά ασχολείται με κοινωνικά, πολιτικά και ιστορικά θέματα. Ο «Βασιλιάς των πλανόβιων. Ο Γκρέγκορ Γκογκ και η αδελφότητά του» (Εκδόσεις ΚΨΜ), σε μετάφραση, επίμετρο της Μαριάννας Χάλαρη, αφηγείται ένα χρονικό διάστημα της ζωής του Γκρέγκορ Γκογκ, γεννημένου το 1891, κατά το οποίο διετέλεσε κηπουρός, ναυτικός και συγγραφέας, μάλιστα συμμετείχε, επιστρατευμένος ων, στην εξέγερση του Ναυτικού το 1918 και φυλακίστηκε. Το 1924 εγκαθίσταται κάποιους μήνες με την οικογένειά του στη Βραζιλία με σκοπό τη δημιουργία μιας αποικίας βασισμένης στις αναρχοχριστιανικές ιδέες του Τολστόι, αλλά αποτυγχάνει. Το 1927 ιδρύει την περίφημη «Διεθνή Αδελφότητα των Πλανόβιων», ων γνωστός ως «Βασιλιάς των Πλανόβιων», και το περιοδικό Ο Αλήτης, του οποίου όλα τα τεύχη διαδοχικά κατάσχονται ένεκα «βλάσφημου» περιεχομένου. Η Αδελφότητα, εμφορούμενη αναρχικών ιδεών, πρότασσε την αλληλεγγύη ανάμεσα στα μέλη της και τη συμμετοχική λογική. Τρία χρόνια μετά ο Γκογκ μεταβαίνει στη Σοβιετική Ένωση, καθώς ασπάζεται το κομμουνιστικό πρόταγμα που τον φέρνει σε κόντρα με τους αναρχικούς συντρόφους του. Την ίδια εποχή εντάσσεται στο Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας, θέλοντας να αποτελέσει παράδειγμα στους πλανόβιους προκειμένου να μην προσχωρήσουν στο ναζιστικό στρατόπεδο. Το 1933 συλλαμβάνεται από την Γκεστάπο. Τον στέλνουν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Αρρωσταίνει σοβαρά. Δραπετεύει με περιπετειώδη τρόπο στην Ελβετία. Στέλνεται στο Παρίσι, απ’ όπου τον απελαύνουν στη Σοβιετία. Φυτοζωεί. Με την εισβολή των χιτλερικών, η οικογένειά του περνά πολλές κακουχίες, χάνει τους γιους του και ο ίδιος, χωρίς πενικιλίνη, πεθαίνει το 1945. Με αφορμή τη ζωή του Γκογκ οι δύο συγγραφείς περιγράφουν, με εξαιρετική εικονογράφηση, την κοινωνική κατάσταση στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης: δεκάδες χιλιάδες πλάνητες στους δρόμους που έφθασαν με την άνοδο του Τρίτου Ράιχ το μισό εκατομμύριο – το 20% διαλέγει συνειδητά αυτόν τον δρόμο. Αν δεν δολοφονούνται εν ψυχρώ ως «αντικοινωνικά παράσιτα», συλλαμβάνονται σε μεγάλες ομάδες και ρίχνονται σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Υπήρξε προσπάθεια να οργανωθούν οι πλανόβιοι στα τέλη του ’20, όπου έλαβε χώρα στη Στουτγκάρδη το 1ο Διεθνές Συνέδριο Πλανόβιων κάτω από εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες λόγω της βίαιης καταστολής από την αστυνομία με οδοφράγματα και πλήθος προσαγωγών, καθώς για τα ΜΜΕ της εποχής θεωρούνταν μπολσεβίκοι. Τελικά, συμμετείχαν 600 γυναίκες και άνδρες. Ο Σίνκλερ Λιούις και ο Μαξίμ Γκόργκι, μεταξύ άλλων, χαιρέτισαν το γεγονός. Το συνέδριο αποφασίζει την «εφ’ όρου ζωής γενική απεργία». Τέλος, ο Γκρέγκορ Γκογκ διατυπώνει την αντιπολεμική στάση του: «Μια χούφτα αόρατοι δολοφονούν εκατομμύρια επί εκατομμυρίων. Αλίμονο: Σκηνοθετούν πολέμους· από τις αναπαυτικές πολυθρόνες στις λέσχες τους, με αναμμένα τα πούρα, ξεσηκώνουν τον ένα λαό εναντίον του άλλου και τους κάνουν να αλληλοσπαράζονται, να αλληλοσφάζονται». Info Μπέα Ντέιβις, Πάτρικ Σπετ «Ο βασιλιάς των πλανόβιων. Ο Γκρέγκορ Γκογκ και η αδελφότητά του» Εκδόσεις ΚΨΜ Σελίδες: 168 Τιμή: 14,31 ευρώ Και το σχετικό link...
  3. «…Και καθώς ζούμε σε έναν κόσμο κορεσμένο από τα ΜΜΕ, στον οποίο οι κυρίαρχες εικόνες των παγκόσμιων ειδήσεων ελέγχονται και διαδίδονται από μια χούφτα ανθρώπους που μένουν σε μέρη όπως το Λονδίνο και η Νέα Υόρκη, ένας χείμαρρος από λέξεις και εικόνες από βιβλία κόμικς, κατηγορηματικά εντυπωμένες και κάποιες φορές αλλόκοτα εμφατικές και παραφουσκωμένες, ώστε να ταιριάζουν με τις ακραίες καταστάσεις που απεικονίζουν, είναι ένα αξιόλογο αντίδοτο. Στον κόσμο του Τζο Σάκκο δεν υπάρχουν εικόνες αποκομμένες από κάθε ιστορική ή κοινωνική πηγή, από κάθε ζώσα πραγματικότητα· δεν υπάρχουν γλυκομίλητοι εκφωνητές και παρουσιαστές ούτε γλοιώδεις αφηγήσεις ισραηλινών θριάμβων, δημοκρατίας και επιτευγμάτων ούτε υποκριτικές και εγκεκριμένες απεικονίσεις Παλαιστινίων που πετάνε πέτρες και απαρνούνται τα πάντα, καθώς και εικόνες κακών φονταμενταλιστών των οποίων ο βασικός σκοπός είναι να κάνουν τη ζωή δύσκολη στους φιλειρηνικούς και κατατρεγμένους Ισραηλινούς. Αντίθετα, αυτό που παίρνουμε είναι ιδωμένο μέσα από τα μάτια και την προσωπικότητα ενός μετριοπαθούς Αμερικανού με κουρεμένο κοντό μαλλί που φαίνεται να έχει περιπλανηθεί σε έναν άγνωστο και αφιλόξενο κόσμο στρατιωτικής κατοχής, αυθαίρετων συλλήψεων, σπαραξικάρδιων ιστοριών για κατεδαφισμένα σπίτια και απαλλοτριωμένα χωράφια, βασανισμών (‘‘ήπιας φυσικής πίεσης’’) και ολοκληρωτικά κτηνώδους δύναμης γενναιόδωρα, αν όχι με σκληρότητα, επιβεβλημένης, στο έλεος της οποίας οι Παλαιστίνιοι ζούνε σε καθημερινή βάση κάθε ώρα και στιγμή (π.χ. σε ένα περιστατικό ένας Ισραηλινός στρατιώτης αρνείται να αφήσει τους ανθρώπους να περάσουν από ένα μπλόκο στη Δυτική Όχθη εξαιτίας, λέει, ‘‘ΑΥΤΟΥ’’ και κραδαίνει πάνω απ’ τα κεφάλια τους ένα Μ-16 αποκαλύπτοντας συγχρόνως μια πελώρια και απειλητική οδοντοστοιχία». ♦ Απόσπασμα από το προλογικό σημείωμα του Έντουαρντ Σαΐντ στο Palestine του Joe Sacco, εκδόσεις ΚΨΜ, μετάφραση Γιολάντα Τσιαμπόκαλου, 2006. Και το σχετικό link...
  4. Από το «Palestine» του Joe Sacco καταλάβαμε, πολλοί από εμάς που θεωρούσαμε το «Μεσανατολικό» πέρα από τα ενδιαφέροντά μας, πώς μπορεί να είναι η καθημερινότητα στη Γάζα και στη Δυτική Όχθη. Συγκλονιστικά επίκαιρο παραμένει, τριάντα σχεδόν χρόνια από τότε που έκανε την εμφάνιση του το αριστουργηματικό κόμικ / graphic novel / βιβλίο (όπως θέλει ας το πει κανείς, δεν έχει σημασία, τέτοια κορυφαία δείγματα του είδους στέκονται άνετα πλάι στα πιο σημαντικά βιβλία) που είχε γράψει και σχεδιάσει ο Αμερικανός (μαλτέζικης καταγωγής) Joe Sacco με βάση την εμπειρία του από την παραμονή του στα κατεχόμενα κυρίως αλλά και στο Ισραήλ, ανάμεσα στο 1991 και το 1992, στα τελειώματα της δεύτερης Ιντιφάντα. Μάζεψε έναν σκασμό βραβεία το Palestine και εδραίωσε το πεπρωμένο του Sacco ως κορυφαίου εκπρόσωπου του εικονογραφημένου ρεπορτάζ μακράς πνοής (ακολούθως θα μετέδιδε καρέ-καρέ τον πόλεμο στη Βοσνία, όπως τον έζησε), και πάλι όμως είναι δύσκολο να αποδοθεί η σημασία του και η εντύπωση που έκανε όταν πρωτοβγήκε. Από εκεί μάθαμε, πολλοί από εμάς που θεωρούσαμε το «Μεσανατολικό» άλυτο και κυρίως πέρα από τα ενδιαφέροντά μας, ή μάλλον από εκεί καταλάβαμε πώς μπορεί να είναι η καθημερινή ζωή σε καθεστώς διαρκούς καταστροφής, κατοχής, καταπίεσης. Επειδή ακριβώς ο Joe Sacco ήταν σαν κι εμάς – με αντίστοιχες προκαταλήψεις, ιδέες, αγκυλώσεις – το Palestine σου άνοιγε τα μάτια. Όχι απαραίτητα προς τη μία ή την άλλη πλευρά. Σου έδινε εικόνα πλαίσιο και χαρακτήρες. Σου έδινε τον τόπο και τον χρόνο. Τα σπαράγματα της καθημερινότητας στη Γάζα και στη Δυτική Όχθη (αλλά και στο Τελ Αβίβ σε κάποιο σημείο, ένας άλλος κόσμος). Τους λασπωμένους καταυλισμούς και τα ατέλειωτα συντρίμμια. Σου έδινε αλήθεια, που ήταν η δική του αλήθεια, όπως την είδε και την έζησε προσπαθώντας να καταλάβει. Σου έδινε κάτι που δεν μπορεί να κάνει το ρεπορτάζ ή η σκέτη πρόζα. Μια αίσθηση καθημερινής ζωής που κάθε λίγο σπαράσσεται από πράξεις ανείπωτης βίας. Έλεγε αργότερα ο ίδιος: «Οι Παλαιστίνιοι παραδοσιακά απεικονίζονται με δύο τρόπους: είτε ως τρομοκράτες είτε ως θύματα. Σε κάποιες καταστάσεις μπορεί να υπάρχει αλήθεια και στις δύο περιγραφές, επίσης όμως οι Παλαιστίνιοι είναι άνθρωποι οι οποίοι σε προσκαλούν στο σπίτι τους, πάνε σχολείο, έχουν δουλειές, οικογένειες, ζωές». Το διττό υπαρξιακό ερώτημα στο οποίο προσπαθούσε να απαντήσει μέσα τις συναντήσεις του – που απεικονίζονται με μοναδικό τρόπο στο κόμικ – με μια πανσπερμία αληθινών χαρακτήρων ήταν το εξής: «Τι μπορεί να συμβεί σε κάποιον που νομίζει ότι έχει όλη τη δύναμη; Τι μπορεί να συμβεί σε κάποιον που πιστεύει ότι δεν έχει καμία;». Όπως σημείωνε ο αείμνηστος Έντουαρντ Σαΐντ (ο τελευταίος επιφανής Παλαιστίνιος διανοούμενος στην Αμερική) στην εισαγωγή της δεύτερης έκδοσης του Palestine: «Οι άνθρωποι με τους οποίους συναναστράφηκε είναι οι χαμένοι της ιστορίας – εξορισμένοι στις παρυφές, όπου μοιάζουν απελπισμένα να περιφέρονται… Με την εξαίρεση καναδυό πεζογράφων και ποιητών, κανείς δεν απέδωσε ποτέ καλύτερα αυτή την τραγική κατάσταση των πραγμάτων». Και το σχετικό link...
  5. Πολύς λόγος γίνεται τις τελευταίες μέρες για την αυταρχική και εκδικητική απόφαση της υπουργού Πολιτισμού να εκδιώξει τον Σύλλογο Ελλήνων Αρχαιολόγων από το υπέροχο κτίριο του Θησείου, στο οποίο στεγάζεται εδώ και αρκετές δεκαετίες, επειδή «τόλμησε» να διαθέσει τον χώρο για εκδηλώσεις που εξέθεταν την κυβερνητική πολιτική. Ελπίζουμε να ανατραπεί η απόφαση αυτή και υπό τις έντονες πιέσεις που ασκούν επαγγελματικοί σύλλογοι, σωματεία, κόμματα, φορείς, οργανώσεις και απλοί πολίτες και να συνεχίσει ο ΣΕΑ να ασκεί το έργο του σε έναν χώρο που είναι πάντα ανοιχτός και φιλόξενος στη διάδοση των ιδεών και στην καλλιέργεια διαλόγου. Στη δροσερή αυλή του κτιρίου του ΣΕΑ, αλλά και στο ευρύχωρο εσωτερικό του, έχουν πραγματοποιηθεί αμέτρητες εκδηλώσεις πολιτιστικού και μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα και είναι χρέος όλων να υπερασπιστούμε το δικαίωμα στη χρήση των δημόσιων κτιρίων για δράσεις που υπερβαίνουν τα καθαρά επαγγελματικά ενδιαφέροντα των μελών των συλλόγων. Μια τέτοια σπουδαία εκδήλωση με τα κόμικς και την αρχαιολογία στο επίκεντρο πραγματοποιήθηκε πριν από εννέα χρόνια στο κτίριο του ΣΕΑ, και όσοι/όσες είχαμε παρευρεθεί θα τη θυμόμαστε για πάντα για την πρωτοτυπία της. Το Φεστιβάλ «Με Πενάκι και Σκαπάνη» έλαβε χώρα από τις 4 έως τις 6 Ιουλίου του 2014 με διοργανωτές τις εκδόσεις ΚΨΜ, το Comicon-Shop και τις εκδόσεις Ρενιέρη και τον ίδιο τον ΣΕΑ. Βασικό θέμα των περισσότερων κόμικς και των γελοιογραφιών που εκτέθηκαν τότε αλλά και των συζητήσεων που πραγματοποιήθηκαν ήταν η αρχαιολογία και η ιστορία, δοσμένες όμως με έναν εντελώς ιδιαίτερο και χιουμοριστικό τρόπο. Η κεντρική αφίσα του φεστιβάλ, που ήταν αφιερωμένο στη μνήμη του Μάριου Μεγαπάνου του Comicon-Shop ο οποίος είχε πεθάνει λίγο πριν από τα εγκαίνια, ήταν φιλοτεχνημένη από τον Malk, ενώ συμμετείχαν με έργα τους δεκάδες καλλιτέχνες και καλλιτέχνιδες και ήταν ιδιαίτερα μεγάλη η προσέλευση του κοινού. Η επιτυχία του τριήμερου αυτού οδήγησε στη συνέχεια του φεστιβάλ για ακόμη δύο χρονιές πάντα με τον ίδιο τίτλο, πάντα με μεγάλη συμμετοχή, πάντα στον χώρο του ΣΕΑ. Έναν χώρο-όαση στο κέντρο της Αθήνας που πρέπει να αγωνιστούμε για να παραμείνει ζωντανός. Και το σχετικό link...
  6. Λεφτά (τίτλος πρωτοτύπου: Dinero) Kείμενο & εικονογράφηση: Miguel Brieva Μετάφραση από τα ισπανικά: Σταύρος Κάσσης Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΚΨΜ (166 σελ.) "Το γραφικό του στυλ, βασισμένο στην παρωδία και την αλλαγή των νοημάτων, είναι ένα ασυνήθιστο μείγμα Magritte και Crumb, Glen Baxter και αμερικανικών κόμικς της δεκαετίας του 1960". L' Insomniaque Η μεγαλοφυής τέχνη του Μπριέβα είναι από αυτές που σε κάνουν να γελάς μόνο κατά το ήμισυ. Το άλλο ήμισυ προκαλεί σκέψεις και συναισθήματα υπαρξιακού χαρακτήρα. Ο Μιγκέλ Μπριέβα δεν είναι μόνο ένας μεγάλος πολιτικός βινιετίστας, αλλά ένας μεγάλος πολιτικός καλλιτέχνης, ένας μεγάλος εικονογράφος των πολιτισμών. Το έργο του Λεφτά με το στυλ του γραφιστικού εκλεπτυσμού αποτυπώνει με ακρίβεια τον βιομηχανικό καπιταλισμό και την Δυτική κουλτούρα, γιατί τα σκίτσα του – τα οποία θυμίζουν έντονα διαφημίσεις προηγούμενων δεκαετιών – αναδεικνύουν με ακρίβεια τον χρηματοπιστωτικό και καταναλωτικό καπιταλισμό και την επίδραση του χρήματος στους σύγχρονους ανθρώπους, πάντα με καυστικό και άκρως σαρκαστικό τρόπο που αρκετές φορές "προσβάλλει" την οικειότητα και την ίδια την καθημερινότητά μας. Το έργο Λεφτά αρχικά κυκλοφόρησε σαν περιοδικό-φανζίν σε πέντε τεύχη, ως αυτοέκδοση του δημιουργού. Αργότερα εκδόθηκε σε έναν ενιαίο τόμο, ο οποίος εκδόθηκε και σε άλλες χώρες και γλώσσες. Η παρούσα έκδοση είναι μια επιλογή υλικού και από τα πέντε τεύχη ειδικά για την ελληνική έκδοση. Eκδόσεις ΚΨΜ Συνέντευξη του Miguel Brieva στο BBC Mundo Pablo Esparza – La Prensa Grafica (2020) Στο έργο σας, χρησιμοποιείτε το χιούμορ για να μιλήσετε για θέματα όπως η φιλοσοφία, η οικονομία, η πολιτική, η πολιτιστική θεωρία... Επειδή το χιούμορ είναι ένας καλός τρόπος για να μιλάμε για σοβαρά πράγματα; Η σοβαρότητα είναι ένα μεγάλο πρόβλημα. Κι αν χρησιμεύει σε κάτι το χιούμορ, είναι για να αποφεύγουμε τη σοβαρότητα και την επισημότητα και τα πράγματα που είναι, ας πούμε, λίγο τοξικά, που προκαλούνται από αυτή την αλαζονεία και αυτή την αυταρέσκεια. Νομίζω ότι το χιούμορ είναι η πιο απολαυστική εκδήλωση της νοημοσύνης μας για όλους, τόσο για εκείνους που το ασκούν όσο και για εκείνους που το εισπράττουν. Η νοημοσύνη μπορεί να εκδηλωθεί με διάφορους τρόπους, αλλά όταν το κάνει με αυτόν τον τρόπο, δεν χάνει τίποτα από την ευφυΐα της και κερδίζει σε απόλαυση. Η αντίδραση του χιούμορ, μόλις αποκωδικοποιηθεί από τον θεατή, είναι συνήθως το γέλιο το οποίο είναι, μετά τον οργασμό, ίσως η αμέσως επόμενη πιο ευχάριστη και μεθυστική φυσική και σωματική αίσθηση που έχουμε εμείς οι άνθρωποι. Για τον λόγο αυτό και μόνο, θα άξιζε να ενθαρρύνουμε τη χρήση του σε όλα τα επίπεδα (...). Πιστεύω ότι το χιούμορ είναι ένα ουσιαστικό εργαλείο για τη γνώση επειδή, εκτός των άλλων, λειτουργεί σαν συντόμευση: στις πολύπλοκες συνδέσεις που προκαλεί το χιούμορ, δίνονται στιγμιαίες γνώσεις ή στιγμιαίες διαφωτιστικές καταστάσεις που αν πρέπει να τις μεταφέρουμε μέσω της επιχειρηματολογίας του συμβατικού λόγου, μας παίρνει πολύ περισσότερη προσπάθεια. Το χιούμορ έχει αυτή τη διαισθητική δύναμη. Έχει την ικανότητα να μας διαφωτίζει με πολύ πιο γρήγορο τρόπο. Η κριτική του καπιταλισμού και της καταναλωτικής κοινωνίας είναι μια σταθερά στο έργο σας. Και σε ορισμένες περιπτώσεις έχετε μιλήσει για την ανάγκη να δημιουργηθούν και να μοιραστούν ιστορίες που να προβάλλουν εναλλακτικές προτάσεις στο σημερινό οικονομικό σύστημα. Σε τι θα μπορούσε να μοιάζει μια πιθανή εναλλακτική λύση; Αυτό ακριβώς είναι ένα σχέδιο πάνω στο οποίο εργάζονται αυτή τη στιγμή αρκετοί άνθρωποι από την Ecologistas en Acción, μια οργάνωση με την οποία συνεργάζομαι πολύ, μαζί και με άλλους ανθρώπους από τον δημιουργικό κόσμο. Εξετάζουμε πώς μπορούμε να αρχίσουμε να δημιουργούμε αφηγήσεις που να μας είναι χρήσιμες. Είναι ξεκάθαρο ότι υπάρχει πλέον ένας τεράστιος μηχανισμός για τη δημιουργία ιστοριών και δεν νομίζω ότι ποτέ άλλοτε ήμασταν τόσο εθισμένοι στις ιστορίες. Πηγαίνουμε από το βιβλίο στη σειρά, στη ταινία... Και αυτό χωρίς να λαμβάνουμε υπόψη ότι τα μέσα ενημέρωσης και οι ειδήσεις είναι επίσης ιστορίες. Αλλά στις μέρες μας όλες οι ιστορίες έχουν ένα ηθικό δίδαγμα ή οδηγούν στο ίδιο συμπέρασμα: να δικαιολογήσουν την τρελή λογική στην οποία έχουμε αφεθεί να ζούμε. Μας έχουν πει τόσες φορές ότι αυτός είναι ο καλύτερος από όλους τους δυνατούς κόσμους που στο τέλος έχουμε χάσει την ελπίδα ότι υπάρχει εναλλακτική λύση. Οι ιστορίες και οι μυθοπλασίες που καταναλώνουμε καθημερινά θέτουν πάντα ένα εννοιολογικό πλαίσιο που είναι καπιταλιστικό (...). Αντιμέτωποι με αυτόν τον φαύλο κύκλο, αυτό που σκεφτόμαστε είναι να χαράξουμε ένα πλαίσιο, λογικά όρια με ανθρώπινους, βιολογικούς και πλανητικούς όρους (...). Πρέπει εμείς οι δημιουργοί να έχουμε επίγνωση ότι δεν παράγουμε μόνο ψυχαγωγία, αλλά ότι χτίζουμε τους ορίζοντες για άλλες δυνατότητες για τα ανθρώπινα όντα. Αν θέλουμε πραγματικά ιστορίες που όχι μόνο να μας διασκεδάζουν αλλά και να μας χρησιμεύουν, σχεδόν ως ένα είδος κιτ έκτακτης ανάγκης, αυτές οι ιστορίες πρέπει να αρχίσουν να λειτουργούν συνειδητά σαν ένα άλλο παράδειγμα. Ξέρω ότι είναι περίπλοκο, αλλά είτε το κάνουμε αυτό, είτε καταδικαζόμαστε να ζούμε ξανά και ξανά σε έναν φαύλο κύκλο, σαν τη μαρμότα της καπιταλιστικής λογικής (...). Και γνωρίζουμε ήδη ότι πρόκειται για έναν λόγο, μια αφήγηση, που μας οδηγεί στην αυτοκαταστροφή: σε έναν πεπερασμένο κόσμο δεν μπορεί να επιτευχθεί άπειρη ανάπτυξη (...). Είναι περίεργο γιατί το επιχείρημα ότι οι ουτοπίες είναι ανέφικτες ισχύει ακριβώς για τον καπιταλισμό. Ο καπιταλισμός, στον ορισμό του για μια κατάσταση διαρκούς ανάπτυξης σε ένα πεπερασμένο σύστημα, είναι το παράδοξο και το απολύτως αδύνατο. Και είναι περίεργο ότι αυτοί που χαρακτηρίζουν τις ουτοπίες ως ανέφικτες, χωρίς να το συνειδητοποιούν, είναι οι υπερασπιστές της μεγαλύτερης ουτοπίας που υπήρξε ποτέ στην ιστορία. Αυτό που συμβαίνει είναι ότι είναι η πιο τρελή από όλες. Σε ένα απόσπασμα από το βιβλίο Η μεγάλη ανθρώπινη περιπέτεια λέτε ότι "ο κόσμος μας δεν είναι πλέον παρά μια σκληρή πάλη μεταξύ των ανθρώπων και του καπιταλισμού". Πού θα μας οδηγήσει αυτή η πάλη τα επόμενα χρόνια; Αν ήξερα μόνο... Με την αντίληψή μου αναλύω τα γεγονότα, τις δομές, λαμβάνω υπόψη το πώς συμπεριφερθήκαμε στο παρελθόν... Και, φίλε μου, αυτό δεν σε κάνει να είσαι πολύ αισιόδοξος. Υπάρχει όμως και ένα άλλο, πιο συναισθηματικό κομμάτι που εξετάζει την περίπτωση οι άνθρωποι να μην είναι μηχανές, κάνοντας, μερικές φορές, πράγματα εκτός ελέγχου και σχεδόν θαυματουργά. Αυτό, μαζί με την ελπίδα, καθιστά δυνατή αυτή τη θετική αφήγηση στη φαντασία μου (...). Στη δυστοπία και τον τρόμο μπορείς να πας όσο μακριά θέλεις. Αλλά αυτές οι ιστορίες ανακυκλώνονται συνέχεια. Εμένα τουλάχιστον, με ενδιαφέρει να χτίσω κάτι ξεκινώντας από την ελπίδα και από αυτές τις νέες φαντασιώσεις. Αν αφήσω τον εαυτό μου να παρασυρθεί από την απαισιόδοξη τάση μου, μπορώ να φανταστώ φρικτές καταστάσεις σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα: όπως δεν ήμασταν προετοιμασμένοι για αυτή την πανδημία, ίσως δεν είμαστε προετοιμασμένοι για ένα σενάριο πολιτισμικής κατάρρευσης σε τρία χρόνια. Αλλά βρισκόμαστε ήδη εκεί. Αυτό το επίπεδο αβεβαιότητας είναι δυνατό. Ταυτόχρονα, βλέπω επίσης ότι είναι πολύ στο χέρι μας (...) να πάρουμε αποφάσεις για να δημιουργήσουμε ένα βιώσιμο πλαίσιο για την ανθρώπινη ζωή, μειώνοντας σε μεγάλο βαθμό το επίπεδο κατανάλωσης και ζωής που έχουμε σήμερα (...). Miguel Brieva, La Odisea, Malpaso Editorial (2020) Εκτός από την κοινωνική και πολιτική σάτιρα, έχετε ασχοληθεί και με άλλου είδους έργα όπως η εικονογράφηση της Οδύσσειας, που διαφέρει προφανώς αρκετά από την υπόλοιπη δουλειά σας. Πώς προέκυψε μια τέτοια δουλειά; Η περίπτωση της Οδύσσειας ήταν πολύ απλή, διότι αυτή η εκδοχή μεταφράστηκε από τη μητέρα μου. Οπότε ας πούμε ότι ήταν μια οικογενειακή υπόθεση, όπως στον Νονό. Η μητέρα μου ήταν επιστήμονας σε όλη της τη ζωή και όταν συνταξιοδοτήθηκε πριν από μερικά χρόνια, καθώς ήταν πάντα μεγάλη λάτρης της λογοτεχνίας, ολοκλήρωσε το πτυχίο της στη φιλολογία το οποίο είχε ήδη ξεκινήσει πριν από λίγο καιρό, και στη συνέχεια έκανε ένα μεταπτυχιακό στην αρχαία ελληνική μετάφραση με την ιδέα να μεταφράσει την Οδύσσεια. Ήθελε να το κάνει για τα εγγόνια της, για διασκέδαση. Αλλά απορροφήθηκε και άρχισε να βρίσκει κάποια κλειδιά και έναν τόνο στη μετάφραση που ήταν πραγματικά καλός, και η νέα αυτή μετάφραση άξιζε τον κόπο. Τότε ήταν που μου ζήτησε να την εικονογραφήσω και μπήκαμε στη διαδικασία. Ήταν μια πολύ επίπονη δουλειά στην οποία αφιέρωσα σχεδόν δύο χρόνια, αλλά ήταν επίσης πολύ ικανοποιητική. Ποιο ενδιαφέρον υπάρχει σήμερα για την επανέκδοση και την εικονογράφηση μιας από τις παλαιότερες ιστορίες που μας έχουν παραδοθεί; Η Οδύσσεια είναι η θεμελιώδης ιστορία της δυτικής μυθοπλασίας (...). Είναι το ταξίδι του ήρωα που λειτούργησε στη συνέχεια, από τον 19ο αιώνα και μετά, ως πρότυπο για όλες τις ταινίες και τις ιστορίες που γνωρίζουμε απ' έξω (...). Και είναι πολύ ενδιαφέρουσα γιατί, όντας το μοτίβο για όλες τις ιστορίες, περιέχει επίσης στοιχεία που ανατρέπουν τη λογική της ιστορίας του ήρωα. Κατ' αρχάς όταν διαβάζει κανείς την Οδύσσεια με υπομονή, συνειδητοποιεί ότι ο ήρωας, ο Οδυσσέας, χρησιμοποιεί τη βία ως μέθοδο επίλυσης προβλημάτων μόνο στο τέλος, όταν πρέπει να αντιμετωπίσει τους μνηστήρες. Όλες οι άλλες περιπέτειες του ήρωα λύνονται με τα λόγια του, την εξυπνάδα του, την ευφυΐα του... Είναι περίεργο γιατί αν υποτίθεται ότι σηματοδοτεί το αρχέτυπο του ήρωα, την ίδια στιγμή ο ήρωας που αφηγείται η Οδύσσεια είναι διαφορετικός από αυτόν που έχουμε θεωρήσει δεδομένο ότι είναι (...). Είναι ένα βιβλίο που μπορεί να ανατραπεί και να γίνει η νέμεση της ιδέας που έχουμε γι' αυτόν (...). Ο Μιγκέλ Μπριέβα. © Univeristy of Wisconsin – Madison O Miguel Brieva γεννήθηκε στη Σεβίλλη το 1974. Συνεργάζεται με διάφορα έντυπα (El Paίs, Rolling Stones, Diagonal, El Jueves, κ.α.) και είναι μέλος του μουσικού συγκροτήματος Las Buenas Noches. Είναι δημιουργός σειράς βιβλίων όπως Enciclopedia Clismόn, El otro mundo, Al final, Memorias de la tierra, Obras incompletas de Marcz Doplacie, Lo que me estά pasando κ.α. Και το σχετικό link...
  7. Ο «Βασιλιάς των Πλανόβιων» μας ταξιδεύει στην ταραγμένη περίοδο της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης για να μας αφηγηθεί την αντισυμβατική ζωή του Γκρέγκορ Γκογκ. Προτού επιδοθούν στις διώξεις των Εβραίων και των πολιτικών αντιφρονούντων, οι ναζί, από την επομένη της αναρρίχησής τους στην εξουσία, έβαλαν στο στόχαστρο τα πλέον ευάλωτα μέλη της κοινωνίας: τους περιθωριοποιημένους των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων, τις ιερόδουλες, τους επαίτες, τους άστεγους, τους άεργους, τους αλήτες. Όσους, με λίγα λόγια, δεν ανταποκρίνονταν στο ναζιστικό ιδεώδες του αρειμάνιου άνδρα και της γόνιμης γυναίκας, επομένως όσους έπρεπε να εκ βληθούν από τη «Volksgemeinschaft» ώστε να εκμηδενιστούν ηθικά και βιολογικά ως «φυγόπονοι του Ράιχ», «σαβούρα» και «αντικοινωνικά παράσιτα». Τη λησμονημένη ιστορία εκείνων, τους οποίους κάποιος άλλος, κάποτε, αποκάλεσε «ελάχιστους αδελφούς» και ταυτίστηκε μαζί τους, αφηγείται το εξαιρετικό γερμανικό κόμικς (σε σενάριο του Πάτρικ Σπετ και σχέδια της Μπέα Ντέιβις), που μόλις κυκλοφόρησε στα ελληνικά με τον τίτλο «Ο Βασιλιάς των Πλανόβιων» από τις εκδόσεις ΚΨΜ (μτφρ. Μαριάννας Χάλαρη). Ο όρος «πλανόβιοι» μεταφράζει εύστοχα τη λέξη «Vagabunden», που σημαίνει τους περιπλανώμενους ανθρώπους, τους μη έχοντες μόνιμη κατοικία. Πρόκειται για την πρώτη προσπάθεια να αποδοθεί, όσο πληρέστερα γίνεται, η βιογραφία του Γκρέγκορ Γκογκ (Gregor Gog, 1891-1945), ναυτικού, κηπουρού και συγγραφέα, εστιάζοντας στην περίοδο κατά την οποία εκείνος, μεσούσης της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, ίδρυσε τη «Διεθνή Αδελφότητα των Πλανόβιων». Ήταν τότε που έγινε γνωστός σε όλη τη Γερμανία ως «Βασιλιάς των Πλανόβιων». Ο Γκρέγκορ Γκογκ γεννήθηκε το 1891 στην πρωσική πόλη Σβερίν (σήμερα πολωνική επικράτεια) και ήταν το μεγαλύτερο από τα τρία παιδιά μιας υπηρέτριας και ενός ξυλουργού. Το 1910 μπάρκαρε στα καράβια. Εκεί ήρθε σε επαφή με τα αναρχικά κείμενα του Τολστόι, του Κροπότκιν, του Μπακούνιν και του Λαντάουερ. Το 1914, με το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, επιστρατεύτηκε. Το 1917 φυλακίστηκε λόγω συμμετοχής του σε αντιπολεμική ανταρσία. Μετά την αποφυλάκισή του εργάστηκε ως κηπουρός σε Πφόρτσχαϊμ, Μόναχο και Στουτγάρδη. Το 1918 έλαβε μέρος στη Νοεμβριανή Επανάσταση των ναυτών και την ίδια περίοδο ίδρυσε μαζί με άλλους αναρχικούς την «Κομούνα του Πράσινου Δρόμου». Τότε γνώρισε και την πρώτη του γυναίκα, με την οποία έφεραν στον κόσμο έναν γιο. Ο Γκογκ ήταν βαθύτατα θρήσκος, απέρριπτε όμως τον εκκλησιαστικό θεσμό. Ενδιαφερόταν για τον ταοϊσμό και έδειχνε συμπάθεια για τους λεγόμενους «αγίους του πληθωρισμού» – περιπλανώμενους κήρυκες με χριστιανικό προσανατολισμό. Το 1924 ταξίδεψε για λίγους μήνες με την οικογένειά του στη Βραζιλία, με σκοπό την ίδρυση αποικίας βασισμένης στις αναρχο-χριστιανικές ιδέες του Λέοντος Τολστόι, αλλά το εγχείρημα απέτυχε. Το 1928 κυκλοφόρησε το πρώτο του βιβλίο με τίτλο «Πρελούδιο μιας φιλοσοφίας των δρόμων» και μότο: «Καλύτερα μια ζωή καταδικασμένος σε θεοκατάρατη ζωή στον βούρκο, παρά έστω και για μία μόνο μέρα αστός!». Το κοινωνικό πλαίσιο στη Γερμανία για την ίδρυση της «Αδελφότητας των Πλανόβιων» ήταν η έλλειψη τουλάχιστον 1.200.000 κατοικιών και η ύπαρξη αστέγων, των οποίων ο αριθμός ξεπερνούσε τις 70.000. Ελάχιστοι κατάφερναν να ξεφύγουν από τη μοίρα της φτώχειας. 20% εξ αυτών είχε συνειδητά επιλέξει αυτόν τον τρόπο ζωής, σπάζοντας τους δεσμούς με την αστική κοινωνία. Οι αστοί και οι αντιδραστικοί πολιτικοί είχαν πανικοβληθεί μπροστά σε αυτή την «καταχθόνια μάστιγα της χώρας». Δηλωμένος στόχος της Αδελφότητας ήταν ένα δίκτυο αλληλεγγύης μεταξύ των μελών της και η υπονόμευση – μέχρι ανατροπής – του καπιταλιστικού κράτους. Για τα μέλη της, όλοι οι άνθρωποι, ανεξαρτήτως καταγωγής ή σεξουαλικού προσανατολισμού, θεωρούνταν μεταξύ τους αδελφές και αδελφοί. Η απόρριψη εκ μέρους τους των κρατικών συνόρων, του πολέμου και κάθε αυταρχικής ιεραρχίας ερχόταν σε αντίθεση τόσο με την αστική δημοκρατία όσο και, πολύ περισσότερο, με τη ναζιστική δικτατορία. Η κατοπινή επίσκεψη του Γκογκ στη Σοβιετική Ένωση τον έκανε να μεταβάλει τις αναρχικές του ιδέες σε κομμουνιστικές και να προσχωρήσει μαχητικά, από το 1930, στο KPD. Έβλεπε σε αυτό τη μοναδική δύναμη που θα μπορούσε να αντιπαρατεθεί στο εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα, ωστόσο η επιλογή του αυτή τον αποξένωσε από τους συνοδοιπόρους του που απεχθάνονταν την ατσάλινη κομματική πειθαρχία. Η σύλληψή του από τους ναζί τον Απρίλιο του 1933 και η κινηματογραφική απόδρασή του από το στρατόπεδο συγκέντρωσης Χόιμπεργκ τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους είναι το χρονικό πλαίσιο που μας εισάγει στην ιστορία του κόμικς, βασισμένο, σε μεγάλο βαθμό, σε πρωτογενείς πηγές. Από την πολυτάραχη ζωή του Γκρέγκορ Γκογκ αξίζει να κρατήσουμε το παρακάτω απόσπασμα από το ημερολόγιό του, πολύτιμη υπόμνηση και για τους δικούς μας ζοφερούς καιρούς: «Ο δρόμος που τραβούσαν οι αλήτες χάθηκε μες στη ζούγκλα της φασιστικής βαρβαρότητας. Αντί για εργασία, ζωή και αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης – άνθρωποι-υποζύγια και πρόβατα επί σφαγήν, στρατόπεδα συγκέντρωσης, κάτεργα και ξυλοφόρτωμα: αυτή ήταν ανέκαθεν η επιθυμία της γερμανικής μπουρζουαζίας για εμάς». Και το σχετικό link...
  8. Τα στοιχεία που δημιούργησαν τον διάσημο σκιτσογράφο Μίλο Μανάρα. Εικόνα που σχεδίασε ο Μίλο Μανάρα προς τιμήν του νοσηλευτικού προσωπικού την περίοδο της πανδημίας. Γαλλία, 1968. Tα «ενήλικα» κόμικς είναι παντού. Οι λαοφιλείς ήρωες της γαλλοβελγικής σχολής, ο Αστερίξ και ο Τεντέν, βλέπουν μια γερή δόση Αμερικής να έρχεται σαν καταιγίδα από τη Δύση και να κερδίζει μεγάλο κομμάτι του κοινού τους. Το Φεστιβάλ του Μόντερεϊ, την περασμένη χρονιά, έχει δει τον Τζίμι Χέντριξ να βάζει φωτιά στην κιθάρα του επί σκηνής, το Βιετνάμ έχει δεχθεί περισσότερες αμερικανικές βόμβες ακόμη και από όσες είχε δεχθεί η Ευρώπη στον Β΄ Παγκόσμιο, και το νέο όραμα των νέων της Αμερικής για ειρήνη ποτισμένη με άφθονη ψυχεδέλεια έχει φτάσει στους δρόμους του Παρισιού. Μέσα σε αυτό το γόνιμο, εκρηκτικό κλίμα, τα γαλλικά κόμικς βιώνουν μια αναγέννηση και εμφανίζονται περιοδικά ανθολογίας όπως το Metal Hurlant, το L’ echo des Savanes ή το A Suivre, που έμελλε να γίνουν θρυλικά. Είναι η απαρχή της μεγάλης ακμής του ευρωπαϊκού κόμικς (που θα κορυφωθεί τη δεκαετία του ’80) και αντιπροσωπεύεται από Γάλλους δημιουργούς όπως ο Μέμπιους (κατά κόσμο Ζαν Ζιρό) και ο Φιλίπ Ντρουιγιέ, ο δεξιοτέχνης Άγγλος Ντον Λόρενς και ο Ενκι Μπιλάλ, Γιουγκοσλάβος που ζούσε στο Παρίσι. Όλοι τους σκιτσάρουν υποβλητικούς κόσμους επιστημονικής φαντασίας με γενναίες δόσεις σεξ, βίας, και ένα σχέδιο τόσο εικαστικό, τόσο πρωτοποριακό, που δεν είχαν ξαναδεί ποτέ οι αναγνώστες, και στις δύο όχθες του Ατλαντικού. Σύντομα θα εμφανιστούν και άλλα υποείδη, όπως το δράμα εποχής, με τη μεγάλη του έρευνα πάνω στα ιστορικά δεδομένα (μέγας εκπρόσωπός του ο Ούγκο Πρατ και ο παγκοσμίως διάσημος ήρωάς του, ο ναυτικός Κόρτο Μαλτέζε), και το γουέστερν, με δημοφιλείς ήρωες όπως ο καουμπόι «Μπλούμπερι», σχεδιασμένος από τον Ζαν Ζιρό. Και μετά θα έρθουν τα ερωτικά κόμικς, που ονομάστηκαν «Eurotica» και έγιναν γνωστά κυρίως από δύο Ιταλούς, τον Γκουίντο Κρέπαξ και τον Μίλο Μανάρα. Σήμερα θα μιλήσουμε εδώ για τον τελευταίο, και αφορμή στέκεται μια πληθωρική, απολαυστική αυτοβιογραφία του, η οποία κυκλοφόρησε πρόσφατα. Παίρνοντας στα χέρια μας την «Αυτοπροσωπογραφία» του μεγάλου Ιταλού σκιτσογράφου (εκδόσεις ΚΨΜ, 2022), ξέρουμε αμέσως πως μας περιμένει μια αναγνωστική εμπειρία τόσο πλούσια όσο και η ίδια η ζωή που περιγράφει. Η έκδοση είναι γενναιόδωρη, σαν το περιεχόμενό της. Διαθέτει χοντρό ιλουστρασιόν χαρτί στο εξώφυλλο και βαριές σελίδες με χαρτί «γραφής» στο σώμα της, ενώ η εικονογράφηση (που, σε μεγάλο βαθμό, αντλείται από το ιδιωτικό αρχείο του ίδιου του συγγραφέα) είναι παραπάνω από απλόχερα σκορπισμένη σε όλες τις (κάτι παραπάνω από διακόσιες) σελίδες του περιεχομένου. Είναι και η ροή του κειμένου έτσι δομημένη – σε μικρά, ευανάγνωστα, αυτοτελή κεφάλαια – που, σε συνδυασμό με τον πλούτο των εικόνων, κάνουν την έκδοση να διαβάζεται αδιάκοπα και ξεκούραστα. Όσο για τη μετάφραση του Χρήστου Σιάφκα, είναι αόρατη, άρα επιτυχημένη: ξεχνάμε πως διαβάζουμε ένα κείμενο που έχει γραφτεί στα ιταλικά. Ο «τέταρτος τοίχος» ποτέ δεν πέφτει, και μπαίνουμε για τα καλά μέσα στη ζωή του Μίλο Μανάρα. Τη ζούμε δίπλα του, σε μικρά επεισόδια, ιστορίες απίστευτες και συναρπαστικές, ανέκδοτα περιστατικά μιας ζωής που μοιάζει η ίδια να αποτελεί υλικό για μια μεγάλη ιστορία κόμικς. Ο κόσμος ερωτισμού και φαντασίας του Μίλο Μανάρα και του «δασκάλου» Ούγκο Πρατ, σε ένα διόραμα του 2017. Εικονογράφηση για το εξώφυλλο του "Giuseppe Bergman Integrale" (Ολόκληρος ο Τζουζέπε Μπέργκμαν). Καθεδρικοί από βράχους Κάτι που μας γίνεται φανερό από την αρχή της ανάγνωσης είναι η συγγραφική ευκολία του Μανάρα. Στα πρώτα κεφάλαια των απομνημονευμάτων του, μιλώντας για τον τόπο καταγωγής του, τους Δολομίτες, εξαπολύει, περιγράφοντάς τους, ένα φραστικό πυροτέχνημα, σαν επίδειξη δύναμης: «Καθεδρικοί ναοί λαξευμένοι σε φωτεινούς βράχους, που πάνω τους άνθησαν αρχαίοι μύθοι και εποποιίες φανταστικών λαών και πλασμάτων» θα γράψει εντυπωσιακά. Μιλάει, με έντονες μνήμες γεμάτες αγάπη, για δύο πυλώνες της παιδικής του ηλικίας: τα βιβλία και τις γυναίκες. Τα βιβλία που βρίσκονταν σε αφθονία στο σπίτι του (και που μέσα τους θαύμαζε εικονογραφήσεις από μεγάλους τεχνίτες του Μεσοπολέμου όπως ο Ουκρανό-Ιταλός Βσέβολοντ Νικουλίνι) και η γυναικεία παρουσία. «Ήμασταν ισότιμοι και αριθμητικά: τρεις γιοι και τρεις κόρες, ο μπαμπάς και η μαμά. Τέσσερις με τέσσερις», θα πει, προσθέτοντας: «Αλλά πέραν τούτου, η ανδροκρατία ήταν κάτι εντελώς ξένο για εμάς. Εργάζονταν και οι δύο γονείς μου και νομίζω πως η μητέρα μου έβγαζε κάτι παραπάνω από τον πατέρα. Τα δικαιώματα και τα καθήκοντα ήταν μοιρασμένα». Εικόνες και λόγια μέσα σε βιβλία και γυναίκες, ισχυρές γυναίκες: η μαγιά για το δημιουργικό μέλλον του Μίλο Μανάρα – εκεί όπου πρωταγωνιστούν πανίσχυρες ηρωίδες από μελάνι – βρισκόταν όλη εκεί, κάτω από τους Δολομίτες. Εκτός όμως από δεινό λυρισμό η γραφή του χρωματίζεται συχνά και με ένα χιουμοριστικό αυτοσαρκασμό: στο κεφάλαιο με τον τίτλο «Πώς να μη γίνεις αρχιτέκτονας» (όπου μας διηγείται την απόπειρά του να σπουδάσει αρχιτεκτονική στη διάσημη Ακαδημία Καλών Τεχνών της Βενετίας), αναφέρει απολαυστικά τα εξής: «Στην αρχή νόμιζα πως όλοι οι αρχιτέκτονες είναι σαν τον Λε Κορμπιζιέ. Ότι εργάζονται για να δημιουργήσουν τις πόλεις του μέλλοντος ή σχεδιάζουν μοναδικά κτίρια. Γρήγορα κατάλαβα πως περνούσαν τις μέρες τους σε συμβούλια με διάφορες οικοδομικές επιτροπές και πως ήταν χωμένοι ως τον λαιμό στη γραφειοκρατία. Σίγουρα, αυτή δεν ήταν δουλειά για μένα». Πράγματι, η ανάγκη του για ελευθερία είναι ένα ακόμη στοιχείο που χαρακτηρίζει τις μνήμες του. H ίδια ελευθερία που αναζήτησε μέσα στις ευρωπαϊκές περιηγήσεις του στο αυτοκινούμενο όχημά του (το πρώτο πράγμα που απέκτησε με τις πρώτες του ικανοποιητικές αμοιβές ως σκιτσογράφος) και που τον είχε μάλιστα φτάσει μέχρι και την Ελλάδα, στις ακτές της Χαλκιδικής. Η ελευθερία του να δουλεύει ως αφεντικό του εαυτού του, διαλέγοντας τα ωράριά του, τον χώρο εργασίας του, τις συνεργασίες του, αλλά και η ελευθερία με την οποία μπόλιασε τους δύο κύριους χαρακτήρες του μετέπειτα έργου του – τη Μέλι και τον Τζουζέπε Μπέργκμαν, δύο χαρακτήρες που μέσα τους είδε τον ίδιο του τον εαυτό. Ο Μίλο Μανάρα στο στούντιό του το 2021. Γύρω του βιβλία για την τέχνη, μπροστά του ακουαρέλες και ένα από τα χαρακτηριστικά σκίτσα του εν εξελίξει. Η ελεύθερη Μέλι Γράφοντας για τη Μέλι (την ηρωίδα της ιστορίας του «Άρωμα του Αόρατου» που εξέδωσε στην Ελλάδα η «Βαβέλ» το 1987), αναφέρει χαρακτηριστικά: «H ελευθερία είναι η μεγαλύτερη αρετή της. Είναι ελεύθερη από προκαταλήψεις, δεν έχει αναστολές. Ζει ελεύθερη τη σεξουαλικότητά της. Είναι υποκείμενο, και όχι αντικείμενο» θα μας πει, συνεχίζοντας με δύο φράσεις που ερμηνεύουν οικουμενικά το στοιχείο του ερωτισμού στο έργο του: «Για μένα, ο ερωτισμός πρέπει να αποτελεί ουσιαστικά μια επεξεργασία του σεξ από πολιτισμική σκοπιά, για να αποκτήσει έτσι θετική αξία. Να γίνει συνείδηση». Και όμως, συχνά νιώθουμε πως δεν είναι ο ίδιος, αλλά δύο άλλοι άντρες που διεκδικούν ρόλο πρωταγωνιστή σε αυτήν την αυτοβιογραφία. Δύο κολοσσοί της μεταπολεμικής καλλιτεχνικής Ιταλίας, που έγιναν γι’ αυτόν μέντορες και φίλοι ζωής: ο Ούγκο Πρατ και ο Φεντερίκο Φελίνι. Οι ιστορίες που διαβάζουμε σε σχέση με τον θρυλικό Βενετσιάνο συγγραφέα και σκιτσογράφο (που τον αποκαλούσε πάντοτε «δάσκαλο») είναι συγκλονιστικές, ενώ η περιγραφή του Φελίνι γίνεται με όρους σχεδόν θρησκευτικούς. Ήταν άλλωστε γι’ αυτόν «μια αφηρημένη οντότητα, σχεδόν σαν μια θεότητα που, πότε πότε από εκεί ψηλά, χάριζε σε εμάς τους κοινούς θνητούς αριστουργήματα», όπως χαρακτηριστικά σημειώνει. Αλλά οι Ούγκο Πρατ και Φεντερίκο Φελίνι δεν ήταν οι μόνοι σπουδαίοι που βρέθηκαν στο διάβα του. Δούλεψε (μεταξύ άλλων) και με τον Αλεχάντρο Χοδορόφσκι, τον Αντριάνο Τσελεντάνο, τον Λικ Μπεσόν, τον Νιλ Γκέιμαν, τον Νικόλα Πιοβάνι. Ο Μίλο Μανάρα υπήρξε κάποιος που γνώρισε τους πιο σημαντικούς ανθρώπους, που κέρδισε διακρίσεις. Κάποιος που, όπως λέμε, «έκανε τα πάντα». Και όμως δεν έδωσε ποτέ δεκάρα για τίποτε από όλα αυτά, γιατί αυτό που τον ένοιαζε στ’ αλήθεια ήταν να ζωγραφίζει και να λέει ιστορίες. Λάβαρο που σχεδίασε ο Μίλο Μανάρα για τους περίφημους ιππικούς αγώνες στη Σιένα, 2019. «Ναι, είδα και γνώρισα τον πλούτο των πραγματικά πλουσίων», θα γράψει στο τελευταίο κεφάλαιο της έκδοσης, συνεχίζοντας: «Δεν μου κάνει πια ούτε κρύο ούτε ζέστη. Δεν με εντυπωσιάζει, ιδιαίτερα αυτός των νεόπλουτων». Και θα κλείσει ηχηρά, με μία φράση που δεν φιγουράρει τυχαία στο οπισθόφυλλο της έκδοσης: «Αν ο πιο πλούσιος άνθρωπος στον κόσμο μού έλεγε “θα σου προσφέρω όλα τα αγαθά μου με αντάλλαγμα τη δυνατότητά σου να σχεδιάζεις” θα του απαντούσα αρνητικά. Θα του έλεγα “κράτα εσύ τα πλούτη σου, γιατί η ζωή μου είναι το σχέδιο”». Στη φωτογραφία που συνοδεύει το τελευταίο αυτό κεφάλαιο, ο μεγάλος σκιτσογράφος βρίσκεται στο εργαστήριό του λίγο έξω από τη Βερόνα, στο Βένετο της βόρειας Ιταλίας. Γύρω του βρίσκονται βιβλία για την τέχνη, μπροστά του ακουαρέλες και ένα από τα χαρακτηριστικά σκίτσα του εν εξελίξει. Είναι σήμερα 77 ετών και μοιάζει να θέλει να συνεχίσει να σχεδιάζει. «Το μέλλον μου παραμένει ακόμη μια άσπρη σελίδα», θα πει ο ίδιος. Και το σχετικό link...
  9. Όνομα-θρύλος στον χώρο των κόμικς ο Μίλο Μανάρα. Ακόμα και για όσους δεν είναι ακραιφνείς οπαδοί αυτής της τέχνης, της επονομαζόμενης και 9ης, το όνομά του είναι πασίγνωστο έστω και μόνο για «Το κουμπί της» (αυθεντικός τίτλος: «Il gioco»), το ερωτικό αριστούργημα που έχει στοιχειώσει τις φαντασιώσεις γενεών – παρ’ όλο που ο ίδιος κάποιες φορές νιώθει απογοήτευση όταν αυτή η πλευρά του έργου του επισκιάζει τις άλλες. Επιστήθιος φίλος και συνεργάτης του Ούγκο Πρατ, δημιουργού του Κόρτο Μαλτέζε, φίλος του Φεντερίκο Φελίνι με τον οποίο συνδημιούργησαν δύο κόμικς, συνεργάτης του Αλεχάντρο Γιοντορόφσκι, ακάματος δημιουργός, ο Μίλο Μανάρα δεν σταματά μέχρι σήμερα να εργάζεται, να κάνει σχέδια, να ονειρεύεται. Με αφορμή την αυτοβιογραφία του με τον εύλογο τίτλο «Αυτοπροσωπογραφία» (Εκδόσεις ΚΨΜ) μας ανοίγει την καρδιά του σε μια συζήτηση σπάνιας ειλικρίνειας. ● Υποθέτω πως γνωρίζετε ότι είστε εξαιρετικά δημοφιλής στην Ελλάδα. Μα κι εγώ αγαπώ την Ελλάδα πάρα πολύ! Ολόκληρη τη δεκαετία του ’70 περνούσα εκεί σχεδόν τέσσερις μήνες κάθε καλοκαίρι. Φόρτωνα γυναίκα και παιδιά σε ένα αυτοκινούμενο τροχόσπιτο που είχα τότε και γυρνούσαμε τη χώρα ολόκληρη σταματώντας σε διάφορα σημεία. Εξακολουθώ να έρχομαι τακτικά για διακοπές μέχρι σήμερα. Κι είναι κρίμα που ο φόρτος εργασίας δεν μου επιτρέπει να είμαι εκεί μαζί σας τώρα. ● Στη Χαλκιδική δεν ήσασταν όταν διαπιστώσατε πως έπρεπε να σκιτσάρετε το Hôtel des Invalides, αλλά δεν είχατε ιδέα πώς μοιάζει; Ακριβώς! (γέλια) Δούλευα τότε πάνω στην «Ιστορία της Γαλλίας σε Κόμικς» για τον ιστορικό εκδοτικό οίκο Λαρούς και η τελευταία εικόνα που έπρεπε να σκιτσάρω ήταν τα Μέγαρο των Απομάχων (Hôtel des Invalides), όπου είναι θαμμένος ο Ναπολέων. Όμως δεν το είχα δει ποτέ, δεν είχα καμία εικόνα και βρισκόμασταν σε μια ερημιά στη Χαλκιδική – ούτε διαδίκτυο τότε, ούτε κινητά όπως καταλαβαίνετε. Ευτυχώς κοντά μας παραθέριζε ένα ζευγάρι ηλικιωμένων Γάλλων που είχε την καλοσύνη μόλις επέστρεψε στο Παρίσι να μου στείλει στο μοναδικό καφενείο της περιοχής μια καρτ ποστάλ με μια υπέροχη φωτογραφία του κτιρίου… ● Αγάπησα πολύ το βιβλίο σας. Αν θα μπορούσα να επιλέξω μια φράση, είναι αυτή που νομίζω πως είναι και το κέντρο όσων έχετε κάνει: «Η δουλειά μου είχε πάντα δύο πρόσωπα. Ένα εξομολογητικό και ένα επαγγελματικό. Εργάστηκα πάντα σε αυτά τα δύο μέτωπα εκ παραλλήλου». Ναι, έτσι ακριβώς είναι. Υπάρχουν οι ιστορίες που ήταν καθαρά δικές μου, σε δικό μου σενάριο, και ήταν πολύ προσωπικές. Όπως υπήρξαν και αυτές που τις έκανα κατά παραγγελία, ως εκτέλεση μιας επαγγελματικής δέσμευσης, συχνά πάνω σε ιστορίες άλλων. Όχι ότι υποτιμώ τις δεύτερες, πολλές από αυτές είναι σχεδόν εξίσου δικά μου «παιδιά». Πάντα υπάρχει χώρος να μπει η δική σου δημιουργικότητα και η παραγγελία να γίνει δική σου. Άλλωστε, όπως λέω, κι ο Καραβάτζιο έκανε πίνακες κατά παραγγελίαν. ● Έχετε συνεργαστεί με ανθρώπους που για όλους εμάς βρίσκονται στη σφαίρα του μύθου: τον Ούγκο Πρατ, τον Φελίνι, τον Γιοντορόφσκι. Πείτε μας κάτι για τον καθένα τους. Με τον Ούγκο Πρατ υπήρξαμε στενοί φίλοι, αχώριστοι, και τον θεωρώ δάσκαλό μου. Με επηρέασε σε όλα: αισθητικά, τεχνικά, στον τρόπο δουλειάς μου. Ήταν υπέροχα όσα κάναμε μαζί και λυπάμαι τόσο για όσα σχέδια δεν προλάβαμε να ολοκληρώσουμε. Κάναμε το «Εl Gaucho», όπου ο Πρατ έγραφε το σενάριο κι εγώ έκανα τα σκίτσα. Ποτέ δεν πραγματοποιήσαμε τον δεύτερο τόμο του, τη συνέχεια της ιστορίας, παρ’ όλο που το θέλαμε πολύ. Σε αυτόν τον δεύτερο τόμο θα εμφανιζόταν και ο κεντρικός ήρωας που, ενώ χάρισε το όνομα στον τόμο, παραμένει απών. Επίσης ποτέ δεν κάναμε τον «Μονομάχο» που συζητούσαμε πολλά πολλά χρόνια πριν από την ταινία του Ρίντλεϊ Σκοτ. Θα ήταν η ιστορία δύο αντρών, ενός Άγγλου και ενός Ιρλανδού, που αιχμαλωτίζονται από τους Ρωμαίους και υποχρεώνονται να εκπαιδευτούν ως μονομάχοι και εκεί γεννιέται η φιλία τους. Εικονογράφηση του Μανάρα για την πρώτη δημοσίευση του σεναρίου του Φελίνι από το «Ταξίδι στην Τουλούμ», 1986 ● Ο Ούγκο Πρατ άλλωστε ήταν αυτός που σας συμβούλεψε να αρχίσετε να δουλεύετε πάνω σε δικά σας σενάρια. Ακριβώς. Εκείνος με παρακίνησε να κάνω το έπος του Τζουζέπε Μπέργκμαν επηρεάζοντας δραστικά και το στιλ μου με τις συμβουλές του. Και πίσω από τους ήρωες βρισκόμασταν εμείς οι δύο. Ο Τζουζέπε Μπέργκμαν ήταν το άλτερ έγκο μου και ο HP εκείνου – είναι τα αρχικά του ονόματός του, Hugo Pratt. Ο Φελίνι είναι μια διαφορετική ιστορία. Ενώ τον έζησα, παραμένει θρύλος για μένα, όπως και για σας. Παρ’ όλη τη φιλία μας, πάντα ένιωθα δέος απέναντί του. Δεν μου ήταν εύκολο να σηκώσω το ακουστικό, να σχηματίσω τον αριθμό και να τον πάρω τηλέφωνο. Κάναμε μαζί δύο κόμικς, δύο «ταξίδια» (viaggio= ταξίδι): το «Viaggio a Tulum» και το «Il viaggio di G. Mastorna detto Fernet». Και στις δύο περιπτώσεις επρόκειτο για σενάριά του που προορίζονταν να γίνουν ταινίες, αλλά δεν έγιναν ποτέ. Με τον Γιοντορόφσκι συνεργαστήκαμε άψογα, είναι πολύ περισσότερα από ένας άψογος σεναρίστας. Πρόκειται αληθινά για μια πολύπλευρη προσωπικότητα. Δεν περιορίζεται σε μία τέχνη. Αλλά δεν μπορώ να πω κατηγορηματικά ότι γίναμε φίλοι. ● Αναπόφευκτη ερώτηση: έχετε κάνει πολλά διαφορετικά πράγματα, άλλα τα γνώριζα κι άλλα τα ανακάλυψα από το βιβλίο. Όμως αν ρωτήσουμε κάποιον στην Ελλάδα – και αλλού φαντάζομαι – ποιος είναι ο Μίλο Μανάρα, θα απαντήσει: ο δημιουργός τού «Το κουμπί της» ή της Μελένιας. Πάντως σίγουρα θα γνωρίζει τα ερωτικά έργα σας. Αυτό σας ενοχλεί; Η αλήθεια είναι πως μερικές φορές ναι (γέλια). Όταν έχεις κάνει τόσες ιστορίες, έχεις δημιουργήσει τόσους χαρακτήρες και έχεις επενδύσει όλη σου τη φαντασία, μερικές φορές το βρίσκεις άδικο να επικεντρώνονται όλοι στο κομμάτι του ερωτισμού, που δεν είναι παρά ένα μικρό μέρος του έργου μου. Από την άλλη, αν οι άνθρωποι θέλουν να με θυμούνται για τις γυναικείες μορφές που δημιούργησα, ας το κάνουν! Τουλάχιστον θα με θυμούνται για κάτι! Γιατί όχι, αν αυτές οι γυναίκες έδωσαν χαρά στους αναγνώστες; Σελίδα του «HP e Giuseppe Bergman», 1978 ● Κάτι άλλο που με εντυπωσίασε στο βιβλίο είναι η εμμονή σας στην ακρίβεια. Το κόμικς προφανώς και είναι προϊόν μιας δημιουργικής φαντασίας, όμως τα σχέδια πρέπει να είναι σωστά στην κάθε τους λεπτομέρεια. Αυτό δεν είναι αυτονόητο για όλους. Αυτό ήταν ένα μάθημα που πήρα από αρκετά νωρίς, από όταν έκανα την «Ιστορία της Γαλλίας σε Κόμικς»: όλα, τα ρούχα, τα κτίρια, οι στολές, έπρεπε να είναι όπως ήταν στην πραγματικότητα. Κι ο Πρατ στο σενάριο του «Εl Gaucho» μου σκιτσάριζε λεπτομέρειες στολών, ακόμα και τις ιδιομορφίες στο κεφάλι ενός είδους αργεντίνικου αλόγου. Όμως η δική μου τάση ως μαθητή της Αναγέννησης, η οποία επηρεάστηκε από τις δικές σας αξίες της κλασικής ελληνικής αρχαιότητας, είναι να σχεδιάζω τα πράγματα καλύτερα, ομορφότερα από ότι είναι στην πραγματικότητα. ● Γι’ αυτό δίσταζε ο Φελίνι να σας αφήσει να ζωγραφίσετε το πρόσωπό του; Επειδή φοβόταν πως θα τον εμφανίσετε πιο όμορφο από ότι στην πραγματικότητα; Ναι, αλήθεια είναι! (γέλια) Δίσταζε, ανησυχούσε μήπως κυκλοφορήσει η φήμη πως εκείνος προέβαλε την απαίτηση να τον σκιτσάρω έτσι! Τελικώς όμως τον έπεισα και μου επέτρεψε να τον απεικονίσω στο κόμικς. ● Δεν ξέρω αν θα συμφωνούσαν όλοι μαζί μου λόγω του ερωτισμού στο έργο σας, αλλά σας θεωρώ και μοραλιστή. Στο μισό τουλάχιστον του βιβλίου σας μιλάτε για τους φίλους σας και τη σπουδαιότητά τους στη ζωή σας, τους συνεργάτες σας – ονομαστικά και αναλυτικά – και φυσικά τη γυναίκα σας Λουίζα, με την οποία είστε μαζί πάνω από πενήντα χρόνια. Δεν έχετε άδικο, είναι σωστή παρατήρηση. Αλλά δεν θα μπορούσε να έχω γράψει αυτό το βιβλίο διαφορετικά: ξέρω πολύ καλά πως δεν θα είχα φτάσει ποτέ ως εδώ χωρίς τους φίλους μου, ιδιαίτερα χωρίς τον Πρατ. Το ίδιο και οι συνεργάτες: έπαιξαν βασικό ρόλο στην εξέλιξή μου. Κι είναι περιττό να πω πόσο πολύτιμη υπήρξε η γυναίκα μου με την υποστήριξη και την κατανόησή της – και ιδιαίτερα στο ξεκίνημά μου. Όσο για τον ερωτισμό, πιστεύω πως είναι κάτι εντελώς φυσικό που όλοι θα έπρεπε να το χαίρονται ελεύθερα και ακομπλεξάριστα, χωρίς φραγμούς. Η θρησκεία, η εκκλησία είναι που έχει συνδέσει την έννοια του ερωτισμού με αυτήν της αμαρτίας. Κι αυτό δημιουργεί ένα σωρό συμπλέγματα, αυτή η σύνδεση του έρωτα με την αμαρτία. ● Ο Ζορζ Μπατάιγ πάντως έλεγε πως ο ερωτισμός εντοπίζεται στο απαγορευμένο. Εφόσον το λέει ο Μπατάιγ, ο απόλυτος ειδικός στα ζητήματα ερωτισμού, σίγουρα δεν μπορώ να διαφωνήσω. Τον έχω άλλωστε μελετήσει πολύ κι έχω επηρεαστεί από αυτόν. Εικονογράφηση για το εξώφυλλο της «Γκιουλιβεριάνα», 2013 ● Παραμένετε ενεργός και εξακολουθείτε να εργάζεστε. Αυτό που δεν υπάρχει στο βιβλίο είναι το μέλλον. Υπάρχουν σχέδια, ή και όνειρα, για το άμεσο ή το πιο μακρινό μέλλον; Πάντα υπάρχουν! Δεν σταματώ ποτέ να δουλεύω. Και τώρα που μιλάμε με βρίσκετε στο σχεδιαστήριό μου. Θα σας εμπιστευτώ λοιπόν το πρότζεκτ πάνω στο οποίο εργάζομαι αυτή τη στιγμή. Πρόκειται για το έργο ενός πολύ μεγάλου δασκάλου, του Ουμπέρτο Έκο. Είναι «Το Όνομα του Ρόδου» σε κόμικς. Όπως καταλαβαίνετε είναι κάτι τεράστιο που μου απορροφά όλη μου την ενέργεια αλλά και όλο μου τον χρόνο. Αυτός είναι ο λόγος που δεν μπορώ φέτος να έρθω στην Ελλάδα, όχι μόνο για διακοπές όπως πολύ θα ήθελα, αλλά ούτε καν για την παρουσίαση του βιβλίου μου. Ελπίζω όμως ότι του χρόνου θα μπορέσω να αναπληρώσω το κενό. Επίσης ακολουθεί μια συνεργασία μου με έναν άλλο πολύ μεγάλο καλλιτέχνη. Όμως αυτή παραμένει σχέδιο – αν και προχωρημένο – και προτιμώ να μη μιλώ για τα σχέδιά μου μέχρι να πάρουν μπρος για τα καλά. Το έχω για κακό, όσες φορές το έκανα τελικώς δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ. 📌 Η αυτοβιογραφία του Μίλο Μανάρα με τίτλο «Αυτοπροσωπογραφία» κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις ΚΨΜ. Και το σχετικό link...
  10. Τελικά, το πενάκι του αρχιτέκτονα αντί να σχεδιάζει κτίρια, προτίμησε να σχεδιάζει ζωές, ιστορίες σύγχρονες και παλιές, φανταστικές και πραγματικές και μερικές από τις ωραιότερες ερωτικές φαντασιώσεις που πέρασαν στο συλλογικό ασυνείδητο σαν μια σαρκική ποίηση. Δεν είναι τυχαίο ότι στις μνήμες του κυριαρχούν η αστείρευτη ιταλική παράδοση των γραμμάτων και της τέχνης και στην ζωή του ο Φεντερίκο Φελίνι, ο Παζολίνι και ο επίσης τεράστιος σκιτσογράφος Ούγκο Πρατ! Αυτές τις μέρες κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ΚΨΜ η αυτοβιογραφία του Μίλο Μανάρα, όπου λέξεις και σκίτσα συνθέτουν μια φανταστική ζωή και η τέχνη αποτελεί τον βασικό πυρήνα της ύπαρξης. Είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι πίσω από την ευθύγραμμη διήγηση της ζωής του, τα παιδικά του χρόνια, την οικογένειά του, το περιβάλλον, τους τόπους που μεγάλωσε, το σχολειό, τους φίλους, τον περίγυρο, τις γνωριμίες και τα ταξίδια, υποφώσκει το όραμα της ζωής αυτής του καλλιτέχνη που του ζεσταίνει τα όνειρα, την τρέλα και φωτίζει σταθερά τη μοίρα του. Μια μοίρα όπου ο κόσμος έπαιρνε το μαγικό σχήμα του μέσα από το πενάκι του Μίλο Μανάρα, έτσι που η ζωή σε κάθε της εκδοχή αποκτούσε ένα σχέδιο διαφυγής και υπέρβασης. Διαβάζοντας κανείς για τις Σουηδέζες τουρίστριες που κατέφθαναν στην τουριστική περιοχή της λίμνης Γκάρνα ενεργοποιώντας τις εκρηκτικές ορμές των νεαρών αγοριών, αυτό το ασυγκράτητο κύμα πάθους που παρέσυρε το κοινωνικό ηθικό τείχος άμυνας, που γούσταρε άμεσα τον έρωτά δίχως καμία συμβατική-ρομαντική διαμεσολάβηση, στην πιο ζωώδη και αθώα ταυτόχρονα εκδοχή του, αντιλαμβάνεται τις γραμμές των γυναικείων κορμιών του που πάλλονται ολοζώντανες ανάμεσα σε έναν φανταστικό και πραγματικό κόσμο. Σε ένα μεταίχμιο ζωής όπου τα σχήματα σαρκώνονται μέσα σε υποσχετικά περιγράμματα! Στο βιβλίο, ο κορυφαίος αυτός σκιτσογράφος αφηγείται τον κόσμο του με τον τρόπο που θα διηγείτο μια ιστορία σε έναν φίλο του σ’ ένα ταξίδι… Η διήγηση είναι συγκλονιστική – κυρίως, καθώς αφορά σε έναν μεγάλο καλλιτέχνη της εποχής μας – όπου ακόμα και το πιο ασήμαντο συμβάν στον ψυχισμό του αποκτά διαστάσεις τέχνης. Έξαλλου, η τέχνη είναι να βλέπεις εκεί που δεν πέφτει το φως. Πίσω από τον άνθρωπο την ψυχή, πίσω από την σάρκα την απόλαυση, πίσω από ένα τοπίο την αρμονία, πίσω από την ζωή την ομορφιά και την ασχήμια. Πρόκειται για μιαν έκδοση που το δίχως άλλο αφορά άμεσα όλους τους κολλημένους με τα κόμικς όσο και το ευρύτερο αναγνωστικό κοινό, καθώς ο κόσμος του Μανάρα παραμένει πάντα ζωντανός σε όλους όσους είχαν την τύχη να απολαύσουν έστω και ένα σκίτσο του. Ο Μίλο Μανάρα όπως και να ‘χει, έδωσε χρώμα, φως και πνεύμα στις πιο απόκρυφες ερωτικές μας φαντασιώσεις δίχως περικοπές, χάρισε στον έρωτα την κτηνώδη δύναμη της σαρκικής ομορφιάς, την αδυσώπητη σαγήνη. Έτσι, δικαίως μπορεί να ενταχθεί μέσα σε μια κορυφαία εθνική καλλιτεχνική πινακοθήκη που βρίσκει τις ρίζες της στην οργιαστική ρωμαϊκή παράδοση, στην ιταλική Αναγέννηση που ανανέωσε τα αισθητικά πρότυπα επαναφέροντας στο προσκήνιο την ελληνική αρχαιότητα, ακόμα και στη σκοταδιστική περί σωμάτων εκκλησιαστική αντίληψη, συνεργαζόμενος με τις σημαντικότερες μορφές της σύγχρονης ιταλικής κουλτούρας, ακολουθώντας ωστόσο πιστά τα βήματα του «δικού» του, Ούγκο Πρατ, του μεγάλου του μέντορα, του ανθρώπου που άσκησε την καλλιτεχνική επιρροή του για να ξεχωρίσει ο νεαρός Μανάρα την επιβίωση από την τέχνη και την σιγουριά από την εμπνευσμένη περιπέτεια! Μίλο Μανάρα Αυτοπροσωπογραφία Μετάφραση: Χρήστος Σιάφκος Εκδόσεις: ΚΨΜ Σελ.: 220 Και το σχετικό link...
  11. Βγαλμένη από άλλη εποχή, η «Αυτοπροσωπογραφία» του Μίλο Μανάρα που μόλις κυκλοφόρησε φέρνει στο φως την Ιταλία του Παζολίνι και του Φελίνι, τους σπουδαίους κομίστες της εποχής και μια ζωή γεμάτη τέχνη και περιπέτεια. Ο αέρας ελευθερίας που διαπνέει τις ιστορίες του Απουλήιου, οι σκαμπρόζικες σκηνές του Δεκαημέρου, τα σκοτάδια του Καραβάτζο, τα αρώματα της Τοσκάνης, τα όνειρα του Φελίνι και το κράνος του Φερνάντο Ρόσι υπάρχουν αυτούσια στην αυτοβιογραφία του Μίλο Μανάρα με τον τίτλο Αυτοπροσωπογραφία που μόλις κυκλοφόρησε σε μετάφραση Χρήστου Σιάφκου από τις εκδόσεις ΚΨΜ. Όταν εκδόθηκε το βιβλίο στην Ιταλία όλοι ζητούσαν μια συνέντευξη από τον κορυφαίο κομίστα, ο οποίος επέλεξε τη χρονιά της έξαρσης της πανδημίας και του κινήματος του #metoo για να γράψει την αυτοβιογραφία του, ουσιαστικά για να εξηγήσει ολόκληρη την κοσμοθεωρία που κρύβεται πίσω από το πολύχρωμο σύμπαν των δημιουργών των κόμικς, οι οποίοι, σε αυτόν τον τόμο, παίρνουν δικαιωματικά μια θέση δίπλα στους μεγάλους καλλιτέχνες όχι με έπαρση, αλλά με την ακριβή ευθύτητα ενός δημιουργού που ξέρει πως το έργο του ‒ όχι μόνο το δικό του αλλά και τόσων διάσημων ομοτέχνων του στους οποίους αποτίει φόρο τιμής ‒ δεν εξαντλείται, όπως πολλοί νομίζουν, στην εικονογράφηση ερωτικών ή άλλων ανάλογων περιπετειών για τις οποίες τον έχουν κατηγορήσει, αλλά κρύβουν ένα καλλιτεχνικό όραμα, ακόμα και όταν φαίνεται εσκεμμένα ότι λοξοδρομούν. Εν προκειμένω, πρόκειται για το όραμα ενός ανήσυχου δημιουργού ο οποίος δεν επικαλείται επί ματαίω τη σπουδαία πολιτιστική παράδοση της χώρας του, κάνοντας αναφορές σε ονόματα όπως αυτό του αγαπημένου του Καραβάτζο ‒ άλλο αποσυνάγωγο πνεύμα κι αυτός! ‒, αλλά μπορεί, για παράδειγμα, να εξηγεί με ακρίβεια τις επιρροές του κιαροσκούρο στο αεροπλάνο που ζωγράφισε στο κόμικ που εμπνεύστηκε από τα δημιουργικά όνειρα του Φελίνι, και ας μην εκδόθηκε ποτέ, την ακρίβεια του φωτός στα πλάνα που συζητούσαν μαζί επί ώρες ή τη βαθιά συναίσθηση των μεγάλων γεγονότων που είχε όταν έφτιαχνε την εικονογραφημένη Ιστορία της Γαλλίας για τη Larousse. Δεν είναι τυχαίο ότι αποφάσισε να ξαναστήσει ένα κόμικ από την αρχή μόνο και μόνο επειδή έδειχνε εσφαλμένα τον Λουδοβίκο IH να φτάνει στις Τουιλερί το 1814 με την αμαξά κλειστή και όχι ανοιχτή, όπως είχε συμβεί στην πραγματικότητα! Αυτά τον γέμιζαν χαρά και όχι απογοήτευση. Με κύριους συνομιλητές και συνεργάτες τον Ούγκο Πρατ, τον περίφημο δημιουργό του Κόρτο Μαλτέζε, και τον Φελίνι, ο οποίος παρεμπιπτόντως είχε υπάρξει δεινός σκιτσογράφος, ο Μανάρα βρέθηκε να στοχάζεται από νωρίς πάνω στους κεντρικούς άξονες της εικονοποιητικής δημιουργίας και των αρχών που διαμόρφωσαν την παράδοση του κόμικ στο οποίο αφοσιώθηκε αποκλειστικά, αρνούμενος να γίνει αρχιτέκτονας. Επίτηδες δεν χρησιμοποιεί την έκφραση graphic novel σε καμία από τις αφηγήσεις του στο βιβλίο, οι οποίες συνοδεύονται από πλούσια εικονογράφηση ‒ πώς αλλιώς; ‒, και μια φορά που την αναφέρει είναι για κακό, ίσως γιατί με το βιβλίο του επιδιώκει να αποκαταστήσει τη μεγάλη δόξα της παλιάς σχολής που δεν εικονογραφούσε ούτε έφτιαχνε απλώς σενάρια, παρά δημιουργούσε μεγαλόπνοες ιδέες τις οποίες άφηνε ανοιχτές στον αέρα της περιπέτειας. Απόδειξη η ίδια του η ζωή, από τότε που ο Ούγκο Πρατ τον απέτρεψε να δουλεύει με ωράριο σε γραφείο και εκείνος βάλθηκε να γυρίζει όλο τον κόσμο μαζί με τη γυναίκα του και το κάμπερ όχημά του, στο οποίο φόρτωσε τον εξοπλισμό του επισκεπτόμενος ακόμα και την Ελλάδα, όπου βρέθηκε να ζωγραφίζει μερικές από τις πιο γνωστές δημιουργίες του στους αμμόλοφους της Χαλκιδικής. Πέρασε επίσης από τα Μετέωρα για να δει, όπως λέει, τις πόλεις μέσα από τους βράχους και έφτασε μέχρι την Ινδία εμπνευσμένος από το Το άρωμα των Ινδιών του Πιερ-Πάολο Παζολίνι. Η ελευθερία ως η κεντρική αίσθηση που πρέπει να διαπνέει τα σκίτσα κάθε κομίστα, όπως αυτή που φυσούσε τα ατίθασα μαλλιά του Κόρτο Μαλτέζε του Πρατ και της δικής του ηρωίδας, της Μέλι, ήταν θέμα γενικότερης αισθητικής αλλά και προσωπικής και πολιτικής νοοτροπίας. Εξ ού και ότι, κατευθυνόμενος από το ίδιο ριζοσπαστικό κλίμα, δημιούργησε μαζί με τον Ούγκο Πρατ μια σειρά από κόμικς για τα άγνωστα μέρη της άγριας Δύσης, έχοντας ως σημείο αναφοράς τον Τζέιμς Φέμινορ Κούπερ, τον Ζέιν Γκρέι αλλά και τον Ναθάνιελ Χόθορν. Οι κοινές διεργασίες οδήγησαν στη δημιουργία του περίφημου Όλα ξανάρχισαν μ’ ένα ινδιάνικο καλοκαίρι, όπου φυσικά πρωταγωνιστές ήταν οι καλοί Ινδιάνοι και όχι οι «κακοί» καουμπόηδες. Το πρώτο, πανέμορφο και εντυπωσιακό στριπ αυτών των ιστοριών αποκάλυπτε ένα τοπίο άδειο από αμμόλοφους, γλάρους, με μια ήρεμη θάλασσα απ’ όπου ξεπρόβαλαν οι όμορφοι εκπρόσωποι της ινδιάνικης φυλής. Μάλιστα, τα συγκεκριμένα σχέδια έτυχε να τα δείξει ο Μανάρα στον αείμνηστο Πρατ σε μια γόνδολα στη Βενετία με οριστικό κριτή έναν γονδολιέρη(!) φίλο του Πρατ, ο οποίος αποφάνθηκε ότι είναι όμορφα και ότι μπορούν να εκδοθούν. Το κόμικ έγινε τελικά διεθνής επιτυχία και πήρε βραβείο στο Φεστιβάλ της Ανγκουλέμ, το οποίο, όπως λέει ο ίδιος ο Μανάρα, είχε τη γενναιοδωρία να του χαρίσει ο Πρατ. Γενικώς, από την τιμή που αποδίδει στα πρόσωπα που τον βοήθησαν έχει κανείς την αίσθηση ότι ο αυτοβιογραφούμενος κομίστας ήταν και είναι γεμάτος από αγάπη για την τέχνη και τη ζωή. Γι’ αυτό και στην εξιστόρησή του βάζει στο δεύτερο πλάνο τις απογοητεύσεις, αναλαμβάνοντας αποκλειστικά την ευθύνη των όποιων αστοχιών. Η αλήθεια είναι ότι δεν μετανιώνει ούτε καν για τα πρώτα, παράνομα ερωτικά κόμικς τσέπης, παρά μόνο για το γεγονός ότι δεν ήταν τόσο επαγγελματικά, αναγνωρίζοντας το κλίμα της εποχής που ήθελε τους πρώτους κομίστες να καταφεύγουν σε αυτήν τη λύση αν ήθελαν να είναι οικονομικά ανεξάρτητοι, και μάλιστα σε μια εποχή που ο ερωτισμός ήταν ουσιαστικά ένας τρόπος εκφραστικής αντίστασης στη γενικότερη συντήρηση που επέβαλαν η Εκκλησία και οι πολιτικοί. Φροντίζει δε να μας θυμίσει ότι όλες αυτές οι κινήσεις ήταν απολύτως πολιτικές, αντίστοιχες με αυτές που επηρέασαν τον Παζολίνι ή που έκαναν τον Μάρκες να εμπνευστεί την Ερεντίνα, ένα κορίτσι από το Μακόντο, και να τη βάλει να το σκάσει με μια ομάδα περαστικών σαλτιμπάγκων, μια ιστορία που ο ίδιος λέει ότι επηρέασε βαθιά. «Το Μακόντο είχε δώσει το όνομά του στο ιστορικό κέντρο του Μιλάνου που από τη δεκαετία του ’70 υπήρξε ένα από τα σημεία αναφοράς της αντικουλτούρας και της αμφισβήτησης», γράφει ο Μανάρα. Στο ίδιο ριζοσπαστικό κλίμα ξεκίνησε να στήνει τις ιστορίες του Τζουζέπε Μπέργκμαν για το ανήσυχο πνευματικά περιοδικό «À Suivre», τις οποίες λέει ότι απαγόρευσαν στη Νότια Αφρική του απαρτχάιντ τη δεκαετία του ’80. Στο ίδιο περιοδικό, στο τεύχος το αφιερωμένο στον Λένον λίγο μετά τον θάνατό του, φαντάστηκε τον τραγουδιστή των Beatles να συναντά τους εκπροσώπους διαφορετικών θρησκειών, όπως ο Ιησούς Χριστός, ο Βούδας και ο Μωάμεθ, «που τον παρουσίασα όπως έχει αποτυπωθεί στην ισλαμική εικονογραφία, δηλαδή μ’ ένα πέπλο μπροστά στο πρόσωπο. Το έκανα με ακρίβεια και με σεβασμό. Δεν πρόσβαλα τις ευαισθησίες κανενός», γράφει χαρακτηριστικά. Είναι η ίδια η εποχή που γνωρίζει τον Μοέμπιους (Ζαν Ζιρό), τον Αντρέα Πατσιέντσα ή τον Ζορζ Βολανσκί που ξέρουμε ότι δολοφονήθηκε στο «Charlie Hebdo». Ήταν τότε που συναντιούνταν όλοι μαζί και κουβέντιαζαν περί δημιουργίας μαζί με τον Ζακ Μπρελ, τον Πάολο Κόντε, τον Ντέιβιντ Ριοντίνο και τον Φραντσέσκο Γκουτσίνι. Αυτή η λίστα δεν έχει τέλος, αν αναλογιστεί κανείς με ποιους έχει συνευρεθεί αλλά και συνεργαστεί ο Μανάρα σε αυτήν τη ζωή: από τον Πέδρο Αλμοδόβαρ και τον Ρόμπερτ Όλτμαν μέχρι τον Λικ Μπεσόν και τον Ρομάν Πολάνσκι (για μια ταινία που δεν έγινε τελικά). Στις αυτοβιογραφικές αυτές εξιστορήσεις του ο Μανάρα θα «ζωγραφίσει» το φόντο της αφήγησης με πλάνα από τα ατελείωτα ταξίδια σε διαφορετικές πόλεις του ορίζοντα, με σχέδια που έπλεκε μαζί με τον μόνιμο συνταξιδιώτη του Ούγκο Πρατ, όπως εκείνα για τον Μπόρχες, όταν φαντάζονταν από κοινού τις πόλεις-βιβλιοθήκες, αλλά και με εξαίσια, γαργαντουικά δείπνα με αμέτρητα πιάτα και άφθονο κρασί που συνήθιζε να του παραθέτει ο πάντοτε γενναιόδωρος Φελίνι. Τίποτα λιγότερο δηλαδή από ένα συγκλονιστικό ταξίδι χωρίς τέλος ‒ μια λέξη που πάντοτε μισούσε ο Φελίνι ‒ με πρωταγωνιστές αληθινά πρόσωπα αλλά και τους δυο κεντρικούς ήρωες του, τους χαρακτήρες που ο ίδιος δημιούργησε, δηλαδή το θηλυκό alter ego του, τη Μέλι, και το αρσενικό, τον Τζουζέπε Μπέργκμαν, ως κεντρικούς εκφραστές της ελευθερίας και του ερωτισμού. Άλλωστε, το μυθιστορηματικό από το πραγματικό σε αυτήν τη βιογραφία με δυσκολία διαχωρίζονται και έχουν ως κοινό άξονα τον κόσμο του κόμικ. Μίλο Μανάρα, Αυτοπροσωπογραφία, Μτφρ.: Χρήστος Σιάφκος, Εκδόσεις ΚΨΜ, Σελ.: 224 Και το σχετικό link...
  12. Προδημοσίευση από την «Αυτοπροσωπογραφία» του ζωντανού θρύλου των κόμικς που κυκλοφορεί σε λίγες ημέρες από τις εκδόσεις ΚΨΜ. Έχει συνεργαστεί με τον Φεντερίκο Φελίνι και τον Ούγκο Πρατ, με τους οποίους τον συνέδεε βαθιά φιλία. Τα βιβλία του έχουν πουλήσει εκατομμύρια αντίτυπα. Έχει κινηθεί με επιδεξιότητα μεταξύ των πολιτικών κόμικς, της επιστημονικής φαντασίας, του μαγικού ρεαλισμού, της ιστορικής αφήγησης και του ερωτισμού με μια ιδιαίτερη προτίμηση στον τελευταίο. Ο Μίλο Μανάρα (γεν. 1945) είναι ένας ζωντανός θρύλος των ευρωπαϊκών κόμικς που πλησιάζει τα ογδόντα, παραμένοντας ακμαίος και δημιουργικός. Στην πολύ πλούσια αυτοβιογραφία του που κυκλοφορεί σε λίγες ημέρες από τις εκδόσεις ΚΨΜ με τίτλο «Αυτοπροσωπογραφία» (μετάφραση: Χρήστος Σιάφκος, 224 σελίδες) αφηγείται τις σημαντικότερες στιγμές μιας ονειρικής διαδρομής που από την ορεινή Βόρειο Ιταλία τον οδήγησε στην παγκόσμια καταξίωση, σε δεκάδες βραβεία και διακρίσεις και σε εμβληματικά έργα (στην Ελλάδα κυκλοφορούν πολλά από αυτά με σημαντικότερα ίσως το «Ινδιάνικο Καλοκαίρι», το «Ταξίδι στην Τουλούμ», τη σειρά με πρωταγωνιστή τον Τζουζέπε Μπέργκμαν, το «Σιμμιόττο» κ.ά.). Με αφορμή την «Αυτοπροσωπογραφία» και με ευχαριστίες στις εκδόσεις ΚΨΜ για την παραχώρηση της άδειας προδημοσίευσης, επιλέγουμε ορισμένα από τα σημεία αυτής της μοναδικής πορείας. Για την αρχή Όλα άρχισαν στα τοιχώματα μιας σπηλιάς. Το πρώτο επάγγελμα στον κόσμο για το οποίο διατηρούμε κάποια βεβαιότητα είναι του σκιτσογράφου, του σχεδιαστή. Θα μπορούσε να πει κανείς πως η φυλή μας ξεκίνησε τις δραστηριότητές της σχεδιάζοντας, με τον ίδιο τρόπο που τα μικρά παιδιά σχεδιάζουν για να γνωρίσουν τον εαυτό τους και τον κόσμο. Μετά, τα πιο πολλά τα παρατάνε. Κάποια ωστόσο συνεχίζουν, και για καλή μου τύχη είμαι κι εγώ ένα απ’ αυτά. Τα πρώτα διαβάσματα Οι μνήμες των καλοκαιριών εκείνης της εποχής συνδέονται με τα λιμανάκια και τους καλαμιώνες. Ο χειμώνας αντιθέτως είναι συνυφασμένος με το διάβασμα. Ήταν η κύρια απασχόλησή μου και το μεγάλο μου πάθος. Το σπίτι μας ήταν γεμάτο βιβλία. Έλειπαν όμως, και μου έλειπαν κι εμένα, τα κόμικς για παιδιά. Όπως όλες οι δασκάλες του καιρού εκείνου, η μητέρα μου τα απαγόρευε αφού θεωρούνταν αντιπαιδαγωγικά. Αντ’ αυτών ήμουν περικυκλωμένος από μυθιστορήματα, πολλά και κάθε είδους. Ο έρωτάς μου για την περιπέτεια ξεκίνησε μέσα από τα βιβλία (σίγουρα και μέσα από τα γρανάζια του ρολογιού). Πρώτα απ’ όλα υπήρχαν τα μυθιστορήματα του Σαλγκάρι. Και τα κλασικά του Ντίκενς και του Κίπλινγκ. Και βέβαια, εκτός από τη λογοτεχνία, είχαμε και την Enciclopedia dei ragazzi (Εγκυκλοπαίδεια των παιδιών) των εκδόσεων Mondadori. Ακόμα την έχω. Απαίτησα να δοθεί σ’ εμένα όταν με τ’ αδέλφια μου μοιραστήκαμε την κληρονομιά των γονιών μας. Εικονογράφηση για το φεστιβάλ «Collisioni» του Μπαρόλο, 2014 Και τα πρώτα κόμικς Τα πρώτα τεύχη κόμικς που έπεσαν στα χέρια μου, όταν ήμουν ήδη δέκα χρονών, αποτελούνταν από συρραμμένες σελίδες, περιλήψεις ουσιαστικά πολυδιαβασμένων μυθιστορημάτων, που δίνονταν δώρο με το γάλα μαγνησίας San Pellegrino. Θυμάμαι το «Il Capitan Fracassa» (Καπετάν Φρακάς), από το κλασικό έργο του Τεοφίλο Γκοτιέ (τότε μετέφεραν στα ιταλικά όλα τα ξένα ονόματα, π.χ. Τζούλιο Βερν, Ρομπέρτο Λουίτζι Στίβενσον, Μικέλε ντα Θερβάντες…). Εκείνο το τομίδιο ήταν σχεδιασμένο υπέροχα, ένας Θεός ξέρει από ποιον. Ίσως από τον Ρίνο Αλμπερταρέλι. Μάταια το έψαξα στην πορεία των χρόνων. Σιγά μην ανέφεραν εκείνους τους καιρούς τα ονόματα των σχεδιαστών κόμικς. Και αυτό το λέω για να γίνει αντιληπτό ότι δεν τους έδιναν την παραμικρή σημασία. Όπως κατάλαβα κι εγώ ο ίδιος χρόνια μετά, επρόκειτο για ένα επάγγελμα για το οποίο δεν μπορούσες να είσαι υπερήφανος. Η «αποτυχία» Έχω ζήσει ξανά και ξανά τη σκηνή στο μυαλό μου. Έμπαινες σ’ εκείνες τις γιγαντιαίες αίθουσες της Ακαδημίας Καλών Τεχνών. Επρόκειτο για ένα μεγαλειώδες μέγαρο του 16ου αιώνα, με πανύψηλα ταβάνια και εντυπωσιακούς χώρους. Στις αίθουσες υπήρχαν τα τεράστια μαύρα θρανία που χρησιμοποιούσαν τότε. Τόσο μαύρα που έμοιαζαν με γόνδολες. Πάνω σε κάθε θρανίο ήταν τοποθετημένο ένα πλαστικό βαζάκι μ’ ένα επίσης πλαστικό κυκλάμινο. Ένα πράγμα μίζερο και θλιβερό. Η εξέταση συνίστατο στο να σχεδιάσουμε αυτό το ταλαίπωρο πλαστικό κυκλάμινο. Εικόνα για τον κατάλογο Fellini Roma (Φελίνι Ρώμη), 2004 Πιστεύω ότι πρέπει να έφτιαξα κάτι α λα Πικάσο, για να το πούμε έτσι. Διότι εγώ ήμουν ο ψαγμένος, που ήξερε τι του γινόταν. Όλοι οι άλλοι ήσαν παιδάκια δεκατριών χρόνων κι εγώ δεκαοχτάρης. Είχα ήδη τελειώσει το Καλλιτεχνικό Λύκειο. Τι θα έπρεπε να αποδείξω! Θεωρούσα προσβλητικό να σχεδιάσω ένα πλαστικό κυκλάμινο. Κι έτσι απέδωσα εκείνο το πράγμα με μια τεχνοτροπία μεταξύ κυβισμού και άμορφης τέχνης. Το αποτέλεσμα: με έκοψαν. Με έκοψαν! Αδυνατώ να το πιστέψω ακόμα και τώρα. Για τον Μπεροκάλ και την έμπνευση Πέθανε στις αρχές του 2000. Το 1972 ωστόσο, αποφάσισαν στη Μάλαγα, τη γενέθλια πόλη του Πάμπλο Πικάσο, να αφιερώσουν στον ζωγράφο ένα μνημείο, και γι’ αυτό κάλεσαν τον Μπεροκάλ. Εκείνος, όντας αντιφασίστας, ζούσε και δούλευε αυτοεξόριστος μακριά από την Ισπανία. Όταν τον γνώρισα, έμενε σε μια μεγάλη βίλα του 16ου αιώνα στο χωριό μου, το Νεγκράρ, όπου είχε και το στούντιό του. Το πάρκο γύρω απ’ αυτήν ήταν τεράστιο κι οι επισκέπτες του σημαντικοί. Εκεί συνάντησα την Παλόμα Πικάσο, τον Ρομπέρτο Σεμπαστιάν Μάτα… και μια φορά, από μακριά, είδα στα μονοπάτια του πάρκου τον Σαλβαδόρ Νταλί. Το εσωτερικό της βίλας ήταν γεμάτο από έργα τέχνης, στους τοίχους οι πίνακες ήσαν πολλοί, ανάμεσά τους και κάποιες μεταξοτυπίες του Ούγκο Πρατ. Εικονογράφηση για το εξώφυλλο του «Giuseppe Bergman Integrale» (Ολόκληρος ο Τζουζέπε Μπέργκμαν), 2017. Αριστερά, ο Ούγκο Πρατ. Αναπαριστούσαν Άγγλους στρατιώτες που φορούσαν κόκκινες στολές και μπορούσαν να ανταγωνιστούν τους πίνακες των μεγάλων ζωγράφων. Ε, σ’ εκείνη τη βίλα συναντήθηκα με το μεγάλο Κόμικ. Η σύζυγος του Μιγκέλ Μπεροκάλ ήταν Γαλλίδα, και από το Παρίσι της έστελναν όλα τα νέα βιβλία, περιλαμβανομένων και κόμικς. Έτσι έπεσαν στα χέρια μου οι ιστορίες της Μπαρμπαρέλας, της ηρωίδας που δημιούργησε ο Ζαν Κλοντ Φορέστ, με πρότυπο την Μπριζίτ Μπαρντό. Κεραυνοβολήθηκα όπως ο Απόστολος Παύλος στην οδό προς τη Δαμασκό. Μέσα σε μια στιγμή κατάλαβα. Κατάλαβα τι ήταν εκείνο – ακριβώς εκείνο – που ήθελα να κάνω στη ζωή μου. Που έπρεπε να κάνω στη ζωή μου. Έτσι, εγκατέλειψα τα πάντα: την αρχιτεκτονική, τη γλυπτική, τη ζωγραφική… όλα. Κι άρχισα να σχεδιάζω σαν μανιακός. Να σχεδιάζω κόμικς. Για τον Ούγκο Πρατ Τώρα που το σκέφτομαι, εξακολουθώ και σήμερα να μην τον αποκαλώ «Ούγκο». Όπως όταν ζούσε… Ενώ κάναμε παρέα, κουβεντιάζαμε και πίναμε, δουλεύαμε και ταξιδεύαμε μαζί, δεν τον αποκάλεσα ποτέ με το μικρό του όνομα. Τον προσφωνούσα πάντα «Δάσκαλο». Για τον Φελίνι Με τον Φελίνι στη Βερόνα, 1990 Η αγάπη του Φελίνι για τα κόμικς ήταν τεράστια και ειλικρινής, χωρίς ίχνος υπεροψίας. Για αυτόν ήταν τιμή να γνωρίζει τους δημιουργούς μιας τέχνης που θεωρούσε πραγματική. Μεταξύ άλλων είχε συναντήσει τον Γουόλτ Ντίσνεϊ και τον Τσαρλς Σουλτς, δύο κολοσσούς. Εγώ τον σύστησα στον Μέμπιους και στον Ούγκο Πρατ. […] Ο Φεντερίκο Φελίνι είχε έντονα, βαθιά αισθήματα για μένα. Ήταν λες και προσωποποιούσα την αγάπη και τη συμπάθεια που είχε από πάντα για τους κομίστες. Λες και οι δυο μας ήμασταν από πάντα μαζί, από τα παιδικά μας χρόνια. Για τα πλούτη Αν ο πιο πλούσιος άνθρωπος στον κόσμο μού έλεγε «θα σου προσφέρω όλα τα αγαθά μου με αντάλλαγμα τη δυνατότητά σου να σχεδιάζεις», θα του απαντούσα αρνητικά. Θα του έλεγα: «Κράτα εσύ τα πλούτη σου, γιατί η ζωή μου είναι το σχέδιο. Δίχως αυτό δεν έχω ζωή». Και το σχετικό link...
  13. Ο «Περικλής, ηγεμόνας της Τύρου» βρίσκεται στη σκιά των πιο δημοφιλών έργων του Σέξπιρ, όπως ο «Άμλετ» και ο «Οθέλος». Πιθανώς, μάλιστα, να μην έχει γραφτεί, τουλάχιστον στο σύνολό του, από τον Άγγλο θεατρικό συγγραφέα. Είναι, ωστόσο, ένα βαθιά πολιτικό έργο που ο Θανάσης Δήμου μεταφέρει σε κόμικς με ευφυείς αναχρονισμούς και υπέροχα σκίτσα. Γράφτηκε, κατά πάσα πιθανότητα, γύρω στο 1607 και αποτελεί ένα από τα τελευταία έργα του Ουίλιαμ Σέξπιρ. Οι περισσότεροι ιστορικοί της λογοτεχνίας, μάλιστα, συγκλίνουν ως προς το ότι δεν αποτελεί έργο αποκλειστικά γραμμένο από τον ίδιο αλλά συμπληρώθηκε από κάποιον άλλο συγγραφέα, πιθανότατα τον Τζορτζ Γουίλκινς. Πρόκειται, όμως, για ένα πολυδιάστατο, δραματικό θεατρικό με πολιτικές προεκτάσεις που, πέραν του αυτονόητου ενδιαφέροντος που έχει κάθε σεξπιρικό έργο, με τις κατάλληλες επεμβάσεις και τροποποιήσεις μπορεί να θεωρηθεί διαχρονικό και επίκαιρο ακόμα και σήμερα. Μια τέτοια διασκευή και προσαρμογή σε κόμικς έκανε ο Θανάσης Δήμου στο «Περικλής, ηγεμόνας της Τύρου» (εκδόσεις ΚΨΜ), συνθέτοντας ένα εξαιρετικό και πρωτότυπο βιβλίο με πολλά τολμηρά και νέα στοιχεία σε σχέση με τις έως τώρα εκτελέσεις και διασκευές του. Καταρχάς και μόνο η απόφαση να μεταφερθεί σε κόμικς ένα τέτοιο έργο είναι τολμηρή. Και γίνεται ακόμη πιο τολμηρή με την απόφαση του δημιουργού του να αποδώσει όλους τους χαρακτήρες με τη μορφή ζώων που μιλούν, συμπεριφέρονται και ντύνονται σαν άνθρωποι μιας όχι και τόσο μακρινής εποχής του παρελθόντος. Ο Περικλής, πρίγκιπας της φτωχής Τύρου, όπως και στο πρωτότυπο, αποφασίζει να διεκδικήσει το χέρι της κόρης του Αντίοχου, βασιλιά της πλούσιας Αντιόχειας. Για να το πετύχει, πρέπει να λύσει ένα αίνιγμα που όποιος δεν το καταφέρνει θανατώνεται. Βρίσκει την απάντηση αλλά πίσω της κρύβεται ένα ένοχο μυστικό που αν το αποκαλύψει θα διακινδυνεύσει τη ζωή του, θα καταστρέψει υπολήψεις, θα γίνει η αφορμή για πολέμους και άλλες συνέπειες στις χώρες της ανατολικής Μεσογείου. Κι έτσι αρχίζει να περιπλανιέται για να γλιτώσει από την οργή του Αντίοχου. Στις περιπλανήσεις του θα συναντήσει ενδιαφέροντες τύπους, καλούς αλλά και μοχθηρούς, θα αντιμετωπίσει δολοπλοκίες και ίντριγκες αλλά θα γίνει και πατέρας, καταφέρνοντας να γνωρίσει τον κόσμο πολύ καλύτερα από όσο του επέτρεπε η βασιλική ζωή του. «Μια ιστορία από τις νοτιοανατολικές θάλασσες… Πολλά πρόσωπα λησμονημένα πια, πόλεις ξεχασμένες από τον χάρτη σαν να μην υπήρξαν ποτέ. Ο Περικλής, ο Αντίοχος, ο Ελικανός, η Μαρίνα, πρίγκιπες, προαγωγοί, ψαράδες, διπλωμάτες και ακόλουθοι. Η Τύρος, η Πεντάπολη, η Αντιόχεια, η Μυτιλήνη. Και γύρω γύρω οι θάλασσες, η βροχή και οι εποχές που κυλάνε…» γράφει ο Δήμου στο οπισθόφυλλό του. Και για να κάνει ακόμη πιο «προσωπική» την, ούτως ή άλλως, γοητευτική εκδοχή του, ξεκαθαρίζει προς τους αναγνώστες ότι: «Αυτή την ιστορία μού την ψιθύρισε στο αυτί ένα βράδυ όταν ήμουν παιδί ο ίδιος ο θείος Σέξπιρ, που την είχε γράψει πολύ παλιότερα, το 1607. Μ’ άρεσε και ήθελα να τη διηγηθώ και εγώ. Από τότε πέρασαν πολλά χρόνια∙ έχω μπερδέψει κάπως πρόσωπα και πράγματα. Θα με συγχωρέσετε κι εσείς και ο Σέξπιρ που θα το κάνω με τον δικό μου τρόπο». Και είναι ένας τρόπος ξεχωριστός, με έξυπνες αλληγορίες και πανέμορφα σκίτσα! Και το σχετικό link...
  14. Ο «Υποδιοικητής Μάρκος» ενέπνευσε όλα τα επαναστατικά κινήματα με τη δράση του ως μέλους του Στρατού των Ζαπατίστας για την Εθνική Απελευθέρωση. Ήταν, όμως, και ένας εξαιρετικός συγγραφέας και χαρισματικός ομιλητής. Μια επιλογή από δικά του κείμενα μεταφέρει σε κόμικς ο Αργεντινός δημιουργός Ian Debiase. «Ο Υποδιοικητής Μάρκος δεν υπάρχει πια» δήλωσε το 2014, όταν ανακοίνωσε την παραίτηση του από την ενεργό δράση στην πρώτη γραμμή του Κινήματος των Ζαπατίστας για την Εθνική Απελευθέρωση. Μπορεί να μην εμφανίζεται πια δημόσια με τη γνωστή του μάσκα και την πίπα στο στόμα, αλλά οι αγώνες του στο Μεξικό επί σειρά δεκαετιών, σε συνδυασμό με τα συγκλονιστικά γραπτά του δεν θα αφήσουν να ξεχαστεί ποτέ η προσωπικότητά του. Ορισμένα από τα γραπτά αυτά, τα περισσότερα φορτισμένα με συναίσθημα και λυρισμό, επέλεξε ο Ian Debiase να αποδώσει σε κόμικς που δίνουν μια, έστω και αποσπασματική, εικόνα της σκέψης του εμβληματικού Μεξικανού επαναστάτη. «Ονομάζουμε στιλ κάθε χαζομάρα, κάθε σκόνταμμα πάνω στο χαρτί… Όλοι έχουμε ένα μάτι υγιές, φρουρό, που αγρυπνά για να μην αλλάξει τίποτα, που επιζητά τα μετάλλια που δίνει η νόμιμη πραγματικότητα, η χειρότερη από όλες τις πραγματικότητες. Αυτό το ορθόδοξο μάτι θα μας έκανε να ζωγραφίζουμε ένα σύννεφο πάντα με τον ίδιο τρόπο. Υπάρχει, όμως, και το άλλο μάτι, που μισανοίγει και μας θυμίζει ότι το στατικό είναι εχθρός της ομορφιάς. Ευτυχώς, υπάρχουν κάποιοι που μας δίδαξαν πως ο κόσμος φτιάχνεται κάθε στιγμή που τον κοιτάμε». Με αυτά τα λόγια προλογίζει ο Debiase το βιβλίο του «Subcomandante Marcos - Εικονογραφημένοι λόγοι και ανακοινωθέντα του Υποδιοικητή Μάρκος» (εκδόσεις ΚΨΜ, μετάφραση: Δανάη Ταχταρά). Κάνοντας ξεκάθαρο προς κάθε αναγνώστη και θεατή του έργου του ότι αποτελεί τη δική του, προσωπική ματιά πάνω στα συγκεκριμένα γραπτά αλλά και γενικότερα πάνω στη ζωή του ένοπλου διανοούμενου που κατά τα φαινόμενα εγκατέλειψε μια βολεμένη αστική ζωή και μια πανεπιστημιακή καριέρα για να συμβάλει στην οργάνωση και την αυτοδιάθεση των καταπιεσμένων ιθαγενών πληθυσμών του Μεξικού ενάντια στις αυταρχικές κυβερνήσεις. Οι εικόνες του Debiase συνοδεύουν ιδανικά την πάντα έντονη ποιητική διάθεση των γραπτών του Μάρκος από έξι διαφορετικά κείμενα και παρουσιάζουν τη ζωή στα βουνά της επαρχίας Τσιάπας, τα στρατόπεδα των Ζαπατίστας, την κρατική καταστολή απέναντι σε άοπλους διαδηλωτές, τον περήφανο και αγέρωχο υποδιοικητή σε στιγμές δράσης αλλά και περισυλλογής. Ο Μάρκος, άλλωστε, δεν υπήρξε ποτέ, τουλάχιστον στις δημόσιες εμφανίσεις του, ένας κλασικός, βλοσυρός και αυταρχικός στρατιωτικός που ζει για να πολεμά, αλλά ένας άνθρωπος, οργανωτικός μεν αλλά και βολονταριστής, με βαθύ χιούμορ, με φιλοσοφικές αναζητήσεις, με ευρύτατο πεδίο γνώσεων, με αγάπη για τη ζωή και τη φύση, την ιστορία και τον πολιτισμό, με σεβασμό στη διαφορετικότητα των ανθρώπων, ακόμα και των αντιπάλων του. Χωρίς ποτέ να αυτοπροβάλλεται και να περιαυτολογεί αλλά πεπεισμένος ότι οι αγώνες και οι επαναστάτες δεν έχουν ανάγκη από ηγέτες και σωτήρες. Ήταν πάντα «υποδιοικητής» γιατί θεωρούσε ότι «διοικητής» ήταν ο λαός. Όταν ξεκινούσε η πρωτοβουλία των Ζαπατίστας το 2005 που έμεινε στην ιστορία ως «Η Άλλη Καμπάνια» είχε πει στην ολομέλεια: «Μέσα σε όλα, αφήνουμε περιθώριο στη φαντασία. Ότι είναι να συμβεί, σύντροφοι και συντρόφισσες, σίγουρα δεν θα μοιάζει σε τίποτα με αυτό που φανταζόμαστε. Μακάρι να είναι καλύτερο και μακάρι να μην φορτωθεί τα εμπόδια που μπορεί να του κληροδοτήσουμε. Να είναι ελεύθερο ακόμα κι από εμάς. Όχι άλλοι δικτάτορες ή ανώτεροι σωτήρες, ούτε Καίσαρες, αστοί ή θεοί. Ούτε Αντρές ούτε Μάρκος. Κανείς δεν θα ’ναι η λύτρωσή σας». Τη φαντασία αυτή του Μάρκος και των επαναστατημένων Ζαπατίστας επιχειρεί να περιλάβει, μέσω των σχεδίων του, στις ελεύθερες προσαρμογές του και ο Debiase, καταφέρνοντας να φιλοτεχνήσει ένα κάθε άλλο παρά «ακαδημαϊκό» έργο με περιλήψεις κειμένων. Αντιθέτως, συνθέτει ένα υπέροχο βιβλίο τόσο για όσους γνωρίζουν τα γεγονότα στο μακρινό Μεξικό όσο και για όσους επιθυμούν να μάθουν περισσότερα για τη ζωή και το έργο του Σουμπκομαντάντε Μάρκος. «Όταν εισβάλαμε και παρεμβάλαμε την παρουσία μας το 1994 με αίμα και φωτιά, δεν ξεκινούσε ο πόλεμος για εμάς, τους άντρες και τις γυναίκες ζαπατίστας. Αιώνες τώρα υπομένουμε τον πόλεμο των από πάνω, με τον θάνατο και την καταστροφή, την εκδίωξη και την ταπείνωση, την εκμετάλλευση και τη σιωπή που επιβλήθηκαν στον νικημένο. Αυτό που ξεκινά για εμάς το 1994 είναι μία από τις πολλές στιγμές του πολέμου των από κάτω ενάντια στους από πάνω, ενάντια στον κόσμο τους. Αυτή η αντίσταση, που κάθε μέρα πραγματώνεται στους δρόμους σε οποιοδήποτε σημείο των πέντε ηπείρων, στους κάμπους και τα βουνά τους. Ήταν και είναι ο δικός μας πόλεμος, πολλών αντρών και γυναικών που βρίσκονται από κάτω, ένας πόλεμος για την ανθρωπότητα και ενάντια στον νεοφιλελευθερισμό. Ενάντια στον θάνατο, εμείς επιζητούμε τη ζωή. Ενάντια στη σιωπή, εμείς απαιτούμε τον λόγο και τον σεβασμό. Ενάντια στη λήθη, τη μνήμη. Ενάντια στην ταπείνωση και την υποτίμηση, την αξιοπρέπεια. Ενάντια στην καταπίεση, τον ξεσηκωμό. Ενάντια στη σκλαβιά, την ελευθερία. Ενάντια στην επιβολή, τη δημοκρατία. Ενάντια στο έγκλημα, τη δικαιοσύνη. Ποιος, με λίγη ανθρωπιά στις φλέβες, θα μπορούσε ή μπορεί να αμφισβητήσει αυτά τα αιτήματα;» Απόσπασμα από το ανακοινωθέν-αποχαιρετιστήριο κείμενο του Μάρκος «Ανάμεσα στο φως και τη σκιά» που διαβάστηκε από τον ίδιο στις 25 Μαΐου του 2014, ως δήλωση αποχώρησης από τη θέση του και συνέχισης του αγώνα για την απελευθέρωση από άλλες θέσεις. Και το σχετικό link...
  15. Δεν είναι όμορφος με βάση τα καθιερωμένα πρότυπα. Δεν είναι επιτυχημένος και πλούσιος. Δεν συναρπάζει τα πλήθη με τα λόγια του. Δεν τον ενδιαφέρει η δόξα ούτε το χρήμα. Είναι ένας ισόβιος αναχωρητής. Με προορισμό τους τόπους όπου υπάρχουν καταπιεσμένοι. Για να πολεμήσει στο πλευρό τους. Ή και μόνος του ενάντια σε ναζιστές και πλουτοκράτες. «Παράτολμος, μοναχικός, αλαζόνας, ψεύτης, κλέφτης και καταζητούμενος, ο Νίπερ έχει μια ακόρεστη δίψα να πέσει σαν ορμητικός χείμαρρος πάνω στα κακά τούτου του κόσμου», αναφέρει το σύντομο σημείωμα του οπισθόφυλλου. Περιγράφοντας εν συντομία τα βασικά χαρακτηριστικά ενός αντιήρωα που τριγυρνά σαν ξωτικό από μέρος σε μέρος αναζητώντας την περιπέτεια που τον τραβάει σαν μαγνήτης. Ο «Νίπερ - Αιώνιος Μετανάστης» (εκδόσεις ΚΨΜ) είναι η νέα δουλειά του Νάσου Βασιλακάκη που έγινε γνωστός στα ελληνικά κόμικς πριν από λίγα χρόνια από τη διαδικτυακή (και στη συνέχεια έντυπη) παρουσία της «Μαριάννας της Βρωμόστομης», μιας σκληρά εργαζόμενης κοπέλας που αντιστεκόταν, λόγω και έργω, με πείσμα και πάθος στις αυθαιρεσίες των αφεντικών, τον ρατσισμό των νεοναζιστών, την κοινοτοπία των εφησυχασμένων. Ο Νίπερ, ωστόσο, δεν περιορίζει το πεδίο δράσης του σε έναν εργασιακό χώρο, σε μια πόλη, σε μια χώρα. Είναι ένας τυχοδιώκτης που δεν επιδιώκει να κερδίσει τίποτα. Γι’ αυτόν «τύχη» είναι να ανταμώσει όσους λατρεύει να μισεί. Και μισεί τους φασίστες, τους εκμεταλλευτές, τους υποκριτές, τους υποτιθέμενους φιλάνθρωπους που θησαυρίζουν πλασάροντας προσφορά ανθρωπιστικής βοήθειας. Έχοντας πλήρη άγνοια κινδύνου, δεν διστάζει να προτάξει τα στήθη του απέναντι σε όπλα που τον σημαδεύουν, αλλά και να το βάλει στα πόδια όταν μπορεί να ανασυντάξει τις δυνάμεις του και να αντεπιτεθεί από θέση ισχύος. Είναι όμως και τετραπέρατος και εκδικητικός. Γι’ αυτό και οι αντίπαλοί του, αν και δεν τους γεμίζει το μάτι, τον τρέμουν. Κοντούλης, άσχημος, κίτρινος και με πεταχτά αυτιά, δεν αποτελεί τον παραδοσιακό ήρωα σε ιστορίες καταδίωξης και δράσης. Αλλά και οι ιστορίες του Βασιλακάκη δεν είναι παραδοσιακές. Μια από αυτές εκτυλίσσεται σε μια θλιβερή επαρχιακή πόλη της Αγγλίας όπου ο Νίπερ φιλοξενείται από έναν μοναχικό φοιτητή, ενώ ταυτόχρονα προσπαθεί να εξευμενίσει την αγριεμένη και απλήρωτη σπιτονοικοκυρά του και να οδηγήσει μια συμμορία νεοναζιστών στο διάβα μιας παρέας αγριεμένων χούλιγκαν της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ! Σε μια άλλη ιστορία, φιλοξενούμενος σε κοινοβιακή κατάληψη, βοηθάει τους συγκατοίκους του να αντιμετωπίσουν τον στρατό από μεταλλαγμένους αρουραίους ενός παρανοϊκού νεοναζιστή γενετιστή επιστήμονα και στρέφει την οργή του ΙRΑ εναντίον των Άγγλων ακροδεξιών. Και σε μια άλλη, θα βρεθεί σε κρουαζιερόπλοιο στα ανοιχτά της Σομαλίας στο επίκεντρο μιας επικής σύγκρουσης μεταξύ πειρατών και σκοτεινών μυστικών υπηρεσιών με φόντο παιχνίδια πλούτου και εξουσίας. Αν όλα αυτά ακούγονται σουρεαλιστικά και παράλογα, είναι γιατί η πρόθεση του Βασιλακάκη είναι να φαίνονται ως τέτοια. Σε έναν τέτοιο κόσμο ο αντιήρωάς του φαντάζει ως ο μόνος ή ένας από τους ελάχιστους λογικούς και αξιοπρεπείς, τίμιους, δίκαιους και συνεπείς. Οι ιστορίες του Νίπερ, που απ’ ότι φαίνεται θα έχουν ακόμα πολλές συνέχειες, στόχο έχουν να σατιρίσουν και να ξεμπροστιάσουν αυτόν ακριβώς τον κόσμο παρουσιάζοντάς τον γκροτέσκο και υπερβολικό, όπως είναι και τα απολαυστικά διαφημιστικά «διαλείμματα» ανάμεσα στις ιστορίες. Αυτά τα διαφημιστικά διαλείμματα με τον ωμό κυνισμό και τα οφθαλμοφανή ψεύδη τους αν και φαντάζουν τόσο παράλογα είναι προφητικά και προειδοποιούν για τα επερχόμενα. Θα ήταν φρόνιμο να επιλέξουμε τη συλλογική δράση, αντί να εναποθέσουμε τις ελπίδες μας για την αποτροπή των χειρότερων στους Νίπερ αυτού του κόσμου. Και το σχετικό link...
  16. «Ο Εμφύλιος θα είναι πάντα ένα θέμα επικίνδυνο, γιατί στην πραγματικότητα κάθε συζήτηση για τον Εμφύλιο είναι από μόνη της ένας μικρός εμφύλιος», λέει στο «New Page» ευθύς εξαρχής ο κομίστας Λευτέρης Παπαθανάσης στην επικοινωνιακή γέφυρα που προσπαθούμε να χτίσουμε Αθήνα – Γιάννενα. Καλό ξεκίνημα. Το «Τέρμινους», το πρώτο ελληνικό εικονογραφημένο αφήγημα με θέμα τον Εμφύλιο που κυκλοφορεί εδώ και λίγες εβδομάδες από τις εκδόσεις ΚΨΜ, είναι οι ιστορίες του Βασίλη, της Ουρανίας, του Μιχάλη στα βουνά των Τζουμέρκων της Ηπείρου, μα και χιλιάδων άλλων ανθρώπων που πλήρωσαν με τη ζωή τους την απόφασή τους να σταθούν απέναντι σε κάθε τύραννο. Αλλά να σας κάνουμε τις απαραίτητες συστάσεις. Ο κομίστας που εργάζεται ως χημικός στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση αγαπά να καταπιάνεται με δύσκολα ιστορικά εγχειρήματα και να τα φιλτράρει με τον αντισυμβατικό αέρα της ένατης τέχνης. Το πρώτο κόμικ του, «Άκου», κυκλοφόρησε το 2013 από τις Βορειοδυτικές Εκδόσεις, ενώ δύο χρόνια μετά ακολούθησε «Η Πάπισσα Ιωάννα – Μεσαιωνικόν Εικονογραφημένον» από τις εκδόσεις ΚΨΜ. Η συγκεκριμένη δουλειά κέρδισε από την πρώτη στιγμή της κυκλοφορίας της τις εντυπώσεις -καταρχάς για την ίδια τη δυσκολία του εγχειρήματος- και στη συνέχεια και το Βραβείο Κοινού στα Ελληνικά Βραβεία Κόμικς το 2016. Και το «Τέρμινους»; Πώς τα πηγαίνει στον σύντομο χρόνο της ζωής του από εντυπώσεις και κριτική; «Έχει ήδη πυροδοτήσει πολλές ενδιαφέρουσες συζητήσεις, πράγμα που με χαροποιεί. Εντάξει, υπάρχουν, βέβαια, και κάποιοι που αντλούν ικανοποίηση απ’ το να στείλουν ένα υβριστικό μήνυμα, αλλά δεν δίνω και ιδιαίτερη σημασία». Αλήθεια, δεν φοβήθηκε να πιάσει την «καυτή πατάτα» του Εμφυλίου; Την τελευταία φορά που είδαμε κάποιον να το κάνει μέσα από έργο που απευθυνόταν στο ευρύ κοινό -μιλάμε για τον Παντελή Βούλγαρη και την ταινία του «Ψυχή βαθιά»- η συζήτηση έκανε πολύ καιρό να κοπάσει. «Το “Τέρμινους” είναι κυρίως ιστορίες ανθρώπων του Εμφυλίου, όχι γενικώς η ιστορία του Εμφυλίου, και υπ’ αυτή την έννοια είναι ο δικός μου τρόπος να καταλάβω τους πρωταγωνιστές εκείνης της ιστορίας, το πώς αναμετρήθηκαν με τις επιλογές που ανοίχτηκαν μπροστά τους, αλλά και τους σημερινούς ανθρώπους, τις αγωνίες τους, τα κίνητρά τους, πώς στέκονται απέναντι στους δικούς τους καθημερινούς μικρούς εμφύλιους», μας εξηγεί ο Λευτέρης. «Η προσπάθεια των τελευταίων χρόνων είναι η κυρίαρχη αφήγηση για τον Εμφύλιο να γίνει η μοναδική αφήγηση. Η μάχη της Μνήμης όμως δεν είναι απλώς ακαδημαϊκή υπόθεση. Για εμένα το θέμα είναι να είσαι έντιμος απέναντι στους ανθρώπους που απευθύνεσαι. Γι’ αυτό τον λόγο στις πρώτες κιόλας σελίδες του “Τέρμινους” ξεκαθαρίζω ότι η αφήγησή μου έχει διαλέξει πλευρά. Νομίζω ότι τα περισσότερα έργα για εκείνη την περίοδο είναι παγιδευμένα στο επίπεδο του αφάνταστου πόνου, που έτσι κι αλλιώς χαρακτηρίζει τις εμφύλιες συγκρούσεις. Δεν μπορούμε όμως να πετάξουμε τα διλήμματα που σημάδεψαν εκείνη την εποχή κάτω από το χαλί του ανθρώπινου πόνου, αυτή είναι μια μάλλον εύκολη επιλογή. Πάντως, δεν πιστεύω ότι οι μεγάλες κοινωνικές διαιρέσεις επουλώνονται έτσι απλά και, για να είμαι απόλυτα ειλικρινής, δεν νομίζω ότι θα έπρεπε να αποζητούμε κάτι τέτοιο». «Τέρμινους» ονομάστηκε το σχέδιο του κυβερνητικού στρατού, υπό τις οδηγίες και την υλική στήριξη των ΗΠΑ, για τη διάλυση του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας την άνοιξη του 1947. Το σχέδιο αυτό ανατράπηκε χάρη στην αυτοθυσία των μαχητών του ΔΣΕ. Η αγάπη του Λευτέρη για τα ιδανικά και τις αξίες φάνηκε από το πρώτο του κόμικ το 2013, το «Άκου», με 37 εικόνες από στίχους του Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι. Πριν γίνει όμως επισήμως κομίστας, ο Λευτέρης σε κάθε ευκαιρία επιμελούνταν εξώφυλλα, εικονογραφήσεις για διηγήματα και fanzine επιστημονικής φαντασίας και δημιουργούσε γελοιογραφίες και ζωγραφιές για αφίσες πολιτικών συλλογικοτήτων. «Θυμάμαι να φτιάχνω, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, κόμικ από πάντα. Αυτή η ανάγκη των στιγμών μοναχικότητας, όπου με μερικά σκίτσα θα επεξεργαστείς τις καθημερινές σου ανησυχίες, πάντα υπήρχε μέσα μου. Αν κάτι άλλαξε τα τελευταία χρόνια, ίσως και ως αποτέλεσμα της κρίσης, είναι η ανάγκη μου να τα δημοσιεύσω, να επικοινωνήσω με άλλους ανθρώπους. Πρόκειται για λυτρωτική διαδικασία». Μια διαδικασία που φαίνεται να αποτέλεσε την πρώτη ύλη και στην προηγούμενη δουλειά του Λευτέρη, την εικονογραφημένη ιστορία της Πάπισσας Ιωάννας, βασισμένη στο γνωστό έργο του Εμμανουήλ Ροΐδη. Ο δημιουργός απέδωσε την ιστορία ως «μεσαιωνικόν εικονογραφημένον» μέσα από μια χαλαρή σειρά ασπρόμαυρων σκίτσων και με τη γλώσσα των κόμικς να μπερδεύεται ανατρεπτικά με την καθαρεύουσα. «Τι είναι αυτό που σε γοητεύει στα μεγάλα ιστορικά γεγονότα;» προέκυψε, λοιπόν, εύλογα η ερώτησή μας. «Η αφήγηση μιας ιστορίας που τοποθετείται μακριά μας χρονικά μάς δίνει μεγαλύτερες δυνατότητες και ασφάλεια να κοιτάξουμε μέσα μας. Ίσως τελικά αυτό να είναι και το νόημα του “μια φορά κι έναν καιρό” των παραμυθιών». Η εκπαιδευτική ιδιότητα του κομίστα δεν θα μπορούσε να μην αποτελέσει κι αυτή μέρος της κουβέντας μας. Αλήθεια, βλέπει ο Λευτέρης μια εκπαιδευτική πλευρά στο «Τέρμινους», δεδομένης της εκκωφαντικής απουσίας του ελληνικού Εμφύλιου στην επίσημη εκπαίδευση, ακόμα και 70 χρόνια μετά τη λήξη του; «Το κόμικ αναφέρει πολλά ιστορικά γεγονότα με άμεσο ή έμμεσο τρόπο, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι είναι σύγγραμμα Ιστορίας. Αν όμως ο αναγνώστης -και ειδικά τα πιο νέα παιδιά- βρει μέσα στις σελίδες του το ερέθισμα να ασχοληθεί με την ιστορία της περιόδου, αυτό είναι κάτι που θα με χαροποιήσει». Και οι σχολικές αίθουσες της επαρχίας; Τι συμβαίνει εντός τους; «Είχαν πάντα τις ιδιαιτερότητες της ίδιας της επαρχίας, όμως πλέον τα σχολεία σ’ ολόκληρη τη χώρα αντιμετωπίζουν τα ίδια κεντρικά προβλήματα, δίνοντας τη μάχη τους απέναντι στον “ρεαλισμό” της οικονομίας. Το κακό είναι ότι όλη αυτή η κατάσταση επηρεάζει πια βαθιά τα παιδιά και τους εκπαιδευτικούς, με αποτέλεσμα να κυριαρχεί η απογοήτευση. Ότι θετικό μπορούμε να ελπίζουμε θα έρθει μέσα από το φιλότιμο και τον αγώνα παιδιών και δασκάλων, που έτσι κι αλλιώς χάρη σ’ αυτά λειτουργούν τα σχολεία μας χρόνια τώρα». Λίγο πριν διακοπεί η σύνδεση 420 ολόκληρα χιλιόμετρα Αθήνα – Γιάννενα δεν κρατηθήκαμε να μην ρωτήσουμε τον Λευτέρη: «Τι έχετε εκεί στα Γιάννενα που δεν έχουμε εμείς στην Αθήνα;». H πόλη έχει έναν τρόπο να κάνει δικό της τον άνθρωπο που θα την περπατήσει. Αυτό, άλλωστε, συνέβη και σ’ εμένα, που δεν μεγάλωσα εδώ, μα έγινα τελικά Γιαννιώτης κανονικός». Και φυσικά μετά αντιστρέψαμε την ερώτηση: «Τι έχουμε εμείς στην Αθήνα που δεν έχετε εκεί;». «Γεγονότα. Ή, καλύτερα, την αίσθηση ότι βρίσκεται κανείς στο κέντρο των γεγονότων. Κατά τ’ άλλα, δεν μπορώ να πω ότι η σημερινή Αθήνα μού αρέσει όπως παλιότερα. Δεν μπορώ τον διάχυτο νομιμοποιημένο ρατσισμό, την ασφυκτική αστυνόμευση του κέντρου, την παρακμή των τελευταίων χρόνων, πράγματα, βέβαια, που πια τα συναντάς σε κάθε πόλη. Δεν είναι μια μάχη που έχει χαθεί οριστικά όμως». Και το σχετικό link...
  17. Στην «Πάπισσα Ιωάννα», ο Λευτέρης Παπαθανάσης έδωσε μια απολαυστική εκδοχή του εμβληματικού έργου του Εμμ. Ροΐδη. Δυο χρόνια αργότερα επιστρέφει με το «Τέρμινους» (εκδ. ΚΨΜ), μια συγκλονιστική ιστορία για τους ανθρώπους του Εμφυλίου στα βουνά της Ηπείρου. Αντί παρουσίασης, δημοσιεύουμε το κείμενο που παραχώρησε στο «Καρέ Καρέ» ο επίκουρος καθηγητής Ιστορίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Λάμπρος Φλιτούρης. Ενα κόμικς για τους ανθρώπους του Εμφυλίου: σκέψεις για το «Τέρμινους» του Λευτέρη Παπαθανάση Σε ένα θεμελιώδες κείμενό του για τη σχέση της τέχνης των κόμικς με τις ανθρωπιστικές επιστήμες, ο Ουμπέρτο Έκο προέτρεπε τους πανεπιστημιακούς και διανοούμενους να μελετήσουν μια σειρά από ανεξερεύνητους και αχαρτογράφητους έως τότε τομείς, όπως η κινηματογραφική διαδοχή της αφήγησης, ο νέος ρυθμός και ο νέος αφηγηματικός χρόνος, η γέννηση μιας νέας θεματικής, οι ιστορικές καταβολές και η οπτικοποίηση του μύθου. Έκτοτε, το κόμικς, ως ένα αυτόνομο είδος τέχνης, αποτελεί ένα βασικό εργαλείο μελέτης της εξέλιξης όχι μόνο της πολιτιστικής παραγωγής μιας εποχής αλλά και της αναπαράστασης των κοινωνικών προτύπων και αισθητικών τάσεων κάθε εποχής. Στην περίπτωση του νέου graphic novel του Λευτέρη Παπαθανάση, ο ρόλος της Ιστορίας είναι διπλά παρών. Από τη μια πλευρά η Ιστορία εμπνέει τον δημιουργό και τον οδηγεί σε έναν διάλογο με την εποχή του Εμφυλίου ή μάλλον καλύτερα με τους ανθρώπους του Εμφυλίου. Από την άλλη, η ανάγνωση του «Τέρμινους» σήμερα μας οδηγεί αναπόφευκτα στο να ξανασκεφτούμε τις συνθήκες που γέννησαν την επιθυμία ενός δόκιμου δημιουργού να καταπιαστεί με τον Εμφύλιο, μια πρώτη για την ελληνική ένατη τέχνη. Όπως ο δημιουργός αναφέρει από την προσεγμένη εισαγωγή του έργου του, το «Τέρμινους» δεν είναι μια ιστορία του Εμφυλίου αλλά ένα αφήγημα για τους ανθρώπους του Εμφυλίου. Για εκείνους που δεν είχαν τίποτα πέρα από τη ζωή τους και την αξιοπρέπειά τους και δεν δίστασαν στα δύσκολα χρόνια να βρεθούν με το όπλο στο χέρι, ελεύθεροι και αδούλωτοι. Ο εμφύλιος πόλεμος υπήρξε ίσως η πιο τραυματική στιγμή της ελληνικής ιστορίας. Ήταν ο τραγικός επίλογος μιας πρωτόγνωρης κοινωνικής αλλαγής, την οποία εξέφρασε το αντιστασιακό κίνημα την περίοδο της Κατοχής και ειδικότερα το ΕΑΜ και ο ΕΛΑΣ. Ο διχασμός στην ελληνική κοινωνία είχε δρομολογηθεί ήδη από τη δικτατορία του Μεταξά κατά τα προηγούμενα χρόνια, για να μην πούμε για τις προηγούμενες δεκαετίες από την αποτίναξη του Τούρκου. Ήταν ένας διχασμός βαθιά κοινωνικός και οι διώξεις των αριστερών είχαν θεσμοθετηθεί από την εποχή του βενιζελικού «ιδιώνυμου». Κατά τη δεκαετία του 1940, ο διχασμός αποκρυσταλλώθηκε μέσα από τις βίαιες συγκρούσεις και την ανθρωποθυσία που ακολούθησε τα έτη 1946-1949. Αυτή η σύγκρουση όμως ήταν -όπως μας λέει ο Δημήτρης Χατζής- «ένα δόκανο από το οποίο κανένας δεν μπορούσε να ξεφύγει», αν και οι περισσότεροι επιθυμούσαν (αλλά δεν μπορούσαν) την απεμπλοκή. Το «Τέρμινους» του Παπαθανάση δεν είναι η ιστορία της περίφημης στρατιωτικής επιχείρησης των κυβερνητικών και των Αμερικανών συμβούλων. Από αυτή όμως την καθοριστική εξέλιξη του πολέμου εμπνέεται η ιστορία και η αφηγηματική γραμμή που ακολουθεί ο συγγραφέας. Την άνοιξη του 1947 άρχισαν οι πρώτες μεγάλες εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του κυβερνητικού στρατού, στη Ρούμελη και στη συνέχεια στα Άγραφα, στα Τζουμέρκα, στα Χάσια, στον Όλυμπο, στα Πιέρια και στον Γράμμο. Στρατηγικός σκοπός των επιχειρήσεων ήταν ο εγκλωβισμός των τμημάτων του Δημοκρατικού Στρατού κατά περιοχές και ο εξαναγκασμός τους σε άτακτη φυγή, ώστε να επιτευχθεί έτσι η τμηματική εξόντωσή τους. Ο Παπαθανάσης ευφυώς χρησιμοποιεί ως τίτλο το «Τέρμινους» και μας μιλάει για την αρχή του τέλους της νικηφόρας επανάστασης που χάθηκε. Το «Τέρμινους» δεν μιλάει για σούπερ ήρωες. Άλλωστε οι σούπερ ήρωες δεν ταιριάζουν στους λαϊκούς αγώνες. Μιλάει για εκείνους που πάλεψαν αλλά και για κείνους που προδόθηκαν. Όχι για εκείνους που προδόθηκαν από τις ιδέες τους αλλά για όσους ένιωσαν να προδίδονται από τις ηγεσίες τους. Μιλάει για κείνους που σύρθηκαν στο μετεμφυλιακό πανηγύρι της «εθνικοφροσύνης», το οποίο κατάφερε να θεσμοθετήσει την πολιτική καταπίεση και τον κοινωνικό αποκλεισμό για ευρύτατα στρώματα του πληθυσμού. Μια «εθνικοφροσύνη» που δέχτηκε τους συνεργάτες των ναζί, τους ξέπλυνε και τους παρέδωσε στην «υγιή» κοινωνία των δεκαετιών του ’50 και του ’60. Μια «εθνικοφροσύνη» που, επιβάλλοντας την πολιτική και πολιτιστική οπισθοδρόμηση της ελληνικής κοινωνίας, οδήγησε μέσω των στρατοδικείων, των εξοριών, των εκτελέσεων, των πιστοποιητικών κοινωνικών φρονημάτων στη χούντα του 1967. Μια «εθνικοφροσύνη» που οδήγησε στη μετανάστευση όσους δεν έστειλε στα ξερονήσια, όσους δεν μπόρεσε να αναμορφώσει, όσους δεν φυλάκισε στις μπετοναρισμένες φυλακές των πόλεων. Όπως όλα τα μείζονα κοινωνικά και πολιτικά γεγονότα, ο Εμφύλιος δεν επιδέχεται μονοδιάστατες απαντήσεις. Η πορεία προς τον Εμφύλιο, η σφοδρότητα της σύγκρουσης και η διάρκειά της αποτέλεσαν τη συνισταμένη πολλών και διαφορετικών κοινωνικών και πολιτικών διεργασιών σε εθνικό αλλά και διεθνές επίπεδο. Οι κοινωνικές ανατροπές και οι οικονομικές ανακατατάξεις, οι κοσμογονικές αλλαγές στη φτωχή, άγονη ορεινή ύπαιθρο, στα Τζουμέρκα της ιστορίας του Παπαθανάση, που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια της Κατοχής, έμειναν ημιτελείς. Μετά την Απελευθέρωση, ιδιαίτερα στον αγροτικό χώρο, με την ολοκληρωτική επικράτηση της «λευκής τρομοκρατίας», η αντίδραση επανέκαμψε. Σαν να την ενοχλούσε βαθιά το ΕΑΜικό κήρυγμα για ισότητα του άντρα και της γυναίκας. Μια ισότητα βασισμένη όχι μόνο στην ίδια τη φύση αλλά και χάρη στον σεβασμό που κερδήθηκε από τον αγώνα της αντάρτισσας στο πλάι του αντάρτη. Σαν να την ενοχλούσε που η νεολαία λάμβανε τον ενεργό ρόλο που της ταίριαζε στην ανάσταση των νέων κοινωνιών. Σαν να την ενοχλούσε ο δάσκαλος που είχε και διατύπωνε χωρίς φόβο τη γνώμη του και ο μαθητής που είχε τη δική του άποψη. Σαν να την ενοχλούσε το βιβλίο που άνοιγε, η αυλαία που σηκωνόταν κι έφερνε το θέατρο στην κεντρική πλατεία του πιο απομακρυσμένου χωριού. Και φυσικά σαν να την ενοχλούσε το δίκαιο που αποδιδόταν απλά, άμεσα και κάτω από τον ελεύθερο ουρανό. Όπως αναφέρει ο Χατζής στη «Μουργκάνα»: «Σε κανένα άλλο μέρος στην Ελλάδα δεν είχαν υποφέρει τόσο πολύ όσο στην Ήπειρο, κάπου δυο χρόνια με τη φτώχεια και με τη γύμνια, με το κυνηγητό και το σκόρπισμα, όσο να μπορέσουνε να στερεωθούν. Ηρωικές αποτυχίες κι άτιμες προδοσίες στα πρώτα ξεκινήματα, το 1946, εμποδίσανε τον αγώνα στην Ήπειρο να αναπτυχθεί και δημιούργησαν παραπανιστές δυσκολίες. Όλο το χειμώνα του 1946, κι ως την άνοιξη του ’47, οι πρωτοπόροι ζήσανε σκορπισμένοι ομαδούλες-ομαδούλες μα πολλές φορές κι ολότελα μοναχοί τους σαν τ’ άγρια θερία στα βουνά». Αυτή η αντίδραση, μεθοδικά και εκμεταλλευόμενη την αδυναμία της Αριστεράς να αρθρώσει έναν σταθερό και πειστικό λόγο, επανακάμπτει παρά τη φαινομενική υποχώρησή της μετά το 1974. Δεν θα αναφερθώ στο διεθνές επίπεδο. Θα αρκεστώ στα δείγματα που κάνουν την εμφάνισή τους μετά το υποτιθέμενο τέλος της Ιστορίας το 1989. Στη δική μας μικρή και πολλές φορές δύσκαμπτη κοινότητα των ιστορικών, η αναθεώρηση έχει γίνει το «επιστημονικό εξαπτέρυγο» μιας λάιτ εθνικοφροσύνης. Μα στον δημόσιο λόγο και στη δημόσια ιστορία βρισκόμαστε μπροστά στην κλιμακούμενη επιστροφή των φαντασμάτων της Ιστορίας: είδαμε τους ταγματασφαλίτες να δικαιολογούνται από την ύπαρξη μιας κόκκινης τρομοκρατίας, είδαμε το ΕΑΜ και τους αγωνιστές του να κατηγορούνται συλλήβδην -αλλά με επιστημονικό λεξιλόγιο αυτή τη φορά- ως ενεργούμενα της Μόσχας, στα ερείπια της σοβιετικής γραφειοκρατίας, αλλά με τα υλικά που αφειδώς παρέχει ο ασθμαίνων καπιταλισμός για να χτίζεται το οικοδόμημα της αναθεώρησης της Ιστορίας, του Εμφυλίου ή και εσχάτως της επταετίας. Στο «Τέρμινους» ο Παπαθανάσης, πάλι με ευφυΐα, μεταφέρει το υποτιθέμενο τέλος της Ιστορίας σε ένα ονειρικό στρατοδικείο όπου κρίνονται ζώντες και νεκροί και τελικά κρίνεται η ίδια η Ιστορία. Η άρνηση της ήττας δεν είναι μια εμμονή. Δεν αντιτίθεται σπασμωδικά στην οικτρή διαπίστωση ενός «ευτυχώς ηττηθήκαμε, σύντροφοι». Είναι η συνειδητή άρνηση της ταύτισης της ιδέας για έναν δίκαιο και άρα καλύτερο κόσμο -δίκαιο… όχι δικαιότερο- με τη συμβιβασμένη ηγεσία, την κομματική γραφειοκρατία. Ο Παπαθανάσης μιλάει απλά γι' αυτό που είναι η ηγεσία της Αριστεράς: και η ηγεσία της είναι ο λαός, οι καταπιεσμένοι. Οι διωκόμενοι. Αυτοί που βλέπουν τον αγώνα για την κοινωνική δικαιοσύνη ως την πραγμάτωση της ιστορικής αποστολής τους. Σ’ αυτό το δικαστήριο της Ιστορίας -που κάλλιστα θα μπορούσε σήμερα να είναι ένα πανεπιστημιακό αμφιθέατρο όπου θα δίδασκαν κάποιοι από τους πολλούς οπαδούς μιας «θολής» αριστείας ή ένα τηλεδικείο που θα δίκαζε και θα καταδίκαζε εν μέσω διαφημίσεων για τα θαύματα του Παϊσίου και τις ιδιότητες του υαλουρονικού- οι ήρωες του Παπαθανάση, αν και κουρασμένοι, δεν υπογράφουν δήλωση, δεν δίνουν συγχωροχάρτι, δεν βάζουν άνω τελεία στην επαναστατική διαδικασία. Κι ας νιώθουν μόνοι. Είναι όμως μόνοι; Ο Παπαθανάσης προέρχεται από προγόνους που πάτησαν τη σκανδάλη του αγώνα και παρέδωσαν τη σκυτάλη στην επόμενη γενιά. Ο Παπαθανάσης δεν κρύβει ότι είναι στρατευμένος. Το «Τέρμινους» είναι στρατευμένο. Δεν το συνιστώ σε όποιον θεωρεί ότι πρέπει να προχωράμε ως κοινωνία με γνώμονα ένα άχρωμο κοινό καλό. Δεν το συνιστώ σε όσους αναζητούν μια αντικειμενική ματιά στην Ιστορία. Δεν υποστηρίζω εξάλλου την αναζήτηση της αντικειμενικότητας στην Ιστορία. Πώς θα τολμούσα λοιπόν να την απαιτήσω από την Τέχνη; Λάμπρος Φλιτούρης, επίκουρος καθηγητής Ιστορίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Και το σχετικό link...
  18. Με μαύρο φόντο και κόκκινες πινελιές Συντάκτης: Γιάννης Κουκουλάς Πριν από επτά χρόνια ο Μανώλης Φραγγίδης δημιούργησε την εξαιρετική συλλογή ComiΧ Noir με μικρές ιστορίες σχεδιασμένες σε κατάμαυρο φόντο. Τώρα παρουσιάζει το ComiX Noir II - The Devil you Know (εκδόσεις ΚΨΜ), στο ίδιο ύφος, με έντονες τις αντιθέσεις άσπρου και μαύρου και αρκετές κόκκινες πινελιές. «Κατά τη διάρκεια της Αντιμεταρρύθμισης (που ακολούθησε και αναχαίτισε την ελευθερία της σκέψης της Αναγέννησης), η Σύνοδος του Τρέντο (Concilium Tridentium 1545-1563) εξέδωσε καταδίκες γι' αυτές που όρισε ως “Προτεσταντικές Αιρέσεις”. Ανάμεσα στα διατάγματα που εκδόθηκαν περιλαμβάνονταν και οδηγίες που όριζαν ή μάλλον εξόριζαν το αποδεκτό γυμνό. Θύματα έπεσαν εκατοντάδες πίνακες ζωγραφικής και αγάλματα» σημειώνει ο Μανώλης Φραγγίδης στο «Επιμύθιο ή Λυσάρι ή Εξομολόγηση» του ComiX Noir II επεξηγώντας τη μικρή ιστορία του με τίτλο «Παρεξηγήσεις». Μια ιστορία που αφορά τα ακρωτηριασμένα πέη και τους κομμένους όρχεις των αγαλμάτων επί Πάπα Παύλου IV, Ινοκέντιου X, Πίου IX κ.ά. Κι ο Φραγγίδης «αναρωτιέται» για το ποιο θα είναι το συμπέρασμα του ιστορικού του μέλλοντος που θα ανακαλύψει μια μυστική κρύπτη γεμάτη πέτρινους και μαρμάρινους φαλλούς ή έναν ομαδικό τάφο στοιβαγμένων όρχεων. Μήπως ότι προέρχονται από μια μακρινή εποχή λατρείας της αναπαραγωγής και της γονιμότητας ή από ένα οργιαστικό και διονυσιακό διαρκές πάρτι αχαλίνωτου σεξ; Και μόνο γι’ αυτήν την ιστορία το ComiX Noir II αξίζει να διαβαστεί. Εχει όμως κι άλλες επτά, εξίσου σπουδαίες και συναρπαστικά σχεδιασμένες. Στο «Walk the Line» εμπνέεται από την απάνθρωπη «πρωτοποριακή» μέθοδο προαυλισμού των κρατουμένων «εφ’ ενός ζυγού», στο «Versus» εξετάζει την επίδραση των εικονικών κόσμων των video games στην πραγματικότητα, στο «Σβάστικα Είναι και Γυρίζει», ορμώμενος από τη ρήση του Μπέρτραντ Ράσελ σύμφωνα με την οποία «το πρόβλημα με τον κόσμο είναι πως οι φανατικοί και οι ηλίθιοι είναι τόσο σίγουροι, ενώ οι σοφοί είναι γεμάτοι αμφιβολίες», αντιδιαστέλλει τη σβάστικα των αρχαίων πολιτισμών της Ασίας με την κτηνωδία των νεοναζιστών μέσω του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη αλλά και του Χάινριχ Χίμλερ. Στη συλλογή των κατά πλειονότητα ευσύνοπτων ιστοριών του Φραγγίδη -κάποιες όμως θα άξιζαν, ενδεχομένως, λίγο περισσότερο χώρο για να αναπτυχθούν- κυριαρχεί η έννοια του οικείου που έγινε τέτοιο μέσω της επανάληψης, της κατάλληλης καθοδήγησης και της διαπαιδαγώγησης και έχει γίνει αποδεκτό όσο απάνθρωπο κι αν είναι. Ενα κομφορμιστικά οικείο που περιγράφεται από τον υπότιτλο «The Devil you Know». Για τον οποίο ο Φραγγίδης αποσαφηνίζει ότι έχει ιρλανδική προέλευση και σε ελεύθερη απόδοση, με μια ελαφρά δόση ειρωνείας, σημαίνει ότι «κάτι οικείο, με όλα του τα ελαττώματα, είναι προτιμότερο από κάτι άγνωστο». Πηγή Παρουσίαση του πρώτου Comix Noir
  19. «Στη ζωή αδίκησα πολλούς, γιατρέ! Εκανα ελάχιστους φίλους και πολλούς εχθρούς!» «Μην έχεις τύψεις! Η φύση προνοεί για όλα. Σε λίγο ελάχιστοι θα στενοχωρηθούν και σε πολλούς θα χαρίσεις ευτυχία!...» Ο χαρακτηριστικός διάλογος ανάμεσα στον ετοιμοθάνατο και κάτωχρο ασθενή και τον κυνικό γιατρό του είναι ένας από τους δεκάδες ανάλογους διαλόγους στο νέο άλμπουμ γελοιογραφιών του Πέτρου Ζερβού με τίτλο «Κλινικά Ζωντανός» (εκδόσεις ΚΨΜ). Και είναι ενδεικτικός, όπως και ο τίτλος άλλωστε, της αμφιθυμίας του καλλιτέχνη απέναντι στην οδύνη και τα αδιέξοδα του ασθενούς από τη μια και τον πραγματισμό της ιατρικής επιστήμης που σηκώνει τα χέρια ψηλά από την άλλη. Γιατί κάθε φορά που νομίζεις πως ο Ζερβός θα δείξει λίγη συμπάθεια στον ασθενή του συνειδητοποιείς ότι η ιδιότητα του ασθενούς δεν ξεπλένει το παρελθόν και κατά συνέπεια εγείρονται βάσιμες αμφιβολίες ως προς το αν «ο αποθανών δεδικαίωται». Σίγουρα ο ασθενής δεν... δεδικαίωται και, κατά βάση με δική του ευθύνη, σε όλο το άλμπουμ γίνεται βορά των κυνικών και πάντα ανήμπορων «θεών» με τις άσπρες στολές. Πηγή
  20. Πριν λίγους μήνες εκδόθηκε από τον εκδοτικό οίκο ΚΨΜ μια… άλλη Πάπισσα Ιωάννα. Ο Λευτέρης Παπαθανάσης υπογράφει ένα «Μεσαιωνικό εικονογραφημένο», βασισμένο στο γνωστό μυθιστόρημα του Εμμανουήλ Ροΐδη. Ο μεσαιωνικός θρύλος γίνεται ένα απολαυστικό κόμικ μέσω του μυθιστορήματος, το οποίο ο Λευτέρης Παπαθανάσης χρησιμοποιεί ως κορμό του έργου του. Ωστόσο το σήμερα εισβάλλει στην αφήγηση της ιστορίας του Εμμανουήλ Ροΐδη με αναχρονισμούς και παραλληλισμούς. Ανυπομονώντας για την παρουσίαση της Πάπισσας Ιωάννας και στην Αθήνα αποφασίσαμε να μιλήσουμε με τον δημιουργό. Για την αγάπη του για το σκίτσο και για την Πάπισσα Ιωάννα, για το ζήτημα του φύλου, όπως το θέτει η ιστορία αυτή, για το παιχνίδι με τη λογοτεχνία, για την ελληνική και διεθνή πορεία των κόμικ και για την παρουσίαση του βιβλίου στην Αθήνα μας τα λέει πολύ ωραία ο ίδιος. Με τιμή σας παρουσιάζουμε τη συνέντευξή που μας έδωσε: Μίλησέ μας λίγο για σένα. Είσαι καθηγητής χημείας και ταυτόχρονα σκιτσάρεις με το παρατσούκλι boban. Ποια η σχέση σου με το σχέδιο; Πώς ασχολήθηκες με αυτό; Η προσπάθεια κατανόησης των μεταβολών του φυσικού κόσμου καθώς και η κάθε είδους δημιουργική έκφραση, νομίζω είναι διαδικασίες που δεν μπορεί να λείπουν από τη ζωή των ανθρώπων. Δεν έχω αναρωτηθεί ποτέ αν “ταιριάζει” η Χημεία με το σχέδιο, και τα δυο καλύπτουν ζωτικές ανάγκες μου. Για το πώς ασχολήθηκα με το σχέδιο δεν μπορώ να απαντήσω, πάντως την ανάγκη της ζωγραφικής θυμάμαι να την έχω από πολύ μικρός. Εκείνο που άλλαξε στη λογική μου τα τελευταία χρόνια, είναι η απόφαση να δημοσιοποιώ τα project που ολοκληρώνω. Ίσως είναι και μια ανάγκη που αναδύθηκε μέσα στη μαυρίλα της εποχής μας. Η ιστορία της Πάπισσας Ιωάννας σίγουρα είναι μια πρωτότυπη επιλογή για θέμα κομικ. Πώς σε ενέπνευσε το κείμενο αλλά και τι θέλησες να προσφέρεις εσύ στους αναγνώστες με αυτή τη διασκευή; Σε ένα πρώτο επίπεδο μπορώ να πω ότι το διήγημα του Ροΐδη το καταδιασκέδασα κάθε φορά που το διάβασα, η ιστορία της Ιωάννας είναι έτσι κι αλλιώς ενδιαφέρουσα σε όλες τις εκδοχές της, άρα αυτός είναι ένας ισχυρός λόγος που επέλεξα το συγκεκριμένο έργο. Από κει και πέρα, επειδή έχω τη συνήθεια να παίζω εικονογραφικά σχεδόν με κάθε καλλιτεχνικό έργο που μου προκαλεί ενδιαφέρον, δοκιμάζοντας την Ιωάννα ένιωσα ότι το στυλ μου ταίριαζε με την ιστορία και κύλαγε φυσικά. Εννοείται ότι μεγάλο μέρος της γοητείας της ιστορίας είναι η διαχρονική -φανερή ή καλυμμένη- κριτική σε σκοτεινές πτυχές ανθρώπων και κοινωνικών θεσμών. Το έργο σου αποτελεί, μεταξύ άλλων, μία παρέμβαση στη συζήτηση που υπάρχει για τη σχέση εικόνας-λογοτεχνίας. Πώς βλέπεις αυτό το ζήτημα; Υπάρχει μια άποψη σύμφωνα με την οποία τα καλλιτεχνικά έργα δεν είναι σωστό να μεταγράφονται από τη μια μορφή τέχνης στην άλλη. Δεν συμφωνώ. Δεν είναι μόνο το ιστορικό προηγούμενο (τόσα και τόσα κλασικά έργα τέχνης είναι μεταγραφές παλιότερων έργων, μύθων, “ιερών” κειμένων κλπ), αλλά και το ότι ουσιαστικά η πετυχημένη μεταγραφή είναι ένα αυτόνομο έργο. Υπάρχουν κινηματογραφικές μεταφορές διηγημάτων που μοιάζουν εντελώς ασήμαντες μπροστά στο λογοτεχνικό έργο, όμως υπάρχουν και ταινίες που όχι μόνο στέκονται άξια δίπλα στο “μητρικό” έργο, αλλά τις απολαμβάνεις σαν κάτι διαφορετικό, εντελώς καινούργιο. Είναι φυσικά τεράστιο θέμα, όμως να πω προβοκατόρικα ότι αν κάποιος έχει επιφυλάξεις για το αν μπορεί να υπάρχει γνήσια εικονογραφική τέχνη βασισμένη στη λογοτεχνία, θα τις λύσει γράφοντας στο google το όνομα Gustave Doré (Ε, ναι. Τελικά χρειάστηκα το βαρύ πυροβολικό για να απαντήσω…) Στο κόμικ σου έδωσες ιδιαίτερη έμφαση στις δυσκολίες που συνάντησε η Ιωάννα λόγω του φύλου της. Πιστεύεις ότι το έργο του Ροΐδη έχει ακόμα δυναμική κοινωνικής κριτικής πάνω στο ζήτημα του φύλου και της ανισότητας; Νομίζω ότι, αν και δεν του ήταν καθόλου αδιάφορο του Ροΐδη αυτό το θέμα, στο κόμικ μου του δίνω περισσότερο βάρος απ’ ό,τι εκείνος. Αυτό βέβαια είναι φυσικό, αν δεν έβλεπα την ιστορία με τους δικούς μου φακούς, μάλλον δεν θα υπήρχε και λόγος να την αφηγηθώ απ’ την αρχή. Έχει σημασία να πούμε ότι η ιστορία της “Πάπισσας” δεν είναι του Ροΐδη. Κρατάει εδώ και περισσότερο από 800 χρόνια, είναι μια μεσαιωνική ιστορία, χωρίς να έχει χάσει την αιχμή της, πράγμα που σημαίνει ότι το ζήτημα του φύλου δεν έπαψε να απασχολεί τους ανθρώπους, έστω και σαν αφορμή για μια σατιρική κριτική στα ιερατεία. Πάντως, αν θέλουμε να το πάμε λίγο παραπέρα, σίγουρα σήμερα στο δικό μας κόσμο είναι λίγες οι κοπέλες που στερούνται τη μόρφωση, μα και πάλι είναι πολύ πίσω σε σχέση με τις ευκαιρίες και την αντιμετώπιση που έχουν τα αγόρια. Σε κάθε περίπτωση, η μεταφορά της Ιωάννας, μιας κοπέλας που για να ζήσει όπως ήθελε χρειάστηκε να κρύβει το φύλο της, δε νομίζω ότι αφήνει ασυγκίνητες τις σημερινές κοπέλες, ακόμη κι εκείνες που δεν αισθάνονται φεμινίστριες, κι αυτό δείχνει πολλά. Πώς βλέπεις την προοπτική του κόμικ σαν είδος τέχνης; Πιστεύεις ότι «κινδυνεύει» από τη διάδοση του ίντερνετ; Το ίντερνετ έφερε μια τρομακτική αλλαγή στη σχέση μας με την τέχνη. Κάποιος θα μπορούσε να εστιάσει στην πιθανή οικονομική ζημιά από την ανεξέλεγκτη διανομή, πράγμα που δεν το πολυπιστεύω (τα στοιχεία δείχνουν μάλλον το αντίθετο). Κάποιος άλλος θα μπορούσε να δει τις ευκαιρίες που ανοίγει το δίκτυο για τους δημιουργούς, για παράδειγμα θεωρώ πολύ προωθητικό το ότι κάποιος μέσα σε 5′ μπορεί να στήσει μια σελίδα που να ανεβάζει και να δημοσιοποιεί τα έργα του. Καταλαβαίνω ότι αυτό μπορεί να συσσωρεύει και “κακό” υλικό που παλιότερα -όταν υπήρχε το κόσκινο του εκδότη- μπορεί να μην έβγαινε ποτέ προς τα έξω, αλλά τελικά πιστεύω πως το ισοζύγιο είναι θετικό. Εγώ προσπαθώ να ενσωματώνω πλευρές των “μέσων κοινωνικής δικτύωσης” στη δημιουργία μου ψηλαφίζοντας έναν ημι-δημόσιο τρόπο δημιουργίας. Τόσο το project μου “Άκου!” (Βορειοδυτικές εκδόσεις, 2013), όσο κι ένα μικρό παραμύθι που σκαρώνω αυτές τις μέρες, ακολουθούν αυτή την αντίληψη. Τα τελευταία χρόνια βρίσκονται σε έξαρση οι κινηματογραφικές παραγωγές με έμφαση στους υπερήρωες. Νομίζεις ότι αυτό μπορεί να προσελκύσει νέους αναγνώστες για το συγκεκριμένο είδος κόμικ αλλά και για τα κόμικ γενικότερα; Θα ρισκάρω την κάθετη απάντηση “όχι”. Η λογική αυτών των ταινιών είναι εκείνη του έντονου κινηματογραφικού θεάματος, πράγμα που τα κόμικς δεν μπορούν να προσφέρουν. Θεωρώ δηλαδή απίθανο για τον θεατή που γοητεύτηκε από την καταιγίδα άτυχων κατά κανόνα ταινιών βασισμένων στους ήρωες/ηρωίδες της Marvel, να μπορέσει να βρει συνέχεια στην ανάγκη για θέαμα μέσα από τα ίδια τα κόμικς. Το αντίθετο όμως συμβαίνει με ταινίες άλλου ύφους, όπως πχ το Persepolis, όπου εκεί νομίζω ότι γεννιέται η ανάγκη να πας προς το αντίστοιχο graphic novel ή ακόμη το Watchmen, όπου το κόμικ μπορεί να μην έχει το θέαμα της ταινίας, αλλά προσφέρει ένα άλλο βάθος στον θεατή της ταινίας που ψυλλιάστηκε κάτι. Τον τελευταίο χρόνο έχουν αποκτήσει δυναμική παρουσία ελληνικά κόμικ σε μορφή στριπ που προωθούνται μέσω ίντερνετ ενώ πρόσφατα ορισμένες από αυτές τις σειρές έφτασαν και στα βιβλιοπωλεία. Βλέπεις κάποια αναγέννηση για το ελληνικό κόμικ; Το κόμικ στην Ελλάδα (όχι απαραίτητα το “ελληνικό κόμικ”) ζει τις καλύτερες στιγμές του από τότε που βυθίστηκαν οι φρεγάτες της “Βαβέλ” και του “Παρά πέντε”. Δεν θα έμενα τόσο στον όγκο της δουλειάς που δημοσιεύεται (που πράγματι είναι πολύ μεγάλος), όσο σε τρία σημαντικά ποιοτικά στοιχεία. Το πρώτο είναι η αποδοχή του κόμικ σαν εκφραστικό μέσο. Νομίζω ότι έχει μειωθεί πολύ ο αριθμός των ανθρώπων που σε κοιτάζουν καχύποπτα όταν τους λες ότι φτιάχνεις κόμικ. Το δεύτερο είναι ο “επαγγελματισμός” των ίδιων των έργων, που ξεφεύγει πια από μια λογική “να ξεπετάξω δυο-τρία σκίτσα, κι όποιος κατάλαβε”. Το τρίτο, και πολύ ενδιαφέρον, είναι τα κοινωνικά αντανακλαστικά των δημιουργών κόμικ τα πέντε τελευταία χρόνια της οικονομικής κρίσης. Οι δημιουργοί κόμικ στην Ελλάδα στάθηκαν με τον τρόπο τους όλα αυτά τα χρόνια στην πρώτη γραμμή της κριτικής, πράγμα που δείχνει γείωση και ζωντάνια και σπάει την εικόνα που έχουν αρκετοί για τους εικονογράφους και τους κομίστες, του “σπασίκλα” που χάνεται στα “μικυμάου” του και δεν ξέρει τι γίνεται γύρω του. Και κάτι τελευταίο, έχετε πραγματοποιήσει σειρά παρουσιάσεων για την Πάπισσα Ιωάννα . θα έχουμε την ευκαιρία το αμέσως επόμενο διάστημα να σας δούμε από κοντά στην Αθήνα; Σε λίγες μέρες η Ιωάννα θα ταξιδέψει στη Θεσσαλονίκη. Μέσα στο χειμώνα όμως σίγουρα θα βρεθούμε και στην Αθήνα για την κεντρική παρουσίαση του κόμικ. Αυτές οι παρουσιάσεις είναι πολύ σημαντικές για μένα μιας και αντισταθμίζουν κάπως τη σχετική απομόνωση που αντιμετωπίζει κάποιος που δουλεύει στην επαρχία. Για να μην πολυλογούμε όμως, ναι, η Ιωάννα θα έρθει σύντομα στην Αθήνα για μια παρουσίαση στην οποία θα είναι καλεσμένα όλα τα καλά παιδιά και φυσικά και η ομάδα του Smassing Culture! Η πάπισσα Ιωάννα δεν είναι το πρώτο έργο του Λευτέρη Παπαθανάση (ή boban). Πριν δυο χρόνια εκδόθηκε από τις Βορειοδυτικές Εκδόσεις το «Άκου», ένα παιχνίδι με κάρτες, που αποτελούν εικονογράφηση στίχων του Μαγιακόφσκι σε άσπρο και μαύρο χρώμα (όχι διαβαθμίσεις του γκρι) και κυκλοφόρησαν μαζί με το βιβλίο που περιλαμβάνει τόσο τις εικόνες όσο και τους στίχους. (Η ηλεκτρονική έκδοση του «Άκου» διατίθεται δωρεάν από τις Βορειοδυτικές εκδόσεις. (Κάντε κλικ εδώ)). Πριν λίγους μήνες κυκλοφόρησαν και οι Ιστορίες της Μανιταρολάνδης του Αριστείδη Σγατζού, με τα σκίτσα να φέρουν την υπογραφή του Λευτέρη Παπαθανάση. Άλλα έργα του θα βρείτε στην ιστοσελίδα του, http://bob-an.tumblr.com/ , ενώ μπορείτε να επισκεφτείτε και το ιστολόγιό του https://lefterisp.wordpress.com/ . Πηγή Επίσης μπορείτε να πάρετε μέρος σε διαγωνισμό για ένα δωρεάν αντίτυπο του graphic novel, μέσω της σελίδας του smassing culture στο facebook.
×
×
  • Δημιουργία νέου...

Σημαντικές πληροφορίες

Χρησιμοποιώντας αυτή τη σελίδα, αποδέχεστε τις Όρους χρήσης μας.