Μετάβαση στο περιεχόμενο

Αναζήτηση στην Κοινότητα

Εμφάνιση αποτελεσμάτων για ετικέτες 'lovecraft'.

  • Αναζήτηση ανά ετικέτες

    Πληκτρολογήστε ετικέτες χωρισμένες με κόμματα.
  • Αναζήτηση ανά συγγραφέα

Τύπος περιεχομένου


Ενότητες

  • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΝΕΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΝΕΑ
  • ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ
    • ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ
    • ΤΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙ
  • ΧΑΛΑΡΩΜΑ
    • ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ
    • ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΡΙΟ
    • ΤΟ ΠΑΖΑΡΙ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Διάφορα
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Ντόναλντ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Super Μίκυ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Κόμιξ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μίκυ Μάους
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μπλα μπλα
  • VINTAGE's Συζήτηση
  • VIDEO GAMES's Γεν. Συζήτηση για Video Games

Blogs

  • Valt's blog
  • Dr Paingiver's blog
  • GCF about comics
  • Vet in madness
  • Θέμα ελεύθερο
  • Film
  • Comics, Drugs and Brocc 'n' roll
  • I don't know karate, but i know ka-razy!
  • Γερμανίκεια
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • Κομικσόκοσμος
  • The Unstable Geek
  • Σκόρπιες Σκέψεις
  • Dhampyr Diaries
  • Περί ανέμων και υδάτων

Ημερολόγια


Βρείτε αποτελέσματα σε ...

Βρείτε αποτελέσματα που ...


Ημερομηνία Δημιουργίας

  • Αρχή

    Τέλος


Τελευταία ενημέρωση

  • Αρχή

    Τέλος


Φιλτράρετε με αριθμό ...

Εγγραφή

  • Αρχή

    Τέλος


Ομάδα


Member Title


MSN


Website URL


Yahoo


Skype


Πόλη


Επάγγελμα


Ενδιαφέροντα

  1. Το όνομα Alan Moore είναι φαντάζομαι λίγο-πολύ γνωστό σε πολλούς φίλους της φανταστικής λογοτεχνίας. Ακόμα και αν δεν έχετε διαβάσει κάποιο από τα graphic novel του (Watchmen, V for Vendetta, From Hell, κλπ) πολύ πιθανά να έχετε δει τις ταινίες που έχουν βασιστεί σε αυτά ή έστω να τις έχει πάρει κάπου το μάτι σας ρε αδερφέ. Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της γραφής του Moore είναι η ικανότητά του να παίρνει κάτι που προϋπάρχει, όπως οι υπερήρωες στο Watchmen, και να το κάνει να φαίνεται δικό του, να δημιουργεί κάτι καθαρά προσωπικό ακόμα και αν η πρώτη ύλη που χρησιμοποίησε ήταν "δανεική". Κάποιες φορές ίσως να μην το πετυχαίνει και απόλυτα (όσοι έχετε διαβάσει το Lost Girls καταλαβαίνετε τι λέω), αλλά το σερί που έχει είναι ως τώρα πολύ καλό. Η εν λόγω τριλογία είναι ίσως ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτής της δουλειάς του Alan Moore, ο οποίος όχι μόνο παίρνει τα γραπτά του Howard Phillips Lovecraft ως έμπνευση και σημείο αναφοράς, αλλά μάλιστα τα αποδομεί και στην ουσία προσφέρει την δικιά του ερμηνεία των γραπτών αυτών ως πιο ουσιαστική σε σχέση με αυτά. Υπάρχει μάλιστα μια σχετική ατάκα από έναν κεντρικό χαρακτήρα στο Neonomicon, αλλά δεν θέλω να επεκταθώ παραπάνω. Αν μη τι άλλο, ακόμα και το όνομα Neonomicon δεν σας δημιουργεί μια τέτοια αίσθηση; Σχεδόν σα να λέει "νέο Necronomicon, καλύτερο από ποτέ!" Αυτή θα ήταν η πιο παράξενη διαφήμιση απορρυπαντικού ever! Αυτό το σπάσιμο του τέταρτου τοίχου είναι μια αρκετά συνήθης τακτική διαφόρων συγγραφέων, και ο Alan Moore σίγουρα δεν αποτελεί εξαίρεση, θα έλεγε κανείς μάλιστα οτι το συνηθίζει. Στο Watchmen υπάρχουν χαρακτήρες που διαβάζουν ένα κόμικ -όπως ακριβώς και εμείς στον "πραγματικό κόσμο" (σ.σ. διάολε ποιος έβαλε αυτά τα εισαγωγικά εδώ;) ενώ έχει βάλει ακόμα και τον ίδιο του τον εαυτό στην ιστορία του Promethea. Κάτι που αξίζει να τονίσουμε είναι ότι ενώ οι τρεις ιστορίες συνδέονται άμεσα μεταξύ τους, γράφτηκαν με μεγάλη χρονική διαφορά η μία με την άλλη. Το Courtyard είναι του 2004, το Neonomicon του 2010, ενώ το τελευταίο τεύχος του Providence κυκλοφόρησε το 2017. Ομολογώ ότι δεν έψαξα το γιατί, αλλά αν έπρεπε να μαντέψω θα έλεγα ότι δεν ήταν λόγω οξείας George R.R. Martin-ίασης από πλευράς Alan Moore, αλλά επειδή για να αποδομήσεις κάτι χρειάζεται να το μελετήσεις σε βάθος, να το κατανοήσεις ίσως καλύτερα και από τον ίδιο του τον δημιουργό, και μετά από όλα αυτά χρειάζεται να γράψεις και μια καλή ιστορία! Για να δούμε λοιπόν τις ιστορίες αυτές, μία-μία. To Courtyard είναι το πιο "βρόμικο" από όλα, είναι κατ' αρχάς πλήρως ασπρόμαυρο από την αρχή ως το τέλος του. Την ιστορία την βλέπουμε κυρίως ως μια αφήγηση από την πλευρά του πρωταγωνιστή, Aldo Sax, σε μια προφανή αναφορά στα film noir. Ακόμα και η Νέα Υόρκη όπως μας την παρουσιάζει ο σκιτσογράφος Jacen Burrows θυμίζει πολύ τη γνωστή μαυρίλα των αγαπημένων (μιλώντας προσωπικά, τουλάχιστον) noir, ενώ η γλώσσα που χρησιμοποιεί ο Moore είναι υπέροχα γλαφυρή. Μέχρι και η διάλεκτος που χρησιμοποιεί ο Sax ακόμα - ακόμα είναι γεμάτη ιδιωματισμούς του βόρειου New Jersey, για να καταλάβετε πόση λεπτομέρεια έχει ρίξει στον κόσμο του ο συγγραφέας. Ένα άλλο στοιχείο που κινεί το ενδιαφέρον είναι το πόσα πολλά φαίνεται να ξέρει ο πρωταγωνιστής σχετικά με την κλασική μουσική και τη ζωγραφική. Ο Sax είναι γενικά λίγο ελιτιστής και εξυπνάκιας, οπότε η κλασική του παιδεία φαίνεται να ενισχύει αυτή την πλευρά της προσωπικότητάς του. Μέχρι και η κουρτίνα είναι σα να χαμογελά σαρδόνια Στα πιο βασικά της ιστορίας, ο Aldo Sax είναι ένας πράκτορας του FBI που μελετάει μια σειρά τελετουργικών δολοφονιών, οι οποίες όχι μόνο δεν βγάζουν κανένα νόημα, αλλά μάλιστα αρχίζουν να τις αντιγράφουν και άλλοι άνθρωποι που φαινομενικά δεν έχουν καμία σχέση μεταξύ τους. Όπως κάθε καλή ιστορία λαβκραφτικού τρόμου, λοιπόν, ξεκινάμε από μία κατάσταση ναι μεν παράξενη αλλά συνηθισμένη, και όσο περνάνε οι σελίδες τα πράγματα ξεφεύγουν. Το πως ξεφεύγουν, είναι καλύτερο να το δείτε μόνοι σας, αλλά αυτό που ο Sax νομίζει ότι είναι ένα νέο ναρκωτικό που ωθεί τον κόσμο στις δολοφονίες, είναι τελικά κάτι πολύ, πολύ διαφορετικό. Πάνω στο θέμα των ναρκωτικών, κάτι που βρήκα τρομερά ενδιαφέρον είναι πως ο (μικρό spoiler) έμπορος ναρκωτικών που βλέπουμε κάποια στιγμή μένει με τη μάνα του. Αυτό ήταν ολόκληρο κεφάλαιο στο βιβλίο Freakonomics... το οποίο όμως κυκλοφόρησε το 2005, σχεδόν ένα χρόνο μετά το Courtyard, αν και το αρχικό άρθρο πάνω στο θέμα κυκλοφόρησε το 2003. Απλή σύμπτωση ή απόδειξη του πόσο πολύ το έψαξε ο Moore; Το αφήνω στην κρίση σας. Κάπου εδώ τελειώνει το Courtyard, με τρόπο ταιριαστό για λαβκραφτική ιστορία αλλά με αρκετά κενά ώστε να μπορεί να υπάρξει συνέχεια. Η συνέχεια αυτή ήταν βεβαίως το Neonomicon, το οποίο λαμβάνει χώρα πολλά χρόνια μετά την υπόθεση που ερευνούσε ο Aldo Sax, η οποία πλέον θεωρείται "κρύα" το 2010 που διαδραματίζεται το Neonomicon. Δύο νέοι πράκτορες του FBI έρχονται σε επαφή αρχικά με τον Sax και έπειτα συνεχίζουν την έρευνά του, αλλά αυτή τη φορά το FBI φαίνεται να το έχει πάρει πιο ζεστά το θέμα. Το γιατί περίμεναν έξι χρόνια να το κάνουν αυτό; Έχουν εμφανιστεί ξανά νέοι μιμητές του ίδιου δολοφόνου που μελετούσε ο Sax στο Courtyard. Αν όμως το Courtyard είχε κάποιες πολύ φευγαλέες αναφορές στον HPL και τα γραπτά του, έτσι με ένα περιπαικτικό κλείσιμο στο μάτι προς τον αναγνώστη, στο Neonomicon δεν μιλάμε για αναφορές αλλά για το πλέον κομβικό κομμάτι της ιστορίας, και το κλείσιμο στο μάτι έχει πλέον αντικατασταθεί με φωτεινές νέον επιγραφές που πάνω γράφουν "fhtagn”. Οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές της ιστορίας αναφέρονται στα άμεσα γραπτά του Lovecraft και προσπαθούν να καταλάβουν πως μπορεί να επηρεάζουν τον κόσμο τους, και πολλές φορές κοιτάνε κατευθείαν προς τα εμάς τους αναγνώστες, στέλνοντας έτσι τον τέταρτο τοίχο κατευθείαν στην R’Lyeh. Κάτι που μου άρεσε πολύ είναι το γεγονός ότι όντως οι χαρακτήρες καταλαβαίνουν, έστω στο περίπου, τι συμβαίνει (αν κάτι με ενοχλεί στις ταινίες με ζόμπι όσο καλές και αν είναι, είναι ότι οι πρωταγωνιστές ποτέ δεν καταλαβαίνουν τι συμβαίνει την πρώτη φορά που βλέπουν ένα ζόμπι). Τηλεόραση στο σύμπαν σας δεν έχετε ρε μάγκες; Αντιπαρέρχομαι τα προσωπικά κολλήματα για να αναφερθώ λίγο παραπάνω στο metaness του όλου θέματος. Ένα κύριο χαρακτηριστικό όλων των πρωταγωνιστών στις ιστορίες του Lovecraft είναι ότι δεν μπορούν να αντιληφθούν τι ακριβώς συμβαίνει γύρω τους. Ο Moore παίζει πάρα πολύ όμορφα πάνω σε αυτόν τον κανόνα, δίνοντας τη δυνατότητα στους χαρακτήρες του να καταλάβουν αρκετά γύρω από το τι συμβαίνει, με το να ξέρουν για τον Lovecraft και τα γραπτά του, αλλά όχι αρκετά για να καταλάβουν και πως να το αντιμετωπίσουν. Αυτό δημιουργεί μια θεσπέσια κοσμική ειρωνεία, και το φέρνει ακόμα πιο κοντά στον αναγνώστη -και εμείς, αν βρισκόμασταν σε μια αντίστοιχη θέση θα σκεφτόμασταν "ρε σαν Lovecraft είναι αυτή η φάση τελείως", αλλά δεν θα ξέραμε τι να κάνουμε με αυτή τη γνώση, κάτι που αποτελεί ίσως τον πιο πετυχημένο τρόπο σπασίματος εκείνου του περίφημου τέταρτου τοίχου ως τώρα, καθώς δημιουργεί μια ταύτιση πρωταγωνιστή και αναγνώστη. Δεν θα μπορούσα να αναφερθώ στο Neonomicon όμως χωρίς να αναφερθώ στον έντονο σεξουαλισμό που το χαρακτηρίζει, αλλά και τις σκηνές σεξουαλικής βίας στη μέση της ιστορίας. Η σεξουαλικότητα είναι κάτι που λείπει τελείως από τα γραπτά του Lovecraft, κάτι που αναφέρουν και οι ίδιοι οι χαρακτήρες του Neonomicon, ενώ ένας πολύ εύλογα τονίζει ότι πολλά πράγματα στον κόσμο του HPL θυμίζουν έστω και πολύ έμμεσα την σκοτεινή πλευρά της ανθρώπινης σεξουαλικότητας -ίσως ακόμα και ο ίδιος ο Lovecraft να το έκανε υποσυνείδητα αυτό, ποιος να ξέρει; Όπως και να έχει, το Neonomicon φέρνει τη σεξουαλικότητα στον Λαβραφτικό τρόμο, και το κάνει με έναν τρόπο που σε πείθει πως πάντα ήταν έμμεσα κομμάτι του και ίσως εμείς δεν το είχαμε προσέξει. Δεν υπάρχει τίποτα έμμεσο όμως στο Neonomicon. Ήδη από τη στιγμή που στις πρώτες σελίδες του πρώτου τεύχους βρισκόμαστε στο εσωτερικό ενός sex shop με πλοκάμια παντού, οτιδήποτε το έμμεσο έχει πάει να κάνει παρέα στον τέταρτο τοίχο. Γυμνά σώματα βρίσκονται συχνά στις σελίδες του Neonomicon, όμως το μεγάλο σημείο τριβής είναι οι σκηνές σεξουαλικής βίας που αναφέρω παραπάνω. Οι σκηνές αυτές είναι έτσι φτιαγμένες για να κάνουν τον αναγνώστη να νιώσει άβολα, να καταλάβει πραγματικά πόσο σκοτεινός, βίαιος και τρομακτικός είναι ο κόσμος στον οποίο διαδραματίζεται η ιστορία αυτή... γιατί είναι μια ιστορία τρόμου, και ο τρόμος είναι φτιαγμένος για να μας κάνει να καταλαβαίνουμε το πόσο εύθραυστη είναι η ανθρώπινη ύπαρξη και το πόσο τυχεροί είμαστε που ζούμε τις συνηθισμένες και βαρετές ζωές μας. Πολύς ντόρος έχει γίνει για το αν ο Alan Moore είναι μισογύνης με βάση το πως συμπεριφέρεται στους γυναικείους χαρακτήρες του, αλλά με βάση καθαρά το Neonomicon, και κατά την κρίση του υπογράφοντος, ο Moore σκοπό έχει να δημιουργήσει τον φόβο και τον τρόμο, χρησιμοποιώντας μια πράξη η οποία είναι -δυστυχώς- κομμάτι του κόσμου μας. Τίποτα παραπάνω. Εν ολίγης, το Neonomicon αποτελεί μια ιστορία η οποία έχει ως σημείο αρχής τα γραπτά του Lovecraft, αλλά χρησιμοποιεί τον ένα σχεδόν αιώνα που πέρασε ενδιάμεσα για να τα φέρει στο "σήμερα" και να πει μια ιστορία ίσως πιο ενδιαφέρουσα από ότι μπορούσε ο ίδιος ο HPL. Οι φίλοι της δουλειάς του συγγραφέα θα χορτάσουν αναφορές στα γραπτά του, αλλά ακόμα και οι όχι τόσο γνώστες δεν θα έχουν πρόβλημα να καταλάβουν την ιστορία του. Κάτι που όμως δεν ισχύει στο τελευταίο μέρος της τριλογίας, το Providence. Ενώ στα δύο πρώτα μέρη είχαμε κάποιες έξυπνες αναφορές εδώ και εκεί, κάποια ονόματα μια στο τόσο και μια γενικότερη προσέγγιση στον κόσμο του Μέγα Κθούλου, το Providence είναι τόσο πνιγμένο στις αναφορές που μου φαίνεται ότι αν κάποιος δεν ασχολείται ημι-επαγγελματικά με τα βιβλία του Lovecraft, θα χάσει περίπου τα 4/7 των αναφορών που γίνονται και πιθανότατα και πολλά σεναριακά στοιχεία δεν θα βγάζουν και πολύ νόημα. Ίσως μία παρενέργεια της πολύχρονης ενασχόλησης, πάνω από δέκα χρόνια τότε, του Alan Moore με τη δουλειά του Lovecraft; Ποιος ξέρει. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι το Providence δεν είναι αξιόλογο, είναι και παραείναι. Ταυτόχρονα prequel αλλά και sequel στις δυο προηγούμενες ιστορίες, το Providence ξεκινάει στη δεκαετία του 1920 στη Νέα Υόρκη, όπου άλλη μια περίεργη σειρά φόνων λαμβάνει χώρα, φόνοι που σχετίζονται με το βιβλίο The King in Yellow. Σας βλέπω εσάς που χαμογελάτε πονηρά εκεί στο βάθος, να ξέρετε. Αυτή τη φορά όμως η ιστορία δεν ακολουθεί κάποιον πράκτορα του νόμου (το FBI δεν είχε ιδρυθεί καν ακόμα τότε, τουλάχιστον όχι με αυτό το όνομα) αλλά έναν δημοσιογράφο ο οποίος παράλληλα νιώθει την ανάγκη να γράψει αυτό που πολλοί έχουν ονομάσει the great American novel, το μεγάλο αμερικανικό λογοτεχνικό αριστούργημα σε ελεύθερη μετάφραση. Αυτή του η ενδόμυχη ανάγκη τον οδηγεί στην πόλη του Providence, καθόλου συμπτωματικά ιδιαίτερη πατρίδα του Howard Phillips Lovecraft (μπορεί να τον έχετε ακουστά) και με όνομα το οποίο κυριολεκτικά σημαίνει Θεία Πρόνοια. Όπως ανέφερα παραπάνω, το Providence είναι γεμάτο σε αναφορές πάνω στο έργο του Lovecraft, και θα συναντήσετε πρόσωπα, τόπους αλλά και... άλλα όντα κατευθείαν από το Λαβκραφτόκοσμο. Είναι η πιο απαιτητική από τις τρεις ιστορίες του Alan Moore, και για να πω την πάσα αλήθεια κάποιες στιγμές γίνεται τόσο αφαιρετική που δυσκολεύεσαι να την ακολουθήσεις. Την κατάσταση δεν βοηθάει το γεγονός ότι πολλά από τα δευτερεύοντα -αλλά εξίσου σημαντικά- κομμάτια της ιστορίας τα περιγράφει ο πρωταγωνιστής στα χειρόγραφα γράμματα που βρίσκονται στο τέλος κάθε τεύχους. Αυτό είναι μια λεπτομέρεια που δεν έβαλε τυχαία στην ιστορία του ο Moore, μιας και πολλά από αυτά που ξέρουμε για τον ίδιο τον Lovecraft τα μάθαμε μέσα από την αλληλογραφία του με άλλους. Δεν είναι ότι πιο... φυσιολογικό, αλλά σέβομαι την απόφασή αυτή του συγγραφέως. Θα ήθελα επίσης να τονίσω ότι ο πρωταγωνιστής μας μάλλον κακώς έγινε δημοσιογράφος, με τέτοιο γραφικό χαρακτήρα θα μπορούσε να είχε γίνει εξαιρετικός ιατρός! Αντιπαρέρχομαι ξανά αυτό που μόλις έγραψα για να πω ότι η σεξουαλική βία δεν μειώνεται στο Providence, αντίθετα είναι χειρότερη. Ειλικρινά και χωρίς ίχνος ειρωνείας θα πω ότι αν αυτό είναι κάτι που σας ενοχλεί, μείνετε μακριά από αυτές τις ιστορίες. Δεν είναι κακό να έχουμε όρια τα οποία δεν θέλουμε να ξεπερνάμε. Δεν σας κρύβω ότι το Providence δοκίμασε τα δικά μου όρια. Ενώ λοιπόν το Providence έχει φαινομενικά πολλά πράγματα εναντίον του, καταφέρνει με έναν φοβερό τρόπο -και μέσω του καταπληκτικού σκίτσου του Barrows- να δέσει τρεις διαφορετικές ιστορίες στο τέλος του, και να δώσει ένα πολύ ταιριαστό τέλος ατόφιου κοσμικού τρόμου. Δεν μπορώ να πω παραπάνω, προφανώς, αλλά πολλές λεπτομέρειες και από τις τρεις ιστορίες αποδεικνύονται σημαντικότατες για το φινάλε. Ένα φινάλε που, κατά ένα βαθμό, δικαιολογεί όλη τη βία που έχει διαδραματιστεί σε όλες τις σελίδες που μας οδήγησαν σε αυτό. Βλέπετε, για τον Howard Phillips Lovecraft από το Providence της Virginia, ο ίδιος ο κόσμος στον οποίο ζούσε ήταν ένα πάρα πολύ τρομακτικό, παράδοξο και φαινομενικά ακατανόητο πράγμα που είχε ως σκοπό του να τον πληγώνει. Αυτό είναι και κάτι το οποίο άλλωστε φαίνεται και στη γραφή του. Για τον Alan Moore, τουλάχιστον μέσω όσων μας παρουσιάζει στην εν λόγω τριλογία του, αυτό που είναι τρομακτικό, ακατανόητο και ξέρει μόνο να πληγώνει άλλους, είναι ο άνθρωπος... https://www.lefalok.gr/Η-lovecraftική-Τριλογία-του-alan-moore
  2. nikolas12

    H.P. LOVECRAFT

    To 2019 οι εκδόσεις Οξύ κάνουν ένα μεγάλο βήμα και ανακοινώνουν πως θα εκδώσουν στην Ελλάδα τα Άπαντα Lovecraft ή H.P Lovecraft, μια σειρά 15 βιβλίων με ιστορίες του μεγάλου συγγραφέα τρόμου Howard Phillips Lovecraft. O Lovecraft είναι γνωστός ως ο συγγραφέας που επηρέασε σχεδόν όλους τους μεταγενέστερους συγγραφείς τρόμου μέσα από τις ιστορίες του, ενώ έχτισε τη γνωστή μυθολογία Cthulhu, η οποία έγινε αρκετά γνωστή στην ποπ κουλτούρα και επηρέασε καλλιτέχνες και εκτός του συγγραφικού φάσματος. Η σειρά περιέχει κυρίως ιστορίες τρόμου, φαντασίας και weird fiction με περίεργους χαρακτήρες και γεγονότα να διαδραματίζονται στην κάθε μία, αρκετές τελειώνουν με ανατροπές, ενώ η ατμόσφαιρα είναι πάντα μυστήρια και σκοτεινή. Πολλές εκ των ιστοριών αφορούν τη μυθολογία Ctulhu, ενώ την εμφάνισή της κάνει και η περιοχή Arkham της Μασαχουσέτης, μια φανταστική περιοχή που διαδραματίζονται πολλές ιστορίες του Lovecraft και η οποία έδωσε το όνομα της στο Arkham House, τον εκδοτικό που εξέδωσαν τις ιστορίες του Lovecraft οι August Derleth και Donald Wandrei. Η έκδοση της Οξύ δεν είναι στο σύνηθες μέγεθος, τα βιβλία είναι λίγο πιο μικρά, θυμίζοντας έτσι παλαιότερες εποχές. Τόμος 1: Ο πρώτος τόμος κυκλοφόρησε το Μάρτιο του 2019. Περιέχει την πολύ διάσημη ιστορία "Το Κάλεσμα του Κθούλου" που αποτελεί τη βάση της προαναφερόμενης μυθολογίας (και αποτελεί και έμπνευση για ένα από τα καλύτερα instrumental τραγούδια) και θεωρείται μια από τις καλύτερες ιστορίες τρόμου όλων των εποχών, την ιστορία "Η Μουσική του Έριχ Ζαν" σχετικά με έναν μουσικό που γράφει πολύ περίεργες μελωδίες και "Το Μοντέλο του Πίκμαν", την ιστορία ενός ζωγράφου που δημιουργεί μερικά απίστευτα τρομακτικά έργα. Τόμος 2: Ο δεύτερος τόμος κυκλοφόρησε τον Ιούλιο του 2019. Πρώτη του ιστορία "Ο Ξένος" σχετικά με κάποιον που ζει όλη του τη ζωή σε κάστρο χωρίς να έχει επικοινωνήσει με άλλον άνθρωπο. Η δεύτερη "Όνειρα στο Σπίτι της Μάγισσας" αφορά έναν φοιτητή μαθηματικών που νοικιάζει ένα διαμέρισμα σε σοφίτα γνωστό και ως "Το Σπίτι της Μάγισσας", το οποίο φημολογείται πως είναι καταραμένο. Η τελευταία "Το Κτήνος στη Σπηλιά", την οποία ο Lovecraft ολοκλήρωσε σε ηλικία 14 (!!!) ετών είναι η ιστορία ενός ανθρώπου που χάνεται στο Mammoth Cave του Kentucky και καθώς προσπαθεί να βρει τους υπόλοιπους, ακούει περίεργα βήματα να τον πλησιάζουν. Τόμος 3: Ο τρίτος τόμος βγήκε στα βιβλιοπωλεία το Νοέμβρη του 2019. Πρώτη ιστορία και εκτενέστερη όλων "Το Χρώμα από το Διάστημα", η οποία λαμβάνει χώρα στο Arkham και αφορά την πτώση ενός μετεωρίτη που μελετούν οι επιστήμονες και ο οποίος φέρνει παράξενες συνέπειες στην υγεία των κατοίκων. Δεύτερη το "Ντάγκον" σχετικά με έναν εθισμένο στη μορφίνη άντρα που ανακαλεί ένα γεγονός που έζησε όταν πολέμησε στον Πρώτο Παγκόσμιο. Τρίτη και τελευταία "Η Μετάβαση του Χουάν Ρομέρο" σχετικά με ένα ορυχείο μέσα στο οποίο αποκαλύπτεται ένα πολύ βαθύ και μυστήριο χάσμα. Τόμος 4: Ο τέταρτος τόμος κυκλοφόρησε τον Σεπτέμβρη του 2020. Είχε μόλις δύο ιστορίες, το εκτενές "Τρόμος στο Ντάνγουιτς", μία από τις βασικότερες και τρομακτικότερες κύριες ιστορίες της Μυθολογίας Κθούλου. Η δεύτερη είναι "Η Κατάθεση του Ράντολφ Κάρτερ", μία σχετικά αλληγορική ιστορία όπου ουσιαστικά ο Lovecraft δίνει στον εαυτό του το συγκεκριμένο ονοματεπώνυμο. Τόμος 5: Ο πέμπτος τόμος βγήκε τον Ιούνιο του 2021. Ξανά δύο ιστορίες, η πρώτη είναι το "Ό,τι Ψιθυρίζει στο Σκοτάδι" που ως ένα σημείο έχει να κάνει με Κθούλου, αλλά εμπλέκει και το στοιχείο της επιστημονικής φανατασίας. Κλείνουμε με μια πολύ μικρή, αλλά τρομακτική, την ιστορία "Ο Απαίσιος Γέρος" με 3 κλέφτες να εισβάλλουν σε ένα σπίτι όπου κατοικεί ένας παράξενος παππούς. Τόμος 6: Ο έκτος τόμος κυκλοφόρησε τον Ιανουάριο του 2022. Είναι ο μόνος τόμος με μόνο μία ιστορία και συγκεκριμένα το κλασικό "Τα Βουνά της Τρέλας" με την οποία ο Lovecraft ενισχύει τη μυθολογία Κθούλου. Τόμος 7: Ο έβδομος τόμος βγήκε τον Ιούνιο του 2022. Επιστροφή στο φορμάτ των τριών ιστοριών και συγκεκριμένα στην πιο horror πλευρά του Lovecraft με πολύ λίγη από μυθολογία Κθούλου και έχουμε "Το Πλάσμα στο Κατώφλι", "Τρόμος στο Ρεντ Χουκ" και "Σελεφάϊς". Θα κυκλοφορήσουν: 8. Η Σκιά Πάνω Από το Ινσμουθ - Οι Γάτες της Ούλθαρ 9. Τα Ποντίκια στους Τοίχους - Πέρα Από το Τείχος του Ύπνου - Στην Κρύπτη 10. Η Ονειρική Αναζήτηση της Άγνωστης Κάνταθ 11. Περιπλανώμενος στο Σκοτάδι - Ο Αλχημιστής- Αζαθόθ - Το Βιβλίο - Ψυχρός Αέρας - Ex Oblivione - Ο Απόγονος 12. Χερμπερτ Γουεστ: Αναβίωση - Η Καταστροφή της Σάρναθ - Ύπνος - Ο Τάφος 13. Φυλακισμένος με τους Φαραώ - Ο Διαβολικός Κληρικός - Η Γιορτή - Υπερπέραν - Ibid 14. Η Περίπτωση του Τσαρλς Ντεξτερ Γουόρντ 15. Το Ασημένιο Κλειδί - Στοιχεία για τον Εκλιπόντα Άρθουρ Τζέρμιν και την Οικογένειά του - Εκείνος - Το Κυνηγόσκυλο
  3. germanicus

    ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΣΤΟ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟ

    Έγραψε ένα φβ ποστ ο Malk στο wall του όπου εκθείαζε τον Lovecraft. Αραχτός στο σπίτι και εγώ λόγω social distancing, θυμήθηκα τα δικά μου Πολλές φορές μέσα σε αυτό το φόρουμ έχω γυρίσει και έχω προτρέψει κόσμο να διαβάζει τα κόμικ στα πρωτότυπα αγγλικά και να βλέπει τις ξένες σειρές/ταινίες με αγγλικούς υπότιτλους. Πολλές φορές έχω πει ότι δεν υπάρχει λόγος να μεταφράζονται κόμικ από τα αγγλικά. Όλοι μπορούμε, ή θα έπρεπε να μπορούμε, να συνεννοούμαστε άψογα στη lingua franca. Κάποιοι φέρνουν την ένσταση "πολλές άγνωστες και δύσκολες λέξεις. δεν μπορώ να το απολαύσω". Well. Μετά από το ακούσιο τσίγκλισμα του Malk, πήγα και τσίμπησα ένα από τα πρώτα βιβλιαράκια που διάβασα στο πρωτότυπο Lovecraft, Omnibus 2. Κάπου στην Α Λυκείου (στη Β πήρα το Proficiency). Προφανώς το είχα λατρέψει Μάμαγε από κάθε άποψη Το άνοιξα μέσα. Στην τύχη μια σελίδα με σημειώσεις για τις άγνωστες, τότε, λέξεις border, precious, marveled, meet, aspect, dusk, sculptures, lingered, beheld, jelly, slingers, spearmen, slew, queer, spears, labor, naught, adjacent κάποιες τις βλέπω και γελάω border? precious? jelly? spears? Well. Από κάπου ξεκινάς. Και προφανώς στο δρόμο μαθαίνεις και βελτιώνεσαι. Άμα όμως δεν ξεκινήσεις, δεν θα φτάσεις ποτέ Είτε μιλάμε για μια ξένη γλώσσα (που ο καλύτερος τρόπος για να την μάθεις είναι το να την εξασκείς), είτε μιλάμε για γυμναστική (που δεν πρόκειται να βελτιώσεις την αντοχή σου άμα κάθεσαι συνέχεια), είτε μιλάμε για μια σχέση (που άμα δεν κάνεις το πρώτο βήμα του ταγκό, δεν θα το χορέψεις ποτέ και με κανέναν). Και προφανώς όταν θα έχεις περπατήσει κάτι χιλιάδες χιλιόμετρα, θα θυμάσαι τα πρώτα σου βήματα και θα γελάς === THE QUEST OF IRANON - 1921 Into the granite city of Teloth wandered the youth, vine-crowned, his yellow hair glistening with myrrh and his purple robe torn with briers of the mountain Sidrak that lies across the antique bridge of stone. The men of Teloth are dark and stern, and dwell in square houses, and with frowns they asked the stranger whence he had come and what were his name and fortune. So the youth answered: “I am Iranon, and come from Aira, a far city that I recall only dimly but seek to find again. I am a singer of songs that I learned in the far city, and my calling is to make beauty with the things remembered of childhood. My wealth is in little memories and dreams, and in hopes that I sing in gardens when the moon is tender and the west wind stirs the lotos-buds.” When the men of Teloth heard these things they whispered to one another; for though in the granite city there is no laughter or song, the stern men sometimes look to the Karthian hills in the spring and think of the lutes of distant Oonai whereof travellers have told. And thinking thus, they bade the stranger stay and sing in the square before the Tower of Mlin, though they liked not the colour of his tattered robe, nor the myrrh in his hair, nor his chaplet of vine-leaves, nor the youth in his golden voice. At evening Iranon sang, and while he sang an old man prayed and a blind man said he saw a nimbus over the singer’s head. But most of the men of Teloth yawned, and some laughed and some went away to sleep; for Iranon told nothing useful, singing only his memories, his dreams, and his hopes. “I remember the twilight, the moon, and soft songs, and the window where I was rocked to sleep. And through the window was the street where the golden lights came, and where the shadows danced on houses of marble. I remember the square of moonlight on the floor, that was not like any other light, and the visions that danced in the moonbeams when my mother sang to me. And too, I remember the sun of morning bright above the many-coloured hills in summer, and the sweetness of flowers borne on the south wind that made the trees sing. “O Aira, city of marble and beryl, how many are thy beauties! How loved I the warm and fragrant groves across the hyaline Nithra, and the falls of the tiny Kra that flowed through the verdant valley! In those groves and in that vale the children wove wreaths for one another, and at dusk I dreamed strange dreams under the yath-trees on the mountain as I saw below me the lights of the city, and the curving Nithra reflecting a ribbon of stars. “And in the city were palaces of veined and tinted marble, with golden domes and painted walls, and green gardens with cerulean pools and crystal fountains. Often I played in the gardens and waded in the pools, and lay and dreamed among the pale flowers under the trees. And sometimes at sunset I would climb the long hilly street to the citadel and the open place, and look down upon Aira, the magic city of marble and beryl, splendid in a robe of golden flame. “Long have I missed thee, Aira, for I was but young when we went into exile; but my father was thy King and I shall come again to thee, for it is so decreed of Fate. All through seven lands have I sought thee, and some day shall I reign over thy groves and gardens, thy streets and palaces, and sing to men who shall know whereof I sing, and laugh not nor turn away. For I am Iranon, who was a Prince in Aira.” That night the men of Teloth lodged the stranger in a stable, and in the morning an archon came to him and told him to go to the shop of Athok the cobbler, and be apprenticed to him. “But I am Iranon, a singer of songs,” he said, “and have no heart for the cobbler’s trade.” “All in Teloth must toil,” replied the archon, “for that is the law.” Then said Iranon, “Wherefore do ye toil; is it not that ye may live and be happy? And if ye toil only that ye may toil more, when shall happiness find you? Ye toil to live, but is not life made of beauty and song? And if ye suffer no singers among you, where shall be the fruits of your toil? Toil without song is like a weary journey without an end. Were not death more pleasing?” But the archon was sullen and did not understand, and rebuked the stranger. “Thou art a strange youth, and I like not thy face nor thy voice. The words thou speakest are blasphemy, for the gods of Teloth have said that toil is good. Our gods have promised us a haven of light beyond death, where there shall be rest without end, and crystal coldness amidst which none shall vex his mind with thought or his eyes with beauty. Go thou then to Athok the cobbler or be gone out of the city by sunset. All here must serve, and song is folly.” So Iranon went out of the stable and walked over the narrow stone streets between the gloomy square houses of granite, seeking something green in the air of spring. But in Teloth was nothing green, for all was of stone. On the faces of men were frowns, but by the stone embankment along the sluggish river Zuro sate a young boy with sad eyes gazing into the waters to spy green budding branches washed down from the hills by the freshets. And the boy said to him: “Art thou not indeed he of whom the archons tell, who seekest a far city in a fair land? I am Romnod, and born of the blood of Teloth, but am not old in the ways of the granite city, and yearn daily for the warm groves and the distant lands of beauty and song. Beyond the Karthian hills lieth Oonai, the city of lutes and dancing, which men whisper of and say is both lovely and terrible. Thither would I go were I old enough to find the way, and thither shouldst thou go an thou wouldst sing and have men listen to thee. Let us leave the city Teloth and fare together among the hills of spring. Thou shalt shew me the ways of travel and I will attend thy songs at evening when the stars one by one bring dreams to the minds of dreamers. And peradventure it may be that Oonai the city of lutes and dancing is even the fair Aira thou seekest, for it is told that thou hast not known Aira since old days, and a name often changeth. Let us go to Oonai, O Iranon of the golden head, where men shall know our longings and welcome us as brothers, nor ever laugh or frown at what we say.” And Iranon answered: “Be it so, small one; if any in this stone place yearn for beauty he must seek the mountains and beyond, and I would not leave thee to pine by the sluggish Zuro. But think not that delight and understanding dwell just across the Karthian hills, or in any spot thou canst find in a day’s, or a year’s, or a lustrum’s journey. Behold, when I was small like thee I dwelt in the valley of Narthos by the frigid Xari, where none would listen to my dreams; and I told myself that when older I would go to Sinara on the southern slope, and sing to smiling dromedary-men in the market-place. But when I went to Sinara I found the dromedary-men all drunken and ribald, and saw that their songs were not as mine, so I travelled in a barge down the Xari to onyx-walled Jaren. And the soldiers at Jaren laughed at me and drave me out, so that I wandered to many other cities. I have seen Stethelos that is below the great cataract, and have gazed on the marsh where Sarnath once stood. I have been to Thraa, Ilarnek, and Kadatheron on the winding river Ai, and have dwelt long in Olathoë in the land of Lomar. But though I have had listeners sometimes, they have ever been few, and I know that welcome shall await me only in Aira, the city of marble and beryl where my father once ruled as King. So for Aira shall we seek, though it were well to visit distant and lute-blessed Oonai across the Karthian hills, which may indeed be Aira, though I think not. Aira’s beauty is past imagining, and none can tell of it without rapture, whilst of Oonai the camel-drivers whisper leeringly.” At the sunset Iranon and small Romnod went forth from Teloth, and for long wandered amidst the green hills and cool forests. The way was rough and obscure, and never did they seem nearer to Oonai the city of lutes and dancing; but in the dusk as the stars came out Iranon would sing of Aira and its beauties and Romnod would listen, so that they were both happy after a fashion. They ate plentifully of fruit and red berries, and marked not the passing of time, but many years must have slipped away. Small Romnod was now not so small, and spoke deeply instead of shrilly, though Iranon was always the same, and decked his golden hair with vines and fragrant resins found in the woods. So it came to pass one day that Romnod seemed older than Iranon, though he had been very small when Iranon had found him watching for green budding branches in Teloth beside the sluggish stone-banked Zuro. Then one night when the moon was full the travellers came to a mountain crest and looked down upon the myriad lights of Oonai. Peasants had told them they were near, and Iranon knew that this was not his native city of Aira. The lights of Oonai were not like those of Aira; for they were harsh and glaring, while the lights of Aira shine as softly and magically as shone the moonlight on the floor by the window where Iranon’s mother once rocked him to sleep with song. But Oonai was a city of lutes and dancing, so Iranon and Romnod went down the steep slope that they might find men to whom songs and dreams would bring pleasure. And when they were come into the town they found rose-wreathed revellers bound from house to house and leaning from windows and balconies, who listened to the songs of Iranon and tossed him flowers and applauded when he was done. Then for a moment did Iranon believe he had found those who thought and felt even as he, though the town was not an hundredth as fair as Aira. When dawn came Iranon looked about with dismay, for the domes of Oonai were not golden in the sun, but grey and dismal. And the men of Oonai were pale with revelling and dull with wine, and unlike the radiant men of Aira. But because the people had thrown him blossoms and acclaimed his songs Iranon stayed on, and with him Romnod, who liked the revelry of the town and wore in his dark hair roses and myrtle. Often at night Iranon sang to the revellers, but he was always as before, crowned only with the vine of the mountains and remembering the marble streets of Aira and the hyaline Nithra. In the frescoed halls of the Monarch did he sing, upon a crystal dais raised over a floor that was a mirror, and as he sang he brought pictures to his hearers till the floor seemed to reflect old, beautiful, and half-remembered things instead of the wine-reddened feasters who pelted him with roses. And the King bade him put away his tattered purple, and clothed him in satin and cloth-of-gold, with rings of green jade and bracelets of tinted ivory, and lodged him in a gilded and tapestried chamber on a bed of sweet carven wood with canopies and coverlets of flower-embroidered silk. Thus dwelt Iranon in Oonai, the city of lutes and dancing. It is not known how long Iranon tarried in Oonai, but one day the King brought to the palace some wild whirling dancers from the Liranian desert, and dusky flute-players from Drinen in the East, and after that the revellers threw their roses not so much at Iranon as at the dancers and the flute-players. And day by day that Romnod who had been a small boy in granite Teloth grew coarser and redder with wine, till he dreamed less and less, and listened with less delight to the songs of Iranon. But though Iranon was sad he ceased not to sing, and at evening told again his dreams of Aira, the city of marble and beryl. Then one night the red and fattened Romnod snorted heavily amidst the poppied silks of his banquet-couch and died writhing, whilst Iranon, pale and slender, sang to himself in a far corner. And when Iranon had wept over the grave of Romnod and strown it with green budding branches, such as Romnod used to love, he put aside his silks and gauds and went forgotten out of Oonai the city of lutes and dancing clad only in the ragged purple in which he had come, and garlanded with fresh vines from the mountains. Into the sunset wandered Iranon, seeking still for his native land and for men who would understand and cherish his songs and dreams. In all the cities of Cydathria and in the lands beyond the Bnazic desert gay-faced children laughed at his olden songs and tattered robe of purple; but Iranon stayed ever young, and wore wreaths upon his golden head whilst he sang of Aira, delight of the past and hope of the future. So came he one night to the squalid cot of an antique shepherd, bent and dirty, who kept lean flocks on a stony slope above a quicksand marsh. To this man Iranon spoke, as to so many others: “Canst thou tell me where I may find Aira, the city of marble and beryl, where flows the hyaline Nithra and where the falls of the tiny Kra sing to verdant valleys and hills forested with yath trees?” And the shepherd, hearing, looked long and strangely at Iranon, as if recalling something very far away in time, and noted each line of the stranger’s face, and his golden hair, and his crown of vine-leaves. But he was old, and shook his head as he replied: “O stranger, I have indeed heard the name of Aira, and the other names thou hast spoken, but they come to me from afar down the waste of long years. I heard them in my youth from the lips of a playmate, a beggar’s boy given to strange dreams, who would weave long tales about the moon and the flowers and the west wind. We used to laugh at him, for we knew him from his birth though he thought himself a King’s son. He was comely, even as thou, but full of folly and strangeness; and he ran away when small to find those who would listen gladly to his songs and dreams. How often hath he sung to me of lands that never were, and things that never can be! Of Aira did he speak much; of Aira and the river Nithra, and the falls of the tiny Kra. There would he ever say he once dwelt as a Prince, though here we knew him from his birth. Nor was there ever a marble city of Aira, nor those who could delight in strange songs, save in the dreams of mine old playmate Iranon who is gone.” And in the twilight, as the stars came out one by one and the moon cast on the marsh a radiance like that which a child sees quivering on the floor as he is rocked to sleep at evening, there walked into the lethal quicksands a very old man in tattered purple, crowned with withered vine-leaves and gazing ahead as if upon the golden domes of a fair city where dreams are understood. That night something of youth and beauty died in the elder world.
  4. Διαβάζοντας τη λογοτεχνία τρόμου του Χάουαρντ Φίλιπς Λάβκραφτ ο αναγνώστης αναμετριέται με τους πιο μύχιους φόβους του. Αλλόκοτα τέρατα από άλλες διαστάσεις, φρικιαστικά πλάσματα με πολλά πλοκάμια, προαιώνια μυστικά θαμμένα στον χρόνο στοιχειώνουν τη σκέψη του. Με την εικονογράφηση του Φρανσουά Μπαρανζέ στο «Κάλεσμα του Κθούλου», τώρα στοιχειώνουν και το βλέμμα του. Ο τρόμος που μεταδίδουν τα βιβλία του Χάουαρντ Φίλιπς Λάβκραφτ είναι πολύ δύσκολο να περιγραφεί με λόγια σε κάποιον που δεν τα έχει διαβάσει. Κι αυτό γιατί χτίζεται σε κάθε διήγημα και κάθε μυθιστόρημα του Αμερικανού συγγραφέα με απόλυτα μεθοδικό τρόπο, λέξη με τη λέξη, σελίδα με τη σελίδα. Μέχρι να κορυφωθεί και να χάσεις τον ύπνο σου. Εξίσου δύσκολο είναι να εικονοποιηθούν οι κόσμοι που συνθέτει. Γιατί είναι βουτηγμένοι σε μια ατμόσφαιρα εφιαλτική, σκοτεινή, ζοφερή. Εχουν υπάρξει μέχρι σήμερα πολλές απόπειρες από εικονογράφους και δημιουργούς κόμικς να αναπαραστήσουν αυτούς τους κόσμους, άλλες επιτυχημένα (για παράδειγμα αυτή του Χανς Ροντιόνοφ στο ημιβιογραφικό «Lovecraft» – εκδόσεις Anubis και «Η Σκιά Πέρα Από τον Χρόνο» του I. N. J. Culbard – εκδόσεις Αίολος) και άλλες λιγότερο. Η απόπειρα του Φρανσουά Μπαρανζέ να αποδώσει «Το Κάλεσμα του Κθούλου» (εκδόσεις Web Comics, μετάφραση: Γιώργος Μπαλάνος) ανήκει αναμφίβολα στην πρώτη κατηγορία. Μπορεί να μην είναι κόμικς αλλά εικονογράφηση που συνοδεύει ιδανικά την αφήγηση, ωστόσο ο τρόπος που στήνονται οι σελίδες και η μέθοδος παρεμβολής του κειμένου εντός των εικόνων θυμίζουν αρκετά κόμικς. Κάθε εικόνα είναι εντυπωσιακή και με το μέγεθός της όχι μόνο δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητη αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις δεσπόζει επί του κειμένου (γραμμένο το 1926, πρωτοδημοσιεύτηκε το 1928). Που είναι κι αυτό εντυπωσιακό με τον όλεθρο και την καταστροφή να διαπερνούν κάθε σελίδα του. Είτε αυτά που περιγράφονται συνέβησαν στην «πραγματικότητα» είτε βρίσκονταν στο μυαλό του αφηγητή. Τρικυμισμένες θάλασσες που βράζουν και ξεβράζουν γλοιώδη θηριώδη όντα, ηφαίστεια που εκρήγνυνται, αφιλόξενα άγρια δάση, φλεγόμενες πόλεις, μανιασμένοι άνεμοι, κατάμαυροι ουρανοί, όλα απειλούν τους ανθρώπους που είναι ανήμποροι να αντιδράσουν και ευφυώς αποδίδονται από τον Μπαρανζέ τόσο μικροί και τόσο ασήμαντοι, σαν μινιατούρες σε έναν εχθρικό κόσμο, τεράστιο, κυριευμένο από δαίμονες και θεούς που είναι έτοιμοι να τους καταπιούν: «Εκεί κοιμόταν ο Κθούλου και οι ορδές του, κρυμμένοι σε πράσινες γλοιώδεις κρύπτες, στέλνοντας ξανά, ύστερα από αμέτρητους χρονικούς κύκλους, τις σκέψεις που γέμιζαν με φόβο τα όνειρα των ευαίσθητων ανθρώπων και καλώντας επιτακτικά τους πιστούς να έρθουν σ’ ένα προσκύνημα απελευθέρωσης και παλινόρθωσης» γράφει ο Λάβκραφτ και ο αναγνώστης βλέπει ένα τεράστιο πλοίο να μοιάζει σαν καρυδότσουφλο στα φουρτουνιασμένα νερά και σχεδόν ακυβέρνητο να πλέει προς τον αφανισμό. Με τέτοιες σχεδιαστικές επινοήσεις και τέτοιες εικόνες όπως αυτές του Μπαρανζέ, η μυθολογία του Λάβκραφτ αποκτά ακόμη μία ενδιαφέρουσα διάσταση. Και η φαντασία του αναγνώστη δεν έχει να διαχειριστεί μόνο τον λόγο του συγγραφέα αλλά και τις αναπαραστάσεις του λόγου του. Απολαυστικό και τρομακτικό μαζί. Και το σχετικό link...
  5. Το "The case of Charles Dexter Ward" είναι ένα graphic novel 129 σελίδων εμπνευσμένο από την ομότιτλη ιστορία του Lovecraft και δημοσιεύθηκε το 2012 από την εκδοτική SelfMadeHero, σε σχέδιο και προσαρμογή σεναρίου του Culbard. Ο Culbard εμφανίστηκε σχετικά πρόσφατα, το 2006 στην ανθολογία της D.C. "New Recruits", ενώ στη συνέχεια εργάστηκε στις σειρές Dark Horse Presents, Judge Dredd Magazine και 2000 AD. Στην εκδοτική SelfMadeHero έχουν δημοσιευθεί και άλλες δουλειές του, συγκεκριμένα οι "The Picture of Dorian Gray", "The Hound of the Baskervilles", "A Study in Scarlet", "The Sign of the Four", "The Valley of Fear", "At the Mountains of Madness" (για το τελευταίο κέρδισε και το British Fantasy Award το 2011). Εδώ μια ενδιαφέρουσα συνέντευξη σχετικά με το πως αποφάσισε να σχεδιάσει Lovecraft. Υπόθεση: Επαρχία Providence, Rhode Island, έτος 1928. Ένας επικίνδυνος κρατούμενος ξεφεύγει από το άσυλο ανιάτων με ένα μυστηριώδη τρόπο που οι αρχές δεν μπορούν να εντοπίσουν. Ύποπτος θεωρείται ο τελευταίος του επισκέπτης, ο γιατρός της οικογένειας ονόματι Dr. Marinus Bicknell Willett. Ο Dr. Willett, όντας ο ίδιος πολύ σημαντικό κομμάτι του παζλ, κατέχει το κλειδί για την μυστηριώδη υπόθεση του Charles Dexter Ward. Η ιστορία είναι μια μείξη ιστορικής έρευνας, υπερφυσικού και αγνού τρόμου, τέτοιου που μόνο ο Lovecraft μπορεί να παράγει. Η ιστορία είναι πολύ δυνατή, για αυτό και πριν διαβάσει κανείς το κόμικ συστήνω να διαβάσει το πρωτότυπο αν υπάρχει δυνατότητα. Προφανώς και το κόμικ δεν την φτάνει, αλλά σου περνάει αρκετά καλά αυτό το στοιχείο της απελπισίας που υπάρχει σε όλο το cthulu universe. Το μόνο που δεν με βρίσκει σύμφωνο είναι το σχέδιο που είναι πολύ καρτουνίστικο και "ασόβαρο" για τέτοια θεματολογία. Θα το ήθελα με πιο κοφτές γραμμές και περισσότερη εκφραστικότητα στα πρόσωπα και χρώματα. Μεγαλύτερη λεπτομέρεια στα τοπία και τα περιβάλλοντα δεν θα με χάλαγε καθόλου. Ίσως στις προσαρμογές που έχει κάνει στις ιστορίες του Ντόϊλ να ταιριάζει καλύτερα αφού η έλλειψη υπερφυσικού είναι πλήρης. Άλλες δουλειές από τον ίδιο: New Deadwardians Το πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέη Τα βουνά της τρέλας (Lovecraft) Αφιέρωμα του GC στην SelfMadeHero
  6. kwtsos

    NEONOMICON [ ALAN MOORE - JACEN BURROWS ]

    Το Neonomicon αποτελει την συνεχεια του The Courtyard και αποτελει φορο τιμης απο τον Alan Moore στο εργο του Lovecraft. Σε αυτο εχουμε τους δυο ομοσπονδιακους πρακτορες Lamper και Brears οι οποιοι καλουνται να εξιχνιασουν παραξενους φονους , που μοιαζουν πολυ με αυτους που ερευνουσε ο Aldo Sax ,νυν τροφιμος ψυχιατρειου, πρωταγωνιστης στο Courtyard ,ομοσπονδιακος πριν χασει τα λογικα του. Κοινο σημειο των φονων ειναι η ομοιτητα τους με εργα του Λαβκραφτ. H ερευνα τους θα τους οδηγησει στο Salem , οπου θα προσπαθησουν να μπουν κρυφα σε μια ομαδα οπαδων του Λαβκραφτ, πιστευοντας οτι θα βρουν στοιχεια που θα τους οδηγησουν στην εξιχνιαση των εγκληματων. Στο σχεδιο εχουμε και εδω τον Jacen Burrows , που κανει πολυ καλη δουλεια στο σχεδιο σχεδιαζοντας εντυπωσιακα τοσο ανθρωπους οσο και τερατα. Ο πετυχημενος χρωματισμος με ζωηρα χρωματα οφειλεται στον Juanmar. Μεσα στο κομικ υπαρχουν παρα πολλες αναφορες στη λαβκραφτικη λογοτεχνια οπως ειναι αναμενομενο. Προσωπικα δεν με ενθουσιασε καθολου το συγκεκριμενο κομικ, το βρηκα πολυ κατωτερο του Courtyard. Ενω εκει η υποθεση κυλουσε πιο ομαλα και οι αναφορες ηταν πιο περιορισμενες, εδω ειναι ολες εξοφθαλμες και ολα με τον εναν η με τον αλλο τροπο συνδεονται με τον Lovecraft. Επισης ο Moore απογοητευει εδω καθως σαν σεναριο δεν προσφερει τιποτα ιδιαιτερο. Πολυ προβλεψιμο και ρηχο και οι χαρακτηρες δεν εχουν κανενα ενδιαφερον. Οποτε πως θα "σωθει" ? Αφθονο γυμνο και παμπολες disturbing scenes ειναι η απαντηση. Φθηνο το κολπο Η αληθεια ειναι οτι ουτε πολυ φαν του λαβκραφτ ειμαι , μαλλον τον βαριεμαι θα ελεγα , αλλα αυτο που καταλαβα ειναι οτι η ατμοσφαιρα που προσπαθουσε να χτισει δεν ειχε και πολυ σχεση με το gore που προσφερει αυτο το κομικ. Οπως καταλαβατε μαλλον, δεν μου αρεσε και πολυ το συγκεκριμενο κομικ. Δεν μπορω να πω οτι το προτεινω. Παρολα αυτα αν θελετε να το προμηθευτειτε , το trade που κυκλοφορει απο την Avatar και εχει 176 σελιδες , περιεχει και το The Courtyard. Aν δεν εχετε διαβασει κανενα αλλο κομικ του Moore θα σας προτεινα να μην ξεκινησετε απο αυτο αλλα με καποιο αλλο οπως Watchmen , V , From Hell Aλλα εργα του Alan Moore : Πληρης εργογραφια στα ελληνικα Watchmen V for Vendetta Saga Of The Swamp Thing The Courtyard ( μαζι με τον Jacen Burrows ) From Hell Top 10 Αφιερωμα στον Alan Moore Αλλα του Jacen Burrows : YUGGOTH CULTURES AND OTHER GROWTHS Crossed
  7. kwtsos

    Lovecraft Vs Stephen King

    Η ιδεα μου ηρθε χτες καθως διαφωνουσα με εναν φιλο πανω σε αυτο το θεμα. Η ερωτηση ειναι απλη . Ποιον προτιματε ? Αν και δεν εχω διαβασει τα απαντα τους προσωπικα θα απαντησω King . Ο κοσμικος τρομος του Lovecraft ποτε δεν με "τρομαξε" ιδιαιτερα , ουτε οι χαρακτηρες του. Απο οσα εχω διαβασει τα περισσοτερα τα ευχαριστηθηκα για το κλιμα που δημιουργουν και καποια τα βαρεθηκα τρομερα . Απο την αλλη ο King εχει χαρακτηρες με τους οποιους βρισκεις κοινα στοιχεια πιο ευκολα και αναθεμα με το Αυτο ειναι οτι πιο τρομακτικο εχω διαβασει
  8. kwtsos

    COURTYARD (THE) [ ALAN MOORE - JACEN BURROWS ]

    Ενα απο τα σχετικα προσφατα εργα του Alan Moore. O Αldo Sax μυστικος πρακτορας του FBI και ειδικος στο να αναλυει και να συνδιαζει φαινομενικα ασυνδετα στοιχεια (anomaly theory) εργαζεται σε μια υποθεση παραξενων φονων . Οι φονοι αυτοι γινονται απο διαφορετικα ατομα αλλα εχουν ακριβως το ιδιο μοτιβο . Οι ερευνες του τον οδηγουν στον Carcosa ενα ανθρωπο που φαινεται να δινει το Aklo . Τι ειναι ομως το Aklo και τι θα συμβει οταν Aldo θα μαθει τι ειναι ? Φανταστικο σχεδιο σε αυτο το 56σελιδο τομακι απο τον Jacen Burrows . Καλη και υποθεση αν και εννοειται οτι δεν υπαρχει χρονος για εμβαθυνση στους χαρακτηρες . Επισης δεν εχει βαθυτερα νοηματα οπως εχουμε συνηθισει σε αλλα εργα του Μουρ . Εδω εχουμε απλως μια ιστορια τρομου βασισμενη στην μυθολογια του Lovecraft , παρολα αυτα ειναι μια καλη ιστορια που αν την διαβασετε απλως για να περασετε ενα ευχαριστο μισαωρο δεν θα απογοητευτειτε. Το κομικ κυκλοφορησε αρχικα σε δυο τευχη απο την avatar press . Το τομακι εχει εισαγωγη απο τον Garth Ennis (οχι που θα χανε αυτος το βιαιο πανηγυρι ) Ακομα κυκλοφορει σε εκδοση με ασπρομαυρο σχεδιο αλλα και πληρως χρωματισμενο. Προσωπικα πιστευω οτι το α/μ του δινει περισσοτερη σκοτεινια, παρολα αυτα και εγχρωμο παραμενει εντυπωσιακο. Ο Μουρ εγραψε και την συνεχεια της ιστοριας αυτης με τιτλο Neonomicon. Στην kwtsoκλιμακα ενα 7.5/10 Σελιδα στη wikipedia Αφιερωμα στον Alan Moore Αλλα εργα του Alan Moore : Πληρης εργογραφια στα ελληνικα Watchmen V for Vendetta Saga Of The Swamp Thing From Hell Μαζι με τον Burrows συνεργαστηκαν και στο : Neonomicon Αλλα εργα του Jacen Burrows : YUGGOTH CULTURES AND OTHER GROWTHS
×
×
  • Δημιουργία νέου...

Σημαντικές πληροφορίες

Χρησιμοποιώντας αυτή τη σελίδα, αποδέχεστε τις Όρους χρήσης μας.