Search the Community
Showing results for tags 'linus'.
-
Ένα από τα αμέτρητα θύματα της κρατικής εκδικητικότητας στην Ιταλία μετά τη δολοφονία του Άλντο Μόρο στα τέλη της δεκαετίας του 1970 ήταν και ο Mario Dalmaviva. Που δεν το έβαλε κάτω στα πεντέμισι χρόνια της προφυλάκισής του! Και δημιούργησε μια απίστευτα μινιμαλιστική και συγκλονιστική σειρά κόμικς για τη ζωή πίσω από σιδερένιες πόρτες. «Μα πώς το κάνετε αυτό; Είναι πολύ δύσκολο τελικά να φτιάχνεις κόμικς. Εγώ δεν μπορώ να σχεδιάσω ούτε μια ίσια γραμμή...» είναι η κλασική ατάκα που ακούνε συχνά οι δημιουργοί κόμικς από ανθρώπους που νιώθουν δέος απέναντι στη σχεδιαστική δεξιοτεχνία. Μια τέτοια άποψη όμως έχει καταρριφθεί από την ίδια τη ζωή εδώ και μερικές δεκαετίες, καθώς έχουν δημιουργηθεί πολλά αριστουργηματικά κόμικς που δεν ξεχωρίζουν ούτε για τα ρεαλιστικά και αναπαραστατικά τους σχέδια ούτε για τα εντυπωσιακά τους χρώματα. Αυτό που έχει τη μεγαλύτερη σημασία είναι το κατά πόσο το σχέδιο υπηρετεί το σενάριο και το αντίθετο. Σκίτσο που κατά πάσα πιθανότητα ενέπνευσε τον Αρκά καθώς και ο δικός του Ισοβίτης είναι καταδικασμένος σε 622 χρόνια φυλάκισης Στην εμβληματική του μελέτη με τίτλο «Understanding Comics» το 1993 (κυκλοφορεί στα ελληνικά με τίτλο «Κατανοώντας τα Κόμικς» από τις εκδόσεις Web Comics σε μετάφραση Νίκου Καμπουρόπουλου), ο Scott McCloud κατέδειξε με τον πιο εμφατικό τρόπο και με δεκάδες παραδείγματα ότι η πιστότητα των αναπαραστάσεων, η επιδίωξη της ομοιότητας με τον πραγματικό κόσμο, η ζωγραφική που μιμείται τη φωτογραφία και αξιώνει την περί αυτής κρίση με όρους ρεαλισμού κ.λ.π. δεν αποτελούν προϋποθέσεις για τη δημιουργία ενός καλού κόμικς. Στις εικαστικές τέχνες άλλωστε κάτι τέτοιο έχει οριστικά και αμετάκλητα λυθεί εδώ και περισσότερο από έναν αιώνα, και ειδικότερα μετά την έλευση των μοντέρνων πρωτοποριών και της αφαίρεσης. Δεν γνωρίζω αν ο Scott McCloud όταν φιλοτεχνούσε το βιβλίο του είχε υπ’ όψιν του την περίπτωση του Ιταλού πρώην πολιτικού κρατούμενου και δημιουργού κόμικς Mario Dalmaviva. Πιθανολογώ ότι δεν την είχε. Γιατί αν την είχε θα αποτελούσε την ιδανική επιβεβαίωση των απόψεών του και σίγουρα θα τη φιλοξενούσε στο βιβλίο του. Κι αυτό γιατί ο Mario Dalmaviva (1943 – 2016) κατόρθωσε να γίνει ιδιαιτέρως δημοφιλής στον χώρο των ιταλικών και ευρωπαϊκών κόμικς γενικότερα σχεδιάζοντας ξανά και ξανά την ίδια εικόνα, την κλειστή πόρτα του κελιού μιας φυλακής. Στο κελί αυτό βρισκόταν ο ίδιος και πάνω από την πόρτα αιωρούνταν μέσα σε συννεφάκια τα λόγια και οι σκέψεις του. Η φυλάκιση του Mario Dalmaviva, ή καλύτερα η προφυλάκισή του, ήταν αποτέλεσμα της εκδικητικής πολιτικής της ιταλικής κυβέρνησης που εφαρμόστηκε με σιδερένια πυγμή αμέσως μετά τη δολοφονία του Άλντο Μόρο, πρώην πρωθυπουργού, επιφανούς στελέχους των Χριστιανοδημοκρατών και πρωτεργάτη του λεγόμενου «ιστορικού συμβιβασμού» ανάμεσα στην ιταλική Δεξιά και την ευρωκομμουνιστική Αριστερά του Μπερλίγκουερ. Το Κομμουνιστικό Κόμμα Ιταλίας ήταν ήδη έτοιμο να πάρει μέρος σε κυβέρνηση συνασπισμού με τη Δεξιά όταν έσκασε σαν βόμβα η είδηση της απαγωγής του Άλντο Μόρο. Οι Ερυθρές Ταξιαρχίες ανέλαβαν την ευθύνη της απαγωγής και, για την απελευθέρωση του Μόρο, ζήτησαν την απελευθέρωση πολλών φυλακισμένων μελών τους. Οι διαπραγματεύσεις κατέληξαν σε ναυάγιο και 55 μέρες αργότερα ο Ιταλός πρώην πρωθυπουργός βρέθηκε δολοφονημένος με δέκα σφαίρες στο πορτ μπαγκάζ ενός αυτοκινήτου στη Ρώμη. Αυτή ήταν η αρχή και η ιδανική αφορμή για ένα άνευ προηγουμένου πογκρόμ της ιταλικής αστυνομίας σε συνεργασία με το κράτος και τη δικαιοσύνη εναντίον πολιτικών ομάδων και προσωπικοτήτων της Αριστεράς και της Αυτονομίας που δραστηριοποιούνταν έντονα τα τελευταία δέκα χρόνια. Η δολοφονία του Μόρο επιπλέον, έδωσε στο κράτος και το απαραίτητο άλλοθι για την ψήφιση μιας σειράς ειδικών νόμων και διατάξεων που ουσιαστικά θεσμοθετούσαν ένα καθεστώς έκτακτης ανάγκης, επέτρεπαν την προφυλάκιση χωρίς δίκη για πολλά χρόνια ακόμα και για απλές ενδείξεις συμμετοχής σε τρομοκρατικές οργανώσεις κ.λ.π. Στο κλίμα αυτό, στις 7 Απριλίου του 1979, η ιταλική αστυνομία ανακοινώνει τη σύλληψη του αρχηγού των Ερυθρών Ταξιαρχιών και του επιτελείου του με τυμπανοκρουσίες και εν μέσω πανηγυρισμών για την «πάταξη μιας επικίνδυνης τρομοκρατικής οργάνωσης δολοφόνων». Προς έκπληξη όλων βέβαια, τα υποτιθέμενα ηγετικά μέλη και στελέχη των Ερυθρών Ταξιαρχιών ήταν όλα τους δημόσια πρόσωπα με έντονη αλλά φανερή πολιτική δράση στα κινήματα. Όπως γράφει ο Γιώργος Σιούνας στο περιοδικό Βαβέλ, σε άρθρο με τίτλο «Όταν η δίκη δεν είναι μόνο για τον κύριο Κ. (αλλά και για άλλους 4.000)» (τεύχος 35, Μάρτιος 1984): «Αυτοί οι ηγέτες της απόλυτα συνωμοτικής ένοπλης οργάνωσης ήταν κατά τους κατήγορούς τους γνωστά δημόσια πρόσωπα: ο Antonio Negri, καθηγητής της Θεωρίας του Κράτους στο Πανεπιστήμιο της Πάντοβα, οι επίσης καθηγητές Πανεπιστημίου Franco Piperno και Luciano Ferrari Bravo, η Alisa Del Re, βοηθός του Negri στο Πανεπιστήμιο, ο Mario Dalmaviva, ασφαλιστής και διαφημιστής, ο Nanni Balestrini, συγγραφέας και ποιητής (που διέφυγε τη σύλληψη) κι άλλοι πολλοί. Κοινό χαρακτηριστικό όλων αυτών των ανθρώπων ήταν ότι υπήρξαν ηγετικά στελέχη της μαζικής εξωκοινοβουλευτικής οργάνωσης “Potere Operaio” (Εργατική Εξουσία) που είχε σημαντική επιρροή στο εργατικό κίνημα, με ανοιχτή νόμιμη δράση από το 1969 μέχρι το 1973 οπότε και διαλύθηκε. Μετά από τη διάλυσή της πολλοί απ’ αυτούς εντάχθηκαν στο χώρο της “αυτονομίας” (ο Negri υπήρξε ο σημαντικότερος θεωρητικός της) κι άλλοι εγκατέλειψαν βαθμιαία κάθε άμεση πολιτική πρακτική». Αριστερά, πρόσφατη αναδρομική ιταλική έκδοση με τις Πόρτες του Dalmaviva. Δεξιά, οι Πόρτες στα ελληνικά από τις εκδόσεις «Επανοικειοποίηση». Αν και ήταν καταφανές ότι η συντριπτική πλειονότητα των προσώπων που συνελήφθησαν εκείνη την περίοδο δεν είχαν καμιά σχέση με την ένοπλη δράση, η τρομοϋστερία ήταν αρκετή για να οδηγηθούν στη φυλακή. Ακόμα και όταν υπήρξαν καταθέσεις κατηγορουμένων, συλληφθέντων και άλλων προσώπων που σχετίζονταν με την υπόθεση που αθώωναν τους φερόμενους ως ηγέτες των Ερυθρών Ταξιαρχιών, αυτοί παρέμειναν στη φυλακή σε συνθήκες σχετικής απομόνωσης και χωρίς καμιά προοπτική να δικαστούν άμεσα. Άλλωστε οι πρόσφατοι νόμοι επέτρεπαν τη μακρόχρονη προφυλάκιση χωρίς δίκη. Σε ένα τέτοιο ζοφερό κλίμα και με ελλιπείς δυνατότητες επικοινωνίας των κρατουμένων με τον έξω κόσμο, προέκυψαν τα κόμικς του Mario Dalmaviva που ξεκίνησαν να δημοσιεύονται τον Φεβρουάριο του 1981 στο πολύ δημοφιλές ιταλικό περιοδικό με κόμικς «Linus», δημιουργώντας αίσθηση σε όλη την Ευρώπη για το τόσο δυνατό περιεχόμενο και τα σκληρά αλλά δοσμένα με χιούμορ λόγια που φιγούραραν πάνω από τις απλοϊκά σχεδιασμένες και γεμάτες νόημα κλειστές «Πόρτες». Ο Dalmaviva έμεινε προφυλακισμένος για πεντέμισι ολόκληρα χρόνια μέχρι να δικαστεί το 1984 και να καταδικαστεί σε ποινή μικρότερη από το διάστημα της προφυλάκισής του, οπότε και αφέθηκε ελεύθερος. Εξώφυλλο του τεύχους 35 της Βαβέλ (Μάρτιος 1984) Στην Ελλάδα, οι «Πόρτες» έγιναν γνωστές από τα αφιερώματα και τις μεταφράσεις του Γιώργου Σιούνα (σε λέτερινγκ της Παυλίνας Καλλίδου) στο περιοδικό Βαβέλ (τ. 35, Μάρτιος 1984 και τ. 42, Οκτώβριος 1984), αλλά και πιο πρόσφατα από το βιβλίο «Οι Πόρτες» των Εκδόσεων Επανοικειοποίηση (2007) στο οποίο, μεταξύ άλλων, επισημαίνεται και η σημασία αυτών των φαινομενικά απλοϊκών σχεδίων τόσο για τον δημιουργό τους όσο και για τους αναγνώστες τους: «Κάποιοι “μετάνιωσαν” και “διαχωρίστηκαν”. Άλλοι οδηγήθηκαν στην τρέλα. Δεν ήταν λίγοι που οδηγήθηκαν στην αυτοκτονία. Ο Mario Dalmaviva βρήκε φωνή, απόκτησε λόγο μέσα από τις “πόρτες” του. Και – τι ειρωνεία – αυτές οι μινιμαλιστικά σχεδιασμένες ασπρόμαυρες (τις περισσότερες φορές) πόρτες της φυλακής αποτέλεσαν το ακριβώς αντίθετο από αυτό που συμβολίζουν, τον εγκλεισμό σαν συνθήκη απομόνωσης από τον έξω κόσμο. Οι “πόρτες” του Dalmaviva έγιναν γέφυρα επικοινωνίας με τον έξω κόσμο, αυτόν της “ελευθερίας” και των καπιταλιστικών κανονικοτήτων, και την ίδια στιγμή αποτέλεσαν μία από τις πιο απτές αποδείξεις ότι κι αυτός ο κόσμος που βρίσκεται πέρα των τειχών έχει τη δική του ζωή, τη δική του ανθρώπινη υπόσταση, τα δικά του συναισθήματα […] Μοιραία το όνομα Mario Dalmaviva δεν μπορεί παρά να σημαίνει πολύ περισσότερα από μερικά πετυχημένα καρέ που αναφέρονται στη φυλακή. Όχι μόνο επειδή ο Dalmaviva δεν υπήρξε ποτέ του σκιτσογράφος (κι αυτός είναι ένας από τους λόγους που οδηγήθηκε στις “πόρτες”). Αλλά επειδή στο πρόσωπό του εγγράφεται (πέρα από την προσωπική του ιστορία), η μνήμη των αγώνων που δόθηκαν από χιλιάδες συντρόφους μέσα στις πιο εχθρικές, στις πιο αντίξοες συνθήκες». Σε τέτοιες συνθήκες οι Πόρτες του Dalmaviva έγιναν τη δεκαετία του 1980, και θα παραμείνουν για πάντα από τότε, σύμβολα ελευθερίας. Τόσο καλλιτεχνικής (αποδέσμευση από τους αυστηρούς κανόνες, τις συμβάσεις της αναπαράστασης, της υποχρέωσης για πιστότητα και σχεδιαστικό πλούτο) όσο και ουσιαστικής, καθώς οι ζωγραφισμένες ομοιόμορφες Πόρτες «γκρέμισαν» τις σιδερένιες πόρτες των κελιών των Ιταλών αγωνιστών με πάταγο του οποίου ο απόηχος ακούγεται ακόμα. Και το σχετικό link...
-
- 2
-
- mario dalmaviva
- οι πόρτες
-
(and 2 more)
Tagged with:
-
Ένα μεγάλο αφιέρωμα στο περιοδικό που σημάδεψε την ελληνική αντικουλτούρα για τρείς δεκαετίες Ένα από τα σημαντικά πράγματα που μας έφερε το 1981, δεν ήταν μόνο η πρώτη φορά ΠΑΣΟΚ, αγαπητοί μας φίλοι, άλλα και η Βαβέλ, ένα περιοδικό κόμιξ (και όχι μόνο), όπως διατείνονταν άλλωστε και το ίδιο για 27 ολόκληρα χρόνια στο εξώφυλλο του. Εξώφυλλο του πρώτου τεύχους της βαβέλ – Φλεβάρης 1981 Το 1981 ο κόσμος στην Ελλάδα ήταν ακόμα αγουροξυπνημένος από την εφταετία της χούντας και η επαφή με DIY τάσεις και πολιτιστικές κινήσεις που διενεργούταν εκείνη την εποχή στην Ευρώπη και την Αμερική ήταν ελάχιστες. Αυτό το κενό ήρθε να γεμίσει το περιοδικό Βαβέλ το οποίο είχε ως πρότυπο το Ιταλικό περιοδικό linus. Το Linus εκδόθηκε το 1965, είχε αριστερό προσανατολισμό (οι εκδότες του άνηκαν στο κομμουνιστικό κόμμα) και ήταν το πρώτο περιοδικό κόμιξ της γείτονος χώρας που στόχευε σε ενήλικο κοινό. Η Bαβέλ, πέρα από την επιρροή της από το Linus, ήταν μάλλον και συνεχιστής ελληνικών underground εντύπων όπως το fanzine Χαρακίρι και του βραχύβιου περιοδικού Κολούμπρα (15 τεύχη). Η Βαβέλ έκανε ντου σε μια απαίδευτη -όσον αφορά στα κόμιξ- κοινωνία και πρότεινε κάτι νέο, αφού μέχρι τότε, ό,τι είχε ζωγραφιές και μπαλονάκι με λόγια ονομαζόταν αυτόματα “μικυμάου” και θεωρείτο ότι απευθυνόταν σε παιδιά. Κάπως έτσι ήρθαμε σε επαφή με τις ερωτικές ιστορίες του Milo Manara (αυστηρά δια ενηλίκους), τα ψυχεδελικά trip στον Sci Fi κόσμο του Moebius, τον κωμικά άναρχο κόσμο του Edika, τον δυστοπικό κόσμο του Billal, τα ρεμάλο-ρέμαλα του Reiser και τον κυνισμό του Altan. Ο τρομερός Altan Εκτός όμως του να φέρει στην Ελλάδα όλους αυτούς τους δημιουργούς (κάποιους μάλιστα στη συνέχεια του έφερε εδώ και κυριολεκτικά) φρόντισε να δώσει βήμα και ουσιαστικά να γεννήσει την ελληνική σκηνή κόμιξ. Εκεί πρωτοεμφανίστηκαν ο Αρκάς με τον Κόκκορα του, ο Γιάννης Καλαϊτζής σαν κομίστας (εκτός από πολιτικός γελοιογράφος) με την Τσιγγάνικη Ορχήστρα, εκεί έκανε τα πρώτα του βήματα ο χαοτικός Λέανδρος με τον Παρία του, ο Δημήτρης Παπαϊωάννου ακόμα και ο Βαγγέλης Περρής πριν τον ρουφήξει ο τηλεοπτικός βόθρος. Από κόμικ του Λέανδρου – 1996 Ειδική μνεία πρέπει να γίνει και στον Κωστάκη Ανάν, τον συγγραφέα που μέσα από τις μικρές νεοελληνικές ιστορίες σουρεαλισμού (που άφηνε σύμφωνα με τον μύθο σε φάκελο στα σκαλοπάτια της Βαβέλ), κατάφερε να αναδειχθεί σε έναν από τους πιο γλαφυρούς και αστείους συγγραφείς της ελληνικής X generation, χωρίς κάνεις να τον έχει δει ή να γνωρίζει το πραγματικό του όνομα. Διήγημα του Κωστάκη Ανάν αυτή η φώτο τυχαία βγήκε με μήκος 666 πίξελς Το «..και όχι μόνο» που συμπλήρωνε την υποσημείωση του εξώφυλλου “περιοδικό κόμιξ”, ήταν το ζουμί του περιοδικού. Πέρα από την ανάδειξη του κόμικ σαν τέχνης και όχι σαν “καραγκιοζάκια” , σε μια εποχή που οι πληροφορίες από έξω έρχονταν με το σταγονόμετρο, η Βαβέλ με αγνό DIY στυλ, αυτόνομη και χωρίς να έχει στόχο το κέρδος, προσέφερε μια εναλλακτική και ιδιαίτερα πολιτική πρόταση μέσα από τα κόμιξ του την αρθρογραφία του και τις κινηματογραφικές και μουσικές του προτάσεις, που ήταν μακριά από τα βαθιά κομματικοποιημένα στεγανά της μεταπολίτευσης. Από το κόμικ του Δημήτρη Παπαϊωάννου «Ο Τρομερός ΜΕΒΕΡ» Πάντα ανατρεπτικό, είτε όταν έβαζε γυμνό και σεξ σε εποχές που ακόμα υπήρχε λογοκρισία, είτε όταν αναφερόταν στα δικαιώματα των κρατούμενων όπως τότε με το ιστορικό εξώφυλλο του τεύχους 35 με τα σκιτσάκια του φυλακισμένου για την πολίτικη του δράση Dario Dalmaviva, είτε όταν προκαλούσε τα χρηστά ήθη της εποχής με κόμιξ που είχαν ομοφυλόφιλους ήρωες, όπως αυτά του Ralf Konig. Η Βαβέλ δεν έχασε ποτέ τον πολίτικο της λόγο, στηλιτεύοντας μέχρι και το τέλος της το 2008, τον άκρατο καταναλωτισμό άλλα και τον κεκαλυμμένο πουριτανισμό της ελληνικής κοινωνίας. Το επόμενο μεγάλο βήμα η Βαβέλ το έκανε όταν διοργάνωσε τα φεστιβάλ κόμιξ στο Γκάζι. Τα φεστιβάλ του περιοδικού περιελάμβαναν εκθέσεις κόμιξ με καλεσμένους διάσημους κομίστες από το εξωτερικό και liveάκια. Η απήχηση του κόσμου αυξάνονταν σταδιακά κάθε χρονιά, μαθαίνοντας τα κόμιξ σε άσχετους που πηγαίναν για το hype, άλλα φέρνοντας και τους “ψαγμένους” σε επαφή με διάσημους σχεδιαστές του εξωτερικού και νέους Έλληνες δημιουργούς και fanzines. Σταδιακά μέσω των φεστιβάλ η Βαβέλ απέκτησε μια τέτοια προβολή, ώστε έπαψε πλέον να ανήκει στο underground και αυτό σίγα-σιγά για διαφόρους λόγους (οικονομικής φύσεως κυρίως) σήμανε και το τέλος του εντύπου, το οποίο μέσα σε 27 χρόνια κατάφερε να εκδώσει 246 τεύχη και σχεδόν 10 χρόνια μετά, βλέπουμε ότι το κενό που άφησε στον χώρο των διαφορετικών, μη mainstream εντύπων δυσαναπλήρωτο. Η επίδραση της Βαβέλ σε μια γενιά νέων δημιουργών κόμιξ (και όχι μόνο) ήταν τεράστια και όχι μόνο ως προς την διαμόρφωση του στυλ του άλλα κυρίως ως προς την γνωριμία τους με έναν διαφορετικό κόσμο έκφρασης. Ρωτήσαμε έξι δημιουργούς να μας μιλήσουν για την σχέση τους με το περιοδικό. Ιφιγένεια Καμπέρη Στις αρχές του 80 στο μικροαστικό σπιτικό μας ένα πράγμα που υπήρχε σε αφθονία ήταν τα περιοδικά και τα κόμιξ. Αντί, Σχολιαστής, Αστερίξ, Ισνογκούντ, Λούκυ-Λουκ, Μαφάλντα, Παραπέντε έφτιαχναν έναν τεράστιο πύργο στο κομοδίνο του μπαμπά μου. Παρόλο που δεν ήξερα να διαβάζω, ξετρελαινόμουν με οποιοδήποτε σχέδιο. Υπήρχε και ο απαγορευμένος καρπός, το κόμικς με τα παράξενα γράμματα που ήξερα ότι λένε “βαβέλ”. Αυτό δεν έπρεπε να το ανοίγω γιατί “ήταν για μεγάλους”. Αν πω ότι δεν διάβαζα που και που στα κρυφά, θα είναι ψέμα. Με εντυπωσίαζε η ένταση του ασπρόμαυρου σχεδίου και με τρόμαζαν οι γκροτέσκες φιγούρες. Ειδικά αυτοί οι αηδιαστικοί εξερευνητές με τις στριφογυριστές μύτες που γύριζαν στη ζούγκλα και παντού υπήρχαν κατσαρίδες! Σκεφτόμουν πως αυτός που τους έφτιαξε μάλλον δεν ήξερε να ζωγραφίζει καλά, αλλιώς για ποιόν λόγο να τους είχε κάνει τόσο άσχημους. Είχε και άλλα όμως, είχε διαστημικά, μαρκησίες, ντετέκτιβ, τέρατα, πανκς και πολλές γυμνές γυναίκες που πάντα φαίνονταν να μην περνάνε και τόσο καλά. Παρόλα αυτά δεν τις λυπόμουν γιατί ίσως τελικά να μην τα πέρναγαν και τόσο άσχημα. Εγώ πάντως θα ήθελα να ήμουν στη θέση τους. Αυτό εξηγούσε φυσικά το γιατί δεν έπρεπε να διαβάζω αυτόν τον θησαυρό, είναι γνωστό ότι οι μεγάλοι κρατάνε τα καλύτερα μόνο για τον εαυτό τους! Και αν νομίζουν ότι όταν ήμουν 5 δεν ήξερα πάρα πολύ καλά τι έκαναν η Άντα, η Βαλεντίνα, η Ντρούνα, η Ζυστίν, η Λούμπνα είναι πολύ γελασμένοι! Τα χρόνια πέρασαν, έμαθα να διαβάζω και, ακολουθώντας την οικογενειακή μας παράδοση, αγόρασα την πρώτη μου Βαβέλ τον Ιανουάριο του 1993 και συνέχισα να την παίρνω κάθε μήνα μέχρι το τελευταίο τεύχος. Τάσος Μαραγκός (Τασμάρ) Πρέπει να ήταν το 1989 ή 1990, δεν θυμάμαι καλά. Είχα πάρει την μεγάλη απόφαση να πάω στο πρακτορείο τύπου, στην παραλία της Ερμούπολης και να προμηθευτώ το πρώτο μου περιοδικό με γυμνές γυναίκες. Ήμουν πολύ ντροπαλό παιδάκι και σκεφτόμουν τι θα πει ο κύριος του πρακτορείου που μέχρι τότε με είχε συνηθίσει να αγοράζω Λούκυ Λουκ, X-Men και ιστορίες με παπιά. Είχα βαρεθεί όμως τις κυρίες με τα μαγιό από τα εξώφυλλα των σταυρόλεξων του παππού μου και έπρεπε επιτέλους να δω τι κρύβεται πίσω από αυτά τα μαγιό. Οργάνωσα καλά το σχέδιο μου, πως θα πάω, θα το πάρω και θα εξαφανιστώ επιστρέφοντας μετά από χρόνια στο πρακτορείο τύπου. Μπαίνοντας στο πρακτορείο κατευθύνθηκα στο ράφι, στο βάθος, εκεί που ήξερα ότι έχει αυτά τα κολασμένα έντυπα. Άρχισα να βλέπω τα εξώφυλλα και έπρεπε να επιλέξω γρήγορα γιατί ένιωθα το μάτι του κύριου Πρακτορείου να με χτυπάει στην πλάτη. Παντού βυζιά, βυζιά, κώλοι και άλλα ωραία σημεία του γυναικείου σώματος που ήδη με είχαν κάνει να κοκκινίζω και να νιώθω ένα φούσκωμα στο παντελόνι μου. Το μάτι μου όμως καρφώθηκε σε ένα εξώφυλλο που είχε μια πανέμορφη, γυμνή γυναίκα αλλά ήταν σκίτσο και όχι φωτογραφία. Βαβέλ έλεγε. Δεν είχα ιδέα τι ήταν. Το άρπαξα, πλήρωσα και έφυγα για το σπίτι κρύβοντάς το μέσα από το μπουφάν μου. Στο σπίτι, αφού βεβαιώθηκα ότι έλειπαν όλοι, το άνοιξα και άρχισα να το διαβάζω. Αυτό ήταν. Από τότε άλλαξε η ματιά μου για τα κόμικς. Ευχαριστώ Βαβέλ. Τάσος Παπαιωάννου Ξεκίνησα να διαβάζω Βαβέλ, στις αρχές της δεκαετίας του ’90, όταν πήγαινα γυμνάσιο και όταν είχε αρχίσει να φθίνει η φάση της (οι ειδικοί έχουν να λένε για την Βαβέλ της δεκαετίας των 80s). Ένας γενναίος, σκατολογικός, λάγνος, βέβηλος κόσμος απλωνόταν μπροστά μου. Λίγο καιρό μετά, ο Λέανδρος έκανε την παρουσία του στις σελίδες της και ήταν λες και έτρωγα καρμικό χαστούκι από το πουθενά. Μετά ήρθε και το φεστιβάλ βαβέλ και άλλαξε το τοπίο, έγινε πιο γιορτή. Χαίρομαι που έζησα την φάση αυτή και έχω κάτι καλό να θυμάμαι. Στα ‘00s η φάση Βαβέλ είχε φτάσει ήδη στην παρακμή της και φυσικά μετά ήρθε και το επεισοδιακό της τέλος. RIP Βαβέλ. Αντώνης Βαβαγιάννης Η πρώτη επαφή με τη «Βαβέλ» ήταν στην παιδική μου ηλικία. Πάντα σε κάποιο σπίτι «ψαγμένων» φίλων των γονιών μου θα έπαιζε ένα ράφι, κάτω από τα Αστερίξ και τις Μαφάλντες, που θα υπήρχαν αυτά τα ακατανόητα κόμιξ. Το πρώτο ξεφύλλισμα γινόταν απλά για να βρεθεί κάποιο «ακατάλληλο» στιγμιότυπο, που για την ηλικία και την εποχή μπορούσε να θεωρηθεί «τσόντα»! Μετά μεγαλώνοντας κι αποκτώντας μια σφαιρικότερη σχέση με τα κόμιξ από το Λούκι Λουκ και το Αλμανάκο, μέσα σε μια κούτα του ξάδερφού μου γεμάτη με Βαβέλ γνώρισα μια από τις μεγαλύτερες κομιξικές μου αγάπες, τον Edika. Αλλά όχι μόνο. Τόσα πολλά και διαφορετικά μεταξύ τους κόμικ. Αστεία και σοβαρά. «Βρόμικα» και «μεγαλίστικα» και τόσο μπροστά για την εποχή τους. Δεν νομίζω να υπάρχει μεγαλύτερη επιρροή για τη δικιά μου γενιά σκιτσογράφων από τη Βαβέλ και νομίζω ότι είμαστε πολύ τυχεροί που μεγαλώσαμε σε μια εποχή που κυκλοφορούσε. Γιώργος Γούσης Σαν παιδί, δεν υπήρξα ποτέ φανατικός αναγνώστης κόμικ. Είχαμε μια αδιάφορη σχέση. Διάβαζα μόνο τα καλοκαίρια στις διακοπές και μονάχα ότι έβρισκα στο περίπτερο. Δηλαδή Μίκυ Μάους, Αστερίξ και Λούκυ Λουκ. Μεγαλώνοντας κιόλας, στην εφηβεία, τα έκοψα τελείως. Είναι εντελώς περίεργοι οι λόγοι που αργότερα, όταν κόντευα τα είκοσι, με έσπρωξαν στο να δοκιμάσω να δημιουργήσω μια σύντομη ιστορία κόμικ για να πάρω μέρος στον διαγωνισμό του ένθετου περιοδικού για κόμικς <<9>> της Ελευθεροτυπίας. Μέσω αυτού ήταν και η πρώτη μου επαφή με τα Ελληνικά κόμικ. Όταν όμως σύντομα κατάλαβα πως αυτή η τέχνη θα ήταν η βασική μου ασχολία από εκεί και πέρα, άρχισα να ψάχνω που θα μπορούσα να βρω κόμικ που να ταιριάζουν στο γούστο μου και στο αισθητικό μου κριτήριο για να τα περιεργαστώ και να τα μελετήσω. Το περιοδικό της Βαβέλ ήταν για εμένα λίγο πολύ μονόδρομος. Εκεί υπήρχαν δημοσιευμένα κόμικ ξένων δημιουργών που θα μου έκαναν εντύπωση και θα προσπαθούσα να αντιγράψω και να επηρεαστώ σαν νέος δημιουργός. Αν δεν υπήρχε η Βαβέλ θα ήταν πολύ μεγαλύτερη η απόσταση και ο χρόνος που θα έπρεπε να σπαταλήσω για να βρω τις δουλειές όλων αυτών των δημιουργών έναν έναν από μόνος μου. Δεν ήταν όμως μόνο το περιοδικό. Η Βαβέλ είχε δύο ακόμη σημαντικούς πομπούς γνώσης. Το βιβλιοπωλείο για κόμικ που είχε στο κέντρο της Αθήνας και μπορούσες να βρεις πληθώρα άλμπουμς χωρίς να πρέπει να σκάψεις πρώτα ανάμεσα σε χιλιάδες τευχάκια με σουπερηρωικά κόμικ που ήταν το κυρίαρχο προϊόν των υπόλοιπων κομιξάδικων. Και το πιο σημαντικό απ’ όλα, το φεστιβάλ της Βαβέλ. Πρόλαβα και πήρα μέρος στα τρία τέσσερα τελευταία φεστιβάλ της σαν νέος δημιουργός και ήταν για μένα στιγμές που θα μου μείνουν αξέχαστες, κυρίως επειδή το κλίμα των ανθρώπων και η περιρρέουσα ατμόσφαιρα με έκαναν να αισθάνομαι χαρά που ήμουν μέρος αυτού του συνόλου. Από την άλλη, ενώ η Βαβέλ ήταν πρωτοπόρος στα κόμικ και αισθητικά μου ταίριαζε περισσότερο, σαν δημιουργός δεν δημοσίευσα ποτέ στο περιοδικό της γιατί δεν έδιναν αμοιβές κι έτσι, εφόσον στο <<9>> πληρωνόμασταν, προτιμούσαν όλοι να δημοσιεύουν εκεί. Αυτός πιστεύω είναι και ο βασικός λόγος που η Βαβέλ ανέδειξε ελάχιστους Έλληνες δημιουργούς σε σχέση με το <<9>> που παρήγαγε μια ολόκληρη γενιά νέων δημιουργών και άνοιξε τον δρόμο σε πολλούς από εμάς για να δουν την τέχνη τους και επαγγελματικά. Μπαίνοντας στην διαδικασία να γράψω όλα αυτά, το μόνο που μου μένει σαν επίγευση είναι το πόσο λείπει ένα τέτοιο περιοδικό για κόμικ στις μέρες μας που να μπορεί να αμοίβει και τους δημιουργούς, τώρα που το επίπεδο των κόμικ που παράγονται από Έλληνες ανεβαίνει χρόνο με τον χρόνο και το κοινό αρχίζει δειλά δειλά να τα νιώθει σαν μέρος της ψυχαγωγίας του. Τηλέμαχος Σταυρόπουλος (Helm) Στις παλιές Βαβέλ του πατέρα μου είδα για πρώτη φορά στη ζωή μου απεικονίσεις του έρωτος και ακόμα μέχρι σήμερα όταν κλείνω τα μάτια μου και φαντάζομαι το σεξ δεν βλέπω χρώματα και απτή σάρκα αλλά μαύρες αδρές γραμμές σαν του Crepax ή ίσως του Baldazzini να αιωρούνται και να σμίγουν πάνω σε ένα λευκό -σαν κέλυφος αυγού- Πλατωνικό κενό. Αυτό το αντίκρισμα της λίμπιντο ήταν απαραίτητο για να μου συμπληρώσει φαντασιακά όρια από τα υπερωικά αμερικάνικα κόμιξ και τα μικιμάου που επίσης διάβαζα μικρός. Έτσι έμαθα ότι μπορείς να κάνεις τέχνη για εσωτερικούς λόγους, ή για απόλαυση και πάθος, χωρίς να χρειάζεται σώνει και καλά να βγάζει περισσότερο νόημα, να είναι επαγγελματικό ζήτημα ή να αρχίζει και να τελειώνει κάτι οριστικά. Έμαθα επίσης ότι η υπομονή έχει όρια, ο Pazienza όχι. Από τη Βαβέλ επίσης έμαθα και ίσως αμφίβολης αξίας μαθήματα, όπως το ότι μπορείς να κάνεις τέχνη για εσωτερικούς λόγους, ή για απόλαυση και πάθος, χωρίς να χρειάζεται σώνει και καλά να βγάζει περισσότερο νόημα, να είναι επαγγελματικό ζήτημα, ή να αρχίζει και να τελειώνει κάτι οριστικά. Όπως και να’χει, όταν σκέφτομαι ‘Βαβέλ’, καυλώνω λίγο και θέλω να φτιάξω κόμιξ. Δεν υπάρχει μεγαλύτερο ευχαριστώ από αυτό. Ακολουθούν κάποια από τα αγαπημένα μας εξώφυλλα: 20 χρόνια πριν η “φάση” φαινόταν ότι θα στραβώσει Ένα από τα πολλά εξώφυλλα που διακόσμησε ο Moebius Pop αιματοχυσίες Όταν ξεκινούσε ο Αρκάς Ο πάντα πικρόχολος Altan Αγνός μηδενισμός 2001: Ένα εξώφυλλο τιμιότατης σάτιρας στον “νεόπλουτο τύπο” της εποχής, δυστυχώς επτωχεύσαμεν Και το σχετικό link...