Jump to content

Search the Community

Showing results for tags 'corriere dei piccoli'.

  • Search By Tags

    Type tags separated by commas.
  • Search By Author

Content Type


Forums

  • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΝΕΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΝΕΑ
  • ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ
    • ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ
    • ΤΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙ
  • ΧΑΛΑΡΩΜΑ
    • ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ
    • ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΡΙΟ
    • ΤΟ ΠΑΖΑΡΙ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Διάφορα
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Ντόναλντ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Super Μίκυ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Κόμιξ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μίκυ Μάους
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μπλα μπλα
  • VINTAGE's Συζήτηση
  • VIDEO GAMES's Γεν. Συζήτηση για Video Games

Blogs

  • Valt's blog
  • Dr Paingiver's blog
  • GCF about comics
  • Vet in madness
  • Θέμα ελεύθερο
  • Film
  • Comics, Drugs and Brocc 'n' roll
  • I don't know karate, but i know ka-razy!
  • Γερμανίκεια
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • Κομικσόκοσμος
  • The Unstable Geek
  • Σκόρπιες Σκέψεις
  • Dhampyr Diaries
  • Περί ανέμων και υδάτων

Find results in...

Find results that contain...


Date Created

  • Start

    End


Last Updated

  • Start

    End


Filter by number of...

Joined

  • Start

    End


Group


Member Title


MSN


Website URL


Yahoo


Skype


City


Profession


Interests

Found 3 results

  1. Στο Ιταλικό Μορφωτικό Ινστιτούτο Αθηνών, στο πλαίσιο των προφεστιβαλικών εκδηλώσεων του ComicdomCon Athens 2025, συναντήσαμε τον μεγάλο ιταλό πολιτικό σκιτσογράφο και κομίστα Φραντσέσκο Τούλιο Αλτάν. Γεννημένος το 1942, με βινιέτες και κόμικς που συνδυάζουν γκροτέσκο χιούμορ, κοινωνικοπολιτική σάτιρα, σουρεαλισμό και μια συνειδητότητα του πεπερασμένου, καθιερώθηκε ως ο σημαντικότερος πολιτικός γελοιογράφος της Ιταλίας. Στην Ελλάδα τον μάθαμε μέσα από τις σελίδες των περιοδικών «Βαβέλ» και «Παρά Πέντε». Από τα χαρακτηριστικά του κόμικς με τον Κολόμπο και την αντα μέχρι τη λατρεμένη στην Ιταλία παιδική του ηρωίδα, τη σκυλίτσα Πίμπα, η δουλειά του Αλτάν ανατρέπει τις συμβάσεις και αποκαλύπτει την ανθρώπινη φύση. Η συζήτησή μας προσπάθησε να ανατρέξει τη συνολική του πορεία, το υπόβαθρο, τις επιρροές και τις επιδιώξεις του, ενώ κατέληξε στο σήμερα σε ό,τι αφορά την επικαιρότητα και τη γελοιογραφία, με τις απαντήσεις του Αλτάν να μας αποκαλύπτουν ότι για τον ίδιο το χιούμορ πρέπει να έχει και συναισθηματική νοημοσύνη. Κύριε Αλτάν, μου αρέσει ο τρόπος που η δουλειά σας, από τα σκίτσα ως τα κόμικς, εμπεριέχει με κάποιον τρόπο κάτι το παράλογο. Στις πρώτες μου δουλειές υπάρχουν στοιχεία σουρεαλισμού, πριν όμως όλο αυτό να εξελιχθεί σε κανονική δουλειά. Εσείς ωστόσο μιλάτε για το παράλογο. Υπάρχει όντως το παράλογο. Βγαίνει αυθόρμητα. Άλλωστε ο παραλογισμός είναι η ομορφιά της ύπαρξης. Πώς σας αρέσει να σας αποκαλούν ως καλλιτέχνη; Προτιμώ το σκιτσογράφος (στα ιταλικά, βινιετίστας), γιατί δουλειές όπως τα παλιά μου βιβλία κόμικς έχω πολλά χρόνια να κάνω. Είναι εξαιρετικά κουραστική η δουλειά του κομίστα για μένα πια. Είπατε πριν ότι το παράλογο προκύπτει αυθόρμητα. Πιστεύετε πως όσα ζούμε δεν βγάζουν νόημα; Ελπίζω ότι βγάζουν νόημα. Βέβαια μερικές φορές έχω αμφιβολίες, ειδικά τον τελευταίο καιρό. Έχετε σχεδιάσει βιβλία για παιδιά, βινιέτες, κόμικς, πολιτικές γελοιογραφίες. Ποια η μεγαλύτερη πρόκληση στο να περνάτε από το ένα είδος στο άλλο; Δεν το αντιμετωπίζω ως πρόκληση. Έκανα πράγματα τα οποία άλλοι έκαναν καλύτερα από μένα. Βασικά, όπως όλοι, μιμούμουν ανθρώπους που θαύμαζα. Στην πορεία ο καθένας βρίσκει τον δρόμο του. Συνεπώς δεν είναι πρόκληση. Έπειτα, όσο περνάει ο χρόνος, δεν αντιμετωπίζω τίποτα ως πρόκληση. Επιρροές που διαμόρφωσαν τη δουλειά σας; Είναι πολλοί αυτοί που θαυμάζω, αλλά σε ό,τι με αφορά ψάχνω πάντα το χιούμορ με μια διάσταση σχεδόν γκροτέσκα. Ίσως είμαι πιο κοντά στους αντεργκράουντ αμερικανούς δημιουργούς όπως ο Ρόμπερτ Κραμπ ή στους γάλλους δημιουργούς που τότε δημοσίευαν στο περιοδικό «Hara-Kiri» [σ.σ.: «Hara-Kiri» ήταν ένα γαλλικό σατιρικό περιοδικό και εφημερίδα, πρόδρομος του «Charlie Hebdo». Κυκλοφόρησε από το 1960 έως το 1989, με την εβδομαδιαία έκδοσή του («Hara-Kiri Hebdo») να απαγορεύεται από τη γαλλική κυβέρνηση το 1970, λόγω μιας αμφιλεγόμενης σάτιρας για τον θάνατο του προέδρου Σαρλ ντε Γκωλ. Ως αντίδραση, οι βασικοί συντελεστές του δημιούργησαν το «Charlie Hebdo». Στο «Hara-Kiri» δημοσίευσαν, μεταξύ άλλων, οι Ζορζ Βολίνσκι και Ρεζέρ, καθώς και άλλες εμβληματικές μορφές της γαλλικής γελοιογραφίας και σάτιρας], ακόμα και το σχέδιο των οποίων ήταν επιτηδευμένα άσχημο. Προτιμάτε περισσότερο κάποιο από τα είδη με τα οποία έχετε καταπιαστεί; Σίγουρα αγαπώ ιδιαίτερα την Pimpa. Με διασκέδαζε πολύ αυτού του είδους η δουλειά. Όμως τρέφω ιδιαίτερη νοσταλγία για τις ιστορίες κόμικς που δημιούργησα γιατί με διασκέδαζαν πολύ και απαιτούσαν πολλή ενέργεια, που δυστυχώς δεν έχω πια. Είναι πολύ βαριά και απαιτητική δουλειά. Φέτος η παιδική σειρά σας, η Pimpa, έκλεισε τα 50. Το ξεκινήσατε για το παιδί σας. Το συνεχίζετε για μισό αιώνα. Πώς είναι όλη αυτή η πορεία; Ναι, είναι αλήθεια, το ξεκίνησα παίζοντας με την κόρη μου, η οποία παρεμπιπτόντως έκλεισε φέτος τα 53 της χρόνια και η Pimpa τα 50. Μετά το συνέχισα για το περιοδικό «Corriere dei Piccoli» και πλέον υπάρχει ένα μηνιαίο περιοδικό αφιερωμένο αποκλειστικά σ’ αυτήν, για το οποίο εξακολουθώ να εργάζομαι, πράγμα που κάνω με μεγάλη ευχαρίστηση. Από τότε έχουν περάσει τρεις γενιές μεγαλωμένες με την Pimpa, με τη μια να το περνάει στην επόμενη. Συνεχίζω να το κάνω, αισθανόμενος σχεδόν μια αίσθηση ευθύνης απέναντι σ’ αυτά τα παιδιά. Αυτά τα 50 χρόνια που σχεδιάζετε αυτή την ηρωίδα έχετε νιώσει ποτέ εγκλωβισμένος; Όχι, εγκλωβισμένος δεν ένιωσα. Δεν ξέρω κατά πόσο υπήρχε μια διαρκής προσωπική εξέλιξη όλα αυτά τα χρόνια, ξέρω όμως ότι ο κόσμος της Pimpa έχει πια τους δικούς του κανόνες, τους οποίους επέβαλε η ίδια και δεν τους εφηύρα εγώ. Αφ’ ης στιγμής μού έρχεται μια έμπνευση, είναι πολύ εύκολο να την εντάξω στον κόσμο της. Σαν να πηγαίνει από μόνο του. Με συγκινεί πολύ η ανταπόκριση που έχει η ηρωίδα αυτή σε τρεις διαδοχικές γενιές. Στις δουλειές σας διακρίνουν μερικοί μηδενισμό, μισανθρωπισμό, αποξένωση, απαισιοδοξία. Εσείς είστε κάτι απ’ όλα αυτά; Αισιοδοξείτε καθόλου; Νομίζω ότι αν ήμουν όλα αυτά δεν θα έκανα αυτή τη δουλειά. Ο κόσμος είναι γεμάτος κακούς ανθρώπους, όμως εγώ δεν είμαι μισάνθρωπος. Τους συμπαθώ και τους κακούς, ειδικά όταν τους σχεδιάζω. Μπορεί να ακουστεί κάπως κοινότοπο, αλλά ας πούμε ότι και αυτοί είναι παιδιά μου. Έχετε συνεργαστεί για να δημοσιεύσετε τη δουλειά σας με πλήθος εντύπων όλα αυτά τα χρόνια. Αντιμετωπίσατε ποτέ πρόβλημα στο να περάσει το σκίτσο, να πείτε αυτό που θέλετε; Εδώ και 50 χρόνια συνεργάζομαι με έναν συγκεκριμένο ατζέντη που αντιμετωπίζει τυχόν προβλήματα. Δεν έχω ασχοληθεί ποτέ με κανένα συμβόλαιο. Ο ατζέντης έλυνε τα ανακύπτοντα ζητήματα και «απορροφούσε» τους κραδασμούς. Δημοσιεύω δύο βινιέτες την εβδομάδα, χωρίς να έχω συζητήσει το θέμα με κανέναν σε κανένα έντυπο. Στέλνω απλώς τη βινιέτα. Έχετε δεχτεί ποτέ αντιδράσεις για κάποιο σκίτσο; Μονάχα μια μήνυση μετρώ στο ενεργητικό μου από τον Σίλβιο Μπερλουσκόνι, κι αυτό γιατί σε μια βινιέτα ανέφερα την εταιρεία του που λέγεται Mediaset, ενώ έπρεπε να έχω αναφέρει την άλλη του εταιρεία που λέγεται Fininvest. Είχα μπερδέψει τις εταιρείες του. Φυσικά αθωώθηκα. Δειλιάσατε ποτέ να σατιρίσετε κάτι; Ναι, αλλά όχι για πολιτικά θέματα. Μάλλον για τραγικά γεγονότα, που, ακόμα κι αν μου ερχόταν ένα έξυπνο αστείο, δεν το έκανα γιατί θεωρούσα ότι ήταν πολύ σοβαρά και δεν επιδέχονταν σάτιρα. Συνεπώς, δεν πιστεύετε ότι μπορούμε να κάνουμε χιούμορ με τα πάντα. Όχι, δεν το πιστεύω. Είδαμε πρόσφατα, φέρ’ ειπείν, τη λογοκρισία που υπέστη η βραβευμένη με Πούλιτζερ γελοιογράφος της «Washington Post» από τον ιδιοκτήτη της εφημερίδας Τζεφ Μπέζος, όταν επιχείρησε να τον σατιρίσει. Φυσικά, τέτοια περιστατικά είναι απόλυτα κατά της δημοκρατίας και της ελευθερίας του λόγου, αλλά πια αυτοί οι 4-5 άνθρωποι είναι ανεξέλεγκτοι και αυτοί δεν σου επιβάλλουν λογοκρισία. Αγοράζουν απλά την εφημερίδα σου και σε θέτουν εκτός. Μπήκατε στο επάγγελμα σε μια περίοδο που πλάι σας πορεύονταν θρύλοι των κόμικς και της γελοιογραφίας. Τόσο στην Ιταλία όσο και στη Λατινική Αμερική. Είχατε φίλους; Πιο κοντά απ’ όλους ήμουν με τον Κίνο. Ίσως επειδή άρεσε και στους δυο μας το κόκκινο κρασί. Θυμάμαι μια φορά κάποιος ρώτησε τον Κίνο αν πίνει και μόνος του. Και του απάντησε: «Μ’ ένα ποτήρι κόκκινο κρασί δεν είσαι ποτέ μόνος». Πώς περάσατε από τον ορθολογισμό της αρχιτεκτονικής στον πειθαρχημένο παραλογισμό των κόμικς; Μα δεν τελείωσα ποτέ την αρχιτεκτονική. Από τα 36 μαθήματα που ήταν τότε, πέρασα τα 26. Μετά πήγα για λίγο στη Βραζιλία κι έμεινα εκεί. Πήγα εξαιτίας ενός φίλου που γυρνούσε μια ταινία. Σαν βοηθητικό προσωπικό, ας πούμε. Δεν είχα ιδέα φυσικά από σινεμά, όμως μου άρεσε πάρα πολύ η εμπειρία του κινηματογράφου. Μαγεύτηκα από τη Βραζιλία κι εκεί γνώρισα και τη γυναίκα μου και γεννήθηκαν η κόρη μας, η Κίκα, και η ηρωίδα μου, η Pimpa. Πώς δουλεύετε; Ελεύθερα; Με ωράριο και πειθαρχία; Παλιά, όταν έκανα κόμικς, δούλευα μόνο το βράδυ μέχρι τις 04.30, και μετά κοιμόμουν ως το μεσημέρι. Τώρα πια δουλεύω φυσικά λιγότερες ώρες, κυρίως το πρωί, αλλά δουλεύω κάθε μέρα. Πώς σας διαμόρφωσαν η καταγωγή σας και η παρουσία στη ζωή σας του καταξιωμένου μπαμπά σας; Είχα την τύχη να μεγαλώσω σ’ ένα σπίτι που διάβαζαν πολύ, ήταν εξαιρετικά καλλιεργημένοι… Ο πατέρας μου, όντως, ήταν το μεγαλύτερο όνομα της Κοινωνικής Ανθρωπολογίας στην Ιταλία κι έτσι μεγάλωσα σ’ ένα σπίτι μ’ έναν πλούτο βιβλίων και μπορούσα να διαβάσω ό,τι ήθελα έχοντας συγχρόνως μια καλή σχέση με τον πατέρα μου, ο οποίος με βοήθησε πολύ. Δεν είχα βέβαια κινητό τηλέφωνο. Γιατί το λέτε αυτό; Γιατί νομίζω ότι χάνονται πολύς χρόνος και συγκέντρωση με τα κινητά. Πώς κατορθώνει ένας άνθρωπος όπως εσείς, που προέρχεται από μια ευκατάστατη οικογένεια, να βγει από το προσωπικό του προνόμιο και να δει τη μεγάλη εικόνα – άλλα πράγματα, τα οποία να μεταβολίσει και ύστερα να θίξει και να καυτηριάσει; Νομίζω στην αφύπνισή μου και στον αριστερό προσανατολισμό μου έπαιξε μεγάλο ρόλο η Βραζιλία. Γυρνώντας για τις ανάγκες της ταινίας (που λέγαμε πριν) σε όλη τη Βραζιλία, είδα με τα μάτια μου τις ταξικές διαφορές και εκτέθηκα σ’ αυτές για πρώτη φορά. Ήταν σαν να ξύπνησα ένα πρωί στον «τρίτο κόσμο». Ήταν μεγάλο σχολείο για μένα. Γιατί πιστεύετε άλλοι δεν το κατορθώνουν αυτό; Νομίζω πως σήμερα οι περισσότεροι δυσκολεύονται να βγουν από τον μικρόκοσμό τους. Κι αυτό είναι κάτι που προωθείται από πάνω μαζί με τον φόβο πως ίσως να χάσεις τον μικρόκοσμό σου, οπότε μη βγεις και πολύ από αυτόν. Είναι μια παλιά τεχνική. Κάνατε πρόσφατα ένα σκίτσο με τον Τραμπ. Μια παραλλαγή ενός κλασικού αστείου σας. Πώς τον βλέπετε; Σκέφτομαι το χειρότερο δυνατό. Ξεπερνάει κάθε λογική. Είναι ακατανόητο πώς ένας λαός εκλέγει τέτοια άτομα. Εγώ είμαι 23. Θυμάμαι τον εαυτό μου πάντα με ειρήνη, ενωμένη Ευρώπη, ευρωπαϊκά λεφτά στην τσέπη, Ίντερνετ και ελεύθερη μετακίνηση. Εσείς έχετε πιο πολλές εικόνες. Θυμάστε ένα μεγάλο μέρος του 20ού αιώνα. Τι θα λέγατε σε έναν άνθρωπο της γενιάς μου σήμερα; Να αντέξετε και να αντισταθείτε γιατί οι εποχές είναι πολύ δύσκολες. Λυπάμαι πολύ. Σ.σ.: θερμές ευχαριστίες στη Νίκη Τζούδα, συνεκδότρια του περιοδικού «Βαβέλ», και στην Εύη Τζούδα για την πολύτιμη βοήθειά τους με τη διερμηνεία της συνέντευξης. Και το σχετικό link...
  2. Ένας από τους κορυφαίους Ευρωπαίους σκιτσογράφους, ο μεγάλος Ιταλός καλλιτέχνης Αλτάν, θα βρεθεί στην Αθήνα σε μια σπάνια εμφάνιση. Αν και πολυγραφότατος, ο Φραντσέσκο Τούλιο Αλτάν – όπως είναι το πλήρες όνομά του – είναι γνωστός μεταξύ άλλων και για τη λακωνικότητά του, η οποία εκτός από γνώριμο στοιχείο των σκίτσων του, τον ακολουθεί και στον τρόπο που απαντάει στις – ελάχιστες είναι η αλήθεια – συνεντεύξεις που δίνει. Το διαπιστώσαμε κι εμείς κατά τη διάρκεια της συνέντευξης που μας παραχώρησε το 2019 (Καρέ Καρέ 8.6.2019), στο πλαίσιο της συμμετοχής του στην έκθεση «Democrisis – Δημοκρατία σε Κρίση» της Λέσχης Ελλήνων Γελοιογράφων, η οποία είχε εγκαινιαστεί τον Απρίλιο του 2019 στο Μετρό Συντάγματος στην Αθήνα με την παρουσία του Ιταλού καλλιτέχνη. Στο πλαίσιο των προφεστιβαλικών δράσεων του Comicdom Con Athens 2025, το Ιταλικό Μορφωτικό Ινστιτούτο Αθηνών φιλοξενεί μια σπουδαία εκδήλωση με τον διάσημο Ιταλό σκιτσογράφο. Ο καλλιτέχνης θα συζητήσει για το έργο του με τον ιστορικό τέχνης και συνεπιμελητή του Καρέ Καρέ Γιάννη Κουκουλά, και τον εικονογράφο, σκιτσογράφο και δημιουργό κόμικς Παναγιώτη Μητσομπόνο, ενώ στη συνέχεια θα λάβει χώρα μια «σκιτσογραφική συζήτηση» με τον γελοιογράφο και δημιουργό κόμικς Σπύρο Δερβενιώτη, κατά τη διάρκεια της οποίας οι δύο δημιουργοί θα συνομιλήσουν καλλιτεχνικά μπροστά στο κοινό και θα σκιτσάρουν πάνω σε κοινά θέματα. Όπως και στην περίπτωσή μας, έτσι και στην περίπτωση των Ελλήνων καλλιτεχνών που θα συμμετάσχουν στην εκδήλωση δεν είναι η πρώτη φορά που συναντιούνται ή συνομιλούν, άμεσα ή έμμεσα. Μάλιστα οι «διάλογοί» τους ήταν πάντοτε δημόσιοι: όλοι τους συνυπήρχαν για δεκαετίες στα περιοδικά «Βαβέλ» και «Παρά Πέντε» όπου δημοσιεύονταν έργα τους τις δεκαετίες του ’80 και του ’90, τα οποία συχνά είχαν κοινές αφετηρίες και σίγουρα πραγματεύονταν κοινές προβληματικές. Ένας, ίσως ο σημαντικότερος λόγος που το έργο του Αλτάν ξεχωρίζει είναι αναμφίβολα ο πηγαίος, αφοπλιστικός κυνισμός του και η διάχυτη, βαθιά ειρωνεία που αποτελεί σήμα-κατατεθέν του. Ειδικά στα ενήλικα έργα του, όπως ενδεικτικά τα «Colombo», «Trino», «Ada», «Fritz Melone» και οι γελοιογραφίες του με πρωταγωνιστή τον Τσιπουτί ή άλλους, επώνυμους ή ανώνυμους πρωταγωνιστές, αλλά και στις πολυάριθμες σύντομες ιστορίες του, ο Αλτάν καταφέρνει να πλάσει γκροτέσκους κόσμους και χαρακτήρες οι οποίοι είναι απωθητικοί, άθλιοι, συχνά χυδαίοι ή ακόμα και σιχαμένοι, αλλά παράλληλα τόσο γνώριμοι που προκαλούν μία άβολη ταύτιση. Δεν εξαντλείται στην καταγραφή, στην κωμική αφήγηση γνώριμων καταστάσεων – άλλωστε συχνά οι διηγήσεις του είναι μπολιασμένες με στοιχεία υπερβολής και σουρεαλισμού – αλλά στην ουσία πλάθει με μαεστρία ανθρωπότυπους, οι οποίοι φέρνουν τον αναγνώστη προ των ευθυνών του, μόνο και μόνο επειδή τον φέρνουν σε αμηχανία που τους μοιάζει. Το απλό, αφαιρετικό σχεδιαστικό του στιλ έρχεται και δένει αρμονικά αναδεικνύοντας τελικά το περιεχόμενο, την ουσία, το μήνυμα που ο δημιουργός επιθυμεί κάθε φορά να επικοινωνήσει. 50 χρόνια Πίμπα! Ακόμα μία πολύ ενδιαφέρουσα πλευρά του καλλιτέχνη Αλτάν, η οποία έχει παραμείνει σχετικά αθέατη στην Ελλάδα, είναι η πολύ επιτυχημένη σειρά ιστοριών για παιδιά «La Pimpa», με πρωταγωνίστρια μια λευκή σκυλίτσα με κόκκινες βούλες. Όπως εξομολογείται ο ίδιος, «η "Πίμπα" γεννήθηκε κατά τύχη ένα απόγευμα στο Μιλάνο το 1975. Σχεδίαζα για την κόρη μου που ήταν δύο χρονών. Μου ζητούσε να της σχεδιάσω ένα πλοίο, μια αρκούδα, έναν ήλιο. Και ανάμεσα σε όλα αυτά που της σχεδίαζα, προέκυψε και η Πίμπα. Μετά γεννήθηκε και μια μικρή ιστορία, η οποία άρεσε στη σύνταξη του περιοδικού "Corriere dei piccoli"…» (σ.σ. Corriere dei piccoli, ιστορικό εβδομαδιαίο περιοδικό κόμικς στην Ιταλία, 1908-1995). Σύντομα η Πίμπα έγινε ένα από τα πιο αγαπητά κόμικς για παιδιά στην Ιταλία, ενώ μεταφέρθηκε στη μικρή οθόνη αλλά και σε μια σειρά από παιδικά είδη: τσάντες, τετράδια, ρούχα, σεντόνια, μέχρι και… πασχαλινά αυγά! Θεωρείται αναμφίβολα μία από τις σημαντικότερες ηρωίδες παιδικών κόμικς στην Ιταλία, κάτι που εξηγεί τις πολυάριθμες δράσεις που προγραμματίζονται για τα πεντηκοστά της γενέθλια, με αφετηρία την Μπολόνια: από τις 30 Μαρτίου θα φιλοξενηθεί στη δημοτική βιβλιοθήκη Σαλαμπρόζα μια μεγάλη έκθεση αφιερωμένη στην τετράποδη πρωταγωνίστρια της ομώνυμης σειράς, η οποία θα είναι μόνο η αρχή των σχετικών εκδηλώσεων που έχουν προγραμματιστεί για όλο τον χρόνο σε διάφορες πόλεις της Ιταλίας. Φυσικά οι ιστορίες της Πίμπα έχουν μεταφερθεί και στα ελληνικά: πολλές εκδόσεις κυκλοφόρησαν τις προηγούμενες δεκαετίες από τη Modern Times, ενώ μεταγλωττισμένα επεισόδια από τις σειρές κινουμένων σχεδίων προβάλλονταν στον τηλεοπτικό σταθμό Alter. ♦ Ο κόσμος του Altan Πότε: 6 Μαρτίου 2025, 18.30 Πού: Ιταλικό Μορφωτικό Ινστιτούτο Αθηνών (Πατησίων 47) Είσοδος ελεύθερη Και το σχετικό link...
  3. Ένα σουρεαλιστικό παιδικό περιοδικό με περιπέτειες της Άγριας Δύσης, που είδε το φως τον σημαδιακό Ιούλιο του 1974, γράφοντας ιστορία. Ο Κοκομπίλ και ο Αργοπόδης από το πρώτο ελληνικό τεύχος του Κοκομπίλ, της 13ης Ιουλίου 1974. Ο Κοκομπίλ υπήρξε αυτό που λέει ο τίτλος, ένα μυθικό κόμικ. Νομίζω, δε, πως δεν υπάρχει άλλο, που να μπορεί να συναγωνιστεί τον θρύλο του –τουλάχιστον για τα παιδιά, που μεγάλωναν στα σέβεντις – και οι λόγοι είναι πολλοί. Θα τους δούμε σιγά-σιγά... Κατ’ αρχάς να πω πως ο Κοκομπίλ ήταν δημιούργημα του μεγάλου ιταλού σκιτσογράφου, γελοιογράφου και κομίστα Benito Jacovitti (1923-1997) και πως στα ιταλικά γραφόταν Cocco Bill (προφερόταν δε Κόκ-κο Μπιλ). Το κόμικ θα εμφανιζόταν για πρώτη φορά στις 28 Μαρτίου 1957 στο νεανικό περιοδικό “Il Giorno dei Ragazzi”, που επισυναπτόταν κάθε Πέμπτη με τη μιλανέζικη εφημερίδα “Il Giorno”, για να μεταφερθεί στην πορεία στο ιστορικό κόμικ περιοδικό “Corriere dei Piccoli” την 1η Δεκεμβρίου 1968. Στην Ελλάδα ο Κοκομπίλ σκάει σαν βόμβα – λίγο μέρες πριν από τη Μεταπολίτευση σε μια πολύ ταραγμένη εποχή – από τις εκδόσεις του Στέλιου Ανεμοδουρά (Μικρός Ήρως, Μπλεκ, Ζαγκόρ, Όμπραξ κ.λ.π.). Η χούντα παραπαίει, η ακρίβεια έχει καθηλώσει τα νοικοκυριά, ενώ το «κυπριακό» βρίσκεται σε μια πολύ κρίσιμη φάση, με τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο να συντάσσει επιστολή προς τον τότε «πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας» στρατηγό Φαίδωνα Γκιζίκη (2 Ιουλίου 1974), διαμαρτυρόμενος βασικά για τους χειρισμούς τής «ελληνικής κυβερνήσεως». Στις 13 Ιουλίου 1974 κυκλοφορεί το πρώτο ελληνικό τεύχος του Κοκομπίλ, δύο μέρες αργότερα γίνεται το πραξικόπημα στην Κύπρο, μια βδομάδα πιο μετά, στις 20 Ιουλίου, εισβάλλουν οι Τούρκοι στη μεγαλόνησο και 11 μέρες αργότερα από την έκδοση του τεύχους, στις 24 Ιουλίου, πέφτει η χούντα και έρχεται ο Κωνσταντίνος Καραμανλής. Ο Κοκομπίλ πορεύεται μέσα σ’ αυτό το σκηνικό και στο μυαλό των παιδιών της εποχής, και βεβαίως στο δικό μου, όλες αυτές οι φοβερές εξελίξεις έχουν συνδεθεί με τον ήρωα του Jacovitti. Πρώτο τεύχος Κοκομπίλ σημαίνει τα τραγικά γεγονότα στην Κύπρο και τη μετάβαση από τη χούντα στη δημοκρατία, στην Ελλάδα. Ο Benito Jacovitti, ο σχεδιαστής του Κοκομπίλ. Γύρω από ’κείνο το πρώτο τεύχος, της 13ης Ιούλη του ’74, έχω ακούσει μέσα στα χρόνια διάφορους μύθους (που ίσως να μην είναι και τόσο μύθοι τελικά). Ένας λέει πως πολλά αντίτυπα είχαν φορτωθεί στα καράβια για να διανεμηθούν στα νησιά και πως τέλος πάντων, θα τα προλάβαινε η επίταξη (των καραβιών) λόγω της επιστράτευσης της 20ης Ιουλίου, με αποτέλεσμα τα αντίτυπα να χαθούν. Ένας άλλος μύθος λέει πως το πρώτο τεύχος του Κοκομπίλ κακόπεσε, ξανά λόγω της επιστράτευσης. Όταν οι πατεράδες ντύνονταν στα χακί για να πάνε στην Κύπρο οι μανάδες πίσω δεν είχαν να αντιμετωπίσουν μόνο την έλλειψη του μεροκάματου (τότε οι περισσότερες γυναίκες δεν δούλευαν), αλλά και την οικονομική κρίση που μάστιζε τη χώρα. Έτσι, το 25άρι που κόστιζε ο Κοκομπίλ ήταν πολυτέλεια. 25άρι; Ναι. Η τιμή αυτή ήταν πολύ ακριβή για την εποχή. Αρκεί να πω πως ο «Μεγάλος Μπλεκ», που ήταν λίγο μικρότερος σε μέγεθος από τον Κοκομπίλ, κόστιζε τότε 12 δραχμές (χωρίς να είναι έγχρωμος βέβαια), ενώ και το μεγάλο «Μίκυ» είχε ένα δεκάρικο. Γιατί ήταν τόσο ακριβός ο Κοκομπίλ; Προφανώς γιατί ήταν ακριβά τα δικαιώματα, επίσης επειδή ήταν μεγάλου μεγέθους (22,5 cm x 28,6 cm) και 52 σελίδων, και κυρίως γιατί ήταν έγχρωμος (εξαιρουμένων των σελίδων 2 και 51, που ήταν στο γνωστό πορτοκαλί χρώμα των τότε κόμικς). Η ακριβή τιμή πρέπει να ήταν κι ένας από τους λόγους που δεν μακροημέρευσε το περιοδικό – υπήρχαν κι άλλοι –, αν και ακούγεται και η άποψη πως το αρχικό συμβόλαιο με τους Ιταλούς του Eurostudio (Μιλάνο) αφορούσε μόνο για δέκα τεύχη. Σε κάθε περίπτωση, το δέκατο και τελευταίο τεύχος του Κοκομπίλ, θα κυκλοφορούσε τον Απρίλιο του 1975. Το πρώτο ελληνικό τεύχος του Κοκομπίλ «Οι τρομεροί 7», που κυκλοφόρησε στις 13 Ιουλίου 1974. Το πρώτο τεύχος του Κοκομπίλ, που μας ενδιαφέρει εδώ, κυκλοφορεί όπως προείπα στις 13 Ιουλίου του ’74 έχοντας τίτλο «Οι Τρομεροί 7». Το εξώφυλλο... σουρεαλιστικό. Ο καουμπόι Κοκομπίλ δεν καπνίζει, αλλά καπνίζει το άλογό του, ο Αργοπόδης! Η ουρά του αλόγου είναι... made in Japan και πάνω της στέκεται ένα ψάρι. Ένα οδικό τρίγωνο κρέμεται από τη σέλα του Κόκο, ένα ζάρι κείται λίγο παραπέρα, ενώ ένα κομμένο σαλάμι είναι πεταμένο στο έδαφος. Σίγουρα εδώ κάτι συμβαίνει... Κάτι χιουμοριστικό και ανατρεπτικό συνάμα. Με το που άνοιγες το τεύχος, στη σελίδα 2, διάβαζες το εξής κείμενο: «Ο Κοκομπίλ, εκπληκτικό δημιούργημα του μεγαλύτερου γελοιογράφου της Ιταλίας, του ΓΙΑΚΟΒΙΤΙ, είναι μια παρωδία “καλού πιστολέρο” του Φαρ Ουέστ, που κάνει την Ευρώπη να ξεκαρδίζεται στα γέλια με τις απίθανες περιπέτειές του! Οι νευρολόγοι συνιστούν ΚΟΚΟΜΠΙΛ στους ασθενείς τους, γιατί τους γιατρεύει με την... γελωτοθεραπεία! Οι δάσκαλοι και οι παιδαγωγοί τον συνιστούν στα παιδιά, γιατί τα ξεκουράζει και τους δίνει όρεξη για μελέτη! Οι γεροντολόγοι τον συνιστούν στους ηλικιωμένους, γιατί με το γέλιο τούς ανανεώνει, τους γεμίζει αισιοδοξία και τους παρατείνει τη ζωή! Τέλος, οι κοινωνιολόγοι και οι ψυχολόγοι συνιστούν ΚΟΚΟΜΠΙΛ σ’ όλους ανεξαιρέτως, μικρούς και μεγάλους, γιατί τους χαρίζει το αλάτι της ζωής, το κέφι, που τόσο σπάνιο έχει γίνει στην εποχή μας! Πιστεύουμε ότι με την έκδοση του ΚΟΚΟΜΠΙΛ στην Ελλάδα παρέχουμε στον τόπο μας μια κοινωνική υπηρεσία, προσφέροντας στους συμπολίτες μας – και στον εαυτό μας! – τη χαρά! Μην ξεχνάτε λοιπόν να προμηθεύεστε κάθε μήνα τον ΚΟΚΟΜΠΙΛ σας και να κάνετε την... Κοκομπιλοθεραπεία σας! Κυκλοφορεί στις 13 κάθε μηνός... Θα απορήσετε: Γιατί στις 13; Θα απαντήσουμε: Γιατί όχι; Πάντως, αν θέλετε, πάρτε το και σαν αντίδραση στην κακομοιριά και την απαισιοδοξία! Κάτω η γρουσουζιά! Ζήτω το κέφι και η αισιοδοξία!». Το πρώτο καρέ του Κοκομπίλ, από το τεύχος της 13ης Ιουλίου 1974. Στα πρώτα δύο πλαίσια με κείμενο του τεύχους #1 του Κοκομπίλ διαβάζεις: «Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ο ήρωας Κοκομπίλ, γρήγορος στο πιστόλι και μανιώδης... χαμομηλάκιας! Όλοι οι παράνομοι του Φαρ Ουέστ έτρεμαν στο άκουσμα του ονόματός του... Μια ανοιξιάτικη μέρα ο Κοκομπίλ και ο Αργοπόδης (Αργοπόδης είναι το άλογο) τραβούν κατά την πόλη που γράφει η πινακίδα...». Είναι η... Ciattanuga Ciu’ Ciu’ και στο εν λόγω καρέ πέφτουν και τα δύο πρώτα «συννεφάκια». Στο ένα μιλάει ο Κοκομπίλ... «Φτάνουμε!» και στο δεύτερο ο Αργοπόδης... «Κιόλας;»! Γύρευε πόσες ώρες ταξίδευαν... Τα πρώτα χαμόγελα πέφτουν ήδη από το ξεκίνημα. Ο Κοκομπίλ ταξιδεύει ώρες, πεινάει και σκοτώνει ένα ορτύκι για να φάει. Ξάφνου έρχεται ένας Ινδιάνος και ζητάει πίσω το ορτύκι από τον Κοκομπίλ, γιατί ήταν δικό του θήραμα όπως ισχυριζόταν. Ο Ινδιάνος επιμένει και γίνεται κολλιτσίδα στον Κόκο. Ο Αργοπόδης γελάει με το πάθημα του αφεντικού του. Ο Κόκο τσαντίζεται και λέει στον Αργοπόδη πως αν συνεχίσει να μην τον σέβεται θα τον... υποβιβάσει σε γαϊδούρι! Ένα δάκρυ κυλάει από τα μάτια του Αργοπόδη... Το σενάριο είναι πολύ ωραίο, η πλοκή σύνθετη, με πολλά πρόσωπα, τα πλαίσια πηγμένα, οι διάλογοι πολλές φορές είναι σουρεαλιστικοί, όπως βεβαίως και οι ενέργειες των ηρώων, και κυρίως τα αποτελέσματά τους, που συχνά δεν ανταποκρίνονται σε καμία λογική, ενώ και το κάδρο έχει διάφορα παράλογα, που αξίζει να τα προσέχεις γιατί και αυτά βγάζουν γέλιο. Χαρακτηριστικό καρέ του Κοκομπίλ, από το τεύχος της 13ης Ιουλίου 1974. Βλέπεις, για παράδειγμα, συνεχώς κομμένα σαλάμια στους δρόμους, σκουλήκια να σέρνονται φορώντας καπέλα, ψάρια που έχουν χαθεί στη στεριά, μολύβια και κομμένα δάχτυλα να ξεπετάγονται από το χώμα και ταμπέλες – διάφορες ταμπέλες, που παίζουν το δικό τους ρόλο. Πέρα λοιπόν από τους ξεκάρφωτους... ηλεκτρικούς σηματοδότες κυκλοφορίας, λίγο έξω από την Ciattanuga Ciu’ Ciu’, υπάρχουν ταμπέλες, κρεμασμένες ή χωμένες στο χώμα, που γράφουν... «απαγορεύεται το διάβασμα εδώ», «τι έντονη ζωή παιδιά!», «μην κόβετε τους κάκτους» αλλά και «μη πατάτε τους κάκτους», ενώ βλέπουμε ακόμη και το «σκέψου πριν αγοράσης» (το γνωστό σλόγκαν της χούντας, που βεβαίως περιπαίζεται). Με δυο λόγια η υπόθεση. Ο Κοκομπίλ με τον Αργοπόδη περιφέρονται ασκόπως στο Φαρ Ουέστ και λίγο έξω από την Ciattanuga Ciu’ Ciu’ δοκιμάζονται σε μία φάση ληστείας τραπεζικής άμαξας, την οποία έχουν στήσει κακοποιοί, αλλά μετά από κάποια παρεξήγηση, εκείνοι που θα συλλαμβάνονταν από τις αρχές είναι ο Κοκομπίλ και το άλογό του. Άλλο που δεν θέλανε ο διεφθαρμένος δήμαρχος, ο υποστατικός του σερίφης και το πρωτοπαλίκαρο της Τσατανούγκα, ο απίστευτος Σκληρούτσικος – που χτυπάει με την παλάμη του ένα κρανίο, το οποίο, λες και είναι πλαστικό, αναπηδά σαν μπάλα μπάσκετ(!) και που ιππεύει σιαμαίο άλογο(!), με δυο κεφάλια και οκτώ ποδάρια(!) –, για να βγάλουν από την μέση τον Κοκομπίλ, ο οποίος είναι ο φόβος και ο τρόμος των ληστών και των παρανόμων. «Οι τρομεροί 7», οι επτάδυμοι αδελφοί Κούκνας Μπρόδερς ετοιμάζονται να κρεμάσουν τον Κοκομπίλ... Ο Κοκομπίλ πρόκειται να αθωωθεί στη δίκη που θα γίνει, και γι’ αυτό οι αρχές της πόλης σκέφτονται να απαλλαγούν από ’κείνον πριν δικαστεί. Γι’ αυτό απευθύνονται στους 7 Κούκνας Μπρόδερς, στους επτάδυμους αγροίκους πιστολάδες που λύνουν και δένουν στην περιοχή, έχοντας όλοι την ίδια φάτσα, αλλά ζωγραφισμένη αυτή με διαφορετικά χρώματα (καφετί, άσπρο, πράσινο, μαύρο, κίτρινο, θαλασσί και κόκκινο). Τα ίδια δε χρώματα έχουν και τα άλογά τους, τα πιστόλια τους, οι σφαίρες που ρίχνουν κτλ. Ο Κοκομπίλ με τον Αργοπόδη (που, αν και άλογο, έχει ανθρώπινη νοημοσύνη, βλέπει όνειρα, καπνίζει κ.λ.π.), μέσα από ένα μπαράζ αστείρευτων σκηνών δράσης, γέλιου και παράλογου χιούμορ που διαδραματίζονται σε σαλούν, ξενοδοχεία και ύπαιθρο, θα απαλλάξει την πόλη από τον λωποδύτη δήμαρχό της και τους επτάδυμους κακοποιούς, φέρνοντας την ηρεμία στην Ciattanuga Ciu’ Ciu’. Στο τελευταίο καρέ ο Κοκομπίλ, χαμογελαστός κάνει «σχοινάκι» πάνω στο άλογό του, με τον Αργοπόδη να πηδάει στο σωστό χρόνο... Το τελευταίο καρέ του πρώτου ελληνικού τεύχους του Κοκομπίλ «Οι τρομεροί 7», της 13ης Ιουλίου 1974. Ο Κοκομπίλ δεν όφειλε πολλά μόνο στο πυκνό και εντελώς προχωρημένο σχέδιο του Jacovitti, αλλά και στις ωραίες μεταφρασμένες λεζάντες της Ελένης Ντέκα, που κατορθώνουν να μεταφέρουν όλη τη σπιρτάδα του πρωτότυπου κειμένου. Ο Κοκομπίλ του Jacovitti εν τω μεταξύ, δεν έχει καμία σχέση με τον άλλο διάσημο καουμπόι της εποχής, τον Λούκυ Λουκ του Morris. Τα Λούκυ Λουκ μπορούσες να τα διαβάσεις πολύ πιο εύκολα, όντας πιο κατανοητά από τα δεκάχρονα ή τα δωδεκάχρονα παιδιά – με τα καρέ τους να είναι πολύ πιο απλά, χωρίς δεύτερα και τρίτα επίπεδα. Αντιθέτως τα καρέ του Κοκομπίλ είναι φισκαρισμένα σε «σημασίες», τις οποίες ένα παιδί των τελευταίων τάξεων του Δημοτικού δύσκολα θα αποκρυπτογραφούσε και από ’κει και πέρα θα απολάμβανε. Το καρέ του Jacovitti δεν έχει κενά. Ο ιταλός σκιτσογράφος εκμεταλλεύεται κάθε τετραγωνικό χιλιοστό για να «χώσει» κάτι από τον ήχο μιας γροθιάς, αστεράκια, άναρθρες κραυγές ή ό,τι άλλο. Οι δε λεζάντες του είναι και αυτές πυκνές – καμιά φορά δε και τα καρέ του, που μπορεί να φθάσουν μέχρι και 15 ανά σελίδα, ενώ σ’ ένα μεγάλο καρέ, με άπειρη σχεδιαστική απεικόνιση, μπορεί να υπάρχουν μέχρι και 15 «συννεφάκια» με λόγια. Το δεύτερο τεύχος του ελληνικού Κοκομπίλ «Ο “παροιμίας”», της 13ης Αυγούστου 1974. Θυμάμαι πως ως παιδιά, πολλές φορές διαβάζαμε τον Κοκομπίλ κάπως... περιγραφικά. Κοιτάζαμε περισσότερο τις εικόνες που έβγαζαν το πολύ γέλιο και αφήναμε τα «συννεφάκια» με τις λεζάντες πιο πίσω, για να επανέλθουμε αργότερα. Ήταν δύσκολο δηλαδή να διαβάζεις ταυτόχρονα και το κείμενο και να βλέπεις το κάδρο – ιδίως αν είχες συνηθίσει το μάτι σου στις περιπέτειες του Μπλεκ, του Ζαγκόρ και του Όμπραξ, που μπροστά στον Κοκομπίλ έμοιαζαν με... προνηπίου. Ήταν και αυτός ένας λόγος που δεν πήγε καλά εμπορικά, το περιοδικό. Πέρα από την επιστράτευση του Ιούλη του ’74, που σίγουρα ταλαιπώρησε το πρώτο τεύχος, ήταν η τιμή και η συνθετότητα του κόμικ εκείνα που θα το απομάκρυναν από την πλατιά μάζα των πιτσιρικάδων. Ήταν όμως κι ένα τόλμημα παράλληλα για τον ιστορικό εκδότη Στέλιο Ανεμοδουρά, που πόνταρε σ’ αυτή την εντυπωσιακή, ιταλική, κόμικ περιπέτεια, προσδοκώντας να φέρει κάτι άλλο στον παιδικό περιοδικό Τύπο. Το τρίτο τεύχος του ελληνικού Κοκομπίλ «Το τραίνο φάντασμα», της 13ης Σεπτεμβρίου 1974. Εδώ και πολλά χρόνια ο Κοκομπίλ αποτελεί αντικείμενο των συλλεκτών. Λογικό. Όλα τα τεύχη του είναι σπάνια πλέον και ακόμη πιο σπάνιο είναι να τα βρεις σε πολύ καλή κατάσταση. Λόγω της ιδιαιτερότητας του περιοδικού και του μειούμενου τιράζ του από τεύχος σε τεύχος, όσο προχωρούν οι αριθμοί τόσο σπανίζουν τα τεύχη και τόσο πιο ακριβά πουλιούνται. Το ευτύχημα είναι πως στα πρώτα τεύχη, τα πιο φθηνά, εκείνος που πρωταγωνιστεί είναι ο Κοκομπίλ – λέμε για τις περιπέτειες «Οι τρομεροί 7», «Ο “Παροιμίας”» (ίσως η ωραιότερη όλων), «Το τραίνο φάντασμα», «Το μάτι του κόκορα» και «Επτά επί δύο» –, ενώ στα τελευταία, τα πιο ακριβά, πρωταγωνιστής είναι ο Ζορρό Κιντ (Zorry Kid), ένας άλλος ήρωας του Jacovitti, στον οποίον ανήκουν επίσης τα τέσσερα τελευταία εξώφυλλα της έκδοσης (τα #7, #8, #9 και #10). Το τέταρτο τεύχος του ελληνικού Κοκομπίλ «Το μάτι του κόκορα», της 13ης Οκτωβρίου 1974. Ως παιδί διάβαζα πολλά κόμικς – Σεραφίνο, Τιραμόλα, Ποπάϋ, Μπλεκ, Ζαγκόρ, Όμπραξ, Μίκυ Μάους, Λούκυ Λουκ, Τεν Τεν και άλλα διάφορα. Αυτά μέχρι να σκάσει ο Κοκομπίλ, ο οποίος τα έβαλε όλα και δια παντός στον πάγο. Μετά τον Κοκομπίλ, την άνοιξη του ’75 βγαίνει ο Τζόννυ Λόγκαν και το καλοκαίρι του ’75 βγαίνει το Δυναμικό Αγόρι, και μ’ αυτό το περιοδικό θα έκλεινε η παιδική ηλικία μου, πριν μπω σιγά-σιγά στην εφηβική. Μπορεί να μην ήμουν φανατικός των ενήλικων κόμικς, ούτε είμαι, και δεν ξανασχολήθηκα ποτέ επισταμένως με τους χάρτινες ήρωες μέχρι σήμερα (αν και στα έιτις ξεφύλλιζα Βαβέλ και Παρά Πέντε, βασικά λόγω κάποιων underground κόμικς με μουσικό ενδιαφέρον του R. Crumb), όμως τον Κοκομπίλ τον απολαμβάνω και τώρα, περισσότερο θα έλεγα και από τον Ιούλη του ’74... Και το σχετικό link...
×
×
  • Create New...

Important Information

By using this site, you agree to our Terms of Use.