Μετάβαση στο περιεχόμενο

Αναζήτηση στην Κοινότητα

Εμφάνιση αποτελεσμάτων για ετικέτες 'angel de la calle'.

  • Αναζήτηση ανά ετικέτες

    Πληκτρολογήστε ετικέτες χωρισμένες με κόμματα.
  • Αναζήτηση ανά συγγραφέα

Τύπος περιεχομένου


Ενότητες

  • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΝΕΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΝΕΑ
  • ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ
    • ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ
    • ΤΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙ
  • ΧΑΛΑΡΩΜΑ
    • ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ
    • ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΡΙΟ
    • ΤΟ ΠΑΖΑΡΙ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Διάφορα
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Ντόναλντ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Super Μίκυ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Κόμιξ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μίκυ Μάους
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μπλα μπλα
  • VINTAGE's Συζήτηση
  • VIDEO GAMES's Γεν. Συζήτηση για Video Games

Blogs

  • Valt's blog
  • Dr Paingiver's blog
  • GCF about comics
  • Vet in madness
  • Θέμα ελεύθερο
  • Film
  • Comics, Drugs and Brocc 'n' roll
  • I don't know karate, but i know ka-razy!
  • Γερμανίκεια
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • Κομικσόκοσμος
  • The Unstable Geek
  • Σκόρπιες Σκέψεις
  • Dhampyr Diaries
  • Περί ανέμων και υδάτων

Βρείτε αποτελέσματα σε ...

Βρείτε αποτελέσματα που ...


Ημερομηνία Δημιουργίας

  • Αρχή

    Τέλος


Τελευταία ενημέρωση

  • Αρχή

    Τέλος


Φιλτράρετε με αριθμό ...

Εγγραφή

  • Αρχή

    Τέλος


Ομάδα


Member Title


MSN


Website URL


Yahoo


Skype


Πόλη


Επάγγελμα


Ενδιαφέροντα

  1. Το καταιγιστικό graphic novel «Χρώματα Πολέμου» του Ισπανού Άνχελ δε λα Κάγιε μόλις εκδόθηκε στα ελληνικά και ο δημιουργός του ήρθε στην Αθήνα για να το παρουσιάσει. Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO Το καταιγιστικό graphic novel του Ισπανού Άνχελ δε λα Κάγιε (Άγγελος του Δρόμου) μας μεταφέρει στην Pont Neuf του Παρισιού του Κορτάσαρ και μας γεννάει την επιθυμία να ξαναδιαβάσουμε τον «Άνθρωπο στο ψηλό κάστρο» του Φίλιπ Ντικ, να ξαναδούμε το «Με κομμένη την ανάσα του Γκοντάρ» ή να αναρωτηθούμε πού κρύφτηκαν στη βιβλιοθήκη μας τα μανιφέστα του Γκι Ντεμπόρ. Βραβευμένο στη Βαρκελώνη (A’ βραβείο του Salón Internacional del Cómic), το βιβλίο μόλις εκδόθηκε στα ελληνικά και ο δημιουργός του ήρθε στην Αθήνα για να το παρουσιάσει. Ο Άνχελ δε λα Κάγιε, κριτικός, δημιουργός κόμικ, συγγραφέας μονογραφιών για αγαπημένους του κομίστες όπως ο Ούγκο Πρατ («Το χέρι του θεού»), δημοσίευσε δείγματα δουλειάς του το 1977 στα ισπανικά περιοδικά «Star», «Rambla», «Comix Internacional», «Zona 84», το σουηδικό «Tung Metal», το γαλλικό «Fantastik» και το αμερικανικό «Heavy Μetal». Είναι δημιουργός δύο graphic novels «Tina Modotti – Από την τέχνη στην επανάσταση» (εκδ. ΚΨΜ). Κοιτάζει γύρω του, ρουφώντας και την παραμικρή λεπτομέρεια, απολαμβάνοντας κρυφά νοήματα, πασχίζοντας να συνδέσει ιστορία με φρέσκιες πληροφορίες, κάνοντας ερωτήσεις. «Τι είναι εδώ;» Δείχνει την πινακίδα στη βόρεια κλιτύ, το σημείο απ’ όπου κατάφεραν ο Μανώλης Γλέζος και ο Απόστολος Σάντας να προσπελάσουν τον βράχο για να κατεβάσουν τη σβάστικα από την Ακρόπολη. Του εξηγώ. «Η Αθήνα αστράφτει στον ήλιο, ανοιχτή πόλη» λέει, ξεκλέβοντας το βλέμμα του από την Ακρόπολη. Μετά, στο μουσείο, μπροστά στις μετόπες, η μία δίπλα στην άλλη σαν comic strip, γυρνάει προς την πόλη που τις αγκαλιάζει απ’ έξω και μόλις φτάνουμε στο καφέ εντοπίζει έναν φοίνικα και βγάζει τα μολύβια του. Και τότε, ενώ σχεδιάζει σε κείνο το τετράδιο το προορισμένο αποκλειστικά για φοίνικες που συναντάει στο πέρασμά του, λέει: «Ξέρεις, τα «Χρώματα Πολέμου» είναι ένα βιβλίο που αναγκάστηκα να κάνω». — Με ποια αφορμή; Το 2008 με κάλεσαν στο Μπουένος Άιρες για να παρουσιάσω το πρώτο μου graphic novel, το «Tina Modotti – Από την τέχνη στην επανάσταση». Εκεί ήρθα σε επαφή με τη σύγχρονη λατινοαμερικάνικη τέχνη, κι αυτό που με συντάραξε, το πιο εμβληματικό έργο, ήταν το σώμα, το σώμα μιας γυναίκας με λευκό μαντίλι, μιας Μητέρας ή Γιαγιάς της Πλατείας του Μαΐου (Asociación Madres de Plaza de Mayo). Αυτές οι ατρόμητες γυναίκες που κράδαιναν επί τριάντα χρόνια κάτω από το προεδρικό μέγαρο, την Κάσα Ροσάδα, το πορτρέτο ενός ντεσαπαρεσίδο, ενός αγνοούμενου γιου, κόρης, αδελφού, εγγονού, με συγκλόνισαν. Ζήτησα να δω ιστοριέτας (κόμικ στα αργεντίνικα) με τους Μοντανέρος, τους αντάρτες της περονικής αριστεράς, και τις Μητέρες των ντεσαπαρεσίδος. Μου είπαν πως δεν υπήρχαν. Πλην του «El Eternauta 2» («Ο κοσμοναύτης του απείρου») του Έκτορ Έστερχελντ (ο οποίος απήχθη και αγνοείται από τις 27 Απριλίου του 1977) και του «El síndrome Guastavino» του Κάρλος Τρίγιο. Το πρώτο εμπίπτει στην κατηγορία επιστημονικής φαντασίας και πολιτικής αλληγορίας και στο δεύτερο ο βασανιστής είναι ένας «psycho killer», λες και βγήκε από τη «Σιωπή των Αμνών», και η ιστορία χάνει όλο της το νόημα, αφού ο δημιουργός δούλευε ήδη για την Ευρώπη. — Σας γεννιέται, λοιπόν, η σκέψη «να γράψω γι’ αυτά»; Όχι ακόμα. Έφυγα από το Μπουένος Άιρες φορτωμένος βιβλία. Από τους τρεις τόμους της «Θέλησης» του Καπαρός και τα κείμενα για τα στρατόπεδα θανάτου στην Αργεντινή της Πιλάρ Καλβέιρο ως την αφήγηση του Χουάν Γκασπαρίνι, που ήταν υπεύθυνος οικονομικών των Μοντονέρος και τώρα εργάζεται στη Γενεύη… και τότε άρχισα να καταλαβαίνω. Πολλούς απ’ αυτούς τους ήξερα (τους είχα γνωρίσει στη Semana Negra, το επιδραστικότερο φεστιβάλ αστυνομικής λογοτεχνίας που ίδρυσε το 1987 ο Πάκο Τάιμπο ΙΙ στη Χιχόν της Ισπανίας). Απλώς δεν ήξερα ότι ήταν αντάρτες που είχαν επιβιώσει, κι αυτό με δυσκόλεψε ακόμα περισσότερο. Γιατί δεν αρκούσε να ξεθάψω την αλήθεια, έπρεπε να είμαι ικανός και να τη διηγηθώ. Αυτό απαιτούσε τεράστια έρευνα που με οδήγησε ξανά πίσω στο Μπουένος Άιρες, στο Μοντεβιδέο, στο Σαντιάγο της Χιλής, στο Μεξικό, για να ακούσω τους πρωταγωνιστές της εποχής να μιλάνε. Τότε έμαθα για τη σύντομη δράση (επί δύο μήνες στα τέλη του 1981) των αυτορεαλιστών στο Παρίσι. — Μιλάτε για τη Μάργκα, τον Ματίας, τον Ενρίκε και τον Χαβιέρ, τέσσερις από τους ζωγράφους του βιβλίου που εγκατέλειψαν τα πινέλα για τα όπλα και τη Λατινική Αμερική για το Παρίσι, ενώ βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη η Επιχείρηση Κόνδωρ υπό την αιγίδα του Κίσινγκερ; Αυτοί οι πρώην αντάρτες, οι αυτορεαλιστές όπως αυτοαποκαλούνταν, χρησιμοποιούσαν το ίδιο τους το πρόσωπο, αυτό που έχασαν κάτω από μια κουκούλα όσο καιρό αγνοούνταν, και τους τοίχους του Παρισιού ως υπόβαθρο αυτοπροσωπογραφίας για να καταγγείλουν τη φρίκη των βασανιστηρίων στις δικτατορίες της Λατινικής Αμερικής. Και, εκτός ενός που γνώρισα και αντιπάθησα το ’85 στη Βαρκελώνη και μου χάρισε μια ξεθωριασμένη φωτοτυπία του Αντονέν Αρτό που τοιχοκολλούσαν μαζί με τις δικές τους, σαν μανιφέστο, εξοντώθηκαν όλοι. Αρχίζουν να μπαίνουν αλλεπάλληλες στρώσεις στην αφήγηση. Ας σταθούμε λίγο στη σύνοψη της πλοκής και ας δώσουμε τον λόγο στον Πάκο Τάιμπο ΙΙ. Στην Πόλη του Μεξικού άλλωστε πρωτοκυκλοφόρησε το βιβλίο το 2016, όπου μοιράστηκε σε χίλιους ανθρώπους στη Γιορτή Βιβλίου του Σόκαλο, και το τρομερό δεν είναι ότι ο Άνχελ παραχώρησε τα δικαιώματα για να γίνει αυτό αλλά καρφώθηκε σε μια καρέκλα επί δύο ημέρες και αφιέρωσε το βιβλίο του σε χίλιους ανθρώπους, κάνοντας στον καθένα ξεχωριστά και από μια μικρή ζωγραφιά! Άνχελ δε λα Κάγιε, «Χρώματα Πολέμου», Μετάφραση: Κρίτων Ηλιόπουλος, Πρόλογος: Πάκο Ιγνάσιο Τάιμπο ΙΙ, Red n' noir comics, Σελ.: 296 «Τα “Χρώματα Πολέμου” είναι ένας αφηγηματικός άθλος. Ο Άνχελ είναι ένας μπαρόκ αφηγητής. Ο ήρωάς του είναι ένας Ισπανός που βρίσκεται στο Παρίσι για να γράψει μια βιογραφία της καταραμένης πριγκίπισσας του αμερικανικού κινηματογράφου Τζιν Σίμπεργκ. Αλλά οι ιστορίες μπλέκονται στον δρόμο του και φτάνει μια στιγμή που στο βιβλίο συνυπάρχουν επτά διαφορετικά ρεαλιστικά επίπεδα. Και λες, μα καλά, έχει τον ήρωα, έχει τη Σίμπεργκ, τον πράκτορα της CIA και τον αντίστοιχο συνάδελφό του στις γαλλικές μυστικές υπηρεσίες, μπλεγμένες στον βρόμικο πόλεμο της Αλγερίας, και ξαφνικά στήνει δευτερεύοντες χαρακτήρες, έχοντας ήδη είκοσι κεντρικά πρόσωπα! Μα είναι τρελός, πώς θα χειριστεί με ακρίβεια όλα αυτά τα κλειδιά της αφήγησης, επιτρέποντας σε δεκάδες πρόσωπα και ιστορίες να συναντηθούν σε μια κεντρική ιστορία; Κι έτσι αρχίζει η επεισοδιακή συνεύρεση αυτών των αβανγκάρντ καλλιτεχνών, των τσακισμένων ψυχικά και σωματικά από τις δικτατορίες: μιας Χιλιανής ζωγράφου μέλους του MIR, ενός Ουρουγουανού ζωγράφου μέλους των ανταρτών Τουπαμάρος, ενός Μεξικανού επιζώντα από τη σφαγή του Τλατελόλκο, κι ενός ζωγράφου μέλους των ανταρτών Μοντονέρος της Αργεντινής. Κι όλοι αυτοί συναντιούνται στο Παρίσι, ενώ ο αφηγητής, ένας νεαρός Ισπανός, μπαίνει στην ιστορία από μια παρεξήγηση όταν ένας ταξιτζής τον αφήνει στο λάθος σημείο, παρασύροντας τον αναγνώστη σε τέτοιους δαιδάλους και αστυνομικές ίντριγκες, που μόνο μια μνημειώδης αφήγηση κι ένα μεγάλο βιβλίο μπορεί να του χαρίσει!» Πάκο Τάιμπο ΙΙ — Αυτός ο Ισπανός είστε εσείς; (Γελάει) Είναι μάλλον ένα αφηγηματικό πρόσχημα. Ο χαρακτήρας είναι ένας αδαής που βγαίνει από το καταπιεστικό καθεστώς του Φράνκο και τυφλωμένος από τη λάμψη της Αμερικανίδας μούσας της nouvelle vague, πέφτει κατευθείαν στα βαθιά. Κι όλους αυτούς γύρω του, καλλιτέχνες κυρίως, δεν τους καταλαβαίνει, ασκούν όμως μια περίεργη έλξη πάνω του. Γι’ αυτό θέτει το ερώτημα: «Αλλά… Αλλά εσείς είστε καλλιτέχνες. Στο όνομα τίνος… Γιατί… σκοτώσατε ανθρώπους;». — Μιλάμε για μια ζόρικη τοιχογραφία με αιματηρά στρατιωτικά πραξικοπήματα, ανθρώπους που πίστεψαν ότι ήταν η χώρα και ήταν μονάχα το τοπίο και αγωνίζονταν από την εξορία για τα ανθρώπινα δικαιώματα όσων παρέμεναν στα κολαστήρια της Νότιας Αμερικής. Ποια στιγμή αποφασίσατε να γράψετε το βιβλίο; Όταν επέστρεψα στο Μπουένος Άιρες, το ζοφερό κέντρο βασανιστηρίων και εξόντωσης της Σχολής Ναυτικού και Μηχανικού, η ESMA, είχε μετατραπεί σε Κέντρο Μνήμης. Αποφασίζω να πάω. Τελευταία στιγμή μπαίνει κι ένας συγγραφέας Αργεντίνος στο ταξί. Δεν τον ξέρω, δεν τον έχω διαβάσει. Φτάνουμε, ρωτούν αν έχω ραντεβού (κλείνεται τρεις μήνες πριν). Αρχίζω τις κλάψες, έχω κάνει 13.000 χιλιόμετρα για να φτάσω εδώ, ώσπου ακούγεται η φωνή του συνοδού μου: «Λέγομαι Μιγκέλ Άνχελ Μολφίνο, η μητέρα μου ήταν εδώ πριν δολοφονηθεί στη Μαδρίτη και η αδελφή μου εδώ εξαφανίστηκε. Κι εκείνο το νούμερο εκεί, το 93, είναι ο ανιψιός μου. Θέλω να επισκεφτώ τον χώρο με τον Ισπανό φίλο μου». Μόλις μπήκαμε, ταράχτηκα. Μου είχαν περιγράψει το μέρος, είχα δει σχεδιαγράμματα. Αυτό που έβλεπα δεν είχε καμία σχέση. Το ήξερα, γιατί στο μεταξύ είχα γνωρίσει και τρεις γυναίκες που είχαν επιβιώσει, όπως η Miriam Lewin, που είναι σήμερα πολύ γνωστή δημοσιογράφος και το βιβλίο της «Iosi, el espía arrepentido» έχει γίνει σειρά στο Netflix. Έκανα να βγάλω τη μηχανή μου. «Απαγορεύεται, δεν είναι θεματικό πάρκο εδώ», μου είπαν. «Έχω όμως μπλοκ και μολύβι. Κι αν δεν με αφήσετε να ζωγραφίσω, θα το κάνω ούτως ή άλλως και θα προσθέσω κι άλλα παράθυρα». Ρώτησαν αν είμαι σχεδιαστής. Και μου είπαν ότι κάτω από τις στρώσεις της μπογιάς ανακάλυψαν έναν τοίχο ζωγραφισμένο από έναν απαχθέντα, αν ήθελα μπορούσα να τον δω. Κι εγώ είπα ναι. Στην ESMA κάθε Τετάρτη και Πέμπτη υποτίθεται ότι σε μετέφεραν σε μια νόμιμη φυλακή. Έτσι έλεγαν. Στην πραγματικότητα άκουγες το νούμερό σου, σου έκαναν μια ένεση για να σε ναρκώσουν, σ’ έβαζαν σε ένα αεροπλάνο και από κει σε πετούσαν στο Ρίο ντε Λα Πλάτα. Το έκαναν αυτό τουλάχιστον πέντε χιλιάδες φορές. Η ζωγραφιά ήταν στον χώρο όπου έκαναν την ένεση, και σκέφτηκα: «Μαλάκα, είναι ζαβλακωμένος, όχι ηλίθιος, ξέρει τι τον περιμένει, και το τελευταίο πράγμα που κάνει είναι να αφήσει το σημάδι του». Εκείνη τη στιγμή ένιωσα ότι πρέπει να πω την ιστορία του, αλλιώς δεν θα την έλεγε κανείς. — Η Τίνα Μοντόττι, η ηρωίδα του προηγούμενου βιβλίου σας, αλλά και η Τζιν Σίμπεργκ πέθαναν στο πίσω μέρος ενός αυτοκινήτου. Τι άλλο συνδέει αυτές τις δύο γυναίκες; Είναι ακριβώς η ίδια ιστορία με διαφορά μισού αιώνα. Την πρώτη την ανακάλυψα στο βιβλίο «Ο Τρότσκι στο Μεξικό». Υπήρχε μια φράση που μου έμεινε: «Τι σχέση μπορεί να είχε το παράξενο ζευγάρι που αποτελούσαν ο πράκτορας της Κομιντέρν Βιτόριο Βιντάλι και η εξωτική τυχοδιώκτρια Τίνα Μοντόττι». Μου άρεσε αυτό το «εξωτική τυχοδιώκτρια», όπως μου άρεσε ακόμα περισσότερο ο έρωτάς της με τον νεαρό Κουβανό εξόριστο Χούλιο Αντόνιο Μέγια, από τους ιδρυτές του Κ.Κ. Κούβας, που είχε πέσει σε δυσμένεια για τις φιλοτροτσκιστικές του θέσεις. Ο Μέγια δολοφονήθηκε στις 10 Ιανουαρίου 1929 στους σκοτεινούς δρόμους της Πόλης του Μεξικού, βαδίζοντας αγκαλιασμένος με την Τίνα, μια γυναίκα που πολέμησε για δίκαιο σκοπό κάτω από λάθος σημαία, τη σημαία του σταλινισμού. Αυτό που τη χαρακτηρίζει όμως είναι η τέχνη της· υπήρξε μία από τις μεγαλύτερες φωτογράφους του εικοστού αιώνα και για μένα αυτό είναι σημαντικότερο απ’ το ότι ήταν ηρωίδα του ισπανικού εμφύλιου, ή πρωταγωνίστρια του βωβού κινηματογράφου στο Χόλιγουντ, ή μοντέλο για τις τοιχογραφίες του Ντιέγο Ριβέρα. Οι φωτογραφίες που τράβηξε η Τίνα του Μέγια, το πορτρέτο του, είχε εκείνη την εποχή τη θέση που θα καταλάμβανε αργότερα η φωτογραφία του Τσε Γκεβάρα από τον Αμπέρτο Κόρντα. «Όταν η Τζιν Σίμπεργκ βρίσκεται στην οθόνη, δεν μπορείς να κοιτάξεις τίποτε άλλο», έλεγε ο Φρανσουά Τριφό. Αυτή η φράση συνοψίζει, νομίζω, τα πάντα. Σταρ του Χόλιγουντ που από την εφηβεία της συμμετείχε σε δράσεις της NAACP κατά των φυλετικών διακρίσεων, σχετικά με την ισότητα των δυο φύλων ή τα δικαιώματα των ζώων, ακτιβίστρια στο πλευρό των Μαύρων Πανθήρων, συνδεδεμένη για πάντα στο μυαλό των σινεφίλ με την ταινία του Ζαν Λικ Γκοντάρ «Με κομμένη την ανάσα», η Τζιν Σίμπεργκ μου αποκάλυψε στα δεκάξι μου χρόνια κάτι σημαντικό. Η ταινία της, απαγορευμένη στην Ισπανία του Φράνκο για άτομα κάτω των δεκαοκτώ, ήταν πρακτικά απροσπέλαστη για μένα. Την ερωτεύτηκα από μια φωτογραφία ενός περιοδικού που μιλούσε για την ταινία. Κι έτσι κατάλαβα ότι δεν χρειάζεται να έχεις δει όλες τις ταινίες ή να διαβάσεις όλα τα βιβλία για να ξέρεις ποια ταινία ή ποιο βιβλίο θα σε σημαδέψει για πάντα. — Στο δικό σας βιβλίο πάντως, τα «Χρώματα Πολέμου», δύο τίτλοι επανέρχονται σταθερά: «Ο άνθρωπος στο ψηλό κάστρο» του Φίλιπ Κ. Ντικ και το «Κουτσό» του Χούλιο Κορτάσαρ… Ο «Άνθρωπος στο ψηλό κάστρο» είναι το καλύτερο αμερικανικό μυθιστόρημα της δεκαετίας του ’60. Ανάπτυγμα του διηγήματος του Μπόρχες «Tlön, Uqbar, Orbis Tertius», μιλάει για την τέχνη που, καθώς έχει απαγορευτεί, επανεφευρίσκεται στα χέρια δύο πλαστογράφων και ενός διακινητή. Και η ιδέα του απαγορευμένου βιβλίου που περιγράφει ότι τον πόλεμο δεν τον κέρδισε ο άξονας, ότι η Ιστορία δεν είναι έτσι, ότι η ζωή είναι μια απομίμηση, αλλάζει την πραγματικότητα και αποσταθεροποιεί την πολιτική τάξη. Και, διάολε, αν είσαι Ισπανός, είναι ένα απολύτως ρεαλιστικό βιβλίο, όχι μια δυστοπία. Αφού στη χώρα μου τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο τον κέρδισαν οι ναζί και ζούμε υπό την κυριαρχία τους μέχρι κι εγώ δεν ξέρω πότε. Το «Κουτσό» του Κορτάσαρ είναι το κορυφαίο ισπανόφωνο μυθιστόρημα του εικοστού αιώνα. Βιβλίο αναφοράς μιας ολόκληρης γενιάς Λατινοαμερικάνων, όπου ανήκει η Μάργκα και οι άλλοι ήρωες του βιβλίου «Χρώματα Πολέμου». Βιβλίο μοντέρνο που απαιτεί τη σωματική παρουσία του αναγνώστη. — Τα «Χρώματα Πολέμου» κλείνουν και ανοίγουν με μια περίεργη γιορτή όπου ο ήρωας (και ο αναγνώστης) καταβυθίζεται στο κάστρο του «Δράκουλα» του Στόκερ, «όπου λάμιες διψασμένες για αίμα κάνουν τη βρόμικη δουλειά τους». Ναι, είναι το σπίτι της ποιήτριας Μαριάνα Καγέχας και του Αμερικανού συζύγου της και πράκτορα της CIA Μίκαελ Τάουνλι στα περίχωρα του Σαντιάγο, που τους είχε παραχωρήσει η DINA (η υπηρεσία πληροφοριών του Πινοτσέτ), της οποίας ήταν πράκτορες. Εκεί διοργάνωναν λογοτεχνικές βραδιές με μεγάλη επιτυχία και πολλούς καλεσμένους, ενώ στα υπόγεια του αχανούς σπιτιού υπήρχε ένα κέντρο βασανιστηρίων όπου διαπράττονταν οι πιο φρικτές κτηνωδίες. Η ιστορία είναι πραγματική. Την έχουν καταγράψει ο Πέδρο Λεμεμπέλ και ο Ρομπέρτο Μπολάνιο στην «Τελευταία νύχτα στη Χιλή». Ο Τάουνλι και η Καγέχας καταδικάστηκαν για τις δολοφονίες πολιτικών αντιπάλων της δικτατορίας, μεταξύ των οποίων και του Ορλάντο Λετελιέ, που ανατίναξαν με βόμβα στις ΗΠΑ, όπου διέφυγε ο Τάουνλι. Η Καγέχας συνέχισε να ζει ανενόχλητη στη βίλα της. Της ζήτησα συνέντευξη, αλλά αρνήθηκε να μου μιλήσει. — Απ’ όλες αυτές τις κουβέντες με τους επιζήσαντες, τι σας εντυπωσίασε περισσότερο; Τρία πράγματα. Γιατί γίνονται βασανιστήρια; Τα δύο πρώτα χρόνια της δικτατορίας στην Αργεντινή, μεταξύ ’76 και ’78, ο Κίσινγκερ τους είχε δασκαλέψει να ξεμπερδεύουν το ταχύτερο δυνατό με τους πολιτικούς τους αντιπάλους. Ένας από τους επιζήσαντες της ESMA, ο Χουάν Γκασπαρίνι, μου είπε ότι υπήρχε μια ατέλειωτη ουρά ανθρώπων που περίμεναν να περάσουν από την πικάνα (το μηχάνημα βασανιστηρίων με ηλεκτροσόκ), κι αν αργούσες να κελαηδήσεις, σε καθάριζαν και περνούσαν στον επόμενο. Το 1977 ουσιαστικά είχαν ξεπαστρέψει τους πάντες, καταφέρνοντας να σκορπίσουν τον τρόμο για τα επόμενα σαράντα τόσα χρόνια. Γι’ αυτό γίνονται τα βασανιστήρια. Το δεύτερο ήταν η φύση των βασανιστών. Αστυνομικοί, ναυτικοί, δημόσιοι υπάλληλοι, νέοι και σφριγηλοί, βιάζουν ένα-δυο μήνες – πώς συνεχίζουν, τέρατα είναι; Ανακάλυψα ότι οι βασανιστές έπαιρναν τα υπάρχοντα των απαχθέντων και τα πουλούσαν, στη συνέχεια τα σπίτια τους, και μετά άρχισαν τις απαγωγές ατόμων απλώς της ανώτερης τάξης… ώσπου βρήκαν τοίχο. Τρίτον, γιατί κάποιοι επέζησαν; Προφανώς και ξεχώριζαν. Ο Γκασπαρίνι ας πούμε, ήταν ιδιοφυΐα στα οικονομικά, κάποιος άλλος καλλιτέχνης, άσος στην πλαστογράφηση εγγράφων, και κάποιες γυναίκες σεξουαλικές σκλάβες. Μία εξ αυτών μου ομολόγησε ότι τη μοναδική φορά που φοβήθηκε ήταν όταν ο βιαστής της την κοίταξε και της είπε: «Σε μισώ γιατί δεν μπορώ να κοιτάξω τη γυναίκα μου». — Σε όλο σας το έργο τέχνη και ακτιβισμός είναι αλληλένδετα, στα «Χρώματα Πολέμου» όμως αυτό είναι πιο έντονο. Υπήρξα ανέκαθεν πολιτικός ακτιβιστής. Και η δημιουργία του Φεστιβάλ Κόμικς το 1979 στο Αβιλές πολιτικός ακτιβισμός ήταν. Ωστόσο, αν θέλετε να διαβάσετε πολιτικό κόμικ, θα σας πρότεινα κάποιον τίτλο της Marvel, το «Nam» για παράδειγμα, που αφηγείται τον πόλεμο του Βιετνάμ με κριτικό τρόπο, όπως λένε. Όπως κάνουν και στον κινηματογράφο, όταν γυρίζουν το «Rambo», το «Platoon» και το «Αποκάλυψη τώρα» στο ίδιο στούντιο. Έχουμε πάντα μια μοναδική, μονόπλευρη εκδοχή του νικητή και του ηττημένου. Ποιος από μας διάβασε ποτέ ένα κόμικ βιετναμέζικο γι’ αυτόν τον πόλεμο; Ας μη γελιόμαστε, τα βιβλία μου είναι ιστορικά και κοινωνικά. Πολιτική κάνει η Marvel, αυτοί ξέρουν από πολιτικό ακτιβισμό. Γι’ αυτό και κάθε παιδί στην Ισπανία ξέρει τον Πρώτο Εκδικητή, τον Κάπταιν Αμέρικα, όπως και το τελευταίο παιδί στην Αφρική ξέρει τον «Iron Man». — Διευθύνετε από το 2012 τη Σεμάνα Νέγρα της Χιχόν. Φέτος ξεκινάει στις 8 Ιουλίου με μια διάλεξη του Γερμανού φιλόσοφου Stefan Gandler για την επίδραση της Σχολής της Φρανκφούρτης στην Ιβηρική Χερσόνησο και στη Λατινική Αμερική. Και ενώ ένα εκατ. κόσμος θα συνωστίζεται καθημερινά στους δρόμους για να δει εκθέσεις φωτογραφίας, να γνωρίσει συγγραφείς, να φάει και να πιει, να πάει στο λούνα παρκ και στη ροκ συναυλία με ελεύθερη είσοδο και να κλείσει τη βραδιά του με ένα ρεσιτάλ ποίησης στη μία τη νύχτα, μου λέτε ότι αυτό δεν είναι πολιτικός ακτιβισμός; Η φιλοσοφία της Μαύρης Εβδομάδας, της SN, που διανύει τον τριακοστό πέμπτο χρόνο της, της μόνης λογοτεχνικής (και όχι μόνο) εβδομάδας που κρατάει δέκα μέρες και συγκεντρώνει πάνω από εκατόν πενήντα συγγραφείς απ’ όλο τον πλανήτη, είναι ότι η κουλτούρα, ο πολιτισμός δεν είναι αγαθό, είναι δικαίωμα. Γι’ αυτό και διατίθεται ελεύθερα. — Αυτό, λοιπόν, τι σημαίνει; Ότι ισχύουν όλα όσα είπαμε προηγουμένως. Ζούμε στην εποχή του νεολιμπεραλισμού. Αυτός ο κόσμος έτσι είναι. Αλλά θα τον αλλάξουμε. — Το πιστεύετε αυτό; Προφανώς και το πιστεύω. Το λέει άλλωστε και ο τίτλος του βιβλίου μου, για το οποίο τόση ώρα μιλάμε. Τι σημαίνει «pinturas de guerra;» — Ο Iνδιάνος που βάφει μαύρο το σώμα του πριν πολεμήσει; Η γυναίκα που βάφεται πριν βγει να κατακτήσει τον έρωτα της ζωή της; Με μια λέξη; — Ετοιμοπόλεμος; Ναι! Και το σχετικό link...
  2. Ο γνωστός Ισπανός κομίστας Άνχελ δε λα Κάγιε μάς μιλά για τα γκράφικ νόβελ του και πώς αυτά επηρεάζονται σφόδρα από την πολιτική πραγματικότητα. Συναντήσαμε τον Ισπανό κομίστα Άνχελ δε λα Κάγιε στο πλαίσιο του επιτυχημένου φεστιβάλ βιβλίων Books n’ Beer στην πλατεία Πρωτομαγιάς, όπου παρουσίασε το γκράφικ νόβελ «Χρώματα πολέμου» (Εκδόσεις Red n’ Noir). Παρακολουθήσαμε τη συζήτηση και λίγο αργότερα είχαμε μια φιλική κουβέντα γύρω από το βιβλίο του, την πολιτική και την τέχνη. Γεννημένος το 1958, ο Δε Λα Κάγιε – διευθυντής του νουάρ φεστιβάλ Semana Negra – έζησε το τέλος του κύματος κοινωνικής αλλαγής που σάρωσε τη Λατινική Αμερική, του οποίου οι ηγέτες ηττήθηκαν ολοκληρωτικά από τις κρατικές δυνάμεις καταστολής με την καθοδήγηση του Πενταγώνου και της CIA. Αυτά ζωγραφίζει και διηγείται στις ασπρόμαυρες σελίδες του τελευταίου βιβλίου του, που αποτελεί το δεύτερο μέρος μιας άτυπης τριλογίας, με το πρώτο να αφορά την Ιταλοαμερικάνα Τίνα Μοντότι, φωτογράφο, ηθοποιό, μοντέλο, συνάμα ακτιβίστρια της Τρίτης Διεθνούς και μέλος του Κ.Κ. Μεξικού, που κυκλοφόρησε και στη χώρα μας με τίτλο «Tina Modotti – Από την τέχνη στην επανάσταση» (Εκδόσεις ΚΨΜ). Όπως σημειώνει ο κομίστας, «τα “Χρώματα πολέμου” τελειώνουν με την προσπάθεια του πρωταγωνιστή – που είναι ο ίδιος – να γράψει ένα βιβλίο για την αριστερή Αμερικανή ηθοποιό Τζιν Σίμπεργκ που 50 χρόνια μετά είχε το ίδιο τέλος με τη Μοντότι: και οι δυο βρέθηκαν νεκρές στο πίσω κάθισμα ενός αυτοκινήτου με αμφιλεγόμενες αιτίες θανάτου. Αυτό που τις ενώνει κυριολεκτικά ήταν οι επαναστατικές προσωπικότητές τους». Οι ήρωες των «Χρωμάτων» είναι τέσσερις ζωγράφοι που παράτησαν τα πινέλα και πήραν τα όπλα για να απελευθερωθούν από τις χούντες και τους νέους γιάνκηδες αποικιοκράτες – Τουπαμάρος, Ουρουγουάη, Μοντονέρος, Αργεντινή, ΜΙR, Χιλή –, καθώς και ένας Μεξικανός που γλίτωσε απ’ τη σφαγή των φοιτητών στην πλατεία Τλατελόλκο το 1968. Άφησαν κατά μέρος την τέχνη τους, γιατί η τέχνη χωρίς πολιτική δεν είναι τέχνη. Η αισθητική χωρίς ηθική δεν είναι τέχνη, είναι διακόσμηση. Τους ήταν αδύνατο να μπογιατίζουν απλώς τους καμβάδες. Τους συνέλαβαν, τους βασάνισαν, τους τσάκισαν σωματικά και ψυχικά – κάποιους ελευθέρωσαν, άλλοι δραπέτευσαν, σχεδόν όλοι κατέφυγαν στο Παρίσι κατεστραμμένοι. Γι’ αυτή τη «χαμένη γενιά» ο Δε Λα Κάγιε θυμίζει τα λόγια του Ισπανού ποιητή Αντόνιο Ματσάδο (1939): «για τους ιστορικούς μπορεί να έχουμε ηττηθεί, όμως ανθρωπίνως έχουμε νικήσει». Ακριβώς. Η μνήμη των αγώνων για να αλλάξει η ζωή έρχεται με ένταση σήμερα, με τις αριστερές κυβερνήσεις που εδώ και 20 χρόνια κερδίζουν τις εκλογές σε όλη σχεδόν τη Λατινική Αμερική. Είναι αυτές που αναφέρονται στα σοσιαλιστικά κινήματα που νικήθηκαν, αλλά οι ιδέες τους κέρδισαν τους εργαζομένους και ανακαλούν τις μνήμες τους: Κομαντάντε Τσάβες, Ραφαέλ Κορέα, Έβο Μοράλες, Πέπε Μουχίκα, Κίρσνερ, Γκάμπριελ Μπόριτς. Με την εμφάνιση αυτών των ηγετών επιστρέφουν τα αιτήματα της αναδιανομής του πλούτου, της κοινωνικής ισότητας, κατά των φυλετικών διακρίσεων και ενάντια στην παγκοσμιοποίηση. Αλλά για τον ίδιο, αυτό που τον εντυπωσιάζει περισσότερο είναι το σώμα. Το σώμα μιας γυναίκας με μαντίλι που σηκώνει ψηλά με τα χέρια της την εικόνα ενός προσώπου, ενός desaparecido, ενός αγνοούμενου συγγενή – γιου, πατέρα, αδελφού. Η εικόνα του 20ού αιώνα. Και το σχετικό link...
  3. Μια συναρπαστική νουάρ αφήγηση μεταξύ Ιστορίας, πολιτικής φαντασίας και μαγικού ρεαλισμού από τον Άνχελ δε λα Κάγιε. Η πρόσφατη ιστορία της Λατινικής Αμερικής είναι γεμάτη επαναστάσεις, διαδηλώσεις, αγώνες για την ανεξαρτησία και την ελευθερία. Ταυτόχρονα όμως είναι γεμάτη και από αμερικανοκίνητες δικτατορίες, καταστολή, βασανιστήρια, θανάτους. Καλλιτέχνες, ζωγράφοι, συγγραφείς, ποιητές σε ολόκληρη τη Λατινική Αμερική δημιούργησαν τέχνη για να εκφράσουν την αντίσταση. Κάποιοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη χώρα τους, κάποιοι άλλοι πλήρωσαν με την καριέρα ή και τη ζωή τους την πολιτική τους στράτευση. Σε μια πολυδαίδαλη και πολυεπίπεδη φανταστική ιστορία με αρκετά πραγματικά πρόσωπα του εικοστού αιώνα σε πρωταγωνιστικούς ρόλους, ο Ισπανός δημιουργός κόμικς Άνχελ δε λα Κάγιε (στα ελληνικά κυκλοφορεί επίσης το βιβλίο του «Tina Modotti» από τις εκδόσεις ΚΨΜ) «αφηγείται» στιγμιότυπα από αυτόν τον πολυτάραχο βίο της Λατινικής Αμερικής και των ανθρώπων της, καταδεικνύοντας την κοινή μοίρα τους αλλά και τη διαρκή επικαιρότητα της ανατροπής παρά τις διαδοχικές ήττες, τα βρώμικα μέσα και την υπεροπλία των αντιπάλων. Στα «Χρώματα Πολέμου» (εκδόσεις Red n’ Noir, μετάφραση: Κρίτων Ηλιόπουλος, 296 σελίδες), συνδυάζοντας με μοναδική επιδεξιότητα τις ζωές και τις περιπέτειες δεκάδων προσώπων που το καθένα κουβαλά μια ξεχωριστή ιστορία, συνθέτει ένα μωσαϊκό από αφηγήσεις για το παρελθόν της νότιας Αμερικής. Ένας πράκτορας της CIA, ένας συνάδελφός του στις γαλλικές μυστικές υπηρεσίες μπλεγμένος στον βρώμικο πόλεμο της Αλγερίας, μια Χιλιανή ζωγράφος, ένας ακόμα ζωγράφος, μέλος των ανταρτών Τουπαμάρος, και ένας τρίτος, μέλος των ανταρτών Μοντονέρος της Αργεντινής, ένας Μεξικανός επιζών από τη σφαγή του Τλατελόλκο συναντιούνται στο Παρίσι όπου διασταυρώνουν τη διαδρομή τους με αυτή ενός νεαρού Ισπανού που φιλοδοξεί να γράψει τη βιογραφία της καταραμένης «πριγκίπισσας» του αμερικανικού κινηματογράφου, Τζιν Σίμπεργκ. Τα φανταστικά αυτά πρόσωπα όμως, κουβαλούν και μεταφέρουν γνώσεις και εμπειρίες από πραγματικά γεγονότα που πλήγωσαν τη Νότια Αμερική και το μείγμα γίνεται ακόμα πιο εκρηκτικό όταν οι ζωές τους τέμνονται με αυτές πραγματικών προσώπων όπως του ιδρυτή της Καταστασιακής Διεθνούς Γκι Ντεμπόρ, του φιλόσοφου Ζαν Πολ Σαρτρ, των δημιουργών κόμικς Ζακ Λουστάλ και Λορέντσο Ματότι κ.ά. Στο βιβλίο του Άνχελ δε λα Κάγιε, οι αναφορές σε πραγματικά γεγονότα και πρόσωπα είναι συνεχείς όπως και οι υπομνήσεις παρελθοντικών στιγμών. Αντί ωστόσο κάτι τέτοιο να λειτουργεί ανασταλτικά για τον αναγνώστη που δεν γνωρίζει κάθε πτυχή της Ιστορίας, λειτουργεί προτρεπτικά, παρακινεί στην περαιτέρω μελέτη και γνώση των συνθηκών που έφεραν τη Λατινική Αμερική στη σημερινή της κατάσταση. Εξίσου ενδιαφέρουσα είναι η συσχέτιση των γεγονότων και των προσώπων του βιβλίου με την Ιστορία της τέχνης και των κινημάτων από τα οποία αναδύθηκαν σημαντικές καλλιτεχνικές μορφές. Οι αναφορές στον αφηρημένο εξπρεσιονισμό, τον αντιφορμαλισμό, τον μινιμαλισμό, την Pop Art, τις περφόρμανς, τον αυτορεαλισμό, δεν γίνονται για να μπερδέψουν τον αναγνώστη αλλά για να τον οδηγήσουν στην έννοια του πολιτισμικού ιμπεριαλισμού, στη διαφορά των έργων του Τζάκσον Πόλοκ από τις τοιχογραφίες του Ντιέγο Ριβέρα, στην κατανόηση της τέχνης που άνθισε στις μητροπόλεις του αμερικανικού νότου σε σχέση με αυτήν των ευρωπαϊκών πρωτευουσών. Κι όλα αυτά με την πολιτική να βρίσκεται δίπλα σε κάθε καλλιτεχνική δράση και πράξη. «Η Λατινική Αμερική είναι μια αποικία που εδώ και δυο αιώνες πολέμησε για την ανεξαρτησία της από την Ισπανία. Και τώρα προσπαθούμε να απελευθερωθούμε από τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό, από την εξουσία του Βορρά. Αν δεν το δείτε έτσι, δεν θα καταλάβετε. Είμαστε Λατινοαμερικάνοι πατριώτες οπλισμένοι με ένα πινέλο και ένα τουφέκι», λέει ένας από τους χαρακτήρες του δε λα Κάγιε την ώρα που περιγράφει την αντάρτικη δράση του εναντίον αστυνομικών, πρακτόρων και στρατιωτικών με αναφορές στον Σιμόν Μπολιβάρ και τον Τσε Γκεβάρα. Αυτή την εκπληκτική ικανότητα του δε λα Κάγιε να συνδέει πολιτική, τέχνη, Ιστορία και φαντασία με αριστοτεχνικό τρόπο, επισημαίνει και ο Πάκο Ιγνάσιο Τάιμπο ΙΙ στον εξαιρετικό πρόλογό του: «Το βιβλίο αυτό είναι ένα αδιάκοπο κλείσιμο του ματιού που θα μας μεταφέρει στην Πον Νεφ του Παρισιού του Κορτάσαρ και στην ανάγκη να διαβάσουμε τον “Άνθρωπό στο Ψηλό Κάστρο” του Φίλιπ Ντικ και να ξαναδούμε το “Με Κομμένη την Ανάσα” ή θα σε κάνει να αναρωτηθείς πού κρύφτηκαν στη βιβλιοθήκη σου τα μανιφέστα του Γκι Ντεμπόρ». Και συμπληρώνει για να καταδείξει την ομοιότητα του βιβλίου του δε λα Κάγιε με την πραγματική Ιστορία και τραγωδία του αμερικανικού νότου: «Ο Άνχελ οργανώνει το χάος: συνέχειες, επιστροφές στο παρελθόν, αφηγήσεις σε πρώτο ή τρίτο πρόσωπο, επιστολές, γεγονότα που πηγαινοέρχονται μέσα στο χρόνο, δευτερεύουσες αστυνομικές πλοκές […] Πρέπει να ευχαριστήσουμε τον Άνχελ για τα αστικά τοπία του, τις συνεχείς αναπαραγωγές πινάκων, φωτογραφιών και τοιχογραφιών, τον έρωτά του για τις λεπτομέρειες, τη λογοτεχνική του ικανότητα να συγκεντρώνει την ιστορία σ’ ένα χαμένο παπούτσι». «Χρώματα Πολέμου» Παρουσίαση Πότε: Σάββατο 4/6 στις 21.00, στο πλαίσιο του 2ου Φεστιβάλ «Books n’ Beer fest» Πού: Πλατεία Πρωτομαγιάς, Πεδίον του Άρεως Ομιλητές: Κρίτωνας Ηλιόπουλος (μεταφραστής του βιβλίου), Ανδρέας Αποστολίδης (συγγραφέας, σκηνοθέτης και μεταφραστής), Δανάη Ταχτάρα (μεταφράστρια, διδάκτωρ μετάφρασης) και ο δημιουργός του βιβλίου, Άνχελ δε λα Κάγιε. Είσοδος ελεύθερη Και το σχετικό link...
×
×
  • Δημιουργία νέου...

Σημαντικές πληροφορίες

Χρησιμοποιώντας αυτή τη σελίδα, αποδέχεστε τις Όρους χρήσης μας.